NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4389/2016 Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις.

 
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 94
27 Μαίου 2016
ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 4389
Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η «Αρχή»), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της.

2. Η Αρχή απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα, κρατικούς φορείς ή άλλες διοικητικές αρχές. Η Αρχή υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής και τη διαδικασία του άρθρου 4 του παρόντος νόμου.

3. Η έδρα της Αρχής είναι στην Αθήνα. Ειδικές Αποκεντρωμένες και Περιφερειακές Υπηρεσίες της Αρχής μπορεί να συστήνονται και να λειτουργούν και εκτός της έδρας αυτής.

4. Από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής καταργείται η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και η θέση του Γενικού Γραμματέα που προΐσταται αυτής.

1. Η Αρχή ασκεί όλες τις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ. Γ.Δ. Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, που προβλέπονται, κατά την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της, στις διατάξεις της Υποπαραγράφου Ε2 της παραγράφου Ε' του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α' 222), σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της κείμενης νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων και των κανονιστικών πράξεων του Υπουργού Οικονομικών, του Αναπληρωτή Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών, καθώς και τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με τον παρόντα νόμο και με οποιαδήποτε άλλη γενική ή ειδική διάταξη.

2. Η Αρχή έχει, ιδίως, τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών και τελωνειακών εσόδων, καθώς και την είσπραξη λοιπών δημοσίων εσόδων,
β) την παρακολούθηση και τον έλεγχο της πορείας της βεβαίωσης και της είσπραξης των δημοσίων εσόδων και της εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας για την είσπραξη δημοσίων εσόδων,
γ) τη λήψη και την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών υπηρεσιών της, στους τομείς της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου, της φορολογικής απάτης και της παραοικονομίας, της εφαρμογής των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, της βεβαίωσης και είσπραξης και της βελτίωσης της εισπραξιμότητας των δημοσίων εσόδων,
δ) την έκδοση κανονιστικών αποφάσεων, εγκυκλίων, οδηγιών και λοιπών διοικητικών εγγράφων που αφορούν εν γένει στην ερμηνεία και στην εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής, τελωνειακής και λοιπής νομοθεσίας που σχετίζεται με τους τομείς αρμοδιότητάς της,
ε) την έκδοση κανονιστικών αποφάσεων, εγκυκλίων, οδηγιών, ατομικών διοικητικών πράξεων και λοιπών διοικητικών εγγράφων που αφορούν σε θέματα οργάνωσης υπηρεσιών και διαχείρισης των πάσης φύσεως πόρων της,
στ) τη λήψη και την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας, του περιβάλλοντος και των συμφερόντων των καταναλωτών, καθώς και για την συμβολή στην υγιή λειτουργία της αγοράς, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και καινοτομίας της χημικής βιομηχανίας και την παροχή σχετικής επιστημονικής υποστήριξης σε δικαστικές, αστυνομικές και λοιπές κρατικές Αρχές και υπηρεσίες,
ζ) το στρατηγικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό των δράσεων όλων των υπηρεσιών της και την κατάρτιση στοχοθεσίας και δεικτών απόδοσης,
η) την κατάρτιση των επιμέρους επιχειρησιακών σχεδίων φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών ελέγχων αρμοδιότητάς της και τον προγραμματισμό ελέγχων για τη διαπίστωση της εφαρμογής της φορολογικής, τελωνειακής και λοιπής νομοθεσίας αρμοδιότητάς της. Επίσης, την αξιολόγηση και την ιεράρχηση των αιτημάτων ελέγχου που υποβάλλονται από άλλους φορείς,
θ) τον εντοπισμό φαινομένων φοροδιαφυγής, λαθρεμπορίου, φορολογικής απάτης, παραεμπορίου και παραοικονομίας και τον καταλογισμό της διαφεύγουσας φορολογητέας ύλης,
ι) τον εντοπισμό φαινομένων διαφθοράς, αδιαφανών διαδικασιών, αναποτελεσματικότητας, χαμηλής παραγωγικότητας και ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και μη τήρησης της νομιμότητας που τυχόν παρατηρούνται στη λειτουργία και στη δράση των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών υπηρεσιών της,
ια) την εποπτεία και το συντονισμό των ελεγκτικών φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών υπηρεσιών που υπάγονται σε αυτήν, καθώς και την αξιολόγηση και τον έλεγχο των αποτελεσμάτων της δράσης τους σε σχέση με την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί με βάση τον επιχειρησιακό σχεδιασμό ελέγχων και τα προγράμματα επιχειρησιακής δράσης που έχει καταρτίσει η Αρχή,
ιβ) την εισήγηση νομοθετικών διατάξεων και μέτρων για την ενίσχυση της φορολογικής και τελωνειακής συμμόρφωσης και την υποβολή προτάσεων για τη βελτίωση και την επιτάχυνση της εισπραξιμότητας των δημοσίων εσόδων,
ιγ) τη διατύπωση απλής γνώμης για σχέδια νόμων που ρυθμίζουν ζητήματα εμπίπτοντα στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της
ιδ) το συντονισμό και τη συνεργασία με άλλους φορείς και αρχές στα πλαίσια της άσκησης των ανωτέρω αρμοδιοτήτων.
ιε) την κατάρτιση και εκτέλεση του προϋπολογισμού των δαπανών της,
ιστ) την κατάρτιση και εκτέλεση προγράμματος προμηθειών για την ομαλή λειτουργία των υπηρεσιών της, εξαιρουμένης της προμήθειας κεντρικού εξοπλισμού πληροφορικής και του συστημικού λογισμικού πληροφορικής που απαιτείται για τη χρήση του, που εκτελείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις διαδικασίες που περιγράφονται στην εκάστοτε ισχύουσα Συμφωνία Επιπέδου Εξυπηρέτησης. Η προμήθεια περιφερειακού τερματικού εξοπλισμού και του λογισμικού που τον συνοδεύει γίνεται από την Αρχή σύμφωνα με τις ελάχιστες τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζει η αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών και δύναται να διενεργείται από αυτήν κατόπιν αιτήματος του Διοικητή της Αρχής,
ιζ) την κατάρτιση συμβάσεων για τα έργα της Αρχής,
ιη) την εποπτεία των φορέων που λειτουργούν στην Αρχή και τη διαχείριση, παρακολούθηση και αξιοποίηση των ειδικών λογαριασμών που αφορούν την Αρχή ή λειτουργίες αυτής. Ως φορείς και ειδικοί λογαριασμοί νοούνται ο Ειδικός Λογαριασμός Τελωνείων, η αρμοδιότητα παρακολούθησης και αξιοποίησης του οποίου μεταβιβάσθηκε στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων με την υπ' αριθμ. Δ6Α 1145867/2013 ΑΥΟ (Β' 2417) και το Ειδικό Ταμείο Ελέγχου Παραγωγής και Ποιότητας Αλκοόλης - Αλκοολούχων Ποτών (Ε.Τ.Ε.Π.Α.Α.) η αρμοδιότητα εποπτείας του οποίου μεταβιβάσθηκε στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων με την υπ' αριθμ. Δ6Α 1015213/2013 ΑΥΟ (Β' 130), καθώς και κάθε άλλος ειδικός λογαριασμός ή φορέας του οποίου η διαχείριση ή εποπτεία, αντίστοιχα, τυχόν ανατεθεί στην Αρχή στο μέλλον,
ιθ) την ανάπτυξη, επικαιροποίηση, συντήρηση, λειτουργία και χρήση του λογισμικού εφαρμογών των πληροφοριακών συστημάτων ή την προμήθειά του, που είναι απαραίτητη για την απρόσκοπτη και αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων της και την ασφάλεια και διαχείριση των δεδομένων που προέρχονται από τις δραστηριότητές της, όπως ιδίως λογισμικού εφαρμογών που υποστηρίζουν τις κύριες αρμοδιότητες των Φορολογικών και των Τελωνειακών υπηρεσιών και του Γενικού Χημείου του Κράτους,
κ) την παροχή και υποστήριξη ηλεκτρονικών υπηρεσιών προς τον πολίτη, τις επιχειρήσεις, τους φορείς του δημόσιου τομέα για τη διευκόλυνση των συναλλαγών, τη μείωση της γραφειοκρατίας, την απλούστευση των διαδικασιών και την επίτευξη φορολογικής δικαιοσύνης και διαφάνειας,
κα) τον καθορισμό της τεχνολογικής στρατηγικής της, ως προς το σχεδιασμό και την ανάπτυξη εφαρμογών και των υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης,
κβ) κάθε άλλη ενέργεια που είναι απαραίτητη στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων της.

3. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ή του καθ' ύλην αρμόδιου Αναπληρωτή Υπουργού ή Υφυπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύνανται να μεταβιβάζονται και να περιέρχονται στην Αρχή περαιτέρω αρμοδιότητες που κατά την κείμενη νομοθεσία ασκούνται από τον Υπουργό Οικονομικών ή τον αρμόδιο Αναπληρωτή Υπουργό ή Υφυπουργό Οικονομικών ή τους Προϊσταμένους των οργανικών μονάδων του Υπουργείου Οικονομικών και κείνται εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων της Αρχής. Οι αρμοδιότητες αυτές ασκούνται από τον Διοικητή της Αρχής, ο οποίος μπορεί να τις μεταβιβάζει σε υφιστάμενα όργανα της Αρχής ή να εξουσιοδοτεί αυτά, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 14 του παρόντος.

4. Οι αρμοδιότητες που περιέρχονται στην Αρχή ή στα όργανα αυτής, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, καθώς και αυτές που έχουν ήδη μεταβιβασθεί στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και κείνται εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων της Αρχής, δεν μπορούν να αναμεταβιβασθούν στον Υπουργό Οικονομικών ή στον Αναπληρωτή Υπουργό ή στον Υφυπουργό Οικονομικών ή σε άλλα κυβερνητικά όργανα με μεταγενέστερη κανονιστική διοικητική πράξη.

Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Εμπειρογνώμονας και ο Διοικητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους και δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο ούτε σε διοικητική εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές ή άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό. Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Εμπειρογνώμονας και ο Διοικητής απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.

Τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου, καθώς και ο Διοικητής της Αρχής, μετά από αίτημα διαρκούς ή άλλης Επιτροπής της Βουλής, ή κατόπιν δικής τους πρωτοβουλίας, καταθέτουν ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 138Α σε συνδυασμό με το άρθρο 41 Α του Κανονισμού αυτής, σχετικά με θέματα που αφορούν στις αρμοδιότητες της Αρχής.
Η Αρχή συνεργάζεται με τις διοικητικές αρχές που ασκούν αρμοδιότητες σε συγκεκριμένους τομείς της εθνικής οικονομίας και παρέχει τη συνδρομή της, εφόσον της ζητηθεί, στις εν λόγω αρχές, στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων της.

1. Η Αρχή δεν υπόκειται σε ιεραρχικό έλεγχο ή εποπτεία από τον Υπουργό Οικονομικών.

2. Ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να υποβάλει στρατηγικές προτάσεις και να παρέχει στρατηγικές οδηγίες στην Αρχή σχετικά με το στρατηγικό σχεδιασμό για την υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής σε ζητήματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της Αρχής και σε εξαιρετικές περιστάσεις. Οι στρατηγικές οδηγίες και οι προτάσεις δεν μπορούν να επεκταθούν σε οργανωτικά και λειτουργικά ζητήματα της Αρχής ή σε θέματα του προσωπικού αυτής.

3. Η Αρχή ενημερώνει περιοδικά τον Υπουργό Οικονομικών, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 20 του παρόντος νόμου. Ο Υπουργός δεν δύναται, για συγκεκριμένες υποθέσεις ή περιπτώσεις, να υποβάλει προς την Αρχή αίτημα παροχής πληροφοριών ή να παράσχει δεσμευτικές οδηγίες, του παρέχονται όμως υποχρεωτικά από αυτήν συγκεντρωτικά στοιχεία που απαιτούνται για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του.

4. Σε περίπτωση διαφωνίας του Υπουργού Οικονομικών με τον Διοικητή της Αρχής, σχετικά με την εφαρμογή της φορολογικής πολιτικής, το ζήτημα παραπέμπεται από τον Υπουργό Οικονομικών στο Συμβούλιο Διοίκησης της Αρχής.

5. Η Αρχή, μέσω του Διοικητή της, εισηγείται στον Υπουργό Οικονομικών νομοθετικές διατάξεις για ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της.

6. Πριν από την υποβολή προς ψήφιση στη Βουλή νομοθετικών διατάξεων για ζητήματα φορολογικής και τελωνειακής πολιτικής, καθώς και της εφαρμογής τους, ο Υπουργός Οικονομικών τις γνωστοποιεί στην Αρχή. Η Αρχή εντός τριάντα (30) ημερών από το χρόνο που έλαβε γνώση διατυπώνει γνώμη επ' αυτών, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν είναι δεσμευτική για τον Υπουργό Οικονομικών. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αυτής θεωρείται ότι η Αρχή έχει διατυπώσει γνώμη σύμφωνη προς το περιεχόμενο των νομοθετικών διατάξεων. Σε περιπτώσεις επείγοντος, η ως άνω προθεσμία συντέμνεται σε δέκα (10) ημέρες, ενώ σε περιπτώσεις κατεπείγοντος σε τρεις (3) ημέρες.

7. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται και για τη νομοθετική πρωτοβουλία λοιπών Υπουργείων, όταν αφορούν ζητήματα εμπίπτοντα στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Αρχής. Στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις υποβάλλονται προς την Αρχή για τη διατύπωση γνώμης μέσω του Υπουργού Οικονομικών, τηρουμένης της ως άνω διαδικασίας.

8. Πριν από την έκδοση κανονιστικών αποφάσεων και εγκυκλίων που αφορούν εν γένει στην ερμηνεία και στην εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας και της νομοθεσίας που άπτεται των αρμοδιοτήτων του Γενικού Χημείου του Κράτους, η Αρχή τις γνωστοποιεί στον Υπουργό Οικονομικών για παροχή απόψεων, οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν είναι δεσμευτικές για την Αρχή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

1. Η οργάνωση και διάρθρωση των υπηρεσιών της Αρχής, ο καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους και των οργανικών θέσεων του προσωπικού αυτής, τα προσόντα διορισμού στους κλάδους και στις ειδικότητες, οι κλάδοι από τους οποίους προέρχονται οι προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων αυτής, καθώς και η κατανομή των οργανικών θέσεων του μονίμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού της Αρχής ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα ρυθμίζονται από τον Οργανισμό της Αρχής.

2. Η λειτουργία της Αρχής ρυθμίζεται από Εσωτερικούς Κανονισμούς, στους οποίους περιλαμβάνονται:
α) ο Κανονισμός Λειτουργίας αυτής, με τον οποίο καθορίζονται ειδικότερα θέματα λειτουργίας και άσκησης των αρμοδιοτήτων της Αρχής, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, και
β) επιμέρους Εσωτερικοί Κανονισμοί με τους οποίους καθορίζονται τα καθήκοντα του προσωπικού των υπηρεσιών της και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα.

3. Ο Οργανισμός και οι Εσωτερικοί Κανονισμοί εκδίδονται με αποφάσεις του Διοικητή, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 9.

Τα όργανα Διοίκησης της Αρχής είναι το Συμβούλιο Διοίκησης και ο Διοικητής.

1. Το Συμβούλιο Διοίκησης είναι πενταμελές, αποτελούμενο από τον Πρόεδρο και τέσσερα (4) ακόμη τακτικά μέλη, τα οποία δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης συμμετέχει ο Διοικητής της Αρχής ως εκ της ιδιότητάς του, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

2. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης ορίζεται πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μόνο μία φορά. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, δύο (2) από τα πέντε (5) μέλη κληρώνονται αμέσως μετά από τη λήψη της απόφασης επιλογής τους και διορίζονται για θητεία τριών (3) ετών, άλλα δύο (2) για θητεία τεσσάρων (4) ετών και ένα (1) μέλος για θητεία πέντε (5) ετών, αντίστοιχα. Αν ανανεωθεί η θητεία μέλους που σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο διορίστηκε για περιορισμένη θητεία, η ανανέωση χωρεί για πλήρη θητεία πέντε (5) ετών.

3. Κατά τα πρώτα πέντε (5) έτη λειτουργίας της Αρχής, στο Συμβούλιο Διοίκησης θα παρέχει εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες, σε ζητήματα βέλτιστων διεθνών πρακτικών, Εμπειρογνώμονας με εμπειρία σε ζητήματα φορολογικής διοίκησης που έχει αποκτηθεί στο εξωτερικό. Ο Εμπειρογνώμονας, ο οποίος δύναται να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης χωρίς δικαίωμα ψήφου, έχει τα ίδια δικαιώματα πρόσβασης στα έγγραφα και στοιχεία της αρχής με τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, καθώς και τις ίδιες υποχρεώσεις. Κατόπιν πρότασης του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Υπουργός Οικονομικών δύναται, με απόφασή του που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να παρατείνει το ανωτέρω χρονικό διάστημα έως πέντε (5) ακόμη έτη.

4. Το Συμβούλιο Διοίκησης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, έχει την υποχρέωση να υπηρετεί με συνέπεια τους σκοπούς της Αρχής και να ασκεί τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται από τον παρόντα νόμο και από την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία, με γνώμονα την επίτευξη των στόχων αυτής και την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία και δράση της Αρχής.

5. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, καθώς και ο Εμπειρογνώμονας, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας.

6. Οι αποδοχές του Προέδρου, των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης και του Εμπειρογνώμονα καθορίζονται στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300,00 €) ανά συνεδρίαση και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να υπερβαίνουν ετησίως το τριάντα τοις εκατό (30%) των αποδοχών Γενικού Γραμματέα Υπουργείου.
Για τον Πρόεδρο, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης και τον Εμπειρογνώμονα που καλούνται από το εξωτερικό, αναγνωρίζονται έξοδα κίνησης με κάθε μεταφορικό μέσο, ημερήσια αποζημίωση εξωτερικού και έξοδα διανυκτέρευσης εξωτερικού της περίπτωσης β' της κατηγορίας I της παρ. 1 του άρθρου 5 του Κεφαλαίου Α' της Υποπαραγράφου Δ9 της παρ. Δ' του Μέρους Β' του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α'94). Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης του προηγούμενου εδαφίου και ο Εμπειρογνώμονας εξαιρούνται του ανωτάτου ορίου ημερών εκτός έδρας του άρθρου 3 του Κεφαλαίου Α' της υποπαραγράφου Δ9 της παρ. Δ' του Μέρους Β' του άρθρου 2 του ν. 4336/2015.

7. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης είναι πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, υψηλής επιστημονικής συγκρότησης και επαγγελματικής εμπειρίας σε τομείς που έχουν σχέση με τις αρμοδιότητες της Αρχής ή / και του Συμβουλίου Διοίκησης. Οι υποψήφιοι πρέπει να διαθέτουν:
α) πτυχίο ή δίπλωμα Α. Ε. Ι. νομικής ή οικονομικής κατεύθυνσης ή διοίκησης επιχειρήσεων ή θετικών επιστημών ή δημόσιας διοίκησης ή ισότιμο τίτλο σπουδών σχολών της ημεδαπής ή αλλοδαπής αντίστοιχων ειδικοτήτων. Ιδιαίτερο προσόν κατά την επιλογή θεωρούνται οι μεταπτυχιακοί ή διδακτορικοί τίτλοι ελληνικού Α.Ε.Ι. ή αναγνωρισμένου ισότιμου της αλλοδαπής ή η αποφοίτηση από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης του Ε.Κ.Δ.Δ.Α. που αποδεικνύουν την επιστημονική εξειδίκευση σε συναφή προς τους σκοπούς της Αρχής ή / και τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Διοίκησης γνωστικά αντικείμενα,
β) επαγγελματική εμπειρία σε συναφή προς τους σκοπούς της Αρχής ή / και τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Διοίκησης αντικείμενα τουλάχιστον δέκα (10) ετών,
γ) άριστη γνώση τουλάχιστον μιας ξένης γλώσσας και ιδίως της αγγλικής, δ) ισχυρό ιστορικό φορολογικής συμμόρφωσης. Οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν τα προσόντα διορισμού τόσο κατά το χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων όσο και κατά το χρόνο του διορισμού.

8. Οι υποψήφιοι πρέπει επίσης να μην έχουν κώλυμα διορισμού κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 και 8 του ν. 3528/2007 (Α' 26), είτε κατά το χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων είτε κατά το χρόνο του διορισμού, επιπλέον:
α) Να μην έχουν απολυθεί από θέση δημόσιας υπηρεσίας ή Ο.Τ.Α. ή άλλου νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα, λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, οφειλόμενο σε υπαιτιότητά τους.
β) Να μην έχουν αποκλεισθεί από αρμόδια αρχή από την άσκηση ενός επαγγέλματος ή να μην τους έχει απαγορευθεί η ανάληψη θέσης Προϊσταμένου ή στελέχους οποιασδήποτε δημόσιας αρχής, λόγω σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.
γ) Να μη συνδέονται με οποιαδήποτε σχέση εργασίας με την Αρχή.
Τα ίδια ως άνω κωλύματα συντρέχουν και για τον Εμπειρογνώμονα κατά το χρόνο έναρξης της σχέσης του με την Αρχή.

9. Για την αντικατάσταση του Προέδρου ή άλλου μέλους κατά τη διάρκεια της θητείας του Συμβουλίου, οι υποψήφιοι δεν μπορεί να είναι σύζυγοι ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού ή κατιόντες σε ευθεία γραμμή του Προέδρου ή άλλου μέλους του Συμβουλίου ή του Διοικητή.

10. Δεν μπορεί να διοριστεί Πρόεδρος ή μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης ή Εμπειρογνώμονας πρόσωπο, το οποίο είναι ή έχει διατελέσει μέλος του Ελληνικού ή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Κυβέρνησης ή των εκτελεστικών οργάνων πολιτικού κόμματος, κατά την τρέχουσα ή την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, ή έχει ανακηρυχθεί υποψήφιος βουλευτής, κατά τις ίδιες ως άνω περιόδους.

11. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και δεν αναστέλλεται η άσκηση οποιουδήποτε δημοσίου λειτουργήματος, καθώς και η άσκηση καθηκόντων σε οποιαδήποτε θέση του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και των επιχειρήσεών τους, των Ν. Π.Δ.Δ. και των κρατικών Ν. Π. Ι.Δ. ή δημοσίων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων, τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιοδήποτε έμμισθο ή άμισθο λειτούργημα ή οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα που δεν συμβιβάζεται με την ιδιότητα ή τα καθήκοντα μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής. Ιδίως δεν επιτρέπεται να παρέχουν υπηρεσίες ή να έχουν οποιαδήποτε έννομη σχέση με εταιρεία ή επιχείρηση, εκ της οποίας μπορεί να προκληθεί σύγκρουση συμφερόντων. Δεν συνιστά για αυτούς ασυμβίβαστο η άσκηση καθηκόντων μέλους Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, με καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης και η άσκηση καθηκόντων μέλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Το Συμβούλιο Διοίκησης έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
1. Ως προς τις δραστηριότητες της Αρχής, το Συμβούλιο Διοίκησης:
α) Παρέχει γενικές κατευθυντήριες οδηγίες για το στρατηγικό σχεδιασμό της Αρχής.
β) Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για το στρατηγικό και επιχειρησιακό σχέδιο της Αρχής, καθώς και για την ετήσια έκθεση απολογισμού και προγραμματισμού των δραστηριοτήτων της Αρχής.
2. Ως προς τα ζητήματα προσωπικού της Αρχής, το Συμβούλιο Διοίκησης:
α) Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του κατά το σχεδιασμό της πολιτικής προσωπικού της Αρχής και παρακολουθεί την εφαρμογή αυτής.
β) Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για την ανάπτυξη και την εφαρμογή μεθοδολογιών και ειδικότερων συστημάτων προαγωγών, βαθμολογικής και υπηρεσιακής εξέλιξης του προσωπικού της Αρχής.
γ) Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για την ανάπτυξη και την εφαρμογή μεθοδολογιών και ειδικότερων συστημάτων ποιοτικής και ποσοτικής αξιολόγησης του προσωπικού της Αρχής.
δ) Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για την ανάπτυξη και την εφαρμογή μεθοδολογιών και ειδικότερου συστήματος μισθολογικού καθεστώτος και επιπλέον ανταμοιβής (bonus) του προσωπικού της Αρχής.
ε) Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια πρόσληψης προσωπικού στην Αρχή.
στ) Εισηγείται προς το Κυβερνητικό Συμβούλιο Μεταρρύθμισης της Δημόσιας Διοίκησης, των Ν.Π.Δ.Δ και των Ο.Τ. Α., την αύξηση του καθοριζόμενου ορίου οργανικών θέσεων μόνιμου προσωπικού της Αρχής.
ζ) Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για τη σύσταση ή κατάργηση οργανικών θέσεων προσωπικού όλων των κλάδων, ειδικοτήτων και κατηγοριών.
η) Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για τη μεταφορά κενών οργανικών θέσεων από κατηγορία σε κατηγορία ή από κλάδο ή ειδικότητα σε άλλο κλάδο ή σε άλλη ειδικότητα, καθώς και για τον καθορισμό ή ανακαθορισμό των προσόντων διορισμού σε κλάδους και σε ειδικότητες.
θ) Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για τον καθορισμό ή ανακαθορισμό των οργανικών θέσεων προσωπικού, μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα μεταξύ των υπηρεσιών της Αρχής.
ι) Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για τον καθορισμό ή ανακαθορισμό του αριθμού των θέσεων των Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους και των οργανικών μονάδων όλων των επιπέδων, στις οποίες κατανέμονται οι θέσεις αυτές, καθώς και για την κατανομή ή ανακατανομή τους σε υπηρεσιακές μονάδες.
3. Ως προς τα οργανωτικά ζητήματα της Αρχής, το Συμβούλιο Διοίκησης:
α) Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για τους Εσωτερικούς Κανονισμούς της Αρχής.
β) Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για την κατάρτιση του Οργανισμού της Αρχής, καθώς και για την τροποποίηση αυτού, σε περιπτώσεις σημαντικών οργανωτικών αλλαγών, όπως είναι η σύσταση, η συγχώνευση, η μετατροπή επιπέδου, η κατάργηση και η αναστολή λειτουργίας υπηρεσιών, επιπέδου Γενικών Διευθύνσεων ή Διευθύνσεων των Κεντρικών, Ειδικών Αποκεντρωμένων και Περιφερειακών Υπηρεσιών, καθώς και των Περιφερειακών Υπηρεσιών που αποτελούν Αυτοτελείς Υπηρεσίες της Αρχής, ανεξαρτήτως επιπέδου, καθώς και ο καθορισμός των κλάδων από τους οποίους προέρχονται οι Προϊστάμενοι των προαναφερθεισών υπηρεσιών και παρακολουθεί την υλοποίηση των ανωτέρω οργανωτικών αλλαγών.
γ) Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για την πολιτική της Αρχής σε θέματα διοικητικών διαδικασιών.
4. Ως προς τον Διοικητή της Αρχής, το Συμβούλιο Διοίκησης:
α) Κατατάσσει τους δύο (2) επικρατέστερους υποψηφίους για τη θέση του Διοικητή και υποβάλει σχετική πρόταση στον Υπουργό Οικονομικών.
β) Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για τη συμβατότητα του συμβολαίου απόδοσης με τους τεθέντες στόχους στο στρατηγικό και επιχειρησιακό σχέδιο και παρακολουθεί την εκτέλεση του συμβολαίου απόδοσης του Διοικητή.
5. Ως προς τον προϋπολογισμό της Αρχής, το Συμβούλιο Διοίκησης:
α) Παρέχει γνώμη στο Διοικητή της Αρχής επί του σχεδίου προϋπολογισμού της, πριν την υποβολή του στο ΓΛΚ.
β) Παρακολουθεί την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Αρχής, δια της υποβολής σε αυτό εκθέσεων από το Διοικητή.
γ) Ελέγχει και αποφαίνεται για τη σκοπιμότητα δαπανών, για έργα παροχής υπηρεσιών ή για προμήθειες ειδών καθαρής αξίας άνω των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ.
δ) Παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για την ένταξη έργων στο Π.Δ. Ε. και στο Ενιαίο Πρόγραμμα Προμηθειών.
6. Το Συμβούλιο Διοίκησης δεν δύναται να ζητά και να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν σε συγκεκριμένες υποθέσεις ή περιπτώσεις φορολογούμενων.

1. Η επιλογή των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης, γίνεται με ανοικτό διαγωνισμό. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αναρτάται στο διαδίκτυο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν. 3861/2010 (Α' 112), καθορίζεται η διαδικασία προκήρυξης του ανοικτού διαγωνισμού, η γραμματειακή υποστήριξη της Επιτροπής της επόμενης παραγράφου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

2. Η επιλογή των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης γίνεται από ανεξάρτητη Επιτροπή Επιλογής, η οποία θα απαρτίζεται από: α) τον Πρόεδρο του Α.Σ.Ε.Π., ως Πρόεδρο, β) τον Συντονιστή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, γ) τον Γενικό Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, δ) τον Πρόεδρο του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, ε) ένα μέλος Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) που υποδεικνύεται από τον Υπουργό Οικονομικών και στ) αποκλειστικά για τα πρώτα επτά (7) έτη λειτουργίας της Αρχής, δύο εκπροσώπους που υποδεικνύονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3. Η Επιτροπή Επιλογής καταρτίζει κατάλογο των επικρατέστερων υποψηφίων, με βάση προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, ο οποίος αποτελείται από διπλάσιο αριθμό υποψηφίων από τον αριθμό των σχετικών θέσεων και υποβάλλεται στον Υπουργό Οικονομικών. Σε περίπτωση που οι υποψήφιοι είναι λιγότεροι από το διπλάσιο αριθμό των θέσεων, περιλαμβάνονται όλοι οι υποψήφιοι στον εν λόγω κατάλογο.

4. Ο Υπουργός Οικονομικών επιλέγει από τον ανωτέρω κατάλογο, ισάριθμους με τις προς πλήρωση θέσεις επικρατέστερους υποψηφίους, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για κάθε έναν από αυτούς ξεχωριστά, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής. Σε περίπτωση που η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας δεν εγκρίνει έναν ή περισσότερους από τους προταθέντες υποψηφίους, ο Υπουργός Οικονομικών προτείνει εναλλακτικούς υποψηφίους από τον κατάλογο των επικρατέστερων υποψηφίων της παραγράφου 3. Τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

5. Ο Εμπειρογνώμονας ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, βάσει καταλόγου τριών (3) υποψηφίων, τον οποίο καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

1. Μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης, περιλαμβανομένου του Προέδρου, παύεται από το αξίωμά του με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών, για τους εξής λόγους:
α) Για αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων του λόγω κωλύματος, νόσου ή αναπηρίας σωματικής ή πνευματικής που διαρκεί για περισσότερους από τρεις συνεχόμενους μήνες ή αν δεν έχει εκπληρώσει τα καθήκοντά του για τρεις συνεχόμενους μήνες για οποιονδήποτε άλλο λόγο, χωρίς την άδεια του Συμβουλίου Διοίκησης.
β) Για σπουδαίο λόγο που αφορά στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Σπουδαίο λόγο συνιστά η αποκάλυψη εμπιστευτικών θεμάτων, για τα οποία έλαβε γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή κατάχρηση της θέσης του για ίδιο, προσωπικό ή εμπορικό όφελος.
γ) Αν παραπεμφθεί αμετάκλητα στο ακροατήριο για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού σε θέση δημοσίου υπαλλήλου ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 149 του ν. 3528/2007.
δ) Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις θέσης του σε αυτοδίκαιη αργία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 1 του ν. 3528/2007.
ε) Αν δεν προβεί στις απαιτούμενες γνωστοποιήσεις, περί σύγκρουσης συμφερόντων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 35 του παρόντος νόμου.
στ) Αν έχει αποκλεισθεί ή παυθεί από αρμόδια αρχή από την άσκηση ενός επαγγέλματος ή του έχει απαγορευθεί η ανάληψη θέσης Προϊσταμένου ή στελέχους οποιουδήποτε δημόσιου νομικού προσώπου, λόγω σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.
ζ) Αν είναι σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δευτέρου βαθμού ή κατιών σε ευθεία γραμμή του Προέδρου ή άλλου μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης.
η) Αν εκλεγεί μέλος της Βουλής των Ελλήνων, του Ευρωκοινοβουλίου, της Κυβέρνησης ή των εκτελεστικών οργάνων πολιτικού κόμματος ή αν ανακηρυχθεί υποψήφιος Βουλευτής.

2. Ο Πρόεδρος ή μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης που έχει παυθεί από το αξίωμά του, δύναται να προσβάλει με προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας την απόφαση περί παύσεώς του.

3. Μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου, που προτίθεται να παραιτηθεί από το αξίωμά του, ενημερώνει σχετικά τον Υπουργό Οικονομικών και το Συμβούλιο Διοίκησης, τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την παραίτησή του. Η παραίτηση γίνεται αποδεκτή με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

4. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση του Εμπειρογνώμονα.

5. α) Σε περίπτωση κένωσης της θέσης του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης, λόγω θανάτου, παραίτησης ή παύσης, διορίζεται νέος Πρόεδρος ή μέλος, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 10 του παρόντος νόμου, εντός δύο μηνών από την κένωση της θέσης, για το υπόλοιπο της θητείας. Μέχρι το διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους, η λειτουργία του Συμβουλίου Διοίκησης δεν διακόπτεται. Για το διάστημα μέχρι το διορισμό νέου Προέδρου ορίζεται αναπληρωτής αυτού από τα υπολειπόμενα μέλη με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης.
β) Σε περίπτωση κένωσης της θέσης του Εμπειρογνώμονα για τους ίδιους ως άνω λόγους, ορίζεται νέος Εμπειρογνώμονας, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 5 του άρθρου 10, εντός δύο μηνών από την κένωση της θέσης, για το υπόλοιπο της θητείας.

6. Η διαδικασία για το διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης ή για τον ορισμό του Εμπειρογνώμονα ολοκληρώνεται πριν από την εκπνοή της θητείας του Προέδρου ή του μέλους ή του Εμπειρογνώμονα, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 10.

7. Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας για το διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους κατά τα ανωτέρω, η θητεία του απερχόμενου Προέδρου ή μελών παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι το διορισμό νέων.

1. Το Συμβούλιο Διοίκησης συνεδριάζει τουλάχιστον μία (1) φορά το μήνα τακτικώς και εκτάκτως όποτε χρειαστεί, μετά από πρόσκληση του Προέδρου του, στην οποία ορίζεται ο τόπος και ο χρόνος της συνεδρίασης. Στην πρόσκληση περιλαμβάνονται τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Διοίκησης υποχρεούται να συγκαλέσει συνεδρίαση εκτάκτως, αν το ζητήσουν δύο (2) μέλη.

2. Κατά την πρώτη του συνεδρίαση, καθώς και σε κάθε περίπτωση αλλαγής μέλους του, το Συμβούλιο Διοίκησης συγκροτείται σε σώμα, εκλέγει τον Πρόεδρό του και ορίζει το μέλος που αναπληρώνει τον Πρόεδρο κατά την απουσία του. Οι ειδικότερες αρμοδιότητες του Προέδρου, σχετικά με τη σύγκληση των συνεδριάσεων του Συμβουλίου Διοίκησης, τη διεξαγωγή αυτών και τη λήψη αποφάσεων καθορίζονται στον Εσωτερικό Κανονισμό της Αρχής.
Για τις συνεδριάσεις της παρούσας παραγράφου απαιτείται πλήρης απαρτία. Οι σχετικές αποφάσεις αναρτώνται στο διαδίκτυο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν. 3861/2010.

3. Το Συμβούλιο Διοίκησης συνεδριάζει νόμιμα εφόσον παρίστανται τέσσερα (4) τουλάχιστον μέλη του. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών και, σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου ή του αναπληρωτή του. Ο Πρόεδρος μπορεί να καλεί να παραστούν κατά τη συζήτηση ειδικών θεμάτων και μέλη του προσωπικού της Αρχής ή τρίτοι, εκπρόσωποι του Δημοσίου ή αλλοδαπών αρχών, δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων και επαγγελματικών οργανώσεων, καθώς και εμπειρογνώμονες. Χρέη γραμματέα ασκεί μέλος του προσωπικού της Αρχής που ορίζεται με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης, με τον αναπληρωτή του.

4. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Συμβουλίου Διοίκησης τηρούνται από τον γραμματέα και υπογράφονται από όλα τα συμμετέχοντα μέλη.

5. Κάθε άλλο ζήτημα που αφορά στη λειτουργία του Συμβουλίου Διοίκησης ρυθμίζεται με τον Εσωτερικό Κανονισμό της Αρχής.

1. Στην Αρχή συνιστάται θέση Διοικητή, ο οποίος τελεί σε καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.
Η θητεία του Διοικητή ορίζεται πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μόνο μία φορά με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης, με πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου των μελών του.

2. Ο Διοικητής είναι πρόσωπο εγνωσμένου κύρους, υψηλής επιστημονικής συγκρότησης και επαγγελματικής εμπειρίας σε τομείς που έχουν σχέση με τις αρμοδιότητες της Αρχής και ειδικά στους τομείς του φορολογικού ή τελωνειακού δικαίου ή των δημόσιων οικονομικών. Οι υποψήφιοι πρέπει να διαθέτουν:
α) Πτυχίο Α. Ε. Ι. ή ισότιμο τίτλο σπουδών σχολών της αλλοδαπής. Ιδιαίτερο προσόν κατά την επιλογή θεωρούνται οι μεταπτυχιακοί ή διδακτορικοί τίτλοι ελληνικού Α.Ε.Ι. ή αναγνωρισμένου ισότιμου της αλλοδαπής, που αποδεικνύουν την επιστημονική εξειδίκευση σε συναφή προς τους σκοπούς της Αρχής γνωστικά αντικείμενα.
β) Σημαντική επαγγελματική εμπειρία τουλάχιστον δέκα (10) ετών, σε συναφή προς τις αρμοδιότητες της Αρχής αντικείμενα.
γ) Σημαντική διοικητική εμπειρία, σε θέσεις ευθύνης, σε διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού, κατάρτιση στρατηγικών σχεδίων, διαχείριση έργων και δραστηριοτήτων, στοχοθεσία, συντονισμό ομάδων και παρακολούθηση επίτευξης στόχων.
δ) Άριστη γνώση τουλάχιστον μιας ξένης γλώσσας, ιδίως της αγγλικής.
ε) Ισχυρό ιστορικό φορολογικής συμμόρφωσης.
Οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν τα προσόντα διορισμού τόσο κατά το χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων όσο και κατά το χρόνο του διορισμού.

3. Οι υποψήφιοι πρέπει επίσης να μην έχουν κώλυμα διορισμού κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 και 8 του ν. 3528/2007, ούτε κατά το χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, ούτε κατά το χρόνο του διορισμού, επιπλέον:
α) Να μην έχουν απολυθεί από θέση δημόσιας υπηρεσίας ή Ο.Τ.Α. ή άλλου νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα, λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, οφειλόμενο σε υπαιτιότητά τους.
β) Να μην έχουν αποκλεισθεί από αρμόδια αρχή από την άσκηση ενός επαγγέλματος ή να μην τους έχει απαγορευθεί η ανάληψη θέσης Προϊσταμένου ή στελέχους οποιασδήποτε δημόσιας αρχής, λόγω σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.

4. Ο Διοικητής δεν μπορεί να είναι σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού ή κατιών σε ευθεία γραμμή του Προέδρου ή άλλου μέλους του Συμβουλίου.

5. Δεν μπορεί να διοριστεί Διοικητής πρόσωπο, το οποίο είναι ή έχει διατελέσει μέλος του Ελληνικού ή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Κυβέρνησης ή των εκτελεστικών οργάνων πολιτικού κόμματος, κατά την τρέχουσα ή την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, ή έχει ανακηρυχθεί υποψήφιος βουλευτής, κατά τις ίδιες ως άνω περιόδους.

6 α) Κατά τη διάρκεια της θητείας του Διοικητή αναστέλλεται η άσκηση έμμισθου ή άμισθου δημόσιου λειτουργήματος, η άσκηση καθηκόντων σε οποιαδήποτε θέση του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και των επιχειρήσεών τους, των Ν.Π.Δ.Δ. και των κρατικών Ν.Π.Ι.Δ. ή δημοσίων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων, τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος, καθώς και οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα. Ο Διοικητής οφείλει, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, να παύσει οποιαδήποτε έννομη σχέση με επιχείρηση/εταιρεία/νομική οντότητα, από την οποία μπορεί να προκληθεί σύγκρουση συμφερόντων.
β) Σε περίπτωση που ο Διοικητής είναι μόνιμος δημόσιος υπάλληλος ή όργανο ή λειτουργός φορέων του Δημοσίου, με τη λήξη της θητείας του επανέρχεται στην οργανική θέση που κατείχε πριν από το διορισμό του.

7. Ο Διοικητής με την ανάληψη των καθηκόντων του, υπογράφει συμβόλαιο απόδοσης με τον Υπουργό Οικονομικών, το οποίο καθορίζει τις υποχρεώσεις του, τη σχέση εργασίας του, την αμοιβή για τις υπηρεσίες του, και τους ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους, οι οποίοι πρέπει να επιτευχθούν κατά τη διάρκεια της θητείας του, όπως επίσης και σε ετήσια βάση. Στο συμβόλαιο μπορεί να προβλέπεται ετήσια ειδική ανταμοιβή (bonus) του Διοικητή σε περίπτωση υπέρβασης ή επίτευξης, κατά περίπτωση, των ετήσιων στόχων που τίθενται στο συμβόλαιο απόδοσής του ή επίτευξης των βασικών δεικτών απόδοσης της φορολογικής διοίκησης που προβλέπονται σε αυτό.

8. Κατά παρέκκλιση κάθε ισχύουσας διάταξης, οι κάθε είδους αποδοχές του Διοικητή, τακτικές ή πρόσθετες, για όλο το διάστημα της θητείας του, καθορίζονται κατόπιν πρότασης του Συμβουλίου Διοίκησης, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και δεν μπορούν να υπερβαίνουν το σύνολο των αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου, ούτε να υπολείπονται του συνόλου των αποδοχών Γενικού Γραμματέα Υπουργείου.

9. Ο χρόνος της θητείας του Διοικητή, λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για κάθε έννομη συνέπεια.

1. Όλες οι αρμοδιότητες της Αρχής που προβλέπονται στον παρόντα νόμο ή σε άλλες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας ασκούνται από τον Διοικητή της, πλην αυτών που ρητώς ορίζεται ότι ασκούνται από το Συμβούλιο Διοίκησης.

2. Στο πλαίσιο αυτό, ο Διοικητής, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά:
α) Εισηγείται στο Συμβούλιο Διοίκησης για όλα τα θέματα αρμοδιότητάς του.
β) Διαμορφώνει και επικαιροποιεί τον μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό της Αρχής. Επίσης, καταρτίζει και αναθεωρεί, εφόσον απαιτείται, το ετήσιο επιχειρησιακό σχέδιο της Αρχής και καθορίζει τους ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους και τα κριτήρια αξιολόγησης των οργανικών μονάδων αυτής, καθώς και των προϊσταμένων αυτών και του προσωπικού τους.
γ) Εισηγείται στον Υπουργό Οικονομικών νομοθετικές ρυθμίσεις σε ζητήματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του, καθώς και την έκδοση κανονιστικών πράξεων για τις οποίες ο Υπουργός εξακολουθεί να έχει αρμοδιότητα.
δ) Εισηγείται για την υποβολή πρότασης για την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων συναφών με τις αρμοδιότητες της Αρχής.
ε) Υποβάλλει απαντήσεις της Αρχής, για ερωτήσεις, επερωτήσεις και επίκαιρες ερωτήσεις, αναφορές, καθώς και αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων βουλευτών, προς την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, για την υποβοήθηση της άσκησης των κοινοβουλευτικών αρμοδιοτήτων.
στ) Λαμβάνει μέτρα για τη διασφάλιση της διαφάνειας και την καταπολέμηση της διαφθοράς στις υπηρεσίες που υπάγονται στην Αρχή, συμπεριλαμβανομένης και της κίνησης της διαδικασίας πειθαρχικής δίωξης και ενώπιον των αρμόδιων Πειθαρχικών Συμβουλίων.
ζ) Αποφασίζει για τη συμμετοχή της Αρχής σε Ομάδες Εργασίας ή Επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Διεθνών Οργανισμών με αντικείμενο που άπτεται αμιγώς των αρμοδιοτήτων της και ορίζει τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτές εκ μέρους της.
η) Εποπτεύει τους φορείς που λειτουργούν στην Αρχή και διαχειρίζεται και παρακολουθεί τους ειδικούς λογαριασμούς που αφορούν την Αρχή ή λειτουργίες αυτής.

3. Ως προς το προσωπικό της Αρχής, ο Διοικητής, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά:
α) Επιλέγει και τοποθετεί τους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων κάθε επιπέδου της Αρχής και αποφασίζει την πρόωρη λήξη της θητείας τους και την απαλλαγή ή μετακίνησή τους.
β) Οργανώνει και υλοποιεί προγράμματα εκπαίδευσης, μετεκπαίδευσης και εξειδίκευσης του προσωπικού που υπάγεται στις οργανικές μονάδες της Αρχής.
γ) Αποφασίζει για τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια πρόσληψης προσωπικού στην Αρχή και για την υποβολή στους αρμόδιους φορείς και στο Α.Σ.Ε.Π. των αντίστοιχων αιτημάτων για τις σχετικές προκηρύξεις, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
δ) Καθορίζει τον αριθμό θέσεων αποφοίτων των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.) και των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι. Ε. Κ.) για την πραγματοποίηση προαιρετικής πρακτικής άσκησης σε Υπηρεσίες της Αρχής.
ε) Καθορίζει ή ανακαθορίζει ειδικό σύστημα προαγωγών και βαθμολογικής και υπηρεσιακής εξέλιξης των υπαλλήλων της Αρχής.
στ) Καθορίζει ειδικό μισθολογικό καθεστώς και ειδικότερο σύστημα επιπλέον ανταμοιβής (bonus) για το προσωπικό της Αρχής.
ζ) Καθορίζει ή ανακαθορίζει μεθοδολογίες και ειδικότερα συστήματα ποιοτικής και ποσοτικής αξιολόγησης του προσωπικού της Αρχής.
η) Καθορίζει τον τρόπο, τη διαδικασία και τα όργανα ελέγχου της επίτευξης των στόχων, τα κριτήρια αξιολόγησης των υπαλλήλων της Αρχής, τον τρόπο, τη διαδικασία, τα όργανα αξιολόγησης αυτών και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια εφαρμογής του συνόλου της διαδικασίας.
θ) Καθορίζει, με αποφάσεις του που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: i) τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα των υποψηφίων Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους (Ελεγκτών), όπως τίτλοι σπουδών, πτυχίο Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι., μεταπτυχιακοί ή διδακτορικοί τίτλοι και τη συνάφεια αυτών με το αντικείμενο της θέσης εργασίας, τη γνώση ξένης γλώσσας, τη γνώση ηλεκτρονικού υπολογιστή, ii) τα ουσιαστικά προσόντα αυτών, όπως εξειδίκευση και προηγούμενη εμπειρία, iii) το είδος, το χρόνο και τον τρόπο της εκπαίδευσης, καθώς και τη βαθμολογία αυτής που πρέπει να διαθέτει ο υποψήφιος για να θεωρηθεί ότι την έχει περαιώσει με επιτυχία, η οποία αποτελεί απαραίτητο προσόν κατάταξης των υποψηφίων στον πίνακα ή τους πίνακες επιτυχόντων, iv) τους συντελεστές βαρύτητας των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τη διαδικασία, τα κριτήρια επιλογής, την αξιολόγηση, την επιλογή αυτών και την κατάρτιση του πίνακα ή των πινάκων επιτυχόντων, ν) τη διάρκεια της θητείας των Ελεγκτών, τους λόγους απαλλαγής από τη θέση και κινητικότητας αυτών και κάθε άλλη λεπτομέρεια που σχετίζεται με τη θητεία και την αξιολόγησή τους.

4. Ως προς τα οργανωτικά θέματα της Αρχής, ο Διοικητής, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά:
α) Διασφαλίζει ότι το πρόγραμμα και οι δραστηριότητες των επί μέρους οργανικών μονάδων και υπηρεσιών της Αρχής συμβαδίζουν με το στρατηγικό και επιχειρησιακό σχέδιο και τους τεθέντες στόχους, και, επίσης, ελέγχει και εποπτεύει όλες τις δραστηριότητες της Αρχής.
β) Μεταφέρει ανθρώπινους, οικονομικούς και λειτουργικούς πόρους, καθώς και υλικοτεχνικό εξοπλισμό μεταξύ των οργανικών μονάδων της Αρχής. Σε περίπτωση μεταφοράς εξοπλισμού πληροφορικής ενημερώνεται η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών και προβαίνει στην εγκατάσταση για τη διασφάλιση της λειτουργίας της υποδομής.
γ) Προτείνει στον Υπουργό Οικονομικών και στον Υπουργό Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, την έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης για τη σύσταση ή κατάργηση οργανικών θέσεων προσωπικού όλων των κατηγοριών, κλάδων και ειδικοτήτων.
δ) Με αποφάσεις του, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συστήνει ή συγχωνεύει Υπηρεσιακά και Πειθαρχικά Συμβούλια στην Αρχή, καθώς και Ειδικές Επιτροπές Αξιολόγησης, και καθορίζει τα ειδικότερα θέματα λειτουργίας τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
ε) Με αποφάσεις του συστήνει, συγκροτεί και ορίζει τον Πρόεδρο, τα μέλη, τον εισηγητή και τον γραμματέα των συλλογικών οργάνων της Αρχής, όπως Συμβουλίων, Επιτροπών, Ομάδων Εργασίας ή Έργου και Υπηρεσιακών και Πειθαρχικών Συμβουλίων.
στ) Υποδεικνύει εκπροσώπους της Αρχής σε συλλογικά όργανα του Υπουργείου Οικονομικών ή άλλων Υπουργείων και Φορέων.
ζ) Ανασυγκροτεί συλλογικά όργανα της Αρχής (επιτροπές, συμβούλια, ομάδες εργασίας ή έργου) με αποφάσεις του, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σε περίπτωση που προκύψει:
αα) μεταβολή στον τίτλο ή στην οργάνωση των οργανικών μονάδων της Αρχής, από τις οποίες προβλέπεται για τη νόμιμη συγκρότησή τους η συμμετοχή υπαλλήλου, ως προέδρου, συντονιστή, μέλους, εισηγητή ή γραμματέα,
ββ) μεταβολή στον τίτλο ή στην οργάνωση Γενικών ή Ειδικών Γραμματειών ή Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών ή άλλων Υπουργείων, μέλη των οποίων συγκροτούν τα συλλογικά όργανα της Αρχής.
Όπου για τη νόμιμη συγκρότηση συλλογικού οργάνου της Αρχής προβλέπεται η συμμετοχή Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης αυτής, ως προέδρου, συντονιστή ή μέλους και δεν υφίσταται ή ελλείπει αυτός, με απόφαση του Διοικητή ορίζεται στη θέση του και μέχρι την πλήρωση της θέσης αυτού στη Γενική Διεύθυνση, ένας προϊστάμενος Διεύθυνσης ή υπηρεσίας επιπέδου Διεύθυνσης της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης της Αρχής.
η) Εκδίδει αποφάσεις σύστασης, συγκρότησης και ορισμού μελών επιτροπών, μεταξύ άλλων για θέματα προμηθειών και ομάδων εργασίας αρμοδιότητας της Αρχής.
θ) Με αποφάσεις του, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως:
αα) Καθορίζει ή ανακαθορίζει την εσωτερική διάρθρωση των Υπηρεσιών της Αρχής και συστήνει ή καταργεί ή συγχωνεύει οργανικές μονάδες αυτής, κάθε επιπέδου ή αναστέλλει τη λειτουργία τους ή μετατρέπει το επίπεδο αυτών, καθώς και τους κλάδους από τους οποίους προέρχονται οι Προϊστάμενοι αυτών.
Σε όποιες από τις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου κρίνεται αναγκαίο, με τις ίδιες ή όμοιες αποφάσεις, καθορίζεται η διαδικασία και ο τρόπος μεταφοράς, παρακολούθησης και διεκπεραίωσης των υποθέσεων, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα.
ββ) Καθορίζει ή ανακαθορίζει την κατά τόπον και την καθ' ύλην αρμοδιότητα των Υπηρεσιών της Αρχής, την περαιτέρω εξειδίκευση των αρμοδιοτήτων τους, την έδρα και τον τίτλο αυτών, την ημερομηνία έναρξης ή παύσης λειτουργίας τους, καθώς και τις ιδιαίτερα σημαντικού ύψους οφειλές και τους οφειλέτες αυτών, ποια πρόσωπα θεωρούνται φορολογούμενοι μεγάλου πλούτου και ποιες θεωρούνται μεγάλες επιχειρήσεις.
γγ) Εκδίδει και τροποποιεί τον Οργανισμό και τους Εσωτερικούς Κανονισμούς της Αρχής, καθώς και την περιγραφή των θέσεων εργασίας των Υπηρεσιών αυτής, μέσω της κατάρτισης περιγραμμάτων εργασίας.
δδ) Καθορίζει ή ανακαθορίζει τις ημέρες και ώρες εισόδου του κοινού στις υπηρεσίες της Αρχής, χωρίς να απαιτείται η προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, και κατά παρέκκλιση νομοθετικών διατάξεων που ορίζουν την χωρίς κανένα χρονικό ή άλλο περιορισμό είσοδο μελών συγκεκριμένων επαγγελματικών ομάδων στα δημόσια καταστήματα, κάθε εργάσιμη ημέρα και ώρα, καθώς και το ωράριο εργασίας των Υπηρεσιών της Αρχής που λειτουργούν σε φυλακές εργασίας (βάρδιες).
εε) Καθορίζει ή ανακαθορίζει τις οργανικές θέσεις προσωπικού, μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα μεταξύ των υπηρεσιών της Αρχής. Επίσης, καθορίζει ή ανακαθορίζει τον αριθμό των θέσεων των Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, κατανέμει ή ανακατανέμει τις θέσεις αυτές σε υπηρεσιακές μονάδες και καθορίζει ή ανακαθορίζει τις οργανικές μονάδες όλων των επιπέδων, στις οποίες κατανέμονται αυτές.
στστ) Μεταφέρει κενές οργανικές θέσεις προσωπικού από κατηγορία σε κατηγορία ή από κλάδο ή ειδικότητα σε άλλο κλάδο ή σε άλλη ειδικότητα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, καθώς και καθορίζει ή ανακαθορίζει τα προσόντα διορισμού σε κλάδους και σε ειδικότητες.
ι) Αποφασίζει για θέματα στέγασης και μεταστέγασης των Υπηρεσιών της Αρχής και παρέχει σχετικές εγκρίσεις, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί στέγασης Δημοσίων Υπηρεσιών.

5. Ο Διοικητής ασκεί και κάθε άλλη υφιστάμενη κατά την έναρξη ισχύος της Αρχής αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

6. α) Με αποφάσεις του, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο Διοικητής της Αρχής δύναται να μεταβιβάζει στους Προϊσταμένους όλων των οργανικών μονάδων της Αρχής, τις αναγκαίες αρμοδιότητες ή να εξουσιοδοτεί αυτούς να υπογράφουν «Με εντολή Διοικητή» πράξεις ή έγγραφα, προκειμένου αυτοί να ανταποκριθούν στους στόχους που τους τίθενται.
β) Επίσης, ο Διοικητής της Αρχής, δύναται με αποφάσεις του, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να μεταβιβάζει αρμοδιότητες, να αναθέτει καθήκοντα ή να εξουσιοδοτεί, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 του ν. 4174/2013 (Α' 170), καθώς και της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν.δ. 356/1974 (Α' 90), οι οποίες ισχύουν και για την Αρχή και τον Διοικητή αυτής.
Η κατά το προηγούμενο εδάφιο μεταβίβαση αρμοδιότητας, ανάθεση καθήκοντος ή εξουσιοδότηση υπογραφής μπορεί να αφορά σε περισσότερα του ενός όργανα της Αρχής.
Επιτρέπεται η περαιτέρω εξουσιοδότηση υπογραφής από τα όργανα στα οποία μεταβιβάζεται η αρμοδιότητα ή τα οποία εξουσιοδοτούνται από τον Διοικητή, σε ιεραρχικά υφιστάμενα όργανα αυτών, στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από τις αποφάσεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων του πρώτου εδαφίου της παρούσας υποπαραγράφου.
Στην περίπτωση που η ως άνω περαιτέρω εξουσιοδότηση παρέχεται από όργανο στο οποίο: αα) είχε μεταβιβασθεί η αρμοδιότητα, το εξουσιοδοτούμενο όργανο υπογράφει με εντολή του οργάνου που του παρείχε την εξουσιοδότηση ή ββ) είχε παρασχεθεί η εξουσιοδότηση υπογραφής, το εξουσιοδοτούμενο όργανο υπογράφει «Με Εντολή Διοικητή».
γ) Οι αποφάσεις που προβλέπονται στις υποπαραγράφους α' και β' της παρούσας παραγράφου δύνανται να τροποποιούνται εν όλω ή εν μέρει από το ίδιο θεσμικό όργανο, ανεξαρτήτως αλλαγής του προσώπου που τις εξέδωσε. Επίσης, ο Διοικητής μπορεί να τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει τις αποφάσεις για μεταβίβαση αρμοδιοτήτων, ανάθεση καθηκόντων ή εξουσιοδότηση υπογραφής που είχαν εκδοθεί από τον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και εξακολουθούν να ισχύουν.

7. Με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο Διοικητής της Αρχής δύναται να καθορίζει και να ανακαθορίζει το προτυπωμένο σήμα (λογότυπο), του οποίου μπορεί να κάνει χρήση η Αρχή.

1. Η επιλογή του Διοικητή γίνεται με ανοικτό διαγωνισμό. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αναρτάται στο διαδίκτυο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν. 3861/2010 (Α' 112), καθορίζεται η διαδικασία προκήρυξης του ανοικτού διαγωνισμού, η γραμματειακή υποστήριξη της Επιτροπής της επόμενης παραγράφου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

2. Η επιλογή των Υποψηφίων γίνεται από την ανεξάρτητη Επιτροπή Επιλογής του άρθρου 10 του παρόντος νόμου.

3. Η Επιτροπή Επιλογής καταρτίζει κατάλογο των τεσσάρων (4) επικρατέστερων υποψηφίων, με βάση προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, ο οποίος υποβάλλεται στο Συμβούλιο Διοίκησης. Σε περίπτωση που οι υποψήφιοι είναι λιγότεροι από τέσσερις (4), περιλαμβάνονται όλοι οι υποψήφιοι στον εν λόγω κατάλογο.

4. Το Συμβούλιο Διοίκησης κατατάσσει τους δύο (2) επικρατέστερους υποψηφίους με σειρά προτεραιότητας και υποβάλλει σχετική πρόταση στον Υπουργό Οικονομικών. Ο Υπουργός Οικονομικών επιλέγει τον Διοικητή, ο οποίος διορίζεται με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στην οποία αναφέρονται οι παράγοντες που ελήφθησαν υπόψη για την επιλογή αυτή.

1. Όταν συντρέχουν αναμφισβήτητα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν λόγο παύσης του Διοικητή πριν από τη λήξη της θητείας του, το Συμβούλιο Διοίκησης κινεί τη διαδικασία, προτείνοντας αιτιολογημένα την πρόωρη παύση του στον Υπουργό Οικονομικών. Ο Υπουργός Οικονομικών, μετά την πρόταση του Συμβουλίου Διοίκησης, εισηγείται αιτιολογημένα την πρόωρη παύση στο Υπουργικό Συμβούλιο. Το Υπουργικό Συμβούλιο εκδίδει πράξη, η οποία περιλαμβάνει την αιτιολογημένη εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών και η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Υπουργός Οικονομικών δύναται οποτεδήποτε να ζητήσει τη γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης για το εάν συντρέχουν πραγματικά περιστατικά που συνιστούν λόγο πρόωρης παύσης του Διοικητή. Ο Διοικητής παύεται πρόωρα για τους εξής λόγους:
α) Για αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων του λόγω κωλύματος, νόσου ή αναπηρίας σωματικής ή πνευματικής που διαρκεί για περισσότερους από τρεις συνεχόμενους μήνες ή αν δεν έχει εκπληρώσει τα καθήκοντά του για τρεις συνεχόμενους μήνες για οποιονδήποτε άλλο λόγο, χωρίς την άδεια του Συμβουλίου Διοίκησης.
β) Για σπουδαίο λόγο που αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων του, όπως ιδίως η αποκάλυψη εμπιστευτικών θεμάτων για τα οποία έλαβε γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή κατάχρηση της θέσης του για ίδιο, προσωπικό ή εμπορικό όφελος.
γ) Αν παραπεμφθεί αμετάκλητα στο ακροατήριο για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού σε θέση δημοσίου υπαλλήλου ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 149 του ν. 3528/2007.
δ) Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις θέσης του σε αυτοδίκαιη αργία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 1 του ν. 3528/2007.
ε) Αν δεν προβεί στις απαιτούμενες γνωστοποιήσεις, περί σύγκρουσης συμφερόντων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 35 του παρόντος νόμου.
στ) Αν έχει αποκλεισθεί ή παυθεί από αρμόδια αρχή από την άσκηση ενός επαγγέλματος ή του έχει απαγορευθεί η ανάληψη θέσης Προϊσταμένου ή στελέχους οποιουδήποτε δημόσιου νομικού προσώπου, λόγω σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.
ζ) Αν είναι σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δευτέρου βαθμού ή κατιών σε ευθεία γραμμή του Προέδρου ή άλλου μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης.
η) Αν εκλεγεί μέλος της Βουλής των Ελλήνων, του Ευρωκοινοβουλίου, της Κυβέρνησης ή των εκτελεστικών οργάνων πολιτικού κόμματος ή αν ανακηρυχθεί υποψήφιος Βουλευτής.
θ) Σε περίπτωση προφανούς απόκλισης από την επίτευξη των τεθέντων στο συμβόλαιο απόδοσής του ποιοτικών και ποσοτικών στόχων, μετά από τη συμπλήρωση δύο ετών από την τοποθέτησή του.

2. Ο Διοικητής που έχει παυθεί από το αξίωμά του, δύναται να προσβάλει με προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας την απόφαση περί παύσεώς του.

3. Ο Διοικητής όταν προτίθεται να παραιτηθεί από το αξίωμά του, ενημερώνει σχετικά τον Υπουργό Οικονομικών και το Συμβούλιο Διοίκησης, τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την παραίτησή του. Η παραίτηση γίνεται αποδεκτή με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

4. Σε περίπτωση κένωσης της θέσης του Διοικητή, λόγω θανάτου, παραίτησης ή παύσης, διορίζεται νέος Διοικητής, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του παρόντος νόμου, εντός δύο μηνών από την κένωση της θέσης.

5. Σε περίπτωση καθυστέρησης επιλογής του Διοικητή μετά από τη λήξη της θητείας του ή σε περίπτωση πρόωρης λήξης της θητείας αυτού ή σε περίπτωση προσωρινής αδυναμίας εκτέλεσης των καθηκόντων του, με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης ορίζεται ένας από τους προϊσταμένους Γενικής Διεύθυνσης της Αρχής ως αναπληρωτής για το χρονικό διάστημα από τη λήξη της θητείας του μέχρι το διορισμό του διαδόχου του ή για όσο διάστημα ο Διοικητής τελεί σε προσωρινή αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων του. Σε περίπτωση που ο ορισθείς ως αναπληρωτής αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του ή για οποιονδήποτε λόγο παύσει να εκτελεί αυτά, με όμοια απόφαση ορίζεται ως αναπληρωτής ένας από τους προϊσταμένους Γενικής Διεύθυνσης της Αρχής, μέχρι το διορισμό του νέου Διοικητή της Αρχής ή την ανάληψη των καθηκόντων του υφισταμένου. Τα ενδιάμεσα αυτά διαστήματα δεν επιτρέπεται κατά κανόνα να υπερβαίνουν τους δύο μήνες.

6. Ο Διοικητής, σε περίπτωση βραχυχρόνιας απουσίας ή κωλύματός του για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα, ορίζει με απόφασή του, ως αναπληρωτή αυτού στην άσκηση των καθηκόντων του, έναν εκ των Προϊσταμένων των Γενικών Διευθύνσεων της Αρχής.

1. Η Αρχή συγκροτείται από όλες τις οργανικές μονάδες που υπάγονται, κατά την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας της στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 111/2014 (Α'178, διορθ. σφάλμ. Α' 25/24.2.2015) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, κατ' εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων.

2. Στην Αρχή συνιστάται Γραφείο Διοικητή, το οποίο επικουρεί αυτόν στην άσκηση των καθηκόντων του, έχει την επιμέλεια της αλληλογραφίας του και της τήρησης των σχετικών αρχείων και στοιχείων, οργανώνει την επικοινωνία του με τις υπηρεσίες και τους πολίτες και διέπεται, σε ό,τι αφορά στην οργάνωση και στη λειτουργία του, από τις κάθε φορά ισχύουσες διατάξεις για τα Γραφεία των Γενικών Γραμματέων Υπουργείων, με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στον παρόντα νόμο.

1. Οι νέοι υπάλληλοι της Α.Α.Δ.Ε. δύνανται να διορίζονται στη Φορολογική και Τελωνειακή Ακαδημία σε προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται με την πράξη διορισμού τους, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, με σκοπό την παρακολούθηση προγράμματος υποχρεωτικής εισαγωγικής εκπαίδευσης.
Ως προθεσμία δημοσίευσης των ατομικών πράξεων διορισμού ορίζεται το εξάμηνο από τη δημοσίευση της απόφασης κατανομής ή των οριστικών πινάκων στην περίπτωση αναπλήρωσης.

 2. Οι ανωτέρω υπάλληλοι δεν φέρουν την ιδιότητα σπουδαστή ή φοιτητή εκπαιδευτικού ιδρύματος, αλλά λογίζονται και αμείβονται ως δόκιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Με την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εισαγωγικής εκπαίδευσης οι νέοι υπάλληλοι καταλαμβάνουν κενές οργανικές θέσεις, σε υπηρεσίες αντίστοιχου κλάδου, κατηγορίας/ειδικότητας της Αρχής στην περιφερειακή ενότητα διορισμού τους βάσει της οικείας προκήρυξης, με ταυτόχρονη κατάργηση της προσωποπαγούς θέσης.

 3. Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα για τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των νεοδιόριστων στη Φορολογική και Τελωνειακή Ακαδημία υπαλλήλων κατά τον χρόνο της φοίτησής τους, ο τρόπος υλοποίησης και ολοκλήρωσης της εισαγωγικής εκπαίδευσης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους, καθορίζονται αναλυτικά οι ετήσιοι στόχοι εσόδων για είσπραξη από την Αρχή, σύμφωνα με τον ψηφισθέντα ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισμό. Με όμοια απόφαση, σε περίπτωση που με βάση τον κυρωθέντα από τη Βουλή Απολογισμό του αντίστοιχου οικονομικού έτους, οι πραγματοποιηθείσες από την Αρχή εισπράξεις εσόδων έχουν υπερβεί τους καθορισμένους ετήσιους στόχους, δύναται μέρος των εσόδων που εισπράχθηκαν πέραν των καθορισμένων στόχων, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπολείπεται κατά ποσοστό του πέντε τοις εκατό (5%) και να υπερβαίνει κατά ποσοστό το δέκα τοις εκατό (10%), της υπέρβασης αυτών, να ενισχύει τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του επόμενου της κύρωσης του Απολογισμού οικονομικού έτους της Αρχής, πέραν των ανωτάτων ορίων του εκάστοτε ισχύοντος Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) για την Αρχή. Για τον υπολογισμό της τυχόν υπέρβασης των στόχων δεν λαμβάνονται υπόψη στα εισπραχθέντα έσοδα οι αποδόσεις παρεμβάσεων που δεν είχαν συμπεριληφθεί στον ψηφισθέντα Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και τυχόν έσοδα που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά τον ορισμό των στόχων. Με την ίδια ως άνω απόφαση καθορίζονται το ακριβές ποσοστό, κατόπιν γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης και κάθε άλλη λεπτομέρεια εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.
Η κατανομή των πιστώσεων αυτών εντός του προϋπολογισμού της Αρχής πραγματοποιείται με απόφαση του Διοικητή της Αρχής, μετά από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4270/2014 (Α' 143), όπως ισχύει.

1. Οι απαιτούμενες πιστώσεις για τη λειτουργία της Αρχής εγγράφονται σε χωριστό ειδικό φορέα ή χωριστούς ειδικούς φορείς στον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών. Για τις δαπάνες λειτουργίας των περιφερειακών υπηρεσιών της Αρχής δύναται να εγγράφονται πιστώσεις σε χωριστούς ειδικούς φορείς σε επίπεδο νομού ή περιφέρειας.

2. Ο Διοικητής της Αρχής είναι Διατάκτης των πιστώσεων του προϋπολογισμού δαπανών της, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4270/2014 (Α' 143), όπως εκάστοτε ισχύει.

3. Για την κατάρτιση και εκτέλεση του προϋπολογισμού δαπανών της Αρχής και των προβλέψεων ΜΠΔΣ, καθώς και όλα τα θέματα δημοσιονομικής διαχείρισης και δημοσίου λογιστικού, ισχύουν οι διατάξεις του ν. 4270/2014, με την εξαίρεση των οριζομένων στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.
Ο προϋπολογισμός της Αρχής υποβάλλεται στο Γ.Λ. Κ. μέσω της Κύριας Κεντρικής Οικονομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 54 του ν. 4270/2014.
Το συνολικό ύψος των πιστώσεων του προϋπολογισμού της Αρχής που περιλαμβάνεται στο σχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού που εισάγεται στη Βουλή από τον Υπουργό Οικονομικών σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β' του Μέρους Γ' του ν. 4270/2014, δεν δύναται να είναι κατώτερο από το 95% του μέσου όρου των πιστώσεων της Αρχής, βάσει των ψηφισθέντων ετήσιων κρατικών προϋπολογισμών των αμέσως προηγούμενων τριών τελευταίων ετών, χωρίς να συνυπολογίζεται τυχόν ενίσχυση των πιστώσεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 18.
Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η επίτευξη των στόχων του εκάστοτε ισχύοντος ΜΠΔΣ για τη Γενική Κυβέρνηση και ταυτόχρονα να τηρηθούν τα ανωτέρω, αναζητούνται οι τυχόν αναγκαίες εξισορροπητικές παρεμβάσεις στο σύνολο των προϋπολογισμών και το ΜΠΔΣ της Γενικής Κυβέρνησης.
Για τη μεταφορά πιστώσεων μεταξύ μειζόνων κατηγοριών δαπανών του προϋπολογισμού της Αρχής εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 71 του ν. 4270/2014 (Α' 143). Σε περίπτωση που ο Υπουργός Οικονομικών απορρίψει την αιτιολογημένη πρόταση του Διοικητή για μεταφορά πιστώσεων μεταξύ μειζόνων κατηγοριών δαπανών τότε αιτιολογεί την απόφασή του στο Συμβούλιο Διοίκησης της Αρχής.
Στην Εισηγητική Έκθεση που συνοδεύει το σχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού περιλαμβάνονται, για πληροφοριακούς λόγους, συνοπτικά στοιχεία του σχεδίου προϋπολογισμού δαπανών που υποβάλλεται από την Αρχή στο ΓΛΚ, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 54 του ν. 4270/2014 και τυχόν λοιπά σχετικά πληροφοριακά στοιχεία.
Αντίστοιχα στοιχεία περιλαμβάνονται και στην Επεξηγηματική Έκθεση του εκάστοτε ΜΠΔΣ.
Ο Διοικητής της Αρχής υποβάλει στη Βουλή, για πληροφοριακούς λόγους, το σχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής που είχε υποβληθεί στο ΓΛΚ.

4. Η Αρχή δύναται να πραγματοποιεί δαπάνες που εντάσσονται στο ΠΔΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του υποκεφαλαίου 3 του κεφαλαίου Β' του μέρους Δ' του ν. 4270/2014.

5. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 77 και της περίπτωσης ιβ' του άρθρου 20 του ν. 4270/2014, για τις κανονιστικές διοικητικές πράξεις της Αρχής δεν απαιτείται η σύμπραξη του Υπουργού Οικονομικών εφόσον η δαπάνη που προκαλείται από αυτές είναι εντός των ανώτατων ορίων δαπανών του προϋπολογισμού της ή του εκάστοτε ΜΠΔΣ. Σε αντίθετη περίπτωση η παράλειψη σύμπραξης του Υπουργού Οικονομικών συνιστά παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας έκδοσης της πράξης και λόγο ακυρότητας αυτής. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, η διάταξη του πρώτου εδαφίου ισχύει και για τις πράξεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, καθώς και για όσες από αυτές έχουν εκδοθεί μέχρι και την έναρξη ισχύος του παρόντος και έχουν παράγει έννομα αποτελέσματα.

6. Στην Αρχή συστήνεται Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών (Γ.Δ.Ο.Υ.), ο προϊστάμενος της οποίας έχει όλες τις αρμοδιότητες και υποχρεώσεις των προϊσταμένων οικονομικών υπηρεσιών Υπουργείων κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 24, 26 και 69Γ του ν. 4270/2014.
Η Γ.Δ.Ο.Υ. του Υπουργείου Οικονομικών ορίζεται ως Κύρια Κεντρική Οικονομική Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 7 του άρθρου 24 του ν. 4270/2014 και έχει τις αρμοδιότητες που προσδιορίζονται στις ανωτέρω διατάξεις.

7. Η Αρχή διαχειρίζεται και ελέγχει τις οικονομικές υποθέσεις και λειτουργίες όλων των Υπηρεσιών που υπάγονται σε αυτήν και των φορέων που εποπτεύονται από αυτή, σχεδιάζει, συντονίζει και εποπτεύει όλα τα θέματα που άπτονται της οικονομικής λειτουργίας της, στο πλαίσιο του ν. 4270/2014, πλην των περιπτώσεων που ορίζεται διαφορετικά στο παρόν άρθρο.

8. Η Αρχή διαχειρίζεται τους Ειδικούς Λογαριασμούς και εποπτεύει τα Ταμεία που συνδέονται με τις αρμοδιότητές της.

9. Ακίνητα του Δημοσίου μπορεί να παραχωρούνται κατά χρήση στην Αρχή από την Εταιρία Ακινήτων Δημοσίου ή άλλους φορείς του Δημοσίου ή των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, για την αντιμετώπιση των στεγαστικών αναγκών των υπηρεσιών της.

10. Ο Διοικητής παρέχει σχετικές εγκρίσεις, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί στέγασης Δημοσίων Υπηρεσιών, για θέματα στέγασης και μεταστέγασης των Υπηρεσιών της Αρχής.

11. Για τη σύναψη συμβάσεων μίσθωσης ακινήτων προς στέγαση των υπηρεσιών της Αρχής, το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται από τον Διοικητή της Αρχής. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις περί στέγασης δημοσίων υπηρεσιών.

1. Η Αρχή ενημερώνει περιοδικά τον Υπουργό Οικονομικών, δια της υποβολής τριμηνιαίων εκθέσεων για τις δραστηριότητές της και για θέματα που τυχόν ανακύπτουν κατά τη λειτουργία και τη δράση της. Ο Υπουργός μπορεί να ακροάται μηνιαίως τον Διοικητή, κατόπιν ειδικής πρόσκλησης ή σε εξαιρετικές περιστάσεις.

2. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον της ζητηθεί, η Αρχή υποχρεούται να υποβάλλει στον Πρωθυπουργό, στον Υπουργό Οικονομικών και στον Πρόεδρο της Βουλής, ειδικές εκθέσεις κατά τη διάρκεια του έτους για θέματα της αρμοδιότητάς της.

3. Η Αρχή δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της:
α) το στρατηγικό σχέδιο, το ετήσιο επιχειρησιακό σχέδιο και τις τυχόν αναθεωρήσεις τους, τους στόχους των Υπηρεσιών και τους κρίσιμους δείκτες απόδοσης της φορολογικής διοίκησης, καθώς και τη μηνιαία εξέλιξή τους,
β) τις μηνιαίες εκθέσεις για την εξέλιξη και τη διακύμανση των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων,
γ) τις μηνιαίες οικονομικές αναφορές δαπανών, στο πλαίσιο εκτέλεσης του προϋπολογισμού της.

1. Η Αρχή συντάσσει αναλυτική ετήσια έκθεση απολογισμού και προγραμματισμού των δραστηριοτήτων της για το επόμενο έτος. Στην έκθεση απολογισμού παρουσιάζεται το έργο που επιτελέστηκε κατά το προηγούμενο έτος και τα αποτελέσματα στους κρίσιμους τομείς δράσης της.
Στον προγραμματισμό δραστηριοτήτων παρουσιάζονται οι σημαντικότεροι στόχοι και δράσεις παρέμβασης, οι οποίες εξειδικεύονται στο ετήσιο επιχειρησιακό σχέδιο. Δεν περιλαμβάνονται εξειδικευμένα στοιχεία, η γνωστοποίηση των οποίων μπορεί να παρεμποδίσει την υλοποίηση του προγράμματος και την επίτευξη των στόχων είσπραξης, ούτε στοιχεία που καλύπτονται από το φορολογικό απόρρητο.

2. Το Συμβούλιο Διοίκησης παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για την οριστικοποίηση της ετήσιας έκθεσης απολογισμού και προγραμματισμού των δραστηριοτήτων της Αρχής, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή, και την υποβάλλει στον Πρωθυπουργό, στον Πρόεδρο της Βουλής και στον Υπουργό Οικονομικών. Η ετήσια έκθεση απολογισμού της Αρχής υποβάλλεται μέχρι την 31 η Μαρτίου κάθε έτους, αναρτάται στην ιστοσελίδα της Αρχής και συζητείται στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής.

1. Η Αρχή καταρτίζει το στρατηγικό και επιχειρησιακό σχέδιο αυτής, καθώς και τα επιμέρους επιχειρησιακά σχέδια και τα προγράμματα δράσης της, συντονίζει και υλοποιεί αυτά, στο πλαίσιο των επιλογών, των προτεραιοτήτων, των κατευθύνσεων και των στόχων της κυβερνητικής δημοσιονομικής πολιτικής.

2. Το στρατηγικό και επιχειρησιακό σχέδιο της Αρχής, καθώς και όποιο σχέδιο δράσης της Αρχής εμπίπτει στο πεδίο αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου Διοίκησης, εκδίδονται με αποφάσεις του Διοικητή της, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης, η οποία παρέχεται και για τυχόν επικαιροποιήσεις ή αναθεωρήσεις τους. Οι αποφάσεις αυτές δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Στρατηγικό σχέδιο είναι το σχέδιο με το οποίο αποτυπώνεται η μακροπρόθεσμη στρατηγική κατεύθυνση της Αρχής. Περιλαμβάνει τους στρατηγικούς στόχους της Αρχής, το όραμα, την αποστολή και τις βασικές αξίες της.

4. Επιχειρησιακό σχέδιο είναι η διαδικασία επιμερισμού των στρατηγικών στόχων της Αρχής σε ετήσιους στόχους, δράσεις και έργα. Περιγράφει τα ορόσημα, τους κρίσιμους παράγοντες επιτυχίας και αναλύει τον τρόπο με τον οποίο το στρατηγικό σχέδιο μπαίνει σε εφαρμογή κατά τη διάρκεια του έτους.
Με το επιχειρησιακό σχέδιο καθορίζονται οι ποιοτικοί και ποσοτικοί στόχοι των Υπηρεσιών, καθώς και οι υποχρεώσεις, οι δράσεις και τα έργα προς υλοποίηση, σε συμφωνία με το στρατηγικό σχέδιο της Αρχής.

5. Το ετήσιο επιχειρησιακό σχέδιο υποβάλλεται από τον Διοικητή στο Συμβούλιο Διοίκησης μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου κάθε έτους, για παροχή της σύμφωνης γνώμης του.

 6. Το στρατηγικό σχέδιο της Αρχής υποβάλλεται στον Πρόεδρο της Βουλής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 138Α του Κανονισμού της Βουλής.

1. Με απόφαση του Διοικητή και με γνώμονα την επίτευξη των στρατηγικών στόχων, κοινοποιείται στις Υπηρεσίες ο επιχειρησιακός σχεδιασμός της Αρχής και καθορίζονται οι ποιοτικοί και ποσοτικοί στόχοι των οργανικών μονάδων, ο βαθμός προτεραιότητας για κάθε στόχο, οι δείκτες μέτρησης των αποτελεσμάτων, το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

2. Οι προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων, οι οποίοι με την τοποθέτησή τους και την ανάληψη υπηρεσίας αποδέχονται αυτοδικαίως τους ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους των οργανικών μονάδων, που προσδιορίζονται από τον Διοικητή της Αρχής, κατανέμουν αυτούς, στους προϊσταμένους των υπό αυτών οργανικών μονάδων, επιπέδου Υποδιεύθυνσης ή Τμήματος ή Αυτοτελούς Γραφείου, οι δε προϊστάμενοι των Τμημάτων ή Αυτοτελών Γραφείων κατανέμουν αυτούς μεταξύ των υπαλλήλων, κατά περίπτωση.

3. Ειδικότερα, η ανάληψη καθηκόντων Ελεγκτή βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους σημαίνει και την αυτοδίκαιη αποδοχή των στόχων αυτών ακόμη και στην περίπτωση που αυτό γίνεται σε αντικατάσταση μετακινούμενου ή αποσπώμενου ελεγκτή μετά από την έναρξη της περιόδου αξιολόγησης.

4. Η Αρχή δύναται να αναπτύσσει και εφαρμόζει συστήματα και μεθόδους μέτρησης της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας των οργανικών της μονάδων.
 Με απόφαση του Διοικητή ορίζεται η αξιολόγηση των οργανικών μονάδων και θεσπίζεται διαδικασία βράβευσης, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 του ν. 3230/2004 (Α' 44).

1. Το σύνολο των οργανικών θέσεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.), συμπεριλαμβανομένων και των προσωποπαγών, μεταφέρονται αυτοδικαίως στην Αρχή και αποτελούν στο σύνολό τους τις οργανικές θέσεις αυτής. Στις θέσεις που μεταφέρονται, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο περιλαμβάνονται και οι θέσεις των Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους της Γ.Γ.Δ.Ε..

2. Για την υποβοήθηση του Διοικητή της Αρχής στην άσκηση των καθηκόντων του συνιστώνται τρεις (3) θέσεις διοικητικών υπαλλήλων, η μία εκ των οποίων κατηγορίας ΠΕ, τρεις (3) θέσεις ειδικού συμβούλου και τέσσερις (4) θέσεις ειδικού συνεργάτη, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Στο Γραφείο του Διοικητή της Αρχής συνιστάται θέση Διευθυντή, η οποία καλύπτεται από έναν εκ των ανωτέρω ειδικών συνεργατών. Ο Διευθυντής του Γραφείου του Διοικητή ασκεί, κατ' αντιστοιχία, τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 56 του π.δ. 63/2005 (Α'98), εφαρμοζομένης της παρ. 3 του ίδιου άρθρου. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του π.δ. 63/2005. Για τις αποδοχές των ανωτέρω έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του ν. 4354/2015 (Α' 176) που αφορούν τους μετακλητούς υπαλλήλους που υπηρετούν στα πολιτικά γραφεία των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών.

3. Η Αρχή στελεχώνεται από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους και υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως ισχύει, καθώς και των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων περί προσωπικού ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και καταλαμβάνουν αντίστοιχες οργανικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένων των προσωποπαγών θέσεων.
Η πλήρωση των κενών θέσεων γίνεται με διορισμό μέσω ΑΣΕΠ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994 (Α' 28), τις ισχύουσες γενικές διατάξεις για τις Ανεξάρτητες Αρχές και με βάση τόσο τα τυπικά προσόντα που καθορίζονται στις διατάξεις του π.δ. 50/2001 (Α' 39) και στον Οργανισμό της Αρχής, όσο τα κριτήρια που τίθενται από την Αρχή, με βάση τις εκάστοτε επιχειρησιακές της ανάγκες. Ο υπάλληλος, μετά από το διορισμό του, τοποθετείται σε θέση για την κατάληψη της οποίας συμμετείχε στη διαδικασία διορισμού, μετά από γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου δεν απαιτείται, εάν από τη διαδικασία διορισμού προκύπτουν η θέση και η υπηρεσιακή μονάδα, στην οποία πρόκειται να διορισθεί ο υπάλληλος.

4. Κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων της Αρχής δύναται, επίσης, να γίνει και με μετάταξη υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών ή άλλου Υπουργείου ή άλλων δημόσιων υπηρεσιών κάθε μορφής ή Ν.Π.Δ.Δ., ενώ είναι δυνατή και η απόσπαση για την κάλυψη έκτακτων αναγκών.

5. Οι θέσεις των Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους (Ελεγκτές) καλύπτονται από υπαλλήλους της Αρχής με απόφαση του Διοικητή, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

6. Για τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, την απόλυση, τη λήξη εμμίσθου εντολής, καθώς και την καταγγελία σύμβασης εργασίας ή έργου εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 3528/2007, όπως εκάστοτε ισχύουν, οι διατάξεις για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και άλλες ειδικές διατάξεις, στο βαθμό που δεν αντίκεινται στον παρόντα νόμο.

7. Οι ατομικές πράξεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο εκδίδονται από τον Διοικητή της Αρχής.

1. Μετάθεση υπαλλήλου από μια οργανική μονάδα της Αρχής σε αντίστοιχη κενή θέση μίας άλλης οργανικής μονάδας της Αρχής εντός του ίδιου νομού ή του ίδιου νησιού πραγματοποιείται με μόνη απόφαση του Διοικητή.

2. Μετάθεση υπαλλήλου από μια οργανική μονάδα της Αρχής σε αντίστοιχη κενή θέση μίας άλλης οργανικής μονάδας της Αρχής εκτός νομού ή σε νησί πραγματοποιείται με απόφαση του Διοικητή της Αρχής, μετά από γνώμη του αρμόδιου Υπηρεσιακού Συμβουλίου.

3. Απόσπαση υπαλλήλου από μια οργανική μονάδα της Αρχής σε άλλη οργανική μονάδα της Αρχής εντός του ίδιου νομού ή του ίδιου νησιού πραγματοποιείται με μόνη απόφαση του Διοικητή και για ορισμένο χρονικό διάστημα.

4. Απόσπαση υπαλλήλου, είτε από μία οργανική μονάδα της Αρχής σε άλλη εντός νομού ή του ίδιου νησιού, στην οποία δεν προβλέπονται οργανικές θέσεις του ιδίου κλάδου, είτε από μια οργανική μονάδα της Αρχής σε μία άλλη εκτός νομού ή σε νησί, πραγματοποιείται με απόφαση του Διοικητή της Αρχής μετά από γνώμη του αρμόδιου Υπηρεσιακού Συμβουλίου και για ορισμένο χρονικό διάστημα.

5. Μετάταξη υπαλλήλου της Αρχής σε κενή θέση άλλου κλάδου ή/και άλλης κατηγορίας ή/και άλλης ειδικότητας διενεργείται με απόφαση του Διοικητή της Αρχής και μετά από γνώμη του αρμόδιου Υπηρεσιακού Συμβουλίου για τον κλάδο ή την ειδικότητα, στην οποία μετατάσσεται.

6. Για λοιπά ζητήματα υπηρεσιακών μεταβολών τοποθέτησης, μετάθεσης, απόσπασης και μετάταξης εφαρμόζονται, στο βαθμό που δεν αντίκεινται στον παρόντα νόμο, οι διατάξεις του ν. 3528/2007, οι διατάξεις για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και τυχόν ειδικότερες διατάξεις, ενώ η εξειδίκευση και στάθμιση των επιμέρους κριτηρίων, όπως οι υπηρεσιακές ανάγκες, η εντοπιότητα και η εν γένει προσωπική, οικογενειακή και υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου, η διαδικασία και κάθε λεπτομέρεια εφαρμογής καθορίζονται με απόφαση του Διοικητή, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.

7. Η απόσπαση ή μετάταξη υπαλλήλων μεταξύ της Αρχής και του Υπουργείου Οικονομικών ή άλλης Ανεξάρτητης Αρχής ή άλλης δημόσιας υπηρεσίας κάθε μορφής ή Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και η απόσπαση σε πολιτικά γραφεία της Κυβέρνησης, τη Βουλή, μέλη του Κοινοβουλίου και τα Κόμματα, διενεργείται μετά από γνώμη των οικείων Υπηρεσιακών Συμβουλίων, με κοινή απόφαση του Διοικητή της Αρχής και των συναρμόδιων Υπουργών, κατά παρέκκλιση κάθε αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης. Το προσωπικό της Αρχής, που δύναται να είναι αποσπασμένο, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του συνόλου των οργανικών θέσεων της Αρχής.

8. Οι αποσπάσεις υπαλλήλων της Αρχής είτε για υπηρεσία τους στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία (ΜΕΑ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) ή του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), είτε ως εθνικών εμπειρογνωμόνων σε υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Διεθνών Οργανισμών, διενεργούνται με κοινή απόφαση του Διοικητή και του Υπουργού Οικονομικών ή του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, κατά τις κείμενες διατάξεις.

9. Από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής δεν εφαρμόζονται για το προσωπικό της τα προεδρικά διατάγματα 329/1995 (Α' 177), 344/1995 (Α' 183) και 216/1998 (Α' 172 και Α'222).

1. Οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης, Διεύθυνσης, Υποδιεύθυνσης και Τμήματος της Αρχής, καθώς και οι υπεύθυνοι των Αυτοτελών Γραφείων αυτής, επιλέγονται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 84 του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως ισχύει, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζεται διαφορετικά στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, με τα τυπικά προσόντα που προβλέπονται στον Οργανισμό της Αρχής, όπως εκάστοτε ισχύει, καθώς και με τα κριτήρια επιλογής προϊσταμένων του άρθρου 85 του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως ισχύει, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζεται διαφορετικά στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, και κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που προβλέπεται στον Υπαλληλικό Κώδικα. Με απόφαση του Διοικητή που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η διαδικασία επιλογής προϊσταμένων και (υπευθύνων) Αυτοτελών Γραφείων, τα αρμόδια συμβούλια αξιολόγησης των υποψηφιοτήτων, τα κριτήρια αξιολόγησής τους, τα ειδικότερα θέματα που διέπουν τη διαδικασία, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

2. α) Ως προϊστάμενοι Γενικής Διεύθυνσης επιλέγονται υπάλληλοι, εφόσον: 
αα) έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης επί ένα (1) έτος τουλάχιστον ή
 ββ) έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου Διεύθυνσης για δύο (2) τουλάχιστον έτη ή 
γγ) είναι κάτοχοι αναγνωρισμένου συναφούς διδακτορικού διπλώματος ή απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Σ.Δ.Δ.Α) ή κάτοχοι αναγνωρισμένου συναφούς μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, κατέχουν βαθμό Α' με πλεονάζοντα χρόνο τουλάχιστον πέντε (5) έτη στο βαθμό αυτόν, ή 
δδ) κατέχουν το βαθμό Α' με πλεονάζοντα χρόνο τουλάχιστον επτά (7) έτη στο βαθμό αυτόν ή 
εε) κατέχουν τον βαθμό Α' με πλεονάζοντα χρόνο τουλάχιστον ένα (1) έτος στο βαθμό αυτόν και έχουν ασκήσει συνολικά τουλάχιστον για δύο (2) έτη καθήκοντα προϊσταμένου Τμήματος. 
β) Ως προϊστάμενοι Διεύθυνσης ή αντίστοιχου ή ενδιάμεσου (μεταξύ Διευθύνσεως και Τμήματος) επιπέδου οργανικής μονάδας επιλέγονται υπάλληλοι, εφόσον: 
αα) έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου Διεύθυνσης επί ένα (1) έτος τουλάχιστον ή 
ββ) είναι κάτοχοι αναγνωρισμένου συναφούς διδακτορικού διπλώματος ή απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Σ.Δ.Δ.Α) ή κάτοχοι αναγνωρισμένου συναφούς μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών και κατέχουν το βαθμό Α' ή 
γγ) κατέχουν το βαθμό Α' και έχουν ασκήσει συνολικά τουλάχιστον για ένα (1) έτος καθήκοντα προϊσταμένου Τμήματος ή 
δδ) κατέχουν τον βαθμό Α' με πλεονάζοντα χρόνο τουλάχιστον τέσσερα (4) έτη στο βαθμό αυτόν. 
γ) Ως προϊστάμενοι Τμήματος ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας επιλέγονται υπάλληλοι, εφόσον: 
αα) έχουν ασκήσει για τουλάχιστον ένα (1) έτος καθήκοντα προϊσταμένου Τμήματος ή 
ββ) είναι κάτοχοι αναγνωρισμένου συναφούς διδακτορικού διπλώματος ή απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Σ.Δ.Δ.Α.) ή κάτοχοι αναγνωρισμένου συναφούς μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, και κατέχουν το βαθμό Β' με πλεονάζοντα χρόνο τουλάχιστον τέσσερα (4) έτη στο βαθμό αυτόν ή γγ) κατέχουν το βαθμό Α' . 

3. Για την επιλογή προϊσταμένων λαμβάνονται υπόψη τέσσερις (4) ομάδες κριτηρίων:
α) Μοριοδότηση βάσει τυπικών, εκπαιδευτικών προσόντων και προσόντων επαγγελματικής κατάρτισης,
β) μοριοδότηση βάσει εργασιακής εμπειρίας και άσκησης καθηκόντων ευθύνης,
γ) μοριοδότηση βάσει αξιολόγησης και
δ) μοριοδότηση βάσει συνέντευξης.

4. Για την τελική μοριοδότηση ο συνολικός αριθμός των μορίων κάθε κατηγορίας πολλαπλασιάζεται με τον εξής συντελεστή, ανά θέση ευθύνης:
Α) Για τη θέση προϊσταμένου Τμήματος με συντελεστή βαρύτητας: 45% για την ομάδα κριτηρίων (α), 10% για την ομάδα κριτηρίων (β), 20% για την ομάδα κριτηρίων (γ) και 25% για την ομάδα κριτηρίων (δ).
Β) Για τη θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης με συντελεστή βαρύτητας: 40% για την ομάδα κριτηρίων (α), 10% για την ομάδα κριτηρίων (β), 20% για την ομάδα κριτηρίων (γ) και 30% για την ομάδα κριτηρίων (δ).
Γ) Για τη θέση προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης με συντελεστή βαρύτητας: 35% για την ομάδα κριτηρίων (α), 10% για την ομάδα κριτηρίων (β), 20% για την ομάδα κριτηρίων (γ) και 35% για την ομάδα κριτηρίων (δ).

1. Οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης, Διεύθυνσης, Υποδιεύθυνσης και Τμήματος των υπηρεσιών της Αρχής, καθώς και οι υπεύθυνοι Αυτοτελών Γραφείων όλων των υπηρεσιών αυτής, επιλέγονται και τοποθετούνται με απόφαση του Διοικητή της Αρχής, σε αντίστοιχες θέσεις, για θητεία ενός έτους που μπορεί να ανανεώνεται έως και δύο (2) φορές, μέχρι τη συμπλήρωση πλήρους θητείας τριών (3) ετών ή να διακόπτεται πριν τη λήξη της, με όμοια απόφαση και κύριο κριτήριο την επίτευξη των τεθέντων ποιοτικών και ποσοτικών στόχων.
Στους ανωτέρω προϊσταμένους και υπευθύνους παρέχεται το δικαίωμα, μετά τη συμπλήρωση της πλήρους θητείας τριών (3) ετών από την επιλογή και την τοποθέτησή τους, να υποβάλουν αίτηση υποψηφιότητας για την ίδια θέση ευθύνης και για μία (1) ακόμη πλήρη θητεία. Εφόσον επιλεχθούν και τοποθετηθούν στην ίδια θέση ευθύνης για δεύτερη συνεχόμενη θητεία, δεν έχουν δικαίωμα υποβολής νέας αίτησης υποψηφιότητας για τη θέση αυτή, παρά μόνο μετά την παρέλευση τριών (3) ετών από τη λήξη της δεύτερης πλήρους θητείας τους.

2. Με τον Οργανισμό της Αρχής καθορίζονται οι θέσεις προϊσταμένων οργανικών μονάδων και υπεύθυνων αυτοτελών γραφείων της Αρχής, για τις οποίες δεν υπάρχει δικαίωμα επανυποβολής αίτησης υποψηφιότητας για την ίδια θέση, στην οποία έχουν ασκήσει καθήκοντα για μία πλήρη θητεία, για δεύτερη συνεχόμενη θητεία. Οι θέσεις αυτές καθορίζονται με κύριο κριτήριο τη βαρύτητα της θέσης στην επίτευξη των στόχων ελέγχου και βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους, καθώς και στην καταπολέμηση του λαθρεμπορίου.

3. Ο Διοικητής δύναται να αποφασίζει την πρόωρη λήξη της θητείας των προϊσταμένων, είτε λόγω μη εκπλήρωσης των τεθέντων ποιοτικών και ποσοτικών στόχων των οργανικών μονάδων στις οποίες προΐστανται, στο πλαίσιο της ετήσιας αξιολόγησης, είτε για σοβαρό λόγο αναγόμενο στην πλημμελή άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, είτε κατόπιν απαλλαγής των προϊσταμένων από τα καθήκοντά τους για προσωπικούς λόγους.

4. Με απόφαση του Διοικητή, ο προϊστάμενος παύεται υποχρεωτικά πριν από τη λήξη της θητείας του, αν συντρέξουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) αν καταδικασθεί τελεσιδίκως για τα αναφερόμενα αδικήματα στην περίπτωση Α' της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Υπαλληλικού Κώδικα, β) αν στερηθεί λόγω καταδίκης τα πολιτικά του δικαιώματα και για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή, γ) αν υποβληθεί σε στερητική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική) ή το δικαστήριο έχει αποφασίσει συνδυασμό των δύο προηγούμενων ρυθμίσεων, δ) αν τεθεί σε διαθεσιμότητα ή αργία ή του επιβληθεί τελεσίδικα οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών τεσσάρων (4) μηνών για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα μέχρι τη διαγραφή της ποινής κατά το άρθρο 145 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007).

5. Οι προϊστάμενοι έχουν δικαίωμα κατά τη διάρκεια της θητείας τους να υποβάλουν αίτηση υποψηφιότητας επιλογής σε κενή θέση ευθύνης ανώτερου επιπέδου ή να αιτηθούν να μετακινηθούν και να τοποθετηθούν σε θέση ευθύνης ίδιου επιπέδου για το υπόλοιπο της θητείας τους, εφόσον οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιτρέπουν. Ο Διοικητής, δύναται να μετακινεί τους προϊσταμένους σε άλλη θέση ευθύνης του ιδίου επιπέδου, χωρίς σχετική αίτησή τους, όταν επείγουσες και εξαιρετικές περιστάσεις το επιβάλουν.

6. Με απόφαση του Διοικητή, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης, δύναται να εξειδικεύεται η πολιτική της Αρχής σε ό,τι αφορά στην περιοδική εναλλαγή των προϊσταμένων, τη δυνατότητα ανανέωσης της θητείας στην ίδια θέση ευθύνης και κάθε συναφές θέμα, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας των θέσεων και των ειδικότερων συνθηκών.

1. Με αποφάσεις του Διοικητή, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης και γνώμη του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, που διατυπώνεται εντός ενός (1) μηνός, η Αρχή δύναται να αναπτύσσει και εφαρμόζει μεθοδολογίες και ειδικότερα συστήματα ποιοτικής και ποσοτικής αξιολόγησης του προσωπικού της στη βάση των περιγραμμάτων θέσεων εργασίας και των τεθέντων ποιοτικών και ποσοτικών στόχων και να καθορίζει τον τρόπο, τη διαδικασία και τα όργανα ελέγχου της επίτευξης των στόχων, τα κριτήρια αξιολόγησης των υπαλλήλων της Αρχής, τον τρόπο, τη διαδικασία, τα όργανα αξιολόγησης αυτών και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια εφαρμογής του συνόλου της διαδικασίας.

2. Με αποφάσεις του Διοικητή, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης και γνώμη του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, που διατυπώνεται εντός ενός (1) μηνός, η Αρχή δύναται να αναπτύσσει και να εφαρμόζει μεθοδολογίες και ειδικότερα συστήματα προαγωγών και βαθμολογικής και υπηρεσιακής εξέλιξης του προσωπικού των υπηρεσιών της, κατά παρέκκλιση των κριτηρίων και της διαδικασίας που προβλέπονται στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα και κάθε άλλης διάταξης.
Μέχρι την έκδοση των σχετικών αποφάσεων του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται για το προσωπικό της Αρχής οι κείμενες γενικές και ειδικές διατάξεις, καθώς και οι σχετικές αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.

1. Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης δύναται να καθορίζεται, εντός των ορίων του προϋπολογισμού της Αρχής και του εκάστοτε ΜΠΔΣ, ειδικό μισθολογικό καθεστώς του προσωπικού της Αρχής, στη βάση των περιγραμμάτων θέσεων εργασίας.

2. Ο Διοικητής, με απόφασή του, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης, δύναται να αναπτύσσει και εφαρμόζει μεθοδολογίες και ειδικότερο σύστημα επιπλέον ανταμοιβής (bonus) του προσωπικού της Αρχής, στο πλαίσιο της αξιολόγησής του, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα της θέσης και το βαθμό ευθύνης τους και εφόσον ο βαθμός επίτευξης των τεθέντων στόχων της Αρχής υπερβαίνει το 100%.

1. Τα Α', Β' και Γ' Υπηρεσιακά Συμβούλια, που έχουν συσταθεί, συγκροτηθεί και λειτουργούν στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αποτελούν τα Α', Β' και Γ' Υπηρεσιακά Συμβούλια της Αρχής.

2. Οι Ειδικές Επιτροπές Αξιολόγησης που έχουν συσταθεί, συγκροτηθεί και λειτουργούν στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων αποτελούν Ειδικές Επιτροπές Αξιολόγησης της Αρχής και συγκροτούνται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, περί των Ειδικών Επιτροπών Αξιολόγησης των Υπουργείων και Ν.Π.Δ.Δ..

3. Όπου για τη συμμετοχή προέδρων, συντονιστών, μελών, εισηγητών ή γραμματέων σε συλλογικό όργανο, που μεταφέρθηκε στην Αρχή από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, απαιτείται ως τυπική προϋπόθεση η κατοχή Α' ή Β' βαθμού, από την ημερομηνία ισχύος του παρόντος, απαιτείται η κατοχή τουλάχιστον Γ' ή Δ', αντίστοιχα, βαθμού.

1. α) Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνιστάται και συγκροτείται το Πειθαρχικό Συμβούλιο της Αρχής, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, περί των Πειθαρχικών Συμβουλίων των Υπουργείων και των Ν. Π.Δ.Δ., με αποκλειστική αρμοδιότητα την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας στους υπαλλήλους της Αρχής, πλην των ανώτατων υπαλλήλων της Αρχής για τους οποίους, το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του άρθρου 146Α του ν. 3528/2007 (Α'26). Με όμοια απόφαση καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα λειτουργίας αυτού, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.
Ο Πρόεδρος, τα μέλη, τακτικά και αναπληρωματικά και ο γραμματέας του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζονται και αντικαθιστώνται με απόφαση του Διοικητή της Αρχής. Για την αρμοδιότητα του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Αρχής εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 120 του ν. 3528/2007 (Α' 26), όπως εκάστοτε ισχύει.
β) Αρμόδιο πειθαρχικό όργανο για να κρίνει σε δεύτερο βαθμό το προσωπικό της Αρχής που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πειθαρχικού Συμβουλίου αυτής και σε πρώτο και δεύτερο βαθμό τους ανώτατους υπαλλήλους της Αρχής, καθώς και σε κάθε περίπτωση που προβλέπεται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις είναι το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του άρθρου 146Α του ν. 3528/2007, όπως εκάστοτε ισχύει.
Σε περίπτωση που κρίνονται υπάλληλοι της Αρχής, στο ως άνω Πειθαρχικό Συμβούλιο συμμετέχει αντί του μέλους που προβλέπεται στην περίπτωση δ' της παρ. 1 του άρθρου 146 Α, ο προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης της Αρχής που είναι αρμόδια για τα θέματα του προσωπικού αυτής, ο οποίος ορίζεται, με αναπληρωτή του άλλον προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης της Αρχής ή Διεύθυνσης αυτής, με απόφαση του Διοικητή της Αρχής, πριν από την έναρξη λειτουργίας του Συμβουλίου.

2. α) Για κάθε παράβαση των υποχρεώσεων του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης, του Διοικητή και του Εμπειρογνώμονα που απορρέουν από τον παρόντα νόμο, τις πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση αυτού και λοιπές, γενικές και ειδικές κείμενες διατάξεις, τα ως άνω όργανα της Αρχής υπέχουν πειθαρχική ευθύνη.
β) Συνιστάται στην Αρχή Ειδικό Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο είναι αρμόδιο για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στον Πρόεδρο και στα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, καθώς και στο Διοικητή και στον Εμπειρογνώμονα. Το εν λόγω Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό και συγκροτείται από έναν Σύμβουλο Επικρατείας, έναν Αρεοπαγίτη και έναν Νομικό Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Καθήκοντα Προέδρου ασκεί ο αρχαιότερος των δικαστικών λειτουργών. Γραμματέας του Συμβουλίου ορίζεται με απόφαση του Διοικητή, υπάλληλος της Αρχής. Ο Πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας του Συμβουλίου ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές.
Ειδικά, τα μέλη του Συμβουλίου που είναι δικαστικοί λειτουργοί, υποδεικνύονται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και ο Νομικός Σύμβουλος από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ..
γ) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Ειδικού Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
δ) Η αμοιβή του Προέδρου, των μελών και του γραμματέα καθορίζεται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.
ε) Σε περίπτωση που ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης είναι δικαστικοί λειτουργοί, η υπόθεση εκδικάζεται από τα όργανα που προβλέπονται στο Σύνταγμα και στον Κώδικα Δικαστικών λειτουργών.
στ) Την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Πειθαρχικού Συμβουλίου κινεί ο Υπουργός Οικονομικών. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 106 επ. του ν. 3528/2007 όπως ισχύει, επιφυλασσομένων των σχετικών διατάξεων του παρόντος και της ειδικής σχετικής νομοθεσίας.
ζ) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθορίζεται ο ειδικότερος τρόπος λειτουργίας του Ειδικού αυτού Πειθαρχικού Συμβουλίου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

Το Συμβούλιο Διοίκησης, ο Διοικητής, ο Εμπειρογνώμονας και το προσωπικό της Αρχής, ανεξάρτητα από τη σχέση εργασίας που έχει με την Αρχή, καταλαμβάνονται από τις διατάξεις περί φορολογικού απορρήτου όπως ισχύουν.
Το φορολογικό απόρρητο καταλαμβάνει και οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, για τα ζητήματα που τίθενται σε γνώση του από τη διοίκηση ή το προσωπικό της Αρχής.

1. Ο Διοικητής, ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Εμπειρογνώμονας και οι υπάλληλοι της Αρχής, που παραβαίνουν εκ δόλου τα καθήκοντά και τις υποχρεώσεις, που καθορίζονται από τον παρόντα νόμο και λοιπές, γενικές και ειδικές κείμενες διατάξεις, υπέχουν, ανεξάρτητα από την ποινική, και πειθαρχική ευθύνη. Ειδικά για τους υπαλλήλους της Αρχής για υπαίτια πράξη ή παράλειψή τους εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 103 επ. του ν. 3528/2007, όπως ισχύει.

2. Την πειθαρχική δίωξη ασκεί:
α) για τον Διοικητή, ο Υπουργός Οικονομικών,
β) για τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Υπουργός Οικονομικών,
γ) για τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης και τον Εμπειρογνώμονα, ο Υπουργός Οικονομικών,
δ) Για τους Προϊσταμένους οργανικών μονάδων κάθε επιπέδου και τους υπαλλήλους της Αρχής εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του ν. 3528/2007, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της περίπτωσης στ' της παρ. 2 του άρθρου 14 του παρόντος.

3. Σε περίπτωση υπαλλήλων άλλων Υπουργείων ή Φορέων, αποσπασμένων στην Αρχή, η πειθαρχική δίωξη ασκείται με βάση τη διάταξη του άρθρου 118 παρ. 3 του ν. 3528/2007.

4. Οι διατάξεις των περιπτώσεων ε' και η' της παραγράφου 2 του άρθρου 61 του ν. 4342/2015 (Α' 143) εφαρμόζονται αναλόγως για τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης και τον Εμπειρογνώμονα.

Ο Διοικητής, ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, καθώς και ο Εμπειρογνώμονας, εφόσον είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδος, υποχρεούνται σε δήλωση και έλεγχο της περιουσιακής τους κατάστασης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3213/2003 (Α' 309), όπως εκάστοτε ισχύει, τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας τους όσο και για δύο (2) έτη μετά από τη λήξη της θητείας τους και υπόκεινται σε κατά προτεραιότητα έλεγχο από τη Γ' Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.

1. Ο Διοικητής, ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης και ο Εμπειρογνώμονας πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Ιδιαίτερα οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης εφόσον: α) η ικανοποίηση προσωπικού συμφέροντός τους συνδέεται με την έκβαση της υπόθεσης, ή β) είναι σύζυγοι ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, κατ' ευθεία μεν γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε έως και τέταρτου βαθμού, με κάποιον από τους ενδιαφερομένους, ή γ) έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους.

2. Τα ανωτέρω πρόσωπα οφείλουν να υπογράψουν σύμφωνο εμπιστευτικότητας και δήλωση για τη μη ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων προτού αναλάβουν τα καθήκοντά τους.

3. Όταν οποιοδήποτε θέμα που άπτεται των ιδιωτικών ή προσωπικών συμφερόντων του Διοικητή, του Προέδρου ή άλλου μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης ή του Εμπειρογνώμονα τεθεί ενώπιον του Συμβουλίου Διοίκησης, το μέλος αυτό υποχρεούται να προβεί σε δήλωση σχετικά με το λόγο που επιβάλλει την αποχή του κατά την έναρξη της συζήτησης, να μη συμμετάσχει στη συζήτηση και στη σχετική απόφαση και δεν προσμετράται για τον υπολογισμό απαρτίας. Σε περίπτωση κωλύματος συμμετοχής περισσότερων του ενός μελών λόγω σύγκρουσης συμφερόντων, το Συμβούλιο Διοίκησης βρίσκεται σε απαρτία και αποφασίζει νόμιμα με τα λοιπά, μη κωλυόμενα, μέλη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α' 45).

 4. Με τον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής καθορίζονται ειδικότερες λεπτομέρειες σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου για τη σύγκρουση συμφερόντων του Διοικητή, του Προέδρου, των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης, του Εμπειρογνώμονα. Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού Λειτουργίας της Αρχής συνιστά σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.

1. Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α' , σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α' 97) και 85 παρ. 1, εδάφιο πρώτο του ν.δ. 356/1974 (Α' 90). Η προβλεπομένη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ν.δ. 356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ.

2.α) Η εν γένει νομική και δικαστική υποστήριξη των υποθέσεων της Αρχής και το γνωμοδοτικό έργο διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ), σύμφωνα με τις διατάξεις του Οργανισμού του (ν. 3086/ 2002, Α' 324). Το Ειδικό Γραφείο Νομικού Συμβούλου Φορολογίας μετονομάζεται σε Ειδικό Νομικό Γραφείο Δημοσίων Εσόδων (ΕΝΓΔΕ), αποτελεί υπηρεσιακή μονάδα του ΝΣΚ, λειτουργεί στην ΑΑΔΕ και διατηρεί τις καθ' ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητές του, στις οποίες προστίθενται και οι αρμοδιότητες που άπτονται των υποθέσεων που αναφύονται από πράξεις ή παραλείψεις της ΑΑΔΕ ή αφορούν σε έννομες σχέσεις της και δεν εμπίπτουν στην κατά τόπο και καθ' ύλην αρμοδιότητα άλλων οργανικών μονάδων του ΝΣΚ. Για τις υποθέσεις εκτός της καθ' ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητας του ΕΝΓΔΕ εφαρμόζονται οι διατάξεις του Οργανισμού του ΝΣΚ.
β) Η γραμματεία του Ειδικού Νομικού Γραφείου Δημοσίων Εσόδων στελεχώνεται από υπαλλήλους της Αρχής, με απόφαση απόσπασης του Διοικητή της, η οποία καθορίζει τη χρονική της διάρκεια, καθώς και την παράταση, διακοπή ή ανάκλησή της.

3. Στην αρμοδιότητα του ΕΝΓΔΕ περιλαμβάνονται, ιδίως:
α) Η εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ, με την έκδοση γνωμοδοτήσεων σε ερωτήματα που υποβάλλονται από τον Διοικητή της και πρακτικών γνωμοδοτήσεων επί αιτήσεων εξωδίκου αναγνωρίσεως απαιτήσεως, δικαστικού και εξωδίκου συμβιβασμού και επί της τηρητέας δικαστικής ή διοικητικής πορείας των υποθέσεων. Ερωτήματα που άπτονται της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας υποβάλλονται αποκλειστικώς από τον Διοικητή της ΑΑΔΕ, οπότε και μόνον οι επ' αυτών εκδιδόμενες και γενόμενες αποδεκτές γνωμοδοτήσεις δεσμεύουν τις αντίστοιχες αρχές, με εξαίρεση τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 4389/2016 ερωτήματα, για τα οποία η ως άνω αρμοδιότητα ασκείται παράλληλα και από τον Υπουργό Οικονομικών. Επί των ερωτημάτων του προηγούμενου εδαφίου δεν χορηγείται αντίγραφο των εισηγήσεων. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β' της παρ. 1 του άρθρου 6 του Οργανισμού του ΝΣΚ (ν. 3086/2002, Α' 324) και στην παράγραφο 4, η αποδοχή ή μη των γνωμοδοτήσεων και η έγκριση ή μη των πρακτικών γίνεται με επισημειωματική πράξη του Διοικητή της ΑΑΔΕ.
β) Η παράσταση, υποστήριξη και υπεράσπιση των υποθέσεων, για τις οποίες είναι κατά νόμο υποχρεωτική η παράσταση με μέλος του ΝΣΚ, ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και όλων των διοικητικών, πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων των Αθηνών και ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων Πειραιώς για τις φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις, επιφυλασσόμενης της κατά την περίπτωση ε' της παρ. 1 του άρθρου 8 του Οργανισμού του ΝΣΚ (ν. 3086/2002, Α' 324) αρμοδιότητας του Προέδρου του ΝΣΚ.
γ) Η απόφαση για τη μη άσκηση ενδίκων μέσων κατά των ανέκκλητων δικαστικών αποφάσεων, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραδεκτής ασκήσεως ή δεν παρέχονται βάσιμοι λόγοι, και η άσκηση των αιτήσεων, ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου. Η γνωμοδότηση για τη μη άσκηση ενδίκων μέσων κατά των δικαστικών αποφάσεων, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραδεκτής ασκήσεως ή δεν παρέχονται βάσιμοι λόγοι και η άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας επί υποθέσεων για τις οποίες είναι κατά νόμο υποχρεωτική η παράσταση με μέλος του και ανήκουν στην αρμοδιότητα του Γραφείου.
δ) Η νομική υποστήριξη κατά την κατάρτιση των συμβάσεων στις οποίες συμβάλλεται η ΑΑΔΕ. Η νομοτεχνική υποστήριξη της ΑΑΔΕ κατά την κατάρτιση προτάσεων σχεδίων νόμων και κανονιστικών πράξεων, εφόσον παραπέμπονται αρμοδίως από τον Διοικητή της.
ε) Η εισήγηση προς τον Διοικητή της ΑΑΔΕ, για τη λήψη νομοθετικών μέτρων, τα οποία είναι αναγκαία για την άρση των προβλημάτων που παρατηρούνται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας και εν γένει για την προάσπιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων του Δημοσίου και, γενικότερα, του δημόσιου συμφέροντος.
στ) Η άμεση ενημέρωση των αρμοδίων Κεντρικών Διευθύνσεων και υπηρεσιών που υπάγονται στην ΑΑΔΕ ή απευθείας στον Διοικητή της, για τη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων επί των δικαστικών υποθέσεων αρμοδιότητας του Γραφείου.
ζ) Η σύνταξη και αποστολή σχεδίων δικογράφων ενδίκων μέσων και η αποστολή υπομνημάτων προς υποβοήθηση του έργου των φορολογικών και τελωνειακών αρχών και η υποβοήθηση του έργου των υπηρεσιών εν γένει της ΑΑΔΕ για τη σύνταξη της εκθέσεως απόψεως προς τα δικαστήρια, επί περίπλοκων και δυσχερών νομικών ζητημάτων.
η) Η συμμετοχή σε συλλογικά όργανα που συστήνονται για θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της ΑΑΔΕ, κατόπιν υποβολής αιτήματος του Διοικητή.

4. Για τη μη άσκηση ενδίκων μέσων επί φορολογικών και τελωνειακών υποθέσεων και υποθέσεων εκτελέσεως (κοινής και διοικητικής), καθώς και για την εισαγωγή ή μη στο ακροατήριο των πάσης φύσεως υποθέσεων επί των οποίων έχουν εκδοθεί αποφάσεις σε συμβούλιο κατά τη διαδικασία των άρθρων 34Α και 34Β του π.δ. 18/1989, του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή κατ' άλλη παρόμοια διαδικασία, αποφαίνεται η Τριμελής Επιτροπή του Γραφείου, ύστερα από προφορική εισήγηση του εισηγητή της υπόθεσης, με χρονολογημένη ενυπόγραφη επί του επισήμου αντιγράφου της αποφάσεως, πράξη των μελών της, στην οποία περιέχεται συνοπτική αιτιολογία. Για την άσκηση της αρμοδιότητάς της αυτής η Επιτροπή απαρτίζεται από έναν Αντιπρόεδρο ή έναν Νομικό Σύμβουλο, έναν Πάρεδρο και τον εισηγητή της υπόθεσης.

5. Το ΕΝΓΔΕ συντάσσει ετήσια έκθεση, η οποία υποβάλλεται στον Διοικητή της Αρχής μέχρι τέλους Μαρτίου κάθε έτους. Στην έκθεση αυτή γίνεται καταγραφή και αποτίμηση του έργου του Γραφείου του προηγούμενου έτους. Στην έκθεση περιλαμβάνονται συνοπτική παράθεση των δικαστικών αποφάσεων αρμοδιότητας της ΑΑΔΕ, που εκδόθηκαν από το ΑΕΔ και τα ανώτατα δικαστήρια, παρατηρήσεις και εισήγηση για τις ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίζονται, με ειδικότερη επισήμανση των αιτίων ακυρώσεως κανονιστικών ή ατομικών πράξεων.

6. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 5 του άρθρου 55 του ν. 2214/1994 (Α' 75) καταργούνται.

Με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων, στην Αρχή μεταφέρονται όλες οι αρμοδιότητες και οι πόροι που αφορούν σε δεδομένα και Πληροφοριακά Συστήματα Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών, που προβλέπονται:
α) στην υποπερίπτωση α' της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου Ε2 της παρ. Ε' του άρθρου πρώτου του ν. 4093/ 2012 (Α' 222),
β) στα άρθρα 63, 66 και 67 του π.δ. 111/2014 (Α' 178), όπως ισχύουν μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου,
γ) στις αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, που εκδόθηκαν:
αα) κατ' εξουσιοδότηση του δεύτερου εδαφίου της υποπαραγράφου γ' της παρ. 5 του άρθρου 55 του ν. 4002/2011 (Α' 180) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου δ' της παρ. 6 του άρθρου 54 του ν. 4178/2013 (Α' 174), της περίπτωσης δ' της παρ. 7 του άρθρου 34 του ν. 4141/2013 (Α' 81) και
ββ) σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 54 του π.δ. 111/2014 (Α' 178) και
δ) στην αριθ. Δ6Α 1117082ΕΞ2013 (Β' 1779) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Μεταφορά αρμοδιοτήτων, προσωπικού και διαθέσιμων πόρων οργανικών μονάδων της Γενικής Διεύθυνσης ΚΕ.Π.Υ.Ο. της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και καθορισμός οργανικών θέσεων προσωπικού αυτής», όπως ισχύει.
Το λογισμικό εφαρμογών των Πληροφοριακών Συστημάτων και υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης που άπτονται των αρμοδιοτήτων της Αρχής σχεδιάζεται και αναπτύσσεται μόνο από την Αρχή και τίθενται σε παραγωγική λειτουργία κατ' εντολή της.
Η Αρχή έχει την αποκλειστική διαχείριση των δεδομένων και του λογισμικού εφαρμογών των Πληροφοριακών Συστημάτων της και των υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Δια- κυβέρνησής της. Τα δεδομένα που διαχειρίζεται η Αρχή ανήκουν στο Υπουργείο Οικονομικών. Οι διαδικασίες τήρησης, πρόσβασης, διάθεσης, χορήγησης και δημοσιοποίησης των δεδομένων διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 17 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α' 170), του άρθρου 11 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α' 265), καθώς και από τις διατάξεις περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Η Αρχή έχει την αποκλειστική διαχείριση των δικτυακών τόπων που χρησιμοποιεί για την παροχή ηλεκτρονικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τις αρμοδιότητές της. Το λογισμικό εφαρμογών των Πληροφοριακών συστημάτων, οι υπηρεσίες Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και οποιοδήποτε άλλο θέμα αρμοδιότητας της Αρχής που παρέχονται μέσω δικτυακών τόπων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης (Γ.Γ.Π.Σ. και Δ.Υ.) ή άλλων υπηρεσιών μεταφέρονται σε δικτυακούς τόπους της Αρχής το αργότερο μέχρι τις 31.3.2017.
Οι πληροφορίες και τα δεδομένα, ο πηγαίος και εκτελέσιμος κώδικας του λογισμικού εφαρμογών των Πληροφοριακών Συστημάτων, των δικτυακών τόπων και των υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Αρχής, φιλοξενούνται, φυλάσσονται, εγκαθίστανται και λειτουργούν σε υπολογιστικές υποδομές της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης (Γ. Γ. Π.Σ. και Δ. Υ.) του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία υποχρεούται να λαμβάνει τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα για: (α) την αδιάλειπτη και αποτελεσματική λειτουργία των υπολογιστικών υποδομών, (β) την αποκλειστικά κατά λόγο αρμοδιότητας προσπέλαση και πρόσβαση σύμφωνα με την άδεια της αρμόδιας υπηρεσίας της Αρχής, (γ) την τήρηση των αντιγράφων ασφαλείας και (δ) την προστασία τους από κάθε παραβίαση, καθώς και από σκόπιμη ή τυχαία απειλή.
Η Γ.Γ.Π.Σ. και Δ.Υ. του Υπουργείου Οικονομικών εγκαθιστά, διαχειρίζεται και παραμετροποιεί τις υπολογιστικές υποδομές τους (κεντρικές - περιφερειακές - δικτυακές) και το συστημικό λογισμικό (λειτουργικό σύστημα - πακέτα λογισμικού υπολογιστικής υποδομής), μεριμνά για την αδειοδότησή του και ευθύνεται έναντι της Αρχής για οποιαδήποτε παραβίαση των υποχρεώσεων αυτών.
Προς το σκοπό καθορισμού της φορολογικής πολιτικής και νομοθεσίας, παρέχεται στην αρμόδια για τη φορολογική πολιτική και νομοθεσία υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών και σε εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της, απευθείας και απρόσκοπτη πρόσβαση στα συγκεντρωτικά δεδομένα που τηρούνται στο Σύστημα Διοικητικής Πληροφόρησης της Αρχής (Management Information System - ΜΙ8). Για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, παρέχεται στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών και σε εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους αυτών απευθείας πρόσβαση ή πρόσβαση κατόπιν αιτήματος, εφόσον δεν είναι δυνατή η απευθείας πρόσβαση, στα συγκεντρωτικά και αναλυτικά στοιχεία που τηρούνται, σε επίπεδο Α.Φ.Μ. (μικροδεδομένα), στο Σύστημα Διοικητικής Πληροφόρησης της Αρχής (Management Information System - ΜΙ8) ή σε οποιοδήποτε άλλο πληροφοριακό σύστημα σε επίπεδο εφαρμογής, μετά από διαδικασία ψευδωνυμοποίησής τους. Η Αρχή είναι υπεύθυνη για την ομαλή λειτουργία, τη συντήρηση, την αναβάθμιση, καθώς και την έγκαιρη και διαρκή ενημέρωση, έως και την τελευταία εργάσιμη μέρα κάθε μήνα με τα δεδομένα του προηγούμενου μήνα, του Συστήματος Διοικητικής Πληροφόρησης της Αρχής (Management Information System - MIS) ή οποιουδήποτε άλλου πληροφοριακού συστήματος, ώστε να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη παροχή των παραπάνω συγκεντρωτικών και αναλυτικών στοιχείων, σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης (Γ.Γ.Π.Σ. και Δ.Υ.). Η παρούσα διάταξη ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2017.
 Η Αρχή παρέχει εξουσιοδοτημένη πρόσβαση και ανάλογη υποστήριξη στη Γ.Γ.Π.Σ. και Δ. Υ. στα δεδομένα του MIS που δεν άπτονται των αρμοδιοτήτων της Αρχής.
Το πλαίσιο και η πολιτική ασφάλειας που εφαρμόζονται σε όλες τις συνεργασίες, διαδικασίες και λειτουργίες της Αρχής καταρτίζονται και επικαιροποιούνται από το Τμήμα Ασφάλειας του Υπουργείου Οικονομικών. Για εξειδικευμένα θέματα αρμοδιότητας της Αρχής το πλαίσιο ασφάλειας και η εφαρμογή του συνδιαμορφώνονται μεταξύ του Τμήματος Ασφάλειας του Υπουργείου Οικονομικών και του Γραφείου Ασφάλειας της Αρχής το αργότερο εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
Το Γραφείο Ασφάλειας της Αρχής ερευνά και διαχειρίζεται περιστατικά παραβίασης ή απειλής της ασφάλειας που σχετίζονται με τα δεδομένα και το λογισμικό εφαρμογών, υποχρεούται να ενημερώνει και να ενημερώνεται από το Τμήμα Ασφάλειας του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο συντάσσει την τελική αναφορά περιστατικού ασφάλειας και μεριμνά για την εφαρμογή της πολιτικής ασφάλειας του Υπουργείου Οικονομικών στο πλαίσιο της άσκησης των σχετικών αρμοδιοτήτων της Αρχής.
Το Τμήμα Ασφάλειας του Υπουργείου Οικονομικών ή/και η Γ.Γ.Π.Σ. και Δ.Υ., υποχρεούνται να παρέχουν στις αρμόδιες υπηρεσίες της Αρχής όλες τις σχετικές πληροφορίες και δεδομένα, όπως αρχεία καταγραφής ή προσβάσεων, που προκύπτουν από το συστημικό λογισμικό και απαιτούνται για τη διερεύνηση περιστατικών παραβίασης κανόνων ασφαλείας ή τακτικού ή έκτακτου ελέγχου τήρησης των κανόνων ασφαλείας.

1. Οι υπηρετούντες προϊστάμενοι οργανικών μονάδων επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης, καθώς και Διεύθυνσης και Υποδιεύθυνσης των Υπηρεσιών που υπάγονται απευθείας στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, της Κεντρικής Υπηρεσίας, των Ειδικών Αποκεντρωμένων Υπηρεσιών και των Ειδικών Δ.Ο.Υ., (ΦΑΕ Αθηνών, Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού, Δ.Ο.Υ. Πλοίων, ΦΑΕ Πειραιά, ΦΑΕ Θεσσαλονίκης), καθώς και των Τελωνείων: Α' Εισαγωγών-Εξαγωγών Θεσσαλονίκης, Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, Ε' Εισαγωγής Πειραιά και ΣΤ' Εξαγωγών-Εισαγωγών Πειραιά, συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους στις αντίστοιχες οργανικές μονάδες της Αρχής για το υπόλοιπο της θητείας τους, εφόσον κριθούν κατάλληλοι μετά από αξιολόγηση πριν την έναρξη λειτουργίας της Αρχής, άλλως μεταφέρονται ως υπάλληλοι. Οι προϊστάμενοι που επιλέγονται και τοποθετούνται εντός του 2016, καθώς και οι προϊστάμενοι που δεν ανήκουν στην κατηγορία του πρώτου εδαφίου, μεταφέρονται αυτοδίκαια στις αντίστοιχες θέσεις της Αρχής για το υπόλοιπο της θητείας τους, χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση.

2. Το προσωπικό με σχέση δημοσίου δικαίου, ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ή ορισμένου χρόνου ή με σχέση έμμισθης εντολής, που υπηρετεί ή κατέχει οργανική θέση κατά την προηγούμενη ημερομηνία της έναρξης λειτουργίας της Αρχής στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.), μεταφέρεται αυτοδικαίως με την ίδια σχέση εργασίας στις αντίστοιχες θέσεις της Αρχής, με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Το προσωπικό με τις ως άνω σχέσεις εργασίας που μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχει μετακινηθεί από τις υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε. σε άλλες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών και αντιστρόφως, καταλαμβάνει οργανικές θέσεις από τις υφιστάμενες κενές οργανικές θέσεις στις υπηρεσίες στις οποίες έχει μετακινηθεί.

3. Η Αρχή υπεισέρχεται σε κάθε στάδιο των εκκρεμών διαδικασιών διορισμών και πάσης φύσεως υπηρεσιακών μεταβολών της Γ. Γ.Δ. Ε. χωρίς να απαιτείται επανάληψή τους, με την επιφύλαξη τυχόν ειδικότερων διατάξεων.

4. Οι αποσπάσεις προσωπικού από και προς τη Γ. Γ.Δ. Ε. διατηρούνται σε ισχύ και μετά την έναρξη λειτουργίας της Αρχής μέχρι τη λήξη τους. Η παράγραφος 7 του άρθρου 25 καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις παράτασης των αποσπάσεων.

5. Οι υπάλληλοι που θα αξιολογηθούν ως ακατάλληλοι ή ανεπαρκείς κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της Αρχής, μεταφέρονται από αυτήν. Η διαδικασία, ο τρόπος και τα ειδικότερα ζητήματα της μεταφοράς από την Αρχή καθορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης.

6. Από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής το προσωπικό κατατάσσεται στα ίδια μισθολογικά κλιμάκια, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, διατηρεί το σύνολο των αποδοχών του, συμπεριλαμβανομένης της προσωπικής διαφοράς, και εξακολουθεί να διέπεται από το ίδιο συνταξιοδοτικό και ασφαλιστικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, που είχε ως προσωπικό της Γ. Γ.Δ. Ε. του Υπουργείου Οικονομικών.

7. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, για την επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων οργανικών μονάδων επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης, Διεύθυνσης, Υποδιεύθυνσης και Τμήματος των υπηρεσιών της Γ.Γ.Δ.Ε., καθώς και των υπεύθυνων Αυτοτελών Γραφείων όλων των υπηρεσιών αυτής, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 26.
Κατά την πρώτη εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, όλοι οι υποψήφιοι για την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων λαμβάνουν τον ανώτατο αριθμό μορίων για την ομάδα κριτηρίων (γ) «μοριοδότηση βάσει αξιολόγησης.
Κατά παρέκκλιση του π.δ. 69/2016 (Α' 127), για τις επιλογές προϊσταμένων οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων που θα γίνουν έως τις 31.12.2016, ο χρόνος απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα της υποπερίπτωσης ββ' της περίπτωσης β' της παρ. 3 του άρθρου 85 του ν. 3528/2007 (Α' 26) λαμβάνεται υπόψη από τα γνωμοδοτικά συμβούλια επιλογής προϊσταμένων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων για τη μοριοδότηση της ομάδας κριτηρίων (β) «Εργασιακή εμπειρία και άσκηση καθηκόντων ευθύνης», ανεξαρτήτως συνάφειας αυτού με την προς πλήρωση θέση, εφόσον: 
(α) έχει αποκτηθεί μετά την απόκτηση του βασικού τίτλου σπουδών της κατηγορίας/εκπαιδευτικής βαθμίδας, στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος κατά το χρόνο της ένταξης, και μετά την απόκτηση της άδειας άσκησης επαγγέλματος, όπου αυτή απαιτείται, και 
(β) αποδεικνύεται με ένα τουλάχιστον από τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 6 του π.δ. 69/2016 οικεία δικαιολογητικά.

1. Τα Υπηρεσιακά Συμβούλια της Γ.Γ.Δ.Ε. λειτουργούν ως Υπηρεσιακά Συμβούλια της Αρχής, εφόσον έχουν συγκροτηθεί μετά την ισχύ του ν. 4369/2016 (Α' 33).
Οι εκκρεμείς, κατά το χρόνο έναρξης της λειτουργίας της Αρχής, υποθέσεις των υφιστάμενων Υπηρεσιακών Συμβουλίων της Γ. Γ.Δ. Ε., αποτελούν υποθέσεις των Υπηρεσιακών Συμβουλίων της Αρχής, εάν αφορούν σε προσωπικό αυτής και εξετάζονται από αυτά, διαφορετικά διαβιβάζονται εντός ενός (1) μηνός στο αρμόδιο για τον υπάλληλο Υπηρεσιακό Συμβούλιο.

2. Ως αρμόδια για τα πειθαρχικά θέματα του προσωπικού της Αρχής ορίζονται τα Α' και Β' κοινά Πειθαρχικά Συμβούλια του Υπουργείου Οικονομικών, κατά λόγο αρμοδιότητας, μέχρι την έναρξη λειτουργίας του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Αρχής, το οποίο θα συσταθεί με απόφαση του Διοικητή αυτής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 31 του παρόντος νόμου.
Οι τυχόν εκκρεμείς υποθέσεις στα υφιστάμενα Πειθαρχικά Συμβούλια του Υπουργείου Οικονομικών που αφορούν σε πειθαρχικά θέματα του προσωπικού της Αρχής, μέχρι την έναρξη λειτουργίας του νέου Πειθαρχικού Συμβουλίου αυτής, διαβιβάζονται σε αυτό, το αργότερο μέσα σε ένα (1) μήνα από την συγκρότησή του και κρίνονται από αυτό.
Οι τυχόν εκκρεμείς υποθέσεις στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του άρθρου 146Α του Υπαλληλικού Κώδικα που αφορούν σε πειθαρχικά θέματα προσωπικού της Γ.Γ.Δ.Ε. που υπηρετεί στην Αρχή συνεχίζουν να κρίνονται από αυτό, με τη συγκρότηση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της υποπαραγράφου β' της παραγράφου 1 του άρθρου 31.

3. Οι Ειδικές Επιτροπές Αξιολόγησης της Γ. Γ.Δ. Ε. λειτουργούν ως Ειδικές Επιτροπές Αξιολόγησης της Αρχής, εφόσον έχουν συσταθεί και συγκροτηθεί μετά την ισχύ του ν. 4369/2016 (Α' 33).
Οι τυχόν εκκρεμείς, κατά το χρόνο έναρξης της λειτουργίας της Αρχής, υποθέσεις των υφιστάμενων Ειδικών Επιτροπών Αξιολόγησης της Γ. Γ.Δ. Ε., αποτελούν υποθέσεις των Ειδικών Επιτροπών Αξιολόγησης της Αρχής, εάν αφορούν προσωπικό αυτής, διαφορετικά διαβιβάζονται εντός ενός (1) μηνός στην αρμόδια Ειδική Επιτροπή.

1. Μέχρι τη σύσταση και πλήρη λειτουργία της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών (Γ.Δ.Ο.Υ.) της Αρχής και για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, οι αρμοδιότητες οικονομικού ενδιαφέροντος που αφορούν την Αρχή και ασκούνται κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος από την Γ.Δ.Ο.Υ. του Υπουργείου Οικονομικών, εξακολουθούν να ασκούνται από αυτήν.

2. Ειδικά, για τον πρώτο προϋπολογισμό της Αρχής το συνολικό ύψος των πιστώσεων της Αρχής που θα περιληφθεί στο σχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού για το έτος 2017, δεν δύναται να είναι κατώτερο του 100% των συνολικών πιστώσεων που προβλέπονται στον τρέχοντα ψηφισθέντα ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισμό 2016 για τις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
Το συνολικό ύψος των πιστώσεων της Αρχής για τα έτη 2018 - 2019 που θα περιληφθεί στα αντίστοιχα ΜΠΔΣ και σχέδια Κρατικού Προϋπολογισμού, δεν δύναται να είναι κατώτερο του 100% των συνολικών πιστώσεων που θα προβλέπονται στον ψηφισθέντα ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισμό έτους 2017 για τις υπηρεσίες της Αρχής, με εξαίρεση την απόδοση οριζόντιων μέτρων.
Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η επίτευξη των στόχων του εκάστοτε ισχύοντος ΜΠΔΣ για τη Γενική Κυβέρνηση και ταυτόχρονα να τηρηθούν τα ανωτέρω, αναζητούνται οι τυχόν αναγκαίες εξισορροπητικές παρεμβάσεις στο σύνολο των προϋπολογισμών και το ΜΠΔΣ της Γενικής Κυβέρνησης.

3. Εκκρεμείς διαδικασίες για τη σύναψη συμβάσεων μίσθωσης που αφορούν σε υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε. ή σε εποπτευόμενους φορείς της, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, συνεχίζονται και ολοκληρώνονται από την Αρχή, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί στέγασης δημοσίων υπηρεσιών.

4. Έργα προμηθειών που αφορούν σε Υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε. ή σε εποπτευόμενους φορείς της και είναι σε εξέλιξη υλοποιούμενα από άλλες Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, από την έναρξη ισχύος του παρόντος συνεχίζονται από την Αρχή, η οποία καθίσταται δικαιούχος των έργων. Η Αρχή συνεχίζει και ολοκληρώνει τις διαδικασίες που απαιτούνται για την υλοποίηση των έργων, σύμφωνα με τις ισχύουσες περί προμηθειών διατάξεις.

5. Η διοίκηση και διαχείριση υλικών και άυλων περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, τα οποία χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του σκοπού και για την εξυπηρέτηση των αναγκών της Γ.Γ.Δ.Ε. κατά την έναρξη λειτουργίας της Αρχής, αναλαμβάνεται εφεξής από την Αρχή.
 Εξαιρούνται από τις διατάξεις του παρόντος περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου που αφορούν σε κεντρικό εξοπλισμό και συστημικό λογισμικό πληροφορικής, καθώς και η διαχείριση του περιφερειακού εξοπλισμού.

6. Οι συμβάσεις μίσθωσης που έχουν συναφθεί για λογαριασμό των υπό στέγαση Υπηρεσιών της Γ.Γ.Δ.Ε. συνεχίζονται για λογαριασμό της Αρχής. Σε περιπτώσεις που οι υπηρεσίες στεγάζονται σε δημόσια ακίνητα παραμένουν και λειτουργούν αυτοδίκαια σε αυτά.

7. Το τμήμα της πάγιας προκαταβολής του Υπουργείου Οικονομικών που αφορά τον ειδικό φορέα 23-180 όπως ισχύει, σύμφωνα με την αρ. Δ.Ο.Δ. Α 4013142 ΕΞ 2016/11.7.16 (Β' 2328) κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, ως προς το ύψος, το είδος και το ποσοστό δαπανών που πληρώνονται σε βάρος του προαναφερθέντος ειδικού φορέα, περιέρχεται στην Α.Α.Δ.Ε.. Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής καθορίζεται ο υπόλογος διαχειριστής αυτής.

8.α. Η Αρχή δύναται να αναλαμβάνει, ως ανάδοχος ή ως εταίρος αναδόχων, την υλοποίηση έργων παροχής τεχνικής βοήθειας προς τρίτες χώρες (έργα διδυμοποίησης), σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1085/2006 του Συμβουλίου και στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1638/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η υλοποίηση των έργων αυτών γίνεται από εν ενεργεία και συνταξιούχους υπαλλήλους της Αρχής, (της πρώην Γ.Γ.Δ.Ε.) οι οποίοι αμείβονται για την εργασία αυτή σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο «Εγχειρίδιο Διδυμοποίησης» (Twinning Manual) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως αυτό κάθε φορά ισχύει.
β. Τα ποσά που διατίθενται από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την υλοποίηση των έργων παροχής τεχνικής βοήθειας προς άλλες χώρες κατατίθενται σε ειδικό προς τούτο λογαριασμό που συστήνεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, από τον οποίο θα αναλαμβάνονται οι δαπάνες για την υλοποίηση των προγραμμάτων της προηγούμενης περίπτωσης.
Η διαχείριση του ειδικού λογαριασμού ανήκει αποκλειστικά στην Αρχή και η λειτουργία του καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με το άρθρο 69Α του ν. 4270/2014 (Α'143).

1. Γενικές και ειδικές διατάξεις που ισχύουν για την Ειδική Γραμματεία Σ.Δ.Ο.Ε., τις υπηρεσίες και το προσωπικό αυτής, ισχύουν και για τις υπηρεσίες και το προσωπικό της Αρχής, που ασκούν τις αρμοδιότητες της Γ.Γ.Δ.Ε. που μεταφέρθηκαν από το Σ.Δ.Ο.Ε., σύμφωνα με τις διατάξεις των υποπεριπτώσεων β' και γ' της περίπτωσης 3 της Υποπαραγράφου Ε.2 της παρ. Ε' του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α' 222) και της περίπτωσης 1 της Υποπαραγράφου Δ7 της παρ. Δ' του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α'94).

2. Από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής:
α) Οι οργανικές μονάδες Κεντρικές, Ειδικές Αποκεντρωμένες και Περιφερειακές, που υπάγονται στην Γ.Γ.Δ.Ε., όπως καθορίζονται στις διατάξεις του π.δ. 111/2014 (Α' 178 και 25) και τα συλλογικά όργανα της Γ.Γ.Δ.Ε. μεταφέρονται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και αποτελούν στο σύνολό τους υπηρεσίες και συλλογικά όργανα της Αρχής.
β) Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται:
αα) ο όρος «Φορολογική Διοίκηση» ή «Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων» και οι υπηρεσίες αυτής νοούνται η Αρχή και οι υπηρεσίες αυτής και
ββ) «Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων» ή «Γενικός Γραμματέας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων» νοούνται ο «Διοικητής» ή το «Συμβούλιο Διοίκησης» της Αρχής, κατά λόγο αρμοδιότητας. Σε περίπτωση αμφιβολίας, νοείται ο Διοικητής.

3. α) Οι αρμοδιότητες που έχουν περιέλθει ή θα περιέλθουν, μέχρι την έναρξη λειτουργίας της Αρχής, με διατάξεις νόμων ή με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ή του καθ' ύλην αρμόδιου Αναπληρωτή Υπουργού ή του Υφυπουργού Οικονομικών στον Γενικό Γραμματέα της Γ.Γ.Δ.Ε., ισχύουν για τον Διοικητή της Αρχής, εκτός αν ρυθμίζεται διαφορετικά με τον παρόντα νόμο.
β) Όλες οι πράξεις του Γενικού Γραμματέα της Γ.Γ.Δ.Ε., με τις οποίες μεταβιβάσθηκαν αρμοδιότητες ή ανατέθηκαν καθήκοντα ή παρασχέθηκε η εξουσιοδότηση υπογραφής «Με Εντολή Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων» σε όργανα της Γ.Γ.Δ.Ε. και ισχύουν, κατά την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της Αρχής, εξακολουθούν να ισχύουν ως αντίστοιχες πράξεις του Διοικητή ή «Με Εντολή Διοικητή» για τα αντίστοιχα όργανα της Αρχής μέχρι την ανάκληση ή την τροποποίησή τους, εκτός και αν ρυθμίζεται διαφορετικά με τον παρόντα νόμο ή αντίκεινται στις διατάξεις αυτού.
γ) Όλες οι κανονιστικές αποφάσεις και οι λοιπές πράξεις του Γενικού Γραμματέα της Γ.Γ.Δ.Ε. και των λοιπών οργάνων αυτής, που βρίσκονται σε ισχύ, κατά την έναρξη λειτουργίας της Αρχής εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση από τον Διοικητή ή από τα λοιπά αρμόδια όργανα της Αρχής, των αντίστοιχων κανονιστικών αποφάσεων ή λοιπών πράξεων, που θα εκδοθούν κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων του παρόντος νόμου.
δ) Γενικές και ειδικές διατάξεις που ισχύουν για την Γ.Γ.Δ.Ε., τις υπηρεσίες και το προσωπικό αυτής, ισχύουν και για τις υπηρεσίες και το προσωπικό της Αρχής, ανάλογα.

4. Η Αρχή υπεισέρχεται αυτοδικαίως και χωρίς καμία άλλη διατύπωση στα δικαιώματα, στις απαιτήσεις, στις υποχρεώσεις και στις πάσης φύσεως έννομες σχέσεις και στις εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις της καταργούμενης Γ.Γ.Δ.Ε. και συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες, χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή τους και χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργεια για τη συνέχισή τους.

5. α) Τα φυσικά αρχεία των Υπηρεσιών της Γ.Γ.Δ.Ε., καθώς και τα φυσικά αρχεία των υποθέσεων που εκκρεμούν στα δικαστήρια μεταφέρονται αυτοδικαίως στην Αρχή.
β) Τα ηλεκτρονικά αρχεία σε μεταφερόμενα μέσα αποθήκευσης των Υπηρεσιών της Γ.Γ.Δ.Ε., καθώς και των υποθέσεων που εκκρεμούν στα δικαστήρια παραχωρούνται προς διαχείριση στην Αρχή από το Υπουργείο Οικονομικών.

6. Ο διορισμός των μελών του πρώτου Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής θα πραγματοποιηθεί τρείς μήνες πριν από την έναρξη λειτουργίας αυτής.
Το Συμβούλιο Διοίκησης κατά το διάστημα αυτό θα παρέχει την απαραίτητη συνδρομή για την προετοιμασία του Οργανισμού και των Εσωτερικών Κανονισμών της Αρχής, οι οποίοι θα εκδοθούν αμέσως μετά από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής.

7. Κατά την πρώτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Διοίκησης, μετά από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής, αυτό υποχρεούται να εγκρίνει τον Οργανισμό αυτής, ο οποίος εκδίδεται με απόφαση του Διοικητή της. Μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Οργανισμού της Αρχής ισχύουν οι διατάξεις του π.δ. 111/2014, που αφορούν στη Γ.Γ.Δ.Ε., οι οποίες καταργούνται από την ημερομηνία αυτή. Τα άρθρα του π.δ. 284/1988 (Α' 128), που αφορούν σε συλλογικά όργανα της Γ.Γ.Δ.Ε. και βρίσκονται σε ισχύ κατά την προηγούμενη ημερομηνία της έναρξης λειτουργίας της Αρχής ισχύουν και για αυτήν.

8. Οι διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 1914/1990 (Α' 178), όπως αποσαφηνίστηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 2346/1995 (Α' 220), καθώς και οι διατάξεις της παρ. 22 του άρθρου 5 του ν. 2343/1995 (Α' 211) ισχύουν και για τη σύσταση των συλλογικών οργάνων της Αρχής, τα οποία συνιστώνται με αποφάσεις του Διοικητή αυτής.

9. Οι Δ.Ο.Υ. εκδίδουν μόνο τα πιστοποιητικά και τις βεβαιώσεις, που περιλαμβάνονται σε αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ή σε κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, οι οποίες ισχύουν κατά την έναρξη λειτουργίας της Αρχής. Μετά από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής, οι Δ.Ο.Υ. εκδίδουν μόνο τα πιστοποιητικά και τις βεβαιώσεις, που περιλαμβάνονται σε αποφάσεις που εκ-δίδει ο Διοικητής αυτής ή σε κοινές αποφάσεις του Διοικητή και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού. Μέχρι την έκδοση σχετικής απόφασης από τον Διοικητή, οι Δ.Ο.Υ. εκδίδουν μόνο τα πιστοποιητικά και τις βεβαιώσεις, που περιλαμβάνονται σε αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ή σε κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, οι οποίες ισχύουν κατά την έναρξη λειτουργίας της Αρχής.

10. Εξαιρετικά, κατά την πρώτη λειτουργία της Αρχής, Διοικητής αυτής ορίζεται ο υπηρετών, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος, Γενικός Γραμματέας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, για το υπόλοιπο της θητείας του, η οποία ανανεώνεται για δύο ακόμη έτη, με μόνη απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης, που λαμβάνεται δύο μήνες πριν από τη λήξη της. Σε περίπτωση μη ανανέωσης, το Συμβούλιο Διοίκησης εκδίδει ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του, με πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου των μελών του. Σε κάθε περίπτωση, μετά την κατά το πρώτο εδάφιο της παρούσας ανανέωση, η θητεία του Διοικητή μπορεί να ανανεωθεί με τη διάρκεια και τις λοιπές προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13.

11. Για την εξασφάλιση της αδιάλειπτης και αποτελεσματικής λειτουργίας των Πληροφοριακών Συστημάτων της Αρχής και την προστασία των δεδομένων της, μεταξύ του Υπουργού Οικονομικών και των Γενικών Γραμματέων της Γ.Γ.Π.Σ. και Δ.Υ. και της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών, υπογράφεται Συμφωνία Επιπέδου Εξυπηρέτησης (Service Level Agreement - SLA). Στη Συμφωνία Επιπέδου Εξυπηρέτησης συμφωνούνται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μεταξύ άλλων για α) την υποστήριξη της παραγωγικής λειτουργίας, το επίπεδο διαθεσιμότητας των υποδομών και την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών, β) τη διαδικασία εγκατάστασης νέων Πληροφοριακών Συστημάτων ή επικαιροποίησης υπαρχόντων, γ) τη διαδικασία υποβολής αιτήματος μεταβολής των διατιθέμενων υπολογιστικών πόρων, δ) τη διαδικασία εξυπηρέτησης αιτημάτων εγκατάστασης ή αναβάθμισης περιφερειακών υπολογιστικών υποδομών, ε) τους χρονικούς περιορισμούς ικανοποίησης αιτημάτων εξυπηρέτησης, στ) θέματα φυσικής ασφάλειας και ασφάλειας των Πληροφοριακών Συστημάτων και των Δεδομένων, ζ) θέματα εξοπλισμού (hardware) και λογισμικού (software), η) θέματα διαθεσιμότητας ανθρωπίνων πόρων, θ) χωροταξικά ζητήματα που προκύπτουν από την παρούσα εγκατάσταση υπηρεσιών της Γ. Γ.Δ. Ε. στο κτήριο που διαχειρίζεται η Γ.Γ.Π.Σ. και Δ. Υ., ι) θέματα διαχείρισης προμηθειών κεντρικού εξοπλισμού και του συστημικού λογισμικού πληροφορικής που απαιτείται για τη χρήση του, ή /και παροχής υπηρεσιών πληροφορικής εφόσον αυτές ζητηθούν από την Αρχή, ια) θέματα διαχείρισης δεδομένων, προκειμένου να διασφαλίζεται το φορολογικό απόρρητο και ειδικότερα η ασφάλεια των συστημάτων και των δεδομένων, ιβ) θέματα παροχής υπηρεσιών εκτύπωσης, ιγ) θέματα παροχής υπηρεσιών υποστήριξης στους συναλλασσομένους μέσω σύγχρονων μεθόδων επικοινωνίας, εφόσον υπάρχει διαθεσιμότητα και με την σύμφωνη γνώμη του Διοικητή της Αρχής, ιδ) τις αμοιβαίες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών και τις συνέπειες παραβίασης των όρων της Συμφωνίας Επιπέδου Εξυπηρέτησης.
Η ως άνω Συμφωνία Επιπέδου Εξυπηρέτησης υπογράφεται έως 31.6.2016 και τίθεται σε εφαρμογή το αργότερο έως την 31.12.2016.

12. Ο Γενικός Γραμματέας της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών μπορεί να συστήσει τις Υπηρεσίες που συγκροτούν τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών (Γ.Δ.Ο.Υ.) της Αρχής, να καθορίσει τη δομή, τις αρμοδιότητες και το χρόνο έναρξης λειτουργίας αυτής και των υπηρεσιών της, με τη διαδικασία που προβλέπεται στις υποπεριπτώσεις αα' και ββ' της περίπτωσης θ' της παραγράφου 4 του άρθρου 14, καθώς και τις οργανικές θέσεις αυτών, να προκηρύξει τις θέσεις των Προϊσταμένων της Γενικής Διεύθυνσης και των οργανικών μονάδων της, να επιλέξει αυτούς και να τοποθετήσει προσωπικό σε αυτές.

13. Το προτυπωμένο σήμα (λογότυπος) της παραγράφου 7 του άρθρου 14, του οποίου μπορεί να κάνει χρήση η Αρχή, δύναται να καθοριστεί με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, πριν την έναρξη λειτουργίας της Αρχής.

14. Έντυπα που χρησιμοποιούνται από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) θα χρησιμοποιούνται από 1.1.2017 και από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων αυτών.

Από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της Αρχής καταργούνται οι διατάξεις της Υποπαραγράφου Ε.2 της παρ. Ε' του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α' 222), με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του παρόντος.

Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου ισχύουν από 1 η Ιανουαρίου 2017, εκτός και αν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του.

1. Η παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 4172/2013 (Α' 167) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η αγοραία αξία της παραχώρησης ενός οχήματος σε εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα ενός φορολογικού έτους, υπολογίζεται σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) του κόστους του οχήματος που εγγράφεται ως δαπάνη στα βιβλία του εργοδότη με τη μορφή της απόσβεσης περιλαμβανομένων των τελών κυκλοφορίας, επισκευών, συντηρήσεων καθώς και του σχετικού χρηματοδοτικού κόστους που αντιστοιχεί στην αγορά του οχήματος ή του μισθώματος. Σε περίπτωση που το κόστος είναι μηδενικό, η αγοραία αξία της παραχώρησης ορίζεται σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) της μέσης δαπάνης ή απόσβεσης κατά τα τελευταία τρία (3) έτη».

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για τα εισοδήματα που αποκτώνται από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα.

3. α. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 29 του ν. 4172/ 2013 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Στην περίπτωση που αποκτάται εισόδημα από ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ, μαζί με εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα, υπολογίζεται η μείωση του φόρου που προβλέπεται στο άρθρο 16 αλλά μόνον στο εισόδημα που αποκτάται από την αγροτική δραστηριότητα. Εφόσον, μαζί με τα εισοδήματα του προηγούμενου εδαφίου αποκτάται και εισόδημα από μισθωτή εργασία ή συντάξεις, η μείωση του φόρου θα είναι αυτή που αναλογεί στο μέρος του εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία και συντάξεις, καθώς και αγροτική δραστηριότητα.»
β. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν. 4172/ 2013 (Α' 167), όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η μείωση του φόρου της παρούσας παραγράφου για τους ασκούντες αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα εφαρμόζεται μόνο για τους κατ' επάγγελμα αγρότες, όπως αυτοί ορίζονται στην κείμενη νομοθεσία, εφόσον τουλάχιστον το 50% του εισοδήματός τους προέρχεται από αγροτική δραστηριότητα.»
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα.

4. Η παρ. 11 του άρθρου 112 του ν. 4387/2016 (Α' 85) αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα, ενώ η παρακράτηση του φόρου και της εισφοράς από τους μισθούς και τις συντάξεις με τις νέες κλίμακες αρχίζει να πραγματοποιείται από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Ειδικά, οι διατάξεις της παραγράφου 7 ως προς τη φορολογία των μερισμάτων και οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.2017 και μετά.»

1. Η παρ. 2 του άρθρου 39 του ν. 3371/2005 (Α'178) καταργείται.

2. Η παρ. 3 του άρθρου 39 του ν. 3371/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου υποχρεούνται σε καταβολή φόρου, ο συντελεστής του οποίου ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς), προσαυξανόμενου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα και υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου των επενδύσεων τους, πλέον διαθεσίμων σε τρέχουσες τιμές. Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς, η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής μήνα. Ο οφειλόμενος φόρος κάθε εξαμήνου δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 0,375% του εξαμηνιαίου μέσου όρου των επενδύσεών τους, πλέον των διαθεσίμων, σε τρέχουσες τιμές. Ο φόρος αποδίδεται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρείας και των μετόχων της. Οι διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α'170) εφαρμόζονται αναλόγως και για το φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.»

1. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 του ν. 2778/1999 (Α'295) μετά τη λέξη «εξωτερικού,» προστίθεται η φράσης «πλην μερισμάτων ημεδαπής,».

2. Η παρ. 3 του άρθρου 31 του ν. 2778/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία υποχρεούνται σε καταβολή φόρου ο συντελεστής του οποίου ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς) προσαυξανομένου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα και υπολογίζεται επί του μέσου όρου των επενδύσεών τους, πλέον των διαθεσίμων, σε τρέχουσες τιμές, όπως απεικονίζονται στους εξαμηνιαίους πίνακες επενδύσεων που προβλέπονται από την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς, η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής μήνα. Ο οφειλόμενος φόρος κάθε εξαμήνου δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 0,375% του μέσου όρου των επενδύσεών τους, πλέον των διαθεσίμων, σε τρέχουσες τιμές, όπως απεικονίζονται στους εξαμηνιαίους πίνακες επενδύσεων που προβλέπονται από την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του παρόντος νόμου. Ο φόρος αποδίδεται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα που ακολουθεί το χρονικό διάστημα που αφορούν οι εξαμηνιαίοι πίνακες επενδύσεων. Σε περίπτωση παρακράτησης φόρου επί κτηθέντων μερισμάτων, ο φόρος αυτός συμψηφίζεται με το φόρο που προκύπτει από τη δήλωση που υποβάλλεται από την Εταιρεία Επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία εντός του μηνός Ιουλίου. Τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο μεταφέρεται για συμψηφισμό με επόμενες δηλώσεις. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρείας και των μετόχων της. Οι διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α'170) εφαρμόζονται ανάλογα και για τον φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής. Για τα διανεμόμενα μερίσματα στους μετόχους της εταιρείας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 62 και 64 του ν. 4172/2013. Κατά τον υπολογισμό του παραπάνω φόρου δε λαμβάνονται υπόψη τα ακίνητα που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα θυγατρικές των ΑΕΕΑΠ, εταιρείες του άρθρου 22 παράγραφος 3 περιπτώσεις δ' και ε' του παρόντος νόμου, εφόσον αυτά αναγράφονται διακεκριμένα στις καταστάσεις επενδύσεών τους.»

3. Η παρ. 7 του άρθρου 31 του ν. 2778/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Η υπεραξία από τη μεταβίβαση μετοχών των εταιρειών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος.»

1. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2778/1999 (Α'295) αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο φόρος υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου, λογίζεται καθημερινά, δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 0,375% του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου και αποδίδεται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό του.»

2. Στο άρθρο 20 του ν. 2778/1999 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής: 
«5. Οι διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α'170) εφαρμόζονται ανάλογα και για τον φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού.»

1. Η παρ. 2 του άρθρου 103 του ν. 4099/2012 (Α' 250) καταργείται.

2. Πριν από το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 103 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Ο οφειλόμενος φόρος κάθε εξαμήνου δεν μπορεί να είναι μικρότερος:
α) του 0,025% του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού προκειμένου για ΟΣΕΚΑ χρηματαγοράς,
β) του 0,175% του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού προκειμένου για ομολογιακούς ΟΣΕΚΑ,
γ) του 0,25% του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού προκειμένου για μικτούς ΟΣΕΚΑ,
δ) του 0,375% του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού προκειμένου για μετοχικούς και λοιπούς ΟΣΕΚΑ.»

3. Η παρ. 4 του άρθρου 103 του ν. 4099/2012 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Από τον φόρο που οφείλεται με βάση τη δήλωση της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, εκπίπτουν τα ακόλουθα ποσά:
α) τυχόν φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή,
β) τυχόν φόρος που αναλογεί, σύμφωνα με την παράγραφο 2 και έχει καταβληθεί από άλλους ΟΣΕΚΑ ή άλλους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων στα μερίδια των οποίων έχει επενδύσει ο ΟΣΕΚΑ.
Τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο εκ των ανωτέρω περιπτώσεων μεταφέρεται για έκπτωση εκ του φόρου που οφείλεται με τις επόμενες δηλώσεις.»

4. Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 103 του ν. 4099/2012, η φράση «της παρ. 1 του άρθρου 54 και της παρ. 2 του άρθρου 114 του ν.2238/1994» αντικαθίσταται με τη φράση «των άρθρων 62 και 64 του ν. 4172/ 2013».

5. Στο άρθρο 103 του ν. 4099/2012 προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Οι διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α'170) εφαρμόζονται ανάλογα και για τον φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού.»

Οι διατάξεις των άρθρων 45 έως 48 ισχύουν από 1.6.2016 και μετά.

1. Η περίπτωση α' της παρ. 1 της Ενότητας Β' του άρθρου 4 του ν. 4223/2013 (Α' 287) αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Το οικόπεδο εντάσσεται σε φορολογική ζώνη και προσδιορίζεται συντελεστής φόρου με βάση τη μοναδιαία αξία του οικοπέδου, σύμφωνα με τον πίνακα που ακολουθεί:

 

Μοναδιαία αξία (€/μ2)

Φ.Ζ.

Συντελεστής φόρου (€/μ2)

0,01 - 2,00

01

0,0037

2,01 - 4,00

02

0,0075

4,01 - 6,00

03

0,0125

6,01 - 10,00

04

0,0185

10,01 - 14,00

05

0,0285

14,01 - 20,00

06

0,0375

20,01- 50,00

07

0,0750

50,01 - 75,00

08

0,1490

75,01 - 100,00

09

0,1850

100,01 - 150,00

10

0,2470

150,01 - 200,00

11

0,3700

200,01 - 300,00

12

0,5550

300,01 - 400,00

13

0,7400

400,01 - 500,00

14

0,9900

500,01 - 600,00

15

1,2500

600,01 - 700,00

16

1,6000

700,01 - 800,00

17

1,8500

800,01 - 900,00

18

2,0950

900,01 - 1.000,00

19

2,3500

1.000,01 - 1.500,00

20

3,1000

1.500,01 - 2.000,00

21

3,7000

2.000,01 - 3.000,00

22

4,9500

3.000,01 - 4.000,00

23

7,4000

4.000,01 - 5.000,00

24

9,2500

5.000,01+

25

11,2500»

 

2. Η παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 4223/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Για κάθε φυσικό πρόσωπο ο συμπληρωματικός φόρος επιβάλλεται και υπολογίζεται στη συνολική αξία των δικαιωμάτων της παραγράφου 2 του άρθρου 1, σύμφωνα με τα κλιμάκια και τους συντελεστές του παρακάτω πίνακα:

 

ΚΛΙΜΑΚΙΟ (€)

Συντελεστής

0,01 - 200.000

0,0%

200.000,01 - 250.000

0,10%

250.000,01 - 300.000

0,15%

300.000,01 - 400.000

0,30%

400.000,01 - 500.000

0,50%

500.000,01 - 600.000

0,60%

600.000,01 - 700.000

0,80%

700.000,01 - 800.000

0,90%

800.000,01 - 900.000

1,00%

900.000,01 - 1.000.000

1,05%

1.000.000,01 - 2.000.000

1,10%

Υπερβάλλον

1,15%

 

Στη συνολική αξία του πρώτου εδαφίου δεν συνυπολογίζεται η αξία των δικαιωμάτων επί των κτιρίων που είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων εκατό (100) ετών και τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία ή ως έργα τέχνης, καθώς και των τυχόν αναλογούντων σε αυτά ποσοστών επί των γηπέδων ή οικοπέδων στα οποία βρίσκονται.»

3. Η παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 4223/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Για κάθε νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ο συμπληρωματικός ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται και υπολογίζεται στην αξία των δικαιωμάτων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 με συντελεστή πέντε και μισό τοις χιλίοις (5,5%ο). Ο συμπληρωματικός ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα ακίνητα τα οποία ιδιοχρησιμοποιούνται για την παραγωγή ή την άσκηση κάθε είδους επιχειρηματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως αντικειμένου εργασιών, υπολογίζεται με συντελεστή ένα τοις χιλίοις (1%o). Ειδικά, για τα Ν.Π.Δ.Δ. και τα Ν.Π.Ι.Δ. μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, όπως ορίζονται στις περιπτώσεις β', δ', ε', στ' και ζ' του άρθρου 3 του παρόντος και τις Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία (Α.Ε.Ε.Α.Π.) του ν. 2778/1999, ο συμπληρωματικός ΕΝ.Φ.Ι.Α. υπολογίζεται με συντελεστή τρία και μισό τοις χιλίοις (3,5%ο) για τα ακίνητα τα οποία δεν ιδιοχρησιμοποιούν.
Για τον υπολογισμό του συμπληρωματικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. δεν συμπεριλαμβάνεται:
α) η αξία των δικαιωμάτων σε ακίνητα των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων που απαλλάσσονται και κατά το μέρος της οριζόμενης απαλλαγής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος και
β) η αξία των δικαιωμάτων σε ακίνητα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των περιπτώσεων δ' της παραγράφου Β.1 και η' της παραγράφου Β.2 του άρθρου 4 του παρόντος.»

4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 ισχύουν από 1.1.2016.

Στο τέλος της παρ. 9 του άρθρου 23 του ν. 3427/2005 (Α' 312) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Για τις αρχικές και τροποποιητικές δηλώσεις στοιχείων ακινήτων (Ε9) ετών 2010 και επόμενων, που υποβλήθηκαν ή θα υποβληθούν από την 31.12.2014 μέχρι και την 29.7.2016, το αυτοτελές πρόστιμο του άρθρου 4 του ν. 2523/1997 (Α' 179) ή το πρόστιμο του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 (Α' 170) κατά περίπτωση, μειώνονται στο μισό.»

1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 2859/2000 (Α' 248) αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο συντελεστής του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) ορίζεται σε είκοσι τέσσερα τοις εκατό (24%) στη φορολογητέα αξία.»

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν από 1.6.2016.

3. Μετά την παρ. 6 του άρθρου 21 του ν. 2859/2000 προστίθεται παρ. 6Α ως εξής:
«6Α. Η μείωση των συντελεστών των παραγράφων 4, 5 και 6 δεν ισχύει για τα νησιά Θήρα, Μύκονο, Νάξο, Πάρο, Ρόδο, Σκιάθο από 1.10.2015 και για τα νησιά Σύρο, Θάσο, Ανδρο, Τήνο, Κάρπαθο, Μήλο, Σκύρο, Αλόννησο, Κέα, Αντίπαρο και Σίφνο από 1.6.2016.».

1. Επιβάλλεται φόρος υπέρ του Δημοσίου, με την ονομασία «Φόρος Διαμονής» σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Ο φόρος διαμονής επιβάλλεται ανά ημερήσια χρήση του δωματίου, σουίτας, διαμερίσματος ή ενιαίας κατοικίας:
α. Σε κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα της υποπερίπτωσης αα' της περίπτωσης α' της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4276/2014 (Α' 155), ως ακολούθως:

 

 1-2 αστέρων    

0,50 €

3 αστέρων

1,50 €

4 αστέρων

3,00 €

5 αστέρων

4,00 €

και
β. Σε ενοικιαζόμενα επιπλωμένα δωμάτια - διαμερίσματα της υποπερίπτωσης γγ` της περίπτωσης β΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4276/2014, 0.50€.

2. Ο φόρος διαμονής επιβάλλεται από τις επιχειρήσεις της προηγούμενης παραγράφου κατά την έκδοση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, του φορολογικού στοιχείου, και αποδίδεται στη Φορολογική Διοίκηση με μηνιαίες δηλώσεις, οι οποίες υποβάλλονται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν της έκδοσης κάθε φορολογικού στοιχείου. Φόρος διαμονής δεν επιβάλλεται σε περίπτωση δωρεάν παροχής υπηρεσιών διαμονής από τις ανωτέρω επιχειρήσεις.

3. Στο τέλος του Παραρτήματος του ν. 4174/2013 (Α' 170), όπως ισχύει, προστίθεται η φράση «Φόρος Διαμονής».

4. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης του ειδικού αυτού φόρου, ο χρόνος και η διαδικασία επιβολής και απόδοσής του, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από την 1.1.2018 για φορολογικά στοιχεία που εκδίδονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.

1. Επιβάλλεται αναλογικό τέλος υπέρ του Δημοσίου, με την ονομασία «τέλος στη συνδρομητική τηλεόραση», το οποίο βαρύνει τους συνδρομητές των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών συνδρομητικής τηλεόρασης.
Το τέλος αυτό επιβάλλεται επί κάθε μηνιαίου λογαριασμού κάθε σύνδεσης σε συνδρομητική τηλεόραση και υπολογίζεται ως ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί του συνολικού μηνιαίου λογαριασμού, περιλαμβανομένου και του πάγιου τέλους που εισπράττεται υπέρ της επιχείρησης, προ του φόρου προστιθέμενης αξίας.
Εάν ο λογαριασμός εκδίδεται για περισσότερους μήνες επιβάλλονται τόσα τέλη όσοι και οι μήνες. Στην περίπτωση αυτή, για την εξεύρεση του τέλους, ο λογαριασμός επιμερίζεται σε ίσα μέρη, ανάλογα των μηνών για τους οποίους εκδίδεται, εφόσον από αυτόν δεν προκύπτει διαφορετικός επιμερισμός.
Το τέλος εισπράττεται από τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών συνδρομητικής τηλεόρασης και αποδίδεται στη Φορολογική Διοίκηση με μηνιαίες δηλώσεις που υποβάλλονται μέχρι το τέλος του μεθεπόμενου μήνα από την έκδοση κάθε λογαριασμού, ανεξάρτητα από τον χρόνο εξόφλησης του λογαριασμού.

2. Απαλλαγές από φόρους και τέλη που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις υπέρ ορισμένων προσώπων δεν καταλαμβάνουν το τέλος στη συνδρομητική τηλεόραση.

3. Στο τέλος του Παραρτήματος του ν. 4174/2013 (Α'170), όπως ισχύει, προστίθεται η φράση «Τέλος στη συνδρομητική τηλεόραση».

4. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης του τέλους, ο χρόνος και η διαδικασία επιβολής και απόδοσής του, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αρχίζουν να ισχύουν από 1.6.2016 και καταλαμβάνουν λογαριασμούς που εκδίδονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.

1. Επιβάλλεται αναλογικό τέλος υπέρ του Δημοσίου, με την ονομασία «τέλος συνδρομητών σταθερής τηλεφωνίας», το οποίο βαρύνει τους συνδρομητές των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας.
Το τέλος αυτό επιβάλλεται επί κάθε μηνιαίου λογαριασμού κάθε σύνδεσης σταθερής τηλεφωνίας με πρόσβαση σε υπηρεσίες φωνής ή/και ευρυζωνικής πρόσβασης (internet) και υπολογίζεται ως ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί του συνολικού μηνιαίου λογαριασμού, περιλαμβανομένου και του πάγιου τέλους που εισπράττεται υπέρ της επιχείρησης, προ του φόρου προστιθέμενης αξίας.
Εάν ο λογαριασμός εκδίδεται για περισσότερους μήνες επιβάλλονται τόσα τέλη όσοι και οι μήνες. Στην περίπτωση αυτή, για την εξεύρεση του τέλους, ο λογαριασμός επιμερίζεται σε ίσα μέρη, ανάλογα των μηνών για τους οποίους εκδίδεται, εφόσον από αυτόν δεν προκύπτει διαφορετικός επιμερισμός.
Το τέλος εισπράττεται από τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας από τους συνδρομητές και αποδίδεται στη Φορολογική Διοίκηση με μηνιαίες δηλώσεις που υποβάλλονται μέχρι το τέλος του μεθεπόμενου μήνα από την έκδοση κάθε λογαριασμού, ανεξάρτητα από τον χρόνο εξόφλησης του λογαριασμού.

2. Απαλλαγές από φόρους και τέλη που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις υπέρ ορισμένων προσώπων δεν καταλαμβάνουν το τέλος συνδρομητών σταθερής τηλεφωνίας.

3. Στο τέλος του Παραρτήματος του ν. 4174/2013 (Α'170), όπως ισχύει, προστίθεται η φράση «Τέλος συνδρομητών σταθερής τηλεφωνίας».

4. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης του τέλους, ο χρόνος και η διαδικασία επιβολής και απόδοσής του, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αρχίζουν να ισχύουν από 1.1.2017 και καταλαμβάνουν λογαριασμούς που εκδίδονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.

1. Οι διατάξεις των δύο πρώτων εδαφίων της παρ. 5 του άρθρου 50 του ν. 4002/2011 (Α' 180) αντικαθίστανται ως εξής:
«5. Για όλα τα τυχερά παίγνια η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στα έσοδα καθορίζεται σε τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) επί του μικτού κέρδους που αφορά τα ποσά τα οποία προέρχονται από την εκμετάλλευση της δραστηριότητας του κατόχου της άδειας.
Τα έσοδα αυτά αποδίδονται στο Δημόσιο εντός δεκαέξι (16) ημερών από το τέλος του ημερολογιακού μήνα που αφορούν.

2. Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1 Ιανουαρίου 2016. Για έσοδα που έχουν πραγματοποιηθεί από 1.1.2016 έως και το τέλος του προηγούμενου μήνα από τον μήνα δημοσίευσης του παρόντος, η καταβολή πραγματοποιείται εμπρόθεσμα εντός δεκαέξι (16) ημερών από το τέλος του ημερολογιακού μήνα δημοσίευσης του παρόντος.

Οι διατάξεις του άρθρου 39 του β.δ. της 24/920/10/1958 (Α' 171) και της περ. 14 της Υποπαραγράφου Δ.12 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α' 94) καταργούνται.

1. Μετά το άρθρο 53 του ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» προστίθεται άρθρο 53Α, ως εξής:
«Αρθρο 53Α
Επιβολή Φόρου Κατανάλωσης-Βάση Υπολογισμού και Συντελεστές Φόρου-Βεβαίωση και Είσπραξη του Φόρου
1. Επιβάλλεται φόρος κατανάλωσης στα εισαγόμενα από τρίτες χώρες, προερχόμενα από άλλα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα, ως ακολούθως:
α) Στα υγρά αναπλήρωσης, τα οποία περιέχονται στα ηλεκτρονικά τσιγάρα του κωδικού Συνδυασμένης Ονοματολογίας 85437090 ή σε ειδικούς περιέκτες επαναπλήρωσης ή φιαλίδια μίας χρήσης που προορίζονται να ενσωματωθούν σε συσκευές ηλεκτρονικού τσιγάρου, τα οποία κατατάσσονται στον κωδικό Σ.Ο. 38249092. Οι συσκευές ηλεκτρονικού τσιγάρου του κωδικού Σ.Ο. 85437090 δεν υπόκεινται σε Φόρο Κατανάλωσης, εφόσον αποτελούνται μόνο από την εξωτερική συσκευή και δεν περιέχουν υγρά τα οποία καταναλώνονται μέσω αυτής.
β) Στον καβουρδισμένο καφέ των κωδικών Σ.Ο. 0901 21 00 και 0901 22 00.
γ) Στον μη καβουρδισμένο καφέ των κωδικών Σ.Ο. 0901 11 00 και 0901 12 00.
δ) Στο στιγμιαίο καφέ του κωδικού Σ.Ο. ΕΧ 2101 11 00.
ε) Στα παρασκευάσματα με βάση τα εκχυλίσματα, αποστάγματα ή συμπυκνώματα του καφέ ή με βάση τον καφέ των κωδικών Σ.Ο. EX 2101 12 92 και 2101 12 98.
2. Οι συντελεστές φόρου κατανάλωσης που επιβάλλονται στα προϊόντα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ορίζονται ως ακολούθως:
α) Για τα προϊόντα της περίπτωσης α', δέκα λεπτά (0,10) ανά χιλιοστόλιτρο (ml) προϊόντος.
β) Για τα προϊόντα της περίπτωσης β', τρία (3) ευρώ ανά κιλό καθαρού βάρους.
γ) Για τα προϊόντα της περίπτωσης γ', δύο (2) ευρώ ανά κιλό καθαρού βάρους.
δ) Για τα προϊόντα της περίπτωσης δ', τέσσερα (4) ευ- ρώ ανά κιλό καθαρού βάρους.
ε) Για τα προϊόντα της περίπτωσης ε', τέσσερα (4) ευ- ρώ ανά κιλό καθαρού βάρους που περιέχεται στο τελικό προϊόν.
3. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου:
α) ως «ηλεκτρονικό τσιγάρο» ορίζεται το προϊόν, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κατανάλωση ατμού με επιστόμιο ή στοιχείο του εν λόγω προϊόντος, συμπεριλαμβανομένου του περιέκτη, του δοχείου και της συσκευής χωρίς περιέκτη ή δοχείο. Τα ηλεκτρονικά τσιγάρα μπορούν να είναι είτε επαναπληρώσιμα μέσω περιέκτη επαναπλήρωσης και δοχείου είτε επαναπληρώσιμα με περιέκτες μίας χρήσης.
β) Ως «περιέκτης επαναπλήρωσης» ορίζεται το δοχείο που περιέχει υγρό, το οποίο μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί για να επαναπληρώσει ηλεκτρονικό τσιγάρο.
γ) Ως «παραγωγή καφέ», δεν νοείται η φρύξη (καβούρντισμα), η άλεση και η συσκευασία του τελικού προϊόντος.
δ) Ως «εγκεκριμένος αποθηκευτής προϊόντων φόρου κατανάλωσης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παραλαμβάνει, κατέχει ή αποστέλλει κατά την άσκηση του επαγγέλματός του υποκείμενα σε φόρο κατανάλωσης προϊόντα τα οποία τελούν σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης.
4. Τα προϊόντα της παραγράφου 1 τα οποία παράγονται εγχωρίως ή παραλαμβάνονται από άλλα κράτη-μέλη στο εσωτερικό της χώρας ή εισάγονται από τρίτη χώρα και έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία, δύνανται να τίθενται σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης και για το χρονικό διάστημα που παραμένουν στο καθεστώς αυτό τελούν σε αναστολή καταβολής του φόρου κατανάλωσης και του Φ. Π. Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του κώδικα Φ.Π.Α..
5. Οι διατάξεις του άρθρου 56 του παρόντος νόμου, αναφορικά με το απαιτητό του φόρου κατά το χρόνο θέσης σε ανάλωση και οι διατάξεις του άρθρου 109 του ιδίου νόμου αναφορικά με τη διαδικασία και τις διατυπώσεις για τη βεβαίωση και είσπραξη του φόρου εφαρμόζονται κατ' αναλογία και στα προϊόντα του παρόντος άρθρου.
6. Η υποχρέωση καταβολής του φόρου κατανάλωσης που επιβάλλεται στα προϊόντα της παραγράφου 1, στην περίπτωση παραλαβής των προϊόντων αυτών από άλλα κράτη-μέλη γεννάται κατά την παραλαβή τους στο εσωτερικό της χώρας.
7. Υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι κατά περίπτωση:
α) το πρόσωπο που εισάγει από τρίτη χώρα τα ανωτέρω προϊόντα,
β) το πρόσωπο που αποκτά από άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε. τα ανωτέρω προϊόντα,
γ) το πρόσωπο που παράγει εγχωρίως τα ανωτέρω προϊόντα, εκτός καθεστώτος αναστολής,
δ) ο εγκεκριμένος αποθηκευτής των προϊόντων αυτών.
8. Η βεβαίωση και είσπραξη του φόρου κατανάλωσης που επιβάλλεται στα προϊόντα της παραγράφου 1 ενεργείται από την αρμόδια αρχή, ως κατωτέρω:
α) ως προς την εισαγωγή, κατά την ίδια χρονική στιγμή που βεβαιώνονται και εισπράττονται οι λοιπές δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις.
β) Ως προς την απόκτηση από άλλο κράτος-μέλος, το αργότερο εντός 10 ημερών από τη γένεση της υποχρέωσης, εκτός εάν τα προϊόντα τεθούν άμεσα σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
γ) Ως προς την εγχώρια παραγωγή των προϊόντων αυτών, εκτός καθεστώτος αναστολής, το αργότερο εντός 10 ημερών από τη γένεση της υποχρέωσης.
δ) Ως προς την έξοδο από τη φορολογική αποθήκη, ήτοι από το καθεστώς αναστολής των φορολογικών επιβαρύνσεων, το αργότερο μέχρι τις 25 του επόμενου μήνα από το μήνα εξόδου από το καθεστώς αναστολής.
9. Με τον φόρο κατανάλωσης των ανωτέρω προϊόντων βεβαιώνεται και εισπράττεται, κατά την ίδια χρονική στιγμή, ο αναλογών Φ.Π.Α.. Η φορολογητέα αξία διαμορφώνεται με βάση τα άρθρα 19 και 20 του ν. 2859/ 2000 (Α' 248). Οι εγκεκριμένοι αποθηκευτές των προϊόντων του παρόντος άρθρου ασκούν το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ των εισροών τους με την υποβολή του προβλεπόμενου παραστατικού στην αρμόδια τελωνειακή αρχή.
10. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας φορολογικής αποθήκης και εγκεκριμένου αποθηκευτή των ανωτέρω προϊόντων, οι διαδικασίες επιβολής του Φόρου Κατανάλωσης, η παρακολούθηση και ο έλεγχος των προϊόντων του παρόντος άρθρου, καθώς και οι λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων των προηγουμένων παραγράφων.»

2. Η ισχύς της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει από 1.1.2017.

1. Προστίθεται περίπτωση κ' στο άρθρο 120 του ν. 2960/2001 (Α' 265), ως εξής:
«κ) «Λιανική τιμή πώλησης προ φόρων για τη διαμόρφωση της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης»: η ανώτατη προτεινόμενη τιμή πώλησης, χωρίς ΦΠΑ, από τον κατασκευαστή, προκειμένου για εγχωρίως παραγόμενα οχήματα ή από τον εισαγωγέα/επίσημο αντιπρόσωπο, προκειμένου για εισαγόμενα και ενδοκοινοτικώς αποκτούμενα οχήματα, όπως αυτή προκύπτει από τους υποβαλλόμενους τιμοκαταλόγους στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή. Στην εν λόγω τιμή, η οποία ισχύει από την ημερομηνία υποβολής του τιμοκαταλόγου, συμπεριλαμβάνεται η αξία του πρόσθετου εξοπλισμού, καθώς και η αξία ειδικών εκδόσεων του οχήματος και κάθε είδους διαμορφωτικό της τιμής πώλησης κόστος. Οι λιανικές τιμές πώλησης προ φόρων κατά μάρκα, μοντέλο, παραλλαγή και έκδοση των οχημάτων δημοσιεύονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο και στο διαδίκτυο.»

 2. Η παρ. 2 του άρθρου 121 του ν. 2960/2001 αντικαθίσταται, ως εξής:
«2. Οι συντελεστές του τέλους ταξινόμησης της προηγούμενης παραγράφου ορίζονται ως ακολούθως:
α) Για αυτοκίνητα με φορολογητέα αξία μέχρι και 14.000 ευρώ, 4%.
β) Για αυτοκίνητα με φορολογητέα αξία άνω των 14.000 ευρώ και μέχρι 17.000 ευρώ, 8%.
γ) Για αυτοκίνητα με φορολογητέα αξία άνω των 17.000 ευρώ και μέχρι 20.000 ευρώ, 16%.
δ) Για αυτοκίνητα με φορολογητέα αξία άνω των 20.000 ευρώ και μέχρι 25.000 ευρώ, 24%.
ε) Για αυτοκίνητα με φορολογητέα αξία άνω των 25.000 ευρώ, 32%.
στ) Για αυτοκίνητα οχήματα τρίκυκλα ή τετράκυκλα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2002/24/ΕΚ του Συμβουλίου της 18ης Μαρτίου 2002 (Ε.Ε.Ι_.124 της 9.5.2002) και πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές της Οδηγίας 2002/51/ΕΚ ή μεταγενέστερης:

 

ΚΥΛΙΝΔΡΙΣΜΟΣ ΚΙΝΗΤΗΡΑ

ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΕΛΟΥΣ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ

Κάτω των 50 κυβικών εκατοστών

0%

Από 50 μέχρι και 500 κυβικά εκατοστά

5%

Από 501 μέχρι και 900 κυβικά εκατοστά

9%

Από 901 κυβικά εκατοστά και πάνω

15%

 

ζ) Οι διατάξεις του άρθρου 26 του ν.1959/1991 (Α' 123) και της αριθ. Β.27660/712/10.7.1992 κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών (Β' 519), εφαρμόζονται και για τα πετρελαιοκίνητα οχήματα της προηγούμενης περίπτωσης στ'.
η) Για την επιλογή του συντελεστή των περιπτώσεων α' έως ε', για μεταχειρισμένα επιβατικά αυτοκίνητα, λαμβάνεται υπόψη η φορολογητέα αξία της παραγράφου 1 του άρθρου 126, πριν από τις προβλεπόμενες μειώσεις από το άρθρο αυτό.»

3. Αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρου 121 του ν. 2960/ 2001, ως εξής:
«3. Για επιβατικά αυτοκίνητα της παραγράφου 1, των οποίων η εκπεμπόμενη μάζα διοξειδίου του άνθρακα - CO2 (συνδυασμένος κύκλος) είναι:
α) μικρότερη ή ίση των 100 γρ./χλμ, οι συντελεστές των περιπτώσεων α', β', γ', δ' και ε' της παραγράφου 2 μειώνονται κατά 5%,
β) μεγαλύτερη από 120 και μικρότερη ή ίση από 140 γρ./χλμ, οι συντελεστές των περιπτώσεων α', β', γ', δ' και ε' της παραγράφου 2 αυξάνονται κατά 10%,
γ) μεγαλύτερη από 140 και μικρότερη ή ίση από 160 γρ./χλμ, οι συντελεστές των περιπτώσεων α', β', γ', δ' και ε' της παραγράφου 2 αυξάνονται κατά 20%,
δ) μεγαλύτερη από 160 και μικρότερη ή ίση από 180 γρ./χλμ, οι συντελεστές των περιπτώσεων α', β', γ', δ' και ε' της παραγράφου 2 αυξάνονται κατά 30%,
ε) μεγαλύτερη από 180 και μικρότερη ή ίση από 200 γρ./χλμ, οι συντελεστές των περιπτώσεων α', β', γ', δ' και ε' της παραγράφου 2 αυξάνονται κατά 40%,
στ) μεγαλύτερη από 200 και μικρότερη ή ίση από 250 γρ./χλμ, οι συντελεστές των περιπτώσεων α', β', γ', δ' και ε' της παραγράφου 2 αυξάνονται κατά 60%,
ζ) μεγαλύτερη από 250 γρ./χλμ οι συντελεστές των περιπτώσεων α', β', γ', δ' και ε' της παραγράφου 2 αυξάνονται κατά 100%.»

4. Αντικαθίσταται η παράγραφος 4 του άρθρου 121 του ν. 2960/2001, ως εξής:
«4. Για επιβατικά αυτοκίνητα της παραγράφου 1 τα οποία:
α) πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές του αμέσως προηγούμενου από το ισχύον, ως προς την ταξινόμηση, ευρωπαϊκού προτύπου εκπομπών ρύπων (Euro), οι συντελεστές των περιπτώσεων α', β', γ', δ' και ε' της παραγράφου 2, αυξάνονται κατά 50%,
β) δεν πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές του ισχύοντος, ως προς την ταξινόμηση, ευρωπαϊκού προτύπου εκπομπών ρύπων (Euro) και του αμέσως προηγούμενου και δεν είναι συμβατικής τεχνολογίας, οι συντελεστές των περιπτώσεων α', β', γ', δ' και ε' της παραγράφου 2, αυξάνονται κατά 200%,
γ) δεν πληρούν προδιαγραφές ευρωπαϊκού προτύπου εκπομπών ρύπων (Euro), συμβατικής τεχνολογίας και για τα οποία δεν αποδεικνύονται οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, οι συντελεστές των περιπτώσεων α', β', γ', δ' και ε' της παραγράφου 2, αυξάνονται κατά 500%, σε συνδυασμό με την περίπτωση ζ' της παραγράφου 3.»

5. Αντικαθίσταται η παρ. 5 του άρθρου 121 του ν. 2960/ 2001, ως εξής:
«5. Τα υβριδικά αυτοκίνητα απαλλάσσονται από το 50% του προβλεπόμενου από τις διατάξεις του άρθρου αυτού τέλους ταξινόμησης. Τα αμιγώς ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα δεν υπόκεινται στο προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου αυτού τέλος ταξινόμησης.»

6. Αντικαθίσταται η παρ. 7 του άρθρου 121 του ν. 2960/ 2001, ως εξής:
«7. Σε περίπτωση που ο κάτοχος μεταχειρισμένου κοινοτικού επιβατικού αυτοκίνητου, με πρώτη άδεια κυκλοφορίας κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδοθείσα πριν από την 1η Ιουνίου του 2016, εκτιμά ότι το προς επιβολή τέλος ταξινόμησης, όπως βεβαιώνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 και τις διατάξεις του άρθρου 126 του παρόντος νόμου, υπερβαίνει το υπολειπόμενο τέλος ταξινόμησης που είναι ενσωματωμένο σε όμοιο, της αυτής μάρκας και τύπου μεταχειρισμένου αυτοκινήτου ή ελλείψει αυτών σε όχημα παρόμοιο ή παρεμφερές που έχει ήδη ταξινομηθεί στη χώρα πριν από την εν λόγω ημερομηνία, έχει δικαίωμα να αιτηθεί τον υπολογισμό του ιστορικού τέλους ταξινόμησης από την Ειδική Επιτροπή του δεύτερου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 126. Για τον υπολογισμό του ιστορικού τέλους ταξινόμησης, λαμβάνονται υπόψη οι ισχύοντες συντελεστές του τέλους ταξινόμησης και τα ισχύοντα στοιχεία διαμόρφωσης της φορολογητέας αξίας, κατά το χρόνο της πρώτης κυκλοφορίας του αυτοκινήτου σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το τέλος ταξινόμησης για τα υπό κρίση αυτοκίνητα, βεβαιώνεται σύμφωνα με το μικρότερο ποσό, όπως προκύπτει μεταξύ του ιστορικού τέλους ταξινόμησης και του τέλους ταξινόμησης, όπως αυτό υπολογίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου και τις διατάξεις του άρθρου 126 του παρόντος νόμου. Με την απόφαση του τέταρτου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 126, καθορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή αυτή και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.»

7. Αντικαθίσταται το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 121 του ν. 2960/2001, ως εξής:
«8. Για την υπαγωγή στους αντίστοιχους συντελεστές τέλους ταξινόμησης των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, η διαπίστωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και του ευρωπαϊκού προτύπου εκπομπών ρύπων (Euro), τις προδιαγραφές του οποίου πληροί εκ κατασκευής το όχημα, πραγματοποιείται από την αρμόδια τελωνειακή αρχή με βάση την προσκομιζόμενη σε αυτήν έγκριση τύπου ή το δελτίο κοινοποίησης έγκρισης τύπου και το αντίστοιχο πιστοποιητικό συμμόρφωσης του οχήματος.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ταύτιση στοιχείων μεταξύ του πιστοποιητικού συμμόρφωσης του οχήματος και της αντίστοιχης έγκρισης τύπου ή του δελτίου κοινοποίησης έγκρισης τύπου, η υπαγωγή στον αντίστοιχο συντελεστή τέλους ταξινόμησης θα γίνεται με βάση τις αναγραφόμενες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και το αναγραφόμενο πρότυπο εκπομπών ρύπων που πληροί εκ κατασκευής το όχημα στην έγκριση τύπου ή στο δελτίο κοινοποίησης έγκρισης τύπου.»

8. Αντικαθίσταται το άρθρο 123 του ν. 2960/2001, ως εξής:
«Άρθρο 123 Τέλος ταξινόμησης φορτηγών αυτοκινήτων
1. Τα φορτηγά αυτοκίνητα και οι βάσεις τους της δασμολογικής κλάσης 87.04 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας και τα αυτοκίνητα οχήματα που διαθέτουν εκ κατασκευής χωριστό θάλαμο με δύο σειρές καθισμάτων για τον οδηγό, συνοδηγό και τους επιβάτες και χωριστό ανοικτό χώρο φόρτωσης εμπορευμάτων της Δ.Κ. 87.03 της Σ.Ο., τα οποία πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές του ισχύοντος, ως προς την ταξινόμηση, ευρωπαϊκού προτύπου εκπομπών ρύπων (Euro) και του αμέσως προηγούμενου, υποβάλλονται σε τέλος ταξινόμησης ως εξής:
α) Φορτηγά αυτοκίνητα, μικτού βάρους πάνω από 3,5 τόνους, ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%).
β) Ανοικτά φορτηγά μέχρι και 3,5 τόνους, ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%).
γ) Κλειστά φορτηγά αυτοκίνητα μικτού βάρους μέχρι και 3,5 τόνους, ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).
δ) Βάσεις των φορτηγών αυτοκινήτων των προηγούμενων περιπτώσεων, ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%).
ε) Αυτοκίνητα οχήματα με μικτό βάρος μέχρι 3,5 τόνους που διαθέτουν εκ κατασκευής χωριστό θάλαμο με δύο σειρές καθισμάτων για τον οδηγό, συνοδηγό και τους επιβάτες και χωριστό ανοικτό χώρο φόρτωσης εμπορευμάτων της Δ.Κ. 87.03, ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%).
στ) Οι συντελεστές των προηγούμενων περιπτώσεων α' έως και ε' προσαυξάνονται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) προκειμένου για αυτοκίνητα που δεν πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές του ισχύοντος, ως προς την ταξινόμηση, ευρωπαϊκού προτύπου εκπομπών ρύπων (Euro) και του αμέσως προηγούμενου.
ζ) Για τα αυτοκίνητα οχήματα που καθορίζονται στις περιπτώσεις β' και ε' , τα οποία με την προσθήκη στον ανοικτό χώρο φόρτωσης καλύμματος από άκαμπτο στερεό υλικό, διασκευάζονται σε οχήματα με μόνιμο κλειστό αμάξωμα των δασμολογικών κλάσεων 87.04 και 87.03, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1573/1985 (A' 201).
Ως αυτοκίνητο όχημα με μόνιμο κλειστό αμάξωμα νοείται όχι μόνο αυτό που εκ κατασκευής το αμάξωμά του είναι κλειστό, αλλά και αυτό που προκύπτει με την προσθήκη στο αμάξωμα ανοικτού φορτηγού της περίπτωσης β' , καθώς και στον ανοικτό χώρο φόρτωσης των οχημάτων της περίπτωσης ε' , καλύμματος από άκαμπτα στερεά υλικά, ανεξάρτητα αν αφαιρείται εύκολα ή δύσκολα ή αν το πίσω μέρος του αμαξώματος παραμένει ανοικτό.
η) Αυτοκίνητα οχήματα, ανοικτά ή κλειστά, τρίκυκλα ή τετράκυκλα, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 92/61/ΕΚ του Συμβουλίου της 30ής Ιουνίου 1992 (ΕΕΙ_ 225 της 10.9.1992) και πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές της Οδηγίας αυτής ή μεταγενέστερης, υποβάλλονται σε τέλος ταξινόμησης, ως ακολούθως:

 

ΚΥΛΙΝΔΡΙΣΜΟΣ ΚΙΝΗΤΗΡΑ

ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΕΛΟΥΣ ΤΑΞΙΝΟΜΙΣΗΣ

Κάτω των 50 κυβικών εκατοστών

0%

Από 50 μέχρι και 500 κυβικά εκατοστά

4%

Από 501 μέχρι και 900 κυβικά εκατοστά

8%

Από 901 κυβικά εκατοστά και πάνω

14%

 

2. Προκειμένου για κλειστά φορτηγά που προέρχονται από μετατροπή επιβατικών αυτοκινήτων, το αναφερόμενο στην περίπτωση γ' της προηγούμενης παραγράφου ποσοστό τέλους τριπλασιάζεται και υπολογίζεται επί της φορολογητέας αξίας, όπως αυτή διαμορφώνεται για τα επιβατικά.
3. Για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης των αυτοκινήτων των περιπτώσεων β' , γ' και των βάσεων αυτών, καθώς και της περίπτωσης ε' της παραγράφου 1, η φορολογητέα αξία διαμορφώνεται με βάση τη λιανική τιμή πώλησης προ φόρων.
Για τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, η ως άνω τιμή λιανικής πώλησης προ φόρων απομοιώνεται με βάση τα στοιχεία που η αρμόδια Τελωνειακή Υπηρεσία Αξιών διαθέτει και η τελική φορολογητέα αξία καθορίζεται από την υπηρεσία αυτή.
4. Για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης των αυτοκινήτων της περίπτωσης α' της παρ. 1 και των βάσεων αυτών, η φορολογητέα αξία διαμορφώνεται από την άθροιση των παρακάτω στοιχείων:
α) Την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα αξία για τα καινούρια αυτοκίνητα.
Για τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα λαμβάνεται υπόψη η τιμή που καθορίζεται από την αρμόδια Τελωνειακή Υπηρεσία Αξιών με βάση τα στοιχεία που η υπηρεσία αυτή διαθέτει. Η τεκμαρτή αυτή αξία δεν μπορεί να είναι μικρότερη της πράγματι πληρωθείσας ή πληρωτέας αξίας (τιμή αγοράς).
β) Τους εισαγωγικούς δασμούς που πράγματι καταβάλλονται.
γ) Τα παρεπόμενα έξοδα με τα οποία επιβαρύνονται τα οχήματα, όπως έξοδα προμήθειας, μεσιτείας, τόκων, φόρτωσης, εκφόρτωσης, ασφάλισης και μεταφοράς στο εσωτερικό της χώρας.
5. Τα ανοικτά φορτηγά αυτοκίνητα που διασκευάζονται σε κλειστά κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 11 του άρθρου 4 του ν. 2443/1996 ( Α' 265 ) υποβάλλονται αντί των φορολογικών επιβαρύνσεων που προβλέπονται από το ν. 1573/1985 (Α'201 ') σε τέλος ταξινόμησης, το ύψος του οποίου ορίζεται ως εξής:
-Για τα κυλινδρισμού κινητήρα από 901 - 1.400 κυβ. εκατοστά, επτακόσια τριάντα τρία (733) ευρώ.
-Για τα κυλινδρισμού κινητήρα από 1.401 - 1.800 κυβ. εκατοστά, χίλια είκοσι επτά (1.027) ευρώ.
-Για τα κυλινδρισμού κινητήρα από 1.801 - 2.000 κυβ. εκατοστά, χίλια τετρακόσια εξήντα επτά (1.467) ευρώ.
-Για τα κυλινδρισμού κινητήρα από 2.001 κυβ. εκατοστά και πάνω, δύο χιλιάδες τριακόσια σαράντα επτά (2.347) ευρώ.
6. Τα ηλεκτροκίνητα φορτηγά αυτοκίνητα και τα οχήματα της περίπτωσης ε' της παραγράφου 1 δεν υπόκεινται στο προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου αυτού τέλος ταξινόμησης.
7. Τα ανοικτά ή κλειστά φορτηγά αυτοκίνητα μικτού βάρους άνω των 3,5 τόνων που προέρχονται από διασκευή ελκυστήρων της δασμολογικής κλάσης (δ.κ.)
87.1, επιβατικών αυτοκινήτων (λεωφορείων) της δ.κ.
87.2, φορτηγών αυτοκινήτων ψυγείων της δ.κ. 87.04 για τα οποία δεν έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος ταξινόμησης, αυτοκινήτων οχημάτων ειδικών χρήσεων της δ.κ. 87.05 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, υποβάλλονται, αντί των φορολογικών επιβαρύνσεων που προβλέπονται από το ν. 1573/1985 (Α' 201), σε τέλος ταξινόμησης το ύψος του οποίου ορίζεται ως εξής:
- Μικτού βάρους πάνω από 3,5 τόνους μέχρι και 7,5 τόνους 1.000 ευρώ.
- Μικτού βάρους πάνω από 7,5 τόνους μέχρι και 14 τόνους 1.800 ευρώ.
- Μικτού βάρους πάνω από 14 τόνους 2.500 ευρώ. Τα παραπάνω ποσά προσαυξάνονται κατά πεντακόσια (500) ευρώ στις περιπτώσεις που από τη μετασκευή προκύπτει ανατρεπόμενο ή βυτιοφόρο όχημα
8. Αναστέλλεται η βεβαίωση του τέλους ταξινόμησης που αναλογεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στα φορτηγά αυτοκίνητα της δασμολογικής κλάσης 87.04 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας και στις βάσεις αυτών, που παραλαμβάνονται με προορισμό τη διασκευή τους στο εσωτερικό της χώρας, μετά από έγκριση της αρμόδιας τελωνειακής αρχής, υπό τους όρους και διατυπώσεις που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, σε οχήματα των δασμολογικών κλάσεων 87.02, 87.04 και 87.05 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας.
Το τέλος ταξινόμησης που αναλογεί στα διασκευασθέντα έτοιμα οχήματα, που προορίζονται για ταξινόμηση στη χώρα μας, επιβάλλεται και εισπράττεται με την ολοκλήρωση της διασκευής των οχημάτων αυτών.
Ομοίως και για τα προερχόμενα από διασκευή των βάσεων των δασμολογικών κλάσεων 87.02 και 87.06 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας έτοιμα οχήματα, το τέλος ταξινόμησης με το οποίο επιβαρύνονται επιβάλλεται και εισπράττεται μετά την ολοκλήρωση της διασκευής των βάσεων αυτών.
Για τα ως άνω οχήματα που δεν προορίζονται για ταξινόμηση στη χώρα μας, μετά την ολοκλήρωση της διασκευής επιτρέπεται με την τήρηση των διατυπώσεων και διαδικασιών να επαναποστέλλονται σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή να εξάγονται σε τρίτη χώρα χωρίς καταβολή του αναλογούντος τέλους ταξινόμησης που έτυχαν αναστολής.
Για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης, ως φορολογητέα αξία για τα φορτηγά οχήματα της δασμολογικής κλάσης 87.04 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας λαμβάνεται η αξία της βάσης, όπως αυτή διαμορφώνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προηγούμενες παράγραφους, στην οποία προστίθεται και το κόστος της διασκευής.
9. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων καθορίζονται οι διαδικασίες και τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τη διαπίστωση του προτύπου εκπομπών ρύπων (Euro), καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
10. Τα δικαιολογητικά στοιχεία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των φορτηγών οχημάτων ανεξαρτήτου προελεύσεως ή των εγχωρίως παραγομένων, καθορίζονται με την απόφαση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 126.»

9. Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 126 του ν. 2960/ 2001, ως εξής:
«1. Η φορολογητέα αξία για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης των επιβατικών αυτοκινήτων διαμορφώνεται με βάση τη λιανική τιμή πώλησης προ φόρων του αυτοκινήτου, κατά τύπο, παραλλαγή και έκδοση αυτού, όπως αυτή προκύπτει από τους υποβαλλόμενους τιμοκαταλόγους στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή από τους επίσημους αντιπρόσωπους/διανομείς αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένης και της αξίας του προαιρετικού (EXTRA) αυτού εξοπλισμού.
Για μεταχειρισμένα επιβατικά αυτοκίνητα, λαμβάνεται υπόψη η κατά τα παραπάνω τιμή λιανικής πώλησης όμοιου κατά μάρκα, τύπο, παραλλαγή και έκδοση καινούργιου επιβατικού αυτοκινήτου με τον ίδιο εξοπλισμό, κατά το χρόνο κυκλοφορίας του στη διεθνή αγορά, αφού αυτή μειωθεί κατά το ποσοστό απομείωσης που ορίζεται αναλογα με την ηλικία του και την κατηγορία αμαξώματος.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζονται τα ως άνω ποσοστά ανά εξάμηνο και έτος ηλικίας του αυτοκινήτου και ανά κατηγορία αμαξώματος. Τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των εν λόγω ποσοστών, καθώς και ο τρόπος προσδιορισμού των ποσοστών των ενδιάμεσων μηνών καθορίζονται με την απόφαση της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
Η φορολογητέα αξία, μετά την ως άνω απομείωση, μειώνεται περαιτέρω ποσοστιαία με χρήση συντελεστή 0,10 για κάθε 500 επιπλέον χιλιόμετρα που έχουν διανυθεί από τον ετήσιο μέσο όρο. Η απομείωση βάσει διανυθέντων χιλιομέτρων δεν πρέπει να ξεπερνά το 10% της αξίας που προσδιορίζεται μετά την ως άνω απομείωση.
Ο ετήσιος μέσος όρος διανυθέντων χιλιομέτρων, για σκοπούς εφαρμογής της παρούσας διάταξης, ορίζεται στις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000). Η συνολική απομείωση, περιλαμβανόμενης και της απομείωσης λόγω διανυθέντων χιλιομέτρων πέραν του μέσου όρου, δεν δύναται να υπερβαίνει το 95%.»

10. Διαγράφεται η φράση «της περίπτωσης α'» από το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 126 του ν. 2960/ 2001.

11. Προστίθεται παράγραφος 4 στο άρθρο 141 του ν. 2960/ 2001, ως εξής:
«4. Όπου στις κείμενες διατάξεις και στις κατ' εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσες διοικητικές πράξεις αναφέρεται η φράση «αυτοκίνητα τύπου JEEP της δασμολογικής κλάσης 87.04 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας», νοείται εφεξής ότι αυτή δεν έχει εφαρμογή.»

12. Το άρθρο 17 του ν. 3833/2010 (Α' 40) αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 17 Ειδικός φόρος σε είδη πολυτελείας
1. Επιβάλλεται φόρος πολυτελείας επί της φορολογητέας αξίας, όπως αυτή διαμορφώνεται από τα άρθρα 19 και 20 του ν. 2859/2000 (Α' 248) για τα ενδοκοινοτικώς αποκτούμενα και τα εισαγόμενα από τρίτες χώρες και επί της τιμής πώλησης προ Φ.Π.Α. για τα εγχωρίως παραγόμενα, στα παρακάτω είδη:

 

ΕΙΔΟΣ

ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΟΡΟΥ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ

α) Δέρματα ερπετών, κροκοδείλων, σαυροειδών και αγρίων ζώων γενικά καθώς και πτηνών, φαριών και θαλασσίων ζώων γενικά, κατεργασμένα ή μη. Κωδικός Σ.Ο. 41.06.40, 41.13.30, ΕΧ41.14.10.90 4103.20, ΕΧ 4103.90, ΕΧ 4106.91, ΕΧ 4106.92

10%

β) Τεχνουργήματα από δέρμα της περίπτωσης α). Κωδικός Σ.Ο. 42.02.21.00, 42.02.31.00, 42.03.30.30

10%

γ) Υποδήματα από δέρμα της περίπτωσης α). Δ.Κ. ΕΧ 64.03

10%

δ) Ενδύματα, εξαρτήματα της ένδυσης και άλλα είδη από γουνοδέρματα. Δ.Κ. 43.03

10%

ε) Τάπητες από οποιαδήποτε ύλη που περιέχουν μετάξι ή απορρίμματα από μετάξι σε ποσοστό πάνω από 10% στο συνολικό βάρος. Κωδικός Σ.Ο. 57.01.10.10, 57.01.90.10

10%

στ) Μαργαριτάρια ακατέργαστα ή κατεργασμένα, πολύτιμες ή ημιπολύτιμες πέτρες, πέτρες, συνθετικές ή ανασχη ματισμένες, κατεργασμένες ή ακατέργαστες. Εξαιρούνται εκείνες που προορίζονται για βιομηχανική χρήση. Διαμάντια έστω και κατεργασμένα Δ.Κ. 71.01, ΕΧ 71.02, ΕΧ 71.03 και 71.04.

10%

ζ) Σκόνη διαμαντιού και σκόνη από πολύτιμες ή ημιπολύτιμες πέτρες φυσικές ή συνθετικές. Δ.Κ. 71.05

10%

η) Κοσμήματα με ή χωρίς πολύτιμες πέτρες και μέρη αυτών, από πολύτιμα μέταλλα ή από μέταλλα επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα. Δ.Κ. 71.13

10%

θ) Είδη χρυσοχοΐας και μέρη αυτών από πολύτιμα μέταλλα ή από μέταλλα επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα. Δ.Κ. 71.14

10%

ι) Άλλα τεχνουργήματα από πολύτιμα μέταλλα ή από μέταλλα επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα. Δ.Κ. 71.15

10%

ια) Τεχνουργήματα από μαργαριτάρια, από πολύτιμες ή ημιπολύτιμες πέτρες ή από πέτρες συνθετικές ή ανασχηματισμένες, Δ.Κ. 71.16

10%

ιβ) Αεροπλάνα, υδροπλάνα και ελικόπτερα ιδιωτικής χρήσης. Δ.Κ. Ε.Χ. 88.02

20%

ιγ) Ρολόγια από πολύτιμα μέταλλα ή από μέταλλα επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα Δ.Κ. 9101

10%

ιδ) Κάσες (κελύφη) για ρολόγια από πολύτιμα μέταλλα ή από μέταλλα επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα της δασμολογικής διάκρισης 9111.10

10%

ιε) Βραχιόλια (μπρασελέ) ρολογιών από πολύτιμα μέταλλα ή από μέταλλα επιστρωμένα από πολύτιμα μέταλλα της δασμολογικής διάκρισης 9113.10

10%

 

2. Για τους σκοπούς εφαρμογής της περίπτωσης ιβ' της παρ. 1, ως ιδιωτική χρήση νοείται η χρησιμοποίηση αεροπλάνου, υδροπλάνου και ελικόπτερου για μη εμπορική δραστηριότητα.
3. Από το φόρο πολυτελείας εξαιρούνται:
α) τα είδη των περιπτώσεων η', θ', ι' και ια' του πίνακα της παρ. 1 του άρθρου αυτού, των οποίων η φορολογητέα αξία επιβολής του φόρου πολυτελείας είναι μικρότερη των χιλίων (1.000) ευρώ ανά τεμάχιο,
β) τα είδη των περιπτώσεων η', θ' και ι' του πίνακα της παραγράφου 1 από άργυρο των δασμολογικών κλάσεων ΕΧ 7113, ΕΧ 7114 και ΕΧ 7115.
4. Ειδικότερα από τον ως άνω φόρο πολυτελείας εξαιρούνται τα εγχωρίως παραγόμενα γουνοποιητικά προϊόντα που πωλούνται χονδρικώς στο εσωτερικό της χώρας μεταξύ των επιχειρήσεων.
5. Ο φόρος πολυτελείας των μεταφορικών μέσων της περίπτωσης ιβ' του πίνακα της παραγράφου 1, ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσης, βεβαιώνεται και εισπράττεται από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές παράλληλα με τη βεβαίωση και είσπραξη των οφειλόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων και ως προς τις κυρώσεις εφαρμογή έχουν οι διατάξεις των άρθρων 142 και επόμενα του ν. 2960/2001.
6. Για τα είδη της παραγράφου 1 που προέρχονται από τρίτες προς την Ευρωπαϊκή Ένωση χώρες, ο φόρος πολυτελείας βεβαιώνεται και εισπράττεται από τις τελωνειακές αρχές κατά τη θέση αυτών σε ανάλωση, ενώ τα προερχόμενα από άλλα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τα εγχωρίως παραγόμενα, ο φόρος αποδίδεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. της έδρας του επιτηδευματία.
7. Υπόχρεος για την απόδοση του φόρου για μεν τα εγχωρίως παραγόμενα είναι ο παραγωγός των προϊόντων, για δε τα προερχόμενα από τα λοιπά κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης το πρόσωπο που πραγματοποιεί την ενδοκοινοτική απόκτηση.
8. Ο φόρος πολυτελείας της παραγράφου 1 για τα εγχωρίως παραγόμενα ειδικά για τα πωλούμενα λιανικώς για τα οποία προηγούμενα δεν έχει επιβληθεί φόρος πολυτελείας λόγω παραγωγής τους από την ίδια επιχείρηση, επιβάλλεται επί της τιμής λιανικής πώλησης προ Φ. Π. Α., μειωμένης κατά 30%. Ο φόρος αυτός δεν επιβάλλεται εάν τα αγαθά αυτά εξάγονται ή αποτελούν αντικείμενο ενδοκοινοτικής παράδοσης. Χρόνος γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης κατά την ενδοκοινοτική απόκτηση είναι ο χρόνος παραλαβής των ειδών από τον αποκτώντα, για δε τα εγχωρίως παραγόμενα, κατά την πώληση αυτών από τον παραγωγό. Τα θέματα που αφορούν τη βεβαίωση, τον έλεγχο, την παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου και την έκδοση καταλογιστικών πράξεων διέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά στη φορολογία εισοδήματος. Οι διατάξεις του ν. 2523/1997 ( Α'179 ) εφαρμόζονται αναλόγως και στη φορολογία αυτή.
9. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται ο χρόνος, ο τρόπος, η διαδικασία και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την απόδοση του φόρου αυτού στις Δ.Ο.Υ..
10. Τα είδη της παρ. 4 που παραλαμβάνονται ως πρώτες ύλες για την παραγωγή ετοίμων προϊόντων της ίδιας παραγράφου, απαλλάσσονται του φόρου πολυτελείας.
11. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.»

13. Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 1 έως 12 του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1.6.2016 και καταλαμβάνει αυτοκίνητα για τα οποία το τέλος ταξινόμησης καθίσταται απαιτητό από την ημερομηνία αυτή και μετά.

1. α. Η παρ. 1 του άρθρου 97 του ν. 2960/2001 (Α' 265) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στα τσιγάρα και τα προϊόντα που εξομοιώνονται με αυτά ο ειδικός φόρος κατανάλωσης διαρθρώνεται:
α) σε ένα πάγιο φόρο, ο οποίος επιβάλλεται ανά μονάδα προϊόντος, το ποσό του οποίου είναι 82,50 ευρώ ανά χίλια (1.000) τεμάχια τσιγάρων (1 φορολογική μονάδα) και είναι το ίδιο για όλες τις κατηγορίες τσιγάρων, και
β) σε έναν αναλογικό φόρο, ο συντελεστής του οποίου είναι 26% και υπολογίζεται στην τιμή λιανικής πώλησης χιλίων (1.000) τεμαχίων τσιγάρων (1 φορολογική μονάδα) και είναι ο ίδιος για όλες τις κατηγορίες τσιγάρων.
Το συνολικό ποσό του ειδικού φόρου κατανάλωσης που υπολογίζεται σύμφωνα με τις ανωτέρω περιπτώσεις α' και β' δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 117,50 ευρώ ανά χίλια (1.000) τεμάχια τσιγάρων (1 φορολογική μονάδα).»
β. Η παρ. 3 του άρθρου 97 του ν. 2960/2001 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Στο λεπτοκομμένο καπνό, ο οποίος προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων τσιγάρων, ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης ορίζεται στα 170 ευρώ ανά χιλιόγραμμο καθαρού βάρους.»

2. α. Η παρ. 3 του άρθρου 81 του ν. 2960/2001 αντικαθίσταται ως εξής :
«3.Εφαρμόζεται μειωμένος κατά πενήντα τοις εκατό (50%) συντελεστής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) αιθυλικής αλκοόλης, έναντι του ισχύοντος κανονικού συντελεστή, για την αιθυλική αλκοόλη που προορίζεται για την παρασκευή ούζου ή που περιέχεται στο τσίπουρο και την τσικουδιά. Ο μειωμένος αυτός συντελεστής καθορίζεται σε χίλια διακόσια είκοσι πέντε (1.225) ευρώ, ανά εκατόλιτρο άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης.
Οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας παραγράφου καθορίζονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.»
β. Η παρ. 2 του άρθρου 87 του ν. 2960/2001 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ο φόρος αυτός ορίζεται σε πέντε ευρώ (5 ευρώ) ανά βαθμό PLATO κατά όγκο και εκατόλιτρο μπύρας.»
Το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 87 του ν. 2960/2001, αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο μειωμένος αυτός συντελεστής καθορίζεται σε δύο ευρώ και πενήντα λεπτά (2,50) ανά βαθμό PLATO κατά όγκο και εκατόλιτρο μπύρας.»


3. α. Στην παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 2960/2001, οι περιπτώσεις β', γ', στ', ζ', η', ι', ια', ιβ', ιγ' και κστ' αντικαθίστανται ως εξής :
«1. Οι συντελεστές Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα παρακάτω ενεργειακά προϊόντα, ορίζονται ως ακολούθως:

 

Είδος

Κωδικός ΣΟ

Ποσό φόρου

μονάδα επιβολής

β) Βενζίνη χωρίς μόλυβδο

2710 1141 και ΕΧ 27101145

700

 

- με αριθμό οκτανίων μέχρι 96,5

 

1.000 λίτρα

με αριθμό οκτανίων μεγαλύτερο των 96,5

ΕΧ27101145 και 27101149

 

γ) Βενζίνη χωρίς μόλυβδο με την προσθήκη ειδικών προσθέτων, που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί, προσφέρεται προς πώληση ή και χρησιμοποιείται ως ισοδύναμο καύσιμο αντί της μολυβδούχου βενζίνης των κωδικών της Σ.0.2710 11 51 και 2710 11 59

2710 11 41 2710 11 45 και 2710 11 49

700

1.000 λίτρα

στ) Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) που χρησιμοποιείται ως καύσιμο κινητήρων

2710 19 41 2710 19 45 και 2710 19 49

410

1.000 λίτρα

ζ) Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) που χρησιμοποιείται ως καύσιμο θέρμανσης

2710 19 41 2710 19 45 και 2710 19 49

410

1.000 λίτρα

η) Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) που χρησιμοποιείται για χρήσεις άλλες από αυτές που καθορίζονται στις παραπάνω περιπτώσεις στ) και ζ)

2710 19 41 2710 19 45 και 2710 19 49

410

1.000 λίτρα

ι) Φωτιστικό πετρέλαιο (κηροζίνη), που χρησιμοποιείται ως καύσιμο κινητήρων

2710 19 21 και 2710 19 25

410

1.000 λίτρα

ια) Φωτιστικό πετρέλαιο (κηροζίνη), που χρησιμοποιείται ως καύσιμο θέρμανσης

2710 19 21 και 2710 19 25

410

1.000 λίτρα

ιβ) Φωτιστικό πετρέλαιο (κηροζίνη), που χρησιμοποιείται για άλλες χρήσεις εκτός από

2710 19 21 και 2710 19 25

410

1.000 λίτρα

αυτές που καθορίζονται στις παραπάνω περιπτώσεις ι) και ια)

 

 

 

ιγ) Υγραέρια (LPG) που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων

271112 11 έως 2711 19 00

430

1.000 χιλιόγραμμα

 

κστ) Βιοντήζελ από μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων, όπως ορίζεται με την απόφαση Α.Χ.Σ. 334/2004, που χρησιμοποιείται ως καύσιμο κινητήρων, είτε αυτούσιο είτε σε ανάμιξη με πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) της παραπάνω περίπτωσης στ)

3824 90 99

410

1.000 λίτρα»

 

β. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α' της παρ. 2 του άρθρου 73 του ν. 2960/2001 αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Για την εφαρμογή των παραπάνω περιπτώσεων ζ' για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL), και ια' για το φωτιστικό πετρέλαιο (κηροζίνη), τα οποία χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης για τη χρονική περίοδο από τη 15η Οκτωβρίου μέχρι και την 30ή Απριλίου κάθε έτους, ο συντελεστής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ. Κ.) ορίζεται σε διακόσια ογδόντα (280) ευρώ το χιλιόλιτρο.»

4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3α' ισχύουν από 1.1.2017, οι διατάξεις της παραγράφου 2α ισχύουν από 1.1.2018, οι διατάξεις της παραγράφου 2β ισχύουν από 1.6.2016 και οι διατάξεις της παραγράφου 3β' ισχύουν από 15.10.2016.
Μέχρι την έναρξη ισχύος των διατάξεων της παραγράφου 1, οι υπόχρεοι για την καταβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης του άρθρου 101 του ν. 2960/2001 που επιβάλλεται στα τσιγάρα και το λεπτοκομμένο καπνό, θέτουν κάθε μήνα σε ανάλωση ποσότητα των εν λόγω προϊόντων, όχι μεγαλύτερη από την ποσότητα που αντιστοιχεί στο μέσο όρο των μηνιαίων αναλώσεών τους κατά το προηγούμενο δωδεκάμηνο από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.

1. Η περίπτωση ζ' της παρ. 1 του άρθρου 78 του ν. 2960/2001 αντικαθίσταται ως εξής:
«ζ) Ο λιθάνθρακας, λιγνίτης και οπτάνθρακας (κοκ) της Σ.Ο. 2701, 2702 και 2704 και το φυσικό αέριο της Σ.Ο. 2711 11 00 και 2711 21 00, που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.»

2. Στην παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 2960/2001 οι περιπτώσεις ιζ' και ιη' αντικαθίστανται ως εξής:

 

«ΕΙΔΟΣ

ΚΩΔΙΚΟΣ Σ.Ο.

ΠΟΣΟ ΦΟΡΟΥ ΣΕ ΕΥΡΩ

ΜΟΝΑΔΑ ΕΠΙΒΟΛΗΣ

ιζ) Φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται ως καύσιμο θέρμανσης

2711 11 00 και 27112100

 

Gigajoule μεικτή θερμογόνος δύναμη

-για οικιακή χρήση

0,3

-για χρήση από τους λοιπούς καταναλωτές

1,5

ιη) Φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται για άλλες χρήσεις εκτός από αυτές που καθορίζονται στις παραπάνω ιστ) και ιζ) περιπτώσεις

2711 11 00 και 27112100

 

Gigajoule μεικτή θερμογόνος δύναμη

-για ετήσια κατανάλωση >3.600.000 Gjoule (>1.000.000 Mwh)

0,30

-για ετήσια κατανάλωση από 1.800.001 έως 3.600.000 Gjoule (από

0,35

500.001 έως 1.000.000 Mwh)

-για ετήσια κατανάλωση από 360.001 έως 1.800.000 Gjoule (από 100.001 έως 500.000 Mwh)

0,40

-για ετήσια κατανάλωση από 36.000 έως 360.000 Gjoule (από 10.000 έως 100.000 Mwh)

0,45

-για ετήσια κατανάλωση < 36.000 Gjoule (<10.000

1,50

 

3. Η περίπτωση ιβ' της παρ. 1 του άρθρου 78 του ν. 2960/2001, όπως προστέθηκε με το άρθρο έκτο και του ν. 4379/2016 (Α' 63), καταργείται από τότε που ίσχυσε.

4. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 ισχύουν από 1.6.2016, ενώ οι διατάξεις της παραγράφου 2 ισχύουν από 1.1.2017.

1. Η ωφέλεια νομικού πρόσωπου, νομικής οντότητας, καθώς και φυσικού προσώπου που αποκτά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία προκύπτει από τη διαγραφή μέρους ή του συνόλου του χρέους προς πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, προς υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή προς εταιρεία του ν. 4354/2015 (Α' 176) στο πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού ή σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης, δεν θεωρείται δωρεά και απαλλάσσεται του φόρου εισοδήματος.

2. Για διαγραφές χρέους προς πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, προς υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή προς εταιρεία του ν. 4354/2015 στο πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού, η παρ. 1 εφαρμόζεται αποκλειστικά για οφειλές που την 31 η Μαρτίου 2016 βρίσκονταν σε καθυστέρηση ή ήταν επίδικες ή ρυθμισμένες και για συμφωνίες εξωδικαστικού συμβιβασμού που συνάπτονται από την 1η Ιανουαρίου 2016 μέχρι και την 31 η Δεκεμβρίου 2017.

3. Για διαγραφές χρέους προς πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, προς υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή προς εταιρεία του ν. 4354/2015 σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης, η παρ. 1 εφαρμόζεται αποκλειστικά για οφειλές οι οποίες την 31 η Μαρτίου 2016 ήταν επίδικες ή για οφειλές οι οποίες κατά την ανωτέρω ημερομηνία ήταν ρυθμισμένες με δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από την 1η Ιανουαρίου 2016 ή για οφειλές που κατά την 31 η Μαρτίου 2016 ήταν σε καθυστέρηση και οι σχετικές αιτήσεις ενώπιον δικαστηρίων υποβάλλονται μέχρι και την 31 η Δεκεμβρίου 2017.

4. Η ωφέλεια που αποκτά φυσικό πρόσωπο και η οποία προκύπτει από τη διαγραφή μέρους ή του συνόλου του χρέους προς πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, προς υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή προς εταιρεία του ν. 4354/2015 στο πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού, δεν θεωρείται εισόδημα και απαλλάσσεται του φόρου δωρεάς.

5. Η παρ. 4 εφαρμόζεται αποκλειστικά για οφειλές που την 31η Μαρτίου 2016 βρίσκονταν σε καθυστέρηση ή ήταν επίδικες ή ρυθμισμένες και για συμφωνίες εξωδικαστικού συμβιβασμού που συνάπτονται μέχρι και την 31 η Δεκεμβρίου 2017.

 Στο τέλος της υποπερίπτωσης ε' της περίπτωσης 5 της υποπαραγράφου Ε.2 της παραγράφου Ε' του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α' 222), όπως αναριθμήθηκε και ισχύει, προστίθενται εδάφια, ως εξής:
«Στο Γραφείο του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων συνιστάται μία επιπλέον θέση ειδικού συνεργάτη, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, καθώς και θέση Διευθυντή, ο οποίος προΐσταται αυτού και η οποία καλύπτεται από ένα εκ των ειδικών συνεργατών. Ο Διευθυντής του Γραφείου του Γενικού Γραμματέα ασκεί, κατ' αντιστοιχία, τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 56 του π.δ. 63/2005, εφαρμοζομένης της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου.
Για τις αποδοχές των υπηρετούντων στις θέσεις της παρούσας υποπερίπτωσης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4354/2015 (Α' 176), που αφορούν στους μετακλητούς υπαλλήλους, οι οποίοι υπηρετούν στα πολιτικά γραφεία των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του π.δ. 63/2005 (Α' 98).».

 Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 11 του ν. 3833/2010 (Α'40), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 37 του ν. 3986/2011 (Α' 152) και την υποπαράγραφο Ζ.5 της παρ. Ζ' του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α' 222), προστίθενται δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ως εξής :
«Για το έτος 2017, ο αριθμός των ετήσιων προσλήψεων και διορισμών του μόνιμου προσωπικού και του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3812/2009 (Α'234) δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος συνολικά από το λόγο ένα προς τέσσερα (μια πρόσληψη ανά τέσσερις αποχωρήσεις) και για το έτος 2018 δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος συνολικά από το λόγο ένα προς τρία (μια πρόσληψη ανά τρείς αποχωρήσεις), στο σύνολο των φορέων.
Στους ανωτέρω περιορισμούς δεν εμπίπτουν οι διορισμοί και οι προσλήψεις προσωπικού που προκύπτουν σε συμμόρφωση με αμετάκλητες αποφάσεις δικαστηρίων, για τις οποίες οι προβλεπόμενες αποφάσεις κατανομής έχουν εκδοθεί μετά την 1.1.2015, με αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς επίσης και η μεταφορά προσωπικού από τα Ν.Π.Ι.Δ. του Κεφάλαιο Α' του ν. 3429/2005 (Α'314) προς τους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.3812/2009 (Α'234).»

1. Η παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3874/2010 (Α'151), όπως ισχύει, τροποποιείται ως εξής: α) Η περίπτωση α' της παρ. 1 αντικαθίσταται ως εξής: «α) Επαγγελματίας αγρότης είναι το ενήλικο φυσικό πρόσωπο που έχει δικαίωμα εγγραφής στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων, εφόσον πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα) Είναι κάτοχος αγροτικής εκμετάλλευσης.
αβ) Ασχολείται επαγγελματικά με αγροτική δραστηριότητα στην εκμετάλλευσή του τουλάχιστον κατά 30% του συνολικού ετήσιου χρόνου εργασίας του.
αγ) Λαμβάνει από την απασχόλησή του σε αγροτική δραστηριότητα το 50% τουλάχιστον του συνολικού ετήσιου εισοδήματός του και
αδ) Είναι ασφαλισμένος ο ίδιος και η αγροτική του εκ-μετάλλευση, όπου απαιτείται, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
αε) Τηρεί λογιστικά βιβλία, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.»
β) Η υποπερίπτωση βα' της περίπτωσης β' της παρ. 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«βα) Είναι κάτοχος ατομικής επαγγελματικής άδειας αλιείας και ιδιοκτήτης, συνιδιοκτήτης, μισθωτής ή συμμετέχει, με οποιονδήποτε τρόπο, στην εκμετάλλευση επαγγελματικού αλιευτικού σκάφους εκτός από σκάφη υπερπόντιας αλιείας ή απασχολείται στην υδατοκαλλιέργεια ως κάτοχος ή μισθωτής υδατοκαλλιεργητικής εκμετάλλευσης. Το ως άνω φυσικό πρόσωπο ασχολείται με μία ή περισσότερες εκ των ανωτέρω δραστηριοτήτων τουλάχιστον κατά 30% του συνολικού ετήσιου χρόνου εργασίας του και λαμβάνει από την απασχόλησή του αυτή το 50% τουλάχιστον του συνολικού ετήσιου εισοδήματός του.»
γ) Η υποπερίπτωση βγ' της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«βγ) Είναι ασφαλισμένος, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Οι προϋποθέσεις της απόληψης του 50% τουλάχιστον του συνολικού ετήσιου εισοδήματος και της προμήθειας καυσίμων θαλάσσης απαιτείται να συντρέχουν για τους ιδιοκτήτες επαγγελματικών αλιευτικών σκαφών ολικού μήκους μέχρι έξι (6) μέτρα.»

2. Η παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2520/1997 (Α' 173), όπως ισχύει, τροποποιείται ως εξής:
α) Η υποπερίπτωση ββ' της περίπτωσης α' της παρ. 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«ββ) Ασχολείται επαγγελματικά με αγροτική δραστηριότητα στην εκμετάλλευση τουλάχιστον κατά 30% του συνολικού ετήσιου χρόνου εργασίας του και λαμβάνει από την απασχόλησή του αυτή το 50% τουλάχιστον του συνολικού ετήσιου εισοδήματός του και».
β) Η υποπερίπτωση αα' της περίπτωσης β' της παρ. 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«αα) Είναι κάτοχος ατομικής επαγγελματικής άδειας αλιείας και ιδιοκτήτης, συνιδιοκτήτης, μισθωτής ή συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στην εκμετάλλευση επαγγελματικού αλιευτικού σκάφους, εκτός από σκάφη υπερπόντιας αλιείας ή απασχολείται στην υδατοκαλλιέργεια ως κάτοχος ή μισθωτής υδατοκαλλιεργητικής εκμετάλλευσης. Το ως άνω φυσικό πρόσωπο ασχολείται με μία ή περισσότερες εκ των ανωτέρω δραστηριοτήτων τουλάχιστον κατά 30% του συνολικού ετήσιου χρόνου εργασίας του και λαμβάνει από την απασχόλησή του αυτή το 50% τουλάχιστον του ετήσιου εισοδήματός του.»
γ) Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ' της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι προϋποθέσεις της απόληψης του 50% τουλάχιστον του συνολικού ετήσιου εισοδήματος και της προμήθειας καυσίμων θαλάσσης απαιτείται να συντρέχουν για τους ιδιοκτήτες επαγγελματικών αλιευτικών σκαφών ολικού μήκους μέχρι έξι (6) μέτρα.»

3. Όπου στις διατάξεις των νόμων 3874/2010 και 2520/1997 αναφέρεται η ασφάλιση αγροτών σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα, νοείται η ασφάλισή τους σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.

4. Από τη δημοσίευση του παρόντος παύει η ισχύς του διορισμού και οι εξουσίες των εκκαθαριστών της υπό εκκαθάριση Εταιρείας Αξιοποίησης Αγροτικής Γης Α. Ε. (Α- ΓΡΟΓΗ Α.Ε.) που συνεστήθη με τα άρθρα 46 επ. του ν. 2637/1998 (Α'200), όπως τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 23 και 24 του άρθρου 24 του ν. 2945/2001 (α' 223), η οποία είχε λυθεί και τεθεί σε εκκαθάριση με το άρθρο 2 του ν. 3895/2010 (Α'206). Οι αρμοδιότητες των άνω εκκαθαριστών περιέρχονται στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Η δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση της υπό εκκαθάριση ΑΓΡΟΓΗ Α.Ε. ανατίθεται στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Χορηγείται νέα προθεσμία σε συνέχεια της λήξασας ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του ν. 3895/2010 (Α' 206) για τη διενέργεια της προβλεπόμενης στο εδάφιο β' της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3895/2010 από τον Υπουργό Οικονομικών απογραφής όλων των κινητών και ακινήτων της λυθείσας Εταιρείας Αξιοποίησης Αγροτικής Γης Α.Ε., έως την 31.12.2016. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ρυθμίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά στην εκκαθάριση της ΑΓΡΟΓΗ Α. Ε. και ιδίως η διαδικασία παράδοσης - παραλαβής των δικαστικών και εξώδικων υποθέσεων της υπό εκκαθάριση εταιρείας στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, του λοιπού αρχείου αυτής στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθώς και η ημερομηνία λήξης της εκκαθάρισης.

5. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 4314/ 2014 (Α' 265) προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Ειδικά για τις πράξεις στο πλαίσιο παρεμβάσεων Τοπικής Ανάπτυξης με Πρωτοβουλία των Τοπικών Κοινοτήτων (CLLD), η εγγραφή στο ΠΔΕ πραγματοποιείται σε έναν ενάριθμο κωδικό με την απόφαση έγκρισης των τοπικών προγραμμάτων.»

6. Μετά την παρ. 4 του άρθρου 30 του ν. 4314/2014 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Οι συμβάσεις μίσθωσης έργου που συνήφθησαν από τις ομάδες τοπικής δράσης (ΟΤΔ), στο πλαίσιο υλοποίησης του συγχρηματοδοτούμενου προγράμματος LEADER 2007 - 2013, παρατείνονται από τη λήξη τους μέχρι και τις 30.9.2016, για την ολοκλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων του ανωτέρω προγράμματος καθώς και για την προετοιμασία της προπαρασκευαστικής φάσης του προγράμματος LEADER/CLLD της προγραμματικής περιόδου 2014 -2020. Αντίστοιχα οι συμβάσεις μίσθωσης έργου που συνήφθησαν από τους Υπο- στηρικτικούς Μηχανισμούς για την υλοποίηση των καθεστώτων ενίσχυσης (ιδιωτικές επενδύσεις) του Αξονα 3 του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) της Ελλάδας 2007-2013 παρατείνονται από τη λήξη τους μέχρι τις 30.6.2016 για την ολοκλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων του ανωτέρω Αξονα 3, καθώς και για την προετοιμασία της προπαρασκευαστικής φάσης του προγράμματος LEADER/CLLD της προγραμματικής περιόδου 2014 -2020.»

7. Μετά την παρ. 4 του άρθρου 66 του ν. 4314/2014 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Οι ανωτέρω αρμοδιότητες δύναται να εκχωρούνται δυνάμει του άρθρου 65 του παρόντος νόμου.»

8. Μετά την παρ. 2 του άρθρου 69 του ν. 4314/2014 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων εκδίδεται πρόσκληση για την υποβολή και επιλογή σχεδίων τοπικών προγραμμάτων στο πλαίσιο της Τοπικής Ανάπτυξης με Πρωτοβουλία Τοπικών Κοινοτήτων (CLLD/LEADER) του ΠΑΑ 2014-2020 και του ΕΠΑλΘ 2014-2020 και ρυθμίζονται τα συναφή με τη διαδικασία θέματα. Σε συνέχεια της πρόσκλησης αυτής εκδίδεται Υπουργική Απόφαση για την έγκριση των σχεδίων αυτών.»

9. Στο πλαίσιο πράξεων του ΠΑΑ 2014-2020 που αφορούν σε δημόσιες συμβάσεις, η καταβολή της ενίσχυσης επί του αιτήματος πληρωμής του δικαιούχου της πράξης από τον ΟΠΕΚΕΠΕ θα πραγματοποιείται στο λογαριασμό του δικαιούχου ή του αναδόχου.
Η αμοιβή που καταβάλλεται στο πλαίσιο των πράξεων αυτών δεν υπόκειται στην παρακράτηση φόρου της περίπτωσης δ΄ της παρ. 1 και της παρ. 2 του άρθρου 64 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167).
Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και των τυχόν συναρμόδιων Υπουργών καθορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας.

1. Η παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 2969/2001 (Α' 281) αντικαθίσταται ως εξής :
«3. Εξαιρετικά για τους οινοπνευματοποιούς Β' κατηγορίας, η άδεια χορηγείται υπό την προϋπόθεση ότι η ημερήσια παραγωγική τους ικανότητα σε καθαρή αιθυλική αλκοόλη είναι τουλάχιστον 10.000 λίτρα άνυδρα.»

2. H παρ. 5 του άρθρου 9 του ν.δ. της 29.12.1923 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί φορολογίας του ζύθου νόμων» (Α' 384), αντικαθίσταται ως εξής:
«5.α. Για τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων για τις παραβάσεις των νόμων περί φορολογίας του ζύθου, από τις αρμόδιες Αρχές (Υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης και Χημικές Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους) ως και την κατάσχεση, δήμευση και απόδοση εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 14 και 13, αντιστοίχως, του ν. 2969/2001, με την επιφύλαξη των περί λαθρεμπορίας διατάξεων του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (Α' 265).
β. Από το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 4235/2014 (Α' 32) εξαιρείται ο τομέας του ζύθου και των προϊόντων ζύθου, στους οποίους εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις των νόμων περί φορολογίας του ζύθου, του ν. 2960/2001 και του ν. 2969/2001.»

1. H υποπαράγραφος 2 της παρ. 2 του έκτου άρθρου του ν. 4303/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«2.α Για τον έλεγχο της αιθυλικής αλκοόλης, ως και των άλλων πρώτων υλών εκ των κατά την υποπαράγραφο 1 της παρ. 1 του παρόντος άρθρου επιτρεπομένων για την παραγωγή ξυδιού που, αυτούσιες ή τα προϊόντα της κατεργασίας των οποίων, υπόκεινται σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (Ε.Φ. Κ.) και παραλαμβάνονται προς οξοποίηση στα οξοποιεία, αρμόδιες Αρχές είναι οι Χημικές Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους (Γ.Χ.Κ.) και οι Τελωνειακές Αρχές υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των οποίων τελούν τα εν λόγω οξοποιεία, εφαρμοζομένων και των σχετικών διατάξεων του ν. 2969/2001 (Α' 281) και του ν. 2960/2001 (Α' 265).
β. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου που αναφέρονται στην περίπτωση της αιθυλικής αλκοόλης εφαρμόζονται επίσης στις περιπτώσεις των λοιπών πρώτων υλών, εκ των κατά την υποπαράγραφο 1 της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου επιτρεπομένων που, αυτούσιες ή τα προϊόντα της κατεργασίας των οποίων, υπόκεινται σε Ε.Φ. Κ. και παραλαμβάνονται προς κατεργασία από τα οξοποιεία για παραγωγή ξυδιού.»

2. Στην υποπαράγραφο 5 της παρ. 10 του έκτου άρθρου του ν. 4303/2014 η περίπτωση ε' αναριθμείται σε στ' και προστίθεται περίπτωση ε' ως εξής:
«ε. Οι διατάξεις της παρούσας υποπαραγράφου, εκτός της πρώτης περιόδου της περίπτωσης γ' , εφαρμόζονται και προκειμένου για τους οξοποιούς οι οποίοι παραλαμβάνουν προς κατεργασία και παραγωγή ξυδιού και άλλες πρώτες ύλες, εκ των κατά την υποπαράγραφο 1 της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου επιτρεπομένων, που υπόκεινται σε Ε.Φ.Κ..»

1. Φάρμακα, τα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις πληρούν τις προϋποθέσεις κατάταξης στην κατηγορία των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων (ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ. ή Ο.Τ.Κ.), μπορούν να καταταγούν περαιτέρω στην υποκατηγορία των φαρμακευτικών προϊόντων γενικής διάθεσης (γενικής διάθεσης φάρμακα ή ΓΕ.ΔΙ.ΦΑ.), εφόσον πληρούνται επιπροσθέτως και σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:
α) Έχουν ήδη καταταγεί στην κατηγορία των ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ. ή πληρούν τις προϋποθέσεις κατάταξής τους στα ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ. και δεν συντρέχουν νεώτερα επιστημονικά δεδομένα για την επανεξέταση της κατάταξής τους ως συνταγογραφούμενων.
β) Είναι φάρμακα αντιμετώπισης προφανούς συμπτώματος ή συμβάντος εύκολης αντιμετώπισης, η αυτοδιάγνωση των οποίων είναι εύκολη, με την έννοια ότι τα συμπτώματα κατευθύνουν τον ασθενή σε διάγνωση συγκεκριμένης νόσου, και δεν συγχέονται με τα συμπτώματα άλλης νόσου.
γ) Η οδηγία του δοσολογικού σχήματος είναι απλή, κατά τρόπο ώστε να είναι εύκολο να ακολουθηθεί από τον ασθενή.
δ) Οι αλληλεπιδράσεις τους με άλλες συχνά χορηγούμενες θεραπείες είναι ελάχιστες και, εφόσον υπάρχουν, αυτές είναι χαμηλού κινδύνου.
ε) Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συνθήκες φύλαξης και διακίνησης, σύμφωνα με τα εγκεκριμένα στοιχεία της άδειας κυκλοφορίας τους.
στ) Οι συσκευασίες τους είναι μικρές και, σε συνδυασμό με την περιεκτικότητα, η συνολική ποσότητα του φαρμάκου δεν ξεπερνά δόση που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τον λήπτη.
ζ) Δεν υπάρχουν σοβαρές και τεκμηριωμένες ενδείξεις από τη δημοσιευμένη βιβλιογραφία σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά που διαθέτουν κριτική επιτροπή αξιολόγησης, για σοβαρούς κινδύνους από τη μακροχρόνια χρήση των φαρμάκων.

2. Τα φάρμακα, τα οποία κατατάσσονται στην υποκατηγορία των ΓΕ.ΔΙ.ΦΑ. διατίθενται λιανικώς στο κοινό μόνο από τα νομίμως λειτουργούντα φαρμακεία και από σημεία πώλησης (καταστήματα χωρίς την παρουσία φαρμακοποιού ή βοηθού φαρμακοποιού) πλην των φαρμακείων. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζονται τα ανωτέρω σημεία πώλησης πλην των φαρμακείων τα οποία μπορούν να διαθέτουν λιανικώς στο κοινό τα ΓΕ.ΔΙ.ΦΑ., καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

3. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ο Ε.Ο.Φ. κατατάσσει τα φάρμακα στην υποκατηγορία των ΓΕ.ΔΙ.ΦΑ. κατά την έκδοση της οικείας άδειας κυκλοφορίας (αρχικής ή τροποποιητικής), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 1316/1983 (A' 3), όπως ισχύει και τις κείμενες διατάξεις περί νόμιμης παραγωγής και κυκλοφορίας φαρμάκων που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση. Εφόσον πρόκειται για φάρμακα που έχουν καταταγεί ως ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ. με τη διαδικασία του Κανονισμού (ΕΚ) 726/2004 και συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παρόντος, ο Ε.Ο.Φ. με απόφασή του εγκρίνει την περαιτέρω κατάταξή τους στην υποκατηγορία των ΓΕ.ΔΙ.ΦΑ. σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 1316/1983 (A' 3), όπως ισχύει και τις κείμενες διατάξεις περί νόμιμης παραγωγής και κυκλοφορίας φαρμάκων που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση.

4. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Ε.Ο.Φ., καθορίζονται οι λεπτομέρειες της διαδικασίας κατάταξης των φαρμάκων στην υποκατηγορία των ΓΕ.ΔΙ.ΦΑ., η επισήμανση, οι συνθήκες και οι όροι ασφαλούς φύλαξης, διακίνησης και διάθεσής τους στο κοινό, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Με την ίδια απόφαση δύνανται να εξειδικεύονται περαιτέρω τα κριτήρια της παρ.1 του παρόντος.

5. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Ε.Ο.Φ., επικαιροποιείται και δημοσιεύεται ο κατάλογος των φαρμάκων που κατατάσσονται στα ΓΕ.ΔΙ.ΦΑ..

6. Απαγορεύεται η λιανική πώληση των ΓΕ.ΔΙ.ΦΑ. από κατόχους άδειας κυκλοφορίας, παραγωγούς, αντιπροσώπους και εισαγωγείς φαρμάκων. Κάτοχοι άδειας κυκλοφορίας ή άδειας χονδρικής πώλησης φαρμάκων, παραγωγοί, αντιπρόσωποι και εισαγωγείς φαρμάκων μπορούν να πωλούν χονδρικώς ΓΕ.ΔΙ.ΦΑ. και στα σημεία πώλησης πλην των φαρμακείων που ορίζονται με Απόφαση του Υπουργού Υγείας στην παράγραφο 2.

7. Όποιος χωρίς να έχει το εκ του νόμου δικαίωμα, πωλεί ή διαθέτει προς πώληση λιανικώς ΓΕ.ΔΙ.ΦΑ. τιμωρείται με τις ποινικές και διοικητικές κυρώσεις της παρ. 2 και 12 του άρθρου 19 του ν.δ. 96/1973 (A'172), όπως ισχύει.

8. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται και στα ΓΕ.ΔΙ.ΦΑ. το σύνολο της κείμενης φαρμακευτικής νομοθεσίας.

Το άρθρο 58 του ν. 4314/2014 (Α' 265) τροποποιείται ως εξής:
α) Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 58 μετά τις λέξεις «Ειδικές Υπηρεσίες Διαχείρισης» προστίθενται οι λέξεις «και οι λοιπές Ειδικές Υπηρεσίες του μέρους Ι».
β) Στο τέλος του άρθρου 58 προστίθενται παράγραφοι 12 και 13, ως εξής:
«12. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και του αρμόδιου κάθε φορά Υπουργού, μπορεί να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα που αφορούν στις προϋποθέσεις, τις διαδικασίες, τους όρους, τα όργανα και κάθε άλλο ζήτημα σχετικό με τη διαχείριση, παρακολούθηση, χρηματοδότηση, υλοποίηση ή άλλη συναφή ενέργεια που συνδέεται με την υλοποίηση πράξεων, οι οποίες συγχρηματοδοτούνται στο πλαίσιο των ΕΠ του ΕΣΠΑ 2014 - 2020, προγραμμάτων του ΕΟΧ, άλλων ευρωπαϊκών ταμείων ή διεθνών ή διακρατικών προγραμμάτων.
13. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού μπορεί να συγκροτούνται ομάδες εργασίες με αντικείμενο σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Αν οι πιο πάνω ομάδες περιλαμβάνουν και μέλη προερχόμενα από άλλους φορείς, αυτά υποδεικνύονται από τους φορείς τους.»

1. Τα άρθρα 1, 2 και 3 του ν. 4354/2015 (Α' 176) αντικαθίστανται ως εξής:

«Αρθρο 1
Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) και Εταιρίες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Α.Α.Δ.Π.)

1.α. Η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ' της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014 (Α' 107) ανατίθεται αποκλειστικά:
αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και
ββ) σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος - μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), με οποιονδήποτε νομικό τύπο αποδεκτό για ιδρύματα που διέπονται από τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/27.6.2013) και με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της ανωτέρω Οδηγίας, καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004), και της περίπτωσης δ' της παρούσας παραγράφου.
Οι παραπάνω εταιρίες λαμβάνουν ειδική άδεια από την
Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται για τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εταιρίες αυτές καταχωρούνται σε ειδικά Μητρώα του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ) και διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 (Α' 37) για τις ανώνυμες εταιρίες.
β. Η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ' της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014 (Α' 107), μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, και αποκλειστικά και μόνο προς:
αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ).
ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
γγ) σε εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν τη διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος υπό την προϋπόθεση ότι:
γγα) Η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς, όπως αυτό προσδιορίζεται στις εκάστοτε κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 65 του ν. 4172/2013 (Α' 167) και
γγβ) η έδρα τους δεν βρίσκεται σε μη συνεργάσιμο κράτος, όπως αυτό προσδιορίζεται στις εκάστοτε κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 65 του ν. 4172/2013.
γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις.
δ. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3156/2003 (Α' 157), ν. 1905/1990 (Α' 147), 1665/1986 (Α' 194), 3606/2007 (Α' 195) και 4261/2014 (Α' 107). 2. Η αίτηση χορήγησης άδειας για τις εταιρίες της περίπτωσης α' της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συνοδεύεται από τα ακόλουθα έγγραφα:
α) το καταστατικό της εταιρίας και όλες τις τροποποιήσεις,
β) την ταυτότητα των φυσικών και νομικών προσώπων που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα, ήτοι ασκώντας έλεγχο, όπως αυτό ορίζεται στο στοιχείο (34) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014 διά ενδιάμεσων νομικών προσώπων, ποσοστό ή δικαιώματα ψήφου ίσα ή μεγαλύτερα από 10% στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας,
γ) την ταυτότητα των νομικών και φυσικών προσώπων που, ακόμη και αν δεν καταλαμβάνονται από την προηγούμενη περίπτωση, ασκούν έλεγχο επί της εταιρίας, μέσω έγγραφης ή άλλης συμφωνίας ή δια κοινών πράξεων, κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 23 του ν. 4261/2014,
δ) την ταυτότητα των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή των διοικούντων,
ε) ερωτηματολόγια συμπληρωμένα από τα πρόσωπα των περιπτώσεων β' , γ' και δ' , για την αξιολόγηση των κριτηρίων ικανότητας και καταλληλόλητας, όπως αυτά καθορίζονται με απόφαση που εκδίδεται από την Τράπεζας της Ελλάδος,
στ) την οργανωτική δομή και εσωτερικές καταγεγραμμένες διαδικασίες της εταιρίας,
ζ) το επιχειρηματικό πλάνο της εταιρίας,
η) εμπεριστατωμένη έκθεση στην οποία καταγράφονται διεξοδικά οι βασικές αρχές και μέθοδοι που θα διασφαλίζουν την επιτυχή αναδιάρθρωση δανείων.
Η έκθεση πρέπει να παρουσιάζει μεθόδους αναδιάρθρωσης οφειλών εναλλακτικές της αναγκαστικής εκτέλεσης, στο πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας (Β' 2289/2014), καθώς και σύμφωνα με το άρθρο 28 της Οδηγίας 2014/17 (EEL 60/2014), τα άρθρα 10 και 74 της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/27.6.2013), τα άρθρα 10 και 66 του ν. 4261/2014 (Α' 107) και την Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος 42/30.5.2014 (Β' 1582), όπως εκάστοτε ισχύει, ιδίως το Κεφάλαιο III, λαμβάνοντας υπόψη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τυχόν κατηγοριοποιούν τους δανειολήπτες που είναι φυσικά πρόσωπα σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του Κώδικα Δεοντολογίας (Β' 2289/2014) όπως εκάστοτε ισχύει.
θ) οποιαδήποτε επιπρόσθετη πληροφορία ή στοιχείο που η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί σημαντικό για την αξιολόγηση της αίτησης.
3. Οι μετοχές των ανώνυμων εταιριών της περίπτωση α' της παρ. 1 του παρόντος άρθρου είναι ονομαστικές
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί την άδεια της παραγράφου 1 του παρόντος μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την επομένη της υποβολής της σχετικής αίτησης ή σε περίπτωση που η αίτηση είναι ελλιπής, εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή των επιπρόσθετων πληροφοριών, στοιχείων ή εγγράφων που απαιτούνται. Προηγείται απλή γνώμη τριμελούς Επιτροπής, της οποίας η σύνθεση, σύσταση και οι λοιπές λεπτομέρειες για τη λειτουργία της, καθορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Οικονομικών. Η Τράπεζα της Ελλάδος διαβιβάζει άμεσα το φάκελο της αίτησης με συνοπτικό σημείωμα στην Επιτροπή, η οποία διαβιβάζει τη γνώμη της μέσα σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την επομένη της υποβολής της σχετικής αίτησης με πλήρη φάκελο. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου, η Τράπεζα της Ελλάδος εκδίδει την απόφασή της εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου και χωρίς τη γνώμη της Επιτροπής. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων της τριμελούς Επιτροπής είναι εμπιστευτικά και οι συνεδριάσεις της Επιτροπής είναι μυστικές.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια εφόσον, διαπιστώσει ότι:
α. Η εταιρία είναι σε θέση να συμμορφωθεί πλήρως με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
β. τα πρόσωπα των περιπτώσεων β' , γ' και δ' της παρ. 2 του παρόντος έχουν καλή φήμη, επαρκή γνώση, ικανότητες και εμπειρία να ασκούν την αρμοδιότητά τους και να πληρούν τα κριτήρια της ικανότητας και της καταλληλότητάς τους, όπως αυτά καθορίζονται από τη σχετική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος,
γ. η εταιρία διαθέτει οργανωτική δομή και εσωτερικές διαδικασίες που της επιτρέπουν να παρέχει υπηρεσίες σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
δ. το επιχειρηματικό πλάνο λειτουργιών και στόχων της εταιρίας παραθέτει αναλυτικά τις προγραμματισμένες της δράσεις, τη στρατηγική της και τους διαθέσιμους πόρους της.
ε. δεν υφίστανται επαγγελματικές ή συγγενικές σχέσεις μεταξύ των προσώπων των περιπτώσεων β' , γ' και δ' της παρ. 2 και οποιωνδήποτε άλλων προσώπων που κατέχουν υψηλά πολιτικά αξιώματα ή υψηλές διοικητικές θέσεις στην εποπτεύουσα αρχή, ώστε να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική διεξαγωγή εποπτείας.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται αιτιολογημένα τη χορήγηση της απαιτούμενης άδειας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, αν διαπιστώσει ότι η εταιρία δεν πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο παρόν άρθρο και ενημερώνει προς τούτο την αιτούσα εταιρία.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί στην επίσημη ιστοσελίδα της πλήρως ενημερωμένο κατάλογο με όλες τις αδειοδοτημένες εταιρίες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος.
8. Σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο:
α. προτίθεται να αποκτήσει ή να διαθέσει άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων, ή
β. προτίθεται να αυξήσει ή να μειώσει άμεσα ή έμμεσα την ειδική συμμετοχή του, όπως αυτή ορίζεται στο στοιχείο (33) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014, σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων, ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, να φτάσει ή να υπερβεί ή να μειωθεί κάτω από το δέκα (10%), το είκοσι (20%), το τριάντα (30%) ή το πενήντα τοις εκατό (50%) του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας ή ώστε η εταιρία να καταστεί ή να παύσει να είναι θυγατρική του, οφείλει να γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος το ύψος της συμμετοχής που θα προκύψει από τη μεταβολή αυτή.
Η Τράπεζα της Ελλάδος μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία της κατά το προηγούμενο εδάφιο γνωστοποίησης πρόθεσης εξαγοράς ή της αύξησης της ειδικής συμμετοχής, δύναται να μην επιτρέψει την εν λόγω εξαγορά, εάν υπό το πρίσμα της ανάγκης διασφάλισης της ορθής και συνετούς διοίκησης της εταιρίας κρίνει αιτιολογημένα ως ακατάλληλα οποιοδήποτε από τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, ενώ αν επιτρέψει την εν λόγω αγορά, δύναται να ορίσει προθεσμία ή και όρους για την υλοποίησή της.
9. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώσει αιτιολογημένα ότι η ίδρυση της εταιρίας ή η εξαγορά συμμετοχής σε αυτήν υποκρύπτει ή αποσκοπεί στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, τότε:
α) αρνείται τη χορήγηση της άδειας του παρόντος νόμου ή
β) δεν επιτρέπει την απόκτηση ή την αύξηση ειδικής συμμετοχής κατά την παράγραφο 8.
10. Αν εταιρία που αδειοδοτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου αποφασίσει να τερματίσει τις δραστηριότητές της, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του κ. ν. 2190/1920 (α' 28).
11. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται με απόφασή της να αναστείλει τη χορηγηθείσα άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου σε εταιρίες της περίπτωσης α' της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, όταν:
α. σταθμίζοντας τη βαρύτητα των παραβάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου, αποφασίσει να μην προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας,
β. διαπιστώσει παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος.
Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος εκδώσει απόφαση που διατάσσει την αναστολή της άδειας λειτουργίας, προβαίνει ταυτόχρονα σε έγγραφες συστάσεις προς την εταιρία και θέτει εύλογη προθεσμία για συμμόρφωση, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία γνωστοποίησης της απόφασης αναστολής.
Εντός της ως άνω προθεσμίας η Εταιρία Διαχείρισης ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος αναφορικά με τη συμμόρφωσή της προς τις συστάσεις του προηγούμενου εδαφίου.
Κατά την περίοδο αναστολής λειτουργίας, η Εταιρία Διαχείρισης μπορεί να προβαίνει σε δραστηριότητες που της επιτρέπονται ρητώς από τη σχετική απόφαση αναστολής λειτουργίας της Τράπεζας της Ελλάδος.
12. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος:
α. διαπιστώσει ότι η εταιρία συμμορφώθηκε με τις συστάσεις του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β' της παραγράφου 11 του παρόντος άρθρου, ανακαλεί την πράξη περί αναστολής της άδειας και ενημερώνει γραπτώς την εταιρία,
β. διαπιστώσει ότι η εταιρία δεν συμμορφώθηκε πλήρως με τις συστάσεις του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β' της παραγράφου 11, είτε παρατείνει την περίοδο αναστολής της άδειας και προβαίνει σε νέες συστάσεις είτε ενεργοποιεί τη διαδικασία ανάκλησης της άδειας.
13. α. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ανακαλέσει τη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, χορηγηθείσα άδεια, εάν η εταιρία:
αα. εξασφάλισε την άδεια βάσει ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1 έως 3, ή δολίως υπέβαλε, γνωστοποίησε ή άλλως δημοσιοποίησε με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία ή έντυπα,
ββ. δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας της,
γγ. έχει διαπράξει παραβάσεις του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδόθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος ή αυτών που εκδίδονται βάσει του παρόντος νόμου,
δδ. χρησιμοποιείται ως μέσο για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδοτεί εγκληματικές δραστηριότητες,
εε. έχει υποπέσει σε άλλη παράβαση που προβλέπει ως κύρωση την ανάκληση της άδειάς της, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας,
στστ. παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον εποπτικό έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδος,
ζζ. παραβιάζει διατάξεις νόμου ή αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που αφορούν στην εποπτεία ή τον τρόπο λειτουργίας των Εταιριών Διαχείρισης, εφόσον τίθεται σε κίνδυνο η αποτελεσματική άσκηση εποπτείας,
ηη. συστηματικά δεν συμμορφώνεται με την έκθεση της περίπτωσης η' της παρ. 2 του παρόντος άρθρου. Η Τράπεζα της Ελλάδος για τη διαπίστωση της παράβασης αυτής δε λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες ή εντολές του δικαιούχου των απαιτήσεων προς την εποπτευόμενη Εταιρία Διαχείρισης,
θθ. δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της περίπτωσης γ' της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
β. Σε περίπτωση ανάκλησης χορηγηθείσας άδειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, σε Εταιρία που λαμβάνει την άδεια της παρ. 20 του παρόντος, εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 145 του ν. 4261/2014.
γ. Εταιρία της οποίας η άδεια έχει ανακληθεί, παραμένει υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος μέχρις ότου ολοκληρωθεί η υλοποίηση του σχεδίου δράσης τερματισμού δραστηριοτήτων που έχει εγκριθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος.
δ. Αν εταιρία του παρόντος νόμου παραβιάζει τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, αφού προηγουμένως καλέσει την εταιρία σε ακρόαση, να της επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, το οποίο δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.
14. Η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει τις δραστηριότητες των εταιριών που αδειοδοτεί με στόχο τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 55 Α του Καταστατικού της (ν. 3424/1927, Α' 298).
15. α. Κάθε εταιρία που αδειοδοτείται από την Τράπεζα της Ελλάδος και διαχειρίζεται απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις, οφείλει να διατηρεί ανά πάσα στιγμή ελάχιστο ολοσχερώς καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο ύψους εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.
β. Το μετοχικό κεφάλαιο της παραπάνω εταιρίας επιτρέπεται να μειωθεί κάτω από το προβλεπόμενο στο προηγούμενο εδάφιο ελάχιστο όριο, εφόσον υπάρχει εγκεκριμένο από την Τράπεζα της Ελλάδος σχέδιο δράσης για τον τερματισμό της δραστηριότητας αυτής.
16. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, κρίνει αιτιολογημένα ότι οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού οργάνου της Εταιρίας είναι ακατάλληλο να ενεργεί ως μέλος διοικητικού οργάνου, με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την παράγραφο 23 του παρόντος άρθρου, δύναται να ζητήσει εγγράφως την αντικατάστασή του.
17. α. Κάθε εταιρία που έχει άδεια λειτουργίας σε ισχύ, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος αντίγραφο του ισολογισμού, του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως και οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες η τελευταία θεωρεί απαραίτητες για τους σκοπούς της άσκησης του προληπτικού ελέγχου και εποπτείας, εφαρμοζόμενων των Πράξεων Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος 42/30.5.2014 (Β' 1582) και 47 /9.2.2015 (Β' 249)
β. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζεται και εξειδικεύεται ο τρόπος, η συχνότητα, οι ημερομηνίες υποβολής και αναφοράς, καθώς και το είδος της απαιτούμενης πληροφόρησης της περίπτωσης α' της παρούσας παραγράφου και οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες η τελευταία θεωρεί απαραίτητες για τους σκοπούς της άσκησης του προληπτικού ελέγχου και εποπτείας.
γ. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθορίζονται τα στοιχεία των Εταιριών Διαχείρισης που συμβάλλονται με εταιρίες της παρ. 1 β, τα οποία θα δημοσιεύονται περιοδικά για σκοπούς διαφάνειας.
18. Κάθε εταιρία που έχει άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, οφείλει, ύστερα από κλήση της Τράπεζας της Ελλάδος να επιτρέψει σε εξουσιοδοτημένους προς το σκοπό αυτό υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος να εισέλθουν στα κτήριά της για να διερευνήσουν τις εργασίες και τις δραστηριότητές της και να θέσει στη διάθεσή τους οποιαδήποτε βιβλία, έγγραφα ή αρχεία, ή/και να διαβιβάσει στην Τράπεζα της Ελλάδος οποιεσδήποτε πληροφορίες η τελευταία κρίνει αναγκαίες για την άσκηση των εποπτικών της δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού και ιδίως έγγραφα και αρχεία αναφορικά με το χαρτοφυλάκιο των διαχειριζόμενων από αυτήν απαιτήσεων.
19. Κάθε εταιρία αποζημιώνει την Τράπεζα της Ελλάδος για όλα τα έξοδα τα οποία σχετίζονται με την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων με την καταβολή σε αυτήν ετήσιου τέλους, του οποίου το ύψος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής θα προσδιοριστούν με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.
20. Οι εταιρίες της περίπτωσης α' της παρ. 1 του παρόντος άρθρου δύνανται να λαμβάνουν άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να χορηγούν νέα δάνεια ή/και πιστώσεις σε δανειολήπτες, των οποίων δάνεια ή πιστώσεις διαχειρίζονται, με αποκλειστικό σκοπό την αναχρηματοδότηση των δανείων τους ή την αναδιάρθρωση της δανειολήπτριας επιχείρησης δυνάμει ενός συγκεκριμένου σχεδίου αναδιάρθρωσης που συμφωνείται μεταξύ των μερών, υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης συναίνεσης του δικαιούχου της απαίτησης. Τα νέα δάνεια και πιστώσεις του προηγούμενου εδαφίου λογίζονται ως τραπεζικά δάνεια και πιστώσεις, διέπονται από το Ελληνικό Δίκαιο και αποκλειστικά αρμόδια για την εκδίκαση των διαφορών που απορρέουν από τη σύμβαση είναι τα κατά τόπους Ελληνικά Δικαστήρια. Τα νέα αυτά δάνεια και πιστώσεις θα επιβαρύνονται με την εισφορά του άρθρου 1 του ν. 128/1975 (Α' 178), για την απόδοση της οποίας υπεύθυνες είναι οι εταιρίες διαχείρισης της περίπτωσης α' της παραγράφου 1.
Η άδεια της παραγράφου αυτής θα χορηγείται υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. ότι η εταιρία έχει ήδη καταβάλλει σε μετρητά και σε τραπεζικό λογαριασμό ελληνικού πιστωτικού ιδρύματος το ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (4.500.000) ευρώ ως ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο,
β. ότι η εταιρία συμμορφώνεται με τους κανόνες και τις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 14 του παρόντος.
Οι παραπάνω εταιρίες έχουν υποχρέωση σύνταξης των χρηματοοικονομικών τους καταστάσεων βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, όπως αυτά έχουν υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δυνάμει του Κανονισμού 1606/2002 (EEL 243/2002) (Δ.Π.Χ.Α. - υποχρεωτική εφαρμογή Δ.Π.Χ.Α.), για τις ατομικές και ενοποιημένες χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις και σύμφωνα με το ν. 4308/2014 (Α' 251), όπως εκάστοτε τροποποιείται και ισχύει.
21. Το επαγγελματικό απόρρητο του δικαιούχου των υπό διαχείριση απαιτήσεων έναντι των δανειοληπτών αίρεται στις σχέσεις του με την Εταιρία Διαχείρισης, στο μέτρο που οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για τις ανάγκες της διαχείρισης και εφαρμόζονται αναλογικά οι παράγραφοι 20 και 21 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 (Α' 157).
22. Οι εταιρίες του παρόντος νόμου θεωρούνται δανειστές και προμηθεύτριες κατά την έννοια του ν. 2251/1994 (Α'191) και υποχρεούνται να συμμορφώνονται με την κείμενη νομοθεσία περί Προστασίας Καταναλωτή, όπως αυτή κάθε φορά εφαρμόζεται και ισχύει, με τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών (Β' 2289/2014), με τους κανόνες που διέπουν τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2014/17, καθώς και με όλες τις σχετικές με χορηγούμενα από πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα δάνεια και πιστώσεις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και να λαμβάνουν ειδική μέριμνα για κοινωνικά ευπαθείς ομάδες.
23. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος εξειδικεύονται τα κριτήρια, οι προϋποθέσεις, τα δικαιολογητικά και όλα τα έγγραφα που απαιτούνται για τη χορήγηση της άδειας της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
24. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας. Εξαιρούνται οι αποφάσεις της περίπτωσης δ' της παραγράφου 13, οι οποίες υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου.
25. Οι εταιρίες της περίπτωσης α' της παρ. 1 λογίζονται ως χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (Α' 166) και ως υπόχρεα πρόσωπα κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του ίδιου νόμου και εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την περίπτωση Α' της παρ. 2 του άρθρου 6 του ιδίου νόμου. Οι πληροφορίες της περίπτωσης β' της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 3691/2008 πρέπει να είναι διαθέσιμες στον δανειολήπτη.

Αρθρο 2
Συμβάσεις ανάθεσης της διαχείρισης

1. Στις εταιρίες της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην της περίπτωσης δ' της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014.
2. Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα:
α. Τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης.
β. Τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871-872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ' αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ' εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013.
γ. Την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης.
Αντίγραφο της συμβάσεως κοινοποιείται στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός δέκα (10) ημερών από την υπογραφή της.
3. Το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης της προηγούμενης παραγράφου δύναται να εξειδικεύεται περαιτέρω με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Τα σχέδια των συμβάσεων ανάθεσης διαχείρισης αποτελούν αντικείμενο εποπτείας από την Τράπεζα της Ελλάδος για σκοπούς συμμόρφωσης στον παρόντα νόμο.
4. Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α' 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης.
5. Οι Εταιρίες Διαχείρισης δύνανται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, να προσλαμβάνουν Εταιρίες Ενημέρωσης Οφειλετών για ληξιπρόθεσμες οφειλές, που λειτουργούν σύμφωνα με το ν. 3758/2009, ή αντίστοιχου σκοπού εταιρίες, που λειτουργούν σε κράτος - μέλος της Ε.Ε. ή κράτος του ΕΟΧ. Οι Εταιρίες του παρόντος νόμου κατά τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων οφείλουν να ακολουθούν τις ρυθμίσεις του ν. 3758/ 2009, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 22 του άρθρου 1 του παρόντος και με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος.

Αρθρο 3
Συμβάσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων

1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην περίπτωσης δ' της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Αλλα δικαιώματα, ακόμα αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
2. Αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής μέσα σε δώδεκα (12) μήνες πριν από την προσφορά, πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013). Εξαιρούνται από την ως άνω προϋπόθεση απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, όπως αυτή ισχύει. Κάθε νέος εκδοχέας απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 οφείλει να εκκινεί εκ νέου τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) του Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ' αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατ' εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, δια της αντισυμβαλλόμενης εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων.
3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α' 220). Τυχόν συμφωνίες μεταξύ μεταβιβάζοντας πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος και δανειοληπτών περί ανεκχώρητου των μεταξύ τους απαιτήσεων δεν αντιτάσσονται στον εκδοχέα. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντας πιστωτικού ιδρύματος. Ο εκχωρητής θεωρείται αντίκλητος του εκδοχέα για οποιαδήποτε κοινοποίηση σχετίζεται με τη μεταβιβασθείσα απαίτηση. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, οι Εταιρίες Διαχείρισης της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου υποχρεούνται να αποδίδουν την εισφορά του άρθρου 1 του ν. 128/1975 (Α' 178), που βαρύνει τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων εφαρμοζομένων των διατάξεων του ως άνω νόμου και των κατ'εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων.
4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1. Καταβολή προς το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον δανειολήπτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου.
5. Καταπιστευτική μεταβίβαση των απαιτήσεων του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος δεν επιτρέπεται και οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει. Επιτρέπεται η αναπροσαρμογή ή πίστωση του τιμήματος της πώλησης και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης κατά τους όρους της σχετικής σύμβασης και τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. ΑΚ.και με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος.
6. Αν η μεταβιβαζόμενη απαίτηση του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ασφαλίζεται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο παρεπόμενο δικαίωμα ή προνόμιο, το οποίο έχει υποβληθεί σε δημοσιότητα με καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο ή αρχείο, για τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου είναι απαραίτητη η καταχώριση της βεβαίωσης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 και σχετική μνεία σε περίληψη του εμπράγματου βάρους, του παρεπόμενου δικαιώματος ή του προνομίου. Από την καταχώριση για κάθε ενέχυρο σε σχέση με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος επέρχονται τα αποτελέσματα των άρθρων 39 και 44 του ν.δ. 17.7/ 13.8.1923.
7. Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων του παρόντος νόμου, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου. Σε περίπτωση που μεταβιβάζεται απαίτηση από εξυπηρετούμενο δάνειο ή πίστωση, για την εξυπηρέτηση του οποίου έχει συμφωνηθεί κυμαινόμενο επιτόκιο, ο εκδοχέας δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να προσδιορίσει περιθώριο, επιπλέον του επιτοκίου αναφοράς, υψηλότερο εκείνου που είχε προσδιορίσει το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα κατά το χρόνο καταχώρισης της μεταβίβασης, ακόμα κι αν τέτοιο δικαίωμα υφίστατο συμβατικά για τον εκχωρητή.
8. Η εφαρμογή των άρθρων 1 έως 3 του παρόντος νόμου αναστέλλεται ως προς τις δανειακές συμβάσεις και πιστώσεις με υποθήκη ή με προσημείωση υποθήκης πρώτης κατοικίας σε ακίνητα αντικειμενικής αξίας έως εκατό σαράντα χιλιάδων (140.000) ευρώ μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2017. Πάσης φύσεως δάνεια που εγγυάται ή έχει εγγυηθεί το Ελληνικό Δημόσιο εξαιρούνται από την εφαρμογή των άρθρων 1 έως 3Α του παρόντος νόμου.»

2. Μετά το άρθρο 3 του ν. 4354/2015 (Α'176) προστίθεται νέο άρθρο 3Α ως εξής:
« Αρθρο 3Α Φορολογικές και άλλες ρυθμίσεις
1. Η υπεραξία από τη μεταβίβαση απαιτήσεων σε εταιρία της περίπτωσης β' της παρ. 1 του άρθρου 1 υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος με βάση τις γενικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α' 167). Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται ανάλογα και στην υπεραξία που αποκτούν οι παραπάνω εταιρίες από τη μεταγενέστερη μεταβίβαση απαιτήσεων που έχουν αποκτήσει κατ' εφαρμογή των διατάξεων αυτού του νόμου.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 64 του ν. 4172/2013 εφαρμόζονται ανάλογα και για τους τόκους που καταβάλλονται σε εταιρίες της περίπτωσης β' της παρ. 1 του άρθρου 1 από απαιτήσεις που έχουν αποκτήσει κατ' εφαρμογή των διατάξεων αυτού του νόμου, καθώς και από δάνεια ή πιστώσεις που χορηγούν οι εταιρίες της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 1 σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
3. Για τις συμβάσεις μεταβίβασης απαιτήσεων του άρθρου 3, για τις συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης του άρθρου 2, καθώς και για τη διαχείριση απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000, Α' 248).
4. Οι συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που καταρτίζουν οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων σύμφωνα με την παρ. 20 του άρθρου 1 απαλλάσσονται από τέλη χαρτοσήμου.
5. Για κάθε καταχώριση ή εγγραφή σε οποιοδήποτε δημόσιο βιβλίο ή μητρώο που τηρείται σε υποθηκοφυλακείο, ενεχειροφυλακείο ή κτηματολόγιο, σύμβασης της παρ. 1 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, καταβάλλονται μόνο πάγια τέλη δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ, αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης επιβάρυνσης αμοιβής ή τέλους. Το ως άνω ποσό αναλύεται ως εξής:
α) Στην περίπτωση των έμμισθων υποθηκοφυλακείων, αποδίδονται δύο χιλιάδες εκατόν είκοσι πέντε (2.125) ευρώ στο Δημόσιο και τριακόσια εβδομήντα πέντε (375) ευρώ στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ..
β) Στην περίπτωση των άμισθων υποθηκοφυλακείων, αποδίδονται χίλια επτακόσια πενήντα (1.750) ευρώ στο Δημόσιο, τριακόσια εβδομήντα πέντε (375) ευρώ στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. και τριακόσια εβδομήντα πέντε (375) ευρώ στο άμμισοθο υποθηκοφυλακείο.
Τα δικαιώματα που εισπράττονται από τα υποθηκοφυλακεία σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, κατά τη μεταβατική περίοδο λειτουργίας τους ως Κτηματολογικών Γραφείων προσαυξάνονται κατά το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, το οποίο και αποδίδεται στην ΕΚ- ΧΑ Α.Ε.. Όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την είσπραξη και απόδοση από τον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου των ως άνω Δικαιωμάτων στην ΕΚΧΑ Α. Ε. καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά από πρόταση της ΕΚΧΑ Α.Ε.. Το κόστος εγγραφής που προκύπτει από την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου δεν μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να μετακυλιστεί στον οφειλέτη και τον εγγυητή του δανείου.

1. Οι διατάξεις του παρόντος υποκεφαλαίου εφαρμόζονται και σε αιτήσεις χορήγησης άδειας που έχουν υποβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4354/2015, πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 70 του παρόντος. Η Τράπεζα της Ελλάδος καλεί εγγράφως τις εταιρίες που έχουν ήδη υποβάλει αίτηση να συμμορφωθούν με τις διατάξεις του παρόντος νόμου εντός εύλογης προθεσμίας, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες από την κοινοποίηση της σχετικής πρόσκλησης. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου εκκινούν εκ νέου οι προθεσμίες της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του ν. 4354/2015, όπως τροποποιείται με το άρθρο 70 του παρόντος.

2. Κανονιστικές πράξεις που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων των άρθρων 1 έως 3 του ν. 4354/2015, πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο 70 του παρόντος, εξακολουθούν να ισχύουν, εφόσον δεν είναι αντίθετες με τις νέες τροποποιούμενες διατάξεις, έως τη ρητή αντικατάσταση ή κατάργησή τους με νεότερες πράξεις.

3. Οι διατάξεις του άρθρου 3Α του ν. 4354/2015 έχουν εφαρμογή για συμβάσεις που καταρτίζονται, για εισοδήματα που αποκτώνται και για πληρωμές που πραγματοποιούνται από τη δημοσίευση του παρόντος.

Συνιστάται Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ.), το οποίο αποτελείται από τους Υπουργούς Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών.

 1. Το Συμβούλιο ενεργεί στο πλαίσιο των αποφάσεων και κατευθύνσεων του Υπουργικού Συμβουλίου και του Πρωθυπουργού και είναι αρμόδιο για:
α) τη διαμόρφωση και δημοσιοποίηση της στρατηγικής και των πολιτικών σχετικά με την οργάνωση ενός ολοκληρωμένου μηχανισμού αποτελεσματικής διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους, καθώς και την κατάρτιση και επικαιροποίηση ενός σχεδίου δράσης με δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα για την υλοποίηση της ανωτέρω στρατηγικής,
β) τη διαπίστωση δυσλειτουργιών και τη διατύπωση προτάσεων για τροποποίηση του υφιστάμενου νομικού πλαισίου σε θέματα διαδικαστικά και ουσιαστικά για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας στην επίλυση θεμάτων ιδιωτικού χρέους, συμπεριλαμβανομένης της επιτάχυνσης των διαδικασιών αναφορικά με τις καθυστερούμενες αποπληρωμές δανείων, τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την αγορά ακινήτων, στο μέτρο που επιδρά στη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους, και την άμεση ενεργοποίηση των αρμόδιων φορέων για τη διοικητική, επιχειρησιακή και νομοθετική υλοποίηση των ως άνω αναφερόμενων προτάσεων,
γ) την κατάρτιση δράσεων ευαισθητοποίησης και την αξιοποίηση όλων των μέσων επικοινωνίας που διαθέτει η Ελληνική Κυβέρνηση για την άμεση και αποτελεσματική ενημέρωση και υποστήριξη των πολιτών και των ενδιαφερομένων μερών σχετικά με τη λήψη αποφάσεων επί των ανωτέρω θεμάτων,
δ) τη δημιουργία ενός δικτύου παροχής δωρεάν συμβουλευτικών υπηρεσιών σε φυσικά και νομικά πρόσωπα για θέματα διαχείρισης οφειλών και το σχεδιασμό δράσεων ενημέρωσης και επιμόρφωσης νοικοκυριών και μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε θέματα χρηματοοικονομικής διαχείρισης,
ε) τη διαμόρφωση και επίβλεψη τήρησης των αναγκαίων χρονοδιαγραμμάτων για την υλοποίηση ενός στρατηγικού σχεδίου για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους.

2. Στο πλαίσιο της εντολής του, το Συμβούλιο ορίζει με απόφασή του την έννοια του «συνεργάσιμου δανειολήπτη» και προβαίνει ετησίως στην εκτίμηση των «εύλογων δαπανών διαβίωσης», με βάση τα ετήσια στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο δε ορισμός του «συνεργάσιμου δανειολήπτη» και η εκτίμηση των «εύλογων δαπανών διαβίωσης», που περιέχονται σε αυτήν, ενσωματώνονται και αποτελούν μέρος του Κώδικα Δεοντολογίας της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 (Α' 288), προκειμένου να αξιοποιηθούν στις απόπειρες εξωδικαστικού συμβιβασμού και ενώπιον των δικαστηρίων.

3. Για την παρακολούθηση της αποστολής του το Συμβούλιο υποβάλλει στον Πρωθυπουργό και στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου τριμηνιαίες συνοπτικές αναφορές και ετήσια αναλυτική έκθεση προόδου. Οι αναφορές και η έκθεση προόδου αναρτώνται σε ιστότοπο της Κυβέρνησης, ο οποίος θα προσδιοριστεί με απόφαση του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ..

1. Πρόεδρος του Συμβουλίου ορίζεται ο Υπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, ο οποίος το συγκαλεί σε τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον τέσσερις (4) φορές ετησίως, καθώς και όποτε κρίνεται αναγκαίο, συντονίζει το όργανο και εποπτεύει τις εργασίες του. Το Συμβούλιο συνεδριάζει, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου του, στην οποία ορίζεται ως εισηγητής ο κατά περίπτωση αρμόδιος Υπουργός.

2. Το Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία, την οποία διαπιστώνει ο Πρόεδρός του, όταν παρίστανται τα τρία τουλάχιστον μέλη του. Οι εισηγήσεις των αρμοδίων καθ' ύλην Υπουργών κοινοποιούνται σε όλα τα μέλη του Συμβουλίου τουλάχιστον δύο (2) ημέρες πριν τη συνεδρίαση του οργάνου.

3. Στο Συμβούλιο μπορεί να μετέχουν για θέματα αρμοδιότητάς τους, χωρίς δικαίωμα ψήφου, Αναπληρωτές Υπουργοί ή Υφυπουργοί ή οι Διοικητικοί ή Τομεακοί Γραμματείς της παραγράφου 3 του άρθρου 75, καθώς και ο Γενικός Γραμματέας Συντονισμού.

4. Προς εκπλήρωση της εντολής του το Συμβούλιο δύναται να απευθύνεται στον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς διατύπωση γνώμης επί ζητημάτων αρμοδιότητάς της και ο Διοικητής συμμετέχει, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου, ως παρατηρητής.

5. Το Συμβούλιο μπορεί να συμβουλεύεται ειδικούς εμπειρογνώμονες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) για ιδιαίτερα θέματα και προβλήματα, εφόσον το κρίνει αναγκαίο και σκόπιμο. Με απόφαση του Συμβουλίου, ορίζεται το ύψος της αποζημίωσης των ειδικών εμπειρογνωμόνων.

6. Το Συμβούλιο μπορεί, όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, να συγκροτεί με απόφασή του επιτροπές και ομάδες εργασίας από εξειδικευμένο προσωπικό του δημόσιου τομέα και ιδιώτες εμπειρογνώμονες, για την εξέταση και έρευνα θεμάτων που άπτονται των αρμοδιοτήτων του. Για τον καθορισμό αποζημίωσης των μελών των επιτροπών και ομάδων εργασίας της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται το άρθρο 21 του ν. 4354/2015 (Α' 176). Για την εφαρμογή του άρθρου 21 του ν. 4354/2015, ως καθ' ύλην αρμόδιος Υπουργός νοείται ο Υπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού.

7. Η γραμματειακή υποστήριξη και τεχνική εξυπηρέτηση του Συμβουλίου ανατίθεται στο Τμήμα Στρατηγικού Σχεδιασμού και Συντονισμού της υποπερίπτωσης αα' της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 81.

8. Οι δαπάνες λειτουργίας του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. βαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Οι αναγκαίες πιστώσεις εγγράφονται κάθε έτος στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και στο φορέα της παραγράφου 1 του άρθρου 95. Η διάθεση των πιστώσεων γίνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και η διενέργεια των αντίστοιχων δαπανών γίνεται από τον ίδιο Υπουργό ως κύριο διατάκτη. Αρμόδια για τη διαχείριση των πιστώσεων του προϋπολογισμού είναι η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού (άρθρο 14 του π.δ. 116/2014, Α' 185).

1. Συνιστάται Συντονιστική Επιτροπή για τη Διαχείριση του Ιδιωτικού Χρέους.

2. Πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής είναι ο Ειδικός Τομεακός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους του άρθρου 80, ο οποίος είναι αρμόδιος και για τα ζητήματα της εσωτερικής οργάνωσης και της λειτουργίας αυτής.

3. Μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής είναι:
α) Ο Τομεακός Γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού,
β) ο Διοικητικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
γ) ο Διοικητικός Γραμματέας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και
δ) ο Τομεακός Γραμματέας Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.

4. Η Συντονιστική Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρό της, ο οποίος καθορίζει και την ημερήσια διάταξη. Σε περίπτωση κωλύματος του Προέδρου, προεδρεύει ο Τομεακός Γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού. Η Συντονιστική Επιτροπή συνεδριάζει τακτικά, τουλάχιστον τέσσερις (4) φορές ετησίως, και όποτε κρίνεται σκόπιμο. Για τις συνεδριάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής ενημερώνονται ο Πρωθυπουργός, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, οι Υπουργοί που συμμετέχουν στο ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ., ο Τομεακός Γραμματέας Συντονισμού και η Τράπεζα της Ελλάδος, οι οποίοι δικαιούνται να ορίσουν εκπροσώπους τους που συμμετέχουν στη συνεδρίαση ως παρατηρητές.

5. Η Συντονιστική Επιτροπή επικουρείται στο έργο της και στις συνεδριάσεις της μπορεί να μετέχουν, ύστερα από πρόσκληση του Ειδικού Τομεακού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, εκπρόσωποι φορέων, όπως το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η Ελληνική Ένωση Τραπεζών, στελέχη της δημόσιας διοίκησης και ανεξάρτητων αρχών, καθώς και εμπειρογνώμονες, ιδιώτες ή μη, με διεθνή εμπειρία.

6. Η γραμματειακή υποστήριξη και τεχνική εξυπηρέτηση της Συντονιστικής Επιτροπής παρέχεται από το Τμήμα Στρατηγικού Σχεδιασμού και Συντονισμού της υποπερίπτωσης αα' της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 81.

7. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής δεν αμείβονται.

8. Οι δαπάνες λειτουργίας της Συντονιστικής Επιτροπής βαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Οι αναγκαίες πιστώσεις εγγράφονται, κάθε έτος στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και στον φορέα της παραγράφου 1 του άρθρου 95. Η διάθεση των πιστώσεων γίνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και η διενέργεια των αντίστοιχων δαπανών γίνεται από τον ίδιο Υπουργό ως κύριο διατάκτη. Αρμόδια για τη διαχείριση των πιστώσεων του προϋπολογισμού είναι η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού (άρθρο 14 του π.δ. 116/2014, Α' 185).

1. Η Συντονιστική Επιτροπή δρώντας στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου:
α) εισηγείται προς το Συμβούλιο προτάσεις για τροποποίηση του υφιστάμενου νομικού και θεσμικού πλαισίου για τα θέματα που περιγράφονται στο άρθρο 73,
β) εξειδικεύει τις λεπτομέρειες για την υλοποίηση του σχεδίου δράσης σύμφωνα με τις γενικές κατευθύνσεις, τις προτεραιότητες των ανατεθειμένων δράσεων και τους στόχους των αποφάσεων του Συμβουλίου, παρακολουθεί το ταχθέν από το Συμβούλιο χρονοδιάγραμμα ενεργειών, προϋπολογισμό δράσεων, ενημερώνει το Συμβούλιο και συντονίζει το έργο της διαχείρισης,
γ) εισηγείται τροποποιήσεις των βασικών κατευθύνσεων και του σχεδιασμού δράσεων και έργων, ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα και η επιτάχυνσή τους,
δ) ασκεί τον επιτελικό συντονισμό και παρακολούθηση του έργου της αποτελεσματικής διαχείρισης του μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους και των διαφόρων ομάδων που εργάζονται στο πλαίσιο αυτό και
ε) επικουρεί το ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. στη σύνταξη των αναφορών και της έκθεσης της παραγράφου 3 του άρθρου 73.

2. Η Συντονιστική Επιτροπή, με σκοπό την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων που ορίζονται στην παράγραφο 1, συλλέγει και αξιοποιεί κάθε είδους υφιστάμενα στοιχεία και μελέτες και παρακολουθεί την υλοποίηση και την αποτελεσματικότητα των δράσεων που έχουν αναληφθεί. Για την υποβοήθηση των επιμέρους δραστηριοτήτων της, η Συντονιστική Επιτροπή μπορεί να εισηγείται τη σύσταση ή τροποποίηση ομάδων εργασίας και ομάδων διοίκησης έργου, ad hoc ομάδων εργασίας από εξειδικευμένο προσωπικό του δημόσιου τομέα και ιδιώτες εμπειρογνώμονες και να προτείνει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους. Η Συντονιστική Επιτροπή περιγράφει το έργο, τα χρονοδιαγράμματα και τα παραδοτέα των ομάδων εργασίας, καθώς και το ύψος των οικονομικών πόρων που θα διατεθούν.

1. Οι Διοικητικοί και οι Τομεακοί Γραμματείς, που είναι μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής, σχεδιάζουν και υλοποιούν επιμέρους δράσεις, που αφορούν στην Εθνική Στρατηγική για τη Διαχείριση του Ιδιωτικού Χρέους, εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου τους, όπως περιγράφονται στο άρθρο 76, και ιδίως αναφορικά με:
α) την εκπροσώπηση των Υπουργείων σε συσκέψεις για την πολιτική διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους και την υλοποίησή της·
β) τον καθορισμό των λεπτομερειών και των χρονοδιαγραμμάτων των απαιτούμενων ενεργειών εντός των αρμοδιοτήτων των Υπουργείων τους, στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους·
γ) την προετοιμασία προτάσεων ως προς τις τεχνικές τους λεπτομέρειες και της διαβούλευσης με άλλους ενδιαφερομένους επ' αυτών·
δ) την καθοδήγηση της προετοιμασίας νομοθετικών πρωτοβουλιών και της σύνταξης εκθέσεων αξιολόγησης κανονιστικών - ρυθμιστικών επιπτώσεων·
ε) τη συνεργασία με τρίτα εμπλεκόμενα μέρη, για σχετικά τεχνικά στοιχεία της στρατηγικής·
στ) τη διατήρηση και ενημέρωση στοιχείων του κειμένου της Εθνικής Στρατηγικής διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους της περίπτωσης ιστ' της παραγράφου 2 του άρθρου 79, τα οποία υπάγονται στο πεδίο των αρμοδιοτήτων τους·
ζ) το συντονισμό με άλλα συναρμόδια Υπουργεία ως προς τις ενέργειες που απαιτούνται·
η) την αναφορά στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους της προόδου στην υλοποίηση των απαιτούμενων ενεργειών·
θ) την έγκαιρη προώθηση δεδομένων και πληροφοριών των αντίστοιχων Υπουργείων·
ι) τη συγκρότηση επιτροπών και ομάδων εργασίας από εξειδικευμένο προσωπικό του δημόσιου τομέα και ιδιώτες εμπειρογνώμονες, για την εξέταση και έρευνα θεμάτων που άπτονται του σχεδιασμού και της υλοποίησης επιμέρους δράσεων εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του αντίστοιχου Υπουργείου· το άρθρο 21 του ν. 4354/2015 εφαρμόζεται και στις επιτροπές και ομάδες εργασίας της παρούσας περίπτωσης.

2. Οι υπηρεσίες του δημοσίου τομέα και κάθε άλλος εμπλεκόμενος φορέας του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα, συνεργάζονται με τη Συντονιστική Επιτροπή και το Συμβούλιο για την άμεση υλοποίηση των αποφάσεων αυτού, καθώς και την προώθηση των απαιτούμενων δράσεων.

Συνιστάται Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.), η οποία είναι αυτοτελής δημόσια υπηρεσία, υπαγόμενη στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ.). Έδρα της ορίζεται η Αθήνα, δυνάμενη να μεταβληθεί με απόφαση του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ.

1. Η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους έχει ως αποστολή:
α) την υποστήριξη του έργου του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ., με τη συνδρομή στο σχεδιασμό και την υλοποίηση της εθνικής στρατηγικής για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους,
β) την οργάνωση και τη διαμόρφωση της πολιτικής για την ενημέρωση και την υποστήριξη προς ενδιαφερόμενους για λήψη δανείου και δανειολήπτες, καθώς και τη χρηματοοικονομική εκπαίδευση νοικοκυριών και μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, και
γ) τον επιχειρησιακό συντονισμό της Συντονιστικής Επιτροπής.

2. Στο πλαίσιο αυτής της αποστολής ασκεί τις παρακάτω αρμοδιότητες:
α) Συνδράμει στο σχεδιασμό και την υλοποίηση της εθνικής στρατηγικής για την οργάνωση ενός ολοκληρωμένου μηχανισμού αποτελεσματικής διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους και αποφυγής της υπερχρέωσης μέσω και του σχεδιασμού δράσεων χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης.
β) Εισηγείται τους άξονες και την εξειδίκευση των επιμέρους στόχων της στρατηγικής για την αντιμετώπιση του προβλήματος της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ιδιωτικών δανείων και εν γένει του ιδιωτικού χρέους.
γ) Επεξεργάζεται θέσεις, γενικές κατευθύνσεις και προτάσεις για τη βελτίωση της υφιστάμενης νομοθεσίας που ρυθμίζει την αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους και εισηγείται προς το ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. τη λήψη νομοθετικών μέτρων βελτίωσής της. Στην παραπάνω αρμοδιότητα περιλαμβάνεται και η υποβολή προτάσεων προς το ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. σχετικά με τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την αγορά ακινήτων, λόγω ιδίως της σημασίας τους ως εμπράγματης εξασφάλισης οφειλών.
δ) Εισηγείται στο ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. την οργάνωση, την αξιολόγηση και συνδράμει στον έλεγχο συστήματος παρακολούθησης δράσεων ευαισθητοποίησης για την άμεση και αποτελεσματική ενημέρωση και υποστήριξη των πολιτών και των ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με τη λήψη αποφάσεων επί θεμάτων ανάληψης και διαχείρισης χρέους.
ε) Παρακολουθεί τη λειτουργία διεθνών ή μη επιτροπών και ομάδων εργασίας σε σχετικά θέματα και εισηγείται στα αρμόδια κυβερνητικά όργανα τον ορισμό εκπροσώπων.
στ) Μεριμνά για την ομαλή λειτουργία του δικτύου ενημέρωσης και υποστήριξης δανειοληπτών, που θα παρέχει οικονομικής και νομικής φύσεως συμβουλευτικές υπηρεσίες προς ενδιαφερόμενους δανειολήπτες, φυσικά και νομικά πρόσωπα (νοικοκυριά, πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις), για ζητήματα σύναψης νέων δανείων, διαχείρισης υφιστάμενων οφειλών ενήμερων ή σε καθυστέρηση και εν γένει για θέματα χρηματοοικονομικής διαχείρισης, και συντονίζει τη λειτουργία των Κέντρων Ενημέρωσης - Υποστήριξης Δανειοληπτών (Κ.Ε.Υ.Δ.).
ζ) Αναπτύσσει και διατηρεί ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ο.Π.Σ.), το οποίο περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία στοιχεία για την υποβολή αιτημάτων, τον προγραμματισμό και την επεξεργασία τους.
η) Διοργανώνει σεμινάρια για την κατάρτιση και εκπαίδευση υπαλλήλων και λειτουργών των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων που ασχολούνται με τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους, καθώς και με την εκπαίδευσή τους στη χρήση του Πληροφοριακού Συστήματος Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.
θ) Συντάσσει εισηγήσεις, εκθέσεις και αναφορές για θέματα της αρμοδιότητάς της.
ι) Υποβάλλει προς το ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. ετήσια έκθεση πεπραγμένων.
ια) Συντονίζει το έργο των εμπλεκόμενων κρατικών φορέων και υπηρεσιών, όπως τα συναρμόδια Υπουργεία και η Ανεξάρτητη Αρχή «Συνήγορος του Καναναλωτή», και συμμετέχει στα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κάθε ζήτημα που αφορά στη διαχείριση των θεμάτων αρμοδιότητάς της.
ιβ) Παρέχει τεχνική υποστήριξη στο ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. για διαμόρφωση εθνικών θέσεων για θέματα αρμοδιότητάς της.
ιγ) Σχεδιάζει προγράμματα πληροφόρησης και ευαισθητοποίησης των ενδιαφερόμενων φορέων και του κοινού για θέματα αρμοδιότητάς της και προώθησης των συμμετοχικών διαδικασιών.
ιδ) Έχει την ευθύνη λειτουργίας τηλεφωνικού κέντρου (help desk) για την καθοδήγηση και ενημέρωση των δανειοληπτών και των εν γένει ενδιαφερομένων για λήψη δανείου.
ιε) Έχει την ευθύνη λειτουργίας ιστοσελίδας, με διαδικτυακό εργαλείο υπολογισμού των «εύλογων δαπανών» και διαχείρισης δηλώσεων, στην οποία θα αναρτώνται η απόφαση και οι κατ' έτος εκτιμήσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 73, καθώς και υποδείγματα εντύπων, με οδηγίες και αυτοματοποιημένο τρόπο συμπλήρωσης και επαλήθευσης/επικύρωσης, του ν. 3869/2010 (Α' 130), ενδεικτικά: αίτηση προς τα πιστωτικά ιδρύματα για παροχή στοιχείων, κατάσταση της περιουσίας και των εισοδημάτων του οφειλέτη, κατάσταση πιστωτών, κατάσταση μεταβιβάσεων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, σχέδιο διευθέτησης οφειλών, υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα του περιεχομένου της αίτησης της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010, υπόδειγμα υπολογισμού ικανότητας αποπληρωμής της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010), καθώς και της τυποποιημένης κατάστασης οικονομικής πληροφόρησης κατά τον Κώδικα Δεοντολογίας του ν. 4224/2013 (Β' 2289/2014) στην ίδια ιστοσελίδα θα παρέχονται πληροφορίες στους οφειλέτες (σε απλούς όρους και με παραπομπή στο οικείο θεσμικό πλαίσιο και σε πηγές περαιτέρω πληροφόρησης) για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους (ιδίως κατά τον Κώδικα Δεοντολογίας), τους εξουσιοδοτημένους να παράσχουν συμβουλευτική συνδρομή φορείς, καθώς και άλλες συναφείς πληροφορίες.
ιστ) Συντάσσει και υποβάλλει μέσω του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου: αα) επικαιροποιημένο κείμενο της Εθνικής Στρατηγικής για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους, ββ) συνοπτικές τριμηνιαίες αναφορές για την πρόοδο της διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους, γγ) αναλυτικές ετήσιες εκθέσεις για την πρόοδο της διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους. Η επικαιροποιημένη Εθνική Στρατηγική, οι αναφορές και οι εκθέσεις αναρτώνται και σε ιστότοπο της Κυβέρνησης, ο οποίος θα προσδιοριστεί με απόφαση του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ..
ιζ) Συνεργάζεται με την Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο της παραγράφου 1 του άρθρου 96.

1. Στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους προΐσταται Ειδικός Τομεακός Γραμματέας, με βαθμό 1ο της κατηγορίας ειδικών θέσεων, ο οποίος διορίζεται με απόφαση του Πρωθυπουργού που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατόπιν εισήγησης του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ..

2. Οι διατάξεις που ισχύουν για τους Ειδικούς Τομεακούς Γραμματείς του άρθρου 6 του ν. 4369/2016 (Α' 33) εφαρμόζονται και για τον Ειδικό Τομεακό Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. Η θητεία του Γραμματέα παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι το διορισμό νέου, η παράταση όμως δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι (6) μήνες. Οι διατάξεις της παραγράφου 17 του άρθρου 55 και της παραγράφου 6 του άρθρου 56 του π.δ. 63/2005 (Α' 98) ισχύουν και για τον Ειδικό Τομεακό Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.

3. Ο Γραμματέας ασκεί όλες τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στο πλαίσιο λειτουργίας της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. ή ανατίθενται σε αυτήν από άλλες διατάξεις.

4. Ο Γραμματέας μπορεί να συμβουλεύεται ειδικούς εμπειρογνώμονες, προκειμένου να μεγιστοποιεί την αποτελεσματικότητα της Γραμματείας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Οικονομικών, κατόπιν πρότασης του Γραμματέα, ορίζεται το ύψος της αποζημίωσης των ειδικών εμπειρογνωμόνων.

5. Ο Γραμματέας μπορεί, όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, να συγκροτεί με απόφασή του επιτροπές και ομάδες εργασίας από εξειδικευμένο προσωπικό του δημόσιου τομέα και ιδιώτες εμπειρογνώμονες, για την εξέταση και έρευνα θεμάτων που άπτονται των αρμοδιοτήτων της Γραμματείας, καθώς και της εύρυθμης λειτουργίας αυτής. Για τον καθορισμό αποζημίωσης των μελών των επιτροπών και ομάδων εργασίας της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται το άρθρο 21 του ν. 4354/2015 (Α' 176). Για την εφαρμογή του άρθρου 21 του ν. 4354/2015, ως καθ' ύλην αρμόδιος Υπουργός νοείται ο Υπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού ο οποίος αποφασίζει κατόπιν εισήγησης του Γραμματέα.

1. Η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους διαρθρώνεται ως εξής:
α) Γραφείο Ειδικού Τομεακού Γραμματέα
β) Κεντρική Υπηρεσία:
αα) Τμήμα Στρατηγικού Σχεδιασμού και Συντονισμού
ββ) Τμήμα Οργάνωσης, Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης
γγ) Διεύθυνση Ενημέρωσης - Υποστήριξης Δανειοληπτών:
γαγαα) Τμήμα Τηλεφωνικού Κέντρου και Πληροφοριακού Υλικού
γβγββ) Τμήμα Παρακολούθησης Λειτουργίας Κ.Ε.Υ.Δ.
δδ) Τμήμα Νομικής Υποστήριξης
εε) Τμήμα Παροχής Οικονομικών Συμβουλών
στστ) Γραφείο Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων
ζζ) Γραφείο Εσωτερικού Ελέγχου και Εσωτερικών Υποθέσεων
γ) Περιφερειακές Υπηρεσίες
Ως περιφερειακές υπηρεσίες, σε επίπεδο τμήματος, ορίζονται τριάντα (30) Κέντρα Ενημέρωσης - Υποστήριξης Δανειοληπτών (Κ.Ε.Υ.Δ.).

2. Η Διεύθυνση Ενημέρωσης - Υποστήριξης Δανειοληπτών, τα τμήματα Στρατηγικού Σχεδιασμού και Συντονισμού, Οργάνωσης, Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης, Νομικής Υποστήριξης και Παροχής Οικονομικών Συμβουλών και τα γραφεία Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων και Εσωτερικού Ελέγχου και Εσωτερικών Υποθέσεων είναι αυτοτελή και υπάγονται απευθείας στον Ειδικό Τομεακό Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.

Το Γραφείο του Ειδικού Τομεακού Γραμματέα επικουρεί το Γραμματέα στην άσκηση των καθηκόντων του, έχει την επιμέλεια της αλληλογραφίας του και την τήρηση των σχετικών αρχείων και στοιχείων και οργανώνει την επικοινωνία του με τις υπηρεσίες και τους πολίτες.

Αρμοδιότητες του Τμήματος Στρατηγικού Σχεδιασμού και Συντονισμού είναι:
α) Η συγκέντρωση και επεξεργασία όλων των διαθέσιμων πληροφοριών και κάθε πρόσφορου στοιχείου, που αφορούν σε θέματα πρόληψης και καταπολέμησης της υπερχρέωσης.
β) Η δημιουργία βάσης στατιστικών δεδομένων και πληροφοριών, η οποία αξιοποιείται για το σχεδιασμό της εθνικής στρατηγικής για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους.
γ) Η διεξαγωγή μελετών και ερευνών για θέματα πρόληψης και καταπολέμησης της υπερχρέωσης.
δ) Η ανάπτυξη καινοτομικών εργαλείων ή υπηρεσιών για την πρόληψη ή την καταπολέμηση της υπερχρέωσης.
ε) Η προετοιμασία του επικαιροποιημένου κειμένου της Εθνικής Στρατηγικής για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους, καθώς και των τριμηνιαίων αναφορών και της ετήσιας έκθεσης κατά την περίπτωση ιστ' της παραγράφου 2 του άρθρου 79.
στ) Ο συντονισμός του έργου των κρατικών φορέων και υπηρεσιών για το σχεδιασμό και την υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους, συνδράμοντας στον διυπουργικό συντονισμό και την έγκαιρη υλοποίηση των δράσεων.
ζ) Η γραμματειακή υποστήριξη και τεχνική εξυπηρέτηση του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. και της Συντονιστικής Επιτροπής.
η) Η διοικητική υποστήριξη της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 του άρθρου 96 συνεργασίας με την Τράπεζα της Ελλάδος.

Αρμοδιότητες του Τμήματος Οργάνωσης, Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης είναι:
α) Η ανάπτυξη, διαχείριση, παρακολούθηση και ο συντονισμός των λειτουργιών της διοίκησης προσωπικού, της διοικητικής οργάνωσης και της υποστήριξης των υπηρεσιών της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.
β) Η ανάπτυξη των διοικητικών δραστηριοτήτων των υπηρεσιών, η θέσπιση διαδικασιών των υπηρεσιών και η αξιολόγηση της ποιότητας των παραγομένων διοικητικών αποτελεσμάτων.
γ) Ο σχεδιασμός και η διαμόρφωση των διαύλων υπηρεσιακής επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ των οργανικών μονάδων της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους και άλλων φορέων για την πλήρη και επαρκή υποστήριξη του διοικητικού τους έργου.
δ) Η προαγωγή της ορθολογικής ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού και η αποτελεσματική και με διαφάνεια άσκηση των αρμοδιοτήτων της διοίκησης προσωπικού και της διοικητικής οργάνωσης.
ε) Η εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας που αφορά στην υπηρεσιακή κατάσταση και στις υπηρεσιακές μεταβολές του προσωπικού.
στ) Η καταγραφή των υπηρεσιακών αναγκών και η εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας που αφορά σε θέματα στελέχωσης.
ζ) Η τήρηση αρχείου, πρωτοκόλλου και η διακίνηση της αλληλογραφίας.
η) Η αποτελεσματική και αξιόπιστη διοικητική υποστήριξη των οργανικών μονάδων.
θ) Η ανίχνευση των εκπαιδευτικών αναγκών του προσωπικού της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., σε συνεργασία με φορείς παροχής πιστοποιημένης επιμόρφωσης, και ο σχεδιασμός και οργάνωση προγραμμάτων εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, γενικού ή ειδικού ενδιαφέροντος, καθώς και επαγγελματικής εξειδίκευσης.
ι) Ο διοικητικός συντονισμός των υπηρεσιών της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ..
ια) Η παροχή εν γένει τεχνικής υποστήριξης.
ιβ) Η υλοποίηση, επίβλεψη και συντονισμός των διαδικασιών για τη στέγαση των υπηρεσιακών μονάδων, τη
χωροταξική κατανομή του προσωπικού καθώς και τη συντήρηση, βελτίωση και φύλαξη των χώρων.
ιγ) Η αποτελεσματική και με διαφάνεια προμήθεια κάθε είδους υλικών και άυλων αγαθών με σύγχρονες διαδικασίες και με κριτήρια κόστους - οφέλους.
ιδ) Η ενιαία οικονομική διαχείριση και o έλεγχος των οικονομικών υποθέσεων και λειτουργιών της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και ευθύνης, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομίας Ανάπτυξης και Τουρισμού κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 95.
ιε) Η οικονομική παρακολούθηση των Κέντρων Ενημέρωσης - Υποστήριξης Δανειοληπτών (Κ.Ε.Υ.Δ.) σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και ευθύνης, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομίας Ανάπτυξης και Τουρισμού κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 95.
ιστ) Η μέριμνα για την απρόσκοπτη λειτουργία του συνόλου των υποδομών (εξοπλισμού, εξυπηρετητών, λειτουργικών συστημάτων, δικτύων και επικοινωνιών) και την υποστήριξη των χρηστών της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, εφαρμόζοντας τις βέλτιστες τεχνολογικές πρακτικές που θα συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ποιότητας των παρεχόμεομένων υπηρεσιών, με ταυτόχρονη μείωση του λειτουργικού κόστους.
ιζ) Η εκπόνηση δράσεων για την τεχνολογική στρατηγική, τον έλεγχο ποιότητας, τη διερεύνηση αναγκών, το σχεδιασμό και τη διαχείριση έργων για θέματα Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης στους τομείς δράσης της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, με στόχο την παροχή ποιοτικών και ασφαλών ψηφιακών υπηρεσιών προς τον πολίτη και το κράτος.

Αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Ενημέρωσης - Υποστήριξης Δανειοληπτών είναι οι ακόλουθες και κατανέμονται μεταξύ των τμημάτων της ως εξής:
1. Τμήμα Τηλεφωνικού Κέντρου και Πληροφοριακού Υλικού.
α) Η ευθύνη λειτουργίας τηλεφωνικού κέντρου (help desk) για την καθοδήγηση και ενημέρωση των δανειοληπτών και των εν γένει ενδιαφερομένων για λήψη δανείου
β) Η εκπόνηση πληροφοριακού υλικού, προκειμένου αυτό να αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της περίπτωσης ιε' της παραγράφου 2 του άρθρου 79.
γ) Η εκπόνηση έντυπου πληροφοριακού υλικού, το οποίο θα παρέχει συνοπτικά τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στην ανωτέρω ιστοσελίδα και θα διανέμεται, ιδίως μέσω των Κέντρων Ενημέρωσης - Υποστήριξης Δανειοληπτών και των υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων.
2. Τμήμα Παρακολούθησης Λειτουργίας Κ.Ε.Υ.Δ..
α) Η διαχείριση και παρακολούθηση της λειτουργίας των τριάντα (30) Κέντρων Ενημέρωσης - Υποστήριξης Δανειοληπτών, του άρθρου 92.
β) Η ενημέρωση του Γραμματέα για προβλήματα που παρατηρούνται αναφορικά με την αποδοτική λειτουργία των Κ.Ε.Υ.Δ..
γ) Η κατάρτιση προτάσεων προς τον Γραμματέα για την αποδοτικότερη λειτουργία των Κ.Ε.Υ.Δ. ή για διεύρυνση των παρεχόμενων από αυτά υπηρεσιών.

Αρμοδιότητα του Τμήματος Νομικής Υποστήριξης είναι η παροχή συμβουλευτικής νομικής υποστήριξης στις υπόλοιπες μονάδες της Κεντρικής Υπηρεσίας, καθώς και στα Κέντρα Ενημέρωσης - Υποστήριξης Δανειοληπτών.

Αρμοδιότητα του Τμήματος Οικονομικής Υποστήριξης είναι η παροχή οικονομικών συμβουλών στις μονάδες της Κεντρικής Υπηρεσίας και στα Κέντρα Ενημέρωσης - Υποστήριξης Δανειοληπτών.

Αρμοδιότητες του Γραφείου Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων είναι:
α) Ο σχεδιασμός και υλοποίηση δράσεων για τη χρηματοοικονομική ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών
β) Η δημοσιοποίηση της δραστηριότητας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, η προβολή του ρόλου της και η ενημέρωση του κοινού στους τομείς αρμοδιότητάς της, με την παραγωγή ειδήσεων και ενημερωτικού υλικού και τη διοχέτευσή τους στον κατάλληλο κατά περίπτωση αποδέκτη, με βάση την πληροφόρηση του Τμήματος από τις Υπηρεσίες ή και από συλλογή πρωτογενών στοιχείων.
γ) Η επεξεργασία προγράμματος και πολιτικής επικοινωνίας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους και η περιοδική αναφορά και ενημέρωση προόδου υλοποίησης του προγράμματος αυτού.
δ) Η μέριμνα για τη λειτουργία ιστοσελίδας κατά την περίπτωση ιε' της παραγράφου 2 του άρθρου 79.
ε) Η δημόσια προβολή των νέων πηγών πληροφόρησης κατά την περίπτωση ιε' της παραγράφου 2 του άρθρου 79, και τις περιπτώσεις α' και γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 85.
στ) Η διοργάνωση σεμιναρίων ενημέρωσης των οφειλετών για τις υποχρεώσεις, τις επιλογές και τα δικαιώματά τους.
ζ) Ο σχεδιασμός δράσεων ενημέρωσης, ευαισθητοποίησης και επιμόρφωσης φυσικών και νομικών προσώπων.
η) Η επικοινωνιακή υποστήριξη της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., όταν ανακύπτουν ζητήματα επικοινωνιακού χαρακτήρα, η ενημέρωση των υπηρεσιών αυτής για τα δημοσιευόμενα σχόλια, προτάσεις, παράπονα και απόψεις σε θέματα αρμοδιότητας της, η μέριμνα για την ανάλυση αυτών και για την απάντηση τους.
θ) Η συνοπτική, διαφανής, έγκαιρη και πλέον ενδεδειγμένη πληροφόρηση του Τύπου και των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας για θέματα αρμοδιότητας της
Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., συμπεριλαμβανομένης και της παραγωγής οπτικοακουστικού υλικού, ενημερωτικού και πληροφοριακού περιεχομένου σε θέματα αρμοδιότητάς της.

Αρμοδιότητες του Γραφείου Εσωτερικού Ελέγχου είναι:
α) Η διενέργεια ελέγχων στις μονάδες, όπου υπάρχουν περιθώρια κινδύνου κατάχρησης της ορθής διαχείρισης και της αποτελεσματικής αξιοποίησης των διαθέσιμων πόρων ή παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης.
β) Η διενέργεια ελέγχων για την τήρηση της ισχύουσας νομοθεσίας από τους υπαλλήλους της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ..
γ) Η εξέταση παραπόνων για τη συμπεριφορά υπαλλήλων της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ..

1. Στην Κεντρική Υπηρεσία της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους συνιστώνται εβδομήντα εννέα (79) θέσεις, οι οποίες κατανέμονται ως εξής:
α) Πενήντα επτά (57) θέσεις κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), εκ των οποίων:
αα) Πενήντα τρεις (53) θέσεις του κλάδου ή ειδικότητας ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού
ββαβ) Τρεις (3) θέσεις του κλάδου ή ειδικότητας ΠΕ Μηχανικών
γγαγ) Μία (1) θέση του κλάδου ή ειδικότητας ΠΕ Πληροφορικής
β) Επτά (7) θέσεις κατηγορίας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), εκ των οποίων:
αα) Έξι (6) θέσεις του κλάδου ή ειδικότητας ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού.
ββ) Μία (1) θέση του κλάδου ή ειδικότητας ΤΕ Πληροφορικής.
γ) Πέντε (5) θέσεις κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), του κλάδου ή ειδικότητας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.
δ) Δύο (2) θέσεις κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) του κλάδου ΥΕ Επιμελητών.
ε) Οκτώ (8) θέσεις νομικών συνεργατών με σχέση έμμισθης εντολής.

2. Τα απαιτούμενα προσόντα για την κάλυψη των ανωτέρω θέσεων είναι τα οριζόμενα στο π.δ. 50/2001 (Α' 39).

3. Με απόφαση του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. και ύστερα από προκήρυξη της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, η οποία θα περιλαμβάνει την περιγραφή του αντικειμένου των προς κάλυψη θέσεων, οι οργανικές θέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καλύπτονται με μετατάξεις, μεταφορές και αποσπάσεις μονίμων υπαλλήλων ή υπαλλήλων ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του δημοσίου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στο άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (Α' 101), κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, χωρίς να απαιτείται απόφαση ή σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων Υπηρεσιακών Συμβουλίων, με την ίδια σχέση εργασίας και με το ίδιο μισθολογικό καθεστώς, κατά τις διατάξεις του ν. 4354/2015. Ο χρόνος υπηρεσίας των αποσπασμένων λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας στην οργανική τους θέση και οι αποδοχές τους βαρύνουν τις υπηρεσίες από τις οποίες αποσπώνται.

4. Οι θέσεις των νομικών συνεργατών καλύπτονται με πρόσληψη δικηγόρων στο Εφετείο τουλάχιστον, κατόχων μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής και άριστη γνώση αγγλικής γλώσσας. Οι προσλήψεις των νομικών συνεργατών γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α' 208). Οι αποδοχές τους καθορίζονται σύμφωνα με το ν. 4354/2015.

5. Στο Γραφείο Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων συνιστάται μία (1) θέση δημοσιογράφου, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, στην οποία προσλαμβάνεται από τον Γραμματέα δημοσιογράφος είτε μέλος αναγνωρισμένης στην Ελλάδα επαγγελματικής δημοσιογραφικής οργάνωσης είτε με διετή τουλάχιστον προϋπηρεσία σε ημερήσια πολιτική ή οικονομική εφημερίδα ή σε περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας ή στη ραδιοφωνία ή στην τηλεόραση, που αποδεικνύεται από την καταβολή των εισφορών στον οικείο ασφαλιστικό φορέα με την ιδιότητα του δημοσιογράφου, ο οποίος μπορεί να ορίζεται προϊστάμενος του Γραφείου αυτού. Στη σύμβαση τίθεται υποχρεωτικά ο όρος ότι αυτή λύεται αυτοδικαίως και χωρίς αποζημίωση και ο προσληφθείς απολύεται με την αποχώρηση για οποιονδήποτε λόγο του Ειδικού Τομεακού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους που τον προσέλαβε. Στη θέση αυτή μπορεί, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, να αποσπάται δημοσιογράφος της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας.

6. Τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης και μισθολογίου του προσωπικού, ρυθμίζονται από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, ανάλογα με τη σχέση εργασίας των υπαλλήλων.

7. Το προσωπικό της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους υπάγεται στο Υπηρεσιακό και Πειθαρχικό Συμβούλιο του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, καθώς και στο Συμβούλιο Επιλογής Προϊσταμένων του ίδιου Υπουργείου (π.δ. 116/2014).

8. Με απόφαση του Ειδικού Τομεακού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους κατανέμονται οι θέσεις και το προσωπικό που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στις οργανικές μονάδες της Κεντρικής Υπηρεσίας της Γραμματείας. Η σύνθεση σε προσωπικό των οργανικών μονάδων της Κεντρικής Υπηρεσίας μπορεί να μεταβάλλεται οποτεδήποτε με απόφαση του Ειδικού Τομεακού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. Από τις θέσεις της παραγράφου 1 ο Γραμματέας μπορεί να τοποθετεί μέχρι τρεις (3) θέσεις κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), του κλάδου ή ειδικότητας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, στο Γραφείο Ειδικού Τομεακού Γραμματέα για τη γραμματειακή του υποστήριξη.

1. Για τους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων της Κεντρικής Υπηρεσίας εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 84 επ. του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), καθώς και του άρθρου 30 του ν. 4369/2016 (Α' 33). Οι προϊστάμενοι που επιλέγονται κατά τις διατάξεις αυτές, τοποθετούνται με απόφαση του Γραμματέα. Με όμοια απόφαση παύονται οι προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων στις περιπτώσεις της παραγράφου 10 του άρθρου 86 του ανωτέρω Κώδικα.

2. Ο χρόνος υπηρεσίας των αποσπασμένων σε θέσεις προϊσταμένων λογίζεται ότι έχει διανυθεί στην υπηρεσία από την οποία προέρχονται για κάθε συνέπεια και καλύπτει και τον τυχόν προβλεπόμενο, από τις διατάξεις που διέπουν την Υπηρεσία τους, χρόνο άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου, ως προϋπόθεση για προαγωγή σε επόμενο βαθμό ή για επιλογή σε θέση προϊσταμένου, οπότε λογίζεται ως χρόνος άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου στο επίπεδο της οργανικής μονάδας για την οποία γίνεται η επιλογή.

1. Ως περιφερειακές υπηρεσίες, σε επίπεδο τμήματος, ορίζονται τα τριάντα (30) Κέντρα Ενημέρωσης - Υποστήριξης Δανειοληπτών (Κ.Ε.Υ.Δ.) ως εξής:
α) Τρία Κ. Ε. Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Κεντρικού Τομέα Αθηνών.
β) Δύο Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Βόρειου Τομέα Αθηνών.
γ) Ένα Κ. Ε. Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Δυτικού Τομέα Αθηνών.
δ) Δύο Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Νότιου Τομέα Αθηνών.
ε) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Ανατολικής Αττικής.
στ) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Δυτικής Αττικής.
ζ) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Πειραιώς. η) Τρία Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης.
θ) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου. ι) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Καβάλας. ια) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Ημαθίας. ιβ) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Σερρών. ιγ) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Κοζάνης. ιδ) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων.
ιε) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Λάρισας. ιστ) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Μαγνησίας.
ιζ) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Εύβοιας. ιη) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Αχαΐας. ιθ) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Αιτωλοακαρνανίας.
κ) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Κορινθίας.
κα) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Μεσσηνίας.
κβ) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Ρόδου. κγ) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου.
κδ) Ένα Κ.Ε.Υ.Δ. στην Περιφερειακή Ενότητα Χανίων.

2. Η έδρα των ανωτέρω Κ.Ε.Υ.Δ., καθώς και η έναρξη λειτουργίας τους ορίζεται με απόφαση του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ..

3. Ο Γραμματέας μπορεί με απόφασή του να μετακινεί κλιμάκια υπαλλήλων σε πλησιέστερες Περιφερειακές Ενότητες, όπου δεν λειτουργούν Κ.Ε.Υ.Δ. για την εξυπηρέτηση των εκεί ενδιαφερομένων.

 1. Επιχειρησιακός στόχος των Κ.Ε.Υ.Δ. είναι η ενημέρωση και η υποστήριξη φυσικών και νομικών προσώπων (νοικοκυριών και μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων), με την παροχή οικονομικών και νομικών συμβουλευτικών υπηρεσιών για ζητήματα σύναψης δανείων, διαχείρισης ενήμερων ή ληξιπρόθεσμων οφειλών έναντι πιστωτικών, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και εταιριών του ν. 4354/ 2015, καθώς και εν γένει για θέματα χρηματοοικονομικής διαχείρισης.

2. Τα Κ.Ε.Υ.Δ. υποστηρίζονται στο έργο τους από τα Τμήματα της Κεντρικής Υπηρεσίας.

3. Ο Γραμματέας εκδίδει οδηγίες προς τα Κ.Ε.Υ.Δ. για τον ειδικότερο τρόπο άσκησης των αρμοδιοτήτων τους, όπως αυτές θα προσδιοριστούν κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 97.

1. Οι θέσεις του προσωπικού των Κ.Ε.Υ.Δ. ανέρχονται σε διακόσιες (200) και κατανέμονται ανά Κ.Ε.Υ.Δ. με απόφαση του Γραμματέα.

2. Με απόφαση του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. και ύστερα από προκήρυξη της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, η οποία θα περιλαμβάνει την περιγραφή του αντικειμένου των προς κάλυψη θέσεων, τουλάχιστον δύο (2) θέσεις ανά Κ.Ε.Υ.Δ. καλύπτονται με μετατάξεις, μεταφορές και αποσπάσεις μονίμων υπαλλήλων ή υπαλλήλων ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του δημοσίου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στο άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (Α'101), κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, χωρίς να απαιτείται απόφαση ή σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων Υπηρεσιακών Συμβουλίων, με την ίδια σχέση εργασίας και με το ίδιο μισθολογικό καθεστώς, κατά τις διατάξεις του ν. 4354/2015. Ο χρόνος υπηρεσίας των αποσπασμένων λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας στην οργανική τους θέση και οι αποδοχές τους βαρύνουν τις υπηρεσίες από τις οποίες αποσπώνται.

3. Οι θέσεις που δεν θα καλυφθούν με τις μετατάξεις, μεταφορές και αποσπάσεις της προηγούμενης παραγράφου, καταλαμβάνονται από εξειδικευμένους εξωτερικούς συμβούλους, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και ειδικότερα από πτυχιούχους νομικών ή οικονομικών ή κοινωνικών και πολιτικών επιστημών.

4. Με απόφαση του Γραμματέα προσλαμβάνεται το προσωπικό των θέσεων της προηγούμενης παραγράφου, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994, (Α' 28) ύστερα από προκήρυξη της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, στην οποία εξειδικεύονται τα εκάστοτε απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του προσωπικού που θα στελεχώσει κάθε Κ.Ε.Υ.Δ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του π.δ. 50/2001.

5. Η παράγραφος 6 του άρθρου 90, καθώς και το άρθρο 91 εφαρμόζονται και για το προσωπικό των Κ.Ε.Υ.Δ..

6. Το προσωπικό των Κ.Ε.Υ.Δ. υπάγεται στο Υπηρεσιακό και Πειθαρχικό Συμβούλιο της παραγράφου 7 του άρθρου 90.

1. Οι δαπάνες λειτουργίας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους βαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Οι αναγκαίες πιστώσεις εγγράφονται, κάθε έτος σε ιδιαίτερο φορέα και με ιδιαίτερους κωδικούς στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού. Η διάθεση των πιστώσεων γίνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και η διενέργεια των αντίστοιχων δαπανών γίνεται από τον Υπουργό Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού ως κύριο διατάκτη. Αρμόδια για τη διαχείριση των πιστώσεων του προϋπολογισμού είναι η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού (άρθρο 14 του π.δ. 116/2014).

2. Στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους ανήκει η διαχείριση, συντήρηση και εποπτεία των κτιρίων της, των εγκαταστάσεων, επίπλων, σκευών και κάθε άλλου εξοπλισμού τους, των μηχανημάτων και του αναλώσιμου ή μη υλικού που διατίθενται για τις ανάγκες των υπηρεσιών της.

3. Τα Κ.Ε.Υ.Δ. μπορούν να εγκατασταθούν και σε κτίρια είτε των Δήμων είτε των Περιφερειών είτε άλλων δημόσιων υπηρεσιών ή ν.π.δ.δ. που θα παραχωρηθούν βάσει προγραμματικής σύμβασης που θα συνταχθεί μεταξύ του παραχωρούντος και του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού. Με την προγραμματική σύμβαση μπορεί να συμφωνηθεί ότι εκείνος, που παραχωρεί το κτίριο, μπορεί να εκτελεί εργασίες και να διενεργεί πληρωμές για την ομαλή λειτουργία των Κ.Ε.Υ.Δ. εντός των κτιρίων του.

4. Η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους μπορεί να λειτουργεί ως δικαιούχος συγχρηματοδοτούμενων έργων στο πλαίσιο του ν. 4314/2014 (Α' 265).

1. Στο πλαίσιο των καταστατικών αρμοδιοτήτων της, η Τράπεζα της Ελλάδος διευκολύνει και υποστηρίζει τον ευρύτερο συντονισμό μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων και ενδιαφερομένων, καθώς και την παρακολούθηση της προόδου αναφορικά με το σχεδιασμό και την υλοποίηση της στρατηγικής για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να λαμβάνει, κατόπιν αιτήματός της ή με πρωτοβουλία της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους ή και των λοιπών εμπλεκόμενων φορέων, όποια στοιχεία και πληροφορίες απαιτούνται για την εκπλήρωση της εν λόγω αποστολής.

2. Για την επίτευξη των στόχων του παρόντος νόμου, συντάσσεται μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού.

1. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, Οικονομικών και Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, μπορούν να δημιουργούνται να καταργούνται και να συγχωνεύονται οργανικές μονάδες της Κεντρικής Υπηρεσίας της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., να ανακατανέμονται οι αρμοδιότητες, ανάμεσα στις μονάδες αυτές και να αναπροσαρμόζεται ο αριθμός των θέσεων του προσωπικού της Κεντρικής Υπηρεσίας και των Κ.Ε.Υ.Δ.. Η ανακατανομή των αρμοδιοτήτων ανάμεσα στις οργανικές μονάδες της Κεντρικής Υπηρεσίας μπορεί να γίνει και με απόφαση του Κ.Υ.Σ.Δ.Ι.Χ. που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

2. Ο Ειδικός Τομεακός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους μπορεί, με πράξη του που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να εξουσιοδοτεί τους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. να υπογράφουν αντί αυτού κατηγορίες πράξεων που σχετίζονται με τη Γραμματεία.

3. Με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, το ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. προσδιορίζει τις υπηρεσίες, που παρέχουν τα Κ.Ε.Υ.Δ., εντός των πλαισίων του επιχειρησιακού στόχου που προσδιορίζει η παράγραφος 1 του άρθρου 93. Με όμοια απόφαση μπορούν να συνιστώνται, να μετακινούνται, να καταργούνται και να συγχωνεύονται Κ.Ε.Υ.Δ..

4. Με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο Ειδικός Τομεακός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους μπορεί να καθορίζει τις ώρες προσέλευσης και αποχώρησης των υπαλλήλων των Κ.Ε.Υ.Δ., εντός του πλαισίου του άρθρου 1 της από 29.12.1980 πράξης νομοθετικού περιεχομένου (Α' 299), όπως αυτή κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1157/ 1981 (Α' 126) και ισχύει, καθώς και τις ημέρες και ώρες εισόδου του κοινού στα Κ.Ε.Υ.Δ..

5. Τα αρμόδια όργανα και ο τρόπος της διαχείρισης, συντήρησης και εποπτείας των κτιρίων και του εξοπλισμού της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 95, καθώς και κάθε άλλη σχετική με το θέμα αυτό λεπτομέρεια, ορίζονται με απόφαση του Ειδικού Τομεακού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται:
α) οι παράγραφοι 1, 1.α. και 1.β. του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 (Α' 288),
β) η υπ' αριθ. 6/2014 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Α' 39), όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις υπ' αριθ. 20/2015 και 23/2015 Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου (Α' 95 και Α' 122 αντίστοιχα).

1. Ατομικές ή κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση των καταργούμενων διατάξεων, διατηρούνται σε ισχύ, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

2. Ο ισχύων ορισμός του «συνεργάσιμου δανειολήπτη», όπως αποφασίστηκε από το ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. και παρατίθεται στον Κώδικα Δεοντολογίας του ν. 4224/2013 (Β'2289 /27.8.2014), διατηρείται σε ισχύ έως τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως νέου ορισμού, που θα εκδοθεί σε αντικατάσταση αυτού.

3. Διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας ή διοικητικών πράξεων, που αναφέρονται στην Ομάδα Υποστήριξης του εδαφίου ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 και των άρθρων 2 έως 4 της υπ' αριθ. 6/2014 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, θεωρείται ότι αναφέρονται στη Συντονιστική Επιτροπή του Υποκεφαλαίου Γ'.

4. Έως την πλήρωση των θέσεων των Διοικητικών Γραμματέων και των Τομεακών Γραμματέων κατά την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 4369/2016, οι διατάξεις των Υποκεφαλαίων Β' και Γ', που αναφέρονται σε Διοικητικούς Γραμματείς ή σε Τομεακούς Γραμματείς, θεωρείται ότι αναφέρονται στους αντίστοιχους Γενικούς Γραμματείς.

5. Μέχρι τη θέση σε λειτουργία του Εθνικού Μητρώου Επιτελικών Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης του άρθρου 1 του ν. 4369/2016 και τη σύσταση του Ειδικού Συμβουλίου Επιλογής Διοικήσεων του άρθρου 10 του ν. 4369/2016, ο Πρωθυπουργός, κατόπιν εισήγησης του ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ., διορίζει Ειδικό Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους κατά τις κείμενες διατάξεις για τους Ειδικούς Γραμματείς, ο οποίος ασκεί τις αρμοδιότητες του Ειδικού Τομεακού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. Ως Ειδικός Γραμματέας διορίζεται πρόσωπο που έχει τα προσόντα εγγραφής στο Μητρώο και που διακρίνεται για την επιστημονική του κατάρτιση και την επαγγελματική του ικανότητα σε ζητήματα συναφή με τις αρμοδιότητές του και διαθέτει σημαντική διοικητική εμπειρία, σε θέσεις ευθύνης, σε διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού, κατάρτιση στρατηγικών σχεδίων, διαχείριση έργων και δραστηριοτήτων, στοχοθεσία, συντονισμό ομάδων και παρακολούθηση επίτευξης στόχων.

6. Έως την αρχική στελέχωση της Κεντρικής Υπηρεσίας της Γ.Δ.Ι.Χ., η λειτουργία της υποβοηθείται από τη Γενική Διεύθυνση Διοικητικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού (άρθρο 9 του π.δ. 116/2014).

1. Στο τέλος της περίπτωσης γ' της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 2469/1997 (Α'38) προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Από την 1.5.2016 τυχόν δικαιώματα ψήφου που αντιστοιχούν ή απορρέουν από τίτλους που ανήκουν στο ενεργητικό του Κοινού Κεφαλαίου και ιδίως δικαιώματα ψήφου στο πλαίσιο γενικών συνελεύσεων κατόχων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν απόφαση συμμετοχής ή μη του Κ. Κ. Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ. σε πρόγραμμα ανταλλαγής τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, κατ' εφαρμογή προγράμματος για την αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, ανήκουν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα και ασκούνται από τους φορείς που συμμετέχουν στο Κοινό Κεφάλαιο δια των αρμοδίων οργάνων τους και κατά το λόγο συμμετοχής τους σε αυτό.
Σε περίπτωση κεφαλαιακών ζημιών των Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ. από την για οποιονδήποτε λόγο μη προσήκουσα και ιδίως μη έγκαιρη ή μη ολοσχερή εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου ως αντισυμβαλλομένου σε συμβάσεις αγοράς ή πώλησης με σύμφωνα επαναγοράς, το Ν.Π.Δ.Δ. ή ο Α.Φ. που υπέστη τη ζημία έχει απευθείας αξίωση αποζημίωσης κατά του Ελληνικού Δημοσίου.»

2. Στο τέλος της περίπτωσης ζ' της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 2469/1997 (Α' 38) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η διαχείριση των επενδυόμενων κεφαλαίων από λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης, καθώς και η κατανομή των προσόδων στους δικαιούχους γίνεται κατά τρόπο ανάλογο εκείνου των Κ.Κ.Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ..»

1. Μετά το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β' της παρ. 1 του άρθρου δεύτερου του ν. 3845/2010 (Α' 65) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Απογράφονται επίσης υποχρεωτικά τα φυσικά πρόσωπα που μισθοδοτούνται ή λαμβάνουν πάσης φύσεως αποδοχές ή πρόσθετες αμοιβές ή αποζημιώσεις ή με οποιαδήποτε άλλη ονομασία απολαβές και συνδέονται με οποιαδήποτε σχέση ή σύμβαση εργασίας ή έργου με τους φορείς του δημόσιου τομέα που ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 (Α' 28), καθώς και με τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης που περιλαμβάνονται στο οικείο Μητρώο της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, όπως ορίζεται από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών - ESA 2010 (Κανονισμός ΕΕ 549/2013, Ε- ΕΕΚ L174/1), εκτός των φορέων που υπάγονται στο Κεφάλαιο Β' του ν. 3429/2005 (Α' 314).»

2. Από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου καταργείται η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης β' της παρ. 1, καθώς επίσης και η διάταξη της παραγράφου 1 ζ του άρθρου δεύτερου του ν. 3845/ 2010, η οποία προστέθηκε με την παρ. 13 του άρθρου 23 του ν. 4310/2014 (Α' 258).

1. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 3 του π.δ. 95/1996 (Α' 76), όπως είχε τροποποιηθεί με τη διάταξη της παρ. 20 του άρθρου 16 του ν. 2873/2000 (Α' 285), αντικαθίσταται ως εξής:
«Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο Πρόεδρος με τον αναπληρωτή του, καθώς και οι αρμοδιότητές του.»

2. Καταργείται η θέση Αντιπροέδρου του Δ.Σ. του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Οι αρμοδιότητες του Αντιπροέδρου, όπως είχαν καθοριστεί με τις οικείες υπουργικές αποφάσεις, ασκούνται εφεξής από τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.

1. Η παρ. 1 του άρθρου 13Α του ν. 3959/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου απολαύουν πλήρους ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες και υπέχουν υποχρέωση εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει νομίμως με την παρουσία όλων των μελών του και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων.»

2. Η παρ. 2 του άρθρου 13Α του ν. 3959/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ως πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται: α) η ουσιώδης παράβαση διατάξεων του παρόντος και εν γένει της ισχύουσας νομοθεσίας κατά την άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του μέλους, β) η απόκτηση ή η επιδίωξη απόκτησης αθέμιτου οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος του ιδίου του μέλους ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών και γ) η υπαίτια πρόκληση ζημίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Τα παραπάνω παραπτώματα τιμωρούνται πειθαρχικά, αν έχουν τελεστεί με δόλο ή αμέλεια, μη αρκούσης της ιδιαίτερα ελαφράς αμέλειας.»

3. Η παρ. 3 του άρθρου 13Α του ν. 3959/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι επιβαλλόμενες από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ποινές είναι: α) πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών και β) οριστική παύση.»

4. Από την παρ. 4 του άρθρου 13Α του ν. 3959/2011 απαλείφεται η φράση «επίπληξης ή/και».

5. Στην περίπτωση β' της παρ. 5 του άρθρου 13Α του ν. 3959/2011, μετά τη φράση «επιδίωξε να αποκτήσει» προστίθεται η λέξη «αθέμιτο».

6. Στην περίπτωση γ' της παρ. 5 του άρθρου 13Α του ν. 3959/2011, η φράση «της παράβασης» αντικαθίσταται με τη φράση «της εκ προθέσεως παράβασης».

7. Η περίπτωση ε' της παρ. 5 του άρθρου 13Α του ν. 3959/ 2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«ε) της πρόκλησης ζημίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Επιτροπής Ανταγωνισμού με πρόθεση ή από βαριά αμέλεια».

8. Η παρ. 6 του άρθρου 13Α του ν. 3959/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Μετά την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 13, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου υποχρεούται να καλέσει το μέλος σε προηγούμενη ακρόαση και παροχή έγγραφων εξηγήσεων με κλήση, η οποία αναφέρει με ακρίβεια το αποδιδόμενο παράπτωμα και τα πραγματικά περιστατικά που το στοιχειοθετούν και επιδίδεται στο μέλος με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο. Στην κλήση αναφέρεται η ημερομηνία ακρόασης του μέλους ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο των δέκα (10) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της κλήσης. Προ της ακροάσεως και της παροχής έγγραφων εξηγήσεων, το μέλος έχει πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης και δικαιούται να λάβει αντίγραφο αυτού. Το πειθαρχικά διωκόμενο μέλος δικαιούται να παρίσταται με δικηγόρο της επιλογής του.»

9. Μετά την παρ. 8 του άρθρου 13Α του ν. 3959/2011 προστίθεται παράγραφος 8α ως εξής:
«8α. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ενημερώνει εγγράφως την Επιτροπή Ανταγωνισμού για την πρόοδο της υπόθεσης, όποτε ερωτάται προς τούτο από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, διαφυλασσόμενης σε κάθε περίπτωση της εμπιστευτικότητας της διαδικασίας. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού παρέχει εγγράφως τις απόψεις της προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο, συνοδευόμενες με όσα έγγραφα σχετίζονται με την υπόθεση.»

10. Στο τέλος του άρθρου 13Α του ν. 3959/2011 προστίθεται η εξής παράγραφος 13:
«13. Οι αποφάσεις τον Πειθαρχικού Συμβουλίου, καθώς και οι πράξεις του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, που εκδίδονται σε εκτέλεση των αποφάσεων αυτών κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 13, υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αν με την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης ή η απόφαση αυτή έχει ως συνέπεια την αυτοδίκαιη έκπτωση του μέλους κατά την παράγραφο 4, τότε η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τα άρθρα 41 έως 44 το π.δ. 18/1989 (Α' 8). Από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης ή συνεπάγεται την αυτοδίκαιη έκπτωση και έως τη λήξη της προθεσμίας προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή, σε περίπτωση εμπρόθεσμης άσκησης προσφυγής, έως τη με οποιονδήποτε τρόπο περάτωση της δίκης, το μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού τίθεται αντοδίκαια σε αργία. Η παράγραφος 3 του άρθρου 103 και οι παράγραφοι 1 έως 3 του άρθρου 105 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν. Π.Δ.Δ. εφαρμόζονται και σε αυτήν την περίπτωση. Κατά τη διάρκεια της αργίας τα μέλη εξακολουθούν να βαρύνονται με τους περιορισμούς, τις υποχρεώσεις και τα ασυμβίβαστα του άρθρου 12. Σε περίπτωση θέσης μέλους σε αργία διορίζεται αναπληρωματικό μέλος, η θητεία του οποίου διαρκεί όσο διαρκεί η αργία.»

1. Τα εδάφια γ' και δ' της παρ. 6 του άρθρου 20 του ν. 3959/2011 αντικαθίστανται ως εξής:
«Η συνολική ετήσια αμοιβή έκαστου εξωτερικού δικηγόρου (φυσικού ή νομικού προσώπου) δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ. Το ποσό του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, η οποία εφαρμόζεται από το επόμενο οικονομικό έτος σε σχέση με αυτό της δημοσίευσής της. Δεν επιτρέπεται να ανατίθεται υπόθεση σε εξωτερικό δικηγόρο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), ο οποίος: α) εκπροσωπεί άλλο διάδικο στην ίδια υπόθεση ή σε υπόθεση συναφή, κατά την έννοια της περίπτωσης α' της παραγράφου 2 του άρθρου 122 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α' 97), η οποία είναι εκκρεμής ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή ενώπιον των δικαστηρίων κατόπιν προσφυγής κατά απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, β) είναι μέλος δικηγορικής εταιρίας, η οποία εκπροσωπεί διάδικο σε τέτοια υπόθεση, γ) έχει ως μέλος δικηγόρο, ο οποίος εκπροσωπεί διάδικο σε τέτοια υπόθεση, δ) απασχολεί ή απασχολείται από δικηγόρο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), ο οποίος εκπροσωπεί διάδικο σε τέτοια υπόθεση, ε) είναι μέλος διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας, η οποία είναι διάδικος σε τέτοια υπόθεση. Αν οι υποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου δεν είναι συναφείς, τότε ο εξωτερικός δικηγόρος, που αναλαμβάνει την εκπροσώπηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αναλαμβάνει εγγράφως την υποχρέωση προς την Επιτροπή να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα και προφυλάξεις, προκειμένου να εξασφαλίσει το απόρρητο όσων πληροφορείται κατά το χειρισμό της υπόθεσης και ιδίως να μην αποκαλύψει ούτε να επιτρέψει την πρόσβαση σε όποια πληροφορία ή υλικό σχετίζεται με την υπόθεση, να μην ανταλλάξει γραπτά ή προφορικά πληροφορίες που σχετίζονται με την υπόθεση με τους δικηγόρους του προηγούμενου εδαφίου ή το προσωπικό που απασχολούν, με τα μέλη των δικηγορικών εταιριών του προηγούμενου εδαφίου ή με τους μετόχους, τα μέλη των οργάνων διοίκησης ή το προσωπικό των ανωνύμων εταιριών του προηγούμενου εδαφίου, και να λάβει όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις, ώστε να αποχωρίζει και να επιβλέπει τις πληροφορίες και το υλικό της υπόθεσης σε έναν περιορισμένο χώρο του απόλυτου και αποκλειστικού ελέγχου του. Αν ένας εξωτερικός δικηγόρος αναλάβει τέτοια υπόθεση και παραβεί οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του προηγούμενου εδαφίου, η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποβάλλει αναφορά στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο προς άσκηση πειθαρχικής δίωξης και ο δικηγόρος αυτός δεν επιτρέπεται να αναλάβει άλλη υπόθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.»

2. Στο τέλος του άρθρου 50 του ν. 3959/2011 προστίθεται παράγραφος 9 ως εξής:
«9. Η ανώτατη ετήσια αμοιβή των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ που αναφέρεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 20, ισχύει μετά τη στελέχωση του Γραφείου Νομικής Υποστήριξης.»

3. Η παρ. 5 του άρθρου 282 του ν. 4364/2016 (Α' 13) καταργείται. Η παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 3959/2011 επανέρχεται στη μορφή που είχε πριν την τροποποίησή της από την παράγραφο 5 του άρθρου 282 του ν. 4364/2016.

1. Μετά το άρθρο 25 του ν. 3959/2011 προστίθεται άρθρο 25α ως εξής:
«Αρθρο 25α Διαδικασία διευθέτησης διαφορών
Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία λαμβάνεται σε Ολομέλεια, μπορεί να θεσπιστεί διαδικασία διευθέτησης διαφορών για τις επιχειρήσεις που παραδέχονται τη συμμετοχή στην αποδιδόμενη σε αυτούς οριζόντια σύμπραξη κατά παράβαση του άρθρου 1 του παρόντος νόμου ή/και του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την απόφαση αυτή ρυθμίζονται ιδίως τα εξής θέματα:
α) Οι όροι και προϋποθέσεις υπαγωγής στη διαδικασία διευθέτησης.
β) Το στάδιο της διαδικασίας ελέγχου, κατά το οποίο μπορεί να υποβληθεί αίτημα του ελεγχομένου να υπαχθεί σε διαδικασία διευθέτησης, το αργότερο μέχρι την κατάθεση από το μέρος του πρώτου υπομνήματος μετά την κοινοποίηση της εισήγησης.
γ) Η διαδικασία που ακολουθείται, προκειμένου να επιτευχθεί η διευθέτηση της διαφοράς. Στη διαδικασία αυτή θα προβλέπεται υποχρεωτικά η παραδοχή από τον ελεγχόμενο της αποδιδόμενης σε αυτόν παράβασης ως προϋπόθεση για τη διευθέτηση της διαφοράς. Εάν τελικά η διευθέτηση δεν επιτευχθεί, τότε η τυχόν δήλωση του ελεγχόμενου περί παραδοχής της παράβασης, όπως περιλαμβάνεται στις παρατηρήσεις που υπέβαλε, θεωρείται ανακληθείσα και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε από την Επιτροπή ούτε από τα δικαστήρια.
δ) Η πρόσβαση των συμμετεχόντων στη διαδικασία διευθέτησης στα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διευθέτησης και η δυνατότητα ή μη αξιοποίησης των δηλώσεων και αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν από τα μέρη κατά τη διαδικασία αυτή, με την επιφύλαξη των σχετικών ενωσιακών διατάξεων.
ε) Η δυνατότητα ή μη χωριστής διευθέτησης, σε περίπτωση περισσότερων ελεγχομένων, εκ των οποίων μόνο μερικοί συναινούν στη διευθέτηση.
στ) Η δυνατότητα της Επιτροπής, σε περίπτωση διευθέτησης της διαφοράς, να μειώσει τα επιβαλλόμενα πρόστιμα. Η μείωση που θα προβλεφθεί δεν μπορεί να υπερβαίνει το 15% του προστίμου που θα επιβαλλόταν σε περίπτωση μη διευθέτησης της διαφοράς, όπως αυτό το πρόστιμο θα διαμορφωνόταν ύστερα και από τυχόν μείωση κατά την παράγραφο 8 του άρθρου 25.
ζ) Ζητήματα διαχρονικού δικαίου.
η) Κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Σε περίπτωση διευθέτησης της διαφοράς, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση κατ' απλοποιημένη διαδικασία, στην οποία, μεταξύ άλλων, βεβαιώνεται η τέλεση της αποδιδόμενης παράβασης, καθώς και το γεγονός της διευθέτησης της διαφοράς, και επιβάλλονται οι ανάλογες κυρώσεις.»

2. Στην περίπτωση ιδ' της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 3959/ 2011 προστίθεται υποπερίπτωση εε' ως εξής:
«εε) Τον καθορισμό της διαδικασίας, των όρων και των προϋποθέσεων της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών κατά το άρθρο 25α».

Η παρ. 3 του άρθρου 44 του ν. 3959/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Εάν στις περιπτώσεις των άρθρων 25 και 25α ο παραβάτης αναγνωρίσει ενώπιον της αρμόδιας αρχής την ευθύνη του καί εξοφληθεί ολοσχερώς το πρόστιμο που επιβλήθηκε ή, κατ' εφαρμογή της παραγράφου 8 του άρθρου 25, λάβει χώρα απαλλαγή από αυτό, εξαλείφεται το αξιόποινο των σχετικών εγκλημάτων που στοιχειοθετούνται με την ίδια παράβαση και επέρχεται πλήρης απαλλαγή από άλλου είδους διοικητικές κυρώσεις. Με την παροχή διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής του προστίμου, αναστέλλεται η ποινική δίωξη για όσο χρόνο διαρκεί η ρύθμιση και ο οφειλέτης είναι συνεπής με τους όρους της. Κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής, αναστέλλεται η παραγραφή των εγκλημάτων χωρίς να ισχύουν οι χρονικοί περιορισμοί του εδαφίου α' της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα. Η υπαγωγή στο πρόγραμμα του άρθρου 25 παράγραφος 8, συνεπεία της οποίας επιβλήθηκε μειωμένο πρόστιμο, εάν αυτό δεν εξοφληθεί ολοσχερώς, συνιστά ελαφρυντική περίσταση για τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 και επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 του Ποινικού Κώδικα.»

1. Το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής είναι σύμφωνα με την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία αρμόδιο για τη χάραξη της λιμενικής πολιτικής, την εποπτεία των λιμενικών υποδομών κάθε λειτουργικής μορφής και την προαγωγή του εθνικού λιμενικού συστήματος ως παράγοντα ανάπτυξης της οικονομίας, των νησιών και της ναυτιλίας της χώρας.

2. Η Γενική Γραμματεία Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών Επενδύσεων του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής είναι αρμόδια σύμφωνα με την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία για τη χάραξη και την εφαρμογή ολοκληρωμένης πολιτικής και στρατηγικής για την οργάνωση, λειτουργία, ανάπτυξη και αξιοποίηση των λιμένων της χώρας. Μεριμνά για το σχεδιασμό και την προώθηση μέτρων για την ανάπτυξη του θαλάσσιου τουρισμού, την προσέλκυση ναυτιλιακών επενδύσεων στο λιμενικό και παραναυτιλιακό τομέα και την προαγωγή του αναπτυξιακού περιβάλλοντος της ναυτιλίας ως παράγοντα ενίσχυσης της εθνικής οικονομίας. Παράλληλα, υποστηρίζει το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής σε κτιριακές υποδομές.

1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή με την επωνυμία «Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων» (Ρ.Α.Λ.), η οποία έχει ως γενικότερη αποστολή την εποπτεία και τη διασφάλιση της νομιμότητας των σχέσεων μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων του εθνικού λιμενικού συστήματος, με έμφαση στην τήρηση της συμβατικής τάξης και την εφαρμογή της νομοθεσίας περί ελεύθερου ανταγωνισμού και με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Γενικής Γραμματείας Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών Επενδύσεων του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται το άρθρο 43 του ν. 4150/2013 (Α' 102), όπως ισχύει, και η εκεί προβλεπόμενη Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων (Ρ.Α.Λ.) ως αυτοτελής δημόσια υπηρεσία και ως διακριτό νομικό πρόσωπο. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος η Ρ.Α.Λ. ως Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή υποκαθιστά στο σύνολο των εννόμων σχέσεων και των περιουσιακών στοιχείων την καταργούμενη Ρ.Α.Λ. του άρθρου 43 του ν. 4150/2013 (Α' 102). Ως έδρα της Ρ.Α.Λ. ορίζεται ο Δήμος Πειραιά.

2. Τα μέλη της Ρ.Α.Λ. απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους και υποχρεούνται να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας. Για τη Ρ.Α.Λ. εφαρμόζεται αναλόγως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3051/2002 (Α' 220), όπως ισχύει.

3. Η Ρ.Α.Λ. υποβάλλει μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους στον Πρόεδρο της Βουλής ετήσια έκθεση, η οποία περιέχει στοιχεία για τη δραστηριότητά της, την εφαρμογή των κριτηρίων κατά προτεραιότητα εξέτασης και την επιδίωξη των στρατηγικών στόχων, τις αποφάσεις της και τις εκτιμήσεις της για την κατάσταση και τις εξελίξεις στον τομέα της αρμοδιότητάς της.

4. Η Ρ.Α.Λ. υποχρεούται να κινεί τουλάχιστον μία φορά κάθε τέσσερα (4) χρόνια διαδικασία αξιολόγησης της λειτουργίας της, της αποτελεσματικότητας εφαρμογής των διατάξεων του νόμου και του ευρωπαϊκού δικαίου γενικότερα από ελεγκτές αναγνωρισμένου κύρους και αξιοπιστίας. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης αποστέλλονται χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα της.

5. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής τροποποιείται το π.δ. 19/2016 (Α'28) «Κανονισμός Λειτουργίας και Οργάνωση Υπηρεσιών της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων (Ρ.Α.Λ.)», ώστε να προσαρμοστούν οι σχετικές ρυθμίσεις στη μετεξέλιξη της Ρ.Α.Λ. σε Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή και οι σχετικές διατάξεις κωδικοποιούνται σε ενιαίο κείμενο. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα ρυθμίζονται όλα τα αναγκαία ζητήματα σχετικά με τα κωλύματα και τα ασυμβίβαστα των μελών της Αρχής, την υπηρεσιακή κατάστασή τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την κατά τον παρόντα νόμο λειτουργία της.
Μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της παρούσας, οι διατάξεις του π.δ.19/2016 ισχύουν και για τη ρύθμιση των ζητημάτων της Ρ.Α.Λ. ως Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής, ως προς την οποίαν εφαρμόζεται αναλόγως, στο μέτρο που διατάξεις του δεν αντιτίθενται σε διατάξεις του παρόντος νόμου ή δεν καταργούνται ρητά από αυτές.

6. Το προσωπικό που υπηρετεί στην καταργούμενη με τον παρόντα νόμο Ρ.Α.Λ. του άρθρου 43 του ν. 4150/ 2013 μετατάσσεται αυτοδικαίως στη Ρ.Α.Λ. ως Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή με το ίδιο νομικό καθεστώς. Η ιδρυόμενη Ρ.Α.Λ. αναδέχεται τις σχετικές συμβάσεις και ο χρόνος προϋπηρεσίας στην καταργούμενη Ρ.Α.Λ. προσμετράται ως πραγματικός χρόνος.

1. Η Ρ.Α.Λ. συγκροτείται από εννέα (9) μέλη, εκ των οποίων ένα μέλος είναι Πρόεδρος, ένα μέλος Αντιπρόεδρος και δύο μέλη Εισηγητές και απαρτίζεται από πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους που διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση την ειδικότερη γνώση και εμπειρία της πρακτικής λειτουργίας των λιμένων και την επαγγελματική τους ικανότητα στον τεχνικό, νομικό και οικονομικό τομέα, ιδίως σε θέματα ναυτιλίας, στρατηγικού και επιχειρησιακού σχεδιασμού, οργάνωσης, διοίκησης και λειτουργίας λιμένων ή οικονομικής και πολιτικής λιμένων ή λιμενικής βιομηχανίας, καθώς και εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Για τη Ρ.Α.Λ. εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3051/2002 (Α' 220), όπως ισχύει. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και οι Εισηγητές είναι ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και τελούν, κατά το χρόνο που κατέχουν τη θέση τους, σε αναστολή της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Με την απόφαση διορισμού καθορίζεται εάν τα λοιπά πέντε (5) μέλη είναι πλήρους και αποκλειστικής ή μερικής απασχόλησης. Εφόσον τα μέλη της Ρ.Α.Λ. που είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης είναι μέλη διδακτικού ερευνητικού προσωπικού Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΔΕΠ ΑΕΙ) τότε, σε σχέση με την αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων τους ως μελών ΔΕΠ Α.Ε.Ι, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 4009/2011 (Α' 195). Επιπλέον των τακτικών μελών ορίζονται και δύο αντίστοιχα αναπληρωματικά μέλη τα οποία πρέπει να έχουν τα ίδια προσόντα με τα τακτικά μέλη και τα οποία αναπληρώνουν το τακτικό μέλος, εκτός του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και των Εισηγητών, όταν αυτό απουσιάζει, κωλύεται ή ελλείπει. Όταν απουσιάζει, κωλύεται ή ελλείπει ο Πρόεδρος, αναπληρώνεται από τον Αντιπρόεδρο και ο Αντιπρόεδρος από τον Εισηγητή που είναι αρχαιότερος κατά το διορισμό. Όταν απουσιάζει, κωλύεται ή ελλείπει Εισηγητής αναπληρώνεται από άλλον Εισηγητή κατά την πιο πάνω αρχαιότητα κατά το διορισμό.

2. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος, τα μέλη και οι Εισηγητές της Ρ.Α.Λ. επιλέγονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, σύμφωνα με την περίπτωση η' του άρθρου 14 και του άρθρο 43 Α' του Κανονισμού της Βουλής και διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης της Διάσκεψης των Προέδρων. Η θητεία του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και των μελών της Ρ.Α.Λ., τακτικών και αναπληρωματικών, καθώς και των Εισηγητών, είναι πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μία φορά. Η διαδικασία διορισμού των μελών της Ρ.Α.Λ. κινείται δύο μήνες πριν από τη λήξη της θητείας των προηγούμενων μελών. Αν πεθάνει, παραιτηθεί ή εκπέσει ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος ή μέλος της Ρ.Α.Λ. διορίζεται νέος Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος ή νέο μέλος για το υπόλοιπο της θητείας. Δεν μπορούν να οριστούν μέλη της Ρ.Α.Λ, τα πρόσωπα που έχουν εκπέσει από την ιδιότητα του μέλους αυτής για τους λόγους που ορίζονται στο νόμο αυτόν. Η θητεία των μελών της Ρ.Α.Λ. παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι το διορισμό νέων. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη της Ρ.Α.Λ. αποχωρούν αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού (70ού) έτους ηλικίας τους. Η θητεία των υφιστάμενων μελών της Ρ.Α.Λ. παρατείνεται αυτοδίκαια μέχρι το διορισμό νέων, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

3. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη της Ρ.Α.Λ., τακτικά και αναπληρωματικά, μετά την επιλογή τους και πριν από την έκδοση της πράξης διορισμού τους, γνωστοποιούν στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής την παροχή υπηρεσίας, συμβουλής, εργασίας ή έργου, που έχουν αναλάβει με εντολή ή με οποιαδήποτε έννομη σχέση τα τελευταία πέντε χρόνια πριν από την έναρξη της θητείας τους. Μετά από εξέταση των προσκομισθέντων στοιχείων, ο Υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή του να αναπέμψει το ζήτημα στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας για νέα κρίση. Αντίστοιχη υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης του Προέδρου της Ρ.Α.Λ. υφίσταται και για κάθε έργο, εργασία, υπηρεσία, συμβουλή ή εντολή που παρέχουν τα μέλη της Ρ.Α.Λ. που δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Εφόσον από τις πιο πάνω γνωστοποιήσεις προκύπτει προηγούμενη ή υφιστάμενη σχέση του μέλους με επιχείρηση που εμπλέκεται άμεσα ή έμμεσα σε υπό εξέταση υπόθεση, τεκμαίρεται κώλυμα συμμετοχής του στις συνεδριάσεις της Ρ.Α.Λ. για τη συζήτηση και λήψη απόφασης που σχετίζεται με την επιχείρηση αυτή.

4. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, τα τακτικά μέλη της Ρ.Α.Λ. τα οποία δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, καθώς και τα αναπληρωματικά μέλη, δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιοδήποτε έμμισθο ή άμισθο δημόσιο λειτούργημα ή κάθε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα επιχειρηματική ή μη, που δεν συμβιβάζονται με την ιδιότητα και τα καθήκοντα του μέλους της Ρ.Α.Λ.. Δεν συνιστά ασυμβίβαστο για μέλη της, τακτικά και αναπληρωματικά, η άσκηση καθηκόντων μέλους ΔΕΠ ΑΕΙ, με καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης.

5. Για τα μέλη ή τους αναπληρωτές, για τους οποίους προκύπτει ζήτημα ασυμβίβαστου κατά την προηγούμενη παράγραφο, αποφασίζει το Πειθαρχικό Συμβούλιο που προβλέπεται στο άρθρο 110. Σε εκτέλεση της απόφασης εκδίδεται πράξη του αρμόδιου για το διορισμό του μέλους οργάνου.

6. Η ιδιότητα του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και του μέλους (τακτικού ή αναπληρωματικού) της Ρ.Α.Λ. είναι ασυμβίβαστη με την εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι β' βαθμού συγγένεια ή συζυγική σχέση με πρόσωπο που κατέχει το βουλευτικό αξίωμα ή είναι βουλευτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή είναι μέλος της Κυβέρνησης. Το ασυμβίβαστο αυτό ισχύει καθ' όλη τη διάρκεια της θητείας. Η διαπίστωση του ανωτέρω ασυμβίβαστου συνεπάγεται την αυτοδίκαιη έκπτωση από τη θέση του Προέδρου, του Αντιπροέδρου ή του μέλους, αντίστοιχα, για την οποία εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου. Η παρούσα παράγραφος καταλαμβάνει τα ήδη υπηρετούντα πρόσωπα.

7. Στον Πρόεδρο, στον Αντιπρόεδρο και στα μέλη της Ρ.Α.Λ. απαγορεύεται ο άμεσος ή έμμεσος προσπορισμός οποιουδήποτε οφέλους από επιχειρήσεις ή από τρίτους που επηρεάζονται άμεσα από τη δραστηριότητά τους.

8. Τα μέλη της Ρ.Α.Λ. και οι αναπληρωτές τους έχουν υποχρέωση τήρησης της εμπιστευτικότητας και της εχεμύθειας. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη της Ρ.Α.Λ. υποχρεούνται στην τήρηση εμπιστευτικότητας πληροφοριών σχετικών με επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων έλαβαν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

9. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ύστερα από γνώμη της Ρ.Α.Λ., καταρτίζεται Κώδικας Δεοντολογίας που ρυθμίζει τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων των μελών της και του προσωπικού της.

10. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη της Ρ.Α.Λ, τακτικά και αναπληρωματικά, δεν επιτρέπεται, μετά τη λήξη της θητείας τους, με οποιονδήποτε τρόπο, να παρέχουν υπηρεσία με έμμισθη εντολή ή με οποιαδήποτε έννομη σχέση, σε εταιρία ή επιχείρηση επί των υποθέσεων εκείνων τις οποίες οι ίδιοι χειρίστηκαν ή επί των οποίων είχαν συμμετάσχει στη λήψη απόφασης κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη της Ρ.Α.Λ, τακτικά ή αναπληρωματικά, δεν επιτρέπεται, για τρία έτη μετά τη λήξη της θητείας τους να αναλαμβάνουν γενικώς την υπεράσπιση υποθέσεων ενώπιον της Ρ.Α.Λ. ή την προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων κατά αποφάσεών της. Η απαγόρευση αυτή δεν υπόκειται σε προθεσμία αναφορικά με υποθέσεις που χειρίστηκαν ή επί των οποίων είχαν συμμετάσχει στη λήψη απόφασης κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις της παραγράφου επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, πρόστιμο ίσο με το δεκαπλάσιο των συνολικών αποδοχών και αποζημιώσεων που έλαβε το μέλος της Ρ.Α.Λ. κατά τη διάρκεια της θητείας του.

11. Τα μέλη της Ρ.Α.Λ. εκπίπτουν αυτοδικαίως από τη θέση τους: α) αν εκδοθεί σε βάρος τους αμετάκλητη δικαστική απόφαση για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού σε θέση δημοσίου υπαλλήλου ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Α' 26), β) εάν δεν προβούν στις γνωστοποιήσεις της παραγράφου 3.

12. Η ιδιότητα του μέλους αναστέλλεται αν εκδοθεί αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού σε θέση δημοσίου υπαλλήλου ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3528/2007 (Α' 26) και μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση. Αν ανασταλεί η ιδιότητα μέλους, διορίζεται αναπληρωματικό μέλος, η θητεία του οποίου διαρκεί όσο διαρκεί η αναστολή.

13. Οι αποδοχές των μελών της Ρ.Α.Λ. που είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

14. Το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης, των δαπανών μετακίνησης και διανυκτέρευσης του Προέδρου, του Αντιπροέδρου, των Εισηγητών και των λοιπών μελών της, καθώς και του προσωπικού της για εκτέλεση υπηρεσίας καθορίζονται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο τελούν υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3833/2010 (Α' 40).

15. Ο Πρόεδρος και όλα τα μέλη της Ρ.Α.Λ., καθώς και τα αναπληρωματικά μέλη υποβάλλουν κατ' έτος τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης που προβλέπεται από το ν. 3213/2003 (Α' 309), όπως ισχύει.

1. Για κάθε παράβαση των υποχρεώσεων τους που απορρέουν από τον παρόντα νόμο και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση αυτού, τα μέλη της Ρ.Α.Λ. υπέχουν πειθαρχική ευθύνη. Την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου της παραγράφου 2 κινεί το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, για τον Πρόεδρο και τα μέλη της. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την επιβολή των κυρώσεων που ορίζονται κατά τη διαδικασία του άρθρου 111. Τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου έχουν υποχρέωση εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας.

2. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται από έναν Σύμβουλο Επικρατείας, έναν Αρεοπαγίτη και έναν Καθηγητή Πανεπιστημίου με ειδίκευση στα οικονομικά, με τριετή θητεία. Καθήκοντα Προέδρου ασκεί ο αρχαιότερος των δικαστικών λειτουργών. Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου εκτελεί υπάλληλος του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Ο Πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας του Συμβουλίου ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές. Τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου έχουν υποχρέωση εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας.

3. Το Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία εκδίδεται μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Ειδικά, τα μέλη του Συμβουλίου που είναι δικαστικοί λειτουργοί, διορίζονται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.

4. Σε εκτέλεση της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου εκδίδεται σχετική πράξη του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.

1. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου απολαύουν πλήρους ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει νόμιμα με την παρουσία όλων των μελών του και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων.
Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

2. Πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται:
α) η ουσιώδης παράβαση διατάξεων του παρόντος και εν γένει της ισχύουσας νομοθεσίας κατά την άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων,
β) η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος του ιδίου του μέλους ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών και
γ) η υπαίτια πρόκληση ζημίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Ρ.Α.Λ..
Τα παραπάνω παραπτώματα τιμωρουνχαι πειθαρχικά αν έχουν τελεστεί με δόλο ή αμέλεια, μη αρκούσης της ιδιαιτέρας ελαφράς αμέλειας.

3. Οι επιβαλλόμενες από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ποινές είναι: α) πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών και β) οριστική παύση.

4. Σε περίπτωση επιβολής εντός διετίας δύο πειθαρχικών ποινών προστίμου σε μέλος της Ρ.Α.Λ. για το ίδιο ή διαφορετικό πειθαρχικό παράπτωμα, το μέλος αυτό εκπίπτει αυτοδίκαια από τη θέση του.

5. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο στις εξής περιπτώσεις:
α) αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά ταυτόχρονα και αξιόποινη πράξη,
β) αν το μέλος απέκτησε ή επιδίωξε να αποκτήσει αθέμιτο οικονομικό όφελος ή αντάλλαγμα προς όφελος του ιδίου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών,
γ) της εκ προθέσεως παράβασης της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας,
δ) της παράβασης της παραγράφου 4 του άρθρου 108,
ε) της πρόκλησης ζημίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Ρ.Α.Λ. με πρόθεση ή από βαριά αμέλεια.

6. Μετά την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας κατά το άρθρο 110 παράγραφος 1, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου υποχρεούται να καλέσει το μέλος σε προηγούμενη ακρόαση και παροχή έγγραφων εξηγήσεων με κλήση, η οποία αναφέρει το αποδιδόμενο παράπτωμα και τα πραγματικά περιστατικά που το στοιχειοθετούν και επιδίδεται στο μέλος με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο. Στην κλήση αναφέρεται η ημερομηνία ακρόασης του μέλους ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο των δέκα (10) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της κλήσης. Προ της ακροάσεως και της παροχής έγγραφων εξηγήσεων, το μέλος δικαιούται να λάβει γνώση του φακέλου της υπόθεσης και δικαιούται να λάβει αντίγραφο αυτού. Το πειθαρχικά διωκόμενο μέλος δικαιούται να παρίσταται με δικηγόρο της επιλογής του.

7. Κατά την ακρόαση, το μέλος υποβάλλει ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου τις έγγραφες εξηγήσεις του, παρέχει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις, απαντά σε ερωτήσεις και εν γένει διευκολύνει το έργο του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο διασκέπτεται αυθημερόν και εκδίδει απόφαση, η οποία είτε:
α) κρίνει ικανοποιητικές και επαρκείς τις εξηγήσεις του μέλους και παύει την πειθαρχική διαδικασία,
β) δίδει εντολή στον Πρόεδρο του Συμβουλίου να συντάξει έκθεση πειθαρχικού παραπτώματος στην οποία περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, το κατά την παράγραφο 2 πειθαρχικό παράπτωμα και ορίζεται ημέρα και ώρα συνεδριάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη συζήτηση της υποθέσεως, στην οποία καλείται να παραστεί το διωκόμενο μέλος, εφόσον το επιθυμεί και με πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω απόφαση και στις δύο περιπτώσεις επιδίδεται στο μέλος με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο.

8. Σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης με απόφαση της περίπτωσης β' του εδαφίου β' της προηγούμενης παραγράφου, κατά την ορισθείσα ημέρα συνεδρίασης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται κατά την κρίση του να εξετάσει μάρτυρες, μετά δε την προφορική ενώπιον του απολογία του διωκόμενου μέλους ή, σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του, μετά τη διαπίστωση της νόμιμης κλήτευσής του, εκδίδει αμέσως την απόφασή του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει τη συμπλήρωση της έκθεσης πειθαρχικού παραπτώματος και επανάληψη της συζητήσεως. Στην περίπτωση αυτή καλείται με νέα κλήση το διωκόμενο μέλος, στην οποία ορίζεται νέα ημέρα και ώρα συζητήσεως, η οποία επιδίδεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Η επίδοση αυτή μπορεί να παραλειφθεί, εφόσον το μέλος κατά την πρώτη συζήτηση ήταν παρόν και του γνωστοποιήθηκε η νέα ημερομηνία συζητήσεως. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται επίσης άπαξ να αναβάλει τη λήψη αποφάσεως, προκειμένου να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, ορίζοντας για το λόγο αυτόν νέα ημερομηνία συζήτησης της υποθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, κλήση του διωκόμενου μέλους απαιτείται μόνο εάν αυτό ήταν απόν. Οι μάρτυρες προσέρχονται με επιμέλεια των ενδιαφερομένων. Η μη προσέλευση των μαρτύρων δεν κωλύει τη λήψη απόφασης.
8 α. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ενημερώνει εγγράφως τη Ρ.Α.Λ. για την πρόοδο της υπόθεσης, όποτε ερωτάται προς τούτο από τη Ρ.Α.Λ., διαφυλάσσοντας σε κάθε περίπτωση την εμπιστευτικότητα της διαδικασίας. Η Ρ.Α.Λ. παρέχει εγγράφως τις απόψεις της προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο, συνοδευόμενες με όσα έγγραφα σχετίζονται με την υπόθεση.

9. Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι ειδικώς αιτιολογημένη, συντάσσεται εγγράφως και τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων.

10. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τυχόν εκκρεμή ποινική δίωξη. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει αυτοδίκαια την πειθαρχική διαδικασία, δύναται όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο να διατάξει την αναστολή της μέχρι την περάτωση της ποινικής δίκης. Πραγματικά περιστατικά, τα οποία διαπιστώθηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου λαμβάνονται υπόψη στην πειθαρχική διαδικασία, χωρίς ωστόσο το Πειθαρχικό Συμβούλιο να δεσμεύεται στην κρίση του από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Σε περίπτωση αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου για αδίκημα σχετιζόμενο με παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος ή για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3528/ 2007, εκδίδεται απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία διαπιστώνεται η οριστική παύση του μέλους.

11. Τα πειθαρχικά παραπτώματα της παραγράφου 2 παραγράφονται μετά πενταετία από την τέλεσή τους. Πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Η κατά την παράγραφο 6 κλήση για ακρόαση και για έγγραφες εξηγήσεις διακόπτει την ως άνω παραγραφή. Στην περίπτωση αυτή ο συνολικός χρόνος παραγραφής δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7) έτη, με την επιφύλαξη του εδαφίου β' και της περίπτωσης της αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας κατά την παράγραφο 10, οπότε και ο χρόνος παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος δεν συμπληρώνεται πριν την παρέλευση έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου.

12. Οι διατάξεις του Μέρους Ε' («Πειθαρχικό Δίκαιο») του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007, όπως οι διατάξεις αυτές εκάστοτε ισχύουν, εφαρμόζονται αναλογικά, στο μέτρο που δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

1. Η Ρ.Α.Λ. έχει την αρμοδιότητα έκδοσης κανονιστικών πράξεων και δεσμευτικών οδηγιών για τη ρύθμιση θεμάτων που αφορούν:
α) Στην απλούστευση, στη διαφάνεια και στη συμβατότητα των τελών κοινού ενδιαφέροντος όλων των ελληνικών λιμένων με τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού.
β) Στην τυποποίηση της διαδικασίας αριθμητικού προσδιορισμού και υπολογισμού, επιβολής και είσπραξης ποινικών ρητρών ή άλλων συμβατικών αξιώσεων που προβλέπονται στις Συμβάσεις Παραχώρησης, καθώς και στην τυποποίηση της διαδικασίας διατύπωσης και κρίσης των αντιρρήσεων των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων επιβολής.
Ρητά ορίζεται ότι τα σχετικά εισπραττόμενα ποσά αποτελούν έσοδο του Υπουργείου Οικονομικών και δεν προσαυξάνουν τον προϋπολογισμό της Ρ.Α.Λ..
γ) Στην άσκηση των λοιπών αρμοδιοτήτων της, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης Κανονισμού Ακροάσεων προσώπων και επιχειρήσεων.

2. Οι κανονιστικές πράξεις του παρόντος άρθρου δημοσιεύονται με ποινή ακυρότητας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Κατά την άσκηση των ανωτέρω κανονιστικών αρμοδιοτήτων της, η Ρ.Α.Λ. δεν έχει το δικαίωμα: i) να ενεργεί αντίθετα με ή ii) να τροποποιεί αμέσως ή εμμέσως όρους Συμβάσεων Παραχώρησης ή νόμων που τις κυρώνουν.

1. Η Ρ.Α.Λ. έχει την αρμοδιότητα να λαμβάνει ρυθμιστικά μέτρα για:
α) την παρακολούθηση της εφαρμογής των όρων και διατάξεων των Συμβάσεων Παραχώρησης στους λιμένες, ιδίως σε ό,τι αφορά την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού, του συμφωνημένου επιπέδου εξυπηρέτησης και τη συμμόρφωση προς τους χρηματοοικονομικούς στόχους,
β) την τήρηση των υποχρεώσεων των λιμένων στο πλαίσιο της σχετικής κείμενης - εθνικής και ευρωπαϊκής - νομοθεσίας, σε σχέση με δημόσιες συμβάσεις, Συμβάσεις Παραχώρησης και τους κανόνες ανταγωνισμού,
γ) την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας στο λιμενικό τομέα σύμφωνα με τις Συμβάσεις Παραχώρησης και τους κανόνες ανταγωνισμού,
δ) τη διαμεσολάβηση και επίλυση διαφορών μεταξύ χρηστών και φορέων διαχείρισης, τη διαχείριση παραπόνων, και τη λήψη δεσμευτικών αποφάσεων επί αυτών σε εύλογο χρονικό διάστημα, σε κάθε θέμα αρμοδιότητάς της,
ε) την υποστήριξη προς τις αρμόδιες αρχές για την κατάρτιση προδιαγραφών δημοσίων συμβάσεων (παραχωρήσεις χερσαίας ζώνης) και των σχετικών ανανεώσεων που προτείνονται από το φορέα διαχείρισης, την παρακολούθηση της εφαρμογής των όρων των δημοσίων συμβάσεων, προς εξασφάλιση ιδίως της τήρησης του συμφωνημένου επιπέδου εξυπηρέτησης, με προσδιορισμό των επιπέδων απόδοσης, επενδύσεων, δημιουργίας θέσεων απασχόλησης και της συμμόρφωσης με τους χρηματοοικονομικούς στόχους,
στ) τη συνεργασία με την Επιτροπή Ανταγωνισμού για την εξασφάλιση της πιστής εφαρμογής της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας στον κλάδο, την αποτροπή κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, εναρμονισμένων πρακτικών, εξοντωτικής τιμολόγησης και άλλων πρακτικών που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν θίγουν αρμοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού που της απονέμονται από την κείμενη νομοθεσία.

2. Περαιτέρω, η Ρ.Α.Λ. είναι αρμόδια για: α) την επεξεργασία και πρόταση στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής των αναγκαίων νομοθετικών διατάξεων για κάθε θέμα αρμοδιότητάς της,
β) τη σύνταξη και υποβολή προς κάθε συναρμόδιο Υπουργείο ή Ανεξάρτητη Αρχή εισηγήσεων για κάθε θέμα αρμοδιότητάς της,
γ) την ανταλλαγή πληροφοριών και συνεργασία με τους αντίστοιχους φορείς των άλλων κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά τις αρμοδιότητές της,
δ) τη γνωμοδότηση επί της μεθοδολογίας και του καθορισμού των τελών λιμενικών υπηρεσιών και των τελών λιμενικών υποδομών, τη γνωμοδότηση - κατόπιν σχετικού ερωτήματος του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής - στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής επί ειδικών θεμάτων λιμένων - περιλαμβανομένων και μέτρων για την ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό του εθνικού λιμενικού συστήματος,
ε) την άσκηση των συμβατικών δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου που απορρέουν από Συμβάσεις Παραχώρησης στο όνομα και για λογαριασμό του. Ειδικά για τα παρακάτω:
αα) την καταγγελία ή με άλλο τρόπο λύση τέτοιας Σύμβασης Παραχώρησης, στο σύνολό της ή (εφόσον παρέχεται τέτοια δυνατότητα) μερικώς,
ββ) τη διαπίστωση της πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης ή/και τη διαπίστωση της ματαίωσης αναβλητικής αίρεσης, καθώς και την επίκληση οποιουδήποτε από τα ανωτέρω, στο μέτρο που επιδρά στην ισχύ Σύμβασης Παραχώρησης, ολικά ή μερικά,
γγ) την άσκηση δικαιωμάτων παρέμβασης στα υπό παραχώρηση περιουσιακά στοιχεία ή/και την άσκηση δικαιωμάτων υποκατάστασης - υπεισέλευσης στη Σύμβαση Παραχώρησης,
δδ) την προσφυγή σε οποιοδήποτε δικαιοδοτικό όργανο επίλυσης των σχετικών συμβατικών διαφορών, όπως ενδεικτικά διαιτητικό ή πολιτειακό δικαστήριο, και την εν γένει άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, η Ρ.Α.Λ. ασκεί το σχετικό δικαίωμα ή προβαίνει στη σχετική ενέργεια μόνον εφόσον έχει προηγηθεί προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής ή του Υπουργού Οικονομικών. Σε περίπτωση που οι δύο τελευταίοι Υπουργοί αιτηθούν γραπτώς στη Ρ.Α.Λ. την άσκηση δικαιώματος της παρούσας περίπτωσης, η Ρ.Α.Λ. έχει δέσμια αρμοδιότητα να προβεί στην άσκησή του κατά τα προσδιοριζόμενα στο σχετικό έγγραφο.
Η τροποποίηση Σύμβασης Παραχώρησης υπόκειται στους ουσιαστικούς και διαδικαστικούς κανόνες που ρυθμίζουν τη σύναψή της.

3. Η Ρ.Α.Λ. συνεργάζεται με την Επιτροπή Ανταγωνισμού και μπορεί να ζητεί τη γνώμη της σε θέματα ανταγωνισμού ή να παραπέμπει σε αυτήν υποθέσεις, οι οποίες ενδέχεται να εμπίπτουν στις ρυθμίσεις του ν. 3959/ 2011 και στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

4. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν η Ρ.Α.Λ. έχει αποχρώσες ενδείξεις ότι η παράβαση διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας ενέχει άμεση, σοβαρή και επικείμενη απειλή για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια υγεία ή θα προξενήσει σοβαρά οικονομικά ή λειτουργικά προβλήματα στη λειτουργία των θαλάσσιων μεταφορών, μπορεί να λαμβάνει έκτακτα προσωρινά μέτρα προς αντιμετώπιση της κατάστασης, πριν τη λήψη οριστικής απόφασης, η οποία λαμβάνεται μετά από ακρόαση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης και τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας. Τα προσωρινά αυτά μέτρα δεν πρέπει να κατατείνουν στην πλήρη ικανοποίηση του δικαιώματος.

5. Η απόφαση της Ρ.Α.Λ. περί των προσωρινών μέτρων είναι άμεσα εκτελεστή και μπορεί να επιβάλει ταυτόχρονα και διοικητικό πρόστιμο μέχρι πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης.

6. Η διαδικασία λήψεως προσωρινών μέτρων καθορίζεται με τον Κανονισμό Ακροάσεων. Στον ενδιαφερόμενο παρέχεται δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του και να προτείνει μέτρα αποκατάστασης. Εάν αυτά κριθούν επαρκή, η Ρ.Α.Λ. ανακαλεί τα προσωρινά μέτρα και επικυρώνει τα προτεινόμενα από την επιχείρηση μέτρα αποκατάστασης.

7. Τα προσωρινά μέτρα της Ρ.Α.Λ. έχουν ισχύ μέγιστης διάρκειας δυο μηνών, η οποία, σε περιπτώσεις μη ολοκλήρωσης των διαδικασιών συμμόρφωσης, μπορεί να παραταθεί για ακόμη δυο μήνες με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση.

1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα να καταγγέλλει ενώπιον της Ρ.Α.Λ. παραβάσεις για κάθε θέμα αρμοδιότητάς της. Με απόφαση της Ρ.Α.Λ. καθορίζονται ο τύπος, το περιεχόμενο, τα διαδικαστικά αποτελέσματα, καθώς και ο τρόπος υποβολής και καταχώρισης των καταγγελιών του προηγούμενου εδαφίου. Η Ρ.Α.Λ. αξιολογεί αν τα στοιχεία και οι ισχυρισμοί που τίθενται υπόψη της από τον καταγγέλλοντα συνιστούν ενδείξεις παράβασης. Αν από την αξιολόγηση αυτή δεν προκύπτουν ενδείξεις παράβασης των εν λόγω άρθρων, η καταγγελία λογίζεται ως προφανώς αβάσιμη και τίθεται στο αρχείο. Οι καταγγελίες αξιολογούνται το συντομότερο δυνατό και πάντως μετά την πάροδο πέντε μηνών από την υποβολή τους στη Ρ.Α.Λ.. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι εργαζόμενοι σε δημόσιες επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και οι εντεταλμένοι προσωρινά την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας οφείλουν να ανακοινώνουν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στη Ρ.Α.Λ., ό,τι περιέρχεται στη γνώση τους με οποιονδήποτε τρόπο και σχετίζεται με θέματα αρμοδιότητάς της.

2. Καταγγελίες περί ζητημάτων που δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της Ρ.Α.Λ. με βάση τις διατάξεις του παρόντος νόμου τίθενται στο αρχείο με πράξη του Προέδρου της, ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας οργανικής μονάδας, μέσα σε προθεσμία πέντε μηνών από την υποβολή τους. Εάν η καταγγελία εμπίπτει στις αρμοδιότητες άλλης ανεξάρτητης ή διοικητικής ή δικαστικής αρχής η Ρ.Α.Λ. οφείλει να τη διαβιβάσει αρμοδίως μέσα στην παραπάνω προθεσμία.

3. Όταν είναι αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ρ.Α.Λ., που ορίζονται στον παρόντα νόμο, ο Πρόεδρος της Ρ.Α.Λ. ή ο εξουσιοδοτημένος από αυτόν Αντιπρόεδρος, μπορεί να ζητά με έγγραφο πληροφορίες από επιχειρήσεις, ενώσεις επιχειρήσεων ή άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή δημόσιες ή άλλες αρχές. Στο έγγραφο αναφέρονται οι διατάξεις του νόμου, οι οποίες θεμελιώνουν το αίτημα, ο σκοπός της αίτησης, η προθεσμία που τάσσεται για την παροχή των πληροφοριών, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των πέντε εργασίμων ημερών. Εκείνοι, στους οποίους απευθύνεται το έγγραφο υποχρεούνται σε άμεση, πλήρη και ακριβή παροχή των πληροφοριών που ζητούνται. Δεν υπέχουν υποχρέωση παροχής πληροφοριών τα πρόσωπα που δεν εξετάζονται σε ποινικές δίκες. Με τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο δεν θίγονται οι διατάξεις περί τραπεζικού απορρήτου.

4. Με την επιφύλαξη ειδικών νόμων που καθιερώνουν υποχρέωση εχεμύθειας, όλες οι δημόσιες αρχές και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υπέχουν υποχρέωση να παρέχουν πληροφορίες και να συνδράμουν τη Ρ.Α.Λ. και τους εντεταλμένους υπαλλήλους της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

5. Σε περίπτωση άρνησης, δυστροπίας ή καθυστέρησης παροχής των αιτούμενων κατά περίπτωση πληροφοριών ή σε περίπτωση παροχής πληροφοριών ανακριβών ή ελλιπών από επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, διευθυντές και υπαλλήλους τους, όπως και ιδιώτες ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, η Ρ.Α.Λ. επιβάλλει πρόστιμο δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ με ανώτατο όριο το 1% του κύκλου εργασιών, και για κάθε παράβαση.
Η απόφαση επιβολής πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη και να περιγράφει επαρκώς την πλημμέλεια στη συμπεριφορά του ελεγχόμενου προσώπου.

6. Για την άσκηση των ελεγκτικών τους αρμοδιοτήτων, τα μέλη και οι υπάλληλοι της Ρ.Α.Λ., υπό τη διεύθυνση και την εποπτεία του κατά περίπτωση αρμόδιου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, δύνανται:
α) Να ελέγχουν κάθε είδους και κατηγορίας βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων, καθώς και την ηλεκτρονική εμπορική αλληλογραφία των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων τη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων, καθώς και του προσωπικού των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους, και οπουδήποτε και εάν αυτά φυλάσσονται και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματά τους.
β) Να προβαίνουν σε κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων και άλλων στοιχείων, καθώς και ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, τα οποία αποτελούν επαγγελματικές πληροφορίες.
γ) Να ελέγχουν και να συλλέγουν πληροφορίες και δεδομένα κινητών τερματικών, φορητών συσκευών, καθώς και των εξυπηρετητών τους σε συνεργασία με τις αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές, που βρίσκονται μέσα ή έξω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις των ελεγχόμενων επιχειρήσεων ή ενώσεων αυτών.
δ) Να ενεργούν έρευνες στα γραφεία και τους λοιπούς χώρους και τα μεταφορικά μέσα των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων.
ε) Να σφραγίζουν οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο, βιβλία ή έγγραφα, κατά την περίοδο που διενεργείται ο έλεγχος και στο μέτρο των αναγκών αυτού.
στ) Να ενεργούν έρευνες στις κατοικίες των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων τη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων, καθώς και του προσωπικού των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες, ότι φυλάσσονται εκεί βιβλία ή άλλα έγγραφα που συνδέονται με την επιχείρηση και το αντικείμενο του ελέγχου.
ζ) Να ζητούν από κάθε αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, επεξηγήσεις για τα γεγονότα ή τα έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις σχετικές απαντήσεις.
Για τις πράξεις της παρούσας παραγράφου συντάσσονται εκθέσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 148 έως 153 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Η διαδικασία συλλογής, φύλαξης και επεξεργασίας ηλεκτρονικών αρχείων και αλληλογραφίας, που συλλέγονται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, καθορίζεται με απόφαση της Ρ.Α.Λ..
Κατά την άσκηση των εξουσιών τους, τα μέλη και οι υπάλληλοι της Ρ.Α.Λ. τηρούν τις διατάξεις του άρθρου 9 του Συντάγματος για το άσυλο της κατοικίας και τις εγγυήσεις έρευνας που καθιερώνει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.
Σε περίπτωση άρνησης ή παρεμπόδισης με οποιονδήποτε τρόπο των μελών και υπαλλήλων της Ρ.Α.Λ. στην άσκηση των καθηκόντων τους, αυτοί μπορούν να ζητούν τη συνδρομή των εισαγγελικών αρχών και κάθε άλλης αρμόδιας αρχής.

2. Ο Πρόεδρος της Ρ.Α.Λ. την εκπροσωπεί ενώπιον κάθε δικαστικής αρχής και στις σχέσεις της με τις άλλες διοικητικές ή ανεξάρτητες αρχές και τους τρίτους και έχει, δυνάμει της κείμενης νομοθεσίας, των διατάξεων του παρόντος και των αποφάσεων της Ρ.Α.Λ. την ευθύνη της λειτουργίας αυτής, ασκεί δε τις προς τούτο αρμοδιότητες και ιδίως:
(α) προΐσταται όλων των υπηρεσιών της, διευθύνει το έργο τους και ασκεί πειθαρχική εξουσία επί του προσωπικού της,
(β) καθορίζει τα θέματα ημερήσιας διάταξης και προεδρεύει στις συνεδριάσεις της Ρ.Α.Λ.,
(γ) παρακολουθεί την εκτέλεση των αποφάσεων, πορισμάτων και οποιωνδήποτε άλλων πράξεών της,
(δ) λαμβάνει αποφάσεις διαχειριστικού χαρακτήρα για την εύρυθμη λειτουργία της και την εφαρμογή των αποφάσεών της,
(ε) μεριμνά για την κατάρτιση προϋπολογισμού, απολογισμού και ισολογισμού της Ρ.Α.Λ..

3. Ο Πρόεδρος της Ρ.Α.Λ. μπορεί με πράξη του να αναθέτει την εκπροσώπηση της Ρ.Α.Λ. στον Αντιπρόεδρο ή σε άλλα μέλη της, εκτός δε των περιπτώσεων όπου ο νόμος το απαγορεύει ρητά, μπορεί με πράξη του να παρέχει εξουσιοδότηση στον Αντιπρόεδρο ή σε άλλα μέλη της Ρ.Α.Λ. ή στο Γενικό Διευθυντή ή σε Προϊσταμένους των Διευθύνσεων για τη διενέργεια συγκεκριμένης πράξης ή ενέργειας ή κατηγορίας πράξεων ή ενεργειών, καθώς και να υπογράφουν «με εντολή προέδρου» έγγραφα ή άλλες πράξεις της Ρ.Α.Λ., οι οποίες δημοσιεύονται δι' αναρτήσεως, με επιμέλεια της Γραμματείας της Ρ.Α.Λ. στον πίνακα ανακοινώσεων και δημοσιεύσεων της, καθώς και στην ιστοσελίδα της. Οι πράξεις του προηγούμενου εδαφίου δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

4. Τον Πρόεδρο της Ρ.Α.Λ., εφόσον απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνει ο Αντιπρόεδρος.

1. Η Ρ.Α.Λ. συνέρχεται στην έδρα της κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου της τουλάχιστον μία φορά το μήνα. Δύναται να συνεδριάζει και εκτός έδρας ή με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων.

2. Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της Ρ.Α.Λ που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου. Ο γραμματέας παρίσταται κατά τις συνεδριάσεις.

3. Στις συνεδριάσεις της Ρ.Α.Λ. εκτός του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και των μελών αυτής μπορούν να προσκαλούνται, αναλόγως και της ημερήσιας διάταξης, ένας εκπρόσωπος της Ένωσης Λιμένων Ελλάδος, ένας εκπρόσωπος της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος, ένας εκπρόσωπος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας, ένας εκπρόσωπος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος και ένας εκπρόσωπος της Ομοσπονδίας Υπαλλήλων Λιμανιών Ελλάδος, που ορίζονται από τους φορείς αυτούς με τους νόμιμους αναπληρωτές τους. Τα πρόσωπα αυτά συμμετέχουν, εφόσον προσκληθούν, με δικαίωμα λόγου και χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Η Ρ.Α.Λ. μπορεί να καλεί στις συνεδριάσεις της, προς παροχή πληροφοριών ή προσαγωγή στοιχείων, υπηρεσιακούς παράγοντες ή και τρίτους, οι οποίοι αποχωρούν σε κάθε περίπτωση πριν την ψηφοφορία. Λεπτομέρειες ορίζονται στον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισης.

4. Η Ρ.Α.Λ. βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει νομίμως, εφόσον μετέχουν στη συνεδρίαση πέντε (5) τουλάχιστον μέλη, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος ή, απουσιάζοντος αυτού, ο Αντιπρόεδρος. Η απαρτία πρέπει να υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης και κατά την ψηφοφορία.

5. Αν απαιτούνται διαδοχικές συνεδριάσεις που διεξάγονται σε διαφορετικό χρόνο, η νομιμότητα της σύνθεσης της Ρ.Α.Λ. δεν επηρεάζεται από την τυχόν εναλλαγή των μελών που συμμετέχουν.

6. Για τη λειτουργία της Ρ.Α.Λ. εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισης (π.δ. 19/2016 «Κανονισμός Λειτουργίας και Οργάνωση Υπηρεσιών της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων», Α' 28/2016, όπως ισχύει τροποποιημένο) και συμπληρωματικά οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α' 45).

1. Ο Πρόεδρος της Ρ.Α.Λ. καθορίζει την ημέρα, την ώρα και τον τόπο των συνεδριάσεων, καταρτίζει την ημερήσια διάταξη των θεμάτων που πρόκειται να συζητηθούν και καλεί τα μέλη να συμμετάσχουν.

2. Κάθε μέλος της Ρ.Α.Λ. έχει δικαίωμα να ζητήσει εγγράφως την ένταξη θέματος στην ημερήσια διάταξη. Ο Πρόεδρος υποχρεούται να συμπεριλάβει το προτεινόμενο θέμα σε κάποια από τις επόμενες τρεις συνεχείς συνεδριάσεις από την υποβολή του αιτήματος.

3. Η πρόσκληση των μελών, η οποία περιλαμβάνει την ημερήσια διάταξη, γνωστοποιείται στα μέλη της Ρ.Α.Λ. τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ώρες πριν από τη συνεδρίαση. Η γνωστοποίηση μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, καθώς επίσης και με τηλεφώνημα, τηλεγράφημα, τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.
Η προθεσμία αυτή μπορεί, σε περίπτωση κατεπείγοντος, να συντμηθεί με απόφαση του Προέδρου, όμως τότε, η πρόσκληση πρέπει να είναι έγγραφη.

4. Πρόσκληση των μελών της Ρ.Α.Λ. δεν απαιτείται όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε ημερομηνίες τακτές, που ορίζονται με απόφασή της, η οποία και γνωστοποιείται στα μέλη της.
Πρόσκληση δεν απαιτείται, επίσης, όταν μέλος της Ρ.Α.Λ. έχει δηλώσει, πριν από τη συνεδρίαση, κώλυμα συμμετοχής του σε αυτήν ή όταν το κώλυμα τούτο είναι γνωστό στον Πρόεδρο.

5. Αν κατά τη συνεδρίαση απουσιάσει μέλος της Ρ.Α.Λ. το οποίο δεν είχε προσκληθεί, η συνεδρίαση είναι παράνομη. Αν υπήρξαν πλημμέλειες ως προς την κλήτευση μέλους, η Ρ.Α.Λ. συνεδριάζει νομίμως, αν το μέλος αυτό παρίσταται κατά τη συνεδρίαση και δεν αντιλέγει.

1. Ο Πρόεδρος έχει υποχρέωση να συγκαλέσει τη Ρ.Α.Λ. αν το ζητήσει εγγράφως ο Υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ο οποίος προσδιορίζει και τα προς συζήτηση θέματα.

2. Στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου η σύγκληση της Ρ.Α.Λ. λαμβάνει χώρα εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από τη λήψη του σχετικού αιτήματος. Αν παρέλθει η ως άνω προθεσμία, ο Αντιπρόεδρος υποχρεούται να συγκαλέσει τη Ρ.Α.Λ. χωρίς καθυστέρηση.

3. Η σύγκληση είναι υποχρεωτική και όταν το ζητήσουν δύο (2) τουλάχιστον μέλη της Ρ.Α.Λ. με αίτησή τους προς τον Πρόεδρο, στην οποία πρέπει να ορίζουν και τα θέματα της ημερησίας διατάξεως. Ο Πρόεδρος μπορεί να εντάξει τα προτεινόμενα θέματα στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης από την υποβολή του αιτήματος, αν αυτή δεν απέχει πάνω από δέκα (10) ημέρες από τη λήψη του αιτήματος. Σε διαφορετική περίπτωση η Ρ.Α.Λ. συγκαλείται νομίμως και με πρόσκληση των αιτούντων μελών.

1. Στις συνεδριάσεις της Ρ.Α.Λ. συζητούνται και λαμβάνονται αποφάσεις μόνο για τα θέματα που περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη. Κατ' εξαίρεση, μπορούν να συζητηθούν και θέματα που δεν περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη, αν είναι παρόντα όλα τα μέλη και ομόφωνα συμφωνούν για τη συζήτησή τους.

2. Ο Πρόεδρος της Ρ.Α.Λ. κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη των συνεδριάσεων, διευθύνει τις εργασίες και φροντίζει για την εφαρμογή του νόμου και την εύρυθμη λειτουργία της.

1. Για τις συνεδριάσεις της Ρ.Α.Λ. συντάσσεται πρακτικό, στο οποίο μνημονεύονται, ιδίως, τα ονόματα και η ιδιότητα των παριστάμενων μελών, ο τόπος και ο χρόνος της συνεδρίασης, τα θέματα που συζητήθηκαν με συνοπτική αλλά περιεκτική αναφορά στο περιεχόμενό τους, η μορφή και τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας και οι αποφάσεις που λήφθηκαν. Στο ανωτέρω πρακτικό καταχωρίζονται υποχρεωτικώς όλες οι επιμέρους γνώμες που διατυπώθηκαν και τέθηκαν σε ψηφοφορία.

2. Στο πρακτικό καταχωρίζονται οι γνώμες των μελών που μειοψήφησαν και τα ονόματα αυτών.

3. Το πρακτικό συντάσσεται από το μέλος ή υπάλληλο της Ρ.Α.Λ. που επιφορτίζεται με το καθήκον αυτό από τον Πρόεδρο, συνυπογράφεται από το σύνολο των παρόντων μελών και επικυρώνεται από τον Πρόεδρο.

4. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των πρακτικών των συνεδριάσεων και των υποθέσεων που διεκπεραιώθηκαν από τη Ρ.Α.Λ.. Το δικαίωμα του προηγούμενου εδαφίου δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η Ρ.Α.Λ. μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου αν η ικανοποίησή του είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα συγκεκριμένης υπόθεσης.

1. Οι αποφάσεις της Ρ.Α.Λ. λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών και φανερή ψηφοφορία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.

2. Οι αποφάσεις της Ρ.Α.Λ. πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένες και καταχωρίζονται σε ιδιαίτερο βιβλίο. Μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την καταχώρηση αυτή, ανακοινώνονται στην ιστοσελίδα της και κοινοποιούνται στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.

3. Η Ρ.Α.Λ. μπορεί να διατάξει την επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων που παρέβη τον παρόντα νόμο να δημοσιεύσει την απόφαση που εκδίδεται σε εφημερίδα, η οποία κυκλοφορεί σε πανελλαδική ή τοπική κλίμακα, ανάλογα με την εμβέλεια της αγοράς, στην οποία εκδηλώνεται η παράβαση, τη σοβαρότητα και τα αποτελέσματα της τελευταίας. Αν η απόφαση της Ρ.Α.Λ. ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η Ρ.Α.Λ. υποχρεούται να δημοσιεύσει με δικά της έξοδα την απόφαση του Δικαστηρίου στην ίδια εφημερίδα.

1. Κατά των αποφάσεων της Ρ.Α.Λ. ασκείται προσφυγή ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου. Προσφυγή μπορεί να υποβάλει και ο Υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.

2. Η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης της Ρ.Α.Λ.. Αναστολή δύναται να χορηγηθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο κατά τις ισχύουσες διατάξεις.

3. Η προσφυγή κατά αποφάσεως της Ρ.Α.Λ. που αφορά στην επιβολή προστίμου είναι παραδεκτή, εφόσον έχει καταβληθεί το 10% του επιβληθέντος προστίμου.

1. Στη Ρ.Α.Λ. συνιστάται Γενική Διεύθυνση, της οποίας προΐσταται Γενικός Διευθυντής. Η Γενική Διεύθυνση αποτελείται από μία Διεύθυνση Παρακολούθησης και Ελέγχου Αγοράς, η οποία περιλαμβάνει κατ' ελάχιστον Τμήματα Νομικής και Οικονομικής Τεκμηρίωσης, και μία Διεύθυνση Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης, η οποία με τα αντίστοιχα τμήματα εξασφαλίζει την αυτοτελή διοίκηση του προσωπικού και οικονομική διαχείριση των πόρων της Ρ.Α.Λ..

2. Για τη νομική υποστήριξη της Ρ.Α.Λ. συνιστάται Γραφείο Νομικής Υποστήριξης, υπαγόμενο απευθείας στον Πρόεδρο αυτής.

3. Οι θέσεις του προσωπικού της Ρ.Α.Λ. είναι τριάντα πέντε (35). Οι θέσεις αυτές, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται εκείνη του δικηγόρου του Γραφείου Νομικής Υποστήριξης, κατανέμονται ως εξής:
α) Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, όπως αυτό ορίζεται στο π.δ. 50/2001: είκοσι πέντε (25) θέσεις.
β. Διοικητικό Προσωπικό: δέκα (10) θέσεις.
Επιπροσθέτως συνιστάται μια (1) θέση δικηγόρου με έμμισθη εντολή, ο οποίος στελεχώνει το Γραφείο Νομικής Υποστήριξης και προσλαμβάνεται με προκήρυξη, σύμφωνα με το άρθρο 43 του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» (Α' 208).

4. Επιτρέπεται η πλήρωση των ανωτέρω θέσεων: α) με διορισμό σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994, β) με μετάταξη μόνιμων ή με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται από το άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (Α' 101), γ) με απόσπαση μόνιμων ή με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν. Π.Δ.Δ. ή άλλων φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται από το ν. 1892/1990 (Α' 101). Η μετάταξη και η απόσπαση διενεργούνται με κοινή απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, χωρίς τη γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου ή άλλου οργάνου, οι δε μετατασσόμενοι και αποσπασμένοι οφείλουν να συγκεντρώνουν τα προσόντα αντίστοιχου διοριζόμενου - προσλαμβανόμενου. Για τη διακοπή της απόσπασης απαιτείται η γνώμη του Προέδρου της Ρ.Α.Λ.. Η απόσπαση υπαλλήλου μπορεί να διακοπεί, ύστερα από εισήγηση της Ρ.Α.Λ., αν οι ανάγκες, για τις οποίες έγινε η απόσπαση του συγκεκριμένου υπαλλήλου, μπορούν να καλυφθούν από το προσωπικό της.
Το ειδικό επιστημονικό προσωπικό προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994 (Α' 28), όπως ισχύει. Η πλήρωση των θέσεων αυτών μπορεί να γίνει και με μετάταξη ή απόσπαση, κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής καθορίζεται ο τρόπος, η διαδικασία και κάθε άλλη λεπτομέρεια για τη δημόσια ανακοίνωση και την υποβολή των υποψηφιοτήτων.
Το προσωπικό το οποίο μετατάσσεται αυτοδικαίως στη Ρ.Α.Λ., σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 108 του παρόντος καταλαμβάνει οργανικές θέσεις της παρούσας παραγράφου.
Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής είναι δυνατόν να διατίθεται ή αποσπάται στη Ρ.Α.Λ. προσωπικό που υπηρετεί στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, στο Λιμενικό Σώμα και σε νομικά πρόσωπα εποπτευόμενα από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των Οργανισμών Λιμένος Α. Ε., σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.

5. Η επιλογή του Γενικού Διευθυντή, καθώς και των Προϊσταμένων Διευθύνσεων και Τμημάτων γίνεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις του άρθρου 84 του ν. 3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» (Α' 26), όπως ισχύει.
Η θητεία του Γενικού Διευθυντή και των Προϊσταμένων Διευθύνσεων είναι τριετής και μπορεί να ανανεωθεί μία (1) μόνο φορά.
Η θέση του Γενικού Διευθυντή και των Προϊσταμένων Διευθύνσεων μπορεί να πληρούται και με απόσπαση υπαλλήλων, με τη διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου, και διενεργείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, κατά παρέκκλιση από τις σχετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Η απόσπαση πραγματοποιείται για χρόνο ίσο με τη θητεία του Γενικού Διευθυντή και των Προϊσταμένων Διευθύνσεων και χωρίς να απαιτείται γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της υπηρεσίας από την οποία προέρχεται ο αποσπασμένος. Ο Γενικός Διευθυντής και οι Προϊστάμενοι Διευθύνσεων της Ρ.Α.Λ. λαμβάνουν τις κάθε είδους αποδοχές, επιδόματα, προσαυξήσεις και λοιπές παροχές που προβλέπονται για τους Γενικούς Διευθυντές και Προϊσταμένους Διευθύνσεων των κεντρικών υπηρεσιών Υπουργείων.

6. α. Για την οργάνωση και διάρθρωση των υπηρεσιών της Ρ.Α.Λ., τις αρμοδιότητες των οργανικών της μονάδων, τις αρμοδιότητες του Γενικού Διευθυντή και των προϊσταμένων των διευθύνσεων και τμημάτων, τις ειδικότητες των θέσεων του προσωπικού και την κατανομή του στις οργανικές μονάδες της Ρ.Α.Λ., την αξιολόγησή του προσωπικού, καθώς και για τη συγκρότηση και λειτουργία υπηρεσιακού και πειθαρχικού συμβουλίου, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις των άρθρων 6, 7 και 9 έως 15 των Κεφαλαίων III και IV του π.δ. 19/2016 «Κανονισμός Λειτουργίας και Οργάνωση Υπηρεσιών της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων» (Α' 28).
β. Οι μετακινήσεις του προσωπικού της Ρ.Α.Λ. στο εσωτερικό και εξωτερικό για υπηρεσιακούς λόγους εγκρίνονται από τον Πρόεδρο της Ρ.Α.Λ. ή τον Γενικό Διευθυντή μετά από σχετική εξουσιοδότηση. Στην έγκριση καθορίζονται ο προορισμός της μετάβασης, ο σκοπός και η διάρκεια αυτής και ο προϋπολογισμός του κόστους της. Για τις δαπάνες μετακίνησης, την ημερήσια αποζημίωση και για κάθε συναφές με τις μετακινήσεις ζήτημα εφαρμογή έχουν οι διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας.
γ. Προσωπικό, το οποίο κατείχε οργανική θέση υπαλλήλου δημόσιου τομέα και έχει τοποθετηθεί σε οργανικές θέσεις της Ρ.Α.Λ. με μετάταξη, επανέρχεται αυτοδικαίως στις θέσεις που κατείχε πριν τη μετάταξη σε περίπτωση καταργήσεως της Ρ.Α.Λ..
δ. Το στοιχείο γ' της παρ. 1 του άρθρου 11 του π.δ. 19/2016 «Κανονισμός Λειτουργίας και Οργάνωση Υπηρεσιών της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων» Α' 28/2016) αντικαθίσταται ως εξής:
« (γ) η παροχή εμπεριστατωμένων εισηγήσεων προς τον Πρόεδρο και τα μέλη της Ρ.Α.Λ. μετά από ανάλυση δεδομένων και αξιολόγηση κινδύνων, καθώς και η διαμόρφωση εναλλακτικών επιλογών βάσει της ανάλυσης του εσωτερικού και εξωτερικού περιβάλλοντος λειτουργίας της Αρχής».

1. Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της η Ρ.Α.Λ. εισπράττει τέλος, το οποίο επιβάλλεται και εισπράττεται ετησίως με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής επί των φορέων διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένων. Το ύψος του τέλους δεν μπορεί να είναι ανώτερο από 0,3% των ετήσιων μικτών εσόδων των Οργανισμών Λιμένων Α. Ε., καθώς και των καθολικών ή ειδικών διαδόχων τους και από το 0,2% των λοιπών φορέων διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένων, όπως ορίζονται στην κ.υ.α. 8111/41/2009 (Β' 412), συμπεριλαμβανομένων των Δημοτικών και Κρατικών Λιμενικών Ταμείων, καθώς και των ιδιωτικών φορέων εκμετάλλευσης λιμένων. Με απόφαση των ανωτέρω Υπουργών ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τη διαδικασία είσπραξης και απόδοσης του τέλους αυτού.
Μέχρι την έκδοση της προβλεπόμενης στο προηγούμενο εδάφιο κοινής υπουργικής απόφασης, για τα θέματα που αφορούν τη διαδικασία είσπραξης και απόδοσης του ως άνω τέλους εφαρμόζονται οι διατάξεις της υπ' αριθμ. 340/2014 (Β' 924) κοινής υπουργικής απόφασης «Καθορισμός τέλους για τη χρηματοδότηση της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων (Ρ.Α.Λ.)», η οποία εξεδόθη κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 11 του άρθρου 43 του ν. 4150/ 2013, όπως ισχύει.

2. Στον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής είναι δυνατόν να εγγράφεται δαπάνη υπέρ της Ρ.Α.Λ. σε ποσοστό που δεν μπορεί να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του ετήσιου προϋπολογισμού της για τις ασκούμενες υπέρ του Υπουργείου αυτού αρμοδιότητές της, με τη σύμφωνη γνώμη της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών.

3. Πόροι της Ρ.Α.Λ. αποτελούν και οι πάσης φύσεως επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις, χρηματοδοτήσεις ερευνητικών προγραμμάτων και κάθε άλλο έσοδο που προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από διεθνείς οργανισμούς.

4. Οι πόροι της Ρ.Α.Λ. εισπράττονται για λογαριασμό της και κατατίθενται σε τραπεζικό λογαριασμό, τη διαχείριση του οποίου έχει η Ρ.Α.Λ..

5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομικών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής καθορίζονται τα Δημοτικά Λιμενικά Ταμεία όλων των νησιωτικών περιοχών, που δύνανται για λόγους προστασίας της νησιωτικότητας να εξαιρούνται από την καταβολή του τέλους της παραγράφου 1 του παρόντος.

1. Η Ρ.Α.Λ. έχει υποχρέωση να συντάσσει προϋπολογισμό για το επόμενο οικονομικό έτος (1.1 - 31.12), τον οποίο κοινοποιεί στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και στον Υπουργό Οικονομικών.

2. Ο προϋπολογισμός της Ρ.Α.Λ. εγκρίνεται από τους Υπουργούς Οικονομικών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Τον προϋπολογισμό εισηγείται στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής ο Πρόεδρος της Ρ.Α.Λ., ο οποίος είναι και ο διατάκτης των δαπανών αυτής.

3. Τα έσοδα της Ρ.Α.Λ. εισπράττονται στο όνομα και για λογαριασμό της και κατατίθενται σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό, τη διαχείριση του οποίου έχει η Ρ.Α.Λ., σύμφωνα με τον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισής της (π.δ. 19/2016, Α' 28). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, κατόπιν εισήγησης της Ρ.Α.Λ., καθορίζονται τα όργανα, ο τρόπος και η διαδικασία είσπραξης των πιο πάνω χρηματικών ποσών. Οι δαπάνες που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό της Ρ.Α.Λ. διαμορφώνονται ετησίως με απόφαση αυτής για να καλύψουν το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του επόμενου έτους. Η Ρ.Α.Λ. έχει υποχρέωση να τηρεί λογαριασμούς και αρχεία, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα αποτελέσματα χρήσης και ο ισολογισμός, σύμφωνα με τις διατάξεις του δημοσίου λογιστικού και όπως ειδικότερα ορίζεται στον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισης. Ο έλεγχος των οικονομικών στοιχείων και των ετήσιων λογαριασμών και οικονομικών καταστάσεων γίνεται από δύο ορκωτούς λογιστές. Τα στοιχεία αυτά και οι οικονομικές καταστάσεις δημοσιεύονται στο διαδικτυακό τόπο της Ρ.Α.Λ. και στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και υποβάλλονται στον Πρόεδρο της Βουλής μαζί με την ετήσια έκθεση του επόμενου έτους.

4. Η Ρ.Α.Λ. μπορεί να προβαίνει στην ανάθεση έργων, προμηθειών, καθώς και στην αγορά ή μίσθωση ακινήτων για τις ανάγκες της, σύμφωνα με τις διατάξεις περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων και με τον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισής της. Το τίμημα της αγοράς ή της μίσθωσης ακινήτων καταβάλλεται από τους πόρους της Ρ.Α.Λ..

5. Η Ρ.Α.Λ. υπόκειται στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τις γενικές διατάξεις.

6. Με αιτιολογημένη απόφαση της Ρ.Α.Λ. είναι δυνατή η κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους εγγραφή ή αύξηση πιστώσεων στον προϋπολογισμό της με μείωση άλλων πιστώσεων με τη διαδικασία της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

1. Το υλικό της Ρ.Α.Λ. διακρίνεται σε πάγιο και αναλώσιμο.

2. Το πάγιο υλικό υπόκειται σε φθορά και απόσβεση. Το αναλώσιμο υλικό υπόκειται σε διαδικασίες αποθήκης.

3. Ο Προϊστάμενος του Τμήματος Οικονομικής Διαχείρισης, ο οποίος εκτελεί χρέη Διαχειριστή Υλικού ενημερώνεται για την κίνηση και παρακολουθεί όλο το πάγιο και αναλώσιμο υλικό, συντονίζει και παρακολουθεί την ασφαλή φύλαξη και καλή κατάσταση του υλικού που υπάρχει στις αποθήκες και ειδοποιεί έγκαιρα τους αρμόδιους για την εξάντληση των αποθεμάτων.

4. Με απόφαση της Ρ.Α.Λ. είναι δυνατή η κατάρτιση Κανονισμού Διαχείρισης του υλικού και των περιουσιακών στοιχείων αυτής.

1. Ιδρύεται Δημόσια Αρχή Λιμένων (Δ.Α.Λ.), ως αποκεντρωμένη, αυτοτελής και ανεξάρτητη υπηρεσιακή μονάδα του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Η Δ.Α.Λ. έχει δικό της πρωτόκολλο, αρχείο και σφραγίδα στην οποία αναγράφεται η επωνυμία «Δημόσια Αρχή Λιμένα - Αποκεντρωμένη Υπηρεσία Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής - Ports Public Authority», εποπτεύεται από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.

2. Όργανα Διοίκησης της Δ.Α.Λ. είναι:
α) Το Συμβούλιο Διοίκησης (Σ.Δ.).
β) Ο Διοικητής.

3. Το Σ.Δ. συγκροτείται από:
α) Τον Διοικητή της Δ.Α.Λ. ως Πρόεδρο.
β) Έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ο οποίος ορίζεται από τον οικείο Υπουργό, με το νόμιμο αναπληρωτή του.
γ) Τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Λιμενικής Πολιτικής της ΓΓΛΛΠΝΕ, με το νόμιμο αναπληρωτή του.
δ) Έναν (1) εκπρόσωπο των εργαζομένων στα λιμάνια, ο οποίος υποδεικνύεται από την αντιπροσωπευτικότερη δευτεροβάθμια οργάνωση των εργαζομένων στα λιμάνια, με το νόμιμο αναπληρωτή του.
ε) Έναν (1) εκπρόσωπο των εργαζομένων στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ο οποίος υποδεικνύεται από την αντιπροσωπευτικότερη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, με το νόμιμο αναπληρωτή του.
Κατόπιν πρόσκλησης που τούς απευθύνεται ανάλογα και με την ημερήσια διάταξη, δύνανται να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις της Δ.Α.Λ. χωρίς δικαίωμα ψήφου:
α) Ένας (1) εκπρόσωπος της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος ο οποίος ορίζεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο, με το νόμιμο αναπληρωτή του.
β) Ένας (1) εκπρόσωπος της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος, ο οποίος ορίζεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο, με το νόμιμο αναπληρωτή του.
γ) Ένας (1) εκπρόσωπος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, ο οποίος ορίζεται από τη Διοικητική της Επιτροπή, με το νόμιμο αναπληρωτή του.
δ) Δύο (2) εκπρόσωποι του κάθε Περιφερειακού Γραφείου Δ.Α.Λ, οι οποίοι ορίζονται από τον επικεφαλής του κάθε Περιφερειακού Γραφείου.
ε) Ένας (1) εκπρόσωπος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας.
Ο Πρόεδρος του Σ.Δ. μπορεί, κατά την κρίση του, να καλεί στις συνεδριάσεις εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων, καθώς και κάθε υπηρεσιακό παράγοντα ή εκπρόσωπο οποιουδήποτε επιστημονικού ή τοπικού φορέα.
Η λειτουργία του Σ.Δ. διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 13, 14 και 15 του ν. 2690/1999, που αφορούν τη λειτουργία των Συλλογικών Οργάνων της Διοίκησης.

4. Το Σ. Δ. αποτελεί το ανώτατο διοικητικό όργανο της Δ.Α.Λ. και κατά κύριο λόγο διαμορφώνει τη στρατηγική και την πολιτική της και ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, τον Κανονισμό Λειτουργίας της Δ.Α.Λ, καθώς και τις ακόλουθες:
α) Αποφασίζει για τη λήψη μέτρων που εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία της Δ.Α.Λ., την ορθολογική και αποδοτική διαχείριση των διαθέσιμων οικονομικών πόρων, ώστε να ανταποκρίνεται στην αποστολή της.
β) Εγκρίνει το ετήσιο Σχέδιο Δράσης της Δ.Α.Λ. για την αποτελεσματικότερη άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
γ) Διατυπώνει προς τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής σύμφωνη γνώμη για την κατάρτιση, αναμόρφωση, συμπλήρωση, τροποποίηση του Κανονισμού Λειτουργίας της Δ.Α.Λ..
δ) Ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία της Δ.Α.Λ. και δεν έχει ανατεθεί στον Διοικητή αυτής.

5. Στη Δ.Α.Λ. συνιστάται μία (1) οργανική θέση Διοικητή, με βαθμό 1 της κατηγορίας ΕΘ, ο οποίος είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Τα προσόντα που πρέπει να διαθέτουν οι υποψήφιοι είναι: πτυχίο Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι, ιδιαίτερη ικανότητα στην άσκηση διευθυντικών καθηκόντων σε υπηρεσίες ή οργανισμούς του Δημοσίου ή επιχειρήσεις του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα της ημεδαπής ή αλλοδαπής, συνεκτιμωμένων και των μεταπτυχιακών σπουδών και επιστημονικής εξειδίκευσης σε θέματα στρατηγικού σχεδιασμού και προγραμματισμού, οργάνωσης, διοίκησης και λειτουργίας λιμένων ή οικονομικής και πολιτικής λιμένων ή λιμενικής βιομηχανίας, καθώς και της ανάλογης εμπειρίας.

6. Ο Διοικητής έχει τη γενική και ειδική ευθύνη διοίκησης και λειτουργίας της Δ.Α.Λ. και προβαίνει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της. Ο Διοικητής προΐσταται όλων των υπηρεσιών της Δ.Α.Λ., εκπροσωπεί τη Δ.Α.Λ., σύμφωνα με τον Κανονισμό Λειτουργίας της και τις αποφάσεις του Σ.Δ., διοικεί τη Δ. Α. Λ. και διαχειρίζεται σε καθημερινή βάση τα θέματα λειτουργίας της, περιλαμβανομένης και της υλοποίησης των σχετικών αποφάσεων του Σ.Δ..
Ειδικότερα, ο Διοικητής έχει, ιδίως, τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) Προεδρεύει στο Συμβούλιο Διοίκησης.
β) Λαμβάνει όλες τις αναγκαίες αποφάσεις για την εκπλήρωση των σκοπών και στόχων της Δ.Α.Λ. μέσα στα πλαίσια της γενικής πολιτικής και του προγραμματισμού.
γ) Συντάσσει και υποβάλλει για έγκριση στο Σ.Δ. του Δ.Α.Λ. το ετήσιο σχέδιο δράσης.
δ) Έχει την ευθύνη της οργάνωσης, συντονισμού και ελέγχου των υπηρεσιών της Δ.Α.Λ..
ε) Εξασφαλίζει την ορθολογική διαχείριση των πόρων της Δ.Α.Λ..
στ) Αποφασίζει για τη σύσταση και συγκρότηση πάσης φύσεως επιτροπών εργασίας ή ομάδων εκτέλεσης συγκεκριμένου έργου.
ζ) Υποβάλει στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής ετήσια έκθεση πεπραγμένων.
η) Εισηγείται στο Σ.Δ. σχετικά με την κατάρτιση, αναμόρφωση, συμπλήρωση, τροποποίηση του Κανονισμού Λειτουργίας της Δ.Α.Λ..

7. Ο Διοικητής επιλέγεται κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης, η οποία εκδίδεται από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και λαμβάνει την προσήκουσα δημοσιότητα με δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σε δύο ημερήσιες εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας και στην ιστοσελίδα του Υπουργείου. Κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την υλοποίηση του προηγούμενου εδαφίου ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Οι πάσης φύσεως μηνιαίες αποδοχές του Διοικητή ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής υπό την επιφύλαξη των κείμενων διατάξεων.

8. Η θητεία των Οργάνων Διοίκησης της Δ.Α.Λ. είναι διετής. Μετά την πάροδο της πρώτης διετίας από τη θέση σε ισχύ του παρόντος, η θέση Διοικητή Δ.Α.Λ. πληρούται σύμφωνα με το ν. 4369/2016 (Α' 33) από το Εθνικό Μητρώο Επιτελικών Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης. Τα Όργανα Διοίκησης της Δ.Α.Λ. απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους. Με το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 6 του άρθρου 130 ρυθμίζονται τα ειδικότερα ζητήματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Διοικητή της Δ.Α.Λ., την προσωπική κατάσταση των μελών του Σ.Δ., τις περιπτώσεις έκπτωσης από τη θέση ή την αναστολή της ιδιότητάς τους, τα ασυμβίβαστα και τους περιορισμούς για την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων που συνεπάγεται η ιδιότητα του μέλους της Δ.Α.Λ., καθώς και κάθε άλλο συναφές ζήτημα.

1. Σκοπός της Δ.Α.Λ. είναι να συμβάλει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της απονέμονται, στην επίτευξη των προγραμματικών στόχων του ελληνικού λιμενικού συστήματος, στους οποίους και περιλαμβάνονται:
(α) Η συμβολή στην τοπική, περιφερειακή και εγχώρια οικονομική, κοινωνική και κοινοτική ευημερία, σε αντιστοιχία με την κομβική και μακροοικονομική σημασία των Λιμένων.
(β) Η διευκόλυνση της οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας των περιοχών, κοινοτήτων και των κλάδων της οικονομίας, που εξυπηρετούνται από τους Λιμένες ή μέσω αυτού.
(γ) Η προστασία του περιβάλλοντος εντός των Λιμένων σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
(δ) Η αδιάλειπτη διαθεσιμότητα και παροχή αξιόπιστων και ποιοτικών υπηρεσιών από τους φορείς διαχείρισης λιμένων σε πλοία, επιβάτες και φορτία, σύμφωνα με την αρχή της απαγόρευσης διάκρισης, με την επιφύλαξη του κατ' εξαίρεση επιτρεπτού τέτοιας διάκρισης, στο μέτρο που προβλέπεται ειδικά από τη Σύμβαση Παραχώρησης και σύμφωνα με την εφαρμοστέα κείμενη νομοθεσία.
(ε) Η αναβάθμιση του επιπέδου των παρεχόμενων στους χρήστες και το κοινό υπηρεσιών εντός των Λιμένων, σε συνεργασία με τη Ρ.Α.Λ. και τη ΓΓΛΛΠΝΕ.
(στ) Η συνεργασία όλων των αρμοδίων φορέων της Ελληνικής Δημοκρατίας για την κατοχύρωση και τον έλεγχο των εργασιακών δικαιωμάτων και των συνδικαλιστικών ελευθεριών στη λιμενική ζώνη με την παρακολούθηση της εφαρμογής των ισχυουσών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και των κατά περίπτωση εφαρμοστέων νομοθετημάτων εθνικής, διεθνούς και ενωσιακής προέλευσης.
Σε κάθε περίπτωση διαπίστωσης από τη Δ.Α.Λ. οποιασδήποτε παραβίασης των ανωτέρω αναφερόμενων νομοθετημάτων ενημερώνονται αμελλητί οι αρμόδιες ενωσιακές και εθνικές αρχές.
(ζ) Η εν γένει εφαρμογή εντός λιμενικής ζώνης της κείμενης νομοθεσίας σε συνεργασία με τη Ρ.Α.Λ. και τη ΓΓΛΛΠΝΕ.
Οι αρμοδιότητες που απονέμονται με τις διατάξεις του παρόντος στη Δ.Α.Λ. δε θίγουν τις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών Επενδύσεων του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, σύμφωνα με την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία.

2. Η Δ.Α.Λ. ασκεί κάθε αρμοδιότητα, εξουσία ή ευχέρεια φορέα διοίκησης λιμένα που περιέρχεται ειδικά στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής με διάταξη νόμου που κυρώνει Σύμβαση Παραχώρησης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του φορέα αυτού, εφόσον αυτή δεν απονέμεται με άλλη διάταξη νόμου ή απόφαση του Υπουργού αυτού σε άλλον φορέα.

3. Περαιτέρω, η Δ. Α.Λ.:
α) Αναλαμβάνει ενημερωτικές δράσεις για την προώθηση των συνεργατικών σχέσεων και δικτύων.
β) Αναλαμβάνει ενημερωτικές πρωτοβουλίες σχετικά με την προώθηση των συνδυασμένων μεταφορών, την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, πληροφοριακών συστημάτων και εφαρμογών.
γ) Εισηγείται στο Ελληνικό Δημόσιο για την εκπόνηση και ανάθεση μελετών και ερευνών, σχετικών με το αντικείμενό της.
δ) Εισηγείται για την ανάληψη και υλοποίηση προγραμμάτων από το Ελληνικό Δημόσιο ή από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από διεθνείς οργανισμούς που εδρεύουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σχετικών με το αντικείμενό της.
ε) Πραγματοποιεί έρευνες αγοράς, υλοποιεί ευρωπαϊκά διασυνοριακά προγράμματα και προγράμματα επανεκπαίδευσης / επιμόρφωσης εργαζομένων, αναλαμβάνει ρόλους συμβούλου συμμετέχει σε διεθνείς εκθέσεις, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για την προώθηση της έρευνας και καινοτομίας.
στ) Παρέχει εκπαιδευτικά προγράμματα λιμενικών υπηρεσιών και εργασιών για την συνεχή επιμόρφωση και δια βίου μάθηση των εργαζομένων στη λιμενική ζώνη.
ζ) Γνωστοποιεί αμελλητί στην Ρ.Α.Λ. κάθε στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με την άσκηση συμβατικών δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου από Σύμβαση Παραχώρησης σε λιμενική ζώνη.
η) Συνεργάζεται με κάθε αρμόδια Αρχή του Ελληνικού Δημοσίου για την εκπλήρωση των σκοπών και την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
θ) Εποπτεύει τη διαχείριση των ιστορικών τεκμηρίων και των Αρχείων των Λιμένων.

4. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του παρόντος άρθρου, η Δ.Α.Λ. δικαιούται να συλλέγει κάθε αναγκαίο στοιχείο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τη Σύμβαση Παραχώρησης και την κείμενη νομοθεσία.

5. Κατά των πράξεων που εκδίδει η Δ.Α.Λ. σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και η Δ. Α. Λ. - Π σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 131 του παρόντος επιτρέπεται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Η ενδικοφανής προσφυγή του προηγούμενου εδαφίου ασκείται με κατάθεση στη Γενική Γραμματεία Λιμένων και Λιμενικής Πολιτικής του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών, από τη δημοσίευση της πράξης. Ο Υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής υποχρεούται να εκδώσει την απόφαση του μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κατάθεση της προσφυγής. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου, η προσφυγή θεωρείται ότι έχει απορριφθεί σιωπηρά.

1. Πόροι της Δ.Α.Λ. είναι:
α) Επιχορήγηση από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
β) Οποιοδήποτε ποσό ή έσοδο ορίζεται από το νόμο ως εισπραττόμενο από την Δ.Α.Λ. ή οποιοδήποτε άλλο ποσό εισπράττει η Δ.Α.Λ. δυνάμει οιασδήποτε συμβάσεως ή άλλων έννομων σχέσεων.
γ) Εσοδα από τη διαχείριση, εκμετάλλευση και αξιοποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας της.

2. Ως έκτακτοι πόροι:
α) Χρηματοδοτήσεις από προγράμματα και πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε άλλος πόρος που προέρχεται από διεθνείς οργανισμούς και ταμεία περιβαλλοντικής ενίσχυσης.
β) Χορηγίες και δωρεές από φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.
γ) Χρηματοδοτήσεις από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων με τη σύμφωνη γνώμη της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
δ) Έσοδα από ναυάγια, όπως αυτά ορίζονται στο ν. 2881/2001.

3. Η Δ.Α.Λ. έχει υποχρέωση να συντάσσει προϋπολογισμό για το οικονομικό έτος 2017 και για κάθε επόμενο οικονομικό έτος, ο οποίος εγκρίνεται από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Οι πόροι της Δ.Α.Λ. κατατίθενται σε τραπεζικό λογαριασμό με τίτλο «Λογαριασμός Δ.Α.Λ.», η σύσταση και διαχείριση του οποίου γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 4270/2014 (Α'143), όπως εκάστοτε ισχύει. Μέχρι την έγκριση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους 2017 και, σε κάθε περίπτωση, με την επιφύλαξη της παραγράφου 19 του άρθρου 130 του παρόντος, η μισθοδοσία του Διοικητή της Δ.Α.Λ. και του προσωπικού, καθώς και οι λειτουργικές δαπάνες της Δ.Α.Λ. βαρύνουν τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Για την κάλυψη των αναγκών της, η Δ.Α.Λ. θα υποστηρίζεται από τις οικονομικές και διοικητικές υπηρεσίες του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Διατάκτης ορίζεται ο Διοικητής Δ.Α.Λ.. Μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της έκτης παραγράφου του άρθρου 130 του παρόντος νόμου, οι οικονομικές αρμοδιότητες ασκούνται κατ' αναλογική εφαρμογή του ν. 4270/2014 (Α' 143). Με την κοινή υπουργική απόφαση της πέμπτης παραγράφου του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας παραγράφου. 

4. Τα έσοδα του Λογαριασμού Δ.Α.Λ. διατίθενται αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση του σκοπού και των αρμοδιοτήτων της Δ. Α. Λ., σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία εκδίδεται κατόπιν σύμφωνης γνώμης Σ.Δ. Δ. Α.Λ., ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα είσπραξης, διαχείρισης και απόδοσης των εσόδων του Λογαριασμού Δ. Α.Λ..

6. Στις δαπάνες του Λογαριασμού Δ.Α.Λ. ασκείται έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

1. Στη Δ.Α.Λ. συνιστάται μια Γενική Διεύθυνση Δ.Α.Λ., η οποία συντονίζει τις δράσεις των κάτωθι επιμέρους οργανικών μονάδων, από τις οποίες συγκροτείται:
α) Διεύθυνση Παρακολούθησης, η οποία εξασφαλίζει την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων της Δ.Α.Λ.,
β) Διεύθυνση Οργάνωσης, η οποία εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία του Συμβουλίου Διοίκησης (Σ.Δ.), καθώς και την εύρυθμη λειτουργία της Δ.Α.Λ. και
γ) Γραμματεία της Δ.Α.Λ..
Περαιτέρω, η Γενική Διεύθυνση Δ.Α.Λ. συντονίζει τις δράσεις των Περιφερειακών Γραφείων Δ.Α.Λ..

2. Η Διεύθυνση Παρακολούθησης αποτελείται από τα εξής τμήματα:
α) Τμήμα Παρακολούθησης, με τις εξής αρμοδιότητες:
αα) παρακολούθηση των συνθηκών παροχής πάσης φύσεως λιμενικών υπηρεσιών, με σκοπό την εν γένει εφαρμογή εντός λιμενικής ζώνης της κείμενης νομοθεσίας, σε συνεργασία με τη Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων (Ρ.Α.Λ.) και τη Γενική Γραμματεία Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών Επενδύσεων (Γ.Γ.Λ.Λ.Π.Ν.Ε.),
ββ) μέριμνα για την εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας στη λιμενική ζώνη και για τη συμμόρφωση με υποχρεώσεις που δεν απορρέουν από Σύμβαση Παραχώρησης με Φορέα Ιδιωτικής Οικονομίας,
γγ) παρακολούθηση των ζητημάτων που συνδέονται με την προστασία του περιβάλλοντος και την πρόληψη της περιβαλλοντικής ρύπανσης στη θαλάσσια, χερσαία και εναέρια λιμενική ζώνη, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία,
δδ) παρακολούθηση ζητημάτων που σχετίζονται με την αδιάλειπτη διαθεσιμότητα και παροχή αξιόπιστων και ποιοτικών υπηρεσιών από τους φορείς διαχείρισης λιμένων σε πλοία, επιβάτες και φορτία,
εε) συνεργασία με όλους τους αρμόδιους φορείς της Ελληνικής Δημοκρατίας για την κατοχύρωση και τον έλεγχο των εργασιακών δικαιωμάτων και των συνδικαλιστικών ελευθεριών στη λιμενική ζώνη με την παρακολούθηση της εφαρμογής των ισχυουσών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και των κατά περίπτωση εφαρμοστέων νομοθετημάτων εθνικής, διεθνούς και ενωσιακής προέλευσης. Σε κάθε περίπτωση διαπίστωσης οποιασδήποτε παραβίασης της νομοθεσίας του προηγούμενου εδαφίου, συντάσσει σχετική έκθεση και εισηγείται στο Σ.Δ. Δ.Α.Λ. την αμελλητί ενημέρωση των αρμόδιων ενωσιακών και εθνικών οργάνων. Επίσης, δύναται να ζητεί να της διαβιβάζονται τα πορίσματα που συντάσσουν οι αρμόδιες αρχές κατόπιν σχετικών ελέγχων τους στη λιμενική ζώνη,
στστ) παρακολούθηση θεμάτων που σχετίζονται με την υγεία και ασφάλεια των πάσης φύσεως εργαζομένων στη λιμενική ζώνη, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές.
Η αρμοδιότητα της παρούσας και της προηγούμενης υποπερίπτωσης σε καμία περίπτωση δεν μεταβάλλουν τις αρμοδιότητες του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Σ.ΕΠ.Ε.,
ζζ) παρακολούθηση θεμάτων που σχετίζονται με την υγιεινή και ασφάλεια των πάσης φύσεως εργαζομένων στη λιμενική ζώνη. Η αρμοδιότητα της παρούσας υποπερίπτωσης σε καμία περίπτωση δεν δύναται να ερμηνευθεί με τρόπο, που παρεμποδίζει την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε),
ηη) σύνταξη του ετήσιου σχεδίου δράσης της Δ.Α.Λ.,
θθ) σύνταξη ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων της Δ.Α.Λ. που υποβάλλεται στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής,
ιι) εισήγηση για γνωστοποίηση στη Ρ.Α.Λ. κάθε στοιχείου, το οποίο σχετίζεται με την άσκηση συμβατικών δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου από Σύμβαση Παραχώρησης σε λιμενική ζώνη, καθώς και για επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων από τις κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην αντίστοιχη Σύμβαση Παραχώρησης και την κείμενη νομοθεσία.
β) Τμήμα Ρυθμιστικού και Κανονιστικού Πλαισίου και Αδειών, με τις εξής αρμοδιότητες:
αα) την εισήγηση έκδοσης από τη Δ.Α.Λ. κανονιστικών ρυθμίσεων, σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα διεθνή και εθνική νομοθεσία,
ββ) την εισήγηση έκδοσης από τη Δ.Α.Λ. κάθε κανονισμού ή απόφασης αναγκαίας για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων της Δ.Α.Λ.,
γγ) την αξιοποίηση των συμπερασμάτων που προκύπτουν από τη μελέτη και αξιολόγηση των στοιχείων που ανακύπτουν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Δ.Α.Λ. και των Περιφερειακών Γραφείων αυτής, με σκοπό την κατάρτιση και προώθηση κανονιστικών πράξεων,
δδ) τη συλλογή της νομολογίας των δικαστηρίων, των γνωμοδοτήσεων των εισαγγελικών αρχών και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για θέματα αρμοδιότητας της Δ.Α.Λ.,
εε) την παρακολούθηση της ευρωπαϊκής και διεθνούς νομοθεσίας,
στστ) την εισήγηση έκδοσης από τη Δ.Α.Λ. κάθε άδειας, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος.
γ) Τμήμα Ναυαγίων, με αρμοδιότητα την παρακολούθηση της εφαρμογής του ν. 2881/2001 (Α΄16).
δ) Τμήμα Εποπτείας των ιστορικών τεκμηρίων και των Αρχείων του συνόλου των Ελληνικών Λιμένων, με αρμοδιότητα την εποπτεία της διαχείρισης των ιστορικών τεκμηρίων και των Αρχείων αυτών.

3. Η Διεύθυνση Οργάνωσης αποτελείται από τα εξής τμήματα:
α) Τμήμα Προϋπολογισμού και Οικονομικής Πληροφόρησης, με τις εξής αρμοδιότητες:
αα) Η κατάρτιση του σχεδίου του προϋπολογισμού Δ.Α.Λ. και η παρακολούθηση και ανακατανομή των επιμέρους πιστώσεων του εγκεκριμένου προϋπολογισμού.
ββ) Η παρακολούθηση στοιχείων εκτέλεσης του προϋπολογισμού Δ.Α.Λ., προκειμένου οι δαπάνες να καλυφθούν εντός των διαθέσιμων πιστώσεων.
γγ) Η έγκαιρη ενημέρωση Διοικητή Δ.Α.Λ. σε περίπτωση κάλυψης των ανώτατων ορίων εκτέλεσης του προϋπολογισμού τους.
δδ) Η εισήγηση στο Σ.Δ. Δ.Α.Λ. αιτημάτων μεταβολών του προϋπολογισμού.
εε) Ο υπολογισμός της οικονομικής επιβάρυνσης κάθε σχεδίου νόμου, κανονιστικής πράξης, προγράμματος ή δράσης που βαρύνει τον Προϋπολογισμό Δ.Α.Λ. και η παροχή σχετικής γνώμης.
στστ) Η μέριμνα για την έκδοση των εντολών κύριου διατάκτη και η μεταβίβαση πιστώσεων στους δευτερεύοντες διατάκτες.
ζζ) Η μέριμνα για τη διενέργεια οικονομικών αναλύσεων και την παραγωγή οικονομικών αναφορών που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες του Τμήματος, καθώς και για την υποβολή των σχετικών στοιχείων σύμφωνα με τις οδηγίες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
β) Τμήμα Μητρώου Δεσμεύσεων, με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
αα) Ο έλεγχος των αποφάσεων Δεσμεύσεων, αποφάσεων πληρωμής, μεταβολών προϋπολογισμού και η απόδοση σχετικού αριθμού Δέσμευσης.
ββ) Η αποστολή στοιχείων του Προϋπολογισμού στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και στην ΕΛ.ΣΤΑΤ..
γγ) Η παρακολούθηση της ανάληψης δεσμεύσεων, των τιμολογίων, των πληρωμών, καθώς και της εξέλιξης των δημοσιονομικών στοιχείων που απορρέουν από αυτό.
δδ) Ο έλεγχος και η επεξεργασία οικονομικών απολογιστικών στοιχείων για την εκτέλεση του προϋπολογισμού.
εε) Η συγκέντρωση δεδομένων πληρωμών σε εβδομαδιαία/μηνιαία βάση για την τήρηση πλήρων αρχείων δεσμεύσεων, πληρωμών και δαπανών.
στστ) Η μέριμνα για τη διενέργεια οικονομικών αναλύσεων και την παραγωγή οικονομικών αναφορών που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες του Τμήματος, καθώς και για την υποβολή των σχετικών στοιχείων σύμφωνα με τις οδηγίες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
γ) Τμήμα Ελέγχου Δαπανών με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
αα) Ο έλεγχος της νομιμότητας και η προώθηση προς ενταλματοποίηση των δικαιολογητικών των πάσης φύσεως δαπανών που αφορούν στη Δ.Α.Λ..
ββ) Ο έλεγχος και η παρακολούθηση δαπανών τηλεπικοινωνιών, ηλεκτρισμού, ύδρευσης, σταθερής και κινητής τηλεφωνίας.
γγ) Η μέριμνα για την έκδοση Χρηματικών Ενταλμάτων Προπληρωμής.
δδ) Η κατάρτιση σχεδίων αποφάσεων Ανάληψης Υποχρέωσης για την πραγματοποίηση δαπανών της Δ.Α.Λ..
εε) Η κατάρτιση σχεδίων αποφάσεων Ανάληψης Υποχρέωσης και η προώθηση αποφάσεων παγίων δαπανών.
στστ) Ο έλεγχος τήρησης των περί ανάληψης υποχρεώσεων διατάξεων.
ζζ) Η μέριμνα για τη διενέργεια οικονομικών αναλύσεων και την παραγωγή οικονομικών αναφορών που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες του Τμήματος, καθώς και για την υποβολή των σχετικών στοιχείων, σύμφωνα με τις οδηγίες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
ηη) Ο έλεγχος των οριστικών και πλήρων δικαιολογητικών ώστε να διασφαλίζεται η νομιμότητα και κανονικότητα της δαπάνης σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
δ) Τμήμα Πληρωμών και Μισθοδοσίας, με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
αα) Η παραγωγή της ηλεκτρονικής εντολής μεταφοράς και πίστωσης λογαριασμού για την εξόφληση των εκδιδόμενων χρηματικών ενταλμάτων με πίστωση των τραπεζικών λογαριασμών των δικαιούχων.
ββ) Η παρακολούθηση της νομοθεσίας που αφορά τις αποδοχές και τα επιδόματα του προσωπικού Δ.Α.Λ. και η προώθηση των απαραίτητων διοικητικών πράξεων όπου απαιτείται.
γγ) Η μέριμνα για την εκκαθάριση και την πληρωμή των αποδοχών και γενικά των αποζημιώσεων του προσωπικού Δ.Α.Λ., με την επιφύλαξη των οριζόμενων στα άρθρα 129 παρ. 3 και 130 παρ. 19 του ν. 4389/2016 (Α΄94).
δδ) Η μέριμνα για την απόδοση των κάθε είδους φόρων και κρατήσεων του προσωπικού Δ.Α.Λ. και των σχετικών εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία και η υποβολή σχετικών δηλώσεων, όπου απαιτείται, με την επιφύλαξη των οριζόμενων στα άρθρα 129 παρ. 3 και 130 παρ. 19 του ν. 4389/2016 (Α΄94).
εε) Η μέριμνα για τη χορήγηση βεβαιώσεων για τις αποδοχές του πολιτικού προσωπικού, με την επιφύλαξη των οριζόμενων στα άρθρα 129 παρ. 3 και 130 παρ. 19 του ν. 4389/2016 (Α΄94).
στστ) Η τήρηση των διαδικασιών που σχετίζονται με την αποδοχή και την αξιοποίηση δωρεών, σύμφωνα με τους αντιστοίχους όρους.
ζζ) Η συνεργασία με κάθε αρμόδια υπηρεσία για την οικονομική εκμετάλλευση της κινητής και ακίνητης περιουσίας Δ.Α.Λ..
ηη) Η μέριμνα για την καταβολή μισθώματος προς κάλυψη στεγαστικών αναγκών Δ.Α.Λ..
ε) Τμήμα Προμηθειών, με αρμοδιότητα τον προγραμματισμό, την παρακολούθηση και την υλοποίηση των προμηθειών υλικών και υπηρεσιών της Δ.Α.Λ..
στ) Τμήμα Ενημέρωσης, Εκπαίδευσης, Έρευνας και Ανάπτυξης, με τις εξής αρμοδιότητες:
αα) την ανάληψη ενημερωτικών δράσεων για την προώθηση των συνεργατικών σχέσεων και δικτύων,
ββ) την ανάληψη ενημερωτικών πρωτοβουλιών σχετικά με την προώθηση των συνδυασμένων μεταφορών, την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, πληροφοριακών συστημάτων και εφαρμογών,
γγ) την εισήγηση για την εκπόνηση και ανάθεση μελετών και ερευνών, σχετικών με το αντικείμενό της,
δδ) την εισήγηση για την ανάληψη και υλοποίηση προγραμμάτων από το Ελληνικό Δημόσιο ή από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από διεθνείς οργανισμούς που εδρεύουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σχετικών με το αντικείμενό της Δ.Α.Λ.,
εε) την πραγματοποίηση ερευνών αγοράς, την υλοποίηση ευρωπαϊκών διασυνοριακών προγραμμάτων και προγραμμάτων επανεκπαίδευσης/επιμόρφωσης εργαζομένων, την εισήγηση για την ανάληψη από τη Δ.Α.Λ. ρόλων συμβούλου, τη συμμετοχή σε διεθνείς εκθέσεις και την ανάληψη πρωτοβουλιών για την προώθηση της έρευνας και καινοτομίας,
στστ) την παροχή εκπαιδευτικών προγραμμάτων λιμενικών υπηρεσιών και εργασιών για τη συνεχή επιμόρφωση και δια βίου μάθηση των πάσης φύσεως εργαζομένων στη λιμενική ζώνη.
ζ) Τμήμα Τεχνολογίας - Πληροφορικής και Επικοινωνιών, με τις εξής αρμοδιότητες:
αα) μέριμνα για την απρόσκοπτη λειτουργία των συστημάτων πληροφορικής και του τηλεφωνικού κέντρου της Δ.Α.Λ. σε σχέση με τον εξοπλισμό, το λειτουργικό σύστημα, τα συστήματα διαχείρισης των βάσεων δεδομένων και τα δίκτυα,
ββ) ανάπτυξη, επιμέλεια και συντήρηση του ιστότοπου (website) και της ενδοδικτυακής πύλης (intranet) της Δ.Α.Λ. και των Περιφερειακών Γραφείων,
γγ) επίβλεψη και έλεγχος των λογισμικών εφαρμογών σχετικά με την ηλεκτρονική υποστήριξη των οργανικών μονάδων της Δ.Α.Λ. και των Περιφερειακών Γραφείων,
δδ) εκπαίδευση του προσωπικού της Δ.Α.Λ. στη χρήση πληροφοριακών συστημάτων διενέργειας ελέγχων και στην εφαρμογή των καλών πρακτικών,
εε) αρχειοθέτηση και τήρηση των αρχείων προγραμμάτων της Δ.Α.Λ.,
στστ) βελτίωση των διαδικασιών ασφάλειας των συστημάτων πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών,
ζζ) μέριμνα για την ένταξη της Δ.Α.Λ. σε αναπτυξιακά συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα διοικητικής μεταρρύθμισης, ψηφιακής σύγκλισης και ηλεκτρονικής διακυβέρνησης σε συνεργασία με τις εκάστοτε καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, καθώς και την υλοποίηση των προγραμμάτων αυτών,
ηη) σχεδιασμός λογισμικών εφαρμογών, σύμφωνα με τις ανάγκες της Δ.Α.Λ. και τις ανάγκες των συστημάτων ελέγχων της, καθώς και τις αναγκαίες επεκτάσεις και βελτιώσεις των πληροφοριακών συστημάτων,
θθ) διερεύνηση και υποβολή προτάσεων για θέματα πληροφοριακών συστημάτων, παρακολούθηση της εφαρμογής τους, αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους και εισήγηση για τις αναγκαίες τροποποιήσεις και προσαρμογές.

4. Η Δ.Α.Λ. επικουρείται στη διοικητική της λειτουργία από τη Γραμματεία της Δ.Α.Λ.. Η Γραμματεία της Δ.Α.Λ. είναι αυτοτελές τμήμα και υπάγεται στον Γενικό Διευθυντή Δ.Α.Λ..
Η Γραμματεία της Δ.Α.Λ. έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) παροχή γραμματειακής υποστήριξης προς τον Διοικητή και το Συμβούλιο Διοίκησης της Δ.Α.Λ. κατά την άσκηση των καθηκόντων τους,
β) γραμματειακή υποστήριξη και παρακολούθηση των συνεδριάσεων του Συμβουλίου Διοίκησης της Δ.Α.Λ. και ιδίως την πρόσκληση των μελών, την κλήση των ενδιαφερομένων μερών στις συνεδριάσεις της, την τήρηση πρακτικών (γραπτά ή/και ηλεκτρονικά), την έκδοση, αναπαραγωγή, δημοσίευση και κοινοποίηση των αποφάσεων και γνωμοδοτήσεών της,
γ) γραμματειακή υποστήριξη των επιτροπών και των ομάδων εργασίας που συγκροτούνται στη Δ.Α.Λ., την τήρηση πρακτικών, καθώς και επιμέλεια για την έκδοση, αναπαραγωγή και διανομή τυχόν σχετικών εγγράφων,
δ) οργάνωση και τήρηση του Πρωτοκόλλου της Δ.Α.Λ. και των σχετικών αρχείων πρωτοτύπων και εξερχόμενων εγγράφων, καθώς και μέριμνα για την έκδοση αντιγράφων και τη διεκπεραίωση κάθε σχετικής αλληλογραφίας,
ε) μέριμνα για την κατασκευή και φύλαξη της σφραγίδας Δ.Α.Λ.,
στ) τη δημοσίευση στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και την ανάρτηση στο πρόγραμμα «Διαύγεια» των πράξεων, κανονισμών και αποφάσεων της Δ.Α.Λ..

5. Η νομική υποστήριξη της Δ.Α.Λ. παρέχεται από το Γραφείο Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.

6. Η οργάνωση και η διάρθρωση των οργανικών μονάδων της Δ.Α.Λ. σε γενικές διευθύνσεις, διευθύνσεις, τμήματα, οι αρμοδιότητες αυτών, οι αρμοδιότητες των προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων, διευθύνσεων και τμημάτων, τα προσόντα του προσωπικού, η κατανομή αυτού σε κλάδους και ειδικότητες και κάθε άλλο σχετικό θέμα δύνανται να τροποποιούνται με τον Κανονισμό Λειτουργίας Δ.Α.Λ., ο οποίος καταρτίζεται με προεδρικό διάταγμα το οποίο εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.

7. Το προσωπικό της Δ.Α.Λ. διέπεται από το ν. 3528/2007 (Α΄ 26). Η Διεύθυνση Διοικητικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής είναι αρμόδια για κάθε θέμα που αφορά στο προσωπικό της Δ.Α.Λ..

8. Για την κάλυψη των αναγκών της Δ.Α.Λ., συνιστώνται στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής τριάντα (30) θέσεις προσωπικού, οι οποίες κατανέμονται ως εξής:
α) είκοσι πέντε (25) θέσεις μόνιμου προσωπικού και
β) πέντε (5) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού, μόνιμου ή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
Οι θέσεις του παρόντος προσαυξάνουν τις προβλεπόμενες θέσεις των αντίστοιχων κλάδων του Οργανισμού του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και, εάν δεν υπάρχουν θέσεις αντίστοιχου κλάδου και ειδικότητας, θεωρούνται συνιστώμενες με το παρόν άρθρο.

9. Ο Κλάδος ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού περιλαμβάνει συνολικά δέκα (10) θέσεις.
Ο Κλάδος ΠΕ Μηχανικών περιλαμβάνει συνολικά δύο (2) θέσεις.
Ο Κλάδος ΠΕ Πληροφορικής περιλαμβάνει συνολικά δύο (2) θέσεις.
Ο Κλάδος ΠΕ Περιβάλλοντος περιλαμβάνει συνολικά μία (1) θέση.
Ο Κλάδος ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού περιλαμβάνει συνολικά τέσσερις (4) θέσεις.
Ο Κλάδος ΤΕ Πληροφορικής περιλαμβάνει συνολικά δύο (2) θέσεις.
Ο Κλάδος ΤΕ Μηχανικών περιλαμβάνει συνολικά μία (1) θέση.
Ο Κλάδος ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων περιλαμβάνει συνολικά μία (1) θέση.
Ο Κλάδος ΔΕ Προσωπικού Η/Υ περιλαμβάνει συνολικά δύο (2) θέσεις.
Οι θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού κατανέμονται κατά κλάδο και ειδικότητα ως εξής:
Μία (1) θέση Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού, με ειδικότητα Οικονομολόγου.
Μία (1) θέση Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού, με ειδικότητα Πολιτικού Μηχανικού - Υδροτεχνικού (Μηχανικός Θαλάσσιων Λιμενικών Έργων).
Μία (1) θέση Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού, με ειδικότητα Πολιτικού Μηχανικού Συγκοινωνιολόγου.
Μία (1) θέση Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού με ειδικότητα Μηχανικού Περιβάλλοντος.
Μία (1) θέση Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού με ειδικότητα στη Δημόσια Υγιεινή.

10. Τα κατά κλάδο και ειδικότητα τυπικά και πρόσθετα προσόντα πρόσληψης, όσον αφορά στις θέσεις της προηγούμενης παραγράφου, καθορίζονται από το π.δ. 50/2001 (Α΄ 39). Για τους κλάδους που συγκροτούνται από περισσότερες ειδικότητες, ο αριθμός των θέσεων ανά ειδικότητα καθορίζεται, κατά περίπτωση, με την πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων για την πλήρωση των θέσεων του οικείου κλάδου ή με την απόφαση απόσπασης ή μετάταξης, εάν η θέση πληρούται με απόσπαση ή μετάταξη.

11. Επιτρέπεται η πλήρωση των ανωτέρω θέσεων:
α) με διορισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994 (Α΄ 28),
β) με μετάταξη μόνιμων ή με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλων φορέων γενικής κυβέρνησης,
γ) με απόσπαση μόνιμων ή με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλων φορέων γενικής κυβέρνησης,
δ) με τοποθέτηση υπαλλήλων του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, μετά από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης Δ.Α.Λ., χωρίς τη γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου ή άλλου οργάνου.
Οι μετατάξεις και αποσπάσεις των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παρούσας παραγράφου διενεργούνται, ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης Δ.Α.Λ. για δημόσια πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων και διέπονται από τις αρχές της ισότητας, της διαφάνειας και της αξιοκρατίας. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου αναρτάται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύεται σε δύο (2) ημερήσιες εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας.

12. Τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων για απόσπαση ή μετάταξη αξιολογούνται από το Συμβούλιο Διοίκησης της Δ.Α.Λ., το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής υποψηφιοτήτων, κατόπιν προηγούμενης συνέντευξης, για την οποία τηρούνται πρακτικά, τα οποία συνυπογράφονται από τους υποψηφίους. Το Συμβούλιο Διοίκησης της Δ.Α.Λ. διαμορφώνει πίνακα επιλεγέντων υποψηφίων, με απόφασή του, η οποία φέρει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και κυρώνεται από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Για την αξιολόγηση των υποψηφίων συνεκτιμώνται τόσο η καταλληλότητα του υποψηφίου για την άσκηση των καθηκόντων του στη Δ.Α.Λ. όσο και οι ανάγκες της υπηρεσίας. Σε περίπτωση υποβολής περισσότερων αιτήσεων για την ίδια θέση, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία του προηγούμενου εδαφίου και επιπρόσθετα τα στοιχεία του προσωπικού τους μητρώου και ο χρόνος συνολικής υπηρεσίας στο βαθμό και τον κλάδο.
Η μετάταξη και η απόσπαση ολοκληρώνεται, με κοινή απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και του αρμόδιου, κατά περίπτωση, Υπουργού, χωρίς τη γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου ή άλλου οργάνου.

13. Η απόσπαση υπαλλήλου μπορεί να διακοπεί, ύστερα από εισήγηση του Συμβουλίου Διοίκησης της Δ.Α.Λ., αν οι ανάγκες, για τις οποίες έγινε η απόσπαση του συγκεκριμένου υπαλλήλου, μπορούν να καλυφθούν από το πολιτικό προσωπικό της.

14. Ως Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Δ.Α.Λ. τοποθετείται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού.
Ως Προϊστάμενοι Διευθύνσεων τοποθετούνται υπάλληλοι ως εξής:
α) Στη Διεύθυνση Παρακολούθησης: υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού ή του κλάδου ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού.
β) Στη Διεύθυνση Οργάνωσης: υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού ή του κλάδου ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού.
Ως Προϊστάμενοι Τμημάτων και Αυτοτελών Τμημάτων τοποθετούνται υπάλληλοι ως εξής:
α) Στο Τμήμα Παρακολούθησης: υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού ή του κλάδου ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού.
β) Στο Τμήμα Ρυθμιστικού και Κανονιστικού Πλαισίου και Αδειών: υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού ή του κλάδου ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού.
γ) Στο Τμήμα Ναυαγίων: υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού ή του Κλάδου ΠΕ Μηχανικών ή του Κλάδου ΠΕ Περιβάλλοντος ή του κλάδου ΤΕ Μηχανικών.
δ) Στο Τμήμα Εποπτείας των ιστορικών τεκμηρίων και των Αρχείων των Λιμένων: υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού ή του κλάδου ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού ή του κλάδου ΤΕ Μηχανικών.
ε) Στα Τμήματα Προϋπολογισμού και Οικονομικής Πληροφόρησης, Μητρώου Δεσμεύσεων, Ελέγχου Δαπανών, Πληρωμών και Μισθοδοσίας και Προμηθειών: υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού ή του κλάδου ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού.
στ) Στο Τμήμα Ενημέρωσης, Εκπαίδευσης, Έρευνας και Ανάπτυξης, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού ή του κλάδου ΠΕ Πληροφορικής ή του κλάδου ΤΕ Πληροφορικής.
ζ) Στο Τμήμα Τεχνολογίας - Πληροφορικής και Επικοινωνιών: υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Πληροφορικής ή του κλάδου ΤΕ Πληροφορικής.
η) Στο Αυτοτελές Τμήμα Γραμματείας: υπάλληλος του κλάδου ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων ή του κλάδου ΔΕ Προσωπικού Η/Υ.

15. Η επιλογή των Προϊσταμένων Γενικής Διεύθυνσης, Διευθύνσεων και Τμημάτων γίνεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις κείμενες διατάξεις του ν. 3528/2007 (Α΄26). Δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία επιλογής Προϊσταμένων των οργανικών μονάδων της Δ.Α.Λ. έχουν και οι υπάλληλοι που έχουν αποσπαστεί ή τοποθετηθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 11 έως 13 του παρόντος.
Από την έναρξη λειτουργίας της Δ.Α.Λ. και μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία κρίσεων για κατάληψη θέσεων ευθύνης, σύμφωνα με το ν. 3528/2007, επιτρέπεται η πλήρωση θέσεων Προϊσταμένων Διευθύνσεων και Τμημάτων ως εξής:
α) με απόσπαση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 11 έως 13 του παρόντος και
β) με τοποθέτηση προσωπικού που υπηρετεί στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
Οι τοποθετήσεις της παρούσας παραγράφου γίνονται, με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, μετά από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης Δ.Α.Λ., χωρίς τη γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου ή άλλου οργάνου. Στις θέσεις ευθύνης της παρούσας παραγράφου τοποθετούνται υπάλληλοι, οι οποίοι λαμβάνονται κατά προτεραιότητα από τους Προϊσταμένους που υπηρετούν στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου του ίδιου ή αμέσως κατώτερου επιπέδου, υπό την προϋπόθεση ότι ανήκουν σε κατηγορία και κλάδο, του οποίου οι υπάλληλοι προβλέπεται από τις οικείες οργανικές διατάξεις να προΐστανται στη συγκεκριμένη θέση. Για την ανωτέρω τοποθέτηση λαμβάνονται υπόψη τα περιγράμματα θέσεων, τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του υπαλλήλου, η ποιότητα της υπηρεσιακής δραστηριότητάς του, η γνώση του αντικειμένου του φορέα, της οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης γενικότερα και οι διοικητικές ικανότητές του να προγραμματίζει, να συντονίζει και να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες.

16. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, μετά από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης Δ.Α.Λ., είναι δυνατόν να διατίθεται ή αποσπάται εκτός οργανικών θέσεων στη Δ.Α.Λ., προσωπικό που υπηρετεί στο Λιμενικό Σώμα - Ελληνική Ακτοφυλακή.
Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, η οποία εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης Δ.Α.Λ., είναι δυνατόν να διατίθεται ή αποσπάται εκτός οργανικών θέσεων στη Δ.Α.Λ. στρατιωτικό προσωπικό που υπηρετεί στις Ένοπλες Δυνάμεις.

17. Η απόσπαση και τοποθέτηση δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων, καθώς και η διάθεση ή απόσπαση στελεχών του Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής και στρατιωτικού προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, γίνεται για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών, που μπορεί να ανανεώνεται για μία ακόμα φορά, με κοινή απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και του, κατά περίπτωση, αρμόδιου Υπουργού, με τη διαδικασία του παρόντος, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης της Δ.Α.Λ., είναι δε υποχρεωτική για την υπηρεσία τους.

18. Το χρονικό διάστημα υπηρεσίας σε θέση Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης της Δ.Α.Λ. λογίζεται ότι διανύθηκε, αντίστοιχα, με την ιδιότητα του Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης.
Το χρονικό διάστημα υπηρεσίας σε θέση Προϊσταμένου Διεύθυνσης της Δ.Α.Λ. λογίζεται ότι διανύθηκε, αντίστοιχα, με την ιδιότητα του Προϊσταμένου Διεύθυνσης.
Το χρονικό διάστημα υπηρεσίας σε θέση Προϊσταμένου Τμήματος της Δ.Α.Λ. λογίζεται ότι διανύθηκε, αντίστοιχα, με την ιδιότητα του Προϊσταμένου Τμήματος.
Αν αποσπασμένος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, αιτηθεί και επιλεγεί ως Προϊστάμενος οργανικής μονάδας στο φορέα προέλευσής του, επέρχεται αυτοδίκαιη παύση της απόσπασης στη Δ.Α.Λ., από την τοποθέτησή του ως Προϊσταμένου.

19. Οι αποδοχές του πολιτικού προσωπικού, που τοποθετείται, διατίθεται ή αποσπάται στις οργανικές θέσεις του παρόντος, καταβάλλονται από το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής ως υπηρεσία υποδοχής.
Το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου υπάγεται σε πειθαρχικό συμβούλιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 3528/2007 (Α΄ 26), λαμβάνει μηνιαίες τακτικές αποδοχές σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4354/2015 (Α΄176) και αξιολογείται, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, που ορίζουν το χρόνο, τον τύπο, το περιεχόμενο και τη διαδικασία σύνταξης των εκθέσεων και γενικότερα το σύστημα αξιολόγησης της υπηρεσίας ή του φορέα τους ως εξής:
α) ο Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης Δ.Α.Λ. από τον Διοικητή Δ.Α.Λ.,
β) οι Προϊστάμενοι Διευθύνσεων από τον Γενικό Διευθυντή και τον Διοικητή Δ.Α.Λ.,
γ) οι προϊστάμενοι Τμημάτων από τον αντίστοιχο Διευθυντή και τον Γενικό Διευθυντή Δ.Α.Λ.,
δ) το λοιπό προσωπικό από τους Προϊσταμένους των αντίστοιχων Τμημάτων και Διευθύνσεων.
Για το προσωπικό του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής που τοποθετείται στις οργανικές θέσεις του παρόντος, οι αρμοδιότητες της περίπτωσης δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 58 του π.δ. 103/2014 (Α΄ 170) εξακολουθούν να ασκούνται από το Τμήμα Ειδικών Οικονομικών Θεμάτων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
Οι αποδοχές του προσωπικού του Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής και των Ενόπλων Δυνάμεων που διατίθεται ή αποσπάται, σύμφωνα με την παράγραφο 17 του παρόντος, καταβάλλονται από το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής ως υπηρεσία υποδοχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4472/2017 (Α΄74).

20. Το προσωπικό του παρόντος εκπαιδεύεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Τα προγράμματα εκπαίδευσης καταρτίζονται με ευθύνη του Συμβουλίου Διοίκησης Δ.Α.Λ. σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης.

21. Οι υπάλληλοι, μόνιμοι και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που υπηρετούν στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς (Ο.Λ.Π.) Α.Ε. και στον Οργανισμό Λιμένος Θεσσαλονίκης (Ο.Λ.Θ.) Α.Ε. μπορούν, με αίτησή τους, η οποία υποβάλλεται το αργότερο μέχρι 31.12.2017, να μεταφέρονται ή μετατάσσονται στις θέσεις του παρόντος, με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Για την αξιολόγηση των αιτήσεων του προηγούμενου εδαφίου συγκροτείται, μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας, με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Τριμελές Συμβούλιο από τον Αντιπρόεδρο ή τον Πρόεδρο Τμήματος του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), ο οποίος προεδρεύει, τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Διοικητικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και τον Διοικητή της Δ.Α.Λ., το οποίο καθορίζει τη σειρά προτεραιότητας των υπαλλήλων που μπορεί να διατίθενται προς μεταφορά ή μετάταξη, λαμβάνοντας υπόψη: τα τυπικά και ουσιαστικά τους προσόντα, την καταλληλότητά τους για τις θέσεις στις οποίες θα μεταφερθούν ή μεταταχθούν, την εργασιακή φυσιογνωμία τους, τις ηθικές αμοιβές, τις πειθαρχικές ποινές, την οικογενειακή και την οικονομική τους κατάσταση. Η μετάταξη ή μεταφορά των υπαλλήλων της παρούσας παραγράφου γίνεται σε υφιστάμενες κενές θέσεις ή σε θέσεις που συστήνονται με την πράξη μετάταξης ή μεταφοράς στον κλάδο ή στην ειδικότητα στους οποίους μετατάσσεται ή μεταφέρεται ο υπάλληλος.
Οι μετατασσόμενοι ή μεταφερόμενοι πρέπει να κατέχουν τα τυπικά προσόντα του κλάδου ή της ειδικότητας των θέσεων στις οποίες μετατάσσονται ή μεταφέρονται.
Η μετάταξη ή μεταφορά μπορεί να διενεργείται και σε κενή ή συνιστώμενη με την απόφαση της μεταφοράς ή μετάθεσης θέση συναφούς ή παρεμφερούς κλάδου ή ειδικότητας, της ίδιας ή ανώτερης κατηγορίας, εφόσον ο υπάλληλος κατέχει τα τυπικά προσόντα του κλάδου ή της ειδικότητας στον οποίο μετατάσσεται ή μεταφέρεται.
Εφόσον ο υπάλληλος συναινεί, η μετάταξη ή μεταφορά του μπορεί να γίνεται και σε κλάδο κατώτερης κατηγορίας. Σε περίπτωση μετάταξης ή μεταφοράς υπαλλήλων σε συνιστώμενες θέσεις και για όσο χρόνο υφίστανται αυτές, δεν πληρούται ίσος αριθμός θέσεων μόνιμου ή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού του παρόντος. Η μετάταξη ή μεταφορά δεν καταλύει την υπηρεσιακή σχέση δημοσίου δικαίου ή τη σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του υπαλλήλου ούτε μεταβάλλει τη νομική φύση των σχέσεων αυτών ή τις σχέσεις ασφάλισης, με τις οποίες υπηρετούσε ο υπάλληλος στο φορέα προέλευσής του. Οι μεταφερόμενοι ή μετατασσόμενοι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο, κατατάσσονται σε βαθμό ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας τους, ο οποίος έχει διανυθεί στο φορέα προέλευσης με τα τυπικά προσόντα της κατηγορίας στην οποία μεταφέρονται, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως για τη βαθμολογική και μισθολογική κατάταξή τους των διατάξεων του ν. 4369/2016 (Α΄33) και του ν. 4354/2015 (Α΄ 176), χωρίς τη διατήρηση τυχόν προσωπικής διαφοράς. Όποιος μετατάσσεται ή μεταφέρεται σε κατώτερη κατηγορία κατατάσσεται στο βαθμό και το μισθολογικό κλιμάκιο της νέας κατηγορίας με βάση το συνολικό χρόνο υπηρεσίας του, χωρίς να διατηρεί τυχόν διαφορά αποδοχών. Η διάταξη αυτή είναι ειδική και κατισχύει κάθε αντίθετης διάταξης και ισχύει μέχρι 31.12.2017.

1. Η κατά τόπον αρμοδιότητα της Δ.Α.Λ. εκτείνεται σε όλη την επικράτεια.

2. Συνιστάται Περιφερειακό Γραφείο Δ.Α.Λ. Πειραιά (Δ.Α.Λ.-Π) με έδρα στο Δήμο Πειραιά. Με απόφαση του Σ.Δ. επικεφαλής της Δ.Α.Λ.-Π ορίζεται μέλος ή υπάλληλος της Δ.Α.Λ.. Το Περιφερειακό Γραφείο Δ.Α.Λ. Πειραιά (Δ.Α.Λ.-Π.) λειτουργεί ως αποκεντρωμένη υπηρεσία της Δ.Α.Λ. και υποστηρίζεται από τις Διευθύνσεις και τα Τμήματα της τελευταίας.

3. Κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου Διοίκησης Δ.Α.Λ., η Δ.Α.Λ.-Π. αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη, τα καθήκοντα και το κόστος συμμόρφωσης με τις διατάξεις του ν. 2881/2001 (Α'16) αναφορικά με το Λιμένα Πειραιά, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της Σύμβασης Παραχώρησης και την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.

4. Στο πλαίσιο της παραγράφου 2 του άρθρου 128 του παρόντος νόμου και κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου Διοίκησης Δ.Α.Λ., η Δ.Α.Λ.-Π ασκεί όλες τις εξουσίες, αρμοδιότητες και ευχέρειες, που περιέρχονται ειδικά στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής δυνάμει του νόμου που κυρώνει τη Σύμβαση Παραχώρησης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.» (ΟΛΠ Α.Ε.), εφόσον αυτή δεν απονέμεται με άλλη διάταξη νόμου ή απόφαση του Υπουργού αυτού σε άλλον φορέα.
Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από την έκδοση του παρόντος, δύναται να εξειδικεύονται κατά περιεχόμενο οι ως άνω αρμοδιότητες. Η παράλειψη έκδοσης της απόφασης αυτής δεν κωλύει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

5. Περαιτέρω, η Δ.Α.Λ.-Π:
α) Εισηγείται στον Διοικητή της Δ.Α.Λ. τις απαραίτητες συστάσεις και υποδείξεις για τα κατάλληλα να ληφθούν μέτρα σχετικά με κάθε θέμα του άρθρου 128 του παρόντος νόμου, που αφορά στο Λιμένα Πειραιά.
β) Εισηγείται στο Σ.Δ. της Δ.Α.Λ. τη διατύπωση γνώμης προς τη Ρ.Α.Λ. και τη ΓΓΛΛΠΝΕ, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν ερωτήματος, για οποιοδήποτε από τα θέματα του άρθρου 128 του παρόντος που αφορά στο Λιμένα Πειραιά.
γ) Εκπροσωπεί το Λιμένα Πειραιά σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο σε κάθε θέμα αρμοδιότητάς της, συνεργάζεται και ανταλλάσσει απόψεις με αντίστοιχες Αρχές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
δ) Γνωστοποιεί αμελλητί στο Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ κάθε στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με την άσκηση των δικαιωμάτων του ως μετόχου στον ΟΛΠ ΑΕ.
ε) Συνεργάζεται με κάθε αρμόδια Αρχή του Ελληνικού Δημοσίου για την εκπλήρωση των σκοπών και την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
στ) Συγκαλεί τουλάχιστον μία φορά ανά τρεις μήνες Συνέλευση Διαβούλευσης στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι της Δ.Α.Λ., εκπρόσωποι του οικείου Οργανισμού Λιμένα, των αντίστοιχων συνδικαλιστικών ενώσεων των εργαζομένων, της τοπικής αυτοδιοίκησης (όμοροι δήμοι, περιφέρεια) και των τοπικών φορέων - χρηστών των υπηρεσιών του λιμανιού.
Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από την έκδοση του παρόντος, καθορίζεται το οργανόγραμμα της Δ.Α.Λ.-Π κατ' αναλογίαν με τα ισχύοντα για τη Δ.Α.Λ..

 6. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να συνιστώνται και άλλα Περιφερειακά Γραφεία της Δ.Α.Λ.. Με την ίδια ή όμοια απόφαση καθορίζεται ο χρόνος έναρξης της λειτουργίας, η έδρα, η κατά τόπον αρμοδιότητα, η διάρθρωση και οι αρμοδιότητες κάθε Περιφερειακού Γραφείου. Στα Περιφερειακά Γραφεία προΐστανται μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης ή υπάλληλοι της Δ.Α.Λ., που ορίζονται με απόφαση του Σ.Δ. της Δ.Α.Λ..

7. Συνιστάται Περιφερειακό Γραφείο Δ.Α.Λ. Θεσσαλονίκης (Δ.Α.Λ.-Θ.) με έδρα στο Δήμο Θεσσαλονίκης.
Με απόφαση του Σ.Δ., επικεφαλής της Δ.Α.Λ.-Θ. ορίζεται μέλος ή υπάλληλος της Δ.Α.Λ.. Με απόφαση του Σ.Δ., η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και τον, κατά περίπτωση, αρμόδιο Υπουργό, είναι δυνατή η ανάθεση παράλληλων καθηκόντων επικεφαλής της Δ.Α.Λ.-Θ. σε πολιτικό προσωπικό του Υπουργείου Εσωτερικών (πρ. Υπουργείο Μακεδονίας - Θράκης) κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού ή του κλάδου ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού μέχρι την πλήρωση της θέσης από μέλος ή υπάλληλο της Δ.Α.Λ. και χωρίς για τα παράλληλα αυτά καθήκοντα να καταβάλλεται μισθός, αποζημίωση ή άλλη οικονομική απολαβή, εφόσον τα καθήκοντα αυτά δεν έχουν ανατεθεί σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη του Σ.Δ. Δ.Α.Λ., είναι δυνατή η ανάθεση καθηκόντων επικεφαλής της Δ.Α.Λ.-Θ. σε στέλεχος Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών, το οποίο δύναται να παραταθεί με όμοια απόφαση, εφόσον τα καθήκοντα αυτά δεν έχουν ανατεθεί σε υπάλληλο του Υπουργείου Εσωτερικών (τομέας Μακεδονίας - Θράκης), με τη διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου. Σε κάθε περίπτωση, με απόφαση του Σ.Δ., η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, είναι δυνατή η ανάθεση καθηκόντων επικεφαλής της Δ.Α.Λ.-Θ. σε διακεκριμένους επιστήμονες ή εμπειρογνώμονες ειδικού αντικειμένου, οι οποίοι υπηρετούν εθελοντικά και δεν λαμβάνουν μισθό, αποζημίωση ή άλλη οικονομική απολαβή εκτός των δαπανών μετακίνησής τους, τα οποία βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Δ.Α.Λ. και καταβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4336/2015 (Α΄ 94). Η Δ.Α.Λ.-Θ. ασκεί τις αρμοδιότητες των παραγράφων 3 έως 5 του παρόντος αναφορικά με το Λιμένα Θεσσαλονίκης. Με το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 6 του άρθρου 130 του παρόντος καθορίζεται το οργανόγραμμα και κάθε θέμα σχετικό με τη λειτουργία της Δ.Α.Λ.-Θ. κατ’ αναλογίαν με τα ισχύοντα για τη Δ.Α.Λ.

1. Σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς το φορέα της εξουσίας ή της αρμοδιότητας που σχετίζεται με διατάξεις του παρόντος νόμου και εφόσον τα σχετικά ζητήματα δεν ρυθμίζονται από άλλη ειδικότερη διάταξη, αυτή επιλύεται ως εξής:
α) Όταν η αμφιβολία αφορά στην ανάθεση της εξουσίας ή αρμοδιότητας στο φορέα εκμετάλλευσης με βάση τη Σύμβαση Παραχώρησης, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο παραχωρησιούχος έχει από τη Σύμβαση τη σχετική εξουσία ή αρμοδιότητα.
β) Όταν η αμφιβολία αφορά στην κατανομή της εξουσίας ή της αρμοδιότητας μεταξύ των φορέων του παρόντος νόμου, αυτή επιλύεται ως εξής:
αα) Κάθε εξουσία ή αρμοδιότητα παρακολούθησης, εποπτείας και ελέγχου συμμόρφωσης του παραχωρησιούχου με τους όρους της Σύμβασης Παραχώρησης αναφορικά με οποιαδήποτε λιμενική ζώνη της ελληνικής επικράτειας, ασκείται από τη Ρ.Α.Λ..
ββ) Πλην διαφορετικής ρύθμισης του παρόντος ή άλλου νομοθετήματος και υπό την επιφύλαξη αρμοδιότητας άλλων φορέων της Ελληνικής Δημοκρατίας, η Δ.Α.Λ. μεριμνά για την εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας στη λιμενική ζώνη και για τη συμμόρφωση με υποχρεώσεις που δεν απορρέουν από τέτοια Σύμβαση Παραχώρησης.

2. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 43 του ν. 4150/2013, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 2 έως 5, 8 και 16 έως 19 του π.δ. 19/2016 «Κανονισμός Λειτουργίας και Οργάνωση Υπηρεσιών της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων» (Α' 28).

3. Η Ρ.Α.Λ. ασκεί ως εντολοδόχος του Ελληνικού Δημοσίου κάθε άλλη αρμοδιότητά του που είναι συναφής με τη Σύμβαση Παραχώρησης και δεν έχει ρητά απονεμηθεί σε κάποια υπηρεσία ή φορέα του, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα ή άλλο νόμο.

4. Οι αρμοδιότητες που απονέμονται με τις διατάξεις του παρόντος, δεν θίγουν ειδικότερες διατάξεις νόμων που κυρώνουν Συμβάσεις Παραχώρησης και ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των διατάξεων αυτών. Η άσκηση όλων των αρμοδιοτήτων που απονέμονται στη Ρ.Α.Λ. με τις διατάξεις των άρθρων 112 και 113 του παρόντος νόμου τελεί υπό την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων Συμβάσεων Παραχώρησης ή των νόμων που τις κυρώνουν.

5. Για τις ανάγκες του παρόντος νόμου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) «Σύμβαση Παραχώρησης»: κάθε σύμβαση την οποία έχει ή πρόκειται να συνάψει το Ελληνικό Δημόσιο με άλλο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου για την παραχώρηση δικαιώματος χρήσης, διαχείρισης ή/και εκμετάλλευσης όλης ή μέρους λιμενικής ζώνης ή για την παραχώρηση έργου ή υπηρεσίας σε λιμένα.
β) «Σύμβαση Παραχώρησης σε Φορέα της Ιδιωτικής Οικονομίας»: οποιαδήποτε Σύμβαση Παραχώρησης του σημείου α' ανωτέρω, εφόσον αντισυμβαλλόμενος σε αυτήν του Ελληνικού Δημοσίου είναι οντότητα μη ελεγχόμενη, κατά το μετοχικό ή εταιρικό της κεφάλαιο ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, από το Ελληνικό Δημόσιο, ανεξαρτήτως αν η σύμβαση αυτή κυρώνεται με τυπικό νόμο είτε όχι. Η επέλευση των κριτηρίων του προηγούμενου εδαφίου στο πρόσωπο του αντισυμβαλλομένου του Ελληνικού Δημοσίου μπορεί να είναι και επιγενόμενη της σύναψης της σχετικής σύμβασης, οπότε και η σύμβαση εμπίπτει στην εμβέλειά του από το χρόνο αυτόν.

6. Η διαμεσολάβηση και επίλυση διαφορών μεταξύ χρηστών και φορέων διαχείρισης από τη Ρ.Α.Λ., η διαχείριση παραπόνων και η λήψη δεσμευτικών αποφάσεων επί αυτών σε εύλογο χρονικό διάστημα είναι επιτρεπτή πριν και κατά τη διάρκεια εκκρεμοδικίας ανάμεσα στους χρήστες και τους φορείς διαχείρισης, αν τα μέρη συμφωνούν να προσφύγουν για την επίλυση της διαφοράς στη Ρ.Α.Λ..

7. Η διετής θητεία των μελών της καταργούμενης Ρ.Α.Λ., ως αυτοτελούς δημόσιας υπηρεσίας, δύναται να ανανεωθεί για μία μόνο φορά για δύο (2) έτη με τη διαδικασία του άρθρου 109 του παρόντος και εφόσον φέρουν τα προσόντα διορισμού του άρθρου αυτού.

8. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, καταργούνται όλες οι διατάξεις που ρυθμίζουν κατά τρόπο διαφορετικό τα ίδια ζητήματα.

Σκοπός του διατάξεων του Υποκεφαλαίου Α' είναι η λήψη ρυθμιστικών μέτρων με σκοπό την ισότιμη πρόσβαση Επιλέξιμων Προμηθευτών Ηλεκτρικής Ενέργειας στο εγχώριο ενεργειακό μίγμα, την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των Προμηθευτών και τη βελτίωση της ποιότητας και των τιμών παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στους τελικούς καταναλωτές. Τα ανωτέρω ρυθμιστικά μέτρα λαμβάνονται κατ' εφαρμογή της διάταξης της παρ. 4.3, της Ενότητας Γ' του άρθρου 3 του ν. 4336/ 2015 (Α'94).

Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου ισχύουν οι ορισμοί των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 4001/2011 ( Α' 179), καθώς και οι ακόλουθοι:
- Βιομηχανικοί καταναλωτές: Τα νομικά πρόσωπα τα οποία είναι συνδεδεμένα είτε (α) στο Ελληνικό Σύστημα Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΜΗΕ), υπερυψηλής ή υψηλής τάσης είτε (β) στο Ελληνικό Δίκτυο Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ) μέσης τάσης με ετήσια κατανάλωση άνω των 13GWh.
- Επιλέξιμοι Προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας: Οι Προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας που έχουν δικαίωμα συμμετοχής στις δημοπρασίες πώλησης προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση, σύμφωνα με το άρθρο 136.
- Δικαιούχοι Χρήσης: Οι Επιλέξιμοι Προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι απέκτησαν προθεσμιακά προϊόντα ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση είτε απευθείας μέσω των δημοπρασιών του άρθρου 135 είτε μέσω της δευτερογενούς αγοράς, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 140.
- Λειτουργός της Αγοράς: Η εταιρεία με την επωνυμία «Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας Α.Ε.» και με το διακριτικό τίτλο «ΛΑΓΗΕ Α.Ε.», που προβλέπεται στο άρθρο 117 του ν. 4001/2011 (Α'179).

1. Θεσπίζεται μηχανισμός πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (εφεξής «ΔΕΗ Α.Ε.»), δυνάμει δημοπρασιών προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση, μέσω του Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού (ΗΕΠ) και με ρυθμιστικά καθοριζόμενη τιμή εκκίνησης, προς τους Επιλέξιμους Προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας του άρθρου 136.
Σκοπός του μηχανισμού είναι η ανακατανομή των μεριδίων στην λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα, των μεριδίων της ΔΕΗ Α.Ε. και των εναλλακτικών παροχών, από το ποσοστό, που κατείχε τον Αύγουστο του έτους 2015 η ΔΕΗ Α. Ε., σε ποσοστό μικρότερο του 50%, μέχρι και το έτος 2019.

2.α. Τα ετήσια ποσοστά απομείωσης σε σχέση με τον Αύγουστο του 2015, του μεριδίου της ΔΕΗ Α.Ε. στη λιανική αγορά του διασυνδεδεμένου συστήματος, μέχρι και το έτος 2019 καθορίζονται ως εξής:
(αα) Για το έτος 2016: Οκτώ ποσοστιαίες μονάδες (8%), με σκοπό το μερίδιο της ΔΕΗ να αντιστοιχεί σε 87,24%.
(ββ) Για το έτος 2017: Δώδεκα ποσοστιαίες μονάδες (12%), με σκοπό το μερίδιο της ΔΕΗ να αντιστοιχεί σε 75,24%.
(γγ) Για το έτος 2018: Δεκατρείς ποσοστιαίες μονάδες (13%), με σκοπό το μερίδιο της ΔΕΗ να αντιστοιχεί σε 62,24%.
(δδ) Για το έτος 2019: Δεκατρείς ποσοστιαίες μονάδες (13%), με σκοπό το μερίδιο της ΔΕΗ να αντιστοιχεί σε 49,24%.
β. Η ετήσια ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας προς δημοπράτηση πρέπει να ισούται κατ’ έτος, με τα ακόλουθα ποσοστά επί του συνολικού όγκου ηλεκτρικής ενέργειας του διασυνδεδεμένου συστήματος του προηγούμενου έτους:
(αα) Για το έτος 2016: Οκτώ ποσοστιαίες μονάδες (8%).
(ββ) Για το έτος 2017: Δεκαέξι ποσοστιαίες μονάδες (16%). Η φυσική παράδοση τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων (4%) εκ της ποσότητας του έτους 2017 άρχεται την 1η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
(γγ) Για το έτος 2018: Δεκαεννέα ποσοστιαίες μονάδες (19%). Η φυσική παράδοση έξι ποσοστιαίων μονάδων (6%) εκ της ποσότητας του έτους 2018 άρχεται την 1η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
(δδ) Για το έτος 2019: Είκοσι δύο ποσοστιαίες μονάδες (22%). Η φυσική παράδοση εννέα ποσοστιαίων μονάδων (9%) εκ της ποσότητας του έτους 2019 άρχεται την 1η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

3. Στην περίπτωση κατά την οποία η απομείωση του μεριδίου της ΔΕΗ Α. Ε. στη λιανική αγορά του Διασυνδεδεμένου Συστήματος υπερβαίνει κατά δύο (2) ποσοστιαίες μονάδες το στόχο απομείωσης του αντίστοιχου εξαμήνου, όπως αυτός προσδιορίζεται από τη διαίρεση του ετήσιου στόχου σε αντίστοιχα εξάμηνα, η ΡΑΕ, με απόφασή της η οποία λαμβάνεται κατά τα προβλεπόμενα στην περίπτωση α' του άρθρου 138, δύναται να προβαίνει στην μείωση των προς δημοπράτηση ποσοτήτων του πρώτου εξαμήνου από την παρέλευση του εξαμήνου αναφοράς, με ισοδύναμη απομείωση των προς δημοπράτηση ποσοτήτων του εξαμήνου αυτού.

4. Στην περίπτωση κατά την οποία η απομείωση του μεριδίου της ΔΕΗ Α. Ε. στη λιανική αγορά του Διασυνδεδεμένου Συστήματος υπολείπεται κατά δύο (2) ποσοστιαίες μονάδες του στόχου απομείωσης του αντίστοιχου εξαμήνου, όπως αυτός προσδιορίζεται από τη διαίρεση του ετήσιου στόχου σε αντίστοιχα εξάμηνα, η ΡΑΕ, με απόφασή της η οποία λαμβάνεται κατά τα προβλεπόμενα στην περίπτωση α' του άρθρου 138, προβαίνει στην αύξηση των προς δημοπράτηση ποσοτήτων του πρώτου εξαμήνου από την παρέλευση του εξαμήνου αναφοράς, με ισοδύναμη αύξηση των προς δημοπράτηση ποσοτήτων του εξαμήνου αυτού.

5. Ως εξάμηνο αναφοράς προσδιορίζεται το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορά η Έκθεση Επιπτώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 141.

1. Δικαίωμα συμμετοχής στις δημοπρασίες πώλησης προθεσμιακών προϊόντων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 140 έχουν οι Προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι είναι κάτοχοι αδειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Συμμετεχόντων του Συστήματος Συναλλαγών Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού («ΗΕΠ») και στο Μητρώο Επιλέξιμων Προμηθευτών στις Δημοπρασίες Προθεσμιακών Προϊόντων Ηλεκτρικής Ενέργειας, τα οποία τηρεί ο Λειτουργός της Αγοράς.

2. Η ΔΕΗ Α.Ε., καθώς και οι Βιομηχανικοί Καταναλωτές, οι οποίοι είναι κάτοχοι αδειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και είναι εγγεγραμμένοι στο ανωτέρω Μητρώο Συμμετεχόντων του Συστήματος Συναλλαγών Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού («ΗΕΠ»), δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής ως αγοραστές στις ανωτέρω δημοπρασίες. Από τον περιορισμό αυτό εξαιρούνται οι βιομηχανικοί καταναλωτές οι οποίοι διατηρούν ή αναπτύσουν διακριτή δραστηριότητα προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη λιανική αγορά.

3. Η ΡΑΕ και ο Λειτουργός της Αγοράς αναπτύσσουν και εφαρμόζουν κατάλληλους ελεγκτικούς μηχανισμούς, οι οποίοι προβλέπονται και εξειδικεύονται στον Κώδικα Συναλλαγών Δημοπρασιών Προθεσμιακών Προϊόντων Ηλεκτρικής Ενέργειας, προς επίτευξη των οριζομένων στην παράγραφο 2 και προς διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά της ενέργειας.

Η ΔΕΗ Α. Ε. υποχρεούται, με τη συμμετοχή της στον ΗΕΠ, να εξασφαλίζει την παράδοση των ποσοτήτων ενέργειας που αντιστοιχούν στα προθεσμιακά προϊόντα ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση στους Δικαιούχους Χρήσης των προϊόντων αυτών. Στην περίπτωση πραγματικής αδυναμίας εξασφάλισης της παράδοσης των ανωτέρω ποσοτήτων ενέργειας, ισχύουν τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Συναλλαγών Δημοπρασιών Προθεσμιακών Προϊόντων Ηλεκτρικής Ενέργειας, σύμφωνα με το άρθρο 140.

 1. Με απόφαση της ΡΑΕ, κατόπιν εισήγησης του Λειτουργού της Αγοράς, καθορίζονται:
(α) Η ετήσια ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας, που διατίθεται μέσω των ανωτέρω δημοπρασιών πώλησης προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση,
(β) ο καταμερισμός, για κάθε δημοπρασία, της ανωτέρω ετήσιας ποσότητας σε επιμέρους προθεσμιακά προϊόντα ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση,
(γ) το πρόγραμμα διεξαγωγής των δημοπρασιών και
(δ) τα τεχνικά χαρακτηριστικά των ανωτέρω δημοπρατούμενων προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση, ως αυτά εξειδικεύονται στον Κώδικα Συναλλαγών Δημοπρασιών Προθεσμιακών Προϊόντων Ηλεκτρικής Ενέργειας.

2. Η πρώτη δημοπρασία θα έχει διεξαχθεί μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 2016 και η φυσική παράδοση των προϊόντων θα λάβει χώρα εντός του τέταρτου τριμήνου του 2016.

1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία εκδίδεται, μετά από γνώμη της ΡΑΕ, καθορίζεται η μεθοδολογία προσδιορισμού, καθώς και η εξ αυτής προκύπτουσα κατώτατη τιμή προσφοράς των δημοπρατούμενων προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας. Η ανωτέρω κοινή υπουργική απόφαση εκδίδεται εντός μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, και αναθεωρείται κατά το μήνα Ιούνιο εκάστου έτους, λαμβάνοντας υπόψη τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις της ΔΕΗ Α.Ε. της προηγούμενης χρήσης και το αναθεωρημένο κόστος αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, όπως προσδιορίζεται στην παρ. 5. 

2. Η μεθοδολογία προσδιορισμού της κατώτατης τιμής βασίζεται στα μεταβλητά κόστη των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ Α.Ε. και καθορίζει την αναλογία του μίγματος λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής.

3. Το μεταβλητό κόστος των λιγνιτικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ Α.Ε. αποτελείται από τα κάτωθι στοιχεία κόστους:
(α) Μεταβλητά κόστη των ορυχείων της ΔΕΗ Α.Ε., βάσει των οικονομικών καταστάσεων της εταιρείας.
(β) Κόστος αγοράς καυσίμων από τρίτους, με βάση τη μοναδιαία τιμή καυσίμου στη σχετική σύμβαση αγοραπωλησίας.
(γ) Ειδικό Τέλος Λιγνίτη, κατά την υπ' αριθμ. Δ5/Β/οικ.3982 (3)/16.2.2012 (Β' 342) απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ως ισχύει που επιβαρύνουν τη λιγνιτική παραγωγή, ως αυτό εκφράζεται σε ποσό ευρώ (€) ανά MWh.
(δ) Ειδικό Κόστος Εκκίνησης.
(ε) Μεταβλητά κόστη λειτουργίας και συντήρησης.
(στ) Κόστη αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

4. Τα ανωτέρω κόστη, θεωρούνται μεταβλητά μόνον εφόσον εξαρτώνται από τον όγκο παραγωγής (MWhs) των λιγνιτικών μονάδων.

5. Το κόστος αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα υπολογίζεται ετησίως βάσει του αντίστοιχου δωδεκάμηνου συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης του Ευρωπαϊκού Χρηματιστηρίου Ενέργειας (EuropeanEnergyExchange - EEX), ως ισχύει κατά το μήνα Δεκέμβριο του προηγουμένου έτους από το έτος εφαρμογής της αντίστοιχης κοινής υπουργικής απόφασης της παραγράφου 1.

1. Αρμόδιος για την οργάνωση και διεξαγωγή των ανωτέρω δημοπρασιών πώλησης προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση είναι ο Λειτουργός της Αγοράς. Για την παροχή των ανωτέρω υπηρεσιών του ο Λειτουργός της Αγοράς εισπράττει τέλη. Το ύψος των τελών καθορίζεται από τη ΡΑΕ, κατόπιν εισήγησης του Λειτουργού της Αγοράς, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Συναλλαγών Δημοπρασιών Προθεσμιακών Προϊόντων Ηλεκτρικής Ενέργειας. Για το σκοπό αυτόν ο Λειτουργός της Αγοράς υποχρεούται να τηρεί τους αναγκαίους διακριτούς λογαριασμούς.

2. Η οργάνωση και διεξαγωγή των ανωτέρω δημοπρασιών διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Συναλλαγών Δημοπρασιών Προθεσμιακών Προϊόντων Ηλεκτρικής Ενέργειας, ο οποίος καταρτίζεται από τον Λειτουργό της Αγοράς και υποβάλλεται στη ΡΑΕ μέχρι το τέλος Ιουνίου 2016. Η ΡΑΕ, κατόπιν δημόσιας διαβούλευσης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 4001/ 2011 (Α' 179) και αφού προβεί σε τυχόν τροποποιήσεις και προσθήκες, εκδίδει με απόφασή της τον Κώδικα Συναλλαγών Δημοπρασιών Προθεσμιακών Προϊόντων Ηλεκτρικής Ενέργειας, ο οποίος δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Κώδικας τροποποιείται, είτε με πρωτοβουλία της ΡΑΕ είτε κατόπιν αιτήματος του Λειτουργού ή τρίτων προσώπων που έχουν έννομο συμφέρον, κατ' εφαρμογή της διαδικασίας του προηγούμενου εδαφίου.

3. Με τον Κώδικα Συναλλαγών Δημοπρασιών Προθεσμιακών Προϊόντων Ηλεκτρικής Ενέργειας ρυθμίζονται ιδίως:
α) Η θέσπιση Μητρώου Επιλέξιμων Προμηθευτών στις Δημοπρασίες Προθεσμιακών Προϊόντων Ηλεκτρικής Ενέργειας και η διαδικασία εγγραφής των Επιλέξιμων Προμηθευτών Ηλεκτρικής Ενέργειας σε αυτό.
β) Ο τύπος και η διαδικασία οργάνωσης και διεξαγωγής των δημοπρασιών πώλησης προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση, με πλειοδοτικούς διαγωνισμούς, καθώς και ο τύπος και ο χρόνος υποβολής των προσφορών και η οργάνωση και λειτουργία δευτερογενούς αγοράς, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται μέσω του ΗΕΠ η φυσική παράδοση των προϊόντων στην εγχώρια κατανάλωση και στις εξαγωγές.
γ) Η διαδικασία έκδοσης και το βασικό περιεχόμενο του τεύχους των τεχνικών χαρακτηριστικών των δημοπρατούμενων προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση, ως προβλέπονται στην περίπτωση δ' της παρ. 1 του άρθρου 138.
δ) Οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των Επιλέξιμων Προμηθευτών Ηλεκτρικής Ενέργειας, του Λειτουργού της Αγοράς και της ΔΕΗ Α.Ε. σε σχέση με τις δημοπρασίες πώλησης προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και η μεταξύ τους συνεργασία με σκοπό την ομαλή λειτουργία τους.
ε) Τυχόν εξειδίκευση και συμπλήρωση των αρμοδιοτήτων του Λειτουργού της Αγοράς, όπως καθορίζονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου και στις λοιπές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.
στ) Το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ του Λειτουργού της Αγοράς και των Διαχειριστών του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΜΗΕ) και του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ) και λοιπών φορέων, ιδίως όσον αφορά τις απαιτήσεις ανταλλαγής δεδομένων.
ζ) Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί προς επίτευξη των προβλεπομένων στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 136.
η) Η διαδικασία για τη χρονική δήλωση χρήσης των ποσοτήτων ενέργειας των ανωτέρω προθεσμιακών προϊόντων.
θ) Οι κανόνες και οι διαδικασίες κάλυψης, εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών, καθώς και θέματα προκαταβολών, ρητρών, προπληρωμών και εξόφλησης, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων αδυναμίας επίλυσης του ΗΕΠ.
ι) Αντιμετώπιση περιπτώσεων πραγματικής αδυναμίας εξασφάλισης της παράδοσης των ανωτέρω ποσοτήτων ενέργειας μέσω του ΗΕΠ σε συμφωνία με τα προβλεπόμενα στην πρότυπη Γενική Συμφωνία Παράδοσης - Παραλαβής ηλεκτρικής ενέργειας (General Agreement Concerning the Delivery and Acceptance of Electricity) του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Εμπόρων Ενέργειας (European Federation of Energy Traders).
ια) Η τήρηση των αναγκαίων λογαριασμών για τη λειτουργία των δημοπρασιών προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση και για τον διακανονισμό των συναλλαγών.
ιβ) Οι διαδικασίες έγκρισης από τη ΡΑΕ των τελών για την ανάκτηση από τον Λειτουργό της Αγοράς του κόστους των δημοπρασιών προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση.
ιγ) Η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των Επιλέξιμων Προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας, των Δικαιούχων Χρήσης και της ΔΕΗ Α.Ε. με τον Κώδικα Συναλλαγών Δημοπρασιών Προθεσμιακών Προϊόντων Ηλεκτρικής Ενέργειας.
ιδ) Οι κανόνες για τη διασφάλιση της αδιάλειπτης, απρόσκοπτης και ασφαλούς λειτουργίας των πληροφοριακών συστημάτων του Λειτουργού της Αγοράς σε σχέση με τη διενέργεια των δημοπρασιών πώλησης προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση.
ιε) Ο τρόπος και η διαδικασία δημοσίευσης των απαραίτητων πληροφοριών για τη λειτουργία των δημοπρασιών πώλησης προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση και τη συμμετοχή σε αυτές.
ιστ) Ο τρόπος και η διαδικασία προστασίας των εμπορικά ευαίσθητων δεδομένων των Δικαιούχων Προμηθευτών και της ΔΕΗ Α.Ε.
ιζ) Τα στοιχεία και η διαδικασία υποβολής τους στη ΡΑΕ από το Λειτουργό της Αγοράς, για την κατάρτιση της Έκθεσης Επιπτώσεων του άρθρου 141.
ιη) Η διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών στο πλαίσιο εφαρμογής του Κώδικα Συναλλαγών Δημοπρασιών Προθεσμιακών Προϊόντων Ηλεκτρικής Ενέργειας.
ιθ) Κάθε άλλη ρύθμιση απαραίτητη για την εύρυθμη, διαφανή και αποδοτική λειτουργία των δημοπρασιών πώλησης προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση.

1. Η ΡΑΕ παρακολουθεί την εφαρμογή του μηχανισμού του άρθρου 135 και συντάσσει, ανά εξάμηνο, Έκθεση Επιπτώσεων σχετικά:
α) Με την αποτελεσματικότητά του, βάσει των διαμορφούμενων μεριδίων των Προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αυτά ανακοινώνονται στα Μηνιαία Δελτία Συστήματος Συναλλαγών ΗΕΠ, τα οποία καταρτίζονται από τον Λειτουργό της Αγοράς και βάσει πληροφοριών που παρέχονται από την ΑΔΜΗΕ Α.Ε. και την ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε..
β) Με τις επιπτώσεις στις λιανικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας όπως αυτή πωλείται από τους προμηθευτές σε επιχειρήσεις και οικιακούς καταναλωτές.
γ) Με το βαθμό κατά τον οποίο η λειτουργία του μηχανισμού λαμβάνει υπόψη και εξυπηρετεί την προοπτική μετάβασης στο Ευρωπαϊκό Μοντέλο Στόχο (Target Model).

2. Η Έκθεση Επιπτώσεων, για κάθε εξάμηνο αναφοράς, υποβάλλεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το οποίο μεριμνά, ώστε μέσω της λειτουργίας του μηχανισμού του άρθρου 135 να διασφαλίζονται συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού και προστασίας του καταναλωτή.

1. Με τις διατάξεις του Υποκεφαλαίου B' υλοποιείται ο πλήρης ιδιοκτησιακός διαχωρισμός της εταιρείας «Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας Ανώνυμη Εταιρεία» (στο εξής ΑΔΜΗΕ ΑΕ) από τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Ανώνυμη Εταιρεία (στο εξής ΔΕΗ ΑΕ) σε εφαρμογή του άρθρου 9 της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ και του εναλλακτικού προς την πλήρη ιδιωτικοποίηση της επιχείρησης σχεδίου, που προβλέπεται στην υποπαράγραφο 4.3 της Παραγράφου Γ' του ν. 4336/2015 (Α' 94).

2. Προς υλοποίηση των ανωτέρω, διαμορφώνεται νέα σύνθεση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΔΜΗΕ ΑΕ, που διασφαλίζει τον πλήρη διαχωρισμό αυτής από τη ΔΕΗ ΑΕ και τη διατήρησή της υπό τον έλεγχο του Ελληνικού Δημοσίου.
Ο έλεγχος επί της Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. θα ασκείται από διαφορετικό φορέα του Δημοσίου σε σχέση με τη Δ.Ε.Η. Α. Ε. ή άλλη επιχείρηση που ασκεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες παραγωγής ή προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου, σύμφωνα με το άρθρο 110 του ν. 4001/2011 (A' 179).
Η άμεση ή έμμεση συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου ή νομικών προσώπων στα οποία συμμετέχει κατά πλειοψηφία ή ελέγχει άμεσα ή έμμεσα το Ελληνικό Δημόσιο στο εκάστοτε μετοχικό κεφάλαιο της ΑΔΜΗΕ ΑΕ δεν δύναται να υπολείπεται του 51%. 
Η διαμόρφωση της νέας σύνθεσης του μετοχικού κεφαλαίου γίνεται μέσω: α) της πώλησης και μεταβίβασης, με μία ή περισσότερες συναλλαγές, μετοχών εκδόσεως της Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. που αντιστοιχούν σε ποσοστό τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του μετοχικού κεφαλαίου αυτής από τη Δ.Ε.Η. Α.Ε. σε εταιρεία της οποίας μοναδικός μέτοχος θα είναι το Ελληνικό Δημόσιο (στο εξής «Δ.Ε.Σ. Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε.»), β) της πώλησης και μεταβίβασης μετοχών εκδόσεως της Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. που αντιστοιχούν τουλάχιστον σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του μετοχικού κεφαλαίου αυτής από τη Δ.Ε.Η. Α.Ε. σε στρατηγικό επενδυτή και γ) της μεταβίβασης μετοχών εκδόσεως της Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α. Ε., που αντιστοιχούν σε ποσοστό πενήντα ένα τοις εκατό (51%) του μετοχικού κεφαλαίου αυτής από τη Δ.Ε.Η. Α.Ε. σε εταιρεία συμμετοχών (Holding Co, στο εξής «Εταιρεία Συμμετοχών»), η οποία πρόκειται να συσταθεί με επιμέλεια και δαπάνη της Δ.Ε.Η. Α.Ε. και να εισαχθεί σε οργανωμένη αγορά και της οποίας μοναδικός μέτοχος αρχικώς θα είναι η Δ.Ε.Η. Α.Ε. και εν συνεχεία οι μέτοχοι της Δ.Ε.Η. Α.Ε., εκ των οποίων το Ελληνικό Δημόσιο και το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ.)θα μεταβιβάσουν το σύνολο των μετοχών τους επί της Εταιρείας Συμμετοχών στη Δ.Ε.Σ. Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε.. 

1. Το Σχέδιο Διαχωρισμού υλοποιείται ως εξής: 
α. Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, η ΑΔΜΗΕ ΑΕ εγκρίνει: αα) την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 147, ββ) τη μείωση του μετοχικού της κεφαλαίου, κατά ποσό ίσο με το ποσό που θα προκύψει από την κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών της και γγ) την καταβολή στη μέτοχό της ΔΕΗ ΑΕ του ποσού που θα αποδεσμευθεί από την ως άνω μείωση. Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, η ΑΔΜΗΕ ΑΕ δύναται να προβαίνει σε συμψηφισμό χρηματικών οφειλών της ΔΕΗ ΑΕ προς αυτήν, που αφορούν σε τέλη χρήσης συστήματος.
β. Μέχρι το τέλος του Ιουνίου 2016, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, η ΔΕΗ ΑΕ εγκρίνει: αα) την πώληση και μεταβίβαση μετοχών εκδόσεως της ΑΔΜΗΕ ΑΕ που αντιστοιχούν σε ποσοστό τουλάχιστον 25% του μετοχικού κεφαλαίου αυτής, προκειμένου να περιέλθουν στην εταιρεία που συστήνεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 145, ββ) την πώληση και μεταβίβαση μετοχών της ΑΔΜΗΕ ΑΕ που αντιστοιχούν τουλάχιστον σε ποσοστό 20 % του μετοχικού κεφαλαίου αυτής, σε στρατηγικό επενδυτή, που θα αναδειχθεί μέσω διεθνούς πλειοδοτικού διαγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 144 και γγ) τη σύσταση Εταιρείας Συμμετοχών της ΔΕΗ ΑΕ με μοναδικό μέτοχο αρχικώς τη ΔΕΗ ΑΕ, την έγκριση του καταστατικού αυτής, καθώς και τη μεταβίβαση σε αυτήν, υπό μορφή εισφοράς σε είδος στο πλαίσιο αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της τελευταίας, μετοχών εκδόσεως της ΑΔΜΗΕ ΑΕ που αντιστοιχούν σε ποσοστό 51% του μετοχικού της κεφαλαίου της ΑΔΜΗΕ ΑΕ.
γ. Με την ολοκλήρωση της σύστασής της, η Εταιρεία Συμμετοχών προβαίνει με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της, που προβλέπεται στην περίπτωση β'. Προς υλοποίηση της απόφασης της περίπτωσης β' του παρόντος άρθρου, η ΔΕΗ ΑΕ εισφέρει σε είδος στην Εταιρεία Συμμετοχών, μετοχές της ΑΔΜΗΕ ΑΕ που αντιστοιχούν σε ποσοστό 51% του μετοχικού κεφαλαίου της τελευταίας.
δ. Διενεργείται με επιμέλεια και δαπάνη της ΔΕΗ ΑΕ ο διεθνής πλειοδοτικός διαγωνισμός της περίπτωσης β' και αναδεικνύεται ο στρατηγικός επενδυτής.
ε. Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, η ΔΕΗ ΑΕ εγκρίνει: αα) τη μείωση του μετοχικού της κεφαλαίου με σκοπό την εις είδος διανομή στους μετόχους αυτής και ββ) τη μεταβίβαση, συνεπεία της ως άνω εις είδος διανομής, στους υφιστάμενους μετόχους της των μετοχών που κατέχει στην Εταιρεία Συμμετοχών κατά το χρονικό αυτό σημείο και κατά την αναλογία συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο της ΔΕΗ ΑΕ. Η παρούσα μεταβίβαση δεν συνιστά δημόσια προσφορά για τους σκοπούς του ν. 3401/2005 (Α' 257) και ως εκ τούτου δεν απαιτείται η σύνταξη έγκριση και δημοσίευση οποιουδήποτε ενημερωτικού δελτίου ή άλλου ισοδύναμου εντύπου.
στ. Η ΔΕΗ ΑΕ προβαίνει: αα) στην πώληση και μεταβίβαση, μετοχών εκδόσεως της ΑΔΜΗΕ ΑΕ που αντιστοιχούν σε ποσοστό τουλάχιστον 25% του μετοχικού κεφαλαίου αυτής προκειμένου να περιέλθουν στην ΔΕΣ ΑΔΜΗΕ ΑΕ, που συνιστάται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 145 και ββ) στην πώληση και μεταβίβαση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 144, μετοχών εκδόσεως της ΑΔ- ΜΗΕ ΑΕ που αντιστοιχούν τουλάχιστον σε ποσοστό 20% του μετοχικού κεφαλαίου αυτής στον στρατηγικό επενδυτή.
ζ. Για τις ως άνω συναλλαγές, οι οποίες τελούνται στο πλαίσιο του πλήρους ιδιοκτησιακού διαχωρισμού της ΑΔΜΗΕ ΑΕ από τη ΔΕΗ ΑΕ, σύμφωνα με το άρθρο 142, δεν εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 71 του ν. 4172/2013 (Α' 167).

2. Το Ελληνικό Δημόσιο συμμετέχει και ψηφίζει στις ως άνω γενικές συνελεύσεις της ΔΕΗ ΑΕ υπό την ιδιότητά του ως μετόχου.

3. Οι ενέργειες και αποφάσεις των μελών των διοικητικών συμβουλίων της ΔΕΗ ΑΕ, της ΑΔΜΗΕ ΑΕ, της Εταιρείας Συμμετοχών της ΔΕΗ ΑΕ που προβλέπεται στην υποπερίπτωση γγ' της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του παρόντος και της ΔΕΣ ΑΔΜΗΕ ΑΕ του Ελληνικού Δημοσίου που προβλέπεται στο άρθρο 145, οι οποίες λαμβάνονται στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου αυτού και προς το σκοπό της υλοποίησης του Σχεδίου Διαχωρισμού της ΑΔΜΗΕ ΑΕ, συνιστούν εκπλήρωση νόμιμης υποχρέωσης αυτών. 

1. Η ανάδειξη στρατηγικού επενδυτή, στον οποίο θα μεταβιβαστούν μετοχές έκδοσης της ΑΔΜΗΕ ΑΕ που αντιστοιχούν τουλάχιστον σε ποσοστό 20% του μετοχικού κεφαλαίου αυτής, θα πραγματοποιηθεί μέσω διεθνούς διαγωνισμού.
Ο στρατηγικός επενδυτής θα πρέπει να είναι είτε (α) διαχειριστής συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας μέλος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ENTSO-E) ή διαχειριστής συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας που συμμετέχει σε διαχειριστή συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας που είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ENTSO-Ε), (Διαχειριστής Συστήματος) είτε (β) κοινοπραξία στην οποία θα συμμετέχει Διαχειριστής Συστήματος, όπως αυτός αναφέρεται στην περίπτωση α'.

2. Ο διαγωνισμός της προηγούμενης παραγράφου διενεργείται εντός των καθοριζόμενων ως ακολούθως χρονικών ορίων, τα οποία δύνανται να παρατείνονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Οικονομικών:
α. Μέχρι τον Ιούλιο του 2016, η ΔΕΗ ΑΕ θα ολοκληρώσει την κατάρτιση διεθνούς δημόσιας πρόσκλησης της περίπτωσης β' . Η ΔΕΗ ΑΕ προσδιορίζει και αιτείται από την ΑΔΜΗΕ ΑΕ τα απαραίτητα νομικά, τεχνικά και οικονομικά έγγραφα για την παροχή προς τους υποψήφιους επενδυτές των αναγκαίων πληροφοριών για την αξιολόγηση των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων, της οικονομικής κατάστασης και των προοπτικών της ΑΔΜΗΕ ΑΕ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 116 του ν. 4001/2011.
β. Εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη λήψη της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ΔΕΗ ΑΕ που προβλέπεται στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 143, θα έχει δημοσιευθεί από τη ΔΕΗ ΑΕ διεθνής δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος και θα έχει αναδειχθεί ο προτιμητέος στρατηγικός επενδυτής. Με τη δημόσια πρόσκληση του προηγούμενου εδαφίου καθορίζεται η διαδικασία, τα κριτήρια επιλογής (όπως ενδεικτικά, η οικονομική προσφορά, η εμπειρία στην ανάπτυξη, διαχείριση και λειτουργία συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η συμμόρφωση με τις επιταγές της ευρωπαϊκής νομοθεσίας αναφορικά με εταιρείες διαχείρισης συστημάτων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, χρηματοοικονομική, τεχνική και νομική καταλληλότητα και επάρκεια) και οι προθεσμίες υποβολής δεσμευτικής προσφοράς, η κατάθεση εγγυητικής επιστολής συμμετοχής, η διαδικασία υποβολής ερωτημάτων και επεξηγήσεων, όροι και εγγυήσεις εμπιστευτικότητας αναφορικά με την πρόσβαση των υποψηφίων στις πληροφορίες που αναφέρονται στην περίπτωση Α' και το σχέδιο σύμβασης αγοραπωλησίας μετοχών (share purchase agreement). Εντός δύο (2) εβδομάδων από την υποβολή δεσμευτικών προσφορών, η ΔΕΗ ΑΕ θα έχει λάβει γνωμοδότηση από διεθνή ανεξάρτητο εκτιμητή, όπως ιδίως διεθνή επενδυτική τράπεζα περί του δικαίου και ευλόγου του προσφερόμενου τιμήματος και περί της αντικειμενικότητας και διαφάνειας της διαγωνιστικής διαδικασίας (fairness opinion), προκειμένου να προβεί στη σύναψη αγοραπωλησίας μετοχών (share purchase agreement) με τον προτιμητέο στρατηγικό επενδυτή.
γ. Εντός οκτώ (8) μηνών από τη λήψη της απόφασης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ΔΕΗ ΑΕ που προβλέπεται στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 143 και αφού προηγηθεί η μεταβίβαση από τη ΔΕΗ ΑΕ στους μετόχους της των μετοχών που κατέχει στην Εταιρεία Συμμετοχών κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 143, η ΔΕΗ ΑΕ θα έχει προβεί στη σύναψη αγοραπωλησίας μετοχών (share purchase agreement) με τον προτιμητέο στρατηγικό επενδυτή.
δ. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας πλήρους ιδιοκτησιακού διαχωρισμού, που περιγράφεται στις περιπτώσεις α' έως στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 143, η ΑΔΜΗΕ ΑΕ, προβαίνει στις απαραίτητες καταστατικές τροποποιήσεις, ώστε να διασφαλίζεται μεταξύ άλλων ότι: αα) Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΔΜΗΕ ΑΕ θα είναι εννεαμελές. Πέντε από τα μέλη θα υποδεικνύονται από το Ελληνικό Δημόσιο και τρία τουλάχιστον μέλη από το στρατηγικό επενδυτή. ββ) Ο Πρόεδρος της ΑΔΜΗΕ ΑΕ θα υποδεικνύεται από το Ελληνικό Δημόσιο. γγ) Ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΑΔΜΗΕ ΑΕ θα υποδεικνύεται από το Ελληνικό Δημόσιο, κατόπιν έγγραφης συναίνεσης του στρατηγικού επενδυτή. δδ) Το Ελληνικό Δημόσιο θα δύναται να καθορίζει και να τροποποιεί το επιχειρηματικό σχέδιο κατόπιν έγγραφης συναίνεσης του στρατηγικού επενδυτή.

3. Τα συμβατικά κείμενα της αγοραπωλησίας θα περιλαμβάνουν τις όποιες αναγκαίες προαπαιτούμενες πράξεις για έκαστο συμβαλλόμενο μέρος, χωρίς την πλήρωση των οποίων δεν θα είναι δυνατή η ολοκλήρωση της συναλλαγής (condition precedents). Στο πλαίσιο της ως άνω συναλλαγής, τα μέρη, οφείλουν να προβούν σε κάθε αναγκαία ενέργεια προκειμένου να εξασφαλίσουν τη χορήγηση των αναγκαίων κανονιστικών εγκρίσεων (ιδίως από ρυθμιστικές αρχές, αρχές ανταγωνισμού σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, δανειστές της ΔΕΗ ΑΕ και της ΑΔΜΗΕ ΑΕ με σχετικά συμβατικά δικαιώματα προέγκρισης), καθώς και την εκπλήρωση κάθε απαραίτητης για την ολοκλήρωση της συναλλαγής προϋπόθεση.

4. Η διενέργεια του ανωτέρω διεθνούς διαγωνισμού τελεί υπό την εποπτεία του Ελληνικού Δημοσίου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζεται και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια για τη διενέργειά του.

1. Στο πλαίσιο υλοποίησης του Σχεδίου Διαχωρισμού της ΑΔΜΗΕ ΑΕ που προβλέπεται στο άρθρο 143, συνιστάται Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΔΜΗΕ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (ΔΕΣ ΑΔΜΗΕ ΑΕ)» και μοναδικό μέτοχο το Ελληνικό Δημόσιο, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, το καταστατικό της και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του κ. ν. 2190/1920 (Α' 28).

2. Η Δ.Ε.Σ. Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. αποκτά από τη Δ.Ε.Η. Α.Ε. μετοχές εκδόσεως της Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. που αντιστοιχούν σε ποσοστό τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του μετοχικού κεφαλαίου αυτής, σύμφωνα με το στοιχείο αα' της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 143.
Το τίμημα απόκτησης ανά μετοχή θα προσδιοριστεί κατόπιν διενέργειας αποτίμησης του 25% του μετοχικού κεφαλαίου της Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. ως αυτοτελούς συνόλου, που θα διενεργηθεί από ανεξάρτητο εκτιμητή, ο οποίος θα επιλεγεί από κοινού από τη Δ.Ε.Σ. Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. και τη Δ.Ε.Η. Α.Ε..
Η ΔΕΣ ΑΔΜΗΕ ΑΕ μπορεί να προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη χρηματοδότηση της απόκτησης της συμμετοχής αυτής, περιλαμβανομένης ιδίως της σύναψης συμβάσεων δανείου
Αμέσως μετά την εις είδος διανομή από τη Δ.Ε.Η. Α.Ε. στους μετόχους της των μετοχών που κατέχει η Δ.Ε.Η. Α.Ε. στην Εταιρεία Συμμετοχών, σύμφωνα με το στοιχείο ββ' της περίπτωσης ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 143, η Δ.Ε.Σ. Α.Δ.Μ.Η.Ε, Α.Ε. αποκτά το σύνολο των μετοχών έκδοσης της Εταιρείας Συμμετοχών που θα κατέχουν το Ελληνικό Δημόσιο και το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ.).

3. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας εγκρίνεται το καταστατικό της ΔΕΣ ΑΔΜΗΕ ΑΕ, στο οποίο ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν το μετοχικό κεφάλαιο, τη διαδικασία για αύξηση ή μείωση του μετοχικού κεφαλαίου, τα δικαιώματα του μετόχου, τη συγκρότηση, τη σύγκληση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες της Γενικής Συνέλευσης και του Διοικητικού Συμβουλίου, τους ελεγκτές, τη διανομή των κερδών, τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τη λύση και την εκκαθάρισή της, την πρώτη εταιρική χρήση, όπως και κάθε άλλο σχετικό θέμα που προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία για τις ανώνυμες εταιρίες, ιδίως του κ.ν. 2190/1920 (Α`28).

4. Το μετοχικό κεφάλαιο της Δ.Ε.Σ. Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. ορίζεται κατά την ίδρυσή της σε διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ, το οποίο καταβάλλεται από το Ελληνικό Δημόσιο άπαξ σε μετρητά. Μετά την ολοκλήρωση της αποτίμησης του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του μετοχικού κεφαλαίου της Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. σύμφωνα με την παράγραφο 2, το μετοχικό κεφάλαιο της Δ.Ε.Σ. Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. θα αυξηθεί περαιτέρω είτε άπαξ είτε διαδοχικά έως του ποσού που θα ισούται με το ποσό της ως άνω αποτίμησης και θα καλυφθεί είτε με καταβολή μετρητών είτε με εισφορά εις είδος είτε με συνδυασμό των δύο. Η ως άνω εισφορά εις είδος δύναται να πραγματοποιηθεί μέσω εκχώρησης απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες ενδεικτικώς δύνανται να περιλαμβάνουν γεννημένες ή σε περίπτωση διαδοχικών αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου και μελλοντικές φορολογικές απαιτήσεις έναντι της Δ.Ε.Η. Α.Ε. και της Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε.. Σε περίπτωση εκχώρησης φορολογικών απαιτήσεων, το ύψος αυτών έναντι έκαστης εκ των Δ.Ε.Η. Α.Ε. και Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. δεν δύναται να υπερβαίνει το φόρο εισοδήματος που θα αντιστοιχούσε σε έκαστη εκ των Δ.Ε.Η. Α.Ε. και Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. αν το φορολογητέο εισόδημά της περιοριζόταν στο εισόδημα από την εκτέλεση του Σχεδίου Διαχωρισμού. Το Ελληνικό Δημόσιο, για την άσκηση των μετοχικών του δικαιωμάτων εκπροσωπείται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή τον νόμιμο εκπρόσωπό του.

5. Η διάρκεια της ΔΕΣ ΑΔΜΗΕ ΑΕ ορίζεται σε ενενήντα εννέα (99) χρόνια από την ημερομηνία δημοσίευσης της κοινής υπουργικής απόφασης της παραγράφου 3.

6. Για κάθε πράξη της ΔΕΣ ΑΔΜΗΕ ΑΕ για την οποία απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο, τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων περιορίζονται στο ήμισυ των προβλεπομένων από την κείμενη νομοθεσία. Για τις πράξεις αυτές δεν καταβάλλονται φόροι ή τέλη και για τη σύνταξη και υπογραφή αυτών δεν απαιτείται παράσταση δικηγόρου. Περαιτέρω, η ΔΕΣ ΑΔΜΗΕ ΑΕ απαλλάσσεται από κάθε δημόσιο, δημοτικό, κοινοτικό ή υπέρ τρίτου άμεσο ή έμμεσο φόρο, εκτός από το φόρο προστιθέμενης αξίας, καθώς και από κάθε είδους τέλη υπέρ του Δημοσίου ή άλλου τρίτου. Επίσης, απαλλάσσεται και από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και απολαμβάνει γενικά όλων των δικονομικών και άλλων προνομίων και ατελειών του Δημοσίου.

7. Στις περιπτώσεις του τρίτου και τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 145, η Δ.Ε.Σ. Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. ορίζεται ως ο νόμιμος εκδοχέας των φορολογικών απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου έναντι της Δ.Ε.Η. Α.Ε. και της Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε., που προκύπτουν από την εκτέλεση του Σχεδίου Διαχωρισμού έως του ποσού που απαιτείται για την απόκτηση του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του μετοχικού κεφαλαίου της Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε.. Τέτοιες φορολογικές απαιτήσεις αποτελούν ιδίως οι απαιτήσεις φόρου υπεραξίας από την πώληση των μετοχών της Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε., καθώς και οι απαιτήσεις από την κεφαλαιοποίηση αποθεματικών της Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε.. Τις απαιτήσεις αυτές δύναται η Δ.Ε.Σ. Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. να ενεχυριάζει αποκλειστικά προς ασφάλεια τυχόν χρηματοδότησης που λαμβάνει προς το σκοπό εξόφλησης του τιμήματος για την απόκτηση των μετοχών της Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. από τη Δ.Ε.Η. Α.Ε. ή να τις συμψηφίζει με το οφειλόμενο τίμημα από την πώληση των μετοχών. Η Δ.Ε.Σ. Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. δύναται, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, να χρηματοδοτείται από το Ελληνικό Δημόσιο προς το σκοπό εξόφλησης του τιμήματος για την απόκτηση των μετοχών της Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. από τη Δ.Ε.Η. Α.Ε., η Δ.Ε.Σ. Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. και επιστρέφει το προϊόν της είσπραξης των ανωτέρω φορολογικών απαιτήσεων στο Ελληνικό Δημόσιο. Τυχόν υπερβάλλον ποσό χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων χρεών του Ελληνικού Δημοσίου προς τη Δ.Ε.Η. Α.Ε.. Τυχόν ελλείπον ποσό συμπληρώνεται από τα διανεμόμενα μερίσματα της Α.Δ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. που αναλογούν στο Ελληνικό Δημόσιο.

1. Στο πλαίσιο υλοποίησης του Σχεδίου Διαχωρισμού, με την ολοκλήρωση της μεταβίβασης από τη ΔΕΗ ΑΕ στους μετόχους αυτής των μετοχών που κατέχει στην Εταιρεία Συμμετοχών που προβλέπεται στη περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 143, η Εταιρεία Συμμετοχών αιτείται αμελλητί την εισαγωγή της στην οργανωμένη αγορά κινητών αξιών του Χρηματιστηρίου Αθηνών (στο εξής ΧΑ), έχοντας προβεί προς τούτο σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, όπως ιδίως στη σύνταξη ενημερωτικού δελτίου εισαγωγής, προκειμένου να υλοποιηθεί η διαδικασία της περίπτωσης ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 143.

2. Η εισαγωγή της Εταιρείας Συμμετοχών στην οργανωμένη αγορά κινητών αξιών του ΧΑ διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του ν. 3371/2005 (Α' 178), των κανονισμών και αποφάσεων του ΧΑ, καθώς και οποιωνδήποτε άλλων εφαρμοστέων διατάξεων 
Ως αρχική τιμή για την εισαγωγή της μετοχής της στην οργανωμένη αγορά κινητών αξιών του Χ.Α.Α., ορίζεται η τιμή ανά μετοχή που προκύπτει από τον προσδιορισμό του ποσού της μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου της Δ.Ε.Η. Α.Ε. που διενεργείται σύμφωνα με το στοιχείο ε' της παρ. 1 του άρθρου 143 του ν. 4389/2016

3. Για την εισαγωγή της Εταιρείας Συμμετοχών οργανωμένη αγορά κινητών αξιών του ΧΑ, δεν απαιτείται να έχει αυτή δημοσιεύσει ή καταθέσει προς δημοσίευση ουδεμία ετήσια οικονομική κατάσταση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του ν. 3371/2005.

4. Το ΧΑ και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκούν κάθε διακριτική ευχέρεια που έχουν από το νόμο προς το σκοπό διευκόλυνσης της εισαγωγής των κινητών αξιών της Εταιρείας Συμμετοχών.

Προς το σκοπό υλοποίησης της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της ΑΔΜΗΕ ΑΕ που προβλέπεται στην υποπερίπτωση αα' της περίπτωσης Α' της παραγράφου 1 του άρθρου 143, αποτελούν ελεύθερα κεφαλαιοποιήσιμα αποθεματικά τα ακόλουθα αποθεματικά της ΑΔΜΗΕ ΑΕ:
α. Το αποθεματικό που προέκυψε από την υπεραξία αναπροσαρμογής παγίων που δημιουργήθηκαν από τη ΔΕΗ ΑΕ δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10 παρ. 2 του ν. 2941/2001 (Α' 201) και μεταφέρθηκε στην ΑΔΜΗΕ ΑΕ δυνάμει των διατάξεων της περίπτωσης στ' της παρ. 3 του άρθρου 98 του ν. 4001/2011 (Α' 179).
β. Ο λογαριασμός «κέρδη εις νέον».

 Για την πιστοποίηση της ΑΔΜΗΕ ΑΕ μετά τον πλήρη ιδιοκτησιακό διαχωρισμό αυτής από την ΔΕΗ ΑΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και του άρθρου 110 του ν. 4001/2011 (Α' 179), εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 113 και 114 του ν. 4001/2011. Οι προθεσμίες που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές μέχρι και την έκδοση τελικής απόφασης από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, μειώνονται στο μισό.

1. Με τις διατάξεις του παρόντος Υποκεφαλαίου δεν θίγονται οι διατάξεις των άρθρων 102 έως 104 και 119 του ν. 4001/2011, που αναφέρονται στα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα του πάσης φύσεως προσωπικού της ΑΔΜΗΕ ΑΕ και των λοιπών φορέων στους οποίους και εφαρμόζονται κατ' αναλογία αυτές.

2. Ο πλήρης ιδιοκτησιακός διαχωρισμός της ΑΔΜΗΕ ΑΕ δεν συνιστά λόγο καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αυτής με το πάσης φύσεως προσωπικό της και δεν επηρεάζει τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα αυτού.

3. Οποιαδήποτε ενέργεια ή δικαιοπραξία επιχειρείται κατ' εφαρμογή του παρόντος νόμου από τη ΔΕΗ ΑΕ ή από την ΑΔΜΗΕ Α.Ε. συμπεριλαμβανομένης της επέλευσης οποιουδήποτε γεγονότος ή συνέπειας άμεσα συνδεδεμένης με την επιχειρούμενη ενέργεια ή δικαιοπραξία, δεν δύναται αφ' εαυτής να συνιστά γεγονός καταγγελίας ή αφερεγγυότητας ή αιτία παροχής ή ρευστοποίησης εξασφάλισης, ούτε παρέχει σε αντισυμβαλλόμενο το δικαίωμα για άσκηση δικαιώματος καταγγελίας, αλυσιδωτής καταγγελίας (cross-default), υπαναχώρησης, επίσχεσης, τροποποίησης, συμψηφισμού ή εκκαθαριστικού συμψηφισμού, σε σχέση με οποιαδήποτε σύμβαση έχει συναφθεί από τη ΔΕΗ ΑΕ ή την ΑΔΜΗΕ ΑΕ με τρίτους, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων και οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης. Τα ανωτέρω ισχύουν και για συμβάσεις που έχει συνάψει θυγατρική της ΔΕΗ ΑΕ με τρίτους.
Συμπληρωματικά στις διατάξεις του Υποκεφαλαίου Β' του Κεφαλαίου Η' εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2190/1920 και του ν. 3340/2005 (Α' 112).

Στο ν. 4001/2011 (Α' 79) προστίθεται νέο άρθρο 143Δ, ως εξής:
«Αρθρο 143Δ Μεταβατικός Μηχανισμός Αποζημίωσης Ευελιξίας
1. Θεσπίζεται «Μεταβατικός Μηχανισμός Αποζημίωσης Ευελιξίας». Ο Μηχανισμός αυτός τίθεται σε εφαρμογή από 1.5.2016. Η διάρκεια του Μεταβατικού Μηχανισμού Αποζημίωσης Ευελιξίας ορίζεται, κατά μέγιστο, σε δώδεκα (12) μήνες, ή, εάν αυτό συμβεί νωρίτερα, μέχρι την εφαρμογή μόνιμου μηχανισμού επάρκειας ή και ευελιξίας του Συστήματος Ηλεκτρικής Ενέργειας, σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις της ΡΑΕ κατά τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία.
2. Ως «Μεταβατικός Μηχανισμός Αποζημίωσης Ευελιξίας» νοείται η καταβολή στις επιλεγείσες, σύμφωνα με το παρόν, μονάδες ηλεκτροπαραγωγής ανταλλάγματος για τη διαθεσιμότητά τους προς παροχή της «υπηρεσίας ευελιξίας» στο Σύστημα Ηλεκτρικής Ενέργειας.
3. Ως «υπηρεσία ευελιξίας» ορίζεται η ταχεία αύξηση ή μείωση της κατανεμόμενης ισχύος της μονάδας, ώστε να καλύπτει τη ζήτηση, ακολουθώντας τις Εντολές Κατανομής του Διαχειριστή. Στην εν λόγω έννοια συμπεριλαμβάνεται η ικανότητα της μονάδας ώστε, εντός τριών ωρών από την έκδοση σχετικής Εντολής Κατανομής του Διαχειριστή, να ακολουθεί από θερμή κατάσταση ένα γρήγορο κύκλο λειτουργίας, με ανταπόκριση μεγαλύτερη από ένα προκαθορισμένο κατώφλι, το οποίο αντιστοιχεί σε μετρούμενο ρυθμό μεταβολής της εξόδου της τουλάχιστον οχτώ (8) MW/min και δυνατότητα απόκρισης για τουλάχιστον τρεις (3) συνεχόμενες ώρες. Λοιπές τεχνικές απαιτήσεις για την παροχή της «υπηρεσίας ευελιξίας», καθώς και λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας διάταξης εξειδικεύονται στον Κώδικα Διαχείρισης Συστήματος.
4. Ως «αποζημίωση για την υπηρεσία ευελιξίας» νοείται η αμοιβή που καταβάλλεται από τον Διαχειριστή του Συστήματος προς τους Επιλεγέντες Παραγωγούς. Το ύψος του Μοναδιαίου Τιμήματος Πληρωμής Ισχύος για την παροχή ευέλικτης ισχύος καθορίζεται σε σαράντα- πέντε (45) ευρώ/kW διαθέσιμης ισχύος για το ανωτέρω χρονικό διάστημα και με ανώτατο όριο καταβολής τα δεκαπέντε(15) εκατομμύρια ευρώ ανά μονάδα παραγωγής. Λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης δύνανται να καθορίζονται στον Κώδικα Διαχείρισης Συστήματος.
5. Το μέγιστο συνολικό κόστος του Μηχανισμού ορίζεται σε διακόσια είκοσι πέντε (225) εκατομμύρια ευρώ. Το ανωτέρω κόστος επιμερίζεται στους Εκπροσώπους Φορτίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κώδικα Διαχείρισης Συστήματος.
6. «Υπολογισμός αποζημίωσης»: Το ύψος της αποζημίωσης που δύνανται καταρχήν να λαμβάνουν οι Επιλεγέντες Παραγωγοί υπολογίζεται κατ' αντιστοιχία με την πραγματική διαθεσιμότητα της μονάδας, όπως αυτή μετράται από τον Διαχειριστή του Συστήματος και δημοσιεύεται το αργότερο τρεις μέρες πριν την ημερομηνία έναρξης υποβολής αιτήσεων εκ μέρους των επιλέξιμων παραγωγών για τη συμμετοχή τους στο Μηχανισμό. Για τον υπολογισμό του συντελεστή διαθεσιμότητας των θερμικών μονάδων που εντάσσονται στον Μηχανισμό χρησιμοποιούνται ιστορικά στοιχεία τριών (3) ετών, ενώ για τις κατανεμόμενες υδροηλεκτρικές μονάδες στοιχεία έτους χαμηλής υδραυλικότητας, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 7 του παρόντος.
Για τις ανάγκες του παρόντος Μηχανισμού ως έτος νοείται το «Έτος Αξιοπιστίας» ως ορίζεται στον Κώδικα Διαχείρισης του Συστήματος.
Το τελικώς καταβαλλόμενο ανά Παραγωγό ποσό αποζημίωσης εκκαθαρίζεται, με τη λήξη της περιόδου εφαρμογής του Μηχανισμού, λαμβάνοντας υπόψιν τον «τελικό συντελεστή διαθεσιμότητας» των μονάδων, που υπολογίζεται απολογιστικά από τον Διαχειριστή βάσει των συλλεγέντων στοιχείων για την πραγματική διαθεσιμότητα εκάστης μονάδας, κατά τον χρόνο εφαρμογής του Μηχανισμού.
Λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης δύνανται να καθορίζονται στον Κώδικα Διαχείρισης Συστήματος.
Ο τελικός συντελεστής διαθεσιμότητας των θερμικών μονάδων υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη και τη διαθεσιμότητα καυσίμου.
7. Ο συντελεστής διαθεσιμότητας των κατανεμόμενων υδροηλεκτρικών μονάδων EFORD προσαρμόζεται ώστε να αντανακλά το ποσοστό της υδροηλεκτρικής παραγωγής που είναι τεχνικά ικανή να παράσχει οποτεδήποτε την υπηρεσία ευελιξίας, ακόμη και υπό συνθήκες έτους χαμηλής υδραυλικότητας.
Ο εν λόγω συντελεστής προκύπτει από τα στοιχεία, όπως καταγράφονται από τον Διαχειριστή του Συστήματος κατά τη διάρκεια των τριών (3) «Ετών Αξιοπιστίας» που προηγούνται του έτους εφαρμογής του Μηχανισμού, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά έκαστης υδροηλεκτρικής μονάδας στην κάλυψη της συνολικής ζήτησης, και υπολογίζεται ως εξής:
Όπου:
HCAP Ο αριθμητικός μέσος όρος του μεγέθους της μέγιστης ισχύος που συνεισέφερε η Μονάδα για την κάλυψη του φορτίου του Συστήματος, σταθμισμένος ως προς αυτό, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο για τα τρία προηγούμενα Έτη Αξιοπιστίας του τρέχοντος Έτους Αξιοπιστίας.
MQh,y Η συνολική μετρούμενη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας της Μονάδας, σε μεγαβατώρες ανά ώρα (MWh/h) κατά τη διάρκεια της Περιόδου Κατανομής h του Έτους Αξιοπιστίας y.
Lh,y Η συνολική ζήτηση φορτίου του Συστήματος σε μεγαβάτ (MW) κατά τη διάρκεια της Περιόδου Κατανομής h του Έτους Αξιοπιστίας y.
HCAPy Η μέση ισχύς που συνεισέφερε η Μονάδα για την κάλυψη του φορτίου του Συστήματος, σταθμισμένη ως προς αυτό, η οποία υπολογίζεται για κάθε Έτος Αξιοπιστίας y από τον ανωτέρω τύπο.
8. Ως «επιλέξιμες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής» για την ένταξή τους στο Μηχανισμό θεωρούνται οι μονάδες τεχνολογίας αεριοστροβίλου ανοικτού και συνδυασμένου κύκλου, οι κατανεμόμενες υδροηλεκτρικές μονάδες, καθώς και μονάδα ΣΗΘ για το μέρος της ισχύος της για την οποία δεν αμείβεται από μηχανισμό στήριξης ΑΠΕ. Για το μέγεθος της ισχύος που εντάσσεται στο Μηχανισμό, λαμβάνονται υπόψη και τυχόν περιορισμοί στη μέγιστη ικανότητα λειτουργίας των Μονάδων που επιβάλλονται εκ του δικτύου, βάσει και σχετικής πιστοποίησης του Διαχειριστή του Συστήματος.
9. Η διενέργεια των αναγκαίων εκκαθαρίσεων και χρεοπιστώσεων στο πλαίσιο του εν λόγω Μηχανισμού, πραγματοποιείται από τον Διαχειριστή του Συστήματος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα Διαχείρισης Συστήματος.
10. Διαδικασία ένταξης: Για την ένταξή τους στον ανωτέρω Μηχανισμό, οι επιλέξιμες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής υποβάλλουν αίτηση στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, εντός ορισμένης προθεσμίας και σύμφωνα με το έντυπο-υπόδειγμα που καθορίζονται με απόφαση της Αρχής κατόπιν σχετικής εισήγησης από τον Διαχειριστή του Συστήματος.
Με την εν λόγω αίτηση, οι ενδιαφερόμενες επιλέξιμες μονάδες δηλώνουν την ισχύ με την οποία επιθυμούν να συμμετέχουν στο Μηχανισμό, η οποία δύναται να είναι μικρότερη της καταρχήν διαθέσιμης ισχύος.
Στο εν λόγω έντυπο-υπόδειγμα της αίτησης περιλαμβάνονται, κατ' ελάχιστον, η επωνυμία του κατόχου της άδειας της επιλέξιμης μονάδας ηλεκτροπαραγωγής, το μέγεθος της ισχύος της μονάδας, καθώς και το ποσό της ενίσχυσης που αιτείται ο επιλέξιμος παραγωγός ως κίνητρο για την υποβολή προς τον Διαχειριστή του Συστήματος αναθεωρημένων τεχνικών δηλώσεων σε συμμόρφωση προς τις προδιαγραφές για την παροχή της «υπηρεσίας ευελιξίας», όπως αυτές θα εξειδικευτούν στον Κώδικα Διαχείρισης του Συστήματος («αντιπαράδειγμα»). Το αιτούμενο ποσό ενίσχυσης προσδιορίζεται από τα προσφερόμενα στο Μηχανισμό MW ισχύος επί του Μοναδιαίου Τιμήματος Πληρωμής Ισχύος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του παρόντος. Με την αίτησή του, ο επιλέξιμος Παραγωγός συνυποβάλλει στοιχεία εκτιμώμενου κόστους συμμόρφωσης στις προδιαγραφές της «υπηρεσίας ευελιξίας», σε συμφωνία με τα οριζόμενα στην από C -1791/31.3.2016 (final) Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη συναφή υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA 38968 (παράγραφοι 45 - 49).
Εντός ενός μηνός από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων συμμετοχής στο Μηχανισμό, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Διαχειριστή, ελέγχει την αξιοπιστία του «αντιπαραδείγματος», προς επιβεβαίωση του χαρακτήρα κινήτρου της σχετικής αποζημίωσης («έλεγχος αξιοπιστίας»), και εγκρίνει την εγγραφή της μονάδας ηλεκτροπαραγωγής στο συστηνόμενο «Μητρώο Ευέλικτων Μονάδων» του Διαχειριστή του Συστήματος. Με την απόφαση ένταξης στο Μηχανισμό δύναται να επιβάλλεται στις Μονάδες ηλεκτροπαραγωγής και η εκπλήρωση όρων ή/και πρόσθετων υποχρεώσεων που απορρέουν από την άδεια παραγωγής τους.
Ειδικότερα, προκειμένου για τις υδροηλεκτρικές μονάδες, λαμβάνεται επιπλέον υπόψη και το εξοικονομούμενο όφελος του Συστήματος από την εν γένει ευέλικτη λειτουργία τους.
Προκειμένου για τις «νέες μονάδες», οι οποίες εκκινούν την εμπορική τους λειτουργία σε χρόνο μεταγενέστερο της έναρξης του Μηχανισμού, προβλέπεται η δυνατότητα συμμετοχής τους στο Μηχανισμό κατόπιν αιτήματός τους, που υποβάλλεται το αργότερο εντός ενός μηνός από την έναρξη εμπορικής λειτουργίας τους.
11. Η εγγραφή μονάδας στο «Μητρώο Ευέλικτων Μονάδων» του Διαχειριστή νοείται ως σύναψη σύμβασης για την παροχή της υπηρεσίας ευελιξίας. Το περιεχόμενο της εν λόγω σύμβασης δύναται να καθορίζεται στον Κώδικα Διαχείρισης Συστήματος.
Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των επιλεγεισών μονάδων άρχονται από την εκκίνηση εφαρμογής του Μεταβατικού Μηχανισμού Αποζημίωσης Ευελιξίας, ήτοι από 1.5.2016, αλλά ενεργοποιούνται από το χρόνο εγγραφής τους στο ως άνω «Μητρώο Ευέλικτων Μονάδων».
12. Αναστέλλεται από 1.1.2015 η εφαρμογή των διατάξεων των Κεφαλαίων 39 έως 46 του «Κώδικα Διαχείρισης του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας» (Β' 103/31.1.2012) με εξαίρεση τις διατάξεις των άρθρων 183 έως 186.»

 Στο ν. 4001/2011 (Α' 79) προστίθεται νέο άρθρο 143Ε, ως εξής:
«Αρθρο 143Ε
Κυρώσεις
Η μη συμμόρφωση των Μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή τους στον παρόντα Μηχανισμό συνεπάγεται την επιβολή πρόσθετων κυρώσεων σύμφωνα με όσα ειδικότερα οριστούν στον Κώδικα Διαχείρισης του Συστήματος.
Κατά τη διάρκεια και ιδίως κατά τη λήξη του Μηχανισμού, ο Διαχειριστής του Συστήματος και η ΡΑΕ ελέγχουν τη συμμόρφωση του παραγωγού με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την άδεια παραγωγής του, καθώς και από την απόφαση ένταξης. Σε περίπτωση που διαπιστώνεται η μη εκπλήρωση από τον παραγωγό των σχετικών όρων ή/και υποχρεώσεων, δύναται να επιβάλλεται με Απόφαση της ΡΑΕ, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Διαχειριστή, η επιστροφή της εκκαθαρισθείσας τελικής ενίσχυσης, σε ποσοστό από 10% έως και 100%, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παραβιαζόμενης υποχρέωσης και τη διάρκεια της παράβασης.
Λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας διάταξης καθορίζονται με τον Κώδικα Διαχείρισης Συστήματος.
Κάθε ειδικότερο θέμα εφαρμογής του άρθρου 143Δ και του παρόντος καθορίζεται ή εξειδικεύεται στον Κώδικα Διαχείρισης Συστήματος. Περαιτέρω παρέχεται εξουσιοδότηση στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας να θεσπίζει κάθε αναγκαία πράξη και να ρυθμίζει κάθε σχετικό ζήτημα.»

Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργούνται:
α) Τα άρθρα 1 έως και 12 του ν. 4273/ 2014 περί δημιουργίας νέας καθετοποιημένης εταιρείας ηλεκτρικής ενέργειας (Α' 146).
β) Η Ενότητα 1 της παραγράφου 1 της Πράξης υπ' αριθμ. 15 της 24.7.2013 του Υπουργικού Συμβουλίου με τίτλο «Έγκριση Αναδιάρθρωσης και Αποκρατικοποίησης της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η. Α.Ε.)» (Α' 168), η οποία τιτλοφορείται «Ιδιοκτησιακός διαχωρισμός του ΑΔΜΗΕ μέσω πώλησης και μεταβίβασης μετοχών εκδόσεως της ΑΔΜΗΕ ΑΕ που αντιστοιχούν σε ποσοστό 66% του μετοχικού κεφαλαίου της σε επενδυτή.
Χρονοδιάγραμμα για τη διαδικασία», όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4237/2014 (Α' 146) και το άρθρο 14 του ν.4273/2014 (Α' 146).
γ) Τα άρθρα 1,2 και 5 του ν. 4237/2014.

Α. Το άρθρο 13 του ν. 3889/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 13
1. Οι δασικές εν γένει εκτάσεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (Α' 289), που διέπονται από τις προστατευτικές διατάξεις αυτού, απεικονίζονται σε κατάλληλης κλίμακας αεροφωτογραφικό ή χαρτογραφικό υλικό, το οποίο, αφού συμπληρωθεί με τα φωτοερμηνευτικά στοιχεία των πρόσφατων και ιστορικών αεροφωτογραφιών, τις διοικητικές πράξεις και τα διαθέσιμα στοιχεία της δασικής υπηρεσίας, αποτελεί τον δασικό χάρτη. Στον δασικό χάρτη δεν απεικονίζονται τα εντός των πόλεων και των οικιστικών περιοχών πάρκα και άλση της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 998/1979.
Στον παραπάνω χάρτη οι εκτάσεις της παραγράφου 5 εδάφια Α' και β' του ιδίου ως άνω άρθρου, αποτελούν ιδιαίτερης κατηγορίας εκτάσεις, στις οποίες εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο, καθώς και τα οριζόμενα στο άρθρο 28 του ν. 2664/1998 (Α'275), όπως ισχύει.
Η τοπική ή δημοτική κοινότητα, όπως ορίζονται στο ν. 3852/2010 (Α' 87), αποτελούν την τεχνική και διοικητική μονάδα κατάρτισης του δασικού χάρτη.
2. Ως βάση για τον προσδιορισμό των δασικών εν γένει εκτάσεων της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνεται η παλαιότερη και η πλησιέστερη προς το χρόνο κατάρτισης του δασικού χάρτη αεροφωτογραφία. Αν η παλαιότερη αεροφωτογράφιση δεν καλύπτει την εξεταζόμενη περιοχή ή η χρησιμοποίησή της, λόγω κλίμακας ή ποιότητας, καθίσταται απρόσφορη, χρησιμοποιείται και η αεροφωτογράφιση έτους λήψης 1960.
3. Αρμόδια για την κατάρτιση και όλες τις εργασίες μέχρι και την κύρωση του δασικού χάρτη είναι η Διεύθυνση Δασών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης του οικείου νομού. Όπου εφεξής στο νόμο αυτόν αναφέρεται η Διεύθυνση Δασών, νοείται η Διεύθυνση Δασών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης του οικείου νομού.
Οι ανωτέρω εργασίες εκτελούνται είτε με προσωπικό της Διεύθυνσης Δασών, συνεπικουρούμενο, εφόσον χρειαστεί, και από το προσωπικό της παραγράφου 7, είτε με αναθέσεις, με απόφαση του Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, σε ιδιωτικά γραφεία εκπόνησης δασικών μελετών της κατηγορίας 24 του άρθρου μόνου του π.δ. 541/1978 (Α' 116), σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές της περίπτωσης Α' του άρθρου 21 του παρόντος.
Η Διεύθυνση Δασών οφείλει να υποβάλει εντός δύο (2) μηνών σχετική πρόταση για την εκτέλεση των ως άνω εργασιών συνοδευόμενη από χρονοδιάγραμμα στη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Η Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος σε διάστημα ενός (1) μηνός από την υποβολή της ως άνω πρότασης, εφόσον διαπιστώσει ότι: α) εξασφαλίζεται η έγκαιρη προβολή των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου επί εκτάσεων για τις οποίες ισχύει το τεκμήριο κυριότητας βάσει του ως άνω χρονοδιαγράμματος και β) είναι διασφαλισμένοι οι αναγκαίοι οικονομικοί πόροι, εισηγείται στον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, την έκδοση απόφασης για την έγκριση της πρότασης.
Στις περιοχές για τις οποίες έχει ήδη καταρτισθεί δασικός χάρτης, η συμπλήρωση, διόρθωση και ανάρτησή του, καθώς και όλες οι εργασίες μέχρι και την κύρωση, εκτελούνται από τη Διεύθυνση Δασών της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, κατά τη διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου.
4. Για τις περιοχές, για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί εντός τεσσάρων (4) μηνών η Υπουργική Απόφαση της προηγούμενης παραγράφου, οι εργασίες των ανωτέρω παραγράφων εκτελούνται από την ανώνυμη εταιρεία «Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση Α.Ε.» (Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε.) με αναθέσεις σε ιδιωτικά γραφεία εκπόνησης δασικών μελετών της κατηγορίας 24 του άρθρου μόνου του π.δ. 541/1978, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές της παραγράφου 1α. του άρθρου 21. Στην περίπτωση αυτή, ο σχεδιασμός, ο προγραμματισμός και το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης των σχετικών συμβάσεων κατάρτισης, έως και την κύρωση εκπονείται σε συνεργασία με τη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος και εγκρίνεται μετά από σχετική κοινή εισήγηση των ανωτέρω, από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Το κριτήριο που λαμβάνεται κατά προτεραιότητα υπόψη κατά την έκδοση της ως άνω απόφασης είναι η έγκαιρη προβολή των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου, ώστε να μην προκαλούνται καθυστερήσεις στο χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας κτηματογράφησης κάθε περιοχής.
Περαιτέρω λαμβάνονται υπόψη κατά βαθμό προτεραιότητας και τα κάτωθι κριτήρια:
α. Οι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι.
β. Η διαθεσιμότητα επαρκούς στελεχιακού δυναμικού και υποδομής των αρμοδίων Διευθύνσεων Δασών, κατά περίπτωση, ώστε να ανταποκριθούν στο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του έργου.
γ. Η ανάγκη επίσπευσης των εργασιών κατάρτισης και κύρωσης του δασικού χάρτη, σε ορισμένες περιοχές, λόγω ιδιαιτεροτήτων, σε σχέση με τις διοικητικές, ιδιοκτησιακές και βλαστητικές συνθήκες της περιοχής.
δ. Η εκτίμηση των αναμενόμενων να υποβληθούν αντιρρήσεων κατά την ανάρτηση του δασικού χάρτη.
5. Εφόσον η κατάρτιση, η ανάρτηση και εν γένει οι εργασίες έως την κύρωση του δασικού χάρτη, εκτελούνται από την εταιρεία Ε. Κ. ΧΑ. Α. Ε. με αναθέσεις σε ιδιωτικά γραφεία εκπόνησης δασικών μελετών της κατηγορίας 24 του άρθρου μόνου του π.δ. 541/1978, για κάθε Περιφερειακή Ενότητα ορίζεται με απόφαση του Προϊσταμένου της αρμόδιας Διεύθυνσης Δασών ένας ή περισσότεροι υπεύθυνοι δασολόγοι, υπάλληλοι του Τμήματος Δασικών Χαρτογραφήσεων της ως άνω Διεύθυνσης, οι οποίοι συμμετέχουν στην επίβλεψη της σύμβασης, με αρμοδιότητα:
α) Την εποπτεία των εργασιών που εκτελεί επί τόπου ο ανάδοχος, τη χορήγηση των στοιχείων των διοικητικών πράξεων του αρχείου της οικείας δασικής Υπηρεσίας και την παρακολούθηση των εργασιών απεικόνισής τους στα υπόβαθρα της παραγράφου 1, εισηγούμενοι, όπου απαιτείται, την ανάκληση μη εφαρμοστέων διοικητικών πράξεων ή την διόρθωσή τους σε περίπτωση διαπίστωσης πλάνης του εκδότη τους.
β) Τον έλεγχο των παραδοτέων της σύμβασης κατάρτισης και κύρωσης του δασικού χάρτη, τη σύνταξη εκθέσεων ελέγχου, τον έλεγχο των υπομνημάτων και της εφαρμογής των αποφάσεων των Επιτροπών Εξέτασης Αντιρρήσεων (ΕΠ.Ε.Α).
Η οικεία Διεύθυνση Δασών συνεργάζεται εν γένει με τον επιβλέποντα της σύμβασης που έχει οριστεί από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία της Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε., σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 4, με στόχο την τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται στον παρόντα νόμο, την εκπλήρωση των όρων και του χρονοδιαγράμματος της σύμβασης από τον ανάδοχο και την εκπόνηση της μελέτης, κατά τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης.
6. Εντός ενός (1) μηνός, η εταιρεία Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. οφείλει να αποστείλει στη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος χρονοδιάγραμμα, υπό μορφή πίνακα, στον οποίο θα περιλαμβάνονται: α) για τις περιοχές της χώρας, για τις οποίες ισχύει το Εθνικό Κτηματολόγιο, οι ημερομηνίες οριστικοποίησης των αρχικών εγγραφών και β) για τις υπό κτηματογράφηση περιοχές στις οποίες εξελίσσεται ή πρόκειται να ξεκινήσει η διαδικασία κτηματογράφησης, οι προβλεπόμενες ημερομηνίες έναρξης και λήξης της περιόδου συλλογής δηλώσεων, της ανάρτησης των προσωρινών κτηματολογικών πινάκων και διαγραμμάτων, καθώς και οι προβλεπόμενες ημερομηνίες περαίωσης της διαδικασίας κτηματογράφησης.
7. Για την υποστήριξη του έργου της κατάρτισης, του ελέγχου, της θεώρησης και γενικά των εργασιών μέχρι την κύρωση του δασικού χάρτη, μπορεί να διατίθεται προσωπικό των κλάδων δασολόγων, δασοπόνων, πληροφορικής Π.Ε. και Τ.Ε., μηχανικών Π.Ε. και Τ.Ε., γεωπόνων Π.Ε. και Τ.Ε. και τεχνικών οδηγών Δ.Ε. από τα δασαρχεία και τις λοιπές υπηρεσίες της Αποκεντρωμένης Διοίκησης στο Τμήμα Δασικών Χαρτογραφήσεων της οικείας Διεύθυνσης Δασών. Η διάθεση του προσωπικού, από τις υπηρεσίες τους με αποκλειστική απασχόληση στο παραπάνω έργο, είναι προσωρινή για διάστημα έως ένα χρόνο και γίνεται κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικα, με απόφαση που εκδίδεται από τον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στην οποία μπορεί να προβλέπεται η διατήρηση της έδρας από την οποία προέρχονται.
Επίσης, για το ίδιο με την προηγούμενη παράγραφο έργο, μπορεί κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, να προσλαμβάνεται κατόπιν προκήρυξης εποχιακό ή με σύμβαση έργου προσωπικό, των ιδίων ειδικοτήτων με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το οποίο κατανέμεται με απόφαση του τελευταίου στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές ανάγκες της κάθε οργανικής μονάδας.
Για τις ανάγκες επίβλεψης και ελέγχου των μελετών που ανατίθενται από την Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε., μπορεί κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, να ανατίθενται εργασίες με σύμβαση έργου ή με σύμβαση ορισμένου χρόνου σε προσωπικό ειδικότητας δασολόγου, δασοπόνου, μηχανικού Π.Ε. και Τ.Ε., Πληροφορικής Π.Ε και Τ.Ε. και γεωπόνου Π.Ε. και Τ.Ε., ή να αποσπάται προσωπικό των ειδικοτήτων αυτών από το δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
8. Η Διεύθυνση Δασικών Έργων και Υποδομών της Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που συστήθηκε με τις διατάξεις τού άρθρου 23 του π.δ. 100/2014 (Α' 167), είναι αρμόδια για την οργάνωση, το συντονισμό, τη διοικητική υποστήριξη και τον έλεγχο των εργασιών που εκτελούν τα ειδικά Τμήματα Δασικών Χαρτογραφήσεων των Διευθύνσεων Δασών των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, καθώς και για τη συνεργασία με την ΕΚΧΑ Α. Ε., κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου. Στην ανωτέρω Διεύθυνση συνιστάται Τμήμα Δασικών Χαρτών στο οποίο ανήκουν οι παραπάνω αρμοδιότητες ως και η κατάρτιση, τήρηση και ενημέρωση κεντρικής βάσης δεδομένων δασικών χαρτών. Η στελέχωση της πιο πάνω υπηρεσίας γίνεται με τροποποίηση και συμπλήρωση του π.δ. 100/2014 (Α'167).
9. Ο δασικός χάρτης αμέσως μετά την κατάρτισή του θεωρείται από την οικεία Διεύθυνση Δασών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Για τη θεώρηση εκδίδεται απόφαση της ανωτέρω Υπηρεσίας, η οποία αναρτάται στο Πρόγραμμα Διαύγεια.
Αν ο δασικός χάρτης καταρτίζεται από ιδιωτικό γραφείο εκπόνησης δασικών μελετών, τα παραδοτέα υποβάλλονται σταδιακά, με δύο ενδιάμεσες και μία τελική παράδοση, η δε θεώρηση αυτού γίνεται εντός δύο (2) μηνών από την τελική υποβολή του στην ανωτέρω αρμόδια υπηρεσία. Η προθεσμία αυτή δύναται να παρατείνεται κατά ένα (1) μήνα με απόφαση του Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, κατόπιν υποβολής επαρκώς αιτιολογημένου αιτήματος από την αρμόδια Διεύθυνση Δασών. Εφόσον διαπιστωθούν σφάλματα ή παραλείψεις, ο χάρτης διορθώνεται και συμπληρώνεται, σύμφωνα με τις υποδείξεις της Διεύθυνσης Δασών με σχετική έκθεση ελέγχου που συντάσσει η τελευταία εντός της ανωτέρω προθεσμίας. Στη συνέχεια ο χάρτης επανυποβάλλεται από τον ανάδοχο μέσα σε ένα (1) μήνα από την κοινοποίηση σε αυτόν της εκθέσεως ελέγχου. Ο διορθωμένος και συμπληρωμένος δασικός χάρτης θεωρείται από την αρμόδια Διεύθυνση Δασών μέσα σε ένα (1) μήνα από την επανυποβολή του.
Αν η αρμόδια Διεύθυνση Δασών δεν δύναται να ανταποκριθεί στις παραπάνω προθεσμίες, αυτή οφείλει εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δεύτερη ενδιάμεση υποβολή του δασικού χάρτη να ενημερώσει τον Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης με έγγραφη τεκμηρίωση των ελλείψεων ή προβλημάτων που καθιστούν αδύνατη τη θεώρηση εντός των νομίμων προθεσμιών. Ο Συντονιστής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, οφείλει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του να εξασφαλίσει κάθε αναγκαία υποστήριξη της αρμόδιας Διεύθυνσης Δασών για τη θεώρηση του δασικού χάρτη.
Οι ανωτέρω προθεσμίες στο σύνολό τους μπορούν να παραταθούν κατά ένα (1) μήνα με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κατόπιν αιτιολογημένης εισήγησης της οικείας Διεύθυνσης Δασών, ανάλογα με την έκταση του φυσικού αντικειμένου και τις ιδιαιτερότητες της περιοχής.
10. Με απόφαση του Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή στην περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 4 του άρθρου 13, με απόφαση της Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. συγκροτείται προσωρινό Σημείο Υποστήριξης της Ανάρτησης του Δασικού Χάρτη, στο οποίο μπορούν να υπαχθούν περισσότερες της μίας τοπικές ή δημοτικές κοινότητες του ιδίου ή διαφορετικών Δήμων του ιδίου νομού, ορίζεται η έδρα του και ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με το αναγκαίο κατά περίπτωση προσωπικό του, καθώς και κάθε άλλο ζήτημα τεχνικού και λεπτομερειακού χαρακτήρα σχετικά με τη λειτουργία του. Σε περίπτωση που ο δασικός χάρτης καταρτίζεται από ιδιωτικό γραφείο εκπόνησης δασικών μελετών το προσωρινό Σημείο Υποστήριξης της Ανάρτησης του Δασικού Χάρτη στελεχώνεται, εξοπλίζεται και λειτουργεί με ευθύνη τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα σχετικά συμβατικά τεύχη. Η υποστήριξη του ως άνω Σημείου παύει με τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αντιρρήσεων.
11. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας δημιουργείται και τηρείται στην ιστοσελίδα της Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. ειδικός δικτυακός τόπος ανάρτησης δασικών χαρτών και υποβολής αντιρρήσεων για την εφαρμογή των όσων ορίζονται στα άρθρα 14 έως 24.»

Β. Το άρθρο 14 του ν.3889/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 14
1. Ο δασικός χάρτης που έχει θεωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 13 αναρτάται με απόφαση της οικείας Διεύθυνσης Δασών εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την κατά την παράγραφο 9 του άρθρου 13 θεώρησή του στον ειδικό διαδικτυακό τόπο ανάρτησης δασικών χαρτών και υποβολής αντιρρήσεων της παραγράφου 11 του άρθρου 13.
2. Στον ειδικό διαδικτυακό τόπο της παραγράφου 11 του άρθρου 13 δημοσιεύεται ανακοίνωση της οικείας Διεύθυνσης Δασών για την ανάρτηση του δασικού χάρτη, με αναφορά στον τόπο και το χρόνο της ανάρτησης και πρόσκληση των ενδιαφερομένων για την υποβολή αντιρρήσεων κατά του αναρτημένου δασικού χάρτη με αναφορά στο χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο υποβολής αυτών κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 15 και 16. Από την ημερομηνία της κατά τα ανωτέρω δημοσιοποίησης τεκμαίρεται η πλήρης γνώση κάθε ενδιαφερόμενου τρίτου προ-κειμένου να ασκήσει τις προβλεπόμενες αντιρρήσεις.
3. Η ανάρτηση μπορεί να αφορά σε περισσότερες της μίας τοπικές ή δημοτικές κοινότητες του ιδίου ή διαφορετικών δήμων του ιδίου νομού. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να εκδίδεται μία ανακοίνωση ανάρτησης και πρόσκληση υποβολής αντιρρήσεων κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2, με αναφορά στο σύνολο της έκτασης και στις επιμέρους τοπικές ή δημοτικές κοινότητες ή δήμους ή σε επίπεδο νομού.
4. Η ανωτέρω ανακοίνωση και πρόσκληση δύναται για λόγους ενημέρωσης να αναρτάται επίσης σε εμφανή θέση στην οικεία Διεύθυνση Δασών, στο οικείο Δασαρχείο και στα δημοτικά ή τοπικά ή διαμερισματικά καταστήματα των οικείων πρωτοβάθμιων Ο.Τ. Α., με μέριμνα των αντίστοιχων ως άνω υπηρεσιών και να δημοσιεύεται με μέριμνα και δαπάνες της αρμόδιας Διεύθυνσης Δασών σε δύο εφημερίδες του νομού ή της Περιφέρειας. Για τους ίδιους λόγους ενημέρωσης δύναται ο αναρτημένος δασικός χάρτης και η σχετική ανακοίνωση και πρόσκληση να δημοσιοποιείται στις ιστοσελίδες του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
5. Ψηφιακό αντίγραφο του αναρτημένου δασικού χάρτη αποστέλλεται, επίσης, στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. και στην οικεία Περιφερειακή Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας.
6. Στα αναρτημένα στοιχεία περιλαμβάνεται και ο ιστορικός ορθοφωτοχάρτης που απεικονίζει τα πολύγωνα των δασικών εν γένει εκτάσεων που προσδιορίστηκαν από τα φωτοερμηνευτικά στοιχεία των παλαιότερων αεροφωτογραφιών.»

Γ. Το άρθρο 15 του ν.3889/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
« Αρθρο 15
Δικαίωμα Αντιρρήσεων
1. Κατά του περιεχομένου τού δασικού χάρτη που αναρτήθηκε επιτρέπεται η υποβολή αντιρρήσεων μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόκληση υποβολής αντιρρήσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου. Η προθεσμία αυτή παρεκτείνεται για είκοσι (20) ημέρες για όσους κατοικούν μόνιμα ή διαμένουν στην αλλοδαπή. Για την υποβολή των αντιρρήσεων καταβάλλεται επί ποινή απαραδέκτου των αντιρρήσεων ειδικό τέλος, το ύψος του οποίου καθορίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 22 τού παρόντος.
2. Αντιρρήσεις, όσον αφορά τις περιληφθείσες στον αναρτηθέντα δασικό χάρτη δασικές, χορτολιβαδικές και βραχώδεις ή πετρώδεις εκτάσεις, μπορούν να υποβάλουν φυσικά και νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, καθώς και το Ελληνικό Δημόσιο και οι οικείοι Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, εφόσον επικαλούνται για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος τους εμπράγματα ή ενοχικά δικαιώματα στις ανωτέρω εκτάσεις.
Αντιρρήσεις ειδικά κατά τής παράλειψης να περιληφθεί στο δασικό χάρτη ορισμένη δασικού χαρακτήρα ή χορτολιβαδική ή βραχώδης ή πετρώδης έκταση μπορεί να υποβάλει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και, ιδίως, το Ελληνικό Δημόσιο, οι Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού στα διοικητικά όρια των οποίων υπάγεται η έκταση, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και άλλα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, στους σκοπούς των οποίων περιλαμβάνεται η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
3. Στις αντιρρήσεις αναγράφονται, επί ποινή απαραδέκτου οι γεωγραφικές συντεταμένες των κορυφών του πολυγώνου που περικλείει την έκταση που αφορά η αμφισβήτηση του χαρακτήρα ή της μορφής, σύμφωνα με τον αναρτηθέντα δασικό χάρτη, Στην περίπτωση που ο δασικός χάρτης αφορά περιοχή στην οποία έχει περαιωθεί η κτηματογράφηση και λειτουργεί κτηματολόγιο, υποβάλλεται, κτηματολογικό απόσπασμα ακινήτου, που εκδίδεται από την Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. και επί του οποίου απεικονίζεται η έκταση της οποίας αμφισβητείται ο χαρακτήρας.
4. Με τις αντιρρήσεις προβάλλονται λόγοι που αφορούν αποκλειστικά και μόνο την αμφισβήτηση του χαρακτήρα ή της μορφής των εμφανιζόμενων στον δασικό χάρτη εκτάσεων.
5. Ο ενδιαφερόμενος δηλώνει με τις αντιρρήσεις του, αν επιθυμεί να εκπροσωπηθεί από τεχνικό σύμβουλο, κατά την εξέτασή τους.»

 Δ. Το άρθρο 16 του ν. 3889/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 16
Οι αντιρρήσεις υποβάλλονται σε ηλεκτρονική φόρμα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην πρόσκληση υποβολής αντιρρήσεων, στον ειδικό δικτυακό τόπο ανάρτησης δασικών χαρτών και υποβολής αντιρρήσεων της παρ. 11 του άρθρου 13 του παρόντος. Με την ολοκλήρωση της ηλεκτρονικής κατάθεσης, χορηγείται αριθμός πρωτοκόλλου.
Τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται ο ενδιαφερόμενος, στα οποία περιλαμβάνονται και αυτά που αποδεικνύουν την καταβολή του ειδικού τέλους και το έννομο συμφέρον του, αποστέλλονται, εντός της προθεσμίας υποβολής αντιρρήσεων σε έντυπη μορφή, στο Σημείο Υποστήριξης της Ανάρτησης του Δασικού Χάρτη, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικώς στην πρόσκληση υποβολής των αντιρρήσεων. Στο φάκελο αποστολής αναγράφεται υποχρεωτικά το όνομα του ενδιαφερόμενου και ο αριθμός πρωτοκόλλου των αντιρρήσεων που υποβλήθηκαν.»

Ε. Το άρθρο 17 του ν. 3889/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 17
Επεξεργασία αντιρρήσεων και κύρωση δασικών χαρτών
1. Εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αντιρρήσεων η αρμόδια Διεύθυνση Δασών ή σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 4 του άρθρου 13 η Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. επεξεργάζεται τα στοιχεία των αντιρρήσεων και αποτυπώνει στον δασικό χάρτη με πράσινο περίγραμμα και πράσινη διαγράμμιση τις εκτάσεις για τις οποίες δεν υποβλήθηκαν αντιρρήσεις. Στην περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 4 του άρθρου 13 όταν η επεξεργασία γίνεται από την Ε.Κ.ΧΑ. Α. Ε., ο δασικός χάρτης, εντός της ως άνω προθεσμίας, αποστέλλεται μαζί με τις αντιρρήσεις στην αρμόδια Διεύθυνση Δασών για τον έλεγχο της ορθής αποτύπωσης.
2. Ο δασικός χάρτης με αποτυπωμένες τις εκτάσεις, για τις οποίες δεν ασκήθηκαν αντιρρήσεις, θεωρείται από την οικεία Διεύθυνση Δασών εντός προθεσμίας σαράντα πέντε ημερών (45) από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αντιρρήσεων. Σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 4 του άρθρου 13η ανωτέρω θεώρηση γίνεται εντός είκοσι (20) ημερών από την διαβίβαση στη Διεύθυνση Δασών του δασικού χάρτη και των επεξεργασμένων από την Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. στοιχείων των αντιρρήσεων.
3. Εξαιρετικά στις περιπτώσεις που απαιτούνται διορθώσεις στις εκτάσεις που αποτυπώθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1, αυτές υποδεικνύονται από την οικεία Διεύθυνση Δασών με σχετική έκθεση εντός της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου και ο χάρτης θεωρείται, με τον ίδιο τρόπο, το αργότερο μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την επανυποβολή του σε αυτή. Η επανυποβολή γίνεται το αργότερο σε χρονικό διάστημα είκοσι (20) ημερών από τη γνωστοποίηση των διορθώσεων της Διεύθυνσης Δασών.
4. Ο δασικός χάρτης, μετά την ανωτέρω θεώρησή του, κυρώνεται ως προς τα τμήματά του με πράσινο περίγραμμα και πράσινη διαγράμμιση, με απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης που εκδίδεται εντός δέκα (10) ημερών από την περιέλευσή του σε αυτόν.
5. Ο κυρωμένος δασικός χάρτης δημοσιεύεται αμέσως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από την ημερομηνία δημοσίευσής του καθίσταται οριστικός και έχει πλήρη αποδεικτική ισχύ σε κάθε διοικητική ή δικαστική αρχή για όλα τα τμήματα που αποτυπώνονται σε αυτόν με πράσινο περίγραμμα και πράσινη διαγράμμιση, τα οποία αποτελούν δασικές εν γένει εκτάσεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ισχύει. Επί των ανωτέρω εκτάσεων εφαρμόζονται οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στην παράγραφο 5 του ως άνω άρθρου 3, ως προς τις χορτολιβαδικές και τις πετρώδεις και βραχώδεις εκτάσεις των περιπτώσεων α' και β' της ως άνω παραγράφου.
6. Ο κυρωμένος δασικός χάρτης τηρείται στον ειδικό δικτυακό τόπο της παραγράφου 11 του άρθρου 13 από την οικεία Διεύθυνση Δασών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και αντίγραφό του αποστέλλεται στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και στην Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε..
7. Ο δασικός χάρτης των προηγούμενων παραγράφων έχει, ως προς τα τμήματα για τα οποία ασκήθηκαν αντιρρήσεις, προσωρινή ισχύ έως τη δημοσίευση της κατά το άρθρο 19 του παρόντος απόφασης κύρωσης του Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
8. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εάν η Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. κρίνει, με αιτιολογημένη απόφασή της, λαμβάνοντας υπόψη τα κτηματολογικά διαγράμματα και τους κτηματολογικούς πίνακες, που έχουν προκύψει μετά την αναμόρφωσή τους κατά το άρθρο 11 του ν. 2308/1995 όπως ισχύει, ότι ο δασικός χάρτης που κυρώθηκε σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο 4, εμπεριέχει σφάλματα ως προς την αποτύπωση της θέσης και των ορίων των τμημάτων του, μπορεί να ζητεί την εξέταση των περιπτώσεων αυτών από τις ΕΠ.Ε.Α. του άρθρου 18, οι οποίες και αποφαίνονται, λαμβάνοντας υπόψη και τα νέα δεδομένα. Στην περίπτωση που έχει εκδοθεί η διαπιστωτική πράξη λήξης της θητείας των μελών των ΕΠ.Ε.Α., με πράξη του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης δύναται να συγκροτηθούν εκ νέου προκειμένου να εξετάσουν τις περιπτώσεις αυτές.»

ΣΤ. Το άρθρο 18 του ν. 3889/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 18
1. Οι αντιρρήσεις εξετάζονται από τριμελείς Επιτροπές Εξέτασης Αντιρρήσεων (ΕΠ.Ε.Α.) που συγκροτούνται για τον σκοπό αυτόν, με απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης στην έδρα της οικείας Διεύθυνσης Δασών, εκτός εάν καθοριστεί διαφορετική έδρα με την απόφαση συγκρότησης. Στην ίδια Περιφερειακή Ενότητα μπορεί να συγκροτούνται και να λειτουργούν ταυτόχρονα περισσότερες από μία ΕΠ.Ε.Α..
Οι ΕΠ.Ε.Α. αποτελούνται από: α) έναν (1) δασολόγο ως Πρόεδρο, υπάλληλο με βαθμό Α' του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) ή φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α' 65), β) ένα (1) δασολόγο ή δασοπόνο ή γεωπόνο Π. Ε. ή Τ.Ε. ή τοπογράφο Π.Ε. ή Τ.Ε., υπάλληλο του Δημοσίου ή Ν. Π.Δ.Δ. ή φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα και γ) ένα (1) δικηγόρο τουλάχιστον παρ' εφέταις υποδεικνυόμενο από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο ή έτερο δικηγορικό σύλλογο της Επικράτειας, με τους αναπληρωτές τους, ως μέλη.
Με την απόφαση συγκρότησης ορίζεται και ο Γραμματέας της ΕΠ.Ε.Α. με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι μπορεί να είναι υπάλληλοι της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Η θητεία των μελών των ΕΠ.Ε.Α. λήγει με την ολοκλήρωση της εξέτασης των αντιρρήσεων επί του αναρτηθέντος δασικού χάρτη. Τη σχετική διαπιστωτική πράξη εκδίδει ο Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Οι συνεδριάσεις των ΕΠ.Ε.Α. ανακοινώνονται στα οικεία δημοτικά καταστήματα και τις αρμόδιες Διευθύνσεις δασών δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν, με μνεία των υποθέσεων που θα εξετάσουν ανά συνεδρίαση.
2. Οι αντιρρήσεις εισάγονται στην ΕΠ.Ε.Α. προς εξέταση μαζί με όλα τα αποδεικτικά στοιχεία του ενδιαφερόμενου και σχετικό υπόμνημα που συντάσσεται με ευθύνη του φορέα που διενεργεί την ανάρτηση και συνοδεύει τον φάκελο που υποβάλλεται σε αυτή.
Η ΕΠ.Ε.Α. αποφαίνεται αιτιολογημένα για τις αντιρρήσεις εφαρμόζοντας τις εκάστοτε κείμενες διατάξεις λαμβάνοντας υπόψη κατ' ελάχιστον: α) τον αναρτηθέντα δασικό χάρτη, β) τα στοιχεία που προσκομίζονται από τον ενδιαφερόμενο που υπέβαλε τις αντιρρήσεις, γ) τα υπομνήματα που περιέχονται στους φακέλους των αντιρρήσεων, δ) τις πληροφορίες με την μορφή υπομνήματος που έχει υποχρέωση να παρέχει σε αυτήν η Διεύθυνση Δασών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, τις σχετικές αποφάσεις και οδηγίες του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, καθώς και τις Τεχνικές Προδιαγραφές κατάρτισης των δασικών χαρτών ε) τα στοιχεία του Εθνικού Κτηματολογίου ή εφόσον δεν έχει ολοκληρωθεί, της κτηματογράφησης.
Η ΕΠ.Ε.Α. μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να διενεργεί αυτοψίες, να ζητεί επιπλέον στοιχεία από την οικεία δασική υπηρεσία και την Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε., καθώς και να καλεί στις συνεδριάσεις της το ειδικό τεχνικό-επιστημονικό προσωπικό τού Δασαρχείου ή της Διεύθυνσης Δασών, στην αρμοδιότητα των οποίων υπάγεται η έκταση, για παροχή διευκρινίσεων. Η ΕΠ.Ε.Α. διά του γραμματέα της, δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν τη συνεδρίαση της Επιτροπής, καλεί με κάθε πρόσφορο μέσο τους ενδιαφερόμενους να παρασταθούν στην εκδίκαση της αντίρρησής τους.
Η ΕΠ.Ε.Α. αποφαίνεται για τις αντιρρήσεις εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την διαβίβαση σε αυτήν των αντιρρήσεων. Η προθεσμία αυτή δύναται να παραταθεί έως δύο (2) μήνες το ανώτερο με απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης ύστερα από σχετικό αίτημα του Προέδρου της.
Εφόσον έχει υποβληθεί αίτημα εκπροσώπησης του ενδιαφερομένου από τεχνικό σύμβουλο, αυτός ειδοποιείται από το γραμματέα της Επιτροπής για να προσέλθει και να διατυπώσει τις απόψεις του.
Εφόσον ο δασικός χάρτης δεν έχει κυρωθεί ολικώς κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 19, στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται από την ΕΠ.Ε.Α. ότι στο δασικό χάρτη που αναρτήθηκε παραλήφθηκαν να απεικονιστούν σε αυτόν ισχύουσες διοικητικές πράξεις, που οφείλονταν να είναι αποτυπωμένες σε αυτόν, τα σχετικά στοιχεία των διοικητικών πράξεων μετά του σχετικού κατά τα ανωτέρω υπομνήματος προωθούνται από την αρμόδια Διεύθυνση Δασών ή στην περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 4 του άρθρου 13 από την Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. στην ΕΠ.Ε.Α. προς έκδοση σχετικής απόφασης.
Τυχόν αντιρρήσεις που υποβάλλονται με το ανωτέρω αιτιολογικό εξαιρούνται της καταβολής τέλους.
3. Για την επίλυση νομικών και τεχνικών ζητημάτων μείζονος σημασίας που ανακύπτουν κατά το στάδιο της εξέτασης των αντιρρήσεων, η ΕΠ.Ε.Α. μπορεί να ζητεί γνωμοδότηση από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ή το Τεχνικό Συμβούλιο Δασών, αντίστοιχα. Το αίτημα διαβιβάζεται από την ΕΠ.Ε.Α., μέσω του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος το υποβάλλει στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ή στο Τεχνικό Συμβούλιο Δασών. Η γνώμη των ανωτέρω οργάνων διατυπώνεται κατά προτεραιότητα και η αποδοχή της από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα για τη διοίκηση. Με μέριμνα της Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κάθε γνωμοδότηση που εκδίδεται κατά τις διατάξεις τού παρόντος άρθρου, κοινοποιείται στις Διευθύνσεις Δασών όλων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, προς ενημέρωση των ΕΠ.Ε.Α. της περιφέρειάς τους.
4. Κατά τη διαδικασία των αντιρρήσεων δεν εξετάζονται θέματα ιδιοκτησίας, ούτε θίγονται ιδιοκτησιακά δικαιώματα του δημοσίου ή ιδιωτών.
5. Μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης των αντιρρήσεων αναρτάται στον ειδικό δικτυακό τόπο της παραγράφου 11 του άρθρου 13 του παρόντος, συνοπτικός κατάλογος με τις αποφάσεις των ΕΠ.Ε.Α. επί του συνόλου των υποβληθεισών αντιρρήσεων κατά του αναρτηθέντος δασικού χάρτη, ο οποίος αναφέρει τουλάχιστον τον αριθμό πρωτοκόλλου των αντιρρήσεων και το αποτέλεσμα της απόφασης της Επιτροπής. Ο κατάλογος παραμένει αναρτημένος στο διαδίκτυο για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως της απόφασης κύρωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 19.
6. Η λειτουργία των ΕΠ.Ε.Α. διέπεται από τις διατάξεις τού Κώδικα διοικητικής διαδικασίας που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο τού ν. 2690/1999 (Α'45). Σε περίπτωση κωλύματος ή αδικαιολόγητης απουσίας μέλους από τις εργασίες της ΕΠ.Ε.Α. επί τρεις τουλάχιστον συνεδριάσεις, ο Συντονιστής Αποκεντρωμένης διοίκησης μπορεί να το αντικαθιστά, χωρίς άλλη διατύπωση.»

Ζ. Το άρθρο 19 του ν. 3889/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 19
1. Με βάση τις αποφάσεις των ΕΠ.Ε.Α. επί των ασκηθεισών αντιρρήσεων, ο δασικός χάρτης που κυρώθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 17, συμπληρώνεται και διορθώνεται από την οικεία Διεύθυνση Δασών ή σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 4 του άρθρου 13 από την Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε., για τις εκτάσεις για τις οποίες έγιναν δεκτές αντιρρήσεις, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ολοκλήρωση της εξέτασης του συνόλου των αντιρρήσεων από τις ΕΠ.Ε.Α..
Ομοίως, ο δασικός χάρτης διορθώνεται και συ πληρώνεται και για το κυρωμένο τμήμα του, με βάση τις αποφάσεις των ΕΠ.Ε.Α. επί αντιρρήσεων που εξετάστηκαν, αν κατά την κρίση της Επιτροπής ε φιλοχώρησε πλάνη της Διοίκησης σχετικά με την αποτύπωση της θέσης ή των ορίων τμημάτων του.
Η οικεία Διεύθυνση Δασών θεωρεί τον χάρτη εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου. Σε περίπτωση συμπλήρωσης και διόρθωσης του δασικού χάρτη με ευθύνη της Ε.Κ.ΧΑ. Α. Ε., η ανωτέρω θεώρηση διενεργείται από την Διεύθυνση Δασών εντός δέκα πέντε (15) ημερών από την υποβολή σε αυτή από την Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. του συμπληρωμένου και διορθωμένου χάρτη.
Στην περίπτωση που κατά τις ανωτέρω διορθώσεις και συμπληρώσεις του δασικού χάρτη διαπιστωθούν σφάλματα, αυτά υποδεικνύονται από τη Διεύθυνση Δασών με σχετική έκθεση και η θεώρηση ολοκληρώνεται σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επανυποβολή του. Η επανυποβολή τού διορθωμένου χάρτη πραγματοποείται εντός δέκα πέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της ανωτέρω έκθεσης.
2. Ο κατά τα ανωτέρω θεωρημένος δασικός χάρτης, υποβάλλεται από τη Διεύθυνση Δασών στον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης και κυρώνεται στο σύνολό του, μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την περιέλευσή του σε αυτόν, με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Από την ημερομηνία δημοσίευσής του, ο κυρωμένος δασικός χάρτης καθίσταται στο σύνολό του οριστικός και έχει πλήρη αποδεικτική ισχύ σε κάθε διοικητική ή δικαστική αρχή για τα τμήματα που αποτελούν δασικές εν γένει εκτάσεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ισχύει. Επί των ανωτέρω εκτάσεων εφαρμόζονται οι διατάξεις τής δασικής νομοθεσίας, με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στην παράγραφο 5 του ως άνω άρθρου 3, ως προς τις χορτολιβαδικές και τις πετρώδεις και βραχώδεις εκτάσεις των περιπτώσεων α' και β' της ως άνω παραγράφου.
4. Ο κυρωμένος δασικός χάρτης τηρείται στον ειδικό δικτυακό τόπο της παραγράφου 11 του άρθρου 13 από την οικεία Διεύθυνση Δασών τής Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Αντίγραφα του κυρωμένου δασικού χάρτη σε ψηφιακή διανυσματική μορφή αποστέλλονται αμελλητί στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος στην οποία τηρείται κεντρική βάση δεδομένων δασικών χαρτών. Επίσης, αντίγραφα σε ψηφιακή διανυσματική μορφή αποστέλλονται στην Ε.Κ.ΧΑ. Α. Ε..
Μέσω του ειδικού δικτυακού τόπου της παραγράφου 11 του άρθρου 13, παρέχεται σε κάθε δημόσια αρχή η δυνατότητα χρήσης των στοιχείων του κυρωμένου δασικού χάρτη για την επίτευξη της αποστολής και των στόχων της.
5. Κατά των πράξεων κύρωσης δασικών χαρτών επιτρέπεται η άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αίτηση ακυρώσεως κατά του κυρωθέντος δασικού χάρτη δύναται να ασκήσει και ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, για την παράλειψη να περιληφθεί σε αυτόν ορισμένη δασική εν γένει έκταση.
Σε περίπτωση έκδοσης ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, αν η πλημμέλεια για την οποία έγινε δεκτή η αίτηση ακυρώσεως ανάγεται στο στάδιο της διαδικασίας των αντιρρήσεων, η υπόθεση παραπέμπεται στην ΕΠ.Ε.Α., εφόσον αυτή υφίσταται, άλλως στο Τεχνικό Συμβούλιο Δασών, το οποίο επιλαμβάνεται, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 9 του ν. 998/1979, όπως ισχύει, μέσα σε τρεις (3) μήνες.»

Η. Το άρθρο 20 του ν. 3889/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 20
Μετά τη μερική ή ολική κύρωση του δασικού χάρτη, δεν επιτρέπεται αναμόρφωσή του, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 5 άρθρου 19 του παρόντος.
Κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται η αναμόρφωση του κυρωμένου δασικού χάρτη με την προσθήκη ή διαγραφή των εκτάσεων που θα υπαχθούν ή θα πάψουν να υπάγονται στο δασικό νόμο, σύμφωνα με πράξεις των αρμοδίων οργάνων, που εκδίδονται κατ' εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας ή με δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν επί των πράξεων αυτών, καθώς και με δικαστικές αποφάσεις επί τού ιδιοκτησιακού ζητήματος των εκτάσεων των περιπτώσεων 5α' και 5β' του άρθρου 3 του ν. 998/1979 όπως ισχύει, είτε με διοικητικές πράξεις που έπρεπε να συ περιληφθούν στο δασικό χάρτη ή εσφαλμένα αποτυπώθηκαν κατά την κατάρτισή του και δεν απεικονίζονται σε αυτόν.
Για τις εκτάσεις του δασικού χάρτη, που προστίθενται σύμφωνα με τα ανωτέρω και δεν υπάγονταν στο δασικό νόμο κατά το χρόνο κύρωσης αυτού, δεν διεκδικούνται δικαιώματα από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας.
Η αναμόρφωση του δασικού χάρτη κυρώνεται με απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης, που εκδίδεται ιεραρχικά μετά από εισήγηση της οικείας Διεύθυνσης Δασών και έγκρισή της από τη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Μετά την κύρωση του δασικού χάρτη, για τις εκτάσεις που σύμφωνα με αυτόν δεν διέπονται από τις διατάξεις τής δασικής νομοθεσίας, δεν προβάλλονται δικαιώματα από το Ελληνικό Δημόσιο.
Μετά την κύρωση του δασικού χάρτη, η οικεία Διεύθυνση Δασών προβαίνει σε κατάρτιση και τήρηση δασολογίου για τις δασικές εν γένει εκτάσεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 του ν. 998/1979 που αποτυπώνονται σε αυτόν, κατά τα ειδικότερον προβλεπόμενα στις διατάξεις τού άρθρου 3 του ν. 3208/2003, όπως ισχύει. Σε περίπτωση αναμόρφωσης του δασικού χάρτη, κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το δασολόγιο ενημερώνεται ανάλογα.
Μετά την κύρωση του δασικού χάρτη κάθε μεταβίβαση, σύσταση, αλλοίωση και γενικά κάθε μεταβολή των εμπραγμάτων δικαιωμάτων στις δασικές εν γένει εκτάσεις της παραγράφου 1 άρθρου 13 του παρόντος, που περιλαμβάνονται σε αυτόν, είναι άκυρη και ανίσχυρη, αν δεν συνοδεύεται από σχετικό πιστοποιητικό του οικείου κτηματολογικού γραφείου ή, αν η περιοχή δεν έχει κτηματογραφηθεί, της αρμόδιας υπηρεσίας της οικείας Διεύθυνσης Δασών, με το οποίο βεβαιώνεται ο χαρακτήρας της έκτασης.
Για τη χορήγηση του πιστοποιητικού καταβάλλεται ειδικό τέλος υπέρ του εκδότη του πιστοποιητικού, του οποίου το ύψος, ο τρόπος καταβολής και είσπραξης και η διάθεση καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του παρόντος.
Στις πράξεις που συντάσσουν οι συμβολαιογράφοι, που αφορούν στις δασικές εν γένει εκτάσεις που περιλαμβάνονται στον κυρωμένο δασικό χάρτη, υποχρεούνται να επισυνάπτουν τα πιστοποιητικά τής προηγουμένης παραγράφου και να μνημονεύουν το περιεχόμενό τους.
Δεν επιτρέπεται η εγγραφή ή η μετεγγραφή των πράξεων αυτών στα οικεία υποθηκοφυλακεία και κτηματολογικά γραφεία, αν δεν έχει τηρηθεί η υποχρέωση αυτή.»

Θ. Το άρθρο 21 του ν. 3889/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 21
Εξουσιοδοτικές διατάξεις
1. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κατόπιν κοινής εισήγησης της Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και της εταιρείας Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε., καθορίζονται:
α. Οι τεχνικές προδιαγραφές για την κατάρτιση, συμπλήρωση, διόρθωση, αναμόρφωση και τήρηση των δασικών χαρτών, οι τεχνικές προδιαγραφές για την παραγωγή και τον τρόπο εφοδιασμού των δασικών υπηρεσιών με το αεροφωτογραφικό και χαρτογραφικό υλικό, ο καθορισμός των κλιμάκων της παραγράφου 1 του άρθρου 13, ο τρόπος φωτοερμηνείας και χρησιμοποίησης των φωτοερμηνευτικών στοιχείων, ο τρόπος καθαρισμού των περιμέτρων των δασικών εν γένει εκτάσεων, τα παραδεκτά όρια για τον υπολογισμό των συντεταγμένων των κορυφών τους και τον υπολογισμό των εμβαδών τους, ο τρόπος κωδικοποίησης του αεροφωτογραφικού και χαρτογραφικού υλικού και των δασικών χαρτών, η αναγκαία διαδικασία για τον καθορισμό των περιμέτρων ευθυγράμμισης των ορίων των δασικών εν γένει εκτάσεων, τα στοιχεία τής δασικής υπηρεσίας που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη κατά την κατάρτιση, ο προσδιορισμός και ο τρόπος διόρθωσης των πρόδηλων σφαλμάτων, κάθε άλλο θέμα σχετικό με την κατά το άρθρο 13 κατάρτιση και τήρηση των δασικών χαρτών, την ανάθεση των σχετικών εργασιών σε τρίτους, την εκτέλεση και την παραλαβή τους και ο τρόπος συνδρομής του μελετητή από την οικεία Διεύθυνση Δασών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, κατά τη σύμβαση ανάθεσης των εργασιών κατάρτισης του δασικού χάρτη.
β. Θέματα σχετικά με την διαδικασία ανάρτησης και δημοσιοποίησης των δασικών χαρτών που προβλέπεται στο άρθρο 14, καθώς και θέματα που αφορούν τον τρόπο ενημέρωσης και πρόσκλησης των ενδιαφερομένων προς υποβολή αντιρρήσεων.
γ. Θέματα σχετικά με τη συγκρότηση, στελέχωση και λειτουργία του προσωρινού Σημείου Υποστήριξης Ανάρτησης του Δασικού Χάρτη, τη σύνταξη, υποβολή, παραλαβή, καταχώριση και επεξεργασία των αντιρρήσεων και των συνοδευτικών τους στοιχείων, το περιεχόμενο της ηλεκτρονικής φόρμας υποβολής αντιρρήσεων, το περιεχόμενο κάθε εντύπου που θα χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες εφαρμογής του νόμου αυτού, τον τρόπο προσδιορισμού των συντεταγμένων των κορυφών των πολυγώνων για τις εκτάσεις των οποίων αμφισβητείται ο χαρακτήρας, τον τρόπο και τη διαδικασία ψηφιοποίησης των στοιχείων των αντιρρήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 14 του ν. 998/1979 και εκκρεμούν κατά το χρόνο ανάρτησης ενώπιον των Επιτροπών της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ίδιου νόμου, όπως ισχύει, τον τρόπο παροχής γενικότερων οδηγιών και διευκρινίσεων για την υποβολή αντιρρήσεων και τη διαδικασία διόρθωσης των πρόδηλων σφαλμάτων τους, τον τρόπο τεκμηρίωσης των αντιρρήσεων αυτών, καθώς και την ανάθεση σε τρίτους βοηθητικών εργασιών καταχώρισης, επεξεργασίας και προετοιμασίας της εξέτασής τους από τις ΕΠ.Ε.Α, σύμφωνα με τα άρθρα 15 έως 18 του παρόντος, καθώς και κάθε άλλο θέμα τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα σχετικά με την ηλεκτρονική ανάρτηση και υποβολή αντιρρήσεων.
δ. Ειδικά θέματα που αφορούν τη διαδικασία κατάρτισης, διόρθωσης, συμπλήρωσης και αναμόρφωσης των δασικών χαρτών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13, 17, 19 και 20 του παρόντος.
ε. Θέματα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία των ΕΠ.Ε.Α., την οργάνωση της διαδικασίας εξέτασης των αντιρρήσεων, την επιστημονική, τεχνική, διοικητική και νομική υποστήριξη των ΕΠ.Ε.Α. στο έργο τους και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
στ. Οι τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες αποτύπωσης στο δασικό χάρτη των στοιχείων του άρθρου 23 του παρόντος και των διανομών τού πρώην Υπουργείου Γεωργίας.
ζ. Ο τύπος και το περιεχόμενο των πιστοποιητικών και βεβαιώσεων για τον δασικό εν γένει χαρακτήρα των εκτάσεων, που εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 20.
η. Τα τιμολόγια υπολογισμού προεκτιμώμενων αμοιβών για τις εργασίες κατάρτισης και τις λοιπές εργασίες έως την κύρωση των δασικών χαρτών.
θ. Οι τεχνικές προδιαγραφές και τα ειδικότερα θέματα για την ταυτοποίηση των οριογραμμών του δασικού χάρτη με τα όρια των διαγραμμάτων της κτηματογράφησης, κατά τα προβλεπόμενα στην διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 2β του ν. 2308/1995, όπως ισχύει.
ι. Οι τεχνικές προδιαγραφές, καθώς και κάθε θέμα σχετικά με την διόρθωση και προσαρμογή των καταρτισθέντων βάσει του ν. 248/1976 κτηματικών χαρτών στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου, κατά τα ειδικότερον προβλεπόμενα στη διάταξη της παρ. 16 του άρθρου 28 του ν. 2664/1998, όπως ισχύει.
2. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ρυθμίζονται τα θέματα σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία του δικτυακού τόπου ανάρτησης δασικών χαρτών και υποβολής αντιρρήσεων της παραγράφου 11 του άρθρου 13, τις τεχνικές προδιαγραφές λειτουργίας του καθώς και των τεχνικών προδιαγραφών της ηλεκτρονικής φόρμας υποβολής αντιρρήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 16.
3. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται ο τρόπος κάλυψης των απαιτούμενων δαπανών για την κατάρτιση, την ανάρτηση, τις διορθώσεις και τις συμπληρώσεις των δασικών χαρτών, για τις βοηθητικές εργασίες καταχώρισης και προετοιμασίας τής εξέτασης των αντιρρήσεων και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
4. Με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, ρυθμίζονται, πλην των ζητημάτων που καλύπτονται με τις προβλεπόμενες σε προηγούμενες διατάξεις του παρόντος νόμου ειδικές νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις, κάθε άλλο ζήτημα εφαρμογής αυτού του νόμου, τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα.»

Ι. Το άρθρο 22 του ν. 3889/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
« Αρθρο 22
Τέλη
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το ύψος και ο τρόπος καταβολής, είσπραξης και διάθεσης των τελών για την έκδοση των εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 20, το ύψος των οποίων δεν εξαρτάται από το εμβαδόν του ακινήτου στο οποίο αφορά.
2. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το ύψος και ο τρόπος καταβολής και είσπραξης του ειδικού τέλους άσκησης των αντιρρήσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 15. Το τέλος μπορεί να κλιμακώνεται ανάλογα με το εμβαδόν τής έκτασης που αφορά η αντίρρηση και πορεί να μειώνεται με βάση ειδικούς συντελεστές, ανάλογα με τον τρόπο υποβολής των αντιρρήσεων και των συναφών αποδεικτικών στοιχείων.
Με την ίδια απόφαση καθορίζονται οι περιπτώσεις εξαίρεσης από την υποχρέωση καταβολής του ειδικού τέλους άσκησης αντίρρησης.
3. Το ειδικό τέλος της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου κατατίθεται σε λογαριασμό της εταιρείας Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε., που τηρείται σε οποιοδήποτε νομίμως λειτουργούν πιστωτικό ίδρυμα της ημεδαπής, κατά τα ειδικώς οριζόμενα στη σχετική απόφαση.
Τα ποσά από την είσπραξη του ανωτέρω τέλους εγγράφονται στον προϋπολογισμό της εταιρείας, σε ειδικό
κωδικό και διατίθενται αποκλειστικά για την κάλυψη της δαπάνης κατάρτισης έως και κύρωσης των δασικών χαρτών, σε όποιον φορέα εκτελεί τις εργασίες των άρθρων 13-19.
Εφόσον τα ποσά αυτά δεν επαρκούν, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτόν πόροι του Ειδικού Φορέα Δασών, από αυτούς που προβλέπονται στο άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 3208/2003.
Μετά την ολοκλήρωση της κύρωσης των δασικών χαρτών τυχόν διαθέσιμο υπόλοιπο του τέλους διατίθεται για τους λοιπούς σκοπούς του Ειδικού Φορέα Δασών.
4. Τα τέλη που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 μπορούν να αναπροσαρμόζονται ε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
5. Οι δαπάνες κατάρτισης, διόρθωσης και συμπλήρωσης των δασικών χαρτών και λοιπών εργασιών έως την κύρωση των δασικών χαρτών μπορεί να καλύπτονται και από το τέλος κτηματογράφησης της παρ. 10 του άρθρου 2 του ν. 2308/1995.»

ΙΑ. Το άρθρο 23 του ν. 3889/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 23
1. Η Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. παρέχει εντός δύο (2) μηνών στους Ο.Τ. Α., μέσω διαδικτυακής εφαρμογής, δυνατότητα πρόσβασης στα ενιαία χαρτογραφικά υπόβαθρα που χρησιμοποιούνται στην κατάρτιση δασικών χαρτών.
2. Οι υπηρεσίες δόμησης με χρήση διαδικτυακής εφαρμογής, εφαρμόζουν επί των υποβάθρων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την παροχή της πρόσβασης της ως άνω παραγράφου, τα κάτωθι:
α) Με πορτοκαλί χρώμα τα όρια των οικισμών, όπως τα όρια αυτά έχουν εγκριθεί με πράξεις της Διοίκησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων της 21.11-1.12.1979 (Δ'693), της 2.3-13.3.1981 (Δ'138) ή της 24.4-3.5.1985 (Δ'181), καθώς και τα όρια των εγκεκριμένων πολεοδομικών μελετών ή ρυμοτομικών σχεδίων και όπως τα όρια αυτά έχουν εφαρμοστεί στο έδαφος
β) Με κίτρινο χρώμα τα όρια των οικισμών που έχουν οριοθετηθεί με άλλες διατάξεις πέραν των αναφερομένων στην περίπτωση α' της παρούσας παραγράφου, τα όρια εκείνων για τους οποίους έχει ορισθεί όνο ακτίνα ε βάση το άρθρο 4 παράγραφος β' του προεδρικού διατάγματος της 24.4.-3.5.1985 (Δ'181), τα περιγράμματα των νομίμως υφιστάμενων οικισμών, προ του έτους 1923, για τους οποίους δεν έχει καθοριστεί όριο καθ' οιονδήποτε τρόπο, πλην όμως είναι συγκροτημένοι οικισμοί, τα όρια των πολεοδομικών μελετών και σχεδίων πόλεως που εκπονούνται για τις περιοχές αρμοδιότητάς τους, καθώς και τα υπό καθορισμό όρια οικισμών με βάση το προεδρικό διάταγμα 24.4-3.5.1985 (Δ'181) που δεν έχουν ακόμα εγκριθεί.
Τα όρια και περιγράμματα των περιοχών της περίπτωσης β' της παρούσας παραγράφου, εφαρμοσμένα και θεωρημένα από την αρμόδια υπηρεσία δόμησης επί των χαρτογραφικών υποβάθρων, εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου της παρούσας, διαβιβάζονται στην Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε., η οποία τα αποστέλλει αμελλητί στην οικεία Διεύθυνση Δασών, προκειμένου να εφαρμοστούν οι
διατάξεις του άρθρου 24 του παρόντος νόμου.
Σε περίπτωση παρέλευσης άκαρπης της προθεσμίας των τεσσάρων (4) μηνών του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου τα όρια και περιγράμματα των περιοχών περιπτώσεων α' και β' αποτυπώνονται στον υπό κατάρτιση δασικό χάρτη από την Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. σε διάστημα δύο (2) μηνών, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει η ίδια συλλέξει στο πλαίσιο της διαδικασίας κτηματογράφησης.
3. Για τις περιοχές που περικλείονται εντός των ορίων της περίπτωσης α' της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, δεν καταρτίζεται δασικός χάρτης, πλην όμως εφαρμόζονται οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, επί των εντός των ως άνω περιοχών πάρκων και αλσών, ως προς την προστασία αυτών.
Για τις περιοχές που περικλείονται εντός των ορίων της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, δεν αναρτάται δασικός χάρτης κατά το άρθρο 14 του παρόντος νόμου, αλλά εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο επόμενο άρθρο 24.
4. Το περίγραμμα των οικιστικών πυκνώσεων που δεν υπάγονται στις κατηγορίες α' και β' της παραγράφου 2 αποτυπώνονται με ιώδες χρώμα. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας που θα εκδοθεί εντός μηνός θα καθοριστούν τα κριτήρια προσδιορισμού της οικιστικής πύκνωσης για τις ανάγκες εφαρμογής της παρούσας. Εντός έξι (6) μηνών από την έκδοση της ως άνω Υπουργικής Απόφασης οι τεχνικές υπηρεσίες των Ο.Τ.Α αποτυπώνουν με ιώδες χρώμα το περίγραμμα των οικιστικών πυκνώσεων που δεν υπάγονται στις κατηγορίες α' και β' της παραγράφου 2, εφαρμοζομένων των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας. Στις περιοχές που υφίσταται θεωρημένος δασικός χάρτης η ως άνω εξάμηνη προθεσμία περιορίζεται στους δύο (2) μήνες.
Τα περιγράμματα των οικιστικών πυκνώσεων της παρούσας παραγράφου διαβιβάζονται εντός της ως άνω προθεσμίας, στην Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε., η οποία τα αποστέλλει αμελλητί στην Διεύθυνση Δασών για να εξαιρεθούν από την ανάρτηση στο δασικό χάρτη κατά το άρθρο 14 του παρόντος νόμου και στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την περιβαλλοντική και πολεοδομική τους διαχείριση, ώστε να προχωρήσει η διαδικασία ανάρτησης και κύρωσης των δασικών χαρτών σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο αυτόν.»

ΙΒ. Το άρθρο 24 του ν. 3889/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 24
1. Η οικεία Διεύθυνση Δασών, σε διάστημα πέντε (5) μηνών από την παραλαβή των υποβάθρων, στα οποία απεικονίζονται οι περιοχές της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 του άρθρου 23 του παρόντος, υποχρεούται να επισημάνει εγγράφως, τις περιπτώσεις τυχόν περιέλευσης δασικού χαρακτήρα εκτάσεων στα όρια των ως άνω περιοχών και να εντοπίσει τις εκτάσεις αυτές επί των ως άνω υποβάθρων, μη νοουμένων ως τέτοιων των εκτάσεων της παραγράφου 7 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (Α' 289), όπως ισχύει.
Για τις εκτάσεις αυτές δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 15 έως και 17 του παρόντος νόμου, αλλά ακολουθείται η διαδικασία υποβολής και εξέτασης αντιρρήσεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
Κατά το ανωτέρω διάστημα των πέντε (5) μηνών, η έκδοση νέων οικοδομικών αδειών, ή αδειών επέκτασης, σε εκτάσεις κείμενες εντός των ως άνω περιοχών, επιτρέπεται μόνο αν βεβαιώνεται από το αρμόδιο Δασαρχείο ότι ο χαρακτήρας τους δεν είναι δασικός.
2. Για τις περιοχές εκείνες στις οποίες έχουν συμπεριληφθεί δασικού χαρακτήρα εκτάσεις με απόφαση του Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένη Διοίκησης, συγκροτείται μία ή περισσότερες επιτροπές, αποτελούμενη έκαστη από
α) έναν δασολόγο της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ως Πρόεδρο,
β) έναν δασολόγο εκπρόσωπο της Δασικής Υπηρεσίας της οικείας Περιφερειακής Ενότητας,
γ) έναν μηχανικό της οικείας Υπηρεσίας Δόμησης (ΥΔ ΟΜ),
δ) έναν μηχανικό-εκπρόσωπο του οικείου Ο.Τ.Α. και ε) έναν δικηγόρο οριζόμενο από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο.
3. Έργο της Επιτροπής, για τις περιοχές της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 του άρθρου 23 του παρόντος, που υποδείχτηκαν ως κατ' αρχάς δασικές κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, είναι η εντός οκτώ (8) μηνών (με δυνατότητα περαιτέρω παράτασης τεσσάρων (4) μηνών) από τη συγκρότηση τους, εξέταση και ο έλεγχος μετά από αυτοψία, όπου απαιτείται, όλων των δεδομένων και η σύνταξη έκθεσης, όπου καταγράφονται τεκμηριωμένα:
α) οι υφιστάμενες χρήσεις γης, β) ο χρόνος μεταβολής της δασικής μορφής, γ) η ύπαρξη διοικητικής πράξης που δεν έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί δυνάμει της οποίας επήλθε μεταβολή της δασικής μορφής,
δ) η κτήση εμπραγμάτων δικαιωμάτων από επαχθή αιτία.
Η έκθεση δημοσιοποιείται ηλεκτρονικά στον ιστότοπο του οικείου Ο.Τ.Α. επί δύο (2) μήνες, εντός των οποίων είναι δυνατή η υποβολή αντιρρήσεων κατά του περιεχομένου της εκ μέρους των ενδιαφερομένων, από κοινού ή χωριστά, στον οικείο Ο.Τ.Α.. Οι αντιρρήσεις διαβιβάζονται στις ΕΠ.Ε.Α. του οικείου δασικού χάρτη του άρθρου 18 του παρόντος νόμου ε μέριμνα του οικείου Ο.Τ.Α., και κρίνονται από αυτές εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών, η οποία άρχεται από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της κοινής υπουργικής απόφασης της επόμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου.
Στην περίπτωση που έχει εκδοθεί η διαπιστωτική πράξη λήξης της θητείας των ελών των ΕΠ.Ε.Α., με πράξη τού Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης, δύναται να συγκροτηθούν εκ νέου προκειμένου να εξετάσουν τις περιπτώσεις αυτές.
4. Αντίγραφα των εκθέσεων της παραγράφου 3 αποστέλλονται αμέσως μετά την κατάρτιση τους στη Γενική Διεύθυνση Πολεοδομίας και στη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας προκειμένης της επεξεργασίας, επί τη βάσει αυτών, ενιαίων κριτηρίων για την κρίση από τις ΕΠ.Ε.Α. των αντιρρήσεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Για τον καθορισμό των ως άνω κριτηρίων εκδίδεται κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας δημοσιοποίησης και εξέτασης των αντιρρήσεων, η έκθεση διορθωμένη και συμπληρωμένη, σύμφωνα με τις αποφάσεις των ΕΠ.Ε.Α. της προηγουμένης παραγράφου, αποστέλλεται στη Διεύθυνση Δασών της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, η οποία εισηγείται την έγκρισή της στον Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
6. Μετά την έγκριση του περιεχομένου της έκθεσης της Επιτροπής από τον Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, συμπληρώνονται οι δασικοί χάρτες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20.
7. Τα εδαφικά τμήματα που, σύμφωνα με το εγκεκριμένο περιεχόμενο της έκθεσης και τον συμπληρωμένο δασικό χάρτη, δεν δεσμεύονται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, πολεοδομούνται κατά τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις.
8. Η διαδικασία του παρόντος άρθρου, δεν αναστέλλει τη διαδικασία προόδου του οικείου δασικού χάρτη, για τις υπόλοιπες περιοχές που περιλαμβάνει.
9. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την τεκμηρίωση της αιτίας μεταβολής της δασικής μορφής, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και κάθε άλλη λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»

ΙΓ. Οι παρ. 8 και 9 του άρθρου 25 του ν. 3889/2010 αντικαθίστανται ως εξής:
«8. Στην παρ. 24 του άρθρου μόνου του π.δ. 541/1978 (A' 116) μετά την εντός παρενθέσεως λέξη «εγκαταστάσεων», προστίθεται εδάφιο ως εξής: «και εκτέλεση εργασιών κατάρτισης, διόρθωσης και συμπλήρωσης των δασικών χαρτών και λοιπών εργασιών ως την κύρωσή τους, καθώς και εκτέλεση εργασιών κατάρτισης Δασολογίου.
9. Στην περίπτωση 24 της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3316/2005 (Α' 42), όπως ισχύει, οι λέξεις «κατάρτισης δασικών χαρτών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «κατάρτισης, συμπλήρωσης και διόρθωσης και λοιπών εργασιών ως την κύρωσή τους, καθώς και εκτέλεση εργασιών κατάρτισης Δασολογίου.»

ΙΔ. Η περ. β' της παρ. 4 του άρθρου 26 του ν. 3889/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Περιφέρεια σύμφωνα με το άρθρο 283 παρ. 3 του ν. 3852/2010 νοείται η Αποκεντρωμένη Διοίκηση και
γ. Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.2 του ν. 3852/2010 νοείται ο Γενικός Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ενώ μετά την 11.05.2015 σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 28 του ν. 4325/2015 (Α'47) νοείται ο Συντονιστής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.»

1. Μετά την παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (A' 289), όπως ισχύει, προστίθεται παρ. 7 ως εξής:
«7. Εκτάσεις που έχουν απωλέσει το δασικό τους χαρακτήρα πριν τις 11.6.1975 λόγω επεμβάσεων που έλαβαν χώρα με βάση σχετική διοικητική πράξη, η οποία καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας, δεν χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις, κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979 και δεν κηρύσσονται αναδασωτέες.
Στις περιπτώσεις ακινήτων εκτός σχεδίου, ως και εντός των περιοχών της περίπτωσης β' της παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 3889/2010, όπως ισχύει, για τα οποία εκδόθηκε νόμιμη οικοδομική άδεια προ της 11.6.1975, η οποία δεν έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί, δεν χαρακτηρίζεται ως δάσος ή δασική έκταση, κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979, και δεν κηρύσσεται αναδασωτέα επιφάνεια αυτών ίση με την απολύτως αναγκαία για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης - οικοδομικής άδειας και δεν απαιτείται βεβαίωση του δασαρχείου για κάθε έννομη συνέπεια. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται για ακίνητα ή τμήματα αυτών που πληρούν του όρους αρτιότητας σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής άδειας. Ως όρια αρτιότητας λαμβάνονται υπόψη και οι κατά παρέκκλιση όροι δόμησης για την εγκατάσταση λυομένων κατασκευών κατά τις ειδικότερες διατάξεις του β.δ. 7.8.1967.
Για τις οικοδομικές άδειες οι οποίες έχουν εκδοθεί πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4030/2011, οι οποίες δεν έχουν ανακληθεί ή ακυρωθεί, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου της παρούσας μόνον για ακίνητα ή τμήματα αυτών που πληρούν τους όρους αρτιότητας σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής άδειας. Στις περιπτώσεις αυτές δεν απαιτείται η εκ νέου έκδοση βεβαίωσης της οικείας δασικής αρχής για την έκδοση έγκρισης δόμησης και άδειας δόμησης κατά τις διατάξεις του ν. 4030/2011.»

2. Η περίπτωση δ' της παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (A' 289) όπως εισήχθη με την παρ. 4 του άρθρου 32 του ν. 4280/2014 (A'159) αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) Η αναγνώριση της κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί των εκτάσεων αυτών υπάγεται στην αρμοδιότητα των προβλεπομένων στο άρθρο 8 του παρόντος νόμου Συμβουλίων και των πολιτικών δικαστηρίων. Οι υποθέσεις που προσάγονται στα Συμβούλια κρίνονται κατά τις διατάξεις του α. ν. 1539/1938 (A'488) όπως ισχύει. Ειδικά η αναγνώριση της κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί των ανωτέρω εκτάσεων που κείνται στις περιοχές του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 62 του παρόντος, όπως ισχύει, διενεργείται κατά την ανωτέρω διαδικασία επί τη βάσει τίτλων ιδιοκτησίας, οι οποίοι ανάγονται σε ημερομηνία πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946 και έχουν μεταγραφεί έστω και μεταγενέστερα.».

3. Η παρ. 3 του άρθρου 2β του ν. 2308/1995 (Α' 114), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Στις περιπτώσεις που από την εφαρμογή των Κτηματολογικών διαγραμμάτων επί των δασικών χαρτών δημιουργούνται μικροπολύγωνα μικρότερα των 100 τ.μ., μπορούν να ταυτοποιούνται οι οριογραμμές τού δασικού χάρτη με τα όρια των διαγραμμάτων της κτηματογράφησης».

4. Η παρ. 1 του άρθρου 28 του ν. 2664/1998 (Α' 275), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στις περιοχές που κηρύσσονται υπό κτηματογράφηση κατά τις διατάξεις του ν. 2308/1995, όποιος επικαλείται εγγραπτέο ιδιωτικό δικαίωμα σε δάση και δασικές εν γένει εκτάσεις, για τις οποίες έχει αναρτηθεί ή κυρωθεί δασικός χάρτης, έχει υποχρέωση να εντοπίσει με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο την δηλούμενη έκταση στο δασικό χάρτη και να συνυποβάλλει με τη δήλωση του ν. 2308/1995 και όλα τα αναγκαία αποδεικτικά έγγραφα για το εγγραπτέο δικαίωμα επί αυτής.»

5. Η παρ. 16 του άρθρου 28 του νόμου 2664/1998 (Α' 275), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«16. Οι κτηματικοί χάρτες που καταρτίστηκαν βάσει του ν. 248/1976 (Α' 6), ανεξάρτητα αν είναι προσωρινοί ή οριστικοί, παραμένουν σε ισχύ και διορθώνονται προσαρμοζόμενοι τεχνικά σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β' του ν. 3889/2010, όπως ισχύει.
Οι διορθώσεις και τροποποιήσεις που επιβάλλονται ύστερα από αποφάσεις των δικαστηρίων του ν. 248/1976 ή από τις ρυθμίσεις του Κεφαλαίου Β' του ως άνω νόμου, επιφέρονται στους παραπάνω κτηματικούς χάρτες από την Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. ή από τη Διεύθυνση Δασών του οικείου Νομού, κατά τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 13 του ως άνω νόμου, όπως ισχύει, που εφαρμόζονται ανάλογα. Ομοίως οι ως άνω χάρτες συμπληρώνονται με την προσθήκη περιοχών που δασώθηκαν φυσικά ή τεχνητά, και διορθώνονται αν ε φιλοχώρησε πλάνη της Διοίκησης σχετικά με τον χαρακτήρα των εκτάσεων και την αποτύπωση της θέσης ή των ορίων των τμημάτων τους, κατά τη διαδικασία τής κατάρτισής τους βάσει του ν. 248/1976.
Από τη διόρθωσή τους οι παραπάνω χάρτες επέχουν θέση δασικών χαρτών της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 3889/2010, όπως ισχύει, οι οποίοι μετά την ανάρτηση τους, την εξέταση των τυχόν κατ' αυτών αντιρρήσεων, την συμπλήρωση και διόρθωση τους, όπου απαιτείται, κυρώνονται και έχουν πλήρη αποδεικτική ισχύ, κατά τα ειδικότερον προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 14 έως 19 του ν. 3889/2010, όπως ισχύουν.»

6. Η παρ. 18 του άρθρου 28 του ν. 2664/1998 (A'275) αντικαθίσταται ως εξής:
«18. α. Μετά την ανάρτηση του δασικού χάρτη, οι Επιτροπές Εξέτασης αντιρρήσεων της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 998/1979, όπως ισχύει, καθίστανται αναρμόδιες για την εξέταση θεμάτων που ανάγονται στο χαρακτηρισμό εκτάσεων που εμπίπτουν στο χάρτη αυτόν. Αιτήσεις που έχουν υποβληθεί κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979 και δεν έχουν εξετασθεί, μέχρι την ανάρτηση του δασικού χάρτη, καθώς και οι κατά την ανωτέρω διαδικασία υποθέσεις που εκκρεμούν στις Επιτροπές του άρθρου 10 του ως άνω νόμου, όπως ισχύει, υποβάλλονται ατελώς από εκείνον που τις είχε ασκήσει ως αντιρρήσεις στην αρμόδια Επιτροπή Εξέτασης Αντιρρήσεων (ΕΠ.Ε.Α.).
β. Κατά τη διαδικασία κατάρτισης, θεώρησης και κύρωσης του δασικού χάρτη λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη:
αα. οι τελεσίδικες ενώπιον της Διοικήσεως, κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979, πράξεις χαρακτηρισμού των Δασαρχών και οι αποφάσεις των Επιτροπών της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ίδιου νόμου, όπως ισχύει και
ββ. οι πράξεις κήρυξης εκτάσεων, σαφώς οριοθετημένων, ως αναδασωτέων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 37 επ. του ν. 998/1979.»

7. Όπου στο άρθρο 28 του ν. 2664/1998 (Α' 275) αναφέρονται οι λέξεις «δάση και δασικές εκτάσεις» νοούνται οι «δασικές εν γένει εκτάσεις» του δασικού χάρτη της παρ. 1 του άρθρο 13 του ν. 3889/2010, όπως το άρθρο αυτό αντικαθίσταται με το άρθρο 153 του παρόντος.

8. Η παρ. 1, η παρ. 3 και η παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3208/2003 (A' 303) αντικαθίστανται, ως εξής:
«1α. Σε προθεσμία πέντε μηνών από την κύρωση του δασικού χάρτη για το σύνολο της Περιφερειακής Ενότητας, κατ' εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 3889/2010 (Α' 182), αρχίζει η σύνταξη του Δασολογίου της οικείας Περιφερειακής Ενότητας, η κατάρτιση και η τήρηση του οποίου γίνεται με μέριμνα του Τμήματος Δασικών Χαρτογραφήσεων της οικείας Διεύθυνσης Δασών. Το δασολόγιο καταρτίζεται με μορφή Βιβλίου Γενικού Δασολογίου στο οποίο καταχωρούνται τα εμφαινόμενα στο δασικό χάρτη δάση και δασικές εκτάσεις κατά ερίδες και κατά τρόπο ώστε να είναι ευχερής η τήρησή του και σε ηλεκτρονική μορφή.
β. Οι εργασίες κατάρτισης στο σύνολό τους ή τμήματα αυτών, μπορούν να ανατίθενται, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, σε ιδιωτικά γραφεία εκπόνησης δασικών μελετών της κατηγορίας 24 άρθρου μόνου του π.δ. 541/1978 (Α' 116), υπό τις οδηγίες, την επίβλεψη και τον έλεγχο της αρμόδιας Διεύθυνσης Δασών της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
γ. Την επιτελική αρμοδιότητα για την κατάρτιση, τήρηση, έκδοση τεχνικών προδιαγραφών και οδηγιών, τη γενική υποστήριξη σε μέσα και τον έλεγχο της προόδου των εργασιών σύνταξης του ασολογίου έχει η Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.»
«3. Στη μερίδα του κάθε δάσους που βρίσκεται υπό δασοπονική εκμετάλλευση αναγράφεται πέραν των παραπάνω γενικών στοιχείων και το είδος του δάσους (σπερμοφυές, διφυές, πρεμνοφυές), τα κύρια δασοπονικά είδη και η σύνθεσή τους (αμιγές, μεικτό), η συνολική του έκταση, η ιδιοκτησιακή του κατάσταση και άλλα προσδιοριστικά στοιχεία. Για τις υπόλοιπες εκτάσεις που περιέχονται στο δασικό χάρτη και τελούν εκτός δασοπονικής εκμετάλλευσης, οι μερίδες τηρούνται κατά γεωγραφική ενότητα και προσδιορίζονται σε αυτές τα τοπωνύμια, το είδος και η πυκνότητα της βλάστησης, η συνολική έκταση, η χρήση της έκτασης και άλλα προσδιοριστικά στοιχεία. Στο περιθώριο της κάθε μερίδας σημειώνονται οι εκτάσεις που κηρύσσονται αναδασωτέες λόγω καταστροφής ή αποψίλωσης της δασικής βλάστησης, καθώς και οι εκτάσεις των περιπτώσεων 5α και 5β του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ισχύει. Οι χάρτες που απεικονίζουν τις εκτάσεις των περιπτώσεων 5α και 5β του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ισχύει, τίθενται σε χωριστό φάκελο».
«4. Αντίγραφο του κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου καταρτιζόμενου δασολογίου, καθώς και οι μετά την κατάρτισή του τυχόν συμπληρώσεις ή τροποποιήσεις αποστέλλονται στην Διεύθυνση Δασικών Έργων και Υποδομών τής Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος προκειμένης της καταχώρισης τους στην τηρούμενη από αυτήν Τράπεζα Πληροφοριών Δασικής Γης. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται τα θέματα σχετικά με την ίδρυση και τη λειτουργία της ως άνω Τράπεζας Πληροφοριών Δασικής Γης.»

9. Μετά την παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 3208/2003, προστίθεται παράγραφος 6, ως εξής:
«6. Μέχρι την κατάρτιση και τήρηση Δασολογίου συστήνεται Επιτροπή Δασολογίου Περιφερειακής Ενότητας στην έδρα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με αρμοδιότητα τον, κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, ειδικότερο χαρακτηρισμό των περιλαμβανομένων στον κυρωμένο δασικό χάρτη περιοχών δασικού χαρακτήρα, προκειμένης της εφαρμογής των περί των επιτρεπτών επεμβάσεων ως και των λοιπών διατάξεων της δασικής νομοθεσίας.
Η παραπάνω επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Συντονιστή τής οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης και αποτελείται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Συντονισμού και Επιθεώρησης Δασών ως πρόεδρο, τον Προϊστάμενο της οικείας Διεύθυνσης Δασών και έναν δασολόγο τού οικείου Δασαρχείου που αφορά ο δασικός χάρτης. Σε περίπτωση Διεύθυνσης Δασών χωρίς Δασαρχείο στην επιτροπή συμμετέχει ένας δασολόγος τής οικείας Διεύθυνσης Δασών ή δασολόγος που υπηρετεί σε όμορη Περιφερειακή Ενότητα. Με την ίδια απόφαση ορίζονται και αναπληρωτές των παραπάνω, καθώς και ο γραμματέας της, ο οποίος είναι υπάλληλος Δ.Ε. διοικητικού υπηρεσίας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Κατά των ανωτέρω αποφάσεων μπορεί να υποβληθεί προσφυγή ενώπιον του Τεχνικού Συμβουλίου Δασών από όποιον έχει έννομο συμφέρον εντός προθεσμίας σαράντα πέντε (45) ημερών. Τα μέλη της παραπάνω επιτροπής δεν αμείβονται.»

10. Η παρ. 3 του άρθρου 31 του ν. 4280/2014 (A' 159) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. α) Στην περίπτωση ορίων οικισμών της περίπτωσης β' της παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 3889/2010, ως ισχύει, εντάσσονται και τα περιγράμματα οικισμών, όπως τα όρια τους περιγράφονται στις πράξεις της Διοίκησης «περί καθορισμού ορίων οικισμών νομίμως υφισταμένων του έτους 1923» δυνάμει του ν.δ. 532/1970 (Α'103) ή δυνάμει των κανονιστικών αποφάσεων αυτού που εκδόθηκαν έως τη δημοσίευση του ν. 998/1979. Τα ως άνω όρια αποτυπώνονται ως εμφαίνονται στα σχετικά συνημμένα διαγράμματα, που είναι δημοσιευμένα σε Φύλλα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και όπως έχουν εφαρμοστεί στο έδαφος.
β) Η ως άνω διάταξη, δεν εφαρμόζεται για νομίμως υφιστάμενα κτίσματα, καθώς και για την έκταση που αντιστοιχεί στο όριο αρτιότητας σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής άδειας, τα οποία εντάσσονται στην περίπτωση α' της παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 3889/2010. Τυχόν πράξεις της διοίκησης που εκδόθηκαν κατ' εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας για την προστασία των ως άνω κτισμάτων και εκτάσεων ανακαλούνται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση του παρόντος. Επί των ως άνω κτισμάτων και εκτάσεων δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας πλην των περιπτώσεων κοινοχρήστων χώρων πρασίνου, πάρκων και αλσών. Κατά τη διαδικασία έγκρισης πολεοδομικής μελέτης, τοπικού χωρικού σχεδίου ή και ρυμοτομικού σχεδίου απαιτείται η σύνταξη και έγκριση προηγούμενης μελέτης περιβαλλοντικού ισοζυγίου, σύμφωνα με προδιαγραφές που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.»

11. Η παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 (Α' 67) καταργείται και οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 4 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον:
α) νέμεται, μέχρι έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή
β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Η διάταξη της περίπτωσης β' εφαρμόζεται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ.. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ,μ., η διάταξη εφαρμόζεται μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31.12.2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή.
Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α. Κ..
2. Οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύουν για εκτάσεις που στο σχέδιο πόλης ή στους οικισμούς αποτελούν κοινόχρηστους χώρους ή πάρκα και άλση.»

12. Η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2308/1995 (A' 114) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Το Δημόσιο υποχρεούται να υποβάλει δήλωση εγγραπτέου δικαιώματος, και μπορεί να υποβάλει αίτηση διόρθωσης ή ένσταση κατά τα άρθρα 6 και 7, για λόγους διασφάλισης και προστασίας των δικαιωμάτων του.
Η εταιρεία «EKXA Α.Ε.» παρέχει υποχρεωτικά στις αρμόδιες Υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου για τον υπό κτηματογράφηση Ο.Τ.Α. τα όρια των σχεδίων πόλεως, οικισμών προϋφιστάμενων του έτους 1923, οικοδομήσιμων εκτάσεων των οικιστικών περιοχών του ν. 947/1979 (A' 169), διανομών και αναδασμών, καθώς και τυχόν εγκεκριμένες πολεοδομικές μελέτες και ρυμοτομικά σχέδια, τα οποία λαμβάνει υπόψη της και εφαρμόζει κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης. Για τη δήλωση του Ελληνικού Δημοσίου επί δασών και δασικών εκτάσεων λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη από τις οικείες Υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου τα προαναφερθέντα όρια και δεν υποβάλλεται δήλωση ούτε ένσταση ή αίτηση διόρθωσης στις περιπτώσεις του εδαφίου α' της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 23 του ν. 3889/2010 όπως ισχύει.
Η εταιρεία «EKXA Α.Ε» αποστέλλει υποχρεωτικά στην αρμόδια για την υπό κτηματογράφηση περιοχή Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου, πριν την ανάρτηση των προσωρινών στοιχείων κτηματογράφησης, τα προσωρινά κτηματολογικά διαγράμματα της ανάρτησης καθώς και τα στοιχεία των εγγραφών του προσωρινού κτηματολογικού πίνακα που αφορούν στα ακίνητα που έχουν καταχωρισθεί ως ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου και ως αγνώστου ιδιοκτήτη, καθώς και στα ακίνητα που έχουν καταχωρηθεί σε δικαιούχο κυριότητας με αιτία κτήσης τη χρησικτησία και των οποίων οι δηλώσεις υποβλήθηκαν μετά τη λήξη της συλλογής δηλώσεων. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του ν. 2472/1997 (Α' 50), όπως ισχύει, τα γεωχωρικά δεδομένα με πλήρη αναφορά στα ΚΑΕΚ των κτηματολογικών διαγραμμάτων των πρώτων εγγραφών για το σύνολο της κτηματογραφούμενης περιοχής, χορηγούνται υποχρεωτικά στις δημόσιες αρχές που τα αιτούνται εφόσον θεμελιώνονται στην αίτηση λόγοι διασφάλισης των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου.»

1. Ως ημερομηνία έναρξης των προθεσμιών:
α) των δύο (2) μηνών για την υποβολή πρότασης από τη Διεύθυνση Δασών στη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 3889/2010, ως αυτή τροποποιείται με το άρθρο 153.
β) των τεσσάρων (4) μηνών για την έκδοση της Υπουργικής απόφασης της παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 3889/2010, μετά την άπρακτο πάροδο της οποίας οι εργασίες εκτελούνται από την εταιρεία Ε.Κ.Χ.Α. Α.Ε. σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 3889/2010, ως αυτή τροποποιείται με το άρθρο 153
γ) του ενός (1) μήνα για την αποστολή του χρονοδιαγράμματος από την εταιρεία Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. στη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 13 του ν. 3889/2010, ως αυτή τροποποιείται με το άρθρο 153,
δ) του ενός (1) μήνα για την παροχή από την εταιρεία Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. παρέχει στους Ο.Τ.Α. δυνατότητα πρόσβασης, έσω διαδικτυακής εφαρμογής, στα ενιαία χαρτογραφικά υπόβαθρα που χρησιμοποιούνται στην κατάρτιση δασικών χαρτών, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 23 του ν.3889/2010, ως αυτή τροποποιείται με το άρθρο 153
ε) του ενός (1) μήνα για την έκδοση απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με την οποία καθορίζονται τα κριτήρια προσδιορισμού της οικιστικής πύκνωσης, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 23 του ν. 3889/2010, ως αυτή τροποποιείται με το άρθρο 153, νοείται η ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου.

2. Η διαδικασία του άρθρου 23 του ν. 3889/2010, όπως το άρθρο αυτό αντικαθίσταται με το άρθρο 153 του παρόντος νόμου ολοκληρώνεται μέσα σε εννέα (9) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής: 
α) οι δασικοί χάρτες ενημερώνονται ή αναμορφώνονται, αναλόγως του σταδίου στο οποίο βρίσκονται, με τις περιοχές της περίπτωσης α' της παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 3889/2010, όπως το άρθρο αυτό αντικαθίσταται με το άρθρο 153 του παρόντος νόμου. 
β) ως προς τις περιοχές της περίπτωσης β' της παρ. 2 του ως άνω άρθρου 23 ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 24 του ν. 3889/2010, όπως το άρθρο αυτό αντικαθίσταται με το άρθρο 153 του παρόντος νόμου, ανεξάρτητα από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία κύρωσης του δασικού χάρτη. Οι αντιρρήσεις που εκκρεμούν κατά του δασικού χάρτη και οι οποίες αφορούν εκτάσεις, που εμπίπτουν εντός των ορίων των περιοχών της ανωτέρω περίπτωσης β', τοποθετούνται σε ειδικό φάκελο, προκειμένου να τεθούν υπόψη της Επιτροπής της παραγράφου 2 του άρθρου 24 και να κριθούν από τις ΕΠ.Ε.Α. σύμφωνα με την παρ. 3 του ως άνω άρθρου 24. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις το ειδικό τέλος που έχει καταβληθεί επιστρέφεται στους δικαιούχους. 
γ) οι περιοχές της παρ. 4 του άρθρου 23 του ν. 3889/2010, εφόσον έχουν υποδειχθεί, από τις τεχνικές υπηρεσίες των οικείων Ο.Τ.Α., μέχρι τη λήξη της, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 15 του ιδίου νόμου, προθεσμίας υποβολής αντιρρήσεων του αναρτημένου δασικού χάρτη, εξαιρούνται της θεώρησης και κύρωσης του άρθρου 17 ομοίως, νοούμενες ως μη αναρτηθείσες, εφαρμοζόμενων των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας. Οι αντιρρήσεις που εκκρεμούν κατά του δασικού χάρτη, που αφορούν στις ανωτέρω περιοχές, θεωρούνται ως μη υποβληθείσες και το ειδικό τέλος που έχει καταβληθεί, επιστρέφεται στους δικαιούχους. 

3. Ο δασικοί χάρτες των περιοχών Αστρους και Δολιανών τής Περιφερειακής Ενότητας Αρκαδίας, οι οποίοι αναρτήθηκαν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 27 του ν. 2664/1998, αφού συμπληρωθούν με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 153 του παρόντος νόμου, θεωρούνται και αναρτώνται για την υποβολή αντιρρήσεων κατά τις διατάξεις των άρθρων 13 και 14 του ν. 3889/2010, όπως αντικαθίστανται με το άρθρο 153 του παρόντος νόμου και με την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας κυρώνονται από τον Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και καθίστανται οριστικοί. Μέχρι την ανάρτησή τους ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 14 ν. 998/1979.

4. Οι δασικοί χάρτες που είτε αναρτήθηκαν, είτε κυρώθηκαν μερικά ή ολικά μέχρι την ισχύ τού παρόντος νόμου συμπληρώνονται με την προσθήκη εκτάσεων που τυχόν δασώθηκαν μετά την ανάρτηση ή την κύρωση τους καθώς και με την προσθήκη των χορτολιβαδικών και βραχωδών εκτάσεων των περ. 5α και 5β του άρθρου 3 του ν. 998/1979 όπως ισχύει. Για τις εκτάσεις που προστίθενται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται οι διαδικασίες θεώρησης και ανάρτησης, υποβολής αντιρρήσεων και κύρωσης των άρθρων 13 έως και 19 του ν. 3889/2010, όπως τα άρθρα αυτά αντικαθίστανται με το άρθρο 153 του παρόντος νόμου.

5. Οι δασικοί χάρτες που θεωρήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος τού παρόντος νόμου συμπληρώνονται με την προσθήκη εκτάσεων που τυχόν δασώθηκαν μετά τη θεώρηση τους ως και με την προσθήκη των χορτολιβαδικών και βραχωδών εκτάσεων των περιπτώσεων 5α και 5β του άρθρου 3 του ν. 998/1979 όπως ισχύει, εφαρμοζομένων για το σύνολο του δασικού χάρτη των διαδικασιών θεώρησης και ανάρτησης, υποβολής αντιρρήσεων και κύρωσης των άρθρων 13 έως και 19 του ν. 3889/2010, όπως τα άρθρα αυτά αντικαθίστανται με το άρθρο 153 του παρόντος νόμου.

6. Η ανάρτηση των κατ' εφαρμογή των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος συμπληρωμένων δασικών χαρτών διενεργείται μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, η δε μερική κύρωση τους μέσα σε προθεσμία πέντε (5) μηνών, αρχομένης από την ανάρτηση τους.
Εάν η τήρηση της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου για την ανάρτηση δεν είναι δυνατή λόγω μη έγκαιρης συμπλήρωσης των δασικών χαρτών με τις χορτολιβαδικές και βραχώδεις εκτάσεις των περ. 5α και 5β του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ισχύει, τότε οι χάρτες αναρτώνται εντός της ως άνω προθεσμίας χωρίς τις ανωτέρω εκτάσεις. Στην τελευταία περίπτωση η συμπλήρωση, θεώρηση, ανάρτηση και κύρωση του δασικού χάρτη ως προς τις εν λόγω εκτάσεις διενεργείται ξεχωριστά σε επόμενο στάδιο, η ολοκλήρωση του οποίου δεν δύναται να υπερβεί τους τέσσερις (4) μήνες από την ολική κύρωση του χάρτη ως προς τις δασικού χαρακτήρα εκτάσεις.

7. Οι κυρωμένοι, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος δασικοί χάρτες, οι οποίοι δεν απαιτείται να συμπληρωθούν κατ' εφαρμογή της παραγράφου 5 του παρόντος, παραμένουν σε ισχύ για τις εκτάσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, αναμορφούμενοι εφόσον συντρέχει περίπτωση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3889/2010, όπως το άρθρο αυτό αντικαθίσταται με την το άρθρο 153 του παρόντος νόμου.

8. Για τους δασικούς χάρτες, οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, έχουν κυρωθεί μερικώς, κατ' εφαρμογή του άρθρου 17 του ν. 3889/2010, για τους οποίους δεν απαιτείται η κατά την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου συμπλήρωση, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στα άρθρα 18, 19 και 20 του ν. 3889/2010, όπως τα άρθρα αυτά αντικαθίστανται με το άρθρο 153 του παρόντος νόμου.

9. Οι παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου 26 του ν. 3889/2010 καταργούνται και η παράγραφος 7 αυτού αναριθμείται σε παράγραφο 5.

10. Στην εξαίρεση της παρ. 3β του άρθρου 31 του ν. 4280/2014, ως τροποποιείται με τον παρόντα, εντάσσεται και κάθε έκταση, είτε δομημένη, είτε αδόμητη, των περιοχών της παραγράφου 3α του άρθρου 31 του ν. 4280/2014, εφόσον πραγματοποιήθηκε μεταβίβαση κυριότητας αυτής με επαχθή αιτία κατά το χρονικό διάστημα από τις 8.8.2014 και έως την έναρξη ισχύος του παρόντος.

11. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργείται κάθε διάταξη που ρυθμίζει με τρόπο διαφορετικό τα θέματα που ρυθμίζονται με τις διατάξεις τού παρόντος νόμου.»

Α1. Το εδάφιο α. της παρ. 9 του άρθρου 7 του ν. 4030/2011 (Α'249) αντικαθίσταται ως εξής:
« α . Αν
αα) Οι υποβαλλόμενες μελέτες δεν εκπονήθηκαν σύμφωνα με τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις ή σύμφωνα με τα εγκεκριμένα στοιχεία του τοπογραφικού διαγράμματος και του διαγράμματος δόμησης, επιβάλλεται σε βάρος του μελετητή μηχανικού η κύρωση της απαγόρευσης εκπόνησης και υπογραφής μελετών για την έκδοση έγκρισης δόμησης και άδειας δόμησης και η κύρωση της απαγόρευσης επίβλεψης οικοδομικών εργασιών από 1 έως 12 μήνες ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.
ββ) Οι οικοδομικές εργασίες δεν εκτελέστηκαν σύμφωνα με τις μελέτες που υποβλήθηκαν ή σύμφωνα με τα εγκεκριμένα στοιχεία του τοπογραφικού διαγράμματος και του διαγράμματος δόμησης επιβάλλεται σε βάρος του επιβλέποντος μηχανικού η κύρωση της απαγόρευσης εκπόνησης και υπογραφής μελετών για την έκδοση έγκρισης δόμησης και άδειας δόμησης και η κύρωση της απαγόρευσης επίβλεψης οικοδομικών εργασιών από 1 έως 12 μήνες ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.»
Α2. Το εδάφιο γ. της παρ. 9 του άρθρου 7 του ν. 4030/2011 (Α' 249) αντικαθίσταται ως εξής:
«γ. Οι παραπάνω κυρώσεις επιβάλλονται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ύστερα από εισήγηση του εποπτικού συμβουλίου του άρθρου 17 με βάση τη διαδικασία που προβλέπεται στο εδάφιο στ' κατωτέρω, καταγράφονται στο μητρώο του άρθρου 8 και κοινοποιούνται στις Υ.ΔΟΜ., οι οποίες τηρούν μητρώο των μηχανικών, στους οποίους επιβάλλονται οι ποινές της παρούσας παραγράφου και μεριμνούν για την εκτέλεση τους.»
Α3. Το εδάφιο στ' της παρ. 9 του άρθρου 7 του ν. 4030/2011 (Α' 249) αντικαθίσταται ως εξής:
«στ. Οι αρμόδιοι ελεγκτές δόμησης και οι υπάλληλοι των υπηρεσιών δόμησης υποχρεούνται αμελλητί να ενημερώσουν εγγράφως το αρμόδιο Συμβούλιο Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων (ΣΥΠΟΘΑ) του άρθρου 31, μόλις διαπιστώσουν την τέλεση παραβάσεων της παρούσας παραγράφου. Το ΣΥΠΟΘΑ αφού εξετάσει την υπόθεση, βεβαιώνει τις παραβάσεις και διαβιβάζει τον σχετικό φάκελο προς το εποπτικό συμβούλιο του άρθρου 17 προκειμένου αυτό να εισηγηθεί την επιβολή διοικητικών κυρώσεων.
Το εποπτικό συμβούλιο μετά από ακρόαση του ενδιαφερομένου εισηγείται στον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας την επιβολή σε βάρος του μελετητή/ επιβλέποντα μηχανικού των προβλεπόμενων κυρώσεων του εδαφίου α' (περ. αα' και περ. ββ') της παρούσας παραγράφου.»
Α4. Η παρ. 10 του άρθρου 7 του ν. 4030/2011 (Α' 249) αντικαθίσταται ως εξής:
«10. Για μικρές παραβάσεις στη δόμηση, λαμβανομένων υπόψη των ειδικότερων συνθηκών τέλεσης της πράξης, των συνεπειών αυτής και του βαθμού του πταίσματος του μηχανικού, δύναται να επιβάλλεται σε βάρος του μηχανικού αντί των κυρώσεων του εδαφίου α' (περ. αα' και περ. ββ' της παραγράφου 9 του παρόντος, έγγραφη σύσταση, εφόσον ο μηχανικός δεν έχει υποπέσει σε άλλη παράβαση στο παρελθόν.»

Β. Το άρθρο 10 του ν. 4030/2011 (Α' 249) αντικαθίσταται ως εξής:
« Αρθρο 10 Ιδιότητα του ελεγκτή δόμησης
1. Η ιδιότητα του ελεγκτή δόμησης αποκτάται με την εγγραφή του στο Μητρώο Ελεγκτών Δόμησης που τηρείται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
2. Η ιδιότητα του ελεγκτή δόμησης είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ. ή υπαλλήλου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.
3. Οι ελεγκτές δόμησης υποχρεούνται στην υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3213/2003 (Α'309), όπως τροποποιήθηκε Α'160), σε περίπτωση που διενεργήσουν ελέγχους για κτίρια και κατασκευές επιφάνειας άνω των 1000 τ.μ.»

Γ1. Το άρθρο 12 του ν. 4030/2011 (Α' 249) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 12 Προϋποθέσεις εγγραφής στο Μητρώο ελεγκτών δόμησης
1. Στο μητρώο των ελεγκτών δόμησης εγγράφονται οι ενδιαφερόμενοι μηχανικοί με δικαίωμα εκπόνησης μελέτης ή επίβλεψης κτιριακών έργων, οι οποίοι είναι: α) διπλωματούχοι μηχανικοί, μέλη του Τ.Ε.Ε. ή β) πτυχιούχοι μηχανικοί τεχνολογικής εκπαίδευσης, μέλη της Ε.Ε.Τ.Ε.Μ., ή
γ) μηχανικοί που έχουν αποκτήσει αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων στη χώρα μας κατ' εφαρμογή
της σχετικής κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας.
2. Στο μητρώο διακρίνονται τρεις (3) κατηγορίες ελεγκτών:
α) Στην κατηγορία Ι εγγράφονται οι μηχανικοί, ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος της επαγγελματικής τους εμπειρίας. Οι ελεγκτές της κατηγορίας Ι δύνανται να διενεργούν ελέγχους για κτίρια και κατασκευές επιφάνειας έως 250 τ.μ. ή για εγκαταστάσεις.
β) Στην κατηγορία ΙΙ εγγράφονται οι διπλωματούχοι μηχανικοί, μέλη του Τ.Ε.Ε., που έχουν άδεια άσκησης επαγγέλματος τουλάχιστον πέντε (5) ετών, οι πτυχιούχοι μηχανικοί τεχνολογικής εκπαίδευσης που είναι μέλη της Ε.Ε.Τ.Ε.Μ. τουλάχιστον για πέντε (5) έτη, καθώς και οι μηχανικοί που έχουν αποκτήσει αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων στην Ελλάδα και διαθέτουν συναφή επαγγελματική εμπειρία τουλάχιστον πέντε (5) ετών. Οι ελεγκτές της κατηγορίας ΙΙ δύνανται να διενεργούν ελέγχους για κτίρια και κατασκευές επιφάνειας έως 1.000 τ.μ. ή για εγκαταστάσεις.
γ) Στην κατηγορία ΙΙΙ εγγράφονται οι διπλωματούχοι μηχανικοί, μέλη του Τ.Ε.Ε., που έχουν άδεια άσκησης επαγγέλματος τουλάχιστον δέκα (10) ετών, οι πτυχιούχοι μηχανικοί τεχνολογικής εκπαίδευσης που είναι μέλη της Ε.Ε.Τ.Ε.Μ. τουλάχιστον για δέκα (10) έτη καθώς και οι μηχανικοί που έχουν αποκτήσει αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων στην Ελλάδα και διαθέτουν συναφή επαγγελματική εμπειρία τουλάχιστον δέκα (10) ετών. Οι ελεγκτές της κατηγορίας III δύνανται να διενεργούν ελέγχους για όλα τα κτίρια και κατασκευές, ανεξαρτήτως επιφάνειας, καθώς και για εγκαταστάσεις.
Το αντικείμενο ελέγχου ανά κατηγορία και το είδος εργασιών προσδιορίζεται αντίστοιχα με τα επαγγελματικά δικαιώματα εκπόνησης μελετών και διενέργειας επιβλέψεων των μηχανικών ελεγκτών δόμησης, κατά τις κείμενες διατάξεις.
3. Οι ενδιαφερόμενοι που πληρούν τα προαναφερθέντα προσόντα εγγράφονται στο Μητρώο Ελεγκτών Δόμησης στην κατηγορία που αντιστοιχεί στα έτη ασκήσεως επαγγέλματος, μετά από υποβολή ηλεκτρονικής τυποποιημένης από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας αίτηση, με συνημμένο ηλεκτρονικό φάκελο, στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
4. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα με την τήρηση του Μητρώου και την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»
Γ2. Το άρθρο 13 του ν. 4030/2011 (Α' 249) καταργείται.

Δ. Το άρθρο 14 του ν. 4030/2011 (Α' 249) αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 14 Μητρώο Ελεγκτών Δόμησης
1. Το Μητρώο Ελεγκτών Δόμησης καταρτίζεται και τηρείται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τη μορφή ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων, όπου εγγράφονται με αύξοντα Αριθμό Μητρώου οι ελεγκτές δόμησης. Η κατάρτιση του Μητρώου γίνεται ανά Αποκεντρωμένη Διοίκηση και ανά κλάδο ειδικότητας του Μηχανικού. Κάθε ελεγκτής δόμησης, κατά την εγγραφή του στο Μητρώο, υποχρεούται να δηλώσει την επαγγελματική του έδρα.
2. Ο αριθμός Μητρώου των ελεγκτών δόμησης αναγράφεται υποχρεωτικά στις πράξεις των ελεγκτών δόμησης.
3. Η εγγραφή των ελεγκτών δόμησης στο Μητρώο έχει ισχύ πέντε (5) έτη, η οποία και θα μπορεί να παρατείνεται μετά τη λήξη της με ηλεκτρονική αίτηση του ελεγκτή για περαιτέρω χρονικά διαστήματα διάρκειας πέντε (5) ετών».

Ε. Το άρθρο 17 του ν. 4030/2011 (Α' 249) αντικαθίσταται ως εξής:
« Αρθρο 17 Σύσταση Εποπτικού Συμβουλίου
1. Συνιστάται επταμελές Εποπτικό Συμβούλιο, το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και αποτελείται από:
α. Πάρεδρο του γραφείου του Νομικού Συμβούλου στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τον αναπληρωτή του, ως Πρόεδρο του Συμβουλίου
β. τον Γενικό Διευθυντή Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τον αναπληρωτή του, γ. τον Γενικό Διευθυντή του Σώματος Επιθεώρησης Περιβάλλοντος, Δόμησης, Ενέργειας και Μεταλλείων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τον αναπληρωτή του,
δ. τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Αρχιτεκτονικής, Οικοδομικών Κανονισμών και Αδειοδοτήσεων της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τον αναπληρωτή του,
ε. τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Τοπογραφικών Εφαρμογών και Γεωχωρικών Πληροφοριών της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τον αναπληρωτή του,
στ. έναν μηχανικό, εκπρόσωπο του ΤΕΕ, με εμπειρία σε θέματα πολεοδομίας, με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι επιλέγονται από την κατηγορία ΙΙΙ των ελεγκτών του Μητρώου του άρθρου 12 μετά από ηλεκτρονική κλήρωση,
ζ. έναν πτυχιούχο μηχανικό, εκπρόσωπο της Ε.Ε.Τ.Ε.Μ., με εμπειρία σε θέματα μελέτης και επίβλεψης κτιριακών έργων, με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι επιλέγονται από την κατηγορία ΙΙΙ των ελεγκτών του Μητρώου του άρθρου 12 μετά από ηλεκτρονική κλήρωση.
2. Με την ίδια ως άνω απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ορίζεται υπάλληλος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας ως Γραμματέας του Συμβουλίου, με τον αναπληρωτή του.
3. Η θητεία των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου υπ' αριθμ. α - ε της παραγράφου 1 του παρόντος είναι τριετής, ενώ η θητεία των μελών υπ' αριθμ. στ και ζ της παραγράφου 1 του παρόντος είναι ετήσια.»

ΣΤ. Στο άρθρο 31 του ν. 4030/2011 (Α' 249) προστίθεται εδάφιο ε' ως εξής:
«ε. διερευνούν τις υποθέσεις τέλεσης των παραβάσεων της παρ. 9 του άρθρου 7 του νόμου 4030/2011, που διαβιβάζονται από τους ελεγκτές δόμησης και τις υπηρεσίες δόμησης και προωθούν το σχετικό φάκελο στο Εποπτικό Συμβούλιο του άρθρου 17 προκειμένου αυτό να εισηγηθεί την επιβολή κυρώσεων.»

Ζ. Η περ. δ' του άρθρου 32 του ν. 4030/2011 (Α' 249) αντικαθίσταται ως εξής: «δ. Μηχανικό, εκπρόσωπο του ΤΕΕ, με εμπειρία σε θέματα χωροταξίας και πολεοδομίας, με τον αναπληρωτή του. Οι εκπρόσωποι του ΤΕΕ επιλέγονται από την κατηγορία ΙΙΙ των ελεγκτών του Μητρώου του άρθρου 12 μετά από ηλεκτρονική κλήρωση. Η θητεία των εκπροσώπων του ΤΕΕ είναι εξάμηνη.»

Η1. Το υφιστάμενο μέχρι την 29η Μαρτίου 2016 Μητρώο παραμένει σε ισχύ μέχρι τη δημιουργία και οργάνωση του νέου Μητρώου Ελεγκτών Δόμησης του άρθρου 12 του ν. 4030/2011, ως αυτό τροποποιείται με το άρθρο 4Γ του παρόντος, η οποία διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μέχρι την έκδοση της ως άνω υπουργικής απόφασης παρατείνεται η ισχύς όλων των υφιστάμενων μέχρι την 29η Μαρτίου 2016 αδειών ελεγκτών δόμησης.

Η2. Οι υποθέσεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων κατά μηχανικών ή επιβλεπόντων μηχανικών σύμφωνα με την παρ.9 του άρθρου 7 του ν. 4030/2011 των οποίων η διερεύνηση έχει ξεκινήσει μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος εισάγονται στο Εποπτικό Συμβούλιο του άρθρου 17 για επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, κατόπιν εξέτασής τους από το Σώμα Επιθεώρησης Περιβάλλοντος, Δόμησης, Ενέργειας και Μεταλλείων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

1. Το άρθρο 42 του ν. 4042/2012 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 42 (άρθρο 26 της Οδηγίας) Καταχώριση - Ηλεκτρονικό Μητρώο Αποβλήτων
1. Καθιερώνεται ηλεκτρονικό μητρώο αποβλήτων (Η- ΜΑ), για τη συστηματική συλλογή και επεξεργασία στοιχείων παραγωγής και διαχείρισης των αποβλήτων, καθώς και την καταχώριση κάθε οργανισμού ή επιχείρησης που παράγει ή πραγματοποιεί εργασίες επεξεργασίας αποβλήτων και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Α' του ν. 4014/2011 (Α' 209) ή συλλέγει και μεταφέρει απόβλητα σε επαγγελματική βάση και έχει υποχρέωση να διαθέτει άδεια συλλογής σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 36 του παρόντος. Υποχρέωση καταχώρισης στο ΗΜΑ έχουν και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) α' βαθμού.
2. Στο ΗΜΑ εισάγονται υποχρεωτικά, μέσω διαδικτύου, από κάθε ως άνω οργανισμό ή επιχείρηση, στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με την παραγωγή και διαχείριση αποβλήτων για όλα τα είδη των αποβλήτων του Ευρωπαϊκού Καταλόγου Αποβλήτων, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στην Κοινή Υπουργική Απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 45 παρ.3 του παρόντος. Ιδίως δε εισάγονται οι ετήσιες απολογιστικές εκθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 12 της υπ' αριθμ. 50910/2727 απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, Υγείας και Πρόνοιας και Εμπορικής Ναυτιλίας ( Β' 1909), καθώς και οι Ετήσιες Εκθέσεις του εδαφίου γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 11 της υπ' αριθ. 13588/725/2006 απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Μεταφορών και Επικοινωνιών και Εμπορικής Ναυτιλίας (Β' 383), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 της υπ' αριθμ. 8668/2007 απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων (Β'287). Οι Ο.Τ.Α. του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εισάγουν επιπροσθέτως τους αριθμούς αδειών κυκλοφορίας των απορριμματοφόρων τους.
3. 1. Το ΗΜΑ συμμορφώνεται πλήρως με τους κανόνες και τα πρότυπα σχεδιασμού, ανάπτυξης και λειτουργίας διαδικτυακών τόπων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα της ΥΑΠ/ Φ.40.4/1/989 (Β' 1301/12.4.2012) «Κύρωση Πλαισίου Παροχής Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης» και ιδίως διασφαλίζεται η διαλειτουργικότητά του με το Ηλεκτρονικό Περιβαλλοντικό Μητρώο (ΗΠΜ) του άρθρου 18 του ν. 4014/2011 και εφόσον κρίνεται σκόπιμο και με άλλα μητρώα του δημόσιου τομέα.»

2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 4042/2012 αναδιατυπώνεται ως εξής:
«Με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των εκάστοτε συναρμόδιων Υπουργών καθορίζονται τα ειδικότερα μέτρα και οι όροι για τη διαχείριση συγκεκριμένων κατηγοριών αποβλήτων.»

3. Στο άρθρο 38 του ν. 4042/2012 προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Με απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης ορίζονται τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζεται:
α) ότι η παραγωγή και η διαχείριση των μη επικίνδυνων αποβλήτων (όπως η συλλογή, η μεταφορά, η αποθήκευση, η επεξεργασία τους και η ασφαλής τελική διάθεση τους) διεξάγονται σε συνθήκες που παρέχουν προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας κατά το άρθρο 14,
β) η ιχνηλασιμότητα, από την παραγωγή έως τον τελικό προορισμό, καθώς και ο έλεγχος των μη επικίνδυνων αποβλήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 και 20.
Με απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, μπορεί η κοινή απόφαση να επεκτείνεται σε ειδικότερα θέματα διαχείρισης μη επικινδύνων αποβλήτων.»

4. Η παρ. 3 του άρθρου 58 του ν. 4042/2012 καταργείται.

Η παρ. 5 του άρθρου 57 του ν. 4042/2012, όπως είχε αντικατασταθεί με την παρ. 7 του άρθρου 84 του ν. 4316/ 2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Στο άρθρο 10 της κ.υ.α. με αριθμό Η. Π. 50910/ 2727/2003 (Β' 1909) προστίθεται παράγραφος 3 ως ακολούθως:
«3. Προς το σκοπό άμεσης παύσης της λειτουργίας των χώρων ανεξέλεγκτης διάθεσης αποβλήτων που εξακολουθούν να λειτουργούν σε Διαχειριστικές Ενότητες Περιφερειών, στις οποίες δεν υπάρχει άλλος νόμιμος εν λειτουργία ΧΥΤΑ προβλεπόμενος από τον αντίστοιχο Περιφερειακό Σχεδιασμό Διαχείρισης Αποβλήτων (ΠΕ.Σ.ΔΑ.) ούτε νόμιμος εν λειτουργία χώρος αποθήκευσης κατά την παράγραφο η' του άρθρου 2 της κ.υ.α.
υπ' αριθμ. 29407/3508/2002 (Β' 1572), ο τρόπος διαχείρισης των Αστικών Στερεών Αποβλήτων (ΑΣΑ) των δήμων των αντίστοιχων διαχειριστικών ενοτήτων μπορεί, κατά παρέκκλιση των υφιστάμενων και εγκεκριμένων ΠΕ.Σ.Δ.Α., να καθορίζεται, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Γενικού Γραμματέα Συντονισμού Διαχείρισης Αποβλήτων του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, για χρονικό διάστημα έως τρία έτη, με απόφαση του Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή, στην περίπτωση δύο ή περισσότερων εμπλεκομένων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, με κοινή απόφαση των Συντονιστών αυτών των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. Το χρονικό διάστημα δύναται να παραταθεί έως και δύο έτη πλέον της τριετίας, εάν αυτό κριθεί απαραίτητο με απόφαση που θα εκδοθεί με την ίδια ακριβώς διαδικασία.
Για την έκδοση της απόφασης λαμβάνονται υπόψη ιδίως η φέρουσα ικανότητα των εγκαταστάσεων παραλαβής των ΑΣΑ και το συνολικό κόστος διαχείρισης των ΑΣΑ. Με την απόφαση τίθενται όροι ιδίως για την επίσπευση των διαδικασιών υλοποίησης υποδομών που προβλέπονται από το οικείο ΠΕ.Σ.Δ.Α..
Τα ανωτέρω ισχύουν κατ' αντιστοιχία και για την περίπτωση κατά την οποία εν λειτουργία ΧΥΤΑ έχει κορεστεί ή παύσει με απόφαση του αρμόδιου για τη διαχείρισή του οργάνου.»

Συνιστάται Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής, της οποίας προΐσταται Γενικός Γραμματέας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3. Η Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής αποτελεί αυτοτελή δημόσια υπηρεσία, υπάγεται απευθείας στον Πρωθυπουργό και έχει ως αποστολή:
(α) Το σχεδιασμό και την κατάρτιση της Εθνικής Ψηφιακής Στρατηγικής (ΕΨΣ), με έμφαση στις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ), συμπεριλαμβανομένης της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και των ευρυζωνικών υποδομών, και στην Ψηφιακή Ενιαία Αγορά και την υποβολή της στον Πρωθυπουργό προς έγκριση.
(β) Την παρακολούθηση της εφαρμογής και το συντονισμό των Υπουργείων αναφορικά με τις επιμέρους δράσεις υλοποίησης της ΕΨΣ.
(γ) Την αποτίμηση της υλοποίησης της ΕΨΣ και τη διατύπωση σχετικών προτάσεων στα αρμόδια Υπουργεία και φορείς.
(δ) Τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας για θέματα που άπτονται της ΕΨΣ.

1. H Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής:
(α) Καταρτίζει, σε συνεργασία με τα Υπουργεία, πενταετές σχέδιο για την ΕΨΣ, το οποίο εξειδικεύεται σε στόχους ανά Υπουργείο.
(β) Συντονίζει τα Υπουργεία αναφορικά με την εκπόνηση επιμέρους δράσεων υλοποίησης της ΕΨΣ εκδίδοντας δεσμευτικές οδηγίες για τις υπηρεσίες και εγκρίνει τις δράσεις αυτές. Τα Υπουργεία αποστέλλουν στη Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής ενημέρωση για την πορεία σχεδιασμού και υλοποίησης των σχετικών δράσεων, όποτε αυτό ζητηθεί.
(γ) Σχεδιάζει τις πολιτικές κατευθύνσεις και συντονίζει τις επιχειρησιακές δράσεις των δομών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης στο κράτος και τους φορείς του και τις ενσωματώνει στην ΕΨΣ. Στο πλαίσιο αυτό αναλαμβάνει:
αα. Το στρατηγικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό πολιτικών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης στο κράτος και τους φορείς του στα πεδία των υποδομών, της εκπαίδευσης, της επιμόρφωσης και της χρήσης τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών.
ββ Το συντονισμό της εκπόνησης τομεακών και εξειδικευμένων σχεδίων δράσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και τη διασφάλιση της εναρμόνισής τους με την ΕΨΣ.
γγ. Το συντονισμό και την παρακολούθηση των δράσεων στον τομέα της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, σε συνεργασία με τους κατά περίπτωση φορείς υλοποίησης.
δδ. Την εναρμόνιση και παρακολούθηση της εφαρμογής του κανονιστικού πλαισίου Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Δημόσιας Διοίκησης.
εε. Την παρακολούθηση των διεθνών πολιτικών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, των ευρωπαϊκών προγραμμάτων καθώς και των εξελίξεων στις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) και κατόπιν την προσαρμογή και ενσωμάτωση των παραπάνω στις εθνικές πολιτικές Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
στστ. Την κατάρτιση σχεδίου οικονομικοτεχνικού προ-γράμματος ανάπτυξης της πληροφορικής και επικοινωνιών στο δημόσιο τομέα καθώς και απολογισμού υλοποίησης των προγραμμάτων αυτών.
ζζ. Το σχεδιασμό, προώθηση, συντονισμό και παρακολούθηση των πολιτικών ασφάλειας για τα συστήματα και τις υποδομές πληροφορικής και επικοινωνιών του Δημόσιου Τομέα.
(δ) Συνεργάζεται με διεθνείς οργανισμούς και όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή με άλλα κράτη για την εκπόνηση στρατηγικών σχεδίων για την ψηφιακή πολιτική εκπροσωπώντας τη χώρα. Παρακολουθεί τις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις που αφορούν σε όλους τους τομείς της ψηφιακής πολιτικής και συντονίζει τους κατά περίπτωση εμπλεκόμενους φορείς, α) για τη διαμόρφωση των εθνικών θέσεων σε σχέση με τη Ψηφιακή Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της στρατηγικής για την Ψηφιακή Ενιαία Αγορά, και β) για την υλοποίηση της στρατηγικής αυτής σε εθνικό επίπεδο, αφού την ενσωματώσει στην ΕΨΣ.
(ε) Προτείνει και συντονίζει δράσεις απλούστευσης διαδικασιών στον τομέα της αρμοδιότητάς της και διαμορφώνει προς τούτο ένα σύγχρονο πλαίσιο παραγωγής έργων.
(στ) Συνεργάζεται με ερευνητικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα σε θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητές της Γενικής Γραμματείας Ψηφιακής Πολιτικής,
(ζ) Στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων δράσεων:
αα. συνεργάζεται με τα Υπουργεία, τις Επιτελικές Δομές ΕΣΠΑ των Υπουργείων και τις Περιφέρειες για τη διαμόρφωση Προσκλήσεων, από τις Διαχειριστικές Αρχές των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων, σύμφωνων με την ΕΨΣ, οι οποίες χρηματοδοτούνται μέσω των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του ΕΣΠΑ και άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων. Με την ίδια διαδικασία καταρτίζεται ο Ετήσιος Προγραμματισμός Προσκλήσεων των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, ο οποίος επικαιροποιείται όποτε απαιτείται.
ββ. προεγκρίνει τα τεχνικά δελτία των φορέων πρότασης, εντός ενός μηνός από τη παραλαβή τους, ως προς την συμβατότητά τους με την ΕΨΣ, πριν την κατάθεσή τους στην αρμόδια Διαχειριστική Αρχή. Με την παρέλευση της σχετικής προθεσμίας τα τεχνικά δελτία των φορέων πρότασης θεωρούνται εγκεκριμένα από τη ΓΓΨΠ,
γγ. γνωμοδοτεί ως προς την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού με την οποία εγκρίνονται προσκλήσεις δράσεων κρατικών ενισχύσεων για την ψηφιακή ανάπτυξη,
δδ. συμμετέχει, με δικαίωμα ψήφου, στην Επιτροπή Παρακολούθησης ΕΣΠΑ 2014-2020, στην Επιτροπή Παρακολούθησης του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία», στην Επιτροπή Παρακολούθησης του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Μεταρρύθμιση του Δημόσιου Τομέα», και στις Επιτροπές Παρακολούθησης των Περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων.
(η) Συνεργάζεται με τις Ανεξάρτητες και Ρυθμιστικές Αρχές που αφορούν στο αντικείμενό της (ενδεικτικά: ΕΕΤΤ, ΑΠΔΠΧ, ΑΔΑΕ).
(θ) Συνεργάζεται με την Εθνική Αρχή Αντιμετώπισης Ηλεκτρονικών Επιθέσεων (Εθνικό CERT) και την Τεχνικής φύσεως Αρχή Ασφάλειας Πληροφοριών (INFOSEC) της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.), τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και το Ινστιτούτο Τεχνολογίας, Υπολογιστών και Εκδόσεων «Διόφαντος» στους τομείς της αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Ψηφιακής Πολιτικής.
(ι) Παρακολουθεί και συντονίζει τις δράσεις και τα έργα ψηφιακής ανάπτυξης και στρατηγικής όλων των φορέων του δημοσίου τομέα κατά τη φάση της υλοποίησής τους, ώστε να διασφαλίζεται η εναρμόνισή τους με την ΕΨΣ, εντοπίζει καθυστερήσεις και προτείνει λύσεις, συγκεντρώνει καλές πρακτικές καινοτόμων δράσεων για ενημέρωση των αρμοδίων υπηρεσιών και φορέων.
(ια) Συνεργάζεται με τα Υπουργεία και τους άλλους φορείς του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα παρακολουθώντας την εφαρμογή των οριζόντιων πολιτικών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, αλλά και την εφαρμογή τομεακών και εξειδικευμένων σχεδίων δράσης, διασφαλίζοντας την εναρμόνισή τους με την ΕΨΣ. Στο πλαίσιο αυτό:
αα. Εισηγείται την ανάπτυξη οριζόντιων εφαρμογών και συστημάτων πληροφορικής και επικοινωνιών για την ανάπτυξη της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης στον Δημόσιο και ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, καθώς και εξειδικευμένων εφαρμογών και συστημάτων σε συνεργασία με τους κατά περίπτωση φορείς υλοποίησης.
ββ. Συντονίζει όλες τις δράσεις και έργα Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Δημόσιου και ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, υποστηρίζοντας τις επιμέρους δομές του κράτους και παρέχοντας συμβουλευτική υποστήριξη.
(ιβ) Συνεργάζεται και υποστηρίζει τους Υπουργούς Οικονομικών και Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, καθώς και τους κατά περίπτωση αρμόδιους υπουργούς για το συντονισμό του σχεδιασμού, της υλοποίησης και της λειτουργίας των πληροφοριακών συστημάτων που αφορούν θέματα δημοσίων εσόδων, δαπανών και επενδύσεων με στόχο τη βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας τους.
(ιγ) Δύναται να προτείνει -ως δικαιούχος- δράσεις στο ΕΣΠΑ ή άλλες συγχρηματοδοτούμενες πράξεις καθώς και έργα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικές με τις αρμοδιότητες της ΓΓΨΠ.
(ιδ) Συνεργάζεται με την Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΑΔΗΣΥ) για την κατάρτιση προτύπων προσκλήσεων, προκηρύξεων και συμβάσεων για έργα και δράσεις ψηφιακής ανάπτυξης και στρατηγικής ΤΠΕ, καθώς και για προμήθειες αγοράς υπηρεσιών, εξοπλισμού, λογισμικού, δικτύων και υλικού ΤΠΕ, τα οποία χρησιμοποιούνται ως οδηγός για τα Υπουργεία, όλους τους φορείς του Δημοσίου, τους εποπτευόμενους φορείς και τις διαχειριστικές αρχές.
(ιε) Επιβάλλει σε επίπεδο απαιτήσεων και προδιαγραφών κανόνες και πολιτικές διαλειτουργικότητας μεταξύ των νέων προτεινόμενων και υφιστάμενων υποδομών ΤΠΕ και επιβλέπει ότι ο υπόλοιπος κύκλος των νέων έργων συμμορφώνονται με αυτούς.
(ιστ) Καταρτίζει και επικαιροποιεί αρχές, πρότυπα, διαδικασίες και κανόνες που προβλέπονται στο Πλαίσιο Παροχής Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
(ιζ) Παρακολουθεί τα διεθνή πρότυπα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, και κατόπιν τα προσαρμόζει και προτείνει την ενσωμάτωσή τους στην ΕΨΣ και εποπτεύει την εφαρμογή τους στο Δημόσιο Τομέα.
(ιη) Δημιουργεί πρότυπο μοντέλο κοστολόγησης έργων και δράσεων ΤΠΕ με σκοπό την απλοποίηση των υφιστάμενων διαδικασιών.
(ιθ) Προβαίνει στην ανά έτος αποτίμηση της εφαρμογής της ΕΨΣ και των όποιων σχετικών σχεδίων δράσης για την Ψηφιακή Πολιτική και προχωρεί στην αναδιαμόρφωσή τους με βάση την αποτίμηση ή και σε κάθε άλλη περίπτωση που η αναδιαμόρφωση κριθεί αναγκαία.
(κ) Τηρεί στατιστικά και αλλά δεδομένα και πληροφορίες σχετικά με τα συστήματα και εργαλεία ΤΠΕ που είναι σε λειτουργία, τα οποία οι αρμόδιες υπηρεσίες και φορείς οφείλουν να αποστέλλουν αμελλητί.
(κα) Παρακολουθεί την αποτελεσματικότητα των έργων ψηφιακής πολιτικής με την χρήση δεικτών, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά και τα διεθνή πρότυπα.
(κβ) Παρακολουθεί το σύνολο της νομοθεσίας που σχετίζεται με το πεδίο εφαρμογής του παρόντος και προτείνει στους αρμόδιους Υπουργούς θεσμικές και νομοθετικές αλλαγές που συνεισφέρουν στην προστασία των πληροφοριακών και ψηφιακών δικαιωμάτων του καταναλωτή και του πολίτη, ιδίως την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία των ψηφιακών κοινών
(κγ) Συνεργάζεται με την Μονάδα Τεκμηρίωσης και Καινοτομιών του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ) σε θέματα ανοιχτής διακυβέρνησης και προτείνει, σε συνεργασία με το ΕΚΔΔΑ, σχετικά με τις αρμοδιότητές του εκπαιδευτικά προγράμματα.
(κδ) Παρακολουθεί την εφαρμογή του άρθρου 9 «Προσβασιμότητα» της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία του Ο.Η.Ε. (ν. 4074/2012, Α' 88) ως προς τις ΤΠΕ και ενημερώνει το σημείο αναφοράς για την παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης και το συντονιστικό μηχανισμό για τη διευκόλυνση των σχετικών με αυτή δράσεων.
(κε) Ορίζει πρότυπα και κανόνες δημιουργίας και διατήρησης αποθετηρίων εφαρμογών και εποπτεύει την υλοποίησή τους, με σκοπό την επαναξιοποίησή τους μέσω της δημιουργίας και ανάπτυξης προτύπων, δομικών μονάδων λογισμικού που απαρτίζουν τα πληροφορικά συστήματα της δημόσιας διοίκησης.
(κστ) Συγκροτεί μητρώο των μητρώων του Ελληνικού Δημοσίου. Θέτει τα πρότυπα οργάνωσης, διασύνδεσης, διαλειτουργικότητας, εφαρμογών και αυθεντικοποίησης πρόσβασης, προστασίας προσωπικών δεδομένων, σε όλα τα Μητρώα και σχετικά συστήματα, και εποπτεύει την εφαρμογή τους.

2. Από το πεδίο εφαρμογής των παραπάνω αρμοδιοτήτων της Γενικής Γραμματείας Ψηφιακής Πολιτικής εξαιρούνται:
α) τα διαβαθμισμένα συστήματα επικοινωνιών και πληροφορικής του δημόσιου τομέα,
β) τα συστήματα επικοινωνιών και πληροφορικής (Σ.Ε.Π.) της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.).

1. Συστήνεται θέση Γενικού Γραμματέα Ψηφιακής Πολιτικής με βαθμό πρώτο της κατηγορίας ειδικών θέσεων και τετραετή θητεία. Ο Γενικός Γραμματέας Ψηφιακής Πολιτικής διορίζεται με απόφαση του Πρωθυπουργού που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Αντί διορισμού μπορεί με όμοια απόφαση να γίνει ανάθεση καθηκόντων της θέσης του Γενικού Γραμματέα Ψηφιακής Πολιτικής σε ανώτατο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό, με ειδίκευση στα θέματα Ψηφιακής Πολιτικής.

2. Αναφορικά με την ανανέωση και τη λήξη της θητείας του Γενικού Γραμματέα Ψηφιακής Πολιτικής εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι παράγραφοι 3, 4 και 5 του άρθρου 7 του ν. 4369/2016 (Α' 33).

3. Ο Γενικός Γραμματέας Ψηφιακής Πολιτικής υποχρεούται σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3213/2003 (Α' 309).

4. Ο Γενικός Γραμματέας Ψηφιακής Πολιτικής προΐσταται των υπηρεσιών και του προσωπικού της Γενικής Γραμματείας Ψηφιακής Πολιτικής και συνεπικουρεί τον Πρωθυπουργό στο πρόγραμμα εφαρμογής του κυβερνητικού έργου για την ψηφιακή ανάπτυξη και στρατηγική. Παρακολουθεί τις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή και άλλων συλλογικών κυβερνητικών οργάνων, όταν καλείται προς τούτο από τον Πρωθυπουργό. Όταν ελλείπει, απουσιάζει ή κωλύεται αναπληρώνεται από τον Γενικό Γραμματέα Συντονισμού.
Ο Γενικός Γραμματέας Ψηφιακής Πολιτικής συμμετέχει ως αντιπρόεδρος με δικαίωμα ψήφου στην Εθνική Επιτροπή Γεωπληροφορίας (ΕΘΕΓ).

5. Ο Γενικός Γραμματέας Ψηφιακής Πολιτικής στο πλαίσιο της συνεργασίας του με τους αρμόδιους Γενικούς Γραμματείς ή Υπουργούς σχετικά με τη διαμόρφωση πολιτικής για την ψηφιακή ανάπτυξη και στρατηγική μπορεί να εισηγείται νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις.

6. Ο Γενικός Γραμματέας Ψηφιακής Πολιτικής μπορεί να συγκροτεί ομάδες εργασίας αποτελούμενες από στελέχη των συντονιζομένων υπηρεσιών ή φορέων, από εμπειρογνώμονες και ιδιώτες για τη μελέτη σχετικών με τις αρμοδιότητές του θεμάτων.

7. Ο Γενικός Γραμματέας Ψηφιακής Πολιτικής ορίζει τον Εθνικό Ψηφιακό Πρωταθλητή.

8. Με απόφασή του που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο Γενικός Γραμματέας Ψηφιακής Πολιτικής μπορεί να μεταβιβάζει δικαίωμα υπογραφής «με εντολή Γενικού Γραμματέα» στους προϊσταμένους των Μονάδων της Γενικής Γραμματείας Ψηφιακής Πολιτικής.

9. Οι διατάξεις που ισχύουν για τους Γενικούς Γραμματείς των Υπουργείων εφαρμόζονται αναλόγως και για τον Γενικό Γραμματέα Ψηφιακής Πολιτικής για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τη Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής.

Η Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής διαρθρώνεται στις εξής οργανικές μονάδες, οι οποίες λειτουργούν σε επίπεδο Διεύθυνσης Υπουργείου:
α) Γραφείο Γενικού Γραμματέα,
β) Μονάδα Α' - Σχεδιασμού, Στρατηγικής και Συντονισμού,
γ) Μονάδα Β' - Έργων,
δ) Μονάδα Γ' - Προτύπων,
ε) Μονάδα Δ' - Παρακολούθησης και Αξιολόγησης,
στ) Μονάδα Ε' - Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης.

1. Γραφείο Γενικού Γραμματέα Ψηφιακής Πολιτικής. Το Ιδιαίτερο Γραφείο Γενικού Γραμματέα Ψηφιακής Πολιτικής παρέχει γραμματειακή υποστήριξη και κάθε αναγκαία στήριξη για την άσκηση των καθηκόντων αυτού, όπως διεκπεραίωση αλληλογραφίας, αποδελτίωση και τήρηση αρχείου.

2. Η Μονάδα A' - Σχεδιασμού, Στρατηγικής και Συντονισμού:
(α) Καταρτίζει, σε συνεργασία με τα Υπουργεία, πενταετές σχέδιο για την ΕΨΣ, το οποίο εξειδικεύεται σε στόχους ανά Υπουργείο. Η κατάρτιση της ΕΨΣ λαμβάνει υπόψη της τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης πρόσβασης των ατόμων με αναπηρία στις δράσεις του.
(β) Συντονίζει τα Υπουργεία αναφορικά με την εκπόνηση επιμέρους δράσεων υλοποίησης της ΕΨΣ εκδίδοντας δεσμευτικές οδηγίες για τις υπηρεσίες και εγκρίνει τις δράσεις αυτές. Τα Υπουργεία αποστέλλουν στη Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής ενημέρωση για την πορεία σχεδιασμού και υλοποίησης των σχετικών δράσεων, όποτε αυτό ζητηθεί.
(γ) Σχεδιάζει τις πολιτικές κατευθύνσεις και συντονίζει τις επιχειρησιακές δράσεις των δομών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης στο κράτος και τους φορείς του και τις ενσωματώνει στην ΕΨΣ. Στο πλαίσιο αυτό αναλαμβάνει:
αα. Το στρατηγικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό πολιτικών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης στα πεδία των υποδομών, της εκπαίδευσης, της επιμόρφωσης και της χρήσης τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών.
ββ. Το συντονισμό της εκπόνησης τομεακών και εξειδικευμένων σχεδίων δράσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και τη διασφάλιση της εναρμόνισής τους με τη στρατηγική για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και την ψηφιακή στρατηγική της χώρας.
γγ. Το συντονισμό και την παρακολούθηση των δράσεων στον τομέα της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης σε συνεργασία με τους κατά περίπτωση φορείς υλοποίησης.
δδ. Την εναρμόνιση και παρακολούθηση εφαρμογής του κανονιστικού πλαισίου Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Δημόσιας Διοίκησης.
εε. Την παρακολούθηση των διεθνών πολιτικών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, των ευρωπαϊκών προγραμμάτων καθώς και των εξελίξεων στις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) και κατόπιν την προσαρμογή και ενσωμάτωση των παραπάνω στις εθνικές πολιτικές Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
στστ. Η κατάρτιση σχεδίου οικονομικοτεχνικού προγράμματος ανάπτυξης της πληροφορικής και επικοινωνιών στο δημόσιο τομέα καθώς και απολογισμού υλοποίησης των προγραμμάτων αυτών.
ζζ. Ο σχεδιασμός, η προώθηση, ο συντονισμός και η παρακολούθηση πολιτικών ασφάλειας για τα συστήματα και τις υποδομές πληροφορικής και επικοινωνιών του Δημόσιου Τομέα.
(δ) Συνεργάζεται με διεθνείς οργανισμούς και όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή με άλλα κράτη για την εκπόνηση στρατηγικών σχεδίων για την ψηφιακή πολιτική εκπροσωπώντας τη χώρα. Παρακολουθεί τις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις που αφορούν σε όλους τους τομείς της ψηφιακής πολιτικής και συντονίζει τους κατά περίπτωση εμπλεκόμενους φορείς,
α) για τη διαμόρφωση των εθνικών θέσεων σε σχέση με τη Ψηφιακή Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της στρατηγικής για την Ψηφιακή Ενιαία Αγορά, και
β) για την υλοποίηση της στρατηγικής αυτής σε εθνικό επίπεδο, αφού την ενσωματώσει στην ΕΨΣ.
(ε) Προτείνει και συντονίζει δράσεις απλούστευσης διαδικασιών στον τομέα της αρμοδιότητάς της και διαμορφώνει προς τούτο ένα σύγχρονο πλαίσιο παραγωγής έργων.
(στ) Συνεργάζεται με ερευνητικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα σε θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητές της Γενικής Γραμματείας Ψηφιακής Πολιτικής.
(ζ) Στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων δράσεων:
αα. συνεργάζεται με τα Υπουργεία, τις Επιτελικές Δομές ΕΣΠΑ των Υπουργείων και τις Περιφέρειες για τη διαμόρφωση Προσκλήσεων, από τις Διαχειριστικές Αρχές των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων, σύμφωνων με την ΕΨΣ, οι οποίες χρηματοδοτούνται μέσω των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του ΕΣΠΑ και άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων. Με την ίδια διαδικασία καταρτίζεται ο Ετήσιος Προγραμματισμός Προσκλήσεων των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, ο οποίος επικαιροποιείται όποτε απαιτείται,
ββ. προεγκρίνει τα τεχνικά δελτία των φορέων πρότασης, εντός ενός μηνός από τη παραλαβή τους, ως προς την συμβατότητά τους με το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για την Ψηφιακή Πολιτική, πριν την κατάθεσή τους στην αρμόδια Διαχειριστική Αρχή. Με την παρέλευση της σχετικής προθεσμίας τα τεχνικά δελτία των φορέων πρότασης θεωρούνται εγκεκριμένα από τη ΓΓΨΠ,
γγ. γνωμοδοτεί ως προς την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού με την οποία εγκρίνονται προσκλήσεις δράσεων κρατικών ενισχύσεων για την ψηφιακή ανάπτυξη,
δδ. συμμετέχει, με δικαίωμα ψήφου, στην Επιτροπή Παρακολούθησης ΕΣΠΑ 2014-2020, στην Επιτροπή Παρακολούθησης του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία», στην Επιτροπή Παρακολούθησης του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Μεταρρύθμιση του Δημόσιου Τομέα», και στις Επιτροπές Παρακολούθησης των Περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων.
(η) Συνεργάζεται με τις Ανεξάρτητες και Ρυθμιστικές Αρχές που αφορούν στο αντικείμενό της (ενδεικτικά: ΕΕΤΤ, ΑΠΔΠΧ, ΑΔΑΕ).
(θ) Συνεργάζεται με την Εθνική Αρχή Αντιμετώπισης Ηλεκτρονικών Επιθέσεων (Εθνικό CERT) και την Τεχνικής Φύσεως Αρχή Ασφάλειας Πληροφοριών (INFOSEC) της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.), τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και το Ινστιτούτο Τεχνολογίας, Υπολογιστών και Εκδόσεων «Διόφαντος» στους τομείς της αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Ψηφιακής Πολιτικής.
(ι) Παρακολουθεί το σύνολο της νομοθεσίας που σχετίζεται με το πεδίο εφαρμογής του παρόντος και προτείνει στους αρμόδιους Υπουργούς θεσμικές και νομοθετικές αλλαγές που συνεισφέρουν στην προστασία των πληροφοριακών και ψηφιακών δικαιωμάτων του καταναλωτή και του πολίτη, ιδίως την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία των ψηφιακών κοινών.
(ια) Παρακολουθεί τις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις που αφορούν την ηλεκτρονική προσβασιμότητα.
(ιβ) Συνεργάζεται με διεθνείς οργανισμούς και όργανα ή υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλων κρατών για την εκπόνηση και εφαρμογή προγραμμάτων που προωθούν την ηλεκτρονική προσβασιμότητα, τόσο της υλικοτεχνικής υποδομής και των ηλεκτρονικών υπηρεσιών, όσο και του περιεχομένου, καθώς και τη συμβατότητα των ΤΠΕ με τις υποστηρικτικές τεχνολογίες που χρησιμοποιούν τα άτομα με αναπηρία.
(ιγ) Προεγκρίνει τα τεχνικά δελτία των φορέων πρότασης ως προς τη συμβατότητά τους με τις προδιαγραφές που ορίζει το Παράρτημα Ι - Ενότητα 7 «Προσβασιμότητα», Κ.Υ. 49 και Κ.Π. 27 της υπουργικής απόφασης Φ.40.4/1/989 «Κύρωση Πλαισίου Παροχής Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης».

3. H Μονάδα B' - Έργων:
(α) Παρακολουθεί και συντονίζει τις δράσεις και τα έργα ψηφιακής ανάπτυξης και στρατηγικής όλων των φορέων του δημοσίου τομέα, κατά τη φάση υλοποίησής τους, ώστε να διασφαλίζεται η εναρμόνισή τους με το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο, εντοπίζει καθυστερήσεις στην σχεδίαση και υλοποίηση δράσεων και έργων ψηφιακής ανάπτυξης των Υπουργείων και φορέων του δημοσίου και προτείνει λύσεις, συγκεντρώνει καλές πρακτικές καινοτόμων δράσεων για ενημέρωση των αρμοδίων υπηρεσιών και φορέων.
(β) Συνεργάζεται με τα Υπουργεία και τους άλλους φορείς του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα παρακολουθώντας την εφαρμογή των οριζόντιων πολιτικών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης αλλά και την εφαρμογή τομεακών και εξειδικευμένων σχεδίων δράσης, διασφαλίζοντας την εναρμόνισή τους με την εθνική στρατηγική για την Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση και τη γενικότερη ψηφιακή πολιτική της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό:
αα. Εισηγείται την ανάπτυξη οριζόντιων εφαρμογών και συστημάτων πληροφορικής και επικοινωνιών για την ανάπτυξη της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης στον Δημόσιο και ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, καθώς και εξειδικευμένων εφαρμογών και συστημάτων σε συνεργασία με τους κατά περίπτωση συναρμόδιους φορείς.
ββ. Παρακολουθεί και συντονίζει όλες τις δράσεις και έργα Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Δημόσιου και ευρύτερου Δημόσιου Τομέα.
(γ) Συνεργάζεται και υποστηρίζει τους Υπουργούς Οικονομικών και Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού καθώς και τους κατά περίπτωση αρμόδιους υπουργούς για το συντονισμό του σχεδιασμού, της υλοποίησης και της λειτουργίας των πληροφοριακών συστημάτων που αφορούν θέματα δημοσίων εσόδων, δαπανών και επενδύσεων με στόχο τη βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας τους.
(δ) Δύναται να προτείνει, ως δικαιούχος, δράσεις στο ΕΣΠΑ ή άλλες συγχρηματοδοτούμενες πράξεις καθώς και έργα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικές με τις αρμοδιότητες της ΓΓΨΠ.

4. Η Μονάδα Γ' - Προτύπων:
(α) Συνεργάζεται με την Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΑΔΗΣΥ) για την κατάρτιση προτύπων προσκλήσεων, προκηρύξεων και συμβάσεων για έργα και δράσεις ψηφιακής ανάπτυξης και στρατηγικής ΤΠΕ, καθώς και για προμήθειες αγοράς υπηρεσιών, εξοπλισμού, λογισμικού, δικτύων και υλικού ΤΠΕ, τα οποία χρησιμοποιούνται ως οδηγός για τα Υπουργεία, όλους τους φορείς του Δημοσίου, τους εποπτευόμενους φορείς και τις διαχειριστικές αρχές.
(β) Επιβάλλει σε επίπεδο απαιτήσεων και προδιαγραφών κανόνες και πολιτικές διαλειτουργικότητας μεταξύ των νέων προτεινόμενων και υφιστάμενων υποδομών ΤΠΕ και επιβλέπει σε συνεργασία με τη Μονάδα Β' ότι ο υπόλοιπος κύκλος των νέων έργων συμμορφώνονται με αυτούς.
(γ) Καταρτίζει και επικαιροποιεί αρχές, πρότυπα, διαδικασίες και κανόνες που προβλέπονται στο Πλαίσιο Παροχής Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
(δ) Παρακολουθεί τα διεθνή πρότυπα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, και κατόπιν τα προσαρμόζει και προτείνει την ενσωμάτωσή τους στην Εθνική Στρατηγική για την Ψηφιακή Πολιτική και εποπτεύει σε συνεργασία με τη Μονάδα Β' την εφαρμογή τους στο Δημόσιο Τομέα.
(ε) Δημιουργεί πρότυπο μοντέλο κοστολόγησης έργων και δράσεων ΤΠΕ με σκοπό την απλοποίηση των υφιστάμενων διαδικασιών.

5. Η Μονάδα Δ' - Παρακολούθησης και αξιολόγησης:
(α) Προβαίνει στην ανά έτος αποτίμηση της εφαρμογής της ΕΨΣ και των όποιων σχετικών σχεδίων δράσης για την Ψηφιακή Πολιτική και κάνει προτάσεις προς τη Μονάδα Α' για την αναδιαμόρφωσή τους με βάση την αποτίμηση ή και σε κάθε άλλη περίπτωση που η αναδιαμόρφωση κριθεί αναγκαία.
(β) Τηρεί στατιστικά και δεδομένα και πληροφορίες σχετικά με συστήματα και εργαλεία ΤΠΕ, τα οποία οι αρμόδιες υπηρεσίες και φορείς οφείλουν να αποστέλλουν αμελλητί.
(γ) Παρακολουθεί την αποτελεσματικότητα των έργων ψηφιακής πολιτικής με την χρήση δεικτών, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά και τα διεθνή πρότυπα.
(δ) Παρακολουθεί και αξιολογεί την αποτελεσματικότητα της ΕΨΣ ως προς την εφαρμογή της ηλεκτρονικής προσβασιμότητας με στόχο την ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών και καταναλωτών με αναπηρία.
(ε) Αναπτύσσει μεθοδολογία πιστοποίησης και μηχανισμό παρακολούθησης της εφαρμογής του τηρουμένου επιπέδου ηλεκτρονικής προσβασιμότητας των υπηρεσιών και εφαρμογών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
(στ) Παρακολουθεί την εφαρμογή του άρθρου 9 «Προσβασιμότητα» της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία του Ο.Η.Ε. (ν. 4074/2012) ως προς τις ΤΠΕ και ενημερώνει το σημείο αναφοράς για την παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης και το συντονιστικό μηχανισμό για τη διευκόλυνση των σχετικών με αυτή δράσεων.
(ζ) Πραγματοποιεί ελέγχους ως προς την εφαρμογή των τεχνικών προδιαγραφών ηλεκτρονικής προσβασιμότητας στα ψηφιακά έργα του Δημοσίου και στα ψηφιακά έργα των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του ΕΣΠΑ 2014 - 2020 και πιστοποιεί το τηρούμενο επίπεδο ηλεκτρονικής προσβασιμότητας των υπηρεσιών και εφαρμογών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης βάσει των προδιαγραφών που ορίζει το Παράρτημα Ι - Ενότητα 7 «Προσβασιμότητα», Κ. Υ. 49 και Κ. Π. 27 της Υπουργικής Απόφασης Φ.40.4/1/989 «Κύρωση Πλαισίου Παροχής Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης». Αξιολογεί τα αποτελέσματα των ελέγχων και εισηγείται τη λήψη των απαραίτητων μέτρων τα οποία προτείνει προς ένταξη στο ΕΨΣ.
(η) Συνεργάζεται με την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (Ε.Σ.Α.με.Α.) και άλλους αρμόδιους φορείς, προκειμένου να ενημερώνεται για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες και καταναλωτές με αναπηρία από τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του Δημοσίου και τα προϊόντα και τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του ιδιωτικού τομέα.

6. Η Μονάδα E' - Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης:
(α) Χειρίζεται τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού της Γενικής Γραμματείας Ψηφιακής Πολιτικής.
(β) Παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στη Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής.
(γ) Παρέχει υποστήριξη στη Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής σε θέματα οικονομικής διαχείρισης, προϋπολογισμού και μισθοδοσίας.
(δ) Υποστηρίζει την εσωτερική χρήση του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (ΟΠΣ) της Γραμματείας με τη σύσταση ειδικού Γραφείου ΟΠΣ.
(ε) Συνεργάζεται με την Μονάδα Τεκμηρίωσης και Καινοτομιών του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ) σε θέματα ανοιχτής διακυβέρνησης και προτείνει, σε συνεργασία με το ΕΚΔΔΑ, σχετικά με τις αρμοδιότητές του εκπαιδευτικά προγράμματα.

1. Στη Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής συνιστώνται πενήντα δύο (52) θέσεις προσωπικού, κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ με βαθμούς Α' - Δ' , με άριστη ή πολύ καλή γνώση της αγγλικής, ως ακολούθως:
α) Μία (1) θέση μετακλητού υπαλλήλου, προϊσταμένου του Γραφείου Γενικού Γραμματέα,
β) Δύο (2) θέσεις διοικητικών υπαλλήλων, για το Γραφείο Γενικού Γραμματέα,
γ) Πέντε (5) θέσεις ειδικών συμβούλων για το Γραφείο του Γενικού Γραμματέα με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου εξάμηνης διάρκειας, οι οποίες δύναται να ανανεώνονται,
δ) Δεκατέσσερις (14) θέσεις για τη Μονάδα Α' Σχεδιασμού, Στρατηγικής και Συντονισμού, μία εκ των οποίων αποτελεί θέση Προϊσταμένου,
ε) Έντεκα (11) θέσεις για τη Μονάδα Β' Έργων, μία εκ των οποίων αποτελεί θέση Προϊσταμένου,
στ) Πέντε (5) θέσεις για τη Μονάδα Γ' Προτύπων, μία εκ των οποίων αποτελεί θέση Προϊσταμένου,
ζ) Έξι (6) θέσεις για τη Μονάδα Δ' Παρακολούθησης και Αξιολόγησης, μία εκ των οποίων αποτελεί θέση Προϊσταμένου,
η) Πέντε (5) θέσεις για τη Μονάδα Ε' - Διοικητικής Υποστήριξης και Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού, μία εκ των οποίων αποτελεί θέση Προϊσταμένου,
θ) Δύο (2) θέσεις Νομικών Συμβούλων, με γνώσεις σε θέματα ΤΠΕ, συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων και σε θέματα Δικαίου Δημοσίων Συμβάσεων και Δικαίου Κρατικών Ενισχύσεων.
ι) Μία (1) θέση για το Γραφείο Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων, με γνώσεις σε θέματα ΤΠΕ.

2. Η δομή, οι αρμοδιότητες και η σύνθεση σε προσωπικό των οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Ψηφιακής Πολιτικής μπορούν να μεταβάλλονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Ψηφιακής Πολιτικής.

3. Οι δύο θέσεις διοικητικών υπαλλήλων του Γραφείου Γενικού Γραμματέα καλύπτονται με απόσπαση από φορείς της Γενικής Κυβέρνησης ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα που γίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Ψηφιακής Πολιτικής, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων και η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η θέση του μετακλητού υπαλλήλου προϊσταμένου του Γραφείου του Γενικού Γραμματέα καλύπτεται είτε με πρόσληψη που γίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως είτε με απόσπαση υπαλλήλου από φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων και χωρίς χρονικό περιορισμό.

4. Οι θέσεις των ειδικών συμβούλων καλύπτονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 55 του π.δ. 63/2005. Η κατοχή των θέσεων αυτών δεν συνεπάγεται αναστολή άσκησης του οικείου ελευθέριου επαγγέλματος.

5. Οι θέσεις προσωπικού μπορούν να καλύπτονται και με αποσπάσεις μονίμων υπαλλήλων ή υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από φορείς της Γενικής Κυβέρνησης ή του ευρύτερου δημοσίου τομέα κατόπιν δημοσίευσης σχετικής πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Η απόσπαση διαρκεί τρία (3) χρόνια και μπορεί να παραταθεί για μία ακόμη τριετία.

6. Οι πράξεις αποσπάσεων διενεργούνται, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, με απόφαση του Πρωθυπουργού ύστερα από πρόταση του Γενικού Γραμματέα Ψηφιακής Πολιτικής.

7. Η δαπάνη μισθοδοσίας των υπαλλήλων που αποσπώνται στη Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής βαρύνει τον φορέα προέλευσης.

8. Για την υπερωριακή απασχόληση ή απασχόληση κατά τις νυχτερινές ώρες ή ημέρες εξαιρέσιμες ή αργίες εφαρμόζονται οι ισχύουσες γενικές διατάξεις για τους δημοσίους υπαλλήλους. Οι απαιτούμενες πράξεις εκδίδονται από τον Γενικό Γραμματέα Ψηφιακής Πολιτικής.

9. Το τακτικό προσωπικό που απασχολείται στη Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής υπάγεται ως προς την υπηρεσιακή του κατάσταση, ιδίως σε ό,τι αφορά την βαθμολογική εξέλιξη, την αξιολόγηση και την επιλογή προϊσταμένων, στις ισχύουσες γενικές διατάξεις για τους δημοσίους υπαλλήλους.

Για τα θέματα υπηρεσιακής και πειθαρχικής κατάστασης του προσωπικού της Γενικής Γραμματείας Ψηφιακής Πολιτικής, συστήνονται αντίστοιχα υπηρεσιακό και πειθαρχικό συμβούλιο στη Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής, τα οποία συγκροτούνται και λειτουργούν σύμφωνα με τις ισχύουσες γενικές διατάξεις. 

1. Οι δαπάνες λειτουργίας της Γενικής Γραμματείας Ψηφιακής Πολιτικής βαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Οι αναγκαίες πιστώσεις εγγράφονται κάθε έτος σε ειδικό φορέα του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών. Κύριος Διατάκτης των πιστώσεων ορίζεται ο Γενικός Γραμματέας Ψηφιακής Πολιτικής, ο οποίος αναλαμβάνει με αποφάσεις του τις σχετικές υποχρεώσεις.

2. Η Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών και η Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου του Υπουργείου Οικονομικών εξυπηρετεί και τη Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής.

1. Με τον Οργανισμό της Γενικής Γραμματείας Ψηφιακής Πολιτικής, ο οποίος καταρτίζεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Επικρατείας αρμόδιου για το συντονισμό του κυβερνητικού έργου εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, ορίζονται οι κατηγορίες και οι κλάδοι, τα τυπικά προσόντα διορισμού σε θέσεις κάθε κλάδου, τα καθήκοντα των κλάδων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά στη στελέχωση των οργανικών μονάδων της ΓΓΨΠ.

2. Εντός δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, η Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής:
α) καταρτίζει, βάσει όσων προβλέπονται στην περίπτωση α' του άρθρου 1 του παρόντος, το ΕΨΣ ενσωματώνοντας το εγκεκριμένο από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Εθνικό Σχέδιο Ευρυζωνικής Πρόσβασης Επόμενης Γενιάς»,
β) προσδιορίζει τους βασικούς δείκτες αξιολόγησης του έργου της,
γ) εκπληρώνει την Αιρεσιμότητα 2. 1 του ΕΣΠΑ.

1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται τυχόν προβλεπόμενες αρμοδιότητες άλλων υπηρεσιών, που με τον παρόντα νόμο ανατίθενται στη Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής.

2. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη που είναι αντίθετη ή ρυθμίζει διαφορετικά τα ρυθμιζόμενα με τις διατάξεις του παρόντος θέματα.

3. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται το άρθρο 26 του ν. 4314/2014 (Α' 265).

4. Η περίπτωση ι' της παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 3882/2010 (Α' 166) αντικαθίσταται ως εξής:
«ι) Τον Γενικό Γραμματέα Ψηφιακής Πολιτικής».

 Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 60 του ν. 3979/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. α. Για τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης του μονίμου και ιδιωτικού δικαίου προσωπικού της Γενικής Γραμματείας Πρωθυπουργού, για τα οποία σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις απαιτείται γνώμη ή απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, συγκροτείται υπηρεσιακό συμβούλιο της Γενικής Γραμματείας Πρωθυπουργού που αποτελείται από τον Γενικό Γραμματέα Πρωθυπουργού ως Πρόεδρο, ένα Σύμβουλο και έναν Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που υπηρετούν στο Γραφείο Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (πρώην Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης), οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για θητεία δύο (2) ετών.
β. Με την ίδια απόφαση ορίζονται τα αναπληρωματικά μέλη του Συμβουλίου.
Αναπληρωτής του Γενικού Γραμματέα ορίζεται Γενικός Γραμματέας άλλης Γενικής Γραμματείας υπαγόμενης στον Πρωθυπουργό ή Γενικός Γραμματέας Υπουργείου. Αναπληρωτές των δύο άλλων τακτικών μελών ορίζονται Πάρεδροι, ή Δικαστικοί Αντιπρόσωποι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που προτείνονται από τον Πρόεδρο αυτού.
γ. Γραμματέας του υπηρεσιακού συμβουλίου με τον αναπληρωτή του,ορίζονται με την ως άνω απόφαση, μόνιμοι ή ιδιωτικού δικαίου υπάλληλοι από τους υπηρετούντες στη Γενική Γραμματεία Πρωθυπουργού.
δ. Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο λειτουργεί και ως Πειθαρχικό Συμβούλιο της Γενικής Γραμματείας Πρωθυπουργού. Όταν λειτουργεί ως Πειθαρχικό Συμβούλιο, αντί του Γενικού Γραμματέα, προεδρεύει Σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου που ορίζεται με τον αναπληρωτή του με όμοια απόφαση, για θητεία δύο (2) ετών, ύστερα από πρόταση του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ε. Για τη λειτουργία του Συμβουλίου ως Υπηρεσιακού ή Πειθαρχικού εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις που διέπουν το μόνιμο και ιδιωτικού δικαίου προσωπικό του Δημοσίου.
στ. Εισηγητής για τα θέματα του ως άνω προσωπικού ορίζεται χωρίς δικαίωμα ψήφου ο Προϊστάμενος του Γραφείου Διοίκησης και Οργάνωσης της Γενικής Γραμματείας Πρωθυπουργού, και σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος αυτού, προϊστάμενος άλλου γραφείου της Γενικής Γραμματείας Πρωθυπουργού, κατόπιν σχετικής απόφασης του Γενικού Γραμματέα.»

1. Το άρθρο 6 του ν. 4369/2016 (Α' 33) τροποποιείται ως εξής:
«Αρθρο 6
1. Συνιστώνται θέσεις Διοικητικών και Αναπληρωτών Διοικητικών Γραμματέων Υπουργείων με βαθμό 1 ο της κατηγορίας ειδικών θέσεων (Ε.Θ.), που υπάγονται σε κάθε Υπουργό ή Αναπληρωτή Υπουργό αντίστοιχα. Οι Διοικητικοί και Αναπληρωτές Διοικητικοί Γραμματείς αναλαμβάνουν την εκτέλεση και διοικητική εφαρμογή της πολιτικής, όπως αυτή καθορίζεται από την Κυβέρνηση και τα όργανά της.
2. Περαιτέρω συνιστώνται με βαθμό 1 ο της κατηγορίας ειδικών θέσεων (Ε.Θ.) θέσεις Τομεακών Γραμματέων, ως προϊσταμένων των Γενικών Γραμματειών του άρθρου 51 του π.δ. 63/2005 (A' 98) και των Γενικών Γραμματειών που έχουν συσταθεί με άλλες διατάξεις, καθώς και θέσεις Ειδικών Τομεακών Γραμματέων, ως προϊσταμένων των ενιαίων διοικητικών τομέων του άρθρου 53 του π.δ. 63/2005 (A' 98) και των Ειδικών Γραμματειών που έχουν συσταθεί με άλλες διατάξεις.
3. Οι Διοικητικοί και Αναπληρωτές Διοικητικοί Γραμματείς της παραγράφου 1 καθώς και οι Τομεακοί και Ειδικοί Τομεακοί Γραμματείς της παραγράφου 2 τίθενται επικεφαλής της διοικητικής ιεραρχίας των υπηρεσιών, των οποίων προΐστανται, και επιλέγονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 7.
4. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, καθορίζονται οι αρμοδιότητες των Διοικητικών και Αναπληρωτών Διοικητικών Γραμματέων καθώς και των Τομεακών και Ειδικών Τομεακών Γραμματέων και ο τρόπος άσκησής τους, όπως επίσης και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης καθορίζονται οι κάθε είδους αποδοχές και επιδόματα των θέσεων των παρ. 1 και 2.»

2. Ο τίτλος του άρθρου 7 του ν. 4369/2016 (Α' 33) τροποποιείται ως εξής:
«Διαδικασία επιλογής Διοικητικών Γραμματέων, Αναπληρωτών Διοικητικών Γραμματέων, Τομεακών Γραμματέων και Ειδικών Τομεακών Γραμματέων».

3. Η παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 4369/2016 (Α'33) τροποποιείται ως εξής:
«1. Για την πλήρωση των θέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 6 εκδίδεται πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος από τον οικείο Υπουργό. Η πρόσκληση δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του οικείου Υπουργείου και στην ιστοσελίδα του Α.Σ.Ε.Π. επί δέκα (10) ημέρες τουλάχιστον. Δικαίωμα υποβολής αίτησης έχουν μέλη του Μητρώου του άρθρου 1, καθώς και υποψήφιοι που δεν υπηρετούν στο δημόσιο τομέα. Το κατά το άρθρο 10 Ειδικό Συμβούλιο Επιλογής Διοικήσεων (Ε.Σ. Ε.Δ.), αξιολογεί τα προσόντα των υποψηφίων και υποβάλλει στον αρμόδιο Υπουργό εισήγηση με τους τρεις (3) επικρατέστερους υποψηφίους, μέχρι ένας (1) εκ των οποίων θα μπορεί να επιλέγεται μεταξύ των υποψηφίων που δεν υπηρετούν στο δημόσιο τομέα. Ο διορισμός ολοκληρώνεται με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, ο οποίος επιλέγει υποχρεωτικά έναν από τους τρεις (3) επικρατέστερους υποψηφίους, και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Για την επιλογή των τριών (3) επικρατέστερων υποψηφίων, το Ε.Σ. Ε.Δ. λαμβάνει υπόψη του τα βιογραφικά στοιχεία των υποψηφίων και, κυρίως, τα τυπικά τους προσόντα, το εν γένει επιστημονικό και ερευνητικό έργο τους σε συνάφεια με το προβλεπόμενο περίγραμμα της προκηρυσσόμενης θέσης και την πρότερη συνολικά διοικητική εμπειρία τους. Το Ε.Σ. Ε.Δ. συνεκτιμά την εν γένει προσωπικότητα των υποψηφίων, κατόπιν διενέργειας δομημένης συνέντευξης, στην οποία καλούνται υποχρεωτικά, εφόσον υπάρχουν, τουλάχιστον δέκα (10) υποψήφιοι για κάθε θέση, εκ των οποίων τουλάχιστον έξι (6) πρέπει να είναι υποψήφιοι, μέλη του Μητρώου του άρθρου 1. Για τη συνέντευξη τηρείται σχετικό πρακτικό, το οποίο συνυποβάλλεται με την εισήγηση του Ε.Σ.Ε.Δ. στον Υπουργό. Η ως άνω διαδικασία ακολουθείται και αν οι υποψήφιοι είναι λιγότεροι από τρεις (3). Στην περίπτωση αυτή το Ε.Σ.Ε.Δ. υποβάλλει εισήγηση με το σύνολο των υποψηφίων.»

4. Η παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 4369/2016 (Α' 33) καταργείται.

5. Στην παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 4369/2016 (Α' 33) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Η θητεία των ανωτέρω λήγει αυτοδικαίως σε περίπτωση κατάργησης της θέσης για την οποία έχουν επιλεγεί ή της οργανωτικής δομής της οποίας προΐστανται.»

6. Το τέταρτο και πέμπτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 4369/2016 (Α' 33) τροποποιούνται ως εξής:
«Έως τις 30.9.2016 προκηρύσσονται όλες οι θέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 6, καθώς και οι κενές θέσεις του άρθρου 8, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Έως τις 31.12.2016 ολοκληρώνεται η πλήρωση των ανωτέρω θέσεων.»

7. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 4369/2016 (Α' 33) προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Έως τις 30.9.2017 προκηρύσσονται όλες οι θέσεις των Τομεακών και Ειδικών Τομεακών Γραμματέων της παραγράφου 2 του άρθρου 6, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Έως τις 31.12.2017 ολοκληρώνεται η πλήρωση των ανωτέρω θέσεων.»

8. Μετά την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 4369/2016 (Α' 33) προστίθεται παράγραφος 1 Α ως εξής:
«1Α. Οι κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος υπηρετούντες Γενικοί Γραμματείς Υπουργείων, Αναπληρωτές Γενικοί Γραμματείς Υπουργείων, Γενικοί και Ειδικοί Γραμματείς, προϊστάμενοι Γενικών και Ειδικών Γραμματειών, εκτελούν κανονικά τα καθήκοντά τους μέχρι την παύση τους με απόφαση του Πρωθυπουργού, η οποία πρέπει να έχει εκδοθεί μέχρι τις 31.12.2017 για τους Γενικούς Γραμματείς Υπουργείων και τους Αναπληρωτές Γενικούς Γραμματείς Υπουργείων, και μέχρι τις 30.6.2018 για τους Γενικούς και Ειδικούς Γραμματείς, προϊσταμένους Γενικών και Ειδικών Γραμματειών, εκτός και αν οι θέσεις αυτές έχουν ήδη καταργηθεί κατά την αναμόρφωση της νομοθεσίας περί Κυβέρνησης και κυβερνητικών οργάνων. Σε περίπτωση κένωσης με οποιονδήποτε τρόπο θέσης Γενικού Γραμματέα Υπουργείου, Αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα Υπουργείου, Γενικού ή Ειδικού Γραμματέα, προϊσταμένου Γενικής ή Ειδικής Γραμματείας, πριν τη θέση σε λειτουργία του Μητρώου του άρθρου 1, αυτή πληρούται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και οι τοποθετούμενοι σε αυτές εκτελούν κανονικά τα καθήκοντά τους μέχρι την παύση τους ή την κατάργηση της θέσης τους σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο. Σε περίπτωση που οι θητείες των επιλεγμένων στις θέσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6 συμπέσουν χρονικά με τις θητείες των Γενικών Γραμματέων Υπουργείων, Αναπληρωτών Γενικών Γραμματέων Υπουργείων, Γενικών και Ειδικών Γραμματέων, προϊσταμένων Γενικών και Ειδικών Γραμματειών, οι αρμοδιότητες των τελευταίων συνίστανται στην εξασφάλιση του πολιτικού συντονισμού και στην αποτελεσματική υιοθέτηση της κυβερνητικής πολιτικής, όπως αυτή καθορίζεται από την Κυβέρνηση και τα όργανά της.»

9. Στο τέλος του άρθρου 13 του ν. 4369/2016 (Α' 33) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Οι διατάξεις που διέπουν τις θέσεις των Γενικών Γραμματέων που προΐστανται αυτοτελών Γενικών Γραμματειών, παραμένουν σε ισχύ.»

Η παρ. 3 του άρθρου 30 του ν. 4369/2016 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. α) Με απόφαση του καθ' ύλην αρμοδίου Υπουργού ή του αρμοδίου οργάνου συγκροτούνται Υπηρεσιακά Συμβούλια μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
Τα Συμβούλια αυτά είναι πενταμελή και αποτελούνται από:
αα) Τρεις (3) μόνιμους υπαλλήλους και τους αναπληρωτές αυτών, που ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου Διεύθυνσης, έχουν τον περισσότερο χρόνο άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου Διεύθυνσης, υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπηρεσιακού Συμβουλίου και υπηρετούν στην έδρα του ή στο Νομό Αττικής, για τα Υπηρεσιακά Συμβούλια που εδρεύουν στο Νομό αυτό. Αν δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν υπάλληλοι της οικείας υπηρεσίας με τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις για να οριστούν μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, ορίζονται υπάλληλοι από άλλη δημόσια υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές. Αν ο αριθμός των υπηρετούντων στην έδρα του Υπηρεσιακού Συμβουλίου δεν επαρκεί για τη συγκρότηση του, ορίζονται υπάλληλοι που υπηρετούν εκτός της έδρας του Νομού αυτού, που πληρούν τις προϋποθέσεις.
ββ) Δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων και τους αναπληρωτές αυτών, οι οποίοι έχουν αναδειχθεί από τις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη αιρετών εκπροσώπων.
γγ) Γραμματέας του Υπηρεσιακού Συμβουλίου και νόμιμος αναπληρωτής του ορίζεται υπάλληλος του οικείου φορέα κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ με βαθμό τουλάχιστον Γ'.
δδ) Εισηγητής ορίζεται ο προϊστάμενος της οικείας υπηρεσίας αρμόδιος για τα θέματα προσωπικού, με αναπληρωτή αυτόν που νομίμως τον αναπληρώνει στα υπηρεσιακά του καθήκοντα.
εε) Η θητεία των μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων που συγκροτούνται με τις διατάξεις του παρόντος λήγει με την επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων Διευθύνσεων που επιλέγονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν.3528/2007) και του Κώδικα Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007), οπότε και συγκροτούνται τα υπηρεσιακά συμβούλια του άρθρου 159 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν.3528/2007), το αρμόδιο όργανο του άρθρου 249 του ν. 3852/2010 και του άρθρου 5 του Κώδικα Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν.3584/2007).
β) Τα κοινά υπηρεσιακά συμβούλια των Ν.Π.Δ.Δ. ανασυγκροτούνται με βάση τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.
γ) Τα υπηρεσιακά συμβούλια των Ανεξάρτητων Αρχών, της Ακαδημίας Αθηνών, των Πανεπιστημίων, των ΤΕΙ, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, της Ανώτατης Σχολής Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.) και της Σιβιτανιδείου Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων συγκροτούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες ειδικές διατάξεις.»

1. Η περίπτωση ε' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α' 309), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014 (Α' 160) και ισχύει σήμερα, αντικαθίσταται ως εξής:
«ε. Οι Περιφερειάρχες, οι Δήμαρχοι και όσοι διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων της περίπτωσης β'.»

2. Η περίπτωση η' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«η. Οι Γενικοί Γραμματείς των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και, όταν διοριστούν, οι Συντονιστές Αποκεντρωμένων Διοικήσεων (άρ. 28 του ν. 4325/2015), οι Αντιπεριφερειάρχες, οι Πρόεδροι και τα μέλη των Περιφερειακών Συμβουλίων, καθώς και οι Προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων των Περιφερειών».

3. Η περίπτωση θ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«θ. Οι Αντιδήμαρχοι, οι Πρόεδροι και τα μέλη, τακτικά και αναπληρωματικά, των επιτροπών των Δήμων, οι Πρόεδροι και τα μέλη των Δημοτικών Συμβουλίων, οι Πρόεδροι, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι και τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων και οι Γενικοί Διευθυντές των δημοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των αμιγών ή μεικτών δημοτικών επιχειρήσεων των ανωτέρω Ο.Τ.Α. και των συνδέσμων Δήμων, καθώς και οι Προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων των Δήμων.»

4. Η περίπτωση λ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«λ. Τα μέλη όλων των Σωμάτων Επιθεώρησης και Ελέγχου του Δημοσίου, οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων οποιασδήποτε Υπηρεσίας Επιθεώρησης, Εσωτερικού Ελέγχου ή Εσωτερικών Υποθέσεων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού, καθώς και οι υπάλληλοι των μονάδων αυτών που ασκούν οποιαδήποτε ελεγκτικά καθήκοντα.»

5. Στο άρθρο 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του υπόχρεου, να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των καταθέσεων αυτού την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Ειδικά για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α' έως ε' του άρθρου 1 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου, τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, ομοίως χωρίς επιβάρυνση και μέσα στην ίδια προθεσμία, να εκδίδουν αναλυτική κατάσταση των προς αυτά οφειλών των ως άνω υπόχρεων κατά την 31 η Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους.»

1. Η περίπτωση α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά την 31 η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους περιουσιακά στοιχεία στην ημεδαπή και την αλλοδαπή. Ειδικώς, η αρχική δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία.
Ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ιδίως:
i. Τα έσοδα από κάθε πηγή.
ii. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους.
iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου), τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους.
iv. Οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστεύματα (trusts).
v. Η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση iv. του παρόντος εδαφίου, εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Τα προαναφερόμενα ποσά αφορούν αθροιστικά τον υπόχρεο, το σύζυγό και τα ανήλικα τέκνα.
vi. Τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ. Π. Α.. Αν τα κινητά πράγματα αποτελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η αξία του συνόλου των πραγμάτων. Η δηλούμενη αξία προκύπτει είτε από σχετικό παραστατικό αγοράς ή από πράξη της φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας κατά το χρόνο κτήσης τους. Στην περίπτωση κατά την οποία τα κινητά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση.
vii. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα.
viii. Η συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης του άρθρου 8 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου).
ix. Ειδικά η δήλωση των υπόχρεων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και ε' του άρθρου 1 παράγραφος 1, περιλαμβάνει και τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα. Η δήλωση των παραπάνω υπόχρεων περιλαμβάνει και κάθε οφειλή που προέρχεται από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.».

2. Η περίπτωση δ' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«δ. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να υποβάλουν στον Πρόεδρο της Γ' Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης αντίγραφο κάθε συμβολαιογραφικού εγγράφου, που συντάσσεται από αυτούς, με το οποίο αναλαμβάνεται η υποχρέωση ή μεταβιβάζεται από ή προς δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σύζυγο ή τέκνο του, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, ή δικαίωμα, εφόσον οι εν λόγω λειτουργοί είναι εν ενεργεία και μέχρι δύο χρόνια από την παύση της ιδιότητας. Το αυτό ισχύει και για την αποδοχή κληρονομίας.»

3. Η παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των περιπτώσεων α' έως ε' του άρθρου 1 παράγραφος 1, δημοσιεύονται στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 3Α. Η δημοσιοποίηση λαμβάνει χώρα μετά τον έλεγχο και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός τριών μηνών από την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου 1. Η δημοσιοποίηση των δηλώσεων διαρκεί όσο η θητεία των υπόχρεων πλέον τριών ετών από την λήξη αυτής. Το αντικείμενο της δημοσιοποίησης και ιδίως η μορφή, ο τύπος, τα προς δημοσίευση συγκεντρωτικά ή μη στοιχεία ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία εκδίδεται το αργότερο δύο μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Από τη δημοσιοποίηση εξαιρούνται σε κάθε περίπτωση εκείνα τα στοιχεία που είναι ικανά να προκαλέσουν βλάβη στη ζωή ή την περιουσία του δηλούντος και της οικογένειας του (όπως διεύθυνση κατοικίας, αριθμοί κυκλοφορίας μεταφορικών μέσων, αριθμός φορολογικού μητρώου κ.λπ.). Η δημοσίευση των δημοσιοποιούμενων στοιχείων στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το περιεχόμενό τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι επιτρεπτή η επιλεκτική δημοσιοποίηση ονομαστικών στοιχείων. Κάθε παράβαση της διάταξης αυτής τιμωρείται, πέραν της προβλεπόμενης από το άρθρο 7 παράγραφος 2 ποινής φυλάκισης, και με χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.»

4. Η παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή της με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης, μπορούν να συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως σε προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της δήλωσης.»

5. Η απόφαση του Προέδρου της Βουλής και η κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 και αφορούν στην ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης εκδίδονται εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

1. Το στοιχείο α' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 224 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου στην Επιτροπή του άρθρου 3Α,»

2. Μετά το στοιχείο α' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 224 του ν. 4281/2004, προστίθεται στοιχείο αα', ως εξής:
«αα) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ' έως και κδ', κζ', λα' έως και μγ' και μστ' έως μη' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, στην Γ' Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Για τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των εν λόγω προσώπων εφαρμόζονται όσα ορίζονται στα στοιχεία γ' και δ' της παραγράφου 3 του άρθρου 7Α του ν. 3691/2008 (Α' 166), όπως αυτό προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3932/2011 (Α' 49). Ειδικά για τα πρόσωπα της περίπτωσης μη', τυχόν ειδικές δια-τάξεις εξακολουθούν να ισχύουν.»

3. Στο στοιχείο β' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 224 του ν. 4281/2004, η φράση «λ' και μδ'» αντικαθίσταται από τη φράση «λ', μδ' και με'».

4. Η παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 224 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το όργανο ελέγχου μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες, η οποία μπορεί να παραταθεί για διάστημα δέκα (10) το πολύ ημερών. Σε έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας των ελεγχομένων προσώπων για έγκαιρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το όργανο ελέγχου δύναται κατ' εξαίρεση να παρεκτείνει την προθεσμία με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση. Σε όσους καλούνται από όργανο ελέγχου και δεν ανταποκρίνονται στην κλήση είτε αυτοπροσώπως είτε δια νόμιμου αντιπροσώπου επιβάλλεται από το όργανο ελέγχου πρόστιμο από πενήντα (50) έως τριακόσια (300) ευρώ, το οποίο εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Με Κοινή Απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ορίζονται οι λεπτομέρειες αναφορικά με τα αρμόδια για την επιβολή του προστίμου όργανα και τη διαδικασία επιβολής και είσπραξής του.»

1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 225 του ν. 4281/2014, αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των αναφερομένων στις περιπτώσεις α' έως και ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 3 προσώπων ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από εννέα (9) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές. Η έδρα της καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής.
2. Η Επιτροπή συγκροτείται από:
α) τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής,
β) Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του,
γ) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, και
δ) Σύμβουλο της Επικρατείας, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων των οικείων δικαστηρίων μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
ε) Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής,
στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του.
ζ) Τον Συνήγορο του Πολίτη ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του.
η) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας.
θ) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Οι δικαστές τακτικά μέλη της Επιτροπής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.
Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται υπάλληλος που υπηρετεί στην υπηρεσία της παραγράφου 4 με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής.
Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η αποζημίωση των μελών που δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, καθώς και του Γραμματέα της Επιτροπής, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει το όριο που προβλέπεται από το άρθρο 21 του ν. 4354/2015. Οι πιστώσεις για τη λειτουργία της Επιτροπής και της υπηρεσίας της παράγραφο 4 εγγράφονται στον προϋπολογισμό της Βουλής υπό ίδιο φορέα και θα καλυφθούν από τις εγγεγραμμένες πιστώσεις εντός των ορίων του ισχύοντος ΜΠΔΣ. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι ο κύριος διατάκτης των οικείων δαπανών. Θέματα οικονομικής διαχείρισης ρυθμίζονται με ειδικό κανονισμό οικονομικής διαχείρισης που καταρτίζεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από τον Πρόεδρο της Βουλής.»

2. Η παρ. 5 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 225 του ν. 4281/2014 αναριθμείται σε 6. Μετά την παρ. 4 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 προστίθεται νέα παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Μέχρι την τριακοστή πρώτη Μαρτίου κάθε έτους, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της κατά το προηγούμενο έτος στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην ανωτέρω ετήσια έκθεση αναφέρονται κατ' ελάχιστο ο αριθμός των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, ο αριθμός των προσώπων που υπέβαλαν δηλώσεις, τα μέτρα που ελήφθησαν για όσους δεν υπέβαλαν δήλωση και τα αποτελέσματα των ελέγχων, που πραγματοποιήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων της επιτροπής, με στατιστική απεικόνιση αυτών. Η έκθεση αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής στο διαδίκτυο το αργότερο μία (1) εβδομάδα μετά την υποβολή της, όπου και παραμένει αναρτημένη για επτά (7) έτη. Την ίδια υποχρέωση υποβολής έκθεσης, με το ίδιο περιεχόμενο και με την ίδια προθεσμία υποβολής και ανάρτησης έχουν όλα τα αρμόδια όργανα τα οποία λαμβάνουν και επεξεργάζονται δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης.»

3. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 καταργείται.

4. Η παρ. 6 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 τροποποιείται ως εξής:
«6. Όλα τα θέματα που σχετίζονται με την οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου και της Ειδικής Υπηρεσίας ρυθμίζονται με Κανονισμό Λειτουργίας, ο οποίος εκδίδεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής.»

Η παρ. 2 του άρθρου 3Β του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η Επιτροπή ελέγχει όλες τις δηλώσεις της αρμοδιότητάς της.»

Το άρθρο 6 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 227 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
« Αρθρο 6
Μη υποβολή ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης
1. Διοικητικό πρόστιμο εκατό πενήντα (150) έως τετρακόσια (400) ευρώ, το οποίο εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, επιβάλλεται σε όποιον υποβάλλει δήλωση μετά την πάροδο της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. Οι λεπτομέρειες αναφορικά με τα αρμόδια για την επιβολή όργανα, την διαδικασία επιβολής και είσπραξης του προστίμου ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που εκδίδεται εντός (3) τριών μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
2. Υπόχρεος που παραλείπει να υποβάλει δήλωση μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση, τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ. Σε περίπτωση που ο υπόχρεος τελεί το αδίκημα με σκοπό την απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου που απέκτησε επωφελούμενος της ιδιότητάς του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
3. Ο υπαίτιος του δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, αν η συνολική αξία της αποκρυπτόμενης περιουσίας του ιδίου και των λοιπών προσώπων για τα οποία αυτός οφείλει να υποβάλει δήλωση υπερβαίνει συνολικά το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, ανεξαρτήτως αν η απόκρυψη επιχειρείται με τη μη υποβολή δήλωσης ή την υποβολή ελλιπούς ή ανακριβούς δήλωσης.
4. Αν οι πράξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 τελέστηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται χρηματική ποινή. Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες.
5. Τρίτος ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή.
6. Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 που παραβιάζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
7. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με καταδικαστική απόφαση για εγκλήματα του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένης της ανάρτησης της απόφασης στο διαδίκτυο, καθώς και της πλήρους ή μερικής δημοσίευσής της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.»

καταργήθηκε

Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 10 του ν. 3213/2003 αναριθμούνται σε 4 και 5. Μετά την παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 3213/2003 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής: «3. Στις Εισαγγελίες Εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης και στις Εισαγγελίες Πλημμελειοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης ορίζονται αντίστοιχα από τους διευθύνοντες αυτών τουλάχιστον ένας Αντεισαγγελέας Εφετών και ένας Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών, οι οποίοι χειρίζονται τις δικογραφίες που σχηματίζονται για τις αξιόποινες πράξεις του παρόντος νόμου.»

1. Στις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 9 του ν. 3213/2003 και στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του ίδιου νόμου, όπου γίνεται αναφορά στα άρθρα 4 και 5 αυτού, διαγράφονται οι σχετικές λέξεις. Στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 10 του ν. 3213/2003 όπως ισχύει, η φράση «άρθρα 4 έως 8» αντικαθίσταται από την φράση «άρθρα 6 έως 8».

2. Η περίπτωση α' της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3213/2003 καταργείται. Στην περίπτωση β' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του ιδίου νόμου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 4(β) του άρθρου 143 του ν. 4251/2014 (Α' 80), διαγράφεται η φράση «, και εφόσον δεν έχει προηγηθεί εφαρμογή της παραγράφου 5 του άρθρου 2,».

 Στην παρ. 3 του άρθρου 229 του ν. 4281/2014 (Α' 160) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής για τους υπόχρεους της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 3 και με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τους λοιπούς υπόχρεους, ορίζεται ότι η δήλωση οικονομικών συμφερόντων υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας ειδικής εφαρμογής, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 (Α'309), όπως ισχύει κάθε φορά και να καθορίζεται κάθε αναγκαία προς τούτο λεπτομέρεια, οι απαραίτητες διασφαλίσεις για τα πρόσωπα και τους όρους πρόσβασης στα στοιχεία τους και τυχόν ρυθμίσεις μεταβατικού χαρακτήρα.».

1. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 (Α' 166), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 68 παρ. 5 του ν. 4174/2013 (Α'170), η φράση «δώδεκα (12) Μέλη» αντικαθίσταται από τη φράση «δεκατέσσερα (14) Μέλη».

2. Η περίπτωση α' της παρ. 3 του άρθρου 7Α του ν. 3691/ 2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011 (Α' 49), αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Η Γ' Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τέσσερα (4) Μέλη της Αρχής και ειδικότερα: αα) ένα στέλεχος από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό, ββ) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος, που προτείνεται από τον Διοικητή της, γγ) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που προτείνεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο και δδ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με πτυχίο νομικής σχολής, που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό.»

3. Η περίπτωση β' της παρ. 3 του άρθρου 7Α του ν. 3691/ 2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011, αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Η Γ' Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων και τη διερεύνηση οικονομικών συναλλαγών. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται στην Αρχή τριάντα (30) θέσεις, από τις οποίες οι δέκα (10) είναι θέσεις επιστημονικού προσωπικού. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τους φορείς από όπου προέρχονται τα Μέλη της Μονάδας. Οι αποσπάσεις είναι τριετούς διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης.»

4. Η περίπτωση γ' της παρ. 3 του άρθρου 7Α του ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011, αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Η Μονάδα δέχεται τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο αα' της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, πλην εκείνων του άρθρου 14 του ιδίου νόμου. Διερευνά και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή περιέρχονται στην Αρχή σχετικά με τη μη υποβολή ή με ανακρίβειες των δηλώσεων αυτών. Προβαίνει σε έλεγχο όλων των δηλώσεων: αα) των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων της Βουλής και της Γενικής Κυβέρνησης, ββ) των Γενικών Γραμματέων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και των Συντονιστών Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, όταν αυτοί διοριστούν (άρθρο 28 του ν. 4325/2015), γγ) των Προέδρων, των Αντιπροέδρων, των Διοικητών και των διευθυνόντων συμβούλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων και δημοσίων οργανισμών, δδ) των Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, εε) του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, στστ) των ιδιοκτητών, των βασικών μετόχων, των προέδρων, των διευθυνόντων συμβούλων, των διαχειριστών, καθώς και των γενικών διευθυντών και των διευθυντών ειδήσεων και ενημέρωσης κάθε μορφής επιχειρήσεων ή εταιρειών, που κατέχουν άδεια λειτουργίας ή εν γένει έχουν την εκμετάλλευση: i) τηλεοπτικών σταθμών, ελεύθερης λήψης ή παροχής κάθε μορφής συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών, και ii) επιχειρήσεων ή εταιρειών που εκμεταλλεύονται ή εκδίδουν ημερήσια ή περιοδικά έντυπα πανελλήνιας κυκλοφορίας, όπως και των βασικών μετόχων αυτών, ζζ) των Αρχηγών και των Υπαρχηγών της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος.
Ως προς τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα, η Μονάδα προβαίνει σε δειγματοληπτικό, κατά την κρίση της, ή στοχευμένο έλεγχο της περιουσιακής τους κατάστασης. Ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης της υποβολής και του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τη διακρίβωση, κατά πόσον η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης τους. Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 όπως ισχύει, εφαρμόζεται αναλόγως.
Η Μονάδα μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 3213/2003

5. Στην παρ. 1 του άρθρου 7Γ του ν. 3691/2008 (Α' 166), όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011 (Α' 49), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η διαδικασία της απόσπασης ολοκληρώνεται υποχρεωτικά εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την πρόταση του Προέδρου της Αρχής.»

6. Η παρ. 9 του άρθρου 7Γ του ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011 (Α'49), καταργείται.

Δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων που υποβλήθηκαν, από 1.1.2015 μέχρι και την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος, στην Επιτροπή του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003, από υπόχρεους, οι οποίοι, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου υποχρεούνται να υποβάλλουν δηλώσεις σε άλλους φορείς, διαβιβάζονται αρμοδίως. Έλεγχοι δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων που ήδη διενεργούνται με απόφαση της Επιτροπής παραμένουν σε αυτήν μέχρι περατώσεως των ελέγχων και διαβιβάζονται τα σχετικά πορίσματα στην Αρχή, η οποία είναι πλέον αρμόδια. 

1. Συνιστάται ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.». Στις διεθνείς σχέσεις, η Εταιρεία θα χρησιμοποιεί την επωνυμία «Hellenic Corporation of Assets and Participations», («H.C.A.P.»).

2. H Εταιρεία αποκτά νομική προσωπικότητα με την καταχώριση του Καταστατικού της στο Γ.Ε.ΜΗ. της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου.

3. Η Εταιρεία διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920.

4. Η Εταιρεία δεν ανήκει στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός εκάστοτε ορίζεται. Οι διατάξεις που αναφέρονται σε δημόσιες επιχειρήσεις, υπό την έννοια του ν. 3429/2005 (Α'314), δεν εφαρμόζονται ως προς την Εταιρεία, εκτός αν αυτό ρητά προβλέπεται στον παρόντα νόμο.

1. Η Εταιρεία λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Συστήνεται για να εξυπηρετεί ειδικό δημόσιο σκοπό. Ειδικότερα, η Εταιρεία διαχειρίζεται και αξιοποιεί τα περιουσιακά της στοιχεία προκειμένου να:
α) συνεισφέρει πόρους για την υλοποίηση της επενδυτικής πολιτικής της χώρας και για την πραγματοποίηση επενδύσεων που συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και
β) συμβάλει στην απομείωση των οικονομικών υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το ν. 4336/2015 (A' 94).

2. Για την εκπλήρωση του σκοπού της, η Εταιρεία ενεργεί με τρόπο ανεξάρτητο, επαγγελματικό και επιχειρηματικό με μακροπρόθεσμη προοπτική στην επίτευξη των αποτελεσμάτων της, σύμφωνα με τον Εσωτερικό της Κανονισμό, με εγγυήσεις πλήρους διαφάνειας και με σκοπό την επαύξηση της αξίας και τη βελτίωση της απόδοσης των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων, καθώς και τη δημιουργία εσόδων, τα οποία κατανέμονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Περαιτέρω, η Εταιρεία προωθεί μεταρρυθμίσεις των δημοσίων επιχειρήσεων, μεταξύ άλλων, μέσω, αναδιάρθρωσης, βέλτιστης εταιρικής διακυβέρνησης και διαφάνειας, καθώς και μέσω της προαγωγής υπεύθυνης διοίκησης, κοινωνικής ευθύνης, αειφορίας, καινοτομίας και βέλτιστων εταιρικών πρακτικών.

3. Η Εταιρεία μπορεί να προβαίνει σε κάθε ενέργεια προκειμένου να εκπληρώνει τον σκοπό της εντός του πλαισίου που τίθεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

1. Η Εταιρεία εδρεύει σε δήμο εντός του Νομού Αττικής που ορίζεται στο Καταστατικό του.

2. Η διάρκεια της Εταιρείας ορίζεται σε ενενήντα εννέα (99) έτη και αρχίζει από την καταχώριση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο. Η διάρκεια δύναται να παρατείνεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του μοναδικού μετόχου.

1. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας ανέρχεται σε σαράντα εκατομμύρια (40.000.000) ευρώ, διαιρείται σε σαράντα χιλιάδες (40.000) κοινές ονομαστικές μετοχές ονομαστικής αξίας χιλίων (1.000) ευρώ εκάστης. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας καλύπτεται στο σύνολό του από το Ελληνικό Δημόσιο.

2. Οι μετοχές της Εταιρείας είναι μη μεταβιβάσιμες. Ενόψει του ότι η λειτουργία της και των άμεσων θυγατρικών της, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 188 του παρόντος νόμου, εξυπηρετεί ειδικό δημόσιο σκοπό, οι μετοχές της Εταιρείας, οι μετοχές των άμεσων θυγατρικών της, καθώς και οι τίτλοι που ενσωματώνουν το κεφάλαιο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας του ν. 3864/2010 (Α' 119) («ΤΧΣ») αποτελούν πράγματα εκτός συναλλαγής κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 966 του Αστικού Κώδικα.

3. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας δύναται να αυξάνεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του μοναδικού μετόχου, κατόπιν πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία προσυπογράφεται από το Εποπτικό Συμβούλιο.

4. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας κατατίθεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών σε λογαριασμό που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος στο όνομα της Εταιρείας.

1. Από την απόκτηση της νομικής προσωπικότητας της Εταιρείας τα κατωτέρω νομικά πρόσωπα, των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ή οι τίτλοι που το ενσωματώνουν μεταβιβάζονται στην Εταιρεία ή συστήνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, θεωρούνται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου άμεσες θυγατρικές (οι «άμεσες θυγατρικές»):
α. Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
β. Το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου του ν. 3986/2011 (Α' 152) («ΤΑΙΠΕΔ»).
γ. Η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου ΑΕ του ν. 2636/1998 (Α' 198) («ΕΤΑΔ»).
δ. Η Εταιρεία Δημοσίων Συμμετοχών Α.Ε., η οποία συστήνεται σύμφωνα με την παράγραφο 8.

2. Η Εταιρεία δύναται, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του μοναδικού μετόχου που λαμβάνεται κατόπιν πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου και η οποία προσυπογράφεται από το Εποπτικό Συμβούλιο, να ιδρύει και άλλες άμεσες θυγατρικές προκειμένου να εκπληρώνει τον εταιρικό της σκοπό. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου για τις άμεσες θυγατρικές ισχύουν και για οποιεσδήποτε νέες άμεσες θυγατρικές συστήνονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

3. Κάθε άμεση θυγατρική της Εταιρείας διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία της ανεξάρτητα από τις άλλες. Εκτός αν προβλέπεται ρητά διαφορετική ρύθμιση στον παρόντα νόμο, καμία θυγατρική δεν μπορεί να παρέχει επιδότηση ή άλλη οικονομική ενίσχυση σε άλλη. Οι συναλλαγές μεταξύ της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών ή μεταξύ εταιρειών που αποτελούν θυγατρικές της Εταιρείας πραγματοποιούνται με διαφάνεια και όρους ελεύθερης αγοράς και υπάγονται στους κανόνες που τίθενται στον Εσωτερικό Κανονισμό του άρθρου 189. Για συναλλαγές μεταξύ των ανωτέρω νομικών προσώπων, η αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ, απαιτείται η προηγούμενη έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας, εκτός αν αυτές δεν εξέρχονται των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών, οπότε αρκεί απλή γνωστοποίηση της εν λόγω συναλλαγής στο Διοικητικό Συμβούλιο της. Η παροχή τραπεζικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της παροχής πιστώσεων, από πιστωτικά ιδρύματα, στο μέτρο που αυτά θεωρηθούν έμμεσες θυγατρικές της Εταιρείας, αποτελούν τρέχουσες συναλλαγές των εν λόγω πιστωτικών ιδρυμάτων και δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου. Η παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει τη δυνατότητα της Εταιρείας να επενδύει με οποιονδήποτε τρόπο έσοδά που προορίζονται για επενδύσεις σύμφωνα με το άρθρο 200, σε οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση θυγατρική, ή, σε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο αυτών.

4. Οποιαδήποτε απόσχιση κλάδου άμεσης θυγατρικής, η οποία αποφασίζεται σύμφωνα με την περίπτωση στ' της παραγράφου 2 του άρθρου 192 του παρόντος νόμου πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2166/1993 (Α' 137), οι οποίες εφαρμόζονται ακόμα και στην περίπτωση που η εταιρεία η οποία αναδέχεται τον κλάδο είναι νεοσύστατη και ανεξάρτητα από το κατά πόσο τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται αποτελούν κλάδο κατά την έννοια του ν. 2166/1993. Τα δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταβιβάζονται στην εταιρία, η οποία αναδέχεται τον κλάδο μέσω οιονεί καθολικής διαδοχής και η άμεση θυγατρική από την οποία γίνεται η απόσχιση απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται. Ως μέρος της μεταβίβασης οι εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων που αναφέρονται στη συμβολαιογραφική πράξη απόσχισης μεταβιβάζονται στην εταιρεία που αναδέχεται τον κλάδο.

5. Η πλήρης κυριότητα, νομή και κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου του ΤΧΣ, όπως αυτό ενσωματώνεται σε τίτλους σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 3864/2010, μεταβιβάζεται από το Ελληνικό Δημόσιο, άνευ ανταλλάγματος, στην Εταιρεία δυνάμει του παρόντος νόμου. Παρά τη μεταβίβαση αυτή, εκτός αν ρητά αναφέρεται κάτι διαφορετικό στον παρόντα νόμο, οι διατάξεις του ν.3864/2010 (συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά και όχι περιοριστικά των διατάξεων που αφορούν την εταιρική διακυβέρνηση του ΤΧΣ) εξακολουθούν να ισχύουν. Οι αποφάσεις για την εξυπηρέτηση του σκοπού του ΤΧΣ σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 3864/2010 λαμβάνονται αποκλειστικά από τα όργανα διοίκησης του ΤΧΣ.

6. Η πλήρης κυριότητα, νομή και κατοχή του συνόλου των μετοχών του ΤΑΙΠΕΔ μεταβιβάζεται από το Ελληνικό Δημόσιο, άνευ ανταλλάγματος στην Εταιρεία δυνάμει του παρόντος νόμου. Το ΤΑΙΠΕΔ εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3986/2011 (Α' 152).

7. Η πλήρης κυριότητα, νομή και κατοχή του συνόλου των μετοχών της ΕΤΑΔ μεταβιβάζεται από το Ελληνικό Δημόσιο άνευ ανταλλάγματος στην Εταιρεία δυνάμει του παρόντος νόμου. Η ΕΤΑΔ εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις του ν. 2636/1998 (Α' 198).

8. Συστήνεται από την Εταιρεία ανώνυμη εταιρεία με εταιρική επωνυμία «Εταιρεία Δημοσίων Συμμετοχών Α.Ε.» («ΕΔΗΣ»). Η ΕΔΗΣ διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 197 του παρόντος νόμου.

9. Εντός έξι (6) μηνών από τη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας σε σώμα, το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας οφείλει να ολοκληρώσει την αξιολόγηση των Διοικητικών Συμβουλίων των άμεσων θυγατρικών της, πλην του ΤΧΣ.

1. Η Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου υιοθετεί Εσωτερικό Κανονισμό («Εσωτερικός Κανονισμός») που ρυθμίζει τη λειτουργία της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της, πλην του ΤΧΣ, και περιλαμβάνει ιδίως τα ακόλουθα θέματα:
α) εταιρική διακυβέρνηση,
β) κώδικα δεοντολογίας, σύγκρουση συμφερόντων και υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου, των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας και άμεσων θυγατρικών της, πλην του ΤΧΣ, όπως επίσης και των εμπειρογνωμόνων και άλλων συμβούλων που προσλαμβάνονται ή απασχολούνται,
γ) λογιστικά πρότυπα,
δ) τυχόν ανάθεση ειδικών καθηκόντων σε μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου,
ε) κανονισμό αναθέσεων και προμηθειών που συνάδει με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και των Ευρωπαϊκών κανόνων, όπως ερμηνεύονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ και την Ερμηνευτική Ανακοίνωση της Επιτροπής της 1.8.2006 (EE C 179/2) των ευρωπαϊκών κανόνων, όπως ερμηνεύονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ,
στ) πολιτική επενδύσεων και διαχείρισης κινδύνων,
ζ) πολιτική μερισμάτων.
Ο Εσωτερικός Κανονισμός βασίζεται σε βέλτιστες διεθνείς πρακτικές και τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ.

2. Μέχρι την υιοθέτηση του Εσωτερικού Κανονισμού, η Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου, κατόπιν πρότασης του Εποπτικού Συμβουλίου, δύναται να εκδίδει ειδικές αποφάσεις με τις οποίες ρυθμίζει ένα ή περισσότερα εκ των ανωτέρω θεμάτων.

3. Ο Εσωτερικός Κανονισμός της Εταιρείας τροποποιείται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του μοναδικού μετόχου, κατόπιν πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία προσυπογράφεται από το Εποπτικό Συμβούλιο.

4. Ο Εσωτερικός Κανονισμός μπορεί να ορίζει τεχνικά ή λεπτομερειακά ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της, πλην του ΤΧΣ, για τα οποία μπορεί να δίνεται εξουσιοδότηση στο Διοικητικό Συμβούλιο ή σε ορισμένα από τα μέλη του να αποφασίζουν.

1. Τα όργανα της Εταιρείας είναι η Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου, το Εποπτικό Συμβούλιο, το Διοικητικό Συμβούλιο και οι Ελεγκτές.

2. Το ανώτατο όργανο της Εταιρείας είναι η Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου, δηλαδή του Ελληνικού Δημοσίου, όπως αυτό εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών. Η Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου είναι το μόνο αρμόδιο όργανο να αποφασίζει για θέματα, τα οποία σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Γενικής Συνέλευσης του μετόχου, με εξαίρεση την εκλογή και την ανάκληση του διορισμού των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας, τον καθορισμό της αμοιβής των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και την τροποποίηση του Καταστατικού, ζητήματα τα οποία αποφασίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Επιπλέον, η Γενική Συνέλευση της Εταιρείας είναι αρμόδια να αποφασίζει επί των θεμάτων που αναφέρονται κατωτέρω:
α. Εγκρίνει, κατόπιν πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου της, το στρατηγικό σχέδιο της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της, πλην: αα) του ΤΑΙΠΕΔ σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία είναι προς ιδιωτικοποίηση κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου και ββ) του ΤΧΣ. Το εν λόγω στρατηγικό σχέδιο περιλαμβάνει τους όποιους στόχους αξιοποίησης ή ιδιωτικοποίησης της Εταιρείας βάσει γενικών στρατηγικών κατευθύνσεων που παρέχονται από τον Υπουργό Οικονομικών («Στρατηγικό Σχέδιο»). Τα ζητήματα που περιλαμβάνει το Στρατηγικό Σχέδιο καθορίζονται στον Εσωτερικό Κανονισμό.
β. Εγκρίνει τις τροποποιήσεις του Καταστατικού της Εταιρείας κατόπιν πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία προσυπογράφεται από το Εποπτικό Συμβούλιο.
γ. Εγκρίνει την σύσταση νέων άμεσων θυγατρικών κατόπιν πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία προσυπογράφεται από το Εποπτικό Συμβούλιο.
δ. Εκλέγει τους Ελεγκτές της Εταιρείας βάσει λίστας υποψηφίων που υποβάλλεται από το Εποπτικό Συμβούλιο στη Γενική Συνέλευση σύμφωνα με το άρθρο 191 σε συνδυασμό με το άρθρο 193.
ε. Εγκρίνει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας, κατόπιν πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία προσυπογράφεται από το Εποπτικό Συμβούλιο.
στ. Εγκρίνει τον Εσωτερικό Κανονισμό της Εταιρείας.
ζ. Εγκρίνει τροποποιήσεις του Εσωτερικού Κανονισμού κατόπιν πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία προσυπογράφεται από το Εποπτικό Συμβούλιο.
η. Απαλλάσσει το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας από κάθε ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 35 του κ.ν. 2190/1920, λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση του Διοικητικού Συμβουλίου από το Εποπτικό Συμβούλιο. Τυχόν απόφαση περί μη απαλλαγής του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας πρέπει να αιτιολογείται.

1. Το Εποπτικό Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για την εποπτεία του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας με σκοπό να διασφαλίσει ότι αυτό λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Καταστατικού και του Εσωτερικού Κανονισμού, προς το συμφέρον της Εταιρείας και προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

2. Το Εποπτικό Συμβούλιο αποτελείται από πέντε (5) μέλη που διορίζονται από τη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου, σύμφωνα με τα κατωτέρω:
α) τρία (3) μέλη επιλέγονται από τον μοναδικό μέτοχο, κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που ενεργούν από κοινού,
β) δύο (2) μέλη, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου, επιλέγονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ενεργώντας από κοινού, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Υπουργού Οικονομικών.

3. Η θητεία των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου είναι πέντε (5) έτη.

4. Το Εποπτικό Συμβούλιο αποφασίζει επί των κατωτέρω θεμάτων:
α. Εκλέγει και διορίζει τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται κατωτέρω στο άρθρο 192.
β. Ανακαλεί το διορισμό των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας.
γ. Καθορίζει τις αμοιβές των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας και εγκρίνει τις εργασιακές ή άλλες συμβάσεις σύμφωνα με τις οποίες παρέχουν υπηρεσίες στην Εταιρεία, σύμφωνα με το άρθρο 194.
δ. Προσυπογράφει την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας για την ανάκληση, προ της λήξης της θητείας τους, του διορισμού των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων των άμεσων θυγατρικών της Εταιρείας, εξαιρουμένων των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής και του Γενικού Συμβουλίου του ΤΧΣ.
ε. Προσυπογράφει την πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου προς τη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου για οποιαδήποτε τροποποίηση του Εσωτερικού Κανονισμού της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της, εκτός του ΤΧΣ.
στ. Προσυπογράφει την πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου προς τη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου για οποιαδήποτε τροποποίηση του Καταστατικού της Εταιρείας.
ζ. Προσυπογράφει την πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου προς τη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου για τη σύσταση νέων άμεσων θυγατρικών.
η. Προσυπογράφει την πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου προς τη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου για οποιαδήποτε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας.
θ. Αξιολογεί τα πεπραγμένα του Διοικητικού Συμβουλίου και καταρτίζει και υποβάλει στη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου ετήσια έκθεση επί των πεπραγμένων του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία, επίσης, δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Εταιρείας.
ι. Εποπτεύει την τήρηση των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης της Εταιρείας σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τον Εσωτερικό Κανονισμό.
ια. Υποβάλλει στη Γενική Συνέλευση λίστα υποψηφίων Ελεγκτών σύμφωνα με το άρθρο 193 του παρόντος νόμου.
ιβ. Προσυπογράφει την επαναμεταβίβαση στο Ελληνικό Δημόσιο άνευ ανταλλάγματος, με σύμβαση που καταρτίζεται με αυτό, περιουσιακών στοιχείων τα οποία μεταβιβάσθηκαν στην Εταιρεία ή στις άμεσες θυγατρικές της δυνάμει του παρόντος νόμου.
ιγ. Εγκρίνει τη διενέργεια από οποιοδήποτε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 192 του παρόντος νόμου.

5. Κάθε μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου μπορεί να ζητά από το Διοικητικό Συμβούλιο οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο που, κατά την κρίση του, είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καθηκόντων του. Το Διοικητικό Συμβούλιο οφείλει να παρέχει τα εν λόγω στοιχεία χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

6. Το Εποπτικό Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία όταν τουλάχιστον τέσσερα (4) μέλη αυτού είναι παρόντα. Κάθε μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου έχει μία (1) ψήφο. Οι αποφάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου θα λαμβάνονται κατόπιν θετικής ψήφου τουλάχιστον τεσσάρων (4) μελών. Σε περίπτωση που η θέση ενός ή περισσοτέρων μελών του Εποπτικού Συμβουλίου κενωθεί λόγω θανάτου, παραίτησης, ή απώλειας της ιδιότητας του μέλους με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τα υπόλοιπα μέλη συνεχίζουν προσωρινά να ασκούν τις αρμοδιότητες του Εποπτικού Συμβουλίου, υπό τον όρο ότι τουλάχιστον δύο (2) μέλη συμμετέχουν στη συνεδρίαση του Εποπτικού Συμβουλίου. Στην περίπτωση που έχει κενωθεί θέση μέλους του Εποπτικού Συμβουλίου κατά τα ανωτέρω, το Εποπτικό Συμβούλιο μπορεί να λάβει νόμιμα αποφάσεις μόνο ομοφώνως και υπό την προϋπόθεση ότι παρίστανται στη συνεδρίαση τουλάχιστον ένα (1) μέλος που επιλέχθηκε από κοινού από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και του Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ένα (1) μέλος που επιλέχθηκε από τον Υπουργό Οικονομικών. Σε περίπτωση κένωσης θέσης και των τριών (3) μελών που επιλέγονται από τον Υπουργό Οικονομικών, το Εποπτικό Συμβούλιο μπορεί να συνεδριάζει νόμιμα και να λαμβάνει αποφάσεις με την παρουσία των υπολοίπων δύο (2) μελών, μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την κένωση της θέσης του τελευταίου μέλους από αυτά που επιλέγονται από τον Υπουργό Οικονομικών και υπό την προϋπόθεση ότι εντός της ως άνω προθεσμίας, ο Υπουργός Οικονομικών δεν πρότεινε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας τουλάχιστον ένα (1) νέο μέλος σύμφωνα με την ως άνω διάταξη. Η κενή θέση κάθε μέλους του Εποπτικού Συμβουλίου πρέπει να πληρούται εντός ενενήντα (90) ημερών με το διορισμό νέου μέλους σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο παρόν άρθρο και μέχρι τη λήξη της θητείας του μέλους που αντικαθίσταται.

7. Είτε ο Υπουργός Οικονομικών είτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (τα δύο τελευταία ενεργώντας από κοινού) δύνανται να ζητήσουν αιτιολογημένα με επιστολή που απευθύνεται και κοινοποιείται στο άλλο μέρος, την ανάκληση μέλους ή μελών του Εποπτικού Συμβουλίου αν, ενδεικτικά, τα εν λόγω μέλη: (α) παραβιάζουν με τις πράξεις ή παραλείψεις τους τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή του Εσωτερικού Κανονισμού, (β) παρεμποδίζουν με τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους τη λειτουργία της Εταιρείας ή των θυγατρικών της με τρόπο που οι δραστηριότητες αυτών να παρακωλύονται αδικαιολόγητα ή να τίθεται σε κίνδυνο η επίτευξη των σκοπών τους, όπως ενδεικτικά, αν απουσιάζουν σε περισσότερες από τρεις (3) συνεχόμενες συνεδριάσεις, (γ) επιδεικνύουν εμφανή απροθυμία ή αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων τους κατά τρόπο αντίθετο από αυτόν που εύλογα αναμένεται από αυτούς, σύμφωνα με την εμπειρία και τα προσόντα τους. Αναφορικά με τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου, το μέρος που πρότεινε το διορισμό συγκεκριμένου προσώπου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είναι εν τέλει αρμόδιο να αποφασίσει και την ανάκληση του διορισμού του. Αν αποφασίσει ότι η ανάκληση δεν είναι δικαιολογημένη, το μέλος παραμένει στη θέση του. Το μέλος που ανακαλείται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο δεν δικαιούται αποζημίωσης λόγω της ανάκλησης. Η θέση του μέλους που ανακαλείται ο διορισμός του κατά τα ανωτέρω πληρούται σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο παρόν άρθρο.

1. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας αποτελείται από πέντε (5) έως επτά (7) μέλη τα οποία εκλέγονται για τετραετή (4) θητεία, όπως ορίζεται στο Καταστατικό της με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου και υπό τις προϋποθέσεις που θέτει ο Εσωτερικός Κανονισμός. Το Εποπτικό Συμβούλιο διορίζει μεταξύ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου τον Πρόεδρο και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο. Πέραν του διορισμού του πρώτου Διευθύνοντος Συμβούλου της Εταιρείας, ο διορισμός του Διευθύνοντος Συμβούλου της πραγματοποιείται κατόπιν διαβούλευσης του Εποπτικού Συμβουλίου με τα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Στην έναρξη της διαδικασίας επιλογής το Εποπτικό Συμβούλιο ζητά την απλή γνώμη του Υπουργού Οικονομικών επί των προτεινόμενων χαρακτηριστικών του προσώπου που θα διοριστεί ως Διευθύνων Σύμβουλος. Ο Υπουργός Οικονομικών παρέχει την ως άνω γνώμη εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την υποβολή του αιτήματος του Εποπτικού Συμβουλίου. Με την παρέλευση της ως άνω προθεσμίας, το Εποπτικό Συμβούλιο προχωρά στη διαδικασία επιλογής ακόμα και αν η γνώμη δεν έχει δοθεί. Στο τέλος της διαδικασίας επιλογής το Εποπτικό Συμβούλιο υποβάλει στον Υπουργό Οικονομικών τελική λίστα με τους κατάλληλους υποψήφιους για τη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου και ο Υπουργός Οικονομικών παρέχει, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών την απλή γνώμη του επί των υποψηφιοτήτων. Με την παρέλευση της ως άνω προθεσμίας το Εποπτικό Συμβούλιο προβαίνει στην επιλογή, ακόμα και αν η ανωτέρω γνώμη δεν έχει δοθεί. Πέραν του Διευθύνοντος Συμβούλου, το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να διορίσει άλλο ένα (1) εκτελεστικό μέλος. Όλα τα υπόλοιπα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου είναι μη εκτελεστικά. Η διαδικασία επιλογής των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και ο καθορισμός της αμοιβής τους, όπως επίσης και η αξιολόγησή τους αναφέρονται στο άρθρο 194 και αναλύονται περαιτέρω στον Εσωτερικό Κανονισμό. Η αμοιβή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και οι εργασιακές ή άλλες συμβάσεις, σύμφωνα με τις οποίες παρέχουν υπηρεσίες στην Εταιρεία τυγχάνουν της αποδοχής του Εποπτικού Συμβουλίου.

2. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για τη διοίκηση της Εταιρείας και την επίτευξη των καταστατικών της σκοπών. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει επί όλων των θεμάτων που σχετίζονται με τη διαχείριση της Εταιρείας, εκτός από τα θέματα εκείνα που σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ανήκουν στην αρμοδιότητα του Εποπτικού Συμβουλίου ή της Γενικής Συνέλευσης. Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 22 του κ. ν. 2190/1920, καθώς και τις ακόλουθες ενδεικτικές αρμοδιότητες:
α. Αναλαμβάνει συμβατικές υποχρεώσεις για λογαριασμό της Εταιρείας, συμπεριλαμβανομένης της ανάθεσης συμβάσεων για την προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών.
β. Διορίζει και ανακαλεί τον Διευθυντή Εσωτερικού Ελέγχου και τον Οικονομικό Διευθυντή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον Εσωτερικό Κανονισμό.
γ. Εγκρίνει τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις για την απασχόληση του προσωπικού της Εταιρείας, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής αμοιβών, σύμφωνα με τον Εσωτερικό Κανονισμό. Η πολιτική αμοιβών πρέπει να είναι ανταγωνιστική έτσι ώστε να προσελκύει πρόσωπα που διαθέτουν εμπειρία και ανάλογα προσόντα, καθώς και να ενθαρρύνει τη παραμονή τους στην Εταιρεία.
δ. Εγκρίνει, κατόπιν πρότασης του Διευθύνοντος Συμβούλου σε ετήσια βάση το επιχειρηματικό σχέδιο της Εταιρείας, το οποίο πρέπει σε κάθε περίπτωση να βασίζεται στις γενικές στρατηγικές κατευθύνσεις που περιλαμβάνονται στο Στρατηγικό Σχέδιο της Εταιρείας.
ε. Διορίζει τα όργανα διοίκησης των άμεσων θυγατρικών της (εκτός του ΤΧΣ) μέσω της Γενικής Συνέλευσης αυτών και, κατόπιν προηγούμενης έγκρισης από το Εποπτικό Συμβούλιο, αποφασίζει την ανάκλησή τους.
στ. Εγκρίνει: (αα) τυχόν απόσχιση περιουσιακών στοιχείων από μία άμεση θυγατρική της Εταιρείας (πλην του ΤΧΣ) σε οποιαδήποτε θυγατρική, (ββ) τυχόν μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από μία άμεση θυγατρική (πλην του ΤΧΣ) στο Ελληνικό Δημόσιο, κατόπιν πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εν λόγω άμεσης θυγατρικής και υπό την προϋπόθεση προσυπογραφής από το Εποπτικό Συμβούλιο. Η παραπάνω μεταβίβαση πραγματοποιείται μόνο εφόσον έχει εκ των προτέρων εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών. Στο πλαίσιο της ανωτέρω αρμοδιότητας, το Διοικητικό Συμβούλιο εξειδικεύει την αναγκαιότητα της απόσχισης ή μεταβίβασης, τους όρους της, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και εργασιακών σχέσεων που μεταβιβάζονται.
ζ. Αποφασίζει την υλοποίηση επενδύσεων κατόπιν πρότασης της Επιτροπής Επενδύσεων και βάσει του Εσωτερικού Κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 200 του παρόντος νόμου.
η. Εγκρίνει το σχέδιο αναδιάρθρωσης της ΕΤΑΔ και τυχόν σχέδια αναδιοργάνωσης των άμεσων θυγατρικών της Εταιρείας (πλην του ΤΧΣ και των συμμετοχών του στο μετοχικό κεφάλαιο άλλων εταιριών).
θ. Λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση συμμόρφωσης με τις αρχές εταιρικής διακυβέρνησης, διαφάνειας και εποπτείας, σύμφωνα με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές και τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ.
ι. Υποβάλλει στο Εποπτικό Συμβούλιο τριμηνιαίες εκθέσεις για την τήρηση των κανόνων της εταιρικής διακυβέρνησης του παρόντος νόμου και του Εσωτερικού Κανονισμού της Εταιρείας, όπως ειδικότερα αναλύονται στον Εσωτερικό Κανονισμό.
ια. Υποβάλλει προς έγκριση στη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου τις οικονομικές καταστάσεις της Εταιρείας.
ιβ. Καταρτίζει και υποβάλλει στη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου ετήσια έκθεση αναφορικά με τα πεπραγμένα της Εταιρείας. Η εν λόγω έκθεση υποβάλλεται ταυτόχρονα στη Βουλή και συζητείται ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής αυτής σύμφωνα με το άρθρο 202 του παρόντος νόμου.
ιγ. Προτείνει στη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου κατόπιν προσυπογραφής από το Εποπτικό Συμβούλιο την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας.
ιδ. Προτείνει στη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου κατόπιν προσυπογραφής από το Εποπτικό Συμβούλιο την τροποποίηση του καταστατικού της Εταιρείας.
ιε. Προτείνει στη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου κατόπιν προσυπογραφής από το Εποπτικό Συμβούλιο τη σύσταση νέων άμεσων θυγατρικών της Εταιρείας.
ιστ. Συντάσσει τροποποιήσεις του Εσωτερικού Κανονισμού, τις οποίες με την προϋπόθεση προσυπογραφής από το Εποπτικό Συμβούλιο, υποβάλλει προς έγκριση στη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου.
ιζ. Υποβάλλει προς έγκριση στη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου το Στρατηγικό Σχέδιο της Εταιρείας.
ιη. Ασκεί όλες τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και την εφαρμοστέα νομοθεσία.
ιθ. Αποφασίζει τη σύσταση ενός ή περισσοτέρων ελεγκτικών ή συμβουλευτικών οργάνων της Εταιρείας (όπως Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου, η οποία θα πρέπει να αποτελείται από μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και Επιτροπή Επενδύσεων), καθορίζοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις του διορισμού των μελών τους και θέτοντας τις αρμοδιότητες των ως άνω οργάνων.
κ. Επιβλέπει την εφαρμογή του ετήσιου επιχειρηματικού σχεδίου της Εταιρείας.
κα. Επιβλέπει τη συμμόρφωση με τους κανόνες της εταιρικής διακυβέρνησης που τίθενται στον παρόντα νόμο και τον Εσωτερικό Κανονισμό.
κβ. Αξιολογεί την απόδοση του Διευθύνοντος Συμβούλου του Διοικητικού Συμβουλίου και προτείνει στο Εποπτικό Συμβούλιο την ανάκληση αυτού.

3. Ο Πρόεδρος ή ο νόμιμος αναπληρωτής του, καθώς και ο Διευθύνων Σύμβουλος έχουν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στο Καταστατικό της Εταιρείας και τον Εσωτερικό Κανονισμό.

4. Ένας (1) εκπρόσωπος που ορίζεται από κοινού από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας παρευρίσκεται στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας, ως παρατηρητής χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ο ως άνω εκπρόσωπος ενημερώνεται πλήρως επί των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης και μπορεί να ζητήσει εγγράφως από το Διοικητικό Συμβούλιο κάθε πληροφορία επί των θεμάτων που σχετίζονται με τη λειτουργία της Εταιρείας. Η εν λόγω ενημέρωση παρέχεται σε αυτόν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η θητεία του εν λόγω εκπροσώπου είναι τέσσερα (4) συναπτά έτη, χωρίς δικαίωμα ανανέωσης του ιδίου προσώπου.

5. Το Διοικητικό Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία όταν παρίστανται τουλάχιστον τρία (3) μέλη. Κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου έχει μία ψήφο. Οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου λαμβάνονται με την πλειοψηφία των παρόντων μελών. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Σε περίπτωση που ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, έχει προσκληθεί να συμμετάσχει σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η απουσία του δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου. Αν απουσιάζουν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου λόγω θανάτου, παραίτησης ή λόγω απώλειας της ιδιότητάς τους για άλλο λόγο τα απομένοντα μέλη αυτού δύνανται να εκτελούν προσωρινά τις αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει η απαρτία της παρούσας παραγράφου. Η κενή θέση πρέπει να αναπληρώνεται εντός εξήντα (60) ημερών με το διορισμό νέου μέλους και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον παρόντα νόμο και μέχρι τη λήξη της θητείας του μέλους που αντικαθίσταται.

6. Τα κωλύματα, ασυμβίβαστα και οι περιπτώσεις για τις οποίες προβλέπεται έκπτωση από το αξίωμα του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου αναφέρονται στο άρθρο 194 και λεπτομερώς στον Εσωτερικό Κανονισμό. Ενδεικτικά τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν επιτρέπεται να ενεργούν κατ' επάγγελμα πράξεις, είτε ατομικά είτε με τη συνεργασία τρίτων, σε τομείς σχετικούς με τις δραστηριότητες της Εταιρείας, όπως αναφέρονται στο Καταστατικό της ή να διεξάγουν δραστηριότητες όμοιες με τους ως άνω σκοπούς ή να συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο σε εταιρείες που επιδιώκουν αυτούς τους σκοπούς χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Εποπτικού Συμβουλίου. Σε περίπτωση παραβίασης αυτής της υποχρέωσης, η Εταιρεία δικαιούται αποζημίωση για κάθε θετική ή αποθετική ζημία.

7. Εφόσον οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου λαμβάνονται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου, του Εσωτερικού Κανονισμού και της ισχύουσας νομοθεσίας, λογίζεται ότι είναι σύμφωνες με το σκοπό της Εταιρείας, όπως αυτός προβλέπεται στο άρθρο 185. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν υπέχουν αστική ευθύνη έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους παρά μόνο για δόλο ή βαρεία αμέλεια. Στο μέτρο που απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου έχει καταστεί αντικείμενο ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι δεσμευτική σε κάθε αστικό και ποινικό δικαστήριο αποκλειστικά για τα θέματα που έχουν ελεγχθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο με βάση στοιχεία που έχουν υποβληθεί. Σε κάθε περίπτωση μήνυσης, έγκλησης, καταγγελίας ή αναφοράς για πράξεις ή παραλείψεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, επιλαμβάνεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αυτοπροσώπως, ο οποίος, αν κρίνει ότι τα παραπάνω χρήζουν προκαταρκτικής εξέτασης, την εκτελεί αυτοπροσώπως ή την αναθέτει σε έναν εκ των Αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου.

8. Οι εμπειρογνώμονες, τα μέλη Συμβουλίων Εμπειρογνωμόνων ή τα μέλη άλλων γνωμοδοτικών οργάνων της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της δεν υπέχουν αστική ή ποινική ευθύνη για γνωμοδοτήσεις τους, εφόσον οι τελευταίες έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες ή τα οριζόμενα στους εσωτερικούς κανονισμούς και τα καταστατικά τους, γεγονός που τεκμαίρεται αν έχει ακολουθήσει θετικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

9. Μέχρι την εκλογή του πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου το Εποπτικό Συμβούλιο εκπροσωπεί και δεσμεύει την Εταιρεία αποκλειστικά για τις πράξεις που απαιτούνται για να πραγματοποιηθεί η εκλογή.

Ως Ελεγκτής της Εταιρείας διορίζεται από τη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου οποιαδήποτε ελεγκτική εταιρία διεθνούς φήμης, βάσει καταλόγου υποψηφίων εταιριών που υποβάλλεται από το Εποπτικό Συμβούλιο. Οι ελεγκτές της Εταιρείας έχουν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στην εφαρμοστέα νομοθεσία περί ανωνύμων εταιριών. Ο ίδιος ελεγκτής ή ελεγκτική εταιρία δεν μπορεί να εκλεγεί για περισσότερα από τρία (3) συναπτά έτη.

1. Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου, όπως εξειδικεύονται στον Εσωτερικό Κανονισμό, εφαρμόζονται στο Εποπτικό Συμβούλιο, στο Διοικητικό Συμβούλιο, καθώς και στα όργανα διοίκησης των άμεσων θυγατρικών της, πλην των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής και του Γενικού Συμβουλίου του ΤΧΣ, («μέλη οργάνων της Εταιρείας»), εκτός αν ορίζεται κάτι διαφορετικό:
(α) στις παραγράφους του παρόντος άρθρου, ή
(β) σε ειδικότερες διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει καθένα από αυτά τα όργανα.

2. Μόνο ανεπίληπτα πρόσωπα μπορούν να επιλεγούν ως μέλη οργάνων της Εταιρείας.

3. Οι ιδιότητες Βουλευτή, μέλους της Κυβερνήσεως, στελέχους Υπουργείου ή άλλης δημόσιας αρχής ή η ιδιότητα στελέχους των οργάνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι ασυμβίβαστες με εκείνη της ιδιότητας μέλους οργάνων της Εταιρείας. Στέλεχος ή υπάλληλος Πανεπιστημίου δεν λογίζεται ως στέλεχος της Κυβέρνησης ή υπάλληλος Υπουργείου ή άλλης δημόσιας αρχής.

4. Δεν δύναται να επιλεγεί ως μέλος οργάνων της Εταιρείας πρόσωπο που:
α. Έχει καταδικαστεί με οριστική απόφαση για ποινικό αδίκημα, και ιδίως για (χωρίς περιορισμό):
αα. αδικήματα σύμφωνα με τη νομοθεσία περί αγοράς τίτλων ή κινητών αξιών ή μέσων πληρωμής, συμπεριλαμβανομένων των νόμων για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, τη χειραγώγηση της αγοράς ή τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και την τοκογλυφία,
ββ. εγκλήματα απιστίας, απάτη, ή οικονομικό έγκλημα,
γγ. φορολογικά αδικήματα,
δδ. άλλα αδικήματα σύμφωνα με τη νομοθεσία περί εταιριών, πτώχευσης, αφερεγγυότητας ή προστασίας του καταναλωτή,
β. Έχει κηρυχθεί σε πτώχευση
γ. Λόγω οποιουδήποτε παραπτώματος, δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την άσκηση επαγγέλματος,

5. Τα μέλη οργάνων της Εταιρείας πρέπει να διαθέτουν αναγνωρισμένο κύρος, επιστημονική επάρκεια και επαγγελματική εμπειρία, υψηλό επίπεδο τεχνογνωσίας και εκτενή εμπειρία που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της θέσης ή των τομέων στους οποίους δραστηριοποιείται η Εταιρεία.

6. Προκειμένου να αξιολογηθεί η φήμη των υποψήφιων μελών οργάνων της Εταιρείας λαμβάνονται υπόψη οποιεσδήποτε σχετικές τρέχουσες ή προηγούμενες έρευνες ή διώξεις σχετικά με το εν λόγω υποψήφιο μέλος από τις αρχές ή οποιοδήποτε εποπτικό ή επαγγελματικό φορέα.

7. Ο καθορισμός της αμοιβής μέλους οργάνου της Εταιρείας, καθώς και των εμπειρογνωμόνων θυγατρικών πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τον Εσωτερικό Κανονισμό κατά τρόπο που να διασφαλίζει ότι η αμοιβή κυμαίνεται σε ανταγωνιστικά επίπεδα και είναι δυνατό να προσελκύσει άριστους επαγγελματίες. Για το σκοπό αυτό:
(α) ο Υπουργός Οικονομικών ενεργώντας ως μοναδικός μέτοχος της Εταιρείας, αναφορικά με τη αμοιβή των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου,
(β) το Εποπτικό Συμβούλιο αναφορικά με τη αμοιβή του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας και
(γ) το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας αναφορικά με την αμοιβή των Διοικητικών Συμβουλίων των άμεσων θυγατρικών της, αναθέτει σε διεθνή σύμβουλο να συνδράμει στην προετοιμασία της πολιτικής αποδοχών ως προς την Εταιρεία και τις άμεσες θυγατρικές της. Οι αμοιβές και αποζημιώσεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου δεν αποτελούν συνάρτηση των κερδών της Εταιρείας ή των άμεσων θυγατρικών της αλλά συνδέονται εν μέρει με την επίτευξη στόχων, όπως αυτοί καθορίζονται στο εκάστοτε Επιχειρηματικό Σχέδιο.

8. Οι συνεδριάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου και του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και το σχετικό υλικό και τα πρακτικά των συνεδριάσεων, είναι εμπιστευτικές.

1. Οι ελεγμένες εξαμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις της Εταιρείας, καθώς και οι ετήσιες ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις και εκθέσεις της εγκρίνονται από τη Γενική Συνέλευση της Εταιρείας, η οποία είναι υπεύθυνη και για την απαλλαγή των ελεγκτών από κάθε ευθύνη, σύμφωνα με όσα ορίζονται στον κ. ν. 2190/1920.

2. Το Διοικητικό Συμβούλιο συντάσσει, επίσης, τριμηνιαίες αναφορές επί των πεπραγμένων και των οικονομικών καταστάσεών της Εταιρείας που περιλαμβάνουν αναλυτική κατάσταση του συνόλου των εσόδων και καταστάσεις χρηματορροών και οικονομικής θέσης, οι οποίες υποβάλλονται στο Εποπτικό Συμβούλιο και αναρτώνται στην ιστοσελίδα της Εταιρείας εντός ενενήντα (90) ημερών από το τέλος κάθε τριμήνου.

3. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται σε διατυπώσεις δημοσιότητας, όπως ο νόμος κάθε φορά ορίζει.

1. Σκοπός της ΕΤΑΔ είναι να αξιοποιεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, με κάθε πρόσφορο μέσο, τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία που περιέρχονται στην κυριότητά της δυνάμει του παρόντος νόμου, τα περιουσιακά στοιχεία τη διαχείριση των οποίων έχει αναλάβει από άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και από δημόσιες επιχειρήσεις το μετοχικό κεφάλαιο των οποίων κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, το Ελληνικό Δημόσιο.

2. Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΤΑΔ εκλέγεται από τη Γενική Συνέλευση του μετόχου της, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ. ν. 2190/1920. Η Γενική Συνέλευση του μετόχου της διορίζει, μεταξύ των εκλεγέντων μελών, τον Πρόεδρο και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο του Διοικητικού Συμβουλίου.

3. Το καταστατικό της ΕΤΑΔ μπορεί να τροποποιηθεί με απόφαση της Συνέλευσης του μετόχου της, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ. ν. 2190/1920.

4. Η κυριότητα και νομή όλων των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων τα οποία ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο και τον ΕΟΤ και τα διαχειρίζεται η ΕΤΑΔ σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, μεταβιβάζονται αυτομάτως στην ΕΤΑΔ χωρίς αντάλλαγμα, με τις κατωτέρω εξαιρέσεις:
α. Αιγιαλοί, παραλίες και παρόχθιες εκτάσεις, υδρότοποι,
β. περιοχές Ramsar, 
γ. περιοχές Natura, 
δ. αρχαιολογικοί χώροι,
ε. αμιγώς δασικές εκτάσεις, και λοιπά πράγματα εκτός συναλλαγής. 
Σε περίπτωση που μέρος ακινήτου εμπίπτει σε μία από τις ανωτέρω εξαιρέσεις, η κυριότητα του μέρους του ακινήτου που δεν εμπίπτει σε μία από τις ανωτέρω εξαιρέσεις μεταβιβάζεται στην ΕΤΑΔ σύμφωνα με τα ανωτέρω.

5. H ΕΤΑΔ εξακολουθεί να διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία που εξαιρούνται από τη μεταβίβαση σύμφωνα, με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, υπό την επιφύλαξη υφιστάμενου δικαιώματος οποιουδήποτε νομικού προσώπου, εκτός του Ελληνικού Δημοσίου και του EOT, το οποίο νομικό πρόσωπο έχει αναθέσει τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων στην ΕΤΑΔ, να ανακαλέσει τη σχετική ανάθεση.

6. Αλλα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο δύναται να μεταβιβαστούν στην ΕΤΑΔ με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
Για τον σκοπό αυτό, συστήνεται ομάδα εργασίας αποτελούμενη από εκπροσώπους του Υπουργείου Οικονομικών, των κατά περίπτωση συναρμόδιων Υπουργείων και των θυγατρικών ΕΤΑΔ και ΤΑΙΠΕΔ της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε., με σκοπό τον εντοπισμό στο Μητρώο Ακίνητης Περιουσίας (Μ.Α.Π) της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας του άρθρου 20 του ν. 3965/2011 (Α΄113), όπως αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει, ακινήτων που πληρούν κριτήρια τα οποία τα καθιστούν κατάλληλα για αξιοποίηση. Κατά την εκτέλεση του έργου της, η ομάδα εργασίας ως συλλογικό όργανο θα έχει πλήρη πρόσβαση στο Μητρώο αυτό και σε τυχόν αντίστοιχα αρχεία ακίνητης περιουσίας που τηρούνται σε συναρμόδια Υπουργεία, τηρουμένων των διατάξεων περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Για την πρόσβαση της ομάδας στο Μητρώο τηρείται ειδικό διαβαθμισμένο πρωτόκολλο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ορίζονται τα μέλη της ομάδας, το χρονικό σημείο έναρξης και λήξης των εργασιών της, ο καθορισμός των κριτηρίων έρευνας και όλες οι διαδικασίες εργασιών, τα θέματα διασφάλισης απορρήτου και εμπιστευτικότητας, και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για το έργο και τη λειτουργία της.
Καμία μεταβίβαση ακινήτου δεν μπορεί να λάβει χώρα, εφόσον είναι αντίθετη στην Ελληνική νομοθεσία.

7. Η κυριότητα και νομή επί όλων των ακίνητων του ΤΑΙΠΕΔ, με την εξαίρεση των ακινήτων που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Γ' , το οποίο προσαρτάται στον παρόντα νόμο και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως από το ΤΑΙΠΕΔ στην ΕΤΑΔ χωρίς αντάλλαγμα.

8. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΤΑΔ αποφασίζει την καταχώριση στα αρμόδια κτηματολόγια της μεταβίβασης κάθε περιουσιακού στοιχείου που μεταβιβάστηκε στην ΕΤΑΔ, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 έως και 7. Το απόσπασμα κάθε απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΤΑΔ, στο οποίο περιγράφεται το μεταβιβασθέν περιουσιακό στοιχείο, τα δικαιώματα της ΕΤΑΔ επί του περιουσιακού στοιχείου, καθώς και όλα τα άλλα απαιτούμενα εκ της ισχύουσας νομοθεσίας στοιχεία για τον σκοπό της καταχώρισης συμπεριλαμβανομένης αναφοράς στη διάταξη του παρόντος νόμου, σύμφωνα με την οποία έγινε η μεταβίβαση, αποτελεί τον τίτλο για την καταχώριση της μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων της ΕΤΑΔ στα αρμόδια κτηματολόγια ή υποθηκοφυλακεία της περιφέρειας κατά περίπτωση. Η καταχώριση στα αρμόδια κτηματολόγια ή υποθηκοφυλακεία των περιφερειών πρέπει να πραγματοποιείται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση από τη λήψη της σχετικής απόφασης.

9. Η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με τις παραγράφους 4 έως και 7 και η καταχώρηση ή εγγραφή της μεταβίβασης αυτής στα αρμόδια κτηματολόγια ή υποθηκοφυλακεία σύμφωνα με την παράγραφο 8 απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά, αμοιβή ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου, συμπεριλαμβανομένου του φόρου εισοδήματος για το κάθε μορφής εισόδημα που προκύπτει από τη δραστηριότητα της ΕΤΑΔ, του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου, του φόρου έναρξης δραστηριότητας, τέλους, εισφοράς ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε Ν.Π.Δ.Δ., Ασφαλιστικών Οργανισμών ή τρίτων, δικαιωμάτων συμβολαιογράφων, δικηγόρων, δικαστικών επιμελητών και αμοιβών ή ανταποδοτικών τελών υποθηκοφυλάκων και πάσης φύσης ανταποδοτικών τελών ή άλλων δαπανών που επιβάλλονται για την καταχώρηση του αποσπάσματος της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με την παράγραφο 8 στα αρμόδια κτηματολόγια. Για την καταχώρηση ή εγγραφή της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΤΑΔ στα αρμόδια κτηματολόγια ή υποθηκοφυλάκεια της περιφέρειας του ακινήτου αρκεί η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΤΑΔ και δεν απαιτούνται άλλα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένου του πιστοποιητικού ενεργείας και της δήλωσης του πολιτικού μηχανικού, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4178/2013 (Α' 174) ή οποιασδήποτε άλλης ισοδύναμης δήλωσης που υποκαθιστά τη δήλωση αυτή.

10. Οποιοδήποτε από τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται στην ΕΤΑΔ σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύναται να μεταβιβασθεί εκ νέου χωρίς αντάλλαγμα στο Δημόσιο κατόπιν εισήγησης του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΤΑΔ, η οποία εκδίδεται μετά τη λήψη της απαιτούμενης τεχνικής βοήθειας, και με την επιφύλαξη της προσυπογραφής του Εποπτικού Συμβουλίου και έγκρισης του Υπουργού Οικονομικών.

11. Εμπράγματα δικαιώματα τρίτων μπορεί να κηρύσσονται αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα υπέρ της Εταιρείας ή θυγατρικής της και με κόστος της Εταιρείας ή του ειδικού διαδόχου κατά περίπτωση, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών για λόγους μείζονος σημασίας δημοσίου συμφέροντος, αν κρίνονται αναγκαία για την αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας ή των θυγατρικών της ή αν κρίνονται αναγκαία για την πραγματοποίηση επενδυτικού σχεδίου ειδικού διαδόχου της Εταιρείας ή θυγατρικής της. Η απαλλοτρίωση κηρύσσεται υπέρ της Εταιρείας ή θυγατρικής της, όπως ειδικότερα ορίζεται στην απόφαση που κηρύσσει την απαλλοτρίωση. Οποιοδήποτε κόστος της Εταιρείας για αυτόν τον σκοπό θα καλυφθεί από τα ποσά που προορίζονται για επενδύσεις σύμφωνα με το άρθρο 200 του παρόντος νόμου.

12. Αν η απαλλοτρίωση κηρύσσεται σε ακίνητο επί του οποίου αναγνωρίστηκαν δικαστικώς, μετά τη μεταβίβαση του ακινήτου στην Εταιρεία ή σε θυγατρική της, εμπράγματα δικαιώματα τρίτων, η δαπάνη της αποζημίωσης για την αναγκαστική απαλλοτρίωση βαρύνει την Εταιρεία. Για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης στις απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, δεν λαμβάνεται υπόψη προσαύξηση της αξίας του απαλλοτριούμενου, η οποία οφείλεται άμεσα ή έμμεσα ή σχετίζεται με τη νομή, την κατοχή ή την αξιοποίηση του ακινήτου από την Εταιρεία ή από θυγατρική της. Οποιοδήποτε κόστος της Εταιρείας για αυτόν τον σκοπό θα καλυφθεί από τα ποσά που προορίζονται για επενδύσεις σύμφωνα με το άρθρο 200 του παρόντος νόμου.

13. Στα ακίνητα του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. Ν.Π.Ι.Δ. και δημοσίων επιχειρήσεων που ανήκουν κατά πλειοψηφία στο Ελληνικού Δημόσιο, τα οποία διακατέχονται παρανόμως από τρίτους και μεταβιβάζονται κατά κυριότητα, νομή ή κατοχή στην ΕΤΑΔ, εφαρμόζεται η προβλεπόμενη για την προστασία των δημοσίων κτημάτων νομοθεσία με την άμεση αποβολή των παρανόμως διακατεχόντων αυτά προσώπων και την εφαρμογή εν γένει της σχετικής προστατευτικής για τη δημόσια κτήση νομοθεσίας. Η ΕΤΑΔ καθίσταται από κοινού αρμόδια με τα οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία όργανα για τη διενέργεια κάθε αναγκαίως προς τούτο διοικητικής ή δικαστικής ενέργειας.

1. Συστήνεται δια του παρόντος νόμου ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Εταιρία Δημοσίων Συμμετοχών» (ΕΔΗΣ).

2. Σκοπός της ΕΔΗΣ είναι να κατέχει τις συμμετοχές του κράτους σε δημόσιες επιχειρήσεις, να διαχειρίζεται επαγγελματικά και να επαυξάνει την αξία των συμμετοχών αυτών και να τις αξιοποιεί σύμφωνα με βέλτιστες διεθνείς πρακτικές και τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ, όσον αφορά την εταιρική διακυβέρνηση, την εταιρική συμμόρφωση, την εποπτεία και τη διαφάνεια των διαδικασιών, καθώς και σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές σε θέματα κοινωνικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνης επιχειρηματικότητας και διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα με τις δημόσιες επχειρήσεις μέρη. Οι δημόσιες επιχειρήσεις που ελέγχονται από την ΕΔΗΣ: (α) υπόκεινται σε κατάλληλη εποπτεία σύμφωνα με τους κανόνες της εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, (β) υλοποιούν και υποστηρίζουν τις εφαρμοστέες τομεακές πολιτικές της Κυβέρνησης, (γ) αναλαμβάνουν κατόπιν ανάθεσης την παροχή Υπηρεσιών Γενικού και Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος (ΥΓΟΣ), ενδεικτικά μέσω της εκτέλεσης υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, και τις κοινές αξίες της Ένωσης που περιλαμβάνονται σε αυτήν.

3. Η ΕΔΗΣ διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, και συμπληρωματικά, από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, στο βαθμό που αυτές δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

4. Το αρχικό καταστατικό της ΕΔΗΣ, κυρώνεται με το άρθρο 205 του παρόντος νόμου και υποβάλλεται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου. Το ΕΔΗΣ αποκτά νομική προσωπικότητα με την καταχώρηση του Καταστατικού στο Γ.Ε.ΜΗ.. Το Καταστατικό της ΕΔΗΣ τροποποιείται με απόφαση της Συνέλευσης των μετόχων της, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ. ν. 2190/1920.

5. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΔΗΣ εκλέγεται από τη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ. ν. 2190/1920. Η Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου της διορίζει, μεταξύ των εκλεγέντων μελών, τον Πρόεδρο και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο του Διοικητικού Συμβουλίου.

5.α. Εφόσον οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου λαμβάνονται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου, του Εσωτερικού Κανονισμού και της ισχύουσας νομοθεσίας λογίζεται ότι είναι σύμφωνες με το σκοπό της Εταιρείας. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν υπέχουν αστική ευθύνη έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους παρά μόνο για δόλο ή βαρεία αμέλεια. Στο μέτρο που απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου έχει καταστεί αντικείμενο ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι δεσμευτική σε κάθε αστικό και ποινικό δικαστήριο αποκλειστικά για τα θέματα που έχουν ελεγχθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο με βάση στοιχεία που έχουν υποβληθεί.

6. Την ημερομηνία καταχώρησης του καταστατικού της ΕΔΗΣ στο Γ.Ε.ΜΗ., το σύνολο των μετοχών κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στις δημόσιες επιχειρήσεις που απαριθμούνται στο Παράρτημα Δ' και στο Παράρτημα Ε', τα οποία αποτελούν αναπόσπαστα μέρη του παρόντος νόμου, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως και χωρίς αντάλλαγμα στην ΕΔΗΣ. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΔΗΣ ή οποιοδήποτε άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτό πρόσωπο διασφαλίζει ότι όλες οι ενέργειες που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της μεταβίβασης πραγματοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένης της εγγραφής της σχετικής μεταβίβασης στο βιβλίο μετόχων κάθε μίας εκ των μη εισηγμένων εταιριών, οι μετοχές των οποίων μεταβιβάζονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και στην περίπτωση εταιριών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών την καταχώριση της σχετικής μεταφοράς στο Σύστημα Άυλων Τίτλων. Με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής καθορίζεται η διαδικασία και τα κριτήρια για τις υπόλοιπες δημόσιες επιχειρήσεις που θα μεταφερθούν στην ΕΔΗΣ.

7. Το καταστατικό των εταιριών, οι μετοχές των οποίων ανήκουν άμεσα ή έμμεσα στο σύνολό τους ή εν μέρει στην ΕΔΗΣ, τροποποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920.

8. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου των εταιριών των οποίων οι μετοχές ανήκουν άμεσα ή έμμεσα, στο σύνολό τους ή εν μέρει στην ΕΔΗΣ, εκλέγονται από τη συνέλευση των μετόχων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ. ν. 2190/1920. Ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου προτείνεται προς εκλογή από τον Υπουργό Οικονομικών. Όλα τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των ως άνω εταιρειών επιλέγονται από Επιτροπή Επιλογής η οποία εκλέγεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας επί τη βάσει επαγγελματικών κριτηρίων, κατάλληλων για την εκπλήρωση των σκοπών καθεμίας εξ αυτών, όπως εξειδικεύονται στον Εσωτερικό Κανονισμό. Οι διατάξεις που περιέχουν αντίθετη ρύθμιση καταργούνται από την καταχώρηση του καταστατικού της ΕΔΗΣ στο Γ.Ε.ΜΗ..

9. Η μεταβίβαση των μετοχών των δημοσιών επιχειρήσεων στην ΕΔΗΣ δεν επηρεάζει αφ'εαυτή τους όρους εργασίας των υπαλλήλων των εν λόγω δημοσίων επιχειρήσεων.

10. α)Ο Εσωτερικός Κανονισμός περιέχει ένα λεπτομερές πλαίσιο σχετικά με την άσκηση από τις δημόσιες επιχειρήσεις δραστηριοτήτων που αποτελούν ειδικές υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που συνιστούν υπηρεσίες που εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον («πλαίσιο ειδικών υποχρεώσεων»), συμπεριλαμβανομένων των Υ. Γ.Ο.Σ., το οποίο αντανακλά τη βέλτιστη διεθνή πρακτική διακυβέρνησης των δημοσίων επιχειρήσεων.
β) Το πλαίσιο ειδικών υποχρεώσεων ρυθμίζει το συντονισμό, ως προς τα ζητήματα που αναλύονται κατωτέρω, μεταξύ της Εταιρείας, της ΕΔΗΣ και κάθε δημόσιας επιχείρησης αφενός, και αφετέρου των δημόσιων αρχών, που εκπροσωπούνται από μια Επιτροπή που συγκροτείται από τα εποπτεύοντα αρμόδια Υπουργεία.
γ) Ειδικότερα, το πλαίσιο ειδικών υποχρεώσεων προβλέπει τη συγκρότηση ενός μηχανισμού ο οποίος θα καθορίζει, σε γενικές γραμμές, κατά πόσο είναι αναγκαία η επιβολή ειδικών υποχρεώσεων στη σχετική δημόσια επιχείρηση προκειμένου το Κράτος να επιτύχει τους στρατηγικούς στόχους του στον τομέα όπου δραστηριοποιείται η επιχείρηση, ή προκειμένου να εξυπηρετηθεί το γενικό συμφέρον.
δ) Κάθε φορά που κρίνεται αναγκαίο να επιβληθούν οι εν λόγω υποχρεώσεις, το πλαίσιο ειδικών υποχρεώσεων περιλαμβάνει μηχανισμούς για τον προσδιορισμό των αντικειμενικών και λειτουργικών στόχων και των δεικτών απόδοσης της σχετικής δημόσιας επιχείρησης, προκειμένου να διευκολυνθεί η επίτευξη των σχετικών στρατηγικών στόχων ή να διασφαλισθεί η επαρκής εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Επιπλέον, θα υπάρχει πρόβλεψη για την κοστολόγηση και τη χρηματοδότηση των ειδικών υποχρεώσεων. Τα ως άνω στοιχεία θα καθορίζονται στις συμβάσεις απόδοσης και στόχων.
ε) Το πλαίσιο ειδικών υποχρεώσεων μπορεί να καθορίζει περαιτέρω ειδικές υποχρεώσεις.
στ) Καμία δημόσια επιχείρηση δεν θα υποχρεούται να αναλάβει δραστηριότητες, τις οποίες διαφορετικά και στο σύνηθες πλαίσιο της επιχειρηματικής της πρακτικής δεν θα αναλάμβανε, εκτός εάν οι δραστηριότητες αυτές έχουν καθοριστεί σύμφωνα με το πλαίσιο ειδικών υποχρεώσεων.

11. Η ΕΔΗΣ μπορεί να θέτει ως στόχο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δημοσίων επιχειρήσεων, τη μείωση λειτουργικών εξόδων μέσω λύσεων που στηρίζονται στην αξιοποίηση των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας που βασίζεται στην καινοτομία, την αύξηση των εσόδων μέσω της επέκτασης της πελατειακής βάσης, τη διαφοροποίηση προϊόντων και υπηρεσιών και μέσω επενδύσεων σε νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες, καθώς και με άλλους τρόπους.

12. Οποιαδήποτε ρύθμιση δυνάμει της οποίας το Ελληνικό Δημόσιο παρέχει οποιασδήποτε μορφής οικονομική ενίσχυση σε δημόσια επιχείρηση, η οποία μεταβιβάζεται στην Εταιρεία ή στις άμεσες θυγατρικές της, πρέπει να συνάδει με την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί κρατικών ενισχύσεων και παραμένει σε ισχύ, εκτός εάν άλλως αποφασισθεί κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο πλαίσιο της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου. Προκειμένου να συνεχισθεί η παροχή οικονομικής ενίσχυσης με σκοπό την υποστήριξη Υπηρεσιών Γενικού και Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος που παρέχονται από τη δημόσια επιχείρηση, οι εν λόγω υπηρεσίες πρέπει να εξακολουθούν να παρέχονται με τους ίδιους ποιοτικούς και ποσοτικούς όρους και προϋποθέσεις.

1. Μεταβιβάζονται στην ΕΔΗΣ αυτοδικαίως οι συμβάσεις παραχώρησης των εταιρειών του Παραρτήματος Δ' , το οποίο προσαρτάται στον παρόντα νόμο και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δύναται να μεταβιβάζεται στην ΕΔΗΣ η δυνατότητα να συνάπτει ή να ανανεώνει συμβάσεις παραχώρησης, οι οποίες σχετίζονται με τις δημόσιες επιχειρήσεις, οι μετοχές των οποίων μεταβιβάζονται σε αυτή.

1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η διανομή των κερδών της Εταιρείας πραγματοποιείται σύμφωνα με τη μερισματική πολιτική, η οποία αποτελεί μέρος του Εσωτερικού Κανονισμού και με την οποία διασφαλίζεται η ακόλουθη διανομή:
α) ποσοστό 50% των κερδών της Εταιρείας καταβάλλεται ως μέρισμα στο Ελληνικό Δημόσιο και διατίθεται σύμφωνα με το ν. 4336/2015, και
β) τα λοιπά κέρδη χρησιμοποιούνται για τις επενδύσεις της Εταιρείας σύμφωνα με την πολιτική επενδύσεων που περιγράφεται στο άρθρο 200 του παρόντος. Τα κέρδη της Εταιρείας υπολογίζονται όπως προβλέπεται στα λογιστικά πρότυπα που καθορίζονται στον Εσωτερικό Κανονισμό. Η μέθοδος καθορισμού του μερίσματος μπορεί να εξειδικευτεί περαιτέρω στη μερισματική πολιτική. Προκειμένου να διατηρηθεί η αναλογία διάθεσης κερδών που ορίζεται με τα ανωτέρω εδάφια α' και β' της παραγράφου 1, τα ποσοστά που διανέμονται δύνανται να αναπροσαρμοστούν προκειμένου να ληφθούν υπόψη ποσά που έχουν διατεθεί για επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν τον υπολογισμό των κερδών που πρόκειται να διανεμηθούν.

2. Οι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3864/2010 και οι διατάξεις των παραγράφων 14 έως και 18 του άρθρου 2 του ν. 3986/2011 εξακολουθούν να εφαρμόζονται από το ΤΧΣ και το ΤΑΙΠΕΔ, αντίστοιχα και το ΤΧΣ θα μεταφέρει τα ποσά απευθείας στο Ελληνικό Δημόσιο.

1. Οι επενδυτικές αποφάσεις της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της λαμβάνονται σύμφωνα με την Επενδυτική Πολιτική, η οποία αποτελεί μέρος του Εσωτερικού της Κανονισμού. Η Επενδυτική Πολιτική της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της (πλην του ΤΧΣ) λαμβάνει υπόψη τις αρχές της παραγράφου 3.

2. Ποσά τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 199, χρησιμοποιούνται για επενδυτικούς σκοπούς μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους ακόλουθους τύπους επενδύσεων:
(α) Επενδύσεις που συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας, και
(β) Επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της, πλην του ΤΧΣ.

3. Η Επενδυτική Πολιτική περιέχει τις ακόλουθες γενικές αρχές:
(α) Ως Επενδύσεις που συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας νοούνται κυρίως επενδύσεις σε σημαντικούς τομείς από πλευράς κυβερνητικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων σε προγράμματα έρευνας και καινοτομίας που αποτελούν τομείς προτεραιότητας στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων, καθώς και σημαντικών συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα που λαμβάνουν χώρα είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3389/2005 είτε βάσει ειδικής νομοθεσίας. Η Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου της Εταιρείας εγκρίνει τους συγκεκριμένους τομείς στους οποίους πραγματοποιούνται κατά προτεραιότητα επενδύσεις για την ενίσχυση της ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας.
(β) Οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται στα περιουσιακά στοιχεία της Εταιρείας ή των άμεσων θυγατρικών της, συμβάλλουν στην αξιοποίηση τους και στην αύξηση των σχετικών εσόδων. Οι επενδύσεις αυτές δύνανται να περιλαμβάνουν βελτιώσεις ή έξοδα προετοιμασίας για πώληση ή άλλου είδους αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας, εκσυγχρονισμό του δικτύου των δημοσίων επιχειρήσεων, καθώς και ανάθεση συμβάσεων διαχείρισης αναφορικά με εταιρίες υπό αναδιάρθρωση.

4. Η Επενδυτική Πολιτική περιλαμβάνει και τη διαδικασία καθορισμού των ποσοστιαίων ορίων κάθε κατηγορίας επενδύσεων. Ο Εσωτερικός Κανονισμός ορίζει περαιτέρω τη διαδικασία επιλογής των επενδύσεων από την Εταιρεία.

5. Επενδύσεις που συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας μπορούν να γίνουν εφόσον προβλέπεται από την Επιτροπή Επενδύσεων ότι:
α. δημιουργούν απόδοση για την Εταιρεία ή
β. έχουν θετική επίπτωση στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας και σε κάθε περίπτωση συνάδουν με την Επενδυτική Πολιτική.

6. Επενδύσεις στα περιουσιακά στοιχεία της Εταιρείας ή των θυγατρικών της μπορούν να λάβουν χώρα εφόσον προβλέπεται από την Επιτροπή Επενδύσεων ότι θα δημιουργήσουν απόδοση για την Εταιρεία που συνάδει με την Επενδυτική Πολιτική.

7. Τα ρευστά διαθέσιμα της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της, πλην του ΤΧΣ και του ΤΑΙΠΕΔ τηρούνται σε λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος, έως τη λειτουργική έναρξη του Ενιαίου Λογαριασμού Θησαυροφυλακίου, μέσω του οποίου θα γίνεται η διαχείρισή τους.

1. Η Εταιρεία και οι άμεσες θυγατρικές της (εξαιρουμένων των ΤΧΣ και ΤΑΙΠΕΔ) μπορούν να μετέρχονται όλες τις μεθόδους που κρίνονται κατάλληλες προκειμένου, κατά τρόπο επαγγελματικό, να διαχειρίζονται, να διατηρούν, να αυξάνουν την αξία και να αξιοποιούν τα περιουσιακά τους στοιχεία και να επιτυγχάνουν το σκοπό τους.

2. Προκειμένου να προβούν σε ιδιωτικοποίηση περιουσιακών τους στοιχείων, η Εταιρεία και οι άμεσες θυγατρικές της (εξαιρουμένων των ΤΧΣ και ΤΑΙΠΕΔ) δύναται να προβαίνουν ενδεικτικά στην πώλησή τους, τη μεταβίβαση οποιωνδήποτε εμπράγματων ή ενοχικών δικαιωμάτων επί αυτών ή την εισφορά των τελευταίων σε ανώνυμες εταιρείες (Α.Ε.) ή ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες (Ι.Κ.Ε.) και στη συνεπακόλουθη πώληση των σχετικών μετοχών σε τρίτους.

3. Η Εταιρεία και οι άμεσες θυγατρικές της (εξαιρουμένων των ΤΧΣ και ΤΑΙΠΕΔ) δύναται επιπλέον να προβαίνουν στη μίσθωση των περιουσιακών στοιχείων, την παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης ή αξιοποίησής τους, την ανάθεση της διαχείρισής τους, τη σύσταση επί αυτών οποιουδήποτε πραγματικού η προσωπικού δικαιώματος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων οριζόντιας ιδιοκτησίας και επικαρπίας επί δικαιωμάτων οποιασδήποτε φύσης. Η Εταιρεία δύναται επιπλέον να προβαίνει σε τιτλοποίηση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από τον επιχειρηματικό ή μη χαρακτήρα τους, σύμφωνα με τα άρθρα 10, 11 και 14 του ν. 3156/2003 (Α'157), και την έκδοση τίτλων ανταλλάξιμων με μετοχές, υπό την προϋπόθεση ότι η έκδοση αυτών των τίτλων δεν αυξάνει το δημόσιο χρέος, όπως αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες της Eurostat.

4. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας ή της συναφούς άμεσης θυγατρικής (εξαιρουμένων των ΤΑΙΠΕΔ και ΤΧΣ), αποφασίζει τις πρόσφορες μεθόδους αξιοποίησης και τη διαδικασία για την επιλογή των αντισυμβαλλομένων προκειμένου να συναφθούν οι σχετικές συμβάσεις, λαμβάνοντας υπόψη την επιχειρηματική πρακτική αντιστοίχων συναλλαγών σε διεθνές επίπεδο, τα ειδικά χαρακτηριστικά του κάθε υπό αξιοποίηση περιουσιακού στοιχείου, την ύπαρξη επενδυτικού ενδιαφέροντος και τις ιδιαιτερότητες των υποψήφιων επενδυτών, καθώς και όλα τα άλλα ουσιώδη κατά την κρίση του στοιχεία, τα οποία θα οδηγήσουν στη βέλτιστη αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων.

5. Πριν από την αξιοποίηση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου της Εταιρείας ή των θυγατρικών της, πλην των ΤΧΣ και ΤΑΙΠΕΔ, απαιτείται να γίνει τελική αποτίμηση της αξίας του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου σύμφωνα με τα αναφερόμενα στον Εσωτερικό Κανονισμό. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας ή των θυγατρικών της, εκτός των ΤΧΣ και ΤΑΙΠΕΔ, είναι δυνατόν, αντί της αποτίμησης που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, να δοθεί αιτιολογημένη γνώμη (fairness opinion) πιστωτικού ιδρύματος ή τράπεζας επενδύσεων για το δίκαιο και το εύλογο της προτεινόμενης συναλλαγής. Το Διοικητικό Συμβούλιο υποχρεούται να αποφασίσει αναφορικά με τον καθορισμό των κριτηρίων βάσει των οποίων μπορεί να γίνει η επιλογή του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρείας επενδύσεων που θα κληθεί να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών διατάξεων του Εσωτερικού Κανονισμού. Οι διατάξεις του άρθρου 35 του ν. 4129/2013 εφαρμόζονται κατ' αναλογία για τον προσυμβατικό έλεγχο των συμβάσεων που συνάπτονται με σκοπό την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας και των θυγατρικών της (εκτός των ΤΧΣ και ΤΑΙΠΕΔ), εφόσον το τίμημα ή τα έσοδα από την αξιοποίηση υπερβαίνουν το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000), ευρώ, με την εξαίρεση των συμβάσεων των παραγράφων 7 και 8 του παρόντος άρθρου

6. Ο προσυμβατικός έλεγχος μπορεί να ασκηθεί συνολικά για συγκεκριμένη κατηγορία συμβάσεων, εφόσον έχουν υποβληθεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο αναλυτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ο τύπος της σύμβασης και η διαδικασία για την εύρεση των αντισυμβαλλομένων από την αρχή της διαδικασίας αυτής μέχρι την επιλογή των υποψηφίων και την ανάθεση της σύμβασης στους αντισυμβαλλομένους. Στην περίπτωση αυτή, ο προσυμβατικός έλεγχος για σύναψη συγκεκριμένης σύμβασης, η οποία εμπίπτει στην κατηγορία των ανωτέρω συμβάσεων απαιτείται μόνο στο βαθμό που υπάρχει απόκλιση από τον τύπο της σύμβασης ή τη διαδικασία που έχει κοινοποιηθεί και εγκριθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

7. Όσον αφορά στη διάθεση μετοχών των εταιρειών που είναι εισηγμένες σε Οργανωμένη Αγορά κατά την έννοια του ν. 3606/2007 (Α' 195), η Εταιρεία και οι θυγατρικές της (εκτός των ΤΧΣ και ΤΑΙΠΕΔ) μπορούν να αναθέσουν σε πιστωτικό ίδρυμα ή τράπεζα επενδύσεων την ανεύρεση αγοραστή για το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο σύμφωνα με τις διαδικασίες του Εσωτερικού Κανονισμού.

8. Όσον αφορά στις πωλήσεις κινητών αξιών, οι οποίες είναι εισηγμένες ή βρίσκονται στο στάδιο της εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε Οργανωμένη Αγορά κατά την έννοια του ν. 3606/2007, η Εταιρεία και οι θυγατρικές της, εκτός των ΤΧΣ και ΤΑΙΠΕΔ, δύνανται επίσης, σύμφωνα με τις διαδικασίες που αναφέρονται στον Εσωτερικό Κανονισμό, να αναθέσουν σε πιστωτικά ιδρύματα ή τράπεζες επενδύσεων την ανεύρεση αγοραστών μέσω της διαδικασίας βιβλίου προσφορών (book building), με ή χωρίς υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος ή της τράπεζας επενδύσεων που θα αναλάβει την εν λόγω διαδικασία για αγορά του ποσοστού των κινητών αξιών που δεν θα καταστεί δυνατόν να διατεθεί σε τρίτους επενδυτές.

9. Η Εταιρεία και οι θυγατρικές της, εκτός των ΤΧΣ και ΤΑΙΠΕΔ, μπορεί να αποδεχθεί δημόσιες προσφορές κινητών αξιών που υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3461/2006 (Α'106).

10. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 7 και 8 του παρόντος άρθρου, τον προσυμβατικό έλεγχο της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου υποκαθιστά, σε σχέση με όλες τις προβλέψεις της παραγράφου 5, η γνώμη του Συμβούλου ή Παρέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος ορίζεται από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ή, σε περίπτωση κωλύματός του, από τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο, και παρίσταται στις σχετικές συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών του, εξαιρουμένων των ΤΧΣ και ΤΑΙΠΕΔ. Ο Σύμβουλος ή Πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου καλείται εγγράφως ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο να παραστεί στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου για θέμα της παραγράφου 8 είκοσι τέσσερις (24) ώρες και για θέμα της παραγράφου 7 σαράντα οκτώ (48) ώρες πριν από τη σχετική συνεδρίαση αντίστοιχα. Στην περίπτωση δε της παραγράφου 7, ταυτόχρονα με την κλήση του κοινοποιείται υποχρεωτικά το σχετικό πληροφοριακό δελτίο και η έγκρισή του από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Για θέμα της παραγράφου 8, η γνώμη του Συμβούλου θα διατυπώνεται προφορικά κατά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου και θα καταχωρίζεται αυτολεξεί στα πρακτικά. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η γνώμη του Συμβούλου θα διατυπώνεται εγγράφως εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών.

11. Η Εταιρεία και οι άμεσες θυγατρικές της (εκτός των ΤΧΣ και ΤΑΙΠΕΔ) δύναται, για τη διευκόλυνση της αξιοποίησης των περιουσιακών του στοιχείων, να συνάπτει οποιαδήποτε σύμβαση, όπως ενδεικτικά, συμβάσεις δανείου, ανάθεσης έργου, αναδοχής κινητών αξιών, συμβάσεις μετόχων και συμβάσεις παροχής ή λήψης δικαιωμάτων προαίρεσης πώλησης ή αγοράς περιουσιακών στοιχείων, συμβάσεις ανταλλαγής μετοχών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων, καθώς και να συνομολογεί κοινές διαδικασίες πώλησης με άλλους πωλητές ή να αποκτά δικαιώματα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία, με σκοπό την επαύξηση της αξίας των προς αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων. Οι συμβάσεις της παραγράφου αυτής συνάπτονται με διαφανείς διαδικασίες και όρους αγοράς και το κόστος που συνδέεται με τη σύναψή τους περιλαμβάνεται στο λειτουργικό κόστος της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της, εκτός των ΤΧΣ και ΤΑΙΠΕΔ, και αφαιρείται από τα έσοδα που εισπράττονται από την αξιοποίηση των περιουσιακών του στοιχείων. Οι εν λόγω συμβάσεις δεν πρέπει να οδηγούν σε αύξηση του δημοσίου χρέους, όπως αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες της Eurostat.

12. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος της Εταιρείας, το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να χορηγεί εγγυήσεις υπέρ της Εταιρείας ή των άμεσων θυγατρικών της, πλην των ΤΧΣ και ΤΑΙΠΕΔ, τηρουμένων των κανόνων κρατικών ενισχύσεων.

1. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας υποβάλλει στη Βουλή των Ελλήνων ετήσια έκθεση ανάλυσης των πεπραγμένων του για τη σχετική περίοδο, η οποία συζητείται στην αρμόδια Επιτροπή της.

2. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας, προσκαλείται σε συνεδριάσεις ενώπιον της Βουλής για να την ενημερώνει για κάθε σχετικό θέμα που ζητηθεί.

3. Ο Πρόεδρος και ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εταιρείας, με την ανάληψη των καθηκόντων τους, παρουσιάζονται στη Βουλή σε δημόσια ακρόαση ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής σύμφωνα με τον Κανονισμό της.

4. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και των άμεσων θυγατρικών της υπάγονται στις διατάξεις του με το ν. 3213/2003 (Α'309).

5. Στο μέτρο που η Εταιρεία και οι άμεσες θυγατρικές της κριθεί ότι αποτελούν Φορείς Γενικής Κυβέρνησης, οι διατάξεις του ν. 4270/2014 και τα κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις αναφορικά με την υποβολή δημοσιονομικών αναφορών, εφαρμόζονται, μόνο ως προς την υποβολή: α) ετήσιου προϋπολογισμού και οποιασδήποτε αναπροσαρμογής του κατά τη διάρκεια του έτους (προϋπολογιστικά), β) μηνιαίας αναφοράς εκτέλεσης προϋπολογισμού και χρηματοδότησης (απολογιστικά), γ) μηνιαίων μισθολογικών στοιχείων (απολογιστικά) και δ) μηνιαίας σύνοψης μητρώου δεσμεύσεων (απολογιστικά σε μηνιαία βάση, ετήσια μεγέθη). Οι ανωτέρω εξαιρούνται από κάθε άλλη διάταξη που εφαρμόζεται σε νομικά πρόσωπα που έχουν ταξινομηθεί ως Φορείς Γενικής Κυβέρνησης.

1. Η Εταιρεία και οι άμεσες θυγατρικές της μπορούν να προσλαμβάνουν προσωπικό με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου για απασχόληση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με σχέση εντολής ή με σύμβαση έργου.

2. Η Εταιρεία και οι άμεσες θυγατρικές της μπορούν επίσης να καλύπτουν τις ανάγκες τους σε προσωπικό συνάπτοντας συμβάσεις δανεισμού εργαζομένων με εταιρείες του ιδιωτικού τομέα ή εταιρίες των οποίων οι μετοχές έχουν μεταφερθεί στην Εταιρεία ή σε κάποια από τις θυγατρικές της.

3. Η Εταιρεία και οι άμεσες θυγατρικές της μπορούν να αποφασίσουν τη μεταφορά εργαζομένων από την Εταιρεία στις θυγατρικές ή από μία θυγατρική σε άλλη ή στην Εταιρεία.

4. Επιτρέπεται η απόσπαση στην Εταιρεία και στις άμεσες θυγατρικές της, προσωπικού από το Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα του δημόσιου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα για διάστημα τριών (3) ετών, η οποία μπορεί να παρατείνεται μία φορά για ίσο χρονικό διάστημα. Η απόσπαση διενεργείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, χωρίς να απαιτείται η γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου του φορέα από τον οποίο αποσπάται. Το κόστος της μισθοδοσίας βαρύνει την Εταιρεία. Επιτρέπεται επίσης, η απόσπαση προσωπικού από ευρωπαϊκούς ή διεθνείς οργανισμούς. 

Κυρώνεται το Αρχικό Καταστατικό της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε. που έχει ως εξής:

«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Α.Ε.»

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ

Άρθρο 1
Επωνυμία

Συνίσταται δια του παρόντος Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Α.Ε.». Για συναλλαγές στην αλλοδαπή, η Εταιρεία θα χρησιμοποιεί την επωνυμία «HELLENIC CORPORATION OF ASSETS AND PARTICIPATIONS», και διακριτικό τίτλο «H.C.A.P.».

Άρθρο 2 
Σκοπός

1. Σκοπός της Εταιρείας είναι η διαχείριση και αξιοποίηση της ιδιωτικής περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου που μεταβιβάζεται σε αυτήν χάριν του δημοσίου συμφέροντος όπως περαιτέρω εξειδικεύεται στις διατάξεις του ιδρυτικού της νόμου («Νόμος»). Η Εταιρεία συστήνεται για να εξυπηρετεί ειδικό δημόσιο σκοπό και συγκεκριμένα: (α) τη συνεισφορά πόρων για την υλοποίηση της επενδυτικής πολιτικής της χώρας και για την πραγματοποίηση επενδύσεων που συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (β) τη συμβολή στην απομείωση των οικονομικών υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το ν. 4336/2015 (Α' 94).
2. Για την επίτευξη του σκοπού της η Εταιρεία:
α) διαχειρίζεται τα περιουσιακά της στοιχεία αποβλέποντας στη μακροπρόθεσμη επαύξηση της αξίας τους, σύμφωνα με τον Εσωτερικό της Κανονισμό, με εγγυήσεις πλήρους διαφάνειας σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας,
β) προωθεί μεταρρυθμίσεις των δημοσίων επιχειρήσεων, μεταξύ άλλων, μέσω, αναδιάρθρωσης, βέλτιστης εταιρικής διακυβέρνησης και διαφάνειας, καθώς και μέσω της προαγωγής υπεύθυνης διοίκησης, κοινωνικής ευθύνης, αειφορίας, καινοτομίας και βέλτιστων εταιρικών πρακτικών και
δύναται να επιχειρεί κάθε πράξη ή ενέργεια, η οποία αναφέρεται στον Νόμο και στο παρόν Καταστατικό.

Αρθρο 3
Έδρα

Έδρα της Εταιρείας ορίζεται Δήμος του νομού Αττικής.

Αρθρο 4 
Διάρκεια

Η διάρκεια της Εταιρείας ορίζεται στα ενενήντα εννέα (99) χρόνια.

Αρθρο 5
Μετοχικό Κεφάλαιο

1. Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας ανέρχεται σε σαράντα εκατομμύρια (40.000.000) ευρώ και κατανέμεται σε σαράντα χιλιάδες (40.000) μετοχές, ονομαστικής αξίας χιλίων (1.000) ευρώ η κάθε μία.
2. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας καταβάλλεται σε μετρητά από το Ελληνικό Δημόσιο.
3. Το μετοχικό κεφάλαιο δύναται να αυξάνεται με απόφαση του αρμοδίου οργάνου. Η απόφαση για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, πρέπει να αναφέρει τουλάχιστον το ποσό της αύξησης του κεφαλαίου, τον τρόπο κάλυψής του, τον αριθμό και το είδος των μετοχών που θα εκδοθούν, την ονομαστική αξία και την τιμή διάθεσης αυτών και την προθεσμία κάλυψης.
4. Η καταβολή των μετρητών για κάλυψη του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου ή τυχόν αυξήσεων αυτού, καθώς και οι καταθέσεις του μοναδικού μετόχου με προορισμό τη μελλοντική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, πραγματοποιούνται υποχρεωτικά με κατάθεση σε ειδικό λογαριασμό της εταιρείας, που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Αρθρο 6 
Μετοχές

1. Οι μετοχές της Εταιρείας είναι κοινές, ονομαστικές και αμεταβίβαστες.
2. Οι μετοχές της Εταιρίας είναι πράγματα εκτός συναλλαγής κατά το άρθρο 966 ΑΚ.

Αρθρο 7
Όργανα της Εταιρείας

Όργανα της Εταιρείας είναι η Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου, το Εποπτικό Συμβούλιο, το Διοικητικό Συμβούλιο και οι Ελεγκτές.

Αρθρο 8
Γενική Συνέλευση

1. Η Γενική Συνέλευση των Μετόχων είναι το ανώτατο όργανο της Εταιρίας, λειτουργεί και έχει τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 190 του Νόμου για την Εταιρεία.
2. Η Γενική Συνέλευση συγκαλείται από το Διοικητικό Συμβούλιο και οι προσκλήσεις για τη σύγκλησή της συντάσσονται σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία.
3. Τα πρακτικά της Γενικής Συνέλευσης υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα της συνέλευσης. Αντίγραφα και αποσπάσματα των πρακτικών εκδίδονται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου ή από άλλο πρόσωπο που ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο.

Αρθρο 9 
Σύνθεση και Θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου

1. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρίας αποτελείται από πέντε (5) έως επτά (7) μέλη. Η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζεται σε τέσσερα (4) έτη.
2. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μπορεί να είναι μόνο φυσικά πρόσωπα, εκλέγονται και παύονται από το Εποπτικό Συμβούλιο, όπως ειδικότερα ορίζεται στο Νόμο για την Εταιρεία.

Αρθρο 10 
Συγκρότηση, Συνεδριάσεις και Πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου

1. Αφ'ής στιγμής εκλεγεί από το Εποπτικό Συμβούλιο σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 191 του Νόμου για την Εταιρεία, το Διοικητικό Συμβούλιο συνεδριάζει και συγκροτείται σε σώμα, και καθορίζει τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες των μελών του.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 192 του Νόμου.
3. Η απαιτούμενη απαρτία και πλειοψηφία για τη λήψη αποφάσεων από το διοικητικό συμβούλιο ρυθμίζονται στο άρθρο 9 του Νόμου.
4. Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει την εν όλω ή εν μέρει άσκηση της εξουσίας διαχείρισης και εκπροσώπησης σε σχέση με τις τρέχουσες υποθέσεις της Εταιρείας σε ένα ή περισσότερα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, πέραν του διευθύνοντος συμβούλου και μπορεί επίσης να αναθέτει μέρος των εξουσιών του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη ή όχι του Διοικητικού Συμβουλίου, στους υπαλλήλους της Εταιρείας ή τρίτους, και να καθορίζει την έκταση των ανατεθειμένων αρμοδιοτήτων τους.
5. Ο Πρόεδρος και ο τυχόν εκλεγόμενος αναπληρωτής του έχουν τις εξουσίες που προβλέπονται στο Νόμο, στον κ. ν. 2190/1920, και οποιεσδήποτε άλλες αρμοδιότητές τους έχουν ανατεθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο.
6. Το Διοικητικό Συμβούλιο συνέρχεται σε συνεδρίαση όσο συχνά όσο απαιτούν οι εργασίες της Εταιρείας και σε κάθε περίπτωση μία (1) φορά κάθε ημερολογιακό μήνα. Οι συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου συγκαλούνται από τον Πρόεδρο ή τον τυχόν αναπληρωτή του με ανακοίνωση του χρόνου, του τόπου και της ημερήσιας διάταξης της συνεδρίασης η οποία κοινοποιείται σε όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), υπηρεσίας ταχυμεταφοράς (courier) ή τηλεομοιοτυπίας (fax), τουλάχιστον τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία για την οποία έχει οριστεί η συνεδρίαση. Ο Πρόεδρος ή, σε περίπτωση απουσίας του, ο τυχόν αναπληρωτής προεδρεύει στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου. Το διοικητικό συμβούλιο δύναται επίσης να συγκαλείται από δύο (2) μέλη του σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 5 του κ. ν. 2190/1920. Στην πρόσκληση πρέπει να αναγράφονται με σαφήνεια και τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, διαφορετικά η λήψη αποφάσεων επιτρέπεται μόνο εφόσον παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και κανείς δεν αντιλέγει στη λήψη αποφάσεων.
7. Μετά από πρόσκληση του Προέδρου ή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που έχουν ζητήσει τη σύγκλησή του, οποιοδήποτε στέλεχος της Εταιρείας, καθώς επίσης και ειδικοί και εξωτερικοί σύμβουλοι μπορούν να συμμετέχουν στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να συγκληθεί, να συζητήσει και να λάβει αποφάσεις, μέσω γραπτής διαδικασίας ή ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, όπως ορίζεται στον Εσωτερικό Κανονισμό της Εταιρίας.
8. Στις συνεδριάσεις που λαμβάνουν χώρα με τη φυσική παρουσία των συνευρισκομένων, τα πρακτικά των συνεδριάσεων θα υπογράφονται από όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που ήταν παρόντα. Αντίγραφα ή αποσπάσματα των πρακτικών των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου θα εκδίδονται από τον Πρόεδρο, τον τυχόν αναπληρωτή του και κάθε άλλο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή άλλο πρόσωπο που μπορεί να έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Οι συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και το σχετικό υλικό και τα πρακτικά των συνεδριάσεων, είναι εμπιστευτικά.

Αρθρο 11
Διευθύνων Σύμβουλος

1. Ο Διευθύνων Σύμβουλος έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες, καθώς και τυχόν άλλες που του ανατίθενται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας:
α. Εκπροσωπεί την Εταιρία δικαστικά και εξωδικαστικά, περιλαμβανομένης της εκπροσώπησης αυτού στις Γενικές Συνελεύσεις των θυγατρικών της ψηφίζοντας κατά τον τρόπο που τον έχει εξουσιοδοτήσει το Διοικητικό Συμβούλιο.
β. Προΐσταται όλων των υπηρεσιών της Εταιρείας, διευθύνει τις δραστηριότητές της και λαμβάνει όλες τις απαραίτητες αποφάσεις εντός των ορίων του καταστατικού και των διατάξεων που διέπουν τη λειτουργία της Εταιρείας προκειμένου να διαχειρίζεται τα καθημερινά ζητήματα.
γ. Υποβάλλει στο Διοικητικό Συμβούλιο προτάσεις και συστάσεις που είναι απαραίτητες για την πραγματοποίηση των σκοπών της Εταιρείας και για τη δημιουργία σχεδίου δράσης.
δ. Προετοιμάζει και υπογράφει συμβάσεις μέχρι του ποσού που καθορίζει με απόφασή του το Διοικητικό Συμβούλιο.
ε. Εκτελεί τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου.
στ. Λαμβάνει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την ενθάρρυνση και αξιοποίηση των δυνατοτήτων του προσωπικού, υποβάλλει στο Διοικητικό Συμβούλιο προς έγκριση τη σύνταξη οργανογραμμάτων και προγράμματα εκπαίδευσης και επιμόρφωσης που κατά την κρίση του είναι απαραίτητα.
ζ. Εκτελεί όλες τις πράξεις που σχετίζονται με τη συνήθη διοίκηση της Εταιρίας.
η. Προσλαμβάνει το προσωπικό της Εταιρείας εκτός από το διορισμό των ανώτερων στελεχών της Εταιρείας τα οποία διορίζονται με σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 192 του Νόμου.
θ. Αξιολογεί και προτείνει στο Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας την ανάκληση των μελών του διοικητικού συμβουλίου των άμεσων θυγατρικών της Εταιρείας, εκτός του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας του ν. 3864/2010.
ι. Συντάσσει και υποβάλλει προς έγκριση στο Διοικητικό Συμβούλιο σε ετήσια βάση το επιχειρηματικό σχέδιο της Εταιρείας και φροντίζει και συντονίζει για την εφαρμογή του.
ια. Συντάσσει και υποβάλλει στο Διοικητικό Συμβούλιο προς έγκριση και υποβολή στο Εποπτικό Συμβούλιο τριμηνιαίες εκθέσεις επί των πεπραγμένων της Εταιρίας και τις οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 195 του Νόμου.
ιβ. Υποβάλλει στο Διοικητικό Συμβούλιο προς έγκριση το σχέδιο αναδιάρθρωσης της «Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου ΑΕ» του ν. 2636/1998 και κάθε τυχόν σχέδιο αναδιοργάνωσης των υπολοίπων άμεσων θυγατρικών, με την εξαίρεση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας του ν. 3864/2010.
ιγ. Εισηγείται στο Διοικητικό Συμβούλιο προκειμένου αυτό με τη σειρά του να προτείνει στη Γενική Συνέλευση της Εταιρίας κατόπιν προσυπογραφής από το Εποπτικό Συμβούλιο την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας.
ιδ. Εισηγείται στο Διοικητικό Συμβούλιο προκειμένου αυτό με τη σειρά του να προτείνει στη Γενική Συνέλευση της Εταιρείας κατόπιν προσυπογραφής από το Εποπτικό Συμβούλιο την τροποποίηση του καταστατικού της Εταιρείας.
ιε. Εισηγείται στο Διοικητικό Συμβούλιο προκειμένου αυτό με τη σειρά του να προτείνει στη Γενική Συνέλευση της Εταιρείας κατόπιν προσυπογραφής από το Εποπτικό Συμβούλιο τη σύσταση νέων άμεσων θυγατρικών της Εταιρείας.

Αρθρο 12
Αντικατάσταση μέλους Διοικητικού Συμβουλίου

Η αντικατάσταση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 192 του Νόμου.

Άρθρο 13
Εποπτικό συμβούλιο

Το Εποπτικό Συμβούλιο διορίζεται, λειτουργεί και έχει τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 8 του Νόμου.
Αντίγραφα των πρακτικών των συνεδριάσεων του Εποπτικού Συμβουλίου θα υπογράφονται από όλα τα μέλη και τηρούνται σε ειδικό βιβλίο πρακτικών. Τα αντίγραφα των πρακτικών του Εποπτικού Συμβουλίου εκδίδονται από τον Πρόεδρο του Εποπτικού Συμβουλίου. Οι συνεδριάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου, καθώς και το σχετικό υλικό και τα πρακτικά των συνεδριάσεων, είναι εμπιστευτικά.
Το Εποπτικό Συμβούλιο θα συνεδριάζει όσο συχνά η λειτουργία της Εταιρείας το απαιτεί. Οι συνεδριάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου θα συγκαλούνται από τον Πρόεδρο του, των οποίων θα προεδρεύει ο ίδιος ή δύο από τα μέλη αυτού. Σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου, το αρχαιότερο μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου θα προεδρεύει της συνεδρίασης.
Οι συνεδριάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου θα συγκαλούνται με σχετική πρόσκληση προς όλα τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου τουλάχιστον τρεις (3) εργάσιμες ημέρες προ της ημερομηνίας πραγματοποίησης της συνεδρίασης, η οποία θα περιλαμβάνει την ώρα, τον τόπο και τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Κατόπιν σχετικής πρόσκλησης του Προέδρου ή των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου που ζήτησαν τη σύγκληση της συνεδρίασης, οιοδήποτε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, υπάλληλος της Εταιρείας και ειδικευμένο προσωπικό ή εξωτερικοί συνεργάτες μπορούν να συμμετάσχουν στη συνεδρίαση του Εποπτικού Συμβουλίου. Το Εποπτικό Συμβούλιο δύναται να συγκληθεί προκειμένου να συζητηθούν και ληφθούν αποφάσεις μέσω έγγραφης διαδικασίας ή ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας όπως προβλέπονται στον Εσωτερικό Κανονισμό της Εταιρείας.

Άρθρο 14
Οικονομικό Έτος

Η διάρκεια του οικονομικού έτους είναι δώδεκα (12) μήνες, με αρχή την 1η Ιανουαρίου και λήξη την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

Άρθρο 15
Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις - Έλεγχος αυτών - Διάθεση Κερδών

1. Η σύνταξη των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και ο έλεγχος αυτών πραγματοποιείται σύμφωνα με το Νόμο.
2. Τα έσοδα της Εταιρείας θα χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 199 του Νόμου.

Άρθρο 16
Γενική Διάταξη

Για τα θέματα που δεν ρυθμίζονται από το παρόν Καταστατικό, θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του Νόμου και συμπληρωματικά οι διατάξεις του κ. ν. 2190/1920.
Μεταβατικές Διατάξεις

Άρθρο 17
Κάλυψη και Καταβολή του Αρχικού Μετοχικού Κεφαλαίου

Η κάλυψη και η καταβολή του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας θα λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 187 του Νόμου.

Άρθρο 18

Κατ' εξαίρεση, το πρώτο οικονομικό έτος της Εταιρείας θα εκκινήσει από την καταχώρηση του παρόντος στο ΓΕΜΗ που τηρείται στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και θα ολοκληρωθεί την 31η Δεκεμβρίου 2016.

Άρθρο 19 Ελεγκτές

Ο καθορισμός των αρμοδιοτήτων των Ελεγκτών και ο διορισμός τους θα λαμβάνει χώρα σύμφωνα με το άρθρου 193 του Νόμου.
Άρθρο 20 Λύση και εκκαθάριση της Εταιρείας
Η λύση και εκκαθάριση της Εταιρείας γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κ. ν. 2190/1920 με την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεων του ν. 4336/2015. »

Κυρώνεται το Καταστατικό της ΕΔΗΣ που έχει ως εξής:

««ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ» ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ

Άρθρο 1
Επωνυμία

Συνιστάται με το παρόν συμβόλαιο Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «Εταιρεία Δημόσιων Συμμετοχών Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΔΗΣ)».

Άρθρο 2
Σκοπός

Ο σκοπός της εταιρείας προβλέπεται στο άρθρο 197 παρ. 1 του Νόμου για την Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ο Νόμος) και έγκειται στη διαχείριση των δημοσίων επιχειρήσεων που μεταβιβάζονται δυνάμει του Νομου στην ΕΔΗΣ.

Άρθρο 3
Έδρα

Έδρα της εταιρείας ορίζεται Δήμος εντός του νομού Αττικής.

Αρθρο 4
Επωνυμία

Η διάρκεια της εταιρείας ορίζεται σε 99 έτη και αρχίζει από την καταχώρηση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) που τηρείται στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου, του παρόντος καταστατικού.

Αρθρο 5
Μετοχικό Κεφάλαιο

Το μετοχικό κεφάλαιο εταιρείας ορίζεται σε τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ διαιρούμενο σε τρεις χιλιάδες (3.000) μετοχές, ονομαστικής αξίας εκατό (100) ευρώ εκάστης.

Αρθρο 6
Μετοχές

Οι μετοχές της εταιρείας είναι κοινές, ονομαστικές και αμεταβίβαστες.

Αρθρο 7
Όργανα της εταιρείας

Όργανα της εταιρείας είναι η Γενική Συνέλευση των μετόχων και το Διοικητικό Συμβούλιο.

Αρθρο 8
Γενική Συνέλευση

Η Γενική Συνέλευση των μετόχων είναι το ανώτατο όργανο της εταιρείας, αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση και για οποιοδήποτε θέμα αφορά την εταιρεία, για τα οποία σύμφωνα με το νόμο ή το παρόν καταστατικό απαιτείται απόφαση αυτής και οι αποφάσεις της υποχρεώνουν και τους απόντες ή διαφωνούντες μετόχους.
Η Γενική Συνέλευση των μετόχων συγκαλείται από το Διοικητικό Συμβούλιο ενώ οι προσκλήσεις για τη σύγκληση Γενικής Συνέλευσης γίνονται όπως ο νόμος ορίζει.

Αρθρο 9
Σύνθεση και θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου

1. Η εταιρεία διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο που αποτελείται από τρία (3) έως επτά (7) μέλη.

2. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της εταιρείας για θητεία τεσσάρων (4) ετών που παρατείνεται μέχρι την πρώτη Τακτική Γενική Συνέλευση μετά τη λήξη της θητείας τους, η οποία όμως δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε (5) έτη.

Αρθρο 10
Συγκρότηση Διοικητικού Συμβουλίου

Το Διοικητικό Συμβούλιο, αμέσως μετά την εκλογή του, συνέρχεται και συγκροτείται σε σώμα, ορίζοντας τον αναπληρωτή του Προέδρου που ορίζεται από τη Γενική Συνέλευση και τις ιδιότητες των λοιπών μελών, πέραν του Διευθύνοντος Συμβούλου που ορίζεται από τη Γενική Συνέλευση, καθορίζοντας συγχρόνως και τις αρμοδιότητές τους.

Αρθρο 11
Εταιρική Χρήση

Η Εταιρική χρήση είναι δωδεκάμηνης διάρκειας και αρχίζει την 1 η Ιανουαρίου κάθε έτους και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.

Αρθρο 12
Ετήσιες οικονομικές καταστάσεις - Έλεγχος αυτών - Διάθεση κερδών

Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας καταρτίζονται στο τέλος κάθε εταιρικής χρήσης από το Διοικητικό Συμβούλιο και δημοσιεύονται με επιμέλεια αυτού σύμφωνα με τα οριζόμενα κάθε φορά από το νόμο.
Ο έλεγχος των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα κάθε φορά στο νόμο.
Η διάθεση των κερδών γίνεται σύμφωνα με τον Νόμο.

Γενική Διάταξη

Αρθρο 13

Για όσα θέματα δεν ρυθμίζει το παρόν καταστατικό, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, όπως κάθε φορά ισχύει.

Μεταβατικές Διατάξεις

Αρθρο 14
Κάλυψη και καταβολή του αρχικού Μετοχικού Κεφαλαίου

Το προβλεπόμενο στο άρθρο 5 του παρόντος καταστατικού αρχικό μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, εκ τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ θα καλυφθεί από την Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ τοις μετρητοίς.

Αρθρο 15

Εξαιρετικά η πρώτη εταιρική χρήση της εταιρείας αρχίζει από την καταχώρηση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) του παρόντος καταστατικού και, εφόσον απαιτείται, της Διοικητικής απόφασης της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής για τη χορήγηση άδειας σύστασης και έγκρισης του καταστατικού, και θα λήξει την 31η Δεκεμβρίου 2017.

Αρθρο 16
Σύνθεση Πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου

Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο που θα διοικήσει την εταιρεία ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας σύμφωνα με τον ιδρυτικό της Νόμο.

Άρθρο 17
Λύση και εκκαθάριση της Εταιρείας

Η λύση και εκκαθάριση της Εταιρείας γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 με την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεων του ν. 4336/2015

Η Εταιρεία και οι άμεσες θυγατρικές της (εκτός από το ΤΧΣ και το ΤΑΙΠΕΔ για τα οποία εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των ιδρυτικών τους νόμων), απολαμβάνουν όλων των διοικητικών, οικονομικών, φορολογικών, δικαστικών, ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου προνομίων και ατελειών του Δημοσίου, πλην του ΦΠΑ.
Ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε. (ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε., πρώην «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α. Ε.») κατά τρίτων δύνανται να εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει και αποτελούν έσοδα αυτής.

Για την προσωρινή ρύθμιση των διαφορών που ανακύπτουν από την αμφισβήτηση της διακατοχής ακινήτων τους έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 18 του ν.δ. της 22.4/16.5/1926 και του άρθρου 22 του α. ν. 1539/1938 (Α'488).

Τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων η Εταιρεία και οι άμεσες θυγατρικές της ή οποιαδήποτε εταιρεία, το μετοχικό κεφάλαιο της οποίας ανήκει, άμεσα ή έμμεσα, στο σύνολό του, στην Εταιρεία, έχει την κυριότητα ή άλλα δικαιώματα εμπραγμάτου δικαίου, ή δικαιώματα διαχείρισης και εκμετάλλευσης, λογίζονται ως δημόσια ακίνητα για τους σκοπούς του άρθρου 10 του ν. 3986/2011 και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 10-17 του ν. 3986/2011.

 Οι αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που προβλέπεται να εκδοθούν στην περίπτωση στ' της παραγράφου 2 του άρθρου 192, στις παραγράφους 6 και 10 του άρθρου 196 του παρόντος νόμου, εκδίδονται κατόπιν γραπτού αιτήματος που υποβάλλεται από την Εταιρεία. Το αίτημα με τον πλήρη φάκελο εξετάζεται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών και κάθε άλλη αρμόδια αρχή εντός εξήντα (60) ημερών και στη συνέχεια διαβιβάζεται στο ΚΥΣΟΙΠ. Με απόφαση του ΚΥΣΟΙΠ που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εξουσιοδοτείται ο Υπουργός Οικονομικών να εκδώσει τις σχετικές πράξεις και να προβεί σε κάθε αναγκαία πράξη για την υλοποίηση της απόφασης του ΚΥΣΟΙΠ.

1. Το πρώτο Εποπτικό Συμβούλιο διορίζεται, κατόπιν επιλογής των μελών του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 191 του παρόντος νόμου με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η υποβολή του αρχικού Καταστατικού της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε. προς καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου πραγματοποιείται αμέσως μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης από το Εποπτικό Συμβούλιο, το οποίο ρητά εξουσιοδοτείται για το σκοπό αυτό από τον παρόντα νόμο.

2. Το καταστατικό της ΕΔΗΣ υποβάλλεται προς καταχώριση στο ΓΕΜΗ της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου από το Διοικητικό της Συμβούλιο, το οποίο διορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας σύμφωνα με την περίπτωση ε' της παραγράφου 2 του άρθρου 192. Τα Διοικητικά Συμβούλια των εταιριών, το μετοχικό κεφάλαιο των οποίων μεταβιβάζεται δυνάμει του παρόντος νόμου στην ΕΔΗΣ, οφείλουν ως την συγκρότηση σε σώμα του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΔΗΣ, να προβαίνουν μόνο σε πράξεις συνήθους διαχείρισης και εκπροσώπησης, καθώς και να απέχουν από οποιαδήποτε πράξη εκποίησης ή μεταβίβασης ενοχικών και εμπράγματων δικαιωμάτων που δεν εντάσσεται στο ετήσιο επιχειρηματικό τους σχέδιο ή δεν είναι αναγκαία για την προστασία των δικαιωμάτων της επιχείρησης.

3. Εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου που έχουν δοθεί υπέρ εταιριών που μεταβιβάζονται στην ΕΔΗΣ, προς την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων παραμένουν σε ισχύ και δύναται να ανανεώνονται ή να παρατείνονται για όσο διάστημα η Εταιρεία συμμετέχει μέσω της ΕΔΗΣ στο μετοχικό κεφάλαιο των εταιριών αυτών.

4. Οι άμεσες θυγατρικές της Εταιρείας, εκτός του ΤΧΣ, οφείλουν να προσαρμόσουν τα καταστατικά τους εντός έξι (6) μηνών από τη συγκρότηση σε σώμα του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας. Διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας ή των καταστατικών των ως άνω θυγατρικών, που ορίζουν διαφορετικό τρόπο λειτουργίας ή λήψης αποφάσεων ως προς τα δικαιώματα του μετόχου και οι οποίες δεν καταργούνται ρητά με τον παρόντα νόμο, καταργούνται αυτοδικαίως από τη συγκρότηση σε σώμα του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας.

5. Από την έναρξη λειτουργίας της ΕΔΗΣ, καταργείται κάθε διάταξη που περιλαμβάνεται στον ιδρυτικό νόμο ή τα καταστατικά των εταιριών που μεταβιβάζονται στην ΕΔΗΣ, και η οποία προβλέπει διαφορετικό τρόπο λειτουργίας ή λήψης αποφάσεων ως προς τα δικαιώματα του μετόχου, την εκλογή μελών ΔΣ, και κάθε άλλο ζήτημα σχετικό με την εταιρία και η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις ειδικότερες διατάξεις του παρόντος νόμου ως προς τα ζητήματα αυτά και του κ. ν. 2190/1920.

6. Όπου στον παρόντα νόμο γίνεται αναφορά σε εξαίρεση του ΤΧΣ ή του ΤΑΙΠΕΔ από την εφαρμογή διατάξεων που αφορούν την Εταιρεία και τις άμεσες θυγατρικές της, νοείται ότι το ΤΧΣ και το ΤΑΙΠΕΔ εξακολουθούν για τα θέματα αυτά να εφαρμόζουν τις διατάξεις των ιδρυτικών τους νόμων.

7. Η ειδική εκκαθάριση, στο καθεστώς της οποίας έχει τεθεί η υπό στοιχείο 4 του Παραρτήματος Ε' δημόσια επιχείρηση, «ΕΛ.Β.Ο. Α.Β.Ε.», δεν επηρεάζεται από την εν λόγω μεταβίβαση και συνεχίζεται με τους ίδιους όρους και συμφωνίες μέχρι την περάτωσή της.

καταργήθηκε

1. Το εισαγωγικό εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 13 του ν. 2636/1998 αντικαθίσταται ως εξής:
«Για την επίτευξη του σκοπού της η εταιρεία μπορεί να ασκεί οποιαδήποτε πράξη ή δραστηριότητα, να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε μέθοδο αξιοποίησης προβλέπεται στο άρθρο 18 του νόμου για την Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε., όπως και τις ακόλουθες πράξεις.»

2. Η διάταξη της παραγράφου 1, ισχύει από την ημερομηνία συγκρότησης σε σώμα του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε..

1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 1 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Δυνάμει της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης του μοναδικού μετόχου του Ταμείου η διάρκειά του μπορεί να παραταθεί, εάν ο σκοπός του δεν έχει επιτευχθεί».

2. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 1 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στο μέτρο που το ΤΑΙΠΕΔ κριθεί ότι αποτελεί Φορέα Γενικής Κυβέρνησης, εφαρμόζει τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 202 του νόμου για την ίδρυση της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε. οι διατάξεις του ν. 4270/2014, και τα κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις αναφορικά με την υποβολή δημοσιονομικών αναφορών, εφαρμόζονται, μόνο ως προς την υποβολή: α) ετήσιου προϋπολογισμού και οποιασδήποτε αναπροσαρμογής του κατά τη διάρκεια του έτους (προϋπολογιστικά), β) μηνιαίας αναφοράς εκτέλεσης προϋπολογισμού και χρηματοδότησης (απολογιστικά), γ) μηνιαίων μισθολογικών στοιχείων (απολογιστικά) και δ) μηνιαίας σύνοψης μητρώου δεσμεύσεων (απολογιστικά σε μηνιαία βάση, ετήσια μεγέθη).» Οι ανωτέρω εξαιρούνται από κάθε άλλη διάταξη που εφαρμόζεται σε νομικά πρόσωπα που έχουν ταξινομηθεί ως φορείς Γενικής Κυβέρνησης.

3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του μοναδικού μετόχου του Ταμείου το μετοχικό του κεφάλαιο μπορεί να αυξηθεί μέσω της έκδοσης ονομαστικών μετοχών τις οποίες αναλαμβάνει εξ' ολοκλήρου η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.»

4. Στην παράγραφο 6 του άρθρου 2 οι λέξεις « Εντός έξι μηνών» αντικαθίστανται από τη λέξη « Μετά».
Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 2 αντικαθίστανται ως εξής:
«Η απόφαση καταχωρίζεται στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου της περιφέρειας του ακινήτου ή στο οικείο Κτηματολογικό Γραφείο, όπου αυτό λειτουργεί.»

5. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 3 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αντικατάσταση του Προέδρου, του Διευθύνοντος Συμβούλου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, πριν από τη λήξη της θητείας τους επιτρέπεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΤΑΙΠΕΔ, η οποία λαμβάνεται με σύμφωνη γνώμη του Εποπτικού Συμβουλίου της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε..»

6. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 3 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Το Καταστατικό μπορεί να τροποποιηθεί με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του μοναδικού μετόχου του Ταμείου.»

7. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Η μεταφορά πραγματοποιείται μέσω σύμβασης δανεισμού εργαζομένου, σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο.»

1. Οι Εσωτερικοί Κανονισμοί λειτουργίας του ΤΑΙΠΕΔ και της ΕΤΑΔ καταργούνται από την ημερομηνία που τίθεται σε ισχύ ο Εσωτερικός Κανονισμός της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε., ο οποίος εφαρμόζεται και σε αυτές.

2. Καταργούνται, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, οι ακόλουθες διατάξεις του ν. 3986/2011:
α. Το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 3.
β. Η παρ. 8 του άρθρου 3.
γ. Η υποπαράγραφος 2 της παρ. 2 (γ) του άρθρου 4.

3. Η περίπτωση α' της παραγράφου 12, το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 3, και οι παράγραφοι 13 έως 17 του άρθρου 3 του ν.3986/2011 καταργούνται από την έναρξη ισχύος του Εσωτερικού Κανονισμού της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α. Ε..

4. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 24 του ν. 4321/2015 καταργούνται.

5. Από την ημερομηνία συγκρότησης σε σώμα του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε., καταργούνται οι ακόλουθες διατάξεις:
α) Η περίπτωση α' της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 2636/1998.
β) Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 4 και η παρ. 17 του άρθρου 9 του ν. 2837/2000.
γ) Η περίπτωση δ' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3270/2004.
δ) Η παρ. 9 του άρθρου 4 του ν. 3270/2004.
ε) Οι παράγραφοι 1 και 2 και η περίπτωσης β' της παρ. 7 του άρθρου 49 του ν. 3220/2004.
στ) Η περίπτωση 6 της παρ. 2 και η περίπτωση 8 της παρ. 3 του άρθρου 47 του ν. 3943/2011.

 Κυρώνεται και αποκτά ισχύ νόμου η Σύμβαση Παραχώρησης για την αναβάθμιση, συντήρηση, διαχείριση και λειτουργία Περιφερειακών Αεροδρομίων Κρήτης, Ηπειρωτικής Ελλάδας και Ιονίου που υπογράφτηκε στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου 2015 μεταξύ :
α) του Ελληνικού Δημοσίου,
β) της ελληνικής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Δημοσίου Α.Ε.»,
γ) της ελληνικής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «FRAPORT ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ A ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και
δ) των μετόχων της εν λόγω ανώνυμης εταιρίας, ήτοι (α) της γερμανικής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «FRAPORT AG FRANKFURT AIRPORT SERVICES WORLDWIDE» και (β) της κυπριακής εταιρίας με την επωνυμία «SLENTEL LIMITED», η οποία προσαρτάται στον παρόντα ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α' στην Ελληνική και Αγγλική γλώσσα.

Κυρώνεται και αποκτά ισχύ νόμου η Σύμβαση Παραχώρησης για την αναβάθμιση, συντήρηση, διαχείριση και λειτουργία Περιφερειακών Αεροδρομίων Αιγαίου, που υπογράφτηκε στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου 2015 μεταξύ :
α) του Ελληνικού Δημοσίου,
β) της ελληνικής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Δημοσίου Α.Ε.»,
γ), της ελληνικής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «FRAPORT ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Β ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και
δ) των μετόχων της εν λόγω ανώνυμης εταιρίας, ήτοι (α) της γερμανικής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «FRAPORT AG FRANKFURT AIRPORT SERVICES WORLDWIDE» και (β) της κυπριακής εταιρίας με την επωνυμία «SLENTEL LIMITED», η οποία προσαρτάται στον παρόντα ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β' στην Ελληνική και Αγγλική γλώσσα.

1. Κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης νόμου ή κανονιστικής διάταξης τα εισπραττόμενα σχετικά με τα περιφερειακά αεροδρόμια Τέλη Εκσυγχρονισμού και Ανάπτυξης Αεροδρομίων (Τ.Ε.Α.Α.), τα οποία επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 40 του ν. 2065/1992 (Α' 113), όπως ισχύει, κατατίθενται / πιστώνονται εντός των πρώτων είκοσι (20) ημερών του μήνα που έπεται των αναχωρήσεων των επιβατών σε δεκατέσσερις (14) ειδικούς λογαριασμούς με τίτλο «Ταμείο Ανάπτυξης και Εκ-συγχρονισμού Αερολιμένα» που συμπληρώνονται με το όνομα του αντίστοιχου αερολιμένα και τηρούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος για καθένα από τα δεκατέσσερα (14) περιφερειακά αεροδρόμια των Συμβάσεων Παραχώρησης που κυρώνονται με τον παρόντα νόμο. Η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας είναι υπεύθυνη για την χρέωση των αερομεταφορέων με τα ποσά των Τ.Ε.Α.Α. που εισπράττονται από τους επιβάτες και ελέγχει την απόδοσή τους στους αντίστοιχους ειδικούς λογαριασμούς.

2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, η οποία εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ρυθμίζεται κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια αναφορικά με :
α) τη διαδικασία χρέωσης, είσπραξης και ελέγχου των Τ.Ε.Α.Α. σχετικά με τα περιφερειακά αεροδρόμια των Συμβάσεων Παραχώρησης που κυρώνονται με τον παρόντα νόμο,
β) την ανάπτυξη και λειτουργία από τους παραχωρησιούχους ηλεκτρονικής πλατφόρμας, στην οποία θα έχει πρόσβαση η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας και στην οποία οι αερομεταφορείς θα καταχωρούν αναλυτικά στοιχεία κίνησης επιβατών ανά πτήση,
γ) τη διαδικασία ενημέρωσης των αερομεταφορέων από τους παραχωρησιούχους στο τέλος κάθε μήνα για τα οφειλόμενα Τ.Ε.Α.Α.,
δ) τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των αερομεταφορέων, της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας και των παραχωρησιούχων από την 21 η και μέχρι την τελευταία ημέρα κάθε μήνα για την επίλυση σχετικών διαφορών σχετικά με τα καταβλητέα Τ.Ε.Α.Α.,
ε) τη διαδικασία διευθέτησης κάθε επόμενο μήνα των σχετικών διαφορών και επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών μέσω συμψηφισμού,
στ) τη διαδικασία ελέγχου από τους παραχωρησιούχους των στοιχείων των πτήσεων για την επαλήθευση της ακρίβειας των χορηγηθεισών από τους αερομεταφορείς κινήσεων επιβατών με τη δυνατότητα πλήρους πρόσβασης σε όλα τα στοιχεία που σχετίζονται με την άνω διαδικασία,
ζ) την επιβολή από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας τόκου υπερημερίας εις βάρος των αερομεταφορέων σε περίπτωση καθυστέρησης οφειλόμενων Τ.Ε.Α.Α.,
η) την προσκόμιση στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας εγγυητικών επιστολών από τους αερομεταφορείς ποσού ίσου με τα αναλογούντα στο μήνα με την υψηλότερη κίνηση επιβατών τέλη και τη διαδικασία κατάπτωσης αυτών από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας για ποσό ίσο με το οφειλόμενο Τ.Ε.Α.Α. μετά την πάροδο προθεσμίας που θα συμφωνείται κατά περίπτωση από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας και τους παραχωρησιούχους.

3. Τα συνολικά ποσά των εισπραχθέντων Τ.Ε.Α.Α. μεταφέρονται την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα από την πίστωση στους αναφερόμενους στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου τραπεζικούς λογαριασμούς, σε τραπεζικούς λογαριασμούς των παραχωρησιούχων, τους οποίους αυτοί υποχρεούνται προηγουμένως να κοινοποιήσουν στο Υπουργείο Οικονομικών και στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.

4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, η οποία εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ρυθμίζεται κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με τη διαδικασία μεταφοράς στους τραπεζικούς λογαριασμούς των παραχωρησιούχων των συνολικών ποσών των εισπραχθέντων Τ.Ε.Α.Α., κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του παρόντος.

Σε εφαρμογή των εγγυοδοτικών δηλώσεων του Ελληνικού Δημοσίου που περιλαμβάνονται στο άρθρο 5.2.1 (ιβ) κάθε Σύμβασης Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο και κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης νόμου, συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 82 του από 24.9/20.10.1958 β.δ. (Α' 171) και του ν. 1080/1980 (Α' 246), όπως ισχύει, δεν επιβάλλονται στους παραχωρησιούχους οποιουδήποτε είδους τέλη ή φόροι, από οποιαδήποτε δημοτική ή άλλη τοπική αρχή, για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στα έργα που θα εκτελεστούν και στις υπηρεσίες που θα παρασχεθούν στα περιφερειακά αεροδρόμια των Συμβάσεων Παραχώρησης, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των υπηρεσιών φωτισμού, ασφάλειας, καθαρισμού, αποκομιδής απορριμμάτων και αποχέτευσης, υπό την προϋπόθεση και στο βαθμό που οι υπηρεσίες αυτές πράγματι παρέχονται στους χρήστες των περιφερειακών αεροδρομίων από τους παραχωρησιούχους, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις Συμβάσεις Παραχώρησης.

Οι Αδειες που ορίζονται στα άρθρα 3 και 17.6.1. περίπτωση β' κάθε Σύμβασης Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο, οι οποίες δεν έχουν τυχόν εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, θεωρείται ότι έχουν χορηγηθεί από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων η οποία εκδίδεται κατ' εφαρμογή του άρθρου 28.12 έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο, θα ρυθμίζεται το κατώτατο όριο οφειλών προς τους παραχωρησιούχους των περιφερειακών αεροδρομίων, πέραν των οποίων θα έχουν αυτοί το δικαίωμα να ζητήσουν από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας την απαγόρευση απογείωσης οποιουδήποτε αεροσκάφους ανήκοντος σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο λόγω της μη καταβολής Αεροναυτικών Τελών, όπως ορίζονται σε έκαστη Σύμβαση Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο, καθώς και κάθε άλλο τεχνικό θέμα και λεπτομέρεια σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος αυτού.

1. Κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης νόμου, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του ν. 3511/2006 (Α' 258), όπως ισχύει, ο παραχωρησιούχος κάθε Σύμβασης Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο δύναται να παρέχει, με δικό του εξοπλισμό, μέσα και προσωπικό, υπηρεσίες πυρόσβεσης και διάσωσης στους χώρους των περιφερειακών αεροδρομίων, διατηρουμένου σε κάθε περίπτωση του δικαιώματός του να λαμβάνει υπηρεσίες πυρόσβεσης και διάσωσης από το Πυροσβεστικό Σώμα Ελλάδος.

2. Με απόφαση του Διοικητή της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, που θα εκδίδεται μετά από απλή γνώμη των αρμοδίων υπηρεσιών του Πυροσβεστικού Σώματος εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την υποβολή από τους παραχωρησιούχους προς την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας σχετικού σχεδίου ειδικού κανονισμού πυρασφάλειας, εγκρίνεται Ειδικός Κανονισμός Πυρασφάλειας, με τον οποίον θα ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, θέματα συγκρότησης ομάδων πυροπροστασίας από το προσωπικό των παραχωρησιούχων, θέματα εκπαίδευσης των ομάδων πυροπροστασίας την οποία αναλαμβάνουν είτε οι ίδιοι οι παραχωρησιούχοι είτε εξειδικευμένος ανάδοχος αυτών, η διαδικασία πιστοποίησης της αρτιότητας της εν λόγω εκπαίδευσης για τις ανάγκες παροχής των ως άνω υπηρεσιών στα περιφερειακά αεροδρόμια, τα ειδικά καθήκοντα και οι αρμοδιότητες των ομάδων πυροπροστασίας και ο τρόπος δράσης τους, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Με την άπρακτη παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, ο Ειδικός Κανονισμός Πυρασφαλείας θεωρείται εγκεκριμένος όπως υποβλήθηκε από τον παραχωρησιούχο έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης.

Για την υλοποίηση των απαλλοτριώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 14.1.7 έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης, εφαρμόζεται και ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17), όπως ισχύει.

Για τα καταστήματα πωλήσεως αφορολογήτων και αδασμολογήτων ειδών που λειτουργούν εντός των περιφερειακών αεροδρομίων κάθε Σύμβασης Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο, η επιτροπή της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του π.δ. 86/1979 (Α' 17) απαρτίζεται από τον προϊστάμενο της οικείας Τελωνειακής Αρχής, έναν υπάλληλο που ορίζεται από τον αρμόδιο Υπουργό και έναν εκπρόσωπο του παραχωρησιούχου.

Η επένδυση, που συνεπάγεται η υλοποίηση έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο και τα σχετικά κεφάλαια που θα εισαχθούν για το σκοπό αυτό από το εξωτερικό υπάγονται στις διατάξεις του ν.δ. 2687/1953 «περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού» (Α' 317) δια της εκδόσεως Προεδρικού Διατάγματος, σύμφωνα με σχετικό αίτημα του παραχωρησιούχου έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης και σε πλήρη συμμόρφωση με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας δια του παρόντος άρθρου εγκρίνει το Ανώτατο Όριο Χρεώσεων για τη Μέγιστη Μέση Απόδοση ανά Αναχωρούντα Επιβάτη, σε εφαρμογή του άρθρου 6.2.1(α)(νiii) κάθε Σύμβασης Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο, και σύμφωνα με το Άρθρο 28.4.2(α) εκάστης Σύμβασης Παραχώρησης, συμπεριλαμβανομένου του Πίνακα Β' αυτού, η οποία Μέγιστη Μέση Απόδοση ανά Αναχωρούντα Επιβάτη δεν θα υπερβαίνει το ποσό των δεκατριών (13) ευρώ.

Με την επίτευξη της Ημερομηνίας Λήξης των Επικείμενων Έργων σε κάθε περιφερειακό αεροδρόμιο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 18.9 έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο, η Μέγιστη Μέση Απόδοση Ανά Αναχωρούντα Επιβάτη ανά περιφερειακό αεροδρόμιο, όπως αυτή ορίζεται στις Συμβάσεις Παραχώρησης, θα αυξηθεί για πρώτη φορά στα ποσά που αναφέρονται στα άρθρα 28.4.3 ή/ και 28.4.4 εκάστης Σύμβασης Παραχώρησης για το αντίστοιχο περιφερειακό αεροδρόμιο. Στην περίπτωση αυτή, η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας θα εγκρίνει, με την έκδοση σχετικής πράξης του Διοικητή της που εκδίδεται μέσα σε 20 μέρες, την αύξηση, αποδεχόμενη τους υπολογισμούς σχετικά με την τιμαριθμική αναπροσαρμογή της Μέγιστης Μέσης Απόδοσης ανά Αναχωρούντα Επιβάτη που θα της υποβάλει ο παραχωρησιούχος σύμφωνα με τη διαδικασία και εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 28.4.5(β) - (ε) έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης, εκτός εάν έχει εμφιλοχωρήσει στους ως άνω υπολογισμούς μαθηματικό ή άλλο πρόδηλο σφάλμα υπολογισμού σχετικό με την τιμαριθμική αναπροσαρμογή της Μέγιστης Μέσης Απόδοσης ανά Αναχωρούντα Επιβάτη. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της ως άνω προθεσμίας από την υποβολή σε αυτήν από τον παραχωρησιούχο των σχετικών στοιχείων υπολογισμού, οι υποβληθέντες υπολογισμοί του παραχωρησιούχου θα θεωρούνται εγκεκριμένοι από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας. Σε περίπτωση μαθηματικού σφάλματος ή άλλου πρόδηλου σφάλματος στους υπολογισμούς του παραχωρησιούχου, η σχετική διαπιστωτική πράξη θα εκδίδεται εντός δέκα (10) ημερών μετά από τη διόρθωση των σφαλμάτων αυτών και την επανυποβολή των στοιχείων υπολογισμού στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.

Κατά την Ημερομηνία Έναρξης Παραχώρησης έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο, ο παραχωρησιούχος υπεισέρχεται αυτομάτως, και χωρίς να απαιτείται η συναίνεση των αντισυμβαλλομένων, στα συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις του Δημοσίου ή/ και της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας που απορρέουν από τις Μεταβιβασθείσες Συμβάσεις Αεροδρομίου, όπως αυτές ορίζονται στις Συμβάσεις Παραχώρησης. Οι συμβάσεις, στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των οποίων δεν υπεισέρχεται ο παραχωρησιούχος έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης, καταγγέλλονται από το Ελληνικό Δημόσιο με κοινοποιούμενη με δικαστικό επιμελητή προειδοποίηση δύο μηνών ή συντομότερη, όταν προβλέπεται τέτοια από το νόμο ή την όποια άλλη έχει συμβατικά μεταξύ των εν λόγω μερών συμφωνηθεί. Τυχόν δικαίωμα αποζημίωσης του αντισυμβαλλομένου ή/και είσπραξης οποιασδήποτε άλλης χρηματικής απαίτησης εκ της καταγγελθείσας συμβάσεως γεννάται αποκλειστικά και μόνο κατά του Ελληνικού Δημοσίου.

Για την περίοδο από την Ημερομηνία Έναρξης Παραχώρησης έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο μέχρι την αμέσως επόμενη 31η Οκτωβρίου και εν συνέχεια για την περίοδο από την 1η Νοεμβρίου μέχρι την 31η Οκτωβρίου του επόμενου έτους, καθώς και σε κάθε αντίστοιχη περίοδο από 1ης Νοεμβρίου μέχρι 31ης Οκτωβρίου κάθε επόμενου έτους, ο παραχωρησιούχος έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης πρέπει να αποδεικνύει στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας ότι δεν σημειώνεται υπέρβαση της Μέγιστης Μέσης Απόδοσης ανά Αναχωρούντα Επιβάτη για την αντίστοιχη περίοδο. Ο σχετικός υπολογισμός πρέπει να υποβάλλεται στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας το αργότερο έως το τέλος του Δεκεμβρίου εκάστου έτους, τροποποιουμένων αντιστοίχως των δύο πρώτων εδαφίων του άρθρου 28.4.5 (στ) έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο.

1. Το άρθρο 19.3.8 έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο τροποποιείται έτσι ώστε η αναφορά να γίνεται στο Πρωτόκολλο Οριστικής Παράδοσης αντί του εσφαλμένα αναφερομένου Πρωτοκόλλου Προσωρινής Παραλαβής.

2. Το άρθρο 6.2.1(α)(νiii) έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο τροποποιείται προς διόρθωση προδήλου σφάλματος δια της αντικατάστασης των λέξεων «το οποίο» με τις λέξεις «η οποία» και διαμορφώνεται ως εξής:
«Η ΥΠΑ θα εγκρίνει το Ανώτατο Όριο Χρεώσεων για τη Μέγιστη Μέση Απόδοση ανά Αναχωρούντα Επιβάτη σύμφωνα με το Άρθρο 28.4.2(α) συμπεριλαμβανομένου του Πίνακα Β' αυτού, η οποία δεν θα υπερβαίνει το ποσό των δεκατριών (13) ευρώ.»

3. Η πρώτη πρόταση του άρθρου 28.4.2(β)(ii) έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο τροποποιείται προς διόρθωση προδήλου σφάλματος δια της αντικατάστασης των λέξεων «το οποίο» με τις λέξεις «η οποία» και διαμορφώνεται ως εξής:
«Η ΥΠΑ, είτε κατά την ή πριν από την Ημερομηνία Έναρξης Παραχώρησης, θα εγκρίνει το Ανώτατο Όριο Χρεώσεων για τη Μέγιστη Μέση Απόδοση ανά Αναχωρούντα Επιβάτη σύμφωνα με το άρθρο 28.4.2(α) συμπεριλαμβανομένου του Πίνακα Β' αυτού, η οποία δεν θα υπερβαίνει το ποσό των δεκατριών (13) ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 6.2.1(α)(νiii).»

4. Το άρθρο 39.3.10 έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο τροποποιείται έτσι ώστε η αναφορά να γίνεται στην ορθή ΠΟΛ 1022/2012 αντί της εσφαλμένα αναφερόμενης ΠΟΛ 1022/3012.

5. Στο άρθρο 3 παράγραφος 3.1 «Ορισμοί» έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης προστίθεται ο κάτωθι νέος ορισμός ως εξής:
«Ως Κρατική Αεροπορική Αρχή νοείται η μονάδα της ΥΠΑ που είναι εγκατεστημένη σε καθένα από τα 14 παραχωρούμενα περιφερειακά αεροδρόμια και ασκεί εποπτικό και ρυθμιστικό ρόλο σε θέματα σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων του αεροπορικού δικαίου, όπως αυτοί περιγράφονται στην Ελληνική, Κοινοτική και Διεθνή Νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του αερολιμενικού ελέγχου και της συστηματικής διενέργειας επιτόπιων επιθεωρήσεων ασφαλείας και προστασίας των πτήσεων και του αερολιμένα.»

6. Στο άρθρο 3 παράγραφος 3.1 «Ορισμοί» έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης ο ορισμός των Κρατικών Υπηρεσιών τροποποιείται δια της προσθήκης της φράσης «συμπεριλαμβανομένης της Κρατικής Αεροπορική Αρχής» και διαμορφώνεται ως εξής:
«Ως Κρατικές Υπηρεσίες νοούνται ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της Κρατικής Αεροπορικής Αρχής, υπηρεσίες τελωνειακού ελέγχου και επιβολής έμμεσων φόρων κατανάλωσης, ελέγχου μετανάστευσης, αστυνομικές αρχές και εθνική φρουρά, το Πυροσβεστικό Σώμα Ελλάδος, υπηρεσίες δημόσιας υγείας, καραντίνας (ανθρώπων και ζώων), κτηνιατρικές και φυτοϋγειονομικές υπηρεσίες, μετεωρολογικές και αεροναυτιλιακές υπηρεσίες, υπηρεσίες δημόσιων ασθενοφόρων ή άλλες υπηρεσίες αντιμετώπισης έκτακτων περιστατικών και όσες άλλες υπηρεσίες ορίζει κατά καιρούς το Δημόσιο ως Κρατικές Υπηρεσίες.»

7. Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 19.3.8 έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης και πριν από τις λέξεις «Έργα Δημοσίου» προστίθεται η λέξη «εκτελούμενα» και το εδάφιο αυτό διαμορφώνεται ως εξής:
«Το Δημόσιο θα είναι υπεύθυνο για τυχόν αφανή ελαττώματα (σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία περί Έργων Δημοσίου και τη σχετική Σύμβαση Έργων Δημοσίου) που εντοπίζονται στα εκτελούμενα Έργα Δημοσίου κατά ή πριν από την έκδοση του Πρωτοκόλλου Οριστικής Παράδοσης.»

8. Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης μπορεί να επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, πλέον της κανονικής επιχορήγησης, με ποσό που ανέρχεται έως το ποσοστό 20% της ετήσιας αμοιβής που προβλέπεται από τα άρθρα 3.1 και 29.1.2 περίπτωση α' έκαστης Σύμβασης Παραχώρησης. Οι δικαιούχοι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η διαδικασία καταβολής και λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής της ως άνω διάταξης καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

 1. Καμία αξίωση δεν έχει ο Παραχωρησιούχος για κάθε ποσό που καταβλήθηκε ή έπρεπε να καταβληθεί και είναι ληξιπρόθεσμο σε σχέση με τις Μεταβιβασθείσες Συμβάσεις Αεροδρομίου μέχρι και την ημερομηνία Έναρξης Παραχώρησης, τροποποιουμένου αντιστοίχως του εδαφίου β' του άρθρου 4.9.3 της Σύμβασης Παραχώρησης.

2. Το Δημόσιο δεν θα εμποδίζεται να αναπτύσσει, κατασκευάζει ή και να παραχωρεί υποδομές και δραστηριότητες εκμετάλλευσης για την εξυπηρέτηση υδροπλάνων, τροποποιούμενης αντίστοιχα της περίπτωσης (iii) του άρθρου 4.10.3 κάθε Σύμβασης Παραχώρησης.

 Το πρώτο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 23 του ν. 4111/2013 (Α' 18) αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Ο Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας της Εταιρίας καταρτίζεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο. Μέχρι τη μεταβίβαση των μετοχών της Εταιρείας σε ιδιώτη επενδυτή και για όσο χρονικό διάστημα αυτή παραμένει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ο Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας περιλαμβάνει τουλάχιστον τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 3429/2005 (Α'314) και τίθεται σε ισχύ με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων.
O Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας της υπό αποκρατικοποίηση ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (Ε.Ε.Σ.Σ.Τ.Υ. Α.Ε.), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ με την υπ' αριθμ. Φ38/οικ.24323/2406/21.5.2013 (Β'1319) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Μεταφορών και Δικτύων, καταργείται και παύει να ισχύει από τη μεταβίβαση των μετοχών της εταιρείας σε ιδιώτη επενδυτή.
Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας και εργασιακές σχέσεις υφιστάμενες κατά το χρόνο της μεταβίβασης των μετοχών της Ε.Ε.Σ.Σ.Τ.Υ. Α.Ε. σε ιδιώτη επενδυτή διέπονται από τις διατάξεις του π.δ.178/2002 (Α' 162) και την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία.»

 1. Οι παράγραφοι 14 και 16 του άρθρου 2 του ν. 3986/2011 (Α' 152) τροποποιούνται ως εξής:
«14. Το τίμημα που εισπράττει το Ταμείο από την αξιοποίηση των περιουσιακών του στοιχείων, μεταφέρεται το αργότερο σε δέκα (10) ημέρες από την είσπραξη του, σε πίστωση του ειδικού λογαριασμού της παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 4063/2012 (Α' 71) με την ονομασία «Ελληνικό Δημόσιο (ΕΔ) Εισπράξεις και Πληρωμές για την εξυπηρέτηση του Δημοσίου χρέους», αφού αφαιρεθούν λειτουργικά έξοδα και διοικητικές δαπάνες του Ταμείου για την αξιοποίηση των περιουσιακών του στοιχείων, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στην απόφαση που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση της παραγράφου 16, και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους.
16. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Ταμείου και εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών, καθορίζονται ο ειδικότερος τρόπος προσδιορισμού και λογιστικής αποτύπωσης των λειτουργικών εξόδων και των διοικητικών δαπανών που αφαιρούνται από το τίμημα σύμφωνα με την παράγραφο 14, ο ειδικότερος τρόπος λογιστικής αποτύπωσης των εσόδων από την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων, η ειδικότερη διαδικασία μεταφοράς του τιμήματος στον ειδικό λογαριασμό, η ειδικότερη διαδικασία και ο τρόπος μεταφοράς του τιμήματος, όταν αυτό προέρχεται από αξιοποίηση περιουσιακού στοιχείου δημόσιας επιχείρησης ή εταιρείας της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Ταμείο και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των δύο προηγούμενων παραγράφων. Με την ίδια απόφαση δύναται, επίσης, να καθορίζεται το ανώτερο ποσοστό επί του εισπραχθέντος τιμήματος, κατά το οποίο αφαιρούνται δαπάνες για έργα που η ολοκλήρωσή τους δεν κατέστη εφικτή ή για έργα που είναι ακόμα σε εξέλιξη, η ειδικότερη διαδικασία τεκμηρίωσης για τη συνδρομή των ανωτέρω περιστάσεων και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.»

2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 53 του ν. 3283/2004 (Α'210) αντικαθίσταται ως εξής:
«Στις συναφθείσες συμβάσεις της παραγράφου 1, υπεισέρχεται αυτοδικαίως, από τη δημοσίευση του παρόντος η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.» (ΤΑΙΠΕΔ), η οποία κατ' αυτόν τον τρόπο καθίσταται διάδοχος του συμβαλλομένου Ελληνικού Δημοσίου, αναφορικά με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του τελευταίου, που έχουν προκύψει ή θα προκύψουν από τις εν λόγω συμβάσεις. Όπου στις συμβάσεις αυτές αναφέρεται το Δημόσιο, νοείται εφεξής το ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε., το οποίο έχει αρμοδιότητα για την κατάρτιση κάθε συναφούς εγγράφου και τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος προκύψει από την εκτέλεση και λύση των συμβάσεων ή εν γένει σχετίζεται με την πραγματοποίηση του σκοπού αυτών, συμπεριλαμβανομένης ακόμα και της λύσης και εκκαθάρισης των νομικών προσώπων που συστάθηκαν ή λειτουργούν χάριν των εν λόγω συμβάσεων. Από την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου εξαιρείται η από 1.8.2010 Σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας εταιρίας «Ολυμπιακές Αερογραμμές ΑΕ» για την παροχή υπηρεσιών CAMO, τεχνικής υποστήριξης και σχετικών διοικητικών υπηρεσιών, υπηρεσιών ασφάλισης, στάθμευσης και συντήρησης σε κατάσταση καθήλωσης των τεσσάρων αεροσκαφών τύπου AIRBUS A340-300 με αριθμούς κατασκευαστή MSN 235, 239, 280 και 292. Οποιαδήποτε δαπάνη, στην οποία θα υποβληθεί το ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε. για τη διενέργεια των προαναφερομένων πράξεών του θεωρείται συναφής με την αξιοποίηση των προαναφερθέντων αεροσκαφών και εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν.3986/2011 (Α' 152) και τις υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση αυτού.»

1. Ενόψει των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως αυτές περιλαμβάνονται στο ν. 4336/2015 (Α' 94) και με σκοπό την επίτευξη των εκεί μνημονευόμενων δημοσιονομικών στόχων, ιδρύεται ο προβλεπόμενος στις επόμενες παραγράφους μηχανισμός δημοσιονομικής προσαρμογής του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης (εφεξής «ο Μηχανισμός»).

2. Έως την 10η Μαΐου εκάστου έτους, ο Υπουργός Οικονομικών συντάσσει έκθεση, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και γνωστοποιείται στη Βουλή και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εφεξής «Έκθεση»). Η Έκθεση περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) Τυχόν αρνητική απόκλιση κατά την έννοια της παραγράφου 10 στοιχείο α' του παρόντος και το εύρος αυτής της απόκλισης, καθώς και της αναπροσαρμογής της σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 9 του παρόντος.
β) Το εφαρμοστέο από τα στοιχεία α' έως ε' της παραγράφου 3 του παρόντος.
γ) Το συνολικό ποσό, σύμφωνα με το οποίο η εκτέλεση του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης πρέπει να περιοριστεί κατά το έτος που συντάσσεται και δημοσιεύεται η έκθεση του Υπουργού Οικονομικών.
δ) Τη δημοσιονομική επίπτωση από τυχόν υστέρηση του πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) για το έτος αναφοράς, όπως αυτή προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της πρόβλεψης του πραγματικού ρυθμού ετήσιας μεγέθυνσης του ΑΕΠ, όπως περιλαμβάνεται στη Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και της Ελληνικής Δημοκρατίας και στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, όπως αποτυπώνεται στην ετήσια ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ του μήνα Μαρτίου.
ε) Το ποσό και το ποσοστό επί του ΑΕΠ των δημοσιονομικών μέτρων προσαρμογής σε καθαρή βάση, ήτοι μετά την αφαίρεση της δημοσιονομικής επίπτωσης επί των εσόδων του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με το εκάστοτε Τεχνικό Μνημόνιο Συνεργασίας (TMU).
στ) Το ύψος και το είδος των δαπανών στις οποίες θα εφαρμοστεί η δημοσιονομική προσαρμογή. Σε ειδικό παράρτημα της Έκθεσης προσδιορίζονται όλες οι κατηγορίες δαπανών του προϋπολογισμού όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης επί των οποίων εφαρμόζεται η αυτόματη δημοσιονομική προσαρμογή, καθώς επίσης και το επιβαλλόμενο ποσοστό περιορισμού δαπανών για την υλοποίηση αυτής, λαμβανομένων υπόψη των εξαιρέσεων της παραγράφου 5 της παρούσας. Η παραπάνω προσαρμογή επιβάλλεται αποκλειστικά στην περίπτωση που το προεδρικό διάταγμα του στοιχείου α' της παραγράφου 4 του παρόντος δεν εκδοθεί μέσα στην προβλεπόμενη αποκλειστική προθεσμία, οπότε και ενεργοποιείται αυτομάτως η προβλεπόμενη από το στοιχείο β' της ιδίας παραγράφου αυτοδίκαιη δημοσιονομική προσαρμογή.
Προστίθεται στην αρχή φράση «Το ύψος και το είδος των δαπανών στις οποίες θα εφαρμοστεί η δημοσιονομική προσαρμογή». Στο δεύτερο εδάφιο προστίθεται το «όλων των φορέων» πριν το «της Γενικής Κυβέρνησης» και στο τέλος του εδαφίου, προστίθεται μετά το «για την υλοποίηση αυτής» το «λαμβανομένων υπόψη των εξαιρέσεων της παρ. 5 της παρούσας».
ζ) Το ύψος και το ποσοστό επί του ΑΕΠ τυχόν μέτρων που ελήφθησαν κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, κατά τις διατάξεις του παρόντος.

3. Σε περίπτωση που στην Έκθεση διαπιστωθεί αρνητική απόκλιση, κατά την έννοια της παραγράφου 10 στοιχείο α' του παρόντος και με την επιφύλαξη της παραγράφου 9 του παρόντος, η εκτέλεση του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης περιορίζεται από την 1 η Ιουνίου του ιδίου οικονομικού έτους με αντίστοιχη μείωση των δαπανών, κατ' ανώτατο όριο σε 2% του ΑΕΠ του τρέχοντος οικονομικού έτους, σύμφωνα με τα ακόλουθα:
α) Εάν η απόκλιση είναι μικρότερη ή ίση με 0,25% του ΑΕΠ, του προηγούμενου οικονομικού έτους δεν λαμβάνονται μέτρα προσαρμογής.
β) Εάν η απόκλιση είναι από 0,26% έως και 0,75% του ΑΕΠ του προηγούμενου οικονομικού έτους, λαμβάνονται μέτρα προσαρμογής ύψους 0,5% του ΑΕΠ του τρέχοντος οικονομικού έτους.
γ) Εάν η απόκλιση είναι από 0,76% έως και 1,25% του ΑΕΠ του προηγούμενου οικονομικού έτους, λαμβάνονται μέτρα προσαρμογής ύψους 1% του ΑΕΠ του τρέχοντος οικονομικού έτους.
δ) Εάν η απόκλιση είναι από 1,26% έως και 1,75% του ΑΕΠ του προηγούμενου οικονομικού έτους, λαμβάνονται μέτρα προσαρμογής ύψους 1,5% του ΑΕΠ του τρέχοντος οικονομικού έτους.
ε) Εάν η απόκλιση είναι από 1,76% έως και 2,25% του ΑΕΠ του προηγούμενου οικονομικού έτους, λαμβάνονται μέτρα προσαρμογής ύψους 2% του ΑΕΠ του τρέχοντος οικονομικού έτους.
Ποσοστό ίσο με 10% των ετήσιων πιστώσεων του Προϋπολογισμού όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης για δαπάνες εκτός αυτών που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 5 του παρόντος δεν διατίθεται και δεν αναλαμβάνεται έως την 30ή Ιουνίου κάθε οικονομικού έτους. Η διάθεση και ανάληψη των πιστώσεων από την 1 η Ιουλίου κάθε οικονομικού έτους, τελεί υπό την προϋπόθεση μη εφαρμογής του μηχανισμού της παραγράφου 4 και με την επιφύλαξη όσων προβλεπονται στις διατάξεις του ν. 4270/2014 για την επίτευξη στοχοθεσίας και την τήρηση των ορίων δαπανών.

4. Εφόσον προκύψει αρνητική απόκλιση που απαιτεί δημοσιονομική προσαρμογή και με την επιφύλαξη της παραγράφου 9 στοιχείο α' του παρόντος τίθεται σε εφαρμογή ο Μηχανισμός, κατά παρέκκλιση κάθε ειδικής ή γενικής διάταξης, ως εξής:
α) Με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία συντάσσεται βάσει της Έκθεσης, εκδίδεται προεδρικό διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται σε αποκλειστική προθεσμία έως την 31η Μαΐου. Στο προεδρικό διάταγμα του προηγούμενου εδαφίου προσδιορίζονται αναλυτικά σύμφωνα με τα στοιχεία της Έκθεσης και τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, οι Φορείς και οι κατηγορίες δαπανών στις οποίες εφαρμόζεται η δημοσιονομική προσαρμογή, το ανώτατο όριο εκτέλεσης του προϋπολογισμού ανά φορέα Γενικής Κυβέρνησης και κατηγορία δαπανών, όλα τα αναγκαία για την επίτευξη του παραπάνω ορίου μέτρα, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια, προκειμένου να επιτευχθεί η δημοσιονομική προσαρμογή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης.
β) Εάν η προθεσμία της περίπτωσης α' της παρούσας παρέλθει άπρακτη, η καθορισμένη στην Έκθεση δημοσιονομική προσαρμογή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού όλων των Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, όπως ορίζεται αναλυτικά στα στοιχεία α' έως στ' της παραγράφου 2 του παρόντος, επέρχεται αυτοδικαίως και αυτομάτως από την 1η Ιουνίου του ιδίου έτους. Η δημοσιονομική προσαρμογή επέρχεται με μείωση ανεξαιρέτως και κατά ίσο ποσοστό, υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 10 στοιχείο β' του παρόντος, του ανώτατου ορίου εκτέλεσης του συνόλου των δαπανών των κατηγοριών του προϋπολογισμού όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, υπό την επιφύλαξη του στοιχείου γ' της παρούσας και της παραγράφου 5.
γ) Η αναπροσαρμογή του ορίου εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με τα υπό α' και β' στοιχεία, για τις κατηγορίες των ελαστικών δαπανών όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, δεν δύναται να υπερβαίνει το 5% των πιστώσεων των αντίστοιχων δαπανών, όπως αυτές έχουν εγγράφει στον προϋπολογισμό του έτους εφαρμογής του Μηχανισμού.

5. Από τη δημοσιονομική προσαρμογή της παραγράφου 4 του παρόντος εξαιρούνται οι ακόλουθες κατηγορίες δαπανών που σχετίζονται με τη βασική λειτουργία των Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, με την κοινωνική προστασία και την προστασία των δημοσίων επενδύσεων:
α) Δαπάνες απορρέουσες από αξιώσεις ιδιωτών από την εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων κατά την έννοια του άρθρου 15 του ν. 4281/2014, από τις ήδη συναφθείσες συμβάσεις μισθώσεων, από καταπτώσεις εγγυήσεων και από αμετάκλητα επιδικασθείσες απαιτήσεις εις βάρος του Δημοσίου.
β) Δαπάνες Ύδρευσης, Ηλεκτρικής Ενέργειας και Χρήσης Φυσικού Αερίου.
γ) Δαπάνες συντήρησης και επισκευής μεταφορικών μέσων ξηράς, πλωτών μέσων και αεροσκαφών.
δ) Οι δαπάνες της μείζονος κατηγορίας «Καταναλωτικές και Σύνθετες Δαπάνες» της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
ε) Το σύνολο των δαπανών υγείας.
στ) Δαπάνες για οικογενειακά επιδόματα, επιδόματα ΑμεΑ, Θέρμανσης, ανεργίας και προνοιακά επιδόματα, που καταβάλλονται μέσω Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (ΚΑΠ).
ζ) Δαπάνες για ενισχύσεις νοικοκυριών ορεινών και μειονεκτικών περιοχών, οικογενειών με χαμηλά εισοδήματα και τέκνα που φοιτούν στην υποχρεωτική εκπαίδευση ή με τέκνα που σπουδάζουν μακριά από τον τόπο κατοικίας τους.
η) Δαπάνες για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
θ) Δαπάνες για το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι».
ι) Δαπάνες σχετικές με το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων
ια) Δαπάνες σχετικές με τη διεξαγωγή και έκδοση αποτελεσμάτων του συνόλου των εξετάσεων που διενεργούνται από το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, προμήθειες κάθε είδους εξοπλισμού για τις δομές Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, δαπάνες για σχολικά βιβλία και για τη σίτιση και τη στέγαση των φοιτητών.

6. Τα προβλεπόμενα στις προηγούμενες παραγράφους μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής παραμένουν σε ισχύ για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται προκειμένου να εξασφαλιστούν οι δημοσιονομικοί στόχοι των οικονομικών ετών 2017-2019 του Μεσοπροθέσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής και του Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής, όπως περιλαμβάνεται στο ν. 4336/2015, και τουλάχιστον έως την 31η Μαΐου του έτους που έπεται της έναρξης εφαρμογής τους, οπότε και επανεξετάζονται δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος. Η προβλεπόμενη στο προηγούμενο εδάφιο διάρκεια ισχύος των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής τελεί υπό την επιφύλαξη αντικατάστασής τους σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 8 του παρόντος.

7. Οι εκ των ανωτέρω παραγράφων προκύπτοντες περιορισμοί στην εκτέλεση του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης, πλην όσων αφορούν σε λειτουργικές δαπάνες του Δημοσίου και των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, συνιστούν έκτακτη εισφορά δημοσιονομικής προσαρμογής για κάθε δικαιούχο.

8. Εφόσον επιβληθούν μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής κατά την παράγραφο 4 του παρόντος και σε αντικατάσταση αυτών δύνανται να ληφθούν μόνιμα διαρθρωτικά μέτρα, τα οποία θα ενσωματωθούν στον Προϋπολογισμό του ακόλουθου οικονομικού έτους, συμπεριλαμβανομένων μέτρων επί του σκέλους των εσόδων, κατόπιν ειδικής διαβούλευσης με τους Θεσμούς που εμπλέκονται στην υλοποίηση του Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής κατά την έννοια του ν. 4336/2015, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι εκεί προβλεπόμενοι δημοσιονομικοί στόχοι. Τα μέτρα αυτά δύνανται να επανεξετασθούν μετά τη λήξη του Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής.

9. Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες δεν ανάγονται σε ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου, η εφαρμογή του μηχανισμού δημοσιονομικής προσαρμογής δύναται να επανεξετασθεί ως εξής:
α) Σε περίπτωση φυσικών καταστροφών ή ανωτέρας βίας κατά τη διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους με δημοσιονομική επίπτωση που ξεπερνάει το 0,5% του ΑΕΠ δύναται να λάβει χώρα, κατόπιν συμφωνίας με τους Θεσμούς που εμπλέκονται στην υλοποίηση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής κατά την έννοια του ν. 4336/2015, αναστολή επιβολής ή μείωση του ύψους των μέτρων του μηχανισμού.
β) Σε περίπτωση υστέρησης του πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ του προηγούμενου έτους, που ξεπερνάει το 0,5%, κατά τους όρους της παραγράφου 2 στοιχείο δ' λαμβάνει χώρα αυτόματη προσαρμογή του μηχανισμού με αντίστοιχη μείωση του ύψους της απόκλισης που ορίζεται στην παράγραφο 3. Η μείωση θα υπολογίζεται ως το ήμισυ της διαφοράς που προκύπτει από την πρόβλεψη του πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ, όπως αποτυπώνεται στο σχετικό διάγραμμα του εκάστοτε Τεχνικού Μνημονίου Συνεργασίας (TMU) και του πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ όπως προκύπτει από την ετήσια ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ το μήνα Μάρτιο.

10. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:
α) Ως αρνητική απόκλιση νοείται η διαφορά, που διαπιστώνεται στην Έκθεση, μεταξύ του στόχου του πρωτογενούς ισοζυγίου του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτός τίθεται με βάση τις δεσμεύσεις, που περιλαμβάνονται στο ν. 4336/2015, και του αποτελέσματος της Γενικής Κυβέρνησης που πραγματοποιήθηκε στο οικονομικό έτος που προηγείται του τρέχοντος οικονομικού έτους, αφού αφαιρεθεί το ύψος τυχών μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής που επιβλήθηκαν κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, σύμφωνα με την παρούσα, διατυπωμένο σε ποσοστό επί το ΑΕΠ του προηγούμενου οικονομικού έτους. Το αποτέλεσμα ανακοινώνεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) εγγράφως στον Υπουργό Οικονομικών δυνάμει του παρόντος μέχρι την 25η Απριλίου εκάστου οικονομικού έτους. Η καθυστέρηση έκδοσης της ετήσιας Έκθεσης της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), από την οποία αντλούνται τα αναγκαία στοιχεία για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, για λόγους που ανάγονται σε αποκλειστική ευθύνη της επιφέρει ισόχρονη παράταση όλων των ανωτέρω προθεσμιών.
Η μετάβαση από τα στοιχεία που ανακοινώνονται από την Eurostat, σε όρους σύμβασης χρηματοδοτικής διευκόλυνσης γίνεται με την ενσωμάτωση των παραγόντων προσαρμογής (programme adjustors), όπως περιλαμβάνονται στο εκάστοτε ισχύον τεχνικό μνημόνιο συνεργασίας.
β) Το ποσοστό, με βάση το οποίο θα αναπροσαρμόζονται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 9 στοιχείο β' τα ανώτατα όρια εκτέλεσης των δαπανών στον προϋπολογισμό του έτους αναφοράς υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο:

Ποσοστό % Περιορισμού Εκτέλεσης Δαπανών =
[(%Δημοσιονομικής επίπτωσης τυχόν μέτρων προσαρμογής που ληφθούν + %Δημοσιονομικής Επίπτωσης των μέτρων επί των εσόδων) * ΑΕΠ του τρέχοντος έτους /
(Σύνολο εγγεγραμμένων δαπανών τρέχοντος οικονομικού έτους -Εξαιρέσεις της παρ.5 του παρόντος)]*100

1. Στο εδάφιο β' της παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 4387/2016 (Α' 85) μετά τη λέξη «τριετίας» προστίθενται οι λέξεις «και υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1Α του άρθρου αυτού.»

2. Στο άρθρο 39 παράγραφος 3 του ν. 4387/2016 (Α' 85), μετά το τέλος του δευτέρου εδαφίου προστίθεται η φράση:
«Το υπόλοιπο της διαφοράς που προκύπτει από την καταβολή της μειωμένης, κατά το προηγούμενο εδάφιο της παραγράφου αυτής, εισφοράς σε σχέση με την προβλεπόμενη στο πρώτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου αποτελεί ασφαλιστική οφειλή η οποία εξοφλείται σύμφωνα με την παράγραφο 2.»

3. Στο άρθρο 41 παρ. 3 εδάφιο 1, μετά τις λέξεις «νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου,» προστίθενται οι λέξεις «για τα πέντε (5) πρώτα έτη ασφάλισης».
Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 41 προστίθεται η φράση:
«Το υπόλοιπο της διαφοράς που προκύπτει από την καταβολή της μειωμένης, κατά τα προηγούμενα εδάφια, εισφοράς σε σχέση με την προβλεπόμενη στην παράγραφο 2, αποτελεί ασφαλιστική οφειλή η οποία εξοφλείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 39.»

4. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 4387/2016 (Α' 85) προστίθεται η φράση:
«Το εν λόγω μητρώο τηρείται στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων.».

5. Στην παρ. 2 του άρθρου 45 του ν. 4387/2016 (Α' 85) διαγράφονται οι λέξεις: «ο υπεύθυνος φορέας λειτουργίας».

6. Στο άρθρο 52 παρ. 2 περίπτωση α' εδάφιο πρώτο του ν. 4387/2016 (Α' 85) οι λέξεις «μεταξύ άλλων» απαλείφονται και μετά τη λέξη «ενδικοφανών» προστίθεται η φράση «και εν γένει διοικητικών προσφυγών».

7. Η παρ. 3 του άρθρου 54 του ν. 4387/2016 (Α' 85) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που θα εκδοθεί μέχρι 31.7.2016 καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την ενοποίηση εντός της φορολογικής διοίκησης της είσπραξης ασφαλιστικών εισφορών και φορολογικών οφειλών. Η εν λόγω ενοποίηση θα ολοκληρωθεί το αργότερο μέχρι 31.12.2017.»

8. Στο άρθρο 71 του ν. 4387/2016 (α' 85) προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:
«Μέχρι την 1.3.2017 προσδιορίζεται ο αναγκαίος αριθμός του προσωπικού για τη λειτουργία του Ε.Φ. Κ. Α.. Τυχόν πλεονάζον προσωπικό μεταφέρεται μέχρι την 1.4.2017 με την ίδια εργασιακή σχέση, οργανική θέση, βαθμό και μισθολογικό κλιμάκιο, στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ή σε άλλους φορείς εποπτείας του Υπουργείου, ή στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν κατά προτεραιότητα ανάγκες σχετικές με την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής, συνεκτιμωμένων της φύσης και του μεγέθους των προς κάλυψη αναγκών κάθε φορέα.»

9. Η περίπτωση δ' της παρ. 11 του άρθρου 46 του ν. 4052/2012, η οποία προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4387/2016 (Α' 85), αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι ανωτέρω τοποθετούμενοι, σύμφωνα με τις περιπτώσεις β' και γ' ασκούν τα καθήκοντά τους, μέχρι την επιλογή νέων προϊσταμένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4369/2016 (Α' 33).»

10. Στο άρθρο 94 παρ. 4 του ν. 4387/2016 (Α' 85) τα εδάφια 3 και 4 αντικαθίστανται ως εξής:
«Για τους ασφαλισμένους, οι οποίοι έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υπάγονταν στην ασφάλιση του ΤΣΜΕΔΕ και κατέβαλλαν εισφορές υπέρ της Ειδικής Προσαύξησης, η επιπλέον παροχή θα υπολογίζεται, για κάθε έτος καταβολής επιπλέον εισφοράς, με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για κάθε ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτήν την περίπτωση θα προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς. Οι διατάξεις των άρθρων 8,14, 28 και 33 εφαρμόζονται αναλόγως.»

11. Στο άρθρο 94 παρ. 5 του ν. 4387/2016 (Α' 85) τα εδάφια 2 και 3 αντικαθίστανται ως εξής:
«Για τους ασφαλισμένους που προέρχονται από το ΤΣΑΥ και έχουν υπαχθεί προαιρετικά στην ασφάλιση του Κλάδου Μονοσυνταξιούχων, η επιπλέον παροχή θα υπολογίζεται, για κάθε έτος καταβολής επιπλέον εισφοράς, με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για κάθε ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτήν την περίπτωση θα προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς. Οι διατάξεις των άρθρων 28 και 33 εφαρμόζονται αναλόγως.»

12. Στο άρθρο 101 παρ. 2 περίπτωση β' στο τέλος του δεύτερου εδαφίου η φράση «σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.» αντικαθίσταται με τη φράση «σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4369/2016 (Α' 33).»

13. Το άρθρο 105 του ν. 4387/2016 (Α' 85) καταργείται.

1. Τίθεται σε βαθμιαία εθνική εφαρμογή Πρόγραμμα υπό τον τίτλο «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης» (εφεξής Πρόγραμμα) εντός του Ιουλίου 2016 σε τριάντα (30) μικρούς και μεσαίους Δήμους, οι οποίοι θα οριστούν, βάσει πληθυσμιακών κριτηρίων και δεικτών φτώχειας και ανεργίας, με την κοινή υπουργική απόφαση της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου. Η πρώτη φάση του ως άνω Προγράμματος λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2016.
Το Πρόγραμμα είναι αμιγώς προνοιακού χαρακτήρα, απευθύνεται σε νοικοκυριά, που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και λειτουργεί κατά τρόπο συμπληρωματικό στο πλαίσιο εφαρμογής δημόσιων πολιτικών καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Το Πρόγραμμα περιλαμβάνει τρεις (3) πυλώνες: ήτοι (α) εισοδηματική ενίσχυση, (β) πρόσβαση και διασύνδεση σε συμπληρωματικές κοινωνικές παροχές και υπηρεσίες, κατά περίπτωση και αναλόγως των αναγκών των δικαιούχων, και (γ) υπηρεσίες ενεργοποίησης και προώθησης των δικαιούχων του Προγράμματος σε δράσεις, όπως κάλυψη προτεινόμενης θέσης εργασίας, συμμετοχή σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και εμπειρίας και επιστροφή στο εκπαιδευτικό σύστημα.

2. Ως Ωφελούμενες Μονάδες ορίζονται οι κάτωθι κατηγορίες: 
α. Μονοπρόσωπο νοικοκυριό: κάθε ενήλικο άτομο, το οποίο διαμένει μόνο του σε κατοικία και δεν εμπίπτει στην κατηγορία ενηλίκων έως 25 ετών, που φοιτούν σε πανεπιστημιακές σχολές ήσχολεία ή ινστιτούτα επαγγελματικής εκπαίδευσης ή κατάρτισης της ημεδαπής ή αλλοδαπής. 
β. Πολυπρόσωπο νοικοκυριό: όλα τα άτομα, τα οποία διαμένουν κάτω από την ίδια στέγη. Δύναται να απαρτίζεται και από φιλοξενούμενα άτομα ή φιλοξενούμενη οικογένεια, υπό την προϋπόθεση ότι η φιλοξενία έχει δηλωθεί στην τελευταία εκκαθαρισμένη φορολογική δήλωση. Στο πολυπρόσωπο νοικοκυριό εντάσσονται και τα ενήλικα τέκνα έως 25 ετών που φοιτούν σε πανεπιστημιακές σχολές ή σχολεία ή ινστιτούτα επαγγελματικής εκπαίδευσης ή κατάρτισης, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής τους. 
γ. Αστεγοι: όσοι διαβιούν στο δρόμο ή σε ακατάλληλα καταλύματα, με την προϋπόθεση ότι έχουν καταγραφεί από τις κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων ή κάνουν χρήση των υπηρεσιών Ανοικτών Κέντρων Ημέρας Αστέγων, που λειτουργούν στους Δήμους. 
Ως Ανήλικα μέλη ορίζονται τα μέλη της ωφελούμενης μονάδας έως δεκαοκτώ (18) ετών. 
Ως Εισοδηματική Ενίσχυση ορίζεται η διαφορά μεταξύ του Εγγυημένου Ποσού και του εισοδήματος, όπως αυτό υπολογίζεται στο πλαίσιο του Προγράμματος του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης για τους σκοπούς της επιλεξιμότητας, διαιρούμενου δια του αριθμού των μηνών που αυτό αφορά, δηλαδή δια του έξι (6). 
ε. Ως Εγγυημένο Ποσό ορίζεται το ποσό, που εγγυάται το πρόγραμμα για κάθε νοικοκυριό, ανάλογα με τον αριθμό και την ηλικία των μελών του, μετά και την καταβολή της εισοδηματικής ενίσχυσης του Κ.Ε.Α. 
Ως Κατώφλι Εισοδήματος ορίζεται το εισοδηματικό κριτήριο για ένταξη στο Πρόγραμμα και ισούται με το Εγγυημένο Ποσό. 
Ως Δηλούμενο Εισόδημα ορίζεται το δηλούμενο από τους αιτούντες συνολικό εισόδημα από κάθε πηγή ημεδαπής και αλλοδαπής προέλευσης - προ φόρων, μετά την αφαίρεση των εισφορών για κοινωνική ασφάλιση - που έλαβαν όλα τα μέλη της ωφελούμενης μονάδας τους τελευταίους έξι (6) μήνες πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής στο Πρόγραμμα του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης. Στο συνολικό δηλωθέν εισόδημα συμπεριλαμβάνεται και το σύνολο των επιδομάτων και άλλων ενισχύσεων, καθώς και το απαλλασσόμενο εισόδημα ή το φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα, με τις εξαιρέσεις, όπως διαλαμβάνονται στο παρακάτω εδάφιο. 
Στο δηλούμενο εισόδημα δεν περιλαμβάνονται το επίδομα αναδοχής της διάταξης του άρθρου 9 του ν. 2082/1992 (Α' 158), το επίδομα των απροστάτευτων τέκνων, καθώς και τα μη ανταποδοτικά επιδόματα αναπηρίας, που χορηγούνται από το κράτος. 
Ως μη δυνάμενοι για εργασία θεωρούνται οι δικαιούχοι του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, που εμπίπτουν στις κάτωθι κατηγορίες: 
α. Ατομα με Αναπηρία (ΑμεΑ), τα οποία σύμφωνα με τη γνωμάτευση της Επιτροπής Πιστοποίησης Αναπηρίας έχουν κριθεί «ανίκανα για εργασία». Σε περίπτωση που άτομο με αναπηρία δεν έχει την ως άνω γνωμάτευση, αλλά ισχυρίζεται ότι είναι ανίκανο για εργασία, προσκομίζει σχετική υπεύθυνη δήλωση και πιστοποιητικό του ποσοστού αναπηρίας από την Επιτροπή Πιστοποίησης Αναπηρίας. 
β. Φοιτητές πλήρους απασχόλησης, μαθητευόμενοι των επαγγελματικών σχολών ή όσοι εξασκούνται πρακτικά στο πλαίσιο επαγγελματικού εκπαιδευτικού προγράμματος χωρίς εργασιακή σχέση. 
γ.... 
Ως δυνάμενοι για εργασία νοούνται οι δικαιούχοι του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης ηλικίας δεκαοκτώ (18) έως εξήντα πέντε (65) ετών, που δεν υπάγονται στις ως άνω κατηγορίες, όπως διαλαμβάνονται στο προηγούμενο εδάφιο. 

3. Αρμόδιες υπηρεσίες για την υλοποίηση του Κ. Ε. Α. είναι οι εξής:
α. η Διεύθυνση Καταπολέμησης της Φτώχειας της Γενικής Διεύθυνσης Πρόνοιας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,
β. η Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης και Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,
γ. η 24η Διεύθυνση Λογαριασμών του Δημοσίου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.),
δ. η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) του Υπουργείου Οικονομικών,
ε. η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών,
στ. η Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης (Η.ΔΙ.Κ.Α. Α.Ε.), του ν. 3607/2007 (Α' 245),
ζ. οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α' Βαθμού (Δήμοι),
η. τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.), 
θ. το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (Ε.Ι.Ε.Α.Δ.) του άρθρου 88 του ν. 3996/2011 (Α' 170),
ι. ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.),
ια. το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.)
Η διαχείριση των δαπανών, που θα διατεθούν για την Τεχνική Συνδρομή της πρώτης φάσης υλοποίησης του Προγράμματος «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης», δύναται να ανατεθεί από το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης σε φορέα/εις υλοποίησης, κατόπιν σύναψης προγραμματικής/ών σύμβασης/εων.

4. Το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης είναι αφορολόγητο, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε κράτηση, δεν κατάσχεται ούτε συμψηφίζεται με ήδη βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο ή πιστωτικά ιδρύματα και δεν υπολογίζεται στα εισοδηματικά όρια για την καταβολή οποιοσδήποτε άλλης παροχής κοινωνικού ή προνοιακού χαρακτήρα.
Οι άστεγοι, όπως ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος, εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής του προβλεπόμενου από την κείμενη νομοθεσία προστίμου για εκπρόθεσμη υποβολή Ε1.

5. Υπό την επιφύλαξη αυστηρότερων ποινών, που προβλέπονται στην κείμενη ποινική νομοθεσία, σε περίπτωση δήλωσης από τον αιτούντα ψευδών στοιχείων ή απόκρυψης αληθινών στην αίτηση ένταξης του στο Κ.Ε.Α., με σκοπό τον προσπορισμό περιουσιακού οφέλους στον ίδιο ή σε τρίτο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 1599/1986 (Α' 75).
Σε κάθε περίπτωση, μετά από αυτεπάγγελτη ή κατόπιν αναφοράς έρευνα, η Γενική Διεύθυνση Πρόνοιας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης αποστέλλει τα σχετικά στοιχεία στον αρμόδιο εισαγγελέα για την εξέταση των ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών των υπευθύνων.

6. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζονται ο καθορισμός των δικαιούχων, βάσει κριτηρίων εισοδήματος, περιουσίας και διαμονής, η βάση και ο τρόπος υπολογισμού, καθώς και το ύψος του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης για κάθε ωφελούμενη μονάδα, οι αρμοδιότητες των οργάνων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου για την υλοποίηση του Προγράμματος, οι εξαιρέσεις υπαγωγής στο Πρόγραμμα, οι υποχρεώσεις των δικαιούχων, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής της εισοδηματικής ενίσχυσης, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και η διαδικασία ένταξης στο Πρόγραμμα, οι προϋποθέσεις αναστολής και διακοπής της καταβολής του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης και οι επιπτώσεις αυτών, η επιλογή των Δήμων εφαρμογής του Προγράμματος, οι όροι και οι προϋποθέσεις της διοικητικής διαδικασίας επίλυσης των σχετικών διαφορών, όπως η φύση της προσβαλλόμενης πράξης, οι προθεσμίες κατάθεσης και απόφανσης επί της ένστασης και το αρμόδιο όργανο εξέτασης, η συγκρότηση του οποίου θα γίνει με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και κάθε άλλο ζήτημα λεπτομερειακού ή τεχνικού χαρακτήρα του παρόντος άρθρου.

7. Στο άρθρο 92 του ν. 4387/2016 (Α' 85) μετά την παράγραφο 7, προστίθενται δύο νέες παράγραφοι 8 και 9 ως εξής:
«8. Η παρ. 3 του άρθρου 19 του ν. 1902/1990 (Α' 138) όπως ισχύει, εφαρμόζεται και σε όσους παύουν να είναι δικαιούχοι του Ε.Κ.Α.Σ. σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος μέχρι την οριστική κατάργησή του.
9. Η επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος τμήματος ή συνόλου Ε. Κ. Α.Σ. γίνεται με συμψηφιστικό επανυπολογισμό της σύνταξης του δικαιούχου σε δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις. Σε περίπτωση που το ποσό της μηνιαίας δόσης υπερβαίνει τα τριάντα (30) ευρώ, το υπερβάλλον ποσό επιστρέφεται συμφηφιζόμενο με τη σύνταξη σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις μέχρι το Δεκέμβριο του 2018.»
Οι παλαιές παράγραφοι 8 και 9 αναριθμούνται σε 10 και 11 αντίστοιχα.

Αναστέλλεται από 1.1.2017 μέχρι 31.12.2018 κάθε μισθολογική ωρίμανση και μισθολογική προαγωγή των λειτουργών και υπαλλήλων που αμείβονται με ειδικά μισθολόγια και αναφέρονται στις διατάξεις των περιπτώσεων 13 έως 36 της Υποπαραγράφου Γ1 της Παραγράφου Γ' του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α' 222).
Η ως άνω διάταξη δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που τα εμπλεκόμενα υπουργεία προσδιορίσουν δημοσιονομικές παρεμβάσεις ισοδύναμης καθαρής εξοικονόμησης δαπανών μόνιμου χαρακτήρα, οι οποίες θα εξειδικευθούν και νομοθετηθούν μέχρι 30.9.2016 και θα τεθούν σε εφαρμογή από την 1.1.2017.

Η παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 4111/2013 αντικαθίσταται, από την έναρξη ισχύος του, ως εξής:
«4. Από 1.1.2013 όλες οι πράξεις του κλάδου συντήρησης τροχαίου υλικού που εισφέρεται θεωρούνται ότι γίνονται για λογαριασμό της Εταιρείας και τα ποσά αυτών μεταφέρονται με συγκεντρωτική εγγραφή στα βιβλία της. Υποχρεώσεις του ΟΣΕ Α.Ε. οι οποίες απορρέουν από τον κλάδο συντήρησης τροχαίου υλικού του ΟΣΕ Α.Ε. και οι οποίες έχουν γεννηθεί πριν την ημερομηνία μετασχηματισμού που ορίζεται στην παρ. 1 του παρόντος δεν μεταβιβάζονται στην Εταιρεία. Ο ΟΣΕ Α.Ε. παραμένει αποκλειστικά υπεύθυνος για απαιτήσεις ή αξιώσεις του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν αξιώσεων ή διοικητικών κυρώσεων και προστίμων επιβαλλομένων λόγω παραβάσεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, οι οποίες προκύπτουν από την επιχειρηματική λειτουργία και δραστηριότητα του κλάδου συντήρησης τροχαίου υλικού του ΟΣΕ Α.Ε. μέχρι τις 31.12.2012. Για τις εν λόγω απαιτήσεις ή αξιώσεις, η Εταιρεία δεν φέρει καμία ευθύνη.
Δίκες ή διοικητικές διαδικασίες οι οποίες αφορούν στην επιχειρηματική λειτουργία και δραστηριότητα του κλάδου συντήρησης τροχαίου υλικού και οι οποίες εκκρεμούν κατά την ημερομηνία μετασχηματισμού που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος ή ανοίγονται μετά την ημερομηνία αυτή αλλά αφορούν σε γεννημένες μέχρι τις 31.12.2012 απαιτήσεις ή αξιώσεις κατά του ΟΣΕ Α.Ε. διεξάγονται ή, κατά περίπτωση διενεργούνται, αποκλειστικά από τον ΟΣΕ Α. Ε..
Επί της προβλεπόμενης στο παρόν άρθρο εισφοράς του κλάδου συντήρησης τροχαίου υλικού του ΟΣΕ Α.Ε. στην Εταιρεία δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 479 του Αστικού Κώδικα.
Οι πάσης φύσεως διοικητικές άδειες που κατέχει ο ΟΣΕ Α.Ε. και οι οποίες είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του κλάδου συντήρησης τροχαίου υλικού, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση στην Εταιρεία με τη δημοσίευση της κοινής υπουργικής απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος.»

1. Τα άρθρα 14 έως και 33 του ν. 4269/2014 (Α' 142) καταργούνται. Από την κατάργηση των ανωτέρω διατάξεων και μέχρι την έκδοση του π.δ. που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 1561/1985 (Α' 148), εφαρμόζεται το από 23.2/6.3.1987 π.δ. «Κατηγορίες και περιεχόμενο χρήσεων γης» (Δ' 166).

2. Εκκρεμείς διαδικασίες σχεδιασμού χωροταξικού - πολεοδομικού επιπέδου οι μελέτες των οποίων εκπονήθηκαν με εφαρμογή των διατάξεων του Κεφαλαίου Β' του ν. 4269/2014 ολοκληρώνονται σύμφωνα με αυτές, εφόσον κατά το χρόνο θέσης σε ισχύ της παρούσας διάταξης, έχει υποβληθεί πλήρης φάκελος στην αρμόδια υπηρεσία. Οι ενδιαφερόμενοι του προηγούμενου εδαφίου με αίτησή τους στην αρμόδια υπηρεσία μπορούν να εξαιρεθούν από την εφαρμογή της παρούσας μεταβατικής διάταξης.

Στο άρθρο 6 του ν. 4387/2016 (Α' 85) προστίθεται παράγραφος 5, ως ακολούθως:
«5. Ειδικά οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 του άρθρου 33 του ν. 4386/2016 (Α' 83) και η πράξη συνταξιοδότησής τους εκδίδεται την επομένη της λήξης του σχολικού έτους 2015-2016, δεν υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου και ο χρόνος παραμονής τους στην υπηρεσία λογίζεται ως συντάξιμος. Καταληκτική ημερομηνία του δικαιώματος ανάκλησης των αιτήσεων παραίτησης των εκπαιδευτικών του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται η 3η.6.2016».

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του.

Ευρετήριο τουριστικής νομοθεσίας

Δείτε αναλυτικά τον οδηγό τουριστικής νομοθεσίας ανά κλάδο

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος 2021

Δείτε αναλυτικά όλες τις κλίμακες φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν για το φορολογικό έτος 2021