Άρθρο 5. Δασικοί χάρτες και αιτήσεις τακτοποίησης γεωργικών εκµεταλλεύσεων

1. Στην παρ. 4 του άρθρου 45 του ν. 998/1979 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Για τις επεµβάσεις του παρόντος Κεφαλαίου απαιτείται η έκδοση πράξης χαρακτηρισµού. Σε όσες περιοχές υπάρχει θεωρηµένος ή αναρτηµένος δασικός χάρτης λαµβάνεται υπόψη ο χαρακτήρας ή η µορφή που απεικονίζεται στο χάρτη.»

2. Στην παρ. 7 του άρθρου 13 του ν. 3889/2010 (Α΄182), µετά το τρίτο εδάφιο προστίθενται εδάφια, ως εξής:
«Για την υποστήριξη της Διεύθυνσης Δασών στο ως άνω έργο, µπορεί κατά παρέκκλιση των κειµένων διατάξεων, να προσλαµβάνεται από την Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. προσωπικό των ιδίων ειδικοτήτων µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας ορισµένου χρόνου, εφόσον έχει γίνει η σχετική πρόβλεψη της δαπάνης µισθοδοσίας στον εκάστοτε προϋπολογισµό του εν λόγω φορέα.
Οι εν λόγω συµβάσεις συνάπτονται από την εταιρεία κατόπιν προηγούµενης απόφασης των Υπουργών Οικονοµικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας µε την οποία καθορίζεται η συγκεκριµένη ειδικότητα, ο αριθµός του προσωπικού και ο χρόνος διάρκειας των συµβάσεων. Η επιλογή του προσωπικού γίνεται από την Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε. κατόπιν προκήρυξης, βάσει αντικειµενικών προσόντων που υπαγορεύονται από τη φύση και το σκοπό των παρεχόµενων υπηρεσιών, ενώ εφαρµόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 8 έως 10, 11Β,13 και 20 του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, όπως ισχύουν, ως προς τη διαδικασία που ακολουθείται για τις προσλήψεις µε το άρθρο αυτό µε έλεγχο από το Α.Σ.Ε.Π.. Απαγορεύεται η µετατροπή των συµβάσεων αυτών σε αορίστου χρόνου. Το ως άνω προσωπικό δύναται να διατίθεται στις Αποκεντρωµένες Διοικήσεις µε απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ανάλογα µε τις ειδικές ανάγκες της κάθε οργανικής µονάδας.»

3.α. Στο άρθρο 17 του ν. 3889/2010 (Α΄182) προστίθεται παράγραφος 10, ως εξής:
«10. Για τις εκτάσεις που στον αναρτηµένο δασικό χάρτη προσδιορίζονται ως µη διεπόµενες από τις διατάξεις της δασικής νοµοθεσίας σύµφωνα µε τη φωτοερµηνεία της πλησιέστερης προς το χρόνο κατάρτισής του αεροφωτογραφίας και, συγχρόνως, ως διεπόµενες από τις διατάξεις της δασικής νοµοθεσίας στην παλαιότερη διαθέσιµη αεροφωτογραφία, και οι οποίες είναι ενταγµένες στο Ολοκληρωµένο Σύστηµα Διαχείρισης και Ελέγχου (ΟΣΔΕ), δεν εφαρµόζονται οι διατάξεις τού παρόντος άρθρου, εφόσον υποβληθεί αίτηµα, εντός της προθεσµίας της παραγράφου 1 του άρθρου 15, για την υπαγωγή τους στις διατάξεις των παραγράφων 5 έως 14 του άρθρου 47 και στο άρθρο 47Β του ν. 998/1979. Η ως άνω εξαίρεση από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου χορηγείται για όσο διάστηµα απαιτείται για την έκδοση της διοικητικής πράξης έγκρισης εξαγοράς ή επέµβασης που προβλέπεται από τα ανωτέρω άρθρα, η οποία εκδίδεται εντός αποκλειστικής προθεσµίας έξι (6) µηνών από το πέρας της προθεσµίας της παραγράφου 1 του άρθρου 15.»
β. Στις περιπτώσεις όπου η προθεσµία της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3889/2010 για την υποβολή αντιρρήσεων, λήγει σε διάστηµα µικρότερο των δύο (2) µηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, η προθεσµία αυτή παρατείνεται έως τη συµπλήρωση δύο (2) µηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

4. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 3208/2003 (Α΄ 303) αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Μέχρι την κατάρτιση και τήρηση Δασολογίου συστήνεται Επιτροπή Δασολογίου Περιφερειακής Ενότητας στην έδρα της οικείας Αποκεντρωµένης Διοίκησης, µε αρµοδιότητα τον, κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, ειδικότερο χαρακτηρισµό των περιλαµβανοµένων στον αναρτηµένο δασικό χάρτη, περιοχών δασικού χαρακτήρα.»

5. Στην παρ. 2 του άρθρου 155 του ν. 4389/2016 (Α΄94) προστίθεται περίπτωση γ΄ ως εξής:
«γ) οι περιοχές της παρ. 4 του άρθρου 23 του ν. 3889/2010, εφόσον έχουν υποδειχθεί, από τις τεχνικές υπηρεσίες των οικείων Ο.Τ.Α., µέχρι τη λήξη της, σύµφωνα µε την παρ. 1 του άρθρου 15 του ιδίου νόµου, προθεσµίας υποβολής αντιρρήσεων του αναρτηµένου δασικού χάρτη, εξαιρούνται της θεώρησης και κύρωσης του άρθρου 17 οµοίως, νοούµενες ως µη αναρτηθείσες, εφαρµοζόµενων των διατάξεων της δασικής νοµοθεσίας. Οι αντιρρήσεις που εκκρεµούν κατά του δασικού χάρτη, που αφορούν στις ανωτέρω περιοχές, θεωρούνται ως µη υποβληθείσες και το ειδικό τέλος που έχει καταβληθεί, επιστρέφεται στους δικαιούχους.»