NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3756/2009 Σύστημα Άυλων Τίτλων, διατάξεις για την Κεφαλαιαγορά, φορολογικά θέματα και λοιπές διατάξεις.

 
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 53
31 Μαρτίου 2009
ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 3756
Σύστημα `Αυλων τίτλων, διατάξεις για την κεφαλαιαγορά, φορολογικά θέματα και λοιπές διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

1. Στο Σύστημα Αυλων Τίτλων (ΣΑΤ), το οποίο λειτουρ­γεί σύμφωνα με τον Κανονισμό που εκδίδεται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2, καταχωρίζονται σε λογιστική μορφή κινητές αξίες, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α'), ύστερα από αποϋλοποίηση ή ακινητοποίηση, χωρίς να θίγονται οι διατάξεις των άρθρων 39 επ. του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α').
Ο διαχειριστής του ΣΑΤ ενεργεί ως Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών, σύµφωνα µε τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 83 του ν. 3606/2007 (Α΄ 195) και κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις επόμενες διατάξεις.

2. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κα­ταρτίζεται κανονισμός λειτουργίας του ΣΑΤ. Με τον κανονισμό αυτόν ορίζονται ιδίως:
(α) οι διαδικασίες μετατροπής ενσώματων κινητών αξιών σε άυλες αξίες (αποϋλοποίηση), οι όροι, προϋποθέσεις και διαδικασίες καταχώρισής τους στο ΣΑΤ, οι διαδικασίες επανέκδοσης φυσικών τίτλων και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τη διαδικασία αποϋλοποίησης,
(β) προκειμένου περί ενσώματων κινητών αξιών αλλοδαπών εκδοτών,
(αα) οι διαδικασίες μετατροπής σε άυλες αξίες, οι όροι, προϋποθέσεις και διαδικασίες καταχώρισής τους στο ΣΑΤ, οι διαδικασίες επανέκδοσης φυσικών τίτλων και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τη διαδικασία αποϋλοποίησης,
(ββ) η διαδικασία ακινητοποίησης των κινητών αξιών, οι όροι, προϋποθέσεις και διαδικασίες καταχώρησής τους στο ΣΑΤ και παρακολούθησής τους σε λογιστική μορφή, καθώς και η διαδικασία άρσης της ακινητοποί­ησης, χωρίς να θίγονται οι διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου που διέπει την έκδοσή τους,
(γ) προκειμένου περί κινητών αξιών αλλοδαπών εκ­δοτών, οι διαδικασίες έκδοσης πιστοποιητικών κατά­θεσης ως τίτλων παραστατικών κινητών αξιών, οι όροι, προϋποθέσεις και διαδικασίες καταχώρησής τους στο ΣΑΤ, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων του εκδότη πιστοποιητικών κατάθεσης και του εκδότη των παρι­στάμενων αλλοδαπών κινητών αξιών, καθώς και η δια­δικασία ακύρωσης των πιστοποιητικών,
(δ) οι διαδικασίες καταχώρησης των κινητών αξιών και των επενδυτών στο ΣΑΤ,
(ε) τα θέματα σχετικά με την καταχώρηση και πα­ρακολούθηση με λογιστικές εγγραφές των δικαιούχων αλλοδαπών κινητών αξιών που έχουν αποϋλοποιηθεί ή ακινητοποιηθεί σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει την έκδοσή τους και τηρούνται σε άλλο μητρώο άυλων ή ακινητοποημένων τίτλων,
(στ) οι διαδικασίες καταχώρησης στο ΣΑΤ των πρά­ξεων και συναλλαγών επί άυλων κινητών αξιών που τηρούνται σε λογιστική μορφή στο ΣΑΤ καθώς και κατα­χώρησης των πάσης φύσεως μεταβολών επί των άυλων αυτών κινητών αξιών,
(ζ) οι διαδικασίες διακανονισμού συναλλαγών επί των άυλων κινητών αξιών ή και επί άλλων χρηματοπιστωτικών µέσων του στοιχείου δ΄ του άρθρου 5 του ν. 3606/2007, βάσει των οποίων εκτελούνται οι παραδόσεις κινητών αξιών στο Σ.Α.Τ. ή και οι χρηματικοί διακανονισμοί σε σχέση µε τις συναλλαγές αυτές
(η) οι προϋποθέσεις, οι όροι και η διαδικασία πρόσβα­σης στο ΣΑΤ,
(θ) οι προϋποθέσεις, οι όροι και η διαδικασία διασύνδε­σης με συστήματα, άλλα μητρώα, κεντρικά αποθετήρια αξιών ή πιστωτικά ιδρύματα που ενεργούν ως θεματο­φύλακες καθώς και θέματα σχετικά με τη σύναψη των κατάλληλων συμβάσεων,
(ι) οι αρμοδιότητες, εξουσίες και υποχρεώσεις του διαχειριστή του ΣΑΤ και
(ια) κάθε άλλο σχετικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία του ΣΑΤ.


3. Ειδικώς ως προς τη μετατροπή ενσώματων τίτ­λων του Ελληνικού Δημοσίου σε άυλους τίτλους ε­φαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2198/1994 (ΦΕΚ 43 Α'). Όπου στη νομοθεσία αναφέ­ρεται η παράγραφος 3 του άρθρου 105 του ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α') νοούνται οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 7 του παρόντος νόμου.

1. Κινητές αξίες αλλοδαπών εκδοτών μπορεί να κα­τατίθενται προς ακινητοποίηση και να καταχωρίζο­νται στο ΣΑΤ, σύμφωνα με όσα ειδικότερα προβλέπο­νται στον Κανονισμό της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του παρόντος. Ως δικαιούχοι των κινητών αυτών α­ξιών ορίζονται οι εγγεγραμμένοι επενδυτές στο ΣΑΤ, οι οποίοι έχουν έναντι του εκδότη των αλλοδαπών κι­νητών αξιών τα πάσης φύσεως, περιουσιακά και άλλα, δικαιώματα που συνδέονται με τις ίδιες τις αλλοδα­πές κινητές αξίες, σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει την έκδοση τους.

2. Από της καταθέσεως των κινητών αξιών προς ακι­νητοποίηση, η παρακολούθηση τους και η καταχώρι­ση των πάσης φύσεως μεταβολών επ' αυτών διενερ­γείται μέσω λογιστικών εγγραφών στο ΣΑΤ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα με τον Κανονισμό.

3. Σε περίπτωση άρσης της ακινητοποίησης αλλοδα­πών κινητών αξιών, οι επενδυτές που είναι εγγεγραμ­μένοι στο ΣΑΤ κατά το χρόνο της άρσης, διατηρούν τις πάσης φύσεως αξιώσεις που συνδέονται με αυτές έναντι του εκδότη των κινητών αξιών.

4. Επί καταχωρίσεως στο ΣΑΤ κινητών αξιών αλλο­δαπών εκδοτών ύστερα από ακινητοποίηση τους, ε­φαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 3, 43 παρ. 2, 45, 46 παρ. 2, 48, 49, 51, 53, 55, 57, 58 του ν. 2396/1996.

Για την αποϋλοποίηση κινητών αξιών αλλοδαπών εκδοτών και την καταχώριση τους στο ΣΑΤ εφαρμό­ζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 39, 40 πα­ράγραφοι 1 και 3, 41, 42 παράγραφοι 1 και 3, 43, 45, 46 παρ. 2, 48, 49, 51, 52, 53, 54, 55, 57 και 58 του ν. 2396/1996, εφόσον η μετατροπή των αλλοδαπών κι­νητών αξιών σε άυλους τίτλους επιτρέπεται και από το δίκαιο που διέπει την έκδοση τους.

1. Τα πιστοποιητικά κατάθεσης είναι τίτλοι παρα­στατικοί κινητών αξιών αλλοδαπών εκδοτών οι οποίοι παρέχουν στον κάτοχο τους τα δικαιώματα που προ­βλέπει η σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του εκδό­τη των παρισταμένων κινητών αξιών και του εκδότη των πιστοποιητικών κατάθεσης σύμφωνα με την πα­ράγραφο 3. Επιτρέπεται η καταχώριση στο ΣΑΤ πιστο­ποιητικών κατάθεσης.

2. Τα πιστοποιητικά κατάθεσης εκδίδονται από τον διαχειριστή του ΣΑΤ, από τον διαχειριστή άλλου μη­τρώου άυλων ή ακινητοποιημένων τίτλων ή από πι­στωτικό ίδρυμα που παρέχει στην Ελλάδα την υπηρε­σία της φύλαξης χρηματοπιστωτικών μέσων.

3. Μεταξύ του εκδότη των παρισταμένων κινητών αξιών και του εκδότη των πιστοποιητικών κατάθεσης καταρτίζεται σύμβαση η οποία προβλέπει τουλάχι­στον τα δικαιώματα των κατόχων των πιστοποιητικών κατάθεσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονι­σμό ΣΑΤ.
Ο εκδότης του πιστοποιητικού που αποκτά κυριότητα των παριστάµενων κινητών αξιών κατέχει τις κινητές αξίες υπό τους όρους που προβλέπονται στη σύµβαση. Οι παριστάµενες κινητές αξίες δεν περιλαµβάνονται στον ισολογισμό του εκδότη των πιστοποιητικών, δεν αποτελούν µέρος της πτωχευτικής του περιουσίας και δεν µπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εναντίον του κατάσχεσης ή δέσμευσης, σε περίπτωση δε που κατασχεθούν παρά ταύτα µπορεί να ασκηθεί ανακοπή µε ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 936 Κ.Πολ.Δ..

4. Επί καταχωρίσεως στο ΣΑΤ τίτλων παραστατικών κινητών αξιών, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 3, 43 παρ. 2, 45, 46 παρ. 2, 48, 49, 51, 53, 55, 57, 58 του ν. 2396/1996.

Ο διαχειριστής του Σ.Α.Τ. μπορεί να τηρεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό τρίτων δικαιούχων, σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τις αλλοδαπές κινητές αξίες, συγκεντρωτικό λογαριασμό στο αλλοδαπό μητρώο άυλων ή ακινητοποιημένων τίτλων, απευθείας ή μέσω πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που ενεργεί ως θεματοφύλακας. Οι κινητές αξίες που τηρούνται από τον διαχειριστή του Σ.Α.Τ. για λογαριασμό τρίτων αποχωρίζονται από την εταιρική περιουσία του διαχειριστή και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εναντίον του κατάσχεσης ή δέσμευσης, σε περίπτωση δε που κατασχεθούν παρά ταύτα μπορεί να ασκηθεί ανακοπή με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 936 Κ.Πολ.Δ.
Για τις ανάγκες παρακολούθησης στο ΣΑΤ των δικαιούχων κινητών αξιών αλλοδαπών εκδοτών που τηρούνται σε αλλοδαπό μητρώο τηρείται στο ΣΑΤ λογαριασμός στο όνομα ενός εκάστου εξ αυτών.

Ο διαχειριστής του Σ.Α.Τ. μπορεί να συνάπτει συμφωνίες τήρησης κινητών αξιών σε λογιστική μορφή ή να δημιουργεί συνδέσμους με αλλοδαπά συστήματα ή μητρώα ή πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που ενεργούν ως θεματοφύλακες, μετά από προηγούμενη γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Η Επιτροπή Κεφαλαι­αγοράς μπορεί να αντιταχθεί στη σύναψη συμφωνιών ή στη δημιουργία συνδέσμων, αν κρίνει ότι δεν δια­σφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και η προστασία των επενδυτών, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 34 του ν. 3606/2007 (ΦΕΚ 195 Α') , η οποία εφαρμόζεται αναλόγως. Στην περίπτωση αυτή δεν συ­νάπτεται η αντίστοιχη σύμβαση ούτε δημιουργείται σύνδεσμος.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει ε­πίπληξη ή πρόστιμο μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ σε περίπτωση παράβασης των διατά­ξεων των άρθρων 1 έως 6 του παρόντος νόμου ή του κανονισμού λειτουργίας του ΣΑΤ από τα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε αυτό.
Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη η βαρύτητα της παράβασης, η επί­πτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέρο­ντα των επενδυτών, ο βαθμός της υπαιτιότητας, η λή­ψη μέτρων από τον παραβάτη για την άρση της παρά­βασης στο μέλλον, ο βαθμός συνεργασίας με την Επι­τροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρό­ληψης και η τυχόν καθ' υποτροπήν τέλεση παραβάσεων του νόμου αυτού ή της λοιπής νομοθεσίας για την Κεφαλαιαγορά.
Σε περίπτωση σοβαρών ή επανειλημμένων παραβά­σεων η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαγο­ρεύει τη συμμετοχή Επιχείρησης Παροχής Επενδυτι­κών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ) ή πιστωτικού ιδρύματος στο ΣΑΤ.

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 7 του ν. 3371/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Επιτρέπεται η εισαγωγή σε οργανωμένη αγορά κινητών αξιών που έχουν εκδοθεί από εκδότες που ε­δρεύουν σε άλλο κράτος-μέλος ή σε τρίτο κράτος ε­φόσον: (α) έχουν προηγουμένως αποϋλοποιηθεί ή α­κινητοποιηθεί σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο ή (β) πρόκειται για αξίες που έχουν καταχωρισθεί, σύμφω­να με το δίκαιο που διέπει τον εκδότη τους, σε μη­τρώο άυλων ή ακινητοποιημένων τίτλων και οι οποίες υπόκεινται, κατά το δίκαιο που τις διέπει, σε καταχώ­ριση και παρακολούθηση σε λογιστική μορφή.»

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 28 του ν. 3371/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι μετοχές της ΑΕΕΧ είναι ονομαστικές. Το ελά­χιστο μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕΕΧ ανέρχεται σε πε­ντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.»

3. Το άρθρο 29 του ν. 3371/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 29
Εισαγωγή μετοχών σε οργανωμένη αγορά
1. Η ΑΕΕΧ έχει υποχρέωση να εισάγει τις μετοχές της σε οργανωμένη αγορά που λειτουργεί στην Ελλά­δα εντός έξι μηνών από τη χορήγηση της άδειας λει­τουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εάν μετά την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου αυτής οι μετοχές της ΑΕΕΧ δεν έχουν εισαχθεί προς δια­πραγμάτευση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια λειτουργίας της ΑΕΕΧ.
2. Η εισαγωγή των μετοχών της ΑΕΕΧ γίνεται σύμ­φωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την εισαγωγή μετοχών σε οργανωμένη αγορά που λει­τουργεί στην Ελλάδα. Κατ' εξαίρεση, η ΑΕΕΧ δεν απαι­τείται για την εισαγωγή των μετοχών της σε οργανω­μένη αγορά να έχει δημοσιεύσει ή να έχει καταθέσει προς δημοσίευση ετήσιες οικονομικές καταστάσεις.
3. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου η εισαγωγή των μετοχών της ΑΕΕΧ γίνεται μετά την ολοκλήρωση αύξησης μετοχι­κού κεφαλαίου με δημόσια προσφορά ύψους τουλάχι­στον δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ. Σε περί­πτωση που, μετά τη δημόσια προσφορά, το συγκεντρωθέν ποσό υπολείπεται των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ, η αποφασισθείσα αύξηση είναι ά­κυρη και το συγκεντρωθέν ποσό επιστρέφεται αμελ­λητί στους επενδυτές.»

1. Το άρθρο 10 του ν. 3016/2002 (ΦΕΚ 110 Α') αντι­καθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 10
Συνέπειες παραβίασης των διατάξεων του παρόντος
1. Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων των άρθρων 3 έως 8 και 11 του παρόντος, η Επιτροπή Κε­φαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει στα μέλη του διοι­κητικού συμβουλίου ή σε όποιο πρόσωπο, μέλος ή μη του διοικητικού συμβουλίου, έχουν τυχόν ανατεθεί οι σχετικές αρμοδιότητες αυτού, επίπληξη ή πρόστιμο από τρεις χιλιάδες μέχρι ένα εκατομμύριο ευρώ. Κα­τά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ενδει­κτικά υπόψη η βαρύτητα της παράβασης, η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγο­ράς, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των επενδυτών, ο βαθμός της υπαιτιότητας, η λήψη μέτρων από τον παραβάτη για την άρση της παράβα­σης στο μέλλον, ο βαθμός συνεργασίας με την Επι­τροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρό­ληψης και η τυχόν καθ' υποτροπή ν τέλεση παραβάσε­ων του νόμου αυτού ή της λοιπής νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά.
2. Το κύρος των αποφάσεων του διοικητικού συμ­βουλίου δεν θίγεται εάν η σύνθεση του δεν είναι σύμ­φωνη με τις ρυθμίσεις του άρθρου 3 παρ. 2, καθώς και του άρθρου 4 παρ. 1 του παρόντος.»

2. Μετά την παράγραφο 16 του άρθρου 3 του ν. 3283/2004 προστίθεται νέα παράγραφος 17 ως ε­ξής:
«17. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εξειδικεύονται οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στην Οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους Οργανισμούς Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ), κατ' εφαρμογή της Οδη­γίας 2007/16/ΕΚ της Επιτροπής.»

3. Η περίπτωση (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3401/2005 (ΦΕΚ 257 Α) αντικαθίσταται ως εξής:
«(γ) το πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΠΕΥ που αναφέρεται στο ενημερωτικό δελτίο ότι παρέχει την επενδυτική υπηρεσία της αναδοχής χρηματοπιστωτικών μέσων ή της τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέ­σμευση ανάληψης ή της τοποθέτησης χρηματοπιστω­τικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης σύμφωνα με τις περιπτώσεις (στ) και (ζ), αντιστοίχως, της παρα­γράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007 (ΦΕΚ 195 Α'), καθώς και το πρόσωπο που αναφέρεται στο ενημερω­τικό δελτίο με την ιδιότητα του «συμβούλου», «συμ­βούλου έκδοσης», «συντονιστή έκδοσης» ή άλλη πα­ρεμφερή ιδιότητα.»

4. Στο άρθρο 6 του ν. 3401/2005, η υφιστάμενη πα­ράγραφος 3 αναριθμείται σε 4 και προστίθεται νέα πα­ράγραφος 3 ως εξής:
«3. Το ενημερωτικό δελτίο που εκδίδεται για την ει­σαγωγή κινητών αξιών για διαπραγμάτευση, σε οργα­νωμένη αγορά για πρώτη φορά ή για τη δημόσια προ­φορά κινητών αξιών χωρίς εισαγωγή σε οργανωμένη αγορά, υπογράφεται υποχρεωτικά από πιστωτικό ί­δρυμα ή ΕΠΕΥ που έχει άδεια για την παροχή της ε­πενδυτικής υπηρεσίας της αναδοχής χρηματοπιστω­τικών μέσων ή της τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης σύμφωνα με την περί­πτωση (στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007.»

5. Μετά το άρθρο 6 του ν. 3401/2005 προστίθεται νέο άρθρο 6α ως εξής:
«Άρθρο 6α
Κανονισμός Αναδοχών
1. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καταρτίζεται «Κανονισμός Αναδοχών», με τον οποίο ρυθμίζονται θέματα που αφορούν τις υποχρεώσεις και τη συμπεριφορά των ΕΠΕΥ και των πιστωτικών ιδρυμάτων που διαμεσολαβούν στη δημόσια προσφο­ρά ή στην εισαγωγή για διαπραγμάτευση κινητών αξιών, παρέχοντας τις επενδυτικές υπηρεσίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις (στ) και (ζ) της παραγρά­φου 1 και (στ) της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007 (ΦΕΚ 195 Α'). Με τον Κανονισμό αυτόν μπορεί να θεσπίζονται ειδικές υποχρεώσεις των ΕΠΕΥ και των πιστωτικών ιδρυμάτων, ανάλογα με τις υπηρεσίες που παρέχουν, ιδίως να ρυθμίζονται θέματα που αφορούν στην προπαρασκευή, διενέργεια, διεκπεραίωση, προβολή και διαφήμιση των διαδικα­σιών δημόσιας προσφοράς ή εισαγωγής για διαπραγμάτευση κινητών αξιών, τη διασφάλιση της ποιότητας της παρεχόμενης πληροφόρησης και της ίσης μεταχείρισης των επενδυτών, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα ή λεπτομέρεια.
2. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπο­ρεί να επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση του ανωτέρω Κανονισμού μέχρι τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ, καθώς και να αναστέλλονται ή να διακόπτονται οι διαδικασίες δημόσιας προσφοράς ή εισαγωγής για διαπραγμάτευση κινητών αξιών όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο για το συμφέρον των επενδυτών.
Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη η βαρύτητα της παράβασης, η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των επενδυτών, ο βαθμός της υπαιτιότητας, η λήψη μέτρων από τον παραβάτη για την άρση της παράβασης στο μέλλον, ο βαθμός συνεργασίας με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης και η τυχόν καθ' υποτροπήν τέλεση παραβάσε­ων του νόμου αυτού ή της λοιπής νομοθεσίας για την Κεφαλαιαγορά.»

6. Η περίπτωση 3 του άρθρου 2 του ν. 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«3. «Εκδότες» νοούνται τα νομικά πρόσωπα, στα ο­ποία συμπεριλαμβάνονται τα κράτη, των οποίων κινη­τές αξίες έχουν εισαχθεί σε οργανωμένη αγορά, που έχει την έδρα της ή λειτουργεί στην Ελλάδα ή για τις οποίες έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής στην εν λό­γω αγορά ή οι κινητές αξίες τους αποτελούν αντικεί­μενο διαπραγμάτευσης σε Πολυμερή Μηχανισμό Δια­πραγμάτευσης, τον οποίο διαχειρίζεται πιστωτικό ί­δρυμα, ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστής οργανωμένης αγοράς που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε περί­πτωση τίτλων παραστατικών μετοχών, εκδότης θεω­ρείται ο φορέας που εξέδωσε τις αντιπροσωπευόμενες στους τίτλους αυτούς μετοχές.»

7. Μετά την περίπτωση (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του ν. 3340/2005 προστίθεται νέα περίπτω­ση (γ) ως εξής:
«(γ) στις πράξεις ή παραλείψεις που λαμβάνουν χώ­ρα στην ελληνική επικράτεια ή στην αλλοδαπή και α­φορούν χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντι­κείμενο διαπραγμάτευσης σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης, τον οποίο διαχειρίζεται πιστωτικό ίδρυμα, ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστής οργανωμένης αγοράς που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.»

8. Μετά την παράγραφο 2 του άρθρου 20 του ν. 3556/2007 (ΦΕΚ 91 Α') προστίθεται νέα παράγραφος 2α ως εξής:
«2α. Σε περίπτωση κινητών αξιών εκδότη τρίτης χώ­ρας του οποίου το κράτος μέλος καταγωγής είναι η Ελλάδα οι ρυθμιζόμενες πληροφορίες μπορεί να δημοσιεύονται, κατά παρέκκλιση της περίπτωσης (β) της παραγράφου 1 ή της περίπτωσης (α) της παραγράφου 2, κατ' επιλογή του εκδότη, σε γλώσσα ευρέως διαδεδομένη στο διεθνή χρηματοοικονομικό τομέα.»

9. Το άρθρο 83 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α') αντι­καθίσταται ως εξής:
«Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ανακλήσε­ως άδειας λειτουργίας επιχειρήσεων παροχής επεν­δυτικών υπηρεσιών, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλει στην επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, τους νόμιμους εκ­προσώπους και τους διοικούντες αυτή επίπληξη ή πρόστιμο μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ.
Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη η βαρύτητα της παράβασης, η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των επενδυτών, ο βαθμός της υπαιτιότητας, η λήψη μέτρων από τον παραβάτη για την άρση της παράβασης στο μέλλον, ο βαθμός συνεργασίας με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης και η τυχόν καθ' υποτροπήν τέλεση παραβάσεων του νόμου αυτού ή της λοιπής νομοθεσίας για την Κεφαλαιαγορά.
Η επιβολή των κυρώσεων του προηγουμένου εδαφίου δεν κωλύει τη σωρευτική επιβολή και λοιπών κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεως, δια των ιδίων πράξεων ή παραλείψεων, και άλλων διατάξεων.»

10. Μετά την παράγραφο 12 του άρθρου 12 του ν. 3606/ 2007 προστίθεται παράγραφος 13 ως εξής:
«13. Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρά­γραφο 7 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στο υποκατάστημα ΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια λειτουρ­γίας από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους.»

11. Μετά την παράγραφο 7 του άρθρου 32 του ν. 3606/2007 προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Αν η ΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους χρησιμοποιεί στην Ελλάδα συνδεδεμένο αντιπρόσωπο, ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις πε­ρί υποκαταστημάτων διατάξεις του νόμου αυτού.»

12. Η παράγραφος 2 του άρθρου 49 του ν. 3606/ 2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι ΕΠΕΥ, οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα ή λειτουργούν με υποκατάστημα στην Ελλάδα και εκτε­λούν συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά, καθώς και με χρηματοπι­στωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμά­τευσης σε ΠΜΔ τον οποίο διαχειρίζεται πιστωτικό ί­δρυμα, ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστής οργανωμένης αγοράς που εδρεύει στην Ελλάδα, γνωστοποιούν τις συναλ­λαγές αυτές στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το ταχύ­τερο δυνατό, και το αργότερο εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Η υποχρέωση αυτή ισχύει και για συναλλαγές με χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά ή που αποτελούν α­ντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ οι οποίες διε­νεργήθηκαν εκτός οργανωμένης αγοράς ή ΠΜΔ.»

13. Οι παράγραφοι 4 έως 6 του άρθρου 85 του ν. 3606/2007 αντικαθίστανται και ισχύουν από 17.2.2009 ως εξής:
«4. Από τη θέση σε ισχύ της απόφασης της Επιτρο­πής Κεφαλαιαγοράς με την οποία εγκρίνεται ο Κανο­νισμός του Συστήματος Αξιών και, σε κάθε περίπτω­ση, έως την 1η Νοεμβρίου 2009 καταργούνται οι δια­τάξεις των άρθρων 4 έως 7 του ν. 2471/1997 (ΦΕΚ 46 Α') και οι παράγραφοι 1 έως 3 του άρθρου 5 και το άρ­θρο 5α του ν. 3152/2003 (ΦΕΚ 152 Α').
5. Αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που έ­χουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 έως 7 του ν. 2471/1997 παύουν να ισχύουν με τη θέ­ση σε ισχύ της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγο­ράς με την οποία εγκρίνεται ο Κανονισμός του Συστή­ματος Αξιών και, σε κάθε περίπτωση, παύουν να ισχύ­ουν από την 1η Νοεμβρίου 2009.
6. Από τη θέση σε ισχύ της απόφασης της Επιτρο­πής Κεφαλαιαγοράς με την οποία εγκρίνεται ο Κανο­νισμός του Συστήματος Παραγώγων και, σε κάθε πε­ρίπτωση, από την 1η Νοεμβρίου 2009 καταργούνται οι διατάξεις:
(α) των παραγράφων 2 και 20 του άρθρου 1, της πα­ραγράφου 2 του άρθρου 10, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 11, του άρθρου 21, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 22, της παραγράφου 3 του άρθρου 24, των άρθρων 25 έως 30 του ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α') και
(β) των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 5 του ν. 3152/2003.»

14. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρ­θρου 7 του ν. 3461/2006 (ΦΕΚ 106 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«Την ίδια υποχρέωση υπέχει και κάθε πρόσωπο που κατέχει περισσότερο από το ένα τρίτο (1/3) χωρίς να υπερβαίνει το ένα δεύτερο (1/2) του συνόλου των δι­καιωμάτων ψήφου της υπό εξαγορά εταιρείας και το οποίο αποκτά μέσα σε έξι (6) μήνες, άμεσα ή έμμεσα, απευθείας ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα που ε­νεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυ­τό, κινητές αξίες της υπό εξαγορά εταιρείας οι οποίες αντιπροσωπεύουν ποσοστό ανώτερο του τρία τοις ε­κατό (3%) του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου της υπό εξαγορά εταιρείας.»

15. Η παράγραφος 3 του άρθρου 20 του ν. 3283/2004 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η ΑΕΔΑΚ αποτιμά από 1.1.2010 τα στοιχεία του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου σύμφωνα με λογιστικούς κανόνες, όπως διαμορφώνονται από την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, στο πλαίσιο των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων μετά από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.»

16. Μετά το άρθρο 19 του ν. 3340/2005 προστίθεται νέο άρθρο 19α ως εξής:
«Άρθρο 19α
1. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε­πιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις των εταιριών που έχουν εισαγάγει κινη­τές αξίες τους σε οργανωμένη αγορά ή που κινητές αξίες τους αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης που λει­τουργεί στην Ελλάδα σε περίπτωση δημοσιοποίησης από τρίτο ανεπιβεβαίωτων πληροφοριών, το περιεχό­μενο της ανακοίνωσης και η διαδικασία καταχώρισης της, καθώς επίσης και πρόσθετες υποχρεώσεις των ως άνω εταιριών και της διοίκησης τους.
2. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων της α­πόφασης της προηγούμενης παραγράφου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει στους παραβάτες πρόστιμο έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στη διάχυση ορ­θής και έγκυρης πληροφόρησης στο επενδυτικό κοι­νό, ο βαθμός της υπαιτιότητας, ο βαθμός συνεργα­σίας με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης και η τυχόν καθ' υποτροπήν τέλε­ση παραβάσεων του νόμου αυτού ή της λοιπής νομο­θεσίας για την Κεφαλαιαγορά.»

1. Οι παράγραφοι 1 έως 3, 7 και 9 του άρθρου 77 του ν. 1969/1991 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Οι κατά την κείμενη νομοθεσία αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ασκούνται από τα ε­ξής όργανα: το Διοικητικό Συμβούλιο και την Εκτελεστική Επιτροπή.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι επταμελές, αποτελείται από τον Πρόεδρο, δύο Αντιπροέδρους (Α' και Β') και τέσσερα μέλη και διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
3. Για το διορισμό του Προέδρου εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 49Α του Κανονισμού της Βουλής. Δύο μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου διορίζονται από καταλόγους τριών υποψηφίων ο καθένας, που συντάσσονται αντιστοίχως από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Χρηματιστήριο Αθηνών.»
«7. Αν για οποιονδήποτε λόγο κενωθεί θέση μέλους διορίζεται αντικαταστάτης του με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, εφαρμοζομένου και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση αυτή ως χρόνος θητείας ορίζεται το υπόλοιπο της θητείας του μέλους που κατείχε την κενωθείσα θέση. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου μπορεί να παραταθεί και μετά τη λήξη της μέχρι το διορισμό του νέου Διοικητικού Συμβουλίου, όχι όμως για διάστημα μεγαλύτερο από τρεις μήνες.»
«9. Το Διοικητικό Συμβούλιο συγκαλείται δύο φο­ρές το μήνα από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει, εφό­σον παρίστανται αυτοπροσώπως τέσσερα τουλάχι­στον μέλη. Οι αποφάσεις αυτού λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των παρόντων μελών. Σε περίπτωση ισο­ψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.»

2. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 30 του ν. 2324/1995, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Το Συμβούλιο συνεδριάζει έγκυρα εφόσον παρί­στανται αυτοπροσώπως τέσσερα τουλάχιστον μέλη.»

3. Το υφιστάμενο κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου Διοικητικό Συμβούλιο εξακολουθεί να συνεδριάζει και να αποφασίζει νόμιμα με την εννεαμελή σύνθεση του μέχρι τη λήξη της τρέχουσας θητείας του. Οι τροποποιούμενες με τον παρόντα νόμο διατάξεις που διείπαν τη σύγκληση και τη λήψη των α­ποφάσεων του εξακολουθούν να εφαρμόζονται στο διάστημα αυτό.

4. Μετά το άρθρο 78 του ν. 1969/1991 προστίθεται άρθρο 78 Α ως εξής:
«Άρθρο 78 Α
Συμβουλευτική Επιτροπή
1. Συνιστάται Συμβουλευτική Επιτροπή στην Επι­τροπή Κεφαλαιαγοράς έργο της οποίας είναι η διατύ­πωση απόψεων σχετικά με κανονιστικές ρυθμίσεις της τελευταίας. Μπορεί επίσης να υποβάλει στην Επι­τροπή Κεφαλαιαγοράς προτάσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς. Σε περίπτωση που η Επιτρο­πή Κεφαλαιαγοράς εισηγείται προς τον Υπουργό Οι­κονομίας και Οικονομικών την υιοθέτηση νομοθετι­κών ρυθμίσεων, είναι υποχρεωτική η προηγούμενη διατύπωση γνώμης της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
2. Η Συμβουλευτική Επιτροπή είναι επταμελής. Τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής εκπροσωπούν την Ένωση Εισηγμένων Εταιριών (ΕΝΕΙΣΕΤ), το Σύν­δεσμο Μελών του Χρηματιστηρίου Αθηνών (ΣΜΕΧΑ), την Ελληνική Ένωση Τραπεζών (ΕΕΤ), την Ένωση Θε­σμικών Επενδυτών (ΕΘΕ), το Σύνδεσμο Εταιριών Δια­μεσολαβητικών Υπηρεσιών Κινητών Αξιών (ΣΕΔΥΚΑ) και την Ένωση Ενενδυτών Διαδικτύου (ΣΕΔ). Κάθε φορέας προτείνει τον εκπρόσωπο και τον αναπληρω­τή του, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Με την ίδια απόφαση ο­ρίζεται Πρόεδρος της Επιτροπής, χωρίς δικαίωμα ψή­φου, ανώτερο στέλεχος της Επιτροπής Κεφαλαιαγο­ράς.
3. Η θητεία των μελών της Συμβουλευτικής Επιτρο­πής είναι τριετής.
4. Η Συμβουλευτική Επιτροπή εκλέγει από τα μέλη της Αντιπρόεδρο και Γραμματέα και συνεδριάζει ύ­στερα από πρόσκληση του Προέδρου της στα Γρα­φεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.»

Το άρθρο 71 του ν. 2533/1997 αντικαθίσταται ως α­κολούθως:
«Άρθρο 71
Κεφάλαιο του Συνεγγυητικού
1. Το κεφάλαιο του Συνεγγυητικού σχηματίζεται α­πό τις εισφορές των Μελών. Οι εισφορές διακρίνονται σε αρχικές, τακτικές, συ­μπληρωματικές και ειδικές. Το σύνολο των εισφορών που έχει καταβάλει κάθε Μέλος αποτελούν τη μερίδα του.
2. Η αρχική εισφορά καταβάλλεται εφάπαξ σε με­τρητά, από τα συμμετέχοντα Μέλη στο Συνεγγυητικό και ορίζεται σε:
(α) σε 150.000 ευρώ για τις ΑΕΠΕΥ, τις ΑΕΔΑΚ, και τα Πιστωτικά Ιδρύματα που συμμετέχουν στο Συνεγ­γυητικό,
(β) σε 500.000 ευρώ για τις ΑΕΠΕΥ της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του ν. 3606/2007 και τα παραπάνω Πι­στωτικά Ιδρύματα εφόσον παρέχουν τις επενδυτικές υπηρεσίες που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη, καθώς και τις ΕΠΕΥ που έχουν την καταστατική τους έδρα σε τρίτο, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, κράτος και παρέχουν στην Ελλάδα καλυπτόμενες υπηρεσίες μέσω υποκαταστήματος,
(γ) σε 50.000 ευρώ για τις ΑΕΠΕΥ της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ν. 3606/2007.
3. Η τακτική εισφορά καταβάλλεται κάθε χρόνο: (α) από τις ΑΕΠΕΥ, εκτός των ΑΕΠΕΥ της παρ. 3 του άρ­θρου 10 του ν. 3606/2007, τις ΑΕΔΑΚ και τα Πιστωτικά Ιδρύματα που συμμετέχουν στο Συνεγγυητικό, (β) ε­φόσον συμμετέχουν στο Συνεγγυητικό, από ΕΠΕΥ, των οποίων η έδρα βρίσκεται σε τρίτο, εκτός Ευρω­παϊκής Ένωσης, κράτος και παρέχουν στην Ελλάδα καλυπτόμενες υπηρεσίες μέσω υποκαταστήματος, και από ΕΠΕΥ ή εταιρίες διαχείρισης, των οποίων η έ­δρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παρέχουν στην Ελλάδα καλυπτόμενες υ­πηρεσίες μέσω υποκαταστήματος.
Το ύψος της τακτικής εισφοράς υπολογίζεται κάθε χρόνο με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνεγγυητικού, η οποία εκδίδεται εντός του μηνός Μαρτίου. Τα κριτήρια προσδιορισμού του τρόπου υ­πολογισμού και επιμερισμού της ετήσιας τακτικής ει­σφοράς, καθώς και, εν γένει, του ύψους αυτής καθο­ρίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, η οποία εκδίδεται κατόπιν κοινής εισή­γησης της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και γνώμης του Διοικητικού Συμβου­λίου του Συνεγγυητικού. Με την απόφαση αυτή μπο­ρεί επίσης να ρυθμίζεται οποιοδήποτε άλλο ειδικό θέ­μα ή τεχνική λεπτομέρεια ως προς τον προσδιορισμό και επιμερισμό της ετήσιας τακτικής εισφοράς. Κριτή­ρια προσδιορισμού της ετήσιας τακτικής εισφοράς α­ποτελούν, ιδίως, ο αριθμός των επενδυτών-πελατών κάθε συμμετέχοντος στο Συνεγγυητικό Μέλους, η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία κατέχει αυτό κατά το αμέσως προηγούμενο έτος στις καθορισθησόμενες ημερομηνίες αναφοράς για λογα­ριασμό των επενδυτών-πελατών του στο πλαίσιο πα­ροχής καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών.
Ως συνολική αξία περιουσιακών στοιχείων πελατών, λαμβάνεται ο μέσος όρος της τρέχουσας αξίας των κεφαλαίων και των χρηματοπιστωτικών μέσων που κατείχε το Μέλος κατά τις ημερομηνίες αναφοράς του προηγούμενου έτους, ασχέτως εάν οι πελάτες παραμένουν πελάτες του Μέλους κατά το χρόνο υπο­λογισμού της τακτικής εισφοράς. Εφόσον η αξία του μέσου όρου των περιουσιακών στοιχείων που κατέχει το Μέλος για λογαριασμό ενός πελάτη υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες (30.000 ευρώ), ως αξία των περιου­σιακών στοιχείων του πελάτη αυτού λαμβάνεται το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Κάθε Μέλος υποβάλλει στο Συνεγγυητικό μέχρι το τέλος Φε­βρουαρίου κάθε έτους συγκεντρωτική κατάσταση με τα περιουσιακά στοιχεία πελατών που είχε στην κατο­χή του κατά τις ημερομηνίες αναφοράς. Η κατάσταση αυτή πιστοποιείται ως προς την ακρίβεια της από ορ­κωτό ελεγκτή.
4. Εάν η τακτική εισφορά που είναι καταβεβλημένη στο Συνεγγυητικό:
(α) υπολείπεται της υπολογιζόμενης, σύμφωνα με τα παραπάνω, εκάστοτε τακτικής εισφοράς, τα Μέλη καταβάλλουν τη διαφορά,
(β) υπερβαίνει την υπολογιζόμενη, σύμφωνα με τα παραπάνω, εκάστοτε τακτική εισφορά, το Συνεγγυη­τικό επιστρέφει τη διαφορά στα Μέλη.
5. Τουλάχιστον 50% της τακτικής εισφοράς κάθε Μέλους οφείλει να καταβάλλεται σε μετρητά εντός εύλογης προθεσμίας που καθορίζει το Διοικητικό Συμβούλιο του Συνεγγυητικού και κατά τμήμα που δεν υπερβαίνει το 50% του συνόλου με εγγυητική επι­στολή πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα. Η διαδικασία καταβολής, το περιεχόμε­νο της εγγυητικής επιστολής και κάθε σχετικό θέμα και ειδική λεπτομέρεια καθορίζονται από το Συνεγ­γυητικό.
6. Η συμπληρωματική εισφορά καταβάλλεται από κάθε Μέλος, όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώ­σεις και ιδίως για την αντιμετώπιση έκτακτων κινδύ­νων και αναγκών.
Με αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητικού Συμ­βουλίου του Συνεγγυητικού αποφασίζεται η καταβο­λή συμπληρωματικής εισφοράς από όλα τα Μέλη προ­κειμένου να καλυφθούν υποχρεώσεις καταβολής α­ποζημίωσης σε επενδυτές, οι οποίες έχουν γεννηθεί ή πιθανολογείται βάσιμα ότι θα γεννηθούν, σε ύψος που θα καθορίζεται αιτιολογημένα στην εισήγηση αυ­τή και που σε κάθε περίπτωση δεν θα υπερβαίνει το διπλάσιο των εισφορών των Μελών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Η απόφαση κοινο­ποιείται αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η Ε­πιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να μην εγκρίνει την επιβολή της συμπληρωματικής εισφοράς ή να θέσει προϋποθέσεις για την επιβολή της ή να ζητήσει την τροποποίηση της.
Για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής εισφο­ράς λαμβάνονται υπόψη τα ποσά αποζημιώσεων που έχει ήδη αποφασισθεί να καταβληθούν από το Συνεγ­γυητικό, καθώς και τα ποσά που εκτιμάται ότι πρόκει­ται να καταβληθούν από το Συνεγγυητικό προς επεν­δυτές, εντός των επόμενων δώδεκα (12) μηνών.
Η συμπληρωματική εισφορά υπολογίζεται για το σύνολο των Μελών και επιμερίζεται στα Μέλη κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στο κεφάλαιο του Συ­νεγγυητικού.
7. Η ειδική εισφορά καταβάλλεται από ορισμένο Μέλος, όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι που δημιουρ­γούν αμφιβολίες για την οργανωτική του επάρκεια ή φερεγγυότητα.
Το Συνεγγυητικό επιβάλλει με αιτιολογημένη από­φαση του Διοικητικού του Συμβουλίου σε ένα Μέλος ειδική εισφορά, εφόσον αυτό απαιτείται για τη δια­σφάλιση του κεφαλαίου του Συνεγγυητικού, λαμβά­νοντας υπόψη την οργανωτική επάρκεια του Μέλους και ιδίως την επάρκεια των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, την επάρκεια διαχείρισης του, την τυχόν σύνδεση του με άλλες επιχειρήσεις από την οποία εν­δέχεται να προκληθούν απαιτήσεις κατά του Συνεγ­γυητικού.
Το Συνεγγυητικό πριν λάβει απόφαση για την επι­βολή ειδικής εισφοράς συνεκτιμά και την κεφαλαιακή επάρκεια του Μέλους, το δείκτη φερεγγυότητας και τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα του.
8. Το Συνεγγυητικό μπορεί να αναθέτει τον υπολο­γισμό του κεφαλαίου, της τακτικής ή άλλης εισφοράς κάθε Μέλους του και την παροχή σχετικών συμβου­λών σε φυσικά και νομικά πρόσωπα που διαθέτουν σχετική ειδική γνώση και πείρα, υπό όρους ανάθεσης που θα καθορίσει κατά την κρίση του.»

1. Η περίπτωση (ι) της παραγράφου 1 του άρθρου 85 του ν. 3606/2007 αντικαθίσταται ως εξής από τότε που ίσχυσε:
«(ι) τα άρθρα 2 έως 14 και 16 έως 32, εκτός από τις διατάξεις που παραμένουν σε ισχύ και καταργούνται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου αυτού, και 91 του ν. 2533/1997,».

2. Όπου στα άρθρα 1 και 71 έως 78 του ν. 2533/1997 γίνεται αναφορά σε ΑΧΕ και σε ΕΠΕΥ, νοούνται οι ΑΕ-ΠΕΥ και ΕΠΕΥ, αντιστοίχως, κατά την έννοια του ν. 3606/ 2007, οι οποίες παρέχουν νομίμως επενδυτι­κές υπηρεσίες.

1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 3606/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ επιφέρει υποχρεωτικά τη λύση της εταιρίας. Η Επι­τροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί άμεσα την από­φαση της για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ και το διορισμό Επόπτη της εκκαθάρισης στο Υπουργείο Ανάπτυξης. Περίληψη αυτής της από­φασης υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπει το άρθρο 7β του κ.ν. 2190/1920. Μετά τη λύση της εταιρίας ακολουθεί το στάδιο της ειδικής εκκαθάρισης της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ­θρου αυτού.»

2. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του ν. 3606/2007 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Ο διορισμός του επόπτη εκκαθάρισης συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου.»

3. Στο άρθρο 22 του ν. 3606/2007 μετά την παράγραφο 4 προστίθεται νέα παράγραφος 4α ως εξής:
«4α. Μετά το διορισμό του ο Επόπτης της εκκαθάρισης ζητάει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση με αίτηση του προς τον ειρηνοδίκη του τόπου της έδρας της εται­ρίας τη σφράγιση των κεντρικών γραφείων και των υ­ποκαταστημάτων της εταιρίας, καθώς και των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων αυτής. Το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από τη σφράγιση, ο Επόπτης της εκκαθάρισης οφείλει να ζητήσει από τον ειρηνο­δίκη την αποσφράγιση και την απογραφή της εται­ρίας. Μετά την απογραφή τους τα γραφεία και τα υ­ποκαταστήματα της εταιρίας, καθώς και τα περιουσια­κά της στοιχεία παραδίδονται στον επόπτη εκκαθάρισης. Για τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή ε­φαρμόζονται κατά τα λοιπά αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 826-841 Κ.Πολ.Δ.»

4. Στο άρθρο 22 του ν. 3606/2007 προστίθεται νέα παράγραφος 15 που έχει ως εξής:
«15. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έ­τους και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης του παρόντος άρθρου:
α) Παρεμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο τη σφράγι­ση, αποσφράγιση και την απογραφή της εταιρίας, κα­θώς και την παράδοση αυτής και των περιουσιακών της στοιχείων στον Επόπτη της εκκαθάρισης.
β) Εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εμπορικά βιβλία ή άλλα στοιχεία της εταιρίας ή παρασιωπά την ύπαρξη εμπορικών βιβλίων ή άλλων στοιχείων αυτής, κατα­στρέφει ή βλάπτει εμπορικά ή άλλα στοιχεία, η τήρη­ση των οποίων είναι υποχρεωτική από την κείμενη νο­μοθεσία, πριν παρέλθει η προθεσμία που πρέπει να τα διατηρήσει ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας της.
γ) Εξαφανίζει ή παρασιωπά περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας ή βλάπτει ή καθιστά αυτά χωρίς αξία, ε­λαττώνει την περιουσία της με άλλον τρόπο ή παρα­σιωπά ή αποκρύπτει τις πραγματικές δικαιοπρακτικές της σχέσεις.
δ) Παριστά ψευδώς ότι η εταιρία είναι οφειλέτης άλλων ή αναγνωρίζει ανύπαρκτα δικαιώματα τρίτων σε βάρος της εταιρίας.»

Στο ν. 3606/2007 μετά το άρθρο 48 προστίθεται νέο άρθρο 48Α που έχει ως εξής:
«Άρθρο 48Α
Διενέργεια συναλλαγών σε οργανωμένη αγορά
1. Στις οργανωμένες αγορές συναλλαγές διενερ­γούν μόνο τα μέλη τους, σύμφωνα με τους ειδικότε­ρους κανόνες, όρους και προϋποθέσεις που τάσσο­νται με τον Κανονισμό τους.
2. Οι συναλλαγές διενεργούνται με δήλωση προ­σφοράς από ένα μέλος και αποδοχής της προσφοράς από άλλο μέλος, σύμφωνα με τον Κανονισμό της ορ­γανωμένης αγοράς.
3. Τα μέλη της οργανωμένης αγοράς συμβάλλονται στο όνομα τους και για λογαριασμό των εντολέων τους ή για ίδιο λογαριασμό.
4. Τα μέλη ευθύνονται πλήρως έναντι των αντισυμ­βαλλόμενων μελών και του διαχειριστή της οργανω­μένης αγοράς για κάθε εντολή προς κατάρτιση συ­ναλλαγών που διαβιβάζεται μέσω των συστημάτων τους.
5. Κάθε μέλος οργανωμένης αγοράς ευθύνεται αφ' ενός έναντι του εντολέα του για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλόμενου μέλους και αφ' ετέρου έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέλους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εντολέα του. Κάθε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη. Το μέλος δεν επιτρέπεται να αντιτάξει κατά του εντολέα του ενστάσεις που απορρέουν από τη σύμβαση με το άλ­λο μέλος και οι οποίες προβάλλονται από το αντισυμ­βαλλόμενο μέλος για λόγους απαλλαγής από την ευ­θύνη του, ούτε και κατά του αντισυμβαλλόμενου μέ­λους ενστάσεις που απορρέουν από τη σύμβαση με τον εντολέα του. Ακυρότητα ή ελάττωμα της σύμβα­σης παραγγελίας μεταξύ του μέλους και του εντολέα του δεν θίγει το κύρος των συμβάσεων που συνάπτο­νται, σε εκτέλεση της σύμβασης παραγγελίας, στην οργανωμένη αγορά ούτε και επηρεάζει την εκπλήρω­ση των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μελών, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στον Κανονισμό της οργανωμένης αγοράς.
6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για τη διενέργεια συναλλαγών επί χρηματοπιστωτι­κών μέσων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμά­τευσης σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης.»

Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργού­νται:
(α) οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 46 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α'),
(β) η παράγραφος 3 του άρθρου 105 του ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α'),
(γ) η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του ν. 2651/1998 (ΦΕΚ 248 Α'),
(δ) η παράγραφος 4 του άρθρου 2 του ν. 3016/2002 (ΦΕΚ 110 Α') και
(ε) η περίπτωση (ιζ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3401/2005 (ΦΕΚ 257 Α').

Κυρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 3 του ν. 3299/2004 η με αριθμό 51512/ΥΠΕ/ 5/ 000313/Ε/Ν 3299/2004/3-11-2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυ­ξης

«Υπαγωγή της επιχείρησης «ΝΕΧΤ SOLAR ΕΡΓΟ­ΣΤΑΣΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΪΚΩΝ ΜΗΧΑΝΗΜΑ­ΤΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥ­ΣΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε.» με διακριτικό τίτλο «ΝΕΧΤ SO­LAR Α.Ε.» στις διατάξεις του ν. 3299/2004, όπως ισχύ­ει, για την ενίσχυση επενδυτικού σχεδίου της με το κίνητρο της επιχορήγησης».

«Υπαγωγή της επιχείρησης «ΝΕΧΤ SOLAR ΕΡΓΟ­ΣΤΑΣΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΪΚΩΝ ΜΗΧΑΝΗΜΑ­ΤΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥ­ΣΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε.» με διακριτικό τίτλο «ΝΕΧΤ SO­LAR Α.Ε.» στις διατάξεις του Ν. 3299/2004, όπως ισχύ­ει, για την ενίσχυση επενδυτικού σχεδίου της με το κίνητρο της επιχορήγησης.

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του Ν. 3299/2004 (ΦΕΚ 261/Α/23-12-2004 ) «Κίνητρα Ιδιωτικών Επενδύσεων για την Οι­κονομική Ανάπτυξη και την Περιφερειακή Σύγκλιση» όπως ισχύει.
2. Το άρθρο 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα» που κυρώθη­κε με το άρθρο πρώτο του Π.Δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98/Α/22-4-2005).
3. Το Π.Δ. 178/2000 (Φ.Ε.Κ. 165/Α/14-7-2000) για τον «Οργανισμό του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας».
4. Το Π.Δ. 81/20-3-2002 (Φ.Ε.Κ. 57/Α/21-3-2002) για την «Συγχώνευση των Υπουργείων Εθνικής Οικονο­μίας και Οικονομικών στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών».
5. Τις διατάξεις του Π.Δ. 206/Α72007 (Φ.Ε.Κ. 232/Α/19-9-2007) για τον «Διορισμό Υπουργών και Υ­φυπουργών».
6. Την υπ' αριθμ. 42362/Υ252/28-9-2007 (Φ.Ε.Κ. 1948/Β/3-10-2007) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών «Καθορισμός Αρμοδιοτήτων των Υφυπουργών Οικονομίας και Οι­κονομικών».
7. Τις διατάξεις του Π.Δ. 229/1986 (ΦΕΚ 96 Α786) «Σύσταση και Οργάνωση της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας», του Π.Δ. 396/1989 (ΦΕΚ 172 Α789) «Ορ­γανισμός της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας», του Π.Δ. 189/1995 (ΦΕΚ 99 Α795) «Συμπλήρωση και τροποποίηση του Π.Δ. 396/1989» του Π.Δ. 27/1996 (ΦΕΚ 19 Α71996) «Συγχωνεύσεις των Υπουργείων Τουρισμού, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και Εμπορίου στο Υπουργείο Ανάπτυξης».
8. Τον Κανονισμό (ΕΚ) 70/2001 της Επιτροπής της 12ης Ιανουαρίου 2001 και ειδικότερα το Παράρτημα I αυτού «Ορισμός των μικρών και μεσαίων επιχειρήσε­ων» (L 10/13-1-2001), όπως ισχύει.
9. Την υπ' αριθμ. 33017/25-7-2007 (Φ.Ε.Κ. 1292/Β/25-7-2007) απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικο­νομικών για τον «Καθορισμό των δικαιολογητικών και των τεχνικοοικονομικών στοιχείων με τα κίνητρα της επιχορήγησης, της επιδότησης χρηματοδοτικής μί­σθωσης και της επιδότησης του κόστους της δημι­ουργούμενης απασχόλησης, σύμφωνα με τις διατά­ξεις του Ν. 3299/2004».
10. Την υπ' αριθμ. 37643/31-8-2007 (Φ.Ε.Κ. 1742/Β/31-8-2007) απόφαση του Υπουργού Οικονο­μίας και Οικονομικών για τον «Καθορισμό των δικαιο­λογητικών και των τεχνικοοικονομικών στοιχείων για την ενίσχυση των επενδυτικών σχεδίων με τα κίνητρα της επιχορήγησης, της επιδότησης χρηματοδοτικής μίσθωσης και της επιδότησης του κόστους της δημι­ουργούμενης απασχόλησης, σύμφωνα με τις διατά­ξεις του Ν. 3299/2004 που θα υλοποιηθούν στις πλη­γείσες (πυρόπληκτες) περιοχές της επικράτειας».
11. Την υπ' αριθμ. 37641/31-8-2007 (Φ.Ε.Κ. 1742/Β/31-8-2007) απόφαση του Υπουργού Οικονο­μίας και Οικονομικών για τη «Μετάταξη κατηγορίας επενδυτικών σχεδίων της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3299/04, που υλοποιούνται σε πυρόπληκτες περιοχές της Ελληνικής Επικράτειας.»
12. Την υπ' αριθμ. 8356/3-3-2005 (Φ.Ε.Κ. 350/Β/17-3-2005) απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονο­μικών για τα «Στοιχεία αξιολόγησης, λειτουργία, βαθ­μολόγηση, αριθμός και τρόπος εφαρμογής των κριτη­ρίων υπαγωγής των επενδυτικών σχεδίων στις διατά­ξεις του Ν. 3299/2004», όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. 33021/25-7-2007 (Φ.Ε.Κ. 1292/Τ.Β/25-7-2007) υπουργική απόφαση.
13. Την υπ' αριθμ. 33018/25-7-2007 (Φ.Ε.Κ. 1292/Β/25-7-2007) απόφαση του Υπουργού Οικονο­μίας και Οικονομικών για τον «Καθορισμό ενισχυομένων δαπανών για τα επενδυτικά σχέδια που υπάγο­νται στις διατάξεις του Ν. 3299/2004».
14. Την υπ' αριθμ. 33019/25-7-2007 (Φ.Ε.Κ. 1292/ τ.Β/25-7-2007) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονο­μίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης για τον «Καθορι­σμό επιπλέον ποσοστού επιχορήγησης ή και επιδότη­σης χρηματοδοτικής μίσθωσης ή επιδότησης του κό­στους της δημιουργούμενης απασχόλησης στις πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, για τα επεν­δυτικά σχέδια που υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 3299/2004».
15. Την υπ' αριθμ. 8355/3-3-2005 (Φ.Ε.Κ. 337/Β/16-3-2005) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης για τον «Καθορισμό ύ­ψους χρηματικού ποσού (παραβόλου) για την υποβο­λή αιτήσεων υπαγωγής επενδυτικών σχεδίων στις διατάξεις του Ν. 3299/2004».
16. Την υπ' αριθμ. 33015/25-7-2007 (Φ.Ε.Κ. 1292/τ.Β/25-7-2007) απόφαση του Υπουργού Οικονο­μίας και Οικονομικών για τον «Καθορισμό του ποσού των επιχορηγήσεων, των επιδοτήσεων χρηματοδοτι­κής μίσθωσης εξοπλισμού και των επιδοτήσεων του κόστους της δημιουργούμενης απασχόλησης για τα επενδυτικά σχέδια του έτους 2007, σύμφωνα με την περίπτωση α' της παρ. 13 του άρθρου 7 του Ν. 3299/2004».
17. Την από 21-5-2008 (α.π. 22855) έκθεση σκοπιμό­τητας του Οργανισμού Invest in Greece Α.Ε. (ΕΛΚΕ Α.Ε.).
18. Την από 3-1-2008 (512/31-12-2007/ΕΛΚΕ Α.Ε.) αί­τηση της επιχείρησης «ΝΕΧΤ SOLAR ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΪΚΩΝ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ Ε­ΞΑΡΤΗΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ Ε­ΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε.» με διακριτικό τίτλο «ΝΕΧΤ SOLAR Α.Ε.», για την υπαγωγή στις διατάξεις του Ν.3299/2004, όπως ισχύει, επενδυτικού σχεδίου, που αναφέρεται στην ίδρυση μονάδας παραγωγής φωτοβολταϊκών πάνελς τεχνολογίας thin film μικροκρυσταλλικού πυριτίου (Κ.Α. ΣΤΑΚΟΔ 321.0) ετήσιας δυ­ναμικότητας 60MW, στην ΒΙ.ΠΕ. Τρίπολης του νομού Αρκαδίας, συνολικής δαπάνης ποσού εκατόν εξήντα εκατομμυρίων (160.000.000,00) Ευρώ.
19. Την από 25-7-2008 (ομόφωνη) Γνωμοδότηση της Κεντρικής Γνωμοδοτικής Επιτροπής της παρ. 15 του άρθρου 7 του Ν. 3299/2004, για την ενίσχυση επενδυ­τικού σχεδίου της επιχείρησης «ΝΕΧΤ SOLAR ΕΡΓΟ­ΣΤΑΣΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΪΚΩΝ ΜΗΧΑΝΗΜΑ­ΤΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥ­ΣΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε.» με διακριτικό τίτλο «ΝΕΧΤ SOLAR Α.Ε.», που αναφέρεται στην ίδρυση μονάδας πα­ραγωγής φωτοβολταϊκών πάνελς τεχνολογίας thin film μικροκρυσταλλικού πυριτίου, ετήσιας δυναμικότητας 60MW, στην ΒΙ.ΠΕ. Τρίπολης του νομού Αρκα­δίας, συνολικής δαπάνης ποσού εκατόν τριάντα εκα­τομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων(130.500.000,00) ευ­ρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3299/2004, κα­θώς η ανωτέρω επένδυση συγκεντρώνει τους απαραί­τητους βαθμούς και το προβλεπόμενο ποσό από την αριθμ. 33015/25-7-2007 απόφαση του Υπουργού Οικο­νομίας και Οικονομικών, επαρκεί για την επιχορήγηση της.

Αποφασίζουμε

Αρθρο 1
Υπαγωγή του επενδυτικού σχεδίου

1. Εγκρίνουμε την υπαγωγή στις διατάξεις του Ν. 3299/2004,όπως ισχύει, της επιχείρησης «ΝΕΧΤ SO­LAR ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΦΩΤΟ ΒΟΛΤΑΪΚΩΝ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε.» με διακριτικό τίτλο «ΝΕΧΤ SOLAR Α.Ε.», για την ενίσχυση επενδυ­τικού σχεδίου της, με το κίνητρο της επιχορήγησης, ποσού είκοσι εννέα εκατομμυρίων οκτακοσίων εβδο­μήντα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων(29.879.500,00) Ευρώ, που αναφέρεται στην ίδρυση μονάδας παραγω­γής φωτοβολταϊκών πάνελς τεχνολογίας thin film μικροκρυσταλλικού πυριτίου, ετήσιας δυναμικότητας 60MW, στην ΒΙ.ΠΕ. Τρίπολης του νομού Αρκαδίας, συ­νολικής δαπάνης ποσού εκατόν τριάντα εκατομμυ­ρίων πεντακοσίων χιλιάδων (130.500.000,00) Ευρώ.

2. Με το υπ’ αριθμ. 070/23-1-2008 έγγραφο χορηγή­θηκε στην επιχείρηση κατόπιν αιτήματος της βεβαίωσης επιλεξιμότητας για την επενδυτική της πρόταση.

3. Το επενδυτικό σχέδιο στο σύνολο του με κόστος ποσού εκατόν τριάντα εκατομμυρίων πεντακοσίων χι­λιάδων (130.500.000,00) ευρώ που αφορά αρχική ε­πένδυση υπάγεται στο καθεστώς περιφερειακών ενι­σχύσεων του νόμου αυτού, που είναι σύμφωνο με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 1628/2006 της Επιτροπής της 24ης Οκτωβρίου 2006 και έχει καταχωρηθεί στην Ευ­ρωπαϊκή Επιτροπή με στοιχεία αριθ. XR 86/2007.

4. Το επενδυτικό σχέδιο δύναται να ενταχθεί σε συγχρηματοδοτούμενο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα ο­πότε θα τροποποιηθεί αντίστοιχα και η παρούσα από­φαση.

Αρθρο 2
Φορέας του Επενδυτικού Σχεδίου

1.Φορέας του επενδυτικού σχεδίου είναι η υφιστά­μενη κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης επιχείρη­ση «ΝΕΧΤ SOLAR ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΦΩΤΟ-ΒΟΛΤΑΪΚΩΝ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑ­ΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε.» με διακριτικό τίτλο «ΝΕΧΤ SOLAR Α.Ε.», η οποία σύμφω­να με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 70/2001 της Ευρω­παϊκής Επιτροπής της 12.1.2001, όπως ισχύει, θεωρεί­ται «μεγάλη επιχείρηση» το μετοχικό της κεφάλαιο α­νέρχεται στο ποσό των 180.000 ευρώ και η μετοχική της σύνθεση είναι:
ΜΕΤΟΧΟΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
NEXT SOLAR HOLDINGS AE
ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ, ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ &
ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 99,95%
ΦΑΚΙΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ 0,05%
ΣΥΝΟΛΟ 100%

Αρθρο 3
Αντικείμενο του επενδυτικού σχεδίου

Το επενδυτικό σχέδιο που αναφέρεται στην ίδρυση μονάδας παραγωγής φωτοβολταϊκών πάνελς τεχνο­λογίας thin film μικροκρυσταλλικού πυριτίου, ετήσιας δυναμικότητας 60MW, στην ΒΙ.ΠΕ. Τρίπολης του νο­μού Αρκαδίας, εντάσσεται στον δευτερογενή τομέα (άρθρο 3 παρ. 1, περ. β', υποπερ. iii) και κατατάσσεται στην κατηγορία 1.
Το επενδυτικό σχέδιο με βάση τον τόπο εγκατάστα­σης και τη δραστηριότητα διακρίνεται σε μία ενότητα με τις αντίστοιχες ενισχυόμενες δαπάνες ως εξής:

Είδη Ενισχυόμενων Δαπανών
 

Σύντομη Περιγραφή Ενότητας

Ίδρυση μονάδας παραγωγής φωτοβολταϊκών πάνελς :εχνολογίας thin film μικροκρυσταλλικού πυριτίου ετήσιας δυναμικότητας 60MW.

ΕΝΟΤΗΤΑ 1

ΣΥΝΟΛΟ

Τόπος Εγκατάστασης

Νομός Αρκαδίας

Νομός Αρκαδίας

Δραστηριότητα άρθρου 3 Κατηγορία

παρ 1 εδ. β. iii 1

παρ 1 εδ. β. iii 1

Καθεστώς Κρατικών Ενισχύσεων

Περιφεριακές

Περιφεριακές

Επιχορηγούμενη δαπάνη

Ποσό δαπάνης σε €

Σύνολο

1. Κτιριακά - Εγκαταστάσεις κτιρίων

6.000.000,0€

6.000.000,0€

2. Μηχανήματα- Λοιπός Μηχανολογικός εξοπλισμός

111.180.000,0€

111.180.000,0€

3. Τεχνικές (ειδικές) εγκαταστάσεις

12.340.000,0€

12.340.000,0€

4. Τεχνικά Έργα (Εργα υποδομής και Έργα διαμόρφωσης Περιβάλλοντος χώρου)

725.000,0€

725.000,0€

5. Μεταφορικά μέσα

255.000,0€

255.000,0€

Συνολικό Επιχορηγούμενο Κόστος Αρχικής Επένδυσης

130.500.000,0€

130.500.000,0€

    6. Δαπάνες μελετών και αμοιβές συμβούλων     0,0€     0,0€

 

Συνολικό Επιχορηγούμενο Κόστος Επένδυσης  

 

130.500.000,0 ευρώ

 

130.500.000,0 ευρώ

 

Αρθρο 4
Παρεχόμενες Ενισχύσεις Ποσοστό Ενίσχυσης

   Το ποσοστό επιχορήγησης για το εξεταζόμενο ε­πενδυτικό σχέδιο αναλύεται ως εξής:

Σύντομη Περιγραφή Ενότητας

Ίδρυση μονάδας παραγωγής φωτοβολταϊκών πάνελς τεχνολογίας thin film μικροκρυσταλλικού πυριτίου, ετήσιας δυναμικότητας 60MW.

Ενότητα 1:

Τόπος Εγκατάστασης

Νομός Αρκαδίας Γ' Περιοχή

Δραστηριότητα άρθρου 3 (Κατηγορία 1ή 2)

Παρ. 1 εδ. β) iii Κατηγορία 1

Καθεστώς Κρατικών Ενισχύσεων

Περιφερειακές

 

Ανάλυση χορηγούμενου ποσοστού επιχορήγησης

Χορηγούμενο

Ποσοστό επιχορήγησης σύμφωνα με άρθρο 9 παρ. 3

α

Ποσοστό (Αρθρο 4 §1, όπως τροποποιήθηκε με Ν.3522/2006) μα κόστος επένδυσης μέχρι 50.000.0006

35%

β

Ποσοστό (Αρθρο 4 §1, όπως τροποποιήθηκε με Ν.3522/2006) μα κόστος επένδυσης από 50,0 εκατ.€ έως 100,0 εκατ.€.

17,5%

γ

Ποσοστό (Αρθρο 4 §1, όπως τροποποιήθηκε με Ν.3522/2006) fia κόστος επένδυσης άνω των 100,0 εκατ.€.

11,9%

δ

Πρόσθετο ποσοστό ενίσχυσης ως Μ.Μ.Ε (ΚΥΑ 33019/25-07­37)

0%

ε

Ανώτατο ποσοστό επιτρεπόμενης ενίσχυσης

για δαπάνες μελετών και συμβούλων (σύμφωνα με το άρθρο 2 ταρ. 1β της υπ' αριθμ. 33018/25-7-2007 απόφασης για τον καθορισμό των ενισχυόμενων δαπανών).

-

 

ΤΕΛΙΚΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΓΙΑ ΑΡΧΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΣΗ

 

στ

 

22,90%

ζ

ΤΕΛΙΚΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΓΙΑ ΔΑΠΑΝΕΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ

-

 

α. Επιχορήγηση.
i. Για το επενδυτικό σχέδιο συνολικού κόστους ενισχυόμενων δαπανών ποσού εκατόν τριάντα εκατομ­μυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (130.500.000,00)Ευρώ εγκρίνεται επιχορήγηση συνολικού ποσού είκοσι εν­νέα εκατομμυρίων οκτακοσίων εβδομήντα εννέα χι­λιάδων πεντακοσίων (29.879.500,00) Ευρώ, που αντι­στοιχεί σε ποσοστό 22,90% επί του συνολικού επιχο­ρηγούμενου κόστους επένδυσης.
ii. Η καταβολή του ποσού της επιχορήγησης πραγ­ματοποιείται σε δόσεις ως εξής:
1η δόση: Ποσό ίσο με το 20% του ποσού της επιχο­ρήγησης καταβάλλεται μετά την υλοποίηση του 20% της επένδυσης και μετά από πιστοποίηση του αρμοδί­ου οργάνου ελέγχου του άρθρου 7 του Ν. 3299/2004, ότι υλοποιήθηκε το τμήμα αυτό του έργου και ότι ο ε­πενδυτής συμμορφώθηκε με τους όρους και τις προ­ϋποθέσεις της απόφασης υπαγωγής.
Επίσης θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί και οι δια­δικασίες αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εται­ρείας που καλύπτει το αντίστοιχο ποσό (20%) της ί­διας συμμετοχής.
2η δόση: Ποσό ίσο με το 20% του ποσού της επιχο­ρήγησης καταβάλλεται μετά την υλοποίηση του 40% της επένδυσης και μετά την πιστοποίηση του αρμοδί­ου οργάνου ελέγχου του άρθρου 7 του Ν. 3299/2004, ότι υλοποιήθηκε το τμήμα αυτό του έργου και ότι ο ε­πενδυτής συμμορφώθηκε με τους όρους και τις προ­ϋποθέσεις της απόφασης υπαγωγής.
Επίσης θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί και οι δια­δικασίες αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εται­ρείας που καλύπτει το αντίστοιχο ποσό (40%) της ί­διας συμμετοχής.
3η δόση: Ποσό ίσο με το 20% του ποσού της επιχο­ρήγησης καταβάλλεται μετά την υλοποίηση του 60% της επένδυσης και μετά την πιστοποίηση του αρμοδί­ου οργάνου ελέγχου του άρθρου 7 του Ν. 3299/2004, ότι υλοποιήθηκε το τμήμα αυτό του έργου και ότι ο ε­πενδυτής συμμορφώθηκε με τους όρους και τις προ­ϋποθέσεις της απόφασης υπαγωγής.
Επίσης θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί και οι δια­δικασίες αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εται­ρείας που καλύπτει το αντίστοιχο ποσό (60%) της ί­διας συμμετοχής.
4η δόση: Ποσό ίσο με το 20% του ποσού της επιχο­ρήγησης καταβάλλεται μετά την υλοποίηση του 80% της επένδυσης και μετά την πιστοποίηση του αρμοδί­ου οργάνου ελέγχου του άρθρου 7 του Ν. 3299/2004, ότι υλοποιήθηκε το τμήμα αυτό του έργου και ότι ο ε­πενδυτής συμμορφώθηκε με τους όρους και τις προ­ϋποθέσεις της απόφασης υπαγωγής.
Επίσης θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί και οι δια­δικασίες αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εται­ρείας που καλύπτει το αντίστοιχο ποσό (80%) της ί­διας συμμετοχής.
5η δόση: Ποσό ίσο με το 10% του ποσού της επιχο­ρήγησης καταβάλλεται μετά την πιστοποίηση της ο­λοκλήρωσης της επένδυσης από το αρμόδιο όργανο ελέγχου του άρθρου 7 του Ν. 3299/2004 και ότι έχει καταβληθεί και δαπανηθεί για την πραγματοποίηση της επένδυσης το σύνολο της ίδιας συμμετοχής και το σύνολο του τραπεζικού δανείου.
6η δόση: Το υπόλοιπο ποσό, ίσο με το 10% του πο­σού της επιχορήγησης καταβάλλεται μετά την πιστο­ποίηση της έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης από το αρμόδιο όργανο ελέγχου του άρθρου 7 του Ν. 3299/2004, όπως προβλέπεται από τους όρους της παρούσας Απόφασης.
Σημείωση. Η διαδικασία και τα απαιτούμενα δικαιο­λογητικά για την καταβολή της επιχορήγησης ορίζο­νται στην υπ' αριθμ. 50128/5-1-1996(Φ.Ε.Κ.21/τ.Β716-1-1996) απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.
- Παρέχεται η δυνατότητα προκαταβολής που συνο­λικά δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10% της προβλεπό­μενης στη σχετική απόφαση υπαγωγής τους επένδυ­σης επιχορήγησης, με την προσκόμιση ισόποσης εγ­γυητικής επιστολής προσαυξημένης κατά 10% από τράπεζα που είναι εγκατεστημένη και λειτουργεί νό­μιμα στην Ελλάδα. Η ανωτέρω προκαταβολή αποτελεί μέρος της συνολικά καταβαλλόμενης επιχορήγησης.
Σε περίπτωση καταβολής της προκαταβολής της ε­πιχορήγησης, η πρώτη δόση καταβάλλεται αφαιρού­μενης της προκαταβολής που έχει καταβληθεί.
iii. Απαγόρευση εκχώρησης. Εξαιρέσεις
Η επιχορήγηση καταβάλλεται απευθείας στον επεν­δυτή και δεν επιτρέπεται η εκχώρηση της σε τρίτους.
Κατ' εξαίρεση, είναι δυνατή η εκχώρηση του ποσού της επιχορήγησης σε τράπεζες για την παροχή βρα­χυπρόθεσμου δανεισμού ισόποσου της εκχωρούμε­νης επιχορήγησης, που χρησιμοποιείται για την υλο­ποίηση της επένδυσης.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η καταβολή της επιχορή­γησης γίνεται απευθείας στην τράπεζα με την οποία έχει υπογραφεί η σύμβαση εκχώρησης, εφόσον κάθε φορά έχει αναληφθεί, ισόποσο τουλάχιστον της κατα­βαλλόμενης επιχορήγησης τμήμα του βραχυπρόθε­σμου αυτού δανείου.
β. Γενικοί όροι χορήγησης ενισχύσεων
Δεν επιτρέπεται οι παρεχόμενες ενισχύσεις επί του κόστους του επενδυτικού σχεδίου αναγόμενες σε Α­καθάριστο Ισοδύναμο Επιχορήγησης, να υπερβούν τα ποσοστά του εγκεκριμένου από την Ευρωπαϊκή Επι­τροπή Χάρτη Περιφερειακών Ενισχύσεων.
γ. Λογιστική απεικόνιση των ποσών των ενισχύσεων στα βιβλία της επιχείρησης.
Το ποσό της επιχορήγησης που θα εισπράξει η επι­χείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος θα εμφανίζεται σε λογαριασμό αφορολόγητου αποθεμα­τικού.
Το αποθεματικό αυτό δεν υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος με την προϋπόθεση ότι θα παραμείνει α­μετάβλητο και δεν θα διανεμηθεί ή κεφαλαιοποιηθεί πριν περάσουν δέκα χρόνια από το χρόνο του σχημα­τισμού του. Αν κεφαλαιοποιηθεί ή διανεμηθεί μετά την παρέλευση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, υπόκειται σε φορολογία με συντελεστή ο οποίος αντι­στοιχεί στο ένα τρίτο του συντελεστή φορολογίας ει­σοδήματος που ισχύει, κατά το χρόνο κεφαλαιοποίη­σης ή διανομής, για τα νομικά πρόσωπα που αναφέρο­νται στην παράγραφο 1 του άρθρου 101 και στην πα­ράγραφο 4 του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Ει­σοδήματος, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151/A'). Ο οφειλόμενος, σύμφωνα με τα πιο πά­νω, φόρος εισοδήματος αποδίδεται εφάπαξ με δήλω­ση η οποία υποβάλλεται μέσα στον επόμενο μήνα ε­ντός του οποίου λήφθηκε η απόφαση για την κεφα­λαιοποίηση ή διανομή. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του νο­μικού προσώπου καθώς και των μετόχων, εταίρων για το πιο πάνω αποθεματικό. Επί του οφειλόμενου φό­ρου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 65 έως 72, 74, 75, 79 έως 81, 83 έως 85 και 113 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179/Α) και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97/Α). Αν η κεφα­λαιοποίηση ή διανομή γίνει πριν από την παρέλευση των δέκα ετών από το χρόνο σχηματισμού του αποθε­ματικού, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 106 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήμα­τος, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή της επιχείρη­σης.
δ. Η επιχορήγηση της επένδυσης που καταβάλλεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος απαλλάσσεται α­πό κάθε φόρο, τέλος χαρτοσήμου ή δικαίωμα, καθώς και από κάθε άλλη επιβάρυνση σε όφελος του Δημο­σίου ή τρίτου. Τα ποσά αυτά της επιχορήγησης δεν α­φαιρούνται από την αξία των επενδυτικών δαπανών προκειμένου να προσδιορισθούν τα φορολογητέα κέρδη.

Αρθρο 5
Πηγές Χρηματοδότησης του επενδυτικού σχεδίου

Το επενδυτικό σχέδιο θα χρηματοδοτηθεί με την Ι­δία συμμετοχή του φορέα, με μεσομακροπρόθεσμο τραπεζικό δάνειο καθώς και με την οριζόμενη, σύμ­φωνα με το άρθρο 4 της παρούσας απόφασης, επιχο­ρήγηση.
Σε περίπτωση που για την υλοποίηση του επενδυτι­κού σχεδίου δεν θα συναφθεί τραπεζικό δάνειο, η συ­νολική δαπάνη της επένδυσης θα καλυφθεί αποκλει­στικά με την Ιδία συμμετοχή και με την επιχορήγηση.
Η ιδία συμμετοχή και το μεσομακροπρόθεσμο τρα­πεζικό δάνειο θα πρέπει να έχουν καλυφθεί εντός της προθεσμίας ολοκλήρωσης του επενδυτικού σχεδίου.
α. Ιδία συμμετοχή.
ί. Η ιδία συμμετοχή του φορέα του επενδυτικού σχεδίου θα ανέλθει σε ποσοστό 25% της συνολικής ε-νισχυόμενης δαπάνης που αντιστοιχεί στο ποσό των τριάντα δύο εκατομμυρίων εξακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων (32.625.000,00) Ευρώ.
ii. Το ποσοστό της ιδίας συμμετοχής που έχει εγκρι­θεί με την παρούσα απόφαση υπαγωγής δεν είναι δυ­νατόν να μειωθεί μετά την έκδοση της απόφασης αυ­τής.
iii. Η ιδία συμμετοχή αποτελείται από μετρητά πο­σού 32.625.000,00 Ευρώ που θα καλυφθούν στο σύνο­λο τους από εισφορές των μετόχων και θα αποτελέ­σει μετοχικό κεφάλαιο ή και από φορολογηθέν απο­θεματικό της εταιρείας.
iv. Το ποσό της ιδίας συμμετοχής θα καθοριστεί α­κριβώς με την ολοκλήρωση της ενισχυόμενης επέν­δυσης και θα υπολογιστεί στο πραγματικό κόστος αυ­τής.
β. Δάνειο.
ί. Μεσομακροπρόθεσμο δάνειο για το επενδυτικό σχέδιο.
Το τραπεζικό δάνειο το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για την υλοποίηση του επενδυτικού σχεδίου θα ανέρ­χεται στο ποσό των εξήντα επτά εκατομμυρίων εννια­κοσίων ενενήντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (67.995.500,00) ευρώ, ήτοι ποσοστό 52,10% και θα πρέπει:
- να είναι τετραετούς τουλάχιστον διάρκειας,
- να έχει τη μορφή τραπεζικού δανείου ή ομολογια­κού δανείου εκδιδόμενου σε δημόσια ή μη εγγραφή ή δανείου από άλλους χρηματοδοτικούς οργανισμούς, αποκλειόμενης της μορφής αλληλόχρεου λογαρια­σμού,
- να έχει ληφθεί για την πραγματοποίηση του συ­γκεκριμένου επενδυτικού σχεδίου, όπως θα προκύ­πτει ρητά από τη σχετική δανειακή σύμβαση και
- να έχει εγκριθεί από τη χρηματοδοτούσα τράπεζα ή το χρηματοδοτικό οργανισμό, κατά το χρόνο υπο­βολής της αίτησης υπαγωγής. Το επενδυτικό δάνειο μπορεί να λαμβάνεται και σε συνάλλαγμα.
ii. Δάνειο για την κάλυψη του κεφαλαίου κίνησης.
Δύναται να χρησιμοποιηθεί βραχυπρόθεσμο δάνειο για τη μερική κάλυψη του αναγκαίου κεφαλαίου κίνη­σης. Το δάνειο αυτό μπορεί να έχει και τη μορφή του αλληλόχρεου λογαριασμού.

Αρθρο 6
Όροι Χορήγησης της Ενίσχυσης

Η υπαγωγή του επενδυτικού σχεδίου στις διατάξεις του Ν. 3299/2004 εγκρίνεται με την προϋπόθεση τή­ρησης από την επιχείρηση των παρακάτω ειδικών ό­ρων:
α. Τόπος εγκατάστασης
Το επενδυτικό σχέδιο θα πραγματοποιηθεί στη ΒΙ.ΠΕ. Τρίπολης του Νομού Αρκαδίας.
Ο τόπος εγκατάστασης ανήκει στην Περιοχή Γ του άρθρου 2 παρ. 1 του νόμου 3299/2004, όπως ισχύει.
β. Νέες μόνιμες θέσεις εξαρτημένης εργασίας
Οι νέες μόνιμες θέσεις εξαρτημένης εργασίας που θα δημιουργηθούν από την υλοποίηση της επένδυσης και οι οποίες προσδιόρισαν και την βαθμολογία κατά την αξιολόγηση του αντίστοιχου κριτηρίου είναι εκα­τόν σαράντα (140,0 Ε.Μ.Ε.).
Για την έναρξη της παραγωγικής λειτουργίας απαι­τείται και η δημιουργία των μισών τουλάχιστον από τις νέες θέσεις απασχόλησης.
Στον αριθμό αυτό δεν συνυπολογίζονται θέσεις α­πασχόλησης που δημιουργούνται από άλλες επενδύ­σεις ή δραστηριότητες της επιχείρησης ενώ ο συνολι­κός αριθμός των θέσεων απασχόλησης στην επιχεί­ρηση θα είναι εκατόν σαράντα (140) (άθροισμα υφι­σταμένων και νέων θέσεων).
γ. Δυναμικότητα
ί. Νέα παραγωγική δυναμικότητα: 480.000 πάνελς/ έ­τος, συνολικής ισχύος 60MW.
ii. Συνολική παραγωγική δυναμικότητα:480.000 πά-νελς/έτος, συνολικής ισχύος 60MW.
δ. Ισχύς Μηχανημάτων σε KW
ί. Νέα Ισχύς: 12.000KW
ii. Συνολική Ισχύς: 12.000KW
ε. Έκδοση αδειών
Η επιχείρηση ευθύνεται για την έκδοση όλων των απαιτούμενων κατά την ισχύουσα νομοθεσία αδειών οικοδομικών και λοιπών εργασιών και για τη λήψη και τήρηση όλων των απαιτούμενων κατά την ισχύουσα νομοθεσία μέτρων.
στ. Προϋπόθεση για την επιχορήγηση της επιχείρη­σης είναι:
ί. η τήρηση από αυτήν λογιστικών βιβλίων Β ή Γ κα­τηγορίας του Κ.Φ.Σ. και
ii. η μη επιχορήγηση της παρούσας επένδυσης από άλλη πηγή.

Αρθρο 7
Υλοποίηση του επενδυτικού έργου

α. Ημερομηνία έναρξης
Η ημερομηνία έναρξης του επενδυτικού σχεδίου ο­ρίζεται η 23-1-2008 (ημερομηνία χορήγησης βεβαίω­σης επιλεξιμότητας).
β. Έναρξη υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων.
Η έναρξη της υλοποίησης του επενδυτικού σχεδίου γίνεται μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης ή εφόσον έχει χορηγηθεί βεβαίωση επιλεξιμότητας στο συγκεκριμένο επενδυτικό σχέδιο, μετά την ημε­ρομηνία έκδοσης του εγγράφου της Διοίκησης.
Ως έναρξη νοείται είτε η έναρξη των κατασκευαστι­κών εργασιών είτε η πρώτη βέβαια ανάληψη δέσμευ­σης για παραγγελία εξοπλισμού, εκτός των προκαταρ­κτικών μελετών σκοπιμότητας.
γ. Προθεσμία ολοκλήρωσης του επενδυτικού σχεδίου
Ως προθεσμία ολοκλήρωσης του επενδυτικού σχεδίου ορίζεται η περίοδος είκοσι έξι (26) μηνών από την ημερομηνία κύρωσης με νόμο της παρούσας από­φασης και δημοσίευσης στο ΦΕΚ.
δ. Παράταση προθεσμίας ολοκλήρωσης
Η προβλεπόμενη στην ανωτέρω παράγραφο προθε­σμία ολοκλήρωσης του επενδυτικού σχεδίου, μπορεί να παρατείνεται για δύο (2) έτη κατ' ανώτατο όριο, υπό τις προϋποθέσεις ότι:
i. η υποβολή του αιτήματος γίνεται το αργότερο ε­ντός αποκλειστικής προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη λήξη της προθεσμίας ολοκλήρωσης
ii. έχει πραγματοποιηθεί το πενήντα τοις εκατό (50%) του εγκριθέντος έργου.
Κατ' εξαίρεση, σε περιπτώσεις διακοπής ή καθυστέ­ρησης των εργασιών για λόγους ανωτέρας βίας, η προθεσμία ολοκλήρωσης του επενδυτικού σχεδίου μπορεί να παρατείνεται για επιπλέον χρονικό διάστη­μα ίσο με εκείνο της διακοπής ή της καθυστέρησης. Στις περιπτώσεις που η ανωτέρα βία ανακύπτει κατά τη διάρκεια της προθεσμίας ολοκλήρωσης που καθο­ρίστηκε αρχικά με την απόφαση υπαγωγής, το σχετι­κό αίτημα πρέπει να υποβληθεί μόνο εντός της προ­θεσμίας ολοκλήρωσης που καθορίστηκε αρχικά στην απόφαση υπαγωγής χωρίς την προϋπόθεση πραγμα­τοποίησης του 50% του εγκριθέντος έργου.
ε. Αίτηση ολοκλήρωσης του επενδυτικού σχεδίου.
Η πιστοποίηση της ολοκλήρωσης της επένδυσης και έναρξης της παραγωγικής της λειτουργίας γίνεται μετά από αίτηση του επενδυτή, η οποία κατατίθεται μαζί με τα απαιτούμενα παραστατικά στην αρμόδια υ­πηρεσία το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από τη λήξη της προθεσμίας ολοκλήρωσης της επένδυσης, όπως αυτή ισχύει.
Μετά την πάροδο της παραπάνω εξάμηνης προθε­σμίας, χωρίς να υποβληθεί αίτηση ή χωρίς η υποβλη­θείσα αίτηση να συνοδεύεται από τα απαιτούμενα πα­ραστατικά η επένδυση θεωρείται κατ' αμάχητο τεκμή­ριο ως μη ολοκληρωθείσα και εκδίδεται απόφαση με την οποία ανακαλείται η απόφαση υπαγωγής και δια­τάσσεται η επιστροφή του ποσού της καταβληθείσας επιχορήγησης προσαυξημένο κατά το ποσό των νομί­μων τόκων από της καταβολής.
Αν χωρίς να συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας η ε­πένδυση ολοκληρωθεί εντός έξι μηνών από τη λήξη της αρχικής ή μετά την παράταση, προθεσμίας, η ολο­κλήρωση και έναρξη παραγωγικής λειτουργίας επι­τρέπεται να πιστοποιηθεί εφόσον κατατεθεί η σχετική αίτηση της επόμενης παραγράφου.
Στην περίπτωση όμως αυτή θα ενισχυθούν μόνο οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν εμπρόθεσμα.
στ. Ολοκλήρωση και Έναρξη Παραγωγικής λειτουρ­γίας της επένδυσης.
- Η ολοκλήρωση και έναρξη της παραγωγικής λει­τουργίας της επένδυσης πιστοποιείται μετά από επι­τόπιο έλεγχο των αρμόδιων οργάνων ελέγχου εφό­σον έχουν πραγματοποιηθεί αγορές πρώτων υλών και πωλήσεις προϊόντων ή υπηρεσιών σε βαθμό που να τεκμηριώνουν τη λειτουργία της μονάδας.
- Για την έναρξη της παραγωγικής λειτουργίας α­παιτείται και η δημιουργία των μισών τουλάχιστον α­πό τις νέες θέσεις απασχόλησης που προβλέπονται στην απόφαση υπαγωγής και η πραγματοποίηση αγο­ρών πρώτων υλών και πωλήσεων προϊόντων ή υπηρε­σιών. Επίσης η απόκτηση των νομιμοποιητικών αδει­ών λειτουργίας της επένδυσης.
ζ. Με την απόφαση πιστοποίησης της ολοκλήρωσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας είναι δυνα­τόν, μετά από αίτηση, να αναμορφωθεί το ενισχυόμενο κόστος της επένδυσης, το οποίο σε περίπτωση αύ­ξησης δεν δύναται να υπερβεί το πέντε τοις εκατό (5%) αυτού που έχει εγκριθεί.
Για τον καθορισμό του ποσού της αναμόρφωσης του κόστους της επένδυσης, λαμβάνονται υπόψη οι ανατιμήσεις και διαφοροποιήσεις που τυχόν προέκυ­ψαν στα επί μέρους στοιχεία κόστους της επένδυσης κατά τη διάρκεια της υλοποίησης.

Αρθρο 8
Υποχρεώσεις της Ενισχυόμενης Επιχείρησης

1. Η Επιχείρηση «ΝΕΧΤ SOLAR ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΠΑΡΑ­ΓΩΓΗΣ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΪΚΩΝ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ ΕΞΑΡΤΗ­ΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΕΝΕΡ­ΓΕΙΑΣ Α.Ε.» με διακριτικό τίτλο «ΝΕΧΤ SOLAR Α.Ε.» από την υπαγωγή του παρόντος επενδυτικού σχεδίου στις διατάξεις του ν. 3299/2004 και μέχρι την παρέ­λευση πενταετίας από την δημοσίευση της απόφασης ολοκλήρωσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουρ­γίας της επένδυσης οφείλει:
α. Να τηρεί τους όρους της υπαγωγής.
β. Να μη διακόπτει την παραγωγική δραστηριότητα της επένδυσης, εκτός αν συντρέχουν λόγοι ανωτέ­ρας βίας που προκαλούνται από φυσικά φαινόμενα.
γ. Να μην παύσει τη λειτουργία της επιχείρησης, ε­κτός αν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας που προκα­λούνται από φυσικά φαινόμενα.
δ. Να μη μεταβιβάζει για οποιονδήποτε λόγο πάγια περιουσιακά στοιχεία που έχουν ενισχυθεί, εκτός εάν αυτά αντικατασταθούν εντός εξαμήνου από άλλα κυ­ριότητας της και ανάλογης αξίας, που ανταποκρίνο­νται στην εξυπηρέτηση της παραγωγικής λειτουργίας της επιχείρησης, με υποχρέωση γνωστοποίησης της αντικατάστασης εντός τριών (3) μηνών στην αρμόδια υπηρεσία.
2. Η Επιχείρηση «ΝΕΧΤ SOLAR ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΠΑΡΑ­ΓΩΓΗΣ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΪΚΩΝ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ ΕΞΑΡΤΗ­ΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΕΝΕΡ­ΓΕΙΑΣ Α.Ε.» με διακριτικό τίτλο «ΝΕΧΤ SOLAR Α.Ε.», για το ίδιο χρονικό διάστημα δεν επιτρέπεται χωρίς έγκριση του αρμόδιου για την έκδοση της απόφασης υπαγωγής οργάνου:
Να εκμισθώσει μέρος ή το σύνολο της ενισχυθεί-σας επένδυσης. Η έγκριση δίδεται με τον όρο της συ­νέχισης της λειτουργίας της επιχείρησης στο ίδιο πα­ραγωγικό αντικείμενο και η ευθύνη για την τήρηση των όρων υπαγωγής παραμένει στον εκμισθωτή.
3. Εάν η επιχείρηση παραβεί τις υποχρεώσεις υπα­γωγής πριν από την ολοκλήρωση και έναρξη της πα­ραγωγικής λειτουργίας:
α. Ανακαλείται η απόφαση υπαγωγής και επιστρέ­φεται η ενίσχυση στην περίπτωση γ' της παραγράφου 1.
β. Δύναται να ανακληθεί η απόφαση υπαγωγής και να επιστραφεί η ενίσχυση ή να παρακρατηθεί ή επι­στραφεί μέρος αυτής, στις περιπτώσεις α, β της παρα­γράφου 1 και της παραγράφου 2.
4. Εάν η επιχείρηση παραβεί τις υποχρεώσεις υπα­γωγής μετά τη δημοσίευση της απόφασης ολοκλήρω­σης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της ε­πένδυσης και εντός του οριζόμενου στην παρ. 1 χρο­νικού περιορισμού, επιστρέφεται το σύνολο ή μέρος της ενίσχυσης.
5. Σε περίπτωση διαπίστωσης ότι έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία ή ότι έχουν αποσιωπηθεί τέτοια στοιχεία, η γνώση των ο­ποίων θα οδηγούσε στον αποκλεισμό της υπαγωγής του επενδυτικού σχεδίου στις διατάξεις του Ν. 3299/2004 ή θα οδηγούσε στο να υπαχθεί με όρους διαφορετικούς ή σε μη πιστοποίηση της ολοκλήρω­σης:
α) εάν δεν έχει ολοκληρωθεί η επένδυση, η απόφα­ση υπαγωγής ανακαλείται και καταπίπτει η εγγυητική επιστολή, εάν έχει δοθεί τμήμα της επιχορήγησης κα­τά την περίπτωση (iii) της παραγράφου 1α του άρθρου 8 του Ν. 3299/2004,
β) εάν έχει ολοκληρωθεί η επένδυση, επιστρέφεται το σύνολο της χορηγηθείσας ενίσχυσης.
Οι ανωτέρω συνέπειες επέρχονται εφόσον η διαπί­στωση γίνει εντός δεκαετίας από την ημερομηνία δη­μοσίευσης της περίληψης της απόφασης ολοκλήρω­σης και έναρξης παραγωγικής λειτουργίας και από όργανα που είναι κατά νόμο αρμόδια για τον έλεγχο των κατά περίπτωση στοιχείων.
6. Κάθε αλλαγή της εταιρικής σύνθεσης του φορέα της επένδυσης οφείλει να γνωστοποιείται στην αρμό­δια υπηρεσία.
Εάν διαπιστωθεί κατά την ολοκλήρωση της επένδυ­σης ότι λόγω αλλαγής της εταιρικής σύνθεσης ο φο­ρέας του επενδυτικού σχεδίου έπαυσε να είναι με­σαία ή μικρή επιχείρηση αφαιρείται από την ενίσχυση το αντίστοιχο ποσοστό που όριζε η απόφαση υπαγω­γής λόγω αυτής της ιδιότητας.
7. Η επιστροφή των ενισχύσεων που δίδονται με βάση το νόμο αυτόν γίνεται με τη διαδικασία είσπρα­ξης δημοσίων εσόδων, τα δε επιστρεφόμενα ποσά προσαυξάνονται κατά το ποσό των νόμιμων τόκων α­πό την εκάστοτε καταβολή τους. Οι σχετικές αποδεί­ξεις καταβολής των ενισχύσεων από το Δημόσιο απο­τελούν τίτλο για τη βεβαίωση του χρέους από την αρ­μόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ( Δ.Ο.Υ. ).
8. Ο έλεγχος για την διαπίστωση της προόδου των εργασιών του επενδυτικού σχεδίου, ο έλεγχος της ο­λοκλήρωσης της επένδυσης και έναρξης της παραγω­γικής της λειτουργίας και γενικότερα της συμμόρφω­σης της επιχείρησης με τους όρους της παρούσας α­πόφασης και των διατάξεων του Ν. 3299/2004, θα πραγματοποιείται από την αρμόδια Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 7 του νόμου αυτού.
9. Η παρούσα απόφαση δεν είναι δυνατόν να τρο­ποποιηθεί:
α) χωρίς έγκριση του αρμόδιου φορέα υπαγωγής ως προς τα σημεία εκείνα που προσδιόρισαν το ποσο­στό ενίσχυσης του επενδυτικού σχεδίου και
β) ως προς τα σημεία που σχετίζονται με τα κριτή­ρια υπαγωγής του επενδυτικού σχεδίου σύμφωνα με την υτί Αρ. 8356/3-3-2005 απόφαση του Υπουργού Οι­κονομίας και Οικονομικών όπως αυτή τροποποιήθηκε με την αρ. 33021/25-7-2007 όμοια της, εφόσον προκύ­πτει ότι εάν τα προτεινόμενα για την τροποποίηση δε­δομένα είχαν ληφθεί υπόψη κατά την διαδικασία βαθ­μολόγησης το επενδυτικό σχέδιο δεν θα πληρούσε τις ελάχιστες προϋποθέσεις ούτε και την ελάχιστη βαθμολογία για την υπαγωγή του στις διατάξεις του Ν. 3299/2004.
10. Σε περίπτωση συγχρηματοδότησης του επενδυ­τικού σχεδίου βάσει προγράμματος του Ε.Σ.Π.Α.:
α. Η επιχείρηση θα αποδέχεται όλους τους προβλε­πόμενους από το Σύστημα Διαχείρισης και Ελέγχου ε­πιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις από όλα τα αρ­μόδια ελεγκτικά όργανα της Ελλάδας και της Ευρω­παϊκής Ένωσης και θα παρέχει σε αυτά όλα τα δικαιο­λογητικά στοιχεία που ζητούνται.
β. Θα λάβει τα προβλεπόμενα μέτρα πληροφόρη­σης και δημοσιότητας για το κοινό σύμφωνα με τα άρ­θρα 8 και 9 του Καν.1828/06.
γ. Θα τηρήσει όλα τα δικαιολογητικά έγγραφα σχε­τικά με τις δαπάνες του επενδυτικού σχεδίου το ο­ποίο συγχρηματοδοτήθηκε, για διάστημα δέκα ετών μετά την ολοκλήρωση του σχεδίου ανεξάρτητα από την άρση της σχετικής υποχρέωσης που ενδεχομέ­νως προκύπτει από την εφαρμογή φορολογικών δια­τάξεων.

Αρθρο 9

Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του Ν. 3299/2004 και οι σχετικές κανονιστικές αποφάσεις.

Αρθρο 10

Η ισχύς της παρούσας απόφασης (51512/ΥΠΕ/ 5/000313/Ε/Ν.3299/ 2004/3-11-2008) αρχίζει από τη δη­μοσίευση της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

1. Ως έναρξη ισχύος της παραγράφου 2 του άρθρου 83 του ν. 3746/2009 (ΦΕΚ 27 Α') ορίζεται η 25η Σε­πτεμβρίου 2008.

2. Στο άρθρο 4 του ν. 3714/2008 (ΦΕΚ 231 Α') προ­στίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Κατασχέσεις, που έχουν επιβληθεί μέχρι την προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων αυτών σε βάρος οφειλετών που υπάγονται στην ανωτέρω περί­πτωση, αίρονται ή περιορίζονται μετά από αίτηση του οφειλέτη.»

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 959, του τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 965 και των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρ­θρου 998 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως α­ντικαταστάθηκαν με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3714/2008, αντίστοιχα, εφαρμόζονται αναλόγως και στους πλειστηριασμούς οι οποίοι διε­νεργούνται σύμφωνα με το ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ), ε­φόσον το σχετικό πρόγραμμα πλειστηριασμού εκδίδε­ται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

Στην παράγραφο 5 του άρθρου 6 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α') «Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισο­δήματος - Κ.Φ.Ε.» προστίθεται περίπτωση ιγ' ως εξής:
«ιγ. Το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΑΣ) που καταβάλλεται στους δικαιούχους σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 της Πράξης Νομοθε­τικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με την παρά­γραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 2453/1997.»
Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από την 1η Ια­νουαρίου 2008 για τα εισοδήματα που αποκτώνται α­πό την ημερομηνία αυτή και μετά.

1. Το δεύτερο μέχρι και το προτελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ι' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως ακολούθως:
«Όταν οι πιο πάνω αποζημιώσεις ή δικαιώματα κα­ταβάλλονται σε αλλοδαπούς οργανισμούς ή αλλοδα­πές επιχειρήσεις, με εξαίρεση αυτές που αναφέρο­νται στην παράγραφο 14 του άρθρου αυτού, εκπί­πτουν με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα) Η υποχρέωση καταβολής να προκύπτει από έγ­γραφη σύμβαση και από αντίστοιχο τιμολόγιο του α­ντισυμβαλλομένου.
ββ) Να έχει αποδοθεί στο Δημόσιο ο φόρος που ορί­ζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρ­θρου 13 ή της οικείας διμερούς σύμβασης περί απο­φυγής της διπλής φορολογίας.
γγ) Σε περίπτωση μη καταβολής του ποσού εντός της οικείας διαχειριστικής περιόδου, αρκεί η πίστωση στο όνομα του αλλοδαπού δικαιούχου μέχρι τη λήξη της προθεσμίας κλεισίματος ισολογισμού της διαχει­ριστικής περιόδου στην οποία αναφέρονται οι αποζη­μιώσεις ή τα δικαιώματα.
δδ) Σε περίπτωση που τα υπόψη ποσά καταβάλλο­νται από εμπορικές επιχειρήσεις και αφορούν σε σή­ματα, μεθόδους εμπορίας ή διανομής και άλλα συνα­φή δικαιώματα, αυτά να μην έχουν ενσωματωθεί στην τιμή πώλησης. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και για τον κλάδο εμπορίας των μικτών επιχειρήσεων.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονο­μικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατά­ξεων της περίπτωσης αυτής.»

2. Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης ιη' της παραγρά­φου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. καταργείται.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 έχουν ε­φαρμογή για δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2009 και μετά

4. Στην υποπερίπτωση γγ' της περίπτωσης α' της πα­ραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε., μετά το ενδέ­κατο εδάφιο προστίθενται δύο νέα εδάφια που έχουν ως εξής:
«Η αξία των κινητών πραγμάτων, εφόσον υπερβαί­νει τα πεντακόσια (500) ευρώ συνολικά ανά έτος, των κατοικιών και των κάθε είδους εγκαταστάσεων που δωρίζουν οι επιχειρήσεις από 1.1.2008 έως 31.12.2009 στο Ειδικό Ταμείο Αντιμετώπισης Έκτακτων Αναγκών (Ε.Τ.Α.Ε.Α.), που συστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 της από 29.8.2007 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3624/2007 (ΦΕΚ 289 Α').
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμό­ζονται και για δωρεές που πραγματοποιούνται προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και μόνι­μους κατοίκους των περιοχών που επλήγησαν από τις πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν κατά το έτος 2007.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονο­μικών καθορίζονται ο τρόπος υπολογισμού της αξίας των κινητών πραγμάτων, των κατοικιών και των κάθε είδους εγκαταστάσεων που δωρίζονται, τα απαραίτη­τα αποδεικτικά στοιχεία και κάθε άλλη αναγκαία λε­πτομέρεια.»

1. Η προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 18 του ν. 3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α') παρατείνεται από τότε που έληξε μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2011.

2. Η ζημία που προκύπτει κατά την απορρόφηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α'), μητρικής εταιρείας από τη θυγατρική της λόγω α­κύρωσης ιδίων μετοχών, δεν αναγνωρίζεται προς έκ­πτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της απορροφώσας εταιρείας. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έ­χουν εφαρμογή για ισολογισμούς μετασχηματισμού που συντάσσονται από την 1η Ιανουαρίου 2008 και μετά.

3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων υπο­χρεώνονται όλες οι επιχειρήσεις οι οποίες, κατά το χρόνο της αναπροσαρμογής, τηρούν υποχρεωτικά α­πό το νόμο βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βι­βλίων και Στοιχείων, ανεξάρτητα από τη νομική μορ­φή που λειτουργούν ή αν είναι ημεδαπές ή αλλοδα­πές ή αν υπάγονται στις διατάξεις οποιουδήποτε νό­μου ή σε οποιοδήποτε φορολογικό καθεστώς, καθώς και αυτές που εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρό­τυπα (Δ.Λ.Π.), ανεξάρτητα από τον τρόπο τήρησης των βιβλίων τους.»

4. Στο τέλος του άρθρου 23 του ν. 2065/1992 προ­στίθεται νέα παράγραφος 5, που έχει ως εξής:
«5. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρ­μογή για τις εταιρείες που εφαρμόζουν τα Διεθνή Λο­γιστικά Πρότυπα (Δ.Λ.Π.).»

5. Οι παράγραφοι 3 και 4 έχουν εφαρμογή για ανα­προσαρμογές της αξίας των ακινήτων των επιχειρή­σεων που πραγματοποιούνται από 31 Δεκεμβρίου 2008 και μετά.

1. Τα μέλη των πρώην Συγκοινωνιακών Επιχειρήσε­ων (Σ.ΕΠ.) - κοινωνίες ή μεμονωμένοι εκμεταλλευτές λεωφορείων - υποβάλλουν δήλωση διακοπής εργα­σιών με ημερομηνία διακοπής την 22α Δεκεμβρίου 1993 για τη δραστηριότητα εκμετάλλευσης του λεω­φορείου τους. Όσα από τα εν λόγω μέλη δεν έχουν υ­ποβάλει φορολογικές δηλώσεις (δηλώσεις φορολο­γίας εισοδήματος, μητρώου, περιοδικές και εκκαθαρι­στικές Φ.Π.Α. κ.λπ.) για την εν λόγω δραστηριότητα, δύνανται να υποβάλουν αυτές χωρίς κυρώσεις μέσα σε προθεσμία πέντε (5) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου. Τυχόν πρόστιμα που έχουν καταβληθεί από τα μέλη των πρώην Σ.ΕΠ. λόγω της υποβολής εκπρόθε­σμων φορολογικών δηλώσεων για την εν λόγω δρα­στηριότητα δεν επιστρέφονται ούτε διαγράφονται.

2. Οι τόκοι που τυχόν επιδικασθούν υπέρ των υπό εκκαθάριση Συγκοινωνιακών Επιχειρήσεων (Σ.ΕΠ.) λόγω της παρακράτησης από τον Ο.Α.Σ.Α. του αποθε­ματικού που είχαν σχηματίσει οι Σ.ΕΠ. για την αγορά νέων λεωφορείων φορολογούνται αυτοτελώς με συ­ντελεστή 15%, με εξάντληση της φορολογικής υπο­χρέωσης για τους δικαιούχους. Το ποσό του φόρου παρακρατείται από τον Ο.Α.Σ.Α. κατά την καταβολή των τόκων και αποδίδεται στην αρμόδια για τη φορο­λογία του Δ.Ο.Υ. μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την καταβολή των τόκων στους δικαιούχους.

Στην περίπτωση Β' του άρθρου 11 του ν. 3634/2008 (ΦΕΚ 9 Α') προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Για τα έτη 2009 και 2010 η αξία των ιδιοχρησιμο-ποιούμενων ακινήτων των ξενοδοχειακών επιχειρή­σεων οποιασδήποτε μορφής υπάγεται σε τέλος με συ­ντελεστή 0,33%ο. Για την περίπτωση αυτή δεν έχει ε­φαρμογή το ελάχιστο όριο του ενός (1) ευρώ ανά τε­τραγωνικό μέτρο των κτισμάτων.»

1. Το τέλος διαμονής παρεπιδημούντων που προ­βλέπεται σε ποσοστό 2% στην παράγραφο 1 του άρ­θρου 1 του ν. 339/1976, όπως ισχύει, ορίζεται από 1.1.2009 σε ποσοστό 0,5%.

2. Το τέλος στα ακαθάριστα έσοδα στις περιπτώσεις που προβλέπεται σε ποσοστό 2% στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 339/1976 (ΦΕΚ 136 Α'), όπως ι­σχύει, ορίζεται από 1.1.2009 σε ποσοστό 0,5%. Εξαι­ρούνται από τη ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου τα έσοδα από επιχειρήσεις που λειτουργούν εντός Καζίνο.

3. Για το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 έως 31.12.2009 δεν θα επιβαρύνονται με την εισφορά του ν. 128/1975 (ΦΕΚ 178 Α') τα υπόλοιπα δανείων, καθώς και τα χορηγούμενα δάνεια ή πιστώσεις από τα πιστω­τικά ιδρύματα προς τα τουριστικά καταλύματα της χώρας.

Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του ν. 3614/2007 (ΦΕΚ 267 Α') προστίθεται εδάφιο (η) ως εξής:
«(η) Με όμοια απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών εγκρίνεται ο Κανονισμός δημοπρά­τησης, ανάθεσης και εκτέλεσης έργων, υπηρεσιών και προμηθειών της Εταιρείας «Ψηφιακές Ενισχύσεις Α.Ε.», ο οποίος καταρτίζεται από το Διοικητικό Συμ­βούλιο της Εταιρείας και με τον οποίο ρυθμίζεται κά­θε σχετικό ζήτημα για τη σύναψη, εκτέλεση και λύση των αντίστοιχων συμβάσεων.»

Στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β.ί της παρα­γράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 (ΦΕΚ 309 Α'), όπως ισχύει, ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Οικονο­μικών Εμπειρογνωμόνων αντικαθίσταται από εκπρό­σωπο του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών.

Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 3470/ 2006 (ΦΕΚ 132 Α') έχουν εφαρμογή και για τη φύλαξη και ασφάλεια των κτιρίων όπου στεγάζονται οι Κε­ντρικές Υπηρεσίες του Γενικού Λογιστηρίου του Κρά­τους, πλην των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ).

Οι πάσης φύσεως οφειλές του Ελληνικού Δημοσίου προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) α' βαθμού που απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1828/1989 (ΦΕΚ 2 Α') και λοιπές σχετικές διατάξεις όπως ισχύουν , ύψους ενός δισε­κατομμυρίου επτακοσίων έντεκα εκατομμυρίων ευρώ (1.711.000.000), που αφορούν στη χρονική περίοδο α­πό την καθιέρωση των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (ΚΑΠ) μέχρι και το έτος 2008, δύναται να εξοφληθούν με την έκδοση ομολόγων σε οκτώ (8) ετήσιες ισόπο­σες δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη θα καταβληθεί ε­ντός δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυ­τού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι υπόλοι­πες επτά (7) την 31η Ιανουαρίου εκάστου έτους, αρ­χής γενομένης από την 31η Ιανουαρίου 2010. Προς τούτο υπογράφεται σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τους Υπουργούς Εσωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών και των εκπροσώπων της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοι­νοτήτων Ελλάδας (ΚΕΔΚΕ). Με απόφαση του Υπουρ­γού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος των ομολόγων, η διάρκεια και οι λοιποί όροι έκδοσης αυτών.

1. Στην περίπτωση διανομής μερίσματος για τις χρήσεις 2008 και 2009, στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων της παρ.3 του άρθρου 1 του ν. 3723/2008 (ΦΕΚ 250 Α), η διανομή περιορίζεται αποκλειστικά στη διανομή μετοχών. Οι μετοχές αυτές δεν πρέπει να προ­έρχονται από επαναγορά. Στις ανωτέρω διατάξεις δεν περιλαμβάνεται η απόδοση των προνομιούχων μετο­χών που έχουν εκδώσει προς το εξωτερικό τα πιστω­τικά ιδρύματα.

2. Για το χρονικό διάστημα συμμετοχής των πιστω­τικών ιδρυμάτων στα προγράμματα ενίσχυσης της ρευστότητας του ν. 3723/2008, δεν επιτρέπεται η α­γορά ιδίων μετοχών από τα πιστωτικά ιδρύματα. Η απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει για την επαναγορά προνομιούχων ιδίων μετοχών που έχουν εκδοθεί και ως εξαγοράσιμες, όταν η απόκτηση αυτή έχει σκοπό την ενίσχυση των κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται από τις εκάστοτε αποφάσεις γενικής ισχύος της Τράπεζας της Ελλάδος και έχει δοθεί η σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος. Κατά την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 44α του κ.ν. 2190/1920, κατά παρέκκλιση των διατάξεων της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 και της παραγράφου 4 του άρθρου 16 και των περιπτώσεων γ' και ε' της παραγράφου 3 του άρθρου 17β του ίδιου ως άνω νόμου (κ.ν. 2190/1920).

3. Η προθεσμία λήψης απόφασης από τη Γενική Συ­νέλευση των μετόχων για την αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου με την έκδοση προνομιούχων μετο­χών, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 3723/2008, παρατείνεται έως 19.5.2009, προκει­μένου για συμπληρωματικές αποφάσεις αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου όπως ορίζεται στις ανωτέρω διατάξεις.

4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από την κατάθεση του στη Βουλή των Ελλήνων.

Στο τέλος του άρθρου 7 του ν. 3723/2008 (ΦΕΚ 250 Α') προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:
«Η απόκτηση συμμετοχής με προνομιούχες μετο­χές του Ελληνικού Δημοσίου σε πιστωτικό ίδρυμα, στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος νόμου, δεν προσμετράται και σε κάθε περίπτωση δεν λαμβάνεται υπόψη για την υπαγωγή ή μη του τελευταίου στον ευ­ρύτερο δημόσιο τομέα.»

Στο άρθρο 43 Α παράγραφος 1 του κ.ν. 2190/1920 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:
«κ. Διακριτή παρουσίαση, στις σημειώσεις - προ­σάρτημα των οικονομικών καταστάσεων, των συνολι­κών αμοιβών που χρέωσε κατά το οικονομικό έτος ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο για τον υ­ποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων λογαριασμών, των συνολικών αμοιβών που χρεώθηκαν για άλλες υπηρε­σίες ελεγκτικής φύσης, των συνολικών αμοιβών που χρεώθηκαν για υπηρεσίες φορολογικών συμβουλών και των συνολικών αμοιβών που χρεώθηκαν για λοι­πές μη ελεγκτικές υπηρεσίες.
Η απαίτηση αυτή δεν ισχύει όταν η εταιρεία περι­λαμβάνεται στους ενοποιημένους λογαριασμούς που απαιτείται να συνταχθούν βάσει του άρθρου 90 του κ.ν. 2190/1920 «Περί ανωνύμων εταιρειών» (ΦΕΚ 37 Α'), υπό τον όρο ότι οι πληροφορίες δίνονται στις ση­μειώσεις στους ενοποιημένους λογαριασμούς.»

Η παράγραφος 2 του άρθρου 43Α του κ.ν. 2190/1920 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι εταιρείες που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 42α μπορούν να καταρτί­ζουν συνοπτικές σημειώσεις - προσάρτημα των οικο­νομικών καταστάσεων στις οποίες δεν θα περιλαμβά­νονται οι πληροφορίες που προβλέπονται στις περι­πτώσεις ε' μέχρι ιγ' και κ' της παραγράφου 1 με την προϋπόθεση ότι θα παρατίθενται συνοπτικά οι πληρο­φορίες της περίπτωσης στ' της ίδιας παραγράφου.
Οι εταιρείες αυτές δικαιούνται να μην περιλαμβά­νουν στις σημειώσεις - προσάρτημα των οικονομικών καταστάσεων τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 42ε παραγράφους 8, 12 τελευταίο εδάφιο, 14 εδάφιο δ' και 15 περίπτωση β' και στο άρθρο 43 παρά­γραφος 3 περίπτωση ε' και παράγραφος 7 περίπτωση γ'. Οι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 42α εφαρμόζο­νται αναλόγως και στην περίπτωση αυτής της διάτα­ξης.»

Στο άρθρο 107 παράγραφος 1 του κ.ν. 2190/1920 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:
«ιζ. Διακριτή παρουσίαση, στις σημειώσεις - προ­σάρτημα των οικονομικών καταστάσεων, των συνολι­κών αμοιβών που χρέωσε κατά το οικονομικό έτος ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο για τον υ­ποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων λογαριασμών, των συνολικών αμοιβών που χρεώθηκαν για άλλες υπηρε­σίες ελεγκτικής φύσεως, των συνολικών αμοιβών που χρεώθηκαν για υπηρεσίες φορολογικών συμβουλών και των συνολικών αμοιβών που χρεώθηκαν για λοι­πές μη ελεγκτικές υπηρεσίες.»

Η προθεσμία της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α') αναβιώνει από τότε που έλη­ξε και παρατείνεται έως την 31η Δεκεμβρίου 2009.

Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις του άρθρου 34 καταργήθηκαν από 20.09.2010 σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν.3877/2010]

Σχόλια Taxhorizon.club[Το άρθρο πριν την κατάργησή του]

Η παράγραφος 3 του άρθρου 5Α του ν.1790/1988 (ΦΕΚ 134 Α'), όπως προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 31 του ν. 2040/1992 (ΦΕΚ 70 Α'), όπως ι­σχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Η ειδική ασφαλιστική εισφορά ορίζεται σε ποσο­στό τρία τοις εκατό (3%) για τα προϊόντα φυτικής προ­έλευσης και σε ποσοστό μισό τοις εκατό (0,5%) για τα προϊόντα ζωικής, αλιευτικής και υδατοκαλλιεργητι-κής προέλευσης. Τα ποσοστά αυτά υπολογίζονται επί της αξίας των προϊόντων τούτων, όπως αυτή καθορί­ζεται στην επόμενη παράγραφο 4.
Ειδικότερα η ειδική ασφαλιστική εισφορά για τα προϊόντα φυτικής προέλευσης των καλλιεργειών που παράγονται στο σύνολο τους (αμιγώς) και αποκλειστι­κά σε «ελεγχόμενο περιβάλλον» μιας γεωργικής εκ­μετάλλευσης, όπως αυτό καθορίζεται από τους σχετι­κούς Κανονισμούς Ασφάλισης του ΕΛ.Γ.Α., ορίζεται σε ποσοστό 0,5%.
Τα ανωτέρω ποσοστά μπορεί να αναπροσαρμόζο­νται για όλα τα παραπάνω προϊόντα ή για μια κατηγο­ρία προϊόντων ή για ένα μόνο είδος προϊόντων με κοι­νή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομι­κών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Με όμοια απόφαση, που εκδίδεται ύστερα από εισή­γηση του Δ.Σ. του ΕΛ.Γ.Α. και σύμφωνα με πόρισμα α­ναλογιστικής μελέτης που εκπονείται προς το σκοπό αυτόν, ορίζονται τα κατώτερα και ανώτερα όρια δια­κύμανσης του ύψους της εισφοράς, κατά περιοχές και ασφαλιστικό αντικείμενο, με βάση τις αποζημιώ­σεις που καταβάλλονται σε ζώνες ορισμένων περιο­χών και προϊόντων στη χώρα.»

Η ισχύς της παραγράφου 13 του άρθρου 18 του ν. 3708/2008 (ΦΕΚ 210 Α') παρατείνεται από 1.1.2009 μέχρι και την 31.12.2009.

Διαγράμματα που συνοδεύουν αποφάσεις του Υ­πουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων ή των Νομαρχών ή των Δημοτικών ή Κοινοτι­κών Συμβουλίων και δεν έχουν δημοσιευθεί στην Ε­φημερίδα της Κυβερνήσεως σύμφωνα με τις διατά­ξεις της Γ4δ/15883/1988 (ΦΕΚ 142 Β') κοινής υπουργι­κής απόφασης αποστέλλονται για δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μαζί με τα κείμενα των πιο πάνω αποφάσεων και οι αποφάσεις αυτές έχουν α­ναδρομική ισχύ που ανατρέχει στο χρόνο της δημοσί­ευσης το πρώτον στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η κατά τα ως άνω αποστολή των διαγραμμάτων και α­ποφάσεων γίνεται σε κάθε περίπτωση με επιμέλεια και εντολή του κατά τόπον αρμόδιου Γενικού Γραμ­ματέα Περιφέρειας.

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του ν. 3270/2004 (ΦΕΚ 187 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) δι­οικείται από εννεαμελές Διοικητικό Συμβούλιο, το ο­ποίο αποτελείται από τον Πρόεδρο και οκτώ μέλη, που διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Τουριστι­κής Ανάπτυξης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η θητεία του Προέδρου, καθώς και του Διοικητικού Συμβουλίου είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται.»

2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του ν. 3270/2004 (ΦΕΚ 187 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Το Διοικητικό Συμβούλιο ενεργεί κάθε αναγκαία πράξη για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Ε.Ο.Τ, εκτός από εκείνες που επιφυλάσσονται στον Πρόε­δρο του Ε.Ο.Τ. από τη διάταξη της επόμενης παρα­γράφου.»

3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 4 του ν. 3270/2004 (ΦΕΚ 187 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«4. α) Ο Πρόεδρος του Ε.Ο.Τ. ασκεί κάθε διοικητική αρμοδιότητα για την εύρυθμη λειτουργία του Οργανι­σμού και προΐσταται του προσωπικού του Οργανισμού.
 Ειδικότερα:
i. Συγκαλεί το Διοικητικό Συμβούλιο, καθορίζει την ημερήσια διάταξη, διευθύνει τις συνεδριάσεις του Δ.Σ. και παρακολουθεί την εφαρμογή των αποφάσεων του.
ii. Ασκεί την άμεση αρμοδιότητα για τη διεθνή προ­βολή του ελληνικού τουρισμού και εκπροσωπεί τον Οργανισμό στις διεθνείς οργανώσεις και στις διε­θνείς σχέσεις του.
iii. Εισηγείται στο Διοικητικό Συμβούλιο προς έγκρι­ση τον ετήσιο προϋπολογισμό του Οργανισμού και για κάθε θέμα αρμοδιότητας του Διοικητικού Συμβουλίου.
ίν. Εκπροσωπεί τον Ε.Ο.Τ. ενώπιον Δικαστηρίων και κάθε άλλης αρχής.
ν. Συνάπτει συμβάσεις με τρίτους, εκπροσωπεί τον Οργανισμό κατά την υπογραφή τους και εγκρίνει την καταβολή των δαπανών του προϋπολογισμού, εφό­σον το αντικείμενο τους δεν υπερβαίνει συνολικά για το αντικείμενο της σύμβασης το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, άλλως ενεργεί ύστερα από ρητή εξουσιοδότηση του Διοικητικού Συμβουλίου.
vi. Αποφασίζει για την άσκηση αγωγών ή κάθε άλ­λου ένδικου βοηθήματος, καθώς επίσης και για την ά­σκηση τακτικών και εκτάκτων ενδίκων μέσων και πα­ρέχει στους με έμμισθη εντολή δικηγόρους του Ε.Ο.Τ. ή σε άλλους δικηγόρους τη δικαστική πληρε­ξουσιότητα για την άσκηση αυτών.
νii. Εισηγείται στο Διοικητικό Συμβούλιο την απο­δοχή των δικαστικών αποφάσεων και την παραίτηση από ένδικα μέσα.
viii. Οι ως άνω υπό στοιχεία (vi) και (νϋ) περιγραφό­μενες αρμοδιότητες δεν ισχύουν όταν πρόκειται για αμοιβές, αποζημιώσεις ή κάθε είδους παροχές που α­ναφέρονται στους υπαλλήλους και δικηγόρους του Οργανισμού.
ix. Ο Πρόεδρος του Ε.Ο.Τ. με αποφάσεις του, οι ο­ποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνή­σεως, μπορεί να μεταβιβάζει συγκεκριμένες αρμοδιό­τητες του σε προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων και σε προϊσταμένους Διευθύνσεων. Επίσης μπορεί να παρέχει στους ως άνω εξουσιοδότηση υπογραφής με εντολή του, με απόφαση του που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
β) Τον Πρόεδρο του Ε.Ο.Τ., όταν απουσιάζει ή κω­λύεται, αναπληρώνει στην άσκηση των καθηκόντων του ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ο.Τ., το οποίο ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης.»

4. Η παράγραφος 5 του άρθρου 4 του ν. 3270/2004 (ΦΕΚ 187 Α'), όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 31 του ν. 3498/2006 (ΦΕΚ 230 Α'), τρο­ποποιείται ως εξής:
«5. α) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Τουριστικής Ανάπτυξης καθορί­ζονται οι αποδοχές του Προέδρου του Ε.Ο.Τ. και οι α­ποζημιώσεις των μελών και του γραμματέα του Διοι­κητικού Συμβουλίου του Ε.Ο.Τ.
 β) Οι διατάξεις των παραγράφων 13, 14, 15 και 16 του άρθρου 55 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυ­βέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98 Α722.4.2005) εφαρμόζονται και ως προς τον Πρόεδρο του Ε.Ο.Τ..»

5. Από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου καταρ­γούνται:
α) οι παράγραφοι 5Α και 5Β του άρθρου 4 του ν. 3270/2004, όπως προστέθηκαν με την παράγραφο 2 του άρθρου 31 του ν. 3498/2006 (ΦΕΚ 230 Α'),
β) η παράγραφος 4 του άρθρου 24 του ν. 2919/2001 (ΦΕΚ 128 Α'), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 25 του ν. 2941/2001 (ΦΕΚ 201 Α').

6. Η περίπτωση α' της παραγράφου 6Α του άρθρου 4 του ν. 3270/2004 (ΦΕΚ 187 Α'), όπως προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 32 του ν. 3498/2006 (ΦΕΚ 230 Α'), τροποποιείται ως εξής:
«6.Α. α) Όπου στην παράγραφο 3 του άρθρου 15 και στο άρθρο 16 του π.δ. 313/2001 αναφέρεται ο Γε­νικός Γραμματέας της Περιφέρειας, νοείται ο Πρόε­δρος του Ε.Ο.Τ..»

7. Από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται Γενικός Γραμ­ματέας Ε.Ο.Τ. νοείται στο εξής ο Πρόεδρος του Ε.Ο.Τ..

1. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 13 του ν. 2636/1998 (ΦΕΚ 198 Α'), όπως ισχύει, προστίθενται περιπτώσεις ιγ', ιδ' και ιε' ως εξής:
«ιγ. Να εκπληρώνει υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος που της ανα­τίθενται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονο­μίας και Οικονομικών και Τουριστικής Ανάπτυξης. Με τις αποφάσεις αυτές καθορίζονται τα ειδικότερα έρ­γα που εξυπηρετούν την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή κοινής ωφέλειας ή/και υ­ποδομών, καθώς και το συνολικό κόστος των έργων αυτών, το ύψος της σχετικής χρηματοδότησης, η διαδικασία και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την καταβολή της, οι υποχρεώσεις της εταιρείας και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
ιδ. Να κατασκευάζει και να λειτουργεί έργα εξυπη­ρέτησης τουριστικών σκοπών και γενικότερα της του­ριστικής πολιτικής της χώρας.
ιε. Να προβαίνει στην εκτέλεση έργων υποδομής, στα πλαίσια ανάπτυξης της τουριστικής ανάπτυξης της χώρας.»

2. Το άρθρο 16 του ν. 2636/1998 (ΦΕΚ 198 Α'), το ο­ποίο είχε καταργηθεί με το άρθρο 49 παράγραφος 14 του ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 16
Πόροι της εταιρείας
1. Στην εταιρεία δύναται να παρέχονται επιχορηγή­σεις από κοινοτικούς ή/και εθνικούς πόρους μέσω του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων.
2. Για την εκπλήρωση των αποστολών που αναφέ­ρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 5 εδάφιο ιγ' του πα­ρόντος νόμου, παρέχεται στην εταιρεία, όταν αυτή λειτουργεί ως φορέας παροχής υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, αντιστάθμιση μέσω κοινο­τικών ή/και εθνικών πόρων δια του προγράμματος δη­μοσίων επενδύσεων, ύψους αναλόγου της εκάστοτε επένδυσης, σύμφωνα με το κοινοτικό πλαίσιο περί χο­ρήγησης αντισταθμιστικής παροχής για την ικανοποί­ηση τέτοιων υπηρεσιών.
3. Προϋπόθεση καταβολής των αντισταθμίσεων της παραγράφου 2 αποτελεί η προηγούμενη τήρηση λογι­στικού διαχωρισμού της εταιρείας, σύμφωνα με το ως άνω κοινοτικό πλαίσιο.»

Στο κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΗΜΙΤΗ» εφαρμόζονται, στο σύνολο τους, οι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 1610/1986 (ΦΕΚ 89 Α').

1. Χορηγείται εφάπαξ οικονομική ενίσχυση ύψους πεντακοσίων (500) ευρώ για στεγαστικά δάνεια κύ­ριας κατοικίας που έχουν συναφθεί, μέχρι την ημερο­μηνία κατάθεσης της διάταξης αυτής, με Πιστωτικά Ι­δρύματα που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα ή με το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Δικαιούχοι της ενίσχυσης αυτής είναι πάσης φύσεως συνταξιού­χοι που ήταν ή είναι δικαιούχοι του ΕΚΑΣ κατά το τε­λευταίο προ της κατάθεσης της διάταξης αυτής τρί­μηνο ή οι άνεργοι που έχουν λάβει επίδομα από τον ΟΑΕΔ σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά το διά­στημα αυτό. Η ενίσχυση θα καταβληθεί άμεσα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού με την υποβολή των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 του παρόντος άρ­θρου δικαιολογητικών.

2. Η πληρωμή γίνεται στους δικαιούχους, κατά πα­ρέκκλιση των διατάξεων περί Δημοσίου Λογιστικού, μέσω της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, με την υ­ποβολή αίτησης - υπεύθυνης δήλωσης (ν. 1599/1986), στην οποία αναφέρεται ότι πρόκειται για κύρια κατοι­κία, καθώς και ότι ο δικαιούχος δεν έχει λάβει την ί­δια παροχή από άλλη αιτία.
Η αίτηση συνοδεύεται από:
α. Προκειμένου για συνταξιούχους:
(αα) Οποιαδήποτε βεβαίωση του οικείου ασφαλιστι­κού φορέα από την οποία προκύπτει η καταβολή του ΕΚΑΣ ή οποιοδήποτε άλλο ισοδύναμο αποδεικτικό έγ­γραφο.
(ββ) Βεβαίωση του Πιστωτικού Ιδρύματος, ότι υφί­σταται στεγαστικό δάνειο κατοικίας που έχει συνα­φθεί μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης της παρούσας διάταξης.
β. Προκειμένου για επιδοτούμενους ανέργους: (αα) Βεβαίωση του ΟΑΕΔ από την οποία προκύπτει η καταβολή επιδόματος.
(ββ) Βεβαίωση του Πιστωτικού Ιδρύματος ότι υφί­σταται στεγαστικό δάνειο κατοικίας που έχει συνα­φθεί μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης της παρούσας διάταξης.

3. Μετά την καταβολή της ενίσχυσης, το Πιστωτικό Ίδρυμα αποστέλλει, ηλεκτρονικά και σε φυσική μορ­φή, στην αρμόδια Δ24 Διεύθυνση Λογαριασμών Δη­μοσίου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κατα­στάσεις πληρωμών, στις οποίες αναφέρονται συνολι­κά και αναλυτικά ανά δικαιούχο οι πληρωμές, επισυ­νάπτοντας τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δικαιολογητικά.

4. Η αίτηση - υπεύθυνη δήλωση για τη χορήγηση οικονομικής ενίσχυσης των δικαιούχων υποβάλλεται ε­ντός προθεσμίας δύο μηνών από την ισχύ του παρό­ντος νόμου.

5. Η ενίσχυση είναι αφορολόγητη και δεν υπολογίζεται στα εισοδηματικά όρια για την καταβολή του ΕΚΑΣ, του πολυτεκνικού επιδόματος και οποιασδήπο­τε άλλης παροχής κοινωνικού χαρακτήρα.

6. Κάθε δικαιούχος λαμβάνει την εν λόγω ενίσχυση με μία και μόνο ιδιότητα από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

7. Οι διατάξεις της αριθμ. 2/42589/0026/4.6.2008 α­πόφασης των Υπουργείων Οικονομίας και Οικονομι­κών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ 1096 Β') εφαρμόζονται αναλόγως και για τον έλεγχο της οικονομικής ενίσχυσης που χορηγείται βάσει των διατάξεων του παρόντος.

8. Η οικονομική ενίσχυση του παρόντος άρθρου βα­ρύνει τις πιστώσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού που προορίζονται για χρηματοδοτήσεις ή επιχορηγή­σεις του Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής (ν. 3631/2008, ΦΕΚ 6 Α').

9. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικο­νομικών δύναται να οριστεί και κάθε άλλη λεπτομέ­ρεια, που τυχόν κριθεί αναγκαία κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3, 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 14 του ν. 3697/2008 (ΦΕΚ 194 Α') καταργού­νται από την έναρξη ισχύος τους και από την ίδια ημε­ρομηνία επαναφέρονται σε ισχύ οι διατάξεις που αντι­καταστάθηκαν από αυτές.

1. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 38 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/1994, ΦΕΚ 151 Α΄) έχουν εφαρμογή για πωλήσεις εισηγμένων μετοχών που αποκτώνται από την 1η Ιουλίου 2010 και μετά.
Κατά την πώληση εισηγμένων μετοχών που αποκτώνται μέχρι την 30η Ιουνίου 2010, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 131 Α΄) και της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α΄), κατά περίπτωση.


2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 16 του ν. 3697/2008 (ΦΕΚ 194 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 38 του Κ.Φ.Ε. εξακολουθούν να εφαρμόζονται για πωλήσεις μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστή­ριο Αθηνών ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο, όταν αυ­τές έχουν αποκτηθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2009.»

1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρ­θρου 73 του ν. 3746/2009 (ΦΕΚ 27 Α716.2.2009) αντι­καθίσταται ως εξής:
«Η καταβολή των ενισχύσεων αυτών γίνεται βάσει υπεύθυνων δηλώσεων του ν. 1599/1986 (ΦΕΚ 75 Α'), όπως ισχύει, των δικαιούχων και βεβαιώσεων της Πυ­ροσβεστικής ή της Τοπικής Αστυνομικής Αρχής ή του οικείου Δήμου ή του οικείου Επιμελητηρίου ύστερα από σχετική αίτηση τους.»

2. Η προθεσμία που προβλέπεται στο τελευταίο ε­δάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 73 του ν. 3746/2009 (ΦΕΚ 27 Α716.2.2009) παρατείνεται έως την 30ή Απριλίου 2009.

3. Οι πληγείσες επιχειρήσεις από τα επεισόδια της 13.3.2009 στο κέντρο της Αθήνας δύνανται να αποζη­μιωθούν για την αποκατάσταση των ζημιών επί των προθηκών και υαλοπινάκων των καταστημάτων, έπει­τα από προσκόμιση βεβαίωσης του Επιμελητηρίου και των σχετικών τιμολογίων στο κεντρικό κατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος.

Στο τέλος της περίπτωσης γ' της κατηγορίας I της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 2685/1999 (ΦΕΚ 35 Α'), όπως ισχύει, τίθενται οι λέξεις « και ο Γ ενικός Δι­ευθυντής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.)».

Κυρώνεται δια του παρόντος η από 5.3.2009 Σύμβα­ση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της εταιρείας με την επωνυμία Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών Ανώ­νυμη Εταιρεία (καλούμενης εφεξής: Η «Εταιρεία Αε­ροδρομίου»), το περιεχόμενο της οποίας έχει ως ε­ξής:
«Το άρθρο 22.2.2 της Σύμβασης Ανάπτυξης Αερο­δρομίου που υπεγράφη την 31.7.1995 στην Αθήνα με­ταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, αφ' ενός, και, αφ' ετέ­ρου, των εταιρειών με τις επωνυμίες: (α) «Hochtief Ak-tiengesellschaft vorm. Gebr. Helfmann, (β) ABB Calor Emag Schaltanlagen AG, (γ) Η. Krantz-TKT GmbH και (δ) Flughafen Athen-Spata Projektgesellschaft mbH και κυ­ρώθηκε με το νόμο 2338/1995 (ΦΕΚ Α' 202/14.9.1995), όπως έχει τροποποιηθεί διαδοχικά στις 20.7.2000, 29.6.2007 και 19.6.2008, τροποποιείται ως εξής στην ελληνική και αγγλική γλώσσα:
«Για την παροχή κάθε τέτοιας εγγύησης το Ελληνικό Δημόσιο θα εισπράττει από την Εταιρεία Αεροδρο­μίου ετήσια προμήθεια αδρανείας καταβλητέα ανά τρίμηνο προκαταβολικά που θα ανέρχεται σε μισό επί τοις εκατό (0,5%) κατ' έτος επί του εκάστοτε ανωτά­του ορίου για το οποίο θα ευθύνεται το Ελληνικό Δη­μόσιο, σύμφωνα με τη σχετική εγγύηση ή κατ' εφαρ­μογή της (σε σχέση τόσο με αναληφθέντα όσο και με μη αναληφθέντα ποσά).»
«For the provision of each such guarantee, the Greek State will be paid by the Airport Company an annual facili­ty fee at the rate of half percent (0.5%) per annum on the maximum liability (in relation to both drawn and undrawn amounts) of the Greek State from time to time under or pursuant to the relevant guarantee payable quarterly in advance."
 Με εξαίρεση όσων τροποποιούνται παραπάνω δια του παρόντος και των από 20.7.2000, 29.6.2007 και 19.6.2008 τροποποιήσεων της, το κείμενο της Σύμβα­σης Ανάπτυξης Αεροδρομίου (ΣΑΕ) παραμένει εν ισχύι, όπως αυτή υπεγράφη στις 31.7.1995.»

1. α. Για το οικονομικό έτος 2009, το ποσοστό των περιπτώσεων α' και γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 3274/2004 (ΦΕΚ 195 Α') δεν κατατίθεται στον Ειδικό Λογαριασμό που τηρείται στο Ταμείο Παρακα­ταθηκών και Δανείων με τον τίτλο «Πόροι του Προ­γράμματος ΘΗΣΕΑΣ». Τα ανωτέρω ποσοστά, για το ί­διο οικονομικό έτος, αποδίδονται στους δήμους και στις κοινότητες με κοινή απόφαση των Υπουργών Ε­σωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών, σύμφω­να με τις ρυθμίσεις περί Κεντρικών Αυτοτελών Πό­ρων του άρθρου 25 του ν. 1828/1989 (ΦΕΚ 2 Α'), όπως ισχύει.
β. Η ελάχιστη ποσοστιαία ρύθμιση των πόρων του Προγράμματος «ΘΗΣΕΑΣ», η οποία προβλέπεται από την περίπτωση ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 3274/2004 και για το οικονομικό έτος 2009 πα­ραμένει αμετάβλητη.

2. α. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 36 του ν. 3731/2008 (ΦΕΚ 263 Α'), μετά τη φράση «για τους υπαλλήλους αυτούς» απαλείφεται η τελεία και προστίθεται η φράση «μετά την 1.1.2012».
β. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 36 του ν. 3731/2008 (ΦΕΚ 263 Α') αντικαθίσταται ως ακολούθως:
 «Η σταδιακή καταβολή των διαφορών των ανωτέρω παραγράφων του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1.1.2009 και ολοκληρώνεται την 1.1.2012.»
γ. Στις εξαιρέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 36 του ν. 3731/2008 (ΦΕΚ 263 Α'), από της ενάρξεως ισχύος του, περιλαμβάνεται και η πρόσθετη αμοιβή της παραγράφου 5 του άρθρου 92 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α'), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγρα­φο 1 του άρθρου 20 του ν. 3536/2007 (ΦΕΚ 42 Α'). Η προβλεπόμενη στην παράγραφο 3 του άρθρου 36 του ν. 3731/2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περί­πτωση συναρμόδιου Υπουργού εκδίδεται εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
 δ. Οι ρυθμίσεις των περιπτώσεων α', β' και γ' της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται από την έναρξη ι­σχύος του άρθρου 36 του ν. 3731/2008.

Οι διατάξεις του παρόντος νόμου ισχύουν από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.

 


 

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
 
Αθήνα, 30 Μαρτίου 2009

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Ι. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Π. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ
Γ. ΣΟΥΦΛΙΑΣ

ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Κ. ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ

ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
Σ. ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Ν. Γ. ΔΕΝΔΙΑΣ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Α. ΣΑΜΑΡΑΣ

ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Κ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ


Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 31 Μαρτίου 2009

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Ν. Γ. ΔΕΝΔΙΑΣ

 

 

Ευρετήριο τουριστικής νομοθεσίας

Δείτε αναλυτικά τον οδηγό τουριστικής νομοθεσίας ανά κλάδο

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος 2021

Δείτε αναλυτικά όλες τις κλίμακες φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν για το φορολογικό έτος 2021