ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3190/1955 Περί Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης

Τελευταία ενημέρωση σύμφωνα με τον Ν.4601/09-03-2019
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 91
16 Απριλίου 1955
Νόμος υπ΄ αριθμ. 3190
Περί Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης.

ΠΑΥΛΟΣ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, αποφασίζομεν και διατάσσομεν:

1. Επί της εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης διά τας εταιρικάς υποχρεώσεις ευθύνεται μόνον η εταιρεία διά της περιουσίας αυτής.

2. Τα εταιρικά μερίδια δεν δύνανται να παρασταθώσι διά μετοχών.

1. Η επωνυμία της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σχηματίζεται είτε από το όνομα ενός ή περισσότερων εταίρων είτε από το αντικείμενο της δραστηριότητας που ασκεί είτε από άλλες λεκτικές ενδείξεις. Η επωνυμία της εταιρείας μπορεί να αποδίδεται ολόκληρη ή εν μέρει με λατινικούς χαρακτήρες.

2. Στην επωνυμία της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης πρέπει να περιέχονται σε κάθε περίπτωση ολογράφως οι λέξεις «Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης» ή το ακρωνύμιο «Ε.Π.Ε.». Για τις διεθνείς συναλλαγές, οι ανωτέρω λέξεις εκφράζονται ως «Limited Liability Company» και το ακρωνύμιο ως «L.L.C.» ή «LTD».

3. Αν η εταιρεία είναι μονοπρόσωπη, στην επωνυμία πρέπει να περιέχονται οι λέξεις «Μονοπρόσωπη Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης» ή «Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε.». Για τις διεθνείς συναλλαγές, οι ανωτέρω λέξεις εκφράζονται ως «Single Member Limited Liability Company» ή «Single Member L.L.C.» ή «Single Member LTD».

1. Η Εταιρεία περιωρισμένης ευθύνης είναι εμπορική και αν ο σκοπός αύτης δεν είναι εμπορική επιχείρησις.

2. Απογορεύεται εις τας εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης η άσκησις επιχειρήσεων δι΄ ας έχει ορισθή υπό του νόμου έτερος αποκλειστικώς εταιρικός τύπος.

1. Το κεφάλαιο της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης καθορίζεται από τους εταίρους χωρίς περιορισμό. Σχηματίζεται είτε από μετρητά είτε από εισφορές σε είδος, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 5.

2. Κάθε εταίρος μετέχει στην εταιρεία μόνον με μία μερίδα συμμετοχής και με περισσότερα εταιρικά μερίδια, τα οποία αποτελούν την μερίδα συμμετοχής του, αν η εισφορά του είναι πολλαπλάσια του ελάχιστου ποσού της μερίδας συμμετοχής σύμφωνα με το καταστατικό. Τα εταιρικά μερίδια έχουν ονομαστική αξία ενός (1) τουλάχιστον ευρώ. Η ονομαστική αξία είναι ίση για όλα τα εταιρικά μερίδια.

3. Για τις εισφορές σε είδος εάν η αποτίμηση της εισφοράς είναι κατώτερη της οριζόμενης στο καταστατικό ή πολλαπλάσιου αυτής συμπληρώνεται με ευρώ μέχρι τα ποσά αυτά.

4. Σε περίπτωση αύξησης ή μείωσης του εταιρικού κεφαλαίου, αυξάνονται ή μειώνονται αναλόγως τα ποσά των παραγράφων 2 και 3.

5. Σε κάθε έντυπο της εταιρείας υποχρεωτικά αναφέρονται η επωνυμία, το εταιρικό κεφάλαιο, ο αριθμός Γ.Ε.ΜΗ., η έδρα της εταιρείας, καθώς και αν βρίσκεται υπό εκκαθάριση.

1. Οι εισφορές σε είδος επιτρέπονται, μόνο αν το εισφερόμενο στοιχείο αποτελεί περιουσιακό αγαθό το οποίο είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης.

2. Η αποτίμησις της αξίας των εις είδος εισφορών κατά την σύστασιν της εταιρείας, ως και κατά πάσαν αύξησιν του κεφαλαίου αυτής γίνεται κατά τας διατάξεις του νόμου 2190 "περί Ανωνύμων Εταιρειών", ως ούτος ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, αναλόγως εφαρμοζομένας.

3. Η διάταξις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και προκειμένου περί κτήσεως υπό της εταιρείας, επί σκοπώ παγίας εκμεταλλεύσεως, ακινήτων ή αλλων αντικειμένων, εφόσον οι μεταβιβάζοντες είναι εταίροι ή διαχειρισταί ή συγγενείς αυτών μέχρι και του δευτέρου βαθμού. Εν περιπτώσει μη τηρήσεως της διατάξεων ταύτης η σύμβασις είναι ως προς την εταιρείαν άκυρος.

1. Η εταιρική σύμβαση καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με πρότυπο καταστατικό, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 4441/2016 (Α'227) και την υπ' αριθμ. 31637/2017 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης (Β' 928).

2. Η εταιρική σύμβαση πρέπει να περιέχει:
α) το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, το επάγγελμα, τη διεύθυνση κατοικίας, την ηλεκτρονική διεύθυνση, τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) και τον αριθμό δελτίου ταυτότητας (Α.Δ.Τ.) ή διαβατηρίου των εταίρων,
β) την εταιρική επωνυμία,
γ) την ιδιότητα της εταιρείας ως περιορισμένης ευθύνης,
δ) την έδρα της εταιρείας. Ως έδρα ορίζεται δήμος της ελληνικής επικράτειας,
ε) το σκοπό της εταιρείας,
στ) τη διάρκεια της εταιρείας. Η διάρκεια της εταιρείας είναι ορισμένου χρόνου και ορίζεται σε έτη,
ζ) το κεφάλαιο της εταιρείας, τη μερίδα συμμετοχής, τα περισσότερα εταιρικά μερίδια κάθε εταίρου και βεβαίωση των ιδρυτών για την καταβολή του κεφαλαίου,
η) το αντικείμενο των εισφορών σε είδος, την αποτίμηση αυτών και το όνομα του εισφέροντος, καθώς και το σύνολο της αξίας των εισφορών σε είδος,
θ) τον τρόπο διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρείας.

3. Συμφωνίαι μεταξύ των εταίρων περί συμπληρωματικών εισφορών, περί άλλων παρεπομένων παροχών αυτών μη αποτελουσών εισφοράς εις χρήμα ή εις είδος κατά το άρθρον 5 παρ. 1 του παρόντος νόμου, περί απαγορεύσεως εις τους εταίρους του ανταγωνισμού, περί απαγορεύσεως της μεταβιβάσεως ή της μεταβιβάσεως υπό ωρισμένας προϋποθέσεις του εταιρικού μεριδίου, περί εξόδου των εταίρων, περί λύσεως της εταιρείας δια λόγον μη προβλεπόμενον υπό του νόμου, είναι ισχυραί εφόσον περιελήφθησαν εις το συστατικόν της εταιρείας έγγραφον. Δύναται επίσης να περιληφθώσιν εις το καταστατικόν διατάξεις περί ελέγχου της διαχειρίσεως.

4. Η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης αποκτά νομική προσωπικότητα με την εγγραφή της στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 3419/2005 (Α' 297).

1. Η Εταιρία κηρύσσεται άκυρη με δικαστική απόφαση μόνον αν:
α) έχει συσταθεί κατά παράβαση της παραγράφου 1 και των περιπτώσεων β', ε', ζ' και η' της παραγράφου 2 του άρθρου 6.
β) Ο σκοπός της είναι παράνομος ή αντίκειται στη δημόσια τάξη, και
γ) όλοι οι ιδρυτές, όταν υπογράφτηκε η εταιρική σύμβαση, δεν είχαν την ικανότητα για δικαιοπραξία.

2. Η αγωγή ασκείται από κάθε πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον και απευθύνεται κατά της Εταιρίας. Το Δικαστήριο που απαγγέλει την ακυρότητα διορίζει με την ίδια απόφαση και τους εκκαθαριστές.

3. Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα της εταιρείας υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8. Η απόφαση αυτή αντιτάσσεται προς τρίτους, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 3419/2005. Τριτανακοπή μπορεί να ασκηθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από την υποβολή της απόφασης στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8.

4. Οι λόγοι ακυρότητας που αναφέρονται στην παράβαση των διατάξεων για την επωνυμία και το σκοπό της Εταιρίας θεραπεύονται αν, μετά από συμφωνία όλων των εταίρων, συμπληρωθεί η εταιρική σύμβαση με συμβολαιογραφική, πράξη και υποβληθεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8.

5. Πράξεις που πραγματοποιήθηκαν στο όνομα της άκυρης Εταιρείας παραμένουν ισχυρές. Οι εταίροι πού είναι υπαίτιοι για την ακυρότητα ευθύνονται απεριόριστα και σε ολόκληρο απέναντι στους αναίτιους εταίρους και στους τρίτους για κάθε ζημία που προέκυψε από την ακυρότητα.

1. Για τα στοιχεία και τις πράξεις της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης για τα οποία προβλέπεται υποχρέωση δημοσιότητας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 3419/2005.

2. Για τα αποτελέσματα της εγγραφής της εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ. και των καταχωρίσεων σε αυτό ισχύουν τα άρθρα 15 και 16 του ν. 3419/2005.

1. Η Εταιρεία δεν μπορεί να αντιτάξει στους τρίτους τις πράξεις ή τα στοιχεία για τα οποία δεν τηρήθηκε η δημοσίευση που προβλέπει η παραγρ.2 του άρθρου 8, εκτός αν αποδείξει ότι οι τρίτοι τα γνώριζαν. Πράξεις ή στοιχεία που έχουν δημοσιευθεί δεν αντιτάσσονται στους τρίτους πριν περάσουν δέκα πέντε (15) ημέρες από τη δημοσίευση, εφόσον οι τρίτοι αποδεικνύουν ότι δεν ήταν δυνατόν να τα γνωρίζουν.

2. Οι τρίτοι μπορούν να επικαλούνται πράξεις ή στοιχεία, για τα οποία δεν ολοκληρώθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8, εκτός εάν η έλλειψη δημοσιότητας τα καθιστά ανίσχυρα.

3. Τα κείμενα που υποβάλλονται για δημοσίευση στο τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβέρνησης, πρέπει απαραίτητα να έχουν θεωρηθεί από τον αρμόδιο Γραμματέα Πρωτοδικών.
Σε περίπτωση ασυμφωνίας του κειμένου που δημοσιεύθηκε στο Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβέρνησης με το περιεχόμενο της πράξης ή του στοιχείου που έχει καταχωρηθεί στο Μητρώο Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης, η Εταιρεία δεν μπορεί να αντιτάξει στους τρίτους το περιεχόμενο του κειμένου που δημοσιεύτηκε. Οι τρίτοι μπορούν να το επικαλεστούν, εκτός αν η Εταιρεία αποδείξει ότι γνώριζαν το κείμενο που έχει καταχωρηθεί στο Μητρώο.

1. Μόνον από της συντελέσεως των εν τω προηγουμένω αρθρ. 8 διατυπώσεων η εταιρεία κτάται νομικήν προσωπικότητα.

2. Οι επ' ονόματι της εταιρείας, προ της κατά το άρθρον 8 δημοσιεύσεως συμβληθέντες ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον. Ευθύνεται όμως μόνη η εταιρεία, δια τα ρητώς επ' ονόματι αυτής προ του χρόνου τούτου γενομένας πράξεις, εάν, εντός τριών μηνών από της δημοσιεύσεως ταύτης, ανελήφθησαν υπ' αυτής αι εντεύθεν υποχρεώσεις.

3. Πριν από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων του άρθρου 8, κανείς εταίρος δεν μπορεί να υπαναχωρήσει από την εταιρική σύμβαση. Ο θάνατος, η πτώχευση ή η απαγόρευση εταίρου δεν αποτελεί κώλυμα για την ολοκλήρωση των διατυπώσεων αυτών.

1. Αι αποφάσεις των εταίρων λαμβάνονται εν συνελεύσει.

2. Η συνέλευση συγκαλείται υποχρεωτικά μία (1) τουλάχιστον φορά κάθε έτος το αργότερο έως τη δεκάτη (10η) ημερολογιακή ημέρα του ένατου μήνα μετά τη λήξη της εταιρικής χρήσης. Αν η συνέλευση δεν συγκληθεί από τους διαχειριστές μέσα στην ανωτέρω προθεσμία, η σύγκληση γίνεται από οποιονδήποτε εταίρο, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 11.

3. Η σύγκληση της συνέλευσης γίνεται από το διαχειριστή, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού, σε κάθε περίπτωση πριν από οκτώ (8) τουλάχιστον μέρες. Η ημέρα της σύγκλησης και η ημέρα της συνέλευσης δεν υπολογίζονται στην προθεσμία αυτή. Η πρόσκληση των εταίρων είναι υποχρεωτικά προσωπική και γίνεται με κάθε κατάλληλο μέσο, περιλαμβανομένου του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail). Στην πρόσκληση αναγράφεται η ημέρα, η ώρα, ο τόπος, οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή των εταίρων και λεπτομερής ημερήσια διάταξη.

4. Αν όλοι οι εταίροι συμφωνούν, είναι δυνατή η σύγκληση συνέλευσης χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων της παραγράφου 3. Εφόσον όλοι οι εταίροι είναι παρόντες και δεν υπάρχει αντίρρηση, λαμβάνονται έγκυρες αποφάσεις για κάθε θέμα αρμοδιότητας της συνέλευσης.

5. Η συνέλευση μπορεί να συνέρχεται οπουδήποτε αναφέρεται στο καταστατικό, στο εσωτερικό ή το εξωτερικό. Αν δεν αναφέρεται ο τόπος αυτός, η συνέλευση μπορεί να συνέρχεται στην έδρα της εταιρείας ή και οπουδήποτε αλλού, αν συναινούν όλοι οι εταίροι.

6. Εφόσον προβλέπεται στο καταστατικό ή συναινούν όλοι οι εταίροι, η συνέλευση των εταίρων μπορεί να διεξαχθεί με τηλεδιάσκεψη. Κάθε εταίρος μπορεί να αξιώσει να διεξαχθεί η συνέλευση με τηλεδιάσκεψη ως προς αυτόν, αν κατοικεί σε άλλη χώρα από εκείνη όπου διεξάγεται η συνέλευση ή αν υπάρχει άλλος σπουδαίος λόγος, ιδίως ασθένεια ή αναπηρία.

1. Εις ή πλείονες εταίροι, εκπροσωπούντες το εν εικοστόν τουλάχιστον του εταιρικού κεφαλαίου δύνανται να ζητήσωσι την σύγκλησιν εκτάκτου συνελεύσεως προσδιορίζοντες το αντικείμενον των συζητητέων θεμάτων.

2. Μη συγκληθείσης της συνελεύσεως υπό των διαχειριστών ενός είκοσιν ημερών από της επιδόσεως της σχετικής αιτήσεως υπό των διαχειριστών εντός είκοσιν ημερών από της επιδόσεως της σχετικής αιτήσεως η σύγκλησις ενεργείται υπό των εν τη προηγουμένη παραγράφω εταίρων κατόπιν αποφάσεως του Προέδρου των Πρωτοδικών της έδρας της εταιρείας εκδιδομένης κατά την διαδικασίαν του άρθρου 634 της Πολιτικής Δικονομίας.

1. Έκαστος εταίρος έχει δικαίωμα μιας τουλάχιστον ψήφου εν τη συνελεύσει. Εάν έχη πλείονα εταιρικά μερίδια ο αριθμός των ψήφων είναι ανάλογος του αριθμού αυτών.

2. Το δικαίωμα ψήφου δεν δύναται να ασκηθή υπό του εταίρου προκειμένου περί λήψεως αποφάσεων αναφερομένων εις την απαλλαγήν αυτού από της ευθύνης ή εις την έγερσιν αγωγής κατ΄ αυτού κατά την διάταξιν του άρθρου 14 παρ. 2 του παρόντος νόμου.

Μη ορίζοντος άλλως του παρόντος νόμου αι αποφάσεις της συνελεύσεως λαμβάνονται διά πλειονοψηφίας πλέον του ημίσεος του όλου αριθμού των εταίρων, εκπροσωπούντων πλέον του ημίσεος του όλου εταιρικού κεφαλαίου.

1. Η συνέλευσις των εταίρων είναι το ανώτατον όργανον της εταιρίας και δικαιούται να αποφασίζη επί πάσης εταιρικής υποθέσεως, των αποφάσεων αυτής υποχρεουσών και απόντας ή διαφωνούντας εταίρους.

2. Η συνέλευσις των εταίρων είναι μόνη, αρμοδία να αποφασίζη:
α) Περί των τροποποιήσεων του καταστατικού.
β) Περί του διορισμού και της ανακλήσεως των διαχειριστών, ως και περί απαλλαγής αυτών από της ευθύνης.
γ) Περί εγκρίσεως του ισολογισμού και διαθέσεως των κερδών.
δ) Περί εγέρσεως αγωγής κατά των οργάνων της εταιρείας ή των κατ' ιδίαν εταίρων, δι' αξιώσεις της εταιρείας κατ' αυτών επί αποζημιώσει, απορρεούσας εκ πράξεων ή παραλείψεων κατά την σύστασιν ή κατά την λειτουργίαν της εταιρείας.
ε) περί παράτασης της διαρκείας της εταιρείας, περί συγχώνευσής της, περί λύσης και διορισμού ή ανάκλησης των εκκαθαριστών και περί αναβίωσης,
στ) Περί πάσης άλλης περιπτώσεως οριζόμενης εν τω παρόντι νόμω.

1. Οι διαχειρισταί και πας εταίρος έχουσι το δικαίωμα να προσβάλωσι τας αποφάσεις της συνελεύσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας, εάν αι αποφάσεις αύται ελήφθησαν και παράβασιν του νόμου ή του καταστατικού.

2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον αγωγή απευθύνεται κατά της εταιρείας ασκείται δε εντός προθεσμίας τριών μηνών από της αποφάσεως.

3. Εάν η απόφασις προσβάλλεται υπό των διαχειριστών, ο Πρόεδρος των Πρωτοδικών της έδρας της εταιρείας διορίζει προσωρινόν εκπρόσωπον της εταιρείας διά την διεξαγωγήν της δίκης.

4. Η απαγγέλουσα την ακυρότητα δικαστική απόφασις ισχύει έναντι παντός εταίρου και των διαχειριστών.

Η διαχείρισις των εταιρικών υποθέσεων και η εκπροσώπησις της εταιρίας ανήκει, εάν δεν συνεφωνήθη άλλως, εις όλους του εταίρους δρώντας συλλογικώς.

1. Δια του καταστατικού ή δι' αποφάσεως της συνελεύσεως των εταίρων, η διαχείρισις των εταιρικών υποθέσεων και η εκπροσώπησις της εταιρίας, δύναται να ανατεθή εις ένα ή πλείονας εταίρους ή μη εταίρους, επί ωρισμένον χρόνον ή μη.

2. Εάν η κατά την προηγουμένην παράγραφον διαχείρισις ανετέθη εις πλείονας και δεν ωρίσθη άλλως οι διαχειρισταί δρώσι συλλογικώς.

3. Η απόφαση της Συνέλευσης για το διορισμό των διαχειριστών, στην οποία απαραίτητα πρέπει να αναφέρεται αν οι διαχειριστές αυτοί δεσμεύουν την Εταιρία όταν ενεργούν μεμονωμένα ή από κοινού, υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητος του άρθρου 8. Στη δημοσιότητα αυτή υποβάλλεται επίσης η με οποιοδήποτε τρόπο λήξη της διαχείρησης ως προς ένα ή περισσότερους διαχειριστές.
Ελάττωμα ως προς το διορισμό των διαχειριστών δεν αντιτάσσεται στους καλόπιστους τρίτους, εφόσον τηρήθηκαν οι σχετικές με το διορισμό τους διατυπώσεις δημοσιότητας.

4. Απαγορεύσεις που αφορούν συμμετοχή δημόσιων υπαλλήλων ή μελών ΔΕΠ ή άλλων επαγγελματιών στη σύσταση ή τη διαχείριση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ισχύουν, όπως ορίζεται στις σχετικές διατάξεις.

1. Οι διαχειριστές εκπροσωπούν την Εταιρία και ενεργούν στο όνομα της κάθε πράξη που καλύπτεται από το σκοπό της Εταιρίας.
Πράξεις των διαχειριστών, ακόμη και αν είναι εκτός του εταιρικού σκοπού, δεσμεύουν την Εταιρία απέναντι στους τρίτους, εκτός αν η Εταιρία  αποδείξει ότι ο τρίτος γνώριζε την υπέρβαση του εταιρικού σκοπού ή όφειλε να τη γνωρίζει. Δε συνιστά απόδειξη μόνη η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας ως προς το Καταστατικό ή τις τροποποιήσεις του.
Περιορισμοί της εξουσίας των διαχειριστών της Εταιρείας, που προκύπτουν από το Καταστατικό ή από απόφαση της συνέλευσης των εταίρων, δεν αντιτάσσονται στους τρίτους, ακόμη και αν έχουν υποβληθεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8.

2. ....................

1. Ο διαχειριστής που είτε ασκεί καταστατική διαχείριση είτε έχει οριστεί με απόφαση της συνέλευσης των εταίρων, ανακαλείται με απόφαση των εταίρων που λαμβάνεται με την πλειοψηφία του άρθρου 13, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό. Αν η διαχείριση έχει ανατεθεί για ορισμένο χρόνο, το καταστατικό μπορεί να ορίζει και τους λόγους ανάκλησης. Στην περίπτωση αυτή η ανάκληση γίνεται με την επιφύλαξη τυχόν αξίωσης για αποζημίωση.

2. Ο εταίρος που ασκεί τη νόμιμη διαχείριση του άρθρου 16 μπορεί να ανακληθεί με δικαστική απόφαση, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος και απόφαση της συνέλευσης των εταίρων.

3. Αν οι εταίροι είναι δύο (2) σε περίπτωση διαφωνίας, η διαχείριση μπορεί να ανακληθεί από το δικαστήριο μόνο για σπουδαίο λόγο, χωρίς να απαιτείται απόφαση της συνέλευσης των εταίρων.

4. Ύστερα από αίτηση του ενός δεκάτου (1/10) των εταίρων που συγχρόνως εκπροσωπούν το ένα δέκατο (1/10) του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων και εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος, το δικαστήριο μπορεί να ανακαλεί το διαχειριστή.

5. Συμφωνία για μη ανάκληση από το δικαστήριο για σπουδαίο λόγο είναι άκυρη. Σε περίπτωση επείγοντος αποφασίζει προσωρινά το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

6. Ο διαχειριστής, ο οποίος έχει οριστεί για ορισμένο χρόνο μπορεί να παραιτηθεί για λόγους που είτε προβλέπονται στο καταστατικό είτε για σπουδαίο λόγο. Άλλως, μπορεί να παραιτηθεί οποτεδήποτε.

7. Για την εφαρμογή των παραγράφων 2, 3, 4 και 6 ως σπουδαίος λόγος νοείται ιδίως η σοβαρή παράβαση καθηκόντων ή η ανικανότητα προς τακτική διαχείριση.

8. Σε περίπτωση ανάκλησης του διαχειριστή, καθώς και σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή έκπτωσής του για άλλο λόγο, ο νέος διαχειριστής διορίζεται με τη διαδικασία που προβλέπεται στο καταστατικό. Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει τη συνέχιση της διαχείρισης από τους λοιπούς διαχειριστές χωρίς αντικατάσταση. Αν οι εταίροι δεν προβούν σε εκλογή διαχειριστή και το καταστατικό δεν περιέχει σχετικές προβλέψεις, ισχύει η διαχείριση του άρθρου 16.

1. Ο διαχειριστής δεν δικαιούται να ενεργή δι' ίδιον ή διά λογαριασμόν άλλου πράξεις αναγομένας εις τον σκοπόν της εταιρείας ουδέ να είναι εταίρος ομορρύθμου ή ετερορρύθμου εταιρείας ή εταίρος εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης επιδιωκούσης τον αυτόν σκοπόν άνευ αποφάσεως όλων των εταίρων λαμβανομένης εν συνελεύσει.

2. Το καταστατικόν δύναται να περιλαμβάνη διάταξιν επεκτείνουσαν την εν τη προηγουμένη παραγράφω απαγόρευσιν και επί των εταίρων.

3. Εν παραβάσει των ανωτέρω διατάξεων η εταιρεία δύναται να ζητήση αποζημίωσιν ή αντ' αυτής να απαιτήση προκειμένου μεν περί πράξεων γενομένων δι' ίδιον του διαχειριστού ή του εταίρου λογαριασμόν όπως θεωρηθώσιν αι πράξεις ως ενεργηθείσαι διά λογαριασμόν της εταιρείας, προκειμένου δε περί πράξεων γενομένων διά λογαριασμόν άλλου όπως δοθή εις την εταιρείαν η εκ της μεσολαβήσεως αμοιβή ή εκχωρηθή προς αυτήν η επί της αμοιβής απαίτησις.

4. Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον απαιτήσεις της εταιρείας παραγράφονται μετά εξ μήνας αφ΄ ης ανεκοινώθησαν εις την συνέλευσιν των εταίρων αι ως άνω πράξεις εν πάση δε περιπτώσει μετά πέντε έτη αφ΄ ης ετελέσθησαν.

Οι διαχειρισταί υπογράφουσι διά την εταιρείαν θέτοντες την ιδίαν αυτών υπογραφήν κάτωθι της επωνυμίας της εταιρείας.

1. Στο τέλος κάθε εταιρικής χρήσης με μέριμνα του διαχειριστή συντάσσονται οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, οι οποίες εγκρίνονται από τη συνέλευση των εταίρων. Η σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων βάσει των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων (Ε.Λ.Π.) γίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4308/2014 (Α'251). Στις περιπτώσεις σύνταξης των οικονομικών καταστάσεων βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ. Π.Χ. Α.) εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις των Ευρωπαϊκών Κανονισμών.

2. Εταιρείες περιορισμένης ευθύνης που είναι μητρικές, σύμφωνα με τα κριτήρια των παραγράφων 2 έως 9 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014, υποχρεούνται στη σύνταξη ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου με την επιφύλαξη του άρθρου 33 του ν. 4308/2014. Κατά τα λοιπά, για την ενοποίηση ισχύουν τα άρθρα 31 έως 34 του ν. 4308/2014. Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις συντάσσονται με μέριμνα του διαχειριστή και ανακοινώνονται στη συνέλευση των εταίρων.

3. Για την κατάρτιση της έκθεσης διαχείρισης του ή των διαχειριστών, που απευθύνονται στη συνέλευση των εταίρων, εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 43α του κ.ν. 2190/1920 (Α' 37/1963). Εφόσον η εταιρεία υποχρεούται στη σύνταξη ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 107Α του κ. ν. 2190/1920. Εταιρείες που απαλλάσσονται από την υποχρέωση κατάρτισης έκθεσης διαχείρισης και δεν παρέχουν τις πληροφορίες της παρ. 6 του άρθρου 43α του κ.ν. 2190/ 1920 στην ενοποιημένη έκθεση της μητρικής, περιλαμβάνουν αυτές τις πληροφορίες στο προσάρτημα.

4. Για τον έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του ν. 4336/2015 (Α' 94) και του ν. 4449/2017 (Α' 7).

5. Για τη δημοσίευση των εγκεκριμένων ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και των σχετικών εκθέσεων των διαχειριστών και των ελεγκτών της εταιρείας εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 43β του κ. ν. 2190/1920. Στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, στην ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης και στη γνώμη του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου, όπου αυτή απαιτείται, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη δημοσιότητα του άρθρου 8 και ισχύουν οι προθεσμίες της παρ. 1 του άρθρου 43β του κ. ν. 2190/1920. Για τη δημοσίευση οικονομικών καταστάσεων συνταγμένων κατά τα Δ.Π.Χ.Α. εφαρμόζεται το άρθρο 135 του κ. ν. 2190/1920.

6. Για τις μεγάλες εταιρείες, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 2 του ν. 4308/2014, και τις οντότητες δημόσιου ενδιαφέροντος, κατά την έννοια του Παραρτήματος Α' του ν. 4308/2014, που υποχρεούνται σε κατάρτιση έκθεσης πληρωμών προς κυβερνήσεις, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 144 έως 146 του κ. ν. 2190/1920.

1. Με την επιφύλαξη της παρακάτω παραγράφου 2, για τον έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 36 και 37, καθώς και της παρ. 4 του άρθρου 43α, του Κωδ. Ν. 2190/1920 «περί Ανωνύμων Εταιριών», όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν. Οι ελεγκτές ορίζονται από τη Συνέλευση των εταίρων και ο διορισμός τους υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8.

2. Οι Εταιρίες Περιορισμένης Ευθύνης που δεν υπερβαίνουν, κατά την ημέρα κλεισίματος του ισολογισμού τους, τα αριθμητικά όρια των δύο από τα τρία κριτήρια της παρ. 6 του άρθρου 42α του Κωδ. Ν. .2190/1920, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, απαλλάσσονται από την υποχρέωση ελέγχου των οικονομικών καταστάσεών τους, η οποία προβλέπεται από την προηγούμενη παρ. 1. Οι διατάξεις των παρ. 7 και 8 του άρθρου 42α του Κωδ. Ν. 2190/1920, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, εφαρμόζονται αναλόγως.

3. Οι διαχειριστές των Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης που απαλλάσσονται από την υποχρέωση ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων τους σύμφωνα με την προηγούμενη παρ. 2, στην περίπτωση που παραβαίνουν τις διατάξεις του άρθρου 22 τιμωρούνται με τις ποινές του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικα.

Ετησίως αφαιρείται το εικοστόν τουλάχιστον των καθαρών κερδών προς σχηματισμόν αποθεματικού. Η αφαίρεσις αύτη παύει ούσα υποχρεωτική όταν το αποθεματικόν φθάση το εν τρίτον του κεφαλαίου. Πρόσθετα αποθεματικά μπορεί να προβλέπονται από το καταστατικό ή να αποφασίζονται από τους εταίρους με την πλειοψηφία της παραγράφου 1 του άρθρου 38.

1. Αν δεν προβλέπεται διαφορετικά στο καταστατικό, οι εταίροι έχουν δικαιώματα επί των καθαρών κερδών που προκύπτουν από τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις ανάλογα με τα εταιρικά τους μερίδια.

2. Αν πραγματοποιήθηκε διανομή μη πραγματικών κερδών, οι εταίροι που έλαβαν αυτά υποχρεούνται να τα αποδώσουν. Η αγωγή για την αναζήτηση αυτών παραγράφεται πέντε (5) έτη μετά την καταβολή αυτών.

1. Οι διαχειριστές υποχρεούνται να τηρούν στην ελληνική γλώσσα ηλεκτρονικά ή χειρόγραφα, τα εξής:
α. το βιβλίο εταίρων στο οποίο καταχωρίζονται το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, ο αριθμός δελτίου ταυτότητας (Α.Δ.Τ.), ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ), η διεύθυνση, η ηλεκτρονική διεύθυνση και οι εισφορές κάθε εταίρου, καθώς και κάθε μεταβολή στα πρόσωπα των εταίρων,
β. το βιβλίο πρακτικών συνελεύσεων στο οποίο καταχωρίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι εταίροι,
γ. το βιβλίο πρακτικών διαχείρισης στο οποίο καταχωρίζονται οι αποφάσεις των διαχειριστών.

1. Οι διαχειρισταί ευθύνονται εις αποζημίωσιν εφ΄ όσον ενήργησαν από κοινού εις ολόκληρον, έναντι της εταιρείας, εκάστου των εταίρων και των τρίτων διά παραβάσεις του παρόντος νόμου και του καταστατικού ή δια πταίσματα περί την διαχείρισιν αυτών.

2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον αξίωσις των κατ΄ ιδίαν εταίρων και των τρίτων δύναται να ασκηθή εφ΄ όσον η συνέλευσις των εταίρων απέρριψε πρότασιν περί εγέρσεως αγωγής εκ μέρους της εταιρείας, ή εφόσον δεν ελήφθη απόφασις της συνελεύσεως εντός ευλόγου χρόνου. Η αξίωσις παραγράφεται μετά πενταετίαν.

1. Το εταιρικόν μερίδιον ή τα τυχόν πλείονα εταιρικά μερίδια εκάστου εταίρου αποτελούσι την μερίδα συμμετοχής αυτού.

2. Μόνον δι΄ ολόκληρον την μερίδα συμμετοχής δύναται να εκδοθή έγγραφον υπό της εταιρείας όπερ αποτελεί απλώς απόδειξιν περί της εταιρικής ιδιότητος. Εν τη αποδείξει δέον να αναγράφονται διά κεφαλαίων στοιχείων αι λέξεις "Απόδειξις μη φέρουσα χαρακτήρα αξιογράφου".

3. Εάν το εταιρικόν μερίδιον περιέλθη εις πλείονας δέον ούτοι να υποδείξωσιν εγγράφως προς την εταιρείαν κοινόν εκπρόσωπον. Μη υποδειχθέντος τοιούτου εκπροσώπου αι προς ένα εξ αυτών ανακοινώσεις της εταιρείας επάγονται αποτελέσματα έναντι πάντων.

4. Κατά την περίπτωσιν της προηγουμένης παραγράφου έκαστος των πλειόνων ευθύνεται εις ολόκληρον διά τας έναντι της εταιρείας υποχρεώσεις.

1. Εκτό αντιθέτου διατάξεως του καταστατικού και υπό την επιφύλαξιν του άρθρου 29 παρ. 1, το εταιρικόν μερίδιον είναι μεταβιβαστόν δια πράξεως εν ζωή.

2. Εις το καταστατικόν δύναται να ορισθή, ότι η μεταβίβασις του εταιρικού μεριδίου επιτρέπεται μόνον υπό ωρισμένας προϋποθέσεις, ιδία δε, ότι επί ίσοις όροις προτιμώνται οι εταίροι. Εν τη τελευταία περίπτωσει, ασκουμένου του δικαιώματος προτιμήσεως υπό πλειόνων εταίρων, συντρέχουσιν άπαντες κατά λόγον της συμμετοχής αυτών.

3. Η μεταβίβαση του εταιρικού μεριδίου γίνεται μόνο με συμβολαιογραφικό έγγραφο στο οποίο περιλαμβάνονται το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ), το επάγγελμα, η διεύθυνση κατοικίας, η ηλεκτρονική διεύθυνση, ο αριθμός δελτίου ταυτότητας (Α.Δ.Τ.) ή διαβατηρίου αυτού στον οποίο γίνεται η μεταβίβαση. Η μεταβίβαση παράγει αποτελέσματα από την εγγραφή της στο βιβλίο των εταίρων του άρθρου 25. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του καταστατικού και του νόμου, η εγγραφή γίνεται με αίτηση του μεταβιβάζοντος ή του προς ον η μεταβίβαση με την προσκόμιση αντιγράφου της πράξης.

4. Η εταιρεία δεν δύναται κατ' ουδεμίαν περίπτωσιν να αποκτήση τα ίδια αυτής εταιρικά μερίδια.

1. Δεν μπορεί να προβλέπεται στο καταστατικό απαγόρευση μεταβίβασης εταιρικού μεριδίου αιτία θανάτου. Μπορεί να ορίζεται ότι το εταιρικό μερίδιο εξαγοράζεται στις περιπτώσεις αυτές από πρόσωπο το οποίο υποδεικνύεται από την εταιρεία είτε στην αξία που συμφωνείται μεταξύ των κληρονόμων και της εταιρείας είτε στο ύψος της πραγματικής του αξίας, η οποία προσδιορίζεται με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας, σύμφωνα με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο υπόδειξη από την εταιρεία μπορεί να γίνει μέσα σε ένα (1) μήνα από την εγγραφή της μεταβίβασης αιτία θανάτου στο βιβλίο εταίρων του άρθρου 25, με σχετική δήλωση προς τον κληρονόμο ή τον κληροδόχο. Η δήλωσις κοινοποιείται και προς του εταίρους, οίτινες έχουσι δικαίωμα προτιμήσεως εν τη εξαγορά εάν δηλώσωσι τούτο εγγράφως προς την εταιρείαν, εντός μηνός. Ασκουμένου του δικαιώματος προτιμήσεως υπό πλειόνων εταίρων συντρέχουσιν άπαντες κατά λόγον της συμμετοχής αυτών.

3. Εν περιπτώσει μεταβιβάσεως του εταιρικού μεριδίου αιτία θανάτου, η εις το κατά το άρθρον 25 βιβλίον των εταίρων εγγραφή γίνεται μετά την υπό του κληρονόμου ή του κληροδόχου προσαγωγήν προς την εταιρείαν των εγγράφων νομιμοποιήσεως αυτού.

4. Κατά της εν παρ. 1 αποφάσεως του Προέδρου των Πρωτοδικών επιτρέπεται έφεσις, ενώπιον του Προέδρου των Εφετών, εντός μηνός από της κοινοποιήσεως.

1. Το εταιρικόν μερίδιον είναι δεκτικόν κατασχέσεως μόνον αδεία του Προέδρου των Πρωτοδικών.

2. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και αν εν τω καταστατικώ ορίζηται ότι απαγορεύεται η μεταβίβασις του εταιρικού μεριδίου.

3. Οι εταίροι δύνανται να υπερθεματίσωσι, προτιμώνται δε έναντι τρίτου προσφέροντος ίσον τίμημα. Εάν πλείονες εταίροι προσφέρουσι το αυτό τίμημα συντρέχουσιν άπαντες κατά λόγον της συμμετοχής αυτών.

4. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και επί πτωχεύσεως τινός ή τινών των εταίρων.

1. Περιελθόντος εταιρικού μεριδίου εις εταίρον αυξάνει αναλόγως ο αριθμός των εταιρικών αυτού μεριδίων.

2. Η μεταβολή στο πρόσωπο εταίρου που γίνεται λόγω μεταβίβασης μεριδίου και η αύξηση ή μείωση του αριθμού των εταιρικών μεριδίων, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, υπόκεινται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8 μέσα σε ένα (1) μήνα από την εγγραφή στο βιβλίο των εταίρων του άρθρου 25.

1. Απαγορεύονται δάνεια υπό των εταίρων προς την εταιρείαν επί εμπραγμάτω ασφαλεία αγαθών της εταιρικής περιουσίας. Η παρά την απαγόρευσιν ταύτην σύστασις εμπραγμάτου ασφαλείας είναι άκυρος.

2. Η υπό της εταιρείας εξόφλησις των προς αυτήν δανείων των εταίρων λογίζεται ως μη γενομένη εφόσον διά της εξοφλήσεως ταύτης ματαιούται, εν όλω ή εν μέρει, η ικανοποίησις των κατά τον χρόνον τούτον απαιτήσεων τρίτων.

3. Εν περιπτώσει λύσεως της εταιρείας εξ οιουδήποτε λόγου πλην της κηρύξεως αυτής εις κατάστασιν πτωχεύσεως αι εκ δανείων απαιτήσεις των εταίρων ικανοποιούνται μετά την εξόφλησιν των λοιπών χρεών της εταιρείας.

1. Κάθε εταίρος μπορεί να εξέλθει από την εταιρεία με δήλωσή του προς το διαχειριστή, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο καταστατικό. Στο καταστατικό μπορεί να ορίζεται επίσης ότι το εταιρικό μερίδιο θα εξαγοράζεται στην περίπτωση αυτή από πρόσωπο που υποδεικνύει η εταιρεία είτε στην αξία που συμφωνείται μεταξύ του αποχωρούντος εταίρου και της εταιρείας είτε στην πραγματική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

2. Πας εταίρος δύναται να εξέλθη της εταιρείας ένεκα σπουδαίου λόγου, κατόπιν αποφάσεως του Προέδρου των Πρωτοδικών. Δια της αυτής αποφάσεως προσδιορίζεται και η αξία της μερίδος συμμετοχής του εξερχομένου εταίρου, κατ' ανάλογον εφαρμογήν του άρθρου 29 παρ. 1 και παρ. 4.

3. Υφισταμένου σπουδαίου λόγου το Δικαστήριον, αιτήσει παντός διαχειριστού ή εταίρου, δύναται να αποκλείση της εταιρείας τινά ή τινάς των εταίρων, εφ' όσον ελήφθη περί τούτου απόφασις της συνελεύσεως. Από της καταβολής εις τον αποκλειόμενον εταίρον της αξίας της μερίδος συμμετοχής αυτού, προσδιοριζομένης κατά τα εν άρθρω 29, παρ. 1 και παρ. 4 οριζόμενα η εταιρεία συνεχίζεται μεταξύ των λοιπών.

Πας εταίρος δικαιούται κατά το πρώτον δεκαήμερον, από της λήξεως εκάστου ημερολογιακού τριμήνου να λαμβάνη γνώσιν αυτοπροσώπως ή δι΄ αντιπροσώπου της πορείας των εταιρικών υποθέσεων και να εξετάζη τα βιβλία και τα έγγραφα της εταιρείας. Δικαιούται επίσης, δαπάναις αυτού να λαμβάνη αποσπάσματα του βιβλίου των εταίρων και του βιβλίου πρακτικών συνελεύσεων περί ων το άρθρον 25. Αντίθετος διάταξις του καταστατικού είναι άκυρος.

1. Εκτός διαφόρου ρυθμίσεως υπό του καταστατικού οι εταίροι έχουσι δικαίωμα επί των εκ του ετησίου ισολογισμού προκυπτόντων καθαρών κερδών, κατά λόγον των εισφορών αυτών.

2. Εάν εγένετο διανομή κερδών μη πραγματικών οι λαβόντες τοιαύτα εταίροι υποχρεούνται εις απόδοσιν. Η επί αναζητήσει αγωγή παραγράφεται μετά πέντε έτη από της καταβολής.

1. Εν τω καταστατικώ δύνανται να περιλαμβάνωνται διατάξεις περί συμπληρωματικών εισφορών των εταίρων πέραν των μεριδίων αυτών αλλά μόνον προς κάλυψιν ζημιών βεβαιωθεισών εν τω ισολογισμώ.

2. Αι περί συμπληρωματικών εισφορών διατάξεις του καταστατικού είναι ισχυραί μόνον εάν προσδιορίζηται και το μέγεθος αυτών εν τω καταστατικώ όπερ εν πάση περιπτώσει δεν δύναται να είναι μείζον του αρχικού κεφαλαίου.

3. Η απόφασις των εταίρων περί καταβολής συμπληρωματικών εισφορών λαμβάνεται διά της εν άρθρω 38 παρ. 1 πλειονοψηφίας.

4. Αι συμπληρωματικαί εισφοραί καταβάλλονται παρ΄ όλων των εταίρων κατά λόγον της συμμετοχής εκάστου αυτών προσκλήσεως. Η εκπλήρωσις της υποχρεώσεως ταύτης των εταίρων δεν δύναται να γίνη διά συμψηφισμού.

1. Μη καταβαλόντος εταίρου τινός την συμπληρωματικήν αυτού εισφοράν εντός της προθεσμίας της παρ. 4 του προηγουμένου άρθρου ο Πρόεδρος των Πρωτοδικών δικάζων κατά την διαδικασίαν του άρθρου 634 της Πολιτικής Διοκονομίας αιτήσει της εταιρείας παντός διαχειριστού ήπαντός εταίρου αποκλείει της εταιρείας τον μη καταβαλόντα και διατάσσει την εκποίησιν του εταιρικού μεριδίου. Η αίτησις εφόσον ασκείται υπό διαχειριστού ή εταίρου κοινοποιείται και προς την εταιρείαν.

2. Η εκποίησις ενεργείται υπό της εταιρείας διά λογαριασμόν του αποκλεισθέντος εταίρου μετά πάροδον δέκα ημερών από της προς αυτόν κοινοποιήσεως της ως άνω αποφάσεως κατά τας διατάξεις περί εκποιήσεως τραπεζιτικού ενεχύρου αναλόγως εφαρμοζομένας. Η διάταξις του άρθρου 30 παρ. 3 εφαρμόζεται και εν προκειμένω. Έτερος τρόπος εκποιήσεως επιτρέπεται μόνον συναινέσει πάντων των εταίρων ως και του μη καταβαλόντος.

3. Ο αποκλεισθείς εταίρος ευθύνεται έναντι της εταιρείας δια την τυχόν διαφοράν μεταξύ του επιτευχθέντος εκ της εκποιήσεως τιμήματος και της εισφοράς μετά των δαπανών εκποιήσεως.

4. Ο συνεπεία της ανωτέρω εκποιήσεως αποκτήσας το εταιρικόν μερίδιον του αποκλεισθέντος εταίρου δεν υποχρεούται εις καταβολήν της οφειλομένης συμπληρωματικής εισφοράς.

1. α) Η τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης γίνεται μόνο με απόφαση της συνέλευσης, η οποία λαμβάνεται με πλειοψηφία τουλάχιστον πλέον του ενός δευτέρου (1/2) του συνολικού αριθμού των εταίρων, οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το 65% του εταιρικού κεφαλαίου.
β. Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης μπορεί να μετατραπεί σε Ανώνυμη Εταιρία με απόφαση της συνέλευσης των εταίρων, που λαμβάνεται με πλειοφηφία των τριών πέμπτων (3/5) του συνολικού αριθμού των εταίρων, οι οποίοι εκπροσωπούν τα τρία πέμπτα (3/5) του εταιρικού κεφαλαίου, εφόσον με την ίδια απόφαση αποφασίζεται αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης ύψους τουλάχιστον  διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ με αντίστοιχη τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας με τις ως άνω πλειοψηφίες. Σε αυτή την περίπτωση, τυχόν δεκαδικός αριθμός που προκύπτει σχετικά με την πλειοφηφία του αριθμού των εταίρων, στρογγυλοποιείται στην αμέσως επόμενη ακέραιη μονάδα, εφόσον το κλάσμα είναι τουλάχιστον ίσο με το μισό της ή στην αμέσως προηγούμενη μονάδα, εφόσον το κλάσμα είναι μικρότερο του μισού της.

2. Επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 40 παρ. 4, η κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου απόφασις δέον να περιβληθή τον τύπον του συμβολαιογραφικού εγγράφου.

3. Απόφασις λαμβανομένη συναινέσει πάντων των εταίρων απαιτείται προκειμένου:
α) περί μεταβολής της εθνικότητος της εταιρείας και
β) περί επαυξήσεως των υποχρεώσεων των εταίρων ή της ευθύνης αυτών ως και περί μειώσεως των εκ του καταστατικού δικαιωμάτων αυτών, εκτός αν άλλως ορίζηται εν τω παρόντι νόμω.

4. Κάθε τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης μαζί με ολόκληρο το νέο κείμενο της σύμβασης υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας που ορίζει το άρθρο 8.
Πριν από την τήρηση των παραπάνω διατυπώσεων, η τροποποίηση δεν παράγει αποτελέσματα.

5. Ειδικά στις περιπτώσεις των άρθρων 19, 28, 29 και 33, το νέο κείμενο της εταιρικής σύμβασης καταρτίζεται από το διαχειριστή με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8, χωρίς να απαιτείται η διαδικασία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και χωρίς να εφαρμόζεται το άρθρο 15 του ν. 3419/2005.

1. Εάν ελήφθη απόφασις περί μεταβολής του αντικειμένου της εταιρικής επιχειρήσεως οι διαφωνήσαντες εταίροι δικαιούνται να εξέλθωσι της εταιρείας εάν δηλώσωσι τούτο εγγράφως εντός τριών μηνών από της δημοσιεύσεως της ληφθείσης αποφάσεως. Οι μερίδες συμμετοχής αυτών προσδιοριζομένην υπό του Προέδρου των Πρωτοδικών κατ΄ανάλογον εφαρμογήν του άρθρου 29 παρ. 1 και παρ. 4.

2. Ρήτρα του καταστατικού αποκλείουσα το δικαίωμα εξόδου ή άλλως ρυθμίζουσα την καταβολήν της αξίας του εταιρικού μεριδίου των εξερχομένων εταίρων είναι άκυρος.

1. Η αύξησις του εταιρικού κεφαλαίου δύναται να γίνη μόνον διά τροποποιήσεως της εταιρικής συμβάσεως κατόπιν αποφάσεως της συνελεύσεως των εταίρων λαμβανομένης τουλάχιστον διά της εν άρθρω 38 παρ. 1 πλειονοψηφίας.

2. Η ανάληψις του νέου κεφαλαίου γίνεται είτε υπό των εταίρων είτε υπό τρίτων δι΄ εγγράφου αυτών δηλώσεως προς την εταιρείαν εντός είκοσιν ημερών από της περί αυξήσεως του κεφαλαίου αποφάσεως της συνελεύσεως.

3. Εκτός αντιθέτου διατάξεως του καταστατικού πας εταίρος έχει δικαίωμα προτιμήσεως εν τη αναλήψει των εταιρικών μεριδίων κατά λόγον της συμμετοχής αυτού.

4. Εντός δέκα ημερών από της λήψεως της εν παρ. 2 του παρόντος άρθρου προθεσμίας δέον να καταρτισθή συμβολαιογραφικόν έγγραφον μεταξύ των δαχειριστών της εταιρείας και των αναλαβόντων τα εταιρικά μερίδια εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 4 και 5. Η εξόφλησις των αναληφθέντων εταιρικών μεριδίων δεν δύναται να γίνη δια συμψηφισμού.

1. Η μείωσις του εταιρικού κεφαλαίου δύναται να γίνη μόνον δια τροποποιήσεως της εταιρικής συμβάσεως, κατόπιν αποφάσεως της συνελεύσεως των εταίρων, λαμβανομένης τουλάχιστον δια της εν άρθρω 38 παρ. 1 πλειοψηφίας. Εν τη αποφάσει αναγράφεται ο σκοπός της μειώσεως, το ποσόν αυτής ως και ο τρόπος καθ' ον η μείωσις θα πραγματοποιηθή.

2. Ως μείωσις του εταιρικού κεφαλαίου λογίζεται η κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου καταβολή εις εξερχόμενον ή αποκλειόμενον εταίρον της αξίας της μερίδος συμμετοχής αυτού.

3. Το εταιρικό κεφάλαιο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μειωθεί κάτω των δύο χιλιάδων και τετρακοσίων (2.400,00) ευρώ, ούτε τα εταιρικά μερίδια κάτω των τριάντα (30,00) ευρώ.

1. Η τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης λόγω μείωσης του εταιρικού κεφαλαίου μπορεί να γίνει μόνο μετά την πάροδο ενός (1) μηνός από τη δημοσίευση, σύμφωνα με το άρθρο 8 της απόφασης της συνέλευσης, σχετικά με τη μείωση του κεφαλαίου, η οποία πραγματοποιείται με μέριμνα των διαχειριστών και μόνο αν μέσα στην προθεσμία κανένας δανειστής δεν διατυπώσει εγγράφως αντίρρηση που απευθύνεται στην εταιρεία.

2. Αιτήσει της εταιρίας, δύναται ο Πρόεδρος των Πρωτοδικών, κατά την διαδικασίαν του άρθρου 634 της Πολιτικής Δικονομίας δικάζων, να επιτρέψη την μείωσιν του εταιρικού κεφαλαίου παρά τας αντιρρήσεις των εν τη προηγουμένη παραγράφω δανειστών, εάν κρίνη ότι το κεφάλαιον της εταιρίας είναι επαρκές δια την ικανοποίησιν των αντιλεγόντων δανειστών, ή εάν η εταιρία παρέχη επαρκή ασφάλειαν.

1. Κατά πάσαν περίπτωσιν, καθ' ην κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, εις ή τινές των εταίρων εξέρχονται της εταιρίας, ή προς αυτούς καταβολή της αξίας της μερίδος συμμετοχής των δεν δύναται να γίνη προ της λόγω μειώσεως του εταιρικού κεφαλαίου τροποποιήσεως της εταιρικής συμβάσεως, κατά τας διατάξεις των άρθρων 41 και 42.

2. Αν δεν ληφθεί απόφαση από τη συνέλευση για τη μείωση του εταιρικού κεφαλαίου μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κοινοποίηση προς την εταιρεία της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που προσδιορίζει την αξία της συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου ή αν δεν ακολουθήσει μέσα σε εύλογο χρόνο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 42, ο εξερχόμενος εταίρος μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη λύση της εταιρείας ή να μεταβιβάσει το μερίδιό του ελεύθερα και ανεξάρτητα από κάθε διαφορετική πρόβλεψη του καταστατικού.

3. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων δεν εφαρμόζονται, εν περιπτώσει συγχρόνου αυξήσεως του εταιρικού κεφαλαίου, κατά ίσον τουλάχιστον ποσόν.

1. Μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης είναι η εταιρεία που συνιστάται από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή καθίσταται μονοπρόσωπη κατά τη λειτουργία της.

2. Φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν μπορεί, με ποινή ακυρότητας, να είναι μοναδικός εταίρος σε περισσότερες από μία εταιρίες περιορισμένης ευθύνης. Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης δεν μπορεί, με ποινή ακυρότητας, να έχει ως μοναδικό εταίρο μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης.

3. Οι εξουσίες της συνέλευσης των εταίρων ασκούνται από τον μοναδικό εταίρο.
Οι αποφάσεις του μοναδικού εταίρου, που λαμβάνονται κατά τον τρόπο αυτό, καταγράφονται σε πρακτικό προσυπογραφόμενο αυθημερόν από παριστάμενο συμβολαιογράφο.

4. Οι συμβάσεις, που συνάπτονται μεταξύ του μοναδικού εταίρου και της εταιρίας την οποία εκπροσωπεί, εγγράφονται σε πρακτικά ή καταρτίζονται γραπτώς. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στις τρέχουσες πράξεις που συνάπτονται υπό κανονικές συνθήκες.

5. Κατά τα λοιπά στη μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης εφαρμόζονται οι λοιπές διατάξεις του παρόντος νόμου.

6. καταργήθηκε

1. Η εταιρία λύεται:
α) Κατά πάσαν υπό του νόμου ή υπό του καταστατικού προβλεπομένην περίπτωσιν.
β) με απόφαση της συνέλευσης των εταίρων η οποία λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) του συνολικού αριθμού των εταίρων, οι οποίοι εκπροσωπούν τα δύο τρίτα (2/3) του εταιρικού κεφαλαίου, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό.
γ) Δια δικαστικής αποφάσεως ένεκα σπουδαίου λόγου, αιτήσει τινός, ή τινών των εταίρων εκπροσωπούντων τουλάχιστον το εν δέκατον του εταιρικού κεφαλαίου.
δ) Δια της κηρύξεως της εταιρίας εις κατάστασιν πτωχεύσεως.
ε) Όταν παρέλθει ο ορισμένος χρόνος διάρκειας, εκτός αν ο χρόνος αυτός παραταθεί πριν λήξει με απόφαση της συνέλευσης των εταίρων.

2. Η εταιρία δεν λύεται δια της απαγορεύσεως, της πτωχεύσεως ή του θανάτου τινός ή τινών των εταίρων, εκτός αν άλλως ορίζεται εν τω καταστατικώ.

3. Η λύση της Εταιρείας υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας που ορίζει το άρθρο 8.

4. Με εξαίρεση την πτώχευση, μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λύση της εταιρείας, ο διαχειριστής υποχρεούται να καταρτίσει οικονομικές καταστάσεις τέλους χρήσης, οι οποίες εγκρίνονται από τη συνέλευση των εταίρων και υποβάλλονται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8.

1. Αν το σύνολο των ίδιων κεφαλαίων της εταιρείας καταστεί κατώτερο από το ένα δεύτερο (1/2) του εταιρικού κεφαλαίου, οι διαχειριστές υποχρεούνται να συγκαλέσουν τη συνέλευση των εταίρων για να αποφασίσει τη λήψη των αναγκαίων μέτρων.

2. Μη συγκληθείσης της συνελεύσεως εντός ευλόγου χρόνου ή μη ληφθείσης αποφάσεως, πας ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήση παρά του δικαστηρίου την διάλυσιν της εταιρίας.

1. Λυθείσης της εταιρίας εξ οιουδήποτε λόγου πλην της κηρύξεως αυτής εις κατάστασιν πτωχεύσεως ακολουθεί το στάδιον της εκκαθαρίσεως. Μέχρι πέρατος της εκκαθαρίσεως και της διανομής η εταιρία λογίζεται εξακολουθούσα διατηρεί δε και την επωνυμίαν αυτής εις ην προστίθενται αι λέξεις "υπό εκκαθάρισιν".

2. Η κατά το στάδιον της εκκαθαρίσεως εξουσία των οργάνων της εταιρίας ποεριορίζεται εις τας αναγκαίας διά την εκκαθάρισιν της εταιρικής περιουσίας πράξεις.

3. Αι περί διαχειρίσεως διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται αναλόγως και επί εκκαθαρίσεως εφ΄ όσον δεν τροποποιούνται υπό των επομένων άρθρων.

1. Η εκκαθάρισης ενεργείται υπό των διαχειριστών, εκτός αν άλλως ορίζεται εν τω καταστατικώ ή αν άλλως απεφάσισεν η συνέλευσις των εταίρων.

2. Για την ανάκληση των εκκαθαριστών εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 19.

3. Η συνέλευσις των εταίρων δύναται ν"" ανακαλέση κατά πάντα χρόνον τους υπ’ αυτής ορισθέντας εκκαθαριστάς ως και τους ενεργούντας την εκκαθάρισιν διαχειριστάς κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου.

4. Υφισταμένου σπουδαίου λόγου το διακαστήριον δύναται αιτήσει εταίρων εκπροσωπούντων το 1/10 τουλάχιστον του εταιρικού κεφαλαίου ν΄ ανακαλέση τους υπό της συνελεύσεως ορισθέντας εκκαθαριστάς.Εν περιπτώσει επείγοντος αποφασίζει προσωρινώς ο Πρόεδρος των Πρωτοδικών κατά την διαδικασίαν του άρθρου 634 της Πολιτικής Δικονομίας.

5. Ο διορισμός και η για οποιοδήποτε λόγο παύση της εξουσίας των εκκαθαριστών, με τα στοιχεία της ταυτότητάς του, υπόκειται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8. Στις ίδιες διατυπώσεις υπόκειται ο τρόπος άσκησης της εξουσίας των εκκαθαριστών.  

1. Με την έναρξη εκκαθάρισης, οι εκκαθαριστές υποχρεούνται να συντάξουν ισολογισμό έναρξης εκκαθάρισης, ο οποίος υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8. Εφόσον η εκκαθάριση εξακολουθεί, ο εκκαθαριστής υποχρεούται να καταρτίζει στο τέλος κάθε χρήσης οικονομικές καταστάσεις εκκαθάρισης, οι οποίες εγκρίνονται από τη συνέλευση των εταίρων και υποβάλλονται στις διατυπώσεις του άρθρου 8.

2. Αν το στάδιο εκκαθάρισης υπερβεί τα τρία (3) έτη, εφαρμόζεται ανάλογα η παρ. 6 του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920. Το σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης εγκρίνεται με απόφαση των εταίρων σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 38. Η αίτηση στο δικαστήριο υποβάλλεται και από το ένα δέκατο (1/10) των εταίρων που συγχρόνως εκπροσωπούν το ένα δέκατο (1/10) του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων.

1. Οι εκκαθαρισταί εκπροσωπούσι την εταιρίαν και υπογραφούσι δι΄ αυτήν θέτοντες την ιδίαν αυτών υπογραφήν κάτωθι της εταιρικής επωνυμίας. Εάν εν τω καταστατικώ δεν ορίζεται άλλως, η εκκαθάρισις ενεργείται υπό όλων ομού των εκκαθαριστών.

2. Οι εκκαθαρισταί δέον να περατώσωσιν αμελλητί τας εκκρεμείς υποθέσεις της εταιρίας να εξοφλήσωσι τα χρέη της εταιρίας να εισπράξωσι τας απαιτήσεις αυτής και να μετατρέψωσιν εις χρήμα την εταιρικήν περιουσίαν. Επί τω σκοπώ περατώσεως των εκκρεμών υποθέσεων δύναται οι εκκαθαρισταί να ενεργήσωσι και νέας πράξεις.

Μετά την περάτωση της εκκαθάρισης, οι εκκαθαριστές καταρτίζουν τις τελικές οικονομικές καταστάσεις εκκαθάρισης, οι οποίες εγκρίνονται από τη συνέλευση των εταίρων και υποβάλλονται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8. Στη συνέχεια διανέμουν το προϊόν της εκκαθάρισης της εταιρικής περιουσίας στους εταίρους, ανάλογα με τη μερίδα συμμετοχής τους.

Αν η εταιρεία λύθηκε λόγω παρόδου του χρόνου διάρκειάς της ή με απόφαση της συνέλευσης των εταίρων ή αν, μετά την κήρυξή της σε πτώχευση, επήλθε συμβιβασμός ή αποκατάσταση σύμφωνα με τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, μπορεί να αναβιώσει με ομόφωνη απόφαση της συνέλευσης των εταίρων, η οποία υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8 μαζί με τη νέα εταιρική σύμβαση. Τέτοια απόφαση αποκλείεται αν έχει αρχίσει η διανομή της εταιρικής περιουσίας.

1. Η ετερόρρυθμη κατά μετοχές Εταιρία του άρθρου 38 του Β.Δ. της 16 Ιουνίου 1910 «περί αναδημοσιεύσεως του κειμένου του Εμπορικού Νόμου, ως ούτος ετροποποιήθη δια των νόμων ΨΛΣΤ', ΓΦΟΔ', ΓΧΟ' και ΓΨΙΖ' κηρύσσεται άκυρη με δικαστική απόφαση μόνον αν :
α) συστήθηκε κατά παράβαση της καθιερωμένης από το νόμο διαδικασίας,       
β) ο σκοπός της είναι παράνομος ή αντίκειται στη δημόσια τάξη,
γ) διαπιστωθεί ότι στο συστατικό έγγραφο υπάρχουν ελλείψεις σχετικές με την επωνυμία της Εταιρίας, τις εισφορές, το ύψος του εγγεγραμμένου κεφαλαίου ή το σκοπό της Εταιρίας, και
δ) όλοι οι ιδρυτές όταν υπογράφτηκε η εταιρική σύμβαση, δεν είχαν την ικανότητα για διαδικασία και δικαιοπραξία.
Οι διατάξεις των  παρ. 2 - 5 του άρθρου 7 εφαρμόζονται αναλόγως και για τις ετερόρρυθμες κατά μετοχές Εταιρίες.

2. Οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5, 8, 17 παρ. 3, 18 παρ. 1, 22, 38 παρ. 4, 44 παρ. 4, 3, 46 παρ. 1, 47 παρ. 5, 50 και 60 παρ. 13 και 14 εφαρμόζονται αναλόγως για τις ετερόρρυθμες κατά μετοχές εταιρείες, οπότε η συνέλευση των εταίρων αντικαθίσταται από το κατά νόμο αρμόδιο όργανο.

3. Η καταχώρηση των ετερόρρυθμων κατά μετοχές εταιρειών γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 8. Για την τήρηση του ευρετηρίου Εταιρειών δεν λαμβάνονται υπόψη οι λέξεις «Ετερόρρυθμη κατά μετοχές Εταιρεία».

4. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1, καθώς και των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος εφαρμόζονται και στις ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρείες του ν. 4072/2012 (Α'86), εφόσον όλοι οι απεριόριστα ευθυνόμενοι εταίροι είναι Ανώνυμες Εταιρείες, Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης και Ετερόρρυθμες κατά μετοχές Εταιρείες ή είναι εταιρείες, που δε διέπονται από το δίκαιο κράτους-μέλους της ΕΕ, αλλά έχουν νομικό τύπο ανάλογο με αυτόν των εταιρειών που προαναφέρθηκαν.

1. Η μετατροπή ανώνυμης εταιρείας σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, γίνεται με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 3 και 4 και 31 παράγραφος 2, μετά από προηγούμενη εκτίμηση του ενεργητικού και παθητικού της, σύμφωνα με το άρθρο 9 του παρόντος.Στην περίπτωση αυτή, το εταιρικό κεφάλαιο δεν μπορεί να υπολείπεται από το ελάχιστο όριο που προβλέπεται από το άρθρο 4 του Ν. 3190/1955, όπως ισχύει, εκτός αν η διαφορά αυτή καλυφθεί με νέα εισφορά των εταίρων.Η απόφαση της γενικής συνέλευσης πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και να περιλαμβάνονται σε αυτήν οι όροι του καταστα¬τικού της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης.

2. Από τη συντέλεση των κατά το άρθρο 8 του Ν. 3190/1955 δημοσιεύσεων και παράλληλα των διατυπώσεων δημοσιότητας του άρθρου 7β για τη γενόμενη μετατροπή, η μετατρεπόμενη ανώνυμη εταιρεία συνεχίζεται υπό τον τύπο εταιρείας περιορισμένης ευθύνης. Πριν από την ολοκλήρωση των πιο πάνω διατυπώσεων δημοσιότητας, η μετατροπή δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα. Μετά την επέλευση της μετατροπής οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται χωρίς να επέρχεται διακοπή τους.

1. Από της ισχύος του παρόντος το κατώτατον όριον του μετοχικού κεφαλαίου της ανωνύμου εταιρίας ορίζεται εις το ποσόν των δραχμών 1.000.000 ολοσχερώς καταβεβλημένων κατά την σύστασιν της εταιρίας. Το ποσόν τούτο δύναται ν' αυξάνηται ή να μειούται δια Διατάγματος, μετά γνώμην της Επιτροπής του άρθρου 4 του νόμου 2190 ως ούτος συνεπληρώθη και ετροποποιήθη μεταγενεστέρως.

2. Ανώνυμοι εταιρείαι, ων το κεφάλαιον κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος είναι κατώτερον του εν τη προηγούμενη παραγράφω ποσού ή ανώνυμοι εταιρίαι ων το κεφάλαιον, ως προσηρμόσθη δυνάμει του Νομοθετικού Διατάγματος της 10-11 Μαΐου 1946 "περί καταρτίσεως των ισολογισμών των ανωνύμων εταιρειών" και των εις εκτέλεσιν τούτου εκδοθέντων Βασ. Διαταγμάτων, αφαιρουμένου του τυχόν υφισταμένου χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού "Διαφορά Προσαρμογής" είναι κατώτερον του εν τη προηγουμένη παραγράφω ποσού, υποχρεούνται εντός ενός έτους από της ισχύος του παρόντος είτε α) ν' αυξήσωσι το κεφάλαιον αυτών μέχρι του ποσού τούτου, ολοσχερώς καταβεβλημένου, είτε
β) να μετατραπώσιν εις εταιρίας περιωρισμένης ευθύνης τηρουμένης της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος.
Κατά τας περιπτώσεις ταύτας αι δια την μετατροπήν αναγκαίαι πράξεις δεν υπόκεινται εις την καταβολήν φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων.
Δια τας ιδρυθείσας μέχρι της 30 Ιουνίου 1931 ανωνύμους εταιρίας η προθεσμία της αυξήσεως του εταιρικού των κεφαλαίου ή της μετατροπής αυτών εις εταιρίας περιωρισμένης ευθύνης ορίζεται πενταετής, της σχετικής αποφάσεως περί αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου των εταιριών τούτων μέχρι του ποσού του ενός εκατομμυρίου δραχμών δυναμένης να ληφθή υπό της γενικής συνελεύσεως κατά τας διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 1 του 31 παρ. 1 του νόμου 2190 "περί Ανωνύμων Εταιρειών".
Εξαιρετικώς δια τας κατά την δημοσίευσιν του παρόντος λειτουργούσας Ελληνικάς ανωνύμους ασφαλιστικάς εταιρείας το μετοχικόν κεφάλαιον ορίζεται εις δραχμάς 1.000.000 εξ ων αι 250.000 δέον να καταβληθώσιν εντός του πρώτου έτους από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, αι δε λοιπαί 750.000 δρχ., ανά 250.000 δρχ. κατ' έτος. Εις το αυτό ποσόν ορίζεται και η κατά το άρθρον 22 παρ. 1 του Νόμου 1023 του 1917 "περί Ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως" εγγύησις. Κατά το αυτό δε ποσόν και εντός των αυτών προθεσμιών αυξάνεται και η ανωτέρω εγγύησις των εν Ελλάδι λειτουργουσών αλλοδαπών ανωνύμων ασφαλιστικών εταιρειών.

3. Παρερχομένης απράκτου της εν τη προηγουμένη παραγράφω οριζομένης προθεσμίας, η συστήσασα την ανώνυμον εταιρίαν Υπουργική απόφασις ανακαλείται υποχρεωτικώς.

1. Η συμφωνία των εταίρων περί μετατροπής ομορρύθμου ή ετερορρύθμου εταιρίας συσταθείσης κατά τας διατάξεις του νόμου εις εταιρίας περιωρισμένης ευθύνης δέον να περιβληθή τον τύπον του συμβολαιογραφικού εγγράφου εν τω οποίω να περιλαμβάνωνται αι και τον παρόντα νόμον ουσιώδεις διατάξεις τηρουμένης πάντως της διατάξεως του άρθρου 5.

2. Αι διατάξεις των παρ. παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 51 εφαρμόζονται και επί μετατροπής ομορρύθμου ή ετερορρύθμου εταιρίας εις εταιρίαν περιωρισμένης ευθύνης.

3. Η επωνυμία της μετατραπείσης εταιρίας δύναται να διατηρηθή εφαρμοζομένης και της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος.

4. Οι ομόρρυθμοι εταίροι της μετατραπείσης ομορρύθμου εταίροι της μετατραπείσης ομορρύθμου ή ετερορρύθμου εταιρίας εξακολουθούν να ευθύνωνται και μετά την μετατροπήν απεριορίστως και εις ολόκληρον έναντι των τρίτων διά τας εταιρικάς υποχρεώσεις τας αναληφθείσας μέχρι της συντελέσεως των κατά το άρθρον 8 του παρόντος διατυπώσεων δημοσιότητος εκτός αν οι δανεισταί συγκατετέθησαν εγγράφως εις την μετατροπήν της εταιρίας.

5. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν ,εφαρμοζόμεναι αναλόγως και προκειμένου περί δημοσιογραφικών επιχειρήσεων ανηκουσών κατά κυριότητα εις πλείονα φυσικά πρόσωπα και λειτουργουσών υπό την μορφήν της κοινοπραξίας συνεπεία κληρονομικής διαδοχής, αίτινες θέλουσι περιβληθή τον τύπον της εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης, εντός έτους από της ισχύος της παρούσης διατάξεως.

1. Διά την συγχώνευσιν εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης είτε διά συστάσεως νέας εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης είτε διά της απορροφήσεως υπό μιάς εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης άλλης ή άλλων εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης απαιτείται απόφασις των συνελεύσεων λαμβανομένη και την εν άρθρω 38 πλειονοψηφίαν.

2. Η συγχώνευσις δύναται να γίνη μόνον μετά πάροδον δύο μηνών από της επιμελεία των διαχειριστών δημοσιεύσεως άπαξ εις το κατά το άρθρον 8 παρ. 3 Δελτίον και δις εις μίαν τουλάχιστον ημερησίαν εφημερίδα εκδιδομένην εν τη έδρα των ενδιαφερομένων εταιρειών περιλήψεως των περί συγχωνεύσεως αποφάσεων των συνελεύσεων εφ΄ όσον εντός της προθεσμίας ταύτης ουδείς των πρό της τελευταίας δημοσιεύσεως δανειστών των ενδιαφερομένων εταιρειών διατυπώση εγγράφως τας αντιρρήσεις του.

3. Αιτήσει της ενδιαφερομένης εταιρείας δύναται ο Πρόεδρος των Πρωτοδικών, κατά την διαδικασίαν του άρθρου 634 της Πολιτικής Δικονομίας δικάζων, να επιτρέψη την συγχώνευσιν παρά τας αντιρρήσεις των εν τη προηγουμένη παραγρ. δανειστών εάν παρασχεθή εις αυτούς επαρκής ασφάλεια.

1. Η περί συγχωνεύσεως σύμβασις καταρτίζεται διά συμβολαιογραφικού εγγράφου εις το οποίον περιλαμβάνονται αι ουσιώδεις και τον παρόντα νόμον διατάξεις.

2. Από της δημοσιεύσεως κατά το άρθρον 8 του παρόντος της περί συγχωνεύσεως συμβάσεως η νέα εταιρεία ή η εις ην υπήχθη άλλη εταιρεία υποκαθίσταται αυτοδικαίως εις άπαντα εν γένει τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις της συγχωνευθείσης εταιρείας της τοιαύτης μεταβιβάσεως εξομοιουμένης προς καθολικήν διαδοχήν.

3. Εις περίπτωσιν συγχωνεύσεως Ανωνύμων Εταιρειών ως και Ασφαλιστικών τοιούτων εχουσών κεφάλαιον κάτω του ενός εκατομμυρίου δραχμών εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του νόμου 2292/1953"περί συγχωνεύσεως Ανωνύμων Τραπεζιτικών Εταιρειών".

4. Αι εκκρεμείς δίκαι συνεχίζονται υπό της νέας εταιρείας ή υπό της εις ην ηπήχθη η άλλη εταιρεία εφαρμοζομένης και εν προκειμένω της παρ. 4 του άρθρου 51 του παρόντος.

1. Ο εταίρος διά το μερίδιον των κερδών του εκ του συνόλου των προκυψάντων κερδών της εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης και δια τον τυχόν εξ αυτής κτώμενον μισθόν του ή άλλης οιασδήποτε φύσεως απολαύην του, υπόκειται εις φόρον Δ΄ Κατηγορίας των καθαρών προσόδων εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των σχετικών με την φορολογίαν των κερδών των ομορρύθμων εταίρων.

2. Αι διατάξεις του Κώδικος περί τελών χαρτοσήμου αι προβλέπουσαι μειωμένον φορολογικόν συντελεστήν διά τας ανωνύμους εταιρείας εφαρμόζονται αναλόγως και επί των εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης.

Αλλοδαπαί εταιρείαι περιωρισμένης ευθύνης δύνανται να εγκαταστήσωσιν εν Ελλάδι υποκατάστημα ή πρακτορείον κατόπιν αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου.

1. Η κατά το προηγούμενον άρθρον απόφασις εκδίδεται εφ΄ όσον:

α) Η Εταιρεία έχει συσταθή συμφώνως προς τους νόμους της Πολιτείας εις ην ευρίσκεται η έδρα αυτής και είναι εν λειτουργία.

β) Προσκομίση κεκυρωμένον υπό της αρμοδίας Προξενικής Αρχής αντίγραφον του εγγράφου πληρεξουσιότητος του αντιπροσώπου ή πράκτορος αυτής περιλαμβάνοντος απαραιτήτως και τον διορισμόν αντικλήτου και αναφέροντος το ονοματεπώνυμον των εκπροσωπούντων την εταιρείαν εν τη έδρα αυτής ως και την επωνυμίαν της εταιρείας.

γ) Αι ημεδαπαί εταιρείαι δύνανται να εγκαταστήσωσιν υποκατάστημα ή πρακτορείον εις την Πολιτείαν ένθα η έδρα της αλλοδαπής Εταιρείας.

2. Η κατά το άρθρον 57 απόφασις καταχωρίζεται και δημοσιεύεται συμφώνως προς την διάταξιν του άρθρου 8 του παρόντος.

Μέχρι της τηρήσεως των εν τω προηγουμένω άρθρω διατυπώσεων οι επ΄ ονόματι της εταιρείας συμβληθέντες ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον.

1. Διαφορές από την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων που θεσπίζονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού ανεξάρτητα από το αντικείμενό τους υπάγονται πάντοτε στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας.

2. Η υλική και τοπική αρμοδιότητα που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 ισχύει έστω κι αν αυτή δεν προβλέπεται ρητά στις σχετικές επιμέρους διατάξεις του παρόντος.

Τιμωρείται διά των ποινών του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικος:

1. Όστις συναλλάσεται ως εκπροσωπών εταιρείαν περιωρισμένης ευθύνης κατά παράβασιν των διατάξεων των άρθρων 16 έως 19 και 47 του παρόντος.

2. Όστις συναλλάσσεται ως εκπροσωπών αλλοδαπήν εταιρείαν περιωρισμένης ευθύνης μη κεκτημένην άδειαν εγκαταστάσεως.

3. Πας εταίρος ή διαχειριστής εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης όστις εν γνώσει ποιείται ψευδείς δηλώσεις αφορώσας την καταβολήν του εταιρικού κεφαλαίου και τον ισολογισμόν.

4. Όστις εκ προθέσεως παρέλειψε την σύνταξιν του ετησίου ισολογισμού πέραν της υπό του καταστατικού οριζομένης προθεσμίας.

5. Όστις εν γνώσει συνέταξεν ή ενέκρινεν ισολογισμόν κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του καταστατικού.

6. Όστις άνευ ισολογισμού ή κατά παράβασιν αυτού ή δυνάμει ψευδούς ή παρανόμου ισολογισμού επεχείρησε την διανομήν κερδών προς τους εταίρους.

7. Όστις εκ προθέσεως παρέλειψε να συγκαλέση γενικήν συνέλευσιν κατά παράβασιν του παρόντος ή του καταστατικού.

8. Όστις παραβαίνει τας διατάξεις του άρθρου 25 του παρόντος.

9. Όστις λαμβάνει ειδικάς ωφελείας ή υποσχέσεις τοιούτων επί τω σκοπώ όπως εν συνελεύσει των εταίρων ψηφίση καθ΄ ωρισμένην κατεύθυνσιν ή μη παρευρεθή εν συνελεύσει.

10. Όστις παρέχει ωφελείας ή υποσχέσεις τοιούτων χάριν των εν τη προηγουμένη περιπτώσει σκοπών.

11. Ο διαχειριστής εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης ασκούσης επιχείρησιν κατά παράβασιν του άρθρου 3 παρ. 2 του παρόντος.

12. Ο διαχειριστής ή εταίρος εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης ενεργών πράξεις κατά παράβασιν του άρθρου 20 του παρόντος.

13. Όστις παραβαίνει την διάταξιν του άρθρου 4 παρ. 5 του παρόντος.

14. Πας διαχειριστής παραβαίνων τας διατάξεις του παρόντος νόμου περί καταχωρίσεων και δημοσιεύσεων

1. Ανώνυμαι Εταιρείαι των οποίων η διάρκεια έληξε κατά το χρονικόν διάστημα από 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι της ισχύος του παρόντος δύνανται να παρατείνωσιν την διάρκειαν των δι"" αποφάσεως της γενικής Συνελεύσεως λαμβανομένης εντός έτους από της ισχύος του παρόντος. Η σύγκλησις της Γενικής Συνελεύσεως και η λήψις της σχετικής αποφάσεως θα γίνωσι κατά τας διατάξεις του ν. 2190 "περί Ανωνύμων Εταιριών" και τους όρους του Καταστικού η δε αποφασισθησομένη παράτασις λογίζεται ως συνέχεια του λήξαντος χρόνου διαρκείας της Εταιρίας.

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 23, οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 36 του Κ.Ν. 2190/1920, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, εφαρμόζονται υποχρεωτικά. για τον τακτικό έλεγχο των εταιριών περιορισμένης ευθύνης και των ετερόρρυθμων κατά μετοχές Εταιριών, για τις οποίες, η εταιρική χρήση αρχίζει μετά την 31η Δεκεμβρίου 1986. Για την πρώτη εφαρμογή των διατάξεων αυτής της παραγράφου τα όρια της παρ. 6 του άρθρου 42α του Κ.Ν. 2190/1920 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, είναι αυτά που προκύπτουν από τα βιβλία και στοιχεία της χρήσης που άρχισε πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1986. Το σύνολο του ισολογισμού προκύπτει από το άθροισμα των στοιχείων του ενεργητικού όπως αυτό εμφανίζεται στον ισολογισμό του τέλους της παραπάνω χρήσης, μετά την αφαίρεση των τυχόν σωρευμένων ζημιών που περιλαμβάνονται στο άθροισμα αυτό.

2. Οι Εταιρίες Περιορισμένης Ευθύνης και οι ετερόρρυθμες κατά μετοχές Εταιρίες, για τις οποίες η εταιρική χρήση αρχίζει μετά την 31 Δεκεμβρίου 1986, είναι υποχρεωμένες να καταρτίζουν τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και την έκθεση διαχείρισης με βάση τις διατάξεις των άρθρων 22 και 23, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν.

3. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 36 του Κ.Ν. 2190/1920 και των παρ. 1 και 2 του άρθρου 23, όπως τροποποιήθηκαν, καθώς και της παραπάνω παρ. 1, ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 70β του Κ.Ν. 2190/1920.

4. Οι Εταιρίες Περιορισμένης Ευθύνης που είναι καταχωρισμένες στο βιβλίο Ε.Π.Ε. κάθε Πρωτοδικείου μέχρι την 30 Ιουνίου 1987, εγγράφονται μέχρι την 30 Ιουνίου 1988 με επιμέλεια του Γραμματέα του Πρωτοδικείου στο Μητρώο Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης που θα τηρείται στο Πρωτοδικείο αυτό.
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις ετερόρρυθμες κατά μετοχές Εταιρίες που είναι καταχωρισμένες στο βιβλίο Εταιριών κάθε Πρωτοδικείου, οι οποίες καταχωρίζονται στο Μητρώο Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης συμφώνα με τα παραπάνω.

 


 

Ο παρών Νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ' Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 9 Απριλίου 1955

ΠΑΥΛΟΣ Β.

Ο ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΛΕΩΝ ΜΑΚΚΑΣ

Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς.

Εν Αθήναις τη 14 Απριλίου 1955

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΎΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΚΛ. ΘΕΟΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Ευρετήριο τουριστικής νομοθεσίας

Δείτε αναλυτικά τον οδηγό τουριστικής νομοθεσίας ανά κλάδο

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος 2021

Δείτε αναλυτικά όλες τις κλίμακες φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν για το φορολογικό έτος 2021