ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 4478/2017 I) Κύρωση και προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στη Σύμβαση της Βαρσοβίας της 16ης Μαΐου 2005 του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ενσωμάτωση της Α-Π 2003/577/ΔΕΥ, της Α-Π 2005/212/ΔΕΥ, της Α-Π 2006/783/ΔΕΥ, όπως τροποποιήθηκε με την Α-Π 2009/299/ΔΕΥ, και της Οδηγίας 2014/42/ΕΕ .......

 
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 91
23 Ιουνίου 2017
ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 4478
I) Κύρωση και προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στη Σύμβαση της Βαρσοβίας της 16ης Μαΐου 2005 του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ενσωμάτωση της Α-Π 2003/577/ΔΕΥ, της Α-Π 2005/212/ΔΕΥ, της Α-Π 2006/783/ΔΕΥ, όπως τροποποιήθηκε με την Α-Π 2009/299/ΔΕΥ, και της Οδηγίας 2014/42/ΕΕ,
II) Προϋποθέσεις τοποθέτησης ανηλίκων σε ίδρυμα ή ανάδοχη οικογένεια από και προς κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει του άρθρου 56 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον Κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000,
III) Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια στέρησης της ελευθερίας, IV) Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της Απόφασης - Πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου και λοιπές διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Κυρώνεται και έχει την ισχύ της παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντάγµατος η Σύµβαση του Συµβουλίου της Ευρώπης για τη νοµιµοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήµευση εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες και για τη χρηµατοδότηση της τροµοκρατίας που υπογράφηκε στη Βαρσοβία στις 16 Μαΐου 2005, το κείµενο της οποίας σε πρωτότυπο στην αγγλική και στη γαλλική γλώσσα, και σε µετάφραση στην ελληνική, έχει ως εξής:

Σύμβαση

Όταν υποβάλλεται από τις αρµόδιες αρχές κράτους -µέρους της Σύµβασης αίτηµα δέσµευσης περιουσιακών στοιχείων, που αποτελούν ή θα µπορούσαν να αποτελέσουν αντικείµενο αιτήµατος δήµευσης, σύµφωνα µε το επόµενο άρθρο, εφαρµόζεται αναλόγως το άρθρο 48 του ν. 3691/2008 (Α΄ 166) και οι σχετικές µε την παροχή δικαστικής συνδροµής διατάξεις.

Όταν υποβάλλεται από τις αρµόδιες αρχές κράτους-µέρους της Σύµβασης αίτηµα δήµευσης περιουσιακών στοιχείων, που αποτελούν αµέσως ή εµµέσως προϊόν ποινικών αδικηµάτων ή αποκτήθηκαν µε το προϊόν αυτό ή χρησιµοποιήθηκαν ή προορίζονταν να χρησιµοποιηθούν για τη διάπραξη τέτοιων αδικηµάτων, το αίτηµα υποβάλλεται στο κατά τόπο αρµόδιο Συµβούλιο Πληµµελειοδικών, το οποίο αποφασίζει µε βούλευµά του, εφαρµόζοντας αναλόγως την παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 3691/2008. Κατά του βουλεύµατος του Συµβουλίου Πληµµελειοδικών επιτρέπεται µόνο έφεση κατ’ ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 492 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας.

Ως Κεντρική Αρχή για την παραλαβή και αποστολή αιτηµάτων που υποβάλλονται στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας για την εφαρµογή της Σύµβασης, καθώς και για τη διαβίβασή τους στις αρµόδιες προς εκτέλεση αρχές, ορίζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων.

Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων και των συναρµόδιων Υπουργών συνιστάται κεντρική υπηρεσία ή καθορίζεται υφιστάµενος φορέας µε αρµοδιότητα τη διαχείριση των δηµευµένων περιουσιακών στοιχείων, η οποία µπορεί να περιλαµβάνει τη χρήση αυτών για το δηµόσιο συµφέρον, για κοινωνικούς σκοπούς ή για την ικανοποίηση του θύµατος, καθώς και την αποτελεσµατική διαχείριση περιουσιακών στοιχείων που δεσµεύονται ενόψει πιθανής δήµευσης. Η αποτελεσµατική διαχείριση των δεσµευµένων περιουσιακών στοιχείων περιλαµβάνει τη δυνατότητα πώλησης ή µεταβίβασης αυτών, όταν κρίνεται απαραίτητο για τη διασφάλιση της οικονοµικής τους αξίας.

1. Το άρθρο 76 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αντικείµενα ή περιουσιακά στοιχεία που είναι προϊόντα κακουργήµατος ή πληµµελήµατος το οποίο πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίµηµά τους, και όσα αποκτήθηκαν µε αυτά αµέσως ή εµµέσως, επίσης και αντικείµενα ή περιουσιακά στοιχεία που χρησίµευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης µπορούν να δηµευθούν αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους συµµετόχους. Για άλλες αξιόποινες πράξεις δήµευση µπορεί να επιβληθεί µόνο στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ειδικά ο νόµος. Αν τα παραπάνω αντικείµενα ή περιουσιακά στοιχεία έχουν αναµειχθεί µε περιουσία που αποκτήθηκε από νόµιµες πηγές, η σχετική περιουσία υπόκειται σε δήµευση µέχρι την καθορισµένη αξία των αναµειχθέντων αντικειµένων.
2. Δήµευση δεν επιβάλλεται, όταν το δικαστήριο, αυτεπάγγελτα ή µετά από αίτηµα διαδίκου ή τρίτου, κρίνει ότι αυτή είναι στη συγκεκριµένη περίπτωση δυσανάλογη, όπως όταν υπάρχει κίνδυνος να αποστερήσει τον καταδικασθέντα ή τρίτο, ιδίως την οικογένειά τους, από πράγµα που εξυπηρετεί τον αναγκαίο βιοπορισµό τους ή να προκαλέσει σε αυτούς υπέρµετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη. Στις περιπτώσεις του προηγούµενου εδαφίου, το δικαστήριο µπορεί να επιβάλει ανάλογα περιορισµένη δήµευση ή να επιβάλει χρηµατική ποινή, σύµφωνα µε την παράγραφο 4.
3. Αν τα αντικείµενα ή τα περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 1 δεν υπάρχουν πλέον ή δεν έχουν βρεθεί, το δικαστήριο µπορεί να επιβάλει δήµευση (αναπληρωµατική δήµευση) σε ίσης, κατά το χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης, αξίας περιουσιακά στοιχεία του δράστη.
4. Αν το δικαστήριο δεν µπορεί να επιβάλει δήµευση στα αντικείµενα ή περιουσιακά στοιχεία των προηγούµενων παραγράφων, επειδή αυτά δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν ή ανήκουν εν όλω ή εν µέρει σε τρίτο, στον οποίο δεν µπορεί να επιβληθεί δήµευση, µπορεί να επιβάλει στον δράστη χρηµατική ποινή µέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στην αξία των αντικειµένων αυτών.
5. Η δήµευση επιβάλλεται σε τρίτο αν τα αντικείµενα ή περιουσιακά στοιχεία µεταβιβάσθηκαν, άµεσα ή έµµεσα, από τον δράστη σε αυτόν ή αν αποκτήθηκαν από αυτόν ή περιήλθαν µε άλλο τρόπο σε αυτόν, εφόσον κατά το χρόνο κτήσης των περιουσιακών στοιχείων γνώριζε ότι ενδέχεται να προέρχονται από αξιόποινη πράξη και ότι σκοπός της µεταβίβασής τους ήταν να αποφευχθεί η δήµευση. Η γνώση, σύµφωνα µε το προηγούµενο εδάφιο, πρέπει να προκύπτει από το συνδυασµό περισσότερων ειδικά αναφερόµενων στην απόφαση του δικαστηρίου περιστατικών, όπως ιδίως ότι η µεταβίβαση ή η απόκτηση του περιουσιακού στοιχείου πραγµατοποιήθηκε χωρίς αντάλλαγµα ή µε αντάλλαγµα σηµαντικά κατώτερο από την αγοραία αξία ή από εκείνο που θα προέκυπτε, µε βάση τη συνήθη πρακτική στις οικείες βιοτικές σχέσεις. Η δήµευση επιβάλλεται στον τρίτο µόνο εφόσον δεν µπορεί να επιβληθεί σε βάρος του δράστη δήµευση του ανταλλάγµατος που έλαβε για τη µεταβίβαση ή αναπληρωµατική δήµευση. Όταν ο τρίτος είναι νοµικό πρόσωπο, εξετάζεται αν υπήρχε η προβλεπόµενη γνώση σχετικά µε την προέλευση των περιουσιακών στοιχείων, σε όποιον έχει εξουσία εκπροσώπησής του ή είναι εξουσιοδοτηµένος για τη λήψη αποφάσεων ή για την άσκηση ελέγχου, στο πλαίσιο του νοµικού προσώπου ή της επιχείρησης ή σε όποιον ασκεί εν τοις πράγµασι τα καθήκοντα αυτά.
6. Η δήµευση των αντικειµένων της παραγράφου 1 επιβάλλεται υποχρεωτικά σε βάρος του κατόχου τους, έστω και χωρίς την καταδίκη ορισµένου προσώπου για την τελεσθείσα πράξη, αν από τη φύση τους προκύπτει κίνδυνος της δηµόσιας τάξης. Η δήµευση εκτελείται και κατά των κληρονόµων, αν η απόφαση έγινε αµετάκλητη ενόσω ζούσε εκείνος κατά του οποίου απαγγέλθηκε η δήµευση. Αν δεν προηγήθηκε καταδίκη ορισµένου προσώπου ή δεν µπορούσε να γίνει δίωξη, τη δήµευση διατάσσει είτε το δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση είτε το δικαστήριο των πληµµελειοδικών µε πρόταση του εισαγγελέα.
7. Σε κάθε περίπτωση δήµευσης, το δικαστήριο αποφασίζει αν αυτά που δηµεύθηκαν, επιβάλλεται να καταστραφούν ή αν µπορούν να χρησιµοποιηθούν για το δηµόσιο συµφέρον ή για κοινωνικούς σκοπούς ή για την ικανοποίηση του θύµατος.»

2. Στο άρθρο 187Α παρ. 6 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο τελευταίο ως εξής:
«Στο έγκληµα του α΄ εδαφίου, για την εφαρµογή των άρθρων 88 έως 93 του Ποινικού Κώδικα, λαµβάνονται υπόψη και οι αµετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, που εκδίδουν δικαστήρια άλλων κρατών µερών της Σύµβασης του Συµβουλίου της Ευρώπης του έτους 2005 για τη νοµιµοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήµευση εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες και για τη χρηµατοδότηση της τροµοκρατίας.»

1. Στο άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 3691/2008 προστίθεται περίπτωση ι΄ ως εξής:
«ι) Στα εγκλήµατα νοµιµοποίησης εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες, για την εφαρµογή των άρθρων 88 έως 93 του Ποινικού Κώδικα, λαµβάνονται υπόψη και οι αµετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδουν δικαστήρια άλλων κρατών µερών της Σύµβασης του Συµβουλίου της Ευρώπης του έτους 2005 για τη νοµιµοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήµευση εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες και για τη χρηµατοδότηση της τροµοκρατίας.»

2. Στην παρ. 1 του άρθρου 46 του ν. 3691/2008 προστίθεται µετά το εδάφιο α΄ εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση ανάµειξης του προϊόντος του αδικήµατος µε περιουσία που προέρχεται από νόµιµες πηγές, η κατάσχεση και η δήµευση επιβάλλονται µέχρι του ποσού της αξίας του προϊόντος αυτού.»

3. Το άρθρο 47 του ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 47
Αποζηµίωση υπέρ του Δηµοσίου
1. Το Δηµόσιο µπορεί, ύστερα από γνωµοδότηση του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους, να αξιώσει ενώπιον των αρµόδιων πολιτικών δικαστηρίων από τον αµετακλήτως καταδικασµένο σε στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών ετών για ποινικό αδίκηµα της παραγράφου 2, κάθε άλλη περιουσία που αυτός έχει αποκτήσει από άλλο αδίκηµα της παραγράφου 2 έστω και αν δεν ασκήθηκε για το αδίκηµα αυτό δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικά ή κηρύχθηκε απαράδεκτη.
2. Η παράγραφος 1 εφαρµόζεται στα παρακάτω ποινικά αδικήµατα, εφόσον αυτά αµέσως ή εµµέσως µπορούν να οδηγήσουν σε οικονοµικό όφελος:
α) σε εκείνα των στοιχείων α΄ έως και θ΄ του άρθρου 3,
β) σε εκείνα των άρθρων 207 έως 208Α του Ποινικού Κώδικα,
γ) σε εκείνα των άρθρων 216, 372, 374 έως 375 και 394 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αφορούν σε µέσα πληρωµής πλην των µετρητών,
δ) σε εκείνα των άρθρων 348Α έως 348Γ, 349 παράγραφοι 1-2 του Ποινικού Κώδικα και
ε) σε εκείνα των άρθρων 292Β παράγραφοι 2-3 και 381Α παρ. 2-3 του Ποινικού Κώδικα.
3. Αν η περιουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 µεταβιβάσθηκε σε τρίτο, ο καταδικασµένος υποχρεούται σε αποζηµίωση ίση µε την αξία της κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής. Η παραπάνω αξίωση µπορεί να ασκηθεί και κατά τρίτου που απέκτησε από χαριστική αιτία, εφόσον κατά το χρόνο της κτήσης ήταν σύζυγος ή συγγενής εξ αίµατος κατ` ευθεία γραµµή µε τον καταδικασµένο ή αδελφός του ή θετό τέκνο του, καθώς και εναντίον κάθε τρίτου που απέκτησε την περιουσία µετά την άσκηση κατά του καταδικασµένου ποινικής δίωξης για το πιο πάνω έγκληµα, αν κατά το χρόνο που απέκτησε, γνώριζε την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του καταδικασµένου. Ο τρίτος και ο καταδικασµένος ευθύνονται εις ολόκληρον.»

4. Στην παρ. 2 του άρθρου 48 του ν. 3691/2008 προστίθενται στο τέλος εδάφια ως εξής:
«Η απαγόρευση δεν θίγει προγενέστερα δικαιώµατα που έχουν αποκτήσει καλόπιστοι τρίτοι επί του λογαριασµού των τίτλων ή των χρηµατοπιστωτικών προϊόντων. Τα δικαιώµατα αυτά µπορούν να ασκηθούν, σύµφωνα µε τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας.»

5. Στο άρθρο 48 του ν. 3691/2008 η παράγραφος 6 αναριθµείται σε 7 και προστίθεται νέα παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Τα ενδιαφερόµενα φυσικά ή νοµικά πρόσωπα, µε αίτησή τους που απευθύνεται στην αρχή που αποφάσισε τη δέσµευση ή µε την προβλεπόµενη στις παραγράφους 4 και 5 προσφυγή, µπορούν να ζητούν την αποδέσµευση συγκεκριµένων ποσών, αναγκαίων για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας τους, των εξόδων για τη νοµική τους υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσµευµένων ως άνω στοιχείων.»

1. Στο άρθρο τρίτο του ν. 2655/1998 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών εισάγει την αίτηση δήµευσης στο Συµβούλιο Πληµµελειοδικών, το οποίο αποφασίζει µε βούλευµά του, εφαρµόζοντας αναλόγως το άρθρο 46 παρ. 2 του ν. 3691/2008 (Α΄ 166). Κατά του βουλεύµατος του Συµβουλίου Πληµµελειοδικών επιτρέπεται έφεση και κατά του βουλεύµατος του Συµβουλίου Εφετών αναίρεση, κατ’ ανάλογη εφαρµογή των άρθρων 492 και 504 παρ. 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας.»

2. Στο άρθρο τέταρτο του ν. 2655/1998 προστίθενται στοιχεία α΄ και β΄ ως εξής:
«α) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 2 της Σύµβασης εφαρµόζεται µόνο στα αδικήµατα νοµιµοποίησης εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες και στα βασικά αδικήµατα των άρθρων 2 και 3 του ν. 3691/2008.
β) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 6 της Σύµβασης εφαρµόζεται µόνον όταν το βασικό αδίκηµα συγκαταλέγεται σε εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 3 του ν. 3691/2008

α) Η Ελληνική Πολιτεία επιφυλάσσεται, σύµφωνα µε την παρ. 2 του άρθρου 53 της Σύµβασης, του δικαιώµατός της να µην εφαρµόσει το εδάφιο γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 7 και την παρ. 6 του άρθρου 9.
β) Η Ελληνική Πολιτεία επιφυλάσσεται, σύµφωνα µε την παρ. 2 του άρθρου 53 της Σύµβασης, να εφαρµόζει την παρ. 5 του άρθρου 46 µόνον υπό τον όρο της τήρησης του κανόνα της αµοιβαιότητας.
γ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύµφωνα µε την παρ. 2 του άρθρου 3 της Σύµβασης, ότι η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου εφαρµόζεται µόνο στα αδικήµατα νοµιµοποίησης εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες και στα βασικά αδικήµατα των άρθρων 2 και 3 του ν. 3691/2008.
δ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύµφωνα µε την παρ. 4 του άρθρου 53 της Σύµβασης, ότι δεν θα εφαρµόσει την παράγραφο 4 του άρθρου 3.
ε) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύµφωνα µε την παρ. 4 του άρθρου 9 της Σύµβασης, ότι η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου εφαρµόζεται µόνον όταν το βασικό αδίκηµα συγκαταλέγεται σε εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 3 του ν. 3691/2008.
στ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύµφωνα µε την παρ. 5 του άρθρου 17 της Σύµβασης, ότι το εν λόγω άρθρο εφαρµόζεται µόνο στα αδικήµατα νοµιµοποίησης εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες και στα βασικά αδικήµατα των άρθρων 2 και 3 του ν. 3691/2008.
ζ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύµφωνα µε την παρ. 3 του άρθρου 53 της Σύµβασης, ότι θα εφαρµόσει το άρθρο 19 µόνον εφόσον άρει την ανωτέρω υπό α΄ επιφύλαξή της σε σχέση µε το εδάφιο γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 7.
η) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύµφωνα µε την παρ. 3 του άρθρου 24 της Σύµβασης, ότι θα εφαρµόζει την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου µόνο σύµφωνα µε το Σύνταγµα και τις θεµελιώδεις αρχές του νοµικού της συστήµατος.
θ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύµφωνα µε την παρ. 2 του άρθρου 31 της Σύµβασης, ότι δεν αποδέχεται τη δυνατότητα που προβλέπεται στην περίπτωση α΄ της εν λόγω παραγράφου.
ι) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύµφωνα µε την παρ. 2 του άρθρου 33 της Σύµβασης, ότι ορίζει ως Κεντρική Αρχή για την παραλαβή και αποστολή αιτηµάτων που υποβάλλονται στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας για την εφαρµογή της Σύµβασης, καθώς και για τη διαβίβασή τους στις αρµόδιες προς εκτέλεση αρχές, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων.
ια) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύµφωνα µε την παρ. 1 του άρθρου 35 της Σύµβασης, ότι είναι έτοιµη να αποδεχθεί και να εκτελέσει αιτήµατα που διαβιβάζονται ηλεκτρονικά ή µε οποιοδήποτε άλλο µέσο, υπό την προϋπόθεση ότι το τελευταίο επιτρέπει την εξακρίβωση της γνησιότητας της διαβίβασης.
ιβ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύµφωνα µε την παρ. 3 του άρθρου 35 της Σύµβασης, ότι απαιτεί τα αιτήµατα που υποβάλλονται στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας και τα έγγραφα που υποστηρίζουν τα αιτήµατα αυτά, να συνοδεύονται από µετάφραση στην ελληνική ή την αγγλική γλώσσα.
ιγ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύµφωνα µε την παρ. 2 του άρθρου 42 της Σύµβασης, ότι οι πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέχονται από αυτήν, στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας δεν µπορούν χωρίς προηγούµενη συναίνεσή της να χρησιµοποιηθούν ή να διαβιβασθούν από τις αρχές του αιτούντος µέρους, για έρευνες ή διαδικασίες διαφορετικές από εκείνες που προσδιορίζονται στην αίτηση.
ιδ) Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει, σύµφωνα µε την παρ. 13 του άρθρου 46 της Σύµβασης, ότι ορίζει ως Μονάδα Διερεύνησης Χρηµατοοικονοµικών Πληροφοριών την Α΄ Μονάδα της Αρχής Καταπολέµησης της Νοµιµοποίησης Εσόδων από Εγκληµατικές Δραστηριότητες και της Χρηµατοδότησης της Τροµοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.

1. Αναγνωρίζονται και εκτελούνται στην Ελλάδα από τις αρµόδιες δικαστικές αρχές αποφάσεις των αρµοδίων δικαστικών αρχών άλλων κρατών µελών της Ε.Ε. που εκδίδονται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, µε αντικείµενο:
α) τη δέσµευση περιουσιακών και αποδεικτικών στοιχείων, µε σκοπό την εν συνεχεία δήµευση των πρώτων ή την εξασφάλιση των δεύτερων και
β) τη δήµευση περιουσιακών στοιχείων. Με τις κατωτέρω διατάξεις ρυθµίζεται, επίσης, η διαδικασία διαβίβασης αιτήσεων αναγνώρισης και εκτέλεσης αντίστοιχων αποφάσεων των αρµόδιων ελληνικών δικαστικών αρχών προς άλλα κράτη µέλη.

2. Για την εφαρµογή των διατάξεων του παρόντος Τµήµατος:
α) Ως «απόφαση δέσµευσης» νοείται κάθε µέτρο που λαµβάνει αρµόδια δικαστική αρχή κράτους µέλους της Ε.Ε., προκειµένου να εµποδίσει προσωρινά οποιαδήποτε πράξη καταστροφής, µετατροπής, µετατόπισης, µεταφοράς ή διάθεσης: αα) περιουσιακών στοιχείων για τα οποία θα µπορούσε να εκδοθεί απόφαση δήµευσης ή ββ) περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν το αντικείµενο εγκλήµατος αναφερόµενου στο άρθρο 10 ή γγ) αποδεικτικών στοιχείων.
β) Ως «απόφαση δήµευσης» νοείται κάθε ποινή ή µέτρο που επιβλήθηκε αµετακλήτως από δικαστήριο κράτους µέλους της Ε.Ε. µετά από δίκη για ποινικό αδίκηµα, µε περιεχόµενο την οριστική αποστέρηση περιουσιακών στοιχείων, για τα οποία το δικαστήριο έκρινε ότι: αα) αποτελούν προϊόν εγκλήµατος αναφερόµενου στο άρθρο 10 ή ισοδυναµούν εν όλω ή εν µέρει µε την αξία του προϊόντος αυτού ή ββ) αποτελούν το όργανο τέτοιου εγκλήµατος ή γγ) υπόκεινται σε δήµευση λόγω εφαρµογής στο κράτος έκδοσης οποιασδήποτε από τις εκτεταµένες εξουσίες που προσδιορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 του παρόντος ή δδ) υπόκεινται σε δήµευση λόγω εφαρµογής οποιασδήποτε άλλης εκτεταµένης εξουσίας, σύµφωνα µε τη νοµοθεσία του κράτους έκδοσης.
γ) Στα «περιουσιακά στοιχεία» περιλαµβάνεται κάθε είδους περιουσιακό στοιχείο, ενσώµατο ή ασώµατο, κινητό ή ακίνητο, υλικό ή άυλο, καθώς και νόµιµοι τίτλοι ή έγγραφα οποιασδήποτε µορφής, έντυπης, ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ή δικαίωµα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων.
δ) Ως «αποδεικτικά στοιχεία» νοούνται αντικείµενα, έγγραφα ή δεδοµένα, τα οποία θα µπορούσαν να προσκοµισθούν ως αποδεικτικά στοιχεία σε ποινική διαδικασία σχετική µε τα αναφερόµενα στο άρθρο 10 αδικήµατα.
ε) «Προϊόν εγκλήµατος» σηµαίνει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που προέρχεται ή αποκτάται άµεσα ή έµµεσα, µέσω της τέλεσης εγκλήµατος, συµπεριλαµβανοµένων αυτών που έχουν µετατραπεί ή επανεπενδυθεί πλήρως ή εν µέρει σε άλλο περιουσιακό στοιχείο.
στ) «Όργανο εγκλήµατος» σηµαίνει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο ή αντικείµενο, που χρησιµοποιήθηκε ή προοριζόταν να χρησιµοποιηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εν όλω ή εν µέρει, για τη διάπραξη µίας ή περισσοτέρων αξιόποινων πράξεων.
ζ) Ως «κράτος έκδοσης» νοείται το κράτος µέλος του οποίου αρµόδια δικαστική αρχή έχει εκδώσει ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο επικυρώσει απόφαση δέσµευσης ή δήµευσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.
η) Ως «κράτος εκτέλεσης» νοείται το κράτος µέλος στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το περιουσιακό ή αποδεικτικό στοιχείο και στο οποίο διαβιβάζεται η απόφαση προκειµένου να εκτελεστεί.

1. Η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης δέσµευσης ή δήµευσης άλλου κράτους µέλους της Ε.Ε. προϋποθέτει η πράξη για την οποία έχει εκδοθεί η απόφαση να συνιστά έγκληµα, για το οποίο χωρεί αντίστοιχα δέσµευση ή δήµευση, σύµφωνα µε τους ελληνικούς ποινικούς νόµους, ανεξαρτήτως του νοµικού χαρακτηρισµού της από το κράτος έκδοσης.

2. Η αναγνώριση και η εκτέλεση της απόφασης δέσµευσης ή δήµευσης επιτρέπεται χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου για τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης, εφόσον τιµωρούνται στο κράτος αυτό µε στερητική της ελευθερίας ποινή το ανώτατο όριο της οποίας είναι τουλάχιστον τρία (3) έτη:
α) συµµετοχή σε εγκληµατική οργάνωση,
β) τροµοκρατικές πράξεις,
γ) εµπορία ανθρώπων και σωµατεµπορία,
δ) εγκλήµατα οικονοµικής εκµετάλλευσης της γενετήσιας ζωής ανηλίκων και πορνογραφία ανηλίκων,
ε) παράνοµη εµπορία και διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών,
στ) παράνοµη εµπορία και διακίνηση όπλων, πυροµαχικών και εκρηκτικών,
ζ) εγκλήµατα δωροδοκίας,
η) εγκλήµατα σε βάρος των οικονοµικών συµφερόντων της Ε.Ε.,
θ) νοµιµοποίηση εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες,
ι) εγκλήµατα σχετικά µε το νόµισµα, περιλαµβανοµένου του ευρώ,
ια) εγκλήµατα σχετικά µε ηλεκτρονικούς υπολογιστές,
ιβ) εγκλήµατα κατά του περιβάλλοντος, συµπεριλαµβανοµένου του παράνοµου εµπορίου απειλούµενων ζωικών ειδών και του παράνοµου εµπορίου απειλούµενων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών,
ιγ) παροχή βοήθειας για την παράνοµη είσοδο και διαµονή στη χώρα,
ιδ) ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και βαριά σωµατική βλάβη,
ιε) παράνοµο εµπόριο ανθρώπινων οργάνων και ιστών,
ιστ) απαγωγή, παράνοµη κατακράτηση, αρπαγή και οµηρία,
ιζ) εγκλήµατα ρατσισµού και ξενοφοβίας,
ιη) οργανωµένες ή ένοπλες ληστείες,
ιθ) παράνοµη εµπορία και διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, συµπεριλαµβανοµένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης,
κ) υπεξαίρεση και απάτη,
κα) αθέµιτη προστασία έναντι παράνοµου περιουσιακού οφέλους και εκβίαση,
κβ) παράνοµη αποµίµηση και πειρατεία προϊόντων,
κγ) πλαστογραφία δηµοσίων εγγράφων και παράνοµη διακίνηση αυτών,
κδ) πλαστογραφία µέσων πληρωµής,
κε) παράνοµη διακίνηση ορµονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων,
κστ) παράνοµη διακίνηση πυρηνικών και ραδιενεργών ουσιών,
κζ) εµπορία κλεµµένων οχηµάτων,
κη) βιασµός,
κθ) εµπρησµός εκ προθέσεως,
λ) εγκλήµατα που εµπίπτουν στην αρµοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου,
λα) αεροπειρατεία και πειρατεία,
λβ) δολιοφθορά.

1. Αρµόδια αρχή για τη διαβίβαση µιας απόφασης δέσµευσης στην αρµόδια αρχή εκτέλεσης άλλου κράτους -µέλους της Ε.Ε. ορίζεται ο ανακριτής, ο εισαγγελέας ή η αρµόδια δικαστική αρχή που εξέδωσε την απόφαση δέσµευσης.

2. Αρµόδια δικαστική αρχή για την αναγνώριση και εκτέλεση στην Ελλάδα µιας απόφασης δέσµευσης άλλου κράτους µέλους της Ε.Ε. ορίζεται ο ανακριτής στην περιφέρεια του οποίου ευρίσκεται το περιουσιακό ή αποδεικτικό στοιχείο στο οποίο αφορά η απόφαση. Αν στην τελευταία δεν προσδιορίζεται η περιφέρεια όπου ευρίσκεται το αντικείµενο της δέσµευσης, αρµόδιος είναι ο ανακριτής Αθηνών. O τελευταίος είναι αρµόδιος και αν η απόφαση αφορά περιουσιακά ή αποδεικτικά στοιχεία που ευρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων πρωτοδικείων.

3. Αν η ελληνική δικαστική αρχή, στην οποία διαβιβάσθηκε απόφαση δέσµευσης, δεν έχει αρµοδιότητα να την αναγνωρίσει και να λάβει τα αναγκαία µέτρα για την εκτέλεσή της, τη διαβιβάζει αυτεπαγγέλτως στον αρµόδιο ανακριτή και ενηµερώνει σχετικά τη δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης.

1. Η απόφαση δέσµευσης διαβιβάζεται απευθείας στην αρµόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, µε οποιοδήποτε µέσο, υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη για τη διαβίβαση και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητάς της.

2. Η απόφαση δέσµευσης συνοδεύεται από πιστοποιητικό, υπόδειγµα του οποίου παρατίθεται στο Παράρτηµα Α΄ του παρόντος νόµου, υπογεγραµµένο και επικυρωµένο από την ως άνω αρµόδια αρχή έκδοσης και µεταφρασµένο στην επίσηµη ή σε µια από τις επίσηµες ή σε άλλη δηλωθείσα γλώσσα του κράτους εκτέλεσης. Επιπλέον, η απόφαση δέσµευσης συνοδεύεται από αίτηση µεταφοράς του αποδεικτικού στοιχείου στην περιφέρεια του δικαστηρίου του ανακριτή ή περιέχει στο πιστοποιητικό εντολή να παραµείνει το περιουσιακό στοιχείο στο κράτος εκτέλεσης, ενόψει της υποβολής αίτησης για τη δήµευσή του.

3. Αν η αρµόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης δεν είναι γνωστή, η ως άνω αρµόδια αρχή έκδοσης προβαίνει σε κάθε αναγκαία έρευνα, µεταξύ άλλων και µέσω των σηµείων επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου ή του εθνικού µέλους της Eurojust, προκειµένου να λάβει πληροφορίες από το κράτος εκτέλεσης, άλλως απευθύνεται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων.

1. Ο αρµόδιος ανακριτής αναγνωρίζει αµέσως, χωρίς άλλη διατύπωση κάθε απόφαση δέσµευσης άλλου κράτους µέλους που του διαβιβάζεται υπό προϋποθέσεις αντίστοιχες προς εκείνες του προηγούµενου άρθρου και λαµβάνει αµέσως τα αναγκαία µέτρα για την εκτέλεσή της, εκτός αν συντρέχει ένας από τους λόγους µη αναγνώρισης ή µη εκτέλεσης ή αναβολής των επόµενων άρθρων. Όταν είναι ανάγκη να εξασφαλισθεί η εγκυρότητα των συλλεγόµενων αποδεικτικών στοιχείων, ο ανακριτής τηρεί, κατά την εκτέλεση της απόφασης δέσµευσης, τις διατυπώσεις και διαδικασίες που έχουν υποδειχθεί ρητώς από την αρµόδια δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης, εφόσον οι διατυπώσεις και οι διαδικασίες αυτές δεν αντιβαίνουν στις θεµελιώδεις αρχές του ελληνικού δικαίου. Η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης δέσµευσης γνωστοποιούνται αµελλητί στην αρµόδια αρχή του κράτους έκδοσης, µε κάθε µέσο υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη.

2. Κάθε επιπρόσθετο κατασταλτικό µέτρο, το οποίο καθίσταται αναγκαίο από την απόφαση δέσµευσης, λαµβάνεται σύµφωνα µε τους ελληνικούς δικονοµικούς κανόνες.

1. Ο αρµόδιος ανακριτής αρνείται την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης δέσµευσης µόνο αν:
α) το προβλεπόµενο στην παράγραφο 2 του άρθρου 13 πιστοποιητικό δεν προσκοµισθεί, είναι ελλιπές ή προδήλως δεν αντιστοιχεί στην απόφαση δέσµευσης,
β) βάσει του ελληνικού δικαίου υφίσταται ασυλία ή επαγγελµατικό απόρρητο, που καθιστά αδύνατη την εκτέλεση της απόφασης δέσµευσης,
γ) από τις πληροφορίες που παρέχονται µε το πιστοποιητικό καθίσταται αµέσως σαφές, ότι η δήµευση κατά το άρθρο 21 του Κεφαλαίου Γ΄, για το αδίκηµα σε σχέση µε το οποίο εκδόθηκε η απόφαση δέσµευσης και η παροχή δικαστικής συνδροµής, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην παρ. 4 του άρθρου 16, θα παραβίαζαν την αρχή ne bis in idem, ή
δ) σε µία από τις αναφερόµενες στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 περιπτώσεις, η πράξη επί της οποίας βασίζεται η απόφαση δέσµευσης, δεν συνιστά αδίκηµα κατά το ελληνικό δίκαιο. Εντούτοις, ειδικώς σε ό,τι αφορά τα φορολογικά και τελωνειακά αδικήµατα και τα αδικήµατα περί τους δασµούς και περί το συνάλλαγµα, η εκτέλεση της απόφασης δέσµευσης δεν µπορεί να απορρίπτεται µε την επίκληση του λόγου ότι το ελληνικό δίκαιο δεν επιβάλλει τον ίδιο τύπο φόρων ή δασµών ή δεν περιέχει τον ίδιο τύπο ρυθµίσεων περί φόρων, δασµών, τελωνείων και συναλλάγµατος µε αυτόν που προβλέπεται στο δίκαιο του κράτους έκδοσης.

2. Στην περίπτωση του στοιχείου α΄ της παραγράφου 1 ο αρµόδιος ανακριτής µπορεί:
α) να τάσσει προθεσµία για την προσκόµιση, συµπλήρωση ή διόρθωση του πιστοποιητικού,
β) να δέχεται ισοδύναµο έγγραφο ή
γ) αν κρίνει ότι τα προσκοµισθέντα στοιχεία είναι επαρκή, να απαλλάσσει τη δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης από τη σχετική υποχρέωση.

3. Κάθε απόφαση άρνησης της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης πρέπει να λαµβάνεται και να κοινοποιείται αµελλητί στην αρµόδια δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης µε κάθε µέσο, υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη.

4. Αν η απόφαση δέσµευσης είναι πρακτικά αδύνατον να εκτελεσθεί, επειδή τα περιουσιακά ή τα αποδεικτικά στοιχεία έχουν εξαφανισθεί ή καταστραφεί ή δεν ανευρίσκονται στον τόπο που αναφέρεται στο πιστοποιητικό ή ο τόπος των περιουσιακών ή των αποδεικτικών στοιχείων δεν προσδιορίζεται επακριβώς, ακόµη και µετά από διαβούλευση µε το κράτος έκδοσης, ο αρµόδιος ανακριτής ενηµερώνει αµελλητί για τούτο την αρµόδια δικαστική αρχή του τελευταίου.

1. Ο ανακριτής αναβάλλει την εκτέλεση µιας απόφασης δέσµευσης που διαβιβάσθηκε, σύµφωνα µε το άρθρο 13:
α) όταν η εκτέλεσή της µπορεί να βλάψει µια εγχώρια ποινική έρευνα ή διαδικασία και για όσο χρονικό διάστηµα κρίνεται εύλογο,
β) όταν τα περιουσιακά ή αποδεικτικά στοιχεία έχουν ήδη δεσµευθεί στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και µέχρις ότου αρθεί η απόφαση αυτή,
γ) όταν, στην περίπτωση απόφασης για δέσµευση περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ενόψει µεταγενέστερης δήµευσης αυτών, τα περιουσιακά αυτά στοιχεία αποτελούν ήδη αντικείµενο απόφασης που έχει ληφθεί στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών στην Ελλάδα και έως ότου αρθεί η απόφαση αυτή. Η υποχρέωση αυτή ισχύει µόνον όταν η υφιστάµενη απόφαση δέσµευσης έχει προτεραιότητα έναντι τυχόν µεταγενέστερων αποφάσεων δέσµευσης, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά το ελληνικό δίκαιο.

2. Σε περίπτωση αναβολής εκτέλεσης της απόφασης δέσµευσης, κοινοποιείται αµελλητί στην αρµόδια αρχή του κράτους έκδοσης µε κάθε µέσο, υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη, σχετική έκθεση, η οποία αναφέρει τους λόγους της αναβολής και, αν είναι δυνατόν, την προβλεπόµενη διάρκειά της.

3. Όταν εκλείψει ο λόγος αναβολής, ο ανακριτής λαµβάνει αµελλητί τα αναγκαία µέτρα για την εκτέλεση της απόφασης δέσµευσης και ενηµερώνει την αρµόδια αρχή του κράτους έκδοσης, µε κάθε µέσο, υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη.

4. Ο ανακριτής ενηµερώνει, επίσης, την αρµόδια δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης σχετικά µε τυχόν άλλα περιοριστικά µέτρα που µπορούν να επιβληθούν επί των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.

1. Το περιουσιακό στοιχείο παραµένει υπό δέσµευση στην Ελλάδα, έως ότου δοθεί οριστική απάντηση στην αίτηση που υποβάλλεται βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 13.

2. Μετά από διαβούλευση µε το κράτος έκδοσης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων µπορεί, σύµφωνα µε την εθνική νοµοθεσία και πρακτική, να θέτει τους προσήκοντες όρους ανάλογα µε τις περιστάσεις της υπόθεσης, προκειµένου να περιορίζει τη διάρκεια δέσµευσης του περιουσιακού στοιχείου. Αν, σύµφωνα µε τους όρους αυτούς, αντιµετωπίζει το ενδεχόµενο να προβεί στην άρση του µέτρου, ενηµερώνει το κράτος έκδοσης και του δίνει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

3. Μετά την κοινοποίηση από τις αρχές του κράτους έκδοσης στις ελληνικές δικαστικές αρχές της άρσης της απόφασης δέσµευσης, αίρεται µε επιµέλεια του αρµόδιου ανακριτή, το ταχύτερο δυνατόν, το ληφθέν σε εκτέλεση της απόφασης µέτρο. Όταν κράτος έκδοσης είναι το ελληνικό, αντίστοιχη υποχρέωση για κοινοποίηση της άρσης της απόφασης δέσµευσης έχουν και οι ελληνικές δικαστικές αρχές.

4. Οι αιτήσεις µεταφοράς αποδεικτικών στοιχείων της παραγράφου 2 του άρθρου 13 υποβάλλονται στον αρµόδιο ανακριτή µε τη διαδικασία που προβλέπεται για την υποβολή αίτησης δικαστικής συνδροµής. Οι αιτήσεις αυτές δεν µπορούν ποτέ να απορριφθούν λόγω µη συνδροµής του διττού αξιοποίνου, εφόσον αφορούν αδικήµατα που αναφέρονται στην παραγράφο 2 του άρθρου 11 και τα αδικήµατα αυτά τιµωρούνται στο κράτος έκδοσης µε ποινή φυλάκισης, το ανώτατο όριο της οποίας είναι τουλάχιστον τρία (3) έτη.

1. Η διάταξη δέσµευσης επιδίδεται το συντοµότερο δυνατόν σε εκείνον σε βάρος του οποίου γίνεται η εκτέλεση. Σε περίπτωση κοινών περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων, η απόφαση επιδίδεται και στους τρίτους, οι οποίοι, όπως και ο καθ’ ου η εκτέλεση, έχουν δικαίωµα να λάβουν αντίγραφα της δικογραφίας από τον ανακριτή.

2. Ο καθ’ ου η εκτέλεση και κάθε τρίτος που δικαιολογεί έννοµο συµφέρον, δικαιούνται να ασκήσουν αντιρρήσεις κατά της διάταξης για λόγους νοµικούς, που αφορούν σε αυτήν και την εκτελεστότητά της, όπως και στο ληφθέν σε εκτέλεσή της µέτρο. Αντιρρήσεις που αφορούν στους ουσιαστικούς λόγους για την έκδοση της απόφασης δέσµευσης, µπορούν να προβάλλονται µόνο ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους έκδοσης, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το οικείο εθνικό δίκαιο.

3. Αν οι αντιρρήσεις ασκούνται στην Ελλάδα ως κράτος εκτέλεσης, η προθεσµία άσκησής τους είναι είκοσι (20) ηµέρες από την επίδοση της διάταξης. Η εν λόγω προθεσµία, όπως και η άσκηση των αντιρρήσεων, δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης δέσµευσης. Αρµόδιο δικαστήριο είναι το Συµβούλιο Πληµµελειοδικών του τόπου της εκτέλεσης.

4. Το Συµβούλιο συνεδριάζει χωρίς την παρουσία του εισαγγελέα και του ασκήσαντος τις αντιρρήσεις. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον το Συµβούλιο κρίνει ότι αυτό είναι αναγκαίο, µπορεί να διατάξει την εµφάνιση ενώπιον του του ασκήσαντος τις αντιρρήσεις, οπότε καλείται και ο εισαγγελέας.

5. Σε περίπτωση άσκησης αντιρρήσεων, ενηµερώνεται η δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης, τόσο για την άσκηση των αντιρρήσεων, όσο και για τους λόγους αυτών, προκειµένου να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Ενηµερώνεται, επίσης, και για την έκβαση της σχετικής δίκης.

1. Αν το κράτος εκτέλεσης ευθύνεται σύµφωνα µε το δίκαιό του για ζηµία που προκλήθηκε σε ένα από τα µέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 18 από την εκτέλεση µιας απόφασης δέσµευσης, το ελληνικό κράτος, ως κράτος έκδοσης, αποδίδει στο κράτος εκτέλεσης ποσά που καταβλήθηκαν στο εν λόγω µέρος, ως αποζηµίωση λόγω της ευθύνης αυτής, εκτός αν η ζηµία οφείλεται αποκλειστικά σε παράνοµες πράξεις ή παραλείψεις του κράτους εκτέλεσης. Αν µέρος της ζηµίας οφείλεται αποκλειστικά σε παράνοµες πράξεις ή παραλείψεις του κράτους εκτέλεσης, µειώνεται αναλόγως το ποσό που αποδίδεται.

2. Η παράγραφος 1 εφαρµόζεται αναλόγως και στην περίπτωση που το ελληνικό κράτος καταβάλλει αποζηµίωση ως κράτος εκτέλεσης. Η αίτηση απόδοσης των καταβληθέντων ποσών υποβάλλεται στο κράτος έκδοσης από τον Υπουργό Οικονοµικών.

3. Με τη διάταξη της προηγούµενης παραγράφου δεν θίγονται οι διατάξεις του ελληνικού δικαίου για αξιώσεις αποζηµίωσης φυσικών ή νοµικών προσώπων.

1. Αρµόδια αρχή για τη διαβίβαση στις αρµόδιες αρχές άλλου κράτους µέλους της Ε.Ε. της απόφασης δήµευσης ελληνικού δικαστηρίου ορίζεται ο Εισαγγελέας Εφετών της περιφέρειας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, της οποίας επιδιώκεται η αναγνώριση και εκτέλεση.

2. Αρµόδια αρχή για την αναγνώριση και εκτέλεση στην Ελλάδα της απόφασης δήµευσης άλλου κράτους -µέλους της Ε.Ε. ορίζεται ο Εισαγγελέας Εφετών της περιφέρειας, στην οποία η αρµόδια αρχή του κράτους έκδοσης έχει βάσιµους λόγους να πιστεύει ότι ευρίσκεται το αντικείµενο της δήµευσης, ή άλλως του τόπου, όπου το φυσικό πρόσωπο σε βάρος του οποίου απαγγέλθηκε η καταδικαστική απόφαση, έχει την κατοικία του ή τη συνήθη διαµονή του ή, αν πρόκειται για νοµικό πρόσωπο, την έδρα του. Αν δεν προσδιορίζεται η περιφέρεια όπου ευρίσκεται το αντικείµενο δήµευσης και το φυσικό πρόσωπο είναι αγνώστου διαµονής, καθώς και αν η απόφαση αφορά σε περιουσιακά στοιχεία που ευρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων Εφετείων, αρµόδιος είναι ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών.

3. Αν η αρχή που παραλαµβάνει την απόφαση δεν είναι αρµόδια για την αναγνώριση και τη λήψη των αναγκαίων µέτρων για την εκτέλεσή της, διαβιβάζει την απόφαση αυτή στον αρµόδιο Εισαγγελέα Εφετών και ενηµερώνει τη δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης.

4. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων ορίζεται ως Κεντρική Αρχή για να επικουρεί τις αρµόδιες δικαστικές αρχές για τη διοικητική διαβίβαση και παραλαβή των αποφάσεων δήµευσης. Το ανωτέρω Υπουργείο ενηµερώνει τη Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου της Ε.Ε. για τις δικαστικές αρχές που είναι αρµόδιες.

1. Η απόφαση δήµευσης ή επικυρωµένο αντίγραφό της, µαζί µε το πιστοποιητικό του Παραρτήµατος Β΄, αφού µεταφραστούν στην επίσηµη ή σε µία από τις επίσηµες ή σε άλλη δηλωθείσα γλώσσα του κράτους εκτέλεσης, διαβιβάζονται από τον αρµόδιο Εισαγγελέα Εφετών στην αρµόδια αρχή του τελευταίου. Η διαβίβαση γίνεται απευθείας, µε κάθε µέσο, υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητάς τους.

2. Αν η αρµόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης δεν είναι γνωστή, ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών προβαίνει σε κάθε αναγκαία έρευνα, όπως µέσω των σηµείων επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου ή της Eurojust, προκειµένου να λάβει πληροφορίες εκ µέρους του κράτους εκτέλεσης, άλλως απευθύνεται στην Κεντρική Αρχή.

3. Η απόφαση δήµευσης διαβιβάζεται σε ένα (1) µόνο κράτος εκτέλεσης κάθε φορά.

4. Απόφαση δήµευσης που αφορά συγκεκριµένα περιουσιακά στοιχεία µπορεί να διαβιβάζεται συγχρόνως σε περισσότερα του ενός κράτη εκτέλεσης, όταν:
α) υπάρχουν βάσιµες υπόνοιες, ότι τα περιουσιακά στοιχεία ευρίσκονται σε διαφορετικά κράτη εκτέλεσης,
β) η δήµευση κάποιου περιουσιακού στοιχείου προϋποθέτει ενέργειες σε περισσότερα του ενός κράτη εκτέλεσης ή
γ) υπάρχουν βάσιµες υπόνοιες, ότι κάποιο συγκεκριµένο περιουσιακό στοιχείο ευρίσκεται σε ένα από τα περισσότερα προσδιοριζόµενα κράτη εκτέλεσης.

5. Απόφαση δήµευσης που αφορά χρηµατικό ποσό, µπορεί να διαβιβάζεται συγχρόνως σε περισσότερα του ενός κράτη εκτέλεσης, όταν ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών κρίνει ότι συντρέχει ειδικός λόγος προς τούτο, ιδίως όταν:
α) Δεν έχουν δεσµευθεί σε ένα κράτος µέλος περιουσιακά στοιχεία αντίστοιχης αξίας, για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας για την οποία εκδόθηκε η απόφαση δήµευσης.
β) Η αξία των περιουσιακών στοιχείων που µπορούν να δηµευθούν στην ηµεδαπή και σε ένα µόνο κράτος εκτέλεσης, ενδέχεται να µην επαρκεί για την κάλυψη του συνολικού ποσού που προβλέπει η απόφαση δήµευσης.

6. Όταν η απόφαση δήµευσης που αφορά χρηµατικό ποσό διαβιβάζεται σε ένα ή περισσότερα κράτη εκτέλεσης, η συνολική αξία που προκύπτει από την εκτέλεσή της, δεν µπορεί να υπερβαίνει το µέγιστο ποσό που προσδιορίζεται στην απόφαση δήµευσης.

7. Ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών ενηµερώνει αµέσως τις αρµόδιες αρχές όλων των κρατών εκτέλεσης, µε οποιοδήποτε µέσο υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη:
α) αν θεωρεί ότι υπάρχει κίνδυνος να λάβει χώρα εκτέλεση πέρα από το µέγιστο ποσό,
β) αν, µετά από αναβολή εκτέλεσης της απόφασης στο κράτος εκτέλεσης, έπαυσε να υφίσταται ο προαναφερόµενος κίνδυνος,
γ) αν η απόφαση δήµευσης έχει εκτελεστεί εν όλω ή εν µέρει στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος εκτέλεσης. Στην περίπτωση αυτή γίνεται µνεία του ακριβούς ποσού που αποµένει για την πλήρη εκτέλεση της απόφασης.

8. Η διαβίβαση της απόφασης δήµευσης σε ένα ή περισσότερα κράτη δεν εµποδίζει την Ελλάδα να την εκτελέσει ή να λάβει σε εκτέλεση αυτής χρηµατικά ποσά που καταβάλλονται αυτοβούλως από τον καθ’ ου. Στις περιπτώσεις αυτές ενηµερώνει το κράτος ή τα κράτη στα οποία έχει διαβιβάσει την απόφαση για το εναποµείναν χρηµατικό ποσό, ως προς το οποίο µπορεί να εκτελεστεί η απόφαση.

9. Ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών ενηµερώνει αµελλητί την αρµόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, µε κάθε µέσο υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη, για οποιαδήποτε απόφαση ή µέτρο συνεπεία του οποίου, η απόφαση δήµευσης παύει να είναι εκτελεστή.

1. Ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών αναγνωρίζει χωρίς άλλη διατύπωση, κάθε απόφαση δήµευσης που του διαβιβάζεται και λαµβάνει αµέσως τα αναγκαία µέτρα για την εκτέλεσή της, εκδίδοντας διάταξη περί κατάσχεσης του συγκεκριµένου περιουσιακού στοιχείου ή του χρηµατικού ποσού που αφορά η απόφαση, εκτός αν συντρέχει ένας από τους λόγους µη αναγνώρισης, µη εκτέλεσης ή αναβολής των επόµενων άρθρων. Η διάταξη επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση, σύµφωνα µε τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας. Ο Εισαγγελέας ενηµερώνει αµελλητί την αρµόδια αρχή του κράτους έκδοσης για την ολική ή µερική εκτέλεση της απόφασης.

2. Αν µία απόφαση δήµευσης αφορά συγκεκριµένο περιουσιακό στοιχείο και αυτό δεν υπάρχει πλέον, δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχεται και δηµεύεται χρηµατικό ποσό ίσης αξίας προς εκείνη του περιουσιακού στοιχείου, εφόσον το ποσό αυτό έχει προσδιορισθεί από το δικαστήριο του κράτους έκδοσης.

3. Αν µία απόφαση δήµευσης αφορά χρηµατικό ποσό και δεν επιτευχθεί η καταβολή αυτού, η απόφαση εκτελείται επί οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου διαθέσιµου προς το σκοπό αυτόν.

4. Στην περίπτωση δήµευσης προϊόντων εγκλήµατος, αν η απόφαση έχει εκτελεσθεί εν µέρει σε άλλη χώρα, εκτελείται στην Ελλάδα µόνο κατά το υπόλοιπο µέρος.

5. Ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών µετατρέπει, εφόσον απαιτείται, το προς δήµευση ποσό σε ευρώ, µε βάση την ισοτιµία που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης δήµευσης.

6. Ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών διακόπτει την εκτέλεση της απόφασης δήµευσης:
α) αν ενηµερωθεί από την αρµόδια αρχή του κράτους έκδοσης για οποιαδήποτε απόφαση ή µέτρο, συνεπεία του οποίου η απόφαση δήµευσης παύει να είναι εκτελεστή,
β) αν το έγκληµα αµνηστεύθηκε σύµφωνα µε τους ελληνικούς νόµους.

1. Ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών αρνείται την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης δήµευσης αν:
α) το προβλεπόµενο πιστοποιητικό του Παραρτήµατος Β΄ δεν προσκοµισθεί, είναι ελλιπές ή προδήλως δεν αντιστοιχεί στην απόφαση δήµευσης,
β) η εκτέλεση της απόφασης θα παραβίαζε την αρχή ne bis in idem,
γ) η απόφαση δεν συνδέεται µε συµπεριφορά η οποία συνιστά αδίκηµα, σύµφωνα µε τους ελληνικούς ποινικούς νόµους, ανεξαρτήτως του νοµικού της χαρακτηρισµού, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 11. Ωστόσο, όσον αφορά φορολογικά και τελωνειακά αδικήµατα και αδικήµατα περί το συνάλλαγµα, η εκτέλεση της απόφασης δήµευσης δεν επιτρέπεται να απορριφθεί λόγω του γεγονότος ότι το ελληνικό δίκαιο δεν επιβάλλει τον ίδιο τύπο δασµών ή φόρων ή δεν περιέχει τον ίδιο τύπο ρυθµίσεων περί δασµών ή φόρων, τελωνείων και συναλλάγµατος µε τον προβλεπόµενο από το δίκαιο του κράτους έκδοσης,
δ) σύµφωνα µε τους ελληνικούς ποινικούς νόµους η δήµευση έχει παραγραφεί και η απόφαση δήµευσης συνδέεται µε αξιόποινες πράξεις που υπάγονται στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων,
ε) η απόφαση δήµευσης συνδέεται µε πράξεις οι οποίες τελέσθηκαν εκτός του εδάφους του κράτους έκδοσης και κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόµους απαγορεύεται η δίωξη για τέτοια αδικήµατα, αν έχουν διαπραχθεί εκτός του ελληνικού εδάφους,
στ) σύµφωνα µε το πιστοποιητικό του Παραρτήµατος Β΄ το συγκεκριµένο πρόσωπο, κατά του οποίου εκδόθηκε η απόφαση δήµευσης, δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός αν στο πιστοποιητικό αναφέρεται ότι το εν λόγω πρόσωπο, βάσει του δικαίου του κράτους έκδοσης:
αα) είχε κλητευθεί σε εύλογο χρόνο αυτοπροσώπως ή είχε ενηµερωθεί, πραγµατικά και επίσηµα, µε άλλα µέσα, σχετικά µε την προγραµµατισµένη ηµεροµηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, κατά τρόπο ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει αυτών, και είχε επίσης ενηµερωθεί σε εύλογο χρόνο, ότι µπορούσε να εκδοθεί σε βάρος του απόφαση δήµευσης ακόµη και αν το ίδιο δεν εµφανιζόταν στη δίκη ή
ββ) τελούσε εν γνώσει της προγραµµατισµένης δίκης, είχε δε δώσει εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε το ίδιο είτε το κράτος να το εκπροσωπήσει στη δίκη και εκπροσωπήθηκε όντως απ’ αυτόν ή
γγ) αφού του επιδόθηκε η απόφαση δήµευσης και ενη-
µερώθηκε ρητά ότι είχε το δικαίωµα να δικασθεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο µέσο, ότι θα µπορούσε να παρασταθεί στη νέα δίκη, ότι η ουσία της υπόθεσης, περιλαµβανοµένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, θα επανεξεταζόταν και ότι η δίκη µπορούσε να οδηγήσει στην ανατροπή της αρχικής απόφασης, αυτό είτε δήλωσε ρητώς ότι δεν αµφισβητεί την απόφαση δήµευσης είτε δεν ζήτησε να δικασθεί εκ νέου ή δεν άσκησε ένδικο µέσο εντός της προβλεπόµενης προθεσµίας,
ζ) προσβάλλονται δικαιώµατα του καθ’ ου ή καλόπιστων τρίτων τα οποία καθιστούν αδύνατη την εκτέλεση της απόφασης δήµευσης, συµπεριλαµβανοµένων εκείνων που αναγνωρίζονται µετά από άσκηση προσφυγής κατ’ άρθρο 25 ή
η) σύµφωνα µε τους ελληνικούς νόµους υφίσταται ασυλία ή η πράξη έχει αµνηστευθεί.

2. Ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών µπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης δήµευσης αν η τελευταία συνδέεται µε πράξεις οι οποίες τελέσθηκαν εν όλω ή εν µέρει στο έδαφος της Ελλάδας ή σε εξοµοιούµενο προς αυτό έδαφος.

3. Αν η απόφαση δήµευσης εµπίπτει στις περιπτώσεις γγ΄ ή δδ΄ του στοιχείου β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 10, ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών την εκτελεί κατά το βαθµό που προβλέπεται σε παρόµοιες εσωτερικές υποθέσεις, σύµφωνα µε την εθνική νοµοθεσία.

4. Στις περιπτώσεις των προηγούµενων παραγράφων, ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών, προτού αποφανθεί για τη µη αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης, προχωρά σε διαβούλευση µε κάθε κατάλληλο και πρόσφορο µέσο µε την αρµόδια αρχή του κράτους έκδοσης, εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο για να διακριβωθεί η συνδροµή των ουσιαστικών τους προϋποθέσεων.

5. Εφόσον η απόφαση δήµευσης είναι αδύνατον να εκτελεσθεί, διότι το υπό δήµευση περιουσιακό στοιχείο έχει ήδη εν όλω ή εν µέρει δηµευθεί, έχει εξαφανισθεί, έχει καταστραφεί, δεν ανευρίσκεται στον τόπο που µνηµονεύεται στο πιστοποιητικό ή διότι ο τόπος του περιουσιακού στοιχείου δεν προσδιορίζεται επακριβώς, ακόµη και έπειτα από διαβούλευση µε το κράτος έκδοσης, ενηµερώνεται αµελλητί η αρµόδια αρχή του τελευταίου. Το ίδιο συµβαίνει σε κάθε άρνηση αναγνώρισης και εκτέλεσης µιας απόφασης για οποιονδήποτε λόγο.

1. Ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών αναβάλλει την εκτέλεση µίας απόφασης δήµευσης που διαβιβάστηκε σύµφωνα µε το άρθρο 20:
α) όταν υπάρχει κίνδυνος η συνολική αξία που θα προέλθει από την εκτέλεση να υπερβεί το ποσό που αναφέρεται σε αυτή λόγω ταυτόχρονης εκτέλεσής της σε περισσότερα από ένα κράτη µέλη,
β) όταν η εκτέλεση µπορεί να παραβλάψει διεξαγόµενη ποινική έρευνα ή διαδικασία και για όσο χρονικό διάστηµα κρίνεται εύλογο,
γ) στις περιπτώσεις όπου κρίνεται αναγκαίο, η απόφαση ή µέρος αυτής να µεταφρασθεί στην ελληνική γλώσσα µε έξοδα του ελληνικού κράτους, για το χρονικό διάστηµα που απαιτείται για τη µετάφραση της απόφασης,
δ) στις περιπτώσεις όπου έχει ήδη κινηθεί στην Ελλάδα διαδικασία, που µπορεί να οδηγήσει στη δήµευση των ίδιων περιουσιακών στοιχείων.

2. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, προκειµένου να διασφαλισθεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία παραµένουν διαθέσιµα για την εκτέλεση της απόφασης δήµευσης, ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών εφαρµόζει τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας και του άρθρου 48 του ν. 3691/2008.

3. Σε περίπτωση αναβολής εκτέλεσης της απόφασης δήµευσης, σύµφωνα µε την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1, ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών ενηµερώνει την αρµόδια αρχή του κράτους έκδοσης µε κάθε µέσο υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη. Στις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1, κοινοποιείται αµελλητί, µε τον ίδιο τρόπο, έκθεση προς την αρµόδια αρχή του κράτους έκδοσης σχετικά µε την αναβολή εκτέλεσης της απόφασης δήµευσης, η οποία αναφέρει τους λόγους της αναβολής αυτής, και αν είναι δυνατόν την προβλεπόµενη διάρκειά της.

4. Όταν εκλείψει ο λόγος αναβολής, ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών λαµβάνει αµελλητί τα αναγκαία µέτρα για την εκτέλεση της απόφασης δήµευσης και ενηµερώνει την αρµόδια αρχή του κράτους έκδοσης µε κάθε µέσο υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη.

1. Ο καθ’ ου η εκτέλεση και κάθε τρίτος που δικαιολογεί έννοµο συµφέρον δικαιούνται να προσφύγουν εντός προθεσµίας δέκα (10) ηµερών από την ηµεροµηνία επίδοσης της διάταξης που αναφέρεται στο άρθρο 22, ενώπιον του αρµόδιου κατά τόπο Συµβουλίου Εφετών, το οποίο αποφαίνεται το ταχύτερο δυνατόν. Η προσφυγή ασκείται κατ’ ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 322 παρ. 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας. Κατά του βουλεύµατος επιτρέπεται αναίρεση στον εισαγγελέα και τον προσφεύγοντα µέσα σε δέκα (10) ηµέρες από την επίδοση του βουλεύµατος.

2. Με την προσφυγή δεν µπορούν να αµφισβητηθούν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσης της απόφασης δήµευσης.

3. Η υποβολή της προσφυγής και η προθεσµία της αναστέλλουν τη διάθεση των δηµευµένων περιουσιακών στοιχείων κατ’ άρθρο 27.

4. Σε περίπτωση προσφυγής ενώπιον του Συµβουλίου Εφετών, ενηµερώνεται σχετικά η αρµόδια αρχή του κράτους έκδοσης.

Αν στον αρµόδιο για την εκτέλεση Εισαγγελέα Εφετών έχουν διαβιβασθεί:
α) δύο ή περισσότερες αποφάσεις δήµευσης, οι οποίες αφορούν χρηµατικό ποσό και έχουν εκδοθεί σε βάρος του ίδιου φυσικού ή νοµικού προσώπου, ενώ δεν υπάρχουν επαρκή περιουσιακά στοιχεία διαθέσιµα για την εκτέλεση όλων των αποφάσεων, ή
β) δύο ή περισσότερες αποφάσεις δήµευσης, οι οποίες αφορούν το ίδιο περιουσιακό στοιχείο,
o Εισαγγελέας αποφασίζει ποια απόφαση θα εκτελεσθεί, µε βάση καταρχήν την ηµεροµηνία διαβίβασης των αποφάσεων αυτών, µετά από συνεκτίµηση όλων των περιστάσεων, ιδίως της ηµεροµηνίας έκδοσης των αποφάσεων, της ύπαρξης δεσµευµένων περιουσιακών στοιχείων, της βαρύτητας των αντίστοιχων αδικηµάτων και του τόπου τέλεσής τους.

1. Αν δεν συµφωνηθεί άλλως µεταξύ του αρµόδιου Εισαγγελέα Εφετών και της αρµόδιας αρχής του κράτους έκδοσης,
α) χρηµατικά ποσά αξίας µέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ περιέρχονται στο Ελληνικό Δηµόσιο, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρθρο 552Α του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, ενώ
β) µεγαλύτερα ποσά περιέρχονται κατά 50% στο Ελληνικό Δηµόσιο και κατά το υπόλοιπο µέρος µεταβιβάζονται στο κράτος έκδοσης.

2. Μη χρηµατικά περιουσιακά στοιχεία:
α) είτε περιέρχονται στην κυριότητα του Ελληνικού Δηµοσίου, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρθρο 552Α του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, εκποιούνται σύµφωνα µε τις διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα, όπως αυτές κάθε φορά ισχύουν, και στη συνέχεια εφαρµόζεται η προηγούµενη παράγραφος,
β) είτε µεταφέρονται στο κράτος έκδοσης, εκτός αν αυτά αποτελούν πολιτιστικά αγαθά που ανήκουν στην εθνική πολιτιστική κληρονοµιά, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 2 παρ. 1 του π.δ. 133/1998 (Α΄ 106).

3. Ο τρόπος διάθεσης των δηµευµένων περιουσιακών στοιχείων κατά τις προηγούµενες παραγράφους ορίζεται µε τη διάταξη που εκδίδει ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών, σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του άρθρου 22.

1. Όταν το κράτος εκτέλεσης καθίσταται µε αµετάκλητη απόφαση, βάσει του δικαίου του, υπεύθυνο για βλάβη που προκλήθηκε στον καθ’ ου ή στον καλόπιστο τρίτο από την εκτέλεση απόφασης που του διαβιβάστηκε από το Ελληνικό Κράτος, το τελευταίο αποζηµιώνει το κράτος εκτέλεσης για το ποσό που αυτό υποχρεώθηκε να καταβάλει, στο µέτρο που η ζηµιά δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κράτους εκτέλεσης. Υπό τις αυτές προϋποθέσεις, η Ελλάδα ως κράτος εκτέλεσης ζητεί από το κράτος έκδοσης αποζηµίωση για κάθε ποσό που κατέβαλε σε εκτέλεση αµετάκλητης δικαστικής απόφασης.

2. Η παράγραφος 1 δεν επηρεάζει τις αξιώσεις φυσικών ή νοµικών προσώπων προς αποκατάσταση της ζηµίας.

3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων και Οικονοµικών µπορεί να καθορισθεί κάθε αναγκαία λεπτοµέρεια που αφορά τη διαδικασία αποζηµίωσης της παραγράφου 1.

1. Αν από την εκτέλεση της απόφασης στην Ελλάδα προκαλούνται δαπάνες επί του Ελληνικού εδάφους, αυτές βαρύνουν το Ελληνικό Δηµόσιο.

2. Αν από την εκτέλεση της απόφασης στην Ελλάδα προκαλούνται δαπάνες που θεωρούνται υπερβολικά υψηλές ή έκτακτες, ο αρµόδιος Εισαγγελέας Εφετών προτείνει στη δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης τον επιµερισµό των δαπανών.

Διµερείς ή πολυµερείς συµφωνίες ή ρυθµίσεις µεταξύ Ελλάδας και κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θίγονται από τις ρυθµίσεις του παρόντος Μέρους στο µέτρο που συµβάλλουν στην απλούστευση ή την περαιτέρω διευκόλυνση της διαδικασίας αναγνώρισης και εκτέλεσης των αποφάσεων δέσµευσης και δήµευσης.

1. Ο τίτλος του άρθρου 552 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται ως εξής: «Εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής».

2. Στον Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας προστίθεται άρθρο 552Α µε το εξής περιεχόµενο:
«Άρθρο 552Α
Εκτέλεση της ποινής της δήµευσης
1. Αν η δήµευση αφορά απαίτηση, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου ή του δικαστικού συµβουλίου που εξέδωσε τη σχετική απόφαση ή βούλευµα, αντίστοιχα, επιµελείται της άµεσης λήψης των αναγκαίων αναγκαστικών µέτρων από τον διευθυντή του δηµόσιου ταµείου, κατ’ εφαρµογή του Κώδικα Εισπράξεως Δηµοσίων Εσόδων, εκτός αν ειδική διάταξη ορίζει διαφορετικά.
2. Αν η δήµευση αφορά ακίνητο, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου ή του δικαστικού συµβουλίου που εξέδωσε τη σχετική απόφαση ή βούλευµα, αντίστοιχα, κοινοποιεί αντίγραφό τους στον αρµόδιο φύλακα µεταγραφών ή προϊστάµενο του κτηµατολογικού γραφείου, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ηµέρα σε σχετική σηµείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε, αν δε η απόφαση ή το βούλευµα είναι αµετάκλητα, να τα µεταγράψει.»

1. Όλες οι εµπλεκόµενες δηµόσιες αρχές, περιλαµβανοµένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων, της Αρχής Καταπολέµησης Νοµιµοποίησης Εσόδων από Εγκληµατικές Δραστηριότητες και της Χρηµατοδότησης της Τροµοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, των Υποθηκοφυλακείων ή Κτηµατολογικών Γραφείων της χώρας και των δικαστικών, εισαγγελικών και φορολογικών αρχών και υπηρεσιών, τηρούν πλήρη και ενηµερωµένα στατιστικά στοιχεία σχετικά µε τοµείς ή θέµατα της αρµοδιότητάς τους.

2. Τα στατιστικά στοιχεία περιλαµβάνουν τουλάχιστον:
α) τον αριθµό των αποφάσεων δέσµευσης που εκτελέστηκαν,
β) τον αριθµό των αποφάσεων δήµευσης που εκτελέστηκαν,
γ) την εκτιµώµενη αξία των δεσµευµένων περιουσιακών στοιχείων, τουλάχιστον εκείνων που δεσµεύονται ενόψει πιθανής επακολουθούσας δήµευσης κατά τη στιγµή της δέσµευσης,
δ) την εκτιµώµενη αξία των ανακτηθέντων περιουσιακών στοιχείων κατά τη στιγµή της δήµευσης,
ε) τον αριθµό των αιτήσεων έκδοσης αποφάσεων δέσµευσης που πρόκειται να εκτελεστούν σε άλλο κράτος µέλος,
στ) τον αριθµό των αιτήσεων έκδοσης αποφάσεων δήµευσης που πρόκειται να εκτελεστούν σε άλλο κράτος -µέλος,
ζ) την αξία ή την εκτιµώµενη αξία των περιουσιακών στοιχείων που ανακτήθηκαν κατόπιν εκτέλεσης απόφασης σε άλλο κράτος µέλος.

3. Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων µεριµνούν επίσης για τη συλλογή, καταχώρηση και επεξεργασία των ως άνω στατιστικών στοιχείων, ζητώντας πληροφορίες από τις ανωτέρω αρχές.

4. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων ορίζονται η διαδικασία και οι τεχνικές λεπτοµέρειες για τη συλλογή, ταξινόµηση και επεξεργασία των ανωτέρω στατιστικών στοιχείων.

1. Κεντρική Αρχή για τη λήψη αιτηµάτων τοποθέτησης ανηλίκων σε ίδρυµα, δοµή παιδικής προστασίας ή ανάδοχη οικογένεια στην Ελλάδα, που υποβάλλονται από κράτη µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύµφωνα µε το άρθρο 56 του Κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συµβουλίου της 27ης Νοεµβρίου 2003, ορίζεται το Τµήµα Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας σε Αστικές και Ποινικές Υποθέσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων. Η ανωτέρω υπηρεσία πληροφορεί άµεσα την αιτούσα αρχή ότι απαιτείται έγκριση των ελληνικών αρχών για την τοποθέτηση του ανηλίκου και την ενηµερώνει για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, όπως αυτή περιγράφεται στα άρθρα 34, 35, 36, και 37 του παρόντος.

2. Αρµόδιοι για την έγκριση των αναφερόµενων στην παράγραφο 1 αιτηµάτων για την τοποθέτηση των ανηλίκων σε ίδρυµα, δοµή παιδικής προστασίας ή ανάδοχη οικογένεια στην Ελλάδα είναι ο Εισαγγελέας του Τµήµατος Ανηλίκων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και ο αναπληρωτής του. Ο παραπάνω Εισαγγελέας, εντός δύο (2) µηνών από την υποβολή σε αυτόν του αιτήµατος και των συνοδευτικών εγγράφων από το Τµήµα Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας σε Αστικές και Ποινικές Υποθέσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων εγκρίνει ή απορρίπτει το αίτηµα µε Πράξη του αφού λάβει τη γνώµη ενός επιµελητή της Υπηρεσίας Επιµελητών Ανηλίκων Αθηνών, τον οποίο ορίζει ανά υπόθεση. Ο Επιµελητής Ανηλίκων συλλέγει πληροφορίες για την υπάρχουσα διαθεσιµότητα στα ιδρύµατα ή στις δοµές παιδικής προστασίας, καθώς και αν αυτά πληρούν τις σύµφωνα µε το άρθρο 35 προϋποθέσεις για την ασφαλή εγκατάστασή του και υποβάλλει έκθεση στον παραπάνω Εισαγγελέα προτείνοντας το καταλληλότερο για την τοποθέτηση του ανηλίκου. Έκθεση υποβάλλεται από τον Επιµελητή Ανηλίκων και όταν το αίτηµα από τις αλλοδαπές αρχές αφορά στην τοποθέτηση του ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια στην Ελλάδα.

1. Με το αίτηµα έγκρισης της τοποθέτησης του ανηλίκου συνυποβάλλονται από την αιτούσα αρχή του κράτους µέλους τα ακόλουθα έγγραφα και στοιχεία, επίσηµα µεταφρασµένα στην ελληνική γλώσσα:
α) Ονοµατεπώνυµα και εθνικότητα γονέων, ονοµατεπώνυµο, ηµεροµηνία, τόπος γέννησης και τόπος κατοικίας του ανηλίκου, καθώς και αριθµός κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον υπάρχει.
β) Ονοµατεπώνυµο, ηµεροµηνία, τόπος γέννησης και τόπος κατοικίας του προσώπου που ασκεί τη γονική µέριµνα ή την επιµέλεια του ανηλίκου, αριθµός τηλεφώνου και ηλεκτρονική διεύθυνση αυτού, αριθµός κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον υπάρχει, καθώς και δήλωση συναίνεσής του για την τοποθέτηση. Αν δεν επισυνάπτεται δήλωση συναίνεσης, αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο αυτή δεν απαιτείται.
γ) Πιστοποιητικό ή άλλο ισοδύναµο έγγραφο της αρµόδιας αρχής από το οποίο προκύπτει η ποινική κατάσταση του ανηλίκου. Αν δεν υφίσταται τέτοιο πιστοποιητικό ή άλλο ισοδύναµο έγγραφο, σχετική βεβαίωση αρµόδιας αρχής.
δ) Αναλυτική έκθεση κοινωνικού λειτουργού ή επιµελητή ανηλίκων ή άλλου υπαλλήλου αρµόδιας υπηρεσίας του τόπου της τελευταίας κατοικίας ή διαµονής του ανηλίκου πριν την τοποθέτηση, για την κατάσταση και την προσωπικότητα του ανηλίκου, την αναγκαιότητα και τους λόγους της τοποθέτησης, καθώς και την προτεινόµενη διάρκεια αυτής (ηµεροµηνία έναρξης – λήξης). Στην έκθεση αναφέρονται ιδίως το αναλυτικό οικογενειακό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό ιστορικό του ανηλίκου, οι λόγοι αποµάκρυνσης από το οικογενειακό του περιβάλλον, οι λόγοι για τους οποίους το αρµόδιο όργανο εισηγείται την αποµάκρυνση του ανηλίκου και την τοποθέτησή του σε άλλο κράτος µέλος ως µέτρο προστασίας του, οι διαπροσωπικές σχέσεις του ανηλίκου µε τα υπόλοιπα µέλη της οικογένειάς του, οι ασχολίες του και τα ενδιαφέροντά του, καθώς και συνοπτική αξιολόγηση του χαρακτήρα του και της προσωπικότητάς του. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται και η άποψη του ανηλίκου και, αν δεν ελήφθη, οι λόγοι που δεν ελήφθη αυτή. Μπορεί, επίσης, να προτείνεται ίδρυµα ή δοµή παιδικής προστασίας ή ανάδοχη οικογένεια τοποθέτησης.
ε) Πιστοποιητικό υγειονοµικής (ιατροφαρµακευτικής) κάλυψης του ανηλίκου από δηµόσιο φορέα κοινωνικής ασφάλισης και πιστοποιητικό της κατάστασης της υγείας του, το οποίο πρέπει να έχει εκδοθεί µέσα στο τελευταίο τρίµηνο πριν την αποστολή του και να αναφέρει ιδίως την εµβολιαστική κάλυψη του ανηλίκου, αν χρήζει και ποιας φαρµακευτικής περίθαλψης, αν πάσχει και από ποιο µεταδοτικό νόσηµα, καθώς και αν έχει νοσηλευθεί για οποιαδήποτε αιτία.
στ) Πλήρη στοιχεία ταυτότητας και διεύθυνση των ενήλικων µελών της ανάδοχης οικογένειας, όταν αυτή προτείνεται, καθώς και αριθµό φορολογικού µητρώου ή µητρώου κοινωνικής ασφάλισης, όπου αυτοί υπάρχουν.
ζ) Προτάσεις για την επικοινωνία του ανηλίκου µε γονείς ή άλλα οικεία πρόσωπα και τα πλήρη στοιχεία αυτών.
η) Πλήρη τεκµηρίωση από αρµόδια υπηρεσία του τόπου της τελευταίας κατοικίας του ανηλίκου για τις ειδικές εκπαιδευτικές του ανάγκες, εφόσον υπάρχουν.
θ) Έγγραφη δήλωση του φυσικού ή νοµικού προσώπου που έχει την επιµέλεια του ανηλίκου ή άλλου αρµόδιου φορέα για την ανάληψη της υποχρέωσης περί καλύψεως όλων των εξόδων τοποθέτησης και παραµονής του ανηλίκου. Η δήλωση αυτή συνιστά ρητή αναγνώριση χρέους και πρέπει να περιέχει τα πλήρη στοιχεία του δηλούντος, τη διεύθυνση κατοικίας του, καθώς και τον αριθµό φορολογικού του µητρώου ή τον αριθµό κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον αυτά προβλέπονται στην οικεία νοµοθεσία του κράτους µέλους στο οποίο ο αιτών έχει την κατοικία του ή, αν πρόκειται περί νοµικού προσώπου, την έδρα του.
ι) Αποφάσεις δικαστηρίων ή άλλων αρχών που αφορούν στον ανήλικο, αν υφίστανται.

1. Η τοποθέτηση του ανηλίκου σε ίδρυµα ή δοµή παιδικής προστασίας στην Ελλάδα επιτρέπεται µόνο αν το ίδρυµα ή η δοµή παιδικής προστασίας διαθέτει τις απαιτούµενες εγκρίσεις και εποπτεύεται από τις ελληνικές αρχές, όπως αυτές ορίζονται κάθε φορά από τον νόµο.

2. Όταν πρόκειται να γίνει τοποθέτηση του ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια, αυτή µπορεί να πραγµατοποιηθεί µόνο αν η οικογένεια είναι εγγεγραµµένη στο Μητρώο Αναδόχων Ανηλίκων που προβλέπεται στο άρθρο 6 του π.δ. 86/2009 ή αν συντρέχει περίπτωση εφαρµογής της παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 2082/1992, όπως αυτά κάθε φορά ισχύουν.

Η Πράξη του Εισαγγελέα του Τµήµατος Ανηλίκων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών µε την οποία εγκρίνεται ή απορρίπτεται το αίτηµα τοποθέτησης του ανηλίκου σε ίδρυµα ή δοµή παιδικής προστασίας ή ανάδοχη οικογένεια διαβιβάζεται µέσω του Τµήµατος Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας σε Αστικές και Ποινικές Υποθέσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων στην αιτούσα αρχή του κράτους µέλους. Η Πράξη µε την οποία εγκρίνεται το παραπάνω αίτηµα συνοδεύεται από κατάλογο των ιδρυµάτων ή των δοµών παιδικής προστασίας ή των αναδόχων οικογενειών, στα οποία ο ανήλικος µπορεί να τοποθετηθεί.

1. Η αιτούσα αρχή, µετά τη λήψη της Πράξης του Εισαγγελέα του Τµήµατος Ανηλίκων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, µε την οποία εγκρίνεται η τοποθέτηση του ανηλίκου σε ίδρυµα, δοµή παιδικής προστασίας ή ανάδοχη οικογένεια, αποστέλλει στον παραπάνω Εισαγγελέα δικαστική απόφαση ή απόφαση άλλης αρµόδιας αρχής του κράτους µέλους, επίσηµα µεταφρασµένη στα ελληνικά, µε την οποία αποφασίζεται η τοποθέτηση του ανηλίκου σε συγκεκριµένο ίδρυµα, δοµή παιδικής προστασίας ή ανάδοχη οικογένεια στην Ελλάδα. Η απόφαση συνοδεύεται από βεβαίωση για το ότι αυτή, σύµφωνα µε το εσωτερικό δίκαιο του κράτους µέλους, έχει ισχύ δεδικασµένου και παράγει άµεσα τις έννοµες συνέπειες που η ίδια καθορίζει.

2. Ο Εισαγγελέας του Τµήµατος Ανηλίκων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών εισάγει στο Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών αίτηση για την αναγνώριση του δεδικασµένου της απόφασης που αναφέρεται στην προηγούµενη παράγραφο. Η αίτηση εκδικάζεται κατά προτεραιότητα µε τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Με την αίτηση αυτή προτείνεται και το κατάλληλο για την τοποθέτηση του ανηλίκου ίδρυµα, δοµή παιδικής προστασίας ή ανάδοχη οικογένεια στην Ελλάδα µέτρο από όσα αντίστοιχα αναφέρονται στο αίτηµα έγκρισης της τοποθέτησης που υποβλήθηκε σύµφωνα µε το άρθρο 34. Η πρόταση δεν είναι δεσµευτική για το δικαστήριο που αποφαίνεται πάντα µε γνώµονα το συµφέρον του ανηλίκου. Οι διατάξεις των άρθρων 904 και 905 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας εφαρµόζονται αναλόγως.

3. Όταν η απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που αναφέρεται στην προηγούµενη παράγραφο και κάνει δεκτή τη σχετική εισαγγελική αίτηση καταστεί τελεσίδικη, ο Εισαγγελέας του Τµήµατος Ανηλίκων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών τη διαβιβάζει µέσω του Τµήµατος Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας σε Αστικές και Ποινικές Υποθέσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων στην αιτούσα αρχή του κράτους µέλους, οπότε ο ανήλικος µπορεί να τοποθετηθεί (εγκατασταθεί) στο ίδρυµα, στη δοµή παιδικής προστασίας ή στην ανάδοχη οικογένεια στην Ελλάδα.

Το ποσό που αφορά στις συνήθεις ανάγκες διαβίωσης του ανηλίκου προκαταβάλλεται από το φυσικό πρόσωπο ή το νοµικό πρόσωπο ή τον φορέα που ανέλαβε την κάλυψη των εξόδων του απευθείας στο ίδρυµα, στη δοµή παιδικής προστασίας ή στην ανάδοχη οικογένεια, καλύπτει τουλάχιστον διάστηµα τεσσάρων (4) µηνών και δεν µπορεί να είναι µικρότερο εκείνου που προβλέπεται στην κείµενη νοµοθεσία για την κάλυψη των εν γένει αναγκών διαβίωσης των ανηλίκων που τοποθετούνται σε ιδρύµατα ή δοµές παιδικής προστασίας ή σε ανάδοχες οικογένειες. Για την κάλυψη ιδιαίτερων αναγκών του ανηλίκου, ιδίως εκπαιδευτικών και ιατρικών, εφόσον υπάρχουν, το ίδρυµα, η δοµή παιδικής προστασίας ή η ανάδοχη οικογένεια ενηµερώνει το φυσικό ή το νοµικό πρόσωπο ή τον φορέα που ανέλαβε την κάλυψη των εξόδων του. Αν δεν προκαταβληθούν τα έξοδα αυτά, ο δικαιούχος της προκαταβολής µπορεί να ζητήσει την ανατροπή της διαδικασίας τοποθέτησης του ανηλίκου. Η αίτηση απευθύνεται στο Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών και δικάζεται κατά προτεραιότητα, εντός τριάντα (30) ηµερών, µε τη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων. Αν η αίτηση περί ανατροπής γίνει δεκτή, ο ανήλικος, εφόσον είχε ήδη έρθει στην Ελλάδα, επιστρέφει στο πρόσωπο, φυσικό ή νοµικό, µε πρωτοβουλία του οποίου είχε υποβληθεί η αίτηση του άρθρου 34 και µε έξοδα του τελευταίου, µε µέριµνα όµως του αιτούντος την ανατροπή. Στην τελευταία περίπτωση, η απόφαση περί ανατροπής της διαδικασίας τοποθέτησης του ανηλίκου, ορίζει σαφώς τον τρόπο επιστροφής του ανηλίκου στην αλλοδαπή, καθώς και το πρόσωπο ή τα πρόσωπα τα οποία θα το συνοδεύουν µέχρι την ασφαλή παράδοσή του στο πρόσωπο, φυσικό ή νοµικό (ή στον πληρεξούσιο ή νόµιµο αντιπρόσωπο του τελευταίου) που είχε υποβάλει την αίτηση του άρθρου 34.

1. Σε περίπτωση µεταβολής του προσώπου που ασκεί τη γονική µέριµνα ή την επιµέλεια του ανηλίκου, η αιτούσα αρχή οφείλει να γνωστοποιήσει αµέσως τη µεταβολή αυτή και τα νέα στοιχεία του προσώπου ή των προσώπων αυτών στην Κεντρική Αρχή της παραγράφου 1 του άρθρου 33, σύµφωνα µε όσα ορίζονται στο στοιχείο β΄ του άρθρου 34. Επίσης, οφείλει να διαβιβάζει στην Κεντρική Αρχή κάθε νέο στοιχείο, καθώς και κάθε δικαστική ή άλλη απόφαση που αφορά τον ανήλικο, τα οποία ανέκυψαν µετά την τοποθέτησή του. Η Κεντρική Αρχή υποβάλλει τα έγγραφα αυτά προς εκτίµηση στον Εισαγγελέα Ανηλίκων Αθηνών.

2. Μετά την τοποθέτηση του ανηλίκου σε ίδρυµα ή δοµή παιδικής προστασίας ή ανάδοχη οικογένεια, ο Εισαγγελέας Ανηλίκων Αθηνών ενηµερώνεται εγγράφως κάθε έξι (6) µήνες και πιο τακτικά, αν το ζητήσει, για την κατάσταση και εξέλιξη του ανηλίκου. Η ενηµέρωση γίνεται από το ίδρυµα ή τη δοµή παιδικής προστασίας ή από τον κοινωνικό λειτουργό που παρακολουθεί την ανάδοχη οικογένεια. Σε κάθε περίπτωση, αρµόδια να παρέχει σχετικές πληροφορίες είναι και η κατά τόπον αρµόδια Υπηρεσία Επιµελητών Ανηλίκων. Τα έγγραφα µε τα οποία γίνεται η παραπάνω ενηµέρωση κοινοποιούνται και στην αρµόδια κοινωνική υπηρεσία της Περιφέρειας όπου κατοικεί η ανάδοχη οικογένεια ή έχει την έδρα του το ίδρυµα ή η δοµή παιδικής προστασίας, στα οποία έχει τοποθετηθεί ο ανήλικος.

3. Το ίδρυµα ή η δοµή παιδικής προστασίας ή η ανάδοχη οικογένεια όπου τοποθετήθηκε ο ανήλικος οφείλουν να γνωστοποιούν αµέσως στην Κεντρική Αρχή την επιστροφή του ανηλίκου στο κράτος µέλος που υπέβαλε το αίτηµα τοποθέτησης.

Για την τοποθέτηση ανηλίκου σε ίδρυµα που εδρεύει σε άλλο κράτος µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε ανάδοχη οικογένεια άλλου κράτους µέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτείται τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Ο Εισαγγελέας Ανηλίκων και, όπου αυτός δεν υπάρχει, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου κατοικίας του ανηλίκου, µετά από έγγραφο αίτηµα των γονέων ή του επιτρόπου ή του προσώπου, στο οποίο έχει ανατεθεί µε δικαστική απόφαση η άσκηση της γονικής µέριµνας ή της επιµέλειας του ανηλίκου ή και αυτεπαγγέλτως, καταθέτει σχετική αίτηση στο Μονοµελές Πρωτοδικείο, η οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

Πριν την κατάθεση της αίτησης στο Μονοµελές Πρωτοδικείο, κατά το προηγούµενο άρθρο, ο Εισαγγελέας Ανηλίκων και, όπου αυτός δεν υπάρχει, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, απευθύνεται στο Τµήµα Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας σε Αστικές και Ποινικές Υποθέσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων, για να διερευνήσει µέσω της Κεντρικής Αρχής του άλλου κράτους µέλους αν για την τοποθέτηση ανηλίκου σε ίδρυµα ή σε ανάδοχη οικογένεια απαιτείται έγκριση από δηµόσια αρχή του συγκεκριµένου κράτους, τη διαδικασία που ακολουθείται για την έγκριση και για την ολοκλήρωση της τοποθέτησης του ανηλίκου, καθώς και αν το ίδρυµα ή η δοµή παιδικής προστασίας ή η ανάδοχη οικογένεια όπου πρόκειται να τοποθετηθεί ο ανήλικος, είτε αυτό προτείνεται από τις ελληνικές αρχές είτε ορίζεται από την αρµόδια αρχή του άλλου κράτους -µέλους, εποπτεύεται και λειτουργεί σύµφωνα µε τους νόµους του τελευταίου. Αν απαιτείται έγκριση για την τοποθέτηση του ανηλίκου, ο Εισαγγελέας Ανηλίκων υποβάλλει µέσω του Τµήµατος Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας σε Αστικές και Ποινικές Υποθέσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων στην αρµόδια αρχή του άλλου κράτους µέλους αίτηση έγκρισης.

Ο Εισαγγελέας Ανηλίκων και, όπου αυτός δεν υπάρχει, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, καταθέτει στο Μονοµελές Πρωτοδικείο, µαζί µε την αίτηση του άρθρου 40, τα ακόλουθα έγγραφα:
α) Έγγραφα από τα οποία προκύπτουν τα πλήρη στοιχεία του ανηλίκου (ονοµατεπώνυµο και εθνικότητα, ονοµατεπώνυµα και εθνικότητα γονέων, ηµεροµηνία και τόπος γέννησης, τόπος κατοικίας).
β) Έκθεση Κοινωνικού Λειτουργού ή Επιµελητή Ανηλίκων για την κατάσταση και την προσωπικότητα του ανηλίκου, τους λόγους που υπαγορεύουν την αποµάκρυνσή του από το περιβάλλον του και την αναγκαιότητα της τοποθέτησής του σε ίδρυµα ή ανάδοχη οικογένεια άλλου κράτους µέλους. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται η προτεινόµενη χρονική διάρκεια τοποθέτησης του ανηλίκου (έναρξη – λήξη αυτής), ο τρόπος επικοινωνίας του µε τους οικείους του και αναφέρονται οι ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες του ανηλίκου, εφόσον υπάρχουν.
γ) Έγκριση της τοποθέτησης του ανηλίκου από την αρµόδια αρχή του κράτους µέλους στο οποίο ζητείται να γίνει η τοποθέτηση ή, αν τέτοια έγκριση δεν απαιτείται, το έγγραφο της Κεντρικής Αρχής του άλλου κράτους -µέλους από το οποίο να προκύπτει η µη αναγκαιότητά της.
δ) Έγγραφο µε τα στοιχεία του ιδρύµατος ή της δοµής παιδικής προστασίας ή της ανάδοχης οικογένειας που πρόκειται να τοποθετηθεί ο ανήλικος.
ε) Βεβαίωση από την αρµόδια αρχή του κράτους µέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ότι το ίδρυµα ή η δοµή παιδικής προστασίας λειτουργεί και εποπτεύεται ή ότι η ανάδοχη οικογένεια υπόκειται σε έλεγχο και εποπτεία µε βάση τους νόµους του κράτους αυτού.
στ) Δήλωση των προσώπων που ασκούν τη γονική µέριµνα ή επιµέλεια του ανηλίκου ότι συναινούν στην τοποθέτηση, αν η αίτηση του Εισαγγελέα Ανηλίκων υποβάλλεται µετά από αίτηµα των προσώπων αυτών.
ζ) Πιστοποιητικά περί της κατάστασης της υγείας του ανηλίκου.
η) Δήλωση του φυσικού ή του νοµικού προσώπου που έχει την επιµέλεια του ανηλίκου ή άλλου αρµόδιου φορέα για την ανάληψη της υποχρέωσης για κάλυψη των εξόδων τοποθέτησης και παραµονής του.
θ) Κάθε άλλο σχετικό έγγραφο, ιδίως δικαστικές αποφάσεις ή αποφάσεις διοικητικών οργάνων, που αφορούν στον υπό τοποθέτηση ανήλικο.

Το δικαστήριο αποφασίζει για την τοποθέτηση του ανηλίκου σε ίδρυµα ή δοµή παιδικής προστασίας ή ανάδοχη οικογένεια άλλης χώρας, αφού συνεκτιµήσει όλα τα στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν από τα προσκοµιζόµενα στο άρθρο 42 έγγραφα. Πριν από την έκδοση της απόφασης µπορεί να καλεί σε ακρόαση τους πλησιέστερους συγγενείς του ανηλίκου και κάθε άλλο πρόσωπο που συνδέεται µε αυτόν. Με διαταγή του δικαστηρίου που επιδίδεται στο πρόσωπο µε το οποίο διαµένει ο ανήλικος καλείται να παρουσιαστεί και ο ανήλικος, εκτός αν η ακρόασή του αντενδείκνυται λόγω της ηλικίας ή του βαθµού ωριµότητάς του. Η επικοινωνία µε τον ανήλικο γίνεται ιδιαιτέρως και δεν επιτρέπεται να παρευρίσκεται άλλο πρόσωπο, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει διαφορετικά. Για το περιεχόµενο της συνοµιλίας δεν συντάσσεται έκθεση. Κατά της συζήτηση της υπόθεσης παρίσταται υποχρεωτικά ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών ο οποίος κλητεύεται προς τούτο µε επιµέλεια της Γραµµατείας του Μονοµελούς Πρωτοδικείου, τουλάχιστον τρεις (3) ηµέρες πριν τη δικάσιµο.

Η απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου για την τοποθέτηση του ανηλίκου, εφόσον καταστεί τελεσίδικη, διαβιβάζεται από τον οικείο Εισαγγελέα Ανηλίκων και, όπου αυτός δεν υπάρχει, από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, µέσω της ελληνικής Κεντρικής Αρχής, στην Κεντρική Αρχή του άλλου κράτους µέλους. Η τοποθέτηση (εγκατάσταση) του ανηλίκου ολοκληρώνεται σύµφωνα µε τη διαδικασία που προβλέπεται στο άλλο κράτος µέλος.

Μετά την τοποθέτηση του ανηλίκου σε ίδρυµα ή δοµή παιδικής προστασίας ή σε ανάδοχη οικογένεια σε άλλο κράτος µέλος, ο Εισαγγελέας Ανηλίκων ζητά εγγράφως κάθε έξι (6) µήνες και πιο τακτικά, αν το κρίνει σκόπιµο, να ενηµερώνεται για την κατάσταση και εξέλιξη του ανηλίκου. Το αίτηµα ενηµέρωσης υποβάλλεται στην Κεντρική Αρχή του κράτους µέλους ή απευθείας στην αρχή του κράτους µέλους που θα υποδειχθεί από την Κεντρική Αρχή ότι εποπτεύει το ίδρυµα, τη δοµή παιδικής προστασίας ή την ανάδοχη οικογένεια.

Για τα αιτήµατα τοποθέτησης ανηλίκων σε ίδρυµα, δοµή παιδικής προστασίας ή ανάδοχη οικογένεια στην Ελλάδα, τα οποία έχουν υποβληθεί από κράτη µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εκκρεµούν προς έγκριση, η ελληνική Κεντρική Αρχή ενηµερώνει την αιτούσα αρχή του άλλου κράτους µέλους για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί σύµφωνα µε τα άρθρα 33 έως και 39 και ζητά την εντός τριών (3) µηνών συµπλήρωση του φακέλου προκειµένου να τον υποβάλει στον Εισαγγελέα Ανηλίκων Αθηνών.
Αν δεν αποσταλούν εµπρόθεσµα τα αιτούµενα στοιχεία από την αιτούσα αρχή του άλλου κράτους µέλους, ο φάκελος υποβάλλεται στον Εισαγγελέα του Τµήµατος Ανηλίκων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, ο οποίος απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη.

1. Σκοπός του παρόντος νόµου είναι η εναρµόνιση της ελληνικής νοµοθεσίας µε την Οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συµβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013 σχετικά µε το δικαίωµα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης, καθώς και σχετικά µε το δικαίωµα ενηµέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και µε το δικαίωµα επικοινωνίας µε τρίτα πρόσωπα και µε προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια στέρησης της ελευθερίας.

2. Τα δικαιώµατα της παραγράφου 1 ισχύουν για όποιους είναι ύποπτοι ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης, από το χρόνο κατά τον οποίον ενηµερώνονται σχετικά από τις αρµόδιες αρχές, µε επίσηµη κοινοποίηση ή µε άλλον τρόπο, και καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, καθώς και για τα πρόσωπα που υπάγονται στη διαδικασία του ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης (εκζητούµενοι) από το χρόνο σύλληψής τους στο κράτος µέλος εκτέλεσης.

1. Μετά το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας προστίθεται πέµπτο εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις των άρθρων 96 παράγραφος 3 και 97 παράγραφος 1 εφαρµόζονται αναλόγως.»

2. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Σε κάθε περίπτωση, η επικοινωνία του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η τέλεση αξιόποινης πράξης, µε τον συνήγορό του, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είναι απόρρητη.»

Στην παράγραφο 4 του άρθρου 100 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Η επικοινωνία αυτή είναι απόρρητη.»

Στον Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας προστίθεται άρθρο 99Β ως εξής:
«1. Ο κατηγορούµενος έχει δικαίωµα να ζητήσει να ενηµερωθεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, για τη στέρηση της ελευθερίας του ένα πρόσωπο της επιλογής του. Εφόσον ο κατηγορούµενος είναι ανήλικος, ενηµερώνεται ο ασκών τη γονική µέριµνα, εκτός αν αυτό αντιβαίνει στο συµφέρον του ανηλίκου, οπότε ενηµερώνεται κάποιο άλλο ενδεδειγµένο ενήλικο πρόσωπο ή η αρµόδια για την προστασία των ανηλίκων αρχή.
2. Οι αρµόδιες αρχές µπορούν να µην επιτρέπουν προσωρινά την ενηµέρωση τρίτου προσώπου για τη στέρηση της ελευθερίας του κατηγορουµένου όταν ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, για έναν από τους ακόλουθους λόγους:
α) όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωµατική ακεραιότητα προσώπου ή
β) όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπεί µια κατάσταση κατά την οποία µπορεί να παρουσιαστεί σηµαντικός κίνδυνος για την ποινική διαδικασία.
Στην περίπτωση αυτή εξετάζεται αν ένα άλλο τρίτο πρόσωπο, που έχει υποδειχθεί από τον κατηγορούµενο, µπορεί να ενηµερωθεί σχετικά. Αν ο κατηγορούµενος είναι ανήλικος, η αρµόδια για την προστασία των ανηλίκων αρχή ενηµερώνεται στην περίπτωση αυτή.
3. Ο κατηγορούµενος που είναι αλλοδαπός και στερείται την ελευθερία του έχει δικαίωµα να ζητήσει να ενηµερωθούν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, οι προξενικές αρχές του κράτους του οποίου είναι υπήκοος.»

Στον Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας προστίθεται άρθρο 99Γ ως εξής:
«1. Ο κατηγορούµενος που στερείται την ελευθερία του έχει δικαίωµα επικοινωνίας, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, µε ένα τουλάχιστον τρίτο πρόσωπο που έχει υποδείξει ο ίδιος. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για να αποτραπεί άµεσος κίνδυνος, οι αρµόδιες αρχές µπορούν να περιορίζουν ή να αναβάλλουν την άσκηση του ανωτέρω δικαιώµατος. Στην περίπτωση αυτή εξετάζεται πρώτα αν ο κατηγορούµενος µπορεί να επικοινωνήσει µε ένα άλλο πρόσωπο που αυτός υποδεικνύει.
2. Ο κατηγορούµενος που είναι αλλοδαπός και στερείται την ελευθερία του έχει δικαίωµα να επικοινωνεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, µε τις προξενικές αρχές του κράτους του οποίου είναι υπήκοος. Έχει επίσης δικαίωµα επίσκεψης από τις προξενικές του αρχές, δικαίωµα συνοµιλίας και αλληλογραφίας µαζί τους και δικαίωµα να κανονίζεται η νοµική του εκπροσώπηση από αυτές, εφόσον οι εν λόγω αρχές δεν έχουν αντίρρηση.»

Στο άρθρο 96 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων που απαιτούν την υποχρεωτική παράσταση συνηγόρου, ο κατηγορούµενος έχει δικαίωµα να παραιτηθεί από το διορισµό του συνηγόρου. Η παραίτηση γίνεται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 και πρέπει να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του προσώπου και να µην περιέχει όρο ή αίρεση. Ο κατηγορούµενος µπορεί να ανακαλέσει την παραίτηση µεταγενέστερα, σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας.»

1. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3251/2004 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο εισαγγελέας εφετών, αφού βεβαιώσει την ταυτότητά του, τον ενηµερώνει για την ύπαρξη και το περιεχόµενο του εντάλµατος, για το δικαίωµά του να προσφύγει στις υπηρεσίες νοµικού παραστάτη και διερµηνέα στο κράτος µέλος εκτέλεσης και στο κράτος µέλος έκδοσης, για το δικαίωµα ενηµέρωσης τρίτου προσώπου και επικοινωνίας µε τρίτα πρόσωπα και µε τις προξενικές αρχές του κράτους του οποίου είναι υπήκοος, καθώς και για τη δυνατότητα που του παρέχεται να συγκατατεθεί στην προσαγωγή του στο κράτος έκδοσης του εντάλµατος κατά τα οριζόµενα στο άρθρο 17 του παρόντος. Για την ανωτέρω ενηµέρωση και τις σχετικές δηλώσεις του εκζητουµένου συντάσσεται έκθεση σύµφωνα µε τους όρους των άρθρων 148 έως 153 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας.»

2. Η παρ. 5 του άρθρου 15 του ν. 3251/2004 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Τα άρθρα 99Β, 99Γ, 233 παράγραφος 1 και 236Α του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας εφαρµόζονται αναλόγως και στην περίπτωση συλληφθέντος εκζητουµένου βάσει ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης.»

1. Σκοπός του παρόντος νόµου είναι να εξασφαλίσει ότι τα θύµατα αξιόποινων πράξεων τυγχάνουν της δέουσας πληροφόρησης, υποστήριξης και προστασίας προκειµένου να συµµετέχουν στην ποινική διαδικασία. Τα θύµατα αναγνωρίζονται και αντιµετωπίζονται µε σεβασµό, ευαισθησία, εξατοµικευµένη, επαγγελµατική και χωρίς διακρίσεις προσέγγιση λόγω της φυλής, του χρώµατος, της εθνικότητας, της εθνότητας, της γλώσσας, της θρησκείας, της κοινωνικής προέλευσης, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της περιουσιακής κατάστασης, της ηλικίας, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισµού, της ταυτότητας ή των χαρακτηριστικών φύλου, της αναπηρίας ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης αυτού, σε κάθε επαφή µε τις αρµόδιες υπηρεσίες υποστήριξης θυµάτων ή τις υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από το νόµο ή κάθε άλλη αρµόδια αρχή, που ενεργούν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Τα δικαιώµατα που θεσπίζονται στον παρόντα νόµο ισχύουν για όλα τα θύµατα χωρίς διακρίσεις, ανεξαρτήτως της εθνικότητας ή υπηκοότητάς τους και του καθεστώτος διαµονής τους.

2. Αν το θύµα εγκληµατικής πράξης είναι ανήλικος, πρωταρχικό κριτήριο κατά την εφαρµογή του παρόντος νόµου, είναι το βέλτιστο συµφέρον του ανήλικου θύµατος, το οποίο αξιολογείται σε εξατοµικευµένη βάση. Κάθε ανήλικο θύµα προσεγγίζεται µε ευαισθησία, λαµβανοµένων δεόντως υπόψη της ηλικίας, του βαθµού ωριµότητας, των απόψεων, των αναγκών και των ανησυχιών αυτού, χωρίς καµία διάκριση σε βάρος αυτού ή των γονέων του ή των νοµίµων εκπροσώπων του. Ο ανήλικος και ο ασκών τη γονική του µέριµνα ή τυχόν άλλος νόµιµος εκπρόσωπός του, ενηµερώνονται για τυχόν µέτρα ή δικαιώµατα που τον αφορούν.

1. Στον παρόντα νόµο οι ακόλουθοι όροι χρησιµοποιούνται µε την εξής σηµασία:
α) Ως «θύµα» νοείται:
αα) το φυσικό πρόσωπο, το οποίο υπέστη ζηµία, συµπεριλαµβανοµένης της βλάβης του σώµατος ή της υγείας ή της τιµής ή της ηθικής βλάβης ή της οικονοµικής ζηµίας, ή της στέρησης της ελευθερίας του, η οποία προκλήθηκε αµέσως από αξιόποινη πράξη,
ββ) οι οικείοι, προσώπου, ο θάνατος του οποίου προκλήθηκε αµέσως από αξιόποινη πράξη και οι οποίοι έχουν αξίωση χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, σύµφωνα µε τον Αστικό Κώδικα ή τελούσαν σε άµεση υλική αλληλεξάρτηση µε αυτό.
β) Ως «οικείοι» νοούνται οι σύζυγοι, το πρόσωπο που συνοικεί µε το θύµα σε στενή σταθερή και συνεχή σχέση ετερόφυλης ή οµόφυλης δέσµευσης, οι µνηστευµένοι, οι συγγενείς εξ αίµατος και εξ αγχιστείας σε ευθεία γραµµή, οι θετοί γονείς και τα θετά τέκνα, οι αδελφοί και οι σύζυγοι και οι µνηστήρες των αδελφών και τα εξαρτώµενα από το θύµα πρόσωπα, πέραν των συντηρούµενων τέκνων του.
γ) «Ανήλικος» είναι κάθε φυσικό πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών.
δ) Ως «υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας θυµάτων» νοούνται οι δηµόσιες υπηρεσίες, καθώς και οι µη κυβερνητικές οργανώσεις που παρέχουν υπηρεσίες γενικής ή ειδικής υποστήριξης και φροντίδας.
ε) Ως «αποκαταστατική δικαιοσύνη» νοούνται οι διαδικασίες που προβλέπονται ρητά σε διάταξη νόµου, µέσω των οποίων το θύµα και ο δράστης αξιόποινης πράξης µπορούν, εφόσον δώσουν την ελεύθερη συναίνεσή τους, ενώπιον της αρµόδιας δικαστικής ή εισαγγελικής αρχής, να συµµετάσχουν ενεργά στην επίλυση των µεταξύ τους διαφορών ή απαιτήσεων που απορρέουν από την αξιόποινη πράξη.

2. Oι ανωτέρω ορισµοί δεν επιδρούν ούτε τροποποιούν µε οποιονδήποτε τρόπο τα δικαιώµατα και τις προϋποθέσεις νόµιµης παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος ενώπιον των Ποινικών Δικαστηρίων κατά τα οριζόµενα στον Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας.

1. H Αστυνοµία ή άλλη αρµόδια αρχή, κατά την πρώτη της επαφή µε το θύµα, λαµβάνει τα κατάλληλα µέτρα για να βοηθά το θύµα να κατανοεί και να γίνεται κατανοητό, από την πρώτη επαφή και σε κάθε περαιτέρω αναγκαία επικοινωνία του στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, καθώς και να κατανοεί τις πληροφορίες που παρέχονται από αυτήν.

2. Κατά την πρώτη της επαφή µε το θύµα, η Αστυνοµία ή άλλη αρµόδια αρχή χρησιµοποιεί γλώσσα απλή και κατανοητή στην επικοινωνία µε το θύµα, προφορικά ή γραπτά. Για αυτό το σκοπό λαµβάνονται υπόψη τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύµατος, ιδίως, η ηλικία, η ωριµότητα, οι πνευµατικές και διανοητικές ικανότητες, το µορφωτικό επίπεδο, η γλωσσική επάρκεια, τυχόν προβλήµατα ακοής ή όρασης, καθώς και η έντονη συναισθηµατική φόρτιση αυτού, τα οποία ενδεχοµένως επηρεάζουν την ικανότητά του να κατανοεί ή να γίνεται κατανοητό. Για αυτό το σκοπό διατίθεται οδηγός δικαιωµάτων διατυπωµένος στις πιο συχνά καθοµιλούµενες γλώσσες, καθώς και στη γραφή Mπράιγ (Braille).

3. Κατά την πρώτη επαφή µε την Αστυνοµία ή άλλη αρµόδια αρχή, το θύµα µπορεί να συνοδεύεται από πρόσωπο της επιλογής του, όταν, λόγω των επιπτώσεων του εγκλήµατος, το θύµα χρειάζεται βοήθεια για να κατανοήσει ή για να γίνει κατανοητό, εκτός αν αυτό αντιβαίνει στα συµφέροντα του θύµατος ή βλάπτει την πορεία της διαδικασίας ή το πρόσωπο αυτό εµπλέκεται στην υπό διερεύνηση αξιόποινη πράξη.

1. Στα θύµατα, από την πρώτη τους επαφή µε την Αστυνοµία ή άλλη αρµόδια αρχή, παρέχονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, µε κάθε δυνατό κάθε φορά µέσο οι ακόλουθες πληροφορίες:
α) για το είδος της υποστήριξης που µπορούν να λάβουν, καθώς και τον αρµόδιο φορέα παροχής αυτής, συµπεριλαµβανοµένων, κατά περίπτωση, βασικών πληροφοριών σχετικά µε την πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη, οποιαδήποτε ειδική υποστήριξη, συµπεριλαµβανοµένης της ψυχολογικής βοήθειας και της στέγασης σε ξενώνες,
β) για τους όρους και τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της υποβολής έγκλησης και του δικαιώµατος δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας,
γ) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις παροχής µέτρων προστασίας,
δ) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις παροχής νοµικής βοήθειας,
ε) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις διεκδίκησης αποζηµίωσης,
στ) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις παροχής του δικαιώµατος διερµηνείας και µετάφρασης,
ζ) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις σύµφωνα µε την οποία ασκούνται τα δικαιώµατά τους σε αν διαµένουν σε έτερο κράτος µέλος,
η) για τις υφιστάµενες διαδικασίες υποβολής καταγγελιών αν τα δικαιώµατά τους δεν γίνονται σεβαστά από την αρµόδια αρχή,
θ) για τα στοιχεία επαφής, για λόγους επικοινωνίας και πληροφόρησης, σχετικά µε την υπόθεσή τους,
ι) για τις υφιστάµενες διαδικασίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης και τις αρµόδιες προς τούτο αρχές,
ια) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις επιστροφής τυχόν εξόδων της συµµετοχής τους στην ποινική διαδικασία.

2. Η έκταση και η εξειδίκευση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διαφοροποιείται ανάλογα µε τις ειδικές ανάγκες και την προσωπική κατάσταση του θύµατος, καθώς και µε το είδος ή τη φύση της αξιόποινης πράξης. Κάθε αρµόδια αρχή, µπορεί περαιτέρω να παρέχει πρόσθετες λεπτοµέρειες σε µεταγενέστερα στάδια ανάλογα µε τις ανάγκες του θύµατος και τη χρησιµότητα, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, αυτών των λεπτοµερειών.

1. Τα θύµατα λαµβάνουν, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της έγκλησης που υπέβαλαν. Για το σκοπό αυτό, ο αρµόδιος υπάλληλος που παραλαµβάνει την έγκληση υποχρεούται να πληροφορεί τα θύµατα για το παραπάνω δικαίωµά τους.

2. Τα θύµατα που δεν κατανοούν ή δεν οµιλούν την ελληνική γλώσσα µπορούν να υποβάλλουν την έγκλησή τους σε γλώσσα την οποία κατανοούν ή να λαµβάνουν την αναγκαία γλωσσική βοήθεια, πάντοτε όµως µε τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας ή σε άλλους ειδικούς ποινικούς νόµους.

3. Τα θύµατα τα οποία δεν κατανοούν ή δεν οµιλούν την ελληνική γλώσσα, λαµβάνουν, εφόσον το ζητήσουν, δωρεάν µετάφραση του εγγράφου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, σε γλώσσα την οποία κατανοούν.

1. Το θύµα ενηµερώνεται χωρίς περιττή καθυστέρηση σχετικά µε το δικαίωµά του να λαµβάνει πληροφορίες, εφόσον το ζητήσει, αναφορικά µε την ποινική διαδικασία που κινήθηκε, κατόπιν της εκ µέρους του καταγγελίας της αξιόποινης πράξης, όσον αφορά ειδικότερα:
α) Οποιαδήποτε διάταξη ή βούλευµα τα οποία αποφαίνονται να µη γίνει η κατηγορία ή να παύσει η ποινική δίωξη ή να µην ασκηθεί δίωξη κατά του δράστη, συµπεριλαµβανοµένων και των λόγων ή σύντοµης περίληψης των λόγων της εν λόγω διάταξης ή βουλεύµατος.
β) Το χρόνο και τόπο διεξαγωγής της δίκης και τη φύση των κατηγοριών κατά του δράστη.
γ) Πληροφορίες σχετικά µε την πορεία της ποινικής διαδικασίας και την οριστική απόφαση που εκδόθηκε, σύµφωνα µε τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, εφόσον καταστεί νόµιµα διάδικος στην ποινική δίκη.
δ) Πληροφορίες σχετικά µε την άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης από το εκάστοτε αρµόδιο δικαστικό όργανο. Πληροφορίες σχετικά µε την αποφυλάκιση ή την απόδραση ή τη χορήγηση άδειας του καταδικασθέντος από τα αρµόδια όργανα του Καταστήµατος Κράτησης, καθώς και τυχόν µέτρα για την προστασία του σε περίπτωση αποφυλάκισης ή απόδρασης του δράστη. Οι ανωτέρω πληροφορίες παρέχονται, κατόπιν έγκρισης της εισαγγελικής αρχής, εφόσον υπάρχει ενδεχόµενος ή διαπιστωµένος κίνδυνος βλάβης του θύµατος, εκτός αν υπάρχει διαπιστωµένος κίνδυνος βλάβης του δράστη λόγω της κοινοποίησης αυτών των πληροφοριών.

2. Όσα αναφέρονται στην παράγραφο 1 µπορούν να αποστέλλονται σε προσωπική ηλεκτρονική ταχυδροµική διεύθυνση, την οποία έχει υποδείξει το θύµα ή να παραδίδονται στο θύµα αυτοπροσώπως ή στον διορισθέντα πληρεξούσιο δικηγόρο του, αν έχει δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής.

3. Το θύµα δύναται οποτεδήποτε να ανακαλεί την αίτησή του αναφορικά µε την άσκηση του συνόλου ή µέρους των προβλεπόµενων στο παρόν άρθρο δικαιωµάτων του, εξαιρουµένων των δικαιωµάτων πληροφόρησης που απορρέουν από την ιδιότητά του ως πολιτικώς ενάγων.

1. Σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όταν πρόκειται να εξετασθεί θύµα, το οποίο δεν οµιλεί ή δεν κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα, του παρέχεται χωρίς καθυστέρηση δωρεάν διερµηνεία. Εφόσον τούτο είναι αναγκαίο, διατίθεται διερµηνεία για την επικοινωνία µεταξύ του θύµατος που έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής και του πληρεξούσιου δικηγόρου του σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας. Το, κατά τα ανωτέρω εδάφια, δικαίωµα σε διερµηνεία περιλαµβάνει την προσήκουσα συνδροµή σε άτοµα µε πρόβληµα ακοής ή οµιλίας. Αν η διερµηνεία είναι µε άλλον τρόπο αδύνατη, µπορεί να λαµβάνει χώρα διερµηνεία της διερµηνείας µέσω τρίτης γλώσσας.

2. Εφόσον απαιτείται, µπορεί να γίνεται χρήση τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως η τηλεδιάσκεψη, το τηλέφωνο ή το διαδίκτυο, εκτός αν η προσωπική παρουσία του διερµηνέα κριθεί από τον εξετάζοντα απαραίτητη.

3. Στο θύµα που δεν κατανοεί ή δεν οµιλεί την ελληνική γλώσσα, παρέχεται εντός ευλόγου χρονικού διαστήµατος και εφόσον το έχει ζητήσει εγγράφως:
α) γραπτή µετάφραση των πληροφοριών που είναι ουσιώδεις για την άσκηση των δικαιωµάτων του κατά την ποινική διαδικασία, σε γλώσσα που κατανοεί, δωρεάν και στο βαθµό που οι πληροφορίες αυτές τίθενται στη διάθεση των θυµάτων στην ελληνική γλώσσα,
β) γραπτή µετάφραση σε γλώσσα που κατανοεί, των πληροφοριών και των εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 59 του παρόντος νόµου.

4. Στο θύµα που έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής και δεν κατανοεί τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας, παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήµατος γραπτή µετάφραση όλων των ουσιωδών εγγράφων ή χωρίων εγγράφων της διαδικασίας, τα οποία είναι ουσιώδη για την άσκηση των δικαιωµάτων του κατά την ποινική διαδικασία. Το θύµα που έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής ή ο διορισθείς πληρεξούσιος δικηγόρος του µπορούν να υποβάλλουν αιτιολογηµένο αίτηµα για το χαρακτηρισµό εγγράφων ή χωρίων εγγράφων ως ουσιωδών. Δεν υφίσταται απαίτηση µετάφρασης χωρίων ουσιωδών εγγράφων, τα οποία δεν συµβάλλουν στην ενεργή συµµετοχή των θυµάτων στην ποινική διαδικασία.

5. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, η έγγραφη µετάφραση µπορεί να αντικατασταθεί από προφορική µετάφραση ή προφορική σύνοψη του περιεχοµένου των ουσιωδών εγγράφων υπό τον όρο ότι αυτή η προφορική µετάφραση ή προφορική σύνοψη δεν επηρεάζει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

6. Το θύµα που έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής ή ο διορισθείς πληρεξούσιος δικηγόρος του µπορούν να υποβάλλουν αντιρρήσεις κατά της απόφασης µε την οποία κρίνεται ότι δεν απαιτείται µετάφραση εγγράφων ή χωρίων εγγράφων ή όταν η ποιότητά της δεν είναι επαρκής. Επί των αντιρρήσεων αποφασίζει κατά την προδικασία ο Εισαγγελέας, κατά την κύρια ανάκριση το Δικαστικό Συµβούλιο και κατά την κύρια διαδικασία το Δικαστήριο.

7. Το θύµα έχει δικαίωµα να παραιτηθεί από το δικαίωµα µετάφρασης εγγράφων υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγουµένως συµβουλευθεί συνήγορο ή ότι έχει µε άλλον τρόπο λάβει πλήρη γνώση των συνεπειών της παραίτησης. Η παραίτηση πρέπει να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του προσώπου και να µην περιέχει όρο ή αίρεση.

8. Σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, η αρµόδια διωκτική, εισαγγελική ή δικαστική αρχή εξακριβώνει µε κάθε πρόσφορο µέσο, κατά πόσον το θύµα οµιλεί και κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα και αν χρειάζεται τη συνδροµή διερµηνέα. Το θύµα έχει δικαίωµα να ασκήσει αντιρρήσεις κατά της απόφασης µε την οποία κρίθηκε ότι δεν είναι αναγκαία η παροχή διερµηνείας ή όταν η ποιότητα της διερµηνείας δεν είναι επαρκής. Επί των αντιρρήσεων αποφασίζει κατά την προδικασία ο Εισαγγελέας, κατά την κύρια ανάκριση το Δικαστικό Συµβούλιο και κατά την κύρια διαδικασία το Δικαστήριο.

9. Η διερµηνεία και η µετάφραση, καθώς και η τυχόν εξέταση προσβολής απόφασης για τη µη παροχή διερµηνείας ή µετάφρασης, δυνάµει του παρόντος άρθρου, δεν καθυστερεί αδικαιολόγητα την ποινική διαδικασία.

10. Ως προς τη διαδικασία διορισµού του διερµηνέα, τα προσόντα του, τα κωλύµατά του, την υποχρέωσή του αποδοχής των καθηκόντων του και τον όρκο του εφαρµόζονται τα οριζόµενα στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 233, του άρθρου 234, 235 και 236 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας.

11. Όταν πρόκειται να γίνει µετάφραση εγγράφων που απαιτεί οπωσδήποτε µακρόχρονη απασχόληση, ορίζεται προθεσµία στην οποία ο διερµηνέας θα πρέπει να παραδώσει τη µετάφραση. Η προθεσµία µπορεί να παραταθεί και αν περάσει άπρακτη, παύεται ο διερµηνέας που είχε διοριστεί και διορίζεται άλλος. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που διορίστηκε ασκεί τα έργα του κατά τρόπο ανεπαρκή ή αµελή. Κατ’ εξαίρεση, όταν το θύµα αγνοεί την ελληνική γλώσσα και αποδεικνύεται δυσχερής ο διορισµός κατάλληλου διερµηνέα, µπορεί, κατά την ανάκριση, να καταθέσει γραπτώς σε ξένη γλώσσα. Η κατάθεση εντάσσεται στη δικογραφία µαζί µε τη µετάφραση, που γίνεται αργότερα σύµφωνα µε τα ανωτέρω οριζόµενα.

12. Όταν η γλώσσα είναι ελάχιστα γνωστή, µπορεί κατ’ εξαίρεση να διοριστεί διερµηνέας του διερµηνέα.

13. Για την εξέταση του θύµατος σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όταν αυτή γίνεται µε τη συνδροµή διερµηνέα ή όταν γίνεται προφορική µετάφραση ή σύνοψη βασικών εγγράφων ή για την παραίτηση του ανωτέρω από το δικαίωµα της µετάφρασης, συντάσσεται έκθεση ή γίνεται ειδική µνεία στην έκθεση που συντάσσεται από το αρµόδιο κάθε φορά όργανο.

1. Το θύµα, ανάλογα µε τις ανάγκες του, δικαιούται να έχει πρόσβαση σε δωρεάν και εµπιστευτικές υπηρεσίες γενικής ή ειδικής υποστήριξης και φροντίδας, πριν, κατά και, για εύλογο χρονικό διάστηµα, µετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας. Το δικαίωµα αυτό µπορεί να επεκταθεί και στους οικείους του θύµατος, ανάλογα µε τις ανάγκες τους και µε τη βαρύτητα της βλάβης που υπέστησαν λόγω της αξιόποινης πράξης που τελέστηκε εις βάρος του θύµατος.

2. Η Αστυνοµία ή άλλη αρµόδια αρχή, στην οποία κατατέθηκε η καταγγελία του θύµατος, ενηµερώνει και παραπέµπει το θύµα, κατόπιν αίτησής του, σε υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας, ανάλογα µε τις ανάγκες του και τη βαρύτητα της βλάβης που υπέστη από την αξιόποινη πράξη.

3. Η πρόσβαση σε υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας θυµάτων του παρόντος δεν εξαρτάται από τη νοµότυπη ή µη υποβολή της καταγγελίας της αξιόποινης πράξης.

4. Οι υπηρεσίες γενικής ή ειδικής υποστήριξης και φροντίδας θυµάτων παρέχονται από την Αστυνοµία και κάθε αρµόδια αρχή, καθώς και από δηµόσιους φορείς όπως, ιδίως, οι κοινωνικές υπηρεσίες των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α΄και Β΄ βαθµού, οι δοµές ψυχικής υγείας για ενήλικες, παιδιά και εφήβους, οι συµπαραστάτες του δηµότη, τα Κέντρα Κοινότητας, τα συµβουλευτικά κέντρα της Γενικής Γραµµατείας Ισότητας των Φύλων, υποστηρικτικές δοµές του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εξειδικευµένες υπηρεσίες ανηλίκων θυµάτων, όπως τα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων της Υπηρεσίας Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων, όπου λειτουργούν, καθώς και από νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και ενώσεις προσώπων που οργανώνονται σε επαγγελµατική ή σε εθελοντική βάση, ανάλογα µε τη φύση των υπηρεσιών.

5. Τα τέκνα γυναικών θυµάτων προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας, οικονοµικής εκµετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, ενδοοικογενειακής βίας, εµπορίας ανθρώπων, σωµατεµπορίας, καθώς και εγκληµάτων µε ρατσιστικά χαρακτηριστικά έχουν δικαίωµα στα µέτρα υποστήριξης και φροντίδας του παρόντος άρθρου.

1. Οι υπηρεσίες γενικής υποστήριξης και φροντίδας θυµάτων παρέχουν τουλάχιστον:
α) πληροφορίες, συµβουλές και υποστήριξη σχετικά µε την άσκηση των δικαιωµάτων του θύµατος, µεταξύ άλλων και της δυνατότητάς του να αξιώσει αποζηµίωση για τη ζηµία που υπέστη από την αξιόποινη πράξη, καθώς και τον τρόπο συµµετοχής του στην ποινική διαδικασία, είτε ως πολιτικώς ενάγων, είτε ως µάρτυρας,
β) πληροφορίες σχετικά µε τις υπάρχουσες σχετικές υπηρεσίες ειδικής υποστήριξης ή άµεση παραποµπή σε αυτές,
γ) συναισθηµατική και ψυχολογική υποστήριξη,
δ) συµβουλές σχετικά µε οικονοµικά και πρακτικά θέµατα που ανακύπτουν από το έγκληµα,
ε) συµβουλές σχετικά µε τον κίνδυνο και την αποτροπή δευτερογενούς και επαναλαµβανόµενης θυµατοποίησης, εκφοβισµού και αντεκδίκησης, εκτός αν παρέχονται µε άλλο τρόπο από άλλες δηµόσιες ή ιδιωτικές υπηρεσίες.

2. Οι υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας θυµάτων οφείλουν να εξετάζουν µε ιδιαίτερη προσοχή τις ειδικές ανάγκες του θύµατος που υπέστη σηµαντική βλάβη λόγω της σοβαρότητας του εγκλήµατος.

3. Εκτός από τις περιπτώσεις που παρέχονται µε άλλο τρόπο από άλλες δηµόσιες ή ιδιωτικές υπηρεσίες, οι υπηρεσίες ειδικής υποστήριξης και φροντίδας θυµάτων παρέχουν τουλάχιστον τα εξής:
α) κέντρα υποδοχής ή άλλη κατάλληλη προσωρινή στέγαση του θύµατος, που χρειάζεται ασφαλή τόπο παραµονής λόγω άµεσου κινδύνου δευτερογενούς και επαναλαµβανόµενης θυµατοποίησης, εκφοβισµού και αντεκδίκησης,
β) στοχευµένη και ολοκληρωµένη υποστήριξη για το θύµα µε ιδιαίτερες ανάγκες, όπως είναι το θύµα ρατσιστικής βίας, σεξουαλικής βίας, βίας λόγω ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου και βίας στο πλαίσιο στενών διαπροσωπικών σχέσεων, συµπεριλαµβανοµένης της µετατραυµατικής υποστήριξης και συµβουλευτικής.

1. Για την προφύλαξη του θύµατος από δευτερογενή και επαναλαµβανόµενη θυµατοποίηση και από εκφοβισµό, κατά την παροχή ενδεχόµενων υπηρεσιών αποκαταστατικής δικαιοσύνης, όπου αυτές προβλέπονται από ειδικότερες διατάξεις:
α) Τα µέτρα αποκαταστατικής δικαιοσύνης προσφέρονται από προσωπικό εκπαιδευµένο να αναγνωρίζει τις µεταβλητές επιπτώσεις της προσφοράς στο θύµα και να αξιολογεί τις ιδιαίτερες ανάγκες του. Στο θύµα παρέχονται πληροφορίες σχετικά µε το πού µπορεί να έχει πρόσβαση σε ανεξάρτητη στήριξη και συµβουλές. Το θύµα αποφασίζει για το αν δέχεται ή απορρίπτει την προσφορά µετά την παρέλευση τουλάχιστον τριών (3) εβδοµάδων από την πρόταση της προσφοράς, ώστε να διασφαλίζεται η ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεσή του, η οποία µπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε.
β) Με την επιφύλαξη της αρµοδιότητος και λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των αρµοδίων δικαστικών και εισαγγελικών αρχών, οι διαδικασίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης εφαρµόζονται µόνο αν είναι προς το συµφέρον του θύµατος και τα µέτρα αποσκοπούν να αποκαταστήσουν τη ζηµία που υπέστη το θύµα από την τέλεση της αξιόποινης πράξης και να αποφευχθεί η πρόκληση περαιτέρω ζηµίας.
γ) Ο δράστης πρέπει να έχει αναγνωρίσει τα βασικά περιστατικά της υπόθεσης.
δ) Το θύµα λαµβάνει πλήρεις και αντικειµενικές πληροφορίες σχετικά µε τη διαδικασία και την πιθανή έκβαση της εν λόγω διαδικασίας, καθώς και σχετικά µε τις διαδικασίες ελέγχου της εφαρµογής ενδεχόµενης συµφωνίας και τα αποτελέσµατα αυτής.
ε) Στο θύµα προσφέρεται υποστήριξη πριν, κατά τη διάρκεια και µετά τη συµµετοχή σε οποιαδήποτε διαδικασία εφαρµογής µέτρων αποκαταστατικής δικαιοσύνης.
στ) Στο θύµα που προτιµά να µην συναντήσει τον δράστη, δίνεται η επιλογή της έµµεσης διαµεσολάβησης ή οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο µέτρο εκτός αν οι αρµόδιες δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές κρίνουν άλλως. Η τυχόν διαφορετική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογηµένη. Σε κάθε περίπτωση, ο τυχόν πληρεξούσιος δικηγόρος του δράστη δύναται να υποβάλλει ερωτήσεις προς το θύµα δια µέσου του ενεργούντος τη διαδικασία της διαµεσολάβησης.
ζ) Οι συνοµιλίες στις διαδικασίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης που δεν διεξάγονται δηµοσίως, είναι εµπιστευτικές και δεν δηµοσιοποιούνται στη συνέχεια, εκτός αν συµφωνούν τα εµπλεκόµενα µέρη ή αν αυτό επιβάλλεται από λόγους υπέρτερου δηµόσιου συµφέροντος κατά την κρίση της αρµόδιας δικαστικής ή εισαγγελικής αρχής.
η) Κάθε συµφωνία που συνάπτεται εκουσίως από αµφότερα τα µέρη και επικυρώνεται από τον αρµόδιο δικαστή ή εισαγγελέα µε σύµπραξη γραµµατέα, έχει την αποδεικτική δύναµη δηµοσίου εγγράφου, µπορεί δε να λαµβάνεται υπόψη σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας µεταξύ των ίδιων διαδίκων.
θ) Κατά τη διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης, µπορούν να παρέχονται στο θύµα ή στον δράστη, περισσότερες από µία ακροάσεις, κατόπιν αίτησης των τελευταίων, έτσι ώστε να είναι πλήρως κατανοητή η διαδικασία και τα αποτελέσµατα αυτής.
ι) Το θύµα που έλαβε µέρος στη διαδικασία µέτρων αποκαταστατικής δικαιοσύνης ενηµερώνεται για τη δυνατότητα του δράστη να εκπληρώσει τους όρους της συµφωνίας.
ια) Κατά τη διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης παρέχονται στα διάδικα µέρη πληροφορίες που είναι επωφελείς για αµφότερα τα µέρη.
ιβ) Κατά τη διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης αµφότερα τα διάδικα µέρη µπορούν να παρίστανται µε συνήγορο ή και αυτοπροσώπως.

2. Οι υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας θυµάτων, όταν ενδείκνυται η εφαρµογή διαδικασίας αποκαταστατικής δικαιοσύνης, ενθαρρύνουν το θύµα να επισκεφθεί τις υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης.

1. Όταν το θύµα κατοικεί σε κράτος µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφορετικό από εκείνο της τέλεσης της αξιόποινης πράξης:
α) καλείται να καταθέτει αµέσως µετά την καταγγελία της αξιόποινης πράξης και
β) εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 233 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας για τη χρήση τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως η τηλεδιάσκεψη, το τηλέφωνο ή το διαδίκτυο.

2. Όταν το θύµα κατοικεί στην ηµεδαπή και η αξιόποινη σε βάρος του πράξη τελέσθηκε σε άλλο κράτος µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µπορεί να υποβάλλει την έγκλησή του στον Εισαγγελέα Πληµµελειοδικών του τόπου κατοικίας του, ο οποίος, εφόσον τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία, τη διαβιβάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην αρµόδια δικαστική αρχή του αντίστοιχου κράτους µέλους, δια του Εισαγγελέως Εφετών.

3. Δεν υφίσταται υποχρέωση διαβίβασης της έγκλησης στο κράτος µέλος του τόπου τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σε περίπτωση που εφαρµόζονται οι ελληνικοί ποινικοί νόµοι και έχει κινηθεί η ποινική δίωξη. Σε αυτή την περίπτωση για σκοπούς ενηµέρωσης και προκειµένου να ενισχυθεί η αµοιβαία δικαστική συνδροµή, ο Εισαγγελέας Πληµµελειοδικών του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεµεί η δικογραφία, ενηµερώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και δια του Εισαγγελέως Εφετών, την αρµόδια δικαστική αρχή του κράτους µέλους στο οποίο τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη.

1. Το θύµα µπορεί να ζητήσει εγγράφως τη λήψη µέτρων για την αποφυγή της επαφής µεταξύ αυτού και, εφόσον απαιτείται, των µελών της οικογένειάς του και του δράστη στους χώρους διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας. Για την παραπάνω αίτηση αποφαίνεται αµετακλήτως το Τριµελές Πληµµελειοδικείο του τόπου διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν αυτή ευρίσκεται, δικάζοντας µε την αυτόφωρη διαδικασία.

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας για τους µάρτυρες, στο σχεδιασµό νέων δικαστικών κτηρίων πρέπει να προβλέπονται χωριστοί χώροι αναµονής για τα θύµατα.

Οι διωκτικές, εισαγγελικές και δικαστικές αρχές διασφαλίζουν ότι, στον βαθµό που δεν τίθεται σε κίνδυνο η αποτελεσµατικότητα της διαδικασίας:
α) η εξέταση των θυµάτων διενεργείται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση µετά την καταγγελία της αξιόποινης πράξης προς την αρµόδια αρχή και µε όσο το δυνατόν περιορισµένο και αναγκαίο αριθµό καταθέσεων από πλευράς θύµατος,
β) τα θύµατα, εφόσον δεν παρίστανται µε πληρεξούσιο δικηγόρο της επιλογής τους ή τον τυχόν αυτεπαγγέλτως διορισθέντα, µπορούν να συνοδεύονται από τον νόµιµο εκπρόσωπό τους ή από άλλο φυσικό πρόσωπο της επιλογής τους, εκτός αν έχει ληφθεί αιτιολογηµένη απόφαση για το αντίθετο σχετικά µε ένα ή και τα δύο αυτά πρόσωπα,
γ) οι ιατρικές εξετάσεις περιορίζονται στο ελάχιστο και διενεργούνται µόνο όταν είναι αυστηρά αναγκαίο για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας και προς διερεύνηση της αλήθειας των καταγγελλοµένων,
δ) αν το θύµα είναι ανήλικο, εκείνος που το εξετάζει καταγράφει κατά λέξη στην έκθεση και τις ερωτήσεις που του απευθύνει.

1. Κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, οι αρµόδιες διωκτικές, εισαγγελικές και δικαστικές αρχές εφαρµόζουν κατάλληλα µέτρα για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, λαµβάνοντας υπόψη τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύµατος, που προκύπτουν από τη διαδικασία ατοµικής αξιολόγησης, κατά το άρθρο 68 του παρόντος νόµου και της εικόνας των θυµάτων και των µελών της οικογένειάς τους και ιδίως, για να αποτραπεί η διάδοση κάθε πληροφορίας που µπορεί να διευκολύνει τον εντοπισµό των ανήλικων θυµάτων ή των θυµάτων που χρήζουν ειδικής προστασίας.

2. Αν η δηµοσιότητα της συνεδρίασης είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν ειδικοί λόγοι να προστατευθεί ο ιδιωτικός ή οικογενειακός βίος των διαδίκων, ιδίως αν η δηµοσιότητα σε δίκη εγκληµάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονοµικής εκµετάλλευσης της γενετήσιας ζωής έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή το διασυρµό του θύµατος και µάλιστα ανηλίκου, το δικαστήριο διατάσσει τη διεξαγωγή της δίκης ή ενός µέρους της χωρίς δηµοσιότητα. Για τον αποκλεισµό της δηµοσιότητας, το δικαστήριο, αφού ακούσει τον εισαγγελέα και τους διαδίκους, εκδίδει αιτιολογηµένη απόφαση και την απαγγέλει σε δηµόσια συνεδρίαση.

3. Η ιδιωτική ζωή και η ταυτότητα του θύµατος προστατεύεται από κάθε εµπλεκόµενη υπηρεσία και η επεξεργασία των προσωπικών δεδοµένων του γίνεται πάντοτε σύµφωνα µε τις διατάξεις του ν. 2472/1997, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

4. Η ολική ή µερική µετάδοση από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και η κινηµατογράφηση και µαγνητοσκόπηση της δίκης ενώπιον ποινικού δικαστηρίου απαγορεύεται. Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο µπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δηµόσιο συµφέρον.

5. Η µετάδοση από την τηλεόραση ή η κινηµατογράφηση ή µαγνητοσκόπηση ή φωτογράφηση των θυµάτων που εµφανίζονται ενώπιον των εισαγγελικών ή αστυνοµικών και λοιπών αρχών απαγορεύεται.

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, οι διωκτικές, εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, ενώπιον των οποίων εκκρεµεί η υπόθεση, ενηµερώνουν και παραπέµπουν το θύµα, κατόπιν αίτησής του, στις Υπηρεσίες Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων που διενεργούν εγκαίρως ατοµική αξιολόγηση του θύµατος για τον προσδιορισµό τυχόν ειδικών αναγκών προστασίας του, ώστε να εκτιµηθεί, αν, και σε ποιο βαθµό, το θύµα µπορεί να επωφεληθεί από ειδικά µέτρα προστασίας κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 69, προκειµένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος να υποστεί δευτερογενή και επαναλαµβανόµενη θυµατοποίηση, εκφοβισµό και αντεκδίκηση.

2. Στην ατοµική αξιολόγηση λαµβάνονται κυρίως υπόψη:
α) τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύµατος, όπως η ηλικία, η φυλή, το χρώµα, η θρησκεία, η εθνικότητα ή εθνοτική καταγωγή, ο σεξουαλικός προσανατολισµός, η ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου ή η αναπηρία, το καθεστώς διαµονής ή κατοικίας, οι δυσκολίες επικοινωνίας, η σχέση συγγένειας ή έτερης άλλης εξάρτησης µε τον δράστη, καθώς και το ιστορικό προηγούµενης θυµατοποίησης,
β) ο βαθµός της βλάβης που υπέστη το θύµα, το είδος, η σοβαρότητα και η φύση του εγκλήµατος, ιδίως, τροµοκρατία, οργανωµένο έγκληµα, εµπορία ανθρώπων, βία λόγω φύλου, ρατσιστική βία, ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλική βία ή εκµετάλλευση ή έγκληµα µίσους,
γ) οι περιστάσεις του εγκλήµατος.

3. Το ανήλικο θύµα χρήζει ειδικής ανάγκης προστασίας λόγω ιδιαίτερου κινδύνου να υποστεί δευτερογενή και επαναλαµβανόµενη θυµατοποίηση, εκφοβισµό και αντεκδίκηση και για το σκοπό αυτό υποβάλλεται σε ατοµική αξιολόγηση κατά την παράγραφο 1 του παρόντος από τα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων της Υπηρεσίας Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων, και όπου δεν υπάρχουν, από τα Αυτοτελή Γραφεία Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής, σε συνεργασία µε ειδικό παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο των δοµών ψυχικής υγείας και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγο ή ψυχίατρο και αποφασίζεται αν και σε ποιο βαθµό επωφελείται από τα ειδικά µέτρα του άρθρου 69. Η ατοµική αξιολόγηση των ενήλικων θυµάτων διενεργείται από τα Τµήµατα Επιµελητών Κοινωνικής Αρωγής και τα Αυτοτελή Γραφεία Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής της ως άνω Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων. Η ατοµική αξιολόγηση από τα ως άνω Αυτοτελή Γραφεία ασκείται από τους επιµελητές κάθε κλάδου ανάλογα µε την ηλικία του θύµατος.

4. Η λήψη των ειδικών µέτρων προστασίας που προβλέπονται στο άρθρο 69 γίνεται κατόπιν της σύµφωνης γνώµης του θύµατος.

5. Η ατοµική αξιολόγηση επικαιροποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, αν ουσιωδώς µεταβάλλονται οι περιστάσεις που αποτέλεσαν τη βάση της.

1. Τα θύµατα µε ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας επωφελούνται ειδικών µέτρων, τα οποία αποφασίζονται µετά από τη διενέργεια ατοµικής αξιολόγησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 68. Ειδικό µέτρο που αποφασίσθηκε µετά από ατοµική αξιολόγηση δεν εφαρµόζεται, αν δυσχεραίνεται η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας ή όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη εξέτασης του θύµατος και η παράλειψη εξέτασής του θα µπορούσε να βλάψει το θύµα ή άλλο πρόσωπο ή να θίξει την πορεία της διαδικασίας.

2. Κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας, τα θύµατα µε ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας που αναγνωρίζονται σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του άρθρου 68 έχουν στη διάθεσή τους τα ακόλουθα µέτρα:
α) το θύµα εξετάζεται σε χώρους που έχουν σχεδιασθεί ή προσαρµοσθεί για το σκοπό αυτόν,
β) η εξέταση του θύµατος διεξάγεται από ειδικά εκπαιδευµένους για το σκοπόν αυτό προανακριτικούς υπαλλήλους ή εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς,
γ) κάθε εξέταση του θύµατος διεξάγεται από τα ίδια πρόσωπα, εκτός αν αυτό δυσχεραίνει την ορθή απονοµή της δικαιοσύνης,
δ) κάθε εξέταση θυµάτων σεξουαλικής βίας, βίας λόγω φύλου ή ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον δεν διεξάγεται από εισαγγελέα ή δικαστή, διεξάγεται από πρόσωπο του ίδιου µε το θύµα φύλου, εφόσον το επιθυµεί το θύµα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρακωλύεται η πορεία της ποινικής διαδικασίας.

3. Κατά την εξέταση ως µάρτυρα του ανήλικου θύµατος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παράγραφος 4, 323Β εδάφιο α΄, 324, 336, 337 παράγραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 349, 351, 351Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα άρθρα 29 παράγραφοι 5 και 6 και 30 του ν. 4251/2014 διορίζεται και παρίσταται, ως πραγµατογνώµων, ειδικά εκπαιδευµένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων ή που περιλαµβάνεται στον πίνακα πραγµατογνωµόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν, χωρίς να εφαρµόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας. Η εξέταση ως µάρτυρα του ανήλικου θύµατος διενεργείται υποχρεωτικά στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασµένους και προσαρµοσµένους για το σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και µε όσο το δυνατόν περιορισµένο αριθµό συνεντεύξεων.
Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιµάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόµενος προς τούτο µε τους προανακριτικούς υπαλλήλους και µε τους δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιµοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές µεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και συντάσσει γραπτή έκθεση µε τις διαπιστώσεις, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς διά του παρισταµένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου. Κατά την εξέταση ο ανήλικος µπορεί να συνοδεύεται από τον νόµιµο εκπρόσωπό του, εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού µε αιτιολογηµένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως, σε περίπτωση σύγκρουσης συµφερόντων ή ανάµειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώµενη πράξη. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό µέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόµενα στάδια της διαδικασίας.
Η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαµατική διαδικασία έχει συµπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, µπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως.

4. Κατά την εξέταση ως µάρτυρα του θύµατος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α και 351 του Ποινικού Κώδικα, διορίζεται και παρίσταται, ως πραγµατογνώµων, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, χωρίς να εφαρµόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας.
Ο ψυχολόγος ή ο ψυχίατρος προετοιµάζει τον παθόντα για την εξέταση, συνεργαζόµενος προς τούτο µε τους προανακριτικούς υπαλλήλους και µε τους εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιµοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές µεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του παθόντος και συντάσσει γραπτή έκθεση µε τις διαπιστώσεις του, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Κατά την εξέταση παρίσταται ο ψυχίατρος ή ο ψυχολόγος και ο παθών µπορεί να συνοδεύεται από τον νόµιµο εκπρόσωπό του, εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού µε αιτιολογηµένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συµφερόντων ή ανάµειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώµενη πράξη.
Η κατάθεση του παθόντος συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό µέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του παθόντος αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόµενα στάδια της διαδικασίας.

5. Αν το θύµα είναι κωφός ή άλαλος, η εξέτασή του γίνεται ως εξής: όλες οι ερωτήσεις και οι τυχόν παρατηρήσεις δίνονται στον κωφό, αφού καταγραφούν από τον γραµµατέα της ανάκρισης ή του δικαστηρίου, ενώ οι απαντήσεις δίνονται από αυτόν γραπτώς ή στη νοηµατική γλώσσα. Στον άλαλο οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις δίνονται προφορικά και αυτός απαντά γραπτώς ή στη νοηµατική γλώσσα. Στο ακροατήριο οι γραπτές απαντήσεις που δόθηκαν από τον κωφό ή άλαλο, αφού µονογραφηθούν από τον πρόεδρο και τον γραµµατέα, καταγράφονται στα πρακτικά και συνοδεύουν τη δικογραφία. Αν ο κωφός ή ο άλαλος δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει, όποιος διεξάγει την ανάκριση ή διευθύνει τη συζήτηση διορίζει έναν ή δύο διερµηνείς, που, αν είναι δυνατό, εκλέγονται κατά προτίµηση µεταξύ των προσώπων που συνήθισαν να συνεννοούνται µε τον κωφό ή άλαλο.
Κατά τα άλλα τηρούνται αν είναι δυνατό οι διατάξεις που αναφέρονται στους διερµηνείς.

6. Κατά τη διάρκεια της ακροαµατικής διαδικασίας, τα θύµατα µε ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας που αναγνωρίζονται σύµφωνα µε το άρθρο 68 παράγραφος 1 του παρόντος, έχουν στη διάθεσή τους τα ακόλουθα µέτρα:
α) Κατάθεση του θύµατος που δόθηκε κατά την παράγραφο 4 του παρόντος, η οποία έχει συνταχθεί εγγράφως ή µε τη χρήση ηλεκτρονικού οπτικοακουστικού µέσου, αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι µπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέτασή του, αν δεν έχει εξετασθεί στην προδικασία ή πρέπει να εξετασθεί συµπληρωµατικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του παθόντος γίνεται µε βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση ή σε ειδικά διαµορφωµένο χώρο µε τη χρήση ηλεκτρονικού οπτικοακουστικού µέσου, η οποία αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στο ακροατήριο, ώστε να αποφεύγεται κάθε οπτική επαφή µεταξύ αυτού και του δράστη. Οι υποπαράγραφοι 1 και 2 της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου εφαρµόζονται και στις περιπτώσεις αυτές.
β) Η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου θύµατος που δόθηκε κατά την παράγραφο 3 του παρόντος, η οποία έχει συνταχθεί εγγράφως ή µε τη χρήση ηλεκτρονικού οπτικοακουστικού µέσου, αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαµατική διαδικασία έχει συµπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, µπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως, εφόσον κρίνεται απολύτως αναγκαίο. Ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι µπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του ανηλίκου, αν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συµπληρωµατικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του ανηλίκου γίνεται µε βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτό βρίσκεται, από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι υποπαράγραφοι 1 και 2 της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου εφαρµόζονται και στις περιπτώσεις αυτές.
γ) Κατά την εξέταση αποφεύγονται ερωτήσεις σχετικά µε την ιδιωτική ζωή του θύµατος που δεν έχουν σχέση µε την αξιόποινη πράξη.

7. Όταν το θύµα είναι ανήλικο και οι δικαιούχοι της γονικής µέριµνας αυτού αποκλείονται από την εκπροσώπησή του, λόγω σύγκρουσης συµφερόντων µεταξύ αυτών και του ανηλίκου ή στην περίπτωση που το ανήλικο θύµα είναι ασυνόδευτο ή ζει χωριστά από την οικογένειά του, η αρµόδια εισαγγελική ή δικαστική αρχή, ανάλογα µε το στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όπου εκκρεµεί η υπόθεση, διορίζει ως ειδικό εκπρόσωπο του ανήλικου θύµατος έναν Επιµελητή Ανηλίκων. Όταν το ανήλικο θύµα δικαιούται συνήγορο, σύµφωνα µε τις διατάξεις του ν. 3226/2004, δικαιούται να έχει νοµικές συµβουλές και νοµικό εκπρόσωπο, ο οποίος ενεργεί εξ ονόµατός του, σε διαδικασίες όπου υπάρχει ή θα µπορούσε να υπάρξει σύγκρουση συµφερόντων µεταξύ του ανήλικου θύµατος και των δικαιούχων της γονικής µέριµνας.

8. Όταν είναι αβέβαιο αν η ηλικία του θύµατος είναι κάτω ή άνω των δεκαοκτώ ετών, τεκµαίρεται ότι το θύµα είναι ανήλικο για τους σκοπούς του παρόντος νόµου.

1. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων, σε συνεργασία µε το Υπουργείο Εσωτερικών, το Υπουργείο Υγείας και το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το Ινστιτούτο Επιµόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δηµόσιας Διοίκησης και την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, εξασφαλίζει την ειδική επιµόρφωση των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, των παιδοψυχολόγων, παιδοψυχιάτρων, ψυχολόγων, ψυχιάτρων και κοινωνικών λειτουργών που στελεχώνουν τα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων ή διορίζονται ως πραγµατογνώµονες για τους σκοπούς του άρθρου 226Α του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, των επιµελητών ανηλίκων και των επιµελητών κοινωνικής αρωγής, των υπαλλήλων που εργάζονται σε υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας θυµάτων και αποκαταστατικής δικαιοσύνης και των γενικών και ειδικών ανακριτικών και προανακριτικών υπαλλήλων, σε θέµατα που αφορούν την προστασία των θυµάτων και τις αρχές που περιέχονται στον παρόντα νόµο.

2. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι ενισχύουν την εκπαίδευση και την ευαισθητοποίηση των µελών τους σχετικά µε τις αρχές της προστασίας των θυµάτων που περιέχονται στον παρόντα νόµο.

3. Στα προγράµµατα εκπαίδευσης και επιµόρφωσης των προηγούµενων παραγράφων δίνεται ιδιαίτερη έµφαση στα θύµατα που χρήζουν ειδικής προστασίας.

1. Οι αρµόδιες αρχές πρέπει να προωθούν τη συνεργασία µε άλλες χώρες και ιδιαίτερα µε τα κράτη µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα δικαιώµατα των θυµάτων της εγκληµατικότητας, µεταξύ άλλων, µέσω της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών και συνδράµοντας τα ευρωπαϊκά δίκτυα που ασχολούνται µε θέµατα τα οποία αφορούν άµεσα στα δικαιώµατα των θυµάτων.

2. Οι αρµόδιες αρχές διοργανώνουν, µεταξύ άλλων και µέσω του διαδικτύου, προγράµµατα ενηµέρωσης και ευαισθητοποίησης και ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράµµατα, εφόσον ενδείκνυται σε συνεργασία µε τις οικείες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και άλλους ενδιαφερόµενους φορείς, προκειµένου να µειωθεί ο κίνδυνος θυµατοποίησης, να ελαχιστοποιηθούν ο αντίκτυπος του εγκλήµατος και οι κίνδυνοι δευτερογενούς και επαναλαµβανόµενης θυµατοποίησης, εκφοβισµού και αντεκδίκησης, µε στόχο ιδίως οµάδες κινδύνου, όπως τα παιδιά και τα θύµατα βίας λόγω φύλου και βίας στο πλαίσιο στενών διαπροσωπικών σχέσεων και να ενηµερώνονται σχετικά µε τα δικαιώµατά τους τα θύµατα που κατοικούν σε έτερο κράτος µέλος.

Στην παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 2928/2001 προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Τα ανωτέρω µέτρα µπορούν να λαµβάνονται και στις περιπτώσεις των κατά άρθρο 81Α ΠΚ εγκληµάτων µε ρατσιστικά χαρακτηριστικά για την προστασία των παθόντων, των οικείων τους ή των ουσιωδών µαρτύρων.»

Το Τµήµα Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων ορίζεται ως αρµόδια υπηρεσία συλλογής στοιχείων (εκθέσεων) για την παρακολούθηση της εφαρµογής των διατάξεων του παρόντος που αφορούν στα δικαιώµατα, την υποστήριξη και την προστασία των θυµάτων της εγκληµατικότητας. Ιδίως µεριµνά για την οµαλή συνεργασία των υπηρεσιών υποστήριξης και φροντίδας θυµάτων, την κατάρτιση ενηµερωτικού υλικού για τα δικαιώµατα των θυµάτων, την εισήγηση πρωτοβουλιών προς τις αρµόδιες υπηρεσίες για την εκπαίδευση και κατάρτιση των εµπλεκοµένων επαγγελµατιών του άρθρου 70 του παρόντος, καθώς και την ανάληψη δράσεων µε συναρµόδιες υπηρεσίες στο πλαίσιο του άρθρου 71 του παρόντος.

1. Συνιστώνται στις Υπηρεσίες Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιά, Πατρών και Ηρακλείου Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανηλίκων Θυµάτων – «Σπίτι του Παιδιού», µε τις ακόλουθες αρµοδιότητες:
α) Ατοµική αξιολόγηση ανήλικων θυµάτων για τον προσδιορισµό ειδικών αναγκών προστασίας σύµφωνα µε το άρθρο 68 του παρόντος.
β) Παροχή γενικών υπηρεσιών υποστήριξης στα ανήλικα θύµατα, σύµφωνα µε το άρθρο 62 του παρόντος νόµου.
γ) Συνδροµή των προανακριτικών, ανακριτικών, εισαγγελικών και δικαστικών αρχών για την προσήκουσα εξέταση ανήλικων θυµάτων κατά τις κείµενες διατάξεις.
δ) Εκτίµηση αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης ανηλίκων θυµάτων κατά τις κείµενες διατάξεις από εξειδικευµένο προσωπικό.
ε) Διαµόρφωση κατάλληλων συνθηκών και χώρων για την εξέταση από τις προανακριτικές, ανακριτικές, εισαγγελικές και δικαστικές αρχές ανήλικων θυµάτων και προµήθεια και εγκατάσταση υλικοτεχνικού εξοπλισµού για την καταγραφή της κατάθεσης του ανηλίκου µε ηλεκτρονικά οπτικοακουστικά µέσα σύµφωνα µε τις κείµενες διατάξεις.

2. Τα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων ασκούν τις αρµοδιότητές τους σε όλη την Εφετειακή Περιφέρεια στην οποία ανήκουν.

3. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων καθορίζονται οι αναγκαίες λεπτοµέρειες για τη διαδικασία εκτίµησης της αντιληπτικής ικανότητας και της ψυχικής κατάστασης των ανήλικων θυµάτων, για τη διαµόρφωση των κατάλληλων συνθηκών και χώρων για την εξέτασή τους και για την καταγραφή της κατάθεσής τους, για τον τρόπο και τη µεθοδολογία της συνδροµής των Αυτοτελών Γραφείων Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων προς τις προανακριτικές, ανακριτικές, εισαγγελικές και δικαστικές αρχές για την εξέταση των ανήλικων θυµάτων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτοµέρεια για την εφαρµογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

4. Μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών σύστασης και λειτουργίας των Αυτοτελών Γραφείων Προστασίας Ανηλίκων Θυµάτων «Σπίτι του Παιδιού», τα Τµήµατα και τα αυτοτελή Γραφεία Επιµελητών Ανηλίκων των Υπηρεσιών Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιά, Πατρών και Ηρακλείου ασκούν µόνο τις αρµοδιότητες του άρθρου 68 παράγραφος 3 του παρόντος.

1. Στις Υπηρεσίες Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων ανατίθεται η ατοµική αξιολόγηση θυµάτων αξιόποινων πράξεων για τον προσδιορισµό ειδικών αναγκών προστασίας και η προστασία ανήλικων θυµάτων σύµφωνα µε τον παρόντα νόµο και τις κείµενες διατάξεις.

2. Στην Υπηρεσία Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής Αθηνών συνιστάται Αυτοτελές Γραφείο Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων - «Σπίτι του Παιδιού» που ασκεί τις κατά το προηγούµενο άρθρο αρµοδιότητες.

3. Στις Υπηρεσίες Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής Θεσσαλονίκης και Πειραιά συνιστώνται Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων «Σπίτια του Παιδιού» που ασκούν τις κατά το προηγούµενο άρθρο αρµοδιότητες.

4. Στις Υπηρεσίες Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής Πατρών και Ηρακλείου συνιστώνται Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων «Σπίτια του Παιδιού» που ασκούν τις κατά το προηγούµενο άρθρο αρµοδιότητες.

5. Στα Τµήµατα Επιµελητών Κοινωνικής Αρωγής και Αυτοτελή Γραφεία Κοινωνικής Αρωγής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων ανατίθεται η ατοµική αξιολόγηση ενήλικων θυµάτων αξιόποινων πράξεων για τον προσδιορισµό ειδικών αναγκών προστασίας κατά τον παρόντα νόµο και τις κείµενες διατάξεις.

1. Στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων – «Σπίτια του Παιδιού» κατανέµονται οι εξής θέσεις προσωπικού που προβλέπονται στον Οργανισµό του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων:
Υπηρεσία Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής Αθηνών
Αυτοτελές Γραφείο Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων -«Σπίτι του Παιδιού»: 1 ΠΕ Ιατρών ειδικότητας Παιδοψυχιατρικής ή Ψυχιατρικής, 2 ΠΕ Ψυχολόγων, 3 ΤΕ Επιµελητών Ανηλίκων, 1 ΠΕ Διοικητικού.
Υπηρεσία Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής Θεσσαλονίκης
Αυτοτελές Γραφείο Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων -«Σπίτι του Παιδιού»: 2 ΠΕ Ψυχολόγων, 1 ΠΕ Ιατρών ειδικότητας Παιδοψυχιατρικής ή Ψυχιατρικής, 1 ΤΕ Επιµελητών Ανηλίκων.
Υπηρεσία Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής Πειραιά
Αυτοτελές Γραφείο Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων -«Σπίτι του Παιδιού»: 2 ΠΕ Ψυχολόγων, 1 ΠΕ Ιατρών ειδικότητας Παιδοψυχιατρικής ή Ψυχιατρικής, 1 ΤΕ Επιµελητών Ανηλίκων.
Υπηρεσία Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής Πάτρας
Αυτοτελές Γραφείο Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων -«Σπίτι του Παιδιού»: 1 ΠΕ Ψυχολόγων, 1 ΠΕ Ιατρών ειδικότητας Παιδοψυχιατρικής ή Ψυχιατρικής, 1 ΤΕ Επιµελητών Ανηλίκων.
Υπηρεσία Επιµελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής Ηρακλείου
Αυτοτελές Γραφείο Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων -«Σπίτι του Παιδιού»: 1 ΠΕ Ψυχολόγων, 1 ΠΕ Ιατρών ειδικότητας Παιδοψυχιατρικής ή Ψυχιατρικής, 1 ΤΕ Επιµελητών Ανηλίκων.

2. Οι θέσεις της παραγράφου 1 καλύπτονται είτε µε απόσπαση µόνιµων ή µε σύµβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλων του δηµόσιου τοµέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 14 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143), εφόσον συγκεντρώνουν τα προσόντα που προβλέπονται στο εδάφιο α΄ της παρούσας είτε µε µετάταξη ή µετακίνηση δηµοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. ή εργαζοµένων µε σύµβαση εργασίας αορίστου χρόνου στο Δηµόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ν.Π.Ι.Δ. οποιασδήποτε µορφής που τελούν υπό τον άµεσο ή έµµεσο έλεγχο του κράτους, σύµφωνα µε τις ισχύουσες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα και της κείµενης νοµοθεσίας.

1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 226Α του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Κατά την εξέταση ως µάρτυρα του ανήλικου θύµατος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παράγραφος 4, 323Β εδάφιο α΄, 324, 336, 337 παράγραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 349, 351, 351Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα άρθρα 29 παράγραφοι 5 και 6 και 30 του ν. 4251/ 2014 διορίζεται και παρίσταται, ως πραγµατογνώµων, ειδικά εκπαιδευµένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων ή που περιλαµβάνεται στον πίνακα πραγµατογνωµόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν, χωρίς να εφαρµόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208. Η εξέταση ως µάρτυρα του ανήλικου θύµατος διενεργείται υποχρεωτικά στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή, όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασµένους και προσαρµοσµένους για το σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και µε όσο το δυνατόν περιορισµένο αριθµό συνεντεύξεων.
2. Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιµάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόµενος προς τούτο µε τους προανακριτικούς υπαλλήλους και µε τους δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιµοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές µεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και συντάσσει γραπτή έκθεση µε τις διαπιστώσεις, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς διά του παρισταµένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου. Κατά την εξέταση ο ανήλικος µπορεί να συνοδεύεται από τον νόµιµο εκπρόσωπό του, εκτός αν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού µε αιτιολογηµένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως, σε περίπτωση σύγκρουσης συµφερόντων ή ανάµειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώµενη πράξη.»

2. Το εδάφιο α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 226Α του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό µέσο.»

3. Το εδάφιο β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 226Α του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαµατική διαδικασία έχει συµπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, µπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως εφόσον κρίνεται απολύτως αναγκαίο.»

Στις περιπτώσεις όπου η προθεσµία της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3889/2010 (Α΄ 182) για την υποβολή αντιρρήσεων λήγει στις 12.6.2017 και στις 3.7.2017 για τους κατοίκους εξωτερικού, η προθεσµία αυτή παρατείνεται από την ηµεροµηνία λήξης της έως την 27η Ιουλίου 2017.

Η παρ. 6 του άρθρου 74 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονοµικών, µετά από γνώµη του Διοικητικού Συµβουλίου του Οργανισµού Απασχόλησης Εργατικού Δυναµικού (Ο.Α.Ε.Δ.), είναι δυνατή η ένταξη µακροχρόνια ανέργων, εγγεγραµµένων στα µητρώα του Ο.Α.Ε.Δ., ηλικίας 55 ως 67 ετών, σε προγράµµατα που καταρτίζονται από τον Ο.Α.Ε.Δ., για την απασχόλησή τους στο δηµόσιο τοµέα, όπως αυτός ορίζεται από το άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101) όπως ισχύει, στους Οργανισµούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθµού, καθώς και στις πάσης φύσεως επιχειρήσεις αυτών κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 (Α΄ 28) όπως ισχύει. Με την ίδια απόφαση ορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η χρηµατοδότηση και κάθε αναγκαία λεπτοµέρεια για την υλοποίηση του προγράµµατος.»

1. Το τέταρτο έως έβδοµο εδάφιο της περίπτωσης δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 αντικαθίστανται ως εξής:
«Μπορεί να ασκεί ένσταση υπέρ της διοίκησης ή του υπαλλήλου, εναντίον όλων των πειθαρχικών αποφάσεων µονοµελών και συλλογικών πειθαρχικών οργάνων των φορέων του πρώτου εδαφίου, εξαιρουµένων των αποφάσεων Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών και για οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή. Κατά τα λοιπά, εφαρµόζονται οι διατάξεις περί Πειθαρχικού Δικαίου του Υπαλληλικού Κώδικα ή οι κατά περίπτωση οικείες διατάξεις Πειθαρχικού Δικαίου των ελεγχόµενων φορέων.»

2. Τα δύο τελευταία εδάφια της περίπτωσης δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 αντικαθίστανται ως εξής:
«Η προθεσµία για την άσκηση ενστάσεων και προσφυγών αρχίζει από την υποχρεωτική κοινοποίηση των πειθαρχικών αποφάσεων στο Γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή Δηµόσιας Διοίκησης (Γ.Ε.Δ.Δ.). Η προσφυγή υπογράφεται είτε από το Γ.Ε.Δ.Δ. είτε από τον Αναπληρωτή του και κατά τη συζήτησή της µπορεί να παρίσταται είτε ο Γ.Ε.Δ.Δ. είτε εκπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. είτε πληρεξούσιος δικηγόρος, ο οποίος υπηρετεί στο Γραφείο του Γ.Ε.Δ.Δ.. Αν η προσφυγή ασκείται ενώπιον του Συµβουλίου της Επικράτειας και ο υπάλληλος έχει ασκήσει ήδη προσφυγή κατά της προσβαλλόµενης από το Γ.Ε.Δ.Δ. τελεσίδικης απόφασης ενώπιον του αρµόδιου Διοικητικού Εφετείου ή την ασκεί ενόσω εκκρεµεί η ανωτέρω προσφυγή του Γ.Ε.Δ.Δ., το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να παραπέµψει την υπόθεση στο Συµβούλιο της Επικράτειας προς συνεκδίκαση των ανωτέρω προσφυγών.»

3. Μετά το στοιχείο (ii) της περίπτωσης ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 προστίθεται τρίτο στοιχείο, ως εξής:
«(iii) Μπορεί επίσης να διεξάγει έλεγχο περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) υπαλλήλων, λειτουργών και οργάνων των φορέων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2, οι οποίοι δεν είναι υπόχρεοι υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης στο Γ.Ε.Δ.Δ. ή σε άλλον φορέα, οποτεδήποτε αυτό κριθεί αναγκαίο.»

4. Στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 προστίθεται περίπτωση θ΄, ως εξής:
«θ. Συµµετέχει στην εκπόνηση του στρατηγικού και επιχειρησιακού σχεδιασµού των επιθεωρήσεων και ελέγχων του δηµόσιου τοµέα, πλην αυτού που εκπονείται από τις αρµόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονοµικών και της Ανεξάρτητης Αρχής Δηµοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), για τον οποίο λαµβάνει γνώση.»

5. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 (Α΄ 296) αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο Γ.Ε.Δ.Δ. είναι όργανο µε πενταετή θητεία που ανανεώνεται µε την ίδια διαδικασία. Η θητεία του Γ.Ε.Δ.Δ. λήγει όταν συντρέχουν περιοριστικά οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 4.
Για το Γ.Ε.Δ.Δ. εφαρµόζονται αναλογικά οι διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 3.»

6. Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 η φράση «δώδεκα (12)» αντικαθίσταται µε τη φράση «είκοσι πέντε (25)».

7. Στο τέλος της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 προστίθενται νέα εδάφια ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης οργανώνεται στο Εθνικό Κέντρο Δηµόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης ειδικό πρόγραµµα ελεγκτικής επάρκειας. Με την απόφαση αυτή ορίζεται επίσης το περιεχόµενο, ο τρόπος, η διάρκεια, η διαδικασία παρακολούθησης, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία εισαγωγής στο πρόγραµµα, ο τύπος του πιστοποιητικού που χορηγείται, καθώς και κάθε άλλο συναφές θέµα.
Η κατοχή του ως άνω πιστοποιητικού αποτελεί προϋπόθεση για την επιλογή στη θέση του Ειδικού Επιθεωρητή Δηµόσιας Διοίκησης.
Το ειδικό πρόγραµµα ελεγκτικής επάρκειας υποχρεούνται να παρακολουθήσουν και οι κατέχοντες ήδη την θέση του Ειδικού Επιθεωρητή.»

8. Η παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Η στελέχωση της Γραµµατείας και της Διεύθυνσης Επεξεργασίας Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης του Γραφείου του Γ.Ε.Δ.Δ. γίνεται µε απόσπαση τριάντα πέντε (35), κατ’ ανώτατο όριο, µόνιµων ή µε σύµβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλων από τους φορείς της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 1. Η απόσπασή τους διενεργείται, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων, µε απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης, µετά από πρόταση του Γ.Ε.Δ.Δ., έχει διάρκεια τριών (3) ετών και µπορεί να παρατείνεται για ισάριθµα χρονικά διαστήµατα. Στον αριθµό του προηγούµενου εδαφίου περιλαµβάνονται και δύο (2) κατ’ ανώτατο όριο δικαστικοί υπάλληλοι των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, η απόσπαση των οποίων διενεργείται σύµφωνα µε τις διατάξεις του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (ν. 2812/2000, A΄ 67). Οι υπηρεσίες στις οποίες ανήκουν οργανικά οι αποσπασµένοι εξακολουθούν να βαρύνονται µε τη µισθοδοσία τους. Οι απαιτούµενες πιστώσεις για τη λειτουργία του Γραφείου του Γ.Ε.Δ.Δ. εγγράφονται υπό ίδιο φορέα στον προϋπολογισµό του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Διατάκτης των δαπανών είναι ο Γ.Ε.Δ.Δ..
Στο Γραφείο του Γ.Ε.Δ.Δ. λειτουργεί Γραµµατεία το επίπεδο της οποίας ορίζεται σε Διεύθυνση. Καθήκοντα προϊσταµένων της Διεύθυνσης Γραµµατείας και της Διεύθυνσης Επεξεργασίας Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ανατίθενται µε απόφαση του Γ.Ε.Δ.Δ. σε υπαλλήλους που υπηρετούν στο Γραφείο του, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 84 του ν. 3528/ 2007, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Οικονοµικών ρυθµίζεται η οργάνωση και η λειτουργία του Γραφείου του Γ.Ε.Δ.Δ. και της Γραµµατείας του, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτοµέρεια.»

9. Η παρ. 9 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 (Α΄296) αντικαθίσταται ως εξής:
«9. Τον Γ.Ε.Δ.Δ. σε περίπτωση απουσίας ή κωλύµατος αναπληρώνει Ειδικός Επιθεωρητής του Γραφείου του, ο οποίος ορίζεται µε απόφασή του.»

10. Στο άρθρο 1 του ν. 3074/2002 (Α΄ 296), όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 12, ως εξής:
«12. Για τις ανάγκες της υποβοήθησης του Γ.Ε.Δ.Δ., συνιστώνται στο Γραφείο του δύο (2) θέσεις ειδικών συνεργατών ως µετακλητών υπαλλήλων. Οι εν λόγω υπάλληλοι διορίζονται, κατά παρέκκλιση των κείµενων διατάξεων, µε απόφαση του Γ.Ε.Δ.Δ., µε την οποία ορίζονται τα τυπικά προσόντα διορισµού, ο χρόνος της θητείας τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτοµέρεια. Οι ως άνω διοριζόµενοι αποχωρούν αυτοδικαίως ταυτόχρονα µε την αποχώρηση του οργάνου που τους προσέλαβε, χωρίς άλλη διαδικασία. Η µισθολογική τους κατάταξη πραγµατοποιείται σύµφωνα µε τις διατάξεις της παρ. 6γ του άρθρου 9 του ν. 4354/2015 (Α΄ 176), ενώ για το λοιπό µισθολογικό τους καθεστώς εφαρµογή έχουν οι διατάξεις που ισχύουν και για τους υπόλοιπους δηµοσίους υπαλλήλους.»

11. Στο άρθρο 1 του ν. 3074/2002 (Α΄ 296), όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 13, ως εξής:
«13. Για τη νοµική υποστήριξη του έργου του Γ.Ε.Δ.Δ. συνιστώνται στο Γραφείο του δύο (2) θέσεις δικηγόρων µε σχέση έµµισθης εντολής. Οι θέσεις αυτές καλύπτονται µε απόσπαση δικηγόρων µε έµµισθη εντολή από το Δηµόσιο, Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθµού, Ν.Π.Δ.Δ. ή τον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, όπως αυτός ορίζεται µε τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101), έπειτα από πρόταση του Γ.Ε.Δ.Δ.. Η απόσπαση διενεργείται, κατά παρέκκλιση των γενικών και ειδικών διατάξεων, µε απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης, διαρκεί τρία (3) έτη και µπορεί να παρατείνεται µία ή περισσότερες φορές για ίσο χρόνο κάθε φορά.»

12. Η παρ. 7 του άρθρου 8 του ν. 3074/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Με προεδρικό διάταγµα που εκδίδεται µε πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων, Οικονοµικών, Υγείας, Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, καθορίζεται η οργάνωση και ο τρόπος λειτουργίας του Συντονιστικού Οργάνου Επιθεώρησης και Ελέγχου (Σ.Ο.Ε.Ε.).»

13. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 6 του ν. 3491/2006 (Α΄ 207) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Υποστηρίζει, επίσης, το Γ.Ε.Δ.Δ. στον έλεγχο περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) υπαλλήλων, λειτουργών και οργάνων ελεγχόµενων από αυτόν, οι οποίοι δεν είναι υπόχρεοι υποβολής δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης στο Γ.Ε.Δ.Δ. ή σε άλλο φορέα.»

1. Η ισχύς της διάταξης της παρ. 8 του άρθρου 9 του ν. 2575/1998 (Α΄ 23) παρατείνεται µέχρι τις 31.12.2021. Ως σπουδαστές Α.Δ.Σ.Ε.Ν. νοούνται οι σπουδαστές Α.Ε.Ν.. Για θέµατα της εκπαίδευσης επί πλοίου των σπουδαστών εφαρµόζεται η κείµενη νοµοθεσία.

2. Η διάταξη της παραγράφου 1 ισχύει από 31.12.2015.

Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 63Α του ν. 4001/2011, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι υποψήφιοι επενδυτές πρέπει να είναι είτε
(α) Διαχειριστές Συστήµατος Μεταφοράς πιστοποιηµένοι µε τη διαδικασία των άρθρων 9 και 10 της Οδηγίας 2009/73/ΕΚ και µέλη του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαχειριστών Συστηµάτων Μεταφοράς Φυσικού Αερίου (ENTSOG) ή νοµικά πρόσωπα ελεγχόµενα αποκλειστικά από τέτοιο Διαχειριστή Συστήµατος Μεταφοράς ή νοµικά πρόσωπα που έχουν τον άµεσο αποκλειστικό έλεγχο τέτοιου Διαχειριστή Συστήµατος Μεταφοράς ή νοµικά πρόσωπα που ελέγχονται αποκλειστικά από νοµικό πρόσωπο που έχει τον άµεσο αποκλειστικό έλεγχο τέτοιου Διαχειριστή Συστήµατος, είτε
(β) κοινοπραξίες, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένα µέλος της κοινοπραξίας εµπίπτει σε µία από τις κατηγορίες των δικαιούµενων συµµετοχής υποψηφίων επενδυτών της περίπτωσης α΄ και ασκεί τουλάχιστον από κοινού έλεγχο της κοινοπραξίας. Ο όρος «έλεγχος» του προηγούµενου εδαφίου έχει την έννοια του ελέγχου, όπως ορίζεται στον Κανονισµό 139/2004/ΕΚ.»

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος:
1. Το εδάφιο β΄ της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4339/2015 (Α΄ 133), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Το πρόγραµµα των παρόχων περιεχοµένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκποµπής ελεύθερης λήψης εθνικής εµβέλειας όλων των κατηγοριών µεταδίδεται υποχρεωτικά σε υψηλή ευκρίνεια (high definition), καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της άδειας, και ταυτόχρονα σε τυπική ευκρίνεια (standard definition) µέχρι 31.12.2021».
2. Το άρθρο 2Α του ν. 4339/2015 (Α΄ 133) καταργείται.

Κυρώνεται και αποκτά ισχύ νόµου το Συµφωνητικό Τροποποίησης της Σύµβασης Παραχώρησης για την αναβάθµιση, συντήρηση, διαχείριση και λειτουργία των Περιφερειακών Αεροδροµίων Κρήτης, Ηπειρωτικής Ελλάδας και Ιονίου, όπως αυτή κυρώθηκε µε το άρθρο 215 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94), το οποίο υπεγράφη στην Αθήνα στις 24 Μαρτίου 2017 µεταξύ:
α) του Ελληνικού Δηµοσίου,
β) της ελληνικής ανώνυµης εταιρίας µε την επωνυµία «Ταµείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Δηµοσίου Α.Ε.» και
γ) της ελληνικής ανώνυµης εταιρίας µε την επωνυµία «FRAPORT ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Α ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ»,
σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρθρο 50.2 και 50.4 της Σύµβασης Παραχώρησης και προσαρτάται στον παρόντα νόµο ως Παράρτηµα Α΄ στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, αποτελώντας αναπόσπαστο µέρος αυτού.

Κυρώνεται και αποκτά ισχύ νόµου το Συµφωνητικό Τροποποίησης της Σύµβασης Παραχώρησης για την αναβάθµιση, συντήρηση, διαχείριση και λειτουργία των Περιφερειακών Αεροδροµίων Αιγαίου, όπως αυτή κυρώθηκε µε το άρθρο 216 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94), το οποίο υπεγράφη στην Αθήνα στις 24 Μαρτίου 2017 µεταξύ:
α) του Ελληνικού Δηµοσίου,
β) της ελληνικής ανώνυµης εταιρίας µε την επωνυµία «Ταµείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Δηµοσίου Α.Ε.» και
γ) της ελληνικής ανώνυµης εταιρίας µε την επωνυµία «FRAPORT ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Β ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ»,
σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρθρο 50.2 και 50.4 της Σύµβασης Παραχώρησης και προσαρτάται στον παρόντα νόµο ως Παράρτηµα Β΄ στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, αποτελώντας αναπόσπαστο µέρος αυτού.

Συμφωνητικό

1. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 2 της υποπαραγράφου Δ.9 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α΄ 94) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Για τις µετακινήσεις του προηγούµενου εδαφίου εφαρµόζονται οι υπουργικές αποφάσεις 2/81961/0022 «Καθορισµός ηµερήσιας αποζηµίωσης και λοιπών συναφών δαπανών υπαλλήλων Ε.Κ.Α.Β.» (Β΄ 2194) και 2/83346/0022 «Δικαιολογητικά αναγνώρισης και εκκαθάρισης για την κάλυψη των δαπανών µετακινούµενων υπαλλήλων εντός και εκτός της Επικράτειας και άλλες διατάξεις» (Β΄ 2100).»

2. Στην παρ. 3 του άρθρου 102 του ν. 4461/ 2017(Α΄ 38) η ηµεροµηνία «28η Φεβρουάριου 2017» αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε ο ως άνω νόµος, µε την ηµεροµηνία «31η Μαΐου 2017».

3. Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 66 του ν. 4316/2014 (Α΄ 270) οι λέξεις «έτους 2015» αντικαθίστανται από τις λέξεις «έτους 2016» και η ηµεροµηνία «30.6.2017» αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε η διάταξη, από την ηµεροµηνία «31.12.2017».

1. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 348 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147), όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ. 1 του άρθρου 61 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74), αντικαθίσταται ως εξής:
«Στην περίπτωση εφαρµογής του προηγούµενου εδαφίου και µέχρι το διορισµό του νέου Προέδρου, καθήκοντα Προέδρου ασκεί το αρχαιότερο µέλος κατά την έννοια της υπηρεσίας στην Αρχή ή, σε περίπτωση αδυναµίας εφαρµογής του κριτηρίου αυτού, κατά την έννοια της ηλικίας.»

2. Μετά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 372 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147) προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 52 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή εφόσον πιθανολογείται σοβαρά η παράβαση κανόνα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του εσωτερικού δικαίου και η αναστολή είναι αναγκαία για να αρθούν τα δυσµενή από την παράβαση αποτελέσµατα ή να αποτραπεί η ζηµία των συµφερόντων του αιτούντος. Η αίτηση όµως µπορεί να απορριφθεί αν, από τη στάθµιση της βλάβης του αιτούντος, των συµφερόντων τρίτων και επιτακτικών λόγων γενικού δηµοσίου συµφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος.
Η απόφαση επί της αναστολής εκδίδεται µέσα σε προθεσµία είκοσι (20) ηµερών από την εκδίκαση της αίτησης. Το διατακτικό των αποφάσεων αυτών, υπογραφόµενο από τον Πρόεδρο, τα µέλη και τον Γραµµατέα, εκδίδεται υποχρεωτικά µέσα σε προθεσµία επτά (7) ηµερών από την εκδίκαση της αίτησης ή αν έχει χορηγηθεί προθεσµία στους διαδίκους για τη νοµιµοποίησή τους ή για την υποβολή υποµνήµατος από τη λήξη της προθεσµίας αυτής. Η προθεσµία προς τους διαδίκους δεν µπορεί πάντως να υπερβαίνει τις τρεις (3) ηµέρες από την εκδίκαση.
Η άσκηση αίτησης αναστολής κωλύει τη σύναψη της σύµβασης, εκτός εάν µε την προσωρινή διαταγή ο αρµόδιος δικαστής αποφανθεί διαφορετικά.»

3. Η περίπτωση 27 της παραγράφου 1 του άρθρου 377 αντικαθίσταται ως εξής:
«του ν. 3886/2010 (Α΄ 173) µε την επιφύλαξη της παραγράφου 7 του άρθρου 379».

4. Η παρ. 7 του άρθρου 379, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 50 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240) και τροποποιήθηκε µε την παρ. 2 του άρθρου 54 του ν. 4465/ 2017 (Α΄ 47) και την παρ. 17 του άρθρου 47 του ν. 4472/ 2017 (Α΄ 74), αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις του Βιβλίου IV (άρθρα 345 έως 374) διέπουν τις διαφορές που αναφύονται από πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες εκδίδονται ή συντελούνται από την αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο διαγωνιστικής διαδικασίας που ξεκινά:
α) για τις δηµόσιες συµβάσεις υπηρεσιών και προµηθειών, µετά την 26η Ιουνίου 2017,
β) για τις δηµόσιες συµβάσεις δηµοσίων έργων και µελετών και τις συµβάσεις παραχώρησης µε εκτιµώµενη αξία άνω των πέντε εκατοµµυρίων διακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων (5.225.000) ευρώ (χωρίς ΦΠΑ), µετά την 1η Ιανουαρίου 2018 και
γ) για τις δηµόσιες συµβάσεις δηµοσίων έργων και µελετών και τις συµβάσεις παραχώρησης µε εκτιµώµενη αξία από εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ έως τα πέντε εκατοµµύρια διακόσιες είκοσι τέσσερεις χιλιάδες εννιακόσια ενενήντα εννέα (5.224.999) ευρώ, µετά την 1η Μαρτίου 2018. Μέχρι τότε οι ως άνω διαφορές διέπονται από τις διατάξεις του ν. 3886/2010 (Α΄ 173).
Η παρούσα παράγραφος ισχύει αναδροµικά από την 26η Ιουνίου 2017.»

5. Η παρ. 8 του άρθρου 379, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 50 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240) και τροποποιήθηκε µε την παρ. 2 του άρθρου 54 του ν. 4465/ 2017 (Α΄ 47) και την παρ. 17 του άρθρου 47 του ν. 4472/ 2017 (Α΄ 74), καταργείται.

6. Η παρ. 11 του άρθρου 379, όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 4456/2017 (Α΄ 24) και τροποποιήθηκε µε την παρ. 3 του άρθρου 54 του ν. 4465/2017 (Α΄ 47) και µε την παρ. 18 του άρθρου 47 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74), καταργείται.

To άρθρο 55 του v. 4447/2016 (A΄ 241) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 55
Η εφαρµογή της υποπαραγράφου 2 της παρ. 13 του άρθρου 85 του ν. 3842/2010 αναστέλλεται µέχρι τις 30.6.2018.»

Η ισχύς του παρόντος νόµου αρχίζει από τη δηµοσίευσή του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε επιµέρους διατάξεις του.
Η ισχύς της υπό κύρωση Σύµβασης και των Παραρτηµάτων αυτής αρχίζει από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 49 της Σύµβασης.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Παραρτήματα
 


Αθήνα, 23 Ioυνίου 2017

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Οι Υπουργοί

Εσωτερικών
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΥΡΛΕΤΗΣ

Αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ

Οικονομίας και Ανάπτυξης
ΔΗΜΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΑΡΙΤΣΗΣ

Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ

Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΙΤΣΑΣ

Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ

Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ

Αναπληρώτρια Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ΟΥΡΑΝΙΑ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ

Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΝΗΣ

Οικονομικών
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

Υγείας
ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ

Αναπληρωτής Υπουργός Υγείας
ΠΑΥΛΟΣ ΠΟΛΑΚΗΣ

Διοικητικής Ανασυγκρότησης
ΟΛΓΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΗ

Περιβάλλοντος και Ενέργειας
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ

Αναπληρωτής Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΦΑΜΕΛΛΟΣ

Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΠΙΡΤΖΗΣ

Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 23 Ιουνίου 2017

Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΝΗΣ

 

 

Ευρετήριο τουριστικής νομοθεσίας

Δείτε αναλυτικά τον οδηγό τουριστικής νομοθεσίας ανά κλάδο

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος 2021

Δείτε αναλυτικά όλες τις κλίμακες φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν για το φορολογικό έτος 2021