Άρθρο 28. Ανταποδοτική σύνταξη

1. Οι ασφαλισμένοι κύριας ασφάλισης του Κεφαλαίου αυτού, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, όπως ορίζονται στο άρθρο αυτό, τον χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 34, και τα κατ' έτος ποσοστά αναπλήρωσης υπολογιζόμενα επί των συντάξιμων αποδοχών του πίνακα 1 και 2 της παραγράφου 5 του άρθρου 8, σύμφωνα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις των επόμενων παραγράφων.

2. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου λαμβάνονται υπόψη:
α. Για τους μισθωτούς, ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου του. Ο μέσος όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου διά του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου του.
β. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ ο μέσος όρος του μηνιαίου ασφαλιστέου εισοδήματος, το οποίο υπόκειται σε εισφορές καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου του. Το μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα υπολογίζεται ως εξής:
i. Για το χρονικό διάστημα έως 31.12.2016 το ποσό που θα αποτελούσε το ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά, το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε μήνα ασφάλισης διά του συντελεστή 0,20.
Στο ανωτέρω ποσό συνυπολογίζονται με αναγωγή κατά κεφαλήν, τυχόν υφιστάμενοι μέχρι την ημερομηνία αυτή κοινωνικοί πόροι υπέρ των αντίστοιχων ταμείων και η ασφαλιστική εισφορά όπου υπήρχε που έχει καταβληθεί από τον εργοδότη.
ii. Για το χρονικό διάστημα από την 1η.1.2017 έως 31.12.2018 το εισόδημα, το οποίο υπόκειται σε εισφορές, σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 40 κατά το ως άνω χρονικό διάστημα.
iii. Για το χρονικό διάστημα από την 1η.1.2019 το ποσό που προκύπτει από το πηλίκο της διαίρεσης του ποσού της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς που έχει καταβληθεί χωρίς τις μειώσεις του άρθρου 98 και του άρθρου 141 παράγραφος 2 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58) διά του συντελεστή 0,20. Για τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ και για το χρονικό διάστημα έως 31.12.2019 εφαρμόζεται ο συντελεστής 0,18, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 31.12.2020 ο συντελεστής 0,19 και για το χρονικό διάστημα από την 1η.1.2021 έως 31.12.2021 εφαρμόζεται ο συντελεστής 0,195.

3. Οι συντάξιμες αποδοχές των ασφαλισμένων για κάθε ημερολογιακό έτος που προκύπτουν με βάση τον υπολογισμό των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 προσαυξάνονται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 8.

4. Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης, για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τον ν. 612/1977 (Α΄ 164), είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύουν κάθε φορά είτε με βάση τον ν. 2084/1992 (Α΄ 165), ως συντάξιμες αποδοχές, επί των οποίων θα υπολογιστεί το ποσοστό αναπλήρωσης των τριάντα πέντε (35) ετών, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια ασφάλισής του.

5. Για τους ασφαλισμένους για τους οποίους, από την 1η.1.2017, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38, καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά εργοδότη και ασφαλισμένου, αλλά έως την 31.12.2016 κατέβαλλαν ασφαλιστική εισφορά επί ασφαλιστικών κατηγοριών, ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ορίζεται το ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς που έχει καταβληθεί διά του συντελεστή 0,20.

6. Για τον χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά ύστερα από εξαγορά, ως συντάξιμες αποδοχές ορίζονται:
α. Για τους μισθωτούς οι μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων καταβλήθηκαν οι εισφορές εξαγοράς του αναγνωριζόμενου χρόνου.
β. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ το ποσό, που αντιστοιχεί στο ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς που έχει καταβληθεί για την αναγνώριση των πλασματικών χρόνων δια του συντελεστή 0,20. Οι πλασματικοί χρόνοι που αναγνωρίστηκαν χωρίς εξαγορά δεν συνυπολογίζονται για τον υπολογισμό του ποσού της ανταποδοτικής σύνταξης.

7. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη οι υπολογιζόμενες σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις του παρόντος άρθρου από το έτος 2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης.
Αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος), τουλάχιστον πέντε (5) ετών από την 1η.1.2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος) και κατά το πριν την 1η.1.2002 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση έως πέντε (5) ετών ασφάλισης.
Για αιτήσεις συνταξιοδότησης με έναρξη καταβολής της σύνταξης από την 1η.1.2021, αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος), τουλάχιστον δέκα (10) ετών από την 1η.1.2002 έως την έναρξη της συνταξιοδότησης, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος) και κατά το πριν την 1η.1.2002 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση έως δέκα (10) ετών ασφάλισης.

8. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού τμήματος της σύνταξης των ασφαλισμένων του πρώην ΟΓΑ για χρόνο ασφάλισης διανυθέντα πριν από τη σύσταση του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών, ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές προκειμένου για το χρονικό διάστημα μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2458/1997 (Α΄ 15) ορίζεται το 70% του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού.

9. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού τμήματος της σύνταξης/χορηγίας των προσώπων που είχαν διατελέσει Δήμαρχοι, Πρόεδροι Κοινότητας ή Νομάρχες προ του 2002, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα παράστασης του τελευταίου έτους πριν από τη λήξη της θητείας τους.
Στις περιπτώσεις που είχε ήδη εκδοθεί συνταξιοδοτική απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν μέχρι 31.12.2014, αλλά δεν καταβάλλεται η σύνταξη/χορηγία διότι δεν έχει συμπληρωθεί το ισχύον κατά περίπτωση ηλικιακό όριο, οι συντάξεις αυτές υπολογίζονται εκ νέου σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 4387/2016. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα παράστασης που ορίζονται στην πράξη αυτή. Σε κάθε περίπτωση προσκόμισης στοιχείων βάσει των οποίων οι συντάξιμες αποδοχές διαμορφώνονται αποδεδειγμένα υψηλότερες λαμβάνονται υπόψη αυτές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης.

10. Μετά το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης 4ε της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του ν. 3996/2011 (Α΄ 170) προστίθενται δύο εδάφια ως εξής: «Στην περίπτωση αυτή ο γονέας, ο σύζυγος ή ο αδελφός του αναπήρου, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, δύναται να υποβάλλει νέα αίτηση συνταξιοδότησης. Το δικαίωμα συνταξιοδότησης κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο υποβολής της νέας αίτησης».

11. Επί αιτήσεων συνταξιοδότησης που υποβάλλονται από 13.5.2016 και εφεξής καταργούνται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 29 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), του άρθρου 64 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1), της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του ν. 2084/1992, της παραγράφου 11 του άρθρου 5 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179), το πέμπτο εδάφιο του άρθρου 23 του π.δ. 913/1978 (Α΄ 220), της παραγράφου 4 του άρθρου 44 του π.δ. 284/1974 (Α΄ 101), της παραγράφου 4 του άρθρου 5 της Υ.Α. Β2/54/3/236/76/οικ. 695/1977 (Β΄329), της παραγράφου 8α του άρθρου 46 του β.δ. 29/5/25.6.58 (Α΄ 96), της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του π.δ. 419/1983 (Α΄ 154), του άρθρου 17 του π.δ. 419/1980 (Α΄ 11), του άρθρου της 20 Υ.Α. 17481/1933 Α.Υ.Ε.Ο. (77/1933), της περίπτωσης ε της παραγράφου 1 του άρθρου 18 της Υ.Α. 31720/Σ.503/10.12.1962 (Β΄ 503), της Υ.Α. Φ.43/οικ.1135/1988 (Β΄ 404), του άρθρου 1 του π.δ. 460/1989 σε συνδυασμό με την παράγραφο 1 του άρθρου 7 του ν. 982/1979 (Α΄ 239), της Υ.Α. Φ.41/241/1996 (Β΄ 228), της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48) σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του ν. 3029/2002 (Α΄ 160), της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του π.δ. 258/2005 (Α` 316), του άρθρου 9 του π.δ. 116/1988 (Α΄ 48), του άρθρου 6 του β.δ. 5/1955 (Α΄ 18), των άρθρων 97 και 110 του π.δ. 668/1981 (Α΄ 167), του άρθρου 1 του π.δ. 418/1985 (Α΄ 146) και του άρθρου 14 της Υ.Α. Φ.29/1455/1977 (Β΄ 1028).