ΝΟΜΟΣ ΥΠ'ΑΡΙΘ. 3842/2010 Αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης, αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις

 
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 58
23 Απριλίου 2010
Νόμος υπ΄ αριθμ. 3842
Αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης, αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολο­γίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α), αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Το εισόδημα, που απομένει μετά την αφαίρεση των δαπανών από το συνολικό εισόδημα του φορολογούμε­νου, υποβάλλεται σε φόρο με βάση την ακόλουθη κλίμακα:

 

Κλιμάκιο Εισοδήματος

(ευρώ)

Φορολογικός Συντελεστής

%

Φόρος Κλιμακίου

(ευρώ)

Σύνολο Εισοδήματος

(ευρώ)

Σύνολο Φόρου

(ευρώ)

12.000

0

0

12.000

0

4.000

18

720

16.000

720

6.000

24

1.440

22.000

2.160

4.000

26

1.040

26.000

3.200

6.000

32

1.920

32.000

5.120

8.000

36

2.880

40.000

8.000

20.000

38

7.600

60.000

15.600

40.000

40

16.000

100.000

31.600

Υπερβάλλον

45

 

 

 

 

Το αφορολόγητο ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ ισχύει, εφόσον ο φορολογούμενος προσκομίσει α­ποδείξεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων για δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών, τις οποίες πραγματοποιεί ο ίδιος, η σύζυγός του και τα τέκνα που τους βαρύνουν. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή και τα λοιπά πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγρα­φο 3 του άρθρου 47 του Κ.Φ.Ε., όσοι διαμένουν σε οίκο ευγηρίας, οι φυλακισμένοι και οι κάτοικοι κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα πλέον του ενενήντα τοις εκατό (90%) του συνολικού εισοδήματός τους, δικαιούνται το αφορολό­γητο ποσό της κλίμακας χωρίς την προσκόμιση αποδεί­ξεων. Στις πιο πάνω δαπάνες δεν περιλαμβάνονται αυ­τές που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 8 και 9, οι δαπάνες για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 17, οι δαπάνες που προβλέ­πονται στο άρθρο 23, οι δαπάνες ύδρευσης, αποχέτευ­σης, ηλεκτρισμού και τηλεπικοινωνιών γενικά, καθώς και οι δαπάνες εισιτηρίων κάθε είδους μεταφορικών μέσων.
Το ελάχιστο ποσό των αποδείξεων δαπανών, που απαι­τείται να προσκομισθούν, ορίζεται, με βάση το δηλούμε­νο και φορολογούμενο σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις ατομικό εισόδημα του φορολογουμένου, ανά κλίμακα, ως εξής: α) για ατομικό εισόδημα μέχρι δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) αυτού και β) για ατομικό εισόδημα πάνω από δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ, για το τμήμα αυτού μέχρι δώδεκα χιλιά­δες (12.000) ευρώ σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) και για το τμήμα αυτού πάνω από τα δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αυ­τού. Όταν το ατομικό εισόδημα είναι μέχρι έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ δεν απαιτούνται αποδείξεις δαπανών.
Αν το ποσό των προσκομιζόμενων αποδείξεων δαπα­νών του φορολογουμένου υπολείπεται του πιο πάνω πο­σοστού, επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δέκα τοις ε­κατό (10%) επί της διαφοράς. Αν το ποσό των προσκομι­ζόμενων αποδείξεων δαπανών υπερβαίνει το ποσοστό αυτό εκπίπτει από το συνολικό φόρο, που προκύπτει με βάση την πιο πάνω κλίμακα, φόρος, που υπολογίζεται με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) επί της διαφοράς. Το ποσό των δαπανών για την επιβολή ή την έκπτωση φό­ρου, σύμφωνα με τα δύο προηγούμενα εδάφια, δεν μπο­ρεί σε καμιά περίπτωση να υπερβαίνει τα δεκαπέντε χι­λιάδες (15.000) ευρώ για τον υπόχρεο και τα τριάντα χι­λιάδες (30.000) ευρώ για συζύγους. Οι δαπάνες που έ­χουν πραγματοποιηθεί υπολογίζονται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους μόνον εφόσον έχουν περιληφθεί στην αρχική δήλωση και επιμερίζονται μεταξύ των συζύ­γων ανάλογα με το δηλούμενο και φορολογούμενο σύμ­φωνα με τις γενικές διατάξεις ατομικό εισόδημα της αρ­χικής δήλωσής τους, αφού προηγουμένως καλυφθεί το ποσό των αποδείξεων που απαιτείται για την κάλυψη του αφορολόγητου ποσού. Όταν ο ένας σύζυγος δηλώνει ει­σόδημα μέχρι έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ, οι αποδείξεις που προσκομίζονται καλύπτουν το αφορολόγητο ποσό του άλλου συζύγου, εφόσον αυτό υπερβαίνει τα έξι χι­λιάδες (6.000) ευρώ.»

2. α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας της προηγούμενης παραγράφου αυξάνεται κα­τά χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ εάν ο φορολογούμε­νος έχει ένα τέκνο που τον βαρύνει, κατά τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ εάν έχει δύο τέκνα που τον βαρύνουν, κατά έντεκα χιλιάδες πεντακόσια (11.500) ευρώ εάν έχει τρία τέκνα που τον βαρύνουν και κατά δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για κάθε τέκνο πάνω από τα τρία που τον βαρύ­νουν.»
β. Στο τέλος του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται η φράση «και όποι­ου επόμενου απαιτείται.»

3. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) Κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του ποσού της ετήσιας δαπάνης που καταβάλλει ο φορολογούμε­νος για ασφάλιστρα ασφαλίσεων ζωής, θανάτου, προ­σωπικών ατυχημάτων και ασθένειας για την ασφάλιση του ίδιου, της συζύγου του και των τέκνων που τους βα­ρύνουν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Στη δα­πάνη αυτή περιλαμβάνονται και τα ασφάλιστρα που κα­ταβάλλονται ετησίως για την ασφάλιση τέκνων, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 7, από γονείς που βρίσκονται σε διάζευξη και δεν συνοικούν μαζί τους. Το ποσό της δαπάνης ασφαλίστρων επί του οποίου υπολογίζεται η μείωση δεν μπορεί να υπερβεί τα χίλια διακόσια (1.200) ευρώ για άγαμο και τα δύο χιλιάδες τετρακόσια (2.400) ευρώ για οικογένεια. Το ποσό αυτό υπολογίζεται αθροι­στικά και για τους δύο συζύγους, μειώνει το φόρο μόνον εφόσον έχει περιληφθεί στην αρχική δήλωση και επιμε­ρίζεται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του ει­σοδήματος του καθενός που φορολογείται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, όπως αυτό δηλώθηκε με την αρχι­κή δήλωση.»

4. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. προστί­θενται περιπτώσεις ζ', η' και θ' ως εξής:
«ζ) Κατά ποσοστό 20%:
αα) Των ποσών που καταβάλλονται από τον φορολο­γούμενο λόγω δωρεάς στο Δημόσιο, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συ­νοχής, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές του Αγίου Ό­ρους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλε­ως, τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, την Ιερά Μονή Σινά, την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, τα ημεδαπά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορη­γούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων.
ββ) Της αξίας των ιατρικών μηχανημάτων και των α­σθενοφόρων αυτοκινήτων, που μεταβιβάζονται λόγω δωρεάς στα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιω­τικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋ­πολογισμό.
γγ) Των χρηματικών ποσών που καταβάλλονται από τον φορολογούμενο λόγω δωρεάς προς τα κοινωφελή ι­δρύματα, τα σωματεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης και χορηγούν υ­ποτροφίες, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επι­διώκουν κοινωφελείς σκοπούς, τους ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς που διέπονται από το ν. 1514/ 1985 (ΦΕΚ 13 Α') και τα ερευνητικά κέντρα που αποτε­λούν ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερ­δοσκοπικού χαρακτήρα.
δδ) Των χρηματικών ποσών που καταβάλλονται από τον φορολογούμενο λόγω χορηγίας προς τα μη κερδο­σκοπικού χαρακτήρα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτι­κού δικαίου που νόμιμα υπάρχουν ή συνιστώνται, εφό­σον επιδιώκουν σκοπούς πολιτιστικούς. Πολιτιστικοί σκοποί είναι, ιδίως, η καλλιέργεια, προαγωγή και διάδο­ση των γραμμάτων, της μουσικής, του χορού, του θεά­τρου, του κινηματογράφου, της ζωγραφικής, της γλυπτι­κής και των τεχνών γενικότερα, καθώς και η ίδρυση, επέ­κταση και συντήρηση των αναγνωρισμένων ιδιωτικών μουσείων, όπως τέχνης, φυσικής ιστορίας, εθνολογικών και λαογραφικών.
Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης υποπερίπτωσης καθορίζονται, με κοινή απόφαση των Υ­πουργών Οικονομικών και Πολιτισμού, μετά από έλεγχο που διενεργείται από το Υπουργείο Πολιτισμού, τα νομι­κά πρόσωπα που επιδιώκουν πολιτιστικούς σκοπούς.
Όταν τα ποσά των δωρεών και των χορηγιών αυτής της περίπτωσης, με εξαίρεση τις δωρεές που καταβάλ­λονται στους δωρεοδόχους οι οποίοι αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, υπερβαίνουν τα τριακόσια (300) ευρώ ε­τησίως, λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον έχουν κατα­τεθεί σε ειδικό λογαριασμό του νομικού προσώπου, που πρέπει να ανοιχθεί για το σκοπό αυτόν στο Ταμείο Παρα­καταθηκών και Δανείων ή σε τράπεζα που νόμιμα λει­τουργεί στην Ελλάδα.
Το γραμμάτιο είσπραξης της τράπεζας που εκδίδεται πρέπει να αναφέρει τα στοιχεία του δωρητή ή χορηγού και δωρεοδόχου, το ποσό της δωρεάς ή χορηγίας αριθ­μητικώς και ολογράφως, την ημερομηνία κατάθεσής του και την υπογραφή του δωρητή ή χορηγού, κατά περίπτω­ση.
Το συνολικό ποσό των δωρεών και χορηγιών της περί­πτωσης αυτής επί του οποίου υπολογίζεται η μείωση δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού εισοδήματος που φορολογείται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις.
Η μείωση διενεργείται εφόσον τα ποσά των δωρεών και χορηγιών υπερβαίνουν συνολικά τα εκατό (100) ευρώ.
Το συνολικό ποσό των χρηματικών δωρεών και χορη­γιών αυτής της περίπτωσης, στο οποίο υπολογίζεται η μείωση, δεν μπορεί να υπερβεί ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του εισοδήματος που προκύπτει κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 19.
Τα χρηματικά ποσά αυτών των δωρεών και χορηγιών δεν πρέπει να έχουν εκπέσει με βάση άλλη διάταξη του παρόντος.
Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται και για δωρεές υπέρ αντίστοιχων κρατικών φορέων και νομι­κών προσώπων, εγκατεστημένων σε άλλα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε χώρες ΕΟΧ/ΕΖΕΣ. Το ποσό των δωρεών που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο μπορεί να κατατίθεται και σε τράπεζα της χώρας στην οποία έχει την κατοικία του ο δωρεοδόχος.
η) Κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του ποσού της ετήσιας δαπάνης που καταβάλλει ο φορολογούμε­νος σε δικηγόρους λόγω παροχής νομικών υπηρεσιών στον ίδιο ή στα πρόσωπα που τον βαρύνουν, με εξαίρεση τις αμοιβές για την παράστασή τους κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων και για τις υποθέσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 23. Το συνολικό ποσό των αμοιβών αυτών δεν μπορεί να υπερβεί ποσοστό δέ­κα τοις εκατό (10%) του εισοδήματος που προκύπτει σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 19.
θ) Κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) της δαπάνης για επεμβάσεις ενεργειακής αναβάθμισης ακινήτου που θα προκύψουν μετά από ενεργειακή επιθεώρηση, σύμ­φωνα με τις διατάξεις του ν. 3661/2008 και τις κανονιστι­κές πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του και αφορούν:
αα) Την αντικατάσταση του λέβητα πετρελαίου για την εγκατάσταση τηλεθέρμανσης ή για νέα εγκατάσταση τη-λεθέρμανσης ή συστήματος που κάνει χρήση ανανεώσι­μων πηγών ενέργειας, καθώς και για παρεμβάσεις στο υ­φιστάμενο σύστημα που αφορούν σε σύστημα αντιστάθ­μισης στον καυστήρα / λέβητα σε συνδυασμό με αυτονο­μία θέρμανσης και μόνωση σωληνώσεων.
ββ) Την αλλαγή εγκατάστασης κεντρικού κλιματισμού χρήσης καυσίμου από πετρέλαιο σε φυσικό αέριο ή για νέα εγκατάσταση φυσικού αερίου.
γγ) Την αγορά και εγκατάσταση ηλιακών συλλεκτών και για την εγκατάσταση κεντρικού κλιματισμού με χρή­ση ηλιακής ενέργειας.
δδ) Την αγορά και εγκατάσταση αποκεντρωμένων συ­στημάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που βασίζο­νται σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (φωτοβολταϊκά, μικρές ανεμογεννήτριες) και συμπαραγωγής ηλεκτρι­σμού και ψύξης - θέρμανσης με χρήση φυσικού αερίου ή ανανεώσιμων πηγών.
εε) Τη θερμομόνωση σε υφιστάμενα κτήρια με τοποθέ­τηση διπλών θερμομονωτικών υαλοπινάκων και θερμο­μονωτικών πλαισίων / κουφωμάτων (συμπεριλαμβάνο­νται εξωτερικά καλύμματα, παντζούρια και ρολά) και το­ποθέτηση θερμομόνωσης στο κέλυφος ή/και στην οροφή (δώμα ή στέγη).
στστ) Τη δαπάνη για τη διενέργεια ενεργειακής επιθε­ώρησης από αρμόδιο επιθεωρητή.
Το ποσό της δαπάνης της περίπτωσης αυτής επί της ο­ποίας υπολογίζεται η μείωση δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.»

5.α) Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 4 του άρ­θρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
«Για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα από το οποίο προκύπτει φόρος, οι μειώσεις των περιπτώσεων α', γ', ε', ζ', η' και θ' της προηγούμενης παραγράφου που α­φορούν την ίδια και των περιπτώσεων α' και στ' της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρού­νται από το δικό της φόρο που προκύπτει με βάση την κλίμακα. Όταν λόγω θανάτου του ενός από τους συζύ­γους υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις, αν στο εισόδη­μα του ενός συζύγου δεν προκύπτει φόρος ή ο φόρος που προκύπτει είναι κατώτερος από το άθροισμα των μειώσεων των περιπτώσεων α' έως και θ' της προηγού­μενης παραγράφου, το άθροισμα αυτών ή η διαφορά που προκύπτει δεν μειώνει το φόρο του άλλου συζύγου.»
β) Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν με βάση τη φορολογική κλίμακα δεν προκύπτει για τον φορολογούμενο ποσό φόρου ή αυτό που προκύπτει είναι μικρότερο από το άθροισμα των μειώσεων των πε­ριπτώσεων α', β', δ' και στ' της προηγούμενης παρα­γράφου που αφορούν αυτόν προσωπικά και τα πρόσωπα που τον βαρύνουν, ολόκληρο το ποσό των μειώσεων των περιπτώσεων αυτών ή η διαφορά που προκύπτει, μειώνει το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογι­κή κλίμακα για τον άλλο σύζυγο.»

6. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 έως και 5 του άρ­θρου αυτού ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2010, για εισο­δήματα που αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιού­νται, κατά περίπτωση, από την ημερομηνία αυτή και με­τά.

7. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του νόμου αυτού έ­χουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά περίπτωση, α­πό 1.1.2010 και μετά. Ειδικά, η κλίμακα της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται κατά την παρακράτηση φόρου εισο­δήματος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και μετά.

8. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 118 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται η φράση:
«χωρίς να απαιτούνται για την κάλυψη αυτής της προ­σαύξησης οι αποδείξεις των δαπανών της παραγράφου 1 του άρθρου 9».

9. Όπου στις διατάξεις του Κ.Φ.Ε. αναγράφονται «κλί­μακα (α) ή (β)», νοείται η κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 9, όπως αυτή θεσπίστηκε με το νόμο αυτόν.

10. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης ε' της παρα­γράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως ε­ξής:
«Το ποσό της μείωσης του φόρου δεν μπορεί να υπερ­βεί τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.»

11. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου ισχύει για το οικονομικό έτος 2011 και επόμενα.

1. Οι περιπτώσεις α', γ', δ', ζ', η' και ι' της παραγρά­φου 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. αντικαθί­σταται ως εξής:
«3. Για τη σύζυγο που έχει εισόδημα, οι δαπάνες των παραγράφων 1 και 2 που αφορούν στην ίδια, καθώς και οι δαπάνες της περίπτωσης θ' της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2, που αφορούν στα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, στα χωρίς γάμο τέκνα της, στους γονείς της και στους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαι­ρούνται από το δικό της εισόδημα.»

3. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. προστί­θεται, μετά το πρώτο εδάφιο, νέο εδάφιο ως εξής:
«Από τη διάταξη αυτή εξαιρούνται οι κάτοικοι των κρα­τών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποκτούν ει­σόδημα στην Ελλάδα μεγαλύτερο του ενενήντα τοις ε­κατό (90%) του συνολικού εισοδήματός τους.»

1. Ο τίτλος του άρθρου 15 του Κ.Φ.Ε. «Προσδιορισμός εισοδήματος με βάση την τεκμαρτή δαπάνη» αντικαθί­σταται σε «Προσδιορισμός εισοδήματος με βάση αντι­κειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες».

2. Το άρθρο 16 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 16
Αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες
1. Για τον προσδιορισμό του αντικειμενικού εισοδήμα­τος με βάση τη συνολική ετήσια δαπάνη του φορολογου­μένου, της συζύγου του και των προσώπων που συνοι­κούν και τους βαρύνουν λαμβάνονται υπόψη τα ακόλου­θα:
α) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη, με βάση τα τετρα­γωνικά μέτρα της ιδιοκατοικούμενης ή μισθωμένης ή της δωρεάν παραχωρούμενης κύριας κατοικίας ορίζεται κλιμακωτά, για τα ογδόντα (80) πρώτα τετραγωνικά μέ­τρα κύριων χώρων αυτής, με τριάντα (30) ευρώ το τε­τραγωνικό μέτρο, για τα επόμενα από ογδόντα ένα (81) μέχρι και εκατόν είκοσι (120) τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων αυτής, με πενήντα (50) ευρώ το τετραγωνικό μέ­τρο, για τα επόμενα από εκατόν είκοσι ένα (121) μέχρι και διακόσια (200) τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων αυτής, με ογδόντα (80) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, για τα διακόσια ένα (201) έως τριακόσια (300) τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων αυτής, με εκατόν πενήντα (150) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο και για τα πλέον των τριακο­σίων (300) τετραγωνικών μέτρων κύριων χώρων αυτής, με τριακόσια (300) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο. Για τον υπολογισμό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης των βοηθητικών χώρων της κύριας κατοικίας ορίζεται ποσό τριάντα (30) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο. Τα παραπάνω ποσά προσαυξάνονται, προκειμένου για κατοικίες που βρίσκονται σε περιοχές με τιμή ζώνης, σύμφωνα με τον αντικειμενικό προσδιορισμό των ακινήτων, από 2.800 ευρώ έως 4.999 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, κατά ποσο­στό σαράντα τοις εκατό (40%) και για περιοχές με τιμή ζώνης από 5.000 ευρώ και άνω το τετραγωνικό μέτρο, κατά ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%). Όλα τα πα­ραπάνω ποσά προσαυξάνονται, προκειμένου για μονο­κατοικίες, κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%).
β) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη, που εκτιμάται με βάση τα τετραγωνικά μέτρα μιας ή περισσοτέρων ιδιοκα­τοικούμενων ή μισθωμένων δευτερευουσών κατοικιών, καθώς και των βοηθητικών χώρων αυτών, ορίζεται στο έ­να δεύτερο (1/2) της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης ό­πως αυτή ορίζεται στην περίπτωση α'.
γ) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη επιβατικού αυτοκι­νήτου ιδιωτικής χρήσης , ορίζεται ως εξής:
αα) για τα αυ­τοκίνητα μέχρι χίλια διακόσια (1.200) κυβικά εκατοστά σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ,
ββ) για αυτοκίνητα μεγα­λύτερα των χιλίων διακοσίων (1.200) κυβικών εκατο­στών προστίθενται τριακόσια (300) ευρώ ανά εκατό (100) κυβικά εκατοστά μέχρι τα δύο χιλιάδες (2.000) κυ­βικά εκατοστά,
γγ) για αυτοκίνητα μεγαλύτερα των δύο χιλιάδων (2.000) κυβικών εκατοστών προστίθενται πε­ντακόσια (500) ευρώ ανά εκατό (100) κυβικά εκατοστά και μέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) κυβικά εκατοστά και
δδ) για αυτοκίνητα μεγαλύτερα από τρεις χιλιάδες (3.000) κυβικά εκατοστά προστίθενται επτακόσια (700) ευρώ α­νά εκατό (100) κυβικά εκατοστά.
Τα παραπάνω ποσά ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης α­πό κάθε αυτοκίνητο μειώνονται ανάλογα με την παλαιό-τητά του, η οποία υπολογίζεται από το έτος πρώτης κυ­κλοφορίας του στην Ελλάδα, κατά ποσοστό ως εξής:
αα) Τριάντα τοις εκατό (30%) για χρονικό διάστημα πάνω από πέντε (5) και μέχρι δέκα (10) έτη.
ββ) Πενήντα τοις εκατό (50%) για χρονικό διάστημα πάνω από δέκα (10) έτη. Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη δεν εφαρμόζεται για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που διαθέτουν πιστοποιητικό αυθεντικότητας το οποίο εκδίδεται από διεθνή ή ημεδαπό φορέα που έχει αρμοδιότητα να εκδίδει τέτοιο πιστοποιητικό, καθώς και για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης τα οποία εί­ναι ειδικά διασκευασμένα για κινητικά αναπήρους.
Ως επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης ειδικά δια­σκευασμένα για κινητικά αναπήρους θεωρούνται εκείνα που διασκευάσθηκαν ύστερα από άδεια της αρμόδιας αρχής για να οδηγούνται από πρόσωπα που παρουσιά­ζουν κινητική αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον εξήντα επτά τοις εκατό (67%) ή για να μεταφέρουν αυτά τα πρόσωπα μαζί με τα αντικείμενα που είναι απαραίτητα για τη μετακίνησή τους.
Στις περιπτώσεις εταιριών ομόρρυθμων ή ετερόρρυθ­μων ή περιορισμένης ευθύνης ή ανωνύμων ή αστικών, καθώς και των κοινωνιών και κοινοπραξιών που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, οι οποίες έχουν στην κυριότη­τα ή στην κατοχή τους επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, η αντικειμενική δαπάνη που αναλογεί σε αυτά λογίζεται ως αντικειμενική δαπάνη των:
i) ομόρρυθμων ή απλών, εκτός των ετερόρρυθμων, ε­ταίρων ή κοινωνών ή μελών της κοινοπραξίας φυσικών προσώπων, επιμεριζόμενη μεταξύ αυτών κατά το ποσο­στό συμμετοχής τους στην εταιρία, προκειμένου περί ο­μόρρυθμων ή ετερόρρυθμων ή αστικών εταιριών ή στην κοινωνία ή στην κοινοπραξία,
ii) των φυσικών προσώπων, μελών της εταιρίας περιο­ρισμένης ευθύνης, επιμεριζόμενη μεταξύ αυτών, κατά το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στην εταιρία περιορι­σμένης ευθύνης, όταν οι διαχειριστές αυτής δεν είναι ε­ταίροι της,
iii) των διαχειριστών της εταιρίας περιορισμένης ευθύ­νης που είναι και εταίροι της, επιμεριζόμενη μεταξύ αυ­τών κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρία πε­ριορισμένης ευθύνης και
iv) των διευθυνόντων και εντεταλμένων συμβούλων, διοικητών ανωνύμων εταιριών και προέδρων των διοικη­τικών συμβουλίων τους, επιμεριζόμενη ισομερώς μεταξύ τους.
Αν στις πιο πάνω περιπτώσεις οι εταίροι των ομόρρυθ­μων ή ετερόρρυθμων ή περιορισμένης ευθύνης ή αστι­κών εταιριών, καθώς και των κοινωνιών ή κοινοπραξιών είναι νομικά πρόσωπα, η αντικειμενική δαπάνη που προ­κύπτει με βάση τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρή­σης που έχουν στην κυριότητα ή την κατοχή τους λογί­ζεται ως αντικειμενική δαπάνη των φυσικών προσώπων, που μετέχουν σε αυτά τα νομικά πρόσωπα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο.
Για τα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα που δεν έχουν ε­γκατάσταση στην Ελλάδα, αλλά υποχρεούνται σε υπο­βολή δήλωσης με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 107, καθώς και για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις, το ποσό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης που προκύπτει με βάση αυτοκίνητα αυτής της περίπτωσης, ιδιοκτησίας του αλλοδαπού νομικού προσώπου ή ιδιοκτησίας ή κατοχής γραφείου, υποκαταστήματος ή πρακτορείου της αλλοδα­πής επιχείρησης εγκατεστημένου στην Ελλάδα, βαρύνει το πρόσωπο που εκπροσωπεί στην Ελλάδα το αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή την αλλοδαπή επιχείρηση ή προΐστα­ται του γραφείου ή υποκαταστήματος ή πρακτορείου.
Η αντικειμενική αυτή δαπάνη βαρύνει καθένα από τα φυσικά πρόσωπα που ορίζονται από τις διατάξεις αυτής της παραγράφου ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής ή κατοικίας τους και δεν μπορεί για καθένα από αυτά τα πρόσωπα και για κάθε εταιρία να είναι ανώτερη από τη μεγαλύτερη αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει από αυτοκίνητο της εταιρίας.
Αν ο φορολογούμενος, η σύζυγός του και τα προστα­τευόμενα μέλη είναι κύριοι ή κάτοχοι και άλλων επιβατι­κών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, η αντικειμενική δα­πάνη που προκύπτει για τα αυτοκίνητα αυτά λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής αντικειμενικής δαπάνης.
Η αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει βάσει επιβατι­κού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης, του οποίου κύριος ή κάτοχος είναι ανήλικο τέκνο, λογίζεται ως αντικειμενική δαπάνη του γονέα που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα και αν αυτός έχασε τη γονική μέριμνα, του άλλου γονέα. Αν αποκτηθεί ή μεταβιβασθεί με οποιονδήποτε τρόπο επιβα­τικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης κατά τη διάρκεια του έτους, η αντικειμενική δαπάνη περιορίζεται σε τόσα δω­δέκατα όσοι και οι μήνες κυριότητας ή κατοχής του αυ­τοκινήτου. Διάστημα μεγαλύτερο από δεκαπέντε (15) η­μέρες λογίζεται ως ολόκληρος μήνας. Τα ίδια εφαρμόζο­νται και σε περίπτωση ακινησίας ή ολοκληρωτικής κατα­στροφής του αυτοκινήτου από οποιαδήποτε αιτία. Αν με­ταβιβασθεί ή αποκτηθεί εικονικά αυτοκίνητο από περισ­σότερα πρόσωπα, η ετήσια αντικειμενική δαπάνη του ι­σχύει αυτοτελώς στο σύνολό της για καθέναν από τους συμβαλλομένους. Εικονική θεωρείται η μεταβίβαση ή η κτήση που πραγματοποιείται ιδίως μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας κατ' ευθεία γραμμή ή εκ πλαγίου μέχρι και τον τρίτο βαθμό, επιτρέπεται όμως η ανταπόδειξη. Όταν η συγκυριότητα είναι πραγματική, η ετήσια αντικειμενική δαπάνη επιμερίζεται κατά το λόγο των ιδα­νικών μεριδίων καθενός συγκυρίου.
Προκειμένου για εκπαιδευτές οδηγών αυτοκινήτων, καθώς και για τις επιχειρήσεις ενοικίασης αυτοκινήτων, που χρησιμοποιούν για το σκοπό αυτόν περισσότερα ε­πιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, για τον υπολογι­σμό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης λαμβάνεται υ­πόψη το αυτοκίνητο που δίνει τη μεγαλύτερη αντικειμε­νική δαπάνη. Στις περιπτώσεις ενοικίασης ή χρηματοδο­τικής μίσθωσης αυτοκινήτων επιβατικών ιδιωτικής ή μι­κτής χρήσης, η ετήσια αντικειμενική δαπάνη, που αντι­στοιχεί στο χρόνο χρησιμοποίησης αυτών, βαρύνει το μι­σθωτή τους.
Οι διατάξεις της περίπτωσης γ' εφαρμόζονται ανάλο­γα και για τον προσδιορισμό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης των αυτοκινήτων μικτής χρήσης και των αυτο­κινήτων τύπου JEEP.
δ) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη που καταβάλλεται για ιδιωτικά σχολεία στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευ­σης, με εξαίρεση τα εσπερινά γυμνάσια και λύκεια, κα­θώς και τα ειδικά σχολεία ατόμων με ειδικές ανάγκες, ό­πως προκύπτει από τις σχετικές αποδείξεις παροχής υ­πηρεσιών.
ε) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη που καταβάλλεται για οικιακούς βοηθούς, οδηγούς αυτοκινήτων, δασκά­λους και λοιπό προσωπικό, η οποία ορίζεται στο εκάστο­τε κατώτατο όριο αμοιβών όπως αυτό προσδιορίζεται α­πό τις ισχύουσες διατάξεις για την αντίστοιχη κατηγο­ρία εργαζομένων. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται όταν ο φορολογούμενος απασχολεί έναν μόνο οικιακό βοηθό ή όταν ο ίδιος ή πρόσωπο που συνοικεί με αυτόν και τον βαρύνει έχει αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό και πάνω (67%) από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία ή είναι ηλικίας άνω των εξήντα πέντε (65) ετών και απα­σχολεί ένα νοσοκόμο.
στ) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη με βάση σκάφη α­ναψυχής ιδιωτικής χρήσης, κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου του ή των προσώπων που τους βαρύνουν εκτιμάται με βάση το κόστος τελών ελλιμενισμού, ασφαλίστρων, καυσίμων, συντήρησης και πρακτόρευσης και ορίζεται, ανάλογα με τα μέτρα ολικού μήκους του σκάφους, ως εξής:
αα) για μηχανοκίνητα σκάφη ανοικτού τύπου, ταχύ­πλοα και μη, ολικού μήκους μέχρι πέντε (5) μέτρα, στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, ενώ για τα πάνω από πέντε (5) μέτρα ορίζεται στο ποσό των τεσσάρων χι­λιάδων (4.000) ευρώ,
ββ) για ιστιοφόρα ή μηχανοκίνητα ή μικτά σκάφη με χώρο ενδιαίτησης, ολικού μήκους μέχρι και επτά (7) μέ­τρα, οκτώ χιλιάδες (8.000) ευρώ, πάνω από επτά (7) και μέχρι δέκα (10) μέτρα προστίθενται δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ ανά επιπλέον μέτρο μήκους, πάνω από δέκα (10) και μέχρι δώδεκα (12) μέτρα προστίθενται πέντε χιλιά­δες (5.000) ευρώ ανά επιπλέον μέτρο μήκους, πάνω από δώδεκα (12) και μέχρι δεκαπέντε (15) μέτρα δέκα χιλιά­δες (10.000) ευρώ ανά επιπλέον μέτρο μήκους, πάνω α­πό δεκαπέντε (15) και μέχρι δεκαοκτώ (18) μέτρα δεκα­πέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ ανά επιπλέον μέτρο μή­κους, πάνω από δεκαοκτώ (18) και μέχρι είκοσι δύο (22) μέτρα είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ ανά επιπλέον μέτρο μήκους και πάνω από είκοσι δύο (22) μέτρα προστίθενται τριάντα πέντε χιλιάδες (35.000) ευρώ ανά επιπλέον μέ­τρο μήκους.
Τα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης αυτής της υποπερίπτωσης μειώνονται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) προκειμένου για ιστιοφόρα σκάφη. Κατά το ίδιο ποσοστό μειώνονται και για πλοία αναψυχής που έ­χουν κατασκευασθεί ή κατασκευάζονται στην Ελλάδα εξ ολοκλήρου από ξύλο, τύπων «τρεχαντήρι», «βαρκαλάς», «πέραμα», «τσερνίκι» και «λίμπερτυ», που προέρχονται από την ελληνική ναυτική παράδοση. Η τεκμαρτή δαπά­νη από κάθε σκάφος μειώνεται ανάλογα με την παλαιό-τητά του κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από πέντε (5) έτη και μέχρι δέκα (10) έτη από το έτος που νηολογήθηκε για πρώτη φορά και τριάντα τοις εκατό (30%) αν έχει πε­ράσει χρονικό διάστημα πάνω από δέκα (10) έτη. Για σκάφη με μόνιμο πλήρωμα ναυτολογημένο για ολόκλη­ρο ή μέρος του έτους, στην παραπάνω δαπάνη προστίθε­ται και η αμοιβή του πληρώματος. Τα σκάφη επαγγελμα­τικής χρήσης δεν λαμβάνονται υπόψη για την αντικειμε­νική δαπάνη. Οι διατάξεις της περίπτωσης γ', εκτός αυ­τών που αναφέρονται στην παλαιότητα των αυτοκινή­των, εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση αυτή.
ζ) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη για αεροσκάφη, ελι­κόπτερα και ανεμόπτερα κυριότητας ή κατοχής του φο­ρολογουμένου, της συζύγου του ή των προσώπων που συνοικούν μαζί τους και τους βαρύνουν, η οποία ορίζεται ως εξής:
αα) Για ανεμόπτερα στο ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ.
ββ) Για αεροσκάφη με κινητήρα κοινό, εσωτερικής καύσης και στροβιλοελικοφόρα, καθώς και ελικόπτερα, στο ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000) ευρώ για τους εκατόν πενήντα (150) πρώτους ίππους ισχύος του κινητήρα τους που προσαυξάνεται με το ποσό των πε­ντακοσίων (500) ευρώ για κάθε ίππο πάνω από τους εκα­τόν πενήντα (150) ίππους.
γγ) Για αεροσκάφη αεριοπροωθούμενα (JET) στο πο­σό των διακοσίων (200) ευρώ για κάθε λίμπρα ώθησης. Οι διατάξεις της περίπτωσης γ', εκτός της ακινησίας και παλαιότητας, εφαρμόζονται αναλόγως και στην περί­πτωση αυτή.
η) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη, εξωτερικής δεξαμε­νής κολύμβησης που προκύπτει για τον κύριο ή κάτοχο αυτής, ορίζεται, ανάλογα με την επιφάνειά της, ανά κλί­μακα, σε εκατό (100) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο μέχρι τα εξήντα (60) τετραγωνικά μέτρα και σε διακόσια (200) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο για επιφάνεια άνω των εξή­ντα (60) τετραγωνικών μέτρων.
Προκειμένου για εσωτερική δεξαμενή κολύμβησης τα παραπάνω ποσά διπλασιάζονται.
θ) Η ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη του φορο­λογουμένου ορίζεται σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ προκειμένου για τον άγαμο και σε πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ για τους συζύγους που υποβάλλουν κοινή δήλωση.
2. Το ετήσιο συνολικό ποσό της αντικειμενικής δαπά­νης, που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, μπορεί να αμφισβητηθεί α­πό τον φορολογούμενο όταν αυτό είναι μεγαλύτερο από την πραγματική δαπάνη του φορολογουμένου και των μελών που τον βαρύνουν, εφόσον αυτό αποδεικνύεται α­πό τον υπόχρεο με βάση πραγματικά περιστατικά ή στοι­χεία. Τέτοια περιστατικά συντρέχουν ιδίως στο πρόσωπο των υπόχρεων, οι οποίοι:
α) υπηρετούν τη στρατιωτική θητεία τους στις Ένο­πλες Δυνάμεις,
β) είναι φυλακισμένοι,
γ) νοσηλεύονται σε νοσοκομείο ή κλινική,
δ) είναι άνεργοι και δικαιούνται βοήθημα ανεργίας,
ε) συγκατοικούν με συγγενείς πρώτου βαθμού και έ­χουν μειωμένες δαπάνες διαβίωσης, λόγω αποδεδειγμέ­νης συμβολής στις δαπάνες αυτές των συγγενών τους με την προϋπόθεση ότι οι τελευταίοι αυτοί έχουν εισό­δημα από εμφανείς πηγές,
στ) είναι ορφανοί ανήλικοι οι οποίοι έχουν στην κυριότητά τους επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης από κληρονομιά του πατέρα ή της μητέρας τους και
ζ) προσκομίζουν στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι για λόγους ανώτερης βίας πραγματοποίησαν δαπάνη μικρότερη από την αντικειμενική.
Όταν συντρέχει μία ή περισσότερες από τις περιπτώ­σεις αυτές, ο φορολογούμενος υποχρεούται να υποβά­λει μαζί με τη δήλωσή του και τα αναγκαία δικαιολογητι­κά για την απόδειξη των ισχυρισμών του. Ο προϊστάμε­νος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ελέγχει την α­λήθεια των ισχυρισμών και την ακρίβεια των αποδεικτι­κών στοιχείων του φορολογουμένου και μειώνει ανάλο­γα την ετήσια αντικειμενική δαπάνη, στην οποία αναφέ­ρονται οι ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά στοιχεία.
Στις πιο πάνω α' και ε' περιπτώσεις, η διαφορά μετα­ξύ της αντικειμενικής δαπάνης και της πραγματικής δα­πάνης λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συνο­λικής αντικειμενικής δαπάνης του γονέα ή του τέκνου που συμβάλλει στις δαπάνες διαβίωσης του υπόχρεου.
Αν πρόκειται για τους γονείς, η διαφορά αντικειμενι­κής δαπάνης καταλογίζεται σε εκείνον που έχει το μεγα­λύτερο εισόδημα.»

3. Αντικαθίσταται ο τίτλος του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε. α­πό «Τεκμήρια απόκτησης περιουσιακών στοιχείων» σε «Δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων» και ο πρώτος στίχος του άρθρου αυτού από «Ως ετήσια τεκ­μαρτή δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για:» σε «Ως ετήσια δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για:».

4.α. Στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α' του άρ­θρου 17 του Κ.Φ.Ε. το ποσό «των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ» αντικαθίσταται με το ποσό «των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ».
β. Τα πέντε τελευταία εδάφια της περίπτωσης γ' κα­ταργούνται από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και τα τρίτο και τέταρτο εδάφια της περίπτωσης στ' του άρ­θρου 17 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται από 1.1.2010.
γ. Η περίπτωση δ' του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε. αντικαθί­σταται ως εξής:
«δ) Χορήγηση δανείων προς οποιονδήποτε.»

5. Το άρθρο 18 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως ακολού­θως:
«Αρθρο18
Μη εφαρμογή αντικειμενικών δαπανών και υπηρεσιών
Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη και η δαπάνη απόκτη­σης περιουσιακών στοιχείων δεν εφαρμόζονται:
α) Προκειμένου για αντικειμενική δαπάνη η οποία προ­κύπτει βάσει επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης αναπήρου, το οποίο απαλλάσσεται από τα τέλη κυκλο­φορίας.
β) Προκειμένου για αλλοδαπό προσωπικό που δεν δια­μένει μόνιμα στην Ελλάδα ή ημεδαπό προσωπικό που διαμένει μόνιμα στο εξωτερικό και απασχολείται απο­κλειστικά σε επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του α.ν. 89/1967 (ΦΕΚ 132 Α'), του α.ν. 378/1968 (ΦΕΚ 82 Α') και του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (ΦΕΚ 77 Α'), για το ποσό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης, η οποία προκύπτει βάσει του επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ή της κατοικίας.
γ) Προκειμένου για επιχειρήσεις μεταπώλησης αυτοκι­νήτων που έχουν υπαχθεί στο ειδικό καθεστώς φορολο­γίας του άρθρου 45 του ν. 2859/2000, για την αντικειμε­νική δαπάνη που προκύπτει βάσει των επιβατικών αυτο­κινήτων που έχουν αγορασθεί για μεταπώληση με βάση τις διατάξεις του άρθρου 45 του ν. 2859/2000, εφόσον η άδεια και οι πινακίδες κυκλοφορίας του μεταβιβαζόμε­νου αυτοκινήτου οχήματος έχουν παραμείνει στη ΔΟΥ στην οποία έγινε η μεταβίβαση του αυτοκινήτου προς την επιχείρηση μεταπώλησης μέχρι και την ημερομηνία μεταπώλησης από αυτή σε τρίτο και το αυτοκίνητο κατά το χρονικό αυτό διάστημα δεν κυκλοφόρησε παράνομα. Για τις μεταπωλήσεις αυτής της περίπτωσης δεν εφαρ­μόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 10 μέχρι και 14 του άρθρου 81. Οι μεταπωλήτριες επιχειρήσεις έχουν υ­ποχρέωση μαζί με την ετήσια δήλωση φορολογίας εισο­δήματος να συνυποβάλουν υπεύθυνη δήλωση του ν.1599/1986, στην οποία να αναγράφουν τα πιο πάνω αυ­τοκίνητα που αγόρασαν ή πώλησαν στο οικείο έτος. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται κάθε άλ­λο θέμα για την εφαρμογή αυτής της περίπτωσης.
δ) Προκειμένου για αντικειμενική δαπάνη που προκύ­πτει με βάση σκάφη αναψυχής ιδιωτικής χρήσης, κυριό­τητας ή κατοχής μονίμων κατοίκων εξωτερικού.
ε) Προκειμένου για αγορά πάγιου εξοπλισμού επαγ­γελματικής χρήσης από πρόσωπα που ασκούν εμπορική ή γεωργική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα.
στ) Προκειμένου για αγορά επιβατικών αυτοκινήτων ι­διωτικής χρήσης, ειδικά διασκευασμένων για πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητικές αναπηρίες που υπερβαί­νουν σε ποσοστό το εξήντα επτά τοις εκατό (67%).
Ως επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης ειδικά δια­σκευασμένα για κινητικά αναπήρους θεωρούνται εκείνα που διασκευάστηκαν ύστερα από άδεια της αρμόδιας αρ­χής για να οδηγούνται από πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητική αναπηρία με ποσοστό πάνω από εξήντα επτά τοις εκατό (67%) ή για να μεταφέρουν αυτά τα πρόσωπα μαζί με τα αντικείμενα που είναι απαραίτητα για τη μετακίνησή τους.
ζ) Οι ετήσιες αντικειμενικές δαπάνες που υπολογίζο­νται σύμφωνα με το άρθρο 16 προκειμένου για συνταξι­ούχους οι οποίοι έχουν υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας τους εφαρμόζονται μειωμένες κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) των όσων προκύπτουν σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις.

6. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε. η λέξη «τεκμαρτής» απαλείφεται.

7. Η περίπτωση ζ' της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«ζ) Ανάλωση κεφαλαίου που αποδεδειγμένα έχει φο­ρολογηθεί κατά τα προηγούμενα έτη ή νόμιμα έχει α­παλλαγεί από το φόρο.
Για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου αυτού ανά έτος, από τα πραγματικά εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο, τα οποία προκύπτουν από συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων αυτών, από τα χρηματικά ποσά που ορίζονται στις περι­πτώσεις β', γ', δ', ε' και στ' της παραγράφου αυτής και από οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο αποδεδειγμένα έ­χει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι δαπάνες που προσδιορίζο­νται στα άρθρα 16 και 17, ανεξάρτητα αν απαλλάσσονται της εφαρμογής των άρθρων αυτών. Αν δεν υπάρχουν δα­πάνες με βάση το άρθρο 16 ή αν το ποσό τους είναι μι­κρότερο από τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ προκειμέ­νου για άγαμο και πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ προκειμέ­νου για συζύγους, το ποσό που πρέπει να εκπέσει προσ­διορίζεται με βάση την κοινωνική, οικονομική και οικογε­νειακή κατάσταση των φορολογουμένων και τις αποδε­δειγμένες δαπάνες διαβίωσής τους και σε καμιά περί­πτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριών χιλιάδων (3.000) και πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, αντίστοιχα.»

8. Το τρίτο από το τέλος εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Κάθε ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτηση των εσόδων των παραπάνω περιπτώσεων τα μειώνει και η διαφορά που προκύπτει λαμβάνεται υπόψη για την κάλυ­ψη ή τον περιορισμό της συνολικής ετήσιας δαπάνης, ε­κτός αν τα ποσά αυτά έχουν ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό του εισοδήματος του έτους που καταβλή­θηκαν και ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κε­φαλαίου του έτους αυτού.»

9. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε., η λέ­ξη «τεκμαρτή» απαλείφεται.

10. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε., οι λέξεις «τεκμαρτή» και «τεκμήρια» αντικαθίστανται από τις φράσεις «αντικειμενική δαπάνη» και «άρθρα 16 και 17 του Κ.Φ.Ε.».

11. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Ε., η φράση «τεκμαρτή δαπάνη» αντικαθίσταται από τη φρά­ση «αντικειμενική δαπάνη».

12. Στην παράγραφο 14 του άρθρου 81 του Κ.Φ.Ε., η φράση «τεκμαρτή δαπάνη» αντικαθίσταται από τη φρά­ση «αντικειμενική δαπάνη».

1. Οι διατάξεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

2. Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
«6. Ο φόρος στις αμοιβές που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα του εμπορικού ναυτικού από την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία, υπολογίζεται με αναλογικό συντελεστή έξι τοις εκατό (6%) για τους αξιωματικούς και τρία τοις εκατό (3%) για το κατώτερο πλήρωμα,στις αμοιβές που αποκτώνται από το ημερολο­γιακό έτος 2010 και επόμενα. Αν ο φόρος που εξευρίσκεται με αυτόν τον τρόπο είναι ανώτερος από το φόρο που προκύπτει με βάση τις παρα­γράφους 1 έως και 4, το επιπλέον ποσό φόρου επιστρέ­φεται ύστερα από την υποβολή της σχετικής ετήσιας δή­λωσης φορολογίας εισοδήματος στον προϊστάμενο της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας.
7. Για να εξευρεθεί ο φόρος που αναλογεί στο συνολι­κό καθαρό εισόδημα των αξιωματικών και του κατώτε­ρου πληρώματος του εμπορικού ναυτικού, σε περίπτωση που τα πρόσωπα αυτά αποκτούν εκτός από τις αμοιβές τους για τις υπηρεσίες τους σε εμπορικά πλοία, αντί­στοιχα και εισοδήματα από τις κατηγορίες Α' έως Ζ' του άρθρου 4 του παρόντος, το ποσό του φόρου που αναλο­γεί με βάση τις διατάξεις της προηγούμενης παραγρά­φου αθροίζεται με το ποσό του φόρου που αναλογεί επι­μεριστικά στα άλλα εισοδήματα του υπόχρεου. Για την εξεύρεση του φόρου που αναλογεί επιμεριστικά στα άλλα εισοδήματα του υπόχρεου επιμερίζεται ο φόρος που προκύπτει στο συνολικό εισόδημά του, με βάση τις δια­τάξεις των παραγράφων 1 έως και 5 ανάλογα με τα ποσά των αμοιβών του, ως αξιωματικού ή κατώτερου πληρώ­ματος των εμπορικών πλοίων και των εισοδημάτων του από τις κατηγορίες Α' έως Ζ'.»

3. α. Οι διατάξεις των περιπτώσεων ε', στ' και ζ' της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.
β. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 46 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικά, προκειμένου για αποδοχές και συντάξεις, που καταβάλλονται σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται σε μισθωτούς ή συνταξιούχους, με βά­ση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, χρό­νος απόκτησής τους δύναται να θεωρείται και ο χρόνος στον οποίο εισπράττονται από τους δικαιούχους. Σε πε­ρίπτωση επιλογής φορολόγησης κατά το χρόνο είσπραξής τους εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης δ' της παραγράφου 4 του άρθρου 45.»

4. Οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3790/2009 (ΦΕΚ 143 Α') καταργούνται.

5. Το επίδομα ανεργίας που καταβάλλει ο Ο.Α.Ε.Δ. στους δικαιούχους ανέργους απαλλάσσεται του φόρου εισοδήματος, εφόσον το άθροισμα, των λοιπών εισοδη­μάτων του φορολογουμένου που φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις δεν υπερβαίνει τα τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ ετησίως.

1. Ο συντελεστής που προβλέπεται στο άρθρο 11 του Κ.Φ.Ε. αυξάνεται από είκοσι τοις εκατό (20%) σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).

2.α. Τα τρία τελευταία εδάφια της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστα­νται ως εξής:
«Αν μεταβιβαστεί από επαχθή αιτία ατομική επιχείρη­ση ή μερίδιο ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας από γονέα προς τα τέκνα του ή από σύζυγο σε σύζυγο, λόγω συνταξιοδότησης του μεταβιβάζοντος, δεν υπόκειται σε φόρο υπεραξίας. Αν όμως η ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία διαθέτει ακίνητο στα πάγια περιουσιακά της στοιχεία, η αντικειμενική αξία του ακινήτου, που ισχύει κατά το έτος αποτίμησης της επιχείρησης, φορολογείται με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) επί του ποσοστού του μεριδίου που μεταβιβάζεται. Αν μεταβιβαστεί από επαχθή αιτία ατομική επιχείρηση ή μερίδιο προσωπικής ε­ταιρίας από δικαιούχο με βαθμό συγγένειας της Α' κατη­γορίας της παρ. 1 του άρθρου 29 του ν. 2961/2001, η υ­περαξία φορολογείται με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%). Για τις ίδιες μεταβιβάσεις από δικαιούχους με βαθ­μό συγγένειας της Β' κατηγορίας της παρ. 1 του άρθρου 29 του ν. 2961/2001 η υπεραξία φορολογείται με συντε­λεστή δέκα τοις εκατό (10%).»
β. Το πέμπτο από το τέλος εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε., καταργείται

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

4. Ο συντελεστής που προβλέπεται στην παρ. 6 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. αυξάνεται από είκοσι τοις εκατό (20%) σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).

5. Οι συντελεστές που προβλέπονται στις παραγρά­φους 8 και 12 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. αυξάνονται από είκοσι τοις εκατό (20%) σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).

6. Το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγρά­φου 1 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως ε­ξής:
«Ο φόρος υπολογίζεται, με βάση την παρακάτω κλίμα­κα:

Κλιμάκιο αποζημίωσης (ευρώ)

Φορολογικός συντελεστής

(%)

0 - 60.000

0%

60.001 - 100.000

10%

100.001 - 150.000

20%

150.001 και άνω

30%

 
Ο φόρος παρακρατείται κατά την πληρωμή της αποζη­μίωσης στον δικαιούχο. Με την επιφύλαξη των διατάξε­ων της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 45, οι διατάξεις αυτής της περίπτωσης εφαρμόζονται α­ναλόγως και για κάθε εφάπαξ αποζημίωση που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσης εργασίας ή άλλης σύμβασης, η ο­ποία συνδέει τον φορέα με τον δικαιούχο της αποζημίω­σης. Αν το ποσό που καταβάλλεται στον δικαιούχο της αποζημίωσης υπερβαίνει εκείνο που πρέπει να του κατα­βληθεί, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης που καταβάλλεται φορολογείται σύμφωνα με την πιο πάνω κλίμακα.

7. Οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3, 4, 5, 6, 7 και 8 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.
 
8. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Ε. και του άρθρου 3 του ν. 3754/2009 (ΦΕΚ 43 Α') καταργούνται.

9. Τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 5 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

10. Ο συντελεστής της παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 1146/1972 μειώνεται από τριάντα τοις εκατό (30%) σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).

11. Οι διατάξεις της παραγράφου 15 του άρθρου 5 του ν. 2892/2001 (ΦΕΚ 46 Α') καταργούνται.

12. Οι διατάξεις της παραγράφου 1, εκτός των δύο τελευταίων εδαφίων, του άρθρου 5 του Ζ' Ψηφίσματος του έτους 1975 (ΦΕΚ 23 Α') της Ε' Αναθεωρητικής Βου­λής, όπως αυτές ισχύουν, καταργούνται.

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 10 του Κ.Φ.Ε. αντικαθί­σταται ως εξής:
«1. Το συνολικό καθαρό εισόδημα των υπόχρεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2, όπως αυ­τό προσδιορίζεται με βάση τις διατάξεις αυτού του Κώδι­κα, φορολογείται με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), μετά την αφαίρεση:
α) των κερδών τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο ή φορολογούνται αυτοτελώς,
β) των κερδών τα οποία προέρχονται από μερίσματα η­μεδαπών ανωνύμων εταιριών ή συνεταιρισμών και των κερδών από μερίδια ημεδαπής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ή από τη συμμετοχή σε υπόχρεους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2.
Ειδικά, προκειμένου για τις ομόρρυθμες και ετερόρ­ρυθμες εταιρίες και κοινωνίες κληρονομικού δικαίου, που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, στις οποίες μετα­ξύ των κοινωνών περιλαμβάνονται και ανήλικοι, τα κέρ­δη που αναλογούν στους ομόρρυθμους εταίρους φυσικά πρόσωπα και στους κοινωνούς φυσικά πρόσωπα, φορο­λογούνται στο όνομα της εταιρίας ή κοινωνίας με συντε­λεστή είκοσι τοις εκατό (20%), αφού αφαιρεθεί επιχειρη­ματική αμοιβή για μέχρι τρεις (3) ομόρρυθμους εταί­ρους φυσικά πρόσωπα ή μέχρι τρεις (3) κοινωνούς φυσι­κά πρόσωπα, με τα μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής. Σε περίπτωση περισσοτέρων με ίσα ποσοστά συμμετο­χής, οι δικαιούχοι επιχειρηματικής αμοιβής καθορίζονται από την εταιρία ή κοινωνία και δηλώνονται με την οικεία αρχική ετήσια δήλωσή της. Τα ποσοστά αυτά δεν ισχύ­ουν για τις εταιρίες του άρθρου 13 του ν. 718/1977 (ΦΕΚ 304 Α').
Η επιχειρηματική αμοιβή προσδιορίζεται με την εφαρ­μογή του ποσοστού συμμετοχής των εταίρων ή κοινω­νών, στο πενήντα τοις εκατό (50%) των κερδών της ε­ταιρίας ή κοινωνίας που δηλώθηκαν με την οικεία ετήσια δήλωσή της.
Με την επιβολή αυτού του φόρου εξαντλείται η φορο­λογική υποχρέωση, επί των κερδών αυτών, των προσώ­πων που συμμετέχουν σε αυτούς τους υπόχρεους.»

2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 34 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών εξευρίσκο­νται με τη χρήση συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στα ακαθάριστα έσοδά τους.»

3. Οι διατάξεις της περίπτωσης α' της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται από 1.1.2010 για τα εισοδήματα που αποκτώνται από τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης επιβατικών λεωφορείων ενταγμένων σε Κ.Τ.Ε.Λ. και από 1.7.2010 και μετά για τα εισοδήματα που αποκτώνται από τις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύο­νται επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ). Ειδι­κά, για το τμήμα της διαχειριστικής περιόδου από 1.1.2010 μέχρι 30.6.2010, οι εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ) θα φορολογηθούν με τα ποσά καθαρού εισοδήματος που αναφέρονται στην περίπτωση α' της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε., προσαυξημένα κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), τα οποία περιορίζονται σε δωδέκατα. Τα τεκμαρτά αυτά ποσά μειώνονται προκειμένου για επιβα­τικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ), που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους κατά ποσοστό δέκα τοις ε­κατό (10%) και κάτω από πενήντα χιλιάδες (50.000) κα­τοίκους κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%). Προκει­μένου για μη εργαζόμενους συνταξιούχους ιδιοκτήτες ε­πιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ), τα πα­ραπάνω ποσά τεκμαρτού εισοδήματος μειώνονται κατά ποσό πεντακοσίων (500) ευρώ.

4. Οι διατάξεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για τα εισοδή­ματα που θα προκύψουν από 1.1.2010 και μετά.

5. Οι διατάξεις των περιπτώσεων α' και β' της παρα­γράφου 6 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1.7.2010 και μετά. Ειδι­κά, για το τμήμα της διαχειριστικής περιόδου από 1.1.2010 μέχρι 30.6.2010, τα ποσά του καταβαλλόμενου φόρου των παραπάνω περιπτώσεων μειώνονται κατά το ήμισυ και εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση για το τμήμα της παραπάνω διαχειριστικής περιόδου.

6. Οι διατάξεις της περίπτωσης γ' της παραγράφου 6 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για τα εισοδή­ματα που αποκτώνται από 1.1.2010 και μετά.

7. α. Οι διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για τα εισοδήματα που απο­κτώνται από την ημερομηνία ένταξής τους σε κατηγορία τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων του Κώδικα Βι­βλίων και Στοιχείων και μετά. Ειδικά, για τα εισοδήματα του μέρους της διαχειριστικής χρήσης 2010 των επιχει­ρήσεων των αποκλειστικά πλανόδιων λιανοπωλητών, λιανοπωλητών σε κινητές λαϊκές αγορές και παραγω­γών αγροτικών προϊόντων, λόγω αλλαγής μέσα στην ί­δια χρήση της κατηγορίας βιβλίων και στοιχείων που τη­ρούνται από την επιχείρηση από την πρώτη στη δεύτερη ή τρίτη κατηγορία, τα καθαρά κέρδη κατά το τμήμα της περιόδου της διαχειριστικής χρήσης, στην οποία τηρήθη­καν για πρώτη φορά βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγο­ρίας, θα προσδιορισθούν λογιστικά, σύμφωνα με τις δια­τάξεις του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. και για το τμήμα της διαχειριστικής περιόδου που τηρήθηκαν βιβλία και στοι­χεία Α' κατηγορίας, το ποσό του φόρου που πρέπει να καταβληθεί σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις μέ­χρι την αλλαγή της κατηγορίας των βιβλίων, θα περιορι­σθεί σε τόσα δωδέκατα όσοι και οι μήνες λειτουργίας της επιχείρησης που τηρήθηκαν βιβλία Α' κατηγορίας. Ποσό φόρου που έχει καταβληθεί και αντιστοιχεί στο τμήμα της περιόδου της διαχειριστικής χρήσης στην ο­ποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία δεύτερης ή τρί­της κατηγορίας συμψηφίζεται κατά την εκκαθάριση της ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Πιστωτικό υπόλοιπο που προέρχεται από το φόρο αυτόν δεν επι­στρέφεται.
β. Οι διατάξεις των παραγράφων 9, 10, 11, 12 και 13 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. και η πρώτη φράση της παρα­γράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται από την ημερομηνία ισχύος του λογιστικού προσδιορισμού των αναφερόμενων στο άρθρο αυτό επιχειρήσεων.

8. Ειδικά για το μέρος της διαχειριστικής χρήσης 2010, για τις επιχειρήσεις που τηρούν Α' κατηγορίας βιβλία και στοιχεία του Κ.Β.Σ. και αλλάζουν μέσα στην ίδια χρή­ση την κατηγορία αυτών, από την πρώτη στη δεύτερη ή στην τρίτη κατηγορία, τα καθαρά κέρδη κατά το τμήμα της περιόδου της διαχειριστικής χρήσης, στην οποία τη­ρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατη­γορίας, θα προσδιορισθούν λογιστικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε, ενώ τα καθαρά κέρ­δη για το τμήμα της διαχειριστικής περιόδου που δεν τηρήθηκαν ή τηρήθηκαν βιβλία και στοιχεία Α' κατηγορίας θα προσδιορισθούν εξωλογιστικά σύμφωνα με τις διατά­ξεις του άρθρου 32 του Κ.Φ.Ε..
Για τις πιο πάνω επιχειρήσεις για τη διαχειριστική χρή­ση 2010 παρέχεται η δυνατότητα σύνταξης προαιρετι­κών απογραφών, έναρξης και λήξης κατά τη χρονική πε­ρίοδο της αλλαγής της κατηγορίας των βιβλίων, χωρίς να ισχύει η προϋπόθεση της περίπτωσης γ' της παρ. 1 του άρθρου 31 για την υποχρεωτική σύνταξη απογρα­φών για μία τριετία από τη σύνταξη της πρώτης προαιρε­τικής απογραφής λήξης.

9. Τα τέσσερα πρώτα εδάφια της παραγράφου 7, όπως αναριθμείται με την παράγραφο 4 του άρθρου 9 του παρόντος, του άρθρου 48 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
«Χρόνος κτήσης του εισοδήματος από υπηρεσίες ελευθέριου επαγγέλματος θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες από τον ελεύθερο επαγγελματία. Όταν πρόκειται για παροχή υπηρεσιών διαρκείας, χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που καθίσταται απαιτητό κάθε επί μέρους τμήμα της αμοιβής για το μέρος αυτό και την υπηρεσία που παρασχέθηκε. Κατ' εξαίρεση, για τους ελεύθερους επαγγελματίες που αποκτούν εισόδημα από παροχή υπηρεσιών στο Δημόσιο και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, χρόνος κτήσης του εισοδήματός τους θεωρείται ο χρόνος είσπραξής του.»

10. Τα δύο πρώτα εδάφια της περίπτωσης ε' της πα­ραγράφου 1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
«Δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκη­σης και λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, κοινω­φελή ιδρύματα, οργανισμοί και επιχειρήσεις κοινής ωφε­λείας, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και πιστωτικά ι­δρύματα ή πιστωτικοί οργανισμοί, συνεταιρισμοί και ε­νώσεις τους, σύλλογοι γενικά και ενώσεις προσώπων α­νεξάρτητα από το σκοπό τους, καθώς και επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες, που τηρούν βιβλία δεύτε­ρης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχεί­ων (Κ.Β.Σ.), όταν για την επαγγελματική τους εξυπηρέ­τηση ή για την εκτέλεση του σκοπού τους καταβάλλουν σε τρίτους, εκτός από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 2 του π.δ. 186/1992, αμοιβές για οποιουδήποτε είδους παρεχόμενη υπηρεσία με αποδεί­ξεις δαπανών σύμφωνα με το άρθρο 15 του Κ.Β.Σ. παρακρατούν φόρο είκοσι τοις εκατό (20%).»

11. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται οι λέξεις «εφό­σον η συναλλαγή υπερβαίνει τα τριακόσια (300) ευρώ».

1. α. Η πρώτη περίοδος της παραγράφου 5 του άρθρου 49 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Το καθαρό εισόδημα αρχιτεκτόνων και μηχανικών α­πό τη σύνταξη μελετών και σχεδίων οικοδομικών και λοι­πών τεχνικών έργων, την επίβλεψη της εκτέλεσής τους, τη διεύθυνση εκτέλεσης (διοίκηση του έργου) και την ε­νέργεια πραγματογνωμοσυνών και διαιτησιών σχετικών με αυτά τα έργα, εξευρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 4. Σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού με βάση τις διατάξεις του άρθρου 50, εφαρμόζονται οι παρακάτω συντελεστές:».
β. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 4 του Κ.Φ.Ε. προ­στίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων εφαρ­μόζονται και για το αρνητικό στοιχείο (ζημία) του εισο­δήματος από ελευθέρια επαγγέλματα.»

2. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 5 του άρ­θρου 49 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

3. Η παράγραφος 6 του άρθρου 49 του Κ.Φ.Ε. αντικαθί­σταται ως εξής:
«6. Οι διατάξεις των υποπεριπτώσεων ii και ιαια' της περίπτωσης γ' της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν και για τις αμοιβές των γεωλόγων μελετητών μόνο σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού του εισοδήματός τους με βάση τις διατάξεις του άρθρου 50.»

4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2010 και μετά.

5. Η παράγραφος 3 του άρθρου 59 του Κ.Φ.Ε. αντικαθί­σταται ως εξής:
«3. Εκτός από τις προσωρινές δηλώσεις εκείνοι που έ­χουν υποχρέωση να παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 57 οφείλουν να επιδίδουν μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημό­σιες υπηρεσίες, ημέρα του Μαρτίου κάθε έτους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας τους, οριστική δήλωση η οποία περιλαμβάνει το ο­νοματεπώνυμο και τη διεύθυνση κατοικίας κάθε δικαιού­χου, τον αριθμό φορολογικού μητρώου του, το ποσό των αμοιβών, το ποσό του φόρου που αναλογεί επ' αυτών με βάση την κλίμακα του άρθρου 9, με το ποσό του φόρου που οφείλεται μετά την έκπτωση από το φόρο που ανα­λογεί στο ποσοστό που ορίζεται με τις διατάξεις του τε­λευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 57, το φόρο που παρακρατήθηκε για κάθε μισθωτό ή ημερομί­σθιο ή συνταξιούχο κατά περίπτωση, καθώς και το υπό­λοιπο για καταβολή ποσό φόρου, το οποίο καταβάλλεται εφάπαξ με την υποβολή της δήλωσης.
Εκτός από τις προσωρινές δηλώσεις εκείνοι που έ­χουν υποχρέωση να παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58 οφείλουν να επιδίδουν μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημό­σιες υπηρεσίες, ημέρα του Απριλίου κάθε έτους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας τους, οριστική δήλωση η οποία περιλαμβάνει το ο­νοματεπώνυμο και τη διεύθυνση κατοικίας κάθε δικαιού­χου, τον αριθμό φορολογικού μητρώου του, το ποσό των αμοιβών από ελευθέρια επαγγέλματα και το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε για κάθε δικαιούχο.
Εκτός από τις προσωρινές δηλώσεις εκείνοι που έ­χουν υποχρέωση να παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55 οφείλουν να επιδίδουν μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, η­μέρα του Μαΐου κάθε έτους, στον προϊστάμενο της δη­μόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας τους, οριστική δήλωση η οποία περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση κατοικίας κάθε δικαιούχου, τον αριθμό φορο­λογικού μητρώου του, το ποσό του εισοδήματος από ε­μπορικές επιχειρήσεις και το ποσό του φόρου που παρα­κρατήθηκε για κάθε δικαιούχο.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο των πιο πάνω οριστικών δηλώσεων, ο τρόπος υποβολής τους και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»

6. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 49 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

1.α) Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρ­θρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Όταν ο φόρος που οφείλεται με βάση την εμπρόθε­σμη δήλωση καταβάλλεται εφάπαξ μέσα στην προθε­σμία της πρώτης δόσης, ανεξάρτητα αν βεβαιώθηκε σε μία ή περισσότερες δόσεις, παρέχεται στο συνολικό πο­σό του φόρου και των λοιπών συμβεβαιούμενων με αυ­τόν οφειλών έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%).
Όταν η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, εκτός από την έκπτωση του προηγούμενου εδα­φίου, παρέχεται έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%) στο συνολικό ποσό της οφειλής και μέχρι του ποσού των ε­κατόν δεκαοκτώ (118) ευρώ, ανεξάρτητα από τον αριθμό των δόσεων.
Κατά την καταβολή του φόρου που προκύπτει με βάση τροποποιητική δήλωση παρέχεται έκπτωση ποσοστού ενάμισι τοις εκατό (1,5%) στο σύνολο της νέας οφειλής, εφόσον αυτή είναι μικρότερη από την αρχική και ο υπό­χρεος κατέβαλε την αρχική οφειλή και έτυχε παρόμοιας έκπτωσης ή κατέβαλε μέσα στην προθεσμία της πρώτης δόσης ποσό της αρχικής οφειλής που καλύπτει σε ποσο­στό ενενήντα οκτώ και μισό τοις εκατό (98,5%) της νέας οφειλής, εφόσον το λάθος οφείλεται σε υπαιτιότητα της φορολογικής αρχής.»
β) Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγρά­φου 9 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε., όπως αντικαταστάθηκαν από την περίπτωση α' της παραγράφου αυτής, ισχύουν για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νο­μικών προσώπων οικονομικού έτους 2010 και επομένων.

2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Το εισόδημα αυτό αποκτάται από κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει νόμιμα μεταβιβασθεί με οριστικό συμβόλαιο ή έχει αποκτηθεί με δικαστική απόφαση ή λόγω χρησικτη­σίας το δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή νομής ή επικαρ­πίας ή οίκησης, κατά περίπτωση.»

3. Οι διατάξεις της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως ακολού­θως:
«α) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για αποσβέσεις σε οικοδομές οι οποίες χρησιμοποιούνται ως κατοικίες, οικοτροφεία, σχολεία, φροντιστήρια, αίθουσες κινηματογράφων ή θεάτρων, ξενοδοχεία, νοσοκομεία ή κλινικές και ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) για οικοδομές οι οποί­ες χρησιμοποιούνται για άλλες χρήσεις.
Επίσης, εκπίπτει ποσοστό μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) για ασφάλιστρα κατά του κινδύνου της πυρκαγιάς ή άλλων κινδύνων, για δικαστικές δαπάνες και για αμοι­βή δικηγόρου για δίκες μισθωτικών διαφορών ή διαφο­ρών μεταξύ ιδιοκτητών και διαχειριστών ιδιοκτησίας κατ' ορόφους. Όταν πρόκειται για εισόδημα που προκύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 21, όλα τα παραπάνω ποσοστά πε­ριορίζονται σε τρία τοις εκατό (3%) συνολικώς.
Αν οι δαπάνες που αναφέρονται στα προηγούμενα ε­δάφια αφορούν κοινόχρηστους χώρους του ακινήτου, ε­πιμερίζονται αναλόγως στους συνιδιοκτήτες του.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την αναγνώριση του δικαιώματος διενέργειας των εκπτώσεων επί των δαπανών που ορίζονται στην περίπτωση αυτή, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»

4. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 46 του Κ.Φ.Ε., προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Εξαιρετικώς, για ποδοσφαιριστές, καλαθοσφαιρι­στές, προπονητές, καθώς και άλλους αμειβόμενους α­θλητές, το εισόδημα που αποκτούν, κατά περίπτωση, ε­ξαιτίας της υπογραφής συμβολαίου μετεγγραφής ή της ανανέωσης συμβολαίου συνεργασίας με ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες ή αναγνωρισμένα αθλητικά σωμα­τεία, κατανέμεται ισομερώς για να φορολογηθεί σε όλα τα έτη, για τα οποία διαρκεί το εκάστοτε συμβόλαιο. Κα­τά την καταβολή και ανεξάρτητα της σχέσης που τους συνδέει παρακρατείται φόρος με βάση την κλίμακα του άρθρου 9 στο σύνολο του ετήσιου καταβλητέου ποσού που ανάγεται σε όσα έτη διαρκεί το εκάστοτε συμβό­λαιο. Για την απόδοση του φόρου αυτού εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 60.»

5. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε. μετά το πρώτο εδάφιο, προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως εξής:
«Εξαιρείται το φυσικό πρόσωπο, που αποκτά αποκλει­στικά ετήσιο εισόδημα με βάση τις διατάξεις του άρθρου 16 μέχρι έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ.»

6. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως ακολού­θως:
«Η δήλωση υποβάλλεται σε δύο (2) αντίτυπα είτε αυτοπροσώπως από τον υπόχρεο ή από πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί από αυτόν είτε ταχυδρομείται επί απο­δείξει. Με τη χρήση σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων και δικτυακών υποδομών γίνεται υποχρεωτικά η υποβο­λή από κάθε υπόχρεο που ασκεί επιχείρηση ή επάγγελ­μα, καθώς και από κάθε άλλο υπόχρεο του οποίου η δή­λωση υποβάλλεται από εξουσιοδοτημένο λογιστή στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που είναι αρμόδιος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63, μέχρι την 1η Μαρτίου του οικείου οικονομικού έ­τους.»

7. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ε' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως α­κολούθως:
«Η υποβολή της δήλωσης μπορεί να πραγματοποιηθεί έγκαιρα μέχρι την έναρξη του ωραρίου λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών της επόμενης ημέρας από την ημέ­ρα λήξης της προθεσμίας τους.»

8. Η παράγραφος 4 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε. αντικαθί­σταται ως ακολούθως:
«4. Τα δικαιολογητικά που προβλέπονται από τις οικεί­ες διατάξεις δεν συνυποβάλλονται κατά την ηλεκτρονι­κή υποβολή της δήλωσης μέσω διαδικτύου. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία και ο τρόπος ελέγχου αυτών των δικαιολογητικών, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»

9. Η παράγραφος 6 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε. αντικαθί­σταται ως ακολούθως:
«6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορί­ζεται κάθε φορά ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλω­σης φορολογίας εισοδήματος, τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία τα οποία συνυποβάλλονται με τη δήλωση, κα­θώς και ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής της όπως ορί­ζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.»

10. Οι διατάξεις των παραγράφων 1,4 και 6 του άρ­θρου 62 του Κ.Φ.Ε., όπως τροποποιούνται με τις παρα­γράφους 6, 7, 8 και 9 του άρθρου αυτού, έχουν εφαρμο­γή για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υπο­βάλλονται από το οικονομικό έτος 2011 και μετά.

11 .α. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 64 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Όταν ο φόρος που οφείλεται με βάση την εμπρόθε­σμη δήλωση καταβάλλεται εφάπαξ μέσα στην προθε­σμία υποβολής της δήλωσης, παρέχεται έκπτωση ενάμι­σι τοις εκατό (1,5%) στο συνολικό ποσό αυτού και των λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών.»
β. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγρά­φου 3 του άρθρου 64 του Κ.Φ.Ε., όπως προστίθενται με τις διατάξεις της περίπτωσης α' της παραγράφου αυτής, ισχύουν για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσι­κών και νομικών προσώπων οικονομικού έτους 2010 και επομένων.

12. Στην α' περίπτωση της παραγράφου 5 του άρθρου 85 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται δύο εδάφια, ως εξής:
«Επίσης, χορηγείται αντίγραφο της κοινής φορολογι­κής δήλωσης και του εκκαθαριστικού σημειώματος στους συζύγους που βρίσκονται σε διάσταση ή διάζευξη.
Ειδικά επί συνιδιοκτησίας ακινήτου, χορηγούνται από το φάκελο του συνιδιοκτήτη που το εκμίσθωσε μονομε­ρώς, αντίγραφο μισθωτηρίου συμβολαίου και λοιπά στοι­χεία που αφορούν το κοινό ακίνητο, στους λοιπούς συνι­διοκτήτες, για διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων τους στο δικαστήριο και δήλωση των εισοδημάτων τους από το ακίνητο αυτό.»

13. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 10 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α') ισχύουν και για μεταβι­βάσεις αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης ή των αδειών κυ­κλοφορίας τους που πραγματοποιούνται από 1ης Ιανου­αρίου 2010 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2011. Για τις μεταβιβά­σεις αυτές τα ποσά φόρου τα οποία ορίζονται με τις πιο πάνω διατάξεις προσαυξάνονται κατά ποσοστό δεκαπέ­ντε τοις εκατό (15%). Για μεταβιβάσεις που πραγματο­ποιούνται από 1.1.2010 μέχρι τη δημοσίευση του παρό­ντος νόμου υποβάλλονται συμπληρωματικές δηλώσεις χωρίς κυρώσεις μέσα σε έναν (1) μήνα από τη δημοσίευ­ση του παρόντος.

14. Στο άρθρο 14 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παράγραφος 9 ως εξής:
«9. Παροχές σε χρήμα (μπόνους) πέραν των τακτικών αποδοχών και των υπερωριών που καταβάλλουν μέχρι και το οικονομικό έτος 2013 τα πιστωτικά ιδρύματα τα ο­ποία λειτουργούν στην Ελλάδα σε στελέχη τους, φορο­λογούνται ως εξής: για συνολικό ετήσιο εισόδημα μέχρι εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ εάν καταβληθούν πρό­σθετες αμοιβές (μπόνους) έως δέκα τοις εκατό (10%) ε­πί του συνόλου των ετήσιων τακτικών αποδοχών και υ­περωριών, φορολογούνται στην κλίμακα του άρθρου 9.
Ποσά που υπερβαίνουν το ποσοστό αυτό φορολογού­νται αυτοτελώς με την ακόλουθη κλίμακα:

Μέχρι 20.000       50%
20.001 - 40.000    60%
40.001 - 60.000    70%
60.001 - 80.000    80%
80.001 και άνω     90%.

Ο φόρος παρακρατείται κατά την καταβολή ή την πί­στωση των ποσών αυτών στους δικαιούχους και αποδί­δεται στο Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 60.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και για παροχές που καταβάλλονται από τα κέρδη των ανωτέρω νομικών προσώπων.»

15. Η παράγραφος 7 του άρθρου 84 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«7. H κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημερο­μηνία της εμπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης ή αν υ­ποβληθεί εκπρόθεσμα η δήλωση, μετά τρία (3) έτη από την ημερομηνία που η δήλωση αυτή όφειλε να είχε υπο­βληθεί. Αν υποβληθεί ανακλητική δήλωση ή δήλωση με επιφύλαξη, η αξίωση για την επιστροφή του φόρου πα­ραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημέρα της με ο­ποιονδήποτε τρόπο αποδοχής της.
Η αξίωση για επιστροφή φόρου βάσει υποβληθείσας εμπρόθεσμης δήλωσης αναβιώνει από την κοινοποίηση φύλλου ή πράξης ελέγχου.
Ως προς τα λοιπά θέματα της παραγραφής εφαρμόζο­νται οι διατάξεις του δημοσίου λογιστικού (ν. 2362/ 1995), όπως εκάστοτε ισχύουν.»

16.α. Η παράγραφος 4 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Για τους εγγάμους, εφόσον συντρέχει περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 5, η οφειλή για φόρο, τέλη και ει­σφορές, που αναλογούν στα εισοδήματά τους βεβαιώνε­ται χωριστά και η ευθύνη της καταβολής βαρύνει κάθε σύζυγο.»
β. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. όπως αντικαταστάθηκαν με την περίπτωση α' της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή για τις δηλώσεις του οικονομικού έτους 2011 και μετά.

17. Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της παραγράφου.»

18. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 28 του ν. 820/1978 (ΦΕΚ 194 Α') προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Η σχετική απόφαση δημοσιεύεται με φροντίδα του Προϊσταμένου της υπηρεσίας με τοιχοκόλληση στο κατάστημα αυτής με την παρουσία ενός μάρτυρα, συντασσομένου προς τούτο σχετικού πρακτικού.»

19. Στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε. μετά το πρώτο εδάφιο προστίθενται τρία εδάφια, ως εξής:
«Ειδικά για την ανακατασκευή εν όλω ή εν μέρει καταστραφέντων αρχιτεκτονικών μελών κτιρίων ή κτισμάτων, που προστατεύονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 6 και 16 του ν. 3028/2002, καθώς και του άρθρου 4 του ν. 1577/1985, όπως ισχύουν, τα ποσοστά των δύο προηγούμενων εδαφίων αυξάνονται, αντίστοιχα, σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και δεκαπέντε τοις εκατό (15%), κατά το διάστημα που διαρκούν οι εργασίες και για τέσ­σερα (4) ακόμη έτη μετά το πέρας των εργασιών. Η συ­νολική διάρκεια της απαλλαγής με την εφαρμογή των συντελεστών αυτών δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη α­πό οκτώ (8) έτη. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικο­νομικών, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλ­λαγής και Πολιτισμού και Τουρισμού καθορίζεται η διαδι­κασία διαπίστωσης, έναρξης και πέρατος των εργασιών, ο προσδιορισμός του είδους των εργασιών και κάθε άλ­λο θέμα για την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής.»

20. Στο άρθρο 85 παρ. 3 του Κ.Φ.Ε. μετά το τέταρτο ε­δάφιο προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Ο κατάλογος είναι διαθέσιμος στο διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων. Η πρόσβαση στον κατάλογο γίνεται κατόπιν ταυτοποίη­σης του χρήστη και περιορίζεται με βάση συγκεκριμένα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια. Με απόφαση του Υπουρ­γού Οικονομικών καθορίζονται όλες οι αναγκαίες λεπτο­μέρειες για την πρόσβαση στον κατάλογο αυτόν.»

1. Στην περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται δεύτερο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Όταν υπεκμισθώνεται ακίνητο για το οποίο έχει συ­ναφθεί σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, αναγνωρί­ζεται προς έκπτωση μόνο το μέρος του μισθώματος που καταβάλλεται προς την εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθω­σης και αντιστοιχεί στο κτίριο. Η διάταξη του προηγού­μενου εδαφίου εφαρμόζεται για μισθώματα που κατα­βάλλονται από την 1η Ιανουαρίου 2009 και μετά.»

2. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται περίπτωση στ', ως εξής:
«στ) ποσοστό της Εργοστασιακής Τιμολογιακής Αξίας (ΕΤΑ) του έτους πρώτης κυκλοφορίας αυτοκινήτων ως ε­ξής:
αα) για εργοστασιακή τιμολογιακή αξία από 15.000­22.000 ευρώ ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) της εργοστασιακής τιμολογιακής αξίας ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα,
ββ) για εργοστασιακή τιμολογιακή αξία από 22.001­30.000 ευρώ ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της εργοστασιακής τιμολογιακής αξίας ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα,
γγ) για εργοστασιακή τιμολογιακή αξία πλέον των 30.000 ευρώ ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) της ερ­γοστασιακής τιμολογιακής αξίας ως επιπλέον ετήσιο ει­σόδημα, ανεξάρτητα αν ανήκουν στην επιχείρηση ή είναι μισθωμένα με οποιονδήποτε τρόπο, για τον πρόεδρο ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου, διευθύνοντα ή εντε­ταλμένο σύμβουλο, διαχειριστή, διευθυντή ή στέλεχος γενικά που χρησιμοποιεί το αυτοκίνητο. Το ανωτέρω πο­σοστό καθενός αυτοκινήτου δεν επιμερίζεται σε περισ­σότερα του ενός πρόσωπα. Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής έχουν εφαρμογή και για τους εκπροσώπους ή δια­χειριστές στην Ελλάδα αλλοδαπών ή ημεδαπών επιχει­ρήσεων που υπάγονται στις διατάξεις του α.ν. 89/1967 (ΦΕΚ 132 Α') ή του ν. 27/1975 (ΦΕΚ 77 Α'), όταν τα πρό­σωπα αυτά είναι Έλληνες υπήκοοι ή έχουν ελληνικό δια­βατήριο. Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζο­νται για δαπάνες αυτοκινήτων που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2010 και μετά.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζο­νται οι λεπτομέρειες και η διαδικασία υποβολής από τις επιχειρήσεις των σχετικών στοιχείων για τη διασταύρω­ση των δηλώσεων από τους δικαιούχους των εισοδημά­των των περιπτώσεων γ' και στ' της παραγράφου αυ­τής.»

3. Το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Για τον υπολογισμό της ωφέλειας, η τιμή διάθεσης του δικαιώματος στον δικαιούχο, σύμφωνα με το πρό­γραμμα, αφαιρείται από τη χρηματιστηριακή τιμή κλεισί­ματος που έχει η μετοχή κατά το χρόνο άσκησης του δι­καιώματος αυτού. Αν το δικαίωμα ασκείται σε χρόνο κα­τά τον οποίο ο δικαιούχος έχει αποχωρήσει από την ε­ταιρεία, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 48.»

4. Στο άρθρο 48 του Κ.Φ.Ε. η παράγραφος 6 αναριθμεί­ται σε 7 και προστίθεται νέα παράγραφος 6 που έχει ως εξής:
«6. Εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα θεωρείται και η ωφέλεια που αποκτά ο δικαιούχος κατά την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης απόκτησης μετοχών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 13 του κ.ν. 2190/1920 (ΦΕΚ 37 Α'), σε τιμή κατώτερη από τη χρηματιστηριακή τιμή κλεισίματος των μετοχών της συγκεκριμένης εταιρείας, όταν ο δικαιούχος έχει αποχωρή­σει από αυτή. Για το εισόδημα αυτό εφαρμόζονται οι δια­τάξεις του πέμπτου και επόμενων εδαφίων της παραγρά­φου 1 του άρθρου 45.»

5. Οι διατάξεις του πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. και της παραγράφου 6 του άρθρου 48 του Κ.Φ.Ε. όπως αντικαταστάθηκαν και προ­στέθηκαν αντίστοιχα, από τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου αυτού, έχουν εφαρμογή για δικαιώματα που ασκούνται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μετά.

1. Στο τέλος της περίπτωσης γ' της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
«Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται και για τους δεδουλευμένους τόκους κατά το χρόνο μεταβί­βασης του ομολόγου αλλοδαπής προέλευσης ή τοκομε­ριδίου.»

2.α. Στην παράγραφο 8 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. και μετά το έβδομο εδάφιο προστίθενται δύο νέα εδάφια που έχουν ως εξής:
«Σε περίπτωση μεταβίβασης του ομολόγου ή τοκομε­ριδίου του πριν από τη λήξη του, η μεσολαβούσα τράπε­ζα προβαίνει σε παρακράτηση φόρου για τους δεδου­λευμένους μέχρι το χρόνο μεταβίβασης τόκους και για την απόδοση του φόρου αυτού εφαρμόζονται οι διατά­ξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 60. Αν το ομόλογο ή τοκομερίδιο που μεταβιβάζεται ανήκει στην τράπεζα, υ­ποχρεούται η ίδια να καταβάλει το φόρο που αναλογεί στους πιο πάνω δεδουλευμένους τόκους.»
β. Οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. όπως συμπληρώθηκαν με την περίπτωση α' της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή για μεταβιβάσεις τίτλων που πραγματοποιούνται μετά την παρέλευση ε­νός μηνός από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

3. Το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από τις δηλώ­σεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2010 των τραπεζών, ανεξάρτητα με τη νομική μορφή που λει­τουργούν στην Ελλάδα, δεν επιστρέφεται κατά το μέρος που οφείλεται σε φόρο που έχει παρακρατηθεί επί τόκων ομολόγων πάσης φύσεως.

4.α. Στο άρθρο 12 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παράγραφος 13 που έχει ως εξής:
«13. Στους τόκους που καταβάλλονται από φυσικά πρόσωπα στην αλλοδαπή, ανεξάρτητα αν δικαιούχος εί­ναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή σαράντα τοις εκατό (40%). Ο φό­ρος παρακρατείται από το φυσικό πρόσωπο που τους κα-ταβάλλει και αποστέλλεται στην αλλοδαπή το υπόλοιπο ποσό που απομένει. Για την τράπεζα που μεσολαβεί έ­χουν εφαρμογή οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 13. Με την παρακράτηση αυ­τή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αλλοδα­πού δικαιούχου για τα πιο πάνω εισοδήματα. Οι διατά­ξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 25 έχουν εφαρμογή και για τα δάνεια που συνάπτονται μεταξύ κατοίκου Ελ­λάδας και αλλοδαπού πιστωτή.»
β. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 114 του Κ.Φ.Ε. αντί των λέξεων «είκοσι πέντε τοις εκατό (25%)» τίθενται οι λέξεις «σαράντα τοις εκατό (40%)».
γ. Οι διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 12 και του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 114 του Κ.Φ.Ε., όπως προστέθηκαν και τροποποιήθηκαν με τις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου αυτής έ­χουν εφαρμογή για τόκους που καταβάλλονται από την επομένη της δημοσίευσης του παρόντος νόμου στην Ε­φημερίδα της Κυβερνήσεως.

1. Στο άρθρο 30 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παράγραφος 5 που έχει ως εξής:
«5. Όταν αγαθά που έχει πωλήσει ελληνική επιχείρη­ση σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή σε αντιπρόσωπο ή υπεργολάβο αυτών, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος σε κράτος που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 51Α ή σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς όπως ορί­ζεται στην παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου, χωρίς τα προϊόντα να έχουν μεταφερθεί εκτός Ελλάδος και στη συνέχεια μεταπωλούνται σε άλλη ελληνική επιχείρηση σε τιμή μεγαλύτερη από αυτή της πρώτης συναλλαγής, η επιπλέον διαφορά του τιμήματος που προκύπτει θεω­ρείται ακαθάριστο έσοδο της ελληνικής πωλήτριας επι­χείρησης. Επίσης, αν ελληνική επιχείρηση πωλεί σε φυ­σικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή σε αντιπρόσωπο ή υπεργολάβο αυτών, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος σε κράτος που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 51Α ή σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς όπως ορί­ζεται στην παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου αγαθά σε τιμή μικρότερη από αυτή στην οποία πωλεί τα ίδια εμπορεύ­ματα σε ημεδαπή ή αλλοδαπή επιχείρηση, η χαμηλή τιμή δεν αναγνωρίζεται και η επιπλέον διαφορά που προκύ­πτει προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα της ελληνικής επιχείρησης.»

2. Μετά το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης αα' της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται τέσσερα εδάφια που έχουν ως εξής:
«Η υπηρεσία που διενεργεί το φορολογικό έλεγχο, τα­κτικό ή προσωρινό, υποχρεούται, αμέσως μετά την ολοκλήρωσή του, να ενημερώσει τον αρμόδιο ασφαλιστικό οργανισμό σχετικά με την απόδοση ή μη των ασφαλιστι­κών εισφορών. Η παραβίαση της υποχρέωσης του προηγούμενου εδαφίου συνιστά πειθαρχικό αδίκημα που τι­μωρείται κατά τις οικείες διατάξεις του πειθαρχικού δι­καίου. Οι δαπάνες μισθοδοσίας δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση αν δεν έχουν εξοφληθεί μέσω επαγγελ­ματικών τραπεζικών λογαριασμών ή επιταγών που εξο­φλούνται μέσω των ίδιων λογαριασμών.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η σταδιακή εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμε­νων εδαφίων, η διαδικασία της εξόφλησης των δαπανών μισθοδοσίας, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου.»

3.α. Το εικοστό, το εικοστό πρώτο και το τελευταίο ε­δάφιο της υποπερίπτωσης γγ' της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.
β. Το δέκατο πέμπτο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ' της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται μέχρι ποσο­στό δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού καθαρού εισο­δήματος ή των κερδών που προκύπτουν από ισολογι­σμούς, λόγω δωρεάς προς τα κοινωφελή ιδρύματα, τα σωματεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης και χορηγούν υποτροφίες, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές του Αγίου Όρους, το Οι­κουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τα Πα­τριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, την Ιερά Μο­νή Σινά, την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα ημεδαπά νο­μικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα έχουν συ­σταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν κοινωφε­λείς σκοπούς, τους ερευνητικούς και τεχνολογικούς φο­ρείς που συστάθηκαν και διέπονται από τις διατάξεις του ν. 1514/1985 (ΦΕΚ 13 Α') και του ν. 3653/2008 (ΦΕΚ 49 Α'), καθώς και τα ερευνητικά κέντρα που αποτελούν η­μεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκο­πικού χαρακτήρα και έχουν συσταθεί νόμιμα.»

4.α. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρ­θρου 12 του ν. 3525/2007 (ΦΕΚ 16 Α') αντί «τριάντα τοις εκατό (30%)» τίθεται «δέκα τοις εκατό (10%)».
β. Οι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3525/2007 διατη­ρούνται σε ισχύ και δεν θίγονται από την εφαρμογή των διατάξεων του Κ.Φ.Ε. όπως τροποποιούνται από τις δια­τάξεις του παρόντος νόμου.

5. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστα­νται ως εξής:
«Ειδικά για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης με κυλινδρισμό μέχρι χίλια εξακόσια (1.600) κυβικά εκατο­στά, εκπίπτουν οι δαπάνες συντήρησης, επισκευής, κυ­κλοφορίας και αποσβέσεων και τα μισθώματα που κατα­βάλλονται σε εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης ή οποιονδήποτε τρίτο, σε ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%) του ύψους αυτών, εφόσον τα αυτοκίνητα αυτά χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης. Για αυτοκίνητα μεγαλύτερου κυβισμού εκπίπτει, με τις ίδιες προϋποθέσεις, ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των πιο πάνω δαπανών.»

6.α. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. μετά τις λέξεις «των ακόλουθων εξόδων» προστί­θενται οι λέξεις «,με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 51Α και 51Β του παρόντος.»
β. Στο τέλος της περίπτωσης γ' της παρ. 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι δαπάνες της περίπτωσης αυτής δεν αναγνωρίζο­νται όταν καταβάλλονται ή οφείλονται σε φυσικό ή νομι­κό πρόσωπο ή νομική οντότητα της οποίας η δραστηριό­τητα στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαντλήθηκε στην τιμολόγησή της και η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών διενεργήθηκε από τρίτο πρόσωπο.»

7. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) Των δεδουλευμένων κάθε είδους τόκων δανείων ή πιστώσεων, γενικά, της επιχείρησης. Εξαιρούνται:
αα) οι τόκοι υπερημερίας λόγω οφειλής φόρων, τελών, εισφορών και προστίμων προς το Δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,
ββ) οι τόκοι δανείου που λαμβάνεται για την αγορά με­τοχών ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών, εταιρικών με­ρίδων και γενικά επιχειρήσεων, όταν οι πιο πάνω συμμε­τοχές μεταβιβάζονται εντός δύο (2) ετών από το χρόνο απόκτησής τους,
γγ) οι τόκοι δανείου που λαμβάνεται για την αγορά με­τοχών ή μερίδων σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο ή νο­μική οντότητα, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατι­κή ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος σε κράτος που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 51Α ή σε κράτος με προ­νομιακό φορολογικό καθεστώς όπως ορίζεται στην πα­ράγραφο 7 του ίδιου άρθρου, καθώς και οι τόκοι που κα­ταβάλλονται στις εταιρείες αυτές,
δδ) οι δεδουλευμένοι τόκοι δανείου που καταβάλλο­νται ή πιστώνονται σε συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 39 κατά το μέρος που το συνολικό ύψος δανείων από τις εν λόγω επιχει­ρήσεις υπερβαίνει κατά μέσο όρο και κατά διαχειριστική περίοδο το τριπλάσιο των ιδίων κεφαλαίων της. Στην έν­νοια των τόκων του προηγούμενου εδαφίου εμπίπτουν και οι τόκοι ομολογιακών δανείων που καταβάλλονται σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Στο συνολικό ύψος δανείων από συνδεδεμένες επιχειρήσεις προστίθενται και τα ο­μολογιακά δάνεια που εκδίδονται προς αυτές, καθώς και τα δάνεια που έχουν ληφθεί από τρίτες επιχειρήσεις για τα οποία έχει χορηγηθεί οποιασδήποτε μορφής εγγύηση από τις πιο πάνω συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Οι διατά­ξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται για τις α­νώνυμες εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης του ν. 1665/1986 (ΦΕΚ 183 Α'), τις εταιρείες πρακτορείας ε­πιχειρηματικών απαιτήσεων του ν. 1905/1990 (ΦΕΚ 147 Α'), τις εταιρείες ειδικού σκοπού του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α') και του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α') με έδρα στην Ελλάδα, τις εταιρείες παροχής πιστώσεων του ν. 2937/ 2001 (ΦΕΚ 169 Α'), καθώς και για τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα.»

8. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις της περίπτωσης α' δεν εφαρμόζονται για τραπεζικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή που λειτουργούν. Επίσης, ειδικά για τις πιο πάνω τράπεζες, οι διατάξεις της περίπτωσης β' ισχύουν μόνο για έσοδα από μερίσματα και κέρδη από συμμετοχή σε άλλες ημεδαπές επιχειρήσεις.»

9. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«9. Αποζημιώσεις, καθώς και πάσης φύσεως αμοιβές, που οφείλονται από επιχειρήσεις ή επιτηδευματίες σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με βάση δικαστι­κή ή διαιτητική απόφαση ή οποιαδήποτε αναγνώριση ή συμβιβασμό, δεν αναγνωρίζονται ως δαπάνη για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών, που υπάγονται στη φορολογία εισοδήματος του οφειλέτη, εάν μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου εντός της οποίας πραγματοποιείται η καταβολή ή η πίστωση αυ­τών, δεν υποβληθεί στην αρμόδια δημόσια οικονομική υ­πηρεσία φορολογίας του δικαιούχου αντίγραφο της από­φασης ή του εγγράφου και θεωρηθεί από αυτή, η απόφα­ση ή το έγγραφο, βάσει του οποίου καταβάλλεται ή πι­στώνεται η αποζημίωση ή η αμοιβή στον δικαιούχο.»

10. Η κατάργηση που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου δεύτερου του ν. 3814/2010 (ΦΕΚ 3 Α') κατα­λαμβάνει αποσβέσεις επισφαλών απαιτήσεων που διε­νεργούνται από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2009 και μετά.

11. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

12. Στην περίπτωση α' της παραγράφου 13 του άρ­θρου 105 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά για τον προσδιορισμό του εισοδήματος από εκμίσθωση ακινήτων εκπίπτουν οι δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης, οι πάγιες και λειτουργικές δαπάνες και κάθε είδους άλλη δαπάνη των νομικών προσώπων και ιδρυμάτων αυτών, μέχρι πενήντα τοις εκατό (50%) επί των ακαθάριστων εσόδων, εφόσον καλύπτεται από νόμιμα παραστατικά.»

13.α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 39 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όταν μεταξύ ημεδαπών επιχειρήσεων, οι οποίες συνδέονται κατά την έννοια της παραγράφου 3, πραγματοποιούνται πωλήσεις αγαθών ή παρέχονται υπηρεσίες με οικονομικούς όρους διαφορετικούς από εκείνους που θα είχαν συμφωνηθεί μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσε­ων, τα κέρδη τα οποία, χωρίς τους όρους αυτούς, θα εί­χαν πραγματοποιηθεί από την επιχείρηση αλλά τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω των ανωτέρω όρων, θεω­ρούνται κέρδος της επιχείρησης αυτής, με το οποίο προ­σαυξάνονται τα καθαρά της κέρδη, χωρίς να θίγεται το κύρος των βιβλίων και στοιχείων.»
β. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 39 του Κ.Φ.Ε. αντί των λέξεων «δέκα τοις εκατό (10%)» τίθενται οι λέξεις «είκοσι τοις εκατό (20%)».
γ. Στο τέλος του τελευταίου εδαφίου της παραγρά­φου 7 του άρθρου 39 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται οι λέξεις «με εξαίρεση το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 9 του ν. 2523/1997».
δ. Στο τέλος της παραγράφου 8 του άρθρου 39 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται οι λέξεις «και τα μισθώματα κινη­τών ή ακινήτων».
ε. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 39 Α αντί των λέξε­ων «των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ» τίθενται οι λέξεις «των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ».
στ. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 39Α του Κ.Φ.Ε. αντί των λέξεων «ο οποίος σε κάθε περίπτωση δεν είναι δυνατόν να είναι μικρότερος των εξήντα (60) η­μερών» τίθενται οι λέξεις «και σε κάθε περίπτωση εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποιήσεως του σημειώματος της φορολογικής αρχής.»
ζ. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 39Α του Κ.Φ.Ε. αναδιατυπώνεται ως εξής:
«Αν κατά το φορολογικό έλεγχο διαπιστωθεί η μη τή­ρηση ή ελλιπής τήρηση των στοιχείων ή αν τα στοιχεία τεκμηρίωσης αυτά δεν τεθούν στη διάθεση της φορολο­γικής αρχής μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο, επιβάλλεται ειδικό πρόστιμο ίσο με το είκοσι τοις εκατό (20%) της αξίας των συναλλαγών για τις οποίες δεν τηρήθηκαν ή τηρήθηκαν ελλιπώς ή δεν τέθηκαν υπόψη της φορολογικής αρχής τα στοιχεία τεκ­μηρίωσης.»

14. Οι παράγραφοι 1, 3, 5, 6, 7 και 8 έχουν εφαρμογή για κέρδη ισολογισμών που κλείνουν με ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 2010 και μετά και η παράγραφος 12 για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2010 και μετά.

1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι απαλλαγές από το φόρο εισοδήματος που προβλέπο­νται με γενικές ή ειδικές διατάξεις όλων των νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που προβλέπο­νται στο άρθρο 101 του Κ.Φ.Ε., με εξαίρεση:
α) τις απαλλαγές που προβλέπονται στο άρθρο 103 του Κ.Φ.Ε.,
β) τις απαλλαγές που προβλέπονται για τον Οργανι­σμό Ηνωμένων Εθνών, την Διεθνή Τράπεζα Ανασυγκρο­τήσεως και Αναπτύξεως και τους αλλοδαπούς οργανι­σμούς, από διεθνή σύμβαση η οποία έχει κυρωθεί με νό­μο,
γ) τις απαλλαγές που προβλέπονται από διμερείς συμ­φωνίες για την αποφυγή διπλής φορολογίας οι οποίες έ­χουν κυρωθεί με νόμο,
δ) τις απαλλαγές που προβλέπονται από αναπτυξια­κούς νόμους για την πραγματοποίηση επενδύσεων ή το μετασχηματισμό επιχειρήσεων,
ε) τις απαλλαγές που ορίζονται:
αα) με το άρθρο 103 του νόμου για τους ΟΣΕΚΑ,
ββ) με το άρθρο 39 του ν. 3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α') για τις εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου,
γγ) με τα άρθρα 20 και 31 του ν. 2778/1999 (ΦΕΚ 295 Α') για τα αμοιβαία κεφάλαια ακινήτων και τις εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία,
δδ) με το άρθρο 7 του ν. 2992/2002 (ΦΕΚ 54 Α') για τα αμοιβαία κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών,
εε) με το άρθρο 8 του ν. 2367/1995 (ΦΕΚ 261 Α') για τις εταιρείες κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών,
στστ) με το άρθρο 14 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α'),
ζζ) με το άρθρο 5 του ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α') για τις επιχειρήσεις που λειτουργούν ως «Σύστημα Εναλλακτι­κής Διαχείρισης»,
ηη) με το άρθρο 28 του ν. 2843/2000 (ΦΕΚ 219 Α') για το Ταμείο Ανάπτυξης Νέας Οικονομίας,
θθ) με το άρθρο 10 του ν. 2628/1998 (ΦΕΚ 151 Α') για τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους,
ιι) με το άρθρο 7 του ν. 2364/1995 (ΦΕΚ 252 Α') για τις εταιρείες διανομής φυσικού αερίου και τις εταιρείες πα­ροχής αερίου,
κκ) με το άρθρο 14 του ν. 1545/1985 (ΦΕΚ 191 Α') για τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού και το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α'),
λλ) με το άρθρο 9 του ν. 2343/1995 (ΦΕΚ 211 Α') για τη Σχολή Επιμόρφωσης Υπαλλήλων του Υπουργείου Οι­κονομικών,
μμ) με το άρθρο 73 του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, το οποίο κυρώθηκε με το ν. 3424/1927 (ΦΕΚ 298 Α'),
νν) με το άρθρο 9 του ν. 4171/1961 (ΦΕΚ 93 Α') για τε­χνικές επιχειρήσεις.
ξξ) με τα άρθρα 25 και 26 του ν. 27/1975 (ΦΕΚ 77 Α'), όπως ισχύουν.
Ειδικά για το φόρο εισοδήματος που προκύπτει με βά­ση τη δήλωση του άρθρου 107 του Κ.Φ.Ε., η κατάργηση καταλαμβάνει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2011 και επόμενα.

2. Η περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«1. α) Το Ελληνικό Δημόσιο, στο οποίο περιλαμβάνο­νται και οι αποκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες, οι ο­ποίες λειτουργούν ως ειδικά ταμεία, οι δήμοι και οι κοι­νότητες, τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα και τα λοι­πά δημοτικά και κοινοτικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δι­καίου, οι σύνδεσμοι δήμων και κοινοτήτων, οι δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης, αποχέτευσης, διαχείρισης απορριμμάτων και τηλεθέρμανσης, η Κεντρι­κή Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδας, οι Τοπι­κές Ενώσεις Δήμων και Κοινοτήτων, οι Νομαρχιακές Αυ­τοδιοικήσεις, η Ένωση Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδας, καθώς και τα νοσοκομεία, βρεφοκομεία, κέ­ντρα παιδικής μέριμνας και γηροκομεία που συνιστώνται από τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, καθώς και τα Ανώ­τατα και Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα που λειτουρ­γούν με τη μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με εξαίρεση τα εισοδήματά τους από κινητές αξίες. Τα εισοδήματα από κινητές αξίες φορολογούνται με τις γε­νικές διατάξεις εκτός από αυτά που προέρχονται από τό­κους καταθέσεων και δάνεια του Ελληνικού Δημοσίου. Ει­δικά για το Ελληνικό Δημόσιο, η απαλλαγή ισχύει και για τα εισοδήματα που προέρχονται από κινητές αξίες, επί των οποίων δεν ενεργείται ούτε παρακράτηση φόρου.»

3. Οι περιπτώσεις β' και δ' της παραγράφου 1 του άρ­θρου 103 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

4. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 109 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Επίσης, τα εισοδήματα που αποκτούν από την εκμί­σθωση οικοδομών και γαιών οι Ιεροί Ναοί, οι Ιερές Μη­τροπόλεις, οι Ιερές Μονές, οι Ιερές Μονές του Αγιου Ό­ρους, η Ιερά Μονή Πάτμου, η Ιερά Μονή Σινά, η Αποστο­λική Διακονία, ο Πανάγιος Τάφος, το Οικουμενικό Πα­τριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τα Πατριαρχεία Ιερο­σολύμων και Αλεξανδρείας, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύ­πρου και οι Ιερές Σταυροπηγιακές Μονές Κύπρου, τα η­μεδαπά νομικά πρόσωπα που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν αποδεδειγμένα κοινωφελείς σκοπούς, καθώς και τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα, φορολογούνται με συντελεστή είκοσι τοις ε­κατό (20%). Για εισοδήματα του προηγούμενου εδαφίου δεν βεβαιώνεται προκαταβολή φόρου. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και για τα εισοδήματα που αποκτούν στην Ελλάδα αντίστοιχα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, καθώς και φορείς ξένων θρησκευμάτων ή δογμάτων.»

5. Οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου αυτού ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2010 και μετά.

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε. αντικαθί­σταται ως εξής:
«1. Στα διανεμόμενα κέρδη των ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών με τη μορφή μερισμάτων, προμερισμάτων, α­μοιβών και ποσοστών, εκτός μισθού, των μελών του διοι­κητικού συμβουλίου και των διευθυντών, καθώς και των αμοιβών εργατοϋπαλληλικού προσωπικού, ουδεμία παρακράτηση φόρου ενεργείται, ως φορολογούμενα τα ει­σοδήματα αυτά στο όνομα του νομικού προσώπου.»

2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε. αντικαθί­σταται ως εξής:
«3. Στα μερίσματα που εισπράττουν φυσικά πρόσωπα κάτοικοι Ελλάδας από νομικά πρόσωπα ή νομικές οντό­τητες της αλλοδαπής, δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου και το εισόδημα αυτό φορολογείται μαζί με τα λοιπά εισοδήματα του φυσικού προσώπου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος, ο χρόνος, η διαδικα­σία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρ­μογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.»

3. Η περίπτωση ζ' της παραγράφου 6 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε. καταργείται.

4. Οι περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 7 του άρ­θρου 54 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
«α) Για τα εισοδήματα των περιπτώσεων α', β' και γ' της προηγούμενης παραγράφου, η ημεδαπή ανώνυμη ε­ταιρεία που τα καταβάλλει.
β) Για τα εισοδήματα της περίπτωσης δ' της προηγού­μενης παραγράφου, αυτός που ενεργεί στην Ελλάδα την εξαργύρωση ή την καταβολή τους.»

5. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α' της παραγρά­φου 1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«1.α) Στα εισοδήματα που αναφέρονται στην περίπτω­ση στ' της παραγράφου 3 του άρθρου 28 με συντελεστή τριάντα πέντε τοις εκατό (35%).»

6. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για τους μισθούς ή απολαβές που καταβάλλουν οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης στους εταί­ρους τους από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά.

7. Η παράγραφος 1 του άρθρου 109 του Κ.Φ.Ε. αντικα­θίσταται ως εξής:
«1.α) Για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) επί των αδιανεμήτων κερδών που προ­κύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά. Ειδικά, για τα κέρδη τα οποία προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που αρ­χίζουν από την 1.1.2010 έως την 31.12.2010, ο συντελε­στής φορολογίας ορίζεται σε είκοσι τέσσερα τοις εκατό (24%), για τα κέρδη τα οποία προκύπτουν από διαχειρι­στικές περιόδους που αρχίζουν από την 1.1.2011 έως την 31.12.2011, ο συντελεστής φορολογίας ορίζεται σε είκοσι τρία τοις εκατό (23%), για τα κέρδη τα οποία προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1.1.2012 έως την 31.12.2012, ο συντελεστής φορο­λογίας ορίζεται σε είκοσι δύο τοις εκατό (22%), και για τα κέρδη τα οποία προκύπτουν από διαχειριστικές περιό­δους που αρχίζουν από την 1.1.2013 έως την 31.12.2013, ο συντελεστής φορολογίας ορίζεται σε εί­κοσι ένα τοις εκατό (21%). Ειδικά για τα υποκαταστήμα­τα αλλοδαπών ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων εταιρειών έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρ­θρου 10. Το εισόδημα από επιχειρηματική αμοιβή υπόκει­ται σε φορολογία με τις γενικές διατάξεις, ανεξάρτητα αν ο δικαιούχος της αμοιβής αυτής είναι κάτοικος ημε­δαπής ή αλλοδαπής. Οι διατάξεις των δύο προηγούμε­νων εδαφίων έχουν εφαρμογή εφόσον οι ομόρρυθμοι ε­ταίροι ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον με βάση τη νομοθεσία του κράτους - μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η προσωπική εταιρεία.
β) Για τα κέρδη που διανέμουν οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες με τη μορφή αμοιβών και ποσοστών στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και στους διευθυντές, αμοι­βών στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό, εκτός μισθού, καθώς και μερισμάτων ή προμερισμάτων σε φυσικά ή νο­μικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά, ή νομικές οντότη­τες, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, ανεξάρτη­τα αν η καταβολή τους γίνεται σε μετρητά ή μετοχές, η ανώνυμη εταιρεία καταβάλλει φόρο με συντελεστή σα­ράντα τοις εκατό (40%). Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και για τα κέρδη που κεφαλαιο­ποιούν ή διανέμουν οι ημεδαπές εταιρείες περιορισμέ­νης ευθύνης και οι συνεταιρισμοί σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά, ή νομικές οντότητες, ε­νώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, καθώς και για τα κέρδη που εξάγει ή πιστώνει υποκατάστημα εγκατεστημένο στην Ελλάδα στο κεντρικό του στην αλλοδαπή.
γ) Για το φόρο της προηγούμενης περίπτωσης εκδίδε­ται στο όνομα του φυσικού προσώπου βεβαίωση, η οποία περιέχει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία: το ονο­ματεπώνυμο, τον Α.Φ.Μ. και τη διεύθυνση του δικαιού­χου φυσικού προσώπου, το ποσό που διανεμήθηκε σε αυτόν, την ημερομηνία της έγκρισης και καταβολής, κα­θώς και το ποσό του φόρου της περίπτωσης β' που αντι­στοιχεί στο ποσό του εισοδήματός του από τα μερίσμα­τα αυτά.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της βεβαίωσης την οποία ο­φείλει να χορηγεί η διανέμουσα ανώνυμη εταιρεία, εται­ρεία περιορισμένης ευθύνης ή συνεταιρισμός, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής.
δ) Όταν δικαιούχος του εισοδήματος από μερίσματα ή κέρδη από συμμετοχές είναι φυσικό πρόσωπο, το εισό­δημα αυτό φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, και α­πό τον αναλογούντα φόρο εκπίπτει ο φόρος που κατα­βλήθηκε σύμφωνα με την περίπτωση β'.
ε) Αν στα καθαρά κέρδη ημεδαπής ανώνυμης εταιρεί­ας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή συνεταιρισμού περιλαμβάνονται και μερίσματα ή κέρδη από τη συμμε­τοχή του σε άλλη ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή συνεταιρισμού, για τα οποία έ­χει καταβληθεί φόρος στα διανεμόμενα κέρδη, σε περί­πτωση διανομής κερδών, από το φόρο που υποχρεούται να καταβάλει με βάση τις διατάξεις της περίπτωσης β', αφαιρείται το μέρος του φόρου που έχει ήδη καταβληθεί και αναλογεί στα διανεμόμενα κέρδη τα οποία προέρχο­νται από τις πιο πάνω συμμετοχές.
Οι διατάξεις των περιπτώσεων β' έως και ε' έχουν ε­φαρμογή και για κέρδη παρελθουσών χρήσεων που δια­νέμονται ή κεφαλαιοποιούνται από 1.1.2011. Από το φό­ρο που οφείλεται με βάση την περίπτωση β' αφαιρείται ο φόρος που καταβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης α' ή του άρθρου 109, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τον παρόντα νόμο και αντιστοιχεί στα εισοδήματα αυτά.»

8. Η παράγραφος 1 του άρθρου 114 του Κ.Φ.Ε. αντικα­θίσταται ως εξής:
«1. Οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες και συνεταιρισμοί που διανέμουν κέρδη με τη μορφή μερισμάτων, προμερισμάτων, αμοιβών και ποσοστών, εκτός μισθού, στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και στους διευθυντές, κα­θώς και αμοιβών στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό, δεν προβαίνουν σε παρακράτηση φόρου, ως φορολογούμε­να τα εισοδήματα αυτά στο όνομα του νομικού προσώ­που. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στα διανεμόμενα, α­πό εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, κέρδη, καθώς και στα κέρδη που εξάγονται ή πιστώνονται από υποκατά­στημα εγκατεστημένο στην Ελλάδα στο κεντρικό του στην αλλοδαπή.»

9. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4, 7 και 8 του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για κέρδη που προκύ­πτουν από ισολογισμούς που συντάσσονται με 31 Δε­κεμβρίου 2010 και μετά.

1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 110 του Κ.Φ.Ε. προ­στίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
«Αν καταβληθεί εφάπαξ το συνολικό ποσό της οφει­λής, που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο με την εμπρόθεσμη δήλωση, παρέχεται έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%) επί του καταβαλλόμενου ποσού.»

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύ­ουν για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2010 και επομένων.

3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 111 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Από το ποσό που βεβαιώνεται σύμφωνα με τις δια­τάξεις του άρθρου αυτού εκπίπτει ο φόρος που παρα­κρατείται στην πηγή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, κα­θώς και ο φόρος που καταβάλλεται με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 13.»

1. Στο άρθρο 82 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παράγραφος 9 η οποία έχει ως εξής:
«9. Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑ Α.Ε.» υποχρεούται να γνωστοποιεί στο Υπουργείο Οικονομικών μέχρι το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου κάθε έτους τα φυσικά και νομικά πρόσωπα προς τα οποία διανεμήθηκαν μερίσματα κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος από εταιρείες με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, τον Αριθμό Φο­ρολογικού Μητρώου τους, τον αριθμό μερίδας στο Σύ­στημα Αυλων Τίτλων, τη Δ.Ο.Υ. στην οποία υπάγονται, καθώς και τα στοιχεία της εταιρείας που διένειμε το μέρισμα, το ύψος αυτού και το ποσό του φόρου που ανα­λογεί.»

2. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α') καταργείται.

1.α. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 38 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Τα κέρδη τα οποία αποκτούν φυσικά πρόσωπα από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Α­θηνών (X.A.), σε τιμή ανώτερη της τιμής απόκτησής τους, όταν οι μετοχές αυτές αποκτώνται με οποιονδήπο­τε τρόπο από 1ης Ιανουαρίου 2011 και μετά απαλλάσσο­νται από το φόρο εισοδήματος, με την προϋπόθεση ότι η πώληση λαμβάνει χώρα μετά την παρέλευση τριών (3) ή δώδεκα (12) μηνών από το χρόνο απόκτησής τους κατά περίπτωση. Για τον υπολογισμό του χρονικού αυτού δια­στήματος λαμβάνεται υπόψη και η ημέρα απόκτησης των μετοχών. Αν οι πιο πάνω μετοχές πωληθούν εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, τα κέρδη φορολογούνται. Για τον υπολογισμό του κέρδους που υπόκειται σε φορο­λογία λαμβάνεται υπόψη η τιμή πώλησης των μετοχών στο Χ.Α., όπως αυτή αναγράφεται στο πινακίδιο που εκ­δίδει η Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρε­σιών ή το πιστωτικό ίδρυμα που μεσολαβεί. Όταν η πώληση των μετοχών πραγματοποιείται εξωχρηματιστηριακά ή μέσω πολυμερούς μηχανισμού διαπραγματεύσεων, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται υπόψη η μεγαλύτερη μετα­ξύ αυτής που δηλώνεται στην «Ελληνικά Χρηματιστήρια Ανώνυμη Εταιρεία» (Ε.Χ.Α.Ε.) για το διακανονισμό της συναλλαγής, και της τιμής κλεισίματος της μετοχής κα­τά την ημέρα της συναλλαγής.
Για τον υπολογισμό του κόστους απόκτησης των μετο­χών ισχύουν τα ακόλουθα:
α) Όταν η απόκτηση των μετοχών έχει γίνει σταδιακά για τον υπολογισμό του κόστους κτήσης των πωλούμε­νων μετοχών λαμβάνεται υπόψη η μέση τιμή απόκτησης αυτών.
β) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί λόγω κληρονο­μιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής, για τον υπολογισμό του κόστους κτήσης λαμβάνεται υπόψη η αξία που ορι­στικοποιήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο κατά την εφαρ­μογή των διατάξεων φορολογίας κεφαλαίου ή σε περί­πτωση μη οριστικοποίησης η δηλωθείσα αξία.
γ) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί δωρεάν μετά από κεφαλαιοποίηση αποθεματικών δεν επηρεάζεται το κό­στος κτήσης του συνόλου των μετοχών. Τα ίδια ισχύουν κατά τη μεταβολή του αριθμού των μετοχών με αύξηση ή μείωση της ονομαστικής τους αξίας (split - reverse split).
δ) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί πριν από την έ­γκριση εισαγωγής τους στο Χ.Α., για τον υπολογισμό του κόστους κτήσης λαμβάνεται υπόψη η τιμή εισαγω­γής τους.
ε) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο προ­γράμματος χορήγησης μετοχών (stock option plan), ως τιμή κτήσης λαμβάνεται υπόψη η χρηματιστηριακή τιμή των μετοχών κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος.
στ) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί ως μέρισμα (αντί μετρητών), ως κόστος κτήσης αυτών λαμβάνεται υπόψη το ποσό του μερίσματος που θα λάμβανε ο κάθε μέτοχος αν η διανομή γινόταν σε χρήμα.
ζ) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο επί­τευξης της αναγκαίας διασποράς εν όψει της εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο, για τον υπολογισμό του κό­στους απόκτησης λαμβάνεται υπόψη η τιμή με την οποία αποκτήθηκαν.
η) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί κατά την εκκαθά­ριση εισηγμένου στο Χ.Α. παραγώγου προϊόντος επί με­τοχών με παράδοση της υποκείμενης αξίας έναντι τιμή­ματος, για τον υπολογισμό του κόστους κτήσης λαμβά­νεται υπόψη η τελική τιμή εκκαθάρισης για τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και η τιμή κλεισίματος της υ­ποκείμενης μετοχής στο Χ.Α. κατά την ημέρα άσκησης του δικαιώματος για τα δικαιώματα προαίρεσης επί μετο­χών.
θ) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί από εξαγορά με­ριδίων Διαπραγματεύσιμων Αμοιβαίων Κεφαλαίων (Δ.Α.Κ.) του άρθρου 24Α του ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α'), για τον υπολογισμό του κόστους κτήσης λαμβάνεται υ­πόψη η τιμή κλεισίματος των υποκείμενων μετοχών στο Χ.Α. κατά την ημέρα της εξαγοράς.
Για τον προσδιορισμό του κέρδους που υπόκειται σε φορολογία, λαμβάνεται υπόψη η ζημία που προκύπτει ε­ντός του ίδιου χρονικού διαστήματος από την ίδια αιτία.
Έναντι του φόρου που αναλογεί οι Ανώνυμες Εταιρεί­ες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών ή τα πιστωτικά ι­δρύματα παρακρατούν φόρο με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) και δέκα τοις εκατό (10%) αντίστοιχα επί του κέρδους με βάση τα στοιχεία του Συστήματος Αυ­λων Τίτλων και τον αποδίδουν εφάπαξ με δήλωση που υ­ποβάλλουν στη Δ.Ο.Υ. που ανήκουν, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου των μηνών Απριλίου, Ιουλίου, Οκτωβρί­ου και Ιανουαρίου, για τις πωλήσεις μετοχών που ενερ­γήθηκαν μέσα στο προηγούμενο τρίμηνο.
Χρόνος που προκύπτει το εισόδημα είναι ο χρόνος διακανονισμού της πώλησης των μετοχών, χωρίς να επη­ρεάζει την τιμή στην οποία έχει λάβει χώρα η πώληση. Όταν πραγματοποιείται ανοιχτή πώληση, το εισόδημα προκύπτει κατά το χρόνο διακανονισμού της αγοράς των απαιτούμενων μετοχών ή της μεταφοράς μετοχών στο λογαριασμό του επενδυτή.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και όταν διαπιστώνεται ότι τα κέρδη από την πώληση μετο­χών αποκτώνται από αλλοδαπές εταιρείες που τελούν υπό τον άμεσο έλεγχο ή λειτουργούν για λογαριασμό φυ­σικού προσώπου κατοίκου Ελλάδας. Επίσης, εφαρμόζο­νται και για κατοίκους αλλοδαπής, με την επιφύλαξη των οριζομένων από τις Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορο­λογίας. Όμως στην περίπτωση αυτή με την παρακράτηση επέρχεται εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης του αλλοδαπού δικαιούχου.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά που συνυποβάλλονται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος των δικαιούχων, η διαδικασία παρακράτησης και απόδοσης του φόρου, ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης, καθώς και κάθε άλλη ανα­γκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
4. Τα κέρδη που αποκτούν επιχειρήσεις οποιασδήποτε μορφής, ανεξάρτητα από την κατηγορία βιβλίων που τη­ρούν, από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α. σε τιμή ανώτερη της τιμής απόκτησής τους, όταν οι μετο­χές αυτές αποκτώνται με οποιονδήποτε τρόπο από 1ης Ιανουαρίου 2011 και μετά απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος, με την προϋπόθεση ότι η πώληση λαμβά­νει χώρα μετά την παρέλευση τριών (3) ή δώδεκα (12) μηνών από το χρόνο απόκτησής τους κατά περίπτωση και ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1. Για τον υπολογισμό του χρονικού αυτού διαστήματος λαμ­βάνεται υπόψη και η ημέρα απόκτησης των μετοχών. Αν οι πιο πάνω μετοχές πωληθούν εντός τριών (3) ή δώδεκα (12) μηνών κατά περίπτωση, τα κέρδη φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) και δέκα τοις εκατό (10%) αντίστοιχα.
Για τον υπολογισμό του κέρδους έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο. Ο φόρος παρακρατείται και αποδίδεται από την Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Ε.Π.Ε.Υ.) ή το πι­στωτικό ίδρυμα με βάση τα στοιχεία του Συστήματος Αυ­λων Τίτλων, εφάπαξ με δήλωση που υποβάλλει στη Δ.Ο.Υ. που ανήκει, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου των μηνών Απριλίου, Ιουλίου, Οκτωβρίου και Ιανουαρίου, για τις πωλήσεις μετοχών που ενεργήθηκαν μέσα στο προηγούμενο τρίμηνο. Η υποκείμενη σε φορολογία επι­χείρηση υποχρεούται εντός της προθεσμίας κλεισίματος του ισολογισμού να υποβάλει στη Δ.Ο.Υ. που ανήκει δή­λωση με την οποία δηλώνει το αποτέλεσμα που προέκυ­ψε από την πώληση των πιο πάνω μετοχών με τα ποσά φόρου που παρακρατήθηκαν και σε περίπτωση που προ­κύπτει πιστωτικό υπόλοιπο, αυτό επιστρέφεται. Με τη δήλωση αυτή συνυποβάλλονται οι βεβαιώσεις των Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που μεσολάβη­σαν στην πώληση των μετοχών. Οι διατάξεις του άρθρου 113 του ν. 4125/1960 (ΦΕΚ 205 Α') και του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α') εφαρμόζονται και για το φόρο που οφείλε­ται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής. Όταν η επιχείρηση τηρεί βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το κέρδος από την πώληση των πιο πάνω μετοχών, όπως διαμορφώνεται μετά την αφαίρεση ζημιών από την ίδια αιτία, εμφανίζεται σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού το οποίο σε περίπτωση μεταγενέστερης διανομής ή κε-φαλαιοποίησής του, φορολογείται σύμφωνα με τις ισχύ­ουσες διατάξεις και από τον οφειλόμενο φόρο εκπίπτει το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε, εφαρμοζομέ­νων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων της παραγρά­φου 5 του άρθρου 106, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή με την οποία λειτουργεί η επιχείρηση.
Αν στη λήξη της διαχειριστικής περιόδου προκύπτει ζημία, ανεξάρτητα αν προέρχεται από την πώληση μετο­χών εισηγμένων ή μη, αυτή μειώνει το πιο πάνω αποθε­ματικό και αν δεν επαρκεί ή δεν υπάρχει τέτοιο αποθε­ματικό, το υπόλοιπο της ζημίας ή ολόκληρο το ποσό αυτής, κατά περίπτωση, δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έ­σοδα, αλλά μεταφέρεται σε ειδικό λογαριασμό προκει­μένου να συμψηφιστεί με κέρδη που θα προκύψουν στο μέλλον από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α..
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και όταν δικαιούχος του κέρδους είναι αλλοδαπό νομικό πρόσωπο, με την επιφύλαξη των οριζομένων από τις Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας.
β. Η παράγραφος 6 του άρθρου 38 του Κ.Φ.Ε. αντικαθί­σταται ως εξής:
«6. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 5 εφαρμό­ζονται και για πωλήσεις μετοχών εισηγμένων σε αλλο­δαπό χρηματιστήριο αξιών ή σε άλλο διεθνώς αναγνωρι­σμένο χρηματιστηριακό θεσμό. Στην περίπτωση αυτή οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. και τα πιστωτικά ιδρύματα που τηρούν τους λογαριασμούς μετοχών χορηγούν στους δικαιούχους πελάτες τους τη βεβαίωση που προβλέπεται από τις δια­τάξεις της παραγράφου 3. Όταν δικαιούχος του κέρδους είναι επιχείρηση οποιασδήποτε μορφής έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 4.»

2. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 38 του Κ.Φ.Ε., μετά τις λέξεις «με βάση τις διατάξεις της πα­ραγράφου 1» τίθενται οι λέξεις «και της παραγράφου 4».

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 38 του Κ.Φ.Ε. εξακολουθούν να εφαρμόζονται για μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο και οι οποίες έχουν αποκτηθεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2010.

4. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α') και της παραγράφου 2 του άρ­θρου 27 του ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α') εξακολουθούν να εφαρμόζονται για εισηγμένες μετοχές που αποκτώνται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010.

5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 12 του άρθρου 106 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«12. Τα κέρδη των τραπεζικών ανωνύμων εταιρειών, καθώς και των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του ν. 1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α') κάθε διαχειριστικής χρήσης που προέρχονται από την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1, 4, 6 και 7 του άρθρου 38 και του άρθρου 99 και τα οποία μετά την έγκριση του ισολογισμού και τη διάθεση των κερδών της οικείας διαχειριστικής περιόδου από τη γενική συνέλευση των μετόχων, δεν έχουν φορο­λογηθεί στο όνομα του νομικού προσώπου και εμφανίζο­νται σε λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού ή συγκεντρωτικά στον ισολογισμό και αναλύονται στο προ­σάρτημα (σημειώσεις επί των οικονομικών καταστάσε­ων) από τις εταιρείες που τηρούν τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (Δ.Π.Χ.Π.), υπόκεινται σε φορολογία στο όνομα του νομικού προσώπου με το συντελεστή φορολογίας που ορίζεται στο άρθρο 109.»

6. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 2579/1998 εφαρμόζονται ανάλογα και κατά τη μετα­φορά μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών προς άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θε­σμό στον οποίο είναι εισηγμένες μετοχές της ίδιας εται­ρείας. Ο φόρος υπολογίζεται επί της τιμής κλεισίματος της μετοχής κατά την ημέρα της μεταφοράς. Ο φόρος που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο δεν επιβάλ­λεται όταν η μεταφορά πραγματοποιείται προς αλλοδα­πό χρηματιστήριο με το οποίο το Χρηματιστήριο Αθηνών έχει δημιουργήσει κοινό ηλεκτρονικό σύστημα διαπραγμάτευσης και με την προϋπόθεση ότι προβλέπεται η καταβολή ανάλογου φόρου στην αλλοδαπή.

1. Ο τίτλος του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Υποχρεώσεις υπηρεσιών, νομικών προσώπων και οργανώσεων γενικά».

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε. αντικαθί­σταται ως εξής:
«2. Τα Υπουργεία, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκη­σης, οι δικαστικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, οι δημόσιες υπηρεσίες ή αρχές, οι δη­μόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί και λοιποί φορείς του Δημοσίου, οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας, οι τράπε­ζες και τα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα, οι συνεταιρισμοί και οι ενώσεις αυτών, οι ενώσεις προσώπων, καθώς και κάθε άλλος φορέας ή επαγγελματική οργάνωση, υπο­χρεούνται να υποβάλλουν ηλεκτρονικά στο Υπουργείο Οικονομικών κάθε στοιχείο και πληροφορία οικονομικού και φορολογικού ενδιαφέροντος, όπως αμοιβές, αποζη­μιώσεις, οικονομικές ενισχύσεις, επιδοτήσεις, απαιτή­σεις από δικαστικές διεκδικήσεις, στοιχεία για την παρο­χή αδειών άσκησης επαγγέλματος, πληροφορίες για κα­τοχή ακινήτων, αυτοκινήτων, αεροσκαφών, πλοίων ή σκαφών αναψυχής και λοιπών περιουσιακών στοιχείων.»

3. Η παράγραφος 5 του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε. αντικαθί­σταται ως εξής:
«5. Νόμιμοι ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία, που είναι εγγεγραμμένοι στο δημόσιο μητρώο του ν. 3693/2008 (ΦΕΚ 174 Α') και διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους σε ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευ­θύνης, υποχρεούνται στην έκδοση ετήσιου πιστοποιητι­κού. Το πιστοποιητικό αυτό εκδίδεται μετά από έλεγχο που διενεργείται, παράλληλα με τον έλεγχο της οικονο­μικής διαχείρισης, σε φορολογικά αντικείμενα. Ο έλεγ­χος αυτός καθορίζεται κάθε χρόνο από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών σε συνεργασία με την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ). Το πιο πάνω πιστοποιητικό, που περιέχει παρα­τηρήσεις και διαπιστώσεις παραβάσεων της φορολογι­κής νομοθεσίας, κοινοποιείται με ευθύνη του νόμιμου ε­λεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου στη Διεύθυνση Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την έκδοσή του. Τα πιο πάνω πρόσωπα διώκο­νται και τιμωρούνται για κάθε παράλειψη των υποχρεώσεών τους σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3693/2008.»

4. Η παράγραφος 7 του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε. καταρ­γείται.

5. Στο άρθρο 82 του Κ.Φ.Ε. η παράγραφος 8 αναριθμεί­ται σε 7 και προστίθεται νέα παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ή κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού καθορίζεται το είδος των υ­ποβαλλόμενων στοιχείων και πληροφοριών, ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής αυτών και κάθε άλλο θέμα σχετι­κά με την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων.»

6. Τα δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφια της παραγρά­φου 3 του άρθρου 83 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως ε­ξής:
«Αν πρόκειται για εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλ­ματα, ο υπόχρεος χορηγεί μία μόνο βεβαίωση σε κάθε δικαιούχο στην οποία αναγράφει το σύνολο των αμοι­βών. Αν πρόκειται για εισόδημα από εμπορικές επιχειρή­σεις, ο υπόχρεος χορηγεί μία μόνο βεβαίωση σε κάθε δι­καιούχο, στην οποία αναγράφει το σύνολο του εισοδή­ματος από εμπορικές επιχειρήσεις. Τα πλήρη στοιχεία που περιλαμβάνονται στις βεβαιώσεις αποδοχών, υποβάλλονται στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, μαζί με την ετήσια οριστική δήλω­ση μισθωτών υπηρεσιών, οριστική δήλωση ελευθέριων επαγγελμάτων, καθώς και οριστική δήλωση από εμπορι­κές επιχειρήσεις κατά περίπτωση. Με απόφαση του Υ­πουργού Οικονομικών καθορίζονται κατηγορίες υπόχρε­ων, για τους οποίους οι πιο πάνω πληροφορίες υποβάλ­λονται στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικο­νομικής υπηρεσίας με τη χρήση σύγχρονων ηλεκτρονι­κών μεθόδων και δικτυακών υποδομών ή σε μαγνητικά μέσα κατά περίπτωση.»

7. Ο λογιστής φοροτεχνικός, κάτοχος ειδικής άδειας ασκήσεως επαγγέλματος του ν. 2515/1997 (ΦΕΚ 154 Α') υποχρεούται στην απόκτηση πιστοποιητικού από το Οι­κονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται το περιεχόμενο, οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια με βάση τα οποία χορηγείται το πιστοποιητικό αυτό, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέ­μα.

8. Ο λογιστής φοροτεχνικός υποχρεούται στην από­κτηση ψηφιακής υπογραφής για την επικοινωνία του με τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται κάθε θέμα σχετικά με την ε­φαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.

9. Η παράγραφος 3 του άρθρου 38 του ν. 2873/2000 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Ο λογιστής φοροτεχνικός είναι υπεύθυνος για την ορθή μεταφορά των οικονομικών δεδομένων από τα στοιχεία στα βιβλία, για την ακρίβεια των δηλώσεων ως προς τη συμφωνία αυτών με τα φορολογικά και οικονο­μικά δεδομένα που προκύπτουν από τα τηρούμενα βι­βλία. Επίσης, είναι υπεύθυνος για την ορθή φορολογική αναμόρφωση των αποτελεσμάτων με τις δαπάνες που δεν αναγνωρίζονται και τις οποίες παραθέτει αναλυτικά σε κατάσταση που συνυποβάλλεται με τη δήλωση φορο­λογίας εισοδήματος. Το περιεχόμενο της κατάστασης αυτής υπόκειται σε έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κ.Φ.Ε.. Τέλος, με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος δηλώνεται ότι κατά τη διαρρεύσασα διαχειριστική περίο­δο έχουν υποβληθεί ορθά όλες οι δηλώσεις παρακρα­τούμενου φόρου εισοδήματος και απόδοσης των έμμεσων φόρων.
Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυ­τής, ο λογιστής φοροτεχνικός υπογράφει τις δηλώσεις της παραγράφου 2, καθώς και τα συνυποβαλλόμενα έ­ντυπα ή καταστάσεις, όπως αυτά καθορίζονται κάθε φο­ρά με τις οικείες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών. Επίσης, κατά την υποβολή των δηλώσεων οι λογιστές φοροτεχνικοί αναγράφουν υποχρεωτικά το ονοματεπώ­νυμο, τη διεύθυνση κατοικίας τους ή της έδρας του επαγγέλματός τους, κατά περίπτωση, τον Α.Φ.Μ., την αρ­μόδια Δ.Ο.Υ για τη φορολογία τους, τον αριθμό μητρώου της άδειας άσκησης επαγγέλματός τους και την κατηγο­ρία της άδειάς τους.»

10. Το άρθρο 49 του ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α') κα­ταργείται.

1. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα που υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα μπορούν να μεταφέρουν ή να δηλώσουν μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2011, κεφάλαια για τα οποία συνέτρεχε είτε υποχρέωση δήλωσής τους είτε υποχρέωση καταβολής φόρου σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, στην ημεδαπή και τα οποία βρίσκονται στην αλλοδαπή, σε προθεσμιακό λογαριασμό κατάθεσης στην Ελλάδα, διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους, εφόσον καταβάλουν φόρο με συντελεστή οκτώ τοις εκατό (8%) επί της αξίας των καταθέσεων που μεταφέρουν, κατά το χρόνο της μεταφοράς, ή προκειμένου περί καταθέσεων που παραμένουν κατατεθειμένες στην αλλοδαπή, επί της αξίας των καταθέσεων κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης.
 Ως κεφάλαια νοούνται οι καταθετικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί που τηρούνται σε τράπεζα στην αλλοδαπή ή παρακολουθούνται από αυτή, καθώς και από αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία, προκειμένου για ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής που συνδέονται με επενδύσεις. Ως φορολογητέα αξία των επενδυτικών λογαριασμών λαμβάνεται: α) η τιμή κλεισίματος του χρηματοπιστωτικού μέσου στην οργανωμένη αγορά που διαπραγματεύεται, κατά την προηγούμενη ημέρα από αυτή που καταβάλλεται ο οφειλόμενος φόρος, προκειμένου για χρηματοπιστωτικά μέσα που διαπραγματεύονται σε οργανωμένη αγορά χώρας - πλήρους μέλους του Ο.Ο.Σ.Α. και β) η ονομαστική αξία για τα μη εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία έχουν εκδοθεί σε χώρα - πλήρες μέλος του Ο.Ο.Σ.Α.. Η ρευστοποίηση των χρηματοπιστωτικών μέσων και η εισαγωγή τους στην Ελλάδα δεν είναι υποχρεωτική.
 Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, τα κεφάλαια αυτά πρέπει να υπάρχουν κατατεθειμένα ή επενδεδυμένα στην αλλοδαπή κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος.

2. Η εισαγωγή των κεφαλαίων γίνεται αποκλειστικά μέσω τράπεζας ή άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, εγκατεστημένου στην Ελλάδα με «δήλωση - εξουσιοδό­τηση» του φυσικού ή νομικού προσώπου που προβαίνει στη μεταφορά της κατάθεσης. Κατά την εισαγωγή των κεφαλαίων, η ημεδαπή τράπεζα ή το χρηματοπιστωτικό ί­δρυμα, κατά περίπτωση, προβαίνει σε παρακράτηση του φόρου που οφείλεται και τον αποδίδει με ειδική δήλωση στη Δ.Ο.Υ. που ανήκει, μέχρι την τελευταία εργάσιμη η­μέρα του επόμενου από την παρακράτηση μήνα. Ειδικά για τα κεφάλαια που παραμένουν κατατεθειμένα σε τρά­πεζες της αλλοδαπής, ο φόρος που οφείλεται αποδίδε­ται από τον ίδιο τον υπόχρεο με ειδική δήλωση στην αρ­μόδια Δ.Ο.Υ. εντός του επόμενου μήνα από τη λήξη του εξαμήνου που προβλέπεται από την παράγραφο 1. Οι διατάξεις των άρθρων 66 μέχρι και 71, 74, 75 και 84 του Κ.Φ.Ε., καθώς και του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α') εφαρ­μόζονται ανάλογα και στο φόρο που οφείλεται με βάση το άρθρο αυτό.

3. Οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υπο­χρεούνται να τηρούν τις διατάξεις σχετικά με το τραπε­ζικό και φορολογικό απόρρητο για τα πρόσωπα που κά­νουν χρήση των διατάξεων του άρθρου αυτού ή ζητούν πληροφορίες για την εφαρμογή του.

4. Με την καταβολή του φόρου επί της αξίας των κε­φαλαίων που εισάγονται εξαντλείται η φορολογική υπο­χρέωση του υπόχρεου φυσικού ή νομικού προσώπου για τα κεφάλαια που εισάγει. Για τα κεφάλαια αυτά δεν ε­ρευνάται, προκειμένου για την εφαρμογή των ισχυου­σών φορολογικών διατάξεων, ο τρόπος απόκτησής τους και λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη ή τον περιορισμό της διαφοράς μεταξύ της συνολικής δαπάνης που προ­κύπτει, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Κ.Φ.Ε. και του εισο­δήματος που δηλώνεται ή προσδιορίζεται από την Φορο­λογούσα Αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ίδιου Κώδικα.

5. Αν τα κεφάλαια που εισάγονται τοποθετηθούν σε τίτλους δανείων του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι διακρατούνται τουλάχιστον για δύο (2) έτη από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εισήγαγε τα κεφάλαια ή τοποθετη­θούν σε αμοιβαία κεφάλαια ή διατεθούν τα κεφάλαια αυ­τά μέσα σε δύο (2) χρόνια από το χρόνο εισαγωγής τους για την αγορά ακινήτου, για την ανέγερση οποιουδήποτε είδους οικοδομής στην Ελλάδα ή για οποιαδήποτε άλλη επένδυση επιχειρηματικής δραστηριότητας, επιστρέφε­ται άτοκα το πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που έ­χει καταβληθεί. Αν επενδυθεί μέρος του κεφαλαίου που εισήχθη, επιστρέφεται το μέρος του επιστρεπτέου σύμ­φωνα με το προηγούμενο εδάφιο φόρου που αναλογεί στην αξία της επένδυσης.

6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζο­νται: α) ο τύπος και το περιεχόμενο της «δήλωσης-εξουσιοδότησης» του προσώπου που προβαίνει στη μεταφο­ρά της κατάθεσης, β) ο τρόπος και η διαδικασία μεταφο­ράς των κεφαλαίων στην Ελλάδα, γ) ο τύπος και το πε­ριεχόμενο της δήλωσης με την οποία οι τράπεζες ή τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αποδίδουν τον παρακρατη­θέντα φόρο στο Δημόσιο, δ) ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης με την οποία οι ίδιοι οι υπόχρεοι αποδίδουν τον οφειλόμενο σε ποσοστό 8% φόρο στο Δημόσιο, ε) η διαδικασία επιστροφής του φόρου που παρακρατήθηκε και αποδόθηκε στο Δημόσιο, όταν τα εισαχθέντα κεφά­λαια επενδύθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 5 και στ) κάθε άλλο σχετικό θέμα.

7. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας των έξι (6) μη­νών που ορίζεται στην παράγραφο 1, οι Ελληνικές Αρ­χές ενεργοποιούν κάθε διεθνή ή ευρωπαϊκή συμφωνία προκειμένου να διαπιστώσουν τις καταθέσεις, που έ­χουν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην ίδια παράγρα­φο σε τράπεζες της αλλοδαπής.

8. Οι ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ 166 Α').

1. Τα τέσσερα τελευταία εδάφια της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ. -π.δ. 186/1992 - ΦΕΚ 84 Α') αντικαθίστανται ως εξής:
«Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου της παρα­γράφου αυτής δεν εφαρμόζονται επί ελευθέρων επαγ­γελματιών, επί επιτηδευματιών που πραγματοποιούν α­καθάριστα έσοδα από χονδρικές πωλήσεις κατά ποσο­στό τουλάχιστον εξήντα τοις εκατό (60%) ή εξαγωγές α­νεξάρτητα από ποσοστό, επί επιτηδευματιών που υπο­χρεούνται στην τήρηση πρόσθετων βιβλίων της παρα­γράφου 5 του άρθρου 10 του παρόντος Κώδικα, ως και ε­πί επιτηδευματιών που παρέχουν υπηρεσίες από επαγ­γελματική εγκατάσταση ή παρέχουν υπηρεσίες επισκευ­ής ή συντήρησης τεχνικών έργων ή εγκαταστάσεων επιτηδευματιών ή μη.
Ειδικά και ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθάριστων εσόδων απαλλάσσεται από την τήρηση βιβλίων, ο πλα­νόδιος λαχειοπώλης, μόνο για τη δραστηριότητα αυτή.»

2. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης γ' στις παραγρά­φου 3 του άρθρου 4 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Ο πρατηριούχος υγρών καυσίμων για την εμπορία βενζίνης και πετρελαίου, ο εκμεταλλευτής περιπτέρου, ο πωλητής οπωρολαχανικών, νωπών αλιευμάτων και λοι­πών αγροτικών προϊόντων αποκλειστικά στις κινητές λαϊκές αγορές ή πλανοδίως, ο επιτηδευματίας του μη­τρώου ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. για την εμπορία πετρελαίου εσωτερι­κής καύσης (DIESEL) θέρμανσης και ο εκμεταλλευτής κινητής καντίνας.»

3. Οι παράγραφοι 4 και 6 του άρθρου 4 του Κ.Β.Σ. κα­ταργούνται.

4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 4 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμε­νων παραγράφων 3 και 5 τα όρια για την κατηγορία τή­ρησης βιβλίων, ορίζονται με βάση το ύψος των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου, ως ακολούθως:

Κατηγορίες βιβλίων

Όρια ακαθάριστων εσόδων

Δεύτερη

μέχρι και 1.500.000 ευρώ

Τρίτη

άνω των 1.500.000 ευρώ

 
5. Στην παράγραφο 8 του άρθρου 4 του Κ.Β.Σ. προστί­θεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά ο επιτηδευματίας της Α' κατηγορίας μπορεί να τηρήσει βιβλία ανώτερης κατηγορίας και από την αρ­χή κάθε μήνα, με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής.»

6. Το άρθρο 5 του Κ.Β.Σ. με τον τίτλο «Βιβλίο Αγορών» καταργείται.
 
7. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα ποσά των εξόδων μέχρι εκατόν πενήντα (150) ευρώ έκαστο και ο Φ.Π.Α. που αντιστοιχεί σε αυτά μπορεί να καταχωρούνται καθημερινά στις στήλες που αφορούν συγκεντρωτικά με ένα ποσό, με αναγραφή και του πλή­θους των αντίστοιχων δικαιολογητικών.»

8. To πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 6 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Ο επιτηδευματίας της δεύτερης κατηγορίας τηρεί και βιβλίο απογραφών εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 27 και 28 του παρόντος Κώδικα, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα έσοδά του από πώληση αγαθών υπερβαίνουν το δέκα τοις εκατό (10%) του γενικού ορίου τήρησης βιβλίων Γ' κατηγορίας όπως αυτό ορίζεται από το άρθρο 4 του Κώ­δικα αυτού.»

9. Η παράγραφος 4 του άρθρου 7 του Κ.Β.Σ. αντικαθί­σταται ως εξής:
«4. Το πρώτο, το δεύτερο και το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 6 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την τήρηση βιβλίων Γ' κατηγορίας.»

10. Η παράγραφος 2 του άρθρου 8 του Κ.Β.Σ. αντικαθί­σταται ως εξής:
«2. Ο επιτηδευματίας που ενεργεί επεξεργασία για ί­διο λογαριασμό ή για ίδιο λογαριασμό και για λογαρια­σμό τρίτων, εφόσον κατά τις δύο προηγούμενες διαχει­ριστικές περιόδους τα ετήσια ακαθάριστα έσοδά του υ­περέβησαν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ ή το ποσό των έξι εκατομμυρίων πε­ντακοσίων χιλιάδων (6.500.000) ευρώ προκειμένου για επιτηδευματία που πωλεί τα προϊόντα του εκτός της χώ­ρας ή ενεργεί επεξεργασία και για λογαριασμό κατοίκου άλλης χώρας κατά ποσοστό άνω του ογδόντα τοις εκατό (80%) του συνόλου των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του κλάδου επεξεργασίας, τηρεί βιβλίο αποθήκης πρώ­των υλών, έτοιμων προϊόντων και υποπροϊόντων. Στο βιβλίο αποθήκης καταχωρούνται, για κάθε αγαθό, οι αγο­ρές και πωλήσεις κατ' είδος, ποσότητα και αξία και η ε­ντός και εκτός της επιχείρησης ποσοτική διακίνηση κατ' είδος και ποσότητα. Όταν ο επιτηδευματίας ενεργεί επε­ξεργασία και για λογαριασμό τρίτων, στο βιβλίο αποθή­κης παρακολουθούνται οι πρώτες ύλες και τα έτοιμα προϊόντα των τρίτων ξεχωριστά τουλάχιστον κατ' είδος και ποσότητα.
Η αξία κτήσης των πρώτων υλών, που διατέθηκαν για την επεξεργασία, καθώς και το κόστος των έτοιμων προϊόντων και υποπροϊόντων που παράχθηκαν, αναγρά­φεται στο βιβλίο αποθήκης στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου και μέχρι την προθεσμία σύνταξης του ισολογι­σμού.
Βοηθητικές ύλες και υλικά συσκευασίας παρακολου­θούνται στο βιβλίο αποθήκης συνολικά μόνο κατ' αξία σε αντίστοιχο λογαριασμό.
Ο παραπάνω επιτηδευματίας ο υπόχρεος σε τήρηση βιβλίου αποθήκης εκδίδει δελτίο εσωτερικής διακίνησης για την εντός της ημέρας εξαγωγή από την αποθήκη προς την παραγωγική διαδικασία πρώτων υλών, ιδίων ή τρίτων ή την επαναφορά τους στην αποθήκη, καθώς και για τα εντός της ημέρας παραχθέντα έτοιμα προϊόντα και υποπροϊόντα που εισάγονται στην αποθήκη ετοίμων. Στο δελτίο εσωτερικής διακίνησης αναγράφεται το είδος και η ποσότητα των αγαθών που διακινούνται, καθώς και ο χώρος προέλευσης και προορισμού των αγαθών.»

11. Τα δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφια της παραγρά­φου 6 του άρθρου 8 του Κ.Β.Σ. αντικαθίστανται ως εξής:
«Στο υποκατάστημα από τα βιβλία του οποίου δεν εξά­γεται αυτοτελές λογιστικό αποτέλεσμα ή στον αποθη­κευτικό χώρο μπορεί να μην τηρείται ίδιο βιβλίο αποθή­κης, με την προϋπόθεση ότι θα δίνονται στον έλεγχο ά­μεσα τα ποσοτικά υπόλοιπα των μερίδων του βιβλίου αποθήκης του υποκαταστήματος ή του αποθηκευτικού χώ­ρου, μέχρι την ημέρα που σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 17 και της παραγράφου 2 του άρθρου 24 έπρεπε να έχει γίνει ενημέρωσή του.»

12. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του Κ.Β.Σ. αντικαθίστανται ως εξής:
«Όταν οι εγκαταστάσεις του επιτηδευματία στεγάζο­νται στον ίδιο ή σε συνεχόμενο κτιριακό χώρο, μπορεί να τηρείται για κάθε αγαθό μία ενιαία μερίδα για όλες τις ε­γκαταστάσεις.
Όταν επαγγελματικές εγκαταστάσεις του επιτηδευμα­τία απαλλάσσονται από την έκδοση δελτίων αποστολής, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης γ' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 11 του Κώδικα αυτού, μπορεί να τηρείται για όλες τις απαλλασσόμενες εγκαταστάσεις α­πό την έκδοση δελτίων αποστολής μία ενιαία μερίδα για κάθε αγαθό.»

13. Η περίπτωση Α' της παραγράφου 7 του άρθρου 8 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Α) Στην έδρα ή στο υποκατάστημα με αυτοτελή λο­γιστική μερίδα «Κεντρικής Αποθήκης» για όλες τις εγκα­ταστάσεις, στην οποία καταχωρούνται για κάθε αγαθό: α) κατά ποσότητα και αξία οι αγορές και οι πωλήσεις, β) η ποσότητα των πρώτων υλών, που διατέθηκαν για επε­ξεργασία και γ) η ποσότητα των έτοιμων προϊόντων και υποπροϊόντων που παράχθηκαν.
Η αξία κτήσης των πρώτων υλών, που διατέθηκαν στην παραγωγή, καθώς και το κόστος των έτοιμων προϊόντων και υποπροϊόντων που παράχθηκαν τίθεται στο τέλος της χρήσης με την κοστολόγηση.»

14. Η περίπτωση «Β» της παραγράφου 7 του άρθρου 8 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως εξής:
«Β) Στην έδρα βιβλίο αποθήκης σε ιδιαίτερες μερίδες ανά επαγγελματική εγκατάσταση και ανά τρίτο κατ' εί­δος και ποσότητα κατά την εισαγωγή και εξαγωγή.»

15. Η υποπερίπτωση α' της περίπτωσης Α' της παρα­γράφου 8 του άρθρου 8 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως ε­ξής:
«α) Εντός δέκα (10) ημερών από την ολοκλήρωση της πρώτης παραγωγής κάθε προϊόντος οι τεχνικές προδια­γραφές αυτού. Οι τεχνικές προδιαγραφές περιλαμβά­νουν πλην των άλλων τεχνικών δεδομένων τη για κάθε μονάδα παραγόμενου έτοιμου προϊόντος απαιτούμενη ποσότητα πρώτων υλών, καθώς και την προϋπολογιζόμε­νη φύρα παραγωγής. Για τα εξατομικευμένα αγαθά που κατασκευάζονται κατόπιν παραγγελίας του πελάτη αντί της αναγραφής τεχνικών προδιαγραφών καταχωρείται πριν από την έναρξη της παραγωγής στο βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών ή στο βιβλίο αποθήκης πλήρης περιγρα­φή των προϊόντων που παραγγέλλονται.»

16. Η υποπερίπτωση α' της περίπτωσης Β' της παρα­γράφου 8 του άρθρου 8 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως ε­ξής:
«α) Συγκεντρώνονται το βραδύτερο εντός της προθε­σμίας σύνταξης του ισολογισμού οι εντός της διαχειρι­στικής περιόδου που έληξε ποσότητες πρώτων υλών που αναλώθηκαν για την παραγωγή έτοιμου προϊόντος και υποπροϊόντος, καθώς και οι ποσότητες έτοιμου προϊόντος και υποπροϊόντων που παρήχθησαν μέσα στην ί­δια διαχειριστική περίοδο.»

17. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Κ.Β.Σ. προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Παρέχεται η δυνατότητα μη τήρησης των πιο πάνω βιβλίων, εφόσον οι συναλλαγές του υποκαταστήματος καταχωρούνται στα βιβλία της έδρας και ειδικά οι αγο­ρές και οι πωλήσεις κάθε υποκαταστήματος παρακολου­θούνται χωριστά από τα αντίστοιχα δεδομένα της έδρας ή άλλου υποκαταστήματος.»

18. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 9 του Κ.Β.Σ. προ­στίθεται προτελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Παρέχεται η δυνατότητα μη τήρησης των πιο πάνω ημερολογίων και καταστάσεων εφόσον οι συναλλαγές του υποκαταστήματος καταχωρούνται στα βιβλία της έ­δρας και ειδικά οι αγορές, οι πωλήσεις και το ταμείο κά­θε υποκαταστήματος παρακολουθούνται χωριστά από τα αντίστοιχα δεδομένα της έδρας ή άλλου υποκαταστήμα­τος και εφόσον δίνεται άμεσα στον έλεγχο το υπόλοιπο ταμείου κάθε υποκαταστήματος για το οποίο δεν τηρού­νται βιβλία μέχρι την ημέρα που σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 17 ή της παραγρά­φου 4 του άρθρου 24, έπρεπε να έχει γίνει η ενημέρωση των βιβλίων.»

19. Καταργείται η περίπτωση γ' του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του Κ.Β.Σ..

20. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης γ' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 11 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως ε­ξής:
«Όταν για τη διακίνηση αγαθών, εκδίδεται δελτίο απο­στολής δεν επιτρέπεται στη συνέχεια για την ίδια συ­ναλλαγή η έκδοση συνενωμένου δελτίου αποστολής με φορολογικό στοιχείο αξίας και αντίστροφα με εξαίρεση την περίπτωση αγοράς από επιτηδευματία αγροτικών προϊόντων, από πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 2, όπου εκδίδεται σε κάθε περίπτωση διακίνησης με σκο­πό την αγορά τους ή άμεσα με την αγορά τους δελτίο α­ποστολής - τιμολόγιο.»

21.α. Η παράγραφος 6 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. αντι­καθίσταται ως ακολούθως:
«6. Ο επιτηδευματίας όταν αγοράζει αγροτικά προϊό­ντα από πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 2 εκδί­δει δελτίο αποστολής - τιμολόγιο. Αν για τη διακίνηση των προϊόντων αυτών έχει εκδοθεί δελτίο αποστολής α­πό τα πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 2, ο αριθ­μός και η ημερομηνία έκδοσης αυτού αναγράφεται στο δελτίο αποστολής - τιμολόγιο. Όταν αγοραστής των α­γροτικών προϊόντων είναι πρόσωπο της παραγράφου 3 του άρθρου 2 εκδίδεται τιμολόγιο στο χρόνο που ορίζε­ται με τις διατάξεις της παραγράφου 15.»
β. Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 11 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. η λέξη «προστίθενται» αντικαθίσταται με τη λέξη «περιλαμβάνονται».

22. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 13 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών η απόδειξη εκδί­δεται στο χρόνο που ορίζεται από τις διατάξεις των πα­ραγράφων 14 και 15 του άρθρου 12 για το τιμολόγιο, με εξαίρεση την περίπτωση παροχής υπηρεσιών από τους ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα προς το Δημόσιο και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, όπου η απόδειξη εκδίδεται με κάθε επαγγελματική τους είσπραξη, καθώς και την περίπτωση παροχής υπηρεσιών θεάματος ή με­ταφοράς προσώπων όπου τα εισιτήρια εκδίδονται το αρ­γότερο κατά το χρόνο έναρξης του θεάματος ή της μεταφοράς.»

23. Η φράση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 17 του Κ.Β.Σ. «Τα δεδομένα των βιβλίων του υποκαταστήματος μεταφέρονται στα βιβλία της έδρας:» αντικαθίσταται ως εξής:
«Όταν στο υποκατάστημα τηρούνται ιδιαίτερα βιβλία, τα δεδομένα τους μεταφέρονται στα βιβλία της έδρας:».

24. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 6 του άρ­θρου 17 του Κ.Β.Σ. αντικαθίστανται ως εξής:
«6. Με γνωστοποίηση στον προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. της έ­δρας παρατείνεται για μία φορά εντός της διαχειριστι­κής περιόδου η προθεσμία ενημέρωσης των βιβλίων που ορίζεται από τις παραγράφους 1, 2 περιπτώσεις α', β', και γ' και 5 του άρθρου αυτού μέχρι πενήντα ημέρες και όχι πέραν από την προθεσμία υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή το χρόνο κλεισίματος του ι­σολογισμού όταν τηρούνται βιβλία Γ' κατηγορίας. Με έ­γκριση του προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. και με τις ίδιες προϋποθέσεις η ανωτέρω προθεσμία ενημέρωσης των βιβλίων μπορεί να παραταθεί και πέραν των πενήντα ημερών ή και για κάθε επόμενη, πέραν της πρώτης φοράς, εντός της ίδιας διαχειριστικής περιόδου.»

25.α. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρ­θρου 18 του Κ.Β.Σ. αντικαθίστανται ως εξής:
«Ειδικά για την απόδειξη της συναλλαγής από το λή­πτη φορολογικού στοιχείου που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και άνω απαιτείται η τμηματική ή ολική εξόφληση να γίνεται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγή έκδοσης του λήπτη του στοιχείου. Σε περίπτωση εκχώρησης επι­ταγών τρίτων εκδίδεται άμεσα λογιστική απόδειξη εκχώ­ρησης αξιογράφων στην οποία αναγράφονται τα στοι­χεία των εκχωρούμενων επιταγών.»
β. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως εξής:
«Με επιταγή του αγοραστή ή με κατάθεση σε τραπεζι­κό λογαριασμό αποκλειστικά και μόνο εξοφλούνται επί­σης μερικά ή ολικά και τα φορολογικά στοιχεία αξίας χι­λίων (1.000) ευρώ και άνω, που αφορούν αγορές αγροτι­κών προϊόντων από πρόσωπο που παράγει τα προϊόντα αυτά, καθώς επίσης και το ποσό που αποδίδεται από τον αντιπρόσωπο στον εντολέα, επίσης πρόσωπο που παρά­γει τα ως άνω αγροτικά προϊόντα, για τις διενεργηθείσες πωλήσεις των προϊόντων αυτών για λογαριασμό του, με βάση την εκκαθάριση της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του Κώδικα αυτού μετά την αφαίρεση της δικαιούμενης προμήθειας.»
γ. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως εξής:
«Επίσης επιτρέπεται να φέρουν χειρόγραφη ή μηχα­νογραφική υπογραφή του εκδότη τους ή προσώπου που ορίστηκε από αυτόν.»

26. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 20 του Κ.Β.Σ. η φράση «Μέχρι την τριακοστή (30ή) Σεπτεμβρίου» αντι­καθίσταται σε «Μέχρι την εικοστή πέμπτη (25η) Ιουνίου» και στην περίπτωση α' της ιδίας παραγράφου προστίθε­ται νέο εδάφιο ως ακολούθως:
«Εξαιρετικά, δεν συμπεριλαμβάνονται στις καταστά­σεις αυτές συναλλαγές, εφόσον η αξία ενός εκάστου στοιχείου που έχει εκδοθεί γι' αυτές δεν υπερβαίνει τα τριακόσια (300) ευρώ.»

27. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 21 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Επιτρέπεται στους επιτηδευματίες του Κώδικα αυ­τού, να διαφυλάττουν τα φορολογικά στοιχεία εκδόσεώς τους, πλην των συνοδευτικών, σε μικροφίλμς ή σε η­λεκτρονική μορφή (οπτικοί δίσκοι CD-ROM τεχνολογίας WORM) με φωτογράφιση ή ψηφιοποίηση από τα αντί­στοιχα στελέχη, μετά την υποβολή των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος και φόρου προστιθέμενης αξίας, για όσο χρόνο ορίζεται στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, εφόσον υπάρχει και σύστημα αναζή­τησης, εμφάνισης και εκτύπωσης (αναπαραγωγής) των φορολογικών στοιχείων.»

28. Η παράγραφος 3 του άρθρου 25 του Κ.Β.Σ. αντικα­θίσταται ως εξής:
«3. Εφόσον η επαγγελματική εγκατάσταση διαθέτει α­πευθείας σύνδεση με την έδρα και δεν τηρούνται βιβλία στην εγκατάσταση αυτή, πρέπει να είναι δυνατή άμεσα η ανάγνωση και η εκτύπωση σε κάθε επαγγελματική εγκα­τάσταση, των ποσοτικών υπολοίπων των μερίδων του βι­βλίου αποθήκης και επιπλέον για τα υποκαταστήματα του υπολοίπου του λογαριασμού ταμείου επί τήρησης βι­βλίων τρίτης κατηγορίας, μέχρι την ημέρα που σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 24 έπρε­πε να έχει γίνει ενημέρωση του βιβλίου αποθήκης ή των ημερολογίων.»

29. Οι περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του Κ.Β.Σ. αντικαθίστανται ως εξής:
«α) να απαλλάσσει μετά σύμφωνη γνώμη του αρμόδι­ου Επιθεωρητή, από την έναρξη της διαχειριστικής του περιόδου ή κατά την ένταξή του στη δεύτερη κατηγορία βιβλίων:
αα) τον υπόχρεο από την τήρηση βιβλίων δεύτε­ρης κατηγορίας και από την έκδοση των αποδείξεων πα­ροχής υπηρεσιών ή πώλησης αγαθών και
αβ) τον πωλητή αποκλειστικά σε υπαίθρια σταθερά σημεία πώλησης αγα­θών, όπως κουλουριών, ψημένων καλαμποκιών και κά­στανων,
β) να εντάσσει τον επιτηδευματία, που απαλλάσσεται από την τήρηση βιβλίων με βάση τις διατάξεις της παρα­γράφου 5 του άρθρου 2 του Κώδικα αυτού, στη δεύτερη κατηγορία.»

30. Η παράγραφος 3 του άρθρου 36 του Κ.Β.Σ. αντικα­θίσταται ως ακολούθως:
«3. Αν κατά τη διάρκεια φορολογικού ελέγχου διαπι­στωθεί η ύπαρξη βιβλίων, στοιχείων ή εγγράφων, επίση­μων ή ανεπίσημων, από τα οποία είναι ενδεχόμενο να προκύπτει απόκρυψη φορολογητέας ύλης, κατάσχονται από τον υπάλληλο που ενεργεί το φορολογικό έλεγχο και παραδίδονται στον αρμόδιο προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., ο οποίος εφόσον με βάση αυτά ενεργεί φορολογική εγ­γραφή, τα διαφυλάσσει μέχρι την τελεσιδικία αυτής. Για τις κατασχέσεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των πέντε τελευταίων εδαφίων της επόμενης παραγράφου.»

31. Η παράγραφος 5 του άρθρου 36 του Κ.Β.Σ. καταρ­γείται.

32. Εντάσσονται την 1η Ιουλίου 2010 στη Β' κατηγο­ρία βιβλίων οι επιτηδευματίες που τηρούν βιβλίο αγορών σύμφωνα με την απόφαση 1042718/295/0015/ ΠΟΛ.1112/12.3.1993 του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 237 Β/7.4.1993) και τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 4 του Κ.Β.Σ., που καταργούνται με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, καθώς και οι ε­πιτηδευματίες που απαλλάσσονταν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Κ.Β.Σ. από την τήρηση βιβλίων και υποχρεούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου να τηρούν βιβλία.

1. Για συναλλαγές επιτηδευματιών με άλλους επιτη­δευματίες και πρόσωπα που αναφέρονται στην παρά­γραφο 3 του άρθρου 2 του Κ.Β.Σ. τα δεδομένα των φο­ρολογικών στοιχείων, που εκδίδονται, διαβιβάζονται η­λεκτρονικά σε βάση δεδομένων της Γενικής Γραμματεί­ας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικο­νομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζε­ται ο χρόνος και η διαδικασία σταδιακής εφαρμογής των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου με βάση την αξία της συναλλαγής ή τον κύκλο εργασιών και οι τεχνικές προδιαγραφές διαβίβασης των δεδομένων.

2. Φορολογικά στοιχεία αξίας ή λοιπά έγγραφα που εκδίδονται ή συντάσσονται αντί φορολογικών στοιχείων, συνολικής αξίας άνω των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, τα οποία εκδίδονται για συναλλαγές μεταξύ επιτηδευμα­τιών εξοφλούνται μέσω επαγγελματικών τραπεζικών λογαριασμών του εκδότη - πωλητή αγαθών ή υπηρεσιών και του λήπτη των αντίστοιχων στοιχείων ή επιταγών που εξοφλούνται μέσω των ίδιων λογαριασμών, οι κινή­σεις των οποίων διαβιβάζονται σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, χωρίς να ισχύει ως προς τούτο το τραπεζικό απόρρητο. Οι Τράπεζες δεν επιτρέπεται να χρεώνουν αμοιβές για τη λειτουργία των επαγγελματικών λογαριασμών.

3. Τα φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας χιλίων πε­ντακοσίων (1.500) ευρώ και άνω, που εκδίδονται για πώ­ληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλού­νται από τους λήπτες τους, αγοραστές των αγαθών ή των υπηρεσιών, μέσω τράπεζας, με χρεωστικές ή πιστω­τικές κάρτες ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού και με επι­ταγές. Δεν επιτρέπεται εξόφληση των στοιχείων αυτών με μετρητά. Οι Τράπεζες δεν επιτρέπεται να χρεώνουν αμοιβές για την κατάθεση των ποσών αυτών σε τραπεζι­κούς λογαριασμούς.

4. Το βάρος της απόδειξης της συναλλαγής φέρει και ο λήπτης του φορολογικού στοιχείου κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 9 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ., και οφεί­λει, εκτός των οριζομένων στην παράγραφο αυτή, να ε­πιβεβαιώνει από ηλεκτρονική βάση δεδομένων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υ­πουργείου Οικονομικών την ακρίβεια των στοιχείων, κα­θώς και τη φορολογική συνέπεια του αντισυμβαλλόμε­νου εκδότη, για φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας ά­νω των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

5. Επιτρέπεται μέσω ηλεκτρονικής υπηρεσίας, συναρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) και της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.), η δημοσίευση του ΑΦΜ, του αντικειμένου των εργασιών, της ημερομηνίας έναρξης και λήξης εργασιών και της επαγγελματικής εγκατάστασης των νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων, καθώς και κάθε φυσικού προσώπου με εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Η περαιτέρω χρήση των πληροφοριών του προηγούμενου εδαφίου γίνεται πάντοτε με την επιφύλαξη της τήρησης των διατάξεων για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ν.2472/1997, Α' 50), όπως αυτές κάθε φορά ισχύουν.

6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο χρόνος διαβίβασης των δεδομένων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο τρόπος, η διαδικασία, η έκταση εφαρμογής, το όριο της αξίας των στοιχείων, ο τρόπος επιβεβαίωσης, η διαδικασία πρόσβασης των πιστοποιημένων χρηστών και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή του άρθρου αυτού και των διατάξεων του άρθρου 18 παράγραφος 2 του Κ.Β.Σ..

7. Το ποσό του Φ.Π.Α. που αναλογεί στο σύνολο των συναλλαγών, οι οποίες εμπίπτουν στις ρυθμίσεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου και διενεργούνται με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως μέσω χρήσης πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας, ηλεκτρονικής τραπεζιτικής (e-banking), τραπεζικής κατάθεσης σε εξόφληση τιμολογίου ή τραπεζικής επιταγής, δεσμεύεται από την τράπεζα και αποδίδεται κατευθείαν στο Δημόσιο εντός πέντε (5) ημερών από τη διενέργεια της πληρωμής. Σε περίπτωση φορολογουμένων που υποβάλλουν δήλωση Φ.Π.Α., η τράπεζα χορηγεί βεβαίωση για το εισπραχθέν ποσό ΦΠΑ, ώστε να υπολογίζεται στη δήλωση του φορολογουμένου. Για τις υπηρεσίες αυτές τα τραπεζικά ιδρύματα δεν χρεώνουν δαπάνες ή οποιαδήποτε αμοιβή. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ρυθμίζεται η διαδικασία εφαρμογής της διάταξης της παρούσας παραγράφου, καθώς και κάθε ζήτημα σχετικά με την απόδοση και την επιστροφή Φ.Π.Α..

1. Οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 (ΦΕΚ 238 Α') αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Συμβάσεις αγοράς εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα κατοικίας ή οικοπέδου από έγγαμο ή ενήλικο άγαμο απαλλάσσονται από το φόρο μεταβίβασης, εφό­σον ο αγοραστής ή ο σύζυγος ή οποιοδήποτε από τα α­νήλικα τέκνα αυτού δεν έχει δικαίωμα πλήρους κυριότη­τας ή επικαρπίας ή οίκησης σε κατοικία ή σε ιδανικό με­ρίδιο αυτής που πληροί τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς του ή δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε οικό­πεδο οικοδομήσιμο ή σε ιδανικό μερίδιο οικοπέδου στο οποίο αντιστοιχεί εμβαδόν κτίσματος που πληροί τις στεγαστικές του ανάγκες και βρίσκονται σε δημοτικό ή κοινοτικό διαμέρισμα με πληθυσμό άνω των τριών χιλιά­δων (3.000) κατοίκων. Για την έννοια του οικοπέδου έ­χουν εφαρμογή οι σχετικές πολεοδομικές διατάξεις.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και όταν ο αγοραστής είναι κύριος εξ αδιαιρέτου ποσοστού ή ψιλός κύριος ή επικαρπωτής κατοικίας ή οικοπέδου και αγοράζει το υπόλοιπο ποσοστό ή το εμπράγματο δικαίω­μα της ψιλής κυριότητας ή της επικαρπίας, ώστε να γίνει κύριος ολόκληρου του ακινήτου, καθώς και στην περί­πτωση αγοράς μη οικοδομήσιμου οικοπέδου, το οποίο με προσκύρωση ή αγορά τμήματος ομόρου οικοπέδου καθί­σταται οικοδομήσιμο. Η ανωτέρω απαλλαγή παρέχεται και κατά την αγορά κατά πλήρη κυριότητα ολόκληρου του ακινήτου και από τους δύο συζύγους.
Με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο, η απαλλαγή του εγγάμου παρέχεται και:
α) στο χήρο ή διαζευγμένο που έχει την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της οικογένειας,
β) στην άγαμη μητέρα ανηλίκων τέκνων ή στον εξ ανα­γνωρίσεως πατέρα, εφόσον του έχει ανατεθεί η επιμέ­λεια των τέκνων,
γ) στον άγαμο ενήλικο, ο οποίος παρουσιάζει αναπη­ρία τουλάχιστον 67% από διανοητική καθυστέρηση ή φυ­σική αναπηρία ή σε έγγαμο που έχει προστατευόμενα τέκνα, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, που παρουσιά­ζουν την ίδια αναπηρία, και
δ) στον επιζώντα σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα του α­ποβιώσαντος, στο όνομα του οποίου είχε εγκριθεί δά­νειο από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας για αγορά κατοικίας, που χορηγείται στους ως άνω κληρονόμους, ανεξάρτητα από το αν η αγορά γίνεται από τον έναν ή α­πό όλους τους κληρονόμους μαζί εξ αδιαιρέτου.
Με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο την απαλλαγή του άγαμου δικαιούνται και τα ανήλικα τέ­κνα, τα οποία στερούνται και τους δύο γονείς τους και τελούν υπό επιτροπεία ή υπό την επιμέλεια τρίτου προ­σώπου, που ορίστηκε με δικαστική απόφαση είτε αγορά­ζουν ακίνητο εξ αδιαιρέτου είτε αγοράζουν αυτοτελώς χωριστό ακίνητο το καθένα. Την απαλλαγή του άγαμου δικαιούται και ο σύζυγος που βρίσκεται σε διάσταση και έχει καταθέσει αίτηση ή αγωγή διαζυγίου τουλάχιστον έξι (6) μήνες πριν από το χρόνο της αγοράς. Αν έχει την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της οικογένειας, δικαι­ούται απαλλαγή ως έγγαμος. Αν δεν λυθεί ο γάμος με διαζύγιο μέσα σε πέντε (5) έτη από την αγορά, αίρεται η χορηγηθείσα απαλλαγή και καταβάλλεται ο οικείος φό­ρος σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού.
Εάν ο αγοραστής ή ο σύζυγος ή τα ανήλικα τέκνα αυ­τού, που είναι κύριοι κατοικίας ή οικοπέδου ή ιδανικού μεριδίου αυτών, μεταβιβάσουν με επαχθή ή χαριστική αι­τία την επικαρπία ή το δικαίωμα οίκησης ή ιδανικό μερί­διο επί της κατοικίας ή του οικοπέδου, το εμβαδόν των οποίων πληροί κατά το χρόνο της μεταβίβασης τις στε­γαστικές τους ανάγκες, δεν παρέχεται απαλλαγή πριν α­πό την παρέλευση χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από τη μεταβίβαση της επικαρπίας ή της οίκησης ή του ι­δανικού μεριδίου. Το ανωτέρω χρονικό διάστημα απαιτείται και όταν μεταβιβάζεται η ψιλή κυριότητα οικοπέ­δου ή ιδανικού μεριδίου αυτού.
2. Η απαλλαγή που προβλέπεται από την προηγούμε­νη παράγραφο παρέχεται:
α) Για αγορά κατοικίας από άγαμο μέχρι ποσού αξίας διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, από έγγαμο μέχρι ποσού αξίας διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ ενώ, από έγγαμο ο οποίος παρουσιάζει αναπηρία τουλάχιστον 67% από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία μέχρι ποσού αξίας διακοσίων εβδομήντα πέντε χιλιάδων (275.000) ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ για καθένα α­πό τα δύο πρώτα τέκνα αυτού και κατά τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα του.
β) Για αγορά οικοπέδου από άγαμο μέχρι ποσού αξίας πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, ενώ από έγγαμο μέχρι ποσού αξίας εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτού και κατά δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα του.
Σε περίπτωση αγοράς κατοικίας, στο ποσό της απαλ­λαγής περιλαμβάνεται και η αξία μίας θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου και ενός αποθηκευτικού χώρου, για επιφά­νεια εκάστου έως είκοσι (20) τ.μ., εφόσον βρίσκονται στο ίδιο ακίνητο και αποκτώνται ταυτόχρονα με το ίδιο συμβόλαιο αγοράς.
3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε συμβάσεις αγοράς ακινήτων, εφόσον ο αγοραστής κα­τοικεί μόνιμα στην Ελλάδα και εντάσσεται στις ακόλου­θες κατηγορίες δικαιούχων:
α) Έλληνες,
β) ομογενείς από Αλβανία, Τουρκία και χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης,
γ) πολίτες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένω­σης,
δ) αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, σύμφωνα με τις διατά­ξεις του π.δ. 96/2008 (ΦΕΚ 152 Α'), και
ε) πολίτες τρίτων χωρών που απολαύουν του καθε­στώτος του επί μακρόν διαμένοντος στην Ελλάδα, σύμ­φωνα με τις διατάξεις του π.δ. 150/2006 (ΦΕΚ 160 Α').
4. Το αγοραζόμενο οικόπεδο ή το οικόπεδο, στο οποίο έχει ανεγερθεί η αγοραζόμενη κατοικία, πρέπει να είναι οικοδομήσιμο κατά το χρόνο της αγοράς. Η συνδρομή αυτής της προϋπόθεσης βεβαιώνεται από τις αρμόδιες Δημόσιες Υπηρεσίες ή από αντίστοιχη δήλωση μηχανι­κού κατά τις διατάξεις του ν. 651/1977 και του ν. 1337/ 1983 πάνω στο τοπογραφικό διάγραμμα του μεταβιβαζό­μενου ακινήτου.»

2. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 προστίθεται η φράση «καθώς και μεταξύ συζύγων».

3. Οι παράγραφοι 10 και 14 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 καταργούνται και οι παράγραφοι 11, 12, 13 και 15 του ίδιου άρθρου αναριθμούνται σε 10, 11, 12 και 13 αντίστοιχα.

4. Στο άρθρο 1 του ν. 1078/1980 προστίθεται νέα πα­ράγραφος 14 ως εξής:
«14. Τα πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμ­βίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3719/2008 (ΦΕΚ 241 Α') θεωρούνται σύζυγοι για την εφαρμογή του πα­ρόντος, εφόσον το σύμφωνο έχει καταρτισθεί τουλάχι­στον δύο (2) έτη πριν από την αγορά.»

1. Η περίπτωση Γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 1587/1950 (ΦΕΚ 294 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«Γ) Σε κάθε άλλη περίπτωση σε 8% για το μέχρι είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ τμήμα της αξίας και σε 10% για το πέραν του ποσού αυτού τμήμα της.»

2. Το ν.δ. 3563/1956 (ΦΕΚ 221 Α') περί των πόρων της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας καταργείται.

3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου μόνου του ν.δ. 317/1969 (ΦΕΚ 211 Α') διαγράφεται η φράση «και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας».

4. Η περίπτωση β' της παραγράφου 2 του άρθρου μό­νου του ν.δ. 317/1969 καταργείται και οι περιπτώσεις γ' και δ' αναριθμούνται σε β' και γ' αντίστοιχα.

Οι διατάξεις των άρθρων 2-19 του ν. 3427/2005 (ΦΕΚ 312 Α') καταργούνται.

Επαναφέρονται σε ισχύ οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του ν. 634/1977 (ΦΕΚ 186 Α' ), όπως τροποποιήθηκαν με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του ν. 2520/1997 (ΦΕΚ 173 Α'), καθώς και οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 13 του ν. 634/1977, όπως τροποποιήθηκαν με την παράγραφο 3 του άρθρου 5 του ν. 2520/1997, την παράγραφο 12 του άρθρου 70 του ν. 2538/1997 (ΦΕΚ 242 Α') και την παράγραφο 2 του άρ­θρου 8 του ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α' ).

Α. Οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α'), αντικαθίστανται, τροποποιούνται και συμπληρώνο­νται ως εξής:

1.α) Η περίπτωση ι' του άρθρου 7 και η περίπτωση ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 40 καταργούνται.
β) Μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι φορολογούμενοι υποχρεούνται να υποβάλουν δηλώσεις φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών στις οποίες, κατά την ημερομηνία αυτή, είχαν εφαρμογή οι καταργούμενες διατάξεις. Για τον υπολογισμό του φό­ρου στις υποθέσεις αυτές ως χρόνος φορολογίας λαμ­βάνεται η ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
γ) Η περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών καταργείται.

2. Στο άρθρο 12 προστίθεται παράγραφος 5 που έχει ως εξής:
«5. Για την επιβολή του αναλογούντος φόρου επί με­τοχών, μερίδων ή μεριδίων, ποσοστών συμμετοχής ή λοι­πών τίτλων εταιρειών ή λοιπών νομικών προσώπων ή νο­μικών οντοτήτων που έχουν υποχρέωση καταβολής του ειδικού φόρου επί των ακινήτων, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 15 του ν. 3091/2002 (ΦΕΚ330 Α'), όπως ισχύ­ει, εφόσον η δήλωση φόρου κληρονομιάς, δωρεάς ή γο­νικής παροχής δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα, ως φορολο­γητέα αξία λαμβάνεται η αξία των ακινήτων επί των ο­ποίων έχουν εμπράγματο δικαίωμα πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας.»

3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 15 αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε μεταβίβαση για αόριστο χρόνο με χαριστική αιτία ή αιτία θανάτου του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρ­πίας σε άλλο πρόσωπο εκτός του ψιλού κυρίου, η αξία αυτής προσδιορίζεται σε ποσοστό της αξίας της πλή­ρους κυριότητας κατά το χρόνο γένεσης της φορολογι­κής υποχρέωσης με βάση την ηλικία του μεγαλύτερου μεταξύ του επικαρπωτή και του προσώπου που αποκτά το δικαίωμα ενάσκησης.»

4. Οι περιπτώσεις δ' και ε' της παραγράφου 5 του άρ­θρου 16 αντικαθίστανται ως εξής:
«δ) Όταν ο ψιλός κύριος αποκτήσει την ενάσκηση του δικαιώματος της επικαρπίας.
ε) Όταν ο ψιλός κύριος, με δήλωση που θα υποβάλει στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας οποτεδήποτε, ζητήσει την άμεση φορολόγη­ση της ψιλής κυριότητας. Στην περίπτωση αυτή χρόνος φορολόγησης είναι ο χρόνος υποβολής της δήλωσης. Αν το αίτημα για την άμεση φορολόγηση της ψιλής κυριότη­τας υποβάλλεται με την εμπρόθεσμη δήλωση, χρόνος φορολογίας είναι ο οριζόμενος στα άρθρα 6, 7 και 8.»

5. Στο άρθρο 16 προστίθεται παράγραφος 7 που έχει ως εξής:
«7. Σε περίπτωση παρακράτησης ή μεταβίβασης με χα­ριστική αιτία ή αιτία θανάτου του δικαιώματος οίκησης, ο κύριος του ακινήτου εξομοιούται με ψιλό κύριο.»

6. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 17, το οποίο είχε τροποποιηθεί με την παράγραφο 4 του άρθρου 1 του ν. 3634/2008 (ΦΕΚ 9 Α'), επαναφέρεται σε ισχύ ως είχε πριν την τροποποίησή του.

7. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 24 καταργείται.

8.α) Καταργούνται οι περιπτώσεις β', γ', ε', στ' και ζ' της παραγράφου 1 και οι περιπτώσεις β', δ' και ε' της παραγράφου 2 του άρθρου 25.
β) Η περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 25 αντικαθίσταται ως εξής:
«α) το Δημόσιο, οι λογαριασμοί που δημιουργούνται υ­πέρ του Δημοσίου και».

9. Στο άρθρο 25 του Κώδικα προστίθεται παράγραφος 3 που έχει ως εξής:
«3. Υπόκεινται σε αυτοτελή φορολόγηση, κατά τις δια­τάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 29, οι κτήσεις, ε­φόσον δικαιούχοι είναι:
α) τα Ν.Π.Δ.Δ., οι νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, οι δή­μοι, οι κοινότητες, οι ιεροί ναοί, οι ιερές μονές, το Ιερό Κοινό του Πανάγιου Τάφου, η Ιερά Μονή του Όρους Σινά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, το Πατριαρχείο Αλεξανδρεί­ας, η Εκκλησία της Κύπρου, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας και
β) τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα, τα οποία υπάρχουν ή συνιστώνται νόμιμα στην Ελλάδα, καθώς και τα αντίστοιχα αλλοδαπά με τον όρο της αμοι­βαιότητας και οι περιουσίες του άρθρου 96 του α.ν. 2039/ 1939 (ΦΕΚ 455 Α'), εφόσον επιδιώκουν αποδεδειγμένα σκοπούς εθνωφελείς ή θρησκευτικούς ή σε ευρύτερο κύ­κλο φιλανθρωπικούς ή εκπαιδευτικούς ή καλλιτεχνικούς ή κοινωφελείς κατά την έννοια του άρθρου 1 του α.ν. 2039/1939.»

10. Οι παράγραφοι 1 και 2 της ενότητας Α του άρθρου 26 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Κατοικία ή οικόπεδο, που αποκτάται αιτία θανάτου από σύζυγο ή τέκνο του κληρονομουμένου κατά πλήρη κυριότητα, εξ ολοκλήρου ή κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου, απαλλάσσεται από το φόρο, εφόσον ο κληρονόμος ή κληροδόχος ή ο σύζυγος αυτού ή οποιοδήποτε από τα α­νήλικα τέκνα αυτού δεν έχουν δικαίωμα πλήρους κυριό­τητας ή επικαρπίας ή οίκησης σε κατοικία ή ιδανικό μερί­διο κατοικίας που πληροί τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς του ή δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε οικό­πεδο οικοδομήσιμο ή σε ιδανικό μερίδιο οικοπέδου, στα οποία αντιστοιχεί εμβαδόν κτίσματος που πληροί τις στεγαστικές τους ανάγκες και βρίσκονται σε δημοτικό ή κοινοτικό διαμέρισμα με πληθυσμό άνω των τριών χιλιά­δων (3.000) κατοίκων. Οι στεγαστικές ανάγκες θεωρείται ότι καλύπτονται, αν το συνολικό εμβαδόν των ανωτέρω ακινήτων και των λοιπών αντίστοιχων κληρονομιαίων α­κινήτων είναι εβδομήντα (70) τ.μ., προσαυξανόμενα κα­τά είκοσι (20) τ.μ. για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα και κατά είκοσι πέντε (25) τ.μ. για το τρίτο και καθένα α­πό τα επόμενα τέκνα, των οποίων την επιμέλεια έχει ο δικαιούχος. Δικαιούχοι της απαλλαγής είναι οι Έλληνες και οι πολίτες κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι δικαιούχοι πρέπει να είναι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας.
Η απαλλαγή παρέχεται για ποσό αξίας:
α) Κατοικίας μέχρι διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ για κάθε ανήλικο ή άγαμο κληρονόμο ή κληροδόχο και μέχρι διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ για κάθε έγγαμο και διαζευγμένο ή χήρο ή άγαμο γονέα, που έχουν την επιμέλεια των τέκνων τους. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτών και κατά τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους, εφόσον στον δικαιούχο κληρονόμο ή κληροδόχο περιέρχεται μία μόνο κατοικία εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα και όχι ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Στο ποσό της απαλλαγής περιλαμβάνεται και η αξία μιας θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου και ενός αποθηκευτικού χώρου, για επιφάνεια εκάστου έως είκο­σι (20) τ.μ., εφόσον βρίσκονται στο ίδιο ακίνητο και απο­κτώνται ταυτόχρονα.
β) Οικοπέδου μέχρι πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ για κάθε ανήλικο ή άγαμο κληρονόμο ή κληροδόχο και μέχρι εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ για κάθε έγγαμο και διαζευγμένο ή χήρο ή άγαμο γονέα, που έχουν την ε­πιμέλεια των τέκνων τους. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτών και κατά δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους, εφόσον στον δικαιούχο κληρονόμο ή κληροδόχο περιέρχεται ένα μόνο οικόπεδο εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα και όχι ποσοστό εξ αδιαιρέτου.
Η απαλλαγή χορηγείται με τις ίδιες προϋποθέσεις και στην περίπτωση που ο κληρονόμος ή ο κληροδόχος είναι κύριος ποσοστού εξ αδιαιρέτου κατοικίας ή οικοπέδου και κληρονομεί και το υπόλοιπο ποσοστό, ώστε να γίνε­ται κύριος ολόκληρου του ακινήτου, καθώς και στην πε­ρίπτωση συνένωσης ψιλής κυριότητας και επικαρπίας.
Την απαλλαγή του άγαμου δικαιούται και ο σύζυγος που βρίσκεται σε διάσταση και έχει καταθέσει αίτηση ή αγωγή διαζυγίου τουλάχιστον έξι (6) μήνες πριν από το χρόνο της αιτία θανάτου κτήσης. Αν έχει την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της οικογένειας, δικαιούται την απαλλαγή του εγγάμου. Αν δεν λυθεί ο γάμος με διαζύγιο μέσα σε πέντε (5) έτη από την αιτία θανάτου κτήση, αί­ρεται η χορηγηθείσα απαλλαγή και καταβάλλεται ο οικείος φόρος σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού.
Κατά τη χορήγηση της απαλλαγής, τα πρόσωπα τα ο­ποία έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης κατά τις διατά­ξεις του ν. 3719/2008 (ΦΕΚ 241 Α'), αντιμετωπίζονται ως σύζυγοι, εφόσον το σύμφωνο συμβίωσης είχε καταρ­τισθεί τουλάχιστον δύο έτη πριν από την αιτία θανάτου κτήση.
2. Το αιτία θανάτου αποκτώμενο οικόπεδο ή το οικόπε­δο, στο οποίο έχει ανεγερθεί η αιτία θανάτου αποκτώμε­νη κατοικία, πρέπει απαραίτητα να είναι οικοδομήσιμο και να βεβαιώνεται τούτο από τις αρμόδιες δημόσιες υ­πηρεσίες ή από αντίστοιχη δήλωση μηχανικού, κατά τις διατάξεις του ν. 651/1977 και του ν. 1337/1983, πάνω στο τοπογραφικό διάγραμμα του μεταβιβαζόμενου ακινήτου. Για την έννοια του οικοπέδου έχουν εφαρμογή οι σχετι­κές πολεοδομικές διατάξεις.»

11. Στο τέλος της παραγράφου 3 της ενότητας Α του άρθρου 26 προστίθεται τελευταίο εδάφιο, που έχει ως ε­ξής:
«Με τις ίδιες προϋποθέσεις παρέχεται απαλλαγή και στην περίπτωση που ο σύζυγος ή οποιοδήποτε από τα α­νήλικα τέκνα του κληρονόμου ή κληροδόχου έχουν ήδη τύχει της απαλλαγής σε άλλο ακίνητο.»

12. Πριν από το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 της ενότητας Α του άρθρου 26 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Δεν υφίσταται η ανωτέρω υποχρέωση κατά τη μετα­βίβαση, από τον κληρονόμο ή κληροδόχο σε εργολάβο, των συμφωνηθέντων σε εκτέλεση των όρων εργολαβι­κού προσυμφώνου χιλιοστών οικοπέδου.»

13. Οι ενότητες Β, Γ, Δ και Ε του άρθρου 26 καταργού­νται.

14. Το άρθρο 29 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 29
Κατάταξη φορολογουμένων - Φορολογικές κλίμακες
1. Οι δικαιούχοι της κτήσης, ανάλογα με τη συγγενική τους σχέση προς τον κληρονομούμενο, κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες Α', Β' και Γ'. Στην Α' κατηγορία υ­πάγονται: α) ο σύζυγος του κληρονομουμένου, β) το πρόσωπο το οποίο είχε συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με τον κληρονομούμενο κατά τις διατάξεις του ν. 3719/ 2008 και το οποίο λύθηκε με το θάνατο αυτού, εφόσον η συμβίωση είχε διάρκεια τουλάχιστον δύο ετών, γ) οι κα­τιόντες πρώτου βαθμού (τέκνα από νόμιμο γάμο, τέκνα χωρίς γάμο έναντι της μητέρας, αναγνωρισθέντα εκού­σια ή δικαστικά έναντι του πατέρα, νομιμοποιηθέντα με επιγενόμενο γάμο ή δικαστικά έναντι και των δύο γονέ­ων), δ) οι κατιόντες εξ αίματος δεύτερου βαθμού και ε) οι ανιόντες εξ αίματος πρώτου βαθμού. Στη Β' κατηγο­ρία υπάγονται: α) οι κατιόντες εξ αίματος τρίτου και επό­μενων βαθμών, β) οι ανιόντες εξ αίματος δεύτερου και ε­πόμενων βαθμών, γ) τα εκούσια ή δικαστικά αναγνωρι­σθέντα τέκνα έναντι των ανιόντων του πατέρα που τα αναγνώρισε, δ) οι κατιόντες του αναγνωρισθέντος έναντι του αναγνωρίσαντος και των ανιόντων αυτού, ε) οι αδελ­φοί (αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς), στ) οι συγγενείς εξ αί­ματος τρίτου βαθμού εκ πλαγίου, ζ) οι πατριοί και οι μη­τριές, η) τα τέκνα από προηγούμενο γάμο του συζύγου, θ) τα τέκνα εξ αγχιστείας (γαμπροί - νύφες) και ι) οι α­νιόντες εξ αγχιστείας (πεθεροί - πεθερές).
Στη Γ' κατη­γορία υπάγεται οποιοσδήποτε άλλος εξ αίματος ή εξ αγχιστείας συγγενής του κληρονομουμένου ή εξωτικός.
Σε περίπτωση υιοθεσίας, η κατάταξη στην οικεία κατη­γορία του υιοθετηθέντος ή των συγγενών αυτού έναντι του υιοθετήσαντος ή των συγγενών αυτού γίνεται με βά­ση τη συγγενική σχέση που προκύπτει κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Κατ' εξαίρεση, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί, για τον υπολο­γισμό του φόρου, να μην λάβει υπόψη το βαθμό συγγέ­νειας που προκύπτει από την υιοθεσία, αν διαπιστώσει ό­τι αυτή έγινε για να καταστρατηγηθούν οι διατάξεις του παρόντος.
Σε περιπτώσεις σχολάζουσας κληρονομίας, ο φόρος υπολογίζεται στο σύνολο της αξίας της, με βάση τους συντελεστές της Γ' κατηγορίας του άρθρου αυτού, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 101 για νέα εκκαθάριση του φόρου.
2. Η αιτία θανάτου κτήση των κάθε φύσεως περιουσια­κών στοιχείων υπόκειται σε φόρο, ο οποίος υπολογίζεται με βάση τις εξής ανά κατηγορία φορολογικές κλίμακες:

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ A'

Κλιμάκια

(σε ευρώ)

Συντελεστής

κλιμακίου

(%)

Φόρος

κλιμακίου

(σε ευρώ)

Φορολογητέα

περιουσία

(σε ευρώ)

Φόρος

που αναλογεί

(σε ευρώ)

150.000

150.000

150.000

1

1.500

300.000

1.500

300.000

5

15.000

600.000

16.500

Υπερβάλλον

10

 

 

 

 
 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β΄

Κλιμάκια

(σε ευρώ)

Συντελεστής

κλιμακίου

(%)

Φόρος

κλιμακίου

(σε ευρώ)

Φορολογητέα

περιουσία

(σε ευρώ)

Φόρος

που αναλογεί

(σε ευρώ)

30.000

30.000

70.000

5

3.500

100.000

3.500

200.000

10

20.000

300.000

23.500

Υπερβάλλον

20

 

 

 

 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Γ'

Κλιμάκια

(σε ευρώ)

Συντελεστής

κλιμακίου

(%)

Φόρος

κλιμακίου

(σε ευρώ)

Φορολογητέα

περιουσία

(σε ευρώ)

Φόρος

που αναλογεί

(σε ευρώ)

6.000

6.000

66.000

20

13.200

72.000

13.200

195.000

30

58.500

267.000

71.700

Υπερβάλλον

40

 

 

 

 

3. Όταν ο κληρονόμος ή κληροδόχος έχει αναπηρία κατά ποσοστό 67% και άνω, ο φόρος που αναλογεί σύμ­φωνα με τις προηγούμενες παραγράφους μειώνεται κα­τά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).
4. Αν στο ίδιο πρόσωπο συντρέχουν οι προϋποθέσεις μείωσης του φόρου, έκπτωσης και απαλλαγής, που προ­βλέπονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παρα­γράφου και της ενότητας Α του άρθρου 26, οφείλεται ο μικρότερος φόρος που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
5. Η αιτία θανάτου κτήση χρηματικών ποσών από τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 25 υπόκειται σε φόρο ο οποίος υπολογίζεται αυτοτελώς με συντελεστή πέντε δέκατα τοις εκατό (0,5%). Η αιτία θανάτου κτήση των λοιπών περιουσιακών στοιχείων από τα πρόσωπα αυτά υπόκειται σε φόρο ο οποίος υπολογί­ζεται αυτοτελώς με συντελεστή πέντε δέκατα τοις εκα­τό (0,5%).
6. Για την απόκτηση δικαιωμάτων μεταλλειοκτησίας και δικαιωμάτων που απορρέουν από άδεια μεταλλευτι­κών ερευνών, ο φόρος υπολογίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο ή κλάσμα αυτού επί της εκτάσεως του μεταλλείου ή του χώρου της άδειας μεταλλευτικών ερευνών.
7. Για τα περιουσιακά στοιχεία, για τα οποία ο φόρος υπολογίζεται αυτοτελώς, δεν έχουν εφαρμογή οι διατά­ξεις των άρθρων 4 και 36 του παρόντος.
8. Στο ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τις προηγούμενες παραγράφους περιλαμβάνονται και: α) ποσοστό 3% υπέρ των δήμων και κοινοτήτων, που προ­βλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 50 του β.δ. 24/9­20.10.1958 (ΦΕΚ 171 Α') και β) ποσοστό 7% που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 3155/ 1955 (ΦΕΚ 63 Α'). Η απόδοση των ποσοστών αυτών γί­νεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 81 του παρόντος.»

15. Η ενότητα Α του άρθρου 43 αντικαθίσταται ως ε­ξής:
«Α. Απαλλαγή πρώτης κατοικίας
1. Σε περίπτωση απόκτησης με γονική παροχή εξ ολο­κλήρου και κατά πλήρη κυριότητα, με τους όρους, τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς της ενότητας Α του άρθρου 26:
α) κατοικίας, δεν υπόκειται σε φόρο ποσό μέχρι διακό­σιες χιλιάδες (200.000) ευρώ για κάθε ενήλικο άγαμο δι­καιούχο. Το ποσό αυτό ανέρχεται σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ, προκειμένου για έγγαμο και διαζευγμένο ή χήρο ή άγαμο γονέα, που έχουν την επι­μέλεια των τέκνων τους, και προσαυξάνεται κατά είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτών και κατά τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους,
β) οικοπέδου, δεν υπόκειται σε φόρο ποσό μέχρι πενή­ντα χιλιάδες (50.000) ευρώ για κάθε άγαμο δικαιούχο. Το ποσό αυτό ανέρχεται σε εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, προκειμένου για έγγαμο και διαζευγμένο ή χήρο ή ά­γαμο γονέα, που έχουν την επιμέλεια των τέκνων τους, και προσαυξάνεται κατά δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτών και κατά δεκαπέ­ντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους. Στο ποσό της απαλλαγής περι­λαμβάνεται και η αξία μιας θέσης στάθμευσης αυτοκινή­του και ενός αποθηκευτικού χώρου, για επιφάνεια εκά­στου έως είκοσι (20) τ.μ., εφόσον βρίσκονται στην ίδια οικοδομή και αποκτώνται ταυτόχρονα.
Αν η κατοικία ή το οικόπεδο ανήκει από κοινού στους δύο γονείς, παρέχεται απαλλαγή, εφόσον η απόκτηση γίνεται ταυτόχρονα και με το ίδιο συμβολαιογραφικό έγ­γραφο.
2. Εάν ο δικαιούχος της απαλλαγής ή ο σύζυγος ή τα ανήλικα τέκνα αυτού είναι κύριοι κατοικίας ή οικοπέδου ή ιδανικού μεριδίου αυτών και μεταβιβάσουν με επαχθή ή χαριστική αιτία την επικαρπία ή το δικαίωμα της οίκη­σης ή ιδανικό μερίδιο επί της κατοικίας ή του οικοπέδου, το εμβαδόν των οποίων πληρούσε κατά το χρόνο της με­ταβίβασης τις στεγαστικές τους ανάγκες, δεν παρέχεται απαλλαγή πριν την παρέλευση χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από τη μεταβίβαση της επικαρπίας, της οίκησης ή του ιδανικού μεριδίου. Το ίδιο χρονικό διάστη­μα απαιτείται και όταν μεταβιβάζεται η ψιλή κυριότητα οικοπέδου ή ιδανικού μεριδίου αυτού.»

16. Η ενότητα Β του άρθρου 43 αντικαθίσταται ως ε­ξής:
«Β. Ειδικές περιπτώσεις δωρεών
α) Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 25 ε­φαρμόζονται ανάλογα και στις κτήσεις αιτία δωρεάς. Οι χρηματικές δωρεές προς τα νομικά πρόσωπα της παρα­γράφου 3 του άρθρου 25 υπόκεινται στο φόρο που προ­βλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 29 μετά την αφαίρεση αφορολόγητου ποσού χιλίων (1.000) ευρώ κατ' έτος.
β) Απαλλάσσονται από το φόρο δωρεάς και από την υ­ποχρέωση υποβολής των οικείων δηλώσεων φόρου:
βα) οι δωρεές χρηματικών ποσών ή άλλων κινητών περιουσιακών στοιχείων από ανώνυμους και μη δωρητές, εφόσον οι δωρεές αυτές διοργανώνονται σε πανελλαδι­κό επίπεδο με την πρωτοβουλία φορέων για σκοπούς αποδεδειγμένα φιλανθρωπικούς και
ββ) οι δωρεές των κάθε φύσεως περιουσιακών στοιχεί­ων που καταρτίζονται μεταξύ των εκκλησιαστικών πρό­σωπων της περίπτωσης α' της παραγράφου 3 του άρ­θρου 25.»

17. Η περίπτωση δ' της ενότητας Γ του άρθρου 43 κα­ταργείται.

18. Το άρθρο 44 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 44
Υπολογισμός του φόρου
1. Το υπόλοιπο της περιουσίας, πλην των χρηματικών ποσών, που αποκτάται αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής, το οποίο απομένει μετά την αφαίρεση των εκπτώσεων και απαλλαγών που προβλέπονται στα άρθρα 41 και 43, υποβάλλεται σε φόρο, ο οποίος υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29, οι οποίες εφαρμόζονται ανάλογα.
Από το φόρο που προκύπτει εκπίπτει: α) ο φόρος που αναλογεί στις προγενέστερες δωρεές, γονικές παροχές ή προίκες, που συνυπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 36, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31 και β) ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε ή ορι­στικά και τελεσίδικα βεβαιώθηκε στην αλλοδαπή για τις δωρεές και γονικές παροχές κινητών που έγιναν εκεί, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 32.
2. Η αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής κτήση χρηματι­κών ποσών υπόκειται σε φόρο, ο οποίος υπολογίζεται αυτοτελώς με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), προ­κειμένου για δικαιούχους που υπάγονται στην Α' κατη­γορία, με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), προκειμέ­νου για δικαιούχους που υπάγονται στη Β' κατηγορία και με συντελεστή σαράντα τοις εκατό (40%), προκειμέ­νου για δικαιούχους που υπάγονται στη Γ' κατηγορία.
3. Ο φόρος που προκύπτει για γονική παροχή ακινήτων που βρίσκονται σε νησιά με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, μειώνεται κατά σαράντα τοις εκατό (40%), εφόσον το τέκνο είναι μόνιμος κάτοικος των νη­σιών αυτών. Η φορολογική αυτή μείωση παρέχεται για γονικές παροχές που συνιστώνται μέχρι τις 18.2.2017.
4. Για την αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής μεταβίβαση εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετοχών, ομολογιών, ι­δρυτικών και λοιπών γενικά τίτλων των εμπορικών εται­ρειών, δημοσίων χρεογράφων ή άλλων τέτοιας φύσης α­ξιών, καθώς και μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετο­χών και λοιπών τίτλων κινητών αξιών, εταιρικών μερίδων ή μεριδίων, ποσοστών συμμετοχής σε κοινωνία αστικού δικαίου, που ασκεί επιχείρηση ή επάγγελμα, και συνεται­ριστικών μερίδων απαιτείται η σύνταξη ιδιωτικού εγγρά­φου, το οποίο συνυποβάλλεται με την οικεία δήλωση, ή συμβολαιογραφικού εγγράφου.»

19. Η παράγραφος 3 του άρθρου 73 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Κατ' εξαίρεση, αν μεταξύ των περιουσιακών στοι­χείων που δηλώθηκαν εμπρόθεσμα περιλαμβάνονται και ακίνητα, ο προσδιορισμός της αγοραίας αξίας τους μπο­ρεί να γίνεται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικο­νομικής υπηρεσίας και προσωρινά, μέσα σε προθεσμία δώδεκα (12) μηνών από την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης, με βάση τα συγκριτικά στοιχεία που έχει, τα βιβλία τιμών που τηρεί ή και άλλα τυχόν στοιχεία που θα αποκτήσει, ύστερα από αίτημα του υπόχρεου που πρέπει να διατυπώνεται ρητά στη δήλωση.
Αν η αξία για τα ακίνητα που δηλώθηκε συμπίπτει με την αγοραία αξία τους, η υπόθεση περαιώνεται ως ειλι­κρινής. Αν δεν συμπίπτει, ο φορολογούμενος, μέσα σε έ­να (1) μήνα από τον προσδιορισμό της προσωρινής α­ξίας, καλείται με απόδειξη από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας να προσέλθει σε ανατρε­πτική προθεσμία ενός (1) μηνός από την πρόσκλησή του, να υποβάλει συμπληρωματική δήλωση σύμφωνη με την προσωρινή αξία που προσδιορίστηκε. Στην περίπτωση αυτή και εφόσον όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που περιλαμ­βάνονται στη δήλωση είναι ακριβή, η συμπληρωματική δήλωση θεωρείται ειλικρινής και δεν επιβάλλεται πρό­σθετος φόρος και πρόστιμο.
Αν δεν υποβληθεί συμπληρωματική δήλωση μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο ή αν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δήλωση είναι ανα­κριβή, ο προσδιορισμός της αγοραίας αξίας των ακινή­των γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγρά­φους 1 και 2, χωρίς να δεσμεύεται ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας από την προσωρινή α­ξία που ο ίδιος προσδιόρισε.
Αν ο προϊστάμενος δεν προσδιορίσει προσωρινή αξία, δεν επιβάλλεται για τα ακίνητα αυτά πρόσθετος φόρος στη διαφορά του φόρου που προκύπτει με βάση την αξία που δηλώθηκε και αυτή που οριστικά προσδιορίστηκε ή πρόστιμο εφόσον δεν προκύπτει γι' αυτά διαφορά φόρου για καταβολή.
Η διαδικασία της υποβολής συμπληρωματικής δήλω­σης μπορεί να αφορά ορισμένο ή ορισμένα μόνο από τα ακίνητα που έχουν δηλωθεί.»

20. Η παράγραφος 5 του άρθρου 102 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή και εί­σπραξη των φόρων, που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, σε υποθέσεις για τις οποί­ες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1994, έχει παραγραφεί. Στις υποθέσεις αυτές δεν απαιτείται το πιστοποιητικό του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που προβλέπεται από τα άρθρα 105 έως και 112. Αντί γι' αυτό, μπορεί να προσκομίζεται:
α) για τις κτήσεις αιτία θανάτου, ληξιαρχική πράξη θα­νάτου, από την οποία να προκύπτει ότι ο θάνατος του κληρονομουμένου ή δωρητή αιτία θανάτου επήλθε μέχρι και την 31.12.1994, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του υποχρέου ότι δεν συντρέχει περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης,
β) για τις δωρεές εν ζωή, γονικές παροχές και προίκες, αντίγραφο του οικείου συμβολαίου που συντάχθηκε μέ­χρι και την 31η Δεκεμβρίου 1994 ή βεβαίωση του συμβο­λαιογράφου, που συνέταξε το συμβόλαιο, ότι τούτο συ­ντάχθηκε μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1994 και δεν συντρέχει περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.»

Β. Από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δεν έχουν ισχύ απαλλαγές και μειώσεις α­πό το φόρο κληρονομιών και δωρεών που δεν περιλαμ­βάνονται στα άρθρα 25 και 43 του Κώδικα, όπως τροπο­ποιούνται με τον παρόντα νόμο.

Γ. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις υποθέσεις στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννιέται από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

21. Η παράγραφος 5 της ενότητας Α του άρθρου 34 του Κώδικα καταργείται.

Α. Οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία, που αφορούν τη φορολογία κερδών από λαχεία, αντικαθίστανται, τροποποιούνται και συμπληρώνονται ως εξής:

1.α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 58 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Σε φόρο υποβάλλονται:
α) τα κέρδη από τα λαχεία που κυκλοφορούν στην Ελλάδα, καθώς και τα κέρδη από τα παιχνίδια και από τα κάθε είδους στοιχήματα προκα­θορισμένης ή μη απόδοσης που διενεργούνται από τις ε­ταιρίες ΟΠΑΠ Α.Ε. και ΟΔΙΕ Α.Ε. και
β) τα κέρδη από τις λαχειοφόρες ομολογίες και τις λαχειοφόρες αγορές, τα οποία προκύπτουν από κληρώσεις που γίνονται στην Ελ­λάδα, καθώς και οι κάθε είδους παροχές που προσφέρο­νται σε όσους συμμετέχουν σε παιχνίδια ή διαγωνι­σμούς ραδιοφωνικούς, τηλεοπτικούς και λοιπούς παρεμ­φερείς οποιασδήποτε μορφής που διενεργούνται στην Ελλάδα.»
β. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 58 αντικαθίστα­νται ως εξής:
«3. Η φορολογική υποχρέωση γεννάται κατά το χρόνο καταβολής του κέρδους ή της παροχής.
4. Αν αντικείμενο του φόρου είναι κινητό ή ακίνητο ή άλλο περιουσιακό στοιχείο, για τον υπολογισμό του φό­ρου λαμβάνεται υπόψη η αξία του, που εξευρίσκεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 9 έως και 16 και 18.»

2. Το άρθρο 60 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 60
Τα κέρδη που ορίζονται στην περίπτωση α' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 58 υποβάλλονται σε φόρο ανά γραμμάτιο λαχείου ή ανά στήλη παιχνιδιού ή στοιχήμα­τος, μετά την αφαίρεση αφορολόγητου ποσού εκατό (100) ευρώ, με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) για κέρδη μέχρι χίλια (1.000) ευρώ και με συντελεστή δεκα­πέντε τοις εκατό (15%) για κέρδη από χίλια ένα (1.001) ευρώ και πάνω. Τα κέρδη και οι παροχές που ορίζονται στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 58 υποβάλλονται σε φόρο με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) μετά την αφαίρεση αφορολόγητου ποσού χιλίων (1.000) ευρώ ανά αντικείμενο.»

3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 91 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αυτός που ενεργεί την πληρωμή των κερδών ή που καταβάλλει τις παροχές που υπόκεινται σε φορολογία κατά το άρθρο 58 υποχρεώνεται σε υποβολή δήλωσης για λογαριασμό του υπόχρεου σε φόρο.»

4. Το άρθρο 93 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 93
Για το φόρο στα κέρδη του άρθρου 58 αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος της αρμόδιας για τη φορολογία κεφαλαί­ου δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας του ενερ­γούντος την κλήρωση, το παιχνίδι, το στοίχημα ή το δια­γωνισμό.»

5. Το άρθρο 98 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 98
Το συνολικό ποσό που προέρχεται, μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, από τα αδιάθετα ποσά από τη στρογγυλοποίηση των μεριδίων, καθώς και από την παραγρα­φή των κερδών των παιχνιδιών και στοιχημάτων που διε­νεργούνται από τις εταιρίες ΟΠΑΠ Α.Ε. και ΟΔΙΕ Α.Ε. υπόκειται σε φόρο με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%). Οι διατάξεις των άρθρων 91 έως και 97 εφαρμό­ζονται ανάλογα.»

Β. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις κληρώσεις, στα παιχνίδια, στα στοιχήματα και στους διαγωνισμούς που διενεργούνται από την 1η Μαΐου 2010 και μετά.

1. Από το έτος 2010 και για κάθε επόμενο, επιβάλλεται φόρος στην ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στην Ελλά­δα και ανήκει σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα την 1η Ιανου­αρίου κάθε έτους.

2. Στην έννοια του όρου ακίνητη περιουσία, για την ε­φαρμογή του νόμου αυτού, περιλαμβάνονται:
α) Το δικαίωμα της πλήρους και της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας και της οίκησης επί ακινήτων.
β) Το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης θέσεων στάθμευσης, βοηθητικών χώρων και κολυμβητικών δεξα­μενών που βρίσκονται σε κοινόκτητο τμήμα υπογείου, πυλωτής, δώματος ή ακάλυπτου χώρου οικοδομής, των πιο πάνω ακινήτων.

3. Για την επιβολή του φόρου η έννοια των ακινήτων και των εμπραγμάτων δικαιωμάτων λαμβάνεται κατά τον Αστικό Κώδικα.

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από την ι­θαγένεια, κατοικία ή έδρα του, φορολογείται για την ακί­νητη περιουσία του που βρίσκεται στην Ελλάδα την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, ανεξάρτητα από τις μεταβολές που τυχόν επέρχονται κατά τη διάρκεια του έτους αυτού.
Υπόχρεοι σε φόρο είναι:
1. Όσοι έχουν αποκτήσει ακίνητο με αγορά ή με οποι­αδήποτε άλλη αιτία, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή του τίτλου κτήσης τους, ήτοι:
α) Ο αποκτών το ακίνητο, από την ημερομηνία σύντα­ξης του οριστικού συμβολαίου κτήσης.
β) Ο κύριος του ακινήτου, από την ημερομηνία τελεσι­δικίας της δικαστικής απόφασης καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως ή της δικαστικής απόφασης με την οποία α­ναγνωρίζεται δικαίωμα κυριότητας ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο από οποιαδήποτε αιτία.
γ) Ο υπερθεματιστής, από την ημερομηνία σύνταξης της κατακυρωτικής έκθεσης, σε περιπτώσεις πλειστηρια­σμού.
δ) Οι κληρονόμοι ακίνητης περιουσίας και συγκεκριμέ­να:
δα) Οι εκ διαθήκης κληρονόμοι κατά το ποσοστό τους, εφόσον έχει δημοσιευθεί διαθήκη μέχρι την 31η Δεκεμ­βρίου του προηγούμενου της φορολογίας έτους.
δβ) Οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι κατά το ποσοστό τους, εφόσον δεν έχει δημοσιευθεί διαθήκη μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της φορολογίας έ­τους.
ε) Όσοι έχουν αποκτήσει ακίνητο με οριστικό συμβό­λαιο δωρεάς αιτία θανάτου, εφόσον ο θάνατος επήλθε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της φορο­λογίας έτους.

2. Επίσης, υπόχρεοι σε φόρο είναι:
α) Ο εκ προσυμφώνου αγοραστής ακινήτου, στις περι­πτώσεις σύνταξης προσυμφώνου με αυτοσύμβαση, με ε­ξαίρεση τα εργολαβικά προσύμφωνα.
β) Οι δικαιούχοι διαμερισμάτων - κατοικιών του Οργα­νισμού Εργατικής Κατοικίας, οι οποίοι έχουν παραλάβει αυτά χωρίς οριστικά παραχωρητήρια.
γ) Ο υπόχρεος γονέας για την ακίνητη περιουσία των προστατευόμενων τέκνων του, σύμφωνα με τις διατά­ξεις του άρθρου 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α'), όπως ισχύει.
δ) Ο κηδεμόνας για την ακίνητη περιουσία σχολάζουσας κληρονομιάς.
ε) Ο εκτελεστής διαθήκης για την κληρονομιαία ακίνη­τη περιουσία για το χρονικό διάστημα που τη διαχειρίζε­ται και τη διοικεί.
στ) Ο μεσεγγυούχος ακίνητης περιουσίας.
η) Ο νομέας των επίδικων ακινήτων. Αν ακίνητο εκνικηθεί με τελεσίδικη απόφαση, ο νομέας του δεν έχει δικαί­ωμα επιστροφής του φόρου που κατέβαλε.
θ) Από το έτος 2011 και για κάθε επόμενο, για την ε­φαρμογή του παρόντος, υπόχρεος σε φόρο είναι ο εργο­λάβος, για ακίνητα τα οποία συμφωνήθηκε να μεταβιβα­σθούν και δεν έχουν μεταβιβαστεί από τον οικοπεδούχο στον εργολάβο ή σε τρίτα πρόσωπα που αυτός θα υποδείξει, εφόσον έχουν παρέλθει τρία έτη από την έκδοση της αρχικής οικοδομικής άδειας ή έχουν εκμισθωθεί ή χρησιμοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο εντός των τριών αυτών ετών από τον εργολάβο.

1. Απαλλάσσονται από το φόρο:
α) Τα γήπεδα εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού που α­νήκουν σε φυσικά πρόσωπα.
β) Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις.
γ) Τα ακίνητα που ανήκουν σε ξένα κράτη και τα οποία χρησιμοποιούνται για την εγκατάσταση των πρεσβειών και προξενείων αυτών, καθώς και σε ξένους πρεσβευτές και λοιπούς διπλωματικούς αντιπροσώπους και πράκτο­ρες, με τον όρο της αμοιβαιότητας. Τα ακίνητα που ανήκουν σε προξένους και προξενικούς πράκτορες, καθώς και στο κατώτερο προσωπικό των ξένων πρεσβειών και προξενείων, με τον όρο της αμοιβαιότητας και εφόσον τα πρόσωπα αυτά έχουν την ιθαγένεια του κράτους που αντιπροσωπεύουν και δεν ασκούν εμπόριο ή βιομηχανία ή δεν είναι διευθυντές επιχειρήσεων στην Ελλάδα, με την επιφύλαξη των όρων των διεθνών συμβάσεων.
δ) Τα ακίνητα που έχουν δεσμευθεί από την αρχαιολο­γική υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρι­σμού, λόγω αρχαιολογικής έρευνας.
ε) Τα κτίσματα για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια ή πρω­τόκολλο κατεδάφισης.
στ) Τα επιταγμένα από το στρατό ακίνητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4442/1929 (ΦΕΚ 339 Α').
ζ) Τα ακίνητα του Ελληνικού Δημόσιου, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι αποκεντρωμένες δημόσιες υπηρε­σίες που λειτουργούν ως ειδικά ταμεία, καθώς και ακίνη­τα που ανήκουν στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού.
η) Τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα των Ο.Τ.Α, καθώς και τα κοινής χρήσεως πράγματα που ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα.
θ) Τα ακίνητα που παραχωρούνται κατά χρήση χωρίς αντάλλαγμα στο Ελληνικό Δημόσιο ή σε νομικά πρόσω­πα δημοσίου δικαίου, εφόσον προορίζονται για την εξυ­πηρέτηση αναγκών κάθε αναγνωρισμένης βαθμίδας δη­μόσιας εκπαίδευσης, δημόσιων ή δημοτικών νοσοκομει­ακών συγκροτημάτων προς όφελος της δημόσιας υγεί­ας, δημόσιων ή δημοτικών μονάδων κοινωνικής φροντί­δας, δημόσιων ή δημοτικών παιδικών σταθμών ή βρεφο­κομείων ή ορφανοτροφείων, δημόσιων ή δημοτικών γη­ροκομείων, Κ.Α.Π.Η., καθώς και αθλητικών εγκαταστάσε­ων, οι υπηρεσίες των οποίων διατίθενται δωρεάν.
ι) Οι λωρίδες γης, στις οποίες βρίσκονται σιδηροτρο­χιές που κινούνται μέσα μαζικής μεταφοράς και λειτουρ­γούν χάριν κοινής ωφελείας, καθώς και τα εδαφοτεμάχια έδρασης πύργων και γραμμών μεταφοράς ηλεκτρι­κής ενέργειας.
ια) Τα ακίνητα που ιδιοχρησιμοποιούνται από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα κάθε είδους ταμεία ή οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, την Αρχαιολογική Εταιρεία και την Τράπεζα της Ελλάδος.
ιβ) Τα ακίνητα που ιδιοχρησιμοποιούνται από τα Μουσεία, όπως ορίζονται με τις διατάξεις του ν. 3028/2002 (ΦΕΚ 153 Α'), το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, τις Ξένες Αρχαιολογικές Σχολές και την Αμερικανική Γεωργική Σχολή.
ιγ) Τα ακίνητα που χρησιμοποιούν για να επιτελούν το λατρευτικό, εκπαιδευτικό, θρησκευτικό και κοινωφελές έργο οι κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 13 του Συ­ντάγματος γνωστές θρησκείες και δόγματα, το Ιερό Κοι­νό του Πανάγιου Τάφου, η Ιερά Μονή του Όρους Σινά, το Αγιο Όρος, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, το Πατριαρχείο Ιεροσολύ­μων και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας.
ιδ) Τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα των νομικών πρόσωπων που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 3647/2008 (ΦΕΚ 37 Α').
ιε) Οι ιδιωτικοί ναοί γνωστών θρησκειών και δογμάτων που έχουν τεθεί σε κοινή λατρεία.
ιστ) Τα δικαιώματα μεταλλειοκτησίας και η εξόρυξη ο­ρυκτών ή λίθων.
ιζ) Τα κτίσματα που ανεγείρονται για τρία (3) έτη από την έκδοση της αρχικής οικοδομικής άδειας, εκτός αν στο διάστημα αυτό έχουν εκμισθωθεί ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο χρησιμοποιηθεί.
ιη) Τα διατηρητέα κτίσματα για όσο χρόνο διαρκεί η ανακατασκευή τους ή η επισκευή τμημάτων τους ή η επι­σκευή καταστραφέντων αρχιτεκτονικών μελών τους. Η απαλλαγή αυτή χορηγείται και για το γήπεδό τους και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη από την ημερομηνία χορήγησης της οικείας άδειας. Η απαλλαγή αί­ρεται αναδρομικά αν δεν πραγματοποιηθούν οι προβλε­πόμενες από την άδεια εργασίες ανακατασκευής ή επι­σκευής.
ιθ) Το δικαίωμα υψούν οικοπέδου επί του οποίου υπάρ­χουν κτίσματα κατοικιών ή επαγγελματικών στεγών, ε­φόσον βρίσκονται σε πυκνοδομημένες περιοχές όπου ο συντελεστής αξιοποίησης οικοπέδου είναι ανώτερος του 2,5.
Οι απαλλαγές των περιπτώσεων ιζ', ιη' και ιθ' ισχύ­ουν από το έτος 2011 και επόμενα.

2. Κάθε άλλη διάταξη, γενική ή ειδική, που αφορά α­παλλαγές από φόρους ή τέλη, πλην των ανωτέρω, δεν ε­φαρμόζεται για το φόρο ακίνητης περιουσίας.

1. Για τον υπολογισμό φόρου ακίνητης περιουσίας λαμβάνεται υπόψη η αξία που έχουν τα ακίνητα ή τα ε­μπράγματα σε αυτά δικαιώματα, κατά την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας.

2. Η αξία της επικαρπίας, όταν ο επικαρπωτής είναι φυσικό πρόσωπο, ορίζεται ως ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας ανάλογα με την ηλικία αυτού ως ε­ξής:
Στα 8/10, αν ο επικαρπωτής δεν έχει υπερβεί το 20ό έ­τος της ηλικίας του.
Στα 7/10, αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 20ό έτος της ηλικίας του.
Στα 6/10, αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 30ό έτος της ηλικίας του.
Στα 5/10, αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 40ό έτος της ηλικίας του.
Στα 4/10, αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 50ό έτος της ηλικίας του.
Στα 3/10, αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας του.
Στα 2/10, αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 70ό έτος της ηλικίας του.
Στο 1/10, αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 80ό έτος της ηλικίας του.

3. Η αξία της επικαρπίας, όταν ο επικαρπωτής είναι νο­μικό πρόσωπο, ορίζεται στα 8/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας.

4. Η αξία της ψιλής κυριότητας προκύπτει αν από την αξία της πλήρους κυριότητας αφαιρεθεί η αξία της επι­καρπίας, όπως προσδιορίζεται στις παραγράφους 2 ή 3 του άρθρου αυτού.

5. Η οίκηση εξομοιώνεται με την επικαρπία. Στην περί­πτωση αυτή ο πλήρης κύριος του ακινήτου φορολογείται ως ψιλός κύριος.

Ως φορολογητέα αξία του ακινήτου ή του εμπράγμα­του σε αυτό δικαιώματος για τα νομικά πρόσωπα λαμβά­νεται η αξία η οποία προσδιορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41Α του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ 43 Α'), ό­πως ισχύει, όπου εφαρμόζεται το σύστημα του αντικει­μενικού προσδιορισμού, και από την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950 (ΦΕΚ 245 Α'), όπως ισχύει, στις λοιπές περιπτώσεις.

1. Ως φορολογητέα αξία των ακινήτων ή των εμπράγ­ματων σε αυτά δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων ο­ρίζεται το γινόμενο που προκύπτει από τις τιμές εκκίνη­σης ή αφετηρίας, που καθορίζονται σύμφωνα με τις δια­τάξεις των άρθρων 41 και 41Α του ν. 1249/1982, όπως ι­σχύει, όπου εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού αξίας ακινήτων, επί τους συντελεστές αυξομείωσης, όπως καθορίζονται κατωτέρω ανά είδος α­κινήτου ή κτηρίου.
Ως Συντελεστής Αξιοποίησης Οικοπέδου (ΣΑΟ), για τον υπολογισμό της φορολογητέας αξίας, λαμβάνεται ο ΣΑΟ που περιλαμβάνεται στις αποφάσεις προσδιορισμού αντικειμενικής αξίας ακινήτων (μικρότερος ή μεγαλύτερος), ανεξάρτητα αν ο συντελεστής δόμησης που ισχύει στην περιοχή είναι διαφορετικός.
Για τα έτη 2012 και 2013 και εφεξής λαμβάνονται υπόψη οι τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσης, όπως είχαν αναπροσαρμοσθεί κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις 41 και 41 Α του ν. 1249/1982 και ίσχυαν κατά την 31.12.2008, καθώς και οι τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσης όπως αναπροσαρμόστηκαν μετά την 31.12.2008 σε εκτέλεση ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία ακύρωσε τιμές εκκίνησης και συντελεστές αυξομείωσης που είχαν αναπροσαρμοστεί μέχρι 31.12.2008. Αν έχει βεβαιωθεί φόρος με βάση τιμές εκκίνησης και συντελεστές αυξομείωσης διαφορετικούς από αυτούς που ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο, διενερνείται νέα εκκαθάριση του φόρου από τη φορολογική διοίκηση και σε περίπτωση θεμελίωσης σχετικής αξίωσης, φόρος δεν μπορεί να επιστραφεί παρά μόνο να συμψηφιστεί με μελλοντικές οφειλές των υπόχρεων από το φόρο ακίνητης περιουσίας και τον ενιαίο φόρο ιδιοκτησίας ακινήτων. Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων δεν εφαρμόζονται για ακίνητα περιοχών που εντάχθηκαν στο σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού για πρώτη φορά μετά την 31.12.2008.
Αν το οικόπεδο είναι δεσμευμένο για κοινωφελή χρήση ο Σ. Α. Ο. είναι ίσος με το συντελεστή δόμησης του οικοδομικού τετραγώνου, όπως έχει καθοριστεί με προεδρικό διάταγμα.
Αν το οικόπεδο βρίσκεται σε περιοχή, στην οποία δεν έχουν καθοριστεί με τις αποφάσεις που προβλέπονται στην προηγούμενη περίπτωση, συντελεστής οικοπέδου (Σ.Οικ.), συνολική τιμή εκκίνησης του οικοπέδου και συντελεστής αξιοποίησης οικοπέδου (Σ.Α.Ο.), λαμβάνονται οι κατώτεροι αντίστοιχοι συντελεστές Σ.Οικ., συνολική τιμή εκκίνησης του οικοπέδου και Σ. Α.Ο. της ζώνης με τη χαμηλότερη τιμή ζώνης της οικείας Δημοτικής Ενότητας, όπως ορίζονται κάθε φορά στις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 41 του ν. 1249/1982. Αν δεν έχουν καθοριστεί τέτοιες ζώνες και τέτοιοι συντελεστές στη Δημοτική Ενότητα, λαμβάνονται οι κατώτερες αντίστοιχες τιμές του οικείου Δήμου, και, αν δεν έχουν καθοριστεί ούτε στο Δήμο, λαμβάνονται οι κατώτερες αντίστοιχες τιμές της οικείας Περιφερειακής Ενότητας και, αν δεν έχουν καθοριστεί ούτε στην Περιφερειακή Ενότητα, λαμβάνονται οι κατώτερες αντίστοιχες τιμές της οικείας Περιφέρειας.
Για τις περιοχές δήμων ή κοινοτήτων όπου δεν εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα, η αξία των οικοπέδων καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, με βάση την κατώτερη τιμή ανά τετραγωνι­κό μέτρο οικοπέδου του δήμου ή της κοινότητας, όπως προκύπτει σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950, όπως ισχύει.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται, για τις περιοχές που εντάσσονται στο σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού αξίας ακινήτων για πρώτη φορά, οι συντελεστές αξιοποίησης οικοπέδου, καθώς και κάθε άλλο θέμα για τον προσδιορισμό της αξίας των ακινήτων για τη φορολογία ακίνητης περιουσίας.
Για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων εδαφίων ως δήμοι και κοινότητες νοούνται οι δήμοι και κοινότητες του ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α').

2. Ο εντοπισμός, η κατάταξη ακινήτου σε κατηγορία, καθώς και οι ορισμοί των συντελεστών αυξομείωσης λαμβάνονται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρ­θρων 41 και 41Α του ν. 1249/1982, όπως ισχύουν, και από τις υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση των εν λόγω άρθρων, εκτός αν από τις διατάξεις του παρόντος νόμου ορίζεται άλλως.

3. Για τα ακίνητα εντός συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού αξίας ακινήτων σύμφωνα με τις διατά­ξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982, όπως ισχύει, η φο­ρολογητέα αξία προσδιορίζεται ανά κατηγορία ως εξής:
3.1 Η φορολογητέα αξία κατοικίας ή μονοκατοικίας ή διαμερίσματος είναι ίση με το γινόμενο της τιμής της α­ντίστοιχης ζώνης επί την επιφάνεια της κατοικίας ή μο­νοκατοικίας ή διαμερίσματος, το συντελεστή πρόσοψης, το συντελεστή ορόφου, το συντελεστή επιφάνειας, το συντελεστή παλαιότητας, τους συντελεστές ειδικών συνθηκών, το συντελεστή συνιδιοκτησίας και το ποσο­στό συνιδιοκτησίας αναλόγως του είδους του εμπράγμα­του δικαιώματος. Σε περίπτωση που στην κατοικία ή μο­νοκατοικία ή διαμέρισμα δηλώνεται και οικόπεδο, η αξία του ακινήτου προσαυξάνεται και με την αξία του υπολοί­που οικοπέδου, όπως αυτή προσδιορίζεται από την πα­ράγραφο 3.3 του παρόντος άρθρου.
3.1.1 Ανάλογα με την πρόσοψη εφαρμόζεται συντελε­στής πρόσοψης ως εξής: 1,00 για πρόσοψη σε ένα μόνο δρόμο, 1,05 για προσόψεις σε δύο ή περισσότερους δρό­μους ή σε δρόμο και πλατεία και 0,80 αν δεν έχει πρόσο­ψη σε δρόμο.
3.1.2 Ανάλογα με τον όροφο που βρίσκεται το κτίσμα και το συντελεστή εμπορικότητας του οικοπέδου εφαρ­μόζεται συντελεστής ορόφου ο οποίος καθορίζεται ως ακολούθως:
α) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι μικρότερος του 1,5 εφαρμόζεται συντελεστής ορόφου 0,60 για το υ­πόγειο, 0,90 για το ισόγειο, 1,00 για τον 1ο όροφο, 1,05 για τον 2ο όροφο, 1,10 για τον 3ο όροφο, 1,15 για τον 4ο όροφο, 1,20 για τον 5ο όροφο, 1,25 για τον 6ο ή υψηλό­τερο όροφο.
β) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι μεγαλύτε­ρος ή ίσος του 1,5 και μικρότερος του 3 εφαρμόζεται συ­ντελεστής ορόφου 0,60 για το υπόγειο, 1,20 για το ισό­γειο, 1,10 για τον 1 ο όροφο, 1,05 για τον 2ο όροφο, 1,10 για τον 3ο όροφο, 1,15 για τον 4ο όροφο, 1,20 για τον 5ο όροφο, 1,25 για τον 6ο ή υψηλότερο όροφο.
γ) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι μεγαλύτε­ρος ή ίσος του 3 και μικρότερος του 5 εφαρμόζεται συ­ντελεστής ορόφου 0,60 για το υπόγειο, 1,25 για το ισό­γειο, 1,15 για τον 1 ο όροφο, 1,10 για τον 2ο όροφο, 1,10 για τον 3ο όροφο, 1,15 για τον 4ο όροφο, 1,20 για τον 5ο όροφο, 1,25 για τον 6ο ή υψηλότερο όροφο.
δ) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι μεγαλύτε­ρος ή ίσος του 5 εφαρμόζεται συντελεστής ορόφου 0,60 για το υπόγειο, 1,30 για το ισόγειο, 1,20 για τον 1ο όρο­φο, 1,15 για τον 2ο όροφο, 1,15 για τον 3ο όροφο, 1,15 για τον 4ο όροφο, 1,20 για τον 5ο όροφο, 1,25 για τον 6ο ή υψηλότερο όροφο.
3.1.3 Ανάλογα του εμβαδού εφαρμόζεται συντελε­στής επιφάνειας κυρίων χώρων ως εξής: 1,05 για επιφά­νεια μικρότερη ή ίση των 25 τ.μ., 1,00 για επιφάνεια με­γαλύτερη των 25 τ.μ. και μικρότερη ή ίση των 100 τ.μ., 1,05 για επιφάνεια μεγαλύτερη των 100 τ.μ. και μικρότε­ρη ή ίση των 200 τ.μ., 1,10 για επιφάνεια μεγαλύτερη των 200 τ.μ. και μικρότερη ή ίση των 300 τ.μ., 1,20 για ε­πιφάνεια μεγαλύτερη των 300 τ.μ. και μικρότερη ή ίση των 500 τ.μ., 1,30 για επιφάνεια μεγαλύτερη των 500 τ.μ..
3.1.4 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής παλαιότητας ως εξής: 0,90 από 1 έως 5 έ­τη, 0,80 από 6 έως 10 έτη, 0,75 από 11 έως 15 έτη, 0,70 από 16 έως 20 έτη, 0,65 από 21 έως 25 έτη, 0,60 από 26 και άνω έτη.
3.1.5 Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές ειδικών συνθηκών: 0,80 για διατηρητέο κτίσμα, 0,75 για απαλλο­τριωτέο ακίνητο και 0,40 για ημιτελές κτίσμα.
3.1.6 Η αξία των βοηθητικών χώρων που είναι παρακολουθήματα της κατοικίας, μονοκατοικίας ή διαμερίσμα­τος υπολογίζεται βάσει των ανωτέρω, λαμβάνοντας ως επιφάνεια ποσοστό ίσο με το είκοσι τοις εκατό (20%) του εμβαδού των βοηθητικών χώρων.
3.2 Η φορολογητέα αξία επαγγελματικής στέγης είναι ίση με το γινόμενο της τιμής της αντίστοιχης ζώνης επί τη συνολική επιφάνεια της επαγγελματικής στέγης, το συντελεστή πρόσοψης, το συντελεστή ορόφου, το συ­ντελεστή επιφάνειας, το συντελεστή παλαιότητας, τους συντελεστές ειδικών συνθηκών, το συντελεστή συνιδιο­κτησίας και το ποσοστό συνιδιοκτησίας αναλόγως του είδους εμπράγματου δικαιώματος. Σε περίπτωση που στην επαγγελματική στέγη δηλώνεται και οικόπεδο η α­ξία της προσαυξάνεται με την αξία του υπολοίπου οικο­πέδου, όπως αυτή προσδιορίζεται από την παράγραφο 3.3 του παρόντος άρθρου.
3.2.1 Ανάλογα με την πρόσοψη εφαρμόζεται συντελε­στής πρόσοψης ως εξής: 1,00 για πρόσοψη σε ένα μόνο δρόμο,1,08 για προσόψεις σε δύο ή περισσότερους δρό­μους ή σε δρόμο και πλατεία και 0,60 αν δεν έχει πρόσο­ψη σε δρόμο.
3.2.2 Ανάλογα με τον όροφο στον οποίο βρίσκεται η επαγγελματική στέγη και το συντελεστή εμπορικότητας του δρόμου ή των δρόμων στον οποίο έχει πρόσοψη ή προσόψεις η επαγγελματική στέγη εφαρμόζεται συντε­λεστής ορόφου ως εξής:
α) Αν η επαγγελματική στέγη βρίσκεται στο ισόγειο ως Συντελεστής Ορόφου λαμβάνεται ο Συντελεστής Εμπο­ρικότητας. Αν η επαγγελματική στέγη βρίσκεται στο ισό­γειο και δεν έχει πρόσοψη σε δρόμο ως Συντελεστής Ο­ρόφου λαμβάνεται το γινόμενο του Συντελεστή Εμπορι­κότητας επί 0,80.
β) Αν η επαγγελματική στέγη βρίσκεται στο υπόγειο ως Συντελεστής Ορόφου λαμβάνεται το γινόμενο του Συντελεστή Εμπορικότητας επί 0,50.
γ) Αν η επαγγελματική στέγη βρίσκεται σε όροφο τότε ο συντελεστής ορόφου καθορίζεται ως ακολούθως:
γα) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι μικρότερος του 1,5 εφαρμόζεται συντελεστής 1,20 για τον 1ο όρο­φο, 1,25 για τον 2ο όροφο, 1,30 για τον 3ο όροφο, 1,30 για τον 4ο όροφο, 1,35 για τον 5ο ή υψηλότερο όροφο.
γβ) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι μεγαλύτε­ρος ή ίσος του 1,5 και μικρότερος του 3 εφαρμόζεται συ­ντελεστής 1,35 για τον 1ο όροφο, 1,30 για τον 2ο όρο­φο, 1,30 για τον 3ο όροφο, 1,30 για τον 4ο όροφο, 1,35 για τον 5ο ή υψηλότερο όροφο.
γγ) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι μεγαλύτε­ρος ή ίσος του 3 και μικρότερος του 5 εφαρμόζεται συ­ντελεστής 1,40 για τον 1ο όροφο, 1,35 για τον 2ο όρο­φο, 1,30 για τον 3ο όροφο, 1,30 για τον 4ο όροφο, 1,35 για τον 5ο ή υψηλότερο όροφο.
γδ) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι μεγαλύτε­ρος ή ίσος του 5 εφαρμόζεται συντελεστής 1,45 για τον 1ο όροφο, 1,40 για τον 2ο όροφο, 1,35 για τον 3ο όρο­φο, 1,35 για τον 4ο όροφο, 1,35 για τον 5ο ή υψηλότερο όροφο.
Όταν η επαγγελματική στέγη δεν έχει πρόσοψη τότε ως συντελεστής εμπορικότητας λαμβάνεται αυτός της διεύθυνσης του ακινήτου.
3.2.3 Ανάλογα του εμβαδού εφαρμόζεται συντελε­στής επιφάνειας ως εξής: 1,10 για επιφάνεια μικρότερη ή ίση των 25 τ.μ., 1,05 για επιφάνεια μεγαλύτερη των 25 τ.μ. και μικρότερη ή ίση των 50 τ.μ., 1,00 για επιφάνεια μεγαλύτερη των 50 τ.μ. και μικρότερη ή ίση των 100 τ.μ., 0,90 για επιφάνεια μεγαλύτερη των 100 τ.μ. και μικρότε­ρη ή ίση των 200 τ.μ., 0,85 για επιφάνεια μεγαλύτερη των 200 τ.μ. και μικρότερη ή ίση των 300 τ.μ., 0,80 για ε­πιφάνεια μεγαλύτερη των 300 τ.μ.. Για τον υπολογισμό του συντελεστή επιφάνειας ως εμβαδόν λαμβάνεται το άθροισμα των τετραγωνικών μέτρων των κυρίων χώρων και ποσοστό είκοσι τοις εκατό της επιφάνειας των βοη­θητικών χώρων.
3.2.4 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας και τον όρο­φο στον οποίο βρίσκεται η επαγγελματική στέγη εφαρ­μόζεται συντελεστής παλαιότητας ως εξής:
α) Όταν η επαγγελματική στέγη βρίσκεται σε ισόγειο 0,95 για έτη από 1 έως 5, 0,90 για έτη από 6 έως 10, 0,85 για έτη από 11 έως 15, 0,80 για έτη από 16 και άνω.
β) Όταν η επαγγελματική στέγη βρίσκεται σε άλλον ε­κτός του ισογείου όροφο 0,90 για έτη από 1 έως 5, 0,80 για έτη από 6 έως 10, 0,75 για έτη από 11 έως 15, 0,70 για έτη από 16 έως 20, 0,65 για έτη από 21 έως 25, 0,60 για έτη από 26 και άνω.
3.2.5 Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές ειδικών συνθηκών: 0,80 για διατηρητέο κτίσμα, 0,75 για απαλλο­τριωτέο ακίνητο και 0,50 για ημιτελές κτίσμα.
3.2.6 Η αξία των βοηθητικών χώρων που είναι παρακολουθήματα της επαγγελματικής στέγης υπολογίζεται βάσει των προηγούμενων εδαφίων, λαμβάνοντας ως επι­φάνεια ποσοστό ίσο με το είκοσι τοις εκατό (20%) του εμβαδού των βοηθητικών χώρων.
3.3 Η φορολογητέα αξία οικόπεδου είναι ίση με το γι­νόμενο του συντελεστή οικοπέδου επί τη συνολική τιμή εκκίνησης οικοπέδου, το συντελεστή πρόσοψης, την επιφάνεια του οικοπέδου, τους συντελεστές ειδικών συν­θηκών, το συντελεστή ποσοστού αξίας οικοπέδου, το συντελεστή συνιδιοκτησίας και το ποσοστό συνιδιοκτη­σίας αναλόγως του είδους εμπράγματου δικαιώματος.
3.3.1 Ανάλογα με την πρόσοψη εφαρμόζεται συντελε­στής πρόσοψης ως εξής: 1,00 για πρόσοψη σε ένα μόνο δρόμο,1,08 για προσόψεις σε δύο ή περισσότερους δρό­μους ή σε δρόμο και πλατεία και 0,80 αν δεν έχει πρόσο­ψη σε δρόμο.
3.3.2 Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές ειδικών συνθηκών: 0,60 για οικόπεδο που δεν είναι οικοδομήσι­μο και δεν μπορεί να τακτοποιηθεί, καθώς και για ποσο­στά ιδιοκτησίας οικοπέδου που αναφέρονται στη δυνα­τότητα μελλοντικής δόμησης αλλά αβέβαιης λόγω εξά-ντλησής του, κατά το χρόνο φορολογίας, συντελεστή δόμησης, 0,80 για οικόπεδο που δεν είναι οικοδομήσιμο αλλά μπορεί να τακτοποιηθεί, 0,80 για απαλλοτριωτέο α­κίνητο, 0,90 για οικόπεδο που τελεί υπό αναστολή οικο­δομικών αδειών, η οποία δεν έχει αρθεί.
3.3.3 Για την περίπτωση υπολογισμού αξίας οικοπέδου που αντιστοιχεί στο σύνολο της υπολειπόμενης, μέχρι ε­ξαντλήσεως του συντελεστή αξιοποίησης οικοπέδου, δομήσιμης επιφάνειας που δεν έχει οικοδομηθεί, εφαρ­μόζεται συντελεστής ποσοστού αξίας οικοπέδου που προκύπτει από τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο:

1 -

Επιφάνεια υφισταμένων στο οικόπεδο κτισμάτων

Επιφάνεια οικοπέδου σε τετραγωνικά μέτρα επί Συντελεστή Αξιοποίησης Οικοπέδου

Σε περίπτωση που προκύπτει αρνητικό αποτέλεσμα τό τε δεν υπολογίζεται αξία οικοπέδου.
3.4 Η φορολογητέα αξία των αποθηκών, καθώς και των γεωργικών κτισμάτων είναι ίση με το γινόμενο της τιμής της αντίστοιχης ζώνης επί τη συνολική επιφάνεια της αποθήκης - γεωργικού κτίσματος, το συντελεστή θέσης, το συντελεστή παλαιότητας, τους συντελεστές ειδικών συνθηκών, το συντελεστή συνιδιοκτησίας και το ποσοστό συνιδιοκτησίας αναλόγως του είδους εμπράγματου δικαιώματος. Σε περίπτωση που στην αποθήκη - γεωργικό κτίσμα δηλώνεται και οικόπεδο, η αξία της προσαυξάνεται με την αξία του υπολοίπου οικοπέδου όπως αυτή προσδιορίζεται από την παράγραφο 3.3 του παρόντος άρθρου.
3.4.1 Ανάλογα με τον όροφο στον οποίο βρίσκεται η α­ποθήκη ή το γεωργικό κτίσμα και το συντελεστή εμπορικότητας του δρόμου ή των δρόμων στον οποίο έχει πρό­σοψη ή προσόψεις το κτίσμα εφαρμόζεται συντελεστής θέσης ως εξής:
α) Αν η αποθήκη ή το γεωργικό κτίσμα βρίσκεται στο ι­σόγειο ως συντελεστής θέσης λαμβάνεται το γινόμενο του συντελεστή εμπορικότητας επί 0,30.
β) Αν η αποθήκη ή το γεωργικό κτίσμα βρίσκεται στο υ­πόγειο ως συντελεστής θέσης λαμβάνεται το γινόμενο του συντελεστή εμπορικότητας επί 0,15.
γ) Αν η αποθήκη ή το γεωργικό κτίσμα βρίσκεται σε ό­ροφο τότε ο συντελεστής θέσης καθορίζεται ως ακολού­θως:
γα) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι μικρότερος του 1,5 εφαρμόζεται συντελεστής: 1,00 για τον 1ο όρο­φο, 1,05 για τον 2ο όροφο, 1,10 για τον 3ο όροφο, 1,15
για τον 4ο όροφο, 1,20 για τον 5ο όροφο, 1,25 για τον 6ο ή υψηλότερο όροφο.
γβ) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι μεγαλύτε­ρος ή ίσος του 1,5 και μικρότερος του 3 εφαρμόζεται συ­ντελεστής 1,10 για τον 1ο όροφο, 1,05 για τον 2ο όρο­φο, 1,10 για τον 3ο όροφο, 1,15 για τον 4ο όροφο, 1,20 για τον 5ο όροφο, 1,25 για τον 6ο ή υψηλότερο όροφο.
γγ) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι μεγαλύτε­ρος ή ίσος του 3 και μικρότερος του 5 εφαρμόζεται συ­ντελεστής: 1,15 για τον 1 ο όροφο, 1,10 για τον 2ο όρο­φο, 1,10 για τον 3ο όροφο, 1,15 για τον 4ο όροφο, 1,20 για τον 5ο όροφο, 1,25 για τον 6ο ή υψηλότερο όροφο.
γδ) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι μεγαλύτε­ρος ή ίσος του 5 εφαρμόζεται συντελεστής: 1,20 για τον 1ο όροφο, 1,15 για τον 2ο όροφο, 1,15 για τον 3ο όρο­φο, 1,15 για τον 4ο όροφο, 1,20 για τον 5ο όροφο, 1,25 για τον 6ο ή υψηλότερο όροφο.
3.4.2 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας της αποθή­κης ή του γεωργικού κτίσματος εφαρμόζεται συντελε­στής παλαιότητας ως εξής: 0,95 για έτη από 1 έως 5, 0,90 για έτη από 6 έως 10, 0,85 για έτη από 11 έως 15, 0,80 για έτη από 16 έως 20, 0,75 για έτη από 21 έως 25, 0,70 για έτη από 26 και άνω.
3.4.3 Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές ειδικών συνθηκών: 0,80 για διατηρητέο κτίσμα, 0,75 για απαλλο­τριωτέο ακίνητο και 0,80 για ημιτελές κτίσμα.
3.4.4 Η αξία των βοηθητικών χώρων που είναι παρακολούθημα της αποθήκης ή του γεωργικού κτίσματος υπο­λογίζεται βάσει των ανωτέρω, λαμβάνοντας ως επιφά­νεια ποσοστό ίσο με το είκοσι τοις εκατό (20%) του εμ­βαδού των βοηθητικών χώρων.
3.4.5 Όταν η αποθήκη ή το γεωργικό κτίσμα δεν έχει πρόσοψη τότε ως συντελεστής εμπορικότητας λαμβάνε­ται αυτός της διεύθυνσης του ακινήτου.
3.5 Η φορολογητέα αξία θέσης στάθμευσης είναι ίση με το γινόμενο της τιμής της αντίστοιχης ζώνης επί τη συνολική επιφάνεια της θέσης στάθμευσης, το συντελε­στή θέσης, το συντελεστή παλαιότητας, τους συντελε­στές ειδικών συνθηκών, το συντελεστή συνιδιοκτησίας και το ποσοστό συνιδιοκτησίας αναλόγως του είδους ε­μπραγμάτου δικαιώματος. Σε περίπτωση που στη θέση στάθμευσης δηλώνεται και οικόπεδο η αξία του ακινήτου προσαυξάνεται και με την αξία του υπολοίπου οικοπέδου, όπως αυτή προσδιορίζεται από την παράγραφο 3.3 του παρόντος άρθρου.
3.5.1 Ανάλογα με τον όροφο και το συντελεστή εμπο­ρικότητας του οικοπέδου στο οποίο βρίσκεται η θέση στάθμευσης εφαρμόζεται συντελεστής θέσης ως ακο­λούθως:
α) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι ίσος με 1 ε­φαρμόζεται συντελεστής 0,20 για το υπόγειο, 0,30 για το ισόγειο, 0,25 για τον 1ο και επόμενους ορόφους.
β) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι μεγαλύτε­ρος του 1 και μικρότερος ή ίσος του 2 εφαρμόζεται συ­ντελεστής 0,25 για το υπόγειο, 0,35 για το ισόγειο, 0,30 για τον 1ο και επόμενους ορόφους.
γ) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι μεγαλύτε­ρος του 2 και μικρότερος ή ίσος του 3 εφαρμόζεται συ­ντελεστής 0,30 για το υπόγειο, 0,40 για το ισόγειο, 0,35 για τον 1ο και επόμενους ορόφους.
δ) Αν ο συντελεστής εμπορικότητας είναι μεγαλύτε­ρος του 3 εφαρμόζεται συντελεστής 0,35 για το υπό­γειο, 0,45 για το ισόγειο, 0,40 για τον 1ο και επόμενους ορόφους.
3.5.2 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής παλαιότητας ως εξής: 0,95 για έτη από 1 έ­ως 5, 0,90 για έτη από 6 έως 10, 0,85 για έτη από 11 έως 15, 0,80 για έτη από 16 έως 20, 0,75 για έτη από 21 έως 25, 0,70 για έτη από 26 και άνω.
3.5.3 Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές ειδικών συνθηκών: 0,80 για διατηρητέο κτίσμα, 0,75 για απαλλο­τριωτέο ακίνητο και 0,80 για ημιτελές κτίσμα.
3.5.4 Η αξία των βοηθητικών χώρων που είναι παρακολούθημα των θέσεων στάθμευσης υπολογίζεται βάσει των ανωτέρω, λαμβάνοντας ως επιφάνεια ποσοστό ίσο με το είκοσι τοις εκατό (20%) του εμβαδού των βοηθητι­κών χώρων,
3.5.5 Όταν η θέση στάθμευσης δεν έχει πρόσοψη τότε συντελεστής εμπορικότητας είναι αυτός της διεύθυνσης του ακινήτου.
3.5.6 Για τα ακίνητα που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου ισχύουν τα εξής:
α) Σε περιπτώσεις ποσοστού συνιδιοκτησίας πλήρους ή ψιλής κυριότητας εφαρμόζεται συντελεστής συνιδιο­κτησίας ο οποίος ορίζεται σε 0,90. Δεν εφαρμόζεται ο συντελεστής όταν ο υπόχρεος σε φόρο έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας στην επικαρπία.
β) Σε περιπτώσεις οικοπέδου που δεν είναι οικοδομή­σιμο, απαλλοτριωτέων ακίνητων και των ορισμένων οικι­σμών των πινάκων τιμών του Α.Π.Α.Α. δεν εφαρμόζεται συντελεστής πρόσοψης.
γ) Σε περίπτωση που ακίνητο εντοπίζεται σε περισσό­τερα του ενός οικοδομικά τετράγωνα με πολλαπλά προσδιοριστικά στοιχεία υπολογισμού αξίας, για τον προσδιορισμό του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας λαμβάνε­ται εκείνος ο συνδυασμός συντελεστών που προσδιορί­ζει την ευνοϊκότερη για τον φορολογούμενο αξία ακινή­του, εφόσον δεν υπολείπεται του 50% της υψηλότερης αξίας ακινήτου που θα μπορούσε να προκύψει από τους πιθανούς συνδυασμούς συντελεστών.
δ) Σε περίπτωση που ακίνητο εντοπίζεται σε οικοδομι­κό τετράγωνο όπου ισχύουν πολλαπλά προσδιοριστικά στοιχεία υπολογισμού αξίας, για τον προσδιορισμό του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας λαμβάνεται το σύνολο των συντελεστών που προσδιορίζει την ευνοϊκότερη για τον φορολογούμενο αξία ακινήτου.
ε) Σε περίπτωση οικοπέδων όπου από τις τηρούμενες πληροφορίες στη βάση δεδομένων του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού αξίας ακινήτων δεν προκύ­πτουν τα στοιχεία προσδιορισμού της τιμής του Συντε­λεστή Αξιοποίησης Οικοπέδου, για τον προσδιορισμό του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας, αυτός λαμβάνεται σύμ­φωνα με τα κατωτέρω:
εα) Για οικόπεδα που βρίσκονται σε περιοχές με όρους δόμησης οικισμών προϋφισταμένων του 1923 ή κάτω των δύο χιλιάδων (2.000) κατοίκων, ανεξάρτητα από τη χρήση τους και τη δυνατότητα κατάτμησής τους σε μι­κρότερα άρτια οικόπεδα, ο Συντελεστής Αξιοποίησης Οικοπέδου προσδιορίζεται ανάλογα με το εμβαδόν του οι­κοπέδου και σύμφωνα με τις τιμές των περιπτώσεων «κατοικία, ακάλυπτα οικόπεδα και λοιπές χρήσεις» ή «κατοικία και ακάλυπτα οικόπεδα» του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού αξίας, κατά περίπτωση.
εβ) Για οικόπεδα που η τιμή του Συντελεστή Αξιοποίη­σης Οικοπέδου επηρεάζεται από διάφορες παραμέ­τρους, ως Συντελεστής Αξιοποίησης Οικοπέδου λαμβά­νεται αυτός που είναι ευνοϊκότερος για τον φορολογού­μενο, ανά περιοχή ή περίπτωση.
εγ) Για οικόπεδα που βρίσκονται σε περιοχές που από τους πίνακες τιμών για τον προσδιορισμό του Συντελε­στή Αξιοποίησης Οικοπέδου απαιτείται βεβαίωση της Πολεοδομίας, λαμβάνονται οι τιμές Συντελεστή Αξιοποί­ησης Οικοπέδου που δίδονται στον κατωτέρω πίνακα:

Δήμος ή Οικισμός

Συντελεστής Αξιοποίησης Οικοπέδου

ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ

D1 = 0,80

ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ       

D1 =1,00 D2 = 0,80 D3 = 0,80

ΑΙΓΑΛΕΩ

D1 = 1,60

ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ

D1 = 0,80

ΚΗΦΙΣΙΑΣ

D1 = 0,40

ΝΕΑΣ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ

D1 = 0,40

ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ

D2 = 1,20

ΕΡΥΘΡΩΝ

D3 = 0,80

ΜΕΓΑΡΩΝ ΝΕΟ ΜΕΛΙ

D3 = 0,80

ΟΙΝΟΗΣ

D3 = 0,80

ΑΝΑΒΥΣΣΟΥ

D1 = 0,80

ΑΝΟΙΞΕΩΣ

Σ.Α.Ο. = 0,40

ΑΦΙΔΝΩΝ

D3 = 0,80

ΔΙΟΝΥΣΟΥ

D1 = 0,40

ΔΡΟΣΙΑΣ

D1 = 0,60

ΠΑΛΛΗΝΗΣ

(ΛΟΦΟΣ ΕΝΤΙΣΟΝ)

Σ.Α.Ο. = 0,80

ΡΟΔΟΠΟΛΗΣ

D1 = 0,40

ΣΠΑΤΩΝ

D3 = 0,80

ΞΑΝΘΗΣ

D3 = 0,40

ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ

D1 = 1,00

ΝΙΓΡΙΤΑΣ

Σ.Α.Ο. = 1,40

ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟΥ

D3 = 0,90

ΤΡΙΚΑΛΩΝ

D4 = 1,80

ΠΡΕΒΕΖΑΣ

D2 = 0,40

ΛΟΥΤΡΩΝ ΑΙΔΗΨΟΥ

D3 = 1,00

ΚΑΝΟΝΙΟΥ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

D1 = 0,40

ΣΥΚΥΩΝΟΣ

ΔΥΤΙΚΗΣ ΤΡΑΓΑΝΑΣ

Σ.Α.Ο. = 0,80

ΚΑΣΤΡΟΥ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ

D3 = 1,00

ΣΑΜΟΥ

D1 = 1,20

ΙΑΛΥΣΟΥ

Σ.Α.Ο. = 0,40

ΡΟΔΟΥ

D1 = 1,00

ΓΟΥΡΝΩΝ

Σ.Α.Ο. = 0,60

3Ο ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΑΘΗΝΩΝ

D3 = 0,80

ΑΙΓΑΛΕΩ

D3 = 0,80

ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ

D3 = 0,80

ΤΑΥΡΟΣ

D3 = 0,80

ΑΓ. Ι. ΡΕΝΤΗ

D3 = 0,80

εδ) Για οικόπεδα που βρίσκονται εντός οικοδομικών τετραγώνων που τέμνονται από μία ή περισσότερες ο­ριογραμμές διαφορετικών Συντελεστών Αξιοποίησης Οι­κοπέδου, λαμβάνεται ως τιμή Συντελεστή Αξιοποίησης Οικοπέδου η ευνοϊκότερη για τον φορολογούμενο.
εε) Για οικόπεδα που βρίσκονται σε περιοχές, στις οποίες υπάρχουν δύο ή περισσότερες τιμές Συντελεστή Αξιοποίησης Οικοπέδου και δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της θέσης τους, λόγω έλλειψης της γεωγραφικής απεικόνισης της περιοχής σε χάρτη, ως τιμή Συντελεστή Αξιοποίησης Οικοπέδου λαμβάνεται η μικρότερη τιμή.
εστ) Για οικόπεδα που βρίσκονται σε περιοχές, οι οποίες εντάχθηκαν στο αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού αξίας ακινήτων από το έτος 2011, στις οποίες δεν υπάρχει τιμή Συντελεστή Αξιοποίησης Οικοπέδου, ως Συντελεστής Αξιοποίησης Οικοπέδου λαμβάνεται η τιμή 0,60.

4. Για τα ακίνητα των οποίων η αξία των κτισμάτων τους προκύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41Α του ν. 1249/1982, όπως ισχύει, με εξαίρεση τα ειδικά κτίσματα, και τα οποία βρίσκονται επί οικοπέδου η αξία του οποίου προκύπτει σύμφωνα με τις χαμηλότερες τιμές ζώνης της οικείας Δημοτικής Ενότητας είτε του οικείου Δήμου είτε της οικείας Περιφερειακής Ενότητας είτε της οικείας Περιφέρειας, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ή επί αγροτεμαχίου, η φο­ρολογητέα αξία προσδιορίζεται ανά κατηγορία ως εξής:
4.1 Η φορολογητέα αξία του οικοπέδου προκύπτει από το γινόμενο της συνολικής τιμής εκκίνησης του οικοπέδου, του συντελεστή οικοπέδου, ο οποίος δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος του 1, της επιφάνειας του οικοπέδου και του ποσοστού συνιδιοκτησίας αναλόγως του είδους εμπραγμάτου δικαιώματος.
4.2 Η φορολογητέα αξία κατοικίας ή διαμερίσματος εί­ναι ίση με το άθροισμα της αξίας του οικοπέδου, όπως ο­ρίζεται στην παράγραφο 4.1 του παρόντος άρθρου, και της αξίας του κτίσματος, όπως αυτή προκύπτει από το γινόμενο της τιμής εκκίνησης επί 1,40, την επιφάνεια της κατοικίας ή του διαμερίσματος, το συντελεστή μεγέ­θους, το συντελεστή παλαιότητας, τους συντελεστές ει­δικών συνθηκών, το συντελεστή εξομάλυνσης και το πο­σοστό συνιδιοκτησίας αναλόγως του είδους εμπράγμα­του δικαιώματος.
4.2.1 Ως επιφάνεια ορίζεται το άθροισμα των τετραγωνικών μέτρων των κυρίων χώρων και ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της επιφάνειας των βοηθητικών χώρων.
4.2.2 Ανάλογα με την επιφάνεια της περίπτωσης 4.2.1 εφαρμόζεται συντελεστής μεγέθους ως εξής: 1,00 για ε­πιφάνεια μέχρι 200 τ.μ., 1,10 για επιφάνεια πάνω από 200 τ.μ. και μέχρι 300 τ.μ. και 1,20 για επιφάνεια πάνω α­πό 300 τ.μ..
4.2.3 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής παλαιότητας ως εξής: 0,90 για έτη από 1 έ­ως 5, 0,80 για έτη από 6 έως 10, 0,70 για έτη από 11 έως 20, 0,60 για έτη από 21 έως 30, 0,50 για έτη 31 έως 40, 0,40 για έτη 41 έως 50, 0,30 για έτη από 51 και άνω.
4.2.4 Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές ειδικών συνθηκών: 0,70 για απαλλοτριωτέο ακίνητο και 0,30 για ημιτελές κτίσμα.
4.2.5 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής εξομάλυνσης ως εξής: 0,70 για έτη από 21 έως 50, 0,60 για έτη 51 και άνω.
4.3 Η φορολογητέα αξία μονοκατοικίας είναι ίση με το άθροισμα της αξίας του οικοπέδου, όπως ορίζεται στην παράγραφο 4.1 του παρόντος άρθρου και της αξίας του κτίσματος, όπως αυτή προκύπτει από το γινόμενο της τι­μής εκκίνησης επί 1,20, την επιφάνεια της μονοκατοι­κίας, το συντελεστή μεγέθους, το συντελεστή παλαιότη­τας, τους συντελεστές ειδικών συνθηκών, το συντελε­στή εξομάλυνσης και το ποσοστό συνιδιοκτησίας αναλό­γως του είδους εμπραγμάτου δικαιώματος.
4.3.1 Ως επιφάνεια ορίζεται το άθροισμα των κυρίων χώρων και ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της επιφάνειας των βοηθητικών χώρων.
4.3.2 Ανάλογα με την επιφάνεια της περίπτωσης 4.3.1 εφαρμόζεται συντελεστής μεγέθους ως εξής: 1,00 για ε­πιφάνεια μέχρι 200 τ.μ., 1,10 για επιφάνεια πάνω από 200 τ.μ. και μέχρι 300 τ.μ., 1,20 για επιφάνεια πάνω από 300 τ.μ. και μέχρι 400 τ.μ., 1,30 για επιφάνεια πάνω από 400 τ.μ. και μέχρι 500 τ.μ., 1,40 για επιφάνεια πάνω από 500 τ.μ. και μέχρι 600 τ.μ. και 1,50 για επιφάνεια πάνω α­πό 600 τ.μ..
4.3.3 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής παλαιότητας ως εξής: 0,90 για έτη από 1 έ­ως 5, 0,80 για έτη από 6 έως 10, 0,70 για έτη από 11 έως 20, 0,60 για έτη από 21 έως 30, 0,50 για έτη 31 έως 40, 0,40 για έτη 41 έως 50, 0,30 για έτη από 51 και άνω.
4.3.4 Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές ειδικών συνθηκών: 0,70 για απαλλοτριωτέο ακίνητο και 0,30 για ημιτελές κτίσμα.
4.3.5 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής εξομάλυνσης ως εξής: 0,70 για έτη από 21 έως 50, 0,60 για έτη 51 και άνω.
4.4 Η φορολογητέα αξία επαγγελματικής στέγης είναι ίση με το άθροισμα της αξίας του οικοπέδου, όπως ορί­ζεται στην παράγραφο 4.1 του παρόντος άρθρου και της αξίας του κτίσματος, όπως αυτή προκύπτει από το γινό­μενο της τιμής εκκίνησης επί 1,40, την επιφάνεια της επαγγελματικής στέγης, το συντελεστή μεγέθους, το συ­ντελεστή παλαιότητας, τους συντελεστές ειδικών συν­θηκών, το συντελεστή εξομάλυνσης και το ποσοστό συ­νιδιοκτησίας αναλόγως του είδους εμπραγμάτου δικαιώ­ματος.
4.4.1 Ως επιφάνεια ορίζεται το άθροισμα των κυρίων χώρων και ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της επιφάνειας των βοηθητικών χώρων.
4.4.2 Ανάλογα με την επιφάνεια της περίπτωσης 4.4.1 εφαρμόζεται συντελεστής μεγέθους ως εξής: 1,00 για ε­πιφάνεια μέχρι 100 τ.μ., 0,90 για επιφάνεια πάνω από 100 και μέχρι 200 τ.μ., 0,85 για επιφάνεια πάνω από 200 τ.μ. και μέχρι 300 τ.μ., 0,80 για επιφάνεια πάνω από 300 τ.μ..
4.4.3 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής παλαιότητας ως εξής: 0,90 για έτη από 1 έ­ως 5, 0,80 για έτη από 6 έως 10, 0,70 για έτη από 11 έως 20, 0,60 για έτη από 21 έως 30, 0,50 για έτη 31 και άνω.
4.4.4 Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές ειδικών συνθηκών: 0,70 για απαλλοτριωτέο ακίνητο και 0,30 για ημιτελές κτίσμα.
4.4.5 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής εξομάλυνσης ως εξής: 0,70 για έτη από 21 έως 50, 0,60 για έτη 51 και άνω.
4.5 Η φορολογητέα αξία γεωργικού κτηρίου ή της απο­θήκης είναι ίση με το άθροισμα της αξίας οικοπέδου, ό­πως ορίζεται στην παράγραφο 4.1 του παρόντος άρθρου και της αξίας κτίσματος, όπως αυτή προκύπτει από το γι­νόμενο της τιμής εκκίνησης επί 1,30, την επιφάνεια του γεωργικού κτιρίου ή της αποθήκης, το συντελεστή μεγέ­θους, το συντελεστή παλαιότητας, τους συντελεστές ει­δικών συνθηκών, το συντελεστή εξομάλυνσης και το πο­σοστό συνιδιοκτησίας αναλόγως του είδους εμπραγμά­του δικαιώματος.
4.5.1 Ως επιφάνεια γεωργικού κτιρίου - αποθήκης λαμβάνεται η συνολική επιφάνεια όλων των κτισμάτων κυρίων και βοηθητικών χώρων ή παρακολουθημάτων.
4.5.2 Ανάλογα με την επιφάνεια της περίπτωσης 4.5.1 εφαρμόζεται συντελεστής μεγέθους ως εξής: 0,70 για ε­πιφάνεια έως και 60 τ.μ., 1,00 για επιφάνεια μεγαλύτερη από 60 και έως και 500 τ.μ., 0,95 για επιφάνεια μεγαλύ­τερη από 500 τ.μ. και έως και 1.000 τ.μ., 0,90 για επιφάνεια μεγαλύτερη από 1.000 τ.μ. και έως και 1.500 τ.μ., 0,85 για επιφάνεια μεγαλύτερη από 1.500 τ.μ. και έως και 2.000 τ.μ. και 0,80 για επιφάνεια μεγαλύτερη από 2.000 τ.μ..
4.5.3 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής παλαιότητας ως εξής: 0,90 για έτη από 1 έ­ως 5, 0,80 για έτη από 6 έως 10, 0,70 για έτη από 11 έως 20, 0,60 για έτη από 21 έως 30, 0,50 για έτη 31 και άνω.
4.5.4 Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές ειδικών συνθηκών: 0,70 για απαλλοτριωτέο ακίνητο και 0,50 για ημιτελές κτίσμα.
4.5.5 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής εξομάλυνσης ως εξής: 0,70 για έτη από 21 έως 50, 0,60 για έτη 51 και άνω.
4.6 Η φορολογητέα αξία θέσης στάθμευσης είναι ίση με το άθροισμα του οικοπέδου, όπως ορίζεται στην πα­ράγραφο 4.1 του παρόντος άρθρου και της αξίας κτίσμα­τος, όπως αυτή προκύπτει από το γινόμενο της τιμής εκ­κίνησης μονοκατοικίας επί 1,20, την επιφάνεια της θέ­σης στάθμευσης, το συντελεστή παλαιότητας, τους συ­ντελεστές ειδικών συνθηκών και το ποσοστό συνιδιοκτη­σίας αναλόγως του είδους εμπραγμάτου δικαιώματος.
4.6.1 Ως επιφάνεια της θέσης στάθμευσης λαμβάνεται ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της επιφάνειάς της.
4.6.2 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής παλαιότητας ως εξής: 0,90 για έτη από 1 έ­ως 5, 0,80 για έτη από 6 έως 10, 0,70 για έτη από 11 έως 20, 0,60 για έτη από 21 έως 30, 0,50 για έτη 31 έως 40, 0,40 για έτη 41 έως 50, 0,30 για έτη από 51 και άνω.
4.6.3 Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές ειδικών συνθηκών: 0,70 για απαλλοτριωτέο ακίνητο και 0,30 για ημιτελές κτίσμα.
4.7 Για τα ακίνητα που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου ισχύουν τα εξής:
4.7.1 Σε περιπτώσεις τμημάτων γης για τα οποία δεν έ­χει εφαρμοστεί το σύστημα Α.Π.Α.Α. και δεν συμπερι­λαμβάνονται στην απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, ως τιμή ανά τετραγωνικό μέτρο εφαρμόζεται η τιμή οικοπέδου που προκύπτει από τη χαμηλότερη τιμή ζώνης και το μικρότερο Συντελεστή Αξιοποίησης Οικοπέδου και συντελεστή Οικοπέδου και ζώνης του οικείου δήμου ή κοινότητας.
4.7.2 Για τα ακίνητα των οποίων η αξία του γηπέδου τους προκύπτει σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρ­θρου 3 του α.ν. 1521/1950 και υπάρχουν διαφορετικές τι­μές εκκίνησης του κτίσματος λαμβάνεται η ευνοϊκότερη για τον φορολογούμενο τιμή εκκίνησης.

5. Για τα ειδικά κτίσματα η φορολογητέα αξία προκύ­πτει από το άθροισμα της αξίας του οικοπέδου, η οποία, αν το οικόπεδο βρίσκεται εντός συστήματος Α.Π.Α.Α. προσδιορίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρά­γραφο 3.3 του παρόντος άρθρου και εάν βρίσκεται εκτός συστήματος Α.Π.Α.Α. προσδιορίζεται από την παράγρα­φο 4.1 του παρόντος, και της αξίας κτίσματος σύμφωνα με τα κατωτέρω:
5.1 Η αξία του κτίσματος των σταθμών αυτοκινήτων -βιομηχανικών βιοτεχνικών κτηρίων προκύπτει από το γι­νόμενο της τιμής εκκίνησης επί 1,40, την επιφάνεια, το συντελεστή μεγέθους, το συντελεστή παλαιότητας, τους συντελεστές ειδικών συνθηκών και το ποσοστό συνιδιοκτησίας αναλόγως του είδους εμπραγμάτου δικαιώ­ματος.
5.1.1 Ως επιφάνεια σταθμού αυτοκινήτου - βιομηχανι­κού - βιοτεχνικού κτηρίου λαμβάνεται η συνολική επιφά­νεια όλων των κτισμάτων κυρίων και βοηθητικών χώρων ή παρακολουθημάτων.
5.1.2 Ανάλογα με την επιφάνεια της περίπτωσης 5.1.1 εφαρμόζεται συντελεστής μεγέθους ως εξής: 1,00 για ε­πιφάνεια έως και 500 τ.μ., 0,95 για επιφάνεια μεγαλύτε­ρη από 500 τ.μ. και έως και 1.000 τ.μ., 0,90 για επιφάνεια μεγαλύτερη από 1.000 τ.μ. και έως και 1.500 τ.μ., 0,85 για επιφάνεια μεγαλύτερη από 1.500 τ.μ. και έως και 2.000 τ.μ. και 0,80 για επιφάνεια πάνω από 2.000 τ.μ..
5.1.3 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής παλαιότητας ως εξής: 0,90 για έτη από 1 έ­ως 5, 0,80 για έτη από 6 έως 10, 0,70 για έτη από 11 έως 20, 0,60 για έτη από 21 έως 30, 0,50 για έτη 31 και άνω.
5.1.4 Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές ειδικών συνθηκών: 0,70 για απαλλοτριωτέο ακίνητο και 0,50 για ημιτελές κτίσμα.
5.2 Η αξία του κτίσματος ξενοδοχείου, τουριστικής ε­γκατάστασης, νοσηλευτηρίου ή ευαγούς ιδρύματος προ­κύπτει από το γινόμενο της τιμής εκκίνησης επί 1,40, την επιφάνεια του κτίσματος, το συντελεστή παλαιότητας, τους συντελεστές ειδικών συνθηκών και το ποσοστό συνιδιοκτησίας αναλόγως του είδους εμπραγμάτου δικαιώ­ματος.
5.2.1 Ως επιφάνεια ξενοδοχείου, τουριστικής εγκατά­στασης, νοσηλευτηρίου ή ευαγούς ιδρύματος λαμβάνε­ται το άθροισμα των κυρίων χώρων και ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της επιφάνειας των βοηθητικών χώρων.
5.2.2 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής παλαιότητας ως εξής: 0,90 για έτη από 1 έ­ως 5, 0,80 για έτη από 6 έως 10, 0,70 για έτη από 11 έως 20, 0,60 για έτη από 21 έως 30, 0,50 για έτη από 31 έως 40 και 0,40 για έτη 41 και άνω.
5.2.3 Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές ειδικών συνθηκών: 0,70 για απαλλοτριωτέο ακίνητο και 0,30 για ημιτελές κτίσμα.
5.3 Η αξία του κτίσματος εκπαιδευτηρίου προκύπτει από το γινόμενο της τιμής εκκίνησης επί 1,40, την επιφάνεια του κτίσματος, το συντελεστή παλαιότητας, τους συντε­λεστές ειδικών συνθηκών και το ποσοστό συνιδιοκτησίας αναλόγως του είδους εμπραγμάτου δικαιώματος.
5.3.1 Ως επιφάνεια εκπαιδευτηρίου λαμβάνεται το ά­θροισμα των κυρίων χώρων και ποσοστού τριάντα εννέα τοις εκατό (39%) της επιφάνειας των βοηθητικών χώ­ρων.
5.3.2 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής παλαιότητας ως εξής: 0,90 για έτη από 1 έ­ως 5, 0,80 για έτη από 6 έως 10, 0,70 για έτη από 11 έως 20, 0,60 για έτη από 21 έως 30, 0,50 για έτη από 31 έως 40 και 0,40 για έτη 41 και άνω.
5.3.3 Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές ειδικών συνθηκών: 0,70 για απαλλοτριωτέο ακίνητο και 0,30 για ημιτελές κτίσμα.
5.4 Η αξία του κτίσματος αθλητικών εγκαταστάσεων προκύπτει από το γινόμενο της τιμής εκκίνησης εκπαι­δευτηρίων επί 0,80, 1,40, την επιφάνεια του κτίσματος, το συντελεστή μεγέθους, το συντελεστή παλαιότητας, τους συντελεστές ειδικών συνθηκών και το ποσοστό συνιδιοκτησίας αναλόγως του είδους εμπραγμάτου δικαιώ­ματος.
5.4.1 Ως επιφάνεια αθλητικής εγκατάστασης λαμβάνε­ται το άθροισμα των κυρίων χώρων και ποσοστού πενή­ντα τοις εκατό (50%) της επιφάνειας των βοηθητικών χώρων.
5.4.2 Ανάλογα με την επιφάνεια της περίπτωσης 5.4.1 εφαρμόζεται συντελεστής μεγέθους ως εξής: 1,00 για ε­πιφάνεια έως και 500 τ.μ., 0,95 για επιφάνεια μεγαλύτε­ρη από 500 τ.μ. και έως και 1.000 τ.μ., 0,90 για επιφάνεια μεγαλύτερη από 1.000 τ.μ. και έως και 1.500 τ.μ., 0,85 για επιφάνεια μεγαλύτερη από 1.500 τ.μ. και έως και 2.000 τ.μ. και 0,80 για επιφάνεια πάνω από 2.000 τ.μ..
5.4.3 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής παλαιότητας ως εξής: 0,90 για έτη από 1 έ­ως 5, 0,80 για έτη από 6 έως 10, 0,70 για έτη από 11 έως 20, 0,60 για έτη από 21 έως 30, 0,50 για έτη από 31 έως 40 και 0,40 για έτη 41 και άνω.
5.4.4 Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές ειδικών συνθηκών: 0,70 για απαλλοτριωτέο ακίνητο και 0,30 για ημιτελές κτίσμα.
5.5 Η αξία του κτίσματος που δεν υπάγεται σε καμία α­πό τις ανωτέρω κατηγορίες είναι ίση με το γινόμενο της τιμής εκκίνησης επί 1,40, την επιφάνεια του κτίσματος, το συντελεστή μεγέθους, το συντελεστή παλαιότητας, τους συντελεστές ειδικών συνθηκών και το ποσοστό συνιδιοκτησίας αναλόγως του είδους εμπραγμάτου δικαιώ­ματος.
5.5.1 Ως επιφάνεια του κτίσματος λαμβάνεται το ά­θροισμα των κυρίων χώρων και ποσοστού σαράντα τοις εκατό (40%) της επιφάνειας των βοηθητικών χώρων.
5.5.2 Ανάλογα με την επιφάνεια της περίπτωσης 5.5.1 εφαρμόζεται συντελεστής μεγέθους ως εξής: 1,00 για ε­πιφάνεια έως και 500 τ.μ., 0,95 για επιφάνεια μεγαλύτε­ρη από 500 τ.μ. και έως και 1.000 τ.μ., 0,90 για επιφάνεια μεγαλύτερη από 1.000 τ.μ. και έως και 1.500 τ.μ., 0,85 για επιφάνεια μεγαλύτερη από 1.500 τ.μ. και έως και 2.000 τ.μ. και 0,80 για επιφάνεια μεγαλύτερη από 2.000 τ.μ..
5.5.3 Ανάλογα με τα χρόνια παλαιότητας εφαρμόζεται συντελεστής παλαιότητας ως εξής: 0,90 για έτη από 1 έ­ως 5, 0,80 για έτη από 6 έως 10, 0,70 για έτη από 11 έως 20, 0,60 για έτη από 21 έως 30, 0,50 για έτη από 31 και άνω.
5.5.4 Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές ειδικών συνθηκών: 0,70 για απαλλοτριωτέο ακίνητο και 0,30 για ημιτελές κτίσμα.

6. Για τις κατηγορίες ακινήτων που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4 και 5 του παρόντος άρθρου δεν εφαρ­μόζεται συντελεστής παλαιότητας σε ημιτελή κτίσματα.

7. Η αξία του γηπέδου εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού είναι το γινόμενο του αθροίσματος της βασικής αξίας και της οικοπεδικής αξίας επί τους συντελεστές συνιδιοκτησίας, πρόσοψης, απόστασης από θάλασσα και απαλλοτρίωσης, όπως ορίζεται από τις διατάξεις της υπ' αριθμ. 1144814/26361/30.12.1998 (Β' 1328) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση των άρθρων 41 και 41α του ν. 1249/1982.
7.1 Ειδικά, η οικοπεδική αξία, εφαρμόζεται αποκλειστικά για αγροτεμάχια τα οποία έχουν πρόσωπο σε Εθνική ή Επαρχιακή οδό ή απέχουν μέχρι και οκτακόσια (800) μέτρα από τη θάλασσα. Η οικοπεδική αξία ορίζεται ως το γινόμενο της αρχικής οικοπεδικής αξίας, όπως αυτή ορίζεται στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 της υπ' αριθμ. 1144814/26361/30.12.1998 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, του μεγέθους των κτισμάτων και του συντελεστή κατηγορίας κτίσματος.
7.2 Ο συντελεστής κατηγορίας κτίσματος ορίζεται ανάλογα με το είδος του κτίσματος ως εξής:
α) 1, όταν επί του αγροτεμαχίου υφίσταται κατοικία ή μονοκατοικία,
β) 0,4, όταν επί του αγροτεμαχίου υφίσταται αποθήκη ή γεωργικό ή κτηνοτροφικό κτίσμα,
γ) 0,6, όταν επί του αγροτεμαχίου υφίσταται αποκλειστικά άλλης κατηγορίας κτίσμα, πλην των περιπτώσεων α' και β' ,
δ) 0,6, όταν επί του αγροτεμαχίου υφίστανται κτίσματα κατοικίας και αποθήκης,
ε) 0,5 όταν επί του αγροτεμαχίου υφίστανται κτίσματα αποθήκης, καθώς και οποιασδήποτε άλλης κατηγορίας κτίσματα πλην κατοικιών ή μονοκατοικών,
στ) 0,65 όταν επί του αγροτεμαχίου υφίστανται κτίσματα κατοικιών ή μονοκατοικιών και οποιασδήποτε άλλης κατηγορίας κτισμάτων,
ζ) 1, όταν επί του αγροτεμαχίου υφίσταται κτίσμα για τα οποία δεν προκύπτει η κατηγορία τους από τη δήλωση στοιχείων ακινήτων.
7.3 Για τον υπολογισμό της αξίας δασών και δασικών εκτάσεων ισχύουν ανάλογα τα οριζόμενα στην παράγραφο αυτή, μη εφαρμοζομένων διατάξεων του ν. 998/1979 (Α' 289).

 
8. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζε­ται κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια και ειδικότερο θέμα που είναι αναγκαίο για την εφαρμογή του παρόντος.

1. Όλα τα νομικά πρόσωπα που διαθέτουν ακίνητη πε­ριουσία σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 27 του παρόντος την πρώτη Ιανουαρίου κάθε έτους, υπο­χρεούνται να υποβάλλουν δήλωση φόρου ακίνητης περι­ουσίας ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του Α.Φ.Μ. τους, με αρχή το ψηφίο 1 και ολοκλήρωση μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες. Ως καταληκτική ημερομηνία υποβο­λής δήλωσης για το ψηφίο 1 ορίζεται η 15η Μαΐου του οικείου έτους. Ειδικά για το έτος 2010 ως καταληκτική η­μερομηνία υποβολής δήλωσης για το ψηφίο 1 ορίζεται η 15η Ιουνίου 2010.

2. Η δήλωση υποβάλλεται από τον νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου ή από πρόσωπο που έχει ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτηθεί από αυτόν.

3. Σε περίπτωση κληρονομιαίας περιουσίας που τελεί υπό εκκαθάριση, η οποία έχει καταληφθεί υπέρ νομικών προσώπων με τον όρο της εκτέλεσης κοινωφελών ή φι­λανθρωπικών έργων, υπόχρεος για την υποβολή δήλω­σης είναι ο εκτελεστής διαθήκης για το διάστημα που τη διαχειρίζεται και τη διοικεί.

4. Σε περίπτωση που νομικό πρόσωπο έχει τεθεί σε εκκαθάριση ή βρίσκεται κάτω από αναγκαστική διαχείριση, υπόχρεος για την υποβολή της δήλωσης είναι, κατά πε­ρίπτωση, ο εκκαθαριστής ή ο προσωρινός διαχειριστής του νομικού προσώπου.

5. Σε περίπτωση που νομικό πρόσωπο έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, υπόχρεος για την υποβολή της δήλωσης είναι ο σύνδικος της πτώχευσης.

6. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και σε κάθε πε­ρίπτωση πριν από την καταχώριση του φύλλου ελέγχου στο οικείο βιβλίο, επιτρέπεται η επίδοση αρχικής ή συ­μπληρωματικής δήλωσης, για την οποία επιβάλλεται και ο οριζόμενος από τις διατάξεις του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α), όπως ισχύουν, πρόσθετος φόρος. Αρχική ή συ­μπληρωματική δήλωση για ακίνητα που έχουν περιλη­φθεί στο φύλλο ελέγχου, η οποία επιδίδεται μετά την καταχώρισή του στα τηρούμενα από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας βιβλία, είναι απα­ράδεκτη και δεν παράγει έννομο αποτέλεσμα.

7. Για το Φόρο Ακίνητης Περιουσίας συμπληρωματική θεωρείται η δήλωση με την οποία προστίθεται φορολο­γητέα ύλη, καθώς και δήλωση που υποβάλλεται μετά την αρχική και δεν εντάσσεται στην κατηγορία των ανακλη­τικών δηλώσεων.
Στην κατηγορία των συμπληρωματικών δηλώσεων ε­ντάσσονται οι κατωτέρω περιπτώσεις:
α) Η προσθήκη ακινήτου που δεν συμπεριλήφθηκε στην αρχική δήλωση του υποχρέου. Συμπληρωματική θε­ωρείται η δήλωση ακόμη και αν το ακίνητο το οποίο προ­στίθεται απαλλάσσεται από το Φόρο Ακίνητης Περιου­σίας.
β) Η τροποποίηση στοιχείων ακινήτου που έχει ήδη δη­λωθεί, βάσει των οποίων επέρχεται αύξηση της αξίας του ακινήτου, ανεξάρτητα αν το ακίνητο φορολογείται ή απαλλάσσεται.
γ) Η αύξηση της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου που οφείλεται σε λανθασμένο συντελεστή εκκίνησης ή χρησιμοποίηση λανθασμένων συντελεστών αυξομείω­σης ή πολλαπλασιαστικό λάθος στη συμπλήρωση του φύλλου υπολογισμού.
δ) Η λανθασμένη μεταφορά αριθμητικών αποτελεσμά­των στην πρώτη σελίδα της δήλωσης από εκείνα που προκύπτουν από το εσωτερικό του εντύπου.
ε) Η επιλογή διαφορετικού φορολογικού συντελεστή επιβολής του φόρου από τον προσήκοντα.

8. Η δήλωση αποτελεί δεσμευτικό τίτλο για τον φορο­λογούμενο. Μπορεί για λόγους συγγνωστής πλάνης, να την ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει φέροντας το βάρος της απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που τη συνιστούν. Η ανάκληση γίνεται με την υποβολή δήλωσης μέσα στο οικείο έτος. Στην περίπτωση απόρριψης της α­νάκλησης, επιδίδεται, από τον προϊστάμενο της δημό­σιας οικονομικής υπηρεσίας, με απόδειξη, γνωστοποίησή της στον φορολογούμενο, ο οποίος μπορεί να την προσβάλλει προσφεύγοντας, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 66 του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α'), ε­νώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου. Αν η ανακλητική δήλωση υποβληθεί σε χρόνο μεταγενέστερο του οικείου έτους, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπη­ρεσίας υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον φορολο­γούμενο, επί αποδείξει, ότι η ανάκληση δεν γίνεται δε­κτή λόγω παρόδου του οικείου έτους και ο φορολογού­μενος μπορεί να προσφύγει μέσα στην προθεσμία που ο­ρίζεται στο άρθρο 66 του ν. 2717/1999 κατά της γνωστοποίησής της ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, το ο­ποίο αποφαίνεται στην ουσία. Η συζήτηση της προσφυ­γής προσδιορίζεται κατά προτίμηση μέσα σε τρεις (3) μήνες το αργότερο από την κατάθεση της προσφυγής. Ανάκληση δήλωσης με σκοπό την ανατροπή οριστικής και αμετάκλητης φορολογικής εγγραφής είναι ανεπίτρεπτη.

9. Όταν ο φορολογούμενος έχει αμφιβολίες αναφορι­κά με την υποχρέωση υποβολής δήλωσης για ορισμένα στοιχεία φορολογητέας ύλης, έχει το δικαίωμα να υπο­βάλει δήλωση στην οποία γίνεται ρητή γι' αυτό επιφύλα­ξη, η οποία πρέπει να είναι ειδική και αιτιολογημένη. Κά­θε γενική και αόριστη επιφύλαξη θεωρείται ανύπαρκτη και δεν επιφέρει κανένα αποτέλεσμα. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να α­παντήσει στην επιφύλαξη μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης ως εξής:
α) είτε να δεχθεί την επιφύλαξη και να διαγράψει το ποσό της φορολογητέας ύλης για το οποίο έγινε η επι­φύλαξη,
β) είτε να απορρίψει την επιφύλαξη και να γνωστοποι­ήσει αυτό στον φορολογούμενο με ιδιαίτερη ανακοίνω­ση, την οποία θα του επιδώσει με απόδειξη ή με το κοινοποιούμενο για την ανακρίβεια της δήλωσης φύλλο ε­λέγχου ή με το φύλλο ελέγχου που εκδόθηκε μετά από τη διενέργεια ελέγχου. Στην περίπτωση αυτή, αν δεν ε­πέλθει διοικητική επίλυση της διαφοράς, ο φορολογού­μενος δικαιούται να ζητήσει από το διοικητικό πρωτοδι­κείο, είτε με την προσφυγή που ασκεί για τυχόν διαφορές που προέκυψαν από τον έλεγχο είτε με αυτοτελή αίτηση που υποβάλλεται μέσα στην προθεσμία για την υ­ποβολή της προσφυγής, τη διαγραφή του ποσού της φο­ρολογητέας ύλης για την οποία έγινε η επιφύλαξη. Η συ­ζήτηση για την προσφυγή ή την αίτηση αυτή ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου προσδιορίζεται, κατά προ­τίμηση, μέσα σε τρεις (3) μήνες το αργότερο από την κα­τάθεση της προσφυγής ή της αίτησης.
Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να γίνει επιφύλαξη αναφο­ρικά με το χαρακτηρισμό της φορολογητέας ύλης, την υ­παγωγή της σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή κ.λπ.. Η επιφύλαξη δεν συνεπάγεται αναστολή της βεβαίωσης και είσπραξης του αμφισβητούμενου φόρου. Όταν η επι­φύλαξη γίνει δεκτή από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή το διοικητικό δικαστήριο, ενερ­γείται νέα εκκαθάριση του φόρου της δήλωσης και το ε­πιπλέον ποσό αυτού που βεβαιώθηκε ή καταβλήθηκε εκ­πίπτει ή συμψηφίζεται με το φόρο που προκύπτει με βά­ση τα οριστικά στοιχεία, όταν αυτός είναι μεγαλύτερος από το φόρο που προέκυψε με βάση τα στοιχεία της δή­λωσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο επιπλέον φόρος επιστρέφεται.

10. Η δήλωση συντάσσεται σε έντυπο που χορηγείται από το Δημόσιο.

11. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμο­γή για το Ελληνικό Δημόσιο και τις αποκεντρωμένες δη­μόσιες υπηρεσίες που λειτουργούν ως ειδικά ταμεία.

12. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορί­ζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης, τα δικαι­ολογητικά ή άλλα στοιχεία που υποβάλλονται μαζί με αυτή και μπορεί να παρατείνεται η προθεσμία υποβολής της δήλωσης.

1. Για την επιβολή του φόρου ακίνητης περιουσίας φυ­σικών προσώπων, για το πρώτο έτος εφαρμογής, ως δή­λωση φυσικού προσώπου ορίζονται οι δηλώσεις στοιχεί­ων ακινήτων ετών 2005 έως 2010, οι οποίες περιλαμβά­νουν το σύνολο της ακίνητης περιουσίας του την πρώτη Ιανουαρίου 2010. Η εικόνα που προκύπτει από τη σύνθε­ση των δηλώσεων αυτών αποτελεί τη «Δήλωση Φόρου Ακίνητης Περιουσίας» έτους 2010.

2. Για κάθε επόμενο έτος ως δήλωση φυσικού προσώ­που ορίζεται η δήλωση Φόρου Ακίνητης Περιουσίας του προηγούμενου έτους, με τις μεταβολές της περιουσια­κής ή οικογενειακής κατάστασης που επήλθαν, για τις ο­ποίες υποβάλλεται δήλωση στοιχείων ακινήτων το αντίστοιχο έτος.

3. Η δήλωση των φυσικών προσώπων συντίθεται μηχανογραφικά από το Υπουργείο Οικονομικών, χωριστά ανά φυσικό πρόσωπο, από τις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων των υπόχρεων.

4. Ο υπόχρεος λαμβάνει γνώση της περιουσιακής του κατάστασης και της φορολογητέας αξίας της με το εκκαθαριστικό σημείωμα του φόρου ακίνητης περιουσίας, το οποίο επέχει και θέση δήλωσης φόρου ακίνητης περιουσίας του οικείου έτους.
Ο υπόχρεος για τον οποίο δεν προκύπτει φόρος για καταβολή, λαμβάνει γνώση της περιουσιακής του κατάστασης και της φορολογητέας αξίας της ακίνητης περιουσίας του μόνο ηλεκτρονικά, μέσω ειδικής διαδικτυακής εφαρμογής της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών το μήνα Σεπτέμβριο του οικείου έτους και τα εκκαθαριστικά σημειώματα της εφαρμογής αυτής, τα οποία επέχουν και θέση δήλωσης φόρου ακίνητης περιουσίας του οικείου έτους, τηρούνται σε ηλεκτρονική μορφή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.. Τα εκκαθαριστικά σημειώματα της περίπτωσης αυτής εκτυπώνονται αποκλειστικά και μόνο από τον υπόχρεο, από την ειδική διαδικτυακή εφαρμογή.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα για τη διαδικασία και τη λειτουργία της ειδικής διαδικτυακής εφαρμογής, την ημερομηνία ανάρτησης αυτής και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.

5. Για τη σύνθεση των δηλώσεων φόρου ακίνητης πε­ριουσίας η αποκατάσταση ενδεχόμενων τυπικών λαθών και ελλείψεων σε στοιχεία ακινήτων των δηλώσεων στοιχείων ακίνητων πραγματοποιείται ως ακολούθως:
5.1. Στην περίπτωση κενού ή λανθασμένου είδους ε­μπράγματου δικαιώματος το ακίνητο θεωρείται ότι ανή­κει κατά πλήρη κυριότητα στον ιδιοκτήτη, εφόσον το έ­τος γέννησης επικαρπωτή για το συγκεκριμένο δικαίωμα είναι κενό.
5.2. Στην περίπτωση κενού έτους κατασκευής στον υ­πολογισμό αξίας ακινήτου λαμβάνεται ο μικρότερος συ­ντελεστής παλαιότητας.
5.3. Στην περίπτωση που το έτος γέννησης του επι­καρπωτή έχει συμπληρωθεί με διψήφιο αριθμό τότε αυ­τός θεωρείται ως η ηλικία του επικαρπωτή κατά το έτος υποβολής της δήλωσης.
5.4. Στην περίπτωση συμπλήρωσης ορόφου ακινήτου ως «δώμα» στον υπολογισμό αξίας ακινήτου λαμβάνο­νται οι συντελεστές που αφορούν τον τέταρτο όροφο.
5.5. Στην περίπτωση κενού ποσοστού συνιδιοκτησίας στον υπολογισμό αξίας ακινήτου λαμβάνεται το μέγιστο δυνατό ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%).
5.6. Στην περίπτωση κενού αριθμού ιδιοκτήτη για τον υπολογισμό του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας, το ακίνητο θεωρείται ότι ανήκει στον υπόχρεο.
5.7. Ο υπόχρεος οφείλει μέχρι την τελευταία, για τις δημόσιες υπηρεσίες, εργάσιμη ημέρα του επόμενου μή­να της έκδοσης του εκκαθαριστικού σημειώματος, να συ­μπληρώσει ορθώς τα στοιχεία των ακινήτων αυτών που έχουν προκύψει βάσει των ανωτέρω περιπτώσεων 5.1 έ­ως και 5.6.

6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζε­ται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης και του εκ­καθαριστικού φόρου ακίνητης περιουσίας, η διαδικασία χορήγησης των απαλλαγών, η διαδικασία σύνθεσης και διόρθωσης της δήλωσης, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

1. Η αξία των ακινήτων των νομικών προσώπων φορο­λογείται με συντελεστή έξι τοις χιλίοις (6‰).

2. Η αξία των ακινήτων των ημεδαπών και των αλλο­δαπών, με τον όρο της αμοιβαιότητας, νομικών προσώ­πων ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου μη κερδοσκοπικού χα­ρακτήρα, που επιδιώκουν αποδεδειγμένα σκοπούς κοι­νωφελείς, θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς και εκπαι­δευτικούς, καθώς και τα υποκείμενα σε φόρο ακίνητα των νομικών προσώπων των περιπτώσεων ιβ', ιγ' και ιδ' του άρθρου 29, φορολογούνται με συντελεστή τρία τοις χιλίοις (3‰).

3. Με συντελεστή ένα τοις χιλίοις (1‰) φορολογού­νται:
α) Η αξία των κτισμάτων των ακινήτων τα οποία ιδιοχρησιμοποιούνται για την παραγωγή ή την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας από επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως αντικειμένου εργασιών.
β) Η αξία των κτισμάτων των ακινήτων τα οποία ιδιοχρησιμοποιούνται από τα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
γ) Η αξία των υποκείμενων σε φόρο ακίνητων των πε­ριπτώσεων η' και ια' του άρθρου 29 του παρόντος νό­μου, με εξαίρεση τα ακίνητα των νομικών προσώπων δη­μοσίου δικαίου που φορολογούνται με συντελεστή τρία τοις χιλίοις (3‰).
δ) Η αξία των ακινήτων που περιλαμβάνονται στο ε­νεργητικό των εταιρειών επενδύσεων σε ακίνητη περι­ουσία και των Αμοιβαίων Κεφαλαίων Ακίνητης Περιου­σίας, όπως ορίζονται στο ν. 2778/1999 (ΦΕΚ 295 Α'), ό­πως ισχύει.
ε) η αξία των κτιρίων, τα οποία είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και έχουν χαρακτηριστεί ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία ή ως έργα τέχνης, που χρήζουν ειδικής προστασίας, από το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού.

4. Ο φόρος που αναλογεί στη συνολική αξία των κτι­σμάτων που υπόκεινται σε φορολογία δεν μπορεί να εί­ναι μικρότερος από ένα (1) ευρώ ανά τετραγωνικό μέ­τρο, με εξαίρεση τα ημιτελή κτίσματα και τα γεωργικά και κτηνοτροφικά κτήρια.

5. Για τα έτη 2010, 2011 , 2012 και 2013 η αξία των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων των ξενοδοχειακών επιχειρήσε­ων οποιασδήποτε μορφής υπάγεται σε φόρο με συντε­λεστή 0,33‰. Για την περίπτωση αυτή δεν έχει εφαρμο­γή το ελάχιστο όριο του ενός (1) ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο των κτισμάτων.

1. Η ακίνητη περιουσία κάθε φυσικού προσώπου φορο­λογείται χωριστά.

2. Επί της συνολικής, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, αξίας της ακίνητης περιουσίας κάθε φυσικού προσώπου επιβάλλεται φόρος σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα
 

Κλιμάκιο (€)

Φορολογικός

συντελεστής

κατά κλιμάκιο %

Ποσό φόρου

κατά κλιμάκιο

(€)

Σύνολο

Φορολογοητέας

Αξίας (€)

Σύνολο

Φόρου (€)

200.000,00

0

0,00

200.000,00

0,00

300.000,00

0,2 %

600,0

500.000,00

600,00

100.000,00

0,3 %

300,0

600.000,00

900,00

100.000,00

0,6 %

600,0

700.000,00

1.500,00

100.000,00

0,9 %

900,0

800.000,00

2.400,00

υπερβάλλον

1,0%

 

 

 

 
Ειδικά στα κτίρια, της περίπτωσης ε της παραγράφου 3 του άρθρου 35, επιβάλλεται φόρος με αυτοτελή συντελεστή 0,1% και εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης, μη συνυπολογιζόμενης της αξίας τους στην παραπάνω κλίμακα, επιφυλασσομένης της εφαρμογής της περίπτωσης ιη' της παραγράφου 1 του άρθρου 29.
 
3. Ειδικά για τα έτη 2010, 2011 και 2012 σε φορολογη­τέα αξία περιουσίας μεγαλύτερη των πέντε εκατομμυ­ρίων (5.000.000,00) ευρώ, ο συντελεστής φορολόγησης ορίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) για την αξία ά­νω των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000,00) ευρώ.

1. Για τα νομικά πρόσωπα ο φόρος που αναλογεί κατα­βάλλεται σε τρεις (3) ίσες διμηνιαίες δόσεις, από τις ο­ποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλω­σης, οι δε υπόλοιπες την τελευταία εργάσιμη, για τις δη­μόσιες υπηρεσίες, ημέρα των διμήνων που ακολουθούν.

2. Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την ταυτόχρονη καταβολή της πρώτης δόσης, θεωρείται απαράδεκτη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα.

1. Για τα φυσικά πρόσωπα ο φόρος που αναλογεί κα­ταβάλλεται σε τρεις (3) ίσες δόσεις από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου και η καθεμία από τις επόμενες την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, η­μέρα του τρίτου και πέμπτου μήνα, αντιστοίχως, από τη βεβαίωση του φόρου.

2. Αν ο φόρος βεβαιώνεται τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του οικείου έτους, καταβάλλεται σε δύο (2) ίσες δόσεις από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, η­μέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου και η δεύτερη μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δη­μόσιες υπηρεσίες, ημέρα του τρίτου μήνα από τη βεβαί­ωση του φόρου.

3. Αν ο φόρος βεβαιώνεται το μήνα Οκτώβριο του οι­κείου έτους και μετά, καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου.

4. Το έτος 2010, ο φόρος ακίνητης περιουσίας που αναλογεί στα φυσικά πρόσωπα, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής του, καταβάλλεται σε τρείς (3) ίσες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου και η καθεμία από τις επόμενες, την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του δεύτερου και του τρίτου μήνα, αντιστοίχως, από τη βεβαίωση του φόρου.
Για τα έτη 2011 και 2012 ο φόρος καταβάλλεται σε επτά (7) ίσες μηνιαίες δόσεις, και για το έτος 2013 καταβάλλεται σε τέσσερις (4) ίσες μηνιαίες δόσεις, καθεμιά από τις οποίες δεν μπορεί να είναι μικρότερη των πενήντα (50) ευρώ, με εξαίρεση την τελευταία, οι οποίες καταβάλλονται στις προθεσμίες που ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο. Η προθεσμία καταβολής της τελευταίας δόσης δεν μπορεί να έχει καταληκτική ημερομηνία μεταγενέστερη από την 28η Φεβρουαρίου 2014.

5. Αν το συνολικό ποσό της οφειλής είναι μέχρι διακό­σια πενήντα (250) ευρώ αθροιστικά λαμβανόμενο, για ό­λους τους υποχρέους τούτο θα καταβληθεί μέχρι την τε­λευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου.

Για την επιβολή των πρόσθετων φόρων και προστίμων των νομικών προσώπων εφαρμόζονται αναλόγως οι δια­τάξεις των παραγράφων 1, 4, 5, 6, 7 και 8 του άρθρου 1, καθώς και των άρθρων 2, 4, 9, 14,15, 22, 23 και 24 του ν. 2523/1997, όπως ισχύουν.

1. Για την επιβολή των πρόσθετων φόρων και προστί­μων των φυσικών προσώπων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4, 5, 6, 7 και 8 του άρθρου 1, καθώς και των άρθρων 2, 4, 9, 14,15, 22, 23 και 24 του ν. 2523/1997, όπως ισχύουν.

2. Δεν επιβάλλεται το αυτοτελές πρόστιμο όταν δεν προκύπτει διαφορά φόρου για καταβολή, εφόσον έχει ή­δη επιβληθεί αυτοτελές πρόστιμο για τη δήλωση στοι­χείων ακινήτων.

3. Ως αφετηρία για την επιβολή των πρόσθετων φό­ρων και προστίμων της παραγράφου 1 του παρόντος άρ­θρου ορίζεται η επομένη της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής δήλωσης στοιχείων ακινήτων του οικείου έ­τους.

1. Για την παραλαβή, τον έλεγχο των δηλώσεων των νομικών προσώπων, την εξακρίβωση αυτών που δεν έ­χουν επιδώσει δηλώσεις και γενικά για την επιβολή του φόρου αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος Δημόσιας Οικονο­μικής Υπηρεσίας, που είναι αρμόδιος για τη φορολογία εισοδήματος.

2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να τροποποιείται η αρμοδιότητα που ορίζεται στην ανωτέ­ρω παράγραφο.

1. Για τη σύνθεση, τον έλεγχο των δηλώσεων των φυ­σικών προσώπων και την επιβολή του φόρου αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας, που είναι αρμόδιος για τη φορολογία εισοδήματος κατά την ημερομηνία εκκαθάρισης της δήλωσης.

2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί κά­θε φορά να τροποποιείται η αρμοδιότητα που ορίζεται στην ανωτέρω παράγραφο.

1. Οι δηλώσεις καταχωρούνται από τον προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας σε βιβλία μετα­γραφής δηλώσεων.

2. Η καταχώριση των δηλώσεων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο ενεργείται στα βιβλία με­ταγραφής δηλώσεων, με βάση τη χρονολογική σειρά υ­ποβολής ή σύνθεσής τους.

1. Ο προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρε­σίας βεβαιώνει το φόρο, αρχικό ή πρόσθετο, κατά περί­πτωση, που προκύπτει:
α) βάσει των δηλώσεων που υποβάλλονται ή συντίθε­νται μηχανογραφικά,
β) βάσει των φύλλων ελέγχου, εφόσον αυτά έχουν οριστικοποιηθεί με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή λό­γω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής,
γ) βάσει οριστικών αποφάσεων διοικητικών δικαστη­ρίων ή πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού.

2. Για τη βεβαίωση του φόρου ακίνητης περιουσίας ο προϊστάμενος Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας συ­ντάσσει χρηματικό κατάλογο μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη λήξη του μήνα που αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης και οπωσδήποτε όχι αργότερα από τρία (3) έ­τη από το τέλος του έτους στο οποίο αποκτήθηκε ο τίτ­λος βεβαίωσης.
Η παράλειψη βεβαίωσης του φόρου σε προθεσμία δύο (2) μηνών αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα, που τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.

3. Δεν βεβαιώνεται το ποσό που τελικώς οφείλεται με βάση οποιονδήποτε νόμιμο τίτλο, εφόσον τούτο δεν υ­περβαίνει τα είκοσι επτά (27) ευρώ ανά σύνολο δήλω­σης.

4. Αν με αίτηση του ενός συζύγου ζητηθεί ο διαχωρι­σμός της οφειλής που προκύπτει από την κοινή δήλωση Φόρου Ακίνητης Περιουσίας των συζύγων, ο αρμόδιος προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας υ­ποχρεούται να ανακοινώσει εγγράφως στον αιτούντα το ποσό αυτής της οφειλής. Το έγγραφο αυτό αποτελεί νό­μιμο τίτλο, η ισχύς του οποίου ανάγεται στο χρόνο που έγινε η βεβαίωση του ολικού ποσού αυτής της οφειλής.

5. Αν δεν έχει επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από τον φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου κύριου και πρόσθετου φόρου.
Το ποσό αυτό βεβαιώνεται πριν τη διαβίβαση της προ­σφυγής στο διοικητικό δικαστήριο και καταβάλλεται ε­φάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υ­πηρεσίες, ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα.
Η αναστολή που χορηγείται κατά τις διατάξεις των άρ­θρων 200 έως 205 του ν. 2717/1999, δεν αποκλείει την ο­λοκλήρωση της διαδικασίας βεβαίωσης και ταμειακώς του ανωτέρω ποσοστού του αμφισβητούμενου κύριου και πρόσθετου φόρου.

6. Φόρος που έχει ήδη βεβαιωθεί κατά το ποσό που δεν οφείλεται βάσει οριστικής απόφασης του διοικητι­κού πρωτοδικείου, εκπίπτει ή επιστρέφεται κατά περί­πτωση. Τυχόν άσκηση έφεσης από το Δημόσιο κατά ορι­στικών αποφάσεων διοικητικών πρωτοδικείων δεν ανα­στέλλει, σε καμιά περίπτωση, τη διαδικασία της έκπτω­σης των ποσών που βεβαιώθηκαν ή της επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν αλλά δεν οφείλονται βάσει των αποφάσεων αυτών.

7. Βάσει των αποφάσεων των διοικητικών εφετείων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας προβαίνει σε νέα εκ­καθάριση φόρου και ενεργεί συμπληρωματική βεβαίωση του επιπλέον φόρου που τυχόν οφείλεται ή έκπτωση του επιπλέον ποσού φόρου που βεβαιώθηκε.

1. Για την καταχώριση των δηλώσεων που υποβάλλο­νται ή συντίθενται, την έκδοση των πράξεων επιβολής του φόρου, τον έλεγχο, την επίδοση των προσκλήσεων, των πράξεων και των υπολοίπων εγγράφων, την εξώδικη λύση των διαφορών, το απόρρητο των φορολογικών στοιχείων και γενικά τη διαδικασία βεβαίωσης του Φό­ρου Ακίνητης Περιουσίας εφαρμόζονται ανάλογα οι δια­τάξεις των άρθρων 61 έως και 76, 82, 85, 107, 108, 112, 113 και 115 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994, εκτός από τις περιπτώσεις που από τις διατάξεις του παρόντος νόμου ορίζεται διαφορετικά.

2. Η κοινοποίηση φύλλου ελέγχου δεν μπορεί να γίνει μετά την πάροδο δεκαετίας από το τέλος του έτους μέ­σα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την υποβολή της δή­λωσης των νομικών προσώπων ή του έτους σύνθεσης της δήλωσης για τα φυσικά πρόσωπα. Το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή του φόρου παραγράφεται με­τά την πάροδο της δεκαετίας.

3. Οι προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου Φόρου Ακί­νητης Περιουσίας, για όσες υποθέσεις αφορούν επίδικα ακίνητα μεταξύ του φορολογούμενου, νομικού ή φυσι­κού προσώπου και του Ελληνικού Δημοσίου, σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων αυτών, παρατεί­νονται μέχρι και έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση αμετά­κλητης δικαστικής απόφασης.

1. Οι δηλώσεις Φόρου Ακίνητης Περιουσίας χρησιμο­ποιούνται αποκλειστικά για φορολογικούς σκοπούς και δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίησή τους για δίωξη εκείνου που υπέβαλε τη δήλωση για παράβαση των κειμένων διατάξεων.

2. Οι δηλώσεις Φόρου Ακίνητης Περιουσίας είναι α­πόρρητες και δεν επιτρέπεται η γνωστοποίησή τους σε οποιονδήποτε άλλον, εκτός από τον φορολογούμενο τον οποίο αφορούν αυτές.

3. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται:
α) Η χορήγηση στοιχείων στις υπηρεσίες του Υπουρ­γείου Οικονομικών και στους ορκωτούς εκτιμητές για την άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς και στις περι­πτώσεις που ορίζονται από το άρθρο 1445 του Αστικού Κώδικα.
β) Η χορήγηση στοιχείων σε δημόσιες υπηρεσίες, νο­μικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και οργανισμούς που έ­χουν αρμοδιότητα διαχείρισης, παρακολούθησης ή ελέγ­χου των πάσης φύσεως χρηματοδοτήσεων, ενισχύσεων ή επιδοτήσεων που καταβάλλονται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα και φορείς και προέρχονται από εθνικούς ή κοινοτικούς πόρους, για την άσκηση αποκλειστικά των παραπάνω αρμοδιοτήτων τους.
γ) Η χορήγηση στοιχείων στα Γραφεία και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς και στους δι­κηγόρους του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., για την υπο­στήριξη των δικαιωμάτων του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. ή την απόκρουση των κατ' αυτών αξιώσεων τρίτων ενώ­πιον των δικαστηρίων.
δ) Η χορήγηση στοιχείων σε δικαστική αρχή, εάν έχει διαταχθεί προσηκόντως κύρια ανάκριση, προανάκριση ή τουλάχιστον προκαταρκτική εξέταση.
ε) Η χορήγηση στοιχείων των δηλώσεων στοιχείων α­κινήτων του πτωχού στο σύνδικο της πτώχευσης.
στ) Η χορήγηση στοιχείων σε αναδόχους του Υπουργείου Οικονομικών ή όσους εκτελούν βάσει συμβάσεως συγκεκριμένο έργο προς όφελος του Δημοσίου.

4. Η παραβίαση του φορολογικού απορρήτου του άρ­θρου αυτού συνιστά πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται κατά τις οικείες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου και ποινικό αδίκημα που τιμωρείται κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα για παράβαση καθήκοντος.

5. Οι ευθύνες του προηγούμενου εδαφίου βαρύνουν και τα πρόσωπα, που είναι υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα, τα οποία νόμιμα λαμβάνουν γνώση φορολογικών απορρήτων και χρησι­μοποιούν αυτά για σκοπό διάφορο εκείνου που ο νόμος επιτρέπει ή τα ανακοινώνουν με κάθε τρόπο, άμεσο ή έμ­μεσο, σε τρίτους. Τα λοιπά πρόσωπα τιμωρούνται με ποι­νή φυλάκισης μέχρι έξι (6) μήνες μετά από έγκληση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή του αρμόδιου επιθεωρητή προς τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται η δημόσια οικονομική υπηρεσία και με πρόστιμο που ορίζεται στο ν. 2523/1997, το οποίο επιβάλλεται με πράξη του προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας με­τά την τελεσιδικία της απόφασης του ποινικού δικαστη­ρίου.

1. Οι τελευταίοι κύριοι ή επικαρπωτές των ακινήτων ευθύνονται σε ολόκληρο, μαζί με τους υπόχρεους, για την πληρωμή του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας που τα βα­ρύνει, εφόσον ο Φόρος Ακίνητης Περιουσίας βεβαιώθη­κε σε βάρος του υποχρέου με τίτλο, ο οποίος ισχύει και για τον τελευταίο κάτοχο. Τα πρόσωπα αυτά έχουν δι­καίωμα να ασκήσουν τα δικαιώματα του υποχρέου, μόνο ως προς την ακύρωση ή τροποποίηση των οριστικών πράξεων του προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας, ακόμη και μετά τη πάροδο της νόμιμης προθεσμίας, οπωσδήποτε όμως μέσα σε ένα (1) έτος από την έγγραφη ειδοποίησή τους για πληρωμή από τη δημό­σια οικονομική υπηρεσία.

2. Ο φόρος που βαρύνει το κατεχόμενο ακίνητο υπο­λογίζεται με επιμερισμό του ολικού φόρου που αναλογεί στο σύνολο της ακίνητης περιουσίας προς την αξία του ακινήτου αυτού. Ο επιμερισμός αυτός γίνεται από τον προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας.

3. Οι νόμιμοι εκπρόσωποι των υπόχρεων σε φόρο Ακί­νητης Περιουσίας, ο εκτελεστής διαθήκης κληρονομιαίας περιουσίας που τελεί υπό εκκαθάριση, η οποία έχει καταληφθεί υπέρ νομικών προσώπων με τον όρο της ε­κτέλεσης κοινωφελών ή φιλανθρωπικών έργων, ο εκκαθαριστής ή προσωρινός διαχειριστής νομικού προσώπου που έχει τεθεί σε εκκαθάριση ή βρίσκεται κάτω από ανα­γκαστική διαχείριση, καθώς και ο σύνδικος της πτώχευ­σης ευθύνονται σε ολόκληρο, μαζί με τους υπόχρεους, για την πληρωμή των πρόσθετων φόρων που γεννήθη­καν και οφείλονται σε δικές τους πράξεις ή παραλείψεις.

4. Η αρμόδια φορολογική αρχή υποχρεούται να παρα­βλέπει το φερόμενο ως υποκείμενο φορολογίας ακίνη­της περιουσίας νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, της οποίας η πλειοψηφία των μετοχών, μεριδίων, μερίδων ή συμμετοχών, ανήκουν άμεσα ή έμμεσα σε φυσικό πρό­σωπο ή και σε συζύγους ή συγγενείς μέχρι δευτέρου βαθμού, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου προκύ­πτει ότι η κτήση της κυριότητας από το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα, διενεργήθηκε για να καταστρατη­γηθούν οι φορολογικές διατάξεις και να αποφευχθεί ή να μειωθεί η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας. Στις περιπτώσεις αυτές υποκείμενο φορολόγησης λογίζεται το φυσικό πρόσωπο και επιβάλλεται σε βάρος του η σχε­τική φορολογία. Το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το φυσικό πρόσωπο, για το φόρο που επιβάλλεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.

1. Απαγορεύεται η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγ­γράφου, με το οποίο μεταβιβάζεται με αντάλλαγμα ή με χαριστική αιτία η κυριότητα ακινήτου ή μεταβιβάζονται ή δημιουργούνται εμπράγματα δικαιώματα σε αυτό, αν δεν επισυναφθεί από τον συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό του αρμόδιου προϊσταμέ­νου Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας, με το οποίο θα πι­στοποιείται ότι το ακίνητο έχει δηλωθεί στη δήλωση Φό­ρου Ακίνητης Περιουσίας και έχει καταβληθεί ο φόρος που αναλογεί στην αξία του για τα δύο προηγούμενα της μεταβίβασης έτη.

2. Οι φύλακες μεταγραφών και οι προϊστάμενοι των κτηματολογικών γραφείων υποχρεούνται να αρνηθούν τη μεταγραφή ή την καταχώριση στα κτηματολογικά βι­βλία συμβολαιογραφικού εγγράφου με το οποίο μεταβι­βάζεται με αντάλλαγμα ή με χαριστική αιτία η κυριότητα ενός ακινήτου ή μεταβιβάζονται ή δημιουργούνται ε­μπράγματα δικαιώματα σε αυτό, εάν δεν προσκομίζεται το πιστοποιητικό της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.

3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζε­ται η διαδικασία και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για το περιεχόμενο του πιστοποιητικού και την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται σε συμβολαιογραφικά έγγραφα που καταρτίζονται μετά την 1η Ιανουαρίου 2012. Ειδικά για το έτος 2013 απαγορεύεται η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου, με το οποίο μεταβιβάζεται από φυσικό πρόσωπο με αντάλλαγμα ή με χαριστική αιτία η κυριότητα ακινήτου ή μεταβιβάζονται ή δημιουργούνται εμπράγματα δικαιώματα σε αυτό, αν δεν επισυναφθεί από το συμβολαιογράφο, αντί του πιστοποιητικού της παραγράφου 1, είτε: (α) βεβαίωση της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., με την οποία βεβαιώνεται ότι έχει καταβληθεί το Ενιαίο Τέλος Ακινήτων (Ε.Τ.ΑΚ.) έτους 2009 που αναλογεί επιμεριστικά για το ακίνητο αυτό, επί του επικυρωμένου αντιγράφου του εκκαθαριστικού σημειώματος Ε.Τ.ΑΚ. 2009, είτε (β) θεωρημένο αντίγραφο από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. της υποβαλλόμενης σε δύο (2) αντίτυπα υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (Α΄70) του φυσικού προσώπου, με την οποία δηλώνει το χρόνο απόκτησης του ακινήτου, και στην οποία επισυνάπτεται αντίγραφο του τίτλου κτήσης του ακινήτου στις περιπτώσεις που το ακίνητο αποκτήθηκε μετά την 1η Ιανουαρίου 2009. Ειδικά για το έτος 2013 οι φύλακες μεταγραφών και οι προϊστάμενοι των κτηματολογικών γραφείων υποχρεούνται να αρνηθούν τη μεταγραφή ή την καταχώριση στα κτηματολογικά βιβλία συμβολαιογραφικού εγγράφου σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια, εάν δεν επισυνάπτονται τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, κατά περίπτωση, έγγραφα.

1. Οι συμβολαιογράφοι, οι φύλακες μεταγραφών και οι προϊστάμενοι των κτηματολογικών γραφείων που παρα­βαίνουν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τις πα­ραγράφους 1 και 2 του άρθρου 48 του νόμου αυτού υπό­κεινται σε πρόστιμο που ορίζεται σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ, για κάθε παράβαση. Τα πρόστιμα αυτά επι­βάλλονται με ιδιαίτερη πράξη του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. της αρμόδιας για τη φορολογία της συγκεκριμέ­νης συμβολαιογραφικής πράξης. Κατά τη διοικητική επί­λυση της διαφοράς το πρόστιμο που επιβλήθηκε μειώνε­ται στο ένα τρίτο (1/3) αυτού.

2. Στις περιπτώσεις εκπρόθεσμης δήλωσης ακινήτου και εφόσον ζητηθεί το πιστοποιητικό του άρθρου 48 του νόμου αυτού εντός εξαμήνου από την υποβολή της εκ­πρόθεσμης δήλωσης, επιβάλλεται αυτοτελές πρόστιμο ι­σόποσο του αναλογούντος βάσει της υποβληθείσας ή συντεθείσας δήλωσης φόρου για το ακίνητο. Τα πρόστι­μα αυτά επιβάλλονται με ιδιαίτερη πράξη του αρμόδιου προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ..

1. Κανένας άλλος φόρος, τέλος, δικαίωμα ή εισφορά για λογαριασμό του Δημοσίου ή τρίτου δεν βεβαιώνεται μαζί με το φόρο που επιβάλλεται με τα άρθρα 27 έως 50 του παρόντος.

2. Ο φόρος που επιβάλλεται με τα άρθρα 27 έως 50 του παρόντος δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογι­σμό του φορολογητέου εισοδήματος των φυσικών και νομικών προσώπων.

3. Ο Υπουργός Οικονομικών με αποφάσεις του, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως:
α) προσδιορίζει, εγκρίνει και δίνει εντολές για κάθε δαπάνη που είναι αναγκαία για την εκτέλεση και εφαρ­μογή των διατάξεων των άρθρων 27 έως 50 του παρό­ντος, η οποία καταλογίζεται στα έξοδα βεβαίωσης των άμεσων φόρων, όπου από τις διατάξεις που ισχύουν δεν ορίζεται διαφορετικά,
β) καθορίζει όσα αφορούν την εκτέλεση των διατάξε­ων των άρθρων 27 έως 50 του παρόντος και γενικά κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή τους.

1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του ν. 3427/2005 (ΦΕΚ 312 Α), όπως ισχύει, προστίθενται εδά­φια ως εξής:
«Τα ακίνητα ή τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, α­νεξάρτητα από τη μεταγραφή τους, για τις ανάγκες συ­μπλήρωσης της δήλωσης στοιχείων ακινήτων, αναγρά­φονται στην οικεία δήλωση από:
α) τον κύριο του ακινήτου, από την ημερομηνία σύντα­ξης του οριστικού συμβολαίου κτήσης,
β) τον κύριο του ακινήτου, από την ημερομηνία τελεσι­δικίας της δικαστικής απόφασης καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως ή της δικαστικής απόφασης με την οποία α­ναγνωρίζεται δικαίωμα κυριότητας ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο από οποιαδήποτε αιτία,
γ) τον υπερθεματιστή, από την ημερομηνία σύνταξης της κατακυρωτικής έκθεσης, σε περιπτώσεις πλειστηρια­σμού,
δ) τους κληρονόμους ακίνητης περιουσίας και συγκε­κριμένα:
δα) από τους εκ διαθήκης κληρονόμους κατά το ποσο­στό τους, εφόσον έχει δημοσιευθεί διαθήκη μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της δήλωσης έτους,
δβ) από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους κατά το πο­σοστό τους, εφόσον δεν έχει δημοσιευθεί διαθήκη μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της δήλωσης έ­τους,
ε) από όσους έχουν αποκτήσει ακίνητο με οριστικό συμβόλαιο δωρεάς αιτία θανάτου, εφόσον ο θάνατος ε­πήλθε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της δήλωσης έτους,
στ) τον νομέα επίδικων ακινήτων,
ζ) τον εκ προσυμφώνου αγοραστή ακινήτου στις περι­πτώσεις σύνταξης προσυμφώνου με αυτοσύμβαση, με ε­ξαίρεση τα εργολαβικά προσύμφωνα,
η) τους δικαιούχους διαμερίσματος - κατοικίας του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.), οι οποίοι έ­χουν παραλάβει αυτά χωρίς οριστικά παραχωρητήρια,
θ) τον υπόχρεο γονέα, για την ακίνητη περιουσία των προστατευόμενων τέκνων του, σύμφωνα με τις διατά­ξεις του άρθρου 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2234/1994, ό­πως ισχύει. Τέκνο το οποίο έχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος υποβάλει αυτοτελώς δήλωση στοιχείων ακινήτων,
ι) τον κηδεμόνα, για την ακίνητη περιουσία σχολάζουσας κληρονομιάς για όσο διάστημα τη διαχειρίζεται,
ια) τον εκτελεστή διαθήκης, για την κληρονομιαία ακί­νητη περιουσία για όσο διάστημα τη διαχειρίζεται και τη διοικεί,
ιβ) τον σύνδικο της πτώχευσης, για την πτωχευτική α­κίνητη περιουσία,
ιγ) τον μεσεγγυούχο ακίνητης περιουσίας.
Από το έτος 2011 και επόμενα, για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, υπόχρεος σε δήλωση στοιχείων ακινή­των είναι ο εργολάβος για ακίνητα τα οποία συμφωνήθη­κε να μεταβιβασθούν και δεν έχουν μεταβιβαστεί από τον οικοπεδούχο στον εργολάβο ή σε τρίτα πρόσωπα που αυτός θα υποδείξει, εφόσον έχουν παρέλθει τρία (3) έτη από την έκδοση της αρχικής οικοδομικής άδειας ή έ­χουν εκμισθωθεί ή χρησιμοποιηθεί με οποιονδήποτε τρό­πο εντός των τριών (3) αυτών ετών από τον εργολάβο.»

2. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 23 του ν. 3427/2005, όπως ισχύει, πριν από το τελευταίο εδάφιο προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Από το έτος 2011 και για κάθε επόμενο, τα φυσικά πρόσωπα υποχρεούνται να υποβάλλουν τη δήλωση στοι­χείων ακινήτων ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του Α.Φ.Μ. τους, με αρχή το ψηφίο 1 και ολοκλήρωση μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες. Ως καταληκτική ημε­ρομηνία υποβολής δήλωσης για το ψηφίο 1 ορίζεται η 15η Φεβρουαρίου του οικείου έτους.
Από το έτος 2011 και για κάθε επόμενο, τα νομικά πρόσωπα υποχρεούνται να υποβάλλουν τη δήλωση στοι­χείων ακινήτων ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του Α.Φ.Μ. τους, με αρχή το ψηφίο 1 και ολοκλήρωση μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες. Ως καταληκτική ημε­ρομηνία υποβολής δήλωσης για το ψηφίο 1 ορίζεται η 15η Μαΐου του οικείου έτους.»

3. Στο άρθρο 23 του ν. 3427/2005, όπως ισχύει, προ­στίθενται μετά την παράγραφο 4 νέες παράγραφοι 5, 6, 7, 8, 9 και η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου αναριθμεί­ται σε 10:
«5. Αρμόδιος για την παραλαβή των δηλώσεων στοι­χείων ακινήτων, τον έλεγχό τους και την εξακρίβωση αυ­τών που δεν έχουν υποβάλει δηλώσεις είναι ο προϊστά­μενος της αρμόδιας για τη φορολογία εισοδήματος Δη­μόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας του υποχρέου την 1η Ιανουαρίου του έτους κατά το οποίο γεννάται η φορολογι­κή υποχρέωση.
6. Η υποχρέωση του φορολογουμένου για την υποβο­λή δήλωσης στοιχείων ακινήτων δεν παραγράφεται.
7. Οι δηλώσεις στοιχείων ακινήτων χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για φορολογικούς σκοπούς και δεν επιτρέ­πεται η χρησιμοποίησή τους για δίωξη εκείνου που υπέ­βαλε τη δήλωση, για παράβαση των κειμένων διατάξεων.
Οι δηλώσεις στοιχείων ακινήτων είναι απόρρητες και δεν επιτρέπεται η γνωστοποίησή τους σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον φορολογούμενο στον οποίο αφο­ρούν αυτές.
Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται, αποκλειστικά και μόνο:
α) Η χορήγηση στοιχείων στις υπηρεσίες του Υπουρ­γείου Οικονομικών και στους ορκωτούς εκτιμητές για την άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς και στις περι­πτώσεις που ορίζονται από το άρθρο 1445 του Αστικού Κώδικα.
β) Η χορήγηση στοιχείων σε δημόσιες υπηρεσίες, νο­μικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και οργανισμούς που έ­χουν αρμοδιότητα διαχείρισης, παρακολούθησης ή ελέγ­χου των πάσης φύσεως χρηματοδοτήσεων, ενισχύσεων ή επιδοτήσεων που καταβάλλονται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα και φορείς και προέρχονται από εθνικούς ή κοινοτικούς πόρους, για την άσκηση αποκλειστικά των παραπάνω αρμοδιοτήτων τους.
γ) Η χορήγηση στοιχείων στα Γραφεία και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για την υποστήριξη των δικαιωμάτων του Δημοσίου ή την απόκρουση των κατ' αυτού αξιώσεων τρίτων ενώπιον των δικαστηρίων.
δ) Η χορήγηση στοιχείων σε δικαστική αρχή, εάν έχει διαταχθεί προσηκόντως κύρια ανάκριση, προανάκριση ή τουλάχιστον προκαταρκτική εξέταση.
ε) Η χορήγηση στοιχείων των δηλώσεων στοιχείων α­κινήτων του πτωχού στον σύνδικο της πτώχευσης.
στ) Η χορήγηση στοιχείων σε αναδόχους του Υπουργείου Οικονομικών ή όσους εκτελούν βάσει συμβάσεως συγκεκριμένο έργο προς όφελος του Δημοσίου.
Η παραβίαση του φορολογικού απορρήτου της παρα­γράφου αυτής συνιστά πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρεί­ται κατά τις οικείες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου και ποινικό αδίκημα που τιμωρείται κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα για παράβαση καθήκοντος.
Οι ευθύνες του προηγούμενου εδαφίου βαρύνουν και τα πρόσωπα, που είναι υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα, τα οποία νόμιμα λαμβά­νουν γνώση φορολογικών απορρήτων και χρησιμοποι­ούν αυτά για σκοπό διάφορο εκείνου που ο νόμος επιτρέπει ή τα ανακοινώνουν με κάθε τρόπο, άμεσο ή έμμε­σο, σε τρίτους. Τα λοιπά πρόσωπα τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι έξι (6) μήνες μετά από έγκληση του προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή του αρμόδιου επιθεωρητή προς τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται η δημόσια οικονομική υπηρεσία και με το πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 4 του ν. 2523/1997, το οποίο επιβάλλεται με πράξη του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπη­ρεσίας μετά την τελεσιδικία της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου.
8. Για τα θέματα τα οποία δεν ορίζονται ρητώς σε λοι­πές διατάξεις για τις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων ε­φαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του Κώδικα Φορολο­γίας Εισοδήματος, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994, όπως ισχύει.
9. Σε περίπτωση μη υποβολής, εκπρόθεσμης υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης στοιχείων ακινήτων εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2523/1997, όπως ισχύ­ουν.»

Στο ν. 3427/2005, όπως ισχύει, μετά το άρθρο 23 και πριν από το άρθρο 24, προστίθεται άρθρο 23Α' ως εξής:
«Άρθρο 23Α
Περιουσιολόγιο Ακινήτων
1. Ως Περιουσιολόγιο Ακινήτων ορίζεται το σύνολο της ακίνητης περιουσίας κάθε φυσικού ή νομικού προσώ­που, η οποία αποτελείται από τα εμπράγματα δικαιώμα­τα της πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας ή οίκη­σης επί ακινήτων, καθώς και το δικαίωμα της αποκλειστι­κής χρήσης θέσεων στάθμευσης, βοηθητικών χώρων και κολυμβητικών δεξαμενών που βρίσκονται σε κοινόκτητο τμήμα υπογείου, πυλωτής, δώματος ή ακαλύπτου χώρου οικοδομής των πιο πάνω ακινήτων την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους.
2. Το Περιουσιολόγιο Ακινήτων προκύπτει από τη μηχανογραφική διαχείριση των δηλώσεων στοιχείων ακινή­των των ετών 2005 έως 2008 που είχαν υποβληθεί από τα υπόχρεα φυσικά και νομικά πρόσωπα. Έτος δημιουρ­γίας του Περιουσιολογίου Ακινήτων ορίζεται το 2008.
3. Το Περιουσιολόγιο Ακινήτων ενημερώνεται μέσω των δηλώσεων στοιχείων ακινήτων, οι οποίες υποβάλλο­νται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 23 του ν. 3427/2005, όπως ισχύει.
4. Το περιεχόμενο του Περιουσιολογίου Ακινήτων εί­ναι απόρρητο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγρα­φο 7 του άρθρου 23 του ν. 3427/2005, όπως ισχύει.
5. Το περιεχόμενο του Περιουσιολογίου Ακινήτων δια­φυλάσσεται και διατηρείται στο διηνεκές από το Υπουρ­γείο Οικονομικών.
6. Ο Υπουργός Οικονομικών με αποφάσεις του, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προσδιορίζει, εγκρίνει και δίνει εντολές για κάθε δαπάνη που είναι αναγκαία για την εκτέλεση και εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η οποία καταλογίζεται στα έξοδα βεβαίωσης των άμεσων φόρων, όπου από τις διατάξεις που ισχύουν δεν ορίζεται διαφορετικά, και κα­θορίζει κάθε αναγκαία λεπτομέρεια και γενικά όσα αφο­ρούν την εκτέλεση των διατάξεων του άρθρου αυτού.»

1. Φυσικά πρόσωπα για τα οποία δεν εκδόθηκε εκκαθα­ριστικό ενιαίου τέλους ακινήτων έτους 2008 έως και την 30ή Απριλίου 2010, ενώ ήταν υπόχρεα σε τέλος σύμφω­να με το άρθρο 6 του ν. 3634/2008, υποχρεούνται να υ­ποβάλλουν στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία δήλωση στοιχείων ακινή­των έτους 2008 έως και τη 15η Ιουνίου 2010, προκειμέ­νου να δηλώσουν την ακίνητη περιουσία τους της 1ης Ια­νουαρίου του 2008, όπως αυτή ορίζεται στην παράγρα­φο 1 του άρθρου 23 του ν. 3427/2005, όπως ισχύει, χω­ρίς την επιβολή κυρώσεων.

2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται η διαδικασία εφαρμογής και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια και μπορεί να παρατείνονται οι προθεσμίες της παραγρά­φου 1 του παρόντος άρθρου.

1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 16 του ν. 3634/2008 (ΦΕΚ 9 Α'), όπως αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 7 του άρθρου 6 του ν. 3763/2009 (ΦΕΚ 80 Α'), αντικαθί­σταται ως εξής:
«4. Στα νομικά πρόσωπα, τα οποία δεν υπέβαλαν αρχι­κές δηλώσεις ενιαίου τέλους ακινήτων μετά από παρέ­λευση τριών (3) μηνών από την καταληκτική προθεσμία υποβολής της δήλωσης, επιβάλλεται αυτοτελές πρόστι­μο που ορίζεται σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ. Το πρόστιμο επιβάλλεται με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας στην ο­ποία γίνεται σύντομη περιγραφή της παράβασης και η ο­ποία καταχωρείται και κοινοποιείται αρμοδίως. Σε διοικη­τική επίλυση της διαφοράς ή δικαστικό συμβιβασμό, το πρόστιμο της παραγράφου αυτής περιορίζεται στο ένα τρίτο (1/3) αυτού. Για τη διοικητική επίλυση της διαφο­ράς, τη βεβαίωση και την καταβολή του προστίμου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του ν. 2523/1997, όπως ι­σχύουν. Σε περίπτωση αποδεδειγμένης ανυπαρξίας της παράβασης το πρόστιμο διαγράφεται. Η πράξη διαγρα­φής πρέπει να περιέχει πλήρη και ειδική αιτιολογία για την ανυπαρξία της παράβασης.»

2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού ι­σχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2009.

1. Για τις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί πράξη επιβο­λής προστίμου, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ν. 3634/2008, όπως αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 7 του άρθρου 6 του ν. 3763/2009 και ίσχυε πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, τότε:
α) Αν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος έχει επιτευ­χθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς ή δικαστικός συμ­βιβασμός ή αν επιτευχθεί μεταγενέστερα διοικητικός συμβιβασμός ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, σε υπόθεση που ήταν εκκρεμής ενώπιόν του κατά τη δημοσίευση του παρόντος, το πρόστιμο περιορίζεται στο πο­σό των πεντακοσίων (500) ευρώ. Για τη διαφορά μεταξύ του ποσού αυτού και του ποσού που βεβαιώθηκε συ­ντάσσεται Ατομικό Φύλλο Έκπτωσης. Το ποσό της έκ­πτωσης επιστρέφεται ή συμψηφίζεται, κατά περίπτωση.
β) Σε περίπτωση που έχει εκδοθεί πράξη επιβολής προστίμου, δεν έχει επέλθει διοικητική επίλυση της δια­φοράς ή δικαστικός συμβιβασμός και η πράξη επιβολής προστίμου έχει καταστεί οριστική μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, συντάσσεται Ατομικό Φύλλο Έκπτωσης για ποσό το οποίο προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του ποσού που έχει βεβαιωθεί και αυτού που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 16 του ν. 3634/2008, ό­πως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 54 του παρόντος, σε περίπτωση που δεν επέρχεται διοικητική επίλυση της διαφοράς. Το ποσό αυτό επιστρέφεται ή συμψηφίζεται, κατά περίπτωση.
γ) Σε περίπτωση που έχει εκδοθεί πράξη επιβολής προστίμου, η οποία δεν έχει καταστεί οριστική μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, χωρίς να έχει βεβαιωθεί το ποσό το οποίο αναγράφεται σε αυτήν, τότε για το ύψος του προστίμου εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του άρ­θρου 16 του ν. 3634/2008, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 54 του παρόντος.

2. Το Ατομικό Φύλλο Έκπτωσης συντάσσεται κατόπιν αίτησης του υπόχρεου, η οποία υποβάλλεται μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2010.

1. Από το έτος 2010 καταργούνται οι διατάξεις των άρ­θρων 5 έως και 19 του ν. 3634/2008, όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν.

2. Οι καταργούμενες διατάξεις της προηγούμενης πα­ραγράφου εφαρμόζονται και μετά την 1η Ιανουαρίου 2010 σε υποθέσεις Ενιαίου Τέλους Ακινήτων, για τις ο­ποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι την κατάργησή τους. Για τις υποθέσεις αυτές διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 7, του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 10 και των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 12 του ν. 3634/2008, όπως ισχύει.

3. Οποιαδήποτε μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης υπόχρεων φυσικών προσώπων που αφορά τα έτη 2005 έως και 2009 πραγματοποιείται με υποβολή δήλωσης στοιχείων ακινήτων έτους 2009.

1. Το άρθρο 15 του ν. 3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α'), όπως ι­σχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 15
Ειδικός φόρος επί των ακινήτων
1. Νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες της παρ. 3 του άρθρου 51Α του Κ.Φ.Ε., που έχουν εμπράγματα δι­καιώματα πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας σε ακίνητα τα οποία βρίσκονται στην Ελλάδα, καταβάλλουν ειδικό ετήσιο φόρο δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί της αξίας αυτών, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 17 του νό­μου αυτού.
2. Από την υποχρέωση της προηγούμενης παραγρά­φου εξαιρούνται, ανεξάρτητα από τη χώρα στην οποία έ­χουν την έδρα τους σύμφωνα με το καταστατικό τους:
α) Εταιρείες των οποίων οι μετοχές βρίσκονται σε διαπραγμάτευση σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά.
β) Εταιρείες οι οποίες ασκούν εμπορική, μεταποιητική, βιομηχανική, βιοτεχνική ή παροχής υπηρεσιών δραστη­ριότητα στην Ελλάδα, εφόσον κατά το οικείο οικονομικό έτος τα ακαθάριστα έσοδα από τη δραστηριότητά αυτή είναι μεγαλύτερα των ακαθάριστων εσόδων από ακίνη­τα. Στα ακαθάριστα έσοδα από ακίνητα δεν υπολογίζο­νται τα έσοδα από ακίνητα, τα οποία ιδιοχρησιμοποιούν οι εταιρείες αποκλειστικά για την άσκηση της επιχειρη­ματικής τους δραστηριότητας.
Στην εξαίρεση αυτή υπάγονται, ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθάριστων εσόδων τους στην Ελλάδα και για διάστημα επτά (7) ετών από την έκδοση της αρχικής οι­κοδομικής άδειας, και εταιρείες οι οποίες ανεγείρουν κτήρια ή άλλες εγκαταστάσεις που πρόκειται να ιδιοχρησιμοποιήσουν για την άσκηση βιομηχανικής, τουριστικής ή εμπορικής γενικώς επιχείρησης. Η εξαίρεση του προη­γούμενου εδαφίου αφορά τα ακίνητα στα οποία πρόκει­ται να λειτουργήσει η βιομηχανική, τουριστική ή εμπορι­κή επιχείρηση και αίρεται αναδρομικά, αν η εταιρεία δεν προβεί στην έναρξη λειτουργίας της επιχείρησης στα α­κίνητα αυτά, μέσα σε επτά (7) έτη από την έκδοση της αρχικής οικοδομικής άδειας ή αν τα ακίνητα μεταβιβα­σθούν, εκμισθωθούν, εισφερθούν κατά χρήση, παραχω­ρηθούν δωρεάν, χρησιμοποιηθούν προς εκμετάλλευση από την εταιρεία ή τρίτο κατά οποιονδήποτε άλλον τρό­πο, πριν τη συμπλήρωση δεκαετίας από την έκδοση της αρχικής οικοδομικής άδειας.
γ) Ναυτιλιακές επιχειρήσεις που έχουν εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967 (ΦΕΚ 132 Α'), όπως τροποποιήθηκε και συμπλη­ρώθηκε με τον α.ν. 378/1968 (ΦΕΚ 82 Α'), το ν. 27/1975 (ΦΕΚ 77 Α'), το ν. 814/1978 (ΦΕΚ 144 Α') και το ν. 2234/1994 (ΦΕΚ 142 Α') και πλοιοκτήτριες εταιρείες ε­μπορικών πλοίων για τα ακίνητα που ιδιοχρησιμοποιούν στην Ελλάδα αποκλειστικώς ως γραφεία ή αποθήκες για την κάλυψη των λειτουργικών τους αναγκών.
δ) Εταιρείες των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει κατά πλειοψηφία στο Ελληνικό Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή εταιρείες των οποίων η πλειοψηφία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου διο­ρίζεται από το Ελληνικό Δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
ε) Το Ελληνικό Δημόσιο στο οποίο περιλαμβάνονται και οι αποκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες που λει­τουργούν ως ειδικά ταμεία, αλλοδαπά κράτη με τον όρο της αμοιβαιότητας, οι γνωστές θρησκείες και δόγματα κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 13 του Συντάγματος, το Ιερό Κοινό του Πανάγιου Τάφου, η Ιερά Μονή του Ό­ρους Σινά, το Άγιο Όρος, το Πατριαρχείο Κωνσταντινου­πόλεως, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας.
στ) Νομικά πρόσωπα τα οποία αποδεδειγμένα επιδιώκουν στην Ελλάδα σκοπούς κοινωφελείς, πολιτιστικούς, θρησκευτικούς, εκπαιδευτικούς για τα ακίνητα που ιδιοχρησιμοποιούν για τον κοινωφελή, πολιτιστικό, θρη­σκευτικό, εκπαιδευτικό σκοπό, για τα ακίνητα που εκμε­ταλλεύονται εφόσον το προϊόν της εκμετάλλευσης διατίθεται αποδεδειγμένα για την εκπλήρωση αυτών των σκοπών, καθώς και για τα ακίνητα που αποδεδειγμένα εί­ναι κενά ή δεν αποφέρουν κανένα εισόδημα.»
3. Εξαιρούνται από τις διατάξεις της παραγράφου 1, ε­φόσον έχουν την έδρα τους σύμφωνα με το καταστατικό τους στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Έ­νωσης:
α) Ανώνυμες εταιρείες που έχουν ονομαστικές μετο­χές μέχρι φυσικού προσώπου ή που δηλώνουν τα φυσικά πρόσωπα που τις κατέχουν και με την προϋπόθεση ότι τα φυσικά πρόσωπα έχουν αριθμό φορολογικού μητρώου στην Ελλάδα.
β) Εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, εφόσον τα εται­ρικά μερίδια ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα ή εφόσον δη­λώνουν τα φυσικά πρόσωπα στα οποία ανήκουν οι εται­ρείες οι οποίες συμμετέχουν και με την προϋπόθεση ότι τα φυσικά πρόσωπα έχουν αριθμό φορολογικού μητρώ­ου στην Ελλάδα.
γ) Προσωπικές εταιρείες, εφόσον οι εταιρικές μερίδες ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα ή εφόσον δηλώνουν τα φυ­σικά πρόσωπα στα οποία ανήκουν οι εταιρείες οι οποίες συμμετέχουν και με την προϋπόθεση ότι τα φυσικά πρό­σωπα έχουν αριθμό φορολογικού μητρώου στην Ελλάδα.
δ) Εταιρείες, των οποίων το σύνολο των ονομαστικών μετοχών, μεριδίων ή μερίδων ανήκουν σε ίδρυμα ημεδα­πό ή αλλοδαπό, εφόσον αποδεδειγμένα επιδιώκει στην Ελλάδα κοινωφελείς σκοπούς, για τα ακίνητα που χρησι­μοποιούνται για το σκοπό αυτόν.
ε) Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα κάθε εί­δους ημεδαπά ταμεία ή ημεδαποί οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης, οι ημεδαπές συνδικαλιστικές οργανώσεις, η Αρχαιολογική Εταιρεία, τα ημεδαπά μουσεία, το Ευρω­παϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, οι Ξένες Αρχαιολογι­κές Σχολές, οι ημεδαποί συνεταιρισμοί που έχουν συ­σταθεί νόμιμα και οι ενώσεις τους, οι ημεδαπές δημοτι­κές και κοινοτικές επιχειρήσεις, τα νομικά πρόσωπα που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 3647/2008 (ΦΕΚ 37 Α'), καθώς και τα ημεδαπά κληροδοτήματα με κοινωφελή σκοπό, τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα που εποπτεύο­νται από δημόσια αρχή και τα ημεδαπά σωματεία.
Αν το σύνολο ή μέρος των ονομαστικών μετοχών, με­ριδίων ή μερίδων των εταιρειών των ανωτέρω περιπτώ­σεων α', β', γ' ανήκει σε εταιρεία, οι μετοχές της οποί­ας βρίσκονται σε διαπραγμάτευση σε οργανωμένη χρη­ματιστηριακή αγορά, δεν απαιτείται περαιτέρω δήλωση φυσικών προσώπων για την εταιρεία αυτή, κατά το πο­σοστό συμμετοχής της.
Αν το σύνολο ή μέρος των ονομαστικών μετοχών, με­ριδίων ή μερίδων των εταιρειών των ανωτέρω περιπτώ­σεων α', β', γ' κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμ­βανομένων και των ταμιευτηρίων ή ταμείων παρακατα­θηκών και δανείων, ασφαλιστικά ταμεία, ασφαλιστικές ε­ταιρείες, αμοιβαία κεφάλαια, περιλαμβανομένων και των αμοιβαίων κεφαλαίων επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία κλειστού τύπου, εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφα­λαίων, εταιρείες συλλογικών επενδύσεων σε ακίνητη πε­ριουσία κλειστού τύπου, εφόσον όλα τα ανωτέρω λειτουργούν σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εποπτεύονται από αρχή κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και «θεσμικοί επενδυτές» που λειτουρ­γούν σε οργανωμένη αγορά χώρας της Ευρωπαϊκής Έ­νωσης, όπως αυτή νοείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 23 του ν.2778/1999 (ΦΕΚ 295 Α'), δεν απαι­τείται περαιτέρω δήλωση των φυσικών προσώπων κατά το ποσοστό συμμετοχής τους.
Αν το σύνολο ή μέρος των ονομαστικών μετοχών, με­ριδίων ή μερίδων των εταιρειών των ανωτέρω περιπτώ­σεων α', β', γ' ανήκει σε νομικό πρόσωπο ή νομική ο­ντότητα που έχει την έδρα του σύμφωνα με το καταστα­τικό του σε άλλη εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης χώρα, απαι­τείται, για να χορηγηθεί απαλλαγή, να συντρέχουν για το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα οι προϋποθέ­σεις της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου.
Σε περίπτωση που κατά τον έλεγχο, ο οποίος πραγμα­τοποιείται σε εταιρεία, διαπιστωθεί ότι τα δηλωθέντα φυσικά πρόσωπα δεν είναι οι πραγματικοί φορείς της ε­πιχείρησης των ανωτέρω περιπτώσεων υπό στοιχεία α', β', γ', τότε, από την ημερομηνία διαπίστωσης της παράβασης μέχρι και την ολοκλήρωση των διαδικασιών του ε­λέγχου, δεν παρέχονται από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ., για το συγκεκριμένο ακίνητο, τα προβλεπόμενα φορολογικά πι­στοποιητικά τα οποία απαιτούνται κατά τη σύνταξη συμ­βολαιογραφικών πράξεων που αφορούν το ακίνητο αυ­τό.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την ε­φαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου.
4. Εξαιρούνται από την υποχρέωση της παραγράφου 1 εταιρείες που έχουν την έδρα τους σύμφωνα με το κατα­στατικό τους σε τρίτη χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένω­σης και συντρέχουν οι αναφερόμενες στην παράγραφο 3 υπό στοιχεία α', β' και γ' περιπτώσεις, εφόσον υπάρ­χει σύμβαση διοικητικής συνδρομής για την καταπολέ­μηση της απάτης και της φοροδιαφυγής με τη χώρα της έδρας τους.
5. Η απόδειξη των νόμιμων προϋποθέσεων για την υ­παγωγή του στις εξαιρέσεις των παραγράφων 2, 3 και 4 βαρύνει το πρόσωπο που τις επικαλείται.
6. Στις περιπτώσεις γ' και στ' της παραγράφου 2, κα­θώς και στην περίπτωση δ' της παραγράφου 3, η απαλ­λαγή χορηγείται κατόπιν αίτησης των νομικών προσώ­πων προς το Υπουργείο Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται, ο χρόνος, η διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγηση των απαλλαγών αυτών.
7. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου θεωρούνται κύριοι ή επικαρπωτές από το χρόνο σύνταξης των οριστικών συμβολαίων ανε­ξάρτητα από τη μεταγραφή τους.
8. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονο­μικών καθορίζονται τα απαιτούμενα κατά περίπτωση δι­καιολογητικά για την εφαρμογή των διατάξεων του άρ­θρου αυτού και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»

2. Στο άρθρο 17 του ν. 3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α'), όπως ισχύει, προστίθενται μετά την παράγραφο 2 νέες παρά­γραφοι 3 και 4 ως εξής, και οι παράγραφοι 3, 4, 5, 6 και 7 του ίδιου άρθρου αναριθμούνται σε 5, 6, 7, 8 και 9 αντί­στοιχα:
«3. Υποχρέωση υποβολής δήλωσης ειδικού φόρου επί των ακινήτων έχουν:
α) Οι νομικές οντότητες και τα νομικά πρόσωπα που εί­ναι υπόχρεα στο φόρο σύμφωνα με το άρθρο 15 του νό­μου αυτού.
β) Ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευ­θύνης οι οποίες έχουν ως σκοπό, σύμφωνα με το κατα­στατικό τους, την αγορά, διαχείριση, επένδυση και εκμε­τάλλευση ακινήτων.
γ) Οι νομικές οντότητες και τα νομικά πρόσωπα των περιπτώσεων γ' και στ' της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του νόμου αυτού, καθώς και αυτά της περίπτωσης δ' της παραγράφου 3 του ίδιου νόμου.
4. Οι συμβολαιογράφοι οι οποίοι, δυνάμει των διατάξε­ων του άρθρου 116 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονο­μιών, Δωρεών και Γονικών Παροχών και του άρθρου 14 του α.ν. 1521/1950, αποστέλλουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. αντίγραφα των συμβολαίων μεταβίβασης ακινήτων με οποιαδήποτε αιτία, οφείλουν, κατά την αποστολή των συμβολαίων στα οποία συμβαλλόμενος είναι αλλοδαπή εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο ή οντότητα ή ημεδαπή εταιρεία στην οποία μετέχει αλλοδαπή εταιρεία ή νομικό πρόσωπο ή οντότητα, να αποστέλλουν δεύτερο αντίγραφο των συμβολαίων αυτών συνοδευόμενο από ειδικό διαβιβαστικό.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποία θα διαβιβάζονται από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. τα αντίγραφα των πιο πάνω συμβολαίων, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέ­ρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.»

1. Μεταβιβάσεις ακινήτων από επαχθή ή χαριστική αι­τία νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων που υπό­κεινται στον ειδικό φόρο επί των ακινήτων που προβλέ­πεται στο άρθρο 15 του ν. 3091/2002, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το προηγούμενο άρθρο, εφό­σον πραγματοποιηθούν σε φυσικά πρόσωπα μέσα σε έξι (6) μήνες από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, α­παλλάσσονται από το φόρο υπεραξίας, που προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης ζ' της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε., τον ειδικό φόρο επί των ακι­νήτων, καθώς και από το ήμισυ του φόρου δωρεάς ή μεταβίβασης, που αναλογεί κατά περίπτωση. Εάν το φυσι­κό πρόσωπο προς το οποίο πραγματοποιείται η μεταβί­βαση του προηγούμενου εδαφίου αποδεικνύει ότι είναι πραγματικός κύριος του ακινήτου, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της περίπτωσης γ' του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε., υπό την προϋπόθεση ότι κατά το χρόνο κτήσης του ακινήτου από το νομικό πρόσωπο δεν θα είχαν ε­φαρμογή για τον πραγματικό κύριο οι διατάξεις της πα­ραγράφου 1 του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε..

2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζο­νται τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία, λοιπές λε­πτομέρειες εφαρμογής της διάταξης αυτής και παρατεί­νεται η προθεσμία της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 16 του Κώδικα ΦΠΑ (κύρωση με το ν. 2859/2000), όπως ισχύει, αντικαθίστα­ται ως εξής:
«2. Κατ' εξαίρεση, ο φόρος γίνεται απαιτητός:
α) κατά το χρόνο έκδοσης του τιμολογίου ή άλλου στοιχείου που επέχει θέση τιμολογίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, με εξαίρεση τις παροχές υπηρεσιών οι οποίες φορολογούνται στον τόπο εγκατάστασης του λήπτη, σύμφωνα με την περί­πτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 14,
β) προκειμένου για παροχή υπηρεσιών, κατά το χρόνο έκδοσης του φορολογικού στοιχείου, όταν αυτό εκδίδε­ται σε χρόνο προγενέστερο της παροχής των υπηρε­σιών,
γ) κατά το χρόνο έκδοσης του τιμολογίου ή άλλου στοιχείου που επέχει θέση τιμολογίου και το αργότερο τη 15η του επόμενου μήνα από αυτόν κατά τον οποίο γεννήθηκε η φορολογική υποχρέωση, προκειμένου για παραδόσεις αγαθών που απαλλάσσονται από το φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρ­θρου 28,
δ) κατά το χρόνο είσπραξης της προκαταβολής που πραγματοποιείται πριν την παράδοση αγαθών σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 28 ή την ολοκλήρωση της παροχής των υπηρεσιών οι οποίες φο­ρολογούνται στον τόπο εγκατάστασης του λήπτη, σύμ­φωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρ­θρου 14,
ε) κατά το χρόνο που έχει συμφωνηθεί η καταβολή κά­θε δόσης σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών, για τις ο­ποίες η αντιπαροχή καταβάλλεται περιοδικά,
στ) κατά τη λήξη κάθε ημερολογιακού έτους, προκειμέ­νου για υπηρεσίες οι οποίες φορολογούνται στον τόπο εγκατάστασης του λήπτη, σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 14, εφόσον πρόκειται για υπηρεσίες που παρέχονται συνεχώς και η παροχή τους συνεχίζεται και μετά τη λήξη του ημερολογιακού έ­τους και δεν έχουν οριστεί ή πραγματοποιηθεί τμηματι­κές καταβολές έναντι λογαριασμού ή πληρωμές στη διάρκεια της περιόδου παροχής τους,
ζ) κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής, στην πε­ρίπτωση παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιούνται ύστερα από επιταγή δημόσιας αρ­χής ή στο όνομά της ή σε εκτέλεση νόμου.»

2. Προστίθεται νέα παράγραφος 5γ στο άρθρο 36 του Κώδικα ΦΠΑ (κύρωση με το ν. 2859/2000) ως εξής:
«5.γ. Οι πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 5, 5.α και 5.β καταχωρούνται στους ανακεφαλαιωτικούς πίνακες την ημερολογιακή περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο φόρος καθίσταται απαιτητός, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 και 18 και στην περίπτωση μεί­ωσης της φορολογητέας αξίας μετά την πραγματοποίη­ση της πράξης, την ημερολογιακή περίοδο που πραγμα­τοποιείται η μείωση.»

3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από 1.1.2010.

1. Η παράγραφος 8 του άρθρου 14 του Κώδικα ΦΠΑ (κύρωση με το ν. 2859/2000), όπως ισχύει, αντικαθίστα­ται ως εξής:
«8. Δικαίωμα πρόσβασης σε πολιτιστικές, καλλιτεχνι­κές, αθλητικές, επιστημονικές, εκπαιδευτικές, ψυχαγω­γικές και παρόμοιες εκδηλώσεις προς υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα.
Ο τόπος παροχής υπηρεσιών που αφορούν το δικαίω­μα πρόσβασης σε πολιτιστικές, καλλιτεχνικές, αθλητι­κές, επιστημονικές, εκπαιδευτικές, ψυχαγωγικές ή πα­ρόμοιες εκδηλώσεις, όπως οι εμπορικές και άλλες εκθέ­σεις, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών σχετικά με την πρόσβαση, που παρέχονται σε υποκείμενους στο φόρο:
α) Είναι το εσωτερικό της χώρας, εφόσον οι εκδηλώ­σεις αυτές πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώ­ρας.
β) Δεν είναι το εσωτερικό της χώρας, εφόσον οι εκδη­λώσεις αυτές πραγματοποιούνται εκτός του εσωτερικού της χώρας.»

2. Στο άρθρο 14 του Κώδικα ΦΠΑ προστίθεται νέα πα­ράγραφος 8.α ως εξής:
«8.α. Παροχή πολιτιστικών, καλλιτεχνικών, αθλητικών, επιστημονικών, εκπαιδευτικών, ψυχαγωγικών και παρό­μοιων υπηρεσιών προς μη υποκείμενα στο φόρο πρόσω­πα.
Ο τόπος παροχής υπηρεσιών οι οποίες αφορούν πολι­τιστικές, καλλιτεχνικές, αθλητικές, επιστημονικές, εκ­παιδευτικές, ψυχαγωγικές ή παρόμοιες δραστηριότητες, όπως εμπορικές και άλλες εκθέσεις, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών των διοργανωτών τέτοιων δραστηριοτήτων, καθώς και της παροχής παρεπόμενων προς τις υπη­ρεσίες αυτές υπηρεσιών που παρέχονται σε μη υποκεί­μενα στο φόρο πρόσωπα:
α) Είναι το εσωτερικό της χώρας, εφόσον οι εκδηλώ­σεις αυτές πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώ­ρας.
β) Δεν είναι το εσωτερικό της χώρας, εφόσον οι εκδη­λώσεις αυτές πραγματοποιούνται εκτός του εσωτερικού της χώρας.»

3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από 1.1.2011.

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 27 του ν. 3492/2006 (ΦΕΚ 210 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Για υπηρεσίες οδικής βοήθειας που εμπίπτουν στις διατάξεις της περίπτωσης ιθ' της παραγράφου 1 του άρ­θρου 22 του Κώδικα ΦΠΑ και παρασχέθηκαν μέχρι τη δη­μοσίευση του παρόντος νόμου, δεν οφείλεται φόρος προστιθέμενης αξίας. Τυχόν καταβληθέντα ποσά επιστρέφονται και τυχόν βεβαιωθέντα ποσά διαγράφονται, με την προϋπόθεση ότι η επιστροφή δεν συνεπάγεται τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του αιτούντος.»

2. Η παράγραφος 8 του άρθρου 19 του Κώδικα ΦΠΑ αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Στην παράδοση εφημερίδων και περιοδικών που ε­νεργούν οι εκδοτικές και εισαγωγικές επιχειρήσεις, κα­θώς και οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούν ενδοκοινο­τικές αποκτήσεις, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται η τι­μή λιανικής πώλησης αυτών χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας.
Οι υποκείμενοι που μεσολαβούν στη διάθεση αυτών στο κοινό δεν επιβαρύνουν με φόρο την παράδοση αυτή, έχουν όμως δικαίωμα έκπτωσης του φόρου που προβλέ­πουν οι διατάξεις του άρθρου 30.»

3. H περίπτωση λβ' της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Κώδικα ΦΠΑ καταργείται.

1. Στην παράγραφο 6 του άρθρου 21 του Κώδικα ΦΠΑ, όπως ισχύει, προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Το 0,5 της μονάδας στρογγυλοποιείται στην ανώτερη ακέραια μονάδα.» Η παρούσα διάταξη ισχύει από 15.3.2010.

2. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 22 αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) η παροχή υπηρεσιών νοσοκομειακής και ιατρικής περίθαλψης και διάγνωσης, καθώς και οι στενά συνδεό­μενες με αυτές παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρε­σιών, που ενεργούνται από οργανισμούς δημοσίου δικαί­ου.
Με τις υπηρεσίες αυτές εξομοιώνονται και οι υπηρε­σίες που παρέχονται στις εγκαταστάσεις θεραπευτικών λουτρών και ιαματικών πηγών.
Η εν λόγω απαλλαγή ισχύει και για λοιπούς οργανι­σμούς, με την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω οργανισμοί:
i. δεν έχουν ως σκοπό τη συστηματική επιδίωξη του κέρδους, τα ενδεχόμενα δε κέρδη τους δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διανέμονται αλλά να διατίθενται για τη διατήρηση ή τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρε­σιών,
ii. η διοίκηση και διαχείριση των εν λόγω οργανισμών πρέπει να ασκείται από πρόσωπα που δεν έχουν, είτε αυ­τά τα ίδια είτε μέσω τρίτων προσώπων, άμεσο ή έμμεσο συμφέρον από τα αποτελέσματα της εκμετάλλευσης των σχετικών δραστηριοτήτων,
iii. οι απαλλαγές δεν πρέπει να δημιουργούν κίνδυνο στρέβλωσης των όρων του ανταγωνισμού,».

3. Η περίπτωση ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 22 αντικαθίσταται ως εξής:
«ε) οι παροχές ιατρικής περίθαλψης, οι οποίες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της άσκησης ιατρικών επαγγελμάτων, καθώς και οι παροχές υπηρεσιών από ψυχολόγους, μαίες, νοσοκόμους, φυσικοθεραπευτές, λογοθεραπευτές και εργοθεραπευτές.»

4. Η περίπτωση ια' της παραγράφου 1 του άρθρου 22 καταργείται.

5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 34 του Κώδικα ΦΠΑ αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των σχετικών με την παραγρα­φή διατάξεων ο φόρος επιστρέφεται εφόσον:
α) καταβλήθηκε στο Δημόσιο εξαρχής αχρεώστητα ή
β) το αχρεώστητο προκύπτει από επιγενόμενο λόγο στις κάτωθι περιπτώσεις:
i) είναι αδύνατο να μεταφερθεί για έκπτωση σε επόμε­νη διαχειριστική περίοδο ή σε περίπτωση μεταφοράς του για έκπτωση, η έκπτωση αυτή δεν κατέστη δυνατή ή
ii) αφορά πράξεις, που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 30, καθώς και πράξεις για τις οποίες με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών προ­βλέπεται αναστολή καταβολής του φόρου ή οφείλεται σε διαφορά συντελεστών εκροών- εισροών ή
iii) αφορά αγαθά επένδυσης, που προβλέπουν οι δια­τάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 33.»

6. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 5 του άρθρου 36 του Κώδικα ΦΠΑ (κύρωση με το ν. 2859/2000), όπως ι­σχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) να υποβάλλει ανακεφαλαιωτικό πίνακα για τις εν­δοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών που πραγματοποιεί με­τά την 1.1.1996, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγρά­φων 1 και 2 του άρθρου 11 και του άρθρου 12, καθώς και για τις αποκτήσεις που πραγματοποιεί και αποδεικνύει ό­τι έγιναν με σκοπό τη μεταγενέστερη παράδοση εντός άλλου κράτους - μέλους, σύμφωνα με το δεύτερο εδά­φιο της παραγράφου 2 του άρθρου 15.»

7. Η περίπτωση ε' της παραγράφου 6 του άρθρου 36 του Κώδικα ΦΠΑ (κύρωση με το ν. 2859/2000) αντικαθί­σταται ως εξής:
«ε) να υποβάλλουν τον ανακεφαλαιωτικό πίνακα που προβλέπεται στην περίπτωση δ' της παραγράφου 5 και τη δήλωση που προβλέπεται στην περίπτωση γ' της ί­διας παραγράφου και να εφαρμόζουν όσα προβλέπονται στην περίπτωση β' αυτής.»

8. Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 ισχύουν από 1.1.2010.

9. Στο άρθρο 39 του Κώδικα ΦΠΑ προστίθεται παρά­γραφος 9.α ως εξής:
«9.α. Οι επιχειρήσεις της παραγράφου 1 μπορούν με δήλωσή τους να μετατάσσονται, από την έναρξη ημερο­λογιακού μήνα κατά τη διάρκεια του έτους, από το ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου στο κανονικό καθε­στώς. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊ­στάμενο Δ.Ο.Υ. και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την παρέλευση πενταετίας, από την επόμενη της μετά­ταξης διαχειριστική περίοδο.
Σε κάθε περίπτωση υποχρεωτικής ή προαιρετικής με­τάταξης κατά τη διάρκεια του έτους, τα ακαθάριστα έσο­δα κατά την τελευταία πριν από την αλλαγή της κατηγο­ρίας των βιβλίων φορολογική περίοδο ή μέρος αυτής, βρίσκονται με βάση τα αγορασθέντα κατά την περίοδο αυτή εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα έτοιμα προϊό­ντα, μειωμένα κατά την αξία των αγαθών που εμφανίζο­νται στην απογραφή που συντάσσεται υποχρεωτικά ή προαιρετικά. Σε περίπτωση μη σύνταξης απογραφής, αυ­τή λογίζεται ως μηδενική.»

10. Η παράγραφος 10 του άρθρου 39 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«10. Αν μία επιχείρηση μετατάσσεται υποχρεωτικά ή προαιρετικά από ένα καθεστώς σε άλλο, κατά την έναρ­ξη διαχειριστικής περιόδου, τα αποθέματα των εμπορεύ­σιμων αγαθών, τα οποία υπάρχουν την τελευταία ημέρα της διαχειριστικής περιόδου που προηγείται του χρόνου της μετάταξης απογράφονται, υποχρεωτικά ή προαιρετι­κά, κατά συντελεστή φόρου που ισχύει την τελευταία η­μέρα της διαχειριστικής περιόδου που προηγείται της μετάταξης και αποτιμώνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και:
α) Αν η μετάταξη της επιχείρησης γίνεται από τις απαλλασσόμενες ή από το ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων στο κανονικό, τα ακαθάριστα έσοδα κατά την τελευταία πριν από την αλλαγή της κατηγορίας των βιβλίων διαχειριστική περίοδο βρίσκονται με βάση τα αγορασθέντα κατά την περίοδο αυτή εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα έτοιμα προϊόντα, μειωμένα κατά την αξία των αγαθών που εμφανίζονται στην απογραφή έναρξης της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία έγινε η αλ­λαγή της κατηγορίας βιβλίων, με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου που επιβάρυνε τα αποθέματα, μόνο στην περί­πτωση που η επιχείρηση μετατάσσεται από το καθεστώς των απαλλασσόμενων επιχειρήσεων.
β) Αν η επιχείρηση μετατάσσεται από το κανονικό κα­θεστώς στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων ή στις απαλλασσόμενες, τα ακαθάριστα έσοδα κατά τη νέα διαχειριστική περίοδο βρίσκονται με βάση την αξία των αγορασθέντων κατά την περίοδο αυτή εμπορεύσι­μων αγαθών ή παραχθέντων έτοιμων προϊόντων, η οποία προσαυξάνεται με την αξία που εμφανίζεται στην απο­γραφή, με υποχρέωση καταβολής του φόρου που επιβά­ρυνε τα αποθέματα, μόνο στην περίπτωση που μετατάσ­σεται στο καθεστώς των απαλλασσόμενων επιχειρήσε­ων.
Σε περίπτωση μη σύνταξης απογραφής, αυτή λογίζε­ται ως μηδενική.»

11.Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 11 του άρθρου 39 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000), όπως ισχύει, αντικα­θίσταται ως εξής:
«Για τα απογραφόμενα αγαθά που προβλέπουν οι δια­τάξεις των προηγούμενων παραγράφων 9α, 10 και της παραγράφου αυτής, υποβάλλεται μέσα σε δύο (2) μήνες από τη μετάταξη δήλωση που περιλαμβάνει την αξία των αποθεμάτων κατά συντελεστή φόρου και το φόρο που α­ναλογεί.»

12.α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η επιστροφή του φόρου ενεργείται από το Δημό­σιο με καταβολή στον αγρότη ποσού, το οποίο προκύ­πτει με την εφαρμογή κατ' αποκοπή συντελεστή 11 %, στην αξία των παραδιδόμενων αγροτικών προϊόντων και των παρεχόμενων αγροτικών υπηρεσιών του Παραρτήματος IV του παρόντος προς άλλους υποκείμενους στο φόρο, εκτός των αγροτών που υπάγονται στο καθεστώς του παρόντος άρθρου.»
Η παρούσα παράγραφος ισχύει για πωλήσεις αγροτι­κών προϊόντων και παροχές αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από 1.1.2009 και εφεξής.
β. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ, μετά το πρώτο εδάφιο προστίθενται δύο νέα εδάφια, ως εξής:
«Ειδικά για πωλήσεις αγροτικών προϊόντων δικής τους παραγωγής που πραγματοποιούνται από αγρότες του παρόντος άρθρου από δικό τους κατάστημα ή από λαϊ­κές αγορές ή εξάγονται ή παραδίδονται σε άλλο κράτος - μέλος, η επιστροφή πραγματοποιείται με την εφαρμο­γή κατ' αποκοπή συντελεστή 5% στην αξία των εν λόγω πωλήσεων, όπως αυτή προκύπτει από το τηρούμενο βι­βλίο εσόδων εξόδων.
Για την παράδοση αγροτικών προϊόντων από την α­γροτική εκμετάλλευση στην εμπορική δραστηριότητα που περιγράφεται στο προηγούμενο εδάφιο εκδίδεται ειδικό στοιχείο που περιλαμβάνει το είδος, την ποσότη­τα, την ποιότητα και την κανονική αξία των παραδιδόμενων αγαθών, όπως αυτή ορίζεται από τις διατάξεις της περίπτωσης γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 19.»

13. Η παράγραφος 6 του άρθρου 41 καταργείται και οι παράγραφοι 3, 4 και 5 του άρθρου 41 αντικαθίστανται, ως εξής:
«3. Οι διατάξεις των άρθρων 30, 31, 32, 36 και 38 δεν εφαρμόζονται για τους αγρότες που υπάγονται στο κα­θεστώς του άρθρου αυτού.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζο­νται στους αγρότες που:
α) ασκούν τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις και παρέχουν τις αγροτικές υπηρεσίες που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 42, με τη μορφή εταιρείας οποιουδήποτε τύ­που ή αγροτικών συνεταιρισμών,
β) πωλούν αγροτικά προϊόντα παραγωγής τους, ύστε­ρα από επεξεργασία που μπορεί να προσδώσει σε αυτά χαρακτήρα βιομηχανικών ή βιοτεχνικών προϊόντων,
γ) ασκούν παράλληλα και άλλη οικονομική δραστηριό­τητα, για την οποία έχουν υποχρέωση να τηρούν βιβλία δεύτερης ή ανώτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, εκτός από τους αγρότες που πωλούν προϊόντα δικής τους παραγωγής από δικό τους κατάστη­μα ή από λαϊκές αγορές, ή πραγματοποιούν εξαγωγές ή παραδόσεις προς άλλο κράτος - μέλος.
5. Οι αγρότες της παραγράφου 4 εντάσσονται στο κα­νονικό καθεστώς του φόρου για τις δραστηριότητες αυ­τές.
Ειδικά για τους αγρότες της περίπτωσης γ' της παρα­γράφου 4, η ένταξη στο κανονικό καθεστώς ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία θα εφαρμοστεί η τήρηση βιβλίου εσόδων εξόδων στους εμπόρους που πραγματο­ποιούν τις ίδιες δραστηριότητες.
Για την ένταξη στο κανονικό καθεστώς υποβάλλεται δήλωση έναρξης ή μεταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 36.»

14. Το άρθρο 57 του Κώδικα ΦΠΑ αντικαθίσταται ως ε­ξής:
«Άρθρο 57
1. Η κοινοποίηση των πράξεων που προβλέπουν οι δια­τάξεις των άρθρων 49 και 50 του παρόντος δεν μπορεί να γίνει ύστερα από πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την υ­ποβολή της εκκαθαριστικής δήλωσης ή της έκτακτης δήλωσης στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει υποχρέωση για υποβολή εκκαθαριστικής ή η προθεσμία για την υπο­βολή αίτησης επιστροφής από τους αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41. Μετά την πάροδο της πε­νταετίας παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή του φόρου.
2. Κατ' εξαίρεση από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να κοινοποιηθεί πράξη και μετά την πάροδο πενταετίας, όχι όμως και μετά την πάροδο δεκα­ετίας εφόσον:
α) δεν υποβλήθηκε εκκαθαριστική δήλωση ή έκτακτη στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει υποχρέωση για υπο­βολή εκκαθαριστικής,
β) η μη άσκηση του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή του φόρου, εν όλω ή εν μέρει, οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη από πρόθεση του υπόχρεου στο φό­ρο με σύμπραξη του αρμόδιου φορολογικού οργάνου,
γ) αφορά συμπληρωματική πράξη που προβλέπει η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 49.
3. Σε περίπτωση υποβολής εκπροθέσμως της εκκαθα­ριστικής δήλωσης ή της κατά τα παραπάνω έκτακτης δή­λωσης, το δικαίωμα του Δημοσίου για την κοινοποίηση των πράξεων των άρθρων 49 και 50 παρατείνεται ή ανα­βιώνει αναλόγως, ώστε ο υπολειπόμενος χρόνος για την παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβο­λή φόρου να μην είναι μικρότερος των τριών (3) ετών α­πό τη λήξη του έτους εντός του οποίου υποβλήθηκε η δήλωση.
4. Χρέη προς το Δημόσιο, βεβαιωθέντα ή βεβαιούμενα με οποιονδήποτε τρόπο, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, παραγράφονται μετά δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου κατέ­στησαν ληξιπρόθεσμα.
5. Η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή του φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημερο­μηνία εμπρόθεσμης υποβολής της εκκαθαριστικής δήλω­σης που αφορά τη διαχειριστική περίοδο εντός της οποί­ας γεννήθηκε το δικαίωμα έκπτωσης αυτού ή μετά (3) τρία έτη από την ημερομηνία εμπρόθεσμης υποβολής της έκτακτης δήλωσης στις περιπτώσεις που δεν υπάρ­χει υποχρέωση για υποβολή εκκαθαριστικής. Σε περί­πτωση μη υποβολής ή υποβολής των ανωτέρω δηλώσε­ων εκπροθέσμως, η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημερομηνία που οι δηλώσεις αυτές όφειλαν να είχαν υποβληθεί εμπροθέσμως.
Η αξίωση κατά του Δημοσίου προς επιστροφή φόρου αναβιώνει από της κοινοποιήσεως πράξεως προσδιορι­σμού του φόρου, για ίσο χρόνο, εφόσον έχει υποβληθεί αίτημα προς επιστροφή πριν το χρόνο παραγραφής της αξίωσης και συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής, χω­ρίς να ικανοποιηθεί ή να απορριφθεί αιτιολογημένα το αίτημα από υπαιτιότητα του Δημοσίου.
Ως προς τα λοιπά θέματα εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δημοσίου λογιστικού όπως εκάστοτε ισχύουν.
Η μη ικανοποίηση του αιτήματος επιστροφής ή η μη αιτιολογημένη απόρριψη αυτού εγγράφως πριν τη συ­μπλήρωση του χρόνου παραγραφής, αποτελεί πειθαρχι­κό αδίκημα που τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.»

15. Ο τίτλος του Παραρτήματος ΙΙΙ του Κώδικα ΦΠΑ α­ντικαθίσταται ως εξής:
«ΑΓΑΘΑ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΕ ΜΕΙΩ­ΜΕΝΟ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ (2ο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 21)».

16. Η παράγραφος 55 του Κεφαλαίου Α' Αγαθά του Παραρτήματος ΙΙΙ του Κώδικα ΦΠΑ αντικαθίσταται ως ε­ξής:
«55. Ηλεκτρική ενέργεια (Δ.Κ. 2716), το φυσικό αέριο (Δ.Κ. 2711), καθώς και θέρμανση μέσω δικτύου (τηλεθέρμανση).»

17. Καταργείται η παράγραφος 7 του Κεφαλαίου Β' Υ­ΠΗΡΕΣΙΕΣ του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ ΙΙΙ του Κώδικα ΦΠΑ, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α'), όπως ισχύει.

18. Οι τίτλοι των Κεφαλαίων Α', Β' και Γ' του Παραρ­τήματος IV του Κώδικα ΦΠΑ αντικαθίστανται ως εξής:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α': ΔΑΣΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΑΛΙΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ': ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΖΩΪΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ».

19. Ο τίτλος που προηγείται του σημείου 4 του Κεφα­λαίου Β' του Παραρτήματος IV του Κώδικα ΦΠΑ καταρ­γείται.

1. Το άρθρο 1 της από 16.9.2009 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ 181 Α'), η οποία κυρώθηκε με το άρ­θρο πρώτο του ν. 3814/2010 (ΦΕΚ 3 Α',12.1.2010) κα­ταργείται.

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου δεύτερου του ν. 3814/2010 (ΦΕΚ 3 Α', 12.1.2010) καταργείται.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 ισχύουν για πράξεις που πραγματοποιούνται από 1ης Ιουλίου 2010 και εφεξής.

Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις του άρθρου 64 καταργήθηκαν από 14.04.2014 σύμφωνα με το άρθρο 39 του ν.4256/2014]

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 13 του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α') καταργείται.

2. Το άρθρο 14 του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α') αντικα­θίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 14
Αρμόδια όργανα
1. Αρμόδια όργανα για τη χορήγηση των διευκολύνσε­ων τμηματικής καταβολής είναι:
α) Ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου, για βασική βεβαιωμένη οφειλή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.
β) Επιτροπή, που συγκροτείται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου, ως πρόεδρο και μέλη τον νόμιμο αναπληρωτή του και τον προϊστάμενο του δικα­στικού τμήματος ή του αντίστοιχου γραφείου, για βασική βεβαιωμένη οφειλή που υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιά­δες (300.000) ευρώ και μέχρι τις οκτακόσιες χιλιάδες (800.000) ευρώ.
Γραμματέας ορίζεται από τον πρόεδρο της επιτροπής ένας από τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας.
γ) O Υπουργός Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της επιτροπής του επόμενου άρθρου για βασική βεβαιω­μένη οφειλή, που υπερβαίνει το ποσό των οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) ευρώ.
2. Αρμόδια όργανα για επανεξέταση αιτήματος αύξη­σης του αριθμού των δόσεων, λόγω αντικειμενικής οικο­νομικής αδυναμίας του οφειλέτη, είναι:
α) η επιτροπή της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 για βασική βεβαιωμένη οφειλή μέχρι του ποσού των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ και
β) ο Υπουργός Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της επιτροπής του επόμενου άρθρου, για βασική βεβαιωμένη οφειλή άνω των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ.
3. Τα ανωτέρω όργανα δύνανται να χορηγούν άπαξ α­ναστολή πληρωμής μέρους ή του συνόλου συγκεκριμέ­νης οφειλής για χρονικό διάστημα μέχρι πέντε (5) μη­νών, εφόσον ο οφειλέτης αντιμετωπίζει αποδεδειγμένα πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία καταβολής οποιουδήπο­τε ποσού της οφειλής του.
Η χορήγηση της ανωτέρω αναστολής πληρωμής παρέ­χει αποκλειστικά και μόνο στον αιτούντα τα ευεργετήμα­τα της παραγράφου 1 του άρθρου 19 και το Δημόσιο δια­τηρεί τα δικαιώματα του άρθρου 20 του παρόντος, καθώς και το δικαίωμα επιβολής κατάσχεσης στα χέρια τρίτων. Η ανωτέρω αναστολή δεν χορηγείται κατά τη διάρκεια ι­σχύουσας διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής.
Με την απόφαση χορήγησης αναστολής πληρωμής α­ναστέλλεται ο χρόνος παραγραφής των χρεών κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 87 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α'), καθώς και στις διατάξεις του άρθρου 88 του ίδιου νόμου, οι οποίες εφαρμόζονται ανα­λογικά.
4. Ως βασική οφειλή, για τον προσδιορισμό του αρμό­διου οργάνου εξέτασης του αιτήματος διευκόλυνσης ή αναστολής, θεωρείται το σύνολο των βεβαιωμένων ο­φειλών όπως αυτό διαμορφώνεται την ημέρα υποβολής της αίτησης χωρίς τις προσαυξήσεις του άρθρου 6 του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α') (Κ.Ε.Δ.Ε.).»

3. Το άρθρο 18 του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α') αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Αρθρο18
Προϋποθέσεις εξέτασης αιτήματος διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής- Περιορισμοί - Επανεξέταση
1. Για την εξέταση των προϋποθέσεων χορήγησης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής απαιτούνται:
α) η υποβολή αίτησης εκ μέρους του οφειλέτη ή συνυπόχρεου προσώπου,
β) η καταβολή παραβόλου υπέρ του Δημοσίου σε ποσοστό πέντε τοις χιλίοις (5‰) επί της βασικής οφειλής για την οποία ζητείται η διευκόλυνση, που δεν μπορεί να υπερβεί τα χίλια (1.000) ευρώ.
2. Εφόσον, κατά την υποβολή της αίτησης, υφίστανται στην ίδια οφειλή, για την οποία ζητείται η διευκόλυνση, και μη ληξιπρόθεσμες δόσεις αυτής, το ποσό αυτών περιλαμβάνεται υποχρεωτικά στην απόφαση της διευκόλυνσης, οπότε στις δόσεις που προκύπτουν από το άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας των κριτηρίων του οφειλέτη προστίθεται ο αριθμός των δόσεων που δεν είναι ληξιπρόθεσμες. Αν υπάρχουν δύο ή περισσότερες ο­φειλές με μη ληξιπρόθεσμες δόσεις, προστίθεται ο αριθ­μός των δόσεων της οφειλής με τις περισσότερες μη ληξιπρόθεσμες δόσεις, πλην όμως ο συνολικός αριθμός των δόσεων της διευκόλυνσης δεν μπορεί να υπερβεί τις σαράντα οκτώ (48). Για οφειλές που η περιοδικότητα κα­ταβολής των κατά νόμο δόσεων είναι μεγαλύτερη του μήνα, οι μη ληξιπρόθεσμες δόσεις αυτών περιλαμβάνο­νται στη διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, εφόσον ζητηθεί από τον οφειλέτη.
3. Για την ίδια οφειλή επιτρέπεται η χορήγηση μέχρι τριών διευκολύνσεων κατ' ανώτατο όριο ανεξάρτητα αν η αίτηση υποβάλλεται από τον οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο και οι δόσεις αυτών καθορίζονται ως ακολούθως:
α) ο αριθμός των δόσεων της πρώτης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής καθορίζεται με βάση το άθροισμα των συντελεστών αξιολόγησης των κριτηρίων του άρθρου 17 του παρόντος,
β) η δεύτερη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της πρώτης και ο αριθμός των δόσεων αυτής καθορίζεται με την ίδια ως άνω διαδικασία, με τον περιορισμό ότι η πρώτη δόση αυτής θα είναι τουλάχιστον ίση με ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) της οφειλής για την οποία ζητήθηκε η δεύτερη διευκόλυνση,
γ) η τρίτη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της δεύτερης, εφόσον όμως κατατεθεί εγγύηση με την οποία θα διασφαλίζεται η πληρωμή των δόσεων αυτής, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού, οι οποίες δεν μπορεί να υπερβαίνουν τον εναπομείναντα αριθμό των δόσεων της δεύτερης διευκόλυνσης και με τον περιορισμό ότι η πρώτη δόση αυτής θα είναι τουλάχιστον ίση με ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της οφειλής για την οποία ζητήθηκε η τρίτη διευκόλυνση.
4. Σε κάθε περίπτωση χορήγησης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής για αναστολή μέτρου είσπραξης ή για χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας, μπορεί να τίθεται αυξημένο ποσό πρώτης δόσης, κατά την κρίση του οργάνου που τη χορηγεί πέραν των όσων ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο.
5. O οφειλέτης εκπίπτει του ευεργετήματος της διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, εφόσον δεν πληρώσει τρεις συνεχείς μηνιαίες δόσεις αυτής. To ίδιο ισχύει και σε περίπτωση μη καταβολής της προτελευταίας ή της τελευταίας δόσης της διευκόλυνσης, εφόσον παρέλθει αντίστοιχο χρονικό διάστημα.
6. Ο οφειλέτης, ο οποίος αδυνατεί αντικειμενικά να ανταποκριθεί στις δόσεις της πρώτης διευκόλυνσης που του χορηγήθηκε, μπορεί να υποβάλει άπαξ αίτηση επανεξέτασης για αύξηση του αριθμού των δόσεων αυτής. Η αίτηση υποβάλλεται στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου, όπου είναι βεβαιωμένη η οφειλή, μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία της τελευταίας εμπρόθεσμης καταβολής δόσης της διευκόλυνσης, της ο­ποίας ζητείται η επανεξέταση και συνοδεύεται από τα στοιχεία με τα οποία αποδεικνύεται η αντικειμενική αδυ­ναμία συμμόρφωσης του οφειλέτη στη διευκόλυνση αυ­τή.
7. Ο αριθμός των δόσεων της πρώτης διευκόλυνσης, της οποίας ζητήθηκε η επανεξέταση, μπορεί, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου οργάνου, να αυξηθεί μέχρι του τριπλασίου, κατ' ανώτατο όριο, του αθροίσματος των συντελεστών αξιολόγησης των κριτηρίων του άρθρου 17, αλλά ο συνολικός αριθμός των δόσεων δεν μπορεί να υπερβεί τις σαράντα οκτώ (48). Κατά την εκτέλεση της απόφασης, επί αιτήματος επανεξέ­τασης πρώτης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, που έγινε δεκτό, αφαιρείται ο αριθμός των δόσεων που έ­χουν ήδη καταβληθεί και το ποσό της νέας δόσης καθορίζεται επί του εναπομείναντος ανείσπρακτου υπολοί­που, η απόφαση δε αυτή θεωρείται συνέχεια της πρώτης διευκόλυνσης. Υποβολή δεύτερης αίτησης επανεξέτα­σης πρώτης διευκόλυνσης συγκεκριμένης οφειλής α­πορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επίσης απορρίπτεται, ως α­παράδεκτη, αίτηση επανεξέτασης δεύτερης ή τρίτης δι­ευκόλυνσης.
8. Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται για οφειλές από παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, καθώς και για οφειλές από φόρο εισοδήματος που προκύπτει από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών ή νομικών προσώπων για το τρέχον, κάθε φορά, οικονομικό έτος, εκτός αν ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης επανεξέτασης κατατεθεί εγγυητική επιστολή πιστωτικού ιδρύ­ματος, η οποία θα καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου για την εξόφληση του συνόλου του οφειλόμενου ποσού της διευκόλυνσης σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης πληρωμής μίας δόσης αυτής.»

4. Το άρθρο 19 του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α') αντικα­θίσταται ως ακολούθως:
«Αρθρο19
Ευεργετήματα λόγω συμμόρφωσης σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής
1. Η χορήγηση διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής και η συμμόρφωση σε αυτή παρέχει στον οφειλέτη τα α­κόλουθα ευεργετήματα:
α) Καθιστά τον οφειλέτη και τους κατά οποιονδήποτε τρόπο συνυποχρέους, περιλαμβανομένων και των εγ­γυητών, ενήμερους για τα χρέη προς το Δημόσιο και χο­ρηγείται σε αυτούς αποδεικτικό ενημερότητας για κάθε χρήση, με την προϋπόθεση ότι έχουν καταβληθεί όλες οι δόσεις της διευκόλυνσης μέχρι την ημερομηνία χορήγη­σης του αποδεικτικού και δεν υφίστανται άλλες δεσμεύ­σεις χορήγησής του, με την επιφύλαξη των διατάξεων του επόμενου άρθρου.
β) Αναστέλλει τη λήψη ή την εκτέλεση κάθε μέτρου σε βάρος του οφειλέτη, με την επιφύλαξη των διατάξεων του επόμενου άρθρου ή άλλων ειδικών διατάξεων.
γ) Αναστέλλει την εκτέλεση του μέτρου που προβλέ­πεται από το άρθρο 7 του ν. 2120/1993 (ΦΕΚ 24 Α'), ό­πως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 πα­ράγραφος 3 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α').
δ) Αναστέλλεται η εφαρμογή των διατάξεων της πα­ραγράφου 5 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α'), όπως ισχύει σήμερα, καθώς και της παραγράφου 10 του άρθρου 22 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α').
2. Οφειλή που έχει υπαχθεί σε πρώτη διευκόλυνση τμηματικής καταβολής και ο οφειλέτης είναι απόλυτα συνεπής στην καταβολή των δόσεων αυτής, απαλλάσσε­ται:
α) ποσοστού τριάντα τοις εκατό (30%) των προσαυξή­σεων εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν το πο­σό της κάθε δόσης της διευκόλυνσης από την ημέρα χο­ρήγησης αυτής και μετά,
β) του συνόλου των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης κα­ταβολής που επιβαρύνουν την τελευταία δόση της διευ­κόλυνσης, που δεν μπορεί να υπερβαίνουν σε ποσοστό το σαράντα τοις εκατό (40%) των συνολικών προσαυξή­σεων της οφειλής.
Με την καθυστέρηση καταβολής μίας δόσης της διευ­κόλυνσης επέρχεται απώλεια των ως άνω ευεργετημά­των.
3. Ειδικά, όταν ταυτόχρονα με τη χορήγηση οποιασδή­ποτε διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής κατατίθεται εγγυητική επιστολή αναγνωρισμένου στην Ελλάδα πι­στωτικού ιδρύματος, η οποία θα καταπίπτει υπέρ του Δη­μοσίου για την εξόφληση του συνόλου του οφειλόμενου υπόλοιπου ποσού της διευκόλυνσης σε περίπτωση μη ε­μπρόθεσμης πληρωμής μίας δόσης αυτής, απαλλάσσε­ται η οφειλή των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβο­λής που επιβαρύνουν το ποσό όλων των δόσεων της διευκόλυνσης από την ημέρα χορήγησης αυτής και μετά. Εφόσον, στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για την πρώτη διευκόλυνση εφαρμόζονται ταυτόχρονα και οι διατάξεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 του άρθρου αυ­τού.
4. Σε περίπτωση αιτήματος εφάπαξ εξόφλησης του συνόλου των ληξιπρόθεσμων οφειλών, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί την ημέρα υποβολής της αίτησης και πλη­ρωμής αυτών, εκπίπτεται ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, που αναλογούν στο ποσό αυτό. Στην εφάπαξ εξόφληση, ως ανωτέρω, περιλαμβάνονται υποχρεωτικά και οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε διευκόλυνση τμηματικής καταβο­λής, για τις υπόλοιπες οφειλόμενες δόσεις αυτής.
Οι διατάξεις των ανωτέρω εδαφίων ισχύουν και στην περίπτωση απευθείας εξόφλησης της οφειλής, μέσω δα­νείου από αναγνωρισμένο στην Ελλάδα πιστωτικό ίδρυ­μα, το προϊόν του οποίου μεταφέρεται στην αρμόδια υ­πηρεσία, με τραπεζική επιταγή που εκδίδεται σε διαταγή της.
Από τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου εξαιρού­νται οφειλές υπέρ ξένων κρατών, καθώς και οφειλές που από ειδικές διατάξεις δεν επιτρέπεται απαλλαγή από προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.»

5. Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου αυτού αρχίζει έ­να (1) μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

1. Οφειλές προς το Δημόσιο, βεβαιωμένες στις Δημό­σιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ) και τα Τελωνεία, κα­θώς και οφειλές υπέρ τρίτων που εισπράττονται μέσω των Δ.Ο.Υ, οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, σύμ­φωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α') (Κ.Ε.Δ.Ε.), μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2009, εφό­σον εξοφληθούν στο σύνολό τους εφάπαξ μέχρι το τέ­λος του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, απαλλάσσο­νται κατά ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύ­νουν.

2. Ο οφειλέτης δύναται να εξοφλήσει εφάπαξ, σύμφω­να με τις ανωτέρω διατάξεις, το σύνολο εγγραφής ή εγ­γραφών οφειλών του, με απαλλαγή ποσοστού εξήντα τοις εκατό (60%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης κα­ταβολής που τις επιβαρύνουν με την προϋπόθεση, ότι το ύψος της υπό εξόφλησης βεβαιωμένης και ληξιπρόθε­σμης βασικής οφειλής θα είναι τουλάχιστον ίσο με ποσο­στό πενήντα τοις εκατό (50%) της συνολικής ληξιπρόθε­σμης βασικής οφειλής του.

3. Στις ανωτέρω διατάξεις και με τις ίδιες προϋποθέ­σεις υπάγονται, μόνο εάν ζητηθεί από τον οφειλέτη:
α) οι οφειλές που τελούν σε αναστολή είσπραξης,
β) οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε διευκόλυνση τμη­ματικής καταβολής κατά τις διατάξεις των άρθρων 13-21 του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α'), όπως ισχύουν, καθώς και οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε οποιαδήποτε ρύθμιση, που τηρείται κατά την υποβολή του αιτήματος.

4. Δεν υπάγονται στη ρύθμιση του παρόντος άρθρου, ακόμη και αν ζητηθεί από τον οφειλέτη, οφειλές υπέρ ξένων κρατών, καθώς και οφειλές που από ειδικές διατά­ξεις δεν επιτρέπεται απαλλαγή από προσαυξήσεις εκ­πρόθεσμης καταβολής.

1. Το άρθρο 33 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσό­δων (ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α') αντικαθίσταται ως ακο­λούθως:
«Άρθρο 33
Συνέπειες μη υποβολής δήλωσης
Εάν ο τρίτος δεν προβεί σε δήλωση ή προβεί εκπρόθε­σμα ή χωρίς την τήρηση του τύπου που προβλέπεται από το άρθρο 32 του παρόντος, λογίζεται οφειλέτης του Δη­μοσίου για το σύνολο της απαίτησης, για την οποία επι­βλήθηκε η κατάσχεση, εκτός αν αυτός αποδείξει ότι δεν οφείλει στον καθ'ου ή ότι η οφειλή του είναι μικρότερη από την απαίτηση του Δημοσίου, οπότε απαλλάσσεται ή ευθύνεται μέχρι του ύψους της οφειλής του, κατά περί­πτωση.»

2. Μετά το άρθρο 30 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974) προστίθεται νέο άρθρο με αριθ­μό 30Α που έχει ως ακολούθως:
«Άρθρο 30Α
Κατασχέσεις στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων
Ειδικά για κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πιστωτι­κών ιδρυμάτων, το κατασχετήριο έγγραφο κοινοποιείται στο κεντρικό κατάστημα ή σε οποιοδήποτε υποκατάστη­μα αυτών και μπορεί να περιέχει πολλούς οφειλέτες του Δημοσίου. Στο κατασχετήριο αυτό έγγραφο επισυνάπτεται για τον κάθε οφειλέτη πίνακας στον οποίο αναφέρε­ται το είδος και το ποσό κάθε οφειλής, ως και ο αριθμός και η χρονολογία βεβαίωσής της. Η δήλωση του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32, γίνεται κοινή για όλους τους οφειλέτες του κατασχε­τηρίου εγγράφου και συνοδεύεται απαραίτητα από πα­ραστατικό κίνησης του τραπεζικού λογαριασμού του κά­θε οφειλέτη για διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ημερών πριν την ημερομηνία επίδοσης του κατασχετηρίου εγ­γράφου και μιας ημέρας μετά από αυτήν, άλλως θεωρεί­ται ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ δήλωση.
Η απόδοση των ποσών στην υπηρεσία που επέβαλε την κατάσχεση γίνεται υποχρεωτικά εντός δέκα (10) η­μερών από την υποβολή της δήλωσης του πιστωτικού ι­δρύματος. Οι διατάξεις των άρθρων 87 και 88 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 (ΦΕΚ 224 Α') δεν εφαρμόζονται. Για την ανωτέρω διαδικασία δεν καταβάλλονται έξοδα.»

3. Στο άρθρο 39 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσό­δων προστίθεται νέα παράγραφος με αριθμό 6 ως ακο­λούθως:
«6. Για τα ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχή, όπου ι­σχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων για τον υπολογισμό του φόρου με­ταβίβασης, η τιμή πρώτης προσφοράς των παραγράφων 2 και 5 του παρόντος άρθρου, δεν μπορεί να υπολείπεται της αξίας αυτής, όπως ισχύει κατά το χρόνο επιβολής της κατάσχεσης ή κατά το χρόνο έκδοσης του προγράμ­ματος πλειστηριασμού αντίστοιχα.»
Η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται και για τα προγράμ­ματα πλειστηριασμού που εκδίδονται βάσει προγενέστε­ρων της δημοσίευσης του νόμου αυτού κατασχέσεων.

4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 41 του Κώδικα Είσπρα­ξης Δημοσίων Εσόδων αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. μετά την παρέλευση σαράντα (40) ημερών και το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την κατάσχεση, εκδίδει πρόγραμμα πλειστη­ριασμού, που περιέχει τα οριζόμενα στο άρθρο 19 του παρόντος, καθώς και την περιγραφή και την εκτίμηση του κατασχεθέντος κατά την κατασχετήρια έκθεση, και ορίζει ημερομηνία πλειστηριασμού το αργότερο σε πέ­ντε (5) μήνες από την ημερομηνία έκδοσης του προ­γράμματος. Εάν ο πλειστηριασμός δεν διενεργηθεί την ορισθείσα με το πρόγραμμα ημέρα, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. εκδίδει νέο πρόγραμμα το αργότερο εντός έτους από την ημέρα του μη διενεργηθέντος πλειστηριασμού ή επί αναστολής αυτού, από την ημέρα που έπαυσε η ανα­στολή και ορίζει ημερομηνία πλειστηριασμού κατά τα α­νωτέρω.
Οι ανωτέρω προθεσμίες δεν τηρούνται, εφόσον συ­ντρέχει σπουδαίος λόγος, που αναφέρεται σε αιτιολογη­μένη έκθεση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ..
Σε κάθε περίπτωση, η έκδοση προγράμματος πλειστη­ριασμού μετά την πάροδο των ανωτέρω προθεσμιών, δεν επιφέρει ακυρότητα αυτού.»
Για τις κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί πριν τη δημο­σίευση του παρόντος νόμου, τα προγράμματα πλειστη­ριασμού εκδίδονται το αργότερο εντός έτους από την η­μερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού, με την εφαρ­μογή όσων ορίζονται στην παράγραφο αυτή.

5. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 6 του Κώ­δικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων προστίθενται δύο νέα εδάφια, ως ακολούθως:
«Το ίδιο ισχύει και για τις αναστολές είτε του νόμιμου τίτλου είτε της ταμειακής βεβαίωσης είτε των πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης, που χορηγούνται στα πλαίσια δικαστικής αμφισβήτησης, για το ποσό που οφείλεται τε­λικά με βάση τη δικαστική απόφαση.
Οι ως άνω αναστολές δεν εμποδίζουν την εφαρμογή των διατάξεων του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 8, κα­θώς και του άρθρου 83 του παρόντος.»

6.α) Η προσωποκράτηση ως αναγκαστικό μέτρο προς είσπραξη δημοσίων εσόδων καταργείται. Αποφάσεις, που διατάσουν προσωπική κράτηση για βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο και δεν έχουν ε­κτελεσθεί κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν εκτελούνται. Αν άρχισε η εκτέλεσή τους, διακόπτεται και ο κρατούμενος απολύεται. Εκκρεμείς αιτήσεις, καθώς και ένδικα μέσα κατά των ανωτέρω αποφάσεων δεν εισάγονται για συζήτηση και οι υποθέσεις τίθενται στο αρχείο.
β) Η αναστολή της παραγραφής χρεών, για τα οποία υποβλήθηκε αίτηση προσωπικής κράτησης, λήγει με τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η παραγραφή τους όμως δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο τουλάχιστον έτους από τη λήξη της αναστολής.
γ) Οι διατάξεις της περίπτωσης 3 του άρθρου 9 του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α'), των άρθρων 231 έως 243 του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α'), καθώς και των διατάξεων των άρθρων 1 έως 11 του ν. 1867/1989 (ΦΕΚ 227 Α'), όπως ι­σχύει, καθώς και κάθε άλλη σχετική διάταξη που αναφέ­ρεται στο θέμα αυτό, καταργούνται.

7. Η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 58 του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α') εφαρμόζεται αναλόγως και στους πίνακες διανομής που συντάσσουν οι σύνδικοι πτωχεύ­σεως κατά τις διατάξεις του ν. 3588/2007 (ΦΕΚ 153 Α'), ισχύει δε και για όλα τα Ν.Π.Δ.Δ. οι απαιτήσεις των οποί­ων εισπράττονται κατά τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974.

8. ....................

1. Μετά το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του ν.1473/1984 (ΦΕΚ 127 Α'), όπως αντικα­ταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993 (ΦΕΚ 24 Α'), προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση δικαστικής επιδίκασης τόκων με επιτό­κιο διαφορετικό εκείνου των έντοκων γραμματίων του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, η επιστροφή των τόκων στον δικαιούχο γίνεται με την έκδοση χρηματικού εντάλ­ματος από τις αρμόδιες υπηρεσίες δημοσιονομικού ε­λέγχου.»

2. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για τις εκκρεμείς, μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νό­μου υποθέσεις.

1. Στο άρθρο 6 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέα παράγρα­φος 7 ως εξής:
«7. Απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος τα κέρδη από την άσκηση ατομικής εμπορικής επιχείρησης ή ελευ­θέριου επαγγέλματος, μέχρι τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ, όσων υποβάλλουν δήλωση έναρξης εργασιών για πρώτη φορά, για το έτος της έναρξης και για τα δύο επόμενα έτη, εφόσον ο φορέας της επιχείρησης κατά την έναρξη δεν έχει συμπληρώσει το τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του. Με τις ίδιες προϋποθέσεις απαλλάσσο­νται του φόρου εισοδήματος, μέχρι τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ, οι ομόρρυθμες εταιρείες εφόσον συμμετέχουν σε αυτές αποκλειστικά φυσικά πρόσωπα τα ο­ποία κατά την έναρξη δεν έχουν συμπληρώσει το τριακο­στό πέμπτο έτος της ηλικίας τους.»

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύ­ουν για εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2010 και μετά.

1. Στο τέλος της παραγράφου 1α του άρθρου 12 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α'), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 του ν. 3775/2009 (ΦΕΚ 122 Α'), προστίθεται ε­δάφιο που έχει ως εξής:
«Από την επιβολή του «τέλους συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας» εξαιρούνται οι συνδέσεις παροχής ασύρ­ματης πρόσβασης στο διαδίκτυο (Internet), εφόσον αφο­ρούν αποκλειστικά και μόνο συνδέσεις δεδομένων (data).»

2. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγρά­φου 1α του άρθρου 12 του ν. 2579/1998, όπως προστέ­θηκε με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, έ­χουν ισχύ από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Ε­φημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνουν τους λογαριασμούς που εκδίδονται και τις προπληρωμένες συνδέσεις παροχής ασύρματης πρόσβασης στο διαδίκτυο που διατίθενται, από την ημερομηνία αυτή και μετά.»

1. Τα κέρδη της επιχείρησης από την πώληση προϊό­ντων παραγωγής της, για την οποία παραγωγή χρησιμο­ποιήθηκε ευρεσιτεχνία διεθνώς αναγνωρισμένη στο όνο­μα της ίδιας επιχείρησης που αναπτύχθηκε από την ίδια, απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος για τρεις συνεχόμενες χρήσεις, αρχής γενομένης από τη χρήση μέ­σα στην οποία πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά έσο­δα από την πώληση των πιο πάνω προϊόντων. Η απαλλα­γή χορηγείται και όταν τα προϊόντα παράγονται σε εγκα­ταστάσεις τρίτων. Επίσης, καταλαμβάνει και τα κέρδη που προέρχονται από παροχή υπηρεσιών, όταν αυτή α­φορά σε εκμετάλλευση ευρεσιτεχνίας, επίσης διεθνώς αναγνωρισμένης.

2. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μά­θησης και Θρησκευμάτων εγκρίνεται η επιχείρηση που υ­πάγεται στις διατάξεις του άρθρου αυτού για το συγκε­κριμένο προϊόν ή είδος υπηρεσίας, που παράγει ή παρέ­χει κατά περίπτωση, μετά από αίτηση που υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία του πιο πάνω Υπουργείου.

3. Τα απαλλασσόμενα κέρδη εμφανίζονται σε λογα­ριασμό αφορολόγητου αποθεματικού και υπολογίζονται με βάση τα καθαρά κέρδη που δηλώνονται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, προκύ­πτουν από τα τηρούμενα βιβλία και εμφανίζονται στον ισολογισμό και τα οποία προέρχονται από το σύνολο των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, μετά την αφαίρεση των κερδών που απαλλάσσονται της φορολογίας εισο­δήματος και των κερδών από συμμετοχή σε άλλες επι­χειρήσεις, των κρατήσεων για το σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και των κερδών της χρήσης που διανέμο­νται πραγματικά ή αναλαμβάνονται από τους εταίρους ή τον επιχειρηματία, καθώς και των αφορολόγητων εκπτώ­σεων επενδύσεων αναπτυξιακών νόμων. Προκειμένου για ανώνυμη εταιρεία και εταιρεία περιορισμένης ευθύ­νης, το τακτικό αποθεματικό και τα διανεμόμενα κέρδη ανάγονται σε μικτό ποσό με την προσθήκη του αναλο­γούντος σε αυτά φόρου. Για τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Β' κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το αποθεματικό σχημα­τίζεται από τα καθαρά κέρδη που δηλώνονται με την αρ­χική δήλωση, αφού αφαιρεθούν οι απολήψεις. Όταν η ε­πιχείρηση πραγματοποιεί έσοδα που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος, ως κέρδη που απαλλάσσονται της φορολογίας είναι το μέρος των πιο πάνω κερδών που αντιστοιχεί στα έσοδα από την πώληση των προϊόντων ή από την παροχή υπηρεσιών της παραγράφου 1.

4. Το αφορολόγητο αποθεματικό που σχηματίζεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο υπόκειται σε φορολογία με τις γενικές διατάξεις του Κ.Φ.Ε., κατά το μέρος που διανέμεται, κεφαλαιοποιείται ή αναλαμβάνε­ται κάθε φορά.

5. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρη­σκευμάτων καθορίζονται οι φορείς πιστοποίησης της ευ­ρεσιτεχνίας, οι προϋποθέσεις, οι όροι, η διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, χωρίς την έκδοση της ο­ποίας δεν ενεργοποιείται η ισχύς των διατάξεων του άρ­θρου αυτού.

6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για πωλήσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που εμπίπτουν στο άρθρο αυτό και πραγματοποιούνται από την 1η Ια­νουαρίου 2010 και μετά.

Η παράγραφος 3 του άρθρου 32 του ν. 3698/2008 (ΦΕΚ 198 Α'), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθη­κε με το άρθρο τέταρτο του ν. 3759/2009 (ΦΕΚ 69 Α'), α­ντικαθίσταται ως εξής:
«3. Το κόστος ενεργοποίησης των δικαιωμάτων άμε­σης ενίσχυσης γεωργών, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου (Ε.Ε. L030 της 31.1.2009), από το 2010 και στο εξής, μπορεί να καλύπτεται, για το σύνολο ή για ορι­σμένες κατηγορίες δικαιούχων, από πιστώσεις του Κρα­τικού Προϋπολογισμού. Με κοινή απόφαση των Υπουρ­γών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που εκδίδεται κάθε έτος, καθορίζονται οι κατηγο­ρίες των δικαιούχων των οποίων το κόστος ενεργοποίη­σης καλύπτεται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, λαμ­βάνοντας υπόψη, ιδίως, το ύψος των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν το προηγούμενο έτος σε κάθε δικαιούχο, με προτεραιότητα σε αυτούς που έλαβαν τις χαμηλότε­ρες ενισχύσεις, την επαγγελματική τους ιδιότητα και άλ­λα αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια. Η σχετική δημό­σια σύμβαση συνάπτεται από την αναθέτουσα αρχή μετά από διεξαγωγή διεθνούς ανοικτού διαγωνισμού. Με κοι­νή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων καθορίζονται οι διαδικασίες και οι λεπτομέρειες διεξαγωγής του διεθνούς διαγωνισμού. Για το έτος 2010, το κόστος ενεργοποίησης των ατομι­κών δικαιωμάτων καταβάλλεται από τον προϋπολογισμό απευθείας σε καθέναν από τους δικαιούχους που καθο­ρίζονται με την κοινή υπουργική απόφαση του παραπά­νω εδαφίου και οι εργασίες της συγκέντρωσης, εισαγω­γής και επεξεργασίας των αιτήσεων ενιαίας ενίσχυσης μπορεί να διεξαχθούν από φορείς που έχουν πιστοποιη­θεί για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τις διατάξεις των α­ποφάσεων 264/2003, (ΦΕΚ 1496 Β') και 217842/2004 (ΦΕΚ 326 Β') του Υπουργού Γεωργίας. Εκτός από τον παραπάνω τρόπο, το έργο της συγκέντρωσης, εισαγω­γής και επεξεργασίας των αιτήσεων ενιαίας ενίσχυσης, για το 2010, μπορεί να ανατεθεί με δημόσια σύμβαση που θα συναφθεί από την αναθέτουσα αρχή με τη διαδι­κασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς να προηγηθεί δημο­σίευση της σχετικής προκήρυξης, εάν για λόγους τεχνι­κούς η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκρι­μένο φορέα, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 περίπτωση β' του π.δ. 60/2007 (άρθρο 31 παρ. 1 εδάφιο β' της Οδη­γίας 2004/18/ΕΚ).»

1. Για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρ­θρου 101 και της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε., των οποίων ο κύκλος εργασιών μειώνεται για δύο (2) συνεχόμενες διαχειριστικές περιόδους, έναντι της προηγούμενης κάθε φορά διαχειριστικής περιόδου, ο συντελεστής φορολογίας των κερδών που ορίζεται α­πό τα άρθρα 109 και 10 του ίδιου νόμου μειώνεται κατά τρεις (3) ποσοστιαίες μονάδες, με την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των εργαζομένων που υφίσταται κατά την προη­γούμενη της διετίας διαχειριστική περίοδο δεν μειώνεται σε καμία από τις τρεις πιο πάνω διαχειριστικές περιό­δους.

2. Η μείωση του συντελεστή φορολογίας εφαρμόζεται στα κέρδη των δύο (2) διαχειριστικών περιόδων που ανα­φέρονται στην παράγραφο 1 και όταν σε κάποια από αυ­τές προκύπτει ζημία, η μείωση του συντελεστή φορολο­γίας εφαρμόζεται στα κέρδη των επόμενων διαχειριστι­κών περιόδων και μέχρι να συμπληρωθούν δύο (2) διαχειριστικές περίοδοι ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρι­σης.

3. Όταν επιχείρηση που έχει κάνει χρήση του μειωμέ­νου συντελεστή φορολογίας κατ' εφαρμογή του άρθρου αυτού, στη συνέχεια προβεί εντός της διετίας σε μείωση του προσωπικού της ή αυξηθεί ο κύκλος εργασιών της, το χορηγηθέν ευεργέτημα ανακαλείται και υποχρεούται να υποβάλει εκπρόθεσμη δήλωση φορολογίας για το οι­κονομικό έτος ή τα οικονομικά έτη που έτυχε του ευερ­γετήματος του μειωμένου συντελεστή. Για την επιπλέον διαφορά φόρου που οφείλεται επιβάλλονται οι πρόσθε­τοι φόροι που ορίζονται από τις διατάξεις του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α').

4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή και όταν κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος έχει ε­πέλθει μείωση του κύκλου εργασιών με παράλληλη δια­τήρηση του αριθμού των εργαζομένων σε μία ή περισσό­τερες προηγούμενες συνεχείς διαχειριστικές περιό­δους. Στην περίπτωση αυτή, ο μειωμένος συντελεστής φορολογίας εφαρμόζεται για τα κέρδη της διαχειριστι­κής περιόδου 2009 (οικονομικό έτος 2010) και επόμε­νων, μέχρι τη συμπλήρωση δύο (2) οικονομικών ετών.

5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ε­φαρμόζονται ανάλογα και για τις ατομικές επιχειρήσεις και τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν ελευθέριο επάγγελ­μα, στα οποία παρέχεται μείωση των καθαρών κερδών και καθαρών εισοδημάτων κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%).

6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν έχουν εφαρμογή για επιχειρήσεις που υποχρεώνονται α­πό διάταξη νόμου ή από την ένταξή τους σε επιχορηγού­μενο πρόγραμμα από το Δημόσιο, να διατηρούν θέσεις εργασίας.

7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζο­νται οι προϋποθέσεις, οι όροι, η διαδικασία, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων.

8. Από το καθαρό φορολογητέο εισόδημα μεταποιητι­κής επιχείρησης αφαιρείται ποσό ίσο με το ήμισυ της δα­πάνης που καταβλήθηκε μέσα στην ίδια διαχειριστική πε­ρίοδο, για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώμα­τος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Περι­βάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, καθορί­ζονται οι δαπάνες για τις οποίες έχουν εφαρμογή οι δια­τάξεις της παραγράφου αυτής και κάθε αναγκαία λεπτο­μέρεια για την εφαρμογή της.

9. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υπάγεται σε φορολογική υποχρέωση στην Ελλάδα και επενδύει στην παραγωγή κινηματογραφικού έργου μεγάλου μήκους με προορισμό την προβολή σε κινηματογραφική αίθουσα α­παλλάσσεται από το φόρο που του αναλογεί για ποσό ίσο με:
α) το 40% του ποσού που επένδυσε, εφόσον το φυσι­κό ή νομικό πρόσωπο δεν δραστηριοποιείται επαγγελμα­τικά στον οπτικοακουστικό τομέα, δεν είναι μέτοχος α­νώνυμης Α.Ε. ή Ε.Π.Ε. ή μέλος Ο.Ε., Ε.Ε. ή κοινοπραξίας που δραστηριοποιείται στον οπτικοακουστικό τομέα,
β) το 20% του ποσού που επένδυσε, εφόσον το φυσι­κό ή νομικό πρόσωπο δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον οπτικοακουστικό τομέα, ή είναι μέτοχος ανώνυμης Α.Ε. ή Ε.Π.Ε., ή μέλος Ο.Ε., Ε.Ε. ή κοινοπραξίας που δραστηριοποιείται στον οπτικοακουστικό τομέα.

10. Σε κάθε περίπτωση το συνολικό ποσό της επένδυ­σης στην παραγωγή κινηματογραφικών έργων δεν μπο­ρεί να υπερβαίνει το 20% του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος.

11. Το ποσό της επένδυσης των προηγούμενων δύο παραγράφων πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την εξόφληση δαπανών που διενεργούνται στην Ελ­λάδα.

12. Για την εφαρμογή των παραγράφων 9, 10 και 11 του άρθρου αυτού το φυσικό ή νομικό πρόσωπο καταβάλλει το χρηματικό ποσό με το οποίο επιθυμεί να ενι­σχύσει την παραγωγή κινηματογραφικού έργου, στο Ελ­ληνικό Κέντρο Κινηματογράφου Α.Ε. (Ε.Κ.Κ.), σε ειδικό λογιστικό κωδικό επ' ονόματι της ταινίας που επιθυμεί να ενισχύσει.

13. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού καθορίζονται οι προϋποθέσεις, οι όροι και η διαδικασία και κάθε άλλη α­ναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 9, 10, 11 και 12 του άρθρου αυτού και μεταξύ άλλων οι επιλέξιμες δαπάνες, η διαδικασία διά­θεσης του ποσού της επένδυσης από το Ε.Κ.Κ., η διαδι­κασία ελέγχου της τήρησης των όρων και προϋποθέσε­ων που τίθενται με τις διατάξεις των προηγούμενων πα­ραγράφων, η διαδικασία και οι όροι αποδοχής της επέν­δυσης από το Ε.Κ.Κ. και τον παραγωγό ή συμπαραγωγό της κινηματογραφικής ταινίας και οι κατηγορίες των κι­νηματογραφικών ταινιών που εξαιρούνται από τις διατά­ξεις των παραγράφων 9,10,11 και 12 του άρθρου αυτού.

Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται λόγω δωρεάς, είτε απευθείας είτε μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων στο «Λογαριασμό Αλληλεγγύης για την απόσβεση Δημόσιου Χρέους» με κωδικό αριθμό 26132462 που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος, μειώνουν το ποσό του φόρου εισοδήματος που προκύπτει με βάση τη φορολογική κλί­μακα κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) αυτών για τα φυσικά πρόσωπα ή εκπίπτουν κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) αυτών από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων.

1. Οι υποπεριπτώσεις αα', αβ' και αγ' της περίπτωσης α' της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α') αντικαθίστανται ως εξής:
«α.α. Για μη υπόχρεους σε τήρηση βιβλίων ή τηρούντες βιβλία Α' κατηγορίας τριακόσια (300) ευρώ και για τις αυτοτελείς παραβάσεις των περιπτώσεων α' και η' της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού σε τετρακόσια (400) ευρώ.
α.β. Για υπόχρεους σε τήρηση βιβλίων Β' κατηγορίας εξακόσια (600) ευρώ και για τις αυτοτελείς παραβάσεις των περιπτώσεων α' και η' της παραγράφου 8 του άρ­θρου αυτού σε οκτακόσια (800) ευρώ.
α.γ. Για υπόχρεους σε τήρηση βιβλίων Γ' κατηγορίας εννιακόσια (900) ευρώ και για τις αυτοτελείς παραβά­σεις των περιπτώσεων α' και η' της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού σε χίλια διακόσια (1.200) ευρώ.»

2. Στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α') η φράση «οκτα­κοσίων ογδόντα (880) ευρώ» αντικαθίσταται σε «χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ».

3. Στην παράγραφο 6 του άρθρου 9 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α') προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά τα πρόστιμα για τις αυτοτελείς παραβάσεις των περιπτώσεων α' και η' της παραγράφου 8 του άρ­θρου 5 και τις παραβάσεις των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 10 του ίδιου άρθρου, περιορίζονται κα­τά τη διοικητική επίλυση της διαφοράς ή δικαστικό συμβιβασμό, στο ένα δεύτερο (1/2) αυτών εάν το ύψος του προστίμου καταβληθεί εφάπαξ και είναι μέχρι χίλια δια­κόσια (1.200) ευρώ, εάν το ποσό υπερβαίνει τα χίλια δια­κόσια (1.200) ευρώ μειώνεται στο ένα δεύτερο (1/2) εάν καταβληθεί το τριάντα τοις εκατό (30%) αυτού, κατά την υπογραφή των οικείων πράξεων ή το αργότερο εντός των δύο επόμενων εργάσιμων για τις δημόσιες οικονομι­κές υπηρεσίες ημερών, γενομένης σχετικής μνείας για την υποχρέωση αυτή του υπόχρεου στο πρακτικό του συμβιβασμού.»

4. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α') αντικαθίσταται ως ε­ξής:
«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του δεύτερου εδα­φίου της παραγράφου 6 του άρθρου 9 διοικητικός ή δικα­στικός συμβιβασμός δεν συντελείται αν κατά την υπο­γραφή των οικείων πράξεων ή το αργότερο εντός των δύο επόμενων εργάσιμων για τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες ημερών δεν καταβληθεί ποσό ίσο με το ένα πέμπτο (1/5) του οφειλόμενου, κύριου και πρόσθετου φόρου ή προστίμου, γενομένης σχετικής μνείας για την υποχρέωση αυτή του υπόχρεου στο πρακτικό του συμβι­βασμού.»

5. Το αφορολόγητο όριο της κλίμακας του άρθρου 9 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α') δεν εφαρμόζεται στις χρήσεις εκείνες για τις οποίες καταλογίζονται αυτοτε­λείς παραβάσεις των περιπτώσεων α' και η' της παρα­γράφου 8 του άρθρου 5 του ν.2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α') και των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 10 του ίδιου άρθρου και νόμου, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 66, 67 και 68 του ν. 2238/1994.

1. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 1 του άρ­θρου 13 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α') αντικαθίστανται ως εξής:
«Σε περίπτωση που παρεμποδίζεται η διενέργεια του φορολογικού ελέγχου με χρησιμοποίηση βίας ή απειλών κατά των ελεγκτικών οργάνων, καθώς και κάθε φορά που διαπιστώνεται:
α) από διαφορετικούς φορολογικούς έλεγχους η επανάληψη, μέσα στην ίδια ή την επόμενη χρήση, της μη έκδοσης ή της ανακριβούς έκδοσης του προβλεπόμενου από το π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείου κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπη­ρεσιών, εφόσον αυτή έχει ως αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής ή μέρους αυτής ή β) από τον ίδιο φορο­λογικό έλεγχο η μη έκδοση ή η ανακριβής έκδοση του προβλεπόμενου κατά τα ανωτέρω στοιχείου και με την ί­δια ως άνω προϋπόθεση τουλάχιστον για τρεις (3) διαφορετικές συναλλαγές, αναστέλλεται μέχρι ένα (1) μή­να η λειτουργία του καταστήματος, γραφείου, εργοστα­σίου, εργαστηρίου, αποθήκης και γενικά κάθε επαγγελ­ματικής εγκατάστασης του υπόχρεου επιτηδευματία. Η διακίνηση αγαθών χωρίς την ύπαρξη του προβλεπόμε­νου συνοδευτικού στοιχείου θεωρείται ως μη έκδοση του στοιχείου αυτού. Τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο ε­φαρμόζονται ανάλογα και επί μη καταχώρισης στα πρό­σθετα βιβλία της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του π.δ. 186/1992 των συναλλαγών για τις οποίες δεν έχουν εκ­δοθεί τα οικεία στοιχεία εσόδων. Με απόφαση του Υ­πουργού Οικονομικών, μετά από πρόταση της Διεύθυν­σης Ελέγχου, καθορίζεται ο αριθμός των ημερών ανα­στολής λειτουργίας των κατά τα ανωτέρω εγκαταστάσε­ων του υπόχρεου επιτηδευματία. Αν επαναληφθεί μία α­πό τις παραβάσεις που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια εντός τριών (3) ετών από την έκδοση της απόφα­σης αναστολής λειτουργίας, αναστέλλεται μέχρι έξι (6) μήνες η λειτουργία των εγκαταστάσεων του επιτηδευ­ματία, εφαρμοζομένων και στην περίπτωση αυτή των ο­ριζομένων στο προηγούμενο εδάφιο. Τα ανωτέρω ισχύ­ουν ανάλογα και για κάθε νέα παράβαση που διαπράττε­ται.»

2. Ο τίτλος του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 αντικαθί­σταται σε «Αδίκημα φοροδιαφυγής για πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, καθώς και για μη ε­φαρμογή διατάξεων του Κ.Β.Σ.» και προστίθεται στο ίδιο άρθρο νέα παράγραφος 5 που έχει ως εξής:
«5. Επίσης, με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) μηνών τιμωρείται ο υπόχρεος που δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς τα προβλεπόμενα από το π.δ.186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχεία κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών ή δεν καταχωρεί στα πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ίδιου προε­δρικού διατάγματος τις συναλλαγές για τις οποίες δεν έ­χουν εκδοθεί τα οικεία στοιχεία εσόδων, εφόσον εμπί­πτει στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13. Ει­δικά για υπόχρεους που κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο εμπίπτουν στις διατάξεις του πέμπτου και έκτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 13 επι­βάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 καταλαμβάνουν και το α­δίκημα της παρούσας παραγράφου.»

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού ι­σχύουν για αδικήματα που διαπράττονται από την 1.6.2010 και μετά.

1. Στο άρθρο 3 του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ 166 Α'), προστί­θεται περίπτωση ιη' και η υπάρχουσα περίπτωση ιη' α­ναριθμείται σε ιθ' ως εξής:
«ιη) Τα αδικήματα της φοροδιαφυγής που προβλέπο­νται στα άρθρα 17,18 και 19 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α'), όπως ισχύουν, και τα αδικήματα της λαθρεμπορίας που προβλέπονται στα άρθρα 155, 156 και 157 του ν. 2360/2001 (ΦΕΚ 265 Α'), όπως ισχύουν.»

2. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν.3610/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο έλεγχος ολοκλη­ρώνεται από ειδικό κλιμάκιο ελέγχου που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και αποτελείται από υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών ή και άλ­λων Υπουργείων ή Ν.Π.Δ.Δ.. »

3. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 7 του ν. 3610/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο έλεγχος ολοκλη­ρώνεται από ειδικό κλιμάκιο ελέγχου που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και αποτελείται από υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών ή και άλ­λων Υπουργείων ή Ν.Π.Δ.Δ.. »

4. Στη παρ. 1 του άρθρου 157 του Εθνικού Τελωνεια­κού Κώδικα, που κυρώθηκε με το ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α'), προστίθεται περίπτωση γ' ως εξής:
«γ) Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, εάν οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημό­σιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση υπερβαίνουν το ποσό των ε­κατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.»

5. Στο ν. 3610/2007 (ΦΕΚ 258 Α') προστίθεται άρθρο 7α, ως εξής:
«Άρθρο 7α
Πράξεις Ελεγκτικών Οργάνων
1. Δεν είναι άδικη η πράξη δημοσίου υπαλλήλου ή α­στυνομικού ή λιμενικού υπαλλήλου που με εντολή του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Ε­γκλήματος ή του Γενικού Γραμματέα Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών ή του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Οικονομικού Εγκλή­ματος του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και με σκοπό την ανακάλυψη ή σύλληψη υπαλλήλου του Υ­πουργείου Οικονομικών που διαπράττει το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας (άρθρο 235 Π.Κ.), εμφανίζεται ως φορολογούμενος ή εισαγωγέας ή εξαγωγέας αγαθών ή εν γένει ενδιαφερόμενος, για φορολογική ή τελωνειακή υπόθεση και συμμετέχει στην πράξη. Το ίδιο ισχύει και για τον ιδιώτη που με αυτόν το σκοπό ενεργεί ύστερα α­πό πρόταση των προσώπων του προηγούμενου εδαφίου. Στην περίπτωση αυτή αυτός που δίνει την εντολή οφεί­λει να ειδοποιήσει προηγουμένως με οποιονδήποτε τρό­πο, τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.
2. Δεν είναι άδικη η πράξη δημοσίου υπαλλήλου ή α­στυνομικού ή λιμενικού υπαλλήλου που με εντολή του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Ε­γκλήματος ή του Γενικού Γραμματέα Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών ή του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Οικονομικού Εγκλή­ματος του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και με σκοπό την ανακάλυψη ή σύλληψη προσώπων που διέ­πραξαν ένα ή περισσότερα από τα αδικήματα της φορο­διαφυγής που προβλέπονται στα άρθρα 17,18 και 19 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α'), όπως ισχύουν, ή της λαθρε­μπορίας που προβλέπεται στα άρθρα 155 έως και 157 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α'), όπως ισχύει, εμφανίζε­ται ως συναλλασσόμενος ή συμπράττων με οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα, στη διάπραξη των ανωτέρω αδικημάτων. Το ίδιο ισχύει και για τον ιδιώτη που με αυτόν το σκοπό ενεργεί ύστερα από πρόταση των προσώπων του προη­γούμενου εδαφίου. Στην περίπτωση αυτή αυτός που δί­νει την εντολή οφείλει να ειδοποιήσει προηγουμένως με οποιονδήποτε τρόπο τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.»

6. Στο ν. 3610/2007 προστίθεται άρθρο 7β ως εξής:
«Άρθρο 7β
Αμοιβή για την αποκάλυψη φαινομένων παραβατικής συμπεριφοράς σε φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις
1. Στις υποθέσεις παθητικής δωροδοκίας υπαλλήλου φορολογικής ή τελωνειακής αρχής κατά το άρθρο 235 του Π.Κ., εκτός από τη στερητική της ελευθερίας ποινή, επιβάλλεται υποχρεωτικά και χρηματική ποινή η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ ούτε ανώτερη από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
2. Όποιος καταγγείλει και πιστοποιηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 δωροδοκία υπαλλήλου φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, δικαιούται από το Δημόσιο αμοιβής. Η αμοιβή ισούται με το 1/4 της χρηματικής ποινής που ε­πιβάλλεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο και καταβάλλεται μετά την είσπραξή της στον δικαιούχο, με ευθύνη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οι­κονομικών.
3. Όποιος καταγγείλει και πιστοποιηθεί φορολογική ή τελωνειακή παράβαση δικαιούται από το Δημόσιο αμοι­βής. Η αμοιβή ισούται με το 1/10 των προστίμων που ει­σπράχθηκαν για την παράβαση και καταβάλλεται μετά την είσπραξή τους στον δικαιούχο, με ευθύνη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζο­νται οι ειδικότερες προϋποθέσεις, η αρμόδια υπηρεσία και η διαδικασία καταβολής στους δικαιούχους της αμοι­βής που προβλέπεται στις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού.»

1. Πριν το Μέρος Τρίτο και το άρθρο 52 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994) προστίθεται Κεφάλαιο Ζ' και άρθρα 51Α και 51 Β, ως εξής:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'
ΠΛΗΡΩΜΕΣ ΠΡΟΣ ΦΥΣΙΚΑ Ή ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ Ή ΝΟΜΙΚΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ ΚΡΑΤΩΝ ΜΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΜΩΝ ΣΤΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΤΟΜΕΑ Ή ΚΡΑΤΩΝ ΜΕ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άρθρο 51Α
Ορισμοί
1. Κράτος για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου νοείται το κράτος ή η περιοχή δικαιοδοσίας ή η υπερπό­ντια χώρα ή το έδαφος που τελεί υπό οιοδήποτε ειδικό καθεστώς σύνδεσης ή εξάρτησης κατά την έννοια του διεθνούς δικαίου.
2. Σύμβαση διοικητικής συνδρομής, για την εφαρμογή του παρόντος Κώδικα νοείται η διεθνής σύμβαση που ε­πιτρέπει την ανταλλαγή όλων των πληροφοριών, που εί­ναι απαραίτητες για την εφαρμογή της φορολογικής νο­μοθεσίας των Συμβαλλόμενων Μερών.
3. Νομική οντότητα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κώδικα, θεωρείται κάθε νομικό πρόσωπο, οργανισμός, υπεράκτια ή εξωχώρια εταιρεία (offshore κ.λπ.), κάθε μορφής εταιρεία ιδιωτικών επενδύσεων (private investment company κ.λπ.), κάθε μορφής καταπίστευμα (trust, Anstalt κ.λπ.) ή οποιοδήποτε μόρφωμα πα­ρόμοιας φύσης, κάθε μορφής ίδρυμα (foundation, Stiftung κ.λπ.) ή οποιοδήποτε μόρφωμα παρόμοιας φύσης, κάθε μορφή προσωπικής επιχείρησης ή οποιαδήποτε οντότη­τα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε μορφής κοινή επιχείρη­ση, κάθε μορφής εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίου ή περι­ουσίας ή διαθήκης ή κληρονομίας ή κληροδοσίας ή δω­ρεάς, κάθε φύσης κοινοπραξία, κάθε μορφής εταιρεία α­στικού δικαίου και κάθε άλλο πιθανό μόρφωμα εταιρικής οργάνωσης, ανεξαρτήτως νομικής προσωπικότητας και κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα.
4. Μη συνεργάσιμα κράτη είναι εκείνα που κατά την 1η Ιανουαρίου 2010 και εφεξής δεν είναι κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κατάστασή τους σχετικά με τη διαφάνεια και την ανταλλαγή των πληροφοριών σε φορολογικά θέματα έχει εξεταστεί από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) και τα οποία μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2010:
α) δεν έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικη­τικής συνδρομής στο φορολογικό τομέα και
β) δεν έχουν υπογράψει τέτοια σύμβαση διοικητικής συνδρομής με τουλάχιστον δώδεκα άλλα κράτη.
Οι ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν α­θροιστικά.
5. Τα μη συνεργάσιμα κράτη καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από τη διαπίστωση των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου και περιλαμβάνονται σε κατάλογο που δημοσιεύεται στην Ε­φημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο κατάλογος δημοσιεύεται τον Ιανουάριο κάθε έτους ως εξής:
α) Αφαιρούνται τα κράτη που μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση δι­οικητικής συνδρομής.
β) Προστίθενται τα κράτη που:
αα) ενώ έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικη­τικής συνδρομής, οι διατάξεις της εν λόγω σύμβασης ή η εφαρμογή τους δεν επέτρεψαν στην ελληνική φορολο­γική διοίκηση να λάβει τις πληροφορίες που είναι απα­ραίτητες για την εφαρμογή των διατάξεων της φορολο­γικής νομοθεσίας,
ββ) δεν έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοι­κητικής συνδρομής, αν και η Ελλάδα είχε προτείνει, πριν την 1η Ιανουαρίου του προηγούμενου έτους, τη σύναψη τέτοιας σύμβασης.
γ) Αφαιρούνται ή προστίθενται τα κράτη που δεν έ­χουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συν­δρομής, στα οποία η Ελλάδα δεν είχε προτείνει τη σύνα­ψη τέτοιας σύμβασης πριν την 1η Ιανουαρίου του προη­γούμενου έτους και για τα οποία το Παγκόσμιο Φόρουμ για τη Διαφάνεια και την Ανταλλαγή των πληροφοριών σε φορολογικά θέματα που συστήθηκε με απόφαση του Ο.Ο.Σ.Α. της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, θεωρεί ότι αντί­στοιχα προβαίνουν ή όχι στην ανταλλαγή όλων των πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή των φορολογικών νομοθεσιών των Συμβαλλόμενων Μερών.
6. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου σχετικά με τα μη συνεργάσιμα κράτη εφαρμόζονται για αυτά που προ­στίθενται στον κατάλογο της προηγούμενης παραγρά­φου, από την 1 η Ιανουαρίου του επομένου της δημοσίευ­σης έτους. Γι' αυτά που αφαιρούνται από τον κατάλογο, η εφαρμογή των διατάξεων παύει από τη δημοσίευσή του.
7. Για την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου αυ­τού, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα θε­ωρείται ότι υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθε­στώς στο κράτος εκτός της Ελλάδας, ακόμη και αν η κα­τοικία ή η καταστατική ή η πραγματική έδρα του ή εγκα­τάσταση ευρίσκεται σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν σε αυτό το κράτος:
α) δεν υπόκειται σε φορολογία ή, εάν υπόκειται, δεν φορολογείται εν τοις πράγμασι, ή
β) υπόκειται σε φόρο επί των κερδών ή των εισοδημά­των ή του κεφαλαίου, ο οποίος είναι κατώτερος σε πο­σοστό πάνω από το ήμισυ του φόρου που θα οφειλόταν σύμφωνα με τις διατάξεις της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας, εάν ήταν κάτοικος ή είχε την έδρα του ή διατηρούσε μόνιμη εγκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 100 του παρόντος Κώδικα στην Ελλάδα.

Άρθρο 51Β
Πληρωμές σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες μη συνεργάσιμων κρατών ή κρατών με προνομιακό φορολογικό καθεστώς
1. Οι δαπάνες για την αγορά αγαθών ή τη λήψη υπηρε­σιών ή οι πάσης φύσεως τόκοι από απαιτήσεις οποιασδή­ποτε φύσης ή οι πρόσοδοι και άλλα προϊόντα ομολο­γιών, απαιτήσεων, καταθέσεων και εγγυήσεων ή τα δι­καιώματα που εισπράττονται ως αντάλλαγμα για τη χρή­ση ή το δικαίωμα χρήσης οποιουδήποτε δικαιώματος α­ναπαραγωγής φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονι­κής εργασίας (περιλαμβανομένων κινηματογραφικών ταινιών και ταινιών και μαγνητοταινιών για ραδιοφωνι­κές ή τηλεοπτικές εκπομπές), οποιασδήποτε ευρεσιτε­χνίας, εμπορικού σήματος, μυστικών βιομηχανικών με­θόδων ή τύπων κατασκευής ή διαδικασίας παραγωγής ή για τη χρήση ή το δικαίωμα χρήσης βιομηχανικού, εμπο­ρικού ή επιστημονικού εξοπλισμού ή για πληροφορίες που αφορούν σε βιομηχανική, εμπορική ή επιστημονική εμπειρία και κάθε παρόμοιας φύσης δικαιώματα, τα μι­σθώματα, τα μισθώματα χρηματοδοτικής μίσθωσης, οι πάσης φύσεως αποζημιώσεις, οι αμοιβές διευθυντών και μελών διοικητικών συμβουλίων εταιρείας και κάθε άλλη παρόμοιας φύσης πληρωμή, καθώς και κάθε άλλη κατηγορία δαπάνης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17 και 31 του παρόντος Κώδικα, που καταβάλλονται ή ο­φείλονται από πρόσωπο που είναι σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 101 του παρόντος Κώδικα υποκείμενο φόρου και το οποίο είναι κάτοικος ή έχει την έδρα του ή διατηρεί μόνι­μη εγκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 100 στην Ελλάδα, προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντό­τητα, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγ­ματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος σε κράτος μη συ­νεργάσιμο, δεν αναγνωρίζονται ως δαπάνες που εκπί­πτουν από τα ακαθάριστα έσοδά του ή από το φορολο­γητέο εισόδημά τους.
Οι δαπάνες του προηγούμενου εδαφίου δεν αναγνωρί­ζονται και όταν η πληρωμή διενεργείται άμεσα ή έμμεσα σε οποιασδήποτε μορφής χρηματοπιστωτικό οργανισμό που είναι εγκατεστημένος σε ένα από τα κράτη που πε­ριλαμβάνονται στον κατάλογο της παραγράφου 5 του προηγούμενου άρθρου.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρ­μόζονται και όταν καταβάλλονται ή οφείλονται ποσά προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος σε κράτος που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, εκτός αν ο ενδιαφε­ρόμενος αποδείξει ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν πραγ­ματικές και συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως απο­τέλεσμα τη μεταφορά κερδών ή εισοδημάτων ή κεφαλαίου με σκοπό τη φοροαποφυγή ή φοροδιαφυγή.
3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ε­φαρμόζονται και όταν οι σχετικές δαπάνες οφείλονται ή καταβάλλονται σε αντιπρόσωπο ή υπεργολάβο και το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα που αντι­προσωπεύεται ή για λογαριασμό της οποίας ασκείται η υπεργολαβία αν συναλλασσόταν απευθείας θα υπαγό­ταν στις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων.»

2. Τα δύο τελευταία εδάφια της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

3. Στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης ι' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 31 αντί των λέξεων: «με εξαίρεση αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 14 του άρθρου αυτού» τίθενται οι λέξεις: «με την επιφύλαξη των διατά­ξεων του άρθρου 51Β του παρόντος Κώδικα».

4. Η παράγραφος 14 του άρθρου 31 καταργείται και οι επόμενες παράγραφοι αναριθμούνται.

5. Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου αυτού αρχίζει α­πό 1.1. 2010.

Ο τίτλος του Κεφαλαίου Β' του ν. 3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α') αντικαθίσταται σε «ΑΥΤΟΕΛΕΓΧΟΣ ΥΠΟΒΑΛΛΟΜΕ­ΝΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ» και στα άρθρα 13, 14, 15, 16 και 17 του κεφαλαίου αυτού επέρχονται οι α­κόλουθες μεταβολές:

1. Ο τίτλος του άρθρου 13 αντικαθίσταται σε «Αντικεί­μενο, έννοια και προϋποθέσεις αυτοελέγχου» και οι δια­τάξεις αυτού αντικαθίστανται ως εξής:
«Δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. επι­χειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών, κατά τα ορι­ζόμενα στο επόμενο άρθρο, δεν ελέγχονται ως προς τα δηλούμενα εισοδήματα και ποσά Φ.Π.Α. από την άσκηση της εκμετάλλευσης της επιχείρησης ή του ελευθέριου επαγγέλματος και θεωρούνται περαιωθείσες ως ειλικρι­νείς για τα εισοδήματα και τα ποσά αυτά, επιφυλασσο­μένων των διατάξεων των παραγράφων 1, 7 και 8 του άρθρου 17, εφόσον δηλώνονται ακαθάριστα έσοδα και καθαρά κέρδη, καθώς και τυχόν διαφορές εκροών στο Φ.Π.Α. κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15.»

2. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 14 η λέξη «περαίω­σης» μετά τις λέξεις «Εξαιρούνται γενικώς της διαδικα­σίας» αντικαθίσταται με τη λέξη «αυτοελέγχου» και η πρώτη περίοδος της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 και οι περιπτώσεις α' και ε' της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού αντικαθίστανται και προστίθεται νέα περί­πτωση στ', ως εξής:
«Δηλώσεις επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελμα­τιών, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, με τηρηθέντα βιβλία της κατά περίπτωση προσήκουσας κατηγορίας του Κ.Β.Σ., που αφορούν διαχειριστικές περιόδους με ύψος ακαθάριστων εσόδων βάσει βιβλίων και στοιχείων κατά τις ακόλουθες διακρίσεις:».
«α. Δηλώσεις που αφορούν διαχειριστικές περιόδους που βαρύνονται με οποιαδήποτε παράβαση από αυτές που αναφέρονται στις διατάξεις των παραγράφων 3, 4 ή 6 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ., ανεξαρτήτως του μεγέθους και της επίπτωσής της επί του κύρους των βιβλίων και στοιχείων, ή με παράβαση μη επίδειξης βιβλίων ή στοι­χείων αυτού του Κώδικα.»
«ε. Δηλώσεις που αφορούν διαχειριστικές περιόδους στις οποίες υφίσταται ανέγερση ή απόκτηση κτιριακών εγκαταστάσεων της επιχείρησης ή του ελεύθερου επαγ­γελματία και δεν υφίστανται ακαθάριστα έσοδα.»
«στ. Δηλώσεις που αφορούν διαχειριστικές περιό­δους, κατά τις οποίες οι απαλλασσόμενες πράξεις με δι­καίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών Φ.Π.Α. ανέρχονται τουλάχιστον στο εξήντα τοις εκατό (60%) των συνολι­κών ακαθάριστων εσόδων.»

3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 15 η λέξη «περαίω­σης» μετά τις λέξεις «που υπάγονται στη διαδικασία» α­ντικαθίσταται με τη λέξη «αυτοελέγχου» και οι παρά­γραφοι 2, 3, 4 και 5 του άρθρου αυτού αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο έ­χουν εφαρμογή, εφόσον με τις υποβαλλόμενες δηλώ­σεις φορολογίας εισοδήματος δηλώνονται τα ακόλουθα ποσά ακαθάριστων εσόδων και καθαρών κερδών:
α. Ακαθάριστα έσοδα:
αα. Επί επιχειρήσεων πώλησης εμπορευμάτων ή και παραγωγής προϊόντων, ποσό τουλάχιστον ίσο ή μεγαλύ­τερο αυτού που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του αθροίσματος του κόστους πωληθέντων (εμπορευμάτων ή προϊόντων) και των εξόδων και δαπανών, συμπεριλαμ­βανομένων σε κάθε περίπτωση και των αποσβέσεων που αναλογούν, με το συντελεστή αναγωγής αυτού σε ακα­θάριστα έσοδα. Ως συντελεστής αναγωγής λαμβάνεται ο συντελεστής που προκύπτει από τη σχέση του κλά­σματος που αριθμητή έχει τον αριθμό εκατό (100) και πα­ρονομαστή τον αριθμό εκατό (100) μείον τον προβλεπό­μενο μοναδικό συντελεστή καθαρού κέρδους (Μ.Σ.Κ.Κ.). Σε περίπτωση που δεν προβλέπεται για την επιχείρηση Μ.Σ.Κ.Κ., εφαρμόζεται ο μέσος όρος των Μ.Σ.Κ.Κ. του οικείου πίνακα στον οποίο αυτή εντάσσεται. Προκειμέ­νου για επιχειρήσεις με περισσότερους του ενός Μ.Σ.Κ.Κ., εφαρμόζεται ο μέσος σταθμικός συντελεστής που προκύπτει από τη διαίρεση των συνολικών καθαρών κερδών που προκύπτουν με την εφαρμογή των Μ.Σ.Κ.Κ. κατά κατηγορία ακαθάριστων εσόδων δια των συνολι­κών ακαθάριστων εσόδων της διαχειριστικής περιόδου.
ββ. Επί επιχειρήσεων αμιγώς παροχής υπηρεσιών, πο­σό τουλάχιστον ίσο ή μεγαλύτερο αυτού που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του αθροίσματος των εξόδων και δαπανών, συμπεριλαμβανομένων σε κάθε περίπτωση και των αποσβέσεων που αναλογούν, με το συντελεστή αναγωγής αυτού σε ακαθάριστα έσοδα. Οι διατάξεις του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου εδαφίου της προηγούμε­νης υποπερίπτωσης αα' εφαρμόζονται ανάλογα και εν προκειμένω.
γγ. Επί μικτών επιχειρήσεων πώλησης εμπορευμάτων ή και παραγωγής προϊόντων και παροχής υπηρεσιών, το ποσό που προκύπτει από το άθροισμα των ακαθάριστων εσόδων που προσδιορίζονται κατά κατηγορία δραστη­ριότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προηγούμενες υποπεριπτώσεις αα' και ββ', με επιμερισμό των κοινών δαπανών στις επί μέρους δραστηριότητες ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής των ακαθάριστων εσόδων κάθε δραστηριότητας στο σύνολο των ακαθάριστων εσόδων της διαχειριστικής περιόδου από όλες τις δραστηριότη­τες.
δδ. Επί αμιγώς ελεύθερων επαγγελματιών, ποσό του­λάχιστον ίσο ή μεγαλύτερο αυτού που προκύπτει με α­νάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στην πιο πάνω υποπε­ρίπτωση ββ'.
εε. Επί ελεύθερων επαγγελματιών με παράλληλη ά­σκηση εμπορικής δραστηριότητας πώλησης εμπορευμά­των ή και παραγωγής προϊόντων ή και παροχής υπηρε­σιών, το ποσό που προκύπτει από το άθροισμα των ακα­θάριστων εσόδων που προσδιορίζονται κατά κατηγορία δραστηριότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προη­γούμενες υποπεριπτώσεις δδ', αα' και ββ', κατά περί­πτωση, και με ανάλογη εφαρμογή των οριζομένων στην υποπερίπτωση γγ' σχετικά με τον επιμερισμό των κοι­νών δαπανών.
β. Καθαρά κέρδη:
αα. Επί επιχειρήσεων πώλησης εμπορευμάτων ή και παραγωγής προϊόντων, με βιβλία Β' ή Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό που προκύπτει εξωλογιστικώς με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της επιχεί­ρησης, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά τα οριζόμενα στην υποπερίπτωση αα' της περίπτωσης α' της παρού­σας παραγράφου, με τον προβλεπόμενο Μ.Σ.Κ.Κ. ή το μέσο όρο των Μ.Σ.Κ.Κ. του πίνακα στον οποίο εντάσσε­ται η επιχείρηση, εφόσον δεν προβλέπεται γι' αυτή Μ.Σ.Κ.Κ. ή το μέσο σταθμικό συντελεστή, εφόσον προβλέπονται γι' αυτή περισσότεροι του ενός Μ.Σ.Κ.Κ., κατά περίπτωση. Ομοίως, επί επιχειρήσεων με βιβλία Α' κατη­γορίας του Κ.Β.Σ. ή επί επιχειρήσεων που δεν τήρησαν βιβλία επειδή δεν είχαν σχετική υποχρέωση, το ποσό που προκύπτει εξωλογιστικώς με πολλαπλασιασμό των κατά τα ανωτέρω ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης με τον προβλεπόμενο Μ.Σ.Κ.Κ. ή το μέσο όρο των συντελεστών του οικείου πίνακα ή το μέσο σταθμικό συ­ντελεστή, κατά περίπτωση, επί εσόδων.
ββ. Επί επιχειρήσεων αμιγώς παροχής υπηρεσιών, το ποσό που προκύπτει εξωλογιστικώς με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά τα οριζόμενα στην υποπερίπτωση ββ' της περίπτωσης α' της παρούσας παραγράφου, με τον προβλεπόμενο Μ.Σ.Κ.Κ. ή το μέσο όρο των Μ.Σ.Κ.Κ. του πίνακα στον οποίο εντάσσεται η επιχείρηση ή το μέ­σο σταθμικό συντελεστή, κατά περίπτωση, όπως αναλό­γως ορίζεται στην προηγούμενη υποπερίπτωση αα'.
γγ. Επί μικτών επιχειρήσεων πώλησης εμπορευμάτων ή και παραγωγής προϊόντων και παροχής υπηρεσιών, το ποσό που προκύπτει από το άθροισμα των ποσών καθα­ρών κερδών που προσδιορίζονται κατά κατηγορία δρα­στηριότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προηγούμε­νες υποπεριπτώσεις αα' και ββ'.
δδ. Επί αμιγώς ελεύθερων επαγγελματιών, το ποσό που προκύπτει εξωλογιστικώς με ανάλογη εφαρμογή ό­σων ορίζονται στην πιο πάνω υποπερίπτωση ββ', με βά­ση τα ακαθάριστα έσοδα του ελεύθερου επαγγελματία, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά τα οριζόμενα στην υποπερίπτωση δδ' της περίπτωσης α' της παρούσας πα­ραγράφου.
εε. Επί ελεύθερων επαγγελματιών με παράλληλη ά­σκηση εμπορικής δραστηριότητας πώλησης εμπορευμά­των ή και παραγωγής προϊόντων ή και παροχής υπηρε­σιών, το ποσό που προκύπτει από το άθροισμα των πο­σών των καθαρών κερδών που προσδιορίζονται κατά κα­τηγορία δραστηριότητας σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προηγούμενες υποπεριπτώσεις δδ', αα' και ββ', κατά περίπτωση.
3. Τα προσδιοριζόμενα ποσά ακαθάριστων εσόδων κα­τά τα οριζόμενα στην περίπτωση α' της προηγούμενης παραγράφου, επί βιβλίων Β' ή Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ., δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι μικρότερα αυ­τών που προκύπτουν από τα τηρηθέντα βιβλία και στοιχεία.
Επίσης, τα προσδιοριζόμενα ποσά ακαθάριστων εσό­δων κατά τα οριζόμενα στην ίδια πιο πάνω περίπτωση α' της προηγούμενης παραγράφου, επί βιβλίων Α' κατηγο­ρίας του Κ.Β.Σ. ή επί μη τήρησης βιβλίων λόγω μη ύπαρ­ξης σχετικής υποχρέωσης, δεν μπορεί σε καμιά περίπτω­ση να είναι μικρότερα από τις βάσει βιβλίων και στοιχεί­ων εκροές στη φορολογία Φ.Π.Α. ή από το σύνολο των τυχόν χονδρικών πωλήσεων της οικείας διαχειριστικής περιόδου που προκύπτουν από τα οικεία φορολογικά στοιχεία εσόδων.
4. Τα προσδιοριζόμενα ποσά καθαρών κερδών κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση β' της παραγράφου 2, επί βι­βλίων Β' ή Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ., δεν μπορεί σε κα­μιά περίπτωση να είναι μικρότερα αυτών που προκύ­πτουν λογιστικώς με την αφαίρεση των εκπιπτόμενων κατά τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισο­δήματος εξόδων από τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά προκύπτουν από τα τηρηθέντα βιβλία και στοιχεία.
Επίσης, τα προσδιοριζόμενα ποσά καθαρών κερδών κατά τα οριζόμενα στην ίδια πιο πάνω περίπτωση β' της παραγράφου 2, επί βιβλίων Α' κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή επί μη τήρησης βιβλίων λόγω μη ύπαρξης σχετικής υπο­χρέωσης, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι μικρότερα αυτών που προκύπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 ή της παραγράφου 4 του άρθρου 32 του Κώδικα Φορολο­γίας Εισοδήματος, κατά περίπτωση.
5. Τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 έχουν εφαρμογή, εφόσον υποβάλλεται «ειδικό σημείωμα αυτοελέγχου Φ.Π.Α.», στο οποίο περιλαμβάνονται:
α. Οι τυχόν διαφορές εκροών στο Φ.Π.Α. που προκύ­πτουν με βάση τα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζο­νται κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση α' της παραγρά­φου 2. Προκειμένου να υπολογισθεί ο οφειλόμενος Φ.Π.Α. επί των εν λόγω διαφορών, οι διαφορές αυτές κατανέμονται σε εκροές φορολογητέες κατά συντελεστή Φ.Π.Α. και σε εκροές απαλλασσόμενες χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών, κατ' αναλογία των βάσει βιβλίων και στοιχείων εκροών.
β. Επί επιχειρήσεων πώλησης εμπορευμάτων ή και πα­ραγωγής προϊόντων με εκροές που υπάγονται σε περισ­σότερους από έναν συντελεστές Φ.Π.Α., δηλώνονται και οι τυχόν προκύπτουσες διαφορές εκροών που αναλο­γούν στον υψηλότερο συντελεστή και οφείλονται στη μετακύλισή τους στο χαμηλότερο συντελεστή.
Θεωρείται ότι υφίσταται τέτοια μετακύλιση, όταν το ποσοστό συμμετοχής των εκροών από πωλήσεις εμπο­ρεύσιμων αγαθών με τον υψηλότερο συντελεστή επί των συνολικών πωλήσεων εμπορεύσιμων αγαθών της οι­κείας χρήσης είναι μικρότερο από το ποσοστό συμμετοχής του κόστους των πωληθέντων εμπορεύσιμων αγα­θών με τον υψηλότερο συντελεστή επί του συνολικού κόστους των πωληθέντων εμπορεύσιμων αγαθών στην ί­δια χρήση.
Στην περίπτωση αυτή, η κατανομή των εκροών κατά συντελεστή Φ.Π.Α. γίνεται με βάση την κατανομή του κόστους των πωληθέντων αγαθών. Το ποσό της διαφο­ράς φόρου που προκύπτει από την αναπροσαρμογή της κατανομής αυτής μεταξύ συντελεστών προσαυξάνεται κατά σαράντα τοις εκατό (40%) και προστίθεται στο ο­φειλόμενο ποσό Φ.Π.Α. που προκύπτει από τις τυχόν διαφορές εκροών της προηγούμενης περίπτωσης α'.
Για την εξεύρεση των οικείων ποσών κόστους πωληθέ­ντων έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολο­γίας Εισοδήματος.
γ. Στην περίπτωση που η διαδικασία αυτοελέγχου του παρόντος ακολουθείται για χρήση στην οποία μεταφέρε­ται πιστωτικό υπόλοιπο από προηγούμενη ανέλεγκτη χρήση, το μεταφερόμενο πιστωτικό υπόλοιπο δεν υπο­λογίζεται κατά την εκκαθάριση του οφειλόμενου φόρου. Το πιστωτικό αυτό υπόλοιπο θα διακανονιστεί κατά την περαίωση της εν λόγω χρήσης.
δ. Στην περίπτωση που με το «ειδικό σημείωμα αυτοε­λέγχου Φ.Π.Α.» προκύπτει μείωση πιστωτικού υπολοί­που που έχει ήδη μεταφερθεί σε επόμενη χρήση, η δια­φορά αυτή μειώνει το φόρο εισροών της φορολογικής περιόδου κατά την οποία υποβάλλεται το ειδικό αυτό σημείωμα.
ε. Στην περίπτωση που υπάρχει δικαίωμα επιστροφής φόρου, σύμφωνα με την παράγραφο 1β' του άρθρου 34 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000), η υποβολή του «ειδι­κού σημειώματος αυτοελέγχου Φ.Π.Α.» δεν συνεπάγε­ται την κρίση ως ειλικρινών των δηλώσεων που έχουν υ­ποβληθεί πριν τη διενέργεια προσωρινού ελέγχου για την έγκριση ή μη του δικαιώματος αυτού.»

4. Ο τίτλος του άρθρου 16 αντικαθίσταται σε «Αυτοέ­λεγχος δηλώσεων λοιπών φορολογιών».

5. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 η λέξη «περαιούμενες» μετά τις λέξεις «έχουν εφαρμογή και για τις» α­ντικαθίσταται με τη λέξη «αυτοελεγχόμενες» και η πα­ράγραφος 1 του άρθρου αυτού, καθώς και η παράγρα­φος 7 του ίδιου άρθρου αναριθμούμενη σε 8 αντικαθίστανται και προστίθεται στο άρθρο αυτό νέα παράγρα­φος 7 ως εξής:
«1. Τα ποσά φόρων, τελών ή εισφορών που βεβαιώνο­νται στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 13 έως 16 δεν διαγράφονται ούτε αναζητούνται σε καμιά περίπτωση. Εξαιρετικά, στις τυχόν περιπτώσεις που για οποιονδήποτε λόγο δηλώθηκαν ποσά ακαθάριστων εσό­δων ή καθαρών κερδών ή διαφορών εκροών στο Φ.Π.Α. μεγαλύτερα των προβλεπομένων, με συνέπεια τη βεβαί­ωση ποσών φόρων, τελών ή εισφορών μεγαλύτερων των αναλογούντων, ο φορολογούμενος δύναται, εφόσον ε­πιθυμεί, να υποβάλει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. εντός έτους από της περαίωσης ειδική δήλωση - αίτηση περί υπαγω­γής του σε τακτικό έλεγχο, στο πλαίσιο του οποίου συμψηφίζονται τα εκ της περαίωσης βεβαιωθέντα ποσά, επιστρεφομένης της τυχόν αρνητικής διαφοράς κατά το μέ­ρος που αυτή αφορά τα επιπλέον των αναλογούντων πο­σά που βεβαιώθηκαν στο πλαίσιο του αυτοελέγχου.»
«7. Επί εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 13 έως 15, αν διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν οι αναγκαίοι όροι και προϋποθέσεις υπαγωγής κατά το άρθρο 14 ή ότι δεν εφαρμόσθηκαν ορθά όσα προβλέπονται στο άρθρο 15, με αποτέλεσμα να προσδιοριστούν επί μέρους ή τελικά ποσά ακαθάριστων εσόδων ή καθαρών κερδών ή τυχόν διαφορών εκροών στο Φ.Π.Α. μικρότερα αυτών που έ­πρεπε να προσδιορισθούν κατά το άρθρο αυτό, οι οικείες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. δεν θεω­ρούνται περαιωθείσες κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 και παραμένουν εκκρεμείς, υποκείμενες σε έλεγχο κατά τις κείμενες διατάξεις. Στις παραπάνω περιπτώσεις, αν σε οποιαδήποτε από τις αμέσως επόμενες δύο (2) δια­χειριστικές περιόδους εφαρμοσθούν ή έχουν εφαρμο­σθεί οι ίδιες ως άνω διατάξεις των άρθρων 13 έως 15, οι οικείες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. και των διαχειριστικών αυτών περιόδων θεωρούνται επί­σης εκκρεμείς και υπόκεινται σε έλεγχο κατά τις κείμε­νες διατάξεις. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της πα­ραγράφου 1 ισχύουν ανάλογα και στις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου.»
«8. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου του νόμου αυ­τού, ο τύπος και το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων δηλώσεων ή εντύπων και ο χρόνος υποβολής αυτών για τον αυτοέλεγχο κατά τις ως άνω διατάξεις, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξε­ων αυτών.
Με απόφαση του ίδιου Υπουργού μπορεί επίσης να κα­θορίζεται ο τρόπος επιλογής προς έλεγχο δείγματος υ­ποθέσεων για τις οποίες υποβάλλονται δηλώσεις στο πλαίσιο εφαρμογής των ίδιων διατάξεων, καθώς και ο τρόπος ελέγχου των υποθέσεων αυτών.
Για τις λοιπές υποθέσεις που δεν περιλαμβάνονται στο πιο πάνω δείγμα, ο προϊστάμενος της αρμόδιας δημό­σιας οικονομικής υπηρεσίας δύναται να ελέγχει τη συν­δρομή ή μη των προβλεπόμενων όρων και προϋποθέσε­ων αυτοελέγχου.»
Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν για δηλώ­σεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2011 και επόμενων, καθώς και για τις αντίστοιχες δηλώσεις Φ.Π.Α. και λοιπών φορολογικών αντικειμένων.

1. Η επιλογή των υποθέσεων, καθώς και των ετών που θα ελεγχθούν γίνεται με τη χρησιμοποίηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου, οι οποίες βασίζονται:
α) Σε ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως τη νομική μορφή, την κατηγορία των τηρουμένων βιβλίων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ.186/1992, Α΄ 84) και του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ν .4093/2012, Α΄ 222), τον κλάδο ή τομέα δραστηριότητας, ανάλογα με την επικινδυνότητα και παραβατικότητα αυτού, την ύπαρξη παραβάσεων και παραλείψεων των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, ανάλογα με το είδος, τη βαρύτητα και τη συχνότητα εμφάνισής τους, την ύπαρξη στοιχείων από διασταυρώσεις του πληροφοριακού συστήματος ή από ελέγχους σε τρίτους υπόχρεους ή από τρίτες πηγές για απόκρυψη φορολογητέας ύλης ή διάπραξη φορολογικών αδικημάτων και την εν γένει φορολογική εικόνα και συμπεριφορά των υπόχρεων.
β) Σε οικονομικά δεδομένα, όπως ακαθάριστα έσοδα, δαπάνες, καθαρά κέρδη ή ζημιές, συντελεστές μικτού και καθαρού κέρδους, δεδομένα από δηλώσεις άμεσης και έμμεσης φορολογίας, καθώς και διαθέσιμα στοιχεία από βάσεις δεδομένων, στατιστική ανάλυση, εφαρμογή τεχνικών εξόρυξης δεδομένων και άλλες πηγές πληροφοριών.
γ) Σε χωροταξικά και χρονικά δεδομένα, όπως τόπος παραγωγής και διακίνησης, εποχιακές δραστηριότητες και τοπικές ιδιαιτερότητες.
με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ορίζονται οι παραβάσεις ή παραλείψεις, τα στοιχεία και γενικά τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των προς έλεγχο δηλώσεων, τα μόρια που αντιστοιχούν, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
με όμοιες αποφάσεις μπορεί να ορίζεται και τυχαίο δείγμα υπαγόμενων σε έλεγχο δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, χωρίς τη χρησιμοποίηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου.

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν ανάλογα και για τις λοιπές φορολογίες.

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 2166/1993 (Α΄137), του άρθρου 9 του Κεφαλαίου Β΄ του μέρους Α΄ του ν. 2324/1995 (Α΄ 146), του άρθρου 2 του ν. 2733/1999 (Α΄ 155) και του άρθρου 20 του ν. 3371/2005 που προβλέπουν τον κατά προτεραιότητα φορολογικό έλεγχο κατηγοριών υπόχρεων εξακολουθούν να ισχύουν.

4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύουν από το χρόνο έκδοσης των οικείων αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και κατά τα τυχόν ειδικότερα οριζόμενα από αυτές.

5. Η επιλογή των προς έλεγχο υποθέσεων και ετών γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ανεξάρτητα από τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 66 έως 67Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α΄151) και του άρθρου 48 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 2859/2000, Α΄ 248).»

1. Μετά το άρθρο 9 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α') προστίθεται άρθρο 9Α ως εξής:
«Άρθρο 9Α
Επιβολή προστίμου κατά τη διάρκεια ελέγχου
1. Όταν τα ελεγκτικά όργανα κατά τη διάρκεια διενέρ­γειας ελέγχου εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας στην επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία διαπιστώσουν παραβάσεις οι οποίες αποδεικνύονται με αντικειμενικά δεδομένα, δεν οφείλονται σε υποκειμενι­κή συμπεριφορά του επιτηδευματία και η βαρύτητα, οι συνθήκες τελέσεως της παραβάσεως και οι λοιπές περι­στάσεις δεν ασκούν επιρροή στο νόμο του επιβλητέου προστίμου, συντάσσουν επί τόπου έκθεση ελέγχου και εκδίδουν απόφαση επιβολής προστίμου τις οποίες επιδί­δουν άμεσα στον υπόχρεο. Αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει τις πράξεις, διενεργούν θυροκόλληση στο κατά­στημα και συντάσσουν σχετικό πρακτικό.
2. Οι παραβάσεις για τις οποίες εκδίδονται άμεσα έκ­θεση ελέγχου και απόφαση επιβολής προστίμου είναι ι­δίως:
α) Μη επίδειξη των πρόσθετων βιβλίων (εδάφια α), β), γα), δ), ια), ε), ιδ), στ), ηβ), θ), ιστ), ι), ιγ), ιε), ιζ),ιη), ιθ), ιβ) της παρ. 5 του άρθρου 10 και της παρ. 1 του ίδιου άρ­θρου, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 36 του π.δ. 186/1992).
β) Μη καταχώρηση στα πρόσθετα βιβλία (εδάφια α), β),
γ), ε), ζ), ι), η), ιγ), θ), κβ), ια), ιβ), γθ), ιγ), ιστ), ιη), κ), ιδ), κα), την παρ. 10 του άρθρου 17 σε συνδυασμό με την παρ. 1 και τα εδάφια α), β), γα), δ) ια), ε) , ιδ), στ), ζ), ηβ), θ), ιστ), ι), ιγ), ιε), ιζ), ιη), ιθ), ιβ) της παρ. 5 του άρθρου 10 αντίστοιχα του π.δ. 186/1992).
γ) Μη έκδοση απόδειξης λιανικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών (άρθρο 13 του π.δ. 186/1992)
δ) Μη έκδοση τιμολογίου ή δελτίου αποστολής (άρθρα 11 και 12 του π.δ. 186/1992) ή δελτίου ποσοτικής παρα­λαβής (άρθρο 10 παρ. 1 του π.δ. 186/1992).
ε) Μη έκδοση φορτωτικής (άρθρο 16 του π.δ. 186/1992) ή δελτίου κίνησης (άρθρο 13α του π.δ. 186/1992).
3. Η έκθεση ελέγχου και η πράξη επιβολής προστίμου υπογράφονται από όλα τα όργανα που διενεργούν τον έλεγχο και σε αυτές γίνεται περιγραφή της παράβασης, αναγράφεται η διάταξη που παραβιάστηκε και το πρό­στιμο του άρθρου 5 που επιβάλλεται. Αν ο έλεγχος διενεργείται από όργανα του Σ.Δ.Ο.Ε. η έκθεση ελέγχου και η πράξη επιβολής προστίμου κοινοποιούνται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ..
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9.»

2. α. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. αντί «δέκα τοις εκατό (10%)» τίθεται «εί­κοσι πέντε τοις εκατό (25%)».
β. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 53 του ν. 2859/2000 αντί «δέκα τοις εκατό (10%)» τίθεται «είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).»

3. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καταρτίζονται κλαδικά εγχειρίδια ελέγχου, με τα ο­ποία καθορίζονται οι ελεγκτικές διαδικασίες και επαλη­θεύσεις, καθώς και οι τεχνικές και μέθοδοι ελέγχου που πρέπει να διενεργούνται κατά τον έλεγχο των δηλώσε­ων των υποχρέων, αναλόγως του κλάδου ή τομέα της οι­κονομίας στον οποίο αυτοί δραστηριοποιούνται.

4. Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρ­θρου αυτού αρχίζει από 1ης Ιουνίου 2010.

Η προθεσμία παραγραφής που λήγει στις 30.6.2010, η­μερομηνία μετά την οποία παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πρά­ξεων επιβολής φόρων, τελών και εισφορών, παρατείνε­ται μέχρι 31.12.2010.

Στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών συγκροτείται περιουσιολόγιο όλων των φυσικών προσώπων φορολογικών κατοίκων Ελλάδας. Στο περιουσιολόγιο περιλαμβάνονται κυρίως ακίνητα, αυτο­κίνητα, σκάφη, εναέρια μέσα μεταφοράς, κατοχή μετο­χών, αμοιβαίων κεφαλαίων και εταιρικών μεριδίων. Δεν περιλαμβάνονται οι τραπεζικές καταθέσεις, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου τα αμοιβαία κεφάλαια εσω­τερικού και οι μετοχές σε εταιρείες που έχουν συσταθεί και λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 2687/1953 (Α΄ 317) και του ν. 27/1975 (Α΄ 77) . Οι υπηρεσίες, φορείς, νομικά και φυσικά πρό­σωπα οφείλουν να αποστέλλουν ή να παραδίδουν στοιχεία για περιουσιακά δεδομένα, κινητή περιουσία, τόκους εισοδημάτων σύμφωνα με την Οδηγία 2003/48 και το ν. 3312/2005, δεδομένα οικονομικών συναλλαγών και κάθε πληροφορία οικονομικής φύσης στη Γενική Γραμ­ματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Για την αποστολή και συγκέντρωση των στοι­χείων αυτών δεν μπορεί να γίνει επίκληση τραπεζικού ή άλλου απορρήτου ως προς το Υπουργείο Οικονομικών. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται ο τρόπος αποτύπωσης και συγκέντρωσης των πιο πάνω περιουσιακών στοιχείων. Επίσης με τις ίδιες αποφάσεις καθορίζεται ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής των οικονομικών στοιχείων για τη συγκρότηση και παρακολούθη­ση του περιουσιολογίου, καθώς και κάθε αναγκαία λε­πτομέρεια ή διαδικασία.

1. Υπόχρεοι φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων οι οποίοι δεν έχουν υποβάλει δήλωση ή έ­χουν υποβάλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση για την κατα­βολή ή μη φόρων, τελών ή εισφορών υπέρ του Δημοσίου μπορούν μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος να υποβάλλουν αρχικές ή συ­μπληρωματικές δηλώσεις για εισοδήματα που αποκτήθη­καν μέχρι και το οικονομικό έτος 2009, χωρίς την επιβο­λή πρόσθετου φόρου ή προστίμου.

2. Κατά την υποβολή των ανωτέρω δηλώσεων δεν έ­χουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρ­θρου 10 του ν. 2523/1997, προκειμένου για τις αιτήσεις που υποβάλλονται για την έκδοση των οικείων πιστοποι­ητικών κατά το χρόνο ισχύος των διατάξεων αυτού του άρθρου.

3. Επίσης μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος παρέχεται η δυνατότητα υπο­βολής δηλώσεων, με τους ευνοϊκούς όρους που αναφέ­ρονται στις παρακάτω παραγράφους, των οποίων η προ­θεσμία υποβολής έχει λήξει μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, για τις κάτωθι φορολογίες:
α) Φόρου προστιθέμενης αξίας (ν. 2859/2000, ΦΕΚ 248 Α'), όσον αφορά:
- αρχικές ή τροποποιητικές, περιοδικές, έκτακτες ή εκ­καθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. και δηλώσεις αποθεμά­των, ανεξαρτήτως εάν προκύπτει ή όχι ποσό φόρου για καταβολή,
- έκτακτες δηλώσεις για επιστροφή στο Δημόσιο πο­σών Φ.Π.Α. που έχουν επιστραφεί αδικαιολόγητα σε α­γρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41, για τις ο­ποίες ο πρόσθετος φόρος υπολογίζεται από την επομέ­νη της επιστροφής που διενεργήθηκε από τη Δ.Ο.Υ.,
- ανακεφαλαιωτικούς πίνακες ενδοκοινοτικών αποκτή­σεων ή λήψεων υπηρεσιών και παραδόσεων αγαθών ή παροχών υπηρεσιών,
- δηλώσεις Intrastat.
β) Αυτοτελούς φορολογίας εισοδημάτων των άρθρων 11, 12, 13 και 14 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
γ) Φόρου υπεραξίας από την αναπροσαρμογή της α­ξίας των ακινήτων με βάση τις διατάξεις των άρθρων 20 έως και 27 του ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α').
δ) Φόρου κύκλου εργασιών, φόρου ασφαλίστρων του άρθρου 29 του ν. 3492/2006 (ΦΕΚ 210 Α'), τέλος συν­δρομητών κινητής τηλεφωνίας και τέλος καρτοκινητής τηλεφωνίας του άρθρου 12 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α').
ε) Τελών χαρτοσήμου, εκτός από τις συναλλαγματικές και γραμμάτια σε διαταγή.
στ) Φόρων που παρακρατούνται ή προκαταβάλλονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από τις κάθε είδους αμοιβές, αποδοχές και αποζημιώσεις.
ζ) Εισφοράς υπέρ ΕΛ.Γ.Α. του άρθρου 31 του ν. 2040/ 1992 (ΦΕΚ 70 Α'), εισφοράς υπέρ δακοκτονίας του α.ν.112/1967 (ΦΕΚ 147 Α') και του ν. 1402/1983 (ΦΕΚ 167 Α').
η) Φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων και ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών του ν. 1676/1986 (ΦΕΚ 204 Α').
θ) Οποιουδήποτε άλλου φόρου, τέλους, εισφοράς ή κράτησης υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων που δεν περιλαμ­βάνεται στις περιπτώσεις α' έως και θ', με εξαίρεση τα τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και μοτοσικλετών.

4. Για τις δηλώσεις της παραγράφου 3 υπολογίζεται πρόσθετος φόρος δέκα τοις εκατό (10%), για τις περι­πτώσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννή­θηκε μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 2008 και τρία τοις εκα­τό (3%) για τις περιπτώσεις που η φορολογική υποχρέω­ση γεννήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 2009 και μέχρι τη δη­μοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον ο φόρος κατα­βληθεί σε δόσεις. Στην περίπτωση που ο φόρος κατα­βληθεί εφάπαξ δεν υπολογίζεται πρόσθετος φόρος.
Στην περίπτωση που με τις ανωτέρω δηλώσεις δεν προκύπτει φόρος για καταβολή δεν επιβάλλεται πρόστι­μο.

5. Η καταβολή του φόρου γίνεται ως κατωτέρω:
α) Ο φόρος εισοδήματος καταβάλλεται ολόκληρος, με την υποβολή της δήλωσης προκειμένου για τα νομικά πρόσωπα και μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημό­σιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαί­ωση, προκειμένου για τα φυσικά πρόσωπα.
β) Ο φόρος που οφείλεται με βάση τις δηλώσεις της παραγράφου 3 καταβάλλεται είτε εφάπαξ με την υποβο­λή της δήλωσης είτε σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται ταυτόχρονα με την υ­ποβολή κάθε δήλωσης και καθεμία από τις επόμενες μέ­χρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα των αντίστοιχων επόμενων μηνών. Το ποσό της κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τριακο­σίων (300) ευρώ.

6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν έχουν εφαρμογή:
α) Στις περιπτώσεις όπου μέχρι την ημερομηνία δημο­σίευσης του παρόντος έχουν εκδοθεί και καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία μεταγραφής οι σχετικές καταλογιστικές πράξεις.
β) Στις υποθέσεις της φορολογίας κληρονομιών, δωρε­ών, γονικών παροχών, μεταβίβασης ακινήτων, μεγάλης ακίνητης περιουσίας, ενιαίου τέλους ακινήτων, δήλωσης στοιχείων ακινήτων (Ε9), φόρου αυτομάτου υπερτιμήμα­τος και τέλους συναλλαγής.
γ) Στις φορολογικές δηλώσεις που υποβάλλονται με ε­πιφύλαξη.
δ) Στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος με τις οποί­ες δηλώνεται ζημία.
ε) Στις υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία έκδοσης και κοινοποίησης καταλογιστικών πράξεων μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρό­ντος, εφόσον για αυτές τα βιβλία και στοιχεία των επιτη­δευματιών που προβλέπονται από τον Κ.Β.Σ. έχουν κρι­θεί ανεπαρκή ή ανακριβή από τις επιτροπές της παρα­γράφου 5 του άρθρου 30 του π.δ. 186/1992 ή εφόσον παρήλθε άπρακτη η προβλεπόμενη από τις ίδιες διατάξεις προθεσμία προσφυγής ενώπιον των Επιτροπών αυτών. Στις υποθέσεις της περίπτωσης αυτής εμπίπτουν και ε­κείνες που εκκρεμούν ενώπιον των ανωτέρω Επιτροπών.

7. Κατ' εξαίρεση, οι υπόχρεοι οι οποίοι κατά την ημε­ρομηνία κατάθεσης του σχεδίου νόμου στη Βουλή έχουν ήδη επιλεγεί για προσωρινό ή τακτικό έλεγχο και στους οποίους επιδίδεται επί αποδείξει σχετική έγγραφη πρό­σκληση της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής, μπορούν να υποβάλουν τις δηλώσεις των παραγράφων 1 και 3 του άρ­θρου αυτού εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την επίδοση της ως άνω πρόσκλησης και όχι αργότερα από το τέλος του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του πα­ρόντος.

8. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από την η­μερομηνία κατάθεσης του σχεδίου νόμου στη Βουλή.

Στο ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α') επέρχονται οι ακόλου­θες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις:

1. Το άρθρο 54 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 54
Αντικείμενο του φόρου
1. Στον ειδικό φόρο κατανάλωσης υπόκεινται τα προϊ­όντα του άρθρου 53, τα οποία παράγονται ή εξορύσσο­νται, ανάλογα με την περίπτωση, στο εσωτερικό της χώ­ρας, προέρχονται από άλλα κράτη-μέλη ή εισάγονται στο εσωτερικό της χώρας.
2. Επί των εισαγόμενων και εξαγόμενων προϊόντων του άρθρου 53 εφαρμόζονται οι διατάξεις της τελωνεια­κής και συναφούς με τον παρόντα κώδικα νομοθεσίας.
3. Οι διατυπώσεις που προβλέπονται από τις κοινοτι­κές τελωνειακές διατάξεις για την είσοδο εμπορευμά­των στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας εφαρμόζο­νται κατ' αναλογία κατά την είσοδο υποκειμένων σε ει­δικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων στην Κοινότητα από έδαφος που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρό­ντος άρθρου.
Οι διατυπώσεις που προβλέπονται από τις κοινοτικές τελωνειακές διατάξεις για την έξοδο εμπορευμάτων από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας εφαρμόζονται κατ' αναλογία κατά την έξοδο υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων από την Κοινότητα προς έδαφος που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρό­ντος άρθρου.
4. Οι διατάξεις του τμήματος Β' του κεφαλαίου Α', κα­θώς και οι διατάξεις οι σχετικές με τη διακίνηση και τον έλεγχο του τμήματος Β' του κεφαλαίου Γ' του τρίτου μέρους του παρόντος Κώδικα δεν εφαρμόζονται στα υ­ποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα που καλύπτονται από τελωνειακή διαδικασία αναστολής ή τελωνειακό καθεστώς αναστολής.
5. Θεωρούνται ως προϊόντα εισαγόμενα στο εσωτερι­κό της χώρας, τα προϊόντα που προέρχονται από τα ακό­λουθα εδάφη, τα οποία αποτελούν μέρος του τελωνεια­κού εδάφους της Κοινότητας:
α) Κανάριοι Νήσοι,
β) Γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα,
γ) Νήσοι Ααλαντ,
δ) Αγγλονορμανδικές Νήσοι.
Οι περιπτώσεις α' και β' παύουν να ισχύουν από την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί την κα­τάθεση σχετικής δήλωσης της Ισπανίας ή της Γαλλίας α­ντίστοιχα, για τα προϊόντα που θα περιλαμβάνονται στη δήλωση αυτή.
6. Θεωρούνται επίσης ως προϊόντα εισαγόμενα στο ε­σωτερικό της χώρας, τα προϊόντα που προέρχονται από τα ακόλουθα εδάφη, τα οποία δεν αποτελούν μέρος του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας:
α) Νήσος Ελιγολάνδη,
β) Έδαφος του Μπίζινγκεν,
γ) Θέουτα,
δ) Μελίλια,
ε) Λιβίνιο,
στ) Καμπιόνε ντ' Ιτάλια,
ζ) Τα ιταλικά ύδατα της Λίμνης του Λουγκάνο,
η) Το Γιβραλτάρ.
7. Για την εφαρμογή του τρίτου μέρους του παρόντος Κώδικα, η διακίνηση των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων από ή προς:
α) το Πριγκιπάτο του Μονακό, αντιμετωπίζεται ως δια­κίνηση από ή προς τη Γαλλία,
β) τον Αγιο Μαρίνο, αντιμετωπίζεται ως διακίνηση από ή προς την Ιταλία,
γ) τις περιοχές κυρίαρχων βάσεων του Ηνωμένου Βα­σιλείου στο Ακρωτήρι και τη Δεκέλεια, αντιμετωπίζεται ως διακίνηση από ή προς την Κύπρο,
δ) τη νήσο του Μαν, αντιμετωπίζεται ως διακίνηση από ή προς το Ηνωμένο Βασίλειο,
ε) το JUNGHOLZ και MITTELBERG (KLEINES WALSERTAL), αντιμετωπίζεται ως διακίνηση από ή προς τη Γερμανία.»

2. Το άρθρο 55 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 55
Ορισμοί
Για την εφαρμογή των διατάξεων του τρίτου μέρους του παρόντος Κώδικα νοούνται ως:
α) «εγκεκριμένος αποθηκευτής»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές, να παράγει, να μεταποιεί, να κατέχει, να παραλαμβάνει ή να αποστέλλει, στο πλαίσιο των επιχειρηματικών δρα­στηριοτήτων του, υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλω­σης προϊόντα, τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστο­λής του φόρου σε φορολογική αποθήκη,
β) «κράτος- μέλος» και «έδαφος κράτους-μέλους»: το έδαφος κάθε κράτους-μέλους της Κοινότητας, στο ο­ποίο εφαρμόζεται η συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, σύμφωνα με το άρθρο 299 αυτής, πλην των τρίτων εδαφών,
γ) «Κοινότητα» και «έδαφος της Κοινότητας»: τα εδά­φη των κρατών-μελών, όπως ορίζονται στο σημείο β',
δ) «τρίτα εδάφη»: τα εδάφη που απαριθμούνται στο άρθρο 54 παράγραφοι 5 και 6,
ε) «τρίτη χώρα»: κράτος ή έδαφος, στο οποίο δεν ε­φαρμόζεται η συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινό­τητας,
στ) «τελωνειακή διαδικασία αναστολής ή τελωνειακό καθεστώς αναστολής»: οποιαδήποτε από τις ειδικές δια­δικασίες που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/1992, σχετικά με την τελωνειακή επιτήρηση στην οποία υπόκεινται τα μη κοινοτικά εμπορεύματα κατά την είσοδό τους στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, την προσωρινή εναπόθεση, τις ελεύθερες ζώνες ή ελεύθερες αποθήκες, καθώς και οποιοδήποτε από τα καθε­στώτα που αναφέρονται στο άρθρο 84 παράγραφος 1 στοιχείο α' του εν λόγω Κανονισμού,
ζ) «καθεστώς αναστολής»: το φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην παραγωγή, τη μεταποίηση, την κατοχή ή τη διακίνηση υποκείμενων σε ειδικό φόρο κα­τανάλωσης προϊόντων, τα οποία δεν καλύπτονται από τελωνειακή διαδικασία αναστολής ή τελωνειακό καθεστώς αναστολής, αλλά τελούν σε αναστολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης,
η) «εισαγωγή υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλω­σης προϊόντων»: η είσοδος στο εσωτερικό της χώρας υ­ποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων α­πό τρίτες χώρες ή τρίτα εδάφη, εκτός εάν τα προϊόντα, κατά την είσοδό τους στο εσωτερικό της χώρας, υπάγο­νται σε τελωνειακή διαδικασία αναστολής ή τελωνειακό καθεστώς αναστολής, καθώς και η έξοδός τους από τε­λωνειακή διαδικασία αναστολής ή τελωνειακό καθεστώς αναστολής,
θ) «εγγεγραμμένος παραλήπτης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές, να παραλαμβάνει, στο πλαίσιο των επιχειρηματικών δρα­στηριοτήτων του, υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλω­σης προϊόντα προερχόμενα από άλλο κράτος-μέλος, τα οποία διακινούνται υπό καθεστώς αναστολής του ειδι­κού φόρου κατανάλωσης,
ι) «εγγεγραμμένος αποστολέας»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές, στο πλαίσιο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του, μόνο να αποστέλλει υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανά­λωσης προϊόντα υπό καθεστώς αναστολής κατόπιν της θέσης τους σε ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα με το άρθρο 79 του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/1992,
ια) «φορολογική αποθήκη»: ο τόπος όπου υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα παράγονται, με­ταποιούνται, κατέχονται, παραλαμβάνονται ή αποστέλ­λονται υπό καθεστώς αναστολής από εγκεκριμένο απο­θηκευτή, στο πλαίσιο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του.»

3. Το άρθρο 56 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 56
Απαιτητό του φόρου
1. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτη­τός κατά το χρόνο θέσης σε ανάλωση των προϊόντων στο εσωτερικό της χώρας.
2. Θεωρείται ως «θέση σε ανάλωση»:
α) η έξοδος υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλω­σης προϊόντων από ένα καθεστώς αναστολής, συμπερι­λαμβανομένης της παράτυπης εξόδου,
β) η κατοχή υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων εκτός καθεστώτος αναστολής, για τα οποία δεν έχει επιβληθεί ειδικός φόρος κατανάλωσης δυνάμει των εφαρμοστέων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου και της εθνικής νομοθεσίας,
γ) η παραγωγή υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανά­λωσης προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της παράτυ­πης παραγωγής, εκτός καθεστώτος αναστολής,
δ) η εισαγωγή υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλω­σης προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της παράτυπης εισαγωγής, εκτός εάν τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κα­τανάλωσης προϊόντα υπαχθούν, αμέσως μετά την εισα­γωγή, σε καθεστώς αναστολής.
Για την εφαρμογή της παραπάνω περίπτωσης α', ως έ­ξοδος από το καθεστώς αναστολής των πετρελαιοειδών προϊόντων που τελούν υπό καθεστώς αναστολής εντός φορολογικών αποθηκών στο εσωτερικό της χώρας και ζητείται η θέση τους σε ανάλωση, θεωρείται η φυσική έξοδος των προϊόντων από τη φορολογική αποθήκη.
3. Στις ακόλουθες περιπτώσεις ο χρόνος θέσης σε α­νάλωση είναι:
α) στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 περίπτωση α' σημείο ii), ο χρόνος παρα­λαβής των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων από τον εγγεγραμμένο παραλήπτη,
β) στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 περίπτωση α' σημείο iv), ο χρόνος παρα­λαβής των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων από τον παραλήπτη,
γ) στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 2, ο χρόνος παραλαβής των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων στον τόπο άμε­σης παράδοσής τους.
4. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, ο ειδικός φό­ρος κατανάλωσης στις περιπτώσεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου εισπράττεται με βάση τους συντελεστές που ισχύουν την ημερομηνία κατά την ο­ποία ο φόρος καθίσταται απαιτητός.
5. Στην περίπτωση παράτυπης εξόδου από καθεστώς αναστολής ή κατοχής εκτός καθεστώτος αναστολής ή παράτυπης παραγωγής ή παράτυπης εισαγωγής, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης εισπράττεται με βάση τους συντελεστές που ισχύουν κατά το χρόνο διαπίστωσης των παρατυπιών αυτών.
Εντούτοις, όταν από τα στοιχεία που διαθέτουν οι αρ­μόδιες αρχές διαπιστώνεται ότι η παράτυπη έξοδος από καθεστώς αναστολής ή η κατοχή εκτός καθεστώτος ανα­στολής ή η παράτυπη παραγωγή ή η παράτυπη εισαγωγή πραγματοποιήθηκαν ή υπήρξαν, κατά περίπτωση, σε χρόνο προγενέστερο της διαπίστωσης, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης εισπράττεται με βάση τους συντελεστές που ίσχυαν κατά την προγενέστερη της διαπίστωσης η­μερομηνία, στην οποία πραγματοποιήθηκαν ή υπήρξαν.
6. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 101, υπόχρεος να καταβάλει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που καθίσταται απαιτητός είναι:
α) Σε σχέση με την έξοδο υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων από καθεστώς αναστολής, ό­πως αναφέρεται στην περίπτωση α' της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου:
i) Ο εγκεκριμένος αποθηκευτής, ο εγγεγραμμένος πα­ραλήπτης ή κάθε άλλο πρόσωπο που απελευθερώνει ή εξ ονόματος του οποίου απελευθερώνονται τα υποκείμε­να σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα από καθε­στώς αναστολής και σε περίπτωση παράτυπης εξόδου από τη φορολογική αποθήκη, κάθε άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στην έξοδο αυτή,
ii) σε περίπτωση παρατυπίας κατά τη διακίνηση υποκεί­μενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων υπό κα­θεστώς αναστολής, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 118 παράγραφοι 1, 2 και 4: ο εγκεκριμένος αποθηκευτής, ο εγγεγραμμένος αποστολέας ή κάθε άλλο πρόσωπο που εγγυήθηκε την πληρωμή, σύμφωνα με το άρθρο 112 πα­ράγραφοι 6 και 7, και κάθε πρόσωπο που συμμετείχε στην παράτυπη έξοδο και το οποίο γνώριζε ή όφειλε ευ­λόγως να γνωρίζει τον παράτυπο χαρακτήρα της εξό­δου,
β) σχετικά με την κατοχή υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, όπως αναφέρεται στην περί­πτωση β' της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου: το πρόσωπο που κατέχει τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κα­τανάλωσης προϊόντα και κάθε άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στην κατοχή τους,
γ) σχετικά με την παραγωγή υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, όπως αναφέρεται στην περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου: το πρόσωπο που παράγει τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα και σε περίπτωση παράτυπης παραγωγής, κάθε άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στην παραγωγή τους,
δ) σχετικά με την εισαγωγή υποκείμενων σε ειδικό φό­ρο κατανάλωσης προϊόντων, που αναφέρεται στην περί­πτωση δ' της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου: το πρόσωπο που δηλώνει τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κα­τανάλωσης προϊόντα ή εξ ονόματος του οποίου δηλώνο­νται αυτά κατά την εισαγωγή και σε περίπτωση παράτυ­πης εισαγωγής, κάθε άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στην εισαγωγή.
Σε περίπτωση περισσότερων υπόχρεων για την κατα­βολή του οφειλόμενου ποσού του ειδικού φόρου κατα­νάλωσης, τα πρόσωπα αυτά είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεα για την πληρωμή της εν λόγω οφει­λής.
7. Σε περίπτωση ακύρωσης ή ανάκλησης της άδειας ε­γκεκριμένου αποθηκευτή, οι φορολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στα αποθηκευμένα σε καθεστώς ανα­στολής προϊόντα στη ή στις φορολογικές αποθήκες του αποθηκευτή, καθίστανται άμεσα απαιτητές και τα προϊό­ντα δεσμεύονται μέχρι την εξόφληση αυτών από τον υπόχρεο ή από τις εγγυήσεις που έχουν κατατεθεί.
8. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών δύναται να καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρό­ντος άρθρου.»

4. Το άρθρο 57 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 57
Ειδικές περιπτώσεις απαιτητού του φόρου
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 60 παράγραφος 1, σε περίπτωση κατά την οποία υποκείμε­να σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα, τα οποία έ­χουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος-μέλος, κα­τέχονται για εμπορικούς σκοπούς στο εσωτερικό της χώρας προκειμένου να παραδοθούν ή να χρησιμοποιη­θούν σε αυτό, υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, ο οποίος καθίσταται απαιτητός από τις αρμόδιες αρχές.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «κατοχή για εμπορικούς σκοπούς» νοείται η κατοχή προϊόντων υ­ποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης από μη ιδιώτη ή από ιδιώτη για μη δική του χρήση και τα οποία μεταφέ­ρονται από αυτόν, σύμφωνα με το άρθρο 59.
2. Οι όροι υπό τους οποίους ο ειδικός φόρος κατανά­λωσης καθίσταται απαιτητός, καθώς και ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης είναι αυτοί που ισχύουν τη στιγμή κατά την οποία ο φόρος καθίσταται απαιτητός στο εσωτερικό της χώρας.
3. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγρα­φο 1, τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊ­όντα διακινούνται μεταξύ των εδαφών των διαφόρων κρατών-μελών υπό την κάλυψη του προβλεπόμενου από τον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθμ. 3649/1992 (EE L 369/18.12.1992) Απλουστευμένου Συνοδευτικού Διοικη­τικού Εγγράφου (Α.Σ.Δ.Ε.).
4. Με την επιφύλαξη του άρθρου 119, όταν υποκείμε­να σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα, τα οποία έ­χουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε ένα κράτος-μέλος διακι­νούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας για εμπορικούς σκοπούς, δεν θεωρείται ότι κατέχονται για αυτούς τους σκοπούς μέχρις ότου φτάσουν στο κράτος-μέλος προο­ρισμού, υπό την προϋπόθεση ότι διακινούνται βάσει των διατυπώσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 7 του παρόντος άρθρου.
5. Τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊό­ντα τα οποία βρίσκονται επί πλοίου ή αεροσκάφους, που πραγματοποιεί θαλάσσια ταξίδια ή πτήσεις μεταξύ δύο κρατών-μελών και τα οποία δεν διατίθενται προς πώλη­ση όταν το πλοίο ή το αεροσκάφος βρίσκεται στο έδαφος ενός κράτους-μέλους δεν θεωρείται ότι κατέχονται στο εν λόγω κράτος-μέλος για εμπορικούς σκοπούς.
6. Υπόχρεος για την καταβολή του ειδικού φόρου κα­τανάλωσης που καθίσταται απαιτητός είναι, ανάλογα με την περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το πρόσωπο το οποίο εκτελεί την παράδοση ή το οποίο έχει στην κατοχή του τα παραδοτέα προϊόντα, ή το πρόσωπο στο οποίο παραδίδονται τα προϊόντα στο εσωτερικό της χώρας.
7. Τα πρόσωπα της παραγράφου 6 υποχρεούνται, σε περίπτωση αποστολής προϊόντων από άλλο κράτος-μέλος:
α) να καταθέτουν, πριν από την αποστολή των προϊό­ντων, σχετική δήλωση στην αρμόδια αρχή του εσωτερι­κού της χώρας, καθώς και εγγύηση η οποία να καλύπτει τους αναλογούντες φόρους,
β) να καταβάλλουν στην αρμόδια αρχή, με την άφιξη των προϊόντων στο εσωτερικό της χώρας, ή το αργότε­ρο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την άφιξη, τους ο­φειλόμενους φόρους,
γ) να θέτουν στη διάθεση του ελέγχου κάθε απαραίτη­το στοιχείο ή έγγραφο, που κρίνεται από την αρμόδια αρχή αναγκαίο ή χρήσιμο, για την εξακρίβωση της πραγ­ματοποίησης της παραλαβής των προϊόντων και της κα­ταβολής των οφειλόμενων φόρων.
8. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, που έχει επιβληθεί στο εσωτερικό της χώρας κατά τη θέση σε ανάλωση προϊόντων, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή προσώπου για εμπορικούς σκοπούς στο εσωτερικό άλλου κράτους-μέλους, διαγράφεται ή επιστρέφεται σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 66 του παρόντος Κώδικα.
9. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορί­ζονται οι διατυπώσεις και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρ­θρου.»

5. Το άρθρο 59 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 59
Απόκτηση από ιδιώτες
1. Για τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα τα οποία αποκτά ιδιώτης για δική του χρήση και τα οποία μεταφέρει αυτοπροσώπως από ένα κράτος-μέλος σε άλλο, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης οφείλο­νται μόνο στο κράτος-μέλος, όπου τα προϊόντα αυτά αποκτώνται.
2. Για να προσδιοριστεί κατά πόσο τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα, τα οποία αναφέρο­νται στην παράγραφο 1, προορίζονται για ίδια χρήση ε­νός ιδιώτη, λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:
α) η εμπορική ιδιότητα του κατόχου και οι λόγοι κατο­χής των προϊόντων,
β) ο τόπος όπου βρίσκονται τα προϊόντα ή, ανάλογα με την περίπτωση, ο χρησιμοποιούμενος τρόπος μεταφο­ράς,
γ) κάθε έγγραφο σχετικό με τα προϊόντα,
δ) η φύση των προϊόντων,
ε) η ποσότητα των προϊόντων.
3. Για την εφαρμογή της περίπτωσης ε' της παραγρά­φου 2, ως αποδεικτικό στοιχείο, ορίζονται ενδεικτικά τα ακόλουθα ποσοτικά όρια ανά προϊόν:
α) για τα προϊόντα καπνού:
- τσιγάρα: 800 τεμάχια
- πουράκια (πούρα βάρους όχι πάνω από 3γρ. το τεμά­χιο): 400 τεμάχια
- πούρα: 200 τεμάχια
- καπνός για κάπνισμα: 1 κιλό
β) για τα αλκοολούχα ποτά:
- οινοπνευματώδη ποτά: 10 λίτρα
- ενδιάμεσα προϊόντα: 20 λίτρα
- οίνοι: 90 λίτρα (από τους οποίους το πολύ 60 λίτρα α­φρώδεις)
- μπύρες: 110 λίτρα.
4. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης πετρελαιοειδών προϊόντων, τα οποία έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε άλ­λο κράτος-μέλος, καθίσταται απαιτητός και εισπράττεται από τις αρμόδιες αρχές, εάν η μεταφορά αυτών των προϊόντων στη χώρα γίνεται με ανορθόδοξους τρόπους από ιδιώτη ή για λογαριασμό του.
Ως ανορθόδοξες μεταφορές θεωρούνται οι μεταφορές καυσίμων κινητήρων, όταν τα καύσιμα δεν μεταφέρονται στη δεξαμενή των οχημάτων ή σε κατάλληλο εφεδρικό δοχείο, καθώς και η μεταφορά υγρών καυσίμων θέρμαν­σης όταν δεν γίνεται με βυτιοφόρα επαγγελματιών.»

6. Το άρθρο 60 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 60
Πωλήσεις εξ αποστάσεως
1. Τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊό­ντα τα οποία έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος-μέλος και αγοράζονται από πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του εγκεκριμένου αποθηκευτή ή του εγγε­γραμμένου παραλήπτη, είναι εγκατεστημένο στο εσωτε­ρικό της χώρας και δεν ασκεί ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, και τα οποία αποστέλλονται ή μεταφέ­ρονται στο εσωτερικό της χώρας άμεσα ή έμμεσα από τον πωλητή ή για λογαριασμό του, υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης.
2. Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός και καταβάλλεται κατά την παράδοση των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων στο εσωτερικό της χώρας. Οι όροι υπό τους οποίους ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός, καθώς και ο συντε­λεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης είναι αυτοί που ισχύουν τη στιγμή κατά την οποία ο φόρος καθίσταται α­παιτητός.
3. Υπόχρεος για την καταβολή του ειδικού φόρου κα­τανάλωσης στο εσωτερικό της χώρας είναι ο πωλητής ή ο φορολογικός αντιπρόσωπος αυτού. Ο φορολογικός α­ντιπρόσωπος πρέπει να είναι εγκατεστημένος στο εσω­τερικό της χώρας και εγκεκριμένος από την αρμόδια αρ­χή. Στις περιπτώσεις που ο πωλητής ή ο φορολογικός του αντιπρόσωπος δεν έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις της περίπτωσης α' της παραγράφου 4, υπόχρεος για την κα­ταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης είναι ο παραλή­πτης των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων.
4. Στην περίπτωση αποστολής προϊόντων από άλλο κράτος-μέλος στο εσωτερικό της χώρας, ο πωλητής ή ο φορολογικός αντιπρόσωπος αυτού πρέπει να συμμορ­φώνεται προς τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
α) πριν από την αποστολή των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, να εγγράφεται στα μη­τρώα και να εγγυάται την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στην αρμόδια αρχή,
β) να καταβάλλει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στην αρχή που προβλέπεται στην περίπτωση α' την ημέρα ά­φιξης των προϊόντων ή το αργότερο την επόμενη εργά­σιμη ημέρα,
γ) να τηρεί λογιστική των παραδιδόμενων υποκείμε­νων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων.
5. Στην περίπτωση αποστολής προϊόντων από το εσω­τερικό της χώρας σε άλλο κράτος-μέλος, ο ειδικός φό­ρος κατανάλωσης που επιβλήθηκε στο εσωτερικό της χώρας διαγράφεται ή επιστρέφεται κατόπιν σχετικού αι­τήματος του πωλητή, σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 66 του παρό­ντος Κώδικα.
6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζο­νται οι διατυπώσεις και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.»

7. Το άρθρο 61 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 61
Καταστροφές και απώλειες προϊόντων που έχουν τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος-μέλος
1. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 και στο άρθρο 60 παράγραφος 1, σε περί­πτωση ολικής καταστροφής ή ανεπανόρθωτης απώλειας των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊό­ντων κατά τη μεταφορά τους σε κράτος-μέλος άλλο από το κράτος-μέλος στο οποίο τέθηκαν σε ανάλωση, από αι­τία οφειλόμενη στην ίδια τη φύση των προϊόντων, ή εξ αιτίας τυχαίων περιστατικών ή ανωτέρας βίας, ή κατόπιν έγκρισης των αρμόδιων αρχών του συγκεκριμένου κράτους-μέλους, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης δεν καθί­σταται απαιτητός στο εν λόγω κράτος-μέλος.
Η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια των εν λόγω υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων πρέπει να αποδεικνύεται κατά τρόπο ικανο­ποιητικό για τις αρμόδιες αρχές της χώρας, στην περί­πτωση που η εν λόγω ολική καταστροφή ή ανεπανόρθω­τη απώλεια επήλθε στο εσωτερικό της ή όταν η απώλεια διαπιστώνεται στο εσωτερικό της χώρας και δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του τόπου όπου επήλθε.
Η εγγύηση που κατατίθεται σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 7 περίπτωση α' ή το άρθρο 60 παράγραφος 4 περίπτωση α' αποδεσμεύεται.
2. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, καθορί­ζονται τα προϊόντα που υπόκεινται σε φυσική απομείωση, τα ποσοστά της απομείωσης, οι όροι και οι προϋπο­θέσεις για την αναγνώριση των απωλειών αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.»

8. Στο άρθρο 63 προστίθεται νέα παράγραφος 4 ως α­κολούθως:
«4. Όταν οι φορολογικές αποθήκες, οι οποίες λειτουρ­γούν σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, βρίσκονται σε μη κατοικημένη περιοχή ή έξω από την έδρα της αρμό­διας αρχής ή έχουν έναρξη και λήξη της λειτουργίας τους σε ώρες που δεν υπάρχει τακτική συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση, υποχρεούνται οι οικείοι εγκεκριμένοι απο­θηκευτές να εξασφαλίσουν, με δικά τους ή μισθωμένα μεταφορικά μέσα, την έγκαιρη μετακίνηση των υπαλλή­λων της αρμόδιας αρχής, οι οποίοι εποπτεύουν και ελέγ­χουν τις εργασίες των αποθηκών αυτών.»

9. Η περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 64 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«α) να παράγει, να μεταποιεί, να κατέχει, να παραλαμ­βάνει και να αποστέλλει, στα πλαίσια των επιχειρηματι­κών δραστηριοτήτων του, υποκείμενα σε ειδικό φόρο κα­τανάλωσης προϊόντα, τα οποία τελούν υπό αναστολή καταβολής του φόρου αυτού, εφόσον βρίσκονται σε φορολογική αποθήκη,».

10. Στην περίπτωση α' της παραγράφου 3 του άρθρου 64 η φράση στην πρώτη παύλα αντικαθίσταται, ως ακο­λούθως:
« - να εισάγει στη φορολογική αποθήκη του και να προβαίνει στη λογιστική εγγραφή, με την περάτωση της διακίνησης, όλων των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατα­νάλωσης προϊόντων, τα οποία διακινούνται υπό καθε­στώς αναστολής, εκτός εάν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 112 και να τηρεί λογιστικά βιβλία των αποθεμάτων και των κινήσεων των προϊόντων,»

11. Το άρθρο 65 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 65
Καταστροφές και απώλειες προϊόντων που τελούν υπό καθεστώς αναστολής
1. H ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης και τελούν υπό καθεστώς αναστολής από αιτία οφειλό­μενη στην ίδια τη φύση του προϊόντος, σε τυχαίο γεγο­νός ή ανωτέρα βία ή ακόμη και με την άδεια των αρμό­διων αρχών του κράτους-μέλους, δεν θεωρείται θέση σε ανάλωση.
Θεωρείται ότι τα προϊόντα έχουν υποστεί ολική κατα­στροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια όταν δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης.
2. Η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια των εν λόγω υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων πρέπει να αποδεικνύεται κατά τρόπο ικανο­ποιητικό για τις αρμόδιες αρχές της χώρας, στην περί­πτωση που η εν λόγω ολική καταστροφή ή ανεπανόρθω­τη απώλεια επήλθε στο εσωτερικό της ή όταν η απώλεια διαπιστώνεται στο εσωτερικό της χώρας και δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του τόπου όπου επήλθε.
3. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, καθορί­ζονται τα προϊόντα που υπόκεινται σε φυσική απομείωση, τα ποσοστά της απομείωσης, οι όροι και οι προϋπο­θέσεις για την αναγνώριση των απωλειών αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.»

12. Το άρθρο 66 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 66
Επιστροφή ή διαγραφή του φόρου Βεβαίωση και είσπραξη εκ των υστέρων
1. Τα προϊόντα που έχουν τεθεί σε ανάλωση στο εσω­τερικό της χώρας δύνανται στις προβλεπόμενες από τα άρθρα 57, 60 και 119 του παρόντος Κώδικα περιπτώσεις, να αποτελέσουν, μετά από αίτηση ενός ενδιαφερομέ­νου, αντικείμενο επιστροφής ή διαγραφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης από την αρμόδια αρχή, εφόσον τα προϊόντα αυτά δεν πρόκειται να καταναλωθούν στο ε­σωτερικό της χώρας.
Αν τα προϊόντα αυτά φέρουν φορολογικά επισήματα (ένσημες ταινίες φορολογίας καπνού ή αλκοολούχων ποτών), πρέπει πριν από την αποστολή τους και προκει­μένου να επιστραφεί ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, να προσκομισθούν για καταστροφή τα επισήματα αυτά στην αρμόδια αρχή.
2. Στις περιπτώσεις του άρθρου 57 του παρόντος Κώ­δικα ο ειδικός φόρος κατανάλωσης που επιβλήθηκε στο εσωτερικό της χώρας επιστρέφεται ή διαγράφεται μό­νον εφόσον ο φόρος αυτός έχει καταστεί απαιτητός και έχει εισπραχθεί στο άλλο κράτος-μέλος, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 7 του ίδιου άρθρου.
3. Στις περιπτώσεις του άρθρου 60 του παρόντος Κώ­δικα ο ειδικός φόρος κατανάλωσης που επιβλήθηκε στο εσωτερικό της χώρας επιστρέφεται ή διαγράφεται, κατό­πιν σχετικού αιτήματος του πωλητή, εφόσον ο ίδιος ή ο φορολογικός του αντιπρόσωπος έχει ακολουθήσει στο κράτος-μέλος προορισμού τις διαδικασίες της παραγρά­φου 4 του ίδιου άρθρου.
4. Πέραν των προβλεπομένων στην παράγραφο 1, στις περιπτώσεις που υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλω­σης προϊόντα φέρουν φορολογικά επισήματα (ένσημες ταινίες φορολογίας καπνού ή αλκοολούχων ποτών), τα τυχόν ποσά που καταβλήθηκαν ή αποτέλεσαν αντικείμε­νο εγγύησης για την απόκτησή τους, πλην της αξίας τους, επιστρέφονται, διαγράφονται ή αποδεσμεύονται από την αρμόδια αρχή εάν ο ειδικός φόρος κατανάλω­σης έχει καταστεί απαιτητός και έχει εισπραχθεί σε άλλο κράτος-μέλος.
Το ποσό του ειδικού φόρου κατανάλωσης, το οποίο καταβλήθηκε ή αποτέλεσε αντικείμενο εγγύησης επι­στρέφεται, διαγράφεται ή αποδεσμεύεται με την προ­σκόμιση στην αρμόδια αρχή, ικανοποιητικής απόδειξης ότι τα φορολογικά επισήματα έχουν αφαιρεθεί ή καταστραφεί.
5. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης που έχει βεβαιωθεί για προϊόντα που έχουν τεθεί σε ανάλωση με απαλλαγή από τον φόρο αυτό, βάσει των διατάξεων που προβλέπο­νται από το τρίτο μέρος του παρόντος Κώδικα διαγράφε­ται, εάν τα προϊόντα μετά τη θέση τους σε ανάλωση υπέστησαν ανεπανόρθωτη απώλεια ή ολική καταστροφή, εξ αιτίας τυχαίων περιστατικών ή ανωτέρας βίας, ή ακό­μη και με σχετική για την καταστροφή τους έγκριση από τις αρμόδιες αρχές της χώρας. Η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια πρέπει να αποδεικνύεται κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις αρμόδιες αρχές.
6. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορί­ζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επι­στρέφεται ή διαγράφεται ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στις προβλεπόμενες από το άρθρο αυτό περιπτώσεις, οι αρμόδιες για την επιστροφή ή διαγραφή αρχές, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια εφαρμογής του παρό­ντος άρθρου.
7. Οι διατάξεις περί συμπληρωματικής βεβαίωσης και είσπραξης εκ των υστέρων του άρθρου 31 του παρόντος Κώδικα, καθώς και οι διατάξεις περί αχρεωστήτως ει­σπραχθέντων του άρθρου 32 του παρόντος Κώδικα ε­φαρμόζονται ανάλογα και για τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα.»

13. Το άρθρο 67 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 67
Πωλήσεις από καταστήματα αφορολογήτων ειδών
1. Τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊό­ντα, τα οποία διατίθενται από τα καταστήματα αφορολο­γήτων ειδών και τα οποία μεταφέρονται στις προσωπι­κές αποσκευές των ταξιδιωτών που μεταβαίνουν σε τρί­το έδαφος ή σε τρίτη χώρα αεροπορικώς ή διά θαλάσσης απαλλάσσονται από την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης.
2. Έως την 1η Ιανουαρίου 2017 απαλλάσσονται επίσης από την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης τα υ­ποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα, τα ο­ποία διατίθενται από καταστήματα αφορολογήτων ειδών που είναι εγκατεστημένα εκτός αερολιμένα ή λιμένα και τα οποία μεταφέρονται στις προσωπικές αποσκευές των ταξιδιωτών που μεταβαίνουν σε τρίτο έδαφος ή σε τρίτη χώρα δια ξηράς.
3. Τα προϊόντα τα οποία διατίθενται μέσα σε αεροσκά­φος ή πλοίο κατά τη διάρκεια της πτήσης ή του πλου προς τρίτο έδαφος ή τρίτη χώρα αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο με τα προϊόντα τα οποία διατίθενται από τα καταστήματα αφορολογήτων ειδών.
4. Οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση των α­νωτέρω απαλλαγών καθορίζονται με απόφαση του Υ­πουργού Οικονομικών.
5. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, για τους σκο­πούς του παρόντος άρθρου ισχύουν οι ακόλουθοι ορι­σμοί:
α) «κατάστημα αφορολόγητων ειδών»: κατάστημα που βρίσκεται μέσα σε αερολιμένα ή λιμένα και πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις οικείες διατά­ξεις,
β) «ταξιδιώτης που μεταβαίνει σε τρίτο έδαφος ή σε τρίτη χώρα»: επιβάτης κάτοχος αεροπορικού εισιτηρίου ή εισιτηρίου θαλάσσιας διαδρομής, στο οποίο ως τελικός προορισμός αναφέρεται αερολιμένας ή λιμένας τρίτου εδάφους ή τρίτης χώρας.»

14. Το άρθρο 68 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 68
Απαλλαγές
1. Απαλλάσσονται από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 53 του παρό­ντος Κώδικα, εφόσον προορίζονται να χρησιμοποιηθούν:
α) στα πλαίσια διπλωματικών ή προξενικών σχέσεων,
β) από αναγνωρισμένους διεθνείς οργανισμούς και α­πό τα μέλη των οργανισμών αυτών, μέσα στα όρια και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις διεθνείς συμβάσεις για την ίδρυσή τους ή από τις συμ­φωνίες για την έδρα τους,
γ) από τις ένοπλες δυνάμεις κάθε κράτους που συμμε­τέχει στη συνθήκη του Βορείου Ατλαντικού πλην του κράτους-μέλους εντός του οποίου είναι απαιτητός ο ει­δικός φόρος κατανάλωσης, εφόσον προορίζονται για χρήση από τις δυνάμεις αυτές ή από το πολιτικό προσω­πικό που τις συνοδεύει, ή για τον εφοδιασμό των λε­σχών ή των κυλικείων τους,
δ) από τις ένοπλες δυνάμεις του Ηνωμένου Βασιλείου που σταθμεύουν στην Κύπρο, σύμφωνα με τη συνθήκη ε­γκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας της 16ης Αυ­γούστου 1960, για χρήση από τις εν λόγω ένοπλες δυ­νάμεις ή από το πολιτικό προσωπικό που τις συνοδεύει ή για τον εφοδιασμό των λεσχών ή των κυλικείων τους,
ε) για κατανάλωση στα πλαίσια συμφωνίας που συνά­πτεται με τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, εφόσον αυτή η συμφωνία γίνεται δεκτή ή επιτρέπεται να υπαχθεί σε καθεστώς απαλλαγής από το φόρο προστιθέμενης α­ξίας.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 112 παράγραφος 1 και τηρουμένων των διατάξεων του άρ­θρου 114 παράγραφος 1, τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα, τα οποία διακινούνται υπό καθε­στώς αναστολής για να παραδοθούν σε παραλήπτη που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, συνοδεύο­νται από πιστοποιητικό απαλλαγής, η μορφή και το περιεχόμενο του οποίου καθορίζονται από κοινοτικές δια­τάξεις.
3. Επίσης, απαλλάσσονται του ειδικού φόρου κατανά­λωσης τα προϊόντα που προορίζονται για εφοδιασμό πλοίων και αεροσκαφών. Η απαλλαγή αυτή παρέχεται σύμφωνα με τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις.
4. Οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης των απαλ­λαγών των παραγράφων 1 και 3, καθώς και οι χορηγού­μενες ποσότητες, καθορίζονται με αποφάσεις του Υ­πουργού Οικονομικών.»

15. Το άρθρο 71 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 71
Μικροί οινοπαραγωγοί
1. Οινοπαραγωγοί που παράγουν κατά μέσο όρο κάτω από χίλια (1.000) HL ετησίως απαλλάσσονται από τις υ­ποχρεώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του τμήματος Β' του κεφαλαίου Α', του τμήματος Β' του κε­φαλαίου Γ' τις σχετικές με τη διακίνηση και τον έλεγχο, καθώς και από τις λοιπές υποχρεώσεις τις σχετικές με τη διακίνηση και τον έλεγχο του τρίτου μέρους του πα­ρόντος Κώδικα.
2. Όταν οι μικροί οινοπαραγωγοί πραγματοποιούν οι ί­διοι ενδοκοινοτικές συναλλαγές, ενημερώνουν τις αρμό­διες αρχές τους και συμμορφώνονται με τις υποχρεώ­σεις που προβλέπονται στον Κανονισμό ΕΚ 436/2009 της 26ης Μαΐου 2009 «για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 479/2008 του Συμβουλίου, όσον αφορά το αμπελουργικό μητρώο, τις υποχρεωτικές δηλώσεις και τη συγκέντρωση στοιχείων για την παρα­κολούθηση της αγοράς, τα συνοδευτικά έγγραφα μετα­φοράς των προϊόντων και τα βιβλία που πρέπει να τη­ρούνται στον αμπελοοινικό τομέα» (L128/27.5.2009).
3. Στις περιπτώσεις αυτές ο παραλήπτης οφείλει να ε­νημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προ­ορισμού, μέσω του εγγράφου που απαιτείται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 436/2009 ή με αναφορά σε αυτό, για τις πραγματοποιηθείσες παραλαβές οίνου.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δύναται να καθορίζονται οι διατυπώσεις και κάθε αναγκαία λε­πτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»

16. Η παράγραφος 1 του άρθρου 76 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 54, της περίπτωσης ζ' του άρθρου 55 και της περίπτω­σης γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 56 του παρόντος Κώδικα, ως παραγωγή θεωρείται κατά περίπτωση και η ε­ξόρυξη.»

17. Η παράγραφος 3 του άρθρου 84 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Οι ταινίες αυτές χορηγούνται:
-στους εγκεκριμένους αποθηκευτές και εγγεγραμμέ­νους παραλήπτες, προκειμένου να επικολληθούν σε αλ­κοολούχα ποτά προερχόμενα από άλλο κράτος-μέλος ή σε εισαγωγείς προκειμένου για ποτά από τρίτες χώρες,
-στους εγκεκριμένους αποθηκευτές ή ποτοποιούς, προκειμένου να επικολληθούν σε αλκοολούχα ποτά εγ­χώριας παραγωγής,
-στους φορολογικούς αντιπροσώπους εγκεκριμένων αποθηκευτών άλλων κρατών-μελών.»

18. Οι περιπτώσεις α' και β' του τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 106, αντικαθίστανται ως ακολούθως:
«α) στον εγκεκριμένο αποθηκευτή και στον εγγεγραμ­μένο παραλήπτη του εσωτερικού, καθώς και στον εγκε­κριμένο αποθηκευτή άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊ­κής Ένωσης,
β) στο φορολογικό αντιπρόσωπο εγκεκριμένου αποθη­κευτή άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,».

19. Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 109, ο όρος «εγγεγραμμένοι επιτηδευματίες» αντικαθί­σταται από τη φράση «εγγεγραμμένοι παραλήπτες, ε­κτός των περιστασιακά εγγεγραμμένων παραληπτών κα­τά την έννοια της παραγράφου 4 του άρθρου 113».

20. Η παράγραφος 3 του άρθρου 110 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Ο εγγεγραμμένος παραλήπτης και ο περιστασιακά εγγεγραμμένος παραλήπτης καταβάλλουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των προϊόντων του άρθρου 79 του παρόντος Κώδικα, την ημέρα παραλαβής των προϊόντων ή το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα, με βάση δήλωση, που υποβάλλει ο υπόχρεος στην αρμόδια αρχή και σχετικό σημείωμα που εκδίδει η αρχή αυτή.
Κατ' εξαίρεση, προκειμένου για πωλήσεις αλκοολού­χων ποτών και άλλων αλκοολούχων προϊόντων σε επι­βάτες ενδοκοινοτικών πτήσεων ή ενδοκοινοτικών θα­λάσσιων πλόων, τα οποία παραδίδονται σε αυτούς στο ε­σωτερικό της χώρας για να μεταφερθούν με τις απο­σκευές τους, ο εγγεγραμμένος παραλήπτης καταβάλλει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που αναλογεί στις παρα­δόσεις προϊόντων κάθε δεκαπενθήμερου του μήνα, μέσα στο επόμενο δεκαπενθήμερο.»

21. Το άρθρο 112 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 112
Διακίνηση υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής
1. Τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊό­ντα μπορούν να διακινούνται υπό καθεστώς αναστολής εντός του εδάφους της Κοινότητας, ακόμη και στην πε­ρίπτωση που τα προϊόντα διακινούνται μέσω τρίτης χώ­ρας ή τρίτου εδάφους:
α) από μια φορολογική αποθήκη προς:
i) άλλη φορολογική αποθήκη,
ii) εγγεγραμμένο παραλήπτη,
iii) τόπο όπου τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανά­λωσης προϊόντα εξέρχονται από το έδαφος της Κοινό­τητας, σύμφωνα με το άρθρο 114 παράγραφος 11,
iv) παραλήπτη που αναφέρεται στο άρθρο 68 παράγρα­φος 1, όταν τα προϊόντα αποστέλλονται από άλλο κράτος-μέλος,
β) από τον τόπο εισαγωγής προς οποιονδήποτε από τους προορισμούς που αναφέρονται στην περίπτωση α', όταν τα προϊόντα αποστέλλονται από εγγεγραμμένο α­ποστολέα.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «τόπος ει­σαγωγής» νοείται ο τόπος όπου βρίσκονται τα προϊόντα όταν τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία, σύμφωνα με το άρθρο 79 του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/1992.
2. Κατά παρέκκλιση από τα σημεία i) και ii) της περί­πτωσης α' της παραγράφου 1 και της περίπτωσης β' της παραγράφου 1, και πλην της περίπτωσης που αναφέρε­ται στο άρθρο 113 παράγραφος 4, το κράτος-μέλος προ­ορισμού δύναται να επιτρέπει υπό τους όρους που καθορίζει τη διακίνηση των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κα­τανάλωσης προϊόντων που τελούν υπό καθεστώς ανα­στολής προς τόπο άμεσης παράδοσης που βρίσκεται στο έδαφός του, όταν ο τόπος αυτός έχει οριστεί από τον ε­γκεκριμένο αποθηκευτή παραλαβής ή από τον εγγεγραμμένο παραλήπτη.
Ο εν λόγω εγκεκριμένος αποθηκευτής ή ο εν λόγω εγ­γεγραμμένος παραλήπτης παραμένει υπεύθυνος για την υποβολή της αναφοράς παραλαβής που αναφέρεται στο άρθρο 114 παράγραφος 10.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι περιπτώσεις για τις οποίες επιτρέπεται η άμεση παρά­δοση στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και οι όροι και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτή πραγματοποιείται.
3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται επίσης για τη διακίνηση υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων με μηδενικό συντελεστή τα οποία δεν έχουν τεθεί σε ανάλωση.
4. Η διακίνηση υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλω­σης προϊόντων τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστο­λής αρχίζει στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην πε­ρίπτωση α' της παραγράφου 1, όταν τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα εξέλθουν από τη φορολογική αποθήκη αποστολής και, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου, όταν τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφο­ρία σύμφωνα με το άρθρο 79 του Κανονισμού (ΕΟΚ) α­ριθ. 2913/1992.
5. Η διακίνηση υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλω­σης προϊόντων τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστο­λής περατώνεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην περίπτωση α' σημεία i), ii) και iv) της παραγράφου 1 και στην περίπτωση β' της παραγράφου 1, μόλις ο παρα­λήπτης παραλάβει τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατα­νάλωσης προϊόντα και, στις περιπτώσεις που προβλέπο­νται στην περίπτωση α' σημείο iii) της παραγράφου 1, ό­ταν τα προϊόντα εξέλθουν από το έδαφος της Κοινότη­τας.
6. Οι κίνδυνοι της διακίνησης υπό καθεστώς αναστο­λής καλύπτονται από εγγύηση, η οποία παρέχεται από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή αποστολής ή τον εγγε­γραμμένο αποστολέα.
Η παρεχόμενη εγγύηση μπορεί να είναι χρηματική, τραπεζική, ασφαλιστήριο συμβόλαιο, εμπράγματη ασφά­λεια ή αξιόχρεη επιστολή τρίτου προσώπου και ισχύει σε ολόκληρη την Κοινότητα.
7. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 6, δύναται στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις και με τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται με αποφάσεις του Υ­πουργού Οικονομικών, να επιτρέπεται η παροχή εγγύη­σης από το μεταφορέα, τον κύριο των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, τον παραλήπτη, ή από κοινού από δύο ή περισσότερα από τα πρόσωπα αυ­τά και τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.
Στις περιπτώσεις προϊόντων που προέρχονται από άλ­λα κράτη-μέλη, για τα οποία προβλέπεται επικόλληση ένσημης ταινίας φορολογίας στο εσωτερικό της χώρας, η εγγύηση μπορεί να βαρύνει το πρόσωπο που παραλαμ­βάνει τις ταινίες αυτές και παρέχεται τη στιγμή της παραλαβής τους.
8. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών δύναται να προβλέπονται εξαιρέσεις από την υποχρέωση για πα­ροχή εγγύησης, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις και μόνο για διακινήσεις υπό καθεστώς αναστολής που πραγμα­τοποιούνται εξ ολοκλήρου στο εσωτερικό της χώρας και να καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.»

22. Το άρθρο 113 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 113
Εγγεγραμμένος παραλήπτης Εγγεγραμμένος αποστολέας
1. Ο εγγεγραμμένος παραλήπτης δύναται στο πλαίσιο των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων να παραλαμ­βάνει προϊόντα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλω­σης προερχόμενα από άλλο κράτος-μέλος, τα οποία δια­κινούνται υπό καθεστώς αναστολής, δεν επιτρέπεται, ω­στόσο, να κατέχει ή να αποστέλλει υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα τα οποία τελούν υπό καθε­στώς αναστολής.
2. Για το χαρακτηρισμό προσώπου ως εγγεγραμμένου παραλήπτη απαιτείται άδεια της αρμόδιας αρχής, η ο­ποία παρέχεται με απόφασή της, μετά από προηγούμενη αίτηση του ενδιαφερομένου.
3. Ο εγγεγραμμένος παραλήπτης υποχρεούται:
α) να εγγυάται πριν από την αποστολή των υποκείμε­νων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων την κατα­βολή των αναλογούντων φόρων και να καταβάλλει αυ­τούς στην αρμόδια αρχή με την παραλαβή των προϊό­ντων στο εσωτερικό της χώρας, ή το αργότερο την επό­μενη εργάσιμη ημέρα από την παραλαβή τους, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις,
β) να προβαίνει, μόλις περατωθεί η διακίνηση των προϊόντων που παραλαμβάνονται υπό καθεστώς ανα­στολής, στη λογιστική τους εγγραφή,
γ) να αποδέχεται κάθε έλεγχο που επιτρέπει στις αρ­μόδιες αρχές να βεβαιωθούν ότι τα προϊόντα πράγματι παρελήφθησαν.
4. Για τον εγγεγραμμένο παραλήπτη που παραλαμβά­νει μόνον περιστασιακά υποκείμενα σε ειδικό φόρο κα­τανάλωσης προϊόντα, η άδεια που αναφέρεται στην πα­ράγραφο 2 περιορίζεται σε συγκεκριμένη ποσότητα προϊόντων, σε έναν μόνον αποστολέα και σε συγκεκρι­μένη χρονική περίοδο.
Ο περιστασιακά εγγεγραμμένος παραλήπτης συμμορ­φώνεται ομοίως με τις υποχρεώσεις της παραγράφου 3.
5. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορί­ζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορη­γείται από τις αρμόδιες αρχές η άδεια του εγγεγραμμέ­νου παραλήπτη και του περιστασιακά εγγεγραμμένου παραλήπτη, καθώς και οι διατυπώσεις και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των παραγράφων 2 έως και 4.
6. Ο εγγεγραμμένος αποστολέας δύναται στο πλαίσιο των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων μόνο να απο­στέλλει υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊό­ντα υπό καθεστώς αναστολής κατόπιν της θέσης τους σε ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα με το άρθρο 79 του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθμ. 2913/1992.
7. Για το χαρακτηρισμό προσώπου ως εγγεγραμμένου αποστολέα απαιτείται άδεια της αρμόδιας αρχής, η ο­ποία παρέχεται με απόφασή της, μετά από προηγούμενη αίτηση του ενδιαφερομένου.
Ο εγγεγραμμένος αποστολέας υποχρεούται:
α) να παρέχει εγγύηση, η οποία να καλύπτει το ποσό των αναλογούντων φόρων για τα αποστελλόμενα υπό καθεστώς αναστολής προϊόντα,
β) να τηρεί λογιστική των υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων που αποστέλλει,
γ) να αποδέχεται κάθε έλεγχο που επιτρέπει στις αρ­μόδιες αρχές να βεβαιωθούν για την κανονικότητα των διακινήσεων.
8. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζο­νται οι όροι και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγεί­ται η άδεια του εγγεγραμμένου αποστολέα από τις αρ­μόδιες αρχές, καθώς και οι διατυπώσεις και κάθε ανα­γκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου 7.
9. Για την αγορά, κατοχή και διανομή των προϊόντων του άρθρου 53 από τα πρόσωπα των παραγράφων 1 και 4 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 60 του παρόντος Κώδικα, εφαρμόζονται οι ισχύουσες εθνικές διατάξεις. Οι όροι και προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.»

23. Το άρθρο 114 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Αρθρο114
Διακίνηση υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων μέσω μηχανοργανωμένου συστήματος
1. Η διακίνηση υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλω­σης προϊόντων θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα υπό καθε­στώς αναστολής μόνον εάν πραγματοποιείται υπό την κάλυψη του ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου που προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 684/2009 της Επιτροπής (L 197/29-7-2009), το οποίο καταρτίζεται σύμφω­να με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 112 πα­ράγραφος 1, η διακίνηση υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής εξ ο­λοκλήρου στο εσωτερικό της χώρας πραγματοποιείται με την ίδια διαδικασία.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο αποστολέας υποβάλλει σχέδιο ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου στην αρμόδια αρχή του τόπου αποστολής, χρησιμοποιώ­ντας το μηχανοργανωμένο σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 1 της απόφασης αριθμ. 1152/2003/ΕΚ του Ευ­ρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Ι­ουνίου 2003 (L 162/1-7-2003), εφεξής «το μηχανοργα­νωμένο σύστημα».
3. Η αρμόδια αρχή επαληθεύει ηλεκτρονικά τα στοι­χεία που αναφέρονται στο σχέδιο ηλεκτρονικού διοικητι­κού εγγράφου.
Εάν τα στοιχεία αυτά δεν είναι έγκυρα, ενημερώνεται πάραυτα ο αποστολέας.
Εάν τα στοιχεία αυτά είναι έγκυρα, η αρμόδια αρχή α­ποδίδει στο έγγραφο μοναδικό διοικητικό κωδικό αναφο­ράς και τον κοινοποιεί στον αποστολέα.
4. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 περίπτωση α' σημεία i), ii) και iv), στο άρ­θρο 112 παράγραφος 1 περίπτωση β' και στο άρθρο 112 παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους αποστολής διαβιβάζουν πάραυτα το ηλεκτρονικό διοικη­τικό έγγραφο στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προορισμού, οι οποίες το προωθούν στον παραλήπτη, ε­άν ο παραλήπτης είναι εγκεκριμένος αποθηκευτής ή εγ­γεγραμμένος παραλήπτης.
Όταν τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα διακινούνται υπό καθεστώς αναστολής εξ ολο­κλήρου στο εσωτερικό της χώρας και προορίζονται για εγκεκριμένο αποθηκευτή, το ηλεκτρονικό διοικητικό έγγραφο διαβιβάζεται από την αρμόδια αρχή του τόπου αποστολής, στην αρμόδια αρχή του τόπου προορισμού, η οποία το προωθεί στον παραλήπτη.
5. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 112 πα­ράγραφος 1 περίπτωση α' σημείο iii), οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους αποστολής διαβιβάζουν το ηλε­κτρονικό διοικητικό έγγραφο στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους όπου υποβάλλεται η διασάφηση εξαγω­γής κατ' εφαρμογή του άρθρου 161 παράγραφος 5 του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/1992 (εφεξής το «κράτος-μέλος εξαγωγής»), εάν οι διατυπώσεις εξαγωγής πραγ­ματοποιούνται σε άλλο κράτος-μέλος.
Στις περιπτώσεις που ο τόπος αποστολής των προϊό­ντων και το τελωνείο εξαγωγής βρίσκονται στο εσωτερι­κό της χώρας, το ηλεκτρονικό διοικητικό έγγραφο προω­θείται από την αρμόδια αρχή του τόπου αποστολής στο τελωνείο εξαγωγής.
6. Ο αποστολέας οφείλει να παρέχει στο πρόσωπο που συνοδεύει τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φό­ρο κατανάλωσης τυπωμένο αντίγραφο του ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου ή κάθε άλλο εμπορικό έγγραφο που μνημονεύει ευανάγνωστα το μοναδικό διοικητικό κωδικό αναφοράς. Το έγγραφο αυτό πρέπει να μπορεί να προσκομίζεται στις αρμόδιες αρχές κάθε φορά που θα το ζητήσουν καθ' όλη τη διάρκεια της διακίνησης υπό καθε­στώς αναστολής.
7. Ο αποστολέας μπορεί να ακυρώνει το ηλεκτρονικό διοικητικό έγγραφο εάν δεν έχει αρχίσει η διακίνηση σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφος 4.
8. Κατά τη διάρκεια της διακίνησης υπό καθεστώς ανα­στολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης, ο αποστολέας μπορεί, μέσω του μηχανοργανωμένου συστήματος, να τροποποιεί τον προορισμό και να παρουσιάζει νέο προο­ρισμό, ο οποίος πρέπει να είναι ένας από τους προορι­σμούς που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 περίπτωση α' σημεία i), ii) ή iii) ή, ενδεχομένως, στο άρ­θρο 112 παράγραφος 2.
9. Στην περίπτωση διακίνησης, διά θαλάσσης ή μέσω εσωτερικών πλωτών οδών, ενεργειακών προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής τα οποία προορίζονται για παρα­λήπτη ο οποίος δεν είναι οριστικά γνωστός κατά τη χρο­νική στιγμή υποβολής από τον αποστολέα του σχεδίου ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρ­χή μπορεί να επιτρέπει στον αποστολέα να παραλείπει από το έγγραφο αυτό τα στοιχεία που αφορούν τον πα­ραλήπτη.
Μόλις γίνουν γνωστά τα στοιχεία που αφορούν τον παραλήπτη, το αργότερο δε όταν περατωθεί η διακίνη­ση, ο αποστολέας, κάνοντας χρήση της διαδικασίας της παραγράφου 8, τα διαβιβάζει αμέσως στην αρμόδια αρ­χή του τόπου αποστολής.
10. Κατά την παραλαβή των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων σε οποιονδήποτε από τους προορισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 112 πα­ράγραφος 1 περίπτωση α' σημεία i), ii) ή iv) ή στο άρθρο 112 παράγραφος 2, ο παραλήπτης, χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την περάτωση της διακίνησης, εκτός των περιπτώσεων που κρίνονται δεόντως δικαιολογημένες από τις αρμό­διες αρχές, υποβάλλει αναφορά για την παραλαβή τους (εφεξής η «αναφορά παραλαβής»), μέσω του μηχανοργανωμένου συστήματος.
Η αρμόδια αρχή του τόπου προορισμού επαληθεύει η­λεκτρονικά τα στοιχεία που αναφέρονται στην αναφορά παραλαβής.
Εάν τα στοιχεία αυτά δεν είναι έγκυρα, ενημερώνεται πάραυτα ο παραλήπτης.
Εάν τα στοιχεία αυτά είναι έγκυρα, η αρμόδια αρχή ε­πιβεβαιώνει στον παραλήπτη την καταχώρηση της ανα­φοράς παραλαβής και τη διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους αποστολής, οι οποίες στη συνέχεια τη διαβιβάζουν στον αποστολέα.
Όταν τα προϊόντα διακινούνται εξ ολοκλήρου στο ε­σωτερικό της χώρας, η αναφορά παραλαβής διαβιβάζε­ται από την αρμόδια αρχή του τόπου προορισμού στην αρμόδια αρχή του τόπου αποστολής, η οποία την προω­θεί στον αποστολέα.
11. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 περίπτωση α' σημείο iii), και, ενδεχομέ­νως στο άρθρο 112 παράγραφος 1 περίπτωση β' το αρ­μόδιο τελωνείο εξαγωγής συντάσσει αναφορά εξαγω­γής, με βάση τη θεώρηση του τελωνείου εξόδου, που α­ναφέρεται στο άρθρο 793 παράγραφος 2 του Κανονι­σμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/1993 της Επιτροπής, της 2ας Ιου­λίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων ε­φαρμογής του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/1992 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, ή του τελωνείου όπου πραγματοποιούνται οι διατυπώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 54 παράγρα­φος 3 δεύτερο εδάφιο, το οποίο βεβαιώνει ότι τα υποκεί­μενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα εξήλθαν α­πό το έδαφος της Κοινότητας.
Το αρμόδιο τελωνείο εξαγωγής επαληθεύει ηλεκτρο­νικά τα στοιχεία που προκύπτουν από τη θεώρηση που α­ναφέρεται στο ανωτέρω εδάφιο. Μόλις επαληθευτούν τα στοιχεία αυτά και εφόσον το κράτος-μέλος αποστο­λής είναι διαφορετικό από το κράτος-μέλος εξαγωγής, το αρμόδιο τελωνείο εξαγωγής διαβιβάζει την αναφορά εξαγωγής στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους α­ποστολής, οι οποίες στη συνέχεια τη διαβιβάζουν στον αποστολέα.
Στις περιπτώσεις που ο τόπος αποστολής των προϊό­ντων και το τελωνείο εξαγωγής βρίσκονται στο εσωτερι­κό της χώρας, η αναφορά εξαγωγής προωθείται στην αρμόδια αρχή του τόπου αποστολής, η οποία τη διαβιβά­ζει στον αποστολέα.
12. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορί­ζονται οι διαδικασίες για την υποβολή της αναφοράς πα­ραλαβής των προϊόντων από τους παραλήπτες που ανα­φέρονται στο άρθρο 68 παράγραφος 1, από τους περι­στασιακά εγγεγραμμένους παραλήπτες που αναφέρο­νται στο άρθρο 113 παράγραφος 4, καθώς και οι λεπτο­μέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.»

24. Το άρθρο 115 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 115
Διαδικασίες σε περίπτωση που το μηχανοργανωμένο σύστημα είναι εκτός λειτουργίας
1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 114 παράγραφος 1, σε περίπτωση που το μηχανοργανωμένο σύστημα είναι εκτός λειτουργίας στο κράτος-μέλος αποστολής, ο απο­στολέας μπορεί να αρχίζει τη διακίνηση των υποκείμε­νων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής, υπό την προϋπόθεση:
α) ότι τα προϊόντα συνοδεύονται από έντυπο έγγρα­φο, το οποίο περιέχει τα ίδια στοιχεία με το σχέδιο ηλε­κτρονικού διοικητικού εγγράφου που αναφέρεται στο άρθρο 114 παράγραφος 2,
β) ότι ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους αποστολής πριν από την έναρξη της διακίνησης.
Σε περίπτωση που ο τόπος αποστολής των προϊόντων βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας, ο αποστολέας πριν από την έναρξη της διακίνησης οφείλει να υποβάλλει στην αρμόδια αρχή του τόπου αποστολής ένα αντίγραφο του εγγράφου που αναφέρεται στην περίπτωση α', για την ενδεχόμενη επαλήθευση των στοιχείων που περιέ­χονται σε αυτό και, εφόσον για τη διακοπή λειτουργίας του μηχανοργανωμένου συστήματος ευθύνεται ο ίδιος, οφείλει να ενημερώνει σχετικά με τους λόγους της δια­κοπής λειτουργίας.
2. Όταν το μηχανοργανωμένο σύστημα αποκαταστα­θεί, ο αποστολέας υποβάλλει για τη συγκεκριμένη διακί­νηση σχέδιο ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 114 παράγραφος 2.
Μόλις επικυρωθούν τα στοιχεία που αναφέρονται στο σχέδιο ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου, κατά τα ορι­ζόμενα στο άρθρο 114 παράγραφος 3, το έγγραφο αυτό αντικαθιστά το έντυπο έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περίπτωση α' του παρόντος άρθρου. Το άρθρο 114 παράγραφοι 4, 5, 10 και 11 εφαρμόζονται κατ' αναλογία.
3. Μέχρις ότου επικυρωθούν τα στοιχεία που αναφέ­ρονται στο σχέδιο ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου, η διακίνηση θεωρείται ότι πραγματοποιείται υπό καθε­στώς αναστολής υπό την κάλυψη του εντύπου εγγρά­φου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περίπτωση α'.
Ο αποστολέας οφείλει να φυλάσσει αντίγραφο του εν λόγω εντύπου εγγράφου, προς επίρρωση των λογιστι­κών του βιβλίων.
4. Εάν το μηχανοργανωμένο σύστημα είναι εκτός λει­τουργίας στο κράτος-μέλος αποστολής, ο αποστολέας κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 114 παράγραφος 8, χρησιμοποιώντας άλλα μέσα επικοι­νωνίας. Για το σκοπό αυτό, ενημερώνει την αρμόδια αρ­χή του τόπου αποστολής πριν από την έναρξη της αλλα­γής προορισμού. Οι παράγραφοι 2 και 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ' αναλογία.
5. Όταν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 περίπτωση α' σημεία i), ii) και iv), στο άρθρο 112 παράγραφος 1 περίπτωση β' και στο άρθρο 112 παράγραφος 2, η αναφορά παραλαβής που προβλέ­πεται στο άρθρο 114 παράγραφος 10 πρώτο εδάφιο, δεν μπορεί να υποβληθεί κατά την περάτωση μιας διακίνη­σης προϊόντων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλω­σης εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο εν λό­γω άρθρο, είτε διότι το μηχανοργανωμένο σύστημα είναι εκτός λειτουργίας στο κράτος-μέλος προορισμού είτε διότι, σύμφωνα με την περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί οι διαδικασίες που αναφέρονται στην παρά­γραφο 2 του παρόντος άρθρου, ο παραλήπτης υποβάλ­λει στην αρμόδια αρχή του τόπου προορισμού, εξαιρουμένων δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων, έντυπο έγγραφο, το οποίο περιλαμβάνει τα ίδια στοιχεία με ε­κείνα της αναφοράς παραλαβής και επιβεβαιώνει την πε­ράτωση της διακίνησης.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προορισμού α­ποστέλλουν αντίγραφο του εντύπου εγγράφου που ανα­φέρεται στο προηγούμενο εδάφιο στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους αποστολής, οι οποίες το διαβιβά­ζουν στον αποστολέα ή το φυλάσσουν ώστε να είναι στη διάθεσή του, εκτός εάν η αναφορά παραλαβής που προ­βλέπεται στο άρθρο 114 παράγραφος 10 πρώτο εδάφιο μπορεί να υποβληθεί συντόμως από τον παραλήπτη μέ­σω του μηχανοργανωμένου συστήματος ή σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.
Η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου της παρα­γράφου αυτής εφαρμόζεται κατ'αναλογία, μεταξύ των αρμόδιων αρχών της χώρας, όταν η διακίνηση υπό καθε­στώς αναστολής πραγματοποιείται εξ ολοκλήρου στο ε­σωτερικό της.
Μόλις αποκατασταθεί η λειτουργία του μηχανοργανω­μένου συστήματος στο κράτος-μέλος προορισμού ή ο­λοκληρωθούν οι διαδικασίες που αναφέρονται στην πα­ράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, ο παραλήπτης υπο­βάλλει αναφορά παραλαβής, σύμφωνα με το άρθρο 114 παράγραφος 10 πρώτο εδάφιο. Τα εδάφια δεύτερο έως και πέμπτο της παραγράφου 10 του άρθρου 114 εφαρμό­ζονται κατ' αναλογία.
6. Όταν, στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 περίπτωση α' σημείο iii), η αναφορά εξαγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 114 παράγραφος 11 πρώτο εδάφιο, δεν είναι δυνατό να καταρτιστεί στο τέλος μιας διακίνησης προϊόντων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης είτε διότι το μηχανοργανωμένο σύ­στημα είναι εκτός λειτουργίας στο κράτος-μέλος εξαγω­γής είτε διότι, στην περίπτωση που αναφέρεται στην πα­ράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι διαδικασίες που α­ναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί, οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους εξαγωγής αποστέλλουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους αποστολής έντυπο έγγραφο που περιλαμβάνει τα ίδια στοιχεία με εκείνα της αναφο­ράς εξαγωγής και πιστοποιεί την περάτωση της διακίνησης, εκτός εάν η αναφορά εξαγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 114 παράγραφος 11 πρώτο εδάφιο, μπορεί να καταρτιστεί συντόμως μέσω του μηχανοργανωμένου συ­στήματος ή σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους αποστολής διαβιβάζουν στον αποστολέα αντίγραφο του εντύπου εγγράφου που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο ή το φυλάσσουν ώστε να είναι στη διάθεσή του.
Η διαδικασία των προηγούμενων εδαφίων της παρα­γράφου αυτής εφαρμόζεται κατ' αναλογία, μεταξύ των αρμόδιων αρχών της χώρας, όταν ο τόπος αποστολής και το τελωνείο εξαγωγής βρίσκονται στο εσωτερικό της χώρας.
Μόλις αποκατασταθεί η λειτουργία του μηχανοργανω­μένου συστήματος στο κράτος-μέλος εξαγωγής ή ολο­κληρωθούν οι διαδικασίες που αναφέρονται στην παρά­γραφο 2 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους εξαγωγής αποστέλλουν αναφορά εξα­γωγής σύμφωνα με το άρθρο 114 παράγραφος 11 πρώτο εδάφιο. Τα εδάφια δεύτερο έως και τέταρτο της παρα­γράφου 11 του άρθρου 114, εφαρμόζονται κατ' αναλο­γία.
7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δύναται να καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.»

25. Το άρθρο 116 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 116
Εναλλακτικές αποδείξεις-Αμοιβαία συνδρομή
1. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρ­θρου 115, η αναφορά παραλαβής, που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 114, ή η αναφορά εξαγωγής που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 11 του άρθρου 114, πιστοποιούν ότι μια διακίνηση προϊόντων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατα­νάλωσης έχει περατωθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 112.
2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρό­ντος άρθρου, εάν δεν υπάρχει αναφορά παραλαβής ή α­ναφορά εξαγωγής για λόγους άλλους από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 115, μπορεί να προσκομιστεί εναλλακτική απόδειξη, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 περίπτωση α' σημεία i), ii) και iv), στο άρθρο 112 παρά­γραφος 1 περίπτωση β' και στο άρθρο 112 παράγραφος 2, για την περάτωση της διακίνησης υποκείμενων σε ει­δικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής, με θεώρηση των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους προορισμού, με βάση κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία, ότι τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα που απεστάλησαν έχουν φθάσει στον αναφερόμενο προορισμό ή, στην περίπτωση που α­ναφέρεται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 περίπτωση α' σημείο iii), με θεώρηση των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους στο οποίο βρίσκεται το τελωνείο εξόδου, με την οποία πιστοποιείται ότι τα εν λόγω προϊόντα ε­ξήλθαν από το έδαφος της Κοινότητας.
Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, κατάλ­ληλο αποδεικτικό στοιχείο αποτελεί ένα έγγραφο που υ­ποβάλλεται από τον παραλήπτη και το οποίο περιέχει τα ίδια στοιχεία με την αναφορά παραλαβής ή την αναφορά εξαγωγής.
Στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους αποστολής αποδεχθούν τα κατάλληλα αποδει­κτικά στοιχεία, προβαίνουν σε κλείσιμο της διακίνησης μέσω του μηχανοργανωμένου συστήματος.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δύναται να καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των δια­τάξεων της παραγράφου αυτής.
3. Οι αρμόδιες αρχές του εσωτερικού της χώρας παρέ­χουν αμοιβαία συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των λοι­πών κρατών-μελών, ανταλλάσσουν πληροφορίες με αυ­τές και συνεργάζονται με την Επιτροπή, ώστε να δια­σφαλίζεται η ορθή εφαρμογή των ρυθμίσεων που διέπουν τη διακίνηση των προϊόντων που υπόκεινται σε ει­δικούς φόρους κατανάλωσης, καθώς και η είσπραξη των εν λόγω φόρων, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 2073/2004 του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2004 «για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης» (EEL 359/4.12.2004).»

26. Το άρθρο 118 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 118
Παρατυπίες κατά τη διακίνηση υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής
1. Όταν διαπράττεται παρατυπία κατά τη διακίνηση υ­ποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων που τελούν υπό καθεστώς αναστολής, η οποία προκαλεί τη θέση τους σε ανάλωση σύμφωνα με το άρθρο 56 πα­ράγραφος 2 περίπτωση α', η θέση σε ανάλωση πραγμα­τοποιείται στο κράτος-μέλος όπου διαπράχθηκε η παρα­τυπία και ο φόρος καθίσταται απαιτητός στο κράτος-μέλος αυτό.
Όταν η παρατυπία αυτή διαπράττεται στο εσωτερικό της χώρας ο ειδικός φόρος κατανάλωσης βεβαιώνεται και εισπράττεται από την αρμόδια αρχή και βαρύνει τα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 56 παράγραφος 6 πε­ρίπτωση α' σημείο ii) του παρόντος Κώδικα, με την επι­φύλαξη των διατάξεων του άρθρου 119Α.
2. Όταν διαπιστώνεται παρατυπία στο εσωτερικό της χώρας κατά τη διακίνηση υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων που τελούν υπό καθεστώς α­ναστολής ειδικού φόρου κατανάλωσης, η οποία προκα­λεί τη θέση τους σε ανάλωση σύμφωνα με το άρθρο 56 παράγραφος 2 περίπτωση α', και δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο τόπος όπου διαπράχθηκε η παρατυπία, η εν λόγω παρατυπία θεωρείται ότι διαπράχθηκε στο εσω­τερικό της χώρας κατά το χρόνο που έγινε η διαπίστωση αυτή.
3. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγρα­φο 1 δεύτερο εδάφιο και στην παράγραφο 2, όταν τα προϊόντα προέρχονται από άλλο κράτος-μέλος, οι αρμό­διες αρχές της χώρας μας, ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους αποστολής.
4. Όταν τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα που αποστέλλονται από το εσωτερικό της χώ­ρας σε άλλα κράτη-μέλη υπό καθεστώς αναστολής δεν έχουν φθάσει στον προορισμό τους και, κατά τη διάρκεια της διακίνησης δεν έχει διαπιστωθεί καμία παρατυπία που να προκαλεί τη θέση τους σε ανάλωση σύμφωνα με το άρθρο 56 παράγραφος 2 περίπτωση α', θεωρείται ότι διαπράχθηκε παρατυπία στο εσωτερικό της χώρας κατά τη στιγμή κατά την οποία άρχισε η διακίνηση, εκτός εάν, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη της διακίνη­σης σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφος 4, προσκο­μισθούν στην αρμόδια αρχή της χώρας μας ικανοποιητι­κά αποδεικτικά στοιχεία για την περάτωση της διακίνη­σης, σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφος 5, ή για τον τόπο όπου διαπράχθηκε η παρατυπία.
Εάν το πρόσωπο που παρέχει την προβλεπόμενη στο άρθρο 112 εγγύηση δεν γνώριζε ή δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι τα προϊόντα δεν αφίχθησαν στον προορι­σμό τους, του χορηγείται προθεσμία ενός (1) μηνός από την ημέρα της ανακοίνωσης της πληροφορίας αυτής από την αρμόδια αρχή, προκειμένου να είναι σε θέση να απο­δείξει ότι η διακίνηση έχει περατωθεί σύμφωνα με το άρ­θρο 112 παράγραφος 5, ή να υποδείξει τον τόπο όπου διαπράχθηκε η παρατυπία.
5. Ωστόσο, στις περιπτώσεις των παραγράφων 2 και 4, εάν, πριν από τη λήξη τριετίας από την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η διακίνηση σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφος 4, εξακριβωθεί το κράτος-μέλος στο οποίο διαπράχθηκε πράγματι η παρατυπία, εφαρμόζονται οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1.
Στις περιπτώσεις αυτές, οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους στο οποίο διαπράχθηκε η παρατυπία ενημε­ρώνουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους στο ο­ποίο επιβλήθηκε ο ειδικός φόρος κατανάλωσης , οι οποί­ες τον επιστρέφουν ή τον διαγράφουν μόλις αποδειχθεί η επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο άλλο κράτος-μέλος.
6. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «παρα­τυπία» νοείται η κατάσταση που δημιουργείται κατά τη διακίνηση υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής, πλην των περι­πτώσεων του άρθρου 65, λόγω της οποίας η διακίνηση ή μέρος της διακίνησης των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων δεν περατώθηκε σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφος 5.»

27. Το άρθρο 119 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 119
Παρατυπίες κατά τη διακίνηση υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων τα οποία έχουν τεθεί σε ανάλωση
1. Σε περίπτωση που διαπραχθεί παρατυπία κατά τη διάρκεια διακίνησης προϊόντων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγρα­φος 1 ή το άρθρο 60 παράγραφος 1, σε κράτος-μέλος άλλο από το κράτος-μέλος στο οποίο τέθηκαν σε ανάλω­ση, τα προϊόντα υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλω­σης, ο οποίος καθίσταται απαιτητός στο κράτος - μέλος όπου διαπράχθηκε η παρατυπία.
Σε περίπτωση που η παρατυπία διαπραχθεί στο εσωτε­ρικό της χώρας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης κα­θίσταται απαιτητός στο εσωτερικό της χώρας.
2. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί παρατυπία στο εσω­τερικό της χώρας κατά τη διάρκεια της διακίνησης υπο­κείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων τα ο­ποία έχουν τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος-μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 1 ή το άρθρο 60 παράγραφος 1, και δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο τόπος στον οποίο διαπράχθηκε η παρατυπία, αυτή θεω­ρείται ότι διαπράχθηκε και ο ειδικός φόρος κατανάλω­σης καθίσταται απαιτητός στο εσωτερικό της χώρας.
Ωστόσο, εάν το κράτος-μέλος όπου πράγματι διαπρά­χθηκε η παρατυπία εξακριβωθεί πριν από τη λήξη τριε­τούς περιόδου από την ημερομηνία απόκτησης των υπο­κείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, ε­φαρμόζονται οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1.
3. Τον ειδικό φόρο κατανάλωσης υποχρεούται να καταβάλει το πρόσωπο που εγγυήθηκε την καταβολή του, σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 7 περίπτωση α' ή το άρθρο 60 παράγραφος 4 περίπτωση α', καθώς και ο­ποιοδήποτε πρόσωπο συμμετείχε στην παρατυπία, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 119Α.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους στο οποίο τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα τέ­θηκαν σε ανάλωση, κατόπιν σχετικού αιτήματος, επι­στρέφουν ή διαγράφουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ο οποίος επιβλήθηκε στο κράτος-μέλος όπου διαπράχθηκε ή διαπιστώθηκε η παρατυπία. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προορισμού αποδεσμεύουν την εγγύη­ση που έχει κατατεθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 57 πα­ράγραφος 7 περίπτωση α', ή του άρθρου 60 παράγρα­φος 4 περίπτωση α'.
4. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «παρα­τυπία» νοείται η κατάσταση που δημιουργείται κατά τη διάρκεια διακίνησης υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατα­νάλωσης προϊόντων, βάσει του άρθρου 57 παράγραφος 1 ή του άρθρου 60 παράγραφος 1, η οποία δεν καλύπτεται από το άρθρο 61 και λόγω της οποίας δεν περατώθη­κε με κανονικό τρόπο μια διακίνηση ή μέρος μιας διακί­νησης προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατα­νάλωσης.»

28. Μετά το άρθρο 119 προστίθεται άρθρο 119Α ως α­κολούθως:
«Άρθρο 119Α
Παραβάσεις - Κυρώσεις
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης πα­ραγράφου, η μη τήρηση των διατυπώσεων του τρίτου μέ­ρους του παρόντος Κώδικα χαρακτηρίζεται ως απλή τε­λωνειακή παράβαση κατά τα προβλεπόμενα από τα άρ­θρα 142 και επόμενα του παρόντος Κώδικα και επισύρει πρόστιμο μέχρι δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για κάθε παράβαση, δυνάμενο να αναπροσαρμόζεται με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών.
2. Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα δια­φυγής της καταβολής των οφειλόμενων φόρων και λοι­πών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώ­σεων που προβλέπονται από το τρίτο μέρος του παρό­ντος Κώδικα με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται και τι­μωρούνται διοικητικώς και ποινικώς ως λαθρεμπορία κα­τά τις διατάξεις των άρθρων 142 και επόμενα του παρό­ντος Κώδικα.
Το πολλαπλό τέλος επιβάλλεται και αν ακόμη κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας.
3. Οι εκτός των περιπτώσεων των προηγούμενων πα­ραγράφων 1 και 2 διαπραττόμενες παραβάσεις, κατά την παραγωγή, μεταποίηση, κατοχή, μεταφορά και πώληση των προϊόντων του άρθρου 53 του παρόντος Κώδικα, τι­μωρούνται με τις ειδικότερες διατάξεις που ισχύουν, κα­τά περίπτωση, για τα προϊόντα αυτά.»

1. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 έως και 4 του παρόντος άρθρου, η ισχύς των διατάξεων του προηγού­μενου άρθρου αρχίζει από την 1η Απριλίου 2010.

2. Έως και την 31η Δεκεμβρίου 2010 οι διακινήσεις προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης υπό καθεστώς αναστολής, οι οποίες ξεκινούν από το ε­σωτερικό της χώρας προς οποιοδήποτε προορισμό που προβλέπεται από το άρθρο 112 του ν. 2960/2001, όπως αυτό αντικαθίσταται με την παράγραφο 21 του άρθρου 85 του παρόντος νόμου, συνεχίζουν να πραγματοποιού­νται και να εκκαθαρίζονται βάσει των διατυπώσεων που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 112 παράγρα­φοι 3 έως και 6, του άρθρου 115 και του άρθρου 116 πα­ράγραφοι 1 έως και 3 του ν. 2960/2001, όπως αυτές ι­σχύουν μέχρι και την 31η Μαρτίου 2010.
Στις περιπτώσεις αυτές το άρθρο 112 παράγραφος 3 του ν. 2960/2001 όπως ισχύει μέχρι και την 31η Μαρτίου 2010, εφαρμόζεται σε όλους τους εγγυητές που ορίζο­νται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 112 παράγρα­φοι 6 και 7 του ιδίου νόμου, όπως αυτές ισχύουν από 1η Απριλίου 2010.

3. Για τις διακινήσεις που προβλέπονται στην παρά­γραφο 2 του παρόντος άρθρου, καθώς και για όσες ξεκι­νούν από άλλα κράτη-μέλη με προορισμό που βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας, βάσει των διατυπώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο αυτή, τα άρθρα 114 και 115 του ν. 2960/2001, όπως ισχύουν από 1η Απριλίου 2010, δεν εφαρμόζονται.

4. Όλες οι διακινήσεις των υποκείμενων σε ειδικό φό­ρο κατανάλωσης προϊόντων, οι οποίες έχουν αρχίσει πριν από την 1η Απριλίου 2010, συνεχίζονται και εκκαθα­ρίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2960/2001 ό­πως ισχύουν μέχρι και την 31η Μαρτίου 2010. Για τις διακινήσεις αυτές δεν ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 85 του παρόντος νόμου.

5. Τα προεδρικά διατάγματα και οι υπουργικές αποφά­σεις, που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση διατάξεων των άρθρων του ν. 2960/2001 που αντικαθίστανται με τον παρόντα νόμο, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι αντικατάστασής τους αναλόγως προσαρμοζόμενων, εφόσον οι σχετικές εξουσιοδοτικές διατάξεις συμπεριλαμβάνο­νται και στις διατάξεις των άρθρων του ν.2960/2001, ό­πως αυτά αντικαθίστανται και ισχύουν από 1η Απριλίου 2010.
Οι διοικητικές και κανονιστικές πράξεις που έχουν εκ­δοθεί κατ' εξουσιοδότηση διατάξεων άρθρων του ν. 2960/ 2001 που αντικαθίστανται με τον παρόντα νόμο, αναλόγως προσαρμοζόμενων, εξακολουθούν να ισχύ­ουν και για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων του ν. 2960/2001 όπως αυτά αντικαθίστανται και ισχύουν από 1η Απριλίου 2010, εφόσον δεν έρχονται σε αντίθε­ση με τον παρόντα νόμο.

1. Το άρθρο 17 του νόμου 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α'), τρο­ποποιείται ως ακολούθως:
α) Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 17 προ­στίθενται τα παρακάτω εδάφια:
«Προκειμένου για επιβατικά οχήματα της Δασμολογι­κής Κλάσης 87.03 προερχόμενα από διασκευή, για τη διαμόρφωση της αξίας για την επιλογή του ποσοστού και επιβολή του φόρου πολυτελείας, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2, λαμβάνονται υπόψη:
α) η εργοστασιακή αξία του προς διασκευή οχήματος ή βάσης και
β) η αξία του κόστους διασκευής στην οποία δεν θα συμπεριλαμβάνεται το ποσό του Φ.Π.Α..»
β) Η παράγραφος 3 του άρθρου 17 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Από το φόρο πολυτελείας εξαιρούνται:
α) Τα επιβατικά αυτοκίνητα που προορίζονται να κυ­κλοφορήσουν ως δημόσιας χρήσης, τα αυτοκινούμενα τροχόσπιτα, τα ασθενοφόρα, οι νεκροφόρες, τα οχήμα­τα μεταφοράς κρατουμένων (κλούβες), καθώς και τα αυ­τοκίνητα οχήματα με μικτό βάρος μέχρι 3,5 τόνους της Δασμολογικής Κλάσης 87.03 της πρώτης και δεύτερης υποπερίπτωσης της περίπτωσης ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 123 του ν. 2960/2001.
β) Τα επιβατικά αυτοκίνητα που παραλαμβάνονται από παραπληγικούς αναπήρους και αναπήρους με αμφοτερόπλευρο ακρωτηριασμό κάτω άκρων, στις περιπτώσεις ό­που από τις κείμενες διατάξεις προβλέπεται πλήρης α­παλλαγή από το τέλος ταξινόμησης για επιβατικά αυτο­κίνητα κυλινδρισμού κινητήρα άνω των 1.650 κυβικών ε­κατοστών.
Για τα αυτοκίνητα του προηγούμενου εδαφίου που παραλαμβάνονται με απαλλαγή από το φόρο πολυτελεί­ας και αποδεσμεύονται από το καθεστώς απαλλαγής του τέλους ταξινόμησης πριν από την παρέλευση του κατά περίπτωση ισχύοντος ως προς το τέλος ταξινόμη­σης περιοριστικού διαστήματος, εισπράττεται ο φόρος πολυτελείας που αναλογεί. Ο φόρος πολυτελείας επι­βάλλεται επί της φορολογητέας αξίας του άρθρου 126 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α')
γ) Τα είδη των περιπτώσεων η), θ), ι) και ια) του πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, των οποίων η φο­ρολογητέα αξία επιβολής του φόρου πολυτελείας είναι μικρότερη των χιλίων (1.000) ευρώ ανά τεμάχιο και τα ε­παγγελματικά σκάφη αναψυχής.»
γ) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 17 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Ο φόρος πολυτελείας των επιβατικών αυτοκινήτων και των μεταφορικών μέσων των περιπτώσεων ιβ) και ιγ) του πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου 17, ανεξάρτη­τα από τη χώρα προέλευσης, βεβαιώνεται και εισπράττε­ται από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές παράλληλα με τη βεβαίωση και είσπραξη των οφειλόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων και ως προς τις κυρώσεις εφαρμογή έχουν οι διατάξεις των άρθρων 142 και επόμενα του ν. 2960/2001.»

2. Στο τέλος του εδαφίου της περίπτωσης στ) του πί­νακα της παραγράφου 4 του άρθρου 17 και πριν τις δα­σμολογικές κλάσεις προστίθενται οι λέξεις «Διαμάντια έστω και κατεργασμένα».

3. Στο τέλος της περίπτωσης α' του πίνακα της παρα­γράφου 4 του άρθρου 17 προστίθενται οι παρακάτω δια­κρίσεις: «4103.20, ΕΧ 4103.90, ΕΧ 4106.91, ΕΧ 4106.92».

4. Μετά την περίπτωση ιγ) του πίνακα της παραγρά­φου 4 του άρθρου 17 προστίθενται οι παρακάτω περι­πτώσεις:

 

«ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΟΡΟΥ                                        

ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ

ιδ) Ρολόγια από πολύτιμα μέταλλα

ή από μέταλλα επιστρωμένα με πο­λύτιμα μέταλλα Δ.Κ. 9101

10%

ιε) Κάσες (κελύφη) για ρολόγια από

πολύτιμα μέταλλα ή από μέταλλα

επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα

της δασμολογικής διάκρισης 9111.10

10%

ιστ) Βραχιόλια (μπρασελέ) ρολογιών

από πολύτιμα μέταλλα ή από μέταλλα

επιστρωμένα από πολύτιμα μέταλλα

της δασμολογικής διάκρισης 9113.10

10%

ιζ) Τα είδη των παραπάνω περιπτώσεων η', θ' και ι' α­πό άργυρο των δασμολογικών κλάσεων ΕΧ 7113, ΕΧ 7114 και ΕΧ 7115 εξαιρούνται του φόρου πολυτελείας.»

5. α) Όλα τα προβλεπόμενα βιβλία, τίτλοι είσπραξης και επιστροφής και λοιπά στοιχεία που τηρούνται για την ταμιακή υπηρεσία των Τελωνείων, όπως αυτά προβλέπο­νται σε ισχύουσες διατάξεις αναφορικά με τη διεξαγωγή των συναλλαγών στα Τελωνεία, δύνανται να τηρούνται και να εκδίδονται ηλεκτρονικά από τα Τελωνεία που λει­τουργούν μηχανογραφικά.
Όσα από τα παραπάνω είναι απαραίτητα για τη διε­νέργεια οποιουδήποτε ελέγχου εκτυπώνονται υποχρεω­τικά.
Η είσπραξη των οφειλόμενων, από κάθε αιτία, ποσών δασμοφορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων δύναται να πραγματοποιείται και ηλεκτρονικά με χρήση οποιου­δήποτε καθιερωμένου στις συναλλαγές τρόπου πληρω­μής.
Η επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραχθέντων πο­σών στους δικαιούχους είναι δυνατό να πραγματοποιεί­ται και ηλεκτρονικά με εντολή μεταφοράς με διαβίβαση ηλεκτρονικού αρχείου επιστροφών στην Τράπεζα της Ελλάδος με μείωση των κωδικών του προϋπολογισμού είσπραξης και διεκπεραίωση της συναλλαγής μέσω τρά­πεζας που συμμετέχει στο Γραφείο Συμψηφισμού της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το αρχείο αυτό θα φέρει ηλεκτρονική υπογραφή από την Υπηρεσία που θα ορισθεί.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζο­νται οι διαδικασίες, οι λεπτομέρειες και ό,τι άλλο απαι­τείται για την εφαρμογή του ηλεκτρονικού συστήματος εισπράξεων και πληρωμών.
β) Η συγκέντρωση των ηλεκτρονικών εισπράξεων, ο έ­λεγχος των ηλεκτρονικά ανταλλασσόμενων αρχείων με την Τράπεζα της Ελλάδος και η απόδοση των βεβαιωθέ­ντων και εισπραχθέντων ποσών των Τελωνείων στον Προϋπολογισμό, μετά την αφαίρεση των επιστροφών, πραγματοποιείται από Υπηρεσία η οποία προσδιορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Με την ίδια α­πόφαση καθορίζονται οι αρμοδιότητες, καθώς και ο τρό­πος λειτουργίας της.

6. Μετά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρ­θρου 17 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α') προστίθενται τρία νέα εδάφια που έχουν ως εξής:
«Ο φόρος πολυτελείας της παραπάνω παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου για τα εγχωρίως παραγόμενα ειδι­κά για τα πωλούμενα λιανικώς για τα οποία προηγούμε­να δεν έχει επιβληθεί φόρος πολυτελείας λόγω παραγω­γής τους από την ίδια επιχείρηση, επιβάλλεται επί της τι­μής λιανικής πώλησης προ Φ.Π.Α., μειωμένης κατά 30%. Ο φόρος αυτός δεν επιβάλλεται εάν τα αγαθά αυτά εξά­γονται ή αποτελούν αντικείμενο ενδοκοινοτικής παρά­δοσης. Χρόνος γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης κατά την ενδοκοινοτική απόκτηση είναι ο χρόνος παραλαβής των ειδών από τον αποκτώντα, για δε τα εγχωρίως παραγόμενα, κατά την πώληση αυτών από τον πα­ραγωγό. Τα θέματα που αφορούν τη βεβαίωση, τον έ­λεγχο, την παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου και την έκδοση καταλογιστικών πράξεων διέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά στη φορολογία εισοδήματος. Οι διατάξεις του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α') εφαρμόζονται αναλόγως και στη φορολογία αυτή.»

1. Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.), που συνε­στήθη με το άρθρο 30 του ν. 3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α') με­τονομάζεται σε Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.).

2. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του π.δ. 85/2005 (ΦΕΚ 122 Α') προστίθεται περίπτωση δ' ως ακολούθως:
«δ) Τμήμα Δ' Ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων και κεφαλαίων που προέρχονται από εγκληματικές δραστη­ριότητες.»

3. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 9 του π.δ. 85/2005 (ΦΕΚ 122 Α') προστίθεται περίπτωση δ' ως ακολούθως:
«δ) Τμήμα Δ' Ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων και κεφαλαίων που προέρχονται από εγκληματικές δραστη­ριότητες.
Οι αρμοδιότητες του Τμήματος είναι αυτές της περί­πτωσης α' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του π.δ. 85/2005 (Τμήμα Α' Κοινοτικών και Εθνικών Επιδοτή­σεων και Επιχορηγήσεων), ως προς τα θέματα νομιμο­ποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, πα­ράνομης προέλευσης ιδιωτικών κεφαλαίων, παράνομων χρηματιστηριακών και τραπεζικών εργασιών και παράνο­μων χρηματοπιστωτικών συμβάσεων, συναλλαγών και δραστηριοτήτων γενικά, αρμοδιότητες που ασκούνταν ως σήμερα από το Τμήμα Β' Ειδικών Οικονομικών Υπο­θέσεων της ίδιας Διεύθυνσης.
Συνεργάζεται με τις αντίστοιχες Υπηρεσίες των κρα­τών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την ανίχνευση και τον εντοπισμό στη χώρα μας, προϊόντων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, που προέρχονται από διασυνο­ριακές εγκληματικές δραστηριότητες και ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικής συνδρομής για δέ­σμευση ή για κατάσχεση ή για δήμευση σε ποινικές υπο­θέσεις και σε υλοποίηση της απόφασης 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Δε­κεμβρίου 2007, καθώς και των αποφάσεών του:
α) 2001/500/JHA για το ξέπλυμα χρήματος, τον εντοπισμό, τον προσδιορισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και δή­μευση περιουσιακών στοιχείων,
β) 2003/577/JHA για την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης,
γ) 2005/212/JHA για τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων,
δ) 2006/ 783/JHA για την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δήμευσης και
ε) 2006/960/JHA για την απλοποίηση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των Διωκτικών Αρχών των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνεργάζεται σε εθνικό επίπεδο με όλες τις αρμόδιες αρχές της χώρας για την άμεση ανταπόκριση και συν­δρομή στα αιτήματα των αντίστοιχων Υπηρεσιών των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική και κοινοτική νομοθεσία και των τρίτων χωρών που καλύπτονται με συμβάσεις αμοιβαίας δι­οικητικής συνδρομής που έχει υπογράψει η χώρα μας.
Ορίζεται ως το Εθνικό Γραφείο ανάκτησης κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων από εγκληματικές δραστη­ριότητες και ως το σημείο επαφής με τις αντίστοιχες Υ­πηρεσίες ανάκτησης κεφαλαίων και περιουσιακών στοι­χείων των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει ως στόχο αφ' ενός τη διευκόλυνση της αμοιβαίας διοικητικής συνεργασίας και συνδρομής, με την ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών και στοιχείων μέσω του δικτύ­ου CARIN (CAMDEN ASSETS RECOVERY INTERAGENCY NETWORK) και αφ' ετέρου την ενίσχυση της αμοιβαίας γνώσης των μεθόδων και των τεχνικών στον τομέα της διασυνοριακής ανίχνευσης, δέσμευσης, κατά­σχεσης και δήμευσης των προϊόντων και άλλων περιου­σιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος.
Διενεργεί εσωτερικές έρευνες και όπου απαιτείται διαβιβάζει τα αιτήματα στις Περιφερειακές Διευθύνσεις του Σ.Δ.Ο.Ε., προκειμένου να διενεργήσουν σχετικές έ­ρευνες και ελέγχους.
Οι διωκτικές και δικαστικές αρχές της χώρας, υποχρε­ούνται να ενημερώνουν έγκαιρα το Τμήμα Δ' για όλες τις δεσμεύσεις, κατασχέσεις και δημεύσεις περιουσια­κών στοιχείων και κεφαλαίων αφ' ενός για την τήρηση στοιχείων στον τομέα αυτό και αφ' ετέρου για να αντα­ποκρίνεται στα αιτήματα της EUROPOL και των κρατών -μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως εθνικό σημείο επα­φής για τη χώρα μας.
Η ανάκτηση των κεφαλαίων των πάσης φύσεως περι­ουσιακών στοιχείων και προσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες γίνεται κατόπιν δικαστικής συνδρομής με την προβλεπόμενη διαδικασία μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία δεν υποκαθίσταται με τις διατάξεις αυτές.
Στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του υποστηρίζεται α­πό το επιστημονικό και διοικητικό προσωπικό του Σώμα­τος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος και από προσωπικό που αποσπάται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφά­νειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνει­ας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων.»

4. Το άρθρο 11 του π.δ. 85/2005 (ΦΕΚ 122 Α') αντικα­θίσταται ως εξής:
«Άρθρο 11
Διάρθρωση και αρμοδιότητες των Επιχειρησιακών Διευθύνσεων Ειδικών Υποθέσεων Αθηνών και Θεσσαλονίκης
Ι. Η Επιχειρησιακή Διεύθυνση Ειδικών Υποθέσεων Α­θηνών διαρθρώνεται στις παρακάτω Υποδιευθύνσεις και Τμήματα:
α) Α' Υποδιεύθυνση Ελέγχων, η οποία συγκροτείται α­πό τρία (3) Τμήματα Ελέγχων.
β) Β' Υποδιεύθυνση Ελέγχων, η οποία συγκροτείται α­πό τρία (3) Τμήματα Ελέγχων.
γ) Τμήμα Δικαστικού.
δ) Τμήμα Διοικητικής Μέριμνας.
Οι αρμοδιότητες της Επιχειρησιακής Διεύθυνσης Ειδι­κών Υποθέσεων Αθηνών κατανέμονται μεταξύ των Τμη­μάτων, ως εξής:
Α. Α' Υποδιεύθυνση Ελέγχων
α) Τμήμα Α' - Υποθέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στις περι­πτώσεις α'-ια' της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ίδι­ου προεδρικού διατάγματος.
Επιλαμβάνεται θεμάτων που αφορούν στην πρόληψη και καταστολή απατών, παρατυπιών και λοιπών παράνο­μων οικονομικών δραστηριοτήτων σε βάρος των δημο­σιονομικών συμφερόντων της Ε.Ε..
Συλλέγει, αναλύει και αξιολογεί στοιχεία και πληρο­φορίες από βάσεις δεδομένων, στατιστικές αναλύσεις και λοιπές πηγές πληροφοριών και στοιχείων και προβαί­νει σε επιτόπιους ελέγχους και έρευνες προς εντοπισμό, αποκάλυψη, τεκμηρίωση και καταπολέμηση των οικονομικών παραβάσεων και εγκλημάτων σε βάρος των δημοσιονομικών συμφερόντων της Ε.Ε..
Διενεργεί ελέγχους και εξακριβώσεις από κοινού με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (O.L.A.F.), σύμφωνα με τον Κανονισμό 2185/1996 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Νοεμβρί­ου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η επιτροπή με σκοπό την προ­στασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες.
Συνεργάζεται με αντίστοιχες συναρμόδιες Υπηρεσίες της χώρας, της Ε.Ε. αλλά και τρίτων χωρών για την απο­τελεσματικότερη δράση στα αντικείμενα αρμοδιότητας του Τμήματος.
Διαβιβάζει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που δεν α­ξιοποιούνται επιχειρησιακά στο αρμόδιο Τμήμα της Διεύ­θυνσης Ειδικών Υποθέσεων για περαιτέρω επεξεργασία και αξιολόγηση.
β) Τμήμα Β'- Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Πα­ράνομων Εσόδων και Ελέγχου Περιουσιακής Κατάστα­σης Φυσικών Προσώπων
Ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στις περι­πτώσεις α'-ια' της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ίδι­ου προεδρικού διατάγματος.
Συλλέγει, αναλύει και αξιολογεί στοιχεία και πληρο­φορίες από βάσεις δεδομένων, στατιστικές αναλύσεις και λοιπές πηγές πληροφοριών και στοιχείων και προβαί­νει σε επιτόπιους ελέγχους και έρευνες προς εντοπισμό, αποκάλυψη, τεκμηρίωση και καταπολέμηση των οικονομικών εγκλημάτων και λοιπών παραβάσεων αρμοδιότη­τας του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος.
Συνεργάζεται με αντίστοιχες συναρμόδιες Υπηρεσίες της χώρας, της Ε.Ε. αλλά και τρίτων χωρών, καθώς και με την αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, σύμφωνα με τα οριζόμενα από το άρθρο 40 του ίδιου νό­μου, για την αποτελεσματικότερη δράση στα αντικείμε­να αρμοδιότητας του Τμήματος.
Διαβιβάζει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που δεν α­ξιοποιούνται επιχειρησιακά στο αρμόδιο Τμήμα της Διεύ­θυνσης Ειδικών Υποθέσεων για περαιτέρω επεξεργασία και αξιολόγηση.
Διενεργεί ελέγχους περιουσιακής κατάστασης και δα­πανών των φυσικών προσώπων.
γ) Τμήμα Γ'- Προστασίας Διανοητικής Ιδιοκτησίας
Ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στις περι­πτώσεις α'-ια' της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ίδι­ου προεδρικού διατάγματος.
Ασκεί τις αρμοδιότητες ποινικής και διοικητικής διαδι­κασίας που απορρέουν από τις σχετικές διατάξεις, όπως αυτές ισχύουν, των νόμων 2121/1993 «περί πνευματικής ιδιοκτησίας» και 2239/1994 «περί εμπορικών σημάτων».
Συλλέγει, αναλύει και αξιολογεί στοιχεία και πληρο­φορίες από βάσεις δεδομένων, στατιστικές αναλύσεις και λοιπές πηγές πληροφοριών και στοιχείων και προβαί­νει σε επιτόπιους ελέγχους και έρευνες προς εντοπισμό, αποκάλυψη, τεκμηρίωση και καταπολέμηση των οικονομικών εγκλημάτων και λοιπών παραβάσεων, που απορρέ­ουν από την ως άνω ισχύουσα νομοθεσία.
Τηρεί αρχείο στατιστικών δεδομένων επί των παραβά­σεων των ανωτέρω περιπτώσεων και ενημερώνει τις αρ­μόδιες υπηρεσίες.
Συνεργάζεται και ενημερώνει τις Φορολογικές, Τελω­νειακές και λοιπές αρμόδιες αρχές και φορείς, όταν από τις παραβάσεις των ανωτέρω νόμων, ανακύπτουν θέμα­τα που εντάσσονται στις δικές του αρμοδιότητες.
Β. Β' Υποδιεύθυνση Ελέγχων
α) Τμήμα Α'- Ελέγχου Εθνικών Επιδοτήσεων και Επι­χορηγήσεων
Ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στις περι­πτώσεις α'-ια' της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ίδι­ου προεδρικού διατάγματος.
Επιλαμβάνεται επί θεμάτων πρόληψης και καταστολής παραβάσεων σε βάρος των εθνικών δημοσιονομικών συμφερόντων, επί θεμάτων προμηθειών του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. του ευρύτερου Δημόσιου τομέα και των Ν.Π.Ι.Δ. που επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, επί θεμάτων νόμιμης διάθεσης και χρησιμοποί­ησης των κρατικών χρηματοδοτήσεων και δανείων και ε­πί παραβάσεων της νομοθεσίας περί παροχής επενδυτι­κών κινήτρων, καθώς και επί παραβάσεων επί σχετικών συμβάσεων των κρατικών επιχορηγήσεων, επιδοτήσεων ή δανείων για επενδύσεις.
Συλλέγει, αναλύει και αξιολογεί στοιχεία και πληρο­φορίες από βάσεις δεδομένων, στατιστικές αναλύσεις και λοιπές πηγές πληροφοριών και στοιχείων και προβαί­νει σε επιτόπιους ελέγχους και έρευνες προς εντοπισμό, αποκάλυψη, τεκμηρίωση και καταπολέμηση των οικονομικών παραβάσεων και εγκλημάτων σε βάρος των εθνι­κών δημοσιονομικών συμφερόντων.
Συνεργάζεται με αντίστοιχες συναρμόδιες υπηρεσίες της χώρας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και τρίτων χωρών για την αποτελεσματικότερη δράση σε θέματα αρμοδιότητάς του.
Διαβιβάζει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που δεν α­ξιοποιούνται επιχειρησιακά στο αρμόδιο Τμήμα της Διεύ­θυνσης Ειδικών Υποθέσεων για περαιτέρω επεξεργασία και αξιολόγηση.
Ερευνά υποθέσεις υπερτιμολόγησης και υποτιμολόγησης αγαθών και υπηρεσιών που προμηθεύονται ή λαμβά­νουν φορείς του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
β) Τμήμα Β'- Χρηματοοικονομικών Υποθέσεων Ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στις περι­πτώσεις α'-ια' της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ίδι­ου προεδρικού διατάγματος.
Επιλαμβάνεται θεμάτων πρόληψης και καταστολής οι­κονομικών παραβάσεων και εγκλημάτων που διενεργού­νται σε βάρος των εθνικών δημοσιονομικών συμφερό­ντων και της εθνικής οικονομίας, καθώς και σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, στα θέματα της περίπτωσης β' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του π.δ. 85/2005, εκτός αυτών που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα άλλων τμημά­των.
Συλλέγει, αναλύει και αξιολογεί στοιχεία και πληρο­φορίες από βάσεις δεδομένων, στατιστικές αναλύσεις και λοιπές πηγές πληροφοριών και στοιχείων και προβαί­νει σε επιτόπιους ελέγχους και έρευνες προς εντοπισμό, αποκάλυψη, τεκμηρίωση και καταπολέμηση οικονομικών παραβάσεων και εγκλημάτων.
Διαβιβάζει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που δεν α­ξιοποιούνται επιχειρησιακά στο αρμόδιο Τμήμα της Διεύ­θυνσης Ειδικών Υποθέσεων για περαιτέρω επεξεργασία και αξιολόγηση.
Συνεργάζεται με αντίστοιχες συναρμόδιες υπηρεσίες της χώρας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και τρίτων χωρών για την αποτελεσματικότερη δράση σε θέματα αρμοδιότητάς του.
γ) Τμήμα Γ'- Ελέγχου Ηλεκτρονικού Εμπορίου και Ε­γκλήματος
Ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στις περι­πτώσεις α'-ια' της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ίδι­ου προεδρικού διατάγματος.
Επιλαμβάνεται θεμάτων πρόληψης και καταστολής παραβάσεων σε βάρος των εθνικών δημοσιονομικών συμφερόντων και σε βάρος των συμφερόντων του κοι­νωνικού συνόλου από παράνομες δραστηριότητες και συναλλαγές αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και ειδών που απαγορεύονται ή τελούν υπό περιορισμό, οι οποίες διενεργούνται ή προωθούνται μέσω του διαδικτύου (INTERNET) με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων και λοι­πών νέων τεχνολογιών.
Ερευνά στο διαδίκτυο (INTERNET), διαβιβάζει τα στοι­χεία και τις πληροφορίες που δεν αξιοποιούνται επιχει­ρησιακά στο αρμόδιο Τμήμα της Διεύθυνσης Ειδικών Υ­ποθέσεων για περαιτέρω επεξεργασία και αξιολόγηση και προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους και έρευνες για τον εντοπισμό, αποκάλυψη, τεκμηρίωση και καταπολέ­μηση των οικονομικών εγκλημάτων και λοιπών παραβά­σεων αρμοδιότητας του Σ.Δ.Ο.Ε..
Συνεργάζεται με αντίστοιχες συναρμόδιες υπηρεσίες της χώρας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και τρίτες χώ­ρες για την αποτελεσματικότερη δράση σε θέματα αρμο­διότητας του Τμήματος.
Γ. Τμήμα Δικαστικού
Παραλαμβάνει τις υποθέσεις φορολογικών, τελωνεια­κών και λοιπών παραβάσεων και επιμελείται της παραπο­μπής αυτών στη δικαιοσύνη. Συλλέγει το αποδεικτικό υ­λικό, λαμβάνει καταθέσεις και απολογίες, καθώς και συ­μπληρώνει τους φακέλους με τις τυχόν άλλες απαραίτη­τες εκθέσεις.
Υποβάλλει τις μηνυτήριες αναφορές στον αρμόδιο Ει­σαγγελέα για παραβάσεις επί υποθέσεων αρμοδιότητας του Σ.Δ.Ο.Ε., οι οποίες διαπιστώνονται από αυτό και διώ­κονται ποινικά κατά την κείμενη νομοθεσία, παρακολου­θεί την εκδίκαση αυτών, υποστηρίζει τις θέσεις του Δη­μοσίου και υποβάλλει τα αναγκαία ένδικα μέσα και βοη­θήματα, σε συνεργασία με τα αρμόδια Δικαστικά Γρα­φεία.
Ενημερώνει το Τμήμα Νομικής Υποστήριξης της Διεύ­θυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της κεντρικής υπηρε­σίας του Σ.Δ.Ο.Ε. για την πορεία των υποθέσεων που ά­γονται στα δικαστήρια.
Συνεργάζεται με τους αρμόδιους Παρέδρους του N.Σ.K. για θέματα της Διεύθυνσης, τα οποία χρειάζονται νομική και δικαστική υποστήριξη.
Μεριμνά για την παράδοση στις αρμόδιες αρχές των κατασχεθέντων εμπορευμάτων λαθρεμπορίας, φοροδια­φυγής ή άλλων περιπτώσεων.
Δ. Τμήμα Διοικητικής Μέριμνας
i. Συγκεντρώνει, επεξεργάζεται και αξιολογεί τα δεδο­μένα από τα συστήματα πληροφορικής.
Καταγράφει τις οικονομικές δραστηριότητες, κατά γε­ωγραφική περιοχή ή άλλες διακρίσεις και εκπονεί τις με­θόδους δράσης για κάθε δραστηριότητα.
Προσδιορίζει το είδος των ελέγχων, σύμφωνα με τα ε­πιχειρησιακά σχέδια και τις οδηγίες των ελεγκτικών επα­ληθεύσεων.
Προετοιμάζει και εκδίδει μηχανογραφικά τις εντολές ελέγχου.
Φροντίζει, σε συνεργασία με τις Υποδιευθύνσεις, ώ­στε, κατά την καθημερινή εργασία, να μην υπάρχει επι­κάλυψη στη διενέργεια των ελέγχων.
Μεριμνά για τον εφοδιασμό των ελεγκτών με τα κα­τάλληλα έντυπα των ελέγχων.
Ενημερώνει τη Διεύθυνση Σχεδιασμού και Συντονι­σμού Ελέγχων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Σ.Δ.Ο.Ε. για θέματα άσκησης του ελεγκτικού έργου της Επιχειρη­σιακής Διεύθυνσης Ειδικών Υποθέσεων Αθηνών και ει­σηγείται τη λήψη των αναγκαίων διοικητικών και νομοθε­τικών μέτρων.
Μελετά τις μεθόδους και τα μέσα που χρησιμοποιού­νται για τη διάπραξη του οικονομικού εγκλήματος και ε­νημερώνει σχετικά τους υπαλλήλους της Επιχειρησια­κής Διεύθυνσης Ειδικών Υποθέσεων Αθηνών για την α­ποτελεσματικότερη διεξαγωγή του έργου τους στον εντοπισμό των παραβατών και την πρόληψη και δίωξη γε­νικότερα του οικονομικού εγκλήματος.
ii. Μεριμνά για την παραλαβή και την αναπαραγωγή των διαφόρων εγγράφων και εγκυκλίων, καθώς και για τη διανομή αυτών στους υπαλλήλους.
Μεριμνά για την παραλαβή των Φύλλων της Εφημερί­δας της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ.), τη βιβλιοδεσία τους και την τήρηση βιβλιοθήκης Φ.Ε.Κ., καθώς και άλλων εντύ­πων και βιβλίων, σχετικών με το αντικείμενο και τις αρ­μοδιότητες του Σ.Δ.Ο.Ε..
Τηρεί το γενικό αρχείο εγγράφων και εγκυκλίων της Διεύθυνσης και φροντίζει την εκκαθάριση αυτού, σύμ­φωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά σχετικές διατάξεις.
Μεριμνά για τη στελέχωση της Διεύθυνσης με το απα­ραίτητο προσωπικό.
Μεριμνά για τη χορήγηση κάθε φύσης αδειών του προ­σωπικού της Διεύθυνσης.
Εκκαθαρίζει και πληρώνει τις αποδοχές, τα επιδόματα και λοιπές αμοιβές ή αποζημιώσεις του προσωπικού της Διεύθυνσης, χορηγεί τις σχετικές βεβαιώσεις και εκδίδει τα φύλλα διακοπής μισθοδοσίας αυτού.
Τηρεί το πρωτόκολλο εισερχομένων και εξερχομένων εγγράφων.
Εποπτεύει την προσέλευση και αποχώρηση του προ­σωπικού της Διεύθυνσης.
Διεκπεραιώνει την κοινή και εμπιστευτική αλληλογρα­φία (όπως παραλαβή, πρωτοκόλληση, δακτυλογράφηση, παραβολή, εκτύπωση αντιγράφων και αποστολή εγγρά­φων) και ασκεί, γενικά, τη γραμματειακή υποστήριξη της Διεύθυνσης.
Παρακολουθεί τις δαπάνες της Διεύθυνσης και ειση­γείται στην αρμόδια Διεύθυνση της Κεντρικής Υπηρε­σίας του Υπουργείου για την κατάρτιση και εγγραφή στον Κρατικό Προϋπολογισμό Εξόδων των αναγκαίων πιστώσεων προμήθειας κάθε είδους υλικού και μέσων, καθώς και επισκευής και συντήρησης του εξοπλισμού.
Οργανώνει και λειτουργεί την αποθήκη υλικού της Δι­εύθυνσης, διατηρεί τα αναγκαία αποθέματα, διενεργεί τακτική απογραφή και τηρεί τα αναγκαία βιβλία και στοι­χεία παρακολούθησης της διαχείρισης αυτού, καθώς και τη διάθεσή τους στους χρήστες.
Μεριμνά για τη συντήρηση και την επισκευή των χερ­σαίων μέσων δίωξης, τον εφοδιασμό τους με καύσιμα, λιπαντικά και άλλα απαραίτητα εφόδια και παρακολουθεί την κίνησή τους, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις.
Επιμελείται της στέγασης και φύλαξης των αυτοκινή­των, των μοτοσικλετών και των λοιπών μέσων δίωξης.
Εφοδιάζει τα αυτοκίνητα και τις μοτοσικλέτες με συμ­βατικές πινακίδες κυκλοφορίας.
Εκδίδει διαταγές πορείας των χερσαίων μέσων δίωξης της Διεύθυνσης.
ΙΙ. Η Επιχειρησιακή Διεύθυνση Ειδικών Υποθέσεων Θεσσαλονίκης διαρθρώνεται στα παρακάτω Τμήματα, μεταξύ των οποίων κατανέμονται οι αρμοδιότητές τους, ως εξής:
α) Τμήμα Α'- Ελέγχου Κοινοτικών και Εθνικών Επιδο­τήσεων και Επιχορηγήσεων
Ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στις περι­πτώσεις α'-ια' της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ίδι­ου προεδρικού διατάγματος.
i. Επιλαμβάνεται θεμάτων που αφορούν στην πρόληψη και καταστολή απατών, παρατυπιών και λοιπών παράνο­μων οικονομικών δραστηριοτήτων σε βάρος των δημο­σιονομικών συμφερόντων της Ε.Ε..
Συλλέγει, αναλύει και αξιολογεί στοιχεία και πληρο­φορίες από βάσεις δεδομένων, στατιστικές αναλύσεις και λοιπές πηγές πληροφοριών και στοιχείων και προβαί­νει σε επιτόπιους ελέγχους και έρευνες προς εντοπισμό, αποκάλυψη, τεκμηρίωση και καταπολέμηση των οικονομικών παραβάσεων και εγκλημάτων σε βάρος των δημο­σιονομικών συμφερόντων της Ε.Ε..
Διενεργεί ελέγχους και εξακριβώσεις από κοινού με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (O.L.A.F.), σύμφωνα με τον Κανονισμό 2185/1996 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Νοεμβρί­ου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η επιτροπή με σκοπό την προ­στασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες.
Συνεργάζεται με αντίστοιχες συναρμόδιες Υπηρεσίες της χώρας, της Ε.Ε. αλλά και τρίτων χωρών για την απο­τελεσματικότερη δράση στα αντικείμενα αρμοδιότητας του Τμήματος.
Διαβιβάζει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που δεν α­ξιοποιούνται επιχειρησιακά στο αρμόδιο Τμήμα της Διεύ­θυνσης Ειδικών Υποθέσεων για περαιτέρω επεξεργασία και αξιολόγηση.
ii. Επιλαμβάνεται επί θεμάτων πρόληψης και καταστο­λής παραβάσεων σε βάρος των εθνικών δημοσιονομικών συμφερόντων, επί θεμάτων προμηθειών του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. του ευρύτερου δημόσιου τομέα και των Ν.Π.Ι.Δ. που επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, επί θεμάτων νόμιμης διάθεσης και χρησιμοποί­ησης των κρατικών χρηματοδοτήσεων και δανείων και ε­πί παραβάσεων της νομοθεσίας περί παροχής επενδυτι­κών κινήτρων, καθώς και επί παραβάσεων επί σχετικών συμβάσεων των κρατικών επιχορηγήσεων, επιδοτήσεων ή δανείων για επενδύσεις.
Συλλέγει, αναλύει και αξιολογεί στοιχεία και πληρο­φορίες από βάσεις δεδομένων, στατιστικές αναλύσεις και λοιπές πηγές πληροφοριών και στοιχείων και προβαί­νει σε επιτόπιους ελέγχους και έρευνες προς εντοπισμό, αποκάλυψη, τεκμηρίωση και καταπολέμηση των οικονομικών παραβάσεων και εγκλημάτων σε βάρος των εθνι­κών δημοσιονομικών συμφερόντων.
Συνεργάζεται με αντίστοιχες συναρμόδιες υπηρεσίες της χώρας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και τρίτων χωρών για την αποτελεσματικότερη δράση σε θέματα αρμοδιότητάς του.
Διαβιβάζει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που δεν α­ξιοποιούνται επιχειρησιακά στο αρμόδιο Τμήμα της Διεύ­θυνσης Ειδικών Υποθέσεων για περαιτέρω επεξεργασία και αξιολόγηση.
Ερευνά υποθέσεις υπερτιμολόγησης και υποτιμολόγησης αγαθών και υπηρεσιών που προμηθεύονται ή λαμβά­νουν φορείς του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
β) Τμήμα Β'- Χρηματοοικονομικών υποθέσεων Ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στις περι­πτώσεις α'-ια' της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ίδι­ου προεδρικού διατάγματος.
Επιλαμβάνεται θεμάτων πρόληψης και καταστολής οι­κονομικών παραβάσεων και εγκλημάτων που διενεργού­νται σε βάρος των εθνικών δημοσιονομικών συμφερό­ντων και της εθνικής οικονομίας, καθώς και σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, στα θέματα της περίπτωσης β' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του π.δ. 85/2005, εκτός αυτών που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα άλλων τμημά­των.
Συλλέγει, αναλύει και αξιολογεί στοιχεία και πληρο­φορίες από βάσεις δεδομένων, στατιστικές αναλύσεις και λοιπές πηγές πληροφοριών και στοιχείων και προβαί­νει σε επιτόπιους ελέγχους και έρευνες προς εντοπισμό, αποκάλυψη, τεκμηρίωση και καταπολέμηση οικονομικών παραβάσεων και εγκλημάτων.
Διαβιβάζει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που δεν α­ξιοποιούνται επιχειρησιακά στο αρμόδιο Τμήμα της Διεύ­θυνσης Ειδικών Υποθέσεων για περαιτέρω επεξεργασία και αξιολόγηση.
Συνεργάζεται με αντίστοιχες συναρμόδιες υπηρεσίες της χώρας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και τρίτων χωρών για την αποτελεσματικότερη δράση σε θέματα αρμοδιότητάς του.
γ) Τμήμα Γ' - Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Πα­ράνομων Εσόδων και Ελέγχου Περιουσιακής Κατάστα­σης Φυσικών Προσώπων
Ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στις περι­πτώσεις α'-ια' της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ίδι­ου προεδρικού διατάγματος.
Συλλέγει, αναλύει και αξιολογεί στοιχεία και πληρο­φορίες από βάσεις δεδομένων, στατιστικές αναλύσεις και λοιπές πηγές πληροφοριών και στοιχείων και προβαί­νει σε επιτόπιους ελέγχους και έρευνες προς εντοπισμό, αποκάλυψη, τεκμηρίωση και καταπολέμηση των οικονομικών εγκλημάτων και λοιπών παραβάσεων αρμοδιότη­τας του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος.
Συνεργάζεται με αντίστοιχες συναρμόδιες υπηρεσίες της χώρας, της Ε.Ε. αλλά και τρίτων χωρών, καθώς και με την αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 7 του νόμου 3691/2008, σύμφωνα με τα οριζόμενα από το άρθρο 40 του ίδιου νόμου, για την αποτελεσματικότερη δράση στα αντικείμενα αρμοδιότητας του Τμήματος.
Διαβιβάζει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που δεν α­ξιοποιούνται επιχειρησιακά στο αρμόδιο Τμήμα της Διεύ­θυνσης Ειδικών Υποθέσεων για περαιτέρω επεξεργασία και αξιολόγηση.
Διενεργεί ελέγχους περιουσιακής κατάστασης και δα­πανών των φυσικών προσώπων.
δ) Τμήμα Δ' - Προστασίας Διανοητικής Ιδιοκτησίας και Ελέγχου Ηλεκτρονικού Εμπορίου και Εγκλήματος
Ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στις περι­πτώσεις α'-ια' της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ίδι­ου προεδρικού διατάγματος.
i. Ασκεί τις αρμοδιότητες ποινικής και διοικητικής δια­δικασίας που απορρέουν από τις σχετικές διατάξεις, ό­πως αυτές ισχύουν, των νόμων 2121/1993 «περί πνευμα­τικής ιδιοκτησίας» και 2239/1994 «περί εμπορικών σημά­των».
Συλλέγει, αναλύει και αξιολογεί στοιχεία και πληρο­φορίες από βάσεις δεδομένων, στατιστικές αναλύσεις και λοιπές πηγές πληροφοριών και στοιχείων και προβαί­νει σε επιτόπιους ελέγχους και έρευνες προς εντοπισμό, αποκάλυψη, τεκμηρίωση και καταπολέμηση των οικονομικών εγκλημάτων και λοιπών παραβάσεων, που απορρέ­ουν από την ως άνω ισχύουσα νομοθεσία.
Τηρεί αρχείο στατιστικών δεδομένων επί των παραβά­σεων των ανωτέρω περιπτώσεων και ενημερώνει τις αρ­μόδιες υπηρεσίες.
Συνεργάζεται και ενημερώνει τις Φορολογικές, Τελω­νειακές και λοιπές αρμόδιες αρχές και φορείς, όταν από τις παραβάσεις των ανωτέρω νόμων, ανακύπτουν θέμα­τα που εντάσσονται στις δικές του αρμοδιότητες.
ii. Επιλαμβάνεται θεμάτων πρόληψης και καταστολής παραβάσεων σε βάρος των εθνικών δημοσιονομικών συμφερόντων και σε βάρος των συμφερόντων του κοι­νωνικού συνόλου από παράνομες δραστηριότητες και συναλλαγές αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και ειδών που απαγορεύονται ή τελούν υπό περιορισμό, οι οποίες διενεργούνται ή προωθούνται μέσω του διαδικτύου (INTERNET) με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων και λοι­πών νέων τεχνολογιών.
Ερευνά στο διαδίκτυο (INTERNET), διαβιβάζει τα στοι­χεία και τις πληροφορίες που δεν αξιοποιούνται επιχει­ρησιακά στο αρμόδιο Τμήμα της Διεύθυνσης Ειδικών Υ­ποθέσεων για περαιτέρω επεξεργασία και αξιολόγηση και προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους και έρευνες για τον εντοπισμό, αποκάλυψη, τεκμηρίωση και καταπολέ­μηση των οικονομικών εγκλημάτων και λοιπών παραβά­σεων αρμοδιότητας του Σ.Δ.Ο.Ε..
Συνεργάζεται με αντίστοιχες συναρμόδιες υπηρεσίες της χώρας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και τρίτες χώ­ρες για την αποτελεσματικότερη δράση σε θέματα αρμο­διότητας του Τμήματος.
ε) Τμήμα Ε'- Διοικητικής Μέριμνας και Δικαστικού
i. Συγκεντρώνει, επεξεργάζεται και αξιολογεί τα δεδο­μένα από τα συστήματα πληροφορικής.
Καταγράφει τις οικονομικές δραστηριότητες, κατά γε­ωγραφική περιοχή ή άλλες διακρίσεις και εκπονεί τις με­θόδους δράσης για κάθε δραστηριότητα.
Προσδιορίζει το είδος των ελέγχων, σύμφωνα με τα ε­πιχειρησιακά σχέδια και τις οδηγίες των ελεγκτικών επα­ληθεύσεων.
Προετοιμάζει και εκδίδει μηχανογραφικά τις εντολές ελέγχου.
Φροντίζει, σε συνεργασία με τα υπόλοιπα τμήματα, ώ­στε, κατά την καθημερινή εργασία, να μην υπάρχει επι­κάλυψη στη διενέργεια των ελέγχων.
Μεριμνά για τον εφοδιασμό των ελεγκτών με τα κα­τάλληλα έντυπα των ελέγχων.
Ενημερώνει τη Διεύθυνση Σχεδιασμού και Συντονι­σμού Ελέγχων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Σ.Δ.Ο.Ε. για θέματα άσκησης του ελεγκτικού έργου της Επιχειρη­σιακής Διεύθυνσης Ειδικών Υποθέσεων Θεσσαλονίκης και εισηγείται τη λήψη των αναγκαίων διοικητικών και νομοθετικών μέτρων.
Μελετά τις μεθόδους και τα μέσα που χρησιμοποιού­νται για τη διάπραξη του οικονομικού εγκλήματος και ε­νημερώνει σχετικά τους υπαλλήλους της Επιχειρησια­κής Διεύθυνσης Ειδικών Υποθέσεων Θεσσαλονίκης για την αποτελεσματικότερη διεξαγωγή του έργου τους στον εντοπισμό των παραβατών και την πρόληψη και δίωξη γενικότερα του οικονομικού εγκλήματος.
ii. Μεριμνά για την παραλαβή και την αναπαραγωγή των διαφόρων εγγράφων και εγκυκλίων, καθώς και για τη διανομή αυτών στους υπαλλήλους.
Μεριμνά για την παραλαβή των Φύλλων της Εφημερί­δας της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ.), τη βιβλιοδεσία τους και την τήρηση βιβλιοθήκης Φ.Ε.Κ., καθώς και άλλων εντύ­πων και βιβλίων, σχετικών με το αντικείμενο και τις αρ­μοδιότητες του Σ.Δ.Ο.Ε..
Τηρεί το γενικό αρχείο εγγράφων και εγκυκλίων της Διεύθυνσης και φροντίζει την εκκαθάριση αυτού, σύμ­φωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά σχετικές διατάξεις.
Μεριμνά για τη στελέχωση της Διεύθυνσης με το απα­ραίτητο προσωπικό.
Μεριμνά για τη χορήγηση κάθε φύσης αδειών του προ­σωπικού της Διεύθυνσης.
Εκκαθαρίζει και πληρώνει τις αποδοχές, τα επιδόματα και λοιπές αμοιβές ή αποζημιώσεις του προσωπικού της Διεύθυνσης, χορηγεί τις σχετικές βεβαιώσεις και εκδίδει τα φύλλα διακοπής μισθοδοσίας αυτού.
Τηρεί το πρωτόκολλο εισερχομένων και εξερχομένων εγγράφων.
Εποπτεύει την προσέλευση και αποχώρηση του προ­σωπικού της Διεύθυνσης.
Διεκπεραιώνει την κοινή και εμπιστευτική αλληλογρα­φία (όπως παραλαβή, πρωτοκόλληση, δακτυλογράφηση, παραβολή, εκτύπωση αντιγράφων και αποστολή εγγρά­φων) και ασκεί, γενικά, τη γραμματειακή υποστήριξη της Διεύθυνσης.
Παρακολουθεί τις δαπάνες της Διεύθυνσης και ειση­γείται στην αρμόδια Διεύθυνση της Κεντρικής Υπηρε­σίας του Υπουργείου για την κατάρτιση και εγγραφή στον Κρατικό Προϋπολογισμό Εξόδων των αναγκαίων πιστώσεων προμήθειας κάθε είδους υλικού και μέσων, καθώς και επισκευής και συντήρησης του εξοπλισμού.
Οργανώνει και λειτουργεί την αποθήκη υλικού της Δι­εύθυνσης, διατηρεί τα αναγκαία αποθέματα, διενεργεί τακτική απογραφή και τηρεί τα αναγκαία βιβλία και στοι­χεία παρακολούθησης της διαχείρισης αυτού, καθώς και τη διάθεσή τους στους χρήστες.
Μεριμνά για τη συντήρηση και την επισκευή των χερ­σαίων μέσων δίωξης, τον εφοδιασμό τους με καύσιμα, λιπαντικά και άλλα απαραίτητα εφόδια και παρακολουθεί την κίνησή τους, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις.
Επιμελείται της στέγασης και φύλαξης των αυτοκινή­των, των μοτοσικλετών και των λοιπών μέσων δίωξης.
Εφοδιάζει τα αυτοκίνητα και τις μοτοσικλέτες με συμ­βατικές πινακίδες κυκλοφορίας.
Εκδίδει διαταγές πορείας των χερσαίων μέσων δίωξης της Διεύθυνσης.
iii. Παραλαμβάνει τις υποθέσεις φορολογικών, τελω­νειακών και λοιπών παραβάσεων και επιμελείται της πα­ραπομπής αυτών στη δικαιοσύνη. Συλλέγει το αποδεικτι­κό υλικό, λαμβάνει καταθέσεις και απολογίες, καθώς και συμπληρώνει τους φακέλους με τις τυχόν άλλες απαραί­τητες εκθέσεις.
Υποβάλλει τις μηνυτήριες αναφορές στον αρμόδιο Ει­σαγγελέα για παραβάσεις επί υποθέσεων αρμοδιότητας του Σ.Δ.Ο.E., οι οποίες διαπιστώνονται από αυτό και διώ­κονται ποινικά κατά την κείμενη νομοθεσία, παρακολου­θεί την εκδίκαση αυτών, υποστηρίζει τις θέσεις του Δη­μοσίου και υποβάλλει τα αναγκαία ένδικα μέσα και βοη­θήματα, σε συνεργασία με τα αρμόδια Δικαστικά Γρα­φεία.
Ενημερώνει το Τμήμα Νομικής Υποστήριξης της Διεύ­θυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της κεντρικής υπηρε­σίας του Σ.Δ.Ο.Ε. για την πορεία των υποθέσεων που ά­γονται στα δικαστήρια.
Συνεργάζεται με τους αρμόδιους Παρέδρους του NΣK. για θέματα της Διεύθυνσης, τα οποία χρειάζονται νομική και δικαστική υποστήριξη.
Μεριμνά για την παράδοση στις αρμόδιες αρχές των κατασχεθέντων εμπορευμάτων λαθρεμπορίας, φοροδια­φυγής ή άλλων περιπτώσεων.»

5. Η οργανική θέση αναπληρωτή προϊσταμένου της Ε­πιχειρησιακής Διεύθυνσης Ειδικών Υποθέσεων Αθηνών, που συστάθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 12 του άρθρου 30 του ν. 3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α'), καταργείται από την έναρξη λειτουργίας της Διεύθυνσης αυτής με τη νέα της δομή.

6. Όπου στις διατάξεις του άρθρου 25 του π.δ. 85/2005 (ΦΕΚ 122 Α') αναφέρονται οι κλάδοι ΠΕ Πληροφορικής: Ειδικότητας Πληροφορικής (software), ΔΕ Πληροφορι­κής: Ειδικότητας Πληροφορικής (software), ΠΕ Πληρο­φορικής: Ειδικότητας Πληροφορικής (hardware), ΤΕ Προσωπικού Η/Υ: Ειδικότητας Χειριστών Μέσων Εισα­γωγής Στοιχείων, ΔΕ Οδηγών και ΔΕ Δακτυλογράφων, νοούνται οι κλάδοι ΠΕ Πληροφορικής: Ειδικότητας Επι­στήμης Η/Υ (software), ΔΕ Προσωπικού: Ειδικότητας Προγραμματιστών Η/Υ, ΠΕ Πληροφορικής: Ειδικότητας Μηχανικών Η/Υ (hardware), ΤΕ Πληροφορικής: Ειδικότη­τας Πληροφορικής (software), ΔΕ Τεχνικός: Ειδικότητας Οδηγών Αυτοκινήτων και ΔΕ Δακτυλογράφων - Στενο­γράφων: Ειδικότητας Ελληνικής Δακτυλογραφίας, αντί­στοιχα.

7. Ο χρόνος έναρξης λειτουργίας του Τμήματος Δ' - Ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων και κεφαλαίων, που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες της Δι­εύθυνσης Ειδικών Υποθέσεων, καθώς και των Επιχειρη­σιακών Διευθύνσεων Ειδικών Υποθέσεων Αθηνών και Θεσσαλονίκης με τη νέα τους δομή, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

Στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών συστήνεται αυτοτελές Γραφείο Ασφάλειας Πληροφοριακών Συστημάτων και Προστασίας Δεδομένων και Υποδομών υπαγόμενο απευθείας στο Γενικό Γραμματέα Πληροφοριακών Συστη­μάτων. Αρμοδιότητές του Γραφείου είναι :
α) Η μέριμνα για την ασφάλεια των Πληροφοριακών Συστημάτων, με την καθιέρωση και εφαρμογή αρχών, διαδικασιών, τεχνικών και μέτρων προστασίας των στοι­χείων και ολόκληρου του Πληροφορικού Συστήματος α­πό κάθε τυχαία ή σκόπιμη απειλή.
β) Η σύνταξη προτύπων σχεδιασμού, ανάπτυξης και λειτουργίας Πληροφορικού Συστήματος, ασφάλειας και ποιοτικού ελέγχου.
γ) Η ανάπτυξη του σχεδίου και η παρακολούθηση της υλοποίησης των αναγκαίων μέτρων προστασίας, καθώς και η αποτίμηση του βαθμού αποτελεσματικότητας των μέτρων προστασίας.
δ) Η παρακολούθηση των καταστάσεων ανασφάλειας, των Πληροφοριακών Συστημάτων που καταγράφονται και γνωστοποιούνται στο Γραφείο αυτό από τις Υπηρε­σίες της Γ.Γ.Π.Σ, καθώς και ο έλεγχος και η διερεύνηση των επεισοδίων ασφάλειας.
ε) Η μέριμνα για την προαγωγή της ευαισθητοποίησης και τη βελτίωση της ενημέρωσης των χρηστών και της Διοίκησης σε θέματα ασφάλειας των Πληροφοριακών Συστημάτων, καθώς και η συμβουλευτική υποστήριξη των Υπηρεσιών της Γ.Γ.Π.Σ. σε θέματα ασφάλειας.
στ) Ο προσδιορισμός των απαιτούμενων ανθρώπινων, οικονομικών, γνωστικών και λοιπών πόρων, για την α­σφάλεια των Πληροφοριακών Συστημάτων.
ζ) Η ανάπτυξη σχεδίου συνέχισης της λειτουργίας των Ολοκληρωμένων Πληροφοριακών Συστημάτων της Γ.Γ.Π.Σ. και επαναφοράς αυτών σε περίπτωση καταστρο­φής τους, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Τεχνικής Υπο­στήριξης και την αρμόδια Διεύθυνση που αφορά το Πληροφοριακό Σύστημα.
η) Ο έλεγχος του συνόλου ή μέρους ενός πληροφο­ριακού συστήματος μετά από εντολή του Γενικού Γραμ­ματέα Πληροφοριακών Συστημάτων ή του Γενικού Διευ­θυντή ΚΕ.Π.Υ.Ο, για την αξιολόγηση του βαθμού ασφά­λειας και πρόταση πρόσθετων μέτρων.
θ) Η περιοδική εφαρμογή του σχεδίου συνέχισης της λειτουργίας των Ολοκληρωμένων Πληροφοριακών Συ­στημάτων, για την επιβεβαίωση της ορθότητας και λει­τουργίας αυτού.
ι) Ο σχεδιασμός και εισήγηση υλοποίησης προγραμμά­των εκπαίδευσης του προσωπικού της Γ.Γ.Π.Σ, σε θέμα­τα ασφάλειας Πληροφοριακών Συστημάτων, καθώς και η παροχή σχετικής συνδρομής για την υλοποίηση αυτών.
Του Γραφείου προΐσταται υπάλληλος της κατηγορίας ΠΕ Πληροφορικής με βαθμό Α'.

1. Στο τέλος της παραγράφου 12 του άρθρου 3 του ν. 2956/2001 (ΦΕΚ 258 Α) προστίθεται εδάφιο ως ακο­λούθως:
«Ο εκάστοτε Διοικητής του Οργανισμού Απασχολήσε­ως Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) ασκεί καθήκοντα Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας «Ε­παγγελματική Κατάρτιση Α.Ε.», χωρίς πρόσθετη αμοι­βή.»

2. Η παρ.2 του άρθρου 63 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Κατ' εξαίρεση των κείμενων διατάξεων επιτρέπε­ται η χρηματοδότηση από πιστωτικά ιδρύματα χωρίς την προσκόμιση από το χρηματοδοτούμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο βεβαιώσεως του Ι.Κ.Α. ή του οικείου φορέα κοινωνικής ασφάλισης περί μη υπάρξεως οποιασδήποτε ληξιπρόθεσμης οφειλής του από ασφαλιστικές εισφορές σε αυτά, εφόσον το σύνολο της χρηματοδοτήσεως κα­τατεθεί από το πιστωτικό ίδρυμα υπέρ του Ι.Κ.Α. ή του οι­κείου φορέα κοινωνικής ασφάλισης για λογαριασμό του χρηματοδοτούμενου, πλην ενδεχόμενης υποχρεωτικής παρακρατήσεως υπέρ του Δημοσίου.»

3. Στο άρθρο 1 παρ. 3 περίπτωση στ' του ν. 3833/2010 προστίθενται εντός της παρενθέσεως και μετά τις λέξεις «παρ. Α11», οι λέξεις «και άρθρο 51 παρ. Α10». Στην περίπτωση θ' προστίθενται εντός της αγκύλης και μετά την παρένθεση οι λέξεις «και άρθρο 1 παρ. 5 του ν.3554/2007 (ΦΕΚ 80 Α').»

4. Στο άρθρο 1 του ν. 3833/2010, στο τέλος της παρα­γράφου 3 προστίθεται περίπτωση ιγ' ως εξής:
«ιγ) ειδικής αποζημίωσης (της παρ. Α19 του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 και της αρ. 2015007/1423/0022/14.2.1989 κ.υ.α. (ΦΕΚ 199 Β'), που κυρώθηκε με το άρθρο 7 παρ.1 του ν.1858/1989 (ΦΕΚ 148 Α'), και της αριθμ. 164721/ 4033/12.1.1982 κ.υ.α. (ΦΕΚ 58 Β'), που κυρώθηκε με το άρθρο 55 παρ. Θ' του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ 43 Α'), καθώς και αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας μονάδων, ε­φόσον προσδιορίζεται σε ώρες νυκτερινής απασχόλη­σης (άρθρο 51 παρ. Α8 περίπτωση β' του ν. 3205/2003).»

5. Στο άρθρο 1 παράγραφοι 5 και 6, στο άρθρο 2 παρ.2 και στο άρθρο 3 παρ.1 του ν. 3833/2010 μετά τις λέξεις «στο κράτος» προστίθενται οι λέξεις «σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α.» και μετά τις λέξεις «Κρατικό Προϋπολογισμό» προστίθενται οι λέξεις «σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του προϋπολογισμού τους».

6. Στο άρθρο 8 του ν. 3833/2010 η παράγραφος 3 αντι­καθίσταται ως εξής:
«3. Οι προσαυξήσεις που προβλέπεται να καταβλη­θούν μετά την 1.1.2010, από τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου μόνου της αριθμ. 55682/10.9.2009 (ΦΕΚ 1967 Β') κοινής υπουργικής απόφασης, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου μόνου της αριθμ. 2/9247/0022/28.5.2009 (ΦΕΚ 1125 Β') κοινής υπουργικής απόφασης, καθώς και της παρ. 4 του άρθρου 36 του ν. 3731/2008 (ΦΕΚ 263 Α'), αναστέλλονται και ο χρόνος καταβολής τους ανα­καθορίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομι­κών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού.»

7. Στο άρθρο 9 του ν. 3833/2010, στο τέλος της παρ. 1 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ειδικώς για τους ελεγκτές του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 2685/1999 (ΦΕΚ 35 Α') με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτι­σμού και Τουρισμού οι εκτός έδρας μετακινήσεις κατ' έ­τος επιτρέπεται να καθορίζονται και πέραν του ανωτέρω ορίου.»

8. Το άρθρο 22 του ν. 3832/2010 (ΦΕΚ 38 Α') αντικαθί­σταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:
«Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργού­νται: α. Η Γενική Γραμματεία Εθνικής Στατιστικής Υπηρε­σίας της Ελλάδος, η οποία συνεστήθη με το π.δ. 224/1986, β. το Εθνικό Συμβούλιο Στατιστικής που συνε­στήθη με το άρθρο 8 του ν. 1819/1988 (ΦΕΚ 256 Α'), γ. τα
άρθρα 1, 2, 3, 5, 6, 7 και 11 του ν. 2392/1996 (ΦΕΚ 60 Α') και το άρθρο 8 του ν.1819/1988 (ΦΕΚ 256 Α') και δ. κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που είναι αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που ρυθμίζονται στο νόμο αυτόν, με εξαίρεση τις διατάξεις των άρθρων 8, 9 και 10 του ν. 2392/1996 οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση του Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΕΛ.ΣΤΑΤ..»

9. Στο άρθρο 23 του ν. 3832/2010 (ΦΕΚ 38 Α') προστί­θεται παράγραφος 6 που έχει ως εξής:
«6. Μέχρι 31.12.2010 οι δαπάνες της ΕΛ.ΣΤΑΤ. βαρύ­νουν τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών και οι πάσης φύσεως δαπάνες εκκαθαρίζονται με διατάκτη τον Υπουργό Οικονομικών και με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, διατάξεις.»

10. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 2 του ν. 3816/2010 (ΦΕΚ 6 Α') η φράση «δυνάμει της με αριθμό 2/54310/0025/13.9.2007 απόφασης του Υπουργού Οικο­νομικών (ΦΕΚ 1858 Β')» αντικαθίσταται από τη φράση «δυνάμει των με αριθμό 36579/Β. 1666/27.8.2007 (ΦΕΚ 1740 Β') και 2/54310/0025/13.9.2007 (ΦΕΚ 1858 Β') α­ποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών, όπως ισχύουν,».

Στους ελληνικούς αερολιμένες οι οποίοι δεν εμπί­πτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 285/1998 επιτρέπε­ται κατ' εξαίρεση για λόγους κατεπείγοντος η ανάθεση υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης, κατόπιν σχετικής πρόσκλησης ενδιαφέροντος. Η πρόσκληση εκδίδεται με απόφαση του Διοικητή της Υπηρεσίας Πολιτικής Αερο­πορίας.
Η χρονική διάρκεια της παροχής των εν λόγω υπηρε­σιών δεν μπορεί να υπερβεί τους δώδεκα (12) μήνες και σε κάθε περίπτωση λήγει αυτοδικαίως κατά την ημερο­μηνία έναρξης των εργασιών των φορέων επίγειας εξυ­πηρέτησης που θα επιλεγούν κατόπιν διαγωνιστικής διαδικασίας. Με απόφαση του Διοικητή της Υπηρεσίας Πο­λιτικής Αεροπορίας η ανωτέρω χρονική διάρκεια μπορεί να παραταθεί για έξι (6) μήνες.
Με τη σχετική πρόσκληση καθορίζονται οι όροι και η διαδικασία εκδήλωσης ενδιαφέροντος, καθώς και οι αε­ρολιμένες ή ομάδες αερολιμένων για τις οποίες μπορεί να εκδηλωθεί ενδιαφέρον. Ως ανάδοχοι μπορεί να επιλε­γούν όσοι ήδη δραστηριοποιούνται ως εγκεκριμένοι φο­ρείς επίγειας εξυπηρέτησης στις κατηγορίες διαχείρισης αποσκευών και εξυπηρέτησης στην πίστα, σε ελληνι­κούς αερολιμένες οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρ­μογής του π.δ. 285/1998. Οι αιτήσεις κατατίθενται στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας. Στην αίτηση αναφέρονται οι αερολιμένες ή ομάδες αερολιμένων που θα επι­λεγούν από τους ενδιαφερομένους. Η διαδικασία διε­νεργείται από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, η ο­ποία εισηγείται τους αναδόχους για κάθε αερολιμένα ή ομάδα αερολιμένων.
Στη σχετική πρόσκληση μπορεί να καθορίζεται όρος, βάσει του οποίου το δικαίωμα δραστηριοποίησης του εν­διαφερόμενου φορέα σε αερολιμένα ή αερολιμένες της επιλογής του δύναται να συναρτάται, κατόπιν σχετικής διαπραγμάτευσης με τους ενδιαφερόμενους, με την υποχρέωσή του να δραστηριοποιηθεί ταυτόχρονα και σε άλλον ή άλλους αερολιμένες που δεν εμπίπτουν στο πε­δίο εφαρμογής του π.δ. 285/1998 για την εξυπηρέτηση του οποίου ή των οποίων δεν έχει εκδηλωθεί ενδιαφέ­ρον.
Η έναρξη δραστηριοτήτων στους εν λόγω αερολιμέ­νες γίνεται μετά από απόφαση του Υπουργού Υποδο­μών, Μεταφορών και Δικτύων, κατόπιν εισήγησης της Υ­πηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας. Ως προς τις υποχρεώ­σεις των αναδόχων εφαρμόζονται αναλογικά οι διατά­ξεις του π.δ. 285/1998. Οι διατάξεις του παρόντος άρ­θρου ισχύουν από την ψήφισή του από τη Βουλή των Ελ­λήνων.

1. Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει:
α) Των άρθρων 1 (παράγραφοι 2, 8 και 9), 2, 3, (εκτός από την περίπτωση γ' της παραγράφου 4), 4, 5 (παρά­γραφοι 3, 7, 8, 9, 11 και 12), 6 (παράγραφος 2), 8 (παρά­γραφοι 2, 3 και 5), 17 (παράγραφος 6), από 1ης Ιανουαρί­ου 2010 για τα εισοδήματα που αποκτώνται και τις δαπά­νες που πραγματοποιούνται κατά περίπτωση, από την ημερομηνία αυτή και μετά.
β) Του άρθρου 6 (παράγραφος 1), 7 (παράγραφος 6) για διαχειριστικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανου­αρίου 2010 και μετά.
γ) Του άρθρου 6 παράγραφος 9 για συναλλαγές που πραγματοποιούνται από διαχειριστικές χρήσεις που αρ­χίζουν από 1ης Ιανουαρίου 2011 και μετά.
δ) Του άρθρου 7 παράγραφος 5 για τις οριστικές δηλώ­σεις που υποβάλλονται από το οικονομικό έτος 2011 και επόμενα.
ε) Του άρθρου 8 παράγραφος 4 για τα συμβόλαια που υπογράφονται από 1ης Ιανουαρίου 2010 και μετά.
στ) Του άρθρου 14 παράγραφος 3 για κέρδη ισολογι­σμών που κλείνουν με 31 Δεκεμβρίου 2009 και μετά.
ζ) Του άρθρου 15 παράγραφος 2 για μερίσματα που διανέμονται από την 1η Ιανουαρίου 2009 και μετά.
η) Οι διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφος 11 και του άρθρου 19 παράγραφοι 4, 6 έως και 9 από 1ης Ιανουαρί­ου 2011.
θ) Οι διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφοι 1 και 3 από 1ης Ιουλίου 2010.
ι) Οι διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφοι 5, 11, 12, 14, 17, 18, 19, 20, 21, 23, 24, 25, 27, 28, 30 και 31 από τον μεθεπόμενο μήνα της δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ια) Οι διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφοι 10, 13, 15 και 16 από τις διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν α­πό τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυ­βερνήσεως.
ιβ) Οι διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 22 από τη διαχειριστική περίοδο που αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 2011 και για υπηρεσίες που είχαν παρασχεθεί μέχρι τη λήξη της προηγούμενης αυτής διαχειριστικής περιόδου και δεν έχουν εισπραχθεί οι αμοιβές, τα στοιχεία αυτά επιτρέπεται να εκδοθούν με την είσπραξη.
ιγ) Οι διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφοι 2, 26 και 29 από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσε­ως και για την παράγραφο 2 σταδιακή εφαρμογή έντα­ξης στη δεύτερη κατηγορία βιβλίων με απόφαση του Υ­πουργού Οικονομικών.
ιδ) Οι διατάξεις του άρθρου 20 παράγραφοι 1 έως και 5 από 1ης Ιανουαρίου 2011.
ιε) Τα άρθρα 27 - 50, 56 και 57 ισχύουν από την 1η Ια­νουαρίου 2010.
ιστ) Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 61 και οι παρά­γραφοι 2, 3 και 4 του άρθρου 62 ισχύουν από 1ης Ιουλίου 2010 και η παράγραφος 9 του άρθρου 62 ισχύει από την 1ης Απριλίου 2010.
ιζ) Οι διατάξεις του άρθρου 75 παράγραφοι 1 έως και 5 για τις παραβάσεις που διαπράττονται από τον μεθεπό­μενο μήνα της δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερ­νήσεως.
ιη) Η παράγραφος 1 του άρθρου 81 ισχύει από 1ης Ιου­νίου 2010.
ιθ) Οι διατάξεις του άρθρου 87 από 4 Μαρτίου 2010 με εξαίρεση τις παραγράφους 3 και 4 που ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
κ) Οι διατάξεις του άρθρου 18 αρχίζουν να ισχύουν α­πό 15 Απριλίου 2010.

2. Οι λοιπές διατάξεις του νόμου αυτού ισχύουν από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.

 



Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως
νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 22 Απριλίου 2010

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
ΛΟΥΚΙΑ − ΤΑΡΣΙΤΣΑ ΚΑΤΣΕΛΗ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
ΚΩΝ/ΝΑ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ

ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΡΕΠΠΑΣ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΒΕΡΔΟΣ

ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΠΑΤΖΕΛΗ


Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 23 Απριλίου 2010

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Χ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ

 

 

Ευρετήριο τουριστικής νομοθεσίας

Δείτε αναλυτικά τον οδηγό τουριστικής νομοθεσίας ανά κλάδο

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος 2021

Δείτε αναλυτικά όλες τις κλίμακες φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν για το φορολογικό έτος 2021