ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4170/2013 Ενσωμάτωση της Oδηγίας 2011/16/ΕΕ, ρύθμιση θεμάτων της ΕΛ.Τ.Ε., αναμόρφωση Οργανισμού του Ν.Σ.Κ. και άλλες διατάξεις

Τελευταία ενημέρωση σύμφωνα με το Ν.4509/22.12.2017
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 163
12 Ιουλίου 2013
ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 4170
Ενσωμάτωση της Oδηγίας 2011/16/ΕΕ, ρύθμιση θεμάτων της ΕΛ.Τ.Ε., αναμόρφωση Οργανισμού του Ν.Σ.Κ. και άλλες διατάξεις

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Με τα άρθρα 1 έως και 25 εναρμονίζεται η ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις της υπ’ αριθ. 2011/16/ΕΕ Οδηγίας του Συμβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 2011 (ΕΕ L 64 της 11.3.2011), σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της Οδηγίας 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1977, σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή των αρμόδιων αρχών των κρατών−μελών στον τομέα των άμεσων φόρων και των φόρων επί των ασφαλίστρων (ΕΕ L 336 της 27.12.1977), η οποία έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β΄ «ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΕΝΔΟΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ» του ν. 1914/ 1990 (A΄ 178 ), όπως ισχύει.

1. Με τα άρθρα 1 έως και 25 ορίζονται οι κανόνες και οι διαδικασίες βάσει των οποίων οι ελληνικές αρχές συνεργάζονται με τις αρχές των κρατών−μελών με στόχο την ανταλλαγή πληροφοριών που είναι εύλογα συναφείς με την εφαρμογή και την επιβολή της ελληνικής νομοθεσίας ή της εθνικής νομοθεσίας των κρατών−μελών, όσον αφορά στους φόρους οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 3.
Οι πληροφορίες αυτές μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση και την επιβολή άλλων φόρων και δασμών που καλύπτονται από το άρθρο 296 του ν. 4072/2012 (Α΄ 86) (άρθρο 2 της Οδηγίας 2010/24/ ΕΕ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2010, περί αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα, ΕΕ L 84 της 31.3.2010), ή για την εκτίμηση και επιβολή υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.

2. Τα άρθρα 2 έως και 24 δεν θίγουν την εφαρμογή των διατάξεων αμοιβαίας συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των ελληνικών αρχών και των αρχών των κρατών−μελών. Επίσης, δεν θίγουν την τήρηση τυχόν υποχρεώσεων που υπέχουν οι ελληνικές αρχές σε σχέση με την ευρύτερη διοικητική συνεργασία βάσει άλλων νομικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των διμερών ή πολυμερών συμφωνιών.

1. Τα άρθρα 1 έως και 25 ισχύουν σε όλους τους φόρους κάθε τύπου που εισπράττονται από την Ελλάδα ή από κράτος−μέλος εξ ονόματός του ή από εδαφικές ή διοικητικές υποδιαιρέσεις του, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών αρχών του.

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, τα άρθρα 1 έως και 25 δεν εφαρμόζονται στο φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) και στους δασμούς, ούτε στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης που καλύπτονται από άλλη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί διοικητικής συνεργασίας μεταξύ κρατών−μελών. Τα άρθρα 1 έως και 25 δεν εφαρμόζονται, επίσης, όσον αφορά στις υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης πληρωτέες προς την Ελλάδα ή προς άλλο κράτος−μέλος ή προς μια διοικητική υποδιαίρεσή του ή προς τα ιδρύματα κοινωνικών ασφαλίσεων δημοσίου δικαίου.

3. Σε καμία περίπτωση οι φόροι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνουν τα εξής:
α) τέλη, όπως για πιστοποιητικά ή άλλα έγγραφα που εκδίδονται από τις δημόσιες αρχές
β) οφειλές συμβατικού χαρακτήρα, όπως αμοιβές επιχειρήσεων κοινής ωφελείας.

4. Τα άρθρα 1 έως και 25 ισχύουν για φόρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίοι εισπράττονται σε έδαφος όπου εφαρμόζονται οι Συνθήκες δυνάμει του άρθρου 52 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Για την εφαρμογή των άρθρων 1 έως και 25 νοούνται ως:
1. «αρμόδια αρχή» κράτους−μέλους: η αρχή η οποία έχει ορισθεί για το λόγο αυτόν από το κράτος−μέλος. Όταν ενεργούν σύμφωνα με τα άρθρα 2 έως και 24:
-η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης,
-ένα τμήμα διασύνδεσης ή
-ένας αρμόδιος υπάλληλος, 
όπως ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, θεωρούνται επίσης, ως αρμόδιες αρχές κατ’ ανάθεση σύμφωνα με το άρθρο 5.

2. «κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης»: η υπηρεσία η οποία έχει ορισθεί για το λόγο αυτόν, με κύρια αρμοδιότητα τις επαφές με άλλα κράτη−μέλη στον τομέα της διοικητικής συνεργασίας.

3. «τμήμα διασύνδεσης»: οποιαδήποτε υπηρεσία, πλην της κεντρικής υπηρεσίας διασύνδεσης, που έχει ορισθεί για την απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών.

4. «αρμόδιος υπάλληλος»: οποιοσδήποτε υπάλληλος που μπορεί να προβαίνει σε απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών, για την οποία έχει εξουσιοδοτηθεί.

5. «αιτούσα αρχή» ή «αποστέλλουσα αρχή»: η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης, τμήμα διασύνδεσης ή οποιοσδήποτε αρμόδιος υπάλληλος κράτους-μέλους που υποβάλλει αίτημα συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής ή κοινοποιεί με την αυτόματη ανταλλαγή της παραγράφου 9, πληροφορίες σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος αντιστοίχως.

6. «λαμβάνουσα αρχή»: η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης, τμήμα διασύνδεσης ή οποιοσδήποτε αρμόδιος υπάλληλος κράτους-μέλους που λαμβάνει αίτημα συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής ή λαμβάνει πληροφορίες με αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών.

7. «διοικητική έρευνα»: κάθε έλεγχος, εξακρίβωση και ενέργεια που πραγματοποιούν τα κράτη−μέλη κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας.

8. «ανταλλαγή πληροφοριών κατόπιν αιτήματος»: η ανταλλαγή πληροφοριών βάσει αιτήματος το οποίο απευθύνει το αιτούν κράτος−μέλος προς το λαμβάνον κράτος−μέλος, για μια συγκεκριμένη υπόθεση.

9. «αυτόματη ανταλλαγή»:
α) για τους σκοπούς της περίπτωσης α'της παραγράφου 1 του άρθρου 9 και των άρθρων 9Α και 9ΑΑ, η συστηματική κοινοποίηση σε άλλο κράτος - μέλος, χωρίς προηγούμενο αίτημα, προκαθορισμένων πληροφοριών ανά καθορισμένα εκ των προτέρων τακτά διαστήματα. Για τους σκοπούς της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 9, ως διαθέσιμες πληροφορίες νοούνται οι πληροφορίες των φορολογικών αρχείων του κράτους - μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες, οι οποίες μπορούν να ανακτηθούν σύμφωνα με τις διαδικασίες συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών του εν λόγω κράτους - μέλους·
β) για τους σκοπούς της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 9, η συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών σχετικά με φορολογικούς κατοίκους άλλων κρατών - μελών στο οικείο κράτος - μέλος φορολογικής κατοικίας, χωρίς προηγούμενο αίτημα και ανά καθορισμένα εκ των προτέρων τακτά διαστήματα·
γ) για τους σκοπούς του παρόντος, πλην των διατάξεων των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 1 του άρθρου 9 και των άρθρων 9Α και 9ΑΑ, η συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών που προβλέπεται στις περιπτώσεις α' και β'.
Στο πλαίσιο της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 9, της παραγράφου 5 του άρθρου 9, της παραγράφου 2 του άρθρου 21 και των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 24, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο Παράρτημα Ι. Στο πλαίσιο του άρθρου 9ΑΑ και του Παραρτήματος ΙΙΙ, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο Παράρτημα ΙΙΙ.

10. «αυθόρμητη ανταλλαγή»: η μη συστηματική κοινοποίηση πληροφοριών, ανά πάσα στιγμή και χωρίς προηγούμενο αίτημα, σε άλλο κράτος−μέλος.

11. «πρόσωπο»:
α) φυσικό πρόσωπο
β) νομικό πρόσωπο, ή
γ) εφόσον προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, ένωση προσώπων στην οποία αναγνωρίζεται δικαιοπρακτική ικανότητα, χωρίς όμως να έχει το καθεστώς νομικού προσώπου
δ) κάθε άλλο νομικό μόρφωμα οποιουδήποτε χαρακτήρα και μορφής, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, που έχει την κυριότητα ή διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία τα οποία, συμπεριλαμβανομένου του εισοδήματος που απορρέει από αυτά, υπόκεινται σε φόρους που καλύπτονται από τα άρθρα 1 έως και 25.

12. «με ηλεκτρονικά μέσα» ή «ηλεκτρονικά»: η χρήση ηλεκτρονικού εξοπλισμού για την επεξεργασία, συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης και αποθήκευσης δεδομένων και η χρησιμοποίηση καλωδιακής ή ασύρματης σύνδεσης, οπτικών τεχνολογιών ή άλλων ηλεκτρομαγνητικών μέσων.

13. «δίκτυο CCN»: η κοινή πλατφόρμα που βασίζεται στο Κοινό Δίκτυο Επικοινωνιών (CCN), το οποίο έχει αναπτυχθεί από την Ένωση για την εξασφάλιση όλων των διαβιβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ των αρμόδιων τελωνειακών και φορολογικών αρχών.

14. «εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση»: κάθε συμφωνία, κοινοποίηση ή κάθε άλλο μέσο ή ενέργεια με παρόμοια αποτελέσματα, περιλαμβανομένων και εκείνων που εκδίδονται, τροποποιούνται ή ανανεώνονται στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου, που πληροί τους ακόλουθους όρους:
α) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται από ή για λογαριασμό της κυβέρνησης ή της φορολογικής αρχής κράτους μέλους ή των εδαφικών ή διοικητικών υποδιαιρέσεών του, συμπεριλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, ασχέτως αν χρησιμοποιείται πράγματι,
β) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται για συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων, και την οποία το εν λόγω πρόσωπο ή η ομάδα προσώπων έχει δικαίωμα να επικαλεστεί,
γ) αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή νομοθετικής ή διοικητικής διάταξης σχετικά με τη διαχείριση ή επιβολή των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τους φόρους του κράτους μέλους ή των εδαφικών ή διοικητικών υποδιαιρέσεών του, συμπεριλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης,
δ) αφορά διασυνοριακή συναλλαγή ή το ερώτημα εάν οι δραστηριότητες που ασκούνται από πρόσωπο σε άλλη δικαιοδοσία δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση, και
ε) εκδίδεται πριν από τις συναλλαγές ή τις δραστηριότητες σε άλλη δικαιοδοσία οι οποίες ενδέχεται να δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση ή πριν από την υποβολή της φορολογικής δήλωσης για την περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν η συναλλαγή ή η σειρά συναλλαγών ή οι δραστηριότητες.
Η διασυνοριακή συναλλαγή μπορεί να περιλαμβάνει, χωρίς να περιορίζεται σε αυτές την πραγματοποίηση επενδύσεων, την παροχή αγαθών, υπηρεσιών, τη χρηματοδότηση ή τη χρησιμοποίηση υλικών ή άυλων περιουσιακών στοιχείων και δεν εμπλέκει κατ' ανάγκην άμεσα το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση.

15. «εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης»: κάθε συμφωνία, κοινοποίηση ή κάθε άλλο μέσο ή ενέργεια με παρόμοια αποτελέσματα, περιλαμβανομένων και εκείνων που εκδίδονται, τροποποιούνται ή ανανεώνονται στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου, που πληροί τους ακόλουθους όρους:
α) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται από ή για λογαριασμό της κυβέρνησης ή της φορολογικής αρχής ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εδαφικών ή διοικητικών υποδιαιρέσεών του, καθώς και των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, ασχέτως αν χρησιμοποιείται πράγματι,
β) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται για συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων, και την οποία το εν λόγω πρόσωπο ή η ομάδα προσώπων έχει δικαίωμα να επικαλεστεί, και
γ) καθορίζει πριν από τις διασυνοριακές συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, ένα σύνολο κατάλληλων κριτηρίων για τον καθορισμό της ενδοομιλικής τιμολόγησης των εν λόγω συναλλαγών ή καθορίζει την κατανομή των κερδών σε μια μόνιμη εγκατάσταση.
Οι επιχειρήσεις θεωρούνται συνδεδεμένες, όταν μια από αυτές συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο της άλλης ή όταν τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο των επιχειρήσεων.
Οι τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών είναι εκείνες με τις οποίες μια επιχείρηση μεταβιβάζει υλικά αγαθά και άυλα περιουσιακά στοιχεία ή παρέχει υπηρεσίες σε συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις. Ο όρος «ενδοομιλική τιμολόγηση» πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τα ανωτέρω.

16. α. Για τους σκοπούς της παρ. 14, ως «διασυνοριακή συναλλαγή» νοείται μια συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών όταν:
αα) τα μέρη στη συναλλαγή ή στη σειρά συναλλαγών δεν έχουν όλα τη φορολογική κατοικία τους στο κράτος μέλος που εκδίδει, τροποποιεί ή ανανεώνει την εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση·
ββ) ένα από τα μέρη στη συναλλαγή ή στη σειρά συναλλαγών έχει τη φορολογική κατοικία του ταυτόχρονα σε περισσότερες από μία δικαιοδοσίες ή
γγ) ένα από τα μέρη στη συναλλαγή ή στη σειρά συναλλαγών ασκεί τις δραστηριότητές του σε άλλη δικαιοδοσία μέσω μόνιμης εγκατάστασης και η συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών αποτελεί μέρος ή το σύνολο της δραστηριότητας της μόνιμης εγκατάστασης. Μια διασυνοριακή συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών περιλαμβάνει, επίσης, μέτρα που λαμβάνονται από ένα πρόσωπο όσον αφορά τις επιχειρηματικές δραστηριότητες σε άλλη δικαιοδοσία τις οποίες το πρόσωπο αυτό ασκεί μέσω μόνιμης εγκατάστασης, ή
δδ) έχει διασυνοριακές επιπτώσεις.
β. Για τους σκοπούς της παρ. 15, ως «διασυνοριακή συναλλαγή» νοείται μια συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών στην οποία συμμετέχουν συνδεδεμένες επιχειρήσεις που δεν έχουν όλες τη φορολογική κατοικία τους στο έδαφος μιας μοναδικής δικαιοδοσίας ή όταν η συναλλαγή ή η σειρά συναλλαγών έχει διασυνοριακές επιπτώσεις.

17. Για τους σκοπούς των παρ. 15 και 16, ως «επιχείρηση» νοείται κάθε μορφή άσκησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

1. Ως «αρμόδια αρχή» κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 ορίζεται η Διεύθυνση Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του Υπουργείου Οικονομικών. Η Επιτροπή ενημερώνεται αμελλητί για κάθε σχετική μεταβολή.

2. Ως «κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης», κατά το άρθρο 4 παράγραφος 2, ορίζεται το Τμήμα Γ΄ Διεθνούς Διοικητικής Συνεργασίας στον τομέα της άμεσης φορολογίας της Διεύθυνσης Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του Υπουργείου Οικονομικών.
Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών ενεργεί:
α) ως «αιτούσα αρχή» κατά το άρθρο 4 παράγραφος 5, που υποβάλλει αίτημα συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής, και 
β) ως «λαμβάνουσα αρχή» κατά το άρθρο 4 παράγραφος 6, που λαμβάνει αίτημα συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής.
Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών είναι υπεύθυνη για την ενημέρωση της Επιτροπής και των άλλων κρατών−μελών σχετικά με τον ορισμό της κεντρικής υπηρεσίας διασύνδεσης.

3. Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών συνεργάζεται με κάθε αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή, ανάλογα με την περίπτωση, για τους σκοπούς εφαρμογής των άρθρων 1 έως και 25.

4. Ως «τμήματα διασύνδεσης» κατά το άρθρο 4 παράγραφος 3 ορίζονται:
α) η Διεύθυνση Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών, και
β) η Διεύθυνση Ελέγχου Τελωνείων του Υπουργείου Οικονομικών.
Τα τμήματα διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών ενεργούν ως «αιτούσα αρχή» και «λαμβάνουσα αρχή» κατά το άρθρο 4 παράγραφοι 5 και 6, ανάλογα με την περίπτωση, για το σκοπό της εφαρμογής της διοικητικής συνεργασίας που προβλέπεται στα άρθρα 12 και 13.

5. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών δύναται να ορίζει τμήμα ή τμήματα διασύνδεσης, εκτός των  αναφερόμενων στην παράγραφο 4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών συνιστάται το τμήμα ή τα τμήματα αυτά και καθορίζονται οι αρμοδιότητές τους, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία τους. Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών με ευθύνη της ενημερώνει τον κατάλογο των τμημάτων διασύνδεσης και τον διαθέτει στις κεντρικές υπηρεσίες διασύνδεσης των άλλων κρατών−μελών και στην Επιτροπή.

6. Όταν ένα τμήμα διασύνδεσης αποστέλλει ή λαμβάνει αίτημα ή απάντηση σε αίτημα συνεργασίας, ενημερώνει την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών δια της αρμόδιας αρχής του Υπουργείου Οικονομικών.

7. Όταν ένα τμήμα διασύνδεσης λαμβάνει αίτημα συνεργασίας που συνεπάγεται διοικητικές ενέργειες εκτός του πεδίου των αρμοδιοτήτων του, διαβιβάζει αμελλητί το αίτημα αυτό στην κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών δια της αρμόδιας αρχής του Υπουργείου Οικονομικών και ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρχή του άλλου κράτους−μέλους. Σε αυτήν την περίπτωση, οι προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 8 αρχίζουν από την επόμενη ημέρα της διαβίβασης του αιτήματος συνεργασίας στην κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης.

8. Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης και τα τμήματα διασύνδεσης, όπως ορίζονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ενεργούν ως αρμόδιες αρχές κατ’ ανάθεση.

1. Κατόπιν αιτήματος της αιτούσας αρχής κράτουςμέλους, η λαμβάνουσα ελληνική αρχή κοινοποιεί στην αιτούσα αρχή οποιαδήποτε πληροφορία αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, που διαθέτει ή αποκτά κατόπιν ελέγχων ή άλλων διοικητικών ενεργειών.

2. Η αιτούσα ελληνική αρχή δύναται να αποστείλει αίτημα ανταλλαγής πληροφοριών στη λαμβάνουσα αρχή κράτους−μέλους, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1.

1. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή προβαίνει σε διοικητικές ενέργειες οι οποίες απαιτούνται για τη συγκέντρωση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 6.

2. Το αίτημα το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 6 μπορεί να περιλαμβάνει αιτιολογημένο αίτημα για τη διενέργεια ελέγχου ή άλλων συγκεκριμένων διοικητικών ενεργειών. Εάν η λαμβάνουσα ελληνική αρχή θεωρεί ότι δεν είναι αναγκαία η διενέργεια ελέγχου ή άλλων διοικητικών ενεργειών, αιτιολογεί αμέσως τη θέση αυτή στην αιτούσα αρχή κράτους−μέλους.

3. Προκειμένου να συγκεντρώσει τις αιτούμενες πληροφορίες ή να διεξαγάγει τον αιτούμενο έλεγχο ή τις άλλες διοικητικές ενέργειες, η λαμβάνουσα ελληνική  αρχή ακολουθεί τις ίδιες διαδικασίες, όπως όταν ενεργεί με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος άλλης αρχής η οποία έχει την έδρα της στην Ελλάδα.

4. Σε περίπτωση αιτιολογημένου ρητού αιτήματος από την αιτούσα αρχή κράτους−μέλους, η λαμβάνουσα ελληνική αρχή κοινοποιεί πρωτότυπα έγγραφα, εφόσον τούτο δεν αντιβαίνει στην κείμενη νομοθεσία.

1. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή παρέχει τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 6 το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο εντός έξι μηνών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος.
Ωστόσο, όταν οι πληροφορίες αυτές είναι ήδη διαθέσιμες, τότε η λαμβάνουσα ελληνική αρχή τις διαβιβάζει εντός δύο μηνών από την ημερομηνία αυτήν.

2. Σε συγκεκριμένες ειδικές περιπτώσεις, η λαμβάνουσα ελληνική αρχή και η αιτούσα αρχή κράτους−μέλους δύνανται να συμφωνούν προθεσμίες διαφορετικές από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

3. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή επιβεβαιώνει στην αιτούσα αρχή κράτους−μέλους την παραλαβή του αιτήματος αμέσως και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός επτά εργάσιμων ημερών μετά την παραλαβή. Η επιβεβαίωση αυτή λαμβάνει χώρα, ει δυνατόν, με ηλεκτρονικά μέσα.

4. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή κοινοποιεί στην αιτούσα αρχή κράτους−μέλους τυχόν ελλείψεις του αιτήματος και την ανάγκη συμπληρωματικών βασικών πληροφοριών, εντός ενός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος. Στην περίπτωση αυτή, οι προθεσμίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 αρχίζουν την επομένη της παραλαβής των συμπληρωματικών βασικών πληροφοριών, τις οποίες ζήτησε η λαμβάνουσα ελληνική αρχή.

5. Όταν η λαμβάνουσα ελληνική αρχή δεν είναι σε θέση να απαντήσει στο αίτημα εμπροθέσμως, ενημερώνει την αιτούσα αρχή κράτους−μέλους αμέσως και σε κάθε περίπτωση εντός τριών μηνών από την παραλαβή του αιτήματος σχετικά με τους λόγους καθυστέρησης της απάντησης και την ημερομηνία έως την οποία θεωρεί ότι ενδεχομένως θα είναι σε θέση να απαντήσει.

6. Όταν η λαμβάνουσα ελληνική αρχή δεν διαθέτει τις ζητούμενες πληροφορίες και δεν είναι σε θέση να απαντήσει στο αίτημα παροχής πληροφοριών ή αρνείται να απαντήσει για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 17, ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή κράτους−μέλους για τους λόγους αδυναμίας ή άρνησης παροχής αυτών των πληροφοριών και σε κάθε περίπτωση εντός ενός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος.

1.α. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές των κρατών−μελών, με αυτόματη ανταλλαγή, διαθέσιμες πληροφορίες που αφορούν φορολογικές περιόδους από την 1η Ιανουαρίου 2014 και εξής σχετικά με φορολογικούς κατοίκους του κράτους−μέλους που λαμβάνει αυτές τις πληροφορίες, όσον αφορά τις ακόλουθες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου, όπως αυτές ορίζονται στην εθνική νομοθεσία του κράτους−μέλους που κοινοποιεί την πληροφορία:
α) εισόδημα από απασχόληση,
β) αμοιβές διευθυντών,
γ) προϊόντα ασφάλειας ζωής που δεν καλύπτονται από άλλες νομικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανταλλαγή πληροφοριών και άλλα παρόμοια μέτρα,
δ) συντάξεις,
ε) ακίνητη περιουσία και εισόδημα από ακίνητη περιουσία.
β) Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους και λαμβάνει από την αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους, με αυτόματη ανταλλαγή και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 περίπτωση β' του παρόντος άρθρου, τις πληροφορίες του επόμενου εδαφίου σχετικά με τις φορολογικά έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016 και εξής όσον αφορά έναν Δηλωτέο Λογαριασμό. Τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να υποβάλλουν στην αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά ένα Δηλωτέο Λογαριασμό με βάση τους εφαρμοστέους κανόνες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που περιέχονται στα Παραρτήματα I και ΙΙ, και να διασφαλίζουν την αποτελεσματική και σύμφωνη εφαρμογή αυτών των κανόνων με βάση το Τμήμα ΙΧ του Παραρτήματος Ι:
α) (αα) στην περίπτωση κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και το οποίο είναι φυσικό πρόσωπο:
(i) το όνομα,
(ii) τη διεύθυνση,
(iii) το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας,
(iv) τον/τους ΑΦΜ,
(v) την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης του παραπάνω φυσικού προσώπου.
(ββ) στην περίπτωση κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και είναι οντότητα:
(i) την επωνυμία,
(ii) τη διεύθυνση,
(iii) το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας
(iv) τον/τους ΑΦΜ της παραπάνω οντότητας και
(vi) όπου ο Δικαιούχος Λογαριασμού, κατόπιν εφαρμογής κανόνων δέουσας επιμέλειας σύμφωνων προς τα Παραρτήματα, διαπιστώνεται ότι διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα και τις ακόλουθες πληροφορίες:
(i) το όνομα,
(ii) τη διεύθυνση,
(iii) το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας και, εάν υπάρχει, άλλη/ες δικαιοδοσία/ες κατοικίας,
(iv) τον/τους ΑΦΜ,
(v) την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε τέτοιου Δηλωτέου Προσώπου,
β) τον αριθμό λογαριασμού ή το λειτουργικό ισοδύναμο ελλείψει αριθμού λογαριασμού,
γ) την επωνυμία και τον αριθμό ταυτοποίησης, εάν υπάρχει, του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος,
δ) το υπόλοιπο ή την αξία του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης, στην περίπτωση του Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή του Συμβολαίου Προσόδων, της αξίας εξαγοράς κατά τη λήξη ή της τιμής εξαγοράς σε περίπτωση πρόωρης λύσης του συμβολαίου, στο τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους, ή το κλείσιμο του λογαριασμού, εάν ο λογαριασμός έκλεισε κατά τη διάρκεια αυτού του έτους·
ε) σε περίπτωση Λογαριασμού Θεματοφυλακής:
i) το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των μερισμάτων και το συνολικό ακαθάριστο ποσό λοιπών εισοδημάτων που προέκυψαν σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται στον λογαριασμό, σε κάθε περίπτωση που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό ή σε σχέση με το λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και
ii) τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα από την πώληση ή την εξαγορά χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους για τα οποία το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ενήργησε ως θεματοφύλακας, μεσάζων, εντολοδόχος ή άλλως ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του Δικαιούχου Λογαριασμού,
στ) στην περίπτωση Καταθετικού Λογαριασμού, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και
ζ) σε περίπτωση λογαριασμού που δεν περιγράφεται στα στοιχεία ε' ή στ', το συνολικό ακαθάριστο ποσό που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον Δικαιούχο Λογαριασμού σε σχέση με τον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, ως προς το οποίο το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα είναι οφειλέτης ή χρεώστης, συμπεριλαμβανομένου του συνολικού ποσού τυχόν πληρωμών εξόφλησης προς τον Δικαιούχο Λογαριασμού κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους.
Για την ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου, εκτός εάν άλλως προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο ή στα Παραρτήματα, το ποσό και ο χαρακτηρισμός των πληρωμών που πραγματοποιούνται σε σχέση με Δηλωτέο Λογαριασμό καθορίζονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας.
Σε περίπτωση που η ανταλλαγή πληροφοριών για Δηλωτέο Λογαριασμό εμπίπτει και στα δύο πρώτα εδάφια της παρούσας παραγράφου και στην παράγραφο 1 περίπτωση α' στοιχείο γ' ή κάθε άλλης ενωσιακής νομικής πράξης, συμπεριλαμβανομένης της Οδηγίας 2003/48/ΕΚ, όπως έχει ενσωματωθεί στην εθνική έννομη τάξη με τις διατάξεις του δεύτερου Κεφαλαίου του ν. 3312/2005 (Α' 35) και τις κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες κανονιστικές αποφάσεις, εφαρμόζονται τα δύο πρώτα εδάφια της παρούσας παραγράφου.

2. Η κοινοποίηση πληροφοριών πραγματοποιείται ως ακολούθως:
α) όσον αφορά τις κατηγορίες που ορίζονται στην παράγραφο 1 περίπτωση α' , κοινοποιούνται τουλάχιστον άπαξ του έτους, εντός έξι μηνών από το τέλος του φορολογικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου κατέστησαν διαθέσιμες·
β) όσον αφορά τις κατηγορίες που ορίζονται στην παράγραφο 1 περίπτωση β' , κοινοποιούνται ετησίως, εντός εννέα μηνών από το τέλος του ημερολογιακού έτους που αφορούν οι πληροφορίες.

3. Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τις διαθέσιμες πληροφορίες που έχει όσον αφορά τις κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 περίπτωση α'. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, γνωστοποιεί στην Επιτροπή οποιεσδήποτε μεταγενέστερες μεταβολές σχετικά με τις διαθέσιμες πληροφορίες που έχει όσον αφορά τις κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 περίπτωση α'.

4. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, μπορεί να δηλώνει στην αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους ότι δεν επιθυμεί να λαμβάνει πληροφορίες για μία ή μερικές από τις κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περίπτωση α' και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

5.α) ....................
β) Για τους σκοπούς του Τμήματος VIII Ενότητα B' παράγραφος 1 στοιχείο γ' και Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο ζ' του Παραρτήματος I, η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, διαβιβάζει στην Επιτροπή έως την 31η Ιουλίου 2015 τον κατάλογο οντοτήτων και λογαριασμών που πρέπει να αντιμετωπιστούν ως Μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί, αντιστοίχως και ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με οποιαδήποτε αλλαγή αυτών των στοιχείων προκειμένου να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Επιτροπή ο κατάλογος ως καταρτίζεται βάσει των ληφθεισών πληροφοριών. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας αρχής του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, εκδίδεται και επικαιροποιείται ο κατάλογος του προηγούμενου εδαφίου και ορίζονται όλα τα ειδικότερα θέματα προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα είδη των Μη Δηλούντων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων και των Εξαιρούμενων Λογαριασμών πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στο Τμήμα VIII Ενότητα B' παράγραφος 1 στοιχείο γ' και Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο ζ' του Παραρτήματος I και ιδιαίτερα ότι το καθεστώς ενός Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ως Μη Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή το καθεστώς ενός λογαριασμού ως Εξαιρούμενου Λογαριασμού δεν παρακωλύει την επίτευξη των σκοπών του παρόντος νόμου. Με όμοια απόφαση εκδίδεται και επικαιροποιείται ο κατάλογος για τις «Συμμετέχουσες Δικαιοδοσίες» έναντι της Ελλάδας σύμφωνα με το Τμήμα VIII Ενότητα Δ' παράγραφος 4 του Παραρτήματος Ι.

6. Σε περίπτωση που η Ελλάδα συμφωνήσει για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με πρόσθετες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες που συνάπτει με άλλα κράτημέλη, κοινοποιεί τις συμφωνίες αυτές στην Επιτροπή.

7. α) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζονται τα ειδικότερα μέτρα για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και σύμφωνης εφαρμογής των κανόνων δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζονται από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα με βάση τους κανόνες που ορίζονται στο Τμήμα IX του Παραρτήματος I.
β) Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ορίζονται τα πληροφοριακά μέσα, η παροχή στατιστικών στοιχείων και κάθε άλλη ειδικότερη λεπτομέρεια σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών της παραγράφου 1 περίπτωση α' που λαμβάνει χώρα μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κρατών-μελών σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών του άρθρου 20 παράγραφοι 3, 4 και 5.
γ) Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων μπορεί να ορίζονται περαιτέρω θέματα σχετικά με την εφαρμογή της υποχρέωσης υποβολής στοιχείων και την τήρηση των κανόνων δέουσας επιμέλειας από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα που περιλαμβάνονται στα Παραρτήματα I και ΙΙ, την παροχή στατιστικών στοιχείων και κάθε ειδικότερη λεπτομέρεια σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών της παραγράφου 1 περίπτωση β' που λαμβάνει χώρα μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κρατών-μελών σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών του άρθρου 20 παράγραφοι 3, 4 και 5.

8. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή της παραγράφου 1 περίπτωση α' ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2015. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή της παραγράφου 1 περίπτωση β' ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2016.

1. Η αρμόδια κατ' ανάθεση αρχή της παρ.1 του άρθρου 4 κοινοποιεί, με αυτόματη ανταλλαγή, συναφείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όταν μια εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή μια εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2016, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παρ.8, σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 21.

2. Η αρμόδια κατ' ανάθεση αρχή της παρ.1 του άρθρου 4 κοινοποιεί επίσης, σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 21, στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παρ. 8, πληροφορίες σχετικά με τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης που εκδόθηκαν, τροποποιήθηκαν ή ανανεώθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2012.
Αν έχουν εκδοθεί, τροποποιηθεί ή ανανεωθεί εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2012 και 31ης Δεκεμβρίου 2013, αυτή η κοινοποίηση πραγματοποιείται υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθούσαν να ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2014. Αν έχουν εκδοθεί, τροποποιηθεί ή ανανεωθεί εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2014 και 31ης Δεκεμβρίου 2016, αυτή η κοινοποίηση πραγματοποιείται ανεξάρτητα από το εάν εξακολουθούν να ισχύουν.

3. Οι διμερείς ή πολυμερείς εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης με τρίτες χώρες εξαιρούνται από το πεδίο της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών βάσει του παρόντος άρθρου, αν η διεθνής φορολογική συμφωνία, βάσει της οποίας έγινε η διαπραγμάτευση της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, δεν επιτρέπει την κοινοποίησή της σε τρίτους. Ανταλλαγή των ανωτέρω διμερών ή πολυμερών εκ των προτέρων συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 10, εφόσον επιτρέπεται η κοινοποίησή τους σύμφωνα με τη διεθνή φορολογική συμφωνία, βάσει της οποίας έγινε η διαπραγμάτευσή τους, και η αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας εγκρίνει την κοινοποίηση των πληροφοριών.
Σε περίπτωση εξαίρεσης των διμερών ή πολυμερών εκ των προτέρων συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης από την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ανταλλάσσονται, αντί αυτών, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2, οι πληροφορίες που προσδιορίζονται στην παρ.6, οι οποίες αναφέρονται στο αίτημα που οδήγησε στην έκδοση των ανωτέρω συμφωνιών.

4. Οι παρ. 1 και 2 δεν ισχύουν αν η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση αφορά και περιλαμβάνει αποκλειστικά τις φορολογικές υποθέσεις ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων.

5. Η ανταλλαγή πληροφοριών πραγματοποιείται ως ακολούθως:
α) όσον αφορά τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με την παρ.1: εντός τριμήνου από το τέλος του εξαμήνου του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο οι εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις ή οι εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης έχουν εκδοθεί, τροποποιηθεί ή ανανεωθεί,
β) όσον αφορά τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με την παρ. 2: πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018.

6. Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται από την αρμόδια κατ' ανάθεση αρχή της παρ.1 του άρθρου 4, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2, περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
α) τα στοιχεία αναγνώρισης του προσώπου, πλην φυσικού προσώπου, και, κατά περίπτωση, της ομάδας προσώπων στην οποία ανήκει,
β) σύνοψη του περιεχομένου της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, περιλαμβανομένης περιγραφής των σχετικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή συναλλαγών ή σειράς συναλλαγών υπό γενικούς όρους, χωρίς να αποκαλύπτεται εμπορικό, βιομηχανικό ή επαγγελματικό απόρρητο, εμπορική διαδικασία ή πληροφορία της οποίας η κοινοποίηση αντιβαίνει στη δημόσια τάξη,
γ) τις ημερομηνίες έκδοσης τροποποίησης ή ανανέωσης της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης
δ) την ημερομηνία έναρξης της περιόδου ισχύος της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης αν προσδιορίζεται,
ε) την ημερομηνία λήξης της περιόδου ισχύος της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης αν προσδιορίζεται,
στ) το είδος της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης
ζ) το ποσό της συναλλαγής ή της σειράς συναλλαγών της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης εφόσον το ποσό αυτό αναφέρεται στην ανωτέρω σχετική απόφαση ή συμφωνία,
η) την περιγραφή του συνόλου των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της ενδοομιλικής τιμολόγησης ή της ίδιας της τιμής των ενδοομιλικών συναλλαγών στην περίπτωση εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης
θ) τον προσδιορισμό της μεθόδου που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της ενδοομιλικής τιμολόγησης ή της ίδιας της τιμής των ενδοομιλικών συναλλαγών στην περίπτωση εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης
ι) τον προσδιορισμό των άλλων κρατών μελών, εφόσον υπάρχουν, τα οποία είναι πιθανό να αφορά η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή η εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης
ια) τα στοιχεία αναγνώρισης οιουδήποτε προσώπου, πλην φυσικού προσώπου, στα άλλα κράτη μέλη που είναι πιθανό να θίγεται από την εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή την εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης (αναφέροντας το κράτος μέλος με το οποίο συνδέονται τα θιγόμενα πρόσωπα), και
ιβ) την ένδειξη για το αν η πληροφορία που κοινοποιείται βασίζεται στην ίδια την εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης ή στο αίτημα που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3.

7. Προς διευκόλυνση της ανταλλαγής των πληροφοριών που προβλέπονται στην παρ. 6, η αρμόδια κατ' ανάθεση αρχή της παρ. 1 του άρθρου 4 τηρεί τα πρακτικά μέτρα που θεσπίζονται από την Επιτροπή και απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την τυποποίηση της κοινοποίησης των πληροφοριών που προβλέπονται στην παρ.6, στο πλαίσιο της διαδικασίας για την κατάρτιση του τυποποιημένου εντύπου που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 20.

8. Οι πληροφορίες που ορίζονται στις περιπτ. α), β), η) και ια) της παρ. 6 δεν κοινοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

9. Η αρμόδια κατ' ανάθεση αρχή της παρ. 1 του άρθρου 4, επιβεβαιώνει, εάν είναι δυνατόν με ηλεκτρονικά μέσα, αμέσως και οπωσδήποτε το αργότερο εντός επτά εργάσιμων ημερών, τη λήψη των πληροφοριών στην αρμόδια αρχή που της διαβίβασε τις πληροφορίες. Το μέτρο αυτό εφαρμόζεται μέχρις ότου τεθεί σε λειτουργία το ευρετήριο που αναφέρεται στην παρ. 6 του άρθρου 21.

10. Η αρμόδια κατ' ανάθεση αρχή της παρ.1 του άρθρου 4 μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 6, και λαμβάνοντας υπόψη την παρ. 5 του άρθρου 21, να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες, μεταξύ των οποίων και το πλήρες κείμενο της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης.

1. Η Τελική Μητρική Οντότητα ενός Ομίλου Πολυεθνικής Επιχείρησης (Ομίλου ΠΕ) που έχει τη φορολογική της κατοικία στην Ελλάδα ή οποιαδήποτε άλλη Αναφέρουσα Οντότητα, σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ Τμήμα ΙΙ, υποβάλλει την Έκθεση ανά Χώρα όσον αφορά το οικείο Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων εντός δώδεκα (12) μηνών από την τελευταία ημέρα του Φορολογικού Έτους Υποβολής Εκθέσεων του Ομίλου ΠΕ, σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ Τμήμα ΙΙ.

2. Η αρμόδια κατ' ανάθεση αρχή της παραγράφου 1 του άρθρου 4, που παραλαμβάνει την Έκθεση ανά Χώρα σύμφωνα με την παράγραφο 1, κοινοποιεί, μέσω αυτόματης ανταλλαγής και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 4, την Έκθεση ανά Χώρα σε οποιοδήποτε κράτος - μέλος στο οποίο, με βάση τις πληροφορίες της Έκθεσης ανά Χώρα, μία ή περισσότερες Συνιστώσες Οντότητες του Ομίλου ΠΕ της Αναφέρουσας Οντότητας είτε έχουν τη φορολογική κατοικία τους ή υπόκεινται σε φόρο όσον αφορά στις επιχειρηματικές δραστηριότητες που ασκούνται μέσω μόνιμης εγκατάστασης.

3. Η Έκθεση ανά Χώρα περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον Όμιλο ΠΕ:
α) συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με το ποσό των εσόδων, τα κέρδη (ζημίες) προ φόρου εισοδήματος, τον καταβληθέντα φόρο εισοδήματος, τον οφειλόμενο φόρο εισοδήματος, το μετοχικό κεφάλαιο, τα συσσωρευμένα κέρδη, τον αριθμό των εργαζομένων και τα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία εκτός των ταμειακών διαθεσίμων ή ταμειακών ισοδυνάμων, όσον αφορά σε κάθε περιοχή Δικαιοδοσίας στην οποία δραστηριοποιείται ο Όμιλος ΠΕ,
β) έγγραφο ταυτοποίησης κάθε Συνιστώσας Οντότητας του Ομίλου ΠΕ, με το οποίο καθορίζεται η περιοχή Δικαιοδοσίας, στην οποία έχει τη φορολογική της κατοικία η εν λόγω Συνιστώσα Οντότητα και, σε περίπτωση που διαφέρει από αυτήν την περιοχή Δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας, η περιοχή Δικαιοδοσίας δυνάμει της νομοθεσίας της οποίας οργανώνεται η εν λόγω Συνιστώσα Οντότητα, καθώς και η φύση της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας ή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της εν λόγω Συνιστώσας Οντότητας.

4. Η κοινοποίηση πραγματοποιείται εντός δεκαπέντε (15) μηνών από την τελευταία ημέρα του φορολογικού έτους του Ομίλου ΠΕ στον οποίο αναφέρεται η Έκθεση ανά Χώρα. Η πρώτη Έκθεση ανά Χώρα κοινοποιείται για το φορολογικό έτος του Ομίλου ΠΕ που αρχίζει την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2016, και πραγματοποιείται εντός δεκαοχτώ (18) μηνών από την τελευταία ημέρα του εν λόγω φορολογικού έτους.

5. Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) μπορεί να εξειδικεύονται και να συμπληρώνονται οι διαδικασίες και υποχρεώσεις που αφορούν στην υποβολή των Εκθέσεων ανά Χώρα σχετικά με Ομίλους ΠΕ και κάθε άλλο συναφές θέμα σχετικά με τη διαδικασία αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά στην Έκθεση ανά Χώρα.

Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018, η αρμόδια κατ' ανάθεση αρχή της παρ. 1 του άρθρου 4 παρέχει στην Επιτροπή, σε ετήσια βάση, στατιστικό στοιχεία σχετικά με τον όγκο των αυτόματων ανταλλαγών σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 9Α με κοινοποίηση των στοιχείων αυτών στην αρμόδια αρχή της παρ. 1 του άρθρου 5 και, στο μέτρο του δυνατού, πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές και άλλες συναφείς δαπάνες και οφέλη που συνδέονται με τις πραγματοποιηθείσες ανταλλαγές καθώς και οποιεσδήποτε ενδεχόμενες μεταβολές τόσο για τις φορολογικές διοικήσεις όσο και για τρίτους.

1. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, μπορεί να κοινοποιεί αυθορμήτως στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών κάθε πληροφορία που περιέρχεται σε αυτήν και η οποία ενδέχεται να είναι χρήσιμη για τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών.

2. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, κοινοποιεί οπωσδήποτε τις αναφερόμενες στο άρθρο 2 παράγραφος 1 πληροφορίες, τις οποίες λαμβάνει από τις ημεδαπές αρχές, στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου ενδιαφερόμενου κράτους−μέλους σε οποιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:
α) οι ημεδαπές αρχές έχουν βάσιμους λόγους να υποθέτουν ότι στο άλλο κράτος−μέλος υφίσταται διαφυγή φόρων,
β) ένας φορολογούμενος επιτυγχάνει στην Ελλάδα μείωση ή απαλλαγή φόρου, η οποία συνεπάγεται γι’ αυτόν αύξηση φόρου ή υπαγωγή σε φόρο στο άλλο κράτος−μέλος,
γ) επιχειρηματικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται, μεταξύ ενός προσώπου υποκείμενου σε φόρο στην Ελλάδα και ενός προσώπου υποκείμενου σε φόρο σε άλλο κράτος−μέλος, σε μία ή περισσότερες άλλες χώρες, κατά τέτοιον τρόπο που να ενδέχεται να συνεπάγονται μείωση φόρου στην Ελλάδα ή στο άλλο κράτος−μέλος ή και στα δύο,
δ) οι ημεδαπές αρχές έχουν βάσιμους λόγους να υποθέτουν ότι υφίσταται μείωση φόρου, η οποία προκύπτει από εικονικές μεταφορές κερδών εντός ομάδων επιχειρήσεων,
ε) από πληροφορίες που διαβίβασε στην Ελλάδα η αρμόδια αρχή του άλλου κράτους−μέλους συνάγονται πληροφορίες που ενδέχεται να έχουν σημασία για την αξιολόγηση της επιβολής φόρου σε αυτό το άλλο κράτος−μέλος.

3. Στην αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, κοινοποιούνται οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 παράγραφος 1 πληροφορίες από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους−μέλους.

1. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, στην οποία καθίστανται διαθέσιμες οι αναφερόμενες στο άρθρο 10 παράγραφος 2 πληροφορίες, διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου ενδιαφερόμενου κράτους−μέλους το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο εντός ενός μηνός από τη στιγμή που κατέστησαν διαθέσιμες σε αυτήν.

2. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, στην οποία κοινοποιούνται πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 10 επιβεβαιώνει, ει δυνατόν με ηλεκτρονικά μέσα, αμέσως και σε κάθε περίπτωση εντός επτά εργάσιμων ημερών, την παραλαβή των πληροφοριών στην αρμόδια αρχή που τις παρέσχε.

1. Μετά από αίτημα της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους−μέλους στο αρμόδιο τμήμα διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 4, ανάλογα με την περίπτωση και σχετική εισήγηση της αρμόδιας ημεδαπής ελεγκτικής αρχής, μπορεί να συμφωνηθεί, στο πλαίσιο διοικητικής συνεργασίας και με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών, η παρουσία εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων της αιτούσας αρχής στα γραφεία της αρμόδιας ημεδαπής ελεγκτικής αρχής.

2. Η παρουσία των αλλοδαπών εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων περιορίζεται:
α) στην ανταλλαγή πληροφοριών με υπαλλήλους της αρμόδιας ημεδαπής ελεγκτικής αρχής, και
β) στην παρουσία τους κατά τις διοικητικές έρευνες που διεξάγονται από τα γραφεία της αρμόδιας ημεδαπής ελεγκτικής αρχής, χωρίς το δικαίωμα διεξαγωγής συνέντευξης με υπόχρεους ή τρίτους.
Η ανταλλαγή πληροφοριών και οι διοικητικές έρευνες πρέπει να αφορούν αποκλειστικά συναλλαγές μεταξύ υπόχρεων της αιτούσας αρχής άλλου κράτους−μέλους και ημεδαπών υπόχρεων. Σε περίπτωση που οι ζητούμενες πληροφορίες περιέχονται σε έγγραφα, οι αλλοδαποί εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι μπορούν να λαμβάνουν αντίγραφα των εγγράφων αυτών.

3. Οι ημεδαπές ελεγκτικές υπηρεσίες μπορούν αιτιολογημένα να ζητούν, μέσω του αρμόδιου τμήματος διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 4, ανάλογα με την περίπτωση, την παρουσία δικών τους εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων στα γραφεία των αρμόδιων αρχών άλλων κρατών−μελών.

4. Οι υπάλληλοι που έχουν εξουσιοδοτηθεί από το αιτούν κράτος−μέλος να είναι παρόντες σε ένα άλλο κράτος−μέλος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να επιδείξουν γραπτή εξουσιοδότηση, στην οποία να αναφέρονται η ταυτότητά τους και τα επίσημα καθήκοντά τους.

1. Δύο ή περισσότερα κράτη−μέλη μπορούν να συμφωνήσουν για τη διενέργεια ταυτόχρονων ελέγχων, το καθένα από το έδαφός του, σε έναν ή περισσότερους υπόχρεους σε φορολογίες που προβλέπονται στο άρθρο 3, κοινού ή συμπληρωματικού ενδιαφέροντος για τα εν λόγω κράτη−μέλη, με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών που συγκεντρώνονται από τους ελέγχους αυτούς.

2. Το αρμόδιο τμήμα διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 4, ανάλογα με την περίπτωση, λαμβάνει, αποδέχεται ή απορρίπτει και αποστέλλει προτάσεις για τη διενέργεια ταυτόχρονων ελέγχων, από τις αιτούσες και προς τις λαμβάνουσες αρχές των άλλων κρατών−μελών, αντίστοιχα.

3. Το αρμόδιο τμήμα διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 4, ανάλογα με την περίπτωση, επιλέγει ανεξάρτητα τους υπόχρεους που προτίθεται να προτείνει για ταυτόχρονο έλεγχο, τόσο αυτούς που φορολογούνται στην Ελλάδα όσο και αυτούς που φορολογούνται σε άλλα κράτη μέλη. Υποβάλλει αίτημα στη λαμβάνουσα αρχή του άλλου κράτους−μέλους, υπόχρεοι του οποίου ζητά να είναι υποκείμενοι στον έλεγχο, στο οποίο παραθέτει τους λόγους της επιλογής και καθορίζει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου προτείνει να διενεργηθούν οι έλεγχοι αυτοί.

4. Το αρμόδιο τμήμα διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 4, ανάλογα με την περίπτωση, ορίζει υπάλληλο ως αντιπρόσωπο έναντι των λοιπών κρατών−μελών που συμμετέχουν στον ταυτόχρονο έλεγχο για να κατευθύνει και να συντονίζει τον έλεγχο.

5. Στις περιπτώσεις υποθέσεων, στις οποίες η αρμόδια ημεδαπή ελεγκτική αρχή κρίνει αναγκαία τη διενέργεια ταυτόχρονου ελέγχου, ενημερώνει αιτιολογημένα το αρμόδιο τμήμα διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 4, ανάλογα με την περίπτωση και, περαιτέρω, το τμήμα αυτό, εφόσον συμφωνεί, μεριμνά για την αποστολή της σχετικής πρότασης στη λαμβάνουσα αρχή του άλλου κράτους−μέλους ή των άλλων κρατών−μελών, με πλήρη αιτιολόγηση και παροχή όλων των απαραίτητων πληροφοριών και με καθορισμό της χρονικής περιόδου εντός της οποίας θα διενεργηθούν οι ταυτόχρονοι έλεγχοι.

6. Για τις προτάσεις που υποβάλλονται, αντίστοιχα, στο αρμόδιο τμήμα διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 4, ανάλογα με την περίπτωση, από τις αιτούσες αρχές των άλλων κρατών−μελών για συμμετοχή της λαμβάνουσας ελληνικής αρχής σε ταυτόχρονους ελέγχους, αποφαίνεται το ίδιο τμήμα διασύνδεσης, κατόπιν σχετικής εισήγησης και παροχής των απαραίτητων πληροφοριών από την αρμόδια ημεδαπή ελεγκτική αρχή. Το παραπάνω τμήμα διασύνδεσης γνωστοποιεί στην αιτούσα αρχή του άλλου κράτους−μέλους τη συμφωνία του ως προς τη διενέργεια των ταυτόχρονων ελέγχων ή την αιτιολογημένη άρνησή του.

7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.

1. Ύστερα από αίτημα της αιτούσας αρχής κράτους−μέλους, η λαμβάνουσα ελληνική αρχή μεριμνά για την κοινοποίηση στον παραλήπτη πράξεων και αποφάσεων που προέρχονται από τις διοικητικές αρχές του αιτούντος κράτους−μέλους και αφορούν την εφαρμογή στο έδαφος του τελευταίου της νομοθεσίας σχετικά με τους φόρους που αποτελούν το αντικείμενο των άρθρων 1 έως και 25. Το αίτημα κοινοποίησης περιλαμβάνει το αντικείμενο της πράξης ή της απόφασης προς κοινοποίηση και διευκρινίζει το όνομα και τη διεύθυνση του παραλήπτη, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που είναι χρήσιμη για την εξακρίβωση της ταυτότητάς του.

2. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή κράτους−μέλους για τη συνέχεια που δίδει στο αίτημα κοινοποίησης και για την ημερομηνία, κατά την οποία η πράξη ή η απόφαση κοινοποιήθηκε στον παραλήπτη.

3. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή διαβιβάζει, δια της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, τις παραπάνω πράξεις ή αποφάσεις στην αρμόδια φορολογική αρχή, η οποία τις κοινοποιεί στον παραλήπτη, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει για την κοινοποίηση παρόμοιων πράξεων ή αποφάσεων και στη συνέχεια αποστέλλει στη λαμβάνουσα ελληνική αρχή τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

4. Η αιτούσα ελληνική αρχή υποβάλλει αίτημα κοινοποίησης δυνάμει του παρόντος άρθρου μόνον όταν δεν είναι σε θέση να κοινοποιήσει τις πράξεις και αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν την κοινοποίηση παρόμοιων πράξεων στην Ελλάδα, ή όταν η κοινοποίηση θα δημιουργούσε δυσανάλογες δυσκολίες.

5. Οι ελληνικές αρχές δύνανται να κοινοποιούν κάθε έγγραφο με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά απευθείας σε ένα πρόσωπο εντός της επικράτειας άλλου κράτους−μέλους.

1. Όταν η λαμβάνουσα ελληνική αρχή ή η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, παρέχει πληροφορίες δυνάμει των άρθρων 6 ή 10, αντίστοιχα, δύναται να ζητεί από την αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους που τις έλαβε να της αποστείλει σχετική πληροφόρηση ως προς τη χρησιμότητα των ζητούμενων πληροφοριών.

2. Η αιτούσα ελληνική αρχή ή η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 αποστέλλει τέτοια πληροφόρηση για πληροφορίες που έλαβε δυνάμει των άρθρων 6 ή 10, αντίστοιχα, όταν αυτό ζητείται από την αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους που παρέσχε αυτές τις πληροφορίες. Σε περίπτωση που ζητείται τέτοια πληροφόρηση, η αιτούσα ελληνική αρχή ή η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, που έλαβε τις σχετικές πληροφορίες δυνάμει των άρθρων 6 ή 10, αντίστοιχα, αποστέλλει, με την επιφύλαξη των κανόνων φορολογικού απορρήτου και προστασίας δεδομένων που εφαρμόζονται στα κράτη−μέλη, την πληροφόρηση αυτή προς την αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους που παρέσχε αυτές τις πληροφορίες, το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός τριών μηνών από τη γνωστοποίηση της έκβασης της χρησιμοποίησης των ζητούμενων πληροφοριών.

3. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, προβαίνει σε πληροφόρηση μία φορά κατ’ έτος σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών προς άλλα ενδιαφερόμενα κράτη−μέλη, σύμφωνα με πρακτικές ρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί διμερώς.

1. Οι πληροφορίες που λαμβάνει η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, ή η αιτούσα ελληνική αρχή υπό οποιαδήποτε μορφή δυνάμει των άρθρων 1 έως και 25 καλύπτονται από το υπηρεσιακό απόρρητο και προστατεύονται από το φορολογικό απόρρητο δυνάμει της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας.

2. Οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιούνται σε δικαστικές και διοικητικές διαδικασίες που ενδέχεται να συνεπάγονται κυρώσεις, οι οποίες κινούνται κατόπιν παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, χωρίς να θίγονται οι γενικοί κανόνες και διατάξεις που διέπουν τα δικαιώματα των κατηγορούμενων και των μαρτύρων σε τέτοιες διαδικασίες.

3. Με την άδεια της αρμόδιας αρχής του κράτους−μέλους που κοινοποιεί πληροφορίες και μόνον στο μέτρο που αυτό επιτρέπεται δυνάμει της ελληνικής νομοθεσίας, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που λαμβάνονται από την αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 ή την αιτούσα ελληνική αρχή, σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως και 25, μπορούν να χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 2. Η άδεια αυτή χορηγείται εάν οι πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για παρόμοιους σκοπούς στο κράτος−μέλος της αρμόδιας αρχής που κοινοποιεί τις πληροφορίες.

4. Με την άδεια της αρμόδιας αρχής του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που λαμβάνονται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους−μέλους μπορούν να χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 2. Η άδεια αυτή χορηγείται εάν οι πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για παρόμοιους σκοπούς στην Ελλάδα.

5. Όταν η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, ή η αιτούσα ελληνική αρχή θεωρεί ότι οι πληροφορίες τις οποίες έλαβε από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους−μέλους ενδέχεται να είναι χρήσιμες για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 2 στην αρμόδια αρχή τρίτου κράτους−μέλους, δύναται να τις διαβιβάζει σε αυτήν την τελευταία. Ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης των πληροφοριών για την πρόθεσή της να διαβιβάσει τις πληροφορίες σε τρίτο κράτος−μέλος. Το κράτος−μέλος προέλευσης των πληροφοριών δύναται να αντιταχθεί στη διαβίβαση εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία παρέλαβε τη σχετική κοινοποίηση από την αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, ή την αιτούσα ελληνική αρχή που έλαβε τις πληροφορίες.

6. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, δύναται να αντιταχθεί στη διαβίβαση πληροφοριών σε τρίτο κράτος−μέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 5.

7. Οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές της Ελλάδας δύνανται να επικαλούνται πληροφορίες, εκθέσεις, δηλώσεις και κάθε άλλο έγγραφο ή επικυρωμένα γνήσια αντίγραφα ή αποσπάσματά τους που έχει λάβει η αιτούσα ελληνική αρχή από τη λαμβάνουσα αρχή άλλου κράτους−μέλους, ως αποδεικτικά στοιχεία στην ίδια βάση με παρόμοιες πληροφορίες, εκθέσεις, δηλώσεις και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα παρέχονται από μια άλλη αρχή της Ελλάδας.

8. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 6, οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μεταξύ κρατών - μελών, σύμφωνα με το άρθρο 9ΑΑ, χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της αξιολόγησης υψηλών κινδύνων σε σχέση με τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών και άλλων κινδύνων σε σχέση με τη διάβρωση της φορολογικής βάσης και τη μεταφορά κερδών, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης του κινδύνου μη συμμόρφωσης μελών του Ομίλου ΠΕ με τους εφαρμοστέους κανόνες για τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών, και κατά περίπτωση για σκοπούς οικονομικής και στατιστικής ανάλυσης. Οι διορθώσεις των τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών από τις ελληνικές φορολογικές αρχές δεν βασίζονται στις πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 9ΑΑ. Παρά τα ανωτέρω, δεν υπάρχει καμία απαγόρευση ως προς τη χρησιμοποίηση των ως άνω πληροφοριών ως βάση για την πραγματοποίηση περαιτέρω ερευνών όσον αφορά στις ρυθμίσεις του Ομίλου ΠΕ για τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών ή όσον αφορά σε άλλα φορολογικά θέματα στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να γίνουν οι κατάλληλες διορθώσεις στο φορολογητέο εισόδημα μιας Συνιστώσας Οντότητας.

1. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή παρέχει στην αιτούσα αρχή άλλου κράτους−μέλους τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 με την προϋπόθεση ότι η αιτούσα αρχή έχει εξαντλήσει τις συνήθεις πηγές πληροφόρησης τις οποίες θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για τη συγκέντρωση των ζητούμενων πληροφοριών χωρίς να υπάρχει κίνδυνος διακύβευσης της επίτευξης του στόχου της.

2. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή δεν διεξάγει έρευνες ούτε κοινοποιεί πληροφορίες εάν η διεξαγωγή αυτών των ερευνών ή η συγκέντρωση των ζητούμενων πληροφοριών για ίδιους σκοπούς αντίκειται στην κείμενη νομοθεσία.

3. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή δύναται να αρνηθεί τη διαβίβαση πληροφοριών, όταν το αιτούν κράτος−μέλος αδυνατεί, για νομικούς λόγους, να παράσχει παρόμοιες πληροφορίες.

4. Η άρνηση διαβίβασης πληροφοριών επιτρέπεται σε περίπτωση που θα οδηγούσε στην αποκάλυψη ενός εμπορικού, βιομηχανικού ή επαγγελματικού απορρήτου ή μιας εμπορικής μεθόδου ή μιας πληροφορίας της οποίας η αποκάλυψη θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξη.

5. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή πληροφορεί την αιτούσα αρχή άλλου κράτους−μέλους για τους λόγους που είναι αντίθετη στην ικανοποίηση του αιτήματος παροχής πληροφοριών.

1. Εάν ζητούνται πληροφορίες από ένα κράτος−μέλος, η λαμβάνουσα ελληνική αρχή εφαρμόζει τα μέτρα τα οποία διαθέτει για τη συγκέντρωση πληροφοριών, προκειμένου να λάβει τις ζητούμενες πληροφορίες, ακόμη και αν δεν χρειάζεται τις πληροφορίες αυτές για δικούς της φορολογικούς σκοπούς. Η υποχρέωση αυτή ισχύει με την επιφύλαξη των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 17, η επίκληση των οποίων δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθεί ότι επιτρέπει στη λαμβάνουσα ελληνική αρχή να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών αποκλειστικά και μόνον επειδή δεν έχει δικό της συμφέρον στις πληροφορίες αυτές.

2. Σε καμία περίπτωση το άρθρο 17 παράγραφοι 2 και 4 δεν θεωρείται ότι επιτρέπει στη λαμβάνουσα ελληνική αρχή να αρνείται την παροχή πληροφοριών αποκλειστικά και μόνον επειδή κάτοχος των πληροφοριών αυτών είναι τράπεζα, άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος ή πρόσωπο που ενεργεί υπό την ιδιότητα του πράκτορα ή του διαχειριστή ή επειδή οι πληροφορίες αφορούν ιδιοκτησιακά συμφέροντα προσώπου.

3. Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 2, η λαμβάνουσα ελληνική αρχή δύναται να αρνηθεί τη διαβίβαση της ζητούμενης πληροφορίας όταν η εν λόγω πληροφορία αφορά φορολογικές περιόδους προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 2011 και όταν η διαβίβαση τέτοιας πληροφορίας θα μπορούσε να έχει απορριφθεί βάσει του στοιχείου γ΄ του άρθρου 21 του ν. 1914/1990 (άρθρο 8 παράγραφος 1 της Οδηγίας 77/799/ΕΟΚ) εάν είχε ζητηθεί πριν από την 11η Μαρτίου 2011.

Η Ελλάδα δύναται να αιτηθεί ευρύτερη αμοιβαία συνεργασία με ένα κράτος−μέλος από αυτήν που προβλέπουν τα άρθρα 1 έως και 25, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό το κράτος−μέλος παρέχει τέτοια ευρύτερη αμοιβαία συνεργασία προς τρίτη χώρα. Σε περίπτωση που η Ελλάδα παρέχει προς τρίτη χώρα συνεργασία ευρύτερη από αυτήν που προβλέπουν τα άρθρα 1 έως και 25, τότε δεν μπορεί να αρνηθεί την παροχή εξίσου ευρείας συνεργασίας προς οποιοδήποτε άλλο κράτοςμέλος το οποίο επιθυμεί να συμμετάσχει στην ευρύτερη αυτή αμοιβαία συνεργασία με την Ελλάδα.

1. Τα αιτήματα παροχής πληροφοριών και διεξαγωγής διοικητικών ερευνών σύμφωνα με το άρθρο 6 και οι απαντήσεις τους, η αποδοχή τους, το αίτημα συμπληρωματικών βασικών πληροφοριών, η αδυναμία ή η άρνηση ικανοποίησης του αιτήματος σύμφωνα με το άρθρο  8, αποστέλλονται, στο μέτρο του δυνατού, με χρήση τυποποιημένου εντύπου το οποίο εγκρίνει η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ.
Τα τυποποιημένα έντυπα μπορούν να συνοδεύονται από εκθέσεις, δηλώσεις και κάθε άλλο έγγραφο ή επικυρωμένα γνήσια αντίγραφα ή αποσπάσματα αυτών.

 2. Το τυποποιημένο έντυπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες, τις οποίες πρέπει να παρέχει η αιτούσα ελληνική αρχή:
α) τα στοιχεία ταυτότητας του προσώπου που αποτελεί αντικείμενο εξέτασης ή έρευνας
β) τους φορολογικούς λόγους για τους οποίους ζητούνται οι πληροφορίες.
Η αιτούσα ελληνική αρχή δύναται, στο βαθμό που γνωρίζει και σύμφωνα με τις διεθνείς εξελίξεις, να παρέχει το όνομα και τη διεύθυνση κάθε προσώπου που εικάζεται ότι έχει στην κατοχή του τις ζητούμενες πληροφορίες, καθώς και κάθε στοιχείο που μπορεί να διευκολύνει τη συλλογή των πληροφοριών από τη λαμβάνουσα αρχή άλλου κράτους−μέλους.

3. Οι αυθόρμητα παρεχόμενες πληροφορίες και η αποδοχή τους σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11, αντίστοιχα, τα αιτήματα διοικητικών κοινοποιήσεων σύμφωνα με το άρθρο 14 και η πληροφόρηση σχετικά με τη χρησιμότητα των ζητούμενων πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 15, αποστέλλονται με χρήση του τυποποιημένου εντύπου που εγκρίνει η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ.

4. Οι αυτόματες ανταλλαγές πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 9 αποστέλλονται χρησιμοποιώντας τυποποιημένο ηλεκτρονικό μορφότυπο με στόχο τη διευκόλυνση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και με βάση τον ισχύοντα ηλεκτρονικό μορφότυπο κατ' εφαρμογή του άρθρου 8 του ν. 3312/2005, με το οποίο ενσωματώθηκε το άρθρο 9 της Οδηγίας 2003/48/ΕΚ (ΕΕ L 157 της 26ης.3.2003).

5. Ο τυποποιημένος ηλεκτρονικός μορφότυπος, όπως ορίζεται στην παράγραφο 4, πρέπει να χρησιμοποιείται για όλους τους τύπους αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και εγκρίνεται από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2011/ 16/ΕΕ.

6. Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 9Α διενεργείται με τη χρήση τυποποιημένου εντύπου που εγκρίνεται, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων, από την Επιτροπή. Το τυποποιημένο έντυπο του προηγούμενου εδαφίου περιλαμβάνει μόνον τα στοιχεία που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 9Α για την ανταλλαγή των πληροφοριών, καθώς και πεδία που συνδέονται με τα στοιχεία αυτά και απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 9Α.
Με βάση τις γλωσσικές ρυθμίσεις του προηγούμενου εδαφίου, οι πληροφορίες που ορίζονται στο άρθρο 9Α μπορεί να κοινοποιούνται στην ελληνική γλώσσα ή και σε οποιαδήποτε άλλη από τις επίσημες γλώσσες και γλώσσες εργασίας της Ένωσης με την πρόβλεψη ότι τα βασικά στοιχεία των εν λόγω πληροφοριών αποστέλλονται επίσης και σε κάποια άλλη επίσημη γλώσσα και γλώσσα εργασίας της Ένωσης.

7. Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την Έκθεση ανά Χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 9ΑΑ, πραγματοποιείται μέσω του τυποποιημένου εντύπου που προβλέπεται στο Παράρτημα ΙΙΙ Τμήμα ΙΙΙ Πίνακες 1, 2 και 3, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων, που εγκρίνονται από την Επιτροπή. Με βάση τις ως άνω γλωσσικές ρυθμίσεις, οι πληροφορίες που ορίζονται στο άρθρο 9ΑΑ μπορεί να κοινοποιούνται στην ελληνική γλώσσα ή και σε οποιαδήποτε άλλη από τις επίσημες γλώσσες και γλώσσες εργασίας της Ένωσης, με την πρόβλεψη ότι τα βασικά στοιχεία των εν λόγω πληροφοριών αποστέλλονται επίσης και σε κάποια άλλη επίσημη γλώσσα της Ένωσης.

1. Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως και 25 πρέπει να παρέχονται, στο μέτρο του δυνατού, με ηλεκτρονικά μέσα χρησιμοποιώντας το δίκτυο CCN.

2.α. Οι αρμόδιες αρχές του Υπουργείου Οικονομικών δυνάμει των διατάξεων του Π.Δ. 111/2014 (Α'178), όπως εκάστοτε ισχύει, είναι υπεύθυνες για κάθε ανάπτυξη των συστημάτων τους που απαιτείται προκειμένου να είναι δυνατή η ανταλλαγή των πληροφοριών μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω του δικτύου CCN, καθώς και για τη διασφάλιση της ασφάλειας των συστημάτων τους.
β. Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας, κατά το άρθρο 24 παράγραφος 2, ειδοποιούν κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο σε περίπτωση παραβίασης ασφάλειας που αφορά τα δεδομένα του, όταν η παραβίαση αυτή ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην προστασία των προσωπικών του δεδομένων ή του ιδιωτικού του βίου.

3. Τα πρόσωπα που είναι δεόντως διαπιστευμένα από την Αρχή Διαπίστευσης Ασφαλείας της Επιτροπής επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές, μόνον εφόσον είναι αναγκαίο για σκοπούς διατήρησης, συντήρησης και ανάπτυξης του ευρετηρίου που προβλέπεται στην παράγραφο 6 και του δικτύου CCN.

4. Η Ελλάδα παραιτείται από κάθε αξίωση επιστροφής των δαπανών, οι οποίες προκύπτουν κατά την εφαρμογή των άρθρων 1 έως και 25 εκτός, κατά περίπτωση, αν πρόκειται για αμοιβές εμπειρογνωμόνων.

5. Τα αιτήματα συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων κοινοποίησης, και τα συνημμένα έγγραφα είναι δυνατόν να συντάσσονται σε οποιαδήποτε γλώσσα συμφωνούν μεταξύ τους η λαμβάνουσα αρχή και η αιτούσα αρχή.
Τα αιτήματα αυτά συνοδεύονται από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους−μέλους της λαμβάνουσας αρχής μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όταν η λαμβάνουσα αρχή δηλώνει το λόγο για τον οποίο ζητά μετάφραση.

6. Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών των παρ. 1 και 2 του άρθρου 9Α πραγματοποιείται μέσω της ανάπτυξης και παροχής, μαζί με την υλικοτεχνική υποστήριξη, από την Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017, ενός ασφαλούς κεντρικού ευρετηρίου για τα κράτη μέλη, το οποίο αφορά τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας, και στο οποίο καταγράφονται οι προς κοινοποίηση πληροφορίες. Η αρμόδια κατ' ανάθεση αρχή της παρ. 1 του άρθρου 4 έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που καταγράφονται στο ευρετήριο του προηγούμενου εδαφίου. Μέχρι να τεθεί σε λειτουργία το ανωτέρω ασφαλές κεντρικό ευρετήριο, η αυτόματη ανταλλαγή που προβλέπεται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 9Α διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τις ισχύουσες πρακτικές ρυθμίσεις.

7. Πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 9ΑΑ παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα με τη χρήση του δικτύου CCN.

1. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 κοινοποιεί στην Επιτροπή κάθε σχετική πληροφορία, αναγκαία για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της διοικητικής συνεργασίας, σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως και 25 όσον αφορά τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή.

2. Η αρμόδια κατ' ανάθεση αρχή της παραγράφου 1 του άρθρου 4, μέσω της αρμόδιας αρχής της παραγράφου 1 του άρθρου 5, κοινοποιεί στην Επιτροπή ετήσια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρεται στα άρθρα 9, 9Α και 9ΑΑ, καθώς και των πρακτικών αποτελεσμάτων τα οποία επιτεύχθηκαν.

3. Η αρμόδια κατ' ανάθεση αρχή, της παρ.1 του άρθρου 4, παρέχει στην Επιτροπή μέσω της αρμόδιας αρχής της παρ. 1 του άρθρου 5, για τους σκοπούς της αξιολόγησης των άρθρων 1 έως και 25 στατιστικά στοιχεία.

4. ....................

1. Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 22, από την εκάστοτε αρμόδια αρχή της παρ. 1 του άρθρου 4 και της παρ. 1 του άρθρου 5 είναι εμπιστευτικές. Οι πληροφορίες αυτές, καθώς και οιαδήποτε έκθεση ή έγγραφο που συντάσσεται από την Επιτροπή βάσει αυτών μπορεί να διαβιβάζονται σε άλλα κράτη μέλη.

2. Οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες από τα άλλα κράτη μέλη μέσω της Επιτροπής, σύμφωνα με την παρ. 1, στην εκάστοτε αρμόδια αρχή της παρ. 1 του άρθρου 4 και της παρ. 1 του άρθρου 5 καλύπτονται από το υπηρεσιακό απόρρητο και χαίρουν της προστασίας που παρέχεται σε παρόμοιες πληροφορίες δυνάμει της εσωτερικής νομοθεσίας.

3. Οι εκθέσεις και τα έγγραφα που συντάσσονται από την Επιτροπή με βάση τις πληροφορίες των παρ. 1 και 2, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τις ελληνικές αρχές μόνον για λόγους ανάλυσης, αλλά δεν δημοσιοποιούνται ούτε καθίστανται διαθέσιμα σε οιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή φορέα χωρίς τη ρητή συμφωνία της Επιτροπής.

1. Όταν η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, ή η αιτούσα ελληνική αρχή λαμβάνει από τρίτη χώρα πληροφορίες οι οποίες είναι εύλογα συναφείς με την εφαρμογή και την επιβολή της ελληνικής νομοθεσίας σχετικά με τους φόρους που αναφέρονται στο άρθρο 3, δύναται, εφόσον αυτό επιτρέπεται δυνάμει διεθνούς συμφωνίας με τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, να παρέχει τις πληροφορίες αυτές στις αρμόδιες αρχές κρατών−μελών για τις οποίες ενδέχεται να είναι χρήσιμες και σε οποιαδήποτε αιτούσα αρχή.

2. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, ή η αιτούσα ελληνική αρχή επιτρέπεται να κοινοποιεί σε μία τρίτη χώρα, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για την κοινοποίηση προσωπικών δεδομένων σε τρίτες χώρες, πληροφορίες τις οποίες αποκτά από κράτος−μέλος, υπό τον όρο ότι τηρούνται αθροιστικά οι ακόλουθοι όροι:
α) η αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους από την οποία προέρχονται οι πληροφορίες έχει συναινέσει για την κοινοποίησή τους στην τρίτη χώρα, και 
β) η εν λόγω τρίτη χώρα έχει δεσμευθεί να παράσχει την απαιτούμενη συνεργασία για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την παράτυπη ή παράνομη φύση των συναλλαγών οι οποίες φαίνεται ότι συνιστούν παραβίαση ή κατάχρηση της φορολογικής νομοθεσίας.

3. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, δύναται να αντιταχθεί στη διαβίβαση πληροφοριών σε τρίτη χώρα, σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών ερευνών, γίνεται κατόπιν ειδικά αιτιολογημένης απόφασης ως προς την αναγκαιότητα και αναλογικότητα των δεδομένων, τόσο από την αιτούσα αρχή όσο και από τη λαμβάνουσα αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 2472/1997 (Α΄ 50) λαμβανομένων υπόψη και όσων ορίζονται στα άρθρα 15 παράγραφος 1, 16 παράγραφος 1 και 17 του παρόντος νόμου. Την αιτιολογία εξετάζει η λαμβάνουσα ή η αιτούσα, αντίστοιχα, ελληνική αρχή.
Η ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες, όπως προβλέπεται στο άρθρο 23, γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 2472/1997.
Για τους σκοπούς των άρθρων 1 έως και 25 και ύστερα από ειδικά αιτιολογημένη πράξη της αρμόδιας αρχής του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, μπορεί να αποφασίζεται εξαίρεση της άσκησης των δικαιωμάτων των άρθρων 11 και 12 του ν. 2472/1997.

1. Σε περίπτωση μη υποβολής Έκθεσης ανά Χώρα, στους υπόχρεους της παραγράφου 1 του άρθρου 9ΑΑ επιβάλλεται πρόστιμο είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, ενώ σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής ή υποβολής ανακριβούς Έκθεσης ανά Χώρα επιβάλλεται πρόστιμο δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

2. Ο Διοικητής της ΑΑΔΕ είναι αρμόδιος για την έκδοση των πράξεων επιβολής των προστίμων της προηγούμενης παραγράφου. Οι διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α'170) και ιδίως, αυτές που αφορούν το φορολογικό έλεγχο, την επιβολή του προστίμου και την είσπραξη, εφαρμόζονται αναλόγως και για τις πράξεις της παραγράφου 1.

Με τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου καταργούνται:
α) τα άρθρα 19 έως 24α του Κεφαλαίου Β΄ «ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΕΝΔΟΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ» του ν. 1914/1990, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1977 σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή των αρμόδιων αρχών των κρατών−μελών στον τομέα των άμεσων φόρων και των φόρων επί των ασφαλίστρων,
β) τα άρθρα 1 και 2 του Πρώτου Κεφαλαίου του ν. 3312/2005, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2003/93/ΕΚ του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2003 για την τροποποίηση της Οδηγίας 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή των αρμόδιων αρχών των κρατών−μελών στον τομέα της άμεσης και της έμμεσης φορολογίας (ΕΕ L 264 της 15.10.2003) και 
γ) τα άρθρα 3 και 4 του Κεφαλαίου Β΄ του ν. 3453/2006 (Α΄ 74), με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2004/56/ΕΚ του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τροποποίηση της Οδηγίας 77/799/ ΕΟΚ όσον αφορά την αμοιβαία συνδρομή των αρμόδιων αρχών των κρατών−μελών στον τομέα των άμεσων φόρων, ορισμένων ειδικών φόρων κατανάλωσης και των φόρων επί των ασφαλίστρων (ΕΕ L 127 της 29.4.2004).
Οι παραπομπές στις καταργούμενες διατάξεις θεωρείται ότι γίνονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

Στο παρόν παράρτημα ορίζονται οι κανόνες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που υποχρεούνται να εφαρμόζουν τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, προκειμένου η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, να μπορεί να κοινοποιεί, μέσω αυτόματης ανταλλαγής, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 περίπτωση β' του παρόντος νόμου. Επίσης, σε αυτό το παράρτημα ορίζονται οι κανόνες και οι διοικητικές διαδικασίες που τίθενται για τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, προκειμένου να εφαρμόζονται αποτελεσματικά οι παρακάτω διαδικασίες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας, και να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς αυτές.

ΤΜΗΜΑ I
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

 

Α. Υποκείμενο στις Ενότητες Γ' έως Ε', κάθε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα παρέχει στην αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό του:

1.α) Στην περίπτωση κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και το οποίο είναι φυσικό πρόσωπο:
(i) το όνομα,
(ii) τη διεύθυνση,
(iii) το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας,
(iv) τον/τους ΑΦΜ,
(v) την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης του παραπάνω φυσικού προσώπου.
β) Στην περίπτωση κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και είναι οντότητα:
(i) την επωνυμία,
(ii) τη διεύθυνση,
(iii) το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας και
(iv) τον/τους ΑΦΜ της παραπάνω οντότητας και
(v) όπου ο Δικαιούχος Λογαριασμού, κατόπιν εφαρμογής κανόνων δέουσας επιμέλειας κατά τα Τμήματα V, VI και VII, διαπιστώνεται ότι διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα και τις ακόλουθες πληροφορίες: (i) το όνομα, (ii) τη διεύθυνση, (iii) το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας και, εάν υπάρχει, άλλη/ες δικαιοδοσία/ες κατοικίας, (iv) τον ΑΦΜ, και (v) την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε τέτοιου Δηλωτέου Προσώπου.

2. Τον αριθμό λογαριασμού ή λειτουργικό ισοδύναμο ελλείψει αριθμού λογαριασμού.

3. Την ονομασία και τον αριθμό ταυτοποίησης, εάν υπάρχει, του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος.

4. Το υπόλοιπο ή την αξία του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης, στην περίπτωση του Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή του Συμβολαίου Προσόδων, της αξίας εξαγοράς κατά τη λήξη ή της τιμής εξαγοράς σε περίπτωση πρόωρης λύσης του συμβολαίου, στο τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους, ή το κλείσιμο του λογαριασμού, εάν ο λογαριασμός έκλεισε κατά τη διάρκεια αυτού του έτους.

5. Σε περίπτωση Λογαριασμού Θεματοφυλακής:
α) το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των μερισμάτων και το συνολικό ακαθάριστο ποσό λοιπών εισοδημάτων που προέκυψαν σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται στον λογαριασμό, σε κάθε περίπτωση που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό, ή σε σχέση με τον λογαριασμό, κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και
β) τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα από την πώληση ή την εξαγορά χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων τα οποία καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στο λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και για τα οποία το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ενήργησε ως θεματοφύλακας, μεσάζων, εντολοδόχος ή άλλως ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του δικαιούχου του λογαριασμού.

6. Σε περίπτωση Καταθετικού Λογαριασμού, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και

7. σε περίπτωση λογαριασμού που δεν περιγράφεται στην Ενότητα Α' παράγραφοι 5 ή 6, το συνολικό ακαθάριστο ποσό που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον Δικαιούχο Λογαριασμού σε σχέση με το λογαριασμό, κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, ως προς το οποίο το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα είναι οφειλέτης ή χρεώστης, συμπεριλαμβανομένου του συνολικού ποσού τυχόν πληρωμών εξόφλησης προς τον Δικαιούχο Λογαριασμού κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους.

Β. Στις υποβληθείσες πληροφορίες πρέπει να διευκρινίζεται το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται κάθε ποσό.

Γ. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην Ενότητα A' παράγραφος 1, όσον αφορά κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό που συνιστά Προϋπάρχοντα Λογαριασμό, ο/οι ΑΦΜ ή η ημερομηνία γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθούν εάν δεν υπάρχουν στα αρχεία του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος και εάν δεν απαιτείται άλλως η απόκτησή τους από το εν λόγω Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα βάσει των ισχυουσών διατάξεων της εσωτερικής νομοθεσίας ή οποιασδήποτε ενωσιακής νομικής πράξης. Εντούτοις, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πρέπει να καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια προκειμένου να αποκτήσει τον/τους ΑΦΜ και την ημερομηνία γέννησης όσον αφορά Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς έως το τέλος του δεύτερου ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους κατά το οποίο οι Προϋπάρχοντες Λογαριασμοί ταυτοποιήθηκαν ως Δηλωτέοι Λογαριασμοί.

Δ. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην ενότητα A' παράγραφος 1, ο ΑΦΜ δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθεί εάν δεν έχει εκδοθεί από το οικείο κράτος-μέλος ή από άλλη δικαιοδοσία κατοικίας.

Ε. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην ενότητα A' παράγραφος 1, ο τόπος γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθεί, εκτός εάν:

1. το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται άλλως να τον πληροφορηθεί και να τον δηλώσει βάσει των ισχυουσών διατάξεων της εσωτερικής νομοθεσίας ή το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται ή έχει άλλως υποχρεωθεί να τον πληροφορηθεί και να τον δηλώσει βάσει οποιασδήποτε ενωσιακής νομικής πράξης η οποία ισχύει ή ήταν σε ισχύ την 5η Ιανουαρίου 2015 και

2. διατίθεται στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.

 

ΤΜΗΜΑ II
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Α. Ένας λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός από την ημερομηνία κατά την οποία ταυτοποιείται ως τέτοιος, σύμφωνα με τις διαδικασίες περί δέουσας επιμέλειας στα Τμήματα II ως VII και, εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά, οι πληροφορίες σχετικά με Δηλωτέο Λογαριασμό πρέπει να υποβάλλονται ετησίως κατά το ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους το οποίο αφορούν οι πληροφορίες.

Β. Το υπόλοιπο ή η αξία ενός λογαριασμού προσδιορίζεται την τελευταία ημέρα του ημερολογιακού έτους.

Γ. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν παρόχους υπηρεσιών για να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την υποβολή στοιχείων και τη δέουσα επιμέλεια οι οποίες ισχύουν για τα ίδια, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας σχετικά με την τήρηση του φορολογικού απορρήτου, της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών και των διατάξεων του ν. 2472/1997, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεώνουν τους τρίτους παρόχους υπηρεσιών να τηρούν αντίγραφα των εγγράφων και των πληροφοριών που αποκτώνται από αυτούς.
(β) Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν βασίζονται στις πληροφορίες για τα Δηλωτέα Πρόσωπα, όπως καθορίζονται από τους τρίτους παρόχους υπηρεσιών για τα οποία γνωρίζουν ή έχουν λόγους να γνωρίζουν ότι οι ως άνω πληροφορίες είναι αναξιόπιστες ή ανακριβείς.
Για τις ανωτέρω υποχρεώσεις συνεχίζουν να ευθύνονται τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και οι ενέργειες των παρόχων υπηρεσιών καταλογίζονται για την εφαρμογή αστικών, διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα.

Δ. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Νέους Λογαριασμούς σε Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς και τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας σε Λογαριασμούς Χαμηλότερης Αξίας. Στην περίπτωση που επιλέξουν να εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Νέους Λογαριασμούς σε Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς, παραμένουν σε ισχύ οι κανόνες που ισχύουν κατά τα λοιπά στους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς.

 

ΤΜΗΜΑ III
ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ

Α. Εισαγωγή. Τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες για το σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών.

Β. Λογαριασμοί χαμηλότερης αξίας. Σε ό,τι αφορά τους λογαριασμούς χαμηλότερης αξίας ισχύουν οι ακόλουθες διαδικασίες:

1. Διεύθυνση κατοικίας. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει στα αρχεία του τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας του Δικαιούχου Ατομικού Λογαριασμού που βασίζεται σε αποδεικτικό έγγραφο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μπορεί να θεωρήσει ότι ο Δικαιούχος Ατομικού Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του στο άλλο κράτος-μέλος ή στην άλλη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται η διεύθυνση προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον ο συγκεκριμένος Δικαιούχος Ατομικού Λογαριασμού είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

2. Έρευνα σε ηλεκτρονικό αρχείο. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν στηρίζεται σε τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας του Δικαιούχου Ατομικού Λογαριασμού που βασίζεται σε αποδεικτικό έγγραφο όπως αναφέρεται στην Ενότητα Β' παράγραφος 1, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πρέπει να ερευνήσει στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που διατηρεί το ίδιο για οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενδείξεις και να εφαρμόσει τις Ενότητες Β' παράγραφοι 3 ως 6:
α) ταυτοποίηση του Δικαιούχου Λογαριασμού ως κατοίκου άλλου κράτους-μέλους·
β) τρέχουσα ταχυδρομική διεύθυνση ή διεύθυνση κατοικίας, συμπεριλαμβανομένης ταχυδρομικής θυρίδας, σε άλλο κράτος-μέλος·
γ) ένας ή παραπάνω τηλεφωνικοί αριθμοί σε άλλο κράτος-μέλος και απουσία τηλεφωνικού αριθμού στην Ελλάδα, εφόσον στην Ελλάδα υφίσταται η υποχρέωση του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος·
δ) πάγιες εντολές, εκτός όσων σχετίζονται με Καταθετικό Λογαριασμό για μεταφορά κεφαλαίων σε λογαριασμό που τηρείται σε άλλο κράτος-μέλος·
ε) ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής που χορηγείται σε πρόσωπο με διεύθυνση σε άλλο κράτος-μέλος· ή
στ) οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» σε άλλο κράτος- μέλος αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν έχει στα αρχεία του άλλη διεύθυνση για τον Δικαιούχο Λογαριασμού.

3. Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα δεν βρεθεί καμία από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στην Ενότητα Β' παράγραφος 2, τότε δεν απαιτείται καμία περαιτέρω ενέργεια μέχρις ότου υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με το λογαριασμό ή ο λογαριασμός να καταστεί Λογαριασμός Υψηλής Αξίας.

4. Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα βρεθεί οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στις Ενότητες Β' παράγραφος 2 στοιχεία α' ως ε' ή αν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με το λογαριασμό, τότε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να θεωρήσει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του σε κάθε άλλο κράτος-μέλος για το οποίο ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την Ενότητα Β' παράγραφος 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής σε ό,τι αφορά τον εν λόγω λογαριασμό.

5. Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα βρεθεί οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» και δεν βρεθεί άλλη διεύθυνση και καμία από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στις Ενότητες Β' παράγραφος 2 στοιχεία α' ως ε' για τον Δικαιούχο Λογαριασμού, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει, με τη σειρά που αρμόζει καλύτερα στις περιστάσεις, να εφαρμόσει την έρευνα σε αρχείο εγγράφων που περιγράφεται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 2 ή να επιδιώξει να εξασφαλίσει από τον Δικαιούχο Λογαριασμού αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο ώστε να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού. Αν δεν βρεθεί ένδειξη κατά την έρευνα σε αρχείο εγγράφων και δεν σταθεί δυνατό να εξασφαλιστεί η αυτοπιστοποίηση ή το αποδεικτικό έγγραφο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται να δηλώσει τον λογαριασμό στην αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, ως μη τεκμηριωμένο λογαριασμό.

6. Παρά την εξεύρεση ενδείξεων σύμφωνα με την Ενότητα Β' παράγραφος 2, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν είναι υποχρεωμένα να θεωρήσουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος άλλου κράτους-μέλους αν:
α) στις πληροφορίες που αφορούν τον Δικαιούχο Λογαριασμού περιλαμβάνεται τρέχουσα ταχυδρομική διεύθυνση ή διεύθυνση κατοικίας στο εν λόγω άλλο κράτος- μέλος, ένας ή παραπάνω τηλεφωνικοί αριθμοί στο εν λόγω άλλο κράτος-μέλος και δεν υπάρχει τηλεφωνικός αριθμός στην Ελλάδα όπου υφίσταται η υποχρέωση του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή πάγιες εντολές σε ό,τι αφορά χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς εκτός των Καταθετικών Λογαριασμών για μεταφορά κεφαλαίων σε λογαριασμό που τηρείται σε άλλο κράτος-μέλος, και το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει ή έχει προηγουμένως εξετάσει και τηρεί στο αρχείο του:
i) αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού του ή των άλλων κρατών-μελών ή άλλης ή άλλων δικαιοδοσιών κατοικίας αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού που δεν περιλαμβάνει το άλλο αυτό κράτος-μέλος και
ii) αποδεικτικό έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι μη δηλωτέος,
β) στις πληροφορίες που αφορούν τον Δικαιούχο Λογαριασμού περιλαμβάνεται ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής που χορηγείται σε πρόσωπο με διεύθυνση σε αυτό το άλλο κράτος-μέλος, και το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει ή έχει προηγουμένως εξετάσει και τηρεί στο αρχείο του:
αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού του ή των άλλων κρατών-μελών ή άλλης ή άλλων δικαιοδοσιών κατοικίας αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού που δεν περιλαμβάνει το άλλο αυτό κράτος-μέλος ή αποδεικτικό έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι μη δηλωτέος.

Γ. Διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης για Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας. Τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν σε ό,τι αφορά τους Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας τις ακόλουθες διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης:

1. Έρευνα σε ηλεκτρονικό αρχείο. Σε ό,τι αφορά τους Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να αναζητήσει στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οποιαδήποτε από τις ενδείξεις οι οποίες αναφέρονται στην Ενότητα Β' παράγραφος 2.

2. Έρευνα σε αρχείο εγγράφων. Αν οι βάσεις δεδομένων με δυνατότητα ηλεκτρονικής αναζήτησης του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος περιλαμβάνουν πεδία για τις πληροφορίες της Ενότητας Γ' παράγραφος 3 και περιέχουν όλα αυτά τα στοιχεία, τότε δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα σε αρχείο εγγράφων. Αν οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων δεν περιέχουν όλες αυτές τις πληροφορίες, τότε σε ό,τι αφορά Λογαριασμό Υψηλής Αξίας το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει επίσης να αναζητήσει στον τρέχοντα κύριο φάκελο του πελάτη και, αν δεν περιλαμβάνονται στον τρέχοντα κύριο φάκελο του πελάτη, στα ακόλουθα έγγραφα που σχετίζονται με τον λογαριασμό και εξασφαλίζονται από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εντός των τελευταίων πέντε (5) ετών οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που αναφέρονται στην Ενότητα Β' παράγραφος 2:
α) το πιο πρόσφατο αποδεικτικό έγγραφο που παρελήφθη σε σχέση με το λογαριασμό,
β) την πιο πρόσφατη σύμβαση ανοίγματος λογαριασμού ή τεκμηρίωση,
γ) την πιο πρόσφατη τεκμηρίωση που εξασφαλίστηκε από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC) ή για άλλους ρυθμιστικούς σκοπούς,
δ) τυχόν ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής και
ε) τυχόν ισχύουσες πάγιες εντολές, εκτός όσων σχετίζονται με Καταθετικό Λογαριασμό, για μεταφορά κεφαλαίων.

3. Εξαίρεση στην περίπτωση που οι βάσεις δεδομένων περιέχουν επαρκείς πληροφορίες. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν υποχρεούνται να προβούν στην έρευνα σε αρχείο εγγράφων που περιγράφεται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 2 στην περίπτωση που οι ηλεκτρονικώς αναζητήσιμες πληροφορίες των δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
α) το καθεστώς κατοικίας του Δικαιούχου Λογαριασμού,
β) τη διεύθυνση κατοικίας και την ταχυδρομική διεύθυνση του Δικαιούχου Λογαριασμού που περιέχονται επί του παρόντος στον φάκελο που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα,
γ) τον ή τους τηλεφωνικούς αριθμούς του Δικαιούχου Λογαριασμού οι οποίοι περιέχονται επί του παρόντος στον φάκελο που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, εάν υπάρχουν,
δ) στην περίπτωση Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών εκτός των Καταθετικών Λογαριασμών, εάν υπάρχουν ισχύουσες πάγιες εντολές για μεταφορά κεφαλαίων του λογαριασμού σε άλλο λογαριασμό, συμπεριλαμβανομένου λογαριασμού σε άλλο υποκατάστημα του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή σε άλλο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα,
ε) εάν υπάρχει τρέχουσα οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» ή για τον Δικαιούχο Λογαριασμού και
στ) εάν υπάρχει πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής για το λογαριασμό.

4. Έρευνα του συμβούλου πελατείας για πραγματική γνώση. Πέρα από την έρευνα σε ηλεκτρονικά αρχεία και σε αρχεία εγγράφων που περιγράφονται στην Ενότητα Γ' παράγραφοι 1 και 2, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει ως Δηλωτέο Λογαριασμό οποιονδήποτε Λογαριασμό Υψηλής Αξίας έχει ανατεθεί σε σύμβουλο πελατείας, συμπεριλαμβανομένων χρηματοοικονομικών λογαριασμών που αθροίζονται με αυτόν τον Λογαριασμό Υψηλής Αξίας, αν ο σύμβουλος πελατείας γνωρίζει πραγματικά ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

5. Αποτελέσματα της ανεύρεσης ενδείξεων.
α) Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται παραπάνω δεν βρεθεί καμία από τις ενδείξεις που περιγράφονται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 2 και δεν έχει διαπιστωθεί ότι ο λογαριασμός τηρείται από Δηλωτέο Πρόσωπο σύμφωνα με την Ενότητα Γ' παράγραφος 4, τότε δεν απαιτείται καμία περαιτέρω ενέργεια μέχρις ότου υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με το λογαριασμό.
β) Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται παραπάνω βρεθεί οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που περιγράφονται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 2 στοιχεία α' ως ε' ή αν υπάρξει μεταγενέστερη αλλαγή στις περιστάσεις η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με το λογαριασμό, τότε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να λογίζει το λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό σε ό,τι αφορά κάθε άλλο κράτος-μέλος για το οποίο ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την Ενότητα Β' παράγραφος 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής όσον αφορά αυτόν το λογαριασμό.
γ) Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται στην Ενότητα Γ' βρεθεί οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» και δεν βρεθεί άλλη διεύθυνση και καμία από τις άλλες ενδείξεις που απαριθμούνται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 2 στοιχεία α' ως ε' για τον Δικαιούχο Λογαριασμού, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να εξασφαλίσει από αυτόν τον Δικαιούχο Λογαριασμού αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο ώστε να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει τέτοια αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο, υποχρεούται να δηλώσει το λογαριασμό στην αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, ως μη τεκμηριωμένο λογαριασμό.

6. Αν Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός δεν είναι Λογαριασμός Υψηλής Αξίας κατά την 31 η Δεκεμβρίου 2015 αλλά καταστεί Λογαριασμός Υψηλής Αξίας κατά την τελευταία ημέρα επόμενου ημερολογιακού έτους, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να ολοκληρώσει τις διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης που περιγράφονται στην Ενότητα Γ' όσον αφορά αυτό το λογαριασμό εντός του ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους κατά το οποίο ο λογαριασμός καθίσταται Λογαριασμός Υψηλής Αξίας. Αν βάσει αυτής της εξέτασης αυτός ο λογαριασμός ταυτοποιηθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποβάλλει τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με το λογαριασμό αυτό σε σχέση με το έτος κατά το οποίο ταυτοποιείται ως Δηλωτέος Λογαριασμός και τα επόμενα έτη σε ετήσια βάση, εκτός αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού πάψει να αποτελεί Δηλωτέο Πρόσωπο.

7. Όταν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα εφαρμόζουν τις διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης που περιγράφονται στην Ενότητα Γ' σε Λογαριασμό Υψηλής Αξίας, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν υποχρεούνται να εφαρμόσουν εκ νέου τις διαδικασίες αυτές, εκτός από την έρευνα του συμβούλου πελατείας που περιγράφεται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 4, στον ίδιο Λογαριασμό Υψηλής Αξίας τα επόμενα έτη, εκτός αν ο λογαριασμός είναι μη τεκμηριωμένος, οπότε τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα οφείλουν να τις εφαρμόσουν εκ νέου ετησίως μέχρις ότου αυτός ο λογαριασμός πάψει να είναι μη τεκμηριωμένος.

8. Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με Λογαριασμό Υψηλής Αξίας η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων που περιγράφονται στην Ενότητα Β' παράγραφος 2 με το λογαριασμό, τότε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό σε ό,τι αφορά κάθε άλλο κράτος-μέλος για το οποίο ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την Ενότητα Β' παράγραφος 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής όσον αφορά αυτόν το λογαριασμό.

9. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα θέτουν σε εφαρμογή διαδικασίες ώστε να διασφαλίσουν ότι ο σύμβουλος πελατείας ταυτοποιεί οποιαδήποτε αλλαγή στις περιστάσεις ενός λογαριασμού. Για παράδειγμα, αν ένας προσωπικός σύμβουλος ενημερωθεί ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει νέα ταχυδρομική διεύθυνση σε άλλο κράτος-μέλος, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα θεωρεί τη νέα διεύθυνση αλλαγή στις περιστάσεις και, αν επιλέξει να εφαρμόσει την Ενότητα Β' παράγραφος 6, εξασφαλίζει την κατάλληλη τεκμηρίωση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού.

Δ. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών Υψηλής Αξίας ολοκληρώνεται μέχρι την 31 η Δεκεμβρίου 2016. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών Χαμηλότερης Αξίας ολοκληρώνεται μέχρι την 31 η Δεκεμβρίου 2017.

Ε. Τυχόν Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός που έχει ταυτοποιηθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός βάσει του παρόντος τμήματος πρέπει να λογιστεί Δηλωτέος Λογαριασμός όλα τα επόμενα έτη, εκτός αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού πάψει να αποτελεί Δηλωτέο Πρόσωπο.

 

ΤΜΗΜΑ IV
ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ

Τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες για το σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Νέων Ατομικών Λογαριασμών.

A. Όσον αφορά τους Νέους Ατομικούς Λογαριασμούς, με το άνοιγμα του λογαριασμού το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει την αυτοπιστοποίηση, που μπορεί να είναι μέρος της τεκμηρίωσης για το άνοιγμα του λογαριασμού, η οποία επιτρέπει στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού και να επιβεβαιώσει την ευλογοφάνεια της αυτοπιστοποίησης αυτής με βάση τις πληροφορίες που συνέλεξε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σε σχέση με το άνοιγμα του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης τυχόν τεκμηρίωσης που συγκέντρωσε σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC).

Β. Αν από την αυτοπιστοποίηση διαπιστώνεται ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του σε άλλο κράτος-μέλος, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό και η αυτοπιστοποίηση επίσης περιλαμβάνει τον ΑΦΜ του Δικαιούχου Λογαριασμού σε αυτό το άλλο κράτος- μέλος, με την επιφύλαξη της παραγράφου Δ' του Τμήματος I, και την ημερομηνία γέννησης.

Γ. Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις που σχετίζονται με Νέο Ατομικό Λογαριασμό η οποία έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να γνωρίζει, ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αρχική αυτοπιστοποίηση είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν μπορεί να βασιστεί στην αρχική αυτοπιστοποίηση και εξασφαλίζει ισχύουσα αυτοπιστοποίηση που βεβαιώνει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού.

 

ΤΜΗΜΑ V
ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

Τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων:

Α. Λογαριασμοί Οντοτήτων που δεν είναι απαραίτητο να εξεταστούν, να ταυτοποιηθούν ή να δηλωθούν. Εκτός αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αποφασίσει διαφορετικά είτε σε ό,τι αφορά όλους τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων είτε ξεχωριστά, σε ό,τι αφορά μια σαφώς προσδιορισμένη ομάδα τέτοιων λογαριασμών, Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) δολάρια ΗΠΑ δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί, να ταυτοποιηθεί ή να δηλωθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός έως ότου το αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία του λογαριασμού υπερβεί αυτό το ποσό κατά την τελευταία ημέρα οποιουδήποτε επόμενου ημερολογιακού έτους.

Β. Λογαριασμοί Οντοτήτων που υπόκεινται σε εξέταση. Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που υπερβαίνει, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) δολάρια ΗΠΑ και Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων που δεν υπερβαίνει αυτό το ποσό κατά την 31 η Δεκεμβρίου 2015, αλλά το αθροιστικό υπόλοιπο ή η αξία του υπερβαίνει το εν λόγω ποσό κατά την τελευταία ημέρα οποιουδήποτε επόμενου ημερολογιακού έτους, εξετάζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Δ'.

Γ. Λογαριασμοί Οντοτήτων για τους οποίους απαιτείται δήλωση. Σε ό,τι αφορά τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων που περιγράφονται στην παράγραφο Β' , μόνο οι λογαριασμοί που τηρούνται από μία ή περισσότερες οντότητες που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα λογίζονται ως Δηλωτέοι Λογαριασμοί.

Δ. Διαδικασίες εξέτασης για την ταυτοποίηση Λογαριασμών Οντοτήτων που πρέπει να δηλωθούν. Για τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων που περιγράφονται στην παράγραφο Β', τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες εξέτασης ώστε να προσδιορίσουν εάν ο λογαριασμός τηρείται από ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα:

1. Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.
α) Εξέταση των πληροφοριών που τηρούνται για ρυθμιστικούς σκοπούς ή σκοπούς διαχείρισης σχέσεων με πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που συλλέγονται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC), ώστε να προσδιοριστεί αν οι πληροφορίες υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος άλλου κράτους- μέλους. Για το σκοπό αυτόν, οι πληροφορίες που υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος άλλου κράτους-μέλους περιλαμβάνουν τόπο ίδρυσης ή σύστασης ή διεύθυνση σε άλλο κράτος-μέλος.
β) Αν οι πληροφορίες υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος άλλου κράτους-μέλους, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό εκτός αν εξασφαλίσει αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή προσδιορίσει ευλόγως, βάσει πληροφοριών που έχει στην κατοχή του ή που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

2. Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Όσον αφορά Δικαιούχο Λογαριασμού Προϋπάρχοντος Λογαριασμού Οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένης οντότητας που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Αν οποιοσδήποτε από τα Ελέγχοντα Πρόσωπα μιας παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τότε ο λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός. Προβαίνοντας στις ενέργειες αυτές, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ακολουθεί την καθοδήγηση των Ενοτήτων Δ' παράγραφος 2 στοιχεία α' ως γ' με τη σειρά που αρμόζει περισσότερο στις περιστάσεις.
α) Προσδιορισμός του κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ. Προκειμένου να προσδιορίσει κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ώστε να εξακριβώσει το καθεστώς του, εκτός αν έχει στην κατοχή του πληροφορίες ή υπάρχουν πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό βάσει των οποίων μπορεί να προσδιορίσει ευλόγως ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι ενεργή ΜΧΟ ή Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εκτός Επενδυτικής Οντότητας που περιγράφεται στην Ενότητα A' παράγραφος 6 στοιχείο β' του Τμήματος VIII το οποίο δεν αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.
β) Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων Δικαιούχου Λογαριασμού. Προκειμένου να προσδιορίσουν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/ Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC).
γ) Προσδιορισμός του κατά πόσον ένα Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Προκειμένου να προσδιορίσουν κατά πόσον ένα Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται:
i) σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC) στην περίπτωση Προϋπάρχοντος Λογαριασμού Οντοτήτων που τηρούν μία ή περισσότερες ΜΧΟ με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε ένα εκατομμύριο (1.000.000) δολάρια ΗΠΑ ή
ii) σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή σχετικό Ελέγχον Πρόσωπο του ή των κρατών-μελών ή άλλης ή άλλων δικαιοδοσιών όπου έχει τη φορολογική του κατοικία το Ελέγχον Πρόσωπο.

Ε. Χρονοδιάγραμμα της εξέτασης και πρόσθετες διαδικασίες που εφαρμόζονται στους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων.

1. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) δολάρια ΗΠΑ πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017.

2. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) δολάρια ΗΠΑ, αλλά υπερβαίνει αυτό το ποσό κατά την 31 η Δεκεμβρίου επόμενου έτους, πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέσα στο ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους κατά το οποίο το αθροιστικό υπόλοιπο ή η αξία υπερβαίνει αυτό το ποσό.

3. Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με Προϋπάρχοντα Λογαριασμό Οντοτήτων που έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να γνωρίζει ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αυτοπιστοποίηση ή άλλη τεκμηρίωση που σχετίζεται με ένα λογαριασμό είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει εκ νέου το καθεστώς του λογαριασμού σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Δ'.

 

ΤΜΗΜΑ VI
ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

Τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Νέων Λογαριασμών Οντοτήτων. Διαδικασίες εξέτασης για την ταυτοποίηση Λογαριασμών Οντοτήτων που πρέπει να δηλωθούν. Για τους Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων, τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες εξέτασης ώστε να προσδιορίσουν εάν ο λογαριασμός τηρείται από ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα:

1. Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.
α) Εξασφάλιση αυτοπιστοποίησης, που μπορεί να είναι μέρος της τεκμηρίωσης για το άνοιγμα του λογαριασμού, η οποία επιτρέπει στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού και να επιβεβαιώσει την ευλογοφάνεια της αυτοπιστοποίησης αυτής με βάση τις πληροφορίες που συλλέγει το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σε σχέση με το άνοιγμα του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης τεκμηρίωσης που συγκεντρώνεται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/ Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC). Αν η Οντότητα πιστοποιήσει ότι δεν έχει φορολογική κατοικία, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μπορεί να βασίζεται στη διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας προκειμένου να προσδιορίσει την κατοικία του Δικαιούχου Λογαριασμού.
β) Αν η αυτοπιστοποίηση υποδεικνύει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος άλλου κράτους-μέλους, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό εκτός αν προσδιορίσει ευλόγως, βάσει πληροφοριών που έχει στην κατοχή του ή που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο σε ό,τι αφορά το άλλο αυτό κράτος-μέλος.

2. Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Όσον αφορά Δικαιούχο Λογαριασμού Νέου Λογαριασμού Οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένης Οντότητας που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Αν οποιοδήποτε από τα Ελέγχοντα Πρόσωπα μιας παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, τότε ο λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός. Προβαίνοντας στις ενέργειες αυτές, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ακολουθεί την καθοδήγηση των Ενοτήτων Α' παράγραφος 2 στοιχεία α' ως γ' με τη σειρά που αρμόζει περισσότερο στις περιστάσεις:
α) Προσδιορισμός του κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ. Προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να βασιστεί σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ώστε να εξακριβώσει το καθεστώς του, εκτός αν έχει στην κατοχή του πληροφορίες ή υπάρχουν πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό βάσει των οποίων μπορεί να προσδιορίσει ευλόγως ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι ενεργή ΜΧΟ ή Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εκτός Επενδυτικής Οντότητας η οποία περιγράφεται στην Ενότητα A' παράγραφος 6 στοιχείο β' του Τμήματος VIII που δεν αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.
β) Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων Δικαιούχου Λογαριασμού. Προκειμένου να προσδιοριστούν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC).
γ) Προσδιορισμός του κατά πόσον ένα Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον το Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή το σχετικό Ελέγχον Πρόσωπο.

 

ΤΜΗΜΑ VII
ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται κατά την εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που ορίζονται ανωτέρω να εφαρμόζουν τους ακόλουθους πρόσθετους κανόνες:

Α. Αξιοπιστία αυτοπιστοποιήσεων και αποδεικτικών εγγράφων. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν μπορούν να βασίζονται σε αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα γνωρίζουν ή θεωρούν ευλόγως ότι η αυτοπιστοποίηση ή το αποδεικτικό έγγραφο είναι λανθασμένα ή αναξιόπιστα.

Β. Εναλλακτικές διαδικασίες για Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούν μεμονωμένοι Δικαιούχοι Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων και για ομαδικά Ασφαλιστήρια Συμβόλαια με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαια Προσόδων. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν ότι μεμονωμένος δικαιούχος, εκτός του ιδιοκτήτη, Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων στον οποίο καταβάλλεται παροχή θανάτου δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο και μπορούν να θεωρήσουν έναν τέτοιο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό μη Δηλωτέο Λογαριασμό, εκτός αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα γνωρίζουν πραγματικά, ή θεωρούν ευλόγως, ότι ο δικαιούχος είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα θεωρούν ευλόγως ότι ο δικαιούχος Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων είναι Δηλωτέο Πρόσωπο αν οι πληροφορίες που συλλέγονται από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και σχετίζονται με τον δικαιούχο περιλαμβάνουν ενδείξεις κατά τα περιγραφόμενα στην παράγραφο Β' του Τμήματος III. Αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα γνωρίζουν πραγματικά, ή θεωρούν ευλόγως, ότι ο δικαιούχος είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να ακολουθήσουν τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Β' του Τμήματος III.
Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που αποτελεί συμμετοχικό δικαίωμα σε ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που δεν είναι Δηλωτέος Λογαριασμός μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία ένα ποσό είναι πληρωτέο στον εργαζόμενο/κάτοχο πιστοποιητικού ή τον δικαιούχο, αν ο Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που αποτελεί συμμετοχικό δικαίωμα σε Ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
i) το Ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων εκδίδεται σε εργοδότη και καλύπτει είκοσι πέντε (25) ή περισσότερους εργαζόμενους/κατόχους πιστοποιητικού,
ii) οι εργαζόμενοι/κάτοχοι πιστοποιητικού έχουν το δικαίωμα να λάβουν οποιαδήποτε συμβατική αξία σχετίζεται με τα συμφέροντά τους και να κατονομάσουν δικαιούχους για την παροχή που καταβάλλεται με τον θάνατο του εργαζομένου και
iii) το αθροιστικό ποσό που είναι πληρωτέο σε οποιονδήποτε εργαζόμενο/κάτοχο πιστοποιητικού ή δικαιούχο δεν υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε ένα εκατομμύριο (1.000.000) δολάρια ΗΠΑ.
Ο όρος «Ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς» σημαίνει ασφαλιστική σύμβαση με αξία εξαγοράς που:
i) παρέχει κάλυψη σε άτομα τα οποία συνδέονται μέσω εργοδότη, εμπορικής ένωσης, συνδικαλιστικής οργάνωσης ή άλλης ένωσης ή ομάδας και
ii) χρεώνει ασφάλιστρο για κάθε μέλος της ομάδας ή μέλος κατηγορίας εντός της ομάδας το οποίο καθορίζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλα ατομικά χαρακτηριστικά υγείας εκτός της ηλικίας, του φύλου και των καπνιστικών συνηθειών του μέλους ή της κατηγορίας μελών της ομάδας.
Ο όρος «Ομαδικό Συμβόλαιο Προσόδων» σημαίνει σύμβαση προσόδων σύμφωνα με την οποία οι δανειστές είναι άτομα που συνδέονται μέσω εργοδότη, εμπορικής ένωσης, συνδικαλιστικής οργάνωσης ή άλλης ένωσης ή ομάδας.

Γ. Άθροιση υπολοίπων λογαριασμών και κανόνες για τα νομίσματα.

1. Άθροιση Ατομικών Λογαριασμών. Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από φυσικό πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αθροίζει όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούνται στο ίδιο ή σε Συνδεόμενη Οντότητα, αλλά μόνο στο βαθμό που τα μηχανογραφημένα συστήματά του συνδέουν τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς μέσω στοιχείου, όπως ο αριθμός πελάτη ή ο ΑΦΜ και επιτρέπουν την άθροιση των υπολοίπων ή των αξιών των λογαριασμών. Για την εφαρμογή των απαιτήσεων άθροισης που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο, σε καθέναν από τους δικαιούχους κοινού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού καταλογίζεται ολόκληρο το υπόλοιπο ή η αξία του λογαριασμού αυτού.

2. Άθροιση Λογαριασμών Οντοτήτων. Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από Οντότητα, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λαμβάνει υπόψη όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούνται στο ίδιο ή σε Συνδεόμενη Οντότητα, αλλά μόνο στο βαθμό που τα μηχανογραφημένα συστήματά του συνδέουν τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς μέσω στοιχείου, όπως ο αριθμός πελάτη ή ο ΑΦΜ και επιτρέπουν την άθροιση των υπολοίπων ή των αξιών των λογαριασμών. Για την εφαρμογή των απαιτήσεων άθροισης που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο, σε καθέναν από τους δικαιούχους κοινού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού καταλογίζεται ολόκληρο το υπόλοιπο ή η αξία του λογαριασμού αυτού.

3. Ειδικός κανόνας άθροισης για τους συμβούλους πελατείας. Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από πρόσωπο, με σκοπό να προσδιοριστεί αν ένας Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός είναι Υψηλής Αξίας, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει επίσης, να αθροίζει όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που ο σύμβουλος πελατείας γνωρίζει ή ευλόγως θεωρεί ότι άμεσα ή έμμεσα ανήκουν, ελέγχονται ή έχουν ανοιχθεί, αλλά όχι με την ιδιότητα του θεματοφύλακα, από το ίδιο πρόσωπο.

4. Ποσά που λογίζεται ότι περιλαμβάνουν το ισοδύναμό τους σε άλλα νομίσματα. Όλα τα ποσά που εκφράζονται σε ευρώ λογίζεται ότι περιλαμβάνουν το ισοδύναμό τους σε άλλα νομίσματα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας.

 

ΤΜΗΜΑ VIII
ΟΡΙΣΜΟΙ

Οι ακόλουθοι ορισμοί έχουν την έννοια που ορίζεται κάτωθι:

Α. Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.

1. Ως «Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται κάθε Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που δεν είναι Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Ως «Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται:
κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι κάτοικος στην Ελλάδα, εξαιρουμένου κάθε υποκαταστήματος αυτού του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που ευρίσκεται εκτός της Ελλάδας και
κάθε ευρισκόμενο στην Ελλάδα υποκατάστημα Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος το οποίο δεν είναι κάτοικος στην Ελλάδα.

2. Ως «Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας» νοείται:
κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι κάτοικος σε Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία, εξαιρουμένου κάθε υποκαταστήματος αυτού του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που ευρίσκεται εκτός της Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας αυτής και
κάθε ευρισκόμενο σε Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία υποκατάστημα Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία αυτή.

3. Ως «Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται κάθε Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Ίδρυμα Καταθέσεων, Επενδυτική Οντότητα ή Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία.

4. Ως «Ίδρυμα Θεματοφυλακής» νοείται κάθε Οντότητα που αναπτύσσει δραστηριότητα της οποίας ουσιώδης πτυχή είναι η φύλαξη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτων. Η φύλαξη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτων συνιστά ουσιώδη πτυχή της δραστηριότητας οντότητας εάν το ακαθάριστο εισόδημα της Οντότητας από τη φύλαξη χρηματοοικονομικών στοιχείων και συναφείς χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ανέρχεται τουλάχιστον στο 20% του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα:
την τριετία που λήγει την 31 η Δεκεμβρίου ή την τελευταία ημέρα μη ημερολογιακής ετήσιας λογιστικής περιόδου πριν από το έτος του προσδιορισμού ή το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα.

5. Ως «Ίδρυμα Καταθέσεων» νοείται κάθε Οντότητα που δέχεται καταθέσεις στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρεμφερών δραστηριοτήτων.

6. Ως «Επενδυτική Οντότητα» νοείται κάθε Οντότητα:
α) η οποία ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα
μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες εργασίες ή πράξεις για λογαριασμό ή εξ ονόματος πελάτη:
αγοραπωλησίες: μέσων της χρηματαγοράς (επιταγών, γραμματίων, πιστοποιητικών καταθέσεων, παραγώγων κ.λπ.) συναλλάγματος μέσων συνδεόμενων με συνάλλαγμα, επιτόκια και δείκτες κινητών αξιών ή συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης επί βασικών εμπορευμάτων,
ατομική και συλλογική διαχείριση χαρτοφυλακίου ή
άλλες δραστηριότητες επένδυσης ή διαχείρισης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή χρημάτων εξ ονόματος τρίτων ή
β) το καθαρό εισόδημα της οποίας προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, εάν την Οντότητα διαχειρίζεται άλλη Οντότητα που είναι Ίδρυμα Καταθέσεων, Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία ή Επενδυτική Οντότητα περιγραφόμενη στην Ενότητα Α' παράγραφος 6 στοιχείο α'. Μία Οντότητα θεωρείται ότι ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις εργασίες που περιγράφονται στην ενότητα Α' παράγραφος 6 στοιχείο α' ή το ακαθάριστο εισόδημά της προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για τους σκοπούς της ενότητας A' παράγραφος 6 στοιχείο β' εάν το ακαθάριστο εισόδημά της από τις σχετικές εργασίες ανέρχεται τουλάχιστον στο 50% του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα:
i) την τριετία που λήγει την 31 η Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους του προσδιορισμού ή
ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα.
Στον όρο «Επενδυτική Οντότητα» δεν περιλαμβάνονται Οντότητες που αποτελούν ενεργές ΜΧΟ, σύμφωνα με τα κριτήρια της ενότητας Δ' παράγραφος 8 στοιχεία δ' έως ζ' . Η παρούσα παράγραφος ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με την παρεμφερή διατύπωση που χρησιμοποιείται για τον ορισμό του «Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος» στις συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης.

7. Στον όρο «Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο» περιλαμβάνονται οι τίτλοι (όπως μερίδιο στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών, εταιρικά δικαιώματα ή δικαιώματα επικαρπίας σε ευρείας συμμετοχής ή εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά προσωπικές εταιρείες ή καταπιστεύματα, γραμμάτια, ομολογίες, μη εγγυημένα ομόλογα ή άλλα αποδεικτικά οφειλής), εταιρικά δικαιώματα, εμπορεύματα, συμβάσεις ανταλλαγής (όπως συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων, συμβάσεις ανταλλαγής νομισμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων διαφορετικής βάσης, συμβάσεις ανώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις κατώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής μετοχών, συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με δείκτες μετοχών ή παρεμφερείς συμφωνίες), ασφαλιστικές συμβάσεις ή συμβάσεις περιοδικών προσόδων ή κάθε δικαίωμα (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων μελλοντικής εκπλήρωσης, των προθεσμιακών συμβάσεων ή συναφών δικαιωμάτων προαίρεσης) επί τίτλου, εταιρικού δικαιώματος, εμπορεύματος, σύμβασης ανταλλαγής, ασφαλιστικής σύμβασης ή σύμβασης περιοδικών προσόδων. Στον όρο «Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο» δεν περιλαμβάνονται μη συνδεόμενα με οφειλή άμεσα δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας.

8. Ως «Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία» νοείται κάθε Οντότητα, η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία ή η εταιρεία συμμετοχών που ελέγχει ασφαλιστική εταιρεία που προσφέρει Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων ή υποχρεούται να καταβάλει πληρωμές δυνάμει τέτοιου είδους συμβολαίων.

Β. Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα 1. Ως «Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι:
α) Κρατική Οντότητα, Διεθνής Οργανισμός ή Κεντρική Τράπεζα, όχι όμως όσον αφορά πληρωμή προκύπτουσα από υποχρέωση που έχει αναληφθεί σε σχέση με εμπορική χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ανήκουσα σε είδος δραστηριότητας που ασκείται από Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία, Ίδρυμα Θεματοφυλακής ή Ίδρυμα Καταθέσεων.
β) Συνταξιοδοτικό Ταμείο Ευρείας Συμμετοχής, Συνταξιοδοτικό Ταμείο Περιορισμένης Συμμετοχής, Συνταξιοδοτικό Ταμείο Κρατικής Οντότητας, Διεθνούς Οργανισμού ή Κεντρικής Τράπεζας ή Εγκεκριμένος Εκδότης Πιστωτικών Καρτών,
γ) άλλη Οντότητα που παρουσιάζει χαμηλό κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για φοροδιαφυγή, έχει παρεμφερή επί της ουσίας χαρακτηριστικά με οποιαδήποτε από τις οντότητες που περιγράφονται στην Ενότητα B' παράγραφος 1 στοιχεία α' και β' και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των Μη Δηλούντων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων που ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 περίπτωση β' του παρόντος νόμου, εφόσον το καθεστώς της Οντότητας αυτής ως Μη Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος δεν παρεμποδίζει την επίτευξη των σκοπών του παρόντος νόμου.
δ) Απαλλασσόμενος Οργανισμός Συλλογικών Επενδύσεων ή
ε) καταπίστευμα στο βαθμό που ο καταπιστευματοδόχος είναι Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και δηλώνει όλες τις πληροφορίες που πρέπει να δηλώνονται, σύμφωνα με το Τμήμα I για όλους τους Δηλωτέους Λογαριασμούς του καταπιστεύματος.

2. Ως «Κρατική Οντότητα» νοείται η κυβέρνηση κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας, κάθε πολιτική υποδιαίρεση κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας που, για την αποφυγή αμφιβολιών, καλύπτει ως όρος τα κράτη, τις επαρχίες, τις περιφέρειες και τους δήμους ή κάθε υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας ή ενός ή περισσοτέρων εκ των προαναφερόμενων καθένα από τα οποία αποτελεί «Κρατική Οντότητα». Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα συνιστώντα μέρη, οι ελεγχόμενες οντότητες και οι πολιτικές υποδιαιρέσεις κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας.
α) Ως «συνιστών μέρος» κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας νοείται κάθε πρόσωπο, οργανισμός, υπηρεσία, γραφείο, ταμείο, όργανο ή άλλος φορέας, ανεξαρτήτως ονομασίας, που αποτελεί διοικούσα αρχή στο κράτος-μέλος ή τη δικαιοδοσία. Τα καθαρά έσοδα της διοικούσας αρχής πρέπει να πιστώνονται στο λογαριασμό της ή στους λογαριασμούς του κράτους-μέλους ή της δικαιοδοσίας και κανένα μερίδιό τους δεν πρέπει να καταλήγει προς όφελος ιδιώτη.
Στον όρο «συνιστών μέρος» δεν περιλαμβάνονται φυσικά πρόσωπα ασκούντα εξουσία ή κατέχοντα επίσημες ή διοικητικές θέσεις τα οποία ενεργούν ως ιδιώτες ή υπό την προσωπική τους ιδιότητα.
β) Ως «ελεγχόμενη οντότητα» νοείται κάθε Οντότητα που είναι διακριτή ως προς τη μορφή της από κάθε κράτος-μέλος ή άλλη δικαιοδοσία ή συνιστά άλλως διακριτή νομική οντότητα, υπό την προϋπόθεση ότι:
i) η Οντότητα τελεί υπό την πλήρη κυριότητα και τον πλήρη έλεγχο μιας ή περισσοτέρων Κρατικών Οντοτήτων είτε άμεσα είτε μέσω μιας ή περισσοτέρων ελεγχόμενων οντοτήτων,
ii) τα καθαρά έσοδα της Οντότητας πιστώνονται στο λογαριασμό της ή στους λογαριασμούς μίας ή περισσοτέρων Κρατικών Οντοτήτων και κανένα μερίδιο του εισοδήματός της δεν καταλήγει προς όφελος ιδιώτη και
iii) με τη διάλυσή της, τα περιουσιακά στοιχεία της Οντότητας περιέρχονται σε μία ή περισσότερες Κρατικές Οντότητες.
γ) Το εισόδημα δεν θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν τα πρόσωπα αυτά είναι οι προβλεπόμενοι δικαιούχοι κρατικού προγράμματος και οι δραστηριότητες του προγράμματος εκτελούνται υπέρ της κοινής ωφέλειας του γενικού πληθυσμού ή αφορούν τη διαχείριση ορισμένης πτυχής της διακυβέρνησης. Ωστόσο, κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, το εισόδημα θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν προκύπτει από τη χρήση Κρατικής Οντότητας για την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων, όπως, παραδείγματος χάρη, εμπορικών τραπεζικών δραστηριοτήτων, μέσω των οποίων παρέχονται χρηματοοικονομικές υπηρεσίες σε ιδιώτες.

3. Ως «Διεθνής Οργανισμός» νοείται κάθε διεθνής οργανισμός ή υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα αυτού. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται κάθε διακυβερνητικός οργανισμός συμπεριλαμβανομένων των υπερεθνικών:
i) που απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από κυβερνήσεις,
ii) που έχει σε ισχύ συμφωνία έδρας ή παρεμφερή επί της ουσίας συμφωνία με κάθε κράτος-μέλος ή άλλη δικαιοδοσία και
iii) του οποίου το εισόδημα δεν καταλήγει προς όφελος ιδιωτών.

4. Ως «Κεντρική Τράπεζα» νοείται κάθε ίδρυμα, το οποίο, είτε δια νόμου είτε με την έγκριση της κυβέρνησης, αποτελεί, εκτός από την κυβέρνηση του κράτους-μέλους ή της δικαιοδοσίας αυτή καθεαυτή, την κύρια αρχή έκδοσης μέσων προοριζόμενων να κυκλοφορήσουν ως νόμισμα. Στα ιδρύματα αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται όργανα διακριτά από την κυβέρνηση του κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας είτε βρίσκονται υπό την πλήρη ή μερική κυριότητα του κράτους-μέλους ή της δικαιοδοσίας είτε όχι.

5. Ως «Συνταξιοδοτικό Ταμείο Ευρείας Συμμετοχής» νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου ή συνδυασμό αυτών, ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσες υπηρεσίες, σε δικαιούχους που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς σε έναν ή περισσότερους εργοδότες, υπό την προϋπόθεση ότι το ταμείο:
α) δεν έχει δικαιούχο με δικαίωμα επί των περιουσιακών στοιχείων του ταμείου που να υπερβαίνει το 5%,
β) υπόκειται σε κρατική κανονιστική ρύθμιση και υποβάλλει δηλώσεις πληροφοριών στις φορολογικές αρχές και
γ) πληροί τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:
i) το ταμείο απαλλάσσεται γενικά από φόρους επί του εισοδήματός του που προέρχεται από επενδύσεις ή στο εισόδημα αυτό επιβάλλεται αναβαλλόμενος φόρος ή φόρος με μειωμένο συντελεστή, επειδή πρόκειται για συνταξιοδοτικό πρόγραμμα,
ii) το ταμείο λαμβάνει από τους εργοδότες που το χρηματοδοτούν τουλάχιστον το 50% των συνολικών εισφορών του πλην μεταφορών περιουσιακών στοιχείων από άλλα προγράμματα περιγραφόμενα στην Ενότητα Β' παράγραφοι 5 έως 7 ή από συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο α',
iii) διανομή ή ανάληψη ποσών από το ταμείο επιτρέπεται μόνον όταν επέρχονται συγκεκριμένα περιστατικά σχετιζόμενα με συνταξιοδότηση, αναπηρία ή θάνατο πλην διανεμόμενων ποσών που επανατοποθετούνται σε άλλα συνταξιοδοτικά ταμεία περιγραφόμενα στην ενότητα B' παράγραφοι 5 έως 7 ή σε συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο α' , διαφορετικά, εάν η διανομή ή η ανάληψη πραγματοποιηθεί πριν από τα οριζόμενα αυτά περιστατικά, επιβαρύνεται με ποινή ή
iv) οι εισφορές πλην ορισμένων επιτρεπόμενων συμπληρωματικών εισφορών των εργαζομένων στο ταμείο περιορίζονται σε συνάρτηση με το δεδουλευμένο εισόδημα του εργαζομένου ή δεν επιτρέπεται να υπερβούν ετησίως ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε 50.000 δολάρια ΗΠΑ, εφαρμοζομένων των κανόνων που ορίζονται στο Τμήμα VII Ενότητα Γ' για την άθροιση των λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.

6. Ως «Συνταξιοδοτικό Ταμείο Περιορισμένης Συμμετοχής» νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου, ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσες υπηρεσίες, σε δικαιούχους που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς σε έναν ή περισσότερους εργοδότες, υπό την προϋπόθεση ότι:
α) το ταμείο έχει λιγότερους από 50 συμμετέχοντες,
β) το ταμείο χρηματοδοτείται από έναν ή περισσότερους εργοδότες που δεν είναι Επενδυτικές Οντότητες ή Παθητικές ΜΧΟ,
γ) οι εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών στο ταμείο, πλην μεταφορών περιουσιακών στοιχείων από συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο α' περιορίζονται σε συνάρτηση με το δεδουλευμένο εισόδημα και την αμοιβή του εργαζομένου, αντιστοίχως,
δ) οι συμμετέχοντες που δεν είναι κάτοικοι κάθε κράτους-μέλους όπου έχει την έδρα του το ταμείο δεν έχουν δικαίωμα επί των περιουσιακών στοιχείων του ταμείου που να υπερβαίνει το 20% και
ε) το ταμείο υπόκειται σε κρατική κανονιστική ρύθμιση και υποβάλλει πληροφορίες στις φορολογικές αρχές.

7. Ως «Συνταξιοδοτικό Ταμείο Κρατικής Οντότητας, Διεθνούς Οργανισμού ή Κεντρικής Τράπεζας» νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται από Κρατική Οντότητα, Διεθνή Οργανισμό ή Κεντρική Τράπεζα για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου σε δικαιούχους ή συμμετέχοντες που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς ή που δεν είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι, εάν οι παροχές προς τους δικαιούχους ή τους συμμετέχοντες αυτούς χορηγούνται ως αντάλλαγμα για προσωπικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν για την Κρατική Οντότητα, το Διεθνή Οργανισμό ή την Κεντρική Τράπεζα.

8. Ως «Εγκεκριμένος Εκδότης Πιστωτικών Καρτών» νοείται κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα απλώς και μόνον επειδή είναι εκδότης πιστωτικών καρτών, ο οποίος δέχεται καταθέσεις μόνον όταν ο πελάτης καταβάλλει ποσό που υπερβαίνει το χρεωστικό υπόλοιπο της κάρτας και το καταβληθέν πλεονάζον ποσό δεν επιστρέφεται αμέσως στον πελάτη και
β) από ή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016, εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες ώστε είτε να μη δύναται ο πελάτης να καταβάλει πλεονάζον ποσό που να υπερβαίνει ποσό σε ευρώ που αντιστοιχεί σε 50.000 δολάρια ΗΠΑ, είτε να επιστρέφεται στον πελάτη εντός 60 ημερών κάθε καταβληθέν πλεονάζον ποσό που υπερβαίνει το εν λόγω ποσό, εφαρμοζομένων σε αμφότερες τις περιπτώσεις των κανόνων που ορίζονται στο Τμήμα VII Ενότητα Γ' για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, το καταβληθέν από τον πελάτη πλεονάζον ποσό δεν αναφέρεται σε πιστωτικά υπόλοιπα στο βαθμό που αυτά σχετίζονται με αμφισβητηθείσες χρεώσεις, αλλά περιλαμβάνει πιστωτικά υπόλοιπα που προκύπτουν από επιστροφές εμπορευμάτων.

9. Ως «Απαλλασσόμενος Οργανισμός Συλλογικών Επενδύσεων» νοείται κάθε Επενδυτική Οντότητα που υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα δικαιώματα επί του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων τηρούνται από φυσικά πρόσωπα ή Οντότητες που δεν είναι Δηλωτέα Πρόσωπα ή μέσω τέτοιων φυσικών προσώπων ή Οντοτήτων, εκτός από Παθητικές ΜΧΟ με Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα.
Επενδυτική Οντότητα που υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν παύει να θεωρείται δυνάμει της Ενότητας Β' παράγραφος 9 Απαλλασσόμενος Οργανισμός Συλλογικών Επενδύσεων απλώς και μόνον επειδή ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων έχει εκδώσει υλικές μετοχές στον κομιστή, υπό την προϋπόθεση ότι:
α) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν έχει εκ-δώσει και δεν εκδίδει υλικές μετοχές στον κομιστή μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2015,
β) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων αποσύρει όλες τις μετοχές αυτές όταν του παραδίδονται,
γ) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων εκτελεί όλες τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στα Τμήματα II έως VII και δηλώνει όλες τις πληροφορίες που πρέπει να δηλώνονται για τις μετοχές αυτές όταν προσκομίζονται για εξαγορά ή άλλη πληρωμή και
δ) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες που διασφαλίζουν την εξαγορά ή την ακινητοποίηση των μετοχών αυτών το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018.

Γ. Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός

1. Ως «Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός» νοείται λογαριασμός που τηρείται σε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Στον όρο περιλαμβάνονται οι Καταθετικοί Λογαριασμοί, οι Λογαριασμοί Θεματοφυλακής και:
α) σε περίπτωση Επενδυτικής Οντότητας, κάθε συμμετοχικό ή συνδεόμενο με οφειλή δικαίωμα επί του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος. Παρά τα οριζόμενα ανωτέρω, ο όρος «Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός» δεν περιλαμβάνει συμμετοχικά ή συνδεόμενα με οφειλή δικαιώματα επί Οντότητας που αποτελεί Επενδυτική Οντότητα απλώς και μόνον επειδή:
i) παρέχει επενδυτικές συμβουλές σε πελάτη και ενεργεί εξ ονόματός του για την επένδυση ή τη διαχείριση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων κατατεθειμένων στο όνομα του πελάτη σε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα διαφορετικό από την εν λόγω Οντότητα ή
ii) διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια και ενεργεί εξ ονόματος πελάτη για τους ίδιους ως άνω σκοπούς,
β) σε περίπτωση Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που δεν περιγράφεται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 1 στοιχείο α' , κάθε συμμετοχικό ή συνδεόμενο με οφειλή δικαίωμα επί του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος, εάν η κατηγορία των εν λόγω δικαιωμάτων δημιουργήθηκε με σκοπό την αποφυγή της υποβολής δηλώσεων σύμφωνα με το Τμήμα I και
γ) κάθε Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων που προσφέρεται από Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ή τηρείται σε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, πλην των μη συνδεόμενων με επενδύσεις και μη μεταβιβάσιμων συμβολαίων προσόδων άμεσης καταβολής που προσφέρονται σε φυσικά πρόσωπα και καλύπτουν παροχές σύνταξης ή αναπηρίας καταβαλλόμενες στο πλαίσιο Εξαιρούμενων Λογαριασμών.
Στον όρο «Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός» δεν περιλαμβάνονται οι Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί.

2. Ως «Καταθετικός Λογαριασμός» νοείται κάθε εμπορικός, τρεχούμενος, αποταμιευτικός ή προθεσμιακός λογαριασμός ή λογαριασμός βεβαιούμενος από πιστοποιητικό καταθέσεων, πιστοποιητικό αποταμίευσης, πιστοποιητικό επενδύσεων, πιστοποιητικό οφειλής ή άλλο παρόμοιο μέσο που τηρείται σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρόμοιων δραστηριοτήτων. Στον όρο «Καταθετικός Λογαριασμός» περιλαμβάνεται επίσης κάθε ποσό που τηρείται σε ασφαλιστική εταιρεία δυνάμει συμβολαίου εγγυημένης απόδοσης ή παρόμοιας συμφωνίας για την καταβολή ή την πίστωση τόκου επί του ποσού αυτού.

3. Ως «Λογαριασμός Θεματοφυλακής» νοείται κάθε λογαριασμός πλην του Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου ή Συμβολαίου Προσόδων στον οποίο φυλάσσεται ένα ή περισσότερα Χρηματοοικονομικά Περιουσιακά Στοιχεία προς όφελος τρίτου.

4. Ως «Συμμετοχικό Δικαίωμα» νοείται, στην περίπτωση προσωπικής εταιρείας που είναι Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, δικαίωμα είτε επί του κεφαλαίου είτε επί των κερδών της εταιρείας. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, Συμμετοχικό Δικαίωμα θεωρείται ότι κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο λογίζεται καταπιστευματοπάροχος ή δικαιούχος του συνόλου ή μέρους του καταπιστεύματος ή οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο έχει τον τελικό πραγματικό έλεγχο του καταπιστεύματος. Τα Δηλωτέα Πρόσωπα λογίζονται δικαιούχοι καταπιστεύματος εάν έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα (επί παραδείγματι, μέσω εντολοδόχου) υποχρεωτική διανομή ή μπορούν να λαμβάνουν, άμεσα ή έμμεσα, προαιρετική διανομή από το καταπίστευμα.

5. Ως «Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο» νοείται κάθε συμβόλαιο πλην των Συμβολαίων Προσόδων βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλει ποσό όταν επέλθει καθορισμένο περιστατικό που αφορά θάνατο, ασθένεια, ατύχημα, ζημιά ή κίνδυνο σχετιζόμενο με ακίνητη περιουσία.

6. Ως «Συμβόλαιο Προσόδων» νοείται κάθε συμβόλαιο βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλει πληρωμές για χρονική περίοδο που καθορίζεται εν όλω ή εν μέρει σε σχέση με το προσδόκιμο ζωής ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων. Στον όρο περιλαμβάνονται επίσης συμβόλαια που θεωρούνται συμβόλαια προσόδων σύμφωνα με τους νόμους, τους κανονισμούς ή τις πρακτικές κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου συνάπτονται τα συμβόλαια και βάσει των οποίων ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλει πληρωμές για μία σειρά ετών.

7. Ως «Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς» νοείται κάθε Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο πλην συμβολαίου αντασφάλισης ζημιών μεταξύ δύο ασφαλιστικών εταιρειών που έχει αξία εξαγοράς.

8. Ως «Αξία Εξαγοράς» νοείται το μεγαλύτερο από τα δύο ακόλουθα ποσά:
i) το ποσό που δικαιούται να λάβει ο λήπτης της ασφάλισης σε περίπτωση εξαγοράς ή λύσης της σύμβασης χωρίς αφαίρεση τυχόν ποινής εξαγοράς ή δανείου ληφθέντος δυνάμει της ασφαλιστικής σύμβασης και
ii) το ποσό που μπορεί να δανείζεται ο λήπτης της ασφάλισης δυνάμει της σύμβασης ή σε σχέση με τη σύμβαση αυτή.
Παρά τα οριζόμενα ανωτέρω, ο όρος «Αξία Εξαγοράς» δεν περιλαμβάνει τα ποσά που είναι καταβλητέα δυνάμει Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου:
α) αποκλειστικά λόγω θανάτου του φυσικού προσώπου που ήταν ασφαλισμένο με συμβόλαιο ασφάλισης ζωής,
β) ως παροχή λόγω προσωπικής βλάβης ή ασθένειας ή άλλη παροχή που χορηγείται ως αποζημίωση για οικονομική ζημιά προκαλούμενη με την επέλευση του περιστατικού που καλύπτεται από την ασφάλιση,
γ) ως επιστροφή καταβληθέντων ασφαλίστρων μείον το κόστος των ασφαλιστικών τελών, είτε έχουν όντως επιβληθεί είτε όχι δυνάμει Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου πλην συνδεδεμένης με επενδύσεις συμβολαίου ασφάλισης ζωής ή προσόδων λόγω ακύρωσης ή λύσης του συμβολαίου, μείωσης της έκθεσης σε κινδύνους κατά την περίοδο ισχύος του συμβολαίου ή διόρθωσης καταχώρισης ή παρόμοιου σφάλματος σε σχέση με τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται για το συμβόλαιο,
δ) ως μέρισμα υπέρ του λήπτη της ασφάλισης πλην του μερίσματος λύσης, εφόσον το μέρισμα σχετίζεται με Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο δυνάμει της οποίας καταβλητέες είναι μόνον οι παροχές που περιγράφονται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 8 στοιχείο β' ή
ε) ως επιστροφή προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή ποσού κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων στο πλαίσιο Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου για την οποία το ασφάλιστρο καταβάλλεται τουλάχιστον ετησίως, εάν το ποσό του προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή του κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων ποσού δεν υπερβαίνει το επόμενο ετήσιο ασφάλιστρο που θα πρέπει να καταβληθεί δυνάμει του συμβολαίου.

9. Ως «Προϋπάρχων Λογαριασμός» νοείται:
α) Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κατά την 31 η Δεκεμβρίου 2015,
β) κάθε Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός Δικαιούχου Λογαριασμού, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας κατά την οποία ανοίχθηκε, εάν:
i) ο Δικαιούχος Λογαριασμού τηρεί στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ή σε Συνδεόμενη Οντότητα εντός της Ελληνικής Επικράτειας Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που είναι Προϋπάρχων Λογαριασμός κατά την Ενότητα Γ' παράγραφος 9 στοιχείο α' ,
ii) το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και, κατά περίπτωση, η Συνδεόμενη Οντότητα εντός της Ελληνικής Επικράτειας θεωρεί τους δύο προαναφερόμενους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς -και κάθε άλλο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό του Δικαιούχου Λογαριασμού που θεωρείται Προϋπάρχων Λογαριασμός κατά το στοιχείο β' - ενιαίο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό για τους σκοπούς της τήρησης των απαιτήσεων γνώσης που ορίζονται στο Τμήμα VII Ενότητα Α' και για τους σκοπούς του προσδιορισμού του υπολοίπου ή της αξίας οποιουδήποτε από τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς αυτούς, όταν εφαρμόζει οποιοδήποτε από τα όρια για τους λογαριασμούς,
iii) για Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που υπόκειται σε Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC), το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα επιτρέπεται να εκπληρώσει για το συγκεκριμένο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό τα προβλεπόμενα στις διαδικασίες αυτές, στηριζόμενο στις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC) που έχουν εκτελεστεί για τον Προϋπάρχοντα Λογαριασμό που περιγράφεται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 9 στοιχείο α' και
iv) το άνοιγμα του Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού δεν απαιτεί την παροχή νέων, πρόσθετων ή τροποποιημένων πληροφοριών πελάτη από τον Δικαιούχο Λογαριασμού, εκτός εάν απαιτείται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου.

10. Ως «Νέος Λογαριασμός» νοείται Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και έχει ανοιχθεί την ή μετά την την 1 η Ιανουαρίου 2016, εκτός αν θεωρείται Προϋπάρχων Λογαριασμός κατά την Ενότητα Γ' παράγραφος 9 στοιχείο β' .

11. Ως «Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός» νοείται Προϋπάρχων Λογαριασμός που τηρείται από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.

12. Ως «Νέος Ατομικός Λογαριασμός» νοείται Νέος Λογαριασμός που τηρείται από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.

13. Ως «Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων» νοείται Προϋπάρχων Λογαριασμός που τηρείται από μία ή περισσότερες οντότητες.

14. Ως «Λογαριασμός Χαμηλότερης Αξίας» νοείται Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός με συνολικό υπόλοιπο ή αξία κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 που δεν υπερβαίνει ποσό σε ευρώ που αντιστοιχεί σε ένα εκατομμύριο (1.000.000) δολάρια ΗΠΑ.

15. Ως «Λογαριασμός Υψηλής Αξίας» νοείται Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός με συνολικό υπόλοιπο ή αξία που υπερβαίνει, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ή κατά την 31 η Δεκεμβρίου οποιουδήποτε επόμενου έτους, ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε ένα εκατομμύριο (1.000.000) δολάρια ΗΠΑ.

16. Ως «Νέος Λογαριασμός Οντοτήτων» νοείται Νέος Λογαριασμός που τηρείται από μία ή περισσότερες Οντότητες.

17. Ως «Εξαιρούμενος Λογαριασμός» νοείται οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους λογαριασμούς:
α) Συνταξιοδοτικός λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:
i) ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως προσωπικός συνταξιοδοτικός λογαριασμός ή αποτελεί μέρος καταχωρισμένου ή ρυθμιζόμενου συνταξιοδοτικού προγράμματος για παροχές σύνταξης περιλαμβανομένων των παροχών αναπηρίας ή θανάτου,
ii) ο λογαριασμός υπόκειται σε ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς δηλαδή, οι εισφορές στο λογαριασμό, οι οποίες άλλως θα φορολογούνταν, εκπίπτουν ή εξαιρούνται από το ακαθάριστο εισόδημα του Δικαιούχου Λογαριασμού ή φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή ή το εισόδημα από επενδύσεις που προέρχεται από το λογαριασμό υπόκειται σε αναβαλλόμενο φόρο ή σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή,
iii) απαιτείται η διαβίβαση πληροφοριών προς τις φορολογικές αρχές, σε ό,τι αφορά το λογαριασμό,
iv) επιτρέπονται οι αναλήψεις μόνον εφόσον έχει συμπληρωθεί συγκεκριμένο όριο ηλικίας, έχει επέλθει αναπηρία ή θάνατος ή επιβάλλονται ποινές για τις αναλήψεις που πραγματοποιούνται πριν από την επέλευση τέτοιων καθορισμένων γεγονότων και
v) είτε
i) οι ετήσιες εισφορές είναι ίσες ή κατώτερες ποσού εκφρασμένου σε ευρώ που αντιστοιχεί σε πενήντα χιλιάδες (50.000) δολάρια ΗΠΑ ή
ii) προβλέπεται μέγιστο όριο εισφορών εφόρου ζωής στο λογαριασμό ίσου ή κατώτερου ποσού εκφρασμένου σε ευρώ που αντιστοιχεί σε ένα εκατομμύριο (1.000.000) δολάρια ΗΠΑ, ενώ εφαρμόζονται και στις δύο περιπτώσεις οι κανόνες που προβλέπονται στο Τμήμα VII Ενότητα Γ' για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.
Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά την απαίτηση που προβλέπεται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο α' σημείο v' , δεν παραβιάζει την απαίτηση αυτή για το λόγο και μόνον ότι ο εν λόγω Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός μπορεί να δεχθεί περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια που μεταφέρονται από έναν ή περισσότερους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο α' ή β' ή από ένα ή περισσότερα συνταξιοδοτικά ταμεία που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην Ενότητα Β' παράγραφοι 5 έως 7.
β) Λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:
i) ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως οργανισμός επενδύσεων με σκοπούς άλλους από αυτούς της συνταξιοδότησης και αποτελεί αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών ή ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως οργανισμός αποταμίευσης με σκοπούς άλλους από αυτούς της συνταξιοδότησης,
ii) ο λογαριασμός υπόκειται σε ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, δηλαδή, οι εισφορές στο λογαριασμό, οι οποίες άλλως θα φορολογούνταν, εκπίπτουν ή εξαιρούνται από το ακαθάριστο εισόδημα του Δικαιούχου Λογαριασμού ή φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή, ή το εισόδημα από επενδύσεις που προέρχεται από το λογαριασμό υπόκειται σε αναβαλλόμενο φόρο ή σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή,
iii) επιτρέπονται οι αναλήψεις μόνον εφόσον έχουν εκπληρωθεί συγκεκριμένα κριτήρια που αφορούν το σκοπό του λογαριασμού επένδυσης ή αποταμίευσης (για παράδειγμα την παροχή εκπαιδευτικών ή ιατρικών ωφελειών) ή επιβάλλονται ποινές για τις αναλήψεις που πραγματοποιούνται πριν από την εκπλήρωση των εν λόγω κριτηρίων και
iv) οι ετήσιες εισφορές είναι ίσες ή κατώτερες ποσού εκφρασμένου σε ευρώ που αντιστοιχεί σε πενήντα χιλιάδες (50.000) δολάρια ΗΠΑ, εφαρμοζόμενων των κανόνων που προβλέπονται στο Τμήμα VII Ενότητα Γ' για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.
Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός, ο οποίος πληροί, κατά τα λοιπά, την απαίτηση που προβλέπεται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο β' σημείο iv, δεν παραβιάζει την απαίτηση αυτή για το λόγο και μόνον ότι ο εν λόγω Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός μπορεί να δεχθεί περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια που μεταφέρονται από έναν ή περισσότερους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο α' ή β' ή από ένα ή περισσότερα συνταξιοδοτικά ταμεία που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην Ενότητα Β' παράγραφοι 5 έως 7.
γ) Συμβόλαιο ασφάλισης ζωής με περίοδο κάλυψης που λήγει πριν συμπληρώσει ο ασφαλισμένος το ενενηκοστό (90ό) έτος της ηλικίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το συμβόλαιο πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:
i) καταβάλλονται περιοδικά ασφάλιστρα, τα οποία δεν μειώνονται με την πάροδο του χρόνου, τουλάχιστον σε ετήσια βάση κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του συμβολαίου ή μέχρι να συμπληρώσει ο ασφαλισμένος το ενενηκοστό έτος της ηλικίας του, αναλόγως ποιο χρονικό διάστημα είναι βραχύτερο,
ii) δεν είναι δυνατόν για οποιοδήποτε πρόσωπο να λάβει παροχές του συμβολαίου μέσω ανάληψης, δανείου ή με άλλον τρόπο, χωρίς λύση του,
iii) το ποσό εκτός των παροχών θανάτου που είναι πληρωτέο σε περίπτωση ακύρωσης ή λύσης του συμβολαίου δεν μπορεί να υπερβεί το άθροισμα των ασφαλίστρων που έχουν καταβληθεί για το συμβόλαιο, μείον το ποσό που αντιστοιχεί στις επιβαρύνσεις λόγω θανάτου, ασθένειας και δαπανών είτε έχουν πράγματι επιβληθεί είτε όχι, για την περίοδο ή τις περιόδους ισχύος του συμβολαίου και τυχόν ποσών που έχουν καταβληθεί πριν από την ακύρωση ή τη λύση του συμβολαίου και
iv) το συμβόλαιο δεν διακρατείται από εκδοχέα έναντι αξίας.
δ) Λογαριασμός που ανήκει αποκλειστικά σε κληρονομία, εφόσον στα έγγραφα του λογαριασμού περιλαμβάνεται αντίγραφο της διαθήκης του θανόντος ή πιστοποιητικό θανάτου.
ε) Λογαριασμός που έχει ανοιχθεί σε σύνδεση με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
i) διαταγή ή απόφαση δικαστηρίου,
ii) πώληση, ανταλλαγή ή μίσθωση εμπράγματης ή προσωπικής περιουσίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο λογαριασμός πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
- ο λογαριασμός τροφοδοτείται αποκλειστικά με ποσά που προέρχονται από προκαταβολή, αρραβώνα, κατάθεση ποσού κατάλληλου για την εξασφάλιση υποχρέωσης που συνδέεται άμεσα με τη συναλλαγή ή παρόμοια πληρωμή ή τροφοδοτείται με Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο που κατατίθεται στο λογαριασμό σε σύνδεση με την πώληση, την ανταλλαγή ή τη μίσθωση περιουσιακού στοιχείου,
- ο λογαριασμός ανοίγεται και χρησιμοποιείται με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση της υποχρέωσης του αγοραστή να καταβάλει το τίμημα της πώλησης του περιουσιακού στοιχείου, του πωλητή να καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση για τα τυχηρά, ή του εκμισθωτή ή του μισθωτή να καταβάλει αποζημίωση σχετικά με το μισθωμένο περιουσιακό στοιχείο, όπως έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο της μίσθωσης,
- τα περιουσιακά στοιχεία που περιέχονται στο λογαριασμό, περιλαμβανομένου του εισοδήματος που προέρχεται από το λογαριασμό, θα καταβληθούν ή θα διατεθούν με άλλον τρόπο προς όφελος του αγοραστή, του πωλητή, του εκμισθωτή ή του μισθωτή, μεταξύ άλλων για να εκπληρωθεί υποχρέωση του εν λόγω προσώπου, όταν το περιουσιακό στοιχείο πωληθεί, ανταλλαγεί ή παραδοθεί ή όταν λυθεί η μίσθωση,
- ο λογαριασμός δεν είναι λογαριασμός περιθωρίου ή παρόμοιος λογαριασμός που έχει ανοιχθεί στα πλαίσια πώλησης ή ανταλλαγής Χρηματοοικονομικού Περιουσιακού Στοιχείου και
- ο λογαριασμός δεν συνδέεται με λογαριασμό περιγραφόμενο στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο στ',
iii) υποχρέωση Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που διαχειρίζεται δάνειο εξασφαλιζόμενο με εμπράγματο περιουσιακό στοιχείο να κρατά μέρος του καταβαλλόμενου ποσού με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της πληρωμής φόρων ή ασφάλισης σχετικά με το εμπράγματο περιουσιακό στοιχείο σε μεταγενέστερο χρόνο,
iv) υποχρέωση Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που έχει αποκλειστικό σκοπό την πληρωμή φόρων σε μεταγενέστερο χρόνο.
στ) Καταθετικός Λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:
i) ο λογαριασμός υπάρχει μόνον διότι ο πελάτης καταβάλλει ποσό που υπερβαίνει το χρεωστικό υπόλοιπο πιστωτικής κάρτας ή άλλης ανακυκλούμενης πιστωτικής διευκόλυνσης και το πλεονάζον ποσό δεν επιστρέφεται αμέσως στον πελάτη και
ii) από ή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016, το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες ώστε είτε να μη δύναται ο πελάτης να καταβάλει πλεονάζον ποσό που να υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε 50.000 δολάρια ΗΠΑ, είτε να επιστρέφεται στον πελάτη εντός 60 ημερών κάθε καταβληθέν πλεονάζον ποσό που υπερβαίνει το εν λόγω ποσό, εφαρμοζομένων σε αμφότερες τις περιπτώσεις των κανόνων που ορίζονται στο Τμήμα VII Ενότητα Γ' για τη μετατροπή νομισμάτων. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, το καταβληθέν από τον πελάτη πλεονάζον ποσό δεν αναφέρεται σε πιστωτικά υπόλοιπα στο βαθμό που αυτά σχετίζονται με αμφισβητηθείσες χρεώσεις, αλλά περιλαμβάνει πιστωτικά υπόλοιπα που προκύπτουν από επιστροφές εμπορευμάτων.
ζ) Οποιοσδήποτε άλλος λογαριασμός παρουσιάζει χαμηλό κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για φοροδιαφυγή, έχει παρεμφερή επί της ουσίας χαρακτηριστικά με οποιονδήποτε από τους λογαριασμούς που περιγράφονται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχεία α' έως στ' και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των εξαιρούμενων λογαριασμών, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 περίπτωση β' του παρόντος νόμου, εφόσον το καθεστώς του λογαριασμού αυτού ως Εξαιρούμενου Λογαριασμού δεν αντιβαίνει στους σκοπούς του παρόντος νόμου.

Δ. Δηλωτέος Λογαριασμός

1. Ως «Δηλωτέος Λογαριασμός» νοείται χρηματοοικονομικός λογαριασμός που τηρείται από Δηλούν Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα με δικαιούχους ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή Παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, εφόσον προσδιορίζεται ως τέτοιος σύμφωνα με τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που περιγράφονται στα Τμήματα II έως VII.

2. Ως «Δηλωτέο Πρόσωπο» νοείται Πρόσωπο Άλλου κράτους-μέλους εκτός από τα ακόλουθα:
i) κεφαλαιουχικές εταιρείες οι τίτλοι κεφαλαίου των οποίων αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες αναγνωρισμένες αγορές κινητών αξιών,
ii) οποιεσδήποτε κεφαλαιουχικές εταιρείες αποτελούν Συνδεόμενες Οντότητες κεφαλαιουχικής εταιρείας του σημείου i),
iii) Κρατικές Οντότητες,
iv) Διεθνείς Οργανισμοί,
v) Κεντρικές Τράπεζες ή
vi) Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα.

3. Ως «Πρόσωπο Άλλου κράτους-μέλους» σχετικά με την Ελλάδα νοείται φυσικό πρόσωπο ή Οντότητα με κατοικία σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του εν λόγω άλλου κράτους- μέλους ή κληρονομία θανόντος, ο οποίος ήταν κάτοικος οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους. Για το σκοπό αυτόν, Οντότητες όπως προσωπικές εταιρείες, ετερόρρυθμες εταιρείες ή παρόμοια νομικά μορφώματα, τα οποία δεν έχουν κατοικία για φορολογικούς σκοπούς λογίζονται ως κάτοικοι στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησής τους.

4. Ως «Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία» έναντι της Ελλάδας νοείται:
α) κάθε άλλο κράτος-μέλος,
β) οποιαδήποτε άλλη δικαιοδοσία:
i) με την οποία η Ελλάδα έχει συνάψει συμφωνία σύμφωνα με την οποία η εν λόγω δικαιοδοσία θα παρέχει τις πληροφορίες που ορίζονται στο Τμήμα I και
ii) η οποία περιλαμβάνεται σε κατάλογο που δημοσιεύεται από την Ελλάδα και κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή,
γ) οποιαδήποτε άλλη δικαιοδοσία:
i) με την οποία η Ένωση έχει συνάψει συμφωνία σύμφωνα με την οποία η εν λόγω δικαιοδοσία θα παρέχει τις πληροφορίες που ορίζονται στο Τμήμα I και
ii) η οποία περιλαμβάνεται σε κατάλογο που δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

5. Ως «Ελέγχοντα Πρόσωπα» νοούνται τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί Οντότητας. Στην περίπτωση του καταπιστεύματος, ως ελέγχοντα πρόσωπα νοούνται ο ή οι καταπιστευματοπάροχοι, ο ή οι καταπιστευματοδόχοι, ο ή οι προστάτες, εφόσον υπάρχουν, ο ή οι δικαιούχοι ή οι τάξεις των δικαιούχων και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα ασκούν τον τελικό πραγματικό έλεγχο επί του καταπιστεύματος. Σε περίπτωση νομικού μορφώματος που δεν είναι καταπίστευμα, ως ελέγχοντα πρόσωπα νοούνται τα πρόσωπα που βρίσκονται σε ισοδύναμες ή παρόμοιες θέσεις. Ο όρος «Ελέγχοντα Πρόσωπα» ερμηνεύεται κατά τρόπο συμβατό με τις συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης.

6. Ως «ΜΧΟ» νοείται οποιαδήποτε Οντότητα δεν είναι Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.

7. Ως «Παθητική ΜΧΟ» νοείται:
i) ΜΧΟ που δεν είναι Ενεργή ΜΧΟ ή
ii) Επενδυτική Οντότητα περιγραφόμενη στην Ενότητα Α' παράγραφος 6 στοιχείο β' , η οποία δεν αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.

8. Ως «Ενεργή ΜΧΟ» νοείται οποιαδήποτε ΜΧΟ πληροί οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κριτήρια:
α) το ποσοστό του παθητικού εισοδήματος για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος είναι μικρότερο του 50% του ακαθάριστου εισοδήματος της ΜΧΟ και το ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων που παράγουν παθητικό εισόδημα ή διακρατούνται για την παραγωγή παθητικού εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος είναι μικρότερο του 50% των περιουσιακών στοιχείων της ΜΧΟ,
β) οι τίτλοι κεφαλαίου της ΜΧΟ αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών ή η ΜΧΟ είναι Συνδεόμενη Οντότητα Οντότητας οι τίτλοι κεφαλαίου της οποίας αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών,
γ) η ΜΧΟ είναι Κρατική Οντότητα, Διεθνής Οργανισμός, Κεντρική Τράπεζα ή Οντότητα που ανήκει εξολοκλήρου σε μία ή περισσότερες από τις εν λόγω οντότητες,
δ) κατ' ουσίαν, όλες οι δραστηριότητες της ΜΧΟ συνίστανται στην κατοχή εν όλω ή εν μέρει των εν κυκλοφορία τίτλων κεφαλαίου μίας ή περισσότερων θυγατρικών με δραστηριότητες σε επιχειρηματικούς κλάδους ή τομείς διάφορους από αυτούς των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων ή στην παροχή χρηματοδότησης και υπηρεσιών προς αυτήν ή αυτές, στην κατηγορία αυτή δεν δύναται να υπαχθεί Οντότητα η οποία λειτουργεί ή εμφανίζεται ως επενδυτικό κεφάλαιο, όπως για παράδειγμα ιδιωτικό επενδυτικό κεφάλαιο («private equity fund»), εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου («venture capital fund») ή κεφάλαιο εξαγορών μέσω μόχλευσης («leveraged buyout fund»), ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός επενδύσεων σκοπός του οποίου είναι να αποκτήσει ή να χρηματοδοτήσει εταιρείες και να διατηρεί στη συνέχεια δικαιώματα στις εταιρείες αυτές ως τίτλους κεφαλαίου για επενδυτικούς σκοπούς,
ε) η ΜΧΟ δεν έχει ακόμη επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν έχει προηγούμενο ιστορικό λειτουργίας, αλλά επενδύει κεφάλαιο σε περιουσιακά στοιχεία με σκοπό την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας διάφορης από αυτήν των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων, εφόσον η εν λόγω εξαίρεση δεν εφαρμόζεται στην ΜΧΟ μετά την πάροδο 24 μηνών από την ημερομηνία αρχικής σύστασης της ΜΧΟ,
στ) η ΜΧΟ δεν υπήρξε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κατά τα τελευταία πέντε (5) έτη και βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία ρευστοποίησης των περιουσιακών της στοιχείων ή η ΜΧΟ αναδιοργανώνεται με σκοπό να εξακολουθήσει να δραστηριοποιείται ή να δραστηριοποιηθεί εκ νέου σε επιχειρηματικό τομέα άλλον από αυτόν των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων,
ζ) η ΜΧΟ ασκεί κυρίως δραστηριότητες χρηματοδότησης και αντιστάθμισης κινδύνου με ή για Συνδεόμενες Οντότητες που δεν είναι Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και δεν παρέχει υπηρεσίες χρηματοδότησης ή αντιστάθμισης κινδύνου σε Οντότητα που δεν είναι Συνδεόμενη Οντότητα, εφόσον ο όμιλος οποιασδήποτε τέτοιας Συνδεόμενης Οντότητας δραστηριοποιείται κυρίως σε χώρο άλλον από αυτόν των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων ή
η) η ΜΧΟ πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
i) έχει συσταθεί και λειτουργεί σε κάθε κράτος-μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της αποκλειστικά για θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς, επιστημονικούς, καλλιτεχνικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς ή έχει συσταθεί και λειτουργεί σε κάθε κράτος-μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της και αποτελεί επαγγελματική οργάνωση, σύλλογο επιχειρήσεων, εμπορικό επιμελητήριο, οργάνωση εργαζομένων, οργάνωση αγροτικών ή οπωροκηπευτικών εκμεταλλεύσεων, ένωση πολιτών ή οργάνωση που λειτουργεί αποκλειστικά για την προαγωγή της κοινωνικής ευημερίας,
ii) απαλλάσσεται από φόρο εισοδήματος σε κάθε κράτος-μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της,
iii) δεν διαθέτει μετόχους ή μέλη που έχουν δικαιώματα κυριότητας ή επικαρπίας επί των εσόδων ή των περιουσιακών της στοιχείων,
iv) η ισχύουσα νομοθεσία του κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή τα συστατικά έγγραφα της ΜΧΟ δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε διανομή εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων της ΜΧΟ σε φυσικό πρόσωπο ή μη φιλανθρωπική Οντότητα ή τη χρήση των εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων προς όφελός τους, εκτός αν η διανομή ή χρήση αυτή γίνεται στα πλαίσια της άσκησης των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της ΜΧΟ ή ως πληρωμή εύλογης αμοιβής για την παροχή υπηρεσιών ή ως πληρωμή τιμήματος για την πραγματική εμπορική αξία ιδιοκτησίας που αγόρασε η ΜΧΟ και
v) η ισχύουσα νομοθεσία του κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή τα συστατικά έγγραφα της ΜΧΟ απαιτούν, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή διάλυσης, να διανέμονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία της ΜΧΟ σε Κρατική Οντότητα ή σε άλλη μη κερδοσκοπική οργάνωση ή να περιέρχονται σε κάθε κράτος-μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή σε άλλη διοικητική υποδιαίρεση, αυτού του κράτους - μέλους ή αυτής της δικαιοδοσίας.

Ε. Διάφορα

1. Ως «Δικαιούχος Λογαριασμού» νοείται πρόσωπο που καταχωρίζεται ή ταυτοποιείται ως δικαιούχος Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού από το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που τηρεί το λογαριασμό. Πρόσωπο, άλλο από Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, που τηρεί Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό προς όφελος ή για λογαριασμό άλλου προσώπου ως αντιπρόσωπος, θεματοφύλακας, εντολοδόχος, υπογράφων, σύμβουλος επενδύσεων ή ενδιάμεσος δεν λογίζεται Δικαιούχος Λογαριασμού για τους σκοπούς του παρόντος νόμου. Δικαιούχος Λογαριασμού λογίζεται το εν λόγω άλλο πρόσωπο. Σε περίπτωση Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων, Δικαιούχος Λογαριασμού είναι οποιοδήποτε πρόσωπο έχει δικαίωμα να λάβει την Αξία Εξαγοράς ή να αλλάξει το δικαιούχο της σύμβασης. Αν κανείς δεν δύναται να λάβει την Αξία Εξαγοράς ή να αλλάξει το δικαιούχο, Δικαιούχος Λογαριασμού είναι οποιοδήποτε πρόσωπο ορίζεται στο συμβόλαιο ως κύριος και οποιοδήποτε πρόσωπο έχει κατοχυρωμένη απαίτηση για την πληρωμή σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου. Κατά τη λήξη Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων, κάθε πρόσωπο που δικαιούται να λάβει πληρωμή σύμφωνα με το συμβόλαιο είναι Δικαιούχος Λογαριασμού.

2. Ως «Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC)» νοούνται οι σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3691/2008 και τις απορρέουσες διαδικασίες και απαιτήσεις που αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή παρόμοιες απαιτήσεις, στις οποίες υπόκειται το εν λόγω Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο.

3. Ως «Οντότητα» νοείται νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα, όπως κεφαλαιουχική εταιρεία, προσωπική εταιρεία, καταπίστευμα ή ίδρυμα.

4. Μία Οντότητα είναι «Συνδεόμενη Οντότητα» άλλης Οντότητας αν:
οποιαδήποτε εκ των δύο Οντοτήτων ελέγχει την άλλη,
οι δύο Οντότητες τελούν υπό κοινό έλεγχο ή
οι δύο Οντότητες είναι Επενδυτικές Οντότητες περιγραφόμενες στην Ενότητα Α' παράγραφος 6 στοιχείο β' , τελούν υπό κοινή διαχείριση και η εν λόγω διαχείριση εκπληρώνει τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας των εν λόγω Επενδυτικών Οντοτήτων. Για το σκοπό αυτόν, ο έλεγχος περιλαμβάνει την άμεση ή έμμεση κυριότητα ποσοστού μεγαλύτερου του 50% των δικαιωμάτων ψήφου και αξίας της Οντότητας.

5. Ως «ΑΦΜ» νοείται ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου ή λειτουργικό ισοδύναμο αν δεν υπάρχει Αριθμός Φορολογικού Μητρώου.

6. Ως «Αποδεικτικό Έγγραφο» νοείται οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
α) πιστοποιητικό κατοικίας που εκδίδεται από αρμόδιο κρατικό φορέα (για παράδειγμα, από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπό της ή από δήμο) του άλλου κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία του ο δικαιούχος,
β) σε ό,τι αφορά τα φυσικά πρόσωπα, οποιοδήποτε έγκυρο έγγραφο ταυτότητας έχει εκδοθεί από αρμόδιο κρατικό φορέα, (για παράδειγμα, από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπό της ή από δήμο), στο οποίο περιέχεται το όνομα του προσώπου και το οποίο χρησιμοποιείται κατά κανόνα για ταυτοποίηση,
γ) σε ό,τι αφορά τις Οντότητες, οποιοδήποτε επίσημο έγγραφο έχει εκδοθεί από αρμόδιο κρατικό φορέα (για παράδειγμα, από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπό της ή από δήμο), στο οποίο περιέχεται η ονομασία της Οντότητας και είτε η διεύθυνση του κεντρικού της γραφείου σε άλλο κράτος-μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία της είτε το άλλο κράτος- μέλος ή άλλη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε ή οργανώθηκε,
δ) οποιαδήποτε ελεγμένη οικονομική κατάσταση, έκθεση τρίτου για τη φερεγγυότητα, αίτηση πτώχευσης ή έκθεση από ρυθμιστική αρχή αγοράς κινητών αξιών.
Σε ό,τι αφορά τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιήσουν ως Αποδεικτικό Έγγραφο οποιαδήποτε κατάταξη έχει γίνει στα αρχεία του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος σχετικά με τον Δικαιούχο Λογαριασμού βάσει τυποποιημένου συστήματος κωδικοποίησης ανά κλάδο, η οποία καταχωρίστηκε από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, σύμφωνα με τη συνήθη επιχειρηματική πρακτική του, για σκοπούς που αφορούν τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC) ή για άλλους ρυθμιστικούς σκοπούς εκτός των φορολογικών και η οποία εφαρμοζόταν από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πριν από την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η κατάταξη του Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού ως Προϋπάρχοντος Λογαριασμού, εφόσον το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν γνωρίζει ή δεν έχει λόγο να πιστεύει ότι η εν λόγω κατάταξη είναι εσφαλμένη ή αναξιόπιστη. Ως «τυποποιημένο σύστημα κωδικοποίησης ανά κλάδο» νοείται σύστημα που χρησιμοποιείται για την κατάταξη των μορφωμάτων ανά είδος επιχείρησης για σκοπούς άλλους από τους φορολογικούς.

 

ΤΜΗΜΑ IX
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3α της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ, όπως τροποποιείται με την Οδηγία 2014/107/ΕΕ που ενσωματώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφοι 1 περίπτωση β' και 7 περίπτωση β' του παρόντος νόμου, τα κράτη-μέλη θεσπίζουν κανόνες και διοικητικές διαδικασίες, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή και συμμόρφωση σχετικά με τις διαδικασίες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που προβλέπονται ανωτέρω, περιλαμβανομένων των κάτωθι:

1. κανόνες ώστε να αποτρέπονται οι πρακτικές Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων, προσώπων ή ενδιαμέσων, οι οποίες αποσκοπούν στην καταστρατήγηση των διαδικασιών υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας,

2. κανόνες που απαιτούν από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα να τηρούν αρχεία σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν και τα τυχόν αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται για την τήρηση των ανωτέρω διαδικασιών, καθώς και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την πρόσβαση στα αρχεία αυτά,

3. διοικητικές διαδικασίες ώστε να εξακριβώνεται η συμμόρφωση των Δηλούντων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων προς τις διαδικασίες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας, διοικητικές διαδικασίες για τις επακόλουθες ενέργειες στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, όταν δηλώνονται λογαριασμοί χωρίς τεκμηρίωση,

4. διοικητικές διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται ότι εξακολουθεί να είναι μικρός ο κίνδυνος χρήσης των Οντοτήτων και των λογαριασμών που ορίζονται στο εσωτερικό δίκαιο ως Μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί για σκοπούς φοροδιαφυγής,

5. αποτελεσματικές διατάξεις επιβολής των κανόνων για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης.

1. Αλλαγή των περιστάσεων:
Ως «αλλαγή των περιστάσεων» νοείται οποιαδήποτε μεταβολή, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την προσθήκη πληροφοριών σχετικών με το καθεστώς του προσώπου ή έρχεται σε αντίθεση με το καθεστώς αυτό με άλλον τρόπο. Επιπροσθέτως, ως αλλαγή των περιστάσεων νοείται οποιαδήποτε μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών στο Λογαριασμό του Δικαιούχου, περιλαμβανομένης της προσθήκης, της υποκατάστασης ή άλλης μεταβολής σχετικά με τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών σε οποιοδήποτε λογαριασμό συνδέεται με τον εν λόγω λογαριασμό, εφαρμοζομένων των κανόνων περί άθροισης λογαριασμών που περιγράφονται στο Παράρτημα I Τμήμα VII Ενότητα Γ' παράγραφοι 1 έως 3, εάν η εν λόγω μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών επηρεάζει το καθεστώς του Δικαιούχου Λογαριασμού.
Εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει βασιστεί στην εξέταση για τη διεύθυνση κατοικίας, η οποία περιγράφεται στο Παράρτημα I Τμήμα III Ενότητα Β' παράγραφος 1 και επισυμβεί αλλαγή των περιστάσεων λόγω της οποίας το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λαμβάνει γνώση ή έχει λόγο να πιστεύει ότι το αρχικό Αποδεικτικό Έγγραφο ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο είναι ανακριβές ή αναξιόπιστο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται, μέχρι τη μεταγενέστερη μεταξύ της τελευταίας ημέρας του σχετικού ημερολογιακού έτους ή των ενενήντα (90) ημερολογιακών ημερών μετά τη γνωστοποίηση ή την ανακάλυψη της εν λόγω αλλαγής των περιστάσεων να έχει στην κατοχή του αυτοπιστοποίηση και νέο Αποδεικτικό Έγγραφο για τη βεβαίωση της ή των φορολογικών κατοικιών του Δικαιούχου Λογαριασμού. Εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αδυνατεί να λάβει την αυτοπιστοποίηση και το νέο Αποδεικτικό Έγγραφο μέχρι την εν λόγω ημερομηνία, εφαρμόζει τη διαδικασία έρευνας σε ηλεκτρονικό αρχείο που περιγράφεται στο Παράρτημα I Τμήμα III Ενότητα Β' παράγραφοι 2 έως 6.

2. Αυτοπιστοποίηση για Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων
Σε ό,τι αφορά τους Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων, προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον το Ελέγχον Πρόσωπο Παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δύναται να βασίζεται σε αυτοπιστοποίηση μόνον από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή το Ελέγχον Πρόσωπο.

3. Κατοικία Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος
Το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει την κατοικία του στην Ελλάδα εάν υπόκειται στη δικαιοδοσία της Ελλάδας, δηλαδή εάν η Ελλάδα μπορεί να επιβάλει την υποβολή στοιχείων από το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Γενικώς, όταν το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει τη φορολογική του κατοικία στην Ελλάδα, υπόκειται στη δικαιοδοσία της Ελλάδας και αποτελεί, ως εκ τούτου, Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, ανεξαρτήτως του αν έχει τη φορολογική του κατοικία στην Ελλάδα, το καταπίστευμα θεωρείται ότι υπόκειται στη δικαιοδοσία της Ελλάδας, εάν ένας ή περισσότεροι από τους καταπιστευματοδόχους έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα, εκτός εάν το καταπίστευμα δηλώνει σε άλλο κράτος-μέλος όλες τις πληροφορίες που απαιτείται να δηλωθούν, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο σχετικά με τους Δηλωτέους Λογαριασμούς που τηρούνται από το καταπίστευμα, επειδή έχει τη φορολογική του κατοικία σε αυτό το άλλο κράτος-μέλος. Εντούτοις, όταν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, άλλο από το καταπίστευμα, δεν έχει φορολογική κατοικία, (για παράδειγμα επειδή λογίζεται φορολογικώς διαφανές ή ευρίσκεται σε δικαιοδοσία που δεν επιβάλλει φόρο εισοδήματος), θεωρείται ότι υπόκειται στη δικαιοδοσία της Ελλάδας και αποτελεί, ως εκ τούτου, Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εάν: α) έχει συσταθεί σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, β) έχει τον τόπο της διοίκησής του, περιλαμβανομένης της πραγματικής διοίκησης στην Ελλάδα ή
γ) υπόκειται σε χρηματοπιστωτική εποπτεία στην Ελλάδα. Όταν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, άλλο από καταπίστευμα, έχει κατοικία σε δύο ή περισσότερα κράτη-μέλη, το εν λόγω Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υπόκειται στις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας του κράτους-μέλους στο οποίο τηρεί τον ή τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς.

4. Τηρούμενος Λογαριασμός
Γενικώς, θεωρείται ότι το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που τηρεί το λογαριασμό είναι το εξής:
α) σε περίπτωση Λογαριασμού Θεματοφυλακής, το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι ο θεματοφύλακας των περιουσιακών στοιχείων του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένου του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που τηρεί στο όνομά του στο εν λόγω Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα περιουσιακά στοιχεία για τον Δικαιούχο Λογαριασμού,
β) σε περίπτωση Καταθετικού Λογαριασμού, το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που υποχρεούται να πραγματοποιεί πληρωμές σχετικά με το λογαριασμό, με την εξαίρεση του αντιπροσώπου του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ανεξαρτήτως του αν ο εν λόγω αντιπρόσωπος είναι Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα,
γ) σε περίπτωση συμμετοχικού δικαιώματος ή δικαιώματος συνδεόμενου με οφειλή Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος, το οποίο τηρείται υπό τη μορφή Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού, το εν λόγω Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα,
δ) σε περίπτωση Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων, το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που υποχρεούται να πραγματοποιεί πληρωμές σχετικά με το συμβόλαιο.

5. Καταπιστεύματα που είναι Παθητικές ΜΧΟ
Οντότητες, όπως προσωπικές εταιρείες, ετερόρρυθμες εταιρείες ή παρόμοια νομικά μορφώματα τα οποία δεν έχουν φορολογική κατοικία λογίζονται ως έχοντα την κατοικία τους στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησής τους, σύμφωνα με το Παράρτημα I, Τμήμα VIII Ενότητα Δ' παράγραφος 3. Για τον σκοπό αυτόν, το νομικό πρόσωπο ή το νομικό μόρφωμα λογίζεται «παρόμοιο» με προσωπική και με ετερόρρυθμη εταιρεία, όταν δεν αντιμετωπίζεται ως φορολογητέα μονάδα σε κράτος-μέλος, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του. Εντούτοις, προκειμένου να αποτραπούν διπλή υποβολή στοιχείων, δεδομένης της ευρύτητας του πεδίου που καλύπτει ο όρος «Ελέγχοντα Πρόσωπα» στην περίπτωση των καταπιστευμάτων, το καταπίστευμα που είναι Παθητική ΜΧΟ δύναται να μη θεωρηθεί παρόμοιο νομικό μόρφωμα.

6. Διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας
Σε ό,τι αφορά τις Οντότητες, στο Παράρτημα I Τμήμα VIII Ενότητα Ε' παράγραφος 6 στοιχείο γ' περιγράφεται, μεταξύ άλλων, απαίτηση να περιλαμβάνεται στα επίσημα αποδεικτικά έγγραφα είτε η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας σε κάθε κράτος-μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία της είτε το κάθε κράτος-μέλος ή άλλη δικαιοδοσία όπου η Οντότητα συστάθηκε ή οργανώθηκε. Η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της οντότητας είναι συνήθως ο τόπος όπου ασκείται η πραγματική διοίκησή της. Η διεύθυνση του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στο οποίο η Οντότητα διατηρεί λογαριασμό, η ταχυδρομική θυρίδα ή η διεύθυνση που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αλληλογραφία δεν είναι η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας, εκτός αν η εν λόγω διεύθυνση είναι η μόνη διεύθυνση που χρησιμοποιεί η Οντότητα και εμφανίζεται ως η καταχωρισμένη διεύθυνση της Οντότητας στα συστατικά της έγγραφα. Περαιτέρω, διεύθυνση, η οποία παρέχεται με οδηγίες να κρατηθεί όλη η αλληλογραφία που απευθύνεται σε αυτή τη διεύθυνση, δεν είναι η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας.

ΤΜΗΜΑ Ι
ΟΡΙΣΜΟΙ

1. «Όμιλος»: σύνολο επιχειρήσεων που σχετίζονται μέσω ιδιοκτησίας ή ελέγχου τέτοιου είδους που είτε απαιτείται να συντάσσουν Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης βάσει των εφαρμοζόμενων αρχών λογιστικής είτε θα υπήρχε αυτή η απαίτηση εάν το Μετοχικό Κεφάλαιο οποιασδήποτε από τις επιχειρήσεις αποτελούσε αντικείμενο συναλλαγής σε χρηματιστήριο.

2. «Επιχείρηση»: οποιαδήποτε μορφή άσκησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από οποιοδήποτε από τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 11 του άρθρου 4 του ν. 4170/2013.

3. «Όμιλος ΠΕ»: οποιοσδήποτε Όμιλος που περιλαμβάνει δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις, η φορολογική κατοικία των οποίων βρίσκεται σε διαφορετικές περιοχές Δικαιοδοσίας ή περιλαμβάνει επιχείρηση η φορολογική κατοικία της οποίας βρίσκεται σε μια περιοχή Δικαιοδοσίας και υπόκειται σε φορολόγηση όσον αφορά στις επιχειρηματικές δραστηριότητες που ασκούνται μέσω μόνιμης εγκατάστασης σε άλλη περιοχή Δικαιοδοσίας, και δεν είναι Εξαιρούμενος Όμιλος ΠΕ.

4. «Εξαιρούμενος Όμιλος ΠΕ»: όσον αφορά σε οποιοδήποτε Φορολογικό Έτος του Ομίλου, Όμιλος με συνολικά ενοποιημένα έσοδα κάτω των 750.000.000 ευρώ ή κατά προσέγγιση ισοδύναμου ποσού σε τοπικό νόμισμα, τον Ιανουάριο του 2015, κατά το Φορολογικό Έτος το αμέσως προηγούμενο από το Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων, όπως αποτυπώνεται στις Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις του για το εν λόγω προηγούμενο Φορολογικό Έτος.

5. «Συνιστώσα Οντότητα»: οποιαδήποτε από τις ακόλουθες:

α) οποιαδήποτε χωριστή επιχειρηματική μονάδα Ομίλου ΠΕ που συμπεριλαμβάνεται στις Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις του Ομίλου ΠΕ για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, ή θα συμπεριλαμβανόταν σε αυτές εάν το Μετοχικό Κεφάλαιο της εν λόγω επιχειρηματικής μονάδας Ομίλου ΠΕ αποτελούσε αντικείμενο συναλλαγής σε χρηματιστήριο·

β) οποιαδήποτε χωριστή επιχειρηματική μονάδα που εξαιρείται από τις Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις του Ομίλου ΠΕ αποκλειστικά για λόγους μεγέθους ή ουσίας·

γ) οποιαδήποτε μόνιμη εγκατάσταση οποιασδήποτε χωριστής επιχειρηματικής μονάδας του Ομίλου ΠΕ που περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις α’ή β’, με την προϋπόθεση ότι η επιχειρηματική μονάδα συντάσσει ξεχωριστή οικονομική κατάσταση για την εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, κανονιστικής ρύθμισης, υποβολής φορολογικής δήλωσης ή ελέγχου εσωτερικής διαχείρισης.

6.«Αναφέρουσα Οντότητα»: η Συνιστώσα Οντότητα που υποχρεούται να υποβάλλει την Έκθεση ανά Χώρα σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρ. 3 του άρθρου 9ΑΑ στην περιοχή Δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας της εκ μέρους του Ομίλου ΠΕ. Η Αναφέρουσα Οντότητα μπορεί να είναι η Τελική Μητρική Οντότητα ή Παρένθετη Μητρική Οντότητα ή οποιαδήποτε οντότητα περιγράφεται στην παρ. 1 του Τμήματος II.

7. «Τελική Μητρική Οντότητα»: Συνιστώσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ, η οποία πληροί τά ακόλουθα κριτήρια: α) κατέχει άμεσα ή έμμεσα επαρκές Μετοχικό Κεφάλαιο σε μία ή περισσότερες άλλες Συνιστώσες Οντότητες του εν λόγω Ομίλου ΠΕ, ώστε να απαιτείται να συντάσσει Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις σύμφωνα με τις αρχές λογιστικής που εφαρμόζονται γενικά στη Δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της, ή θα υπήρχε αυτή η απαίτηση εάν το Μετοχικό Κεφάλαιο της αποτελούσε αντικείμενο συναλλαγής σε χρηματιστήριο στη Δικαιοδοσία της φορολογικής
κατοικίας της·

β) δεν υπάρχει άλλη Συνιστώσα Οντότητα του εν λόγω Ομίλου ΠΕ που να κατέχει άμεσα ή έμμεσα Μετοχικό Κεφάλαιο, όπως περιγράφεται στην περιπτ. α’, στην πρώτη Συνιστώσα Οντότητα.

8. «Παρένθετη Μητρική Οντότητα»: Συνιστώσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ στην οποία έχει ανατεθεί από τον εν λόγω Όμιλο ΠΕ, ως μοναδική αντικαταστάτρια της Τελικής Μητρικής Οντότητας, να υποβάλλει την Έκθεση ανά Χώρα στην περιοχή Δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας αυτής της Συνιστώσας Οντότητας, εκ μέρους του εν λόγω Ομίλου ΠΕ, όταν ισχύουν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην περιπτ. β’ της παρ. 1 του Τμήματος II.

9. «Φορολογικό Έτος»: ετήσια λογιστική περίοδος για την οποία η Τελική Μητρική Οντότητα του Ομίλου ΠΕ συντάσσει τις οικονομικές καταστάσεις της.

10. «Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων» εκείνο το Φορολογικό Έτος του οποίου τα οικονομικά και επιχειρησιακά αποτελέσματα αντικατοπτρίζονται στην Έκθεση ανά Χώρα, που αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθρου 9ΑΑ.

11. «Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών»: συμφωνία μεταξύ εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων ενός κράτους μέλους της ΕΕ και μιας Δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης που είναι συμβαλλόμενα μέρη σε Διεθνή συμφωνία, με την οποία απαιτείται η αυτόματη ανταλλαγή των Εκθέσεων ανά Χώρα μεταξύ των Δικαιοδοσιών των Συμβαλλόμενων Μερών.

12. «Διεθνής Συμφωνία»: η Πολυμερής Σύμβαση σχετικά με την Αμοιβαία Διοικητική Συνδρομή σε Φορολογικά Θέματα, οποιαδήποτε διμερής ή πολυμερής φορολογική σύμβαση ή οποιαδήποτε συμφωνία ανταλλαγής φορολογικών πληροφοριών στην οποία είναι Συμβαλλόμενο Μέρος το κράτος μέλος και με τους όρους της παρέχει κατά νόμο εξουσία για την ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών μεταξύ των διάφορων Δικαιοδοσιών, συμπεριλαμβανομένης της αυτόματης ανταλλαγής αυτών των πληροφοριών.

13. «Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις»: οι οικονομικές καταστάσεις ενός Ομίλου ΠΕ, στις οποίες τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές της Τελικής Μητρικής Οντότητας και των Συνιστωσών Οντοτήτων εμφανίζονται ως εάν να επρόκειτο για ενιαία οικονομική οντότητα.

14. Ο όρος «Συστημική Αδυναμία» όσον αφορά σε Δικαιοδοσία σημαίνει είτε ότι μια Δικαιοδοσία διαθέτει εν ισχύ Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών με κράτος μέλος, αλλά έχει αναστείλει την αυτόματη ανταλλαγή (για λόγους άλλους από αυτούς που προβλέπονται σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω συμφωνίας) ή ότι μια δικαιοδοσία κατ’εξακολούθηση παρέλειψε άλλως να παράσχει αυτόματα σε κράτος μέλος τις Εκθέσεις ανά Χώρα που βρίσκονται στην κατοχή της για Ομίλους ΠΕ που έχουν Συνιστώσες Οντότητες στο εν λόγω κράτος μέλος.

 

ΤΜΗΜΑ ΙΙ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

1. Συνιστώσα Οντότητα με κατοικία στην Ελλάδα, η οποία δεν είναι η Τελική Μητρική Οντότητα του Ομίλου ΠΕ, υποβάλλει την Έκθεση ανά Χώρα για το Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων του Ομίλου ΠΕ του οποίου αποτελεί Συνιστώσα Οντότητα, εφόσον πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:
α) η οντότητα έχει φορολογική κατοικία στην Ελλάδα και
β) ισχύει μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
βα) η Τελική Μητρική Οντότητα του Ομίλου ΠΕ δεν υποχρεούται να υποβάλλει την Έκθεση ανά Χώρα στην οικεία Δικαιοδοσία φορολογικής κατοικίας·
ββ) η Δικαιοδοσία στην οποία έχει τη φορολογική κατοικία της η Τελική Μητρική Οντότητα έχει συνάψει ισχύουσα Διεθνή συμφωνία, στην οποία η Ελλάδα είναι Συμβαλλόμενο Μέρος, αλλά δεν έχει συνάψει ισχύουσα Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών στην οποία η Ελλάδα να είναι Συμβαλλόμενο Μέρος κατά τη χρονική στιγμή που προσδιορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 9ΑΑ για την υποβολή της Έκθεσης ανά Χώρα για το Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων·
βγ) έχει σημειωθεί Συστημική Αδυναμία της Δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας της Τελικής Μητρικής Οντότητας, η οποία έχει κοινοποιηθεί από την Ελλάδα στη Συνιστώσα Οντότητα που έχει τη φορολογική κατοικία της σε αυτήν.
Συνιστώσα Οντότητα με κατοικία στην Ελλάδα,όπως ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, ζητεί από την Τελική Μητρική Οντότητα να της παράσχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις υποβολής της Έκθεσης ανά Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 9ΑΑ. Εάν, παρά ταύτα, η εν λόγω Συνιστώσα Οντότητα δεν έλαβε ή δεν απέκτησε όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες για να υποβάλει την Έκθεση για τον Όμιλο ΠΕ, η Συνιστώσα αυτή Οντότητα υποβάλλει την Έκθεση ανά Χώρα που περιέχει όλες τις πληροφορίες που έχει στην κατοχή της, τις οποίες έλαβε ή απέκτησε, και ανακοινώνει στις ελληνικές φορολογικές αρχές ότι η Τελική Μητρική Οντότητα αρνήθηκε να διαθέσει τις αναγκαίες πληροφορίες. Αυτό δε θίγει το δικαίωμα των ελληνικών φορολογικών αρχών να επιβάλλουν τις προβλεπόμενες από την ελληνική νομοθεσία κυρώσεις, και να ενημερώνουν όλα τα κράτη μέλη για την άρνηση αυτή.
Όταν υπάρχουν περισσότερες από μία Συνιστώσες Οντότητες του ίδιου Ομίλου ΠΕ, που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην Ένωση και ισχύουν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην περιπτ. β’, ο Όμιλος ΠΕ μπορεί να αναθέσει σε μία από αυτές τις Συνιστώσες Οντότητες να υποβάλλει την Έκθεση ανά Χώρα σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρ. 3 του άρθρου 9ΑΑ για οποιοδήποτε Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 9ΑΑ και να γνωστοποιήσει στις ελληνικές φορολογικές αρχές ότι η υποβολή αποσκοπεί στην πλήρωση της απαίτησης υποβολής για όλες τις Συνιστώσες Οντότητες του εν λόγω Ομίλου ΠΕ που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην Ένωση. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 9ΑΑ, οι ελληνικές φορολογικές αρχές κοινοποιούν τη ληφθείσα Έκθεση ανά Χώρα σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος στο οποίο, με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στην Έκθεση ανά Χώρα, μία ή περισσότερες Συνιστώσες Οντότητες του Ομίλου ΠΕ της Αναφέρουσας Οντότητας είτε έχουν τη φορολογική κατοικία τους ή υπόκεινται σε φόρο όσον αφορά τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που ασκούνται μέσω μόνιμης εγκατάστασης.
Όταν Συνιστώσα Οντότητα δεν μπορεί να λάβει ή να αποκτήσει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την υποβολή της Έκθεσης ανά Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 9ΑΑ, τότε αυτή η Συνιστώσα Οντότητα δεν είναι επιλέξιμη για να οριστεί ως η Αναφέρουσα Οντότητα για τον Όμιλο ΠΕ, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρούσας υποπερίπτωσης. Ο κανόνας αυτός δε θίγει την υποχρέωση της Συνιστώσας Οντότητας να ανακοινώσει στις ελληνικές φορολογικές αρχές ότι η Τελική Μητρική Οντότητα αρνήθηκε να διαθέσει τις αναγκαίες πληροφορίες.

2. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 1, όταν ισχύουν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην περιπτ. β΄ της παρ. 1, οντότητα που περιγράφεται στην παρ. 1 δεν απαιτείται να Χώρα για κάθε Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων, εάν ο Όμιλος ΠΕ του οποίου αποτελεί Συνιστώσα Οντότητα,. έχει καταστήσει διαθέσιμη την Έκθεση ανά Χώρα σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 9ΑΑ όσον αφορά στο εν λόγω Φορολογικό Έτος μέσω Παρένθετης Μητρικής Οντότητας, η οποία υποβάλλει την εν λόγω Έκθεση ανά Χώρα στη φορολογική αρχή της Δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας της. κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 9ΑΑ ή πριν από αυτή και, σε περίπτωση που η Παρένθετη Μητρική Οντότητα έχει φορολογική κατοικία σε περιοχή Δικαιοδοσίας εκτός της Ένωσης, πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) ή Δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της Παρένθετης Μητρικής Οντότητας απαιτεί την υποβολή των Εκθέσεων ανά Χώρα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρ.
3 του άρθρου 9ΑΑ·
β) η Δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της Παρένθετης Μητρικής Οντότητας διαθέτει σε ισχύ Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών στην οποία η Ελλάδα είναι Συμβαλλόμενο Μέρος κατά τη χρονική στιγμή που προσδιορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 9ΑΑ για την υποβολή της Έκθεσης ανά Χώρα για το Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων·
γ) η Δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της Παρένθετης Μητρικής Οντότητας δεν έχει κοινοποιήσει περίπτωση Συστημικής Αδυναμίας στην Ελλάδα·
δ) η Δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της Παρένθετης Μητρικής Οντότητας έχει ενημερωθεί, το αργότερο έως την τελευταία ημέρα του Φορολογικού Έτους Υποβολής Εκθέσεων του εν λόγω Ομίλου ΠΕ, από τη Συνιστώσα Οντότητα με φορολογική κατοικία στη Δικαιοδοσία του ότι αυτή αποτελεί την Παρένθετη Μητρική Οντότητα·
ε) έχει παρασχεθεί κοινοποίηση στην Ελλάδα, σύμφωνα με την παρ. 4.

3. Οποιαδήποτε Συνιστώσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ, η οποία έχει τη φορολογική κατοικία της στην Ελλάδα ενημερώνει τις ελληνικές φορολογικές αρχές εάν αποτελεί την Τελική Μητρική Οντότητα, την Παρένθετη Μητρική Οντότητα ή τη Συνιστώσα Οντότητα που αναφέρεται στην παρ. 1 το αργότερο την τελευταία ημέρα του Φορολογικού Έτους Υποβολής Εκθέσεων του εν λόγω Ομίλου ΠΕ. Ειδικά για το πρώτο έτος εφαρμογής, η προθεσμία αυτή παρατείνεται έως την τελευταία ημέρα υποβολής των Εκθέσεων ανά Χώρα.

4. Σε περίπτωση που Συνιστώσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ, η οποία έχει τη φορολογική κατοικία της στην Ελλάδα, δεν αποτελεί ούτε την Τελική Μητρική Οντότητα ούτε την Παρένθετη Μητρική Οντότητα ούτε τη Συνιστώσα Οντότητα που αναφέρεται στην παρ. 1, κοινοποιεί αυτή στις ελληνικές φορολογικές αρχές την ταυτότητα και τη φορολογική κατοικία της Αναφέρουσας Οντότητας το αργότερο την τελευταία ημέρα του Φορολογικού Έτους Υποβολής Εκθέσεων του εν λόγω Ομίλου ΠΕ. Ειδικά για το πρώτο έτος εφαρμογής, η προθεσμία αυτή παρατείνεται έως την τελευταία ημέρα υποβολής των Εκθέσεων ανά Χώρα.

5. Η Έκθεση ανά Χώρα διευκρινίζει το νόμισμα των ποσών που αναφέρει.

 

ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ
ΕΚΘΕΣΗ ΑΝΑ ΧΩΡΑ

Α. Υπόδειγμα για την Έκθεση ανά Χώρα.

Πίνακας 1 Επισκόπηση της κατανομής εισοδήματος, φόρων και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ανά περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας 


Ονομασία του ομίλου ΠΕ:
Φορολογικό έτος:
Χρησιμοποιηθέν νόμισμα:

Περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας

Έσοδα

Κέρδη (ζημίες) προ φόρου εισοδήματος

Καταβληθείς φάρος εισοδήματος (σε ταμειακή βάση)

Οφειλόμενος φόρος εισοδήματος — Τρέχον έτος
 

Μετοχικό κεφάλαιο

Συσσω-ρευμένα κέρδη

Αριθμός εργαζομένων

Ενσώματα περιρυσιακά στοιχεία εκτός από ταμειακά διαθέσιμα και ταμειακά ισοδύναμα
 

Μη συνδεδεμένα μέρη

Συνδεδεμένα μέρη

Σύνολο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πίνακας 2 Κατάλογος με όλεςτις Συνιστώσες Οvrότητες του ομίλου ΠΕ που περιλαμβάνονται σε κάθε συγκεντρωτική κατάσταση ανά περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας 


Ονομασία του ομίλου ΠΕ:
Φορολογικό έτος:

Περιοχή φορολογικής δικαιο-δοσίας

Συνιοτώσες Οντότητες με κατοικία στην περιοχή φορολογικής δικαιο-δοσίας

Περιοχή φορο-λογικής δικαιο-δοσίας της οργάνωσης ή σύστασης / αν διαφέρει από την περιοχή φορολογικής δικαιο-δοσίας της κατοικίας

Κύρια(-ες) επιχειρηματική(-ές) δραστηριότητα(-ες)


Έρευνα και ανάπτυξη

Κατοχή ή διαχεί-ριση πνευ-ματικής ιδιο-κτησίας
 

Αγορές ή προμήθειες

Κατασκευή ή παραγωγή

Πωλήσεις εμπορία ή διανομή

Διοικητικές διαχεί-ριστικές ή υποστη-ρικτικές υπηρεσίες


 

Παροχή υπηρεσιών σε μη συνδε-δεμένα μέρη

Εσωτερική χρηματο-δότηση ομίλου

Ρυθμι-ζόμενες χρήματο-οικο-νομικές υπηρεσίες
 

Ασφά-λιση

Κατοχή συμμε-τοχών ή άλλοι συμμε-τοχικοί τίτλοι
 

Σε αδρά-νεια

Άλλο

 

1

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(1) Διευκρινίστε τη φύση της δραστηριότητας της Συνιστώσας Οντότητας στον πίνακα "Συμπληρωματικές πληροφορίες".
 

 

Πίνακας 3 Συμπληρωματικές πληροφορίες

Ονομασία του ομίλου ΠΕ:
Φορολογικό έτος;
Να περιληφθούν τυχόν περαιτέρω σύντομες πληροφορίες ή διευκρινίσεις που θεωρείτε ότι είναι αναγκαίες ή θα διευκολύνουν την κατανόηση των
υποχρεωτικών πληροφοριών που παρέχονται στην Έκθεση ανά Χώρα

 

Β. Γενικές οδηγίες για τη συμπλήρωση της Έκθεσης ανά Χώρα

1. Σκοπός
Το υπόδειγμα χρησιμοποιείται για την υποβολή στοιχείων σχετικά με την κατανομή εισοδήματος, φόρων και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ενός Ομίλου Πολυεθνικών Επιχειρήσεων (ΠΕ) ανά περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας.

2. Αντιμετώπιση υποκαταστημάτων και μόνιμων εγκαταστάσεων
Τα στοιχεία της μόνιμης εγκατάστασης υποβάλλονται σε σχέση με την περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας, όπου αυτή βρίσκεται και όχι σε σχέση με την περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας της κατοικίας της επιχειρηματικής μονάδας της οποίας αποτελεί μέρος η μόνιμη εγκατάσταση. Η υποβολή στοιχείων στη φορολογική Δικαιοδοσία κατοικίας, για την επιχειρηματική μονάδα της οποίας αποτελεί μέρος η μόνιμη εγκατάσταση, δεν περιλαμβάνει τα χρηματοοικονομικά στοιχεία που σχετίζονται με τη μόνιμη εγκατάσταση.

3. Περίοδος που καλύπτεται από το ετήσιο υπόδειγμα
Το υπόδειγμα καλύπτει το φορολογικό έτος της Αναφέρουσας Οντότητας Ομίλου ΠΕ. Για τις Συνιστώσες Οντότητες, κατά την κρίση της Αναφέρουσας Οντότητας Ομίλου ΠΕ, το υπόδειγμα αντανακλά με τρόπο συνεκτικό μία από τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) πληροφορίες για το φορολογικό έτος των σχετικών Συνιστωσών Οντοτήτων που λήγει την ίδια ημερομηνία με το φορολογικό έτος της Αναφέρουσας Οντότητας Ομίλου ΠΕ ή λήγει εντός της δωδεκάμηνης περιόδου που προηγείται της εν λόγω ημερομηνίας-
β) πληροφορίες για όλες τις σχετικές Συνιστώσες Οντότητες που αναφέρθηκαν για το φορολογικό έτος της Αναφέρουσας Οντότητας Ομίλου ΠΕ.

4. Πηγές δεδομένων
Κατά τη συμπλήρωση του υποδείγματος, η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ χρησιμοποιεί με τρόπο συνεκτικό τις ίδιες πηγές δεδομένων από έτος σε έτος. Η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ μπορεί να επιλέξει να χρησιμοποιήσει δεδομένα από τις ενοποιημένες δέσμες υποβαλλόμενων στοιχείων, τις χωριστές υποχρεωτικές οικονομικές καταστάσεις ανά οντότητα, τις κανονιστικές οικονομικές καταστάσεις ή τους λογαριασμούς εσωτερικής διαχείρισης. Δεν είναι αναγκαίο να συμφωνεί η αναφορά των εσόδων, των κερδών και του φόρου στο υπόδειγμα με τις Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις. Εάν χρησιμοποιούνται υποχρεωτικές οικονομικές καταστάσεις ως βάση για την υποβολή στοιχείων, όλα τα ποσά μετατρέπονται στο δηλωθέν νόμισμα λειτουργίας της Αναφέρουσας Οντότητας Ομίλου ΠΕ, σύμφωνα με τη μέση συναλλαγματική ισοτιμία για το έτος που δηλώνεται στο τμήμα «Συμπληρωματικές πληροφορίες» του υποδείγματος. Δεν-,χρειάζεται ωστόσο να γίνονται προσαρμογές για διαφορές στις αρχές λογιστικής που εφαρμόζονται στη μια ή στην άλλη περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας.

Η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ παρέχει σύντομη περιγραφή των πηγών δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρτιση του υποδείγματος στο τμήμα «Συμπληρωματικές πληροφορίες» του υποδείγματος. Εάν υπάρχει μεταβολή στην πηγή δεδομένων που χρησιμοποιείται από έτος σε έτος, η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ εξηγεί τους λόγους για τη μεταβολή και τις συνέπειες της, στο τμήμα «Συμπληρωματικές πληροφορίες» του υποδείγματος.

Γ. Ειδικές οδηγίες για τη συμπλήρωση της Έκθεσης ανά Χώρα

1. Επισκόπηση της κατανομής εισοδήματος, φόρων και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ανά περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας (Πίνακας 1)

1.1. Περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας
Στην πρώτη στήλη του υποδείγματος, η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ απαριθμεί όλες τις περιοχές φορολογικής Δικαιοδοσίας, στις οποίες έχουν τη φορολογική κατοικία τους Συνιστώσες Οντότητες του Ομίλου ΠΕ. Η περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας ορίζεται ως κρατική ή μη κρατική περιοχή Δικαιοδοσίας που έχει δημοσιονομική αυτονομία. Περιλαμβάνεται χωριστή γραμμή για όλες τις Συνιστώσες Οντότητες του Ομίλου ΠΕ, που η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ θεωρεί ότι δεν έχουν τη φορολογική κατοικία τους σε καμία περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας. Όταν Συνιστώσα Οντότητα έχει την κατοικία της σε περισσότερες από μία περιοχές φορολογικής Δικαιοδοσίας, εφαρμόζεται ο κανόνας διευθέτησης διαφορών της εφαρμοστέας φορολογικής σύμβασης για να προσδιοριστεί η περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας της κατοικίας. Όταν δεν υπάρχει ισχύουσα φορολογική σύμβαση, η αναφορά της Συνιστώσας Οντότητας γίνεται στην περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας του τόπου άσκησης της πραγματικής διοίκησης της Συνιστώσας Οντότητας. Ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησης προσδιορίζεται με βάση τα διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα.

1.2. Έσοδα
Στις τρεις στήλες του υποδείγματος υπό τον τίτλο
«Έσοδα» η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ αναφέρει τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) το άθροισμα των εσόδων από όλες τις Συνιστώσες Οντότητες Ομίλου ΠΕ στην οικεία περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας που προκύπτουν από συναλλαγές με συνδεδεμένες επιχειρήσεις·
β) το άθροισμα των εσόδων από όλες τις Συνιστώσες Οντότητες Ομίλου ΠΕ στην οικεία περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας που προκύπτουν από συναλλαγές με ανεξάρτητα μέρη·
γ) το συνολικό άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στις περιπτ. α’ και β’.
Τα έσοδα περιλαμβάνουν έσοδα από πωλήσεις αποθεμάτων και περιουσιακών στοιχείων, υπηρεσίες, δικαιώματα εκμετάλλευσης, τόκους, ασφάλιστρα και οποιαδήποτε άλλα ποσά. Τα έσοδα δεν περιλαμβάνουν πληρωμές που λαμβάνονται από άλλες Συνιστώσες Οντότητες και οι οποίες αντιμετωπίζονται ως μερίσματα στην περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας του πληρωτή.

1.3. Κέρδη (ζημίες) προ φόρου εισοδήματος
Στην πέμπτη στήλη του υποδείγματος η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ αναφέρει το άθροισμα των κερδών (ζημιών) προ φόρου εισοδήματος για όλες τις Συνιστώσες Οντότητες με φορολογική κατοικία στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας. Τα κέρδη (ζημίες) προ φόρου εισοδήματος περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία έκτακτων εσόδων και εξόδων.

1.4. Καταβληθείς φόρος εισοδήματος (σε ταμειακή βάση)
Στην έκτη στήλη του υποδείγματος η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ αναφέρει το συνολικό ποσό του φόρου εισοδήματος που πράγματι καταβλήθηκε κατά το αντίστοιχο φορολογικό έτος από όλες τις Συνιστώσες Οντότητες με φορολογική κατοικία στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας. Οι καταβληθέντες φόροι περιλαμβάνουν φόρους που καταβάλλονται σε ταμειακή βάση από τη Συνιστώσα Οντότητα στην περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας της κατοικίας και σε όλεςτις άλλες περιοχέςφορσλογικής-Δικαιοδοσίας. Περιλαμβάνουν επίσης τους παρακρατούμενους φόρους στην πηγή που καταβάλλονται από άλλες οντότητες (συνδεδεμένες επιχειρήσεις και ανεξάρτητες επιχειρήσεις) για πληρωμές στη Συνιστώσα Οντότητα. Ως εκ τούτου, εάν η εταιρεία Α με κατοικία στην περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας Α εισπράττει τόκους στην περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας Β, ο φόρος που παρακρατείται στην πηγή στην περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας Β αναφέρεται από την εταιρεία Α.

1.5. Οφειλόμενος φόρος εισοδήματος (τρέχον έτος)
Στην έβδομη στήλη του υποδείγματος η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ αναφέρει το σύνολο των οφειλόμενων τρεχόντων φορολογικών εξόδων που καταχωρίζεται για φορολογούμενα κέρδη ή ζημίες του έτους υποβολής εκθέσεων για όλες τις Συνιστώσες Οντότητες με φορολογική κατοικία στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας. Τα τρέχοντα φορολογικά έξοδα αντικατοπτρίζουν μόνο πράξεις του τρέχοντος έτους και δεν περιλαμβάνουν αναβαλλόμενους φόρους ή προβλέψεις για αβέβαιες φορολογικές υποχρεώσεις.

1.6. Μετοχικό Κεφάλαιο
Στην όγδοη στήλη του υποδείγματος η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ αναφέρει το σύνολο του Μετοχικού Κεφαλαίου όλων των Συνιστωσών Οντοτήτων με φορολογική κατοικία στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας. Όσον αφορά στις μόνιμες εγκαταστάσεις, το μετοχικό κεφαλαίο αναφέρεται από τη νομική οντότητα της οποίας αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση, εκτός αν υπάρχει καθορισμένη κεφαλαιακή απαίτηση στην περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας της μόνιμης εγκατάστασης για κανονιστικούς σκοπούς.

1.7. Συσσωρευμένα κέρδη
Στην ένατη στήλη του υποδείγματος η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ αναφέρει το άθροισμα των συνολικών συσσωρευμένων κερδών όλων των Συνιστωσών Οντοτήτων με φορολογική κατοικία στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας κατά το τέλος του έτους. Όσον αφορά σης μόνιμες εγκαταστάσεις, τα συσσωρευμένα κέρδη αναφέρονται από τη νομική οντότητα της οποίας αποτελούν μόνιμη εγκατάσταση.

1.8. Αριθμός εργαζομένων
Στη δέκατη στήλη του υποδείγματος η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ αναφέρει τον συνολικό αριθμό εργαζομένων σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ) όλων των Συνιστωσών Οντοτήτων με φορολογική κατοικία στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας. Ο αριθμός των εργαζομένων μπορεί να αναφερθεί ως έχει κατά το τέλος του έτους, βάσει των μέσων επιπέδων απασχόλησης για το έτος, ή σε οποιαδήποτε άλλη βάση με συνεκτική εφαρμογή στις διάφορες περιοχές φορολογικής Δικαιοδοσίας και από έτος σε έτος. Για τον σκοπό αυτό, οι ανεξάρτητοι εργολήπτες που συμμετέχουν στις συνήθεις δραστηριότητες λειτουργίας της Συνιστώσας Οντότητας μπορούν να αναφέρονται ως εργαζόμενοι. Επιτρέπεται η εύλογη στρογγυλοποίηση ή κατά προσέγγιση αναφορά του αριθμού των εργαζομένων, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω στρογγυλοποίηση ή κατά προσέγγιση αναφορά δεν στρεβλώνει ουσιαστικά τη σχετική κατανομή των εργαζομένων στις διάφορες περιοχές φορολογικής Δικαιοδοσίας. Εφαρμόζονται συνεκτικές. προσεγγίσεις από έτος σε έτος και για τις διάφορες οντότητες.

1.9. Ενσώματα περιουσιακά στοιχεία εκτός από ταμειακά διαθέσιμα και ταμειακά ισοδύναμα
Στην ενδέκατη στήλη του υποδείγματος η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ αναφέρει το σύνολο της καθαρής λογιστικής αξίας των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων όλων των Συνιστωσών Οντοτήτων με φορολογική κατοικία στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας. Όσον αφορά στις μόνιμες εγκαταστάσεις, τα περιουσιακά στοιχεία αναφέρονται σε σχέση με την περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας στην οποία βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση. Για τον σκοπό αυτό, τα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνουν ταμειακά διαθέσιμα ή ταμειακά ισοδύναμα ούτε άυλα ή χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία.

2. Κατάλογος με όλες τις Συνιστώσες Οντότητες του Ομίλου ΠΕ που περιλαμβάνονται σε κάθε συγκεντρωτική κατάσταση ανά περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας (πίνακας 2)

2.1. Συνιστώσες Οντότητες με κατοικία στην περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας
Η Αναφέρουσα Οντότητατου Ομίλου ΠΕ απαριθμεί, ανά περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας και ονομασία νομικής οντότητας, όλες τις Συνιστώσες Οντότητες του Ομίλου ΠΕ που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας.
Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην παρ. 2 των γενικών οδηγιών όσον αφορά στις μόνιμες εγκαταστάσεις, η μόνιμη εγκατάσταση αναφέρεται σε σχέση με την περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας στην οποία βρίσκεται. Σημειώνεται η νομική οντότητα της οποίας αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση.

2.2. Περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας της οργάνωσης ή σύστασης, αν διαφέρει
από την περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας της κατοικίας
Η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ αναφέρει το όνομα της περιοχής φορολογικής Δικαιοδοσίας βάσει του δικαίου της οποίας έχει οργανωθεί ή συσταθεί η Συνιστώσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ, εάν είναι διαφορετική από την περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας της κατοικίας.

2.3. Κύριες επιχειρηματικές δραστηριότητες
Η Αναφέρουσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ προσδιορίζει τη φύση της (των) κύριας (-ων) επιχειρηματικής (-ών) δραστηριότητας (-ων) που ασκείται (-ούνται) από τη Συνιστώσα Οντότητα στην αντίστοιχη περιοχή φορολογικής Δικαιοδοσίας, επιλέγοντας ένα ή περισσότερα από τα κατάλληλα τετραγωνίδια.».

1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3148/2003 (Α΄ 136) προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Η Ε.Λ.Τ.Ε. λειτουργεί αποκλειστικά χάριν του δημόσιου συμφέροντος, έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας.»

2. Η παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η Ε.Λ.Τ.Ε. εποπτεύεται από τον Υπουργό Οικονομικών σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Η εν λόγω εποπτεία λαμβάνει τη μορφή της προηγούμενης έγκρισης μόνον για τις πράξεις του ετήσιου προϋπολογισμού και απολογισμού της Ε.Λ.Τ.Ε..»

3. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ως γραμματέας του Δ.Σ. ορίζεται, με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., υπάλληλος της Ε.Λ.Τ.Ε..»

4. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι Αντιπρόεδροι επιλέγονται από πρόσωπα που διαθέτουν ευρεία επιστημονική κατάρτιση στη Λογιστική ή/και Ελεγκτική.»

5. Στην παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 3148/2003 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση λήξης της θητείας των μελών του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., αυτή παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι το διορισμό νέων μελών σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3148/2003 για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους κατ’ ανώτατο όριο.»

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Το Σ.ΛΟ.Τ. είναι πενταμελές και αποτελείται από έναν Αντιπρόεδρο της Ε.Λ.Τ.Ε. ως Πρόεδρο και τέσσερις ειδικούς επιστήμονες οι οποίοι έχουν υψηλό επίπεδο θεωρητικής κατάρτισης στη Λογιστική και μακροχρόνια πείρα πρακτικής εφαρμογής της. Ένας, τουλάχιστον, εκ των ανωτέρω επιστημόνων απαιτείται να είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στο γνωστικό αντικείμενο της Λογιστικής.»

Το άρθρο 5 του ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 5
Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου
1. Το Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου (Σ.Π.Ε.) είναι πενταμελές συλλογικό όργανο και η θητεία του είναι τριετής. Τα μέλη του Σ.Π.Ε. και οι αναπληρωτές τους ορίζονται με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. και πρέπει να είναι πρόσωπα εγνωσμένου κύρους με ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε θέματα ελεγκτικής, λογιστικής και φορολογικής νομοθεσίας. Ως Πρόεδρος του Σ.Π.Ε. ορίζεται ένας Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε.. Ένα από τα μέλη του Σ.Π.Ε. ορίζεται από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., μετά από πρόταση του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών που συστάθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 226/1992 (Α΄ 120). Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν εισηγήσεως του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. καθορίζεται η αποζημίωση των μελών του Σ.Π.Ε..
2. Το Σ.Π.Ε. είναι αρμόδιο:
α) για τη διενέργεια ποιοτικών ελέγχων επί των προσώπων των παραγράφων 2 έως 8 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 (Α΄ 174),
β) για τη διατύπωση υποδείξεων προς τα πρόσωπα των παραγράφων 2 έως 8 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008, ως αποτέλεσμα ποιοτικών ελέγχων,
γ) για τη διεξαγωγή ερευνών προς διαπίστωση τυχόν παραβάσεων της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών συμπεριλαμβανομένων των κανονιστικών αποφάσεων της Ε.Λ.Τ.Ε., του εκάστοτε ισχύοντος Κώδικα Δεοντολογίας, των ελεγκτικών προτύπων ή των προτύπων διασφάλισης της ποιότητας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας,
δ) για τη διατύπωση εισηγήσεων προς το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. ως αποτέλεσμα της διεξαγωγής ερευνών κατά την περίπτωση γ΄ της παρούσας παραγράφου,
ε) για τη διεξαγωγή ερευνών που σχετίζονται με την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων και με την άσκηση εποπτείας επί της Διεύθυνσης Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. κατά τη διεξαγωγή προαναφερθεισών ερευνών,
στ) για τη διατύπωση γενικών εισηγήσεων προς το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. επί ελεγκτικών θεμάτων, θεμάτων άσκησης ποιοτικού ελέγχου και διερεύνησης πειθαρχικών παραβάσεων, και
ζ) επί οιουδήποτε άλλου θέματος προσιδιάζει στην άσκηση ποιοτικού ελέγχου επί της ελεγκτικής εργασίας, καθώς και στη διερεύνηση των υποθέσεων για τη διαπίστωση της τυχόν τέλεσης πειθαρχικών παραβάσεων.
3. Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. ρυθμίζεται το περιεχόμενο, ο τρόπος και η διαδικασία διενέργειας των ποιοτικών ελέγχων και κάθε άλλο σχετικό θέμα, ιδίως δε:
α) τα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, που θα διενεργούν τους ποιοτικούς ελέγχους,
β) τα κριτήρια επιλογής των φορέων που θα εντάσσονται κάθε φορά στον προγραμματισμό του Σ.Π.Ε. για τη διενέργεια ποιοτικών ελέγχων,
γ) οι υποχρεώσεις των ελεγχόμενων προσώπων κατά τη διενέργεια ποιοτικών ελέγχων,
δ) η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των ποιοτικών ελέγχων, και
ε) οι υποχρεώσεις των ελεγχόμενων προσώπων κατόπιν ολοκλήρωσης των ποιοτικών ελέγχων.
4. Τα πρόσωπα επί των οποίων διενεργήθηκε ποιοτικός έλεγχος υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις υποδείξεις που διατυπώνονται προς αυτά από το Σ.Π.Ε. ως αποτέλεσμα του διενεργηθέντος ποιοτικού ελέγχου. Κατά τη διατύπωση των υποδείξεών του, το Σ.Π.Ε. τάσσει στα ως άνω πρόσωπα εύλογη προθεσμία προς συμμόρφωση.
Τυχόν μη συμμόρφωση με τις υποδείξεις του Σ.Π.Ε. εντός της ταχθείσης προθεσμίας συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.
5. Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. καθορίζεται η δαπάνη για τη διενέργεια του ποιοτικού ελέγχου, η οποία βαρύνει τον προϋπολογισμό της Ε.Λ.Τ.Ε..»

Το άρθρο 6 του ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 6
Κυρώσεις και διαδικασία επιβολής αυτών
1. Αποκλειστικά αρμόδιο όργανο για τη διαπίστωση παραβάσεων της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών, συμπεριλαμβανομένων των κανονιστικών αποφάσεων της Ε.Λ.Τ.Ε., του εκάστοτε ισχύοντος Κώδικα Δεοντολογίας και των ελεγκτικών προτύπων ή των προτύπων διασφάλισης της ποιότητας, καθώς και περιπτώσεων μη συμμόρφωσης προς τις υποδείξεις που διατυπώνονται από το Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου (Σ.Π.Ε.) της Ε.Λ.Τ.Ε. συνεπεία της διενέργειας ποιοτικού ελέγχου, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 του παρόντος, από τα πρόσωπα των παραγράφων 2 έως 8 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 («πειθαρχικά παραπτώματα»), και την επιβολή κυρώσεων σε βάρος τους, είναι το Διοικητικό 
Συμβούλιο (Δ.Σ.) της Ε.Λ.Τ.Ε..
2. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. επιβάλλει τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:
α) Επίπληξη.
β) Προσωρινή απαγόρευση διενέργειας υποχρεωτικών ελέγχων επί των ατομικών ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων για χρονικό διάστημα από έναν (1) έως δώδεκα (12) μήνες.
γ) Για τα φυσικά πρόσωπα πρόστιμο ύψους έως και
100.000 ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής, πρόστιμο ύψους έως και 200.000 ευρώ. Για τα νομικά πρόσωπα, πρόστιμο ύψους έως και 1.000.000 ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής του νομικού προσώπου, το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται να επιβάλει πρόστιμο ύψους έως 2.000.000 ευρώ. Στην περίπτωση επιβολής προστίμου σε νομικό πρόσωπο που έχει δικαίωμα διενέργειας υποχρεωτικών ελέγχων, το επιβαλλόμενο πρόστιμο δύναται να υπερβεί το όριο του πρώτου εδαφίου και να ανέλθει σε ποσό ίσο με το δεκαπλάσιο της αμοιβής που τιμολογήθηκε στην ελεγχόμενη οντότητα κατά τη διάρκεια της οικονομικής χρήσης κατά την οποία τελέσθηκε η παράβαση και προέρχεται από κάθε είδους ελεγκτική εργασία. Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο ισχύουν και σε περίπτωση υποτροπής του νομικού προσώπου.
δ) Προσωρινή αφαίρεση της επαγγελματικής άδειας για χρονικό διάστημα έως δύο (2) έτη.
ε) Οριστική αφαίρεση της επαγγελματικής άδειας και διαγραφή από το Μητρώο Ελεγκτών.
3. Για την επιμέτρηση της επιβαλλόμενης κύρωσης σε καθεμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις της παραγράφου αυτής λαμβάνονται υπόψη, ενδεικτικώς, η σοβαρότητα της παράβασης, ο κίνδυνος για την αξιοπιστία και την ορθή λειτουργία του ελεγκτικο−λογιστικού θεσμού, ο τυχόν προσπορισμός οφέλους και η τυχόν συνδρομή στο πρόσωπο του παραβάτη της ιδιότητας του κυρίου εταίρου σύμφωνα με την παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008.
Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. επιβάλλει τις κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου ύστερα από εισήγηση του Σ.Π.Ε.. Στις συνεδριάσεις του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. για την έκδοση των αποφάσεων για την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων λαμβάνει μέρος και ο Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. που είναι Πρόεδρος του Σ.Π.Ε., χωρίς δικαίωμα ψήφου.
4. Σε περίπτωση διαπίστωσης της τέλεσης παράβασης από νόμιμο ελεγκτή, που διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους στο όνομα και για λογαριασμό ελεγκτικού γραφείου, η ευθύνη του νόμιμου ελεγκτή δεν αίρει την τυχόν σωρευτική πειθαρχική ευθύνη του ελεγκτικού γραφείου. Σε κάθε περίπτωση, η δια πράξεως ή παραλείψεως πλημμελής άσκηση εποπτείας εκ μέρους εταίρου ή ιδιοκτήτη ή μέλους της διοίκησης ή μέλους εποπτικού οργάνου ελεγκτικού γραφείου επί των κυρίων εταίρων κατά την έννοια της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 και των νομίμων ελεγκτών, καθώς και κάθε άλλου προσώπου που συμμετέχει εν γένει στην ελεγκτική διαδικασία για λογαριασμό του ελεγκτικού γραφείου συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα καταλογιζόμενο αυτοτελώς στο ελεγκτικό γραφείο ή και στα μέλη των οργάνων διοίκησής του που εμπλέκονται στην πλημμελή άσκηση εποπτείας. Ομοίως αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο καταλογίζεται στο ελεγκτικό γραφείο ή και τα μέλη των οργάνων διοίκησης του ελεγκτικού γραφείου αυτοτελώς, και κάθε πράξη ή παράλειψη εταίρου ή ιδιοκτήτη ή μέλους της διοίκησης ή μέλους εποπτικού οργάνου ή κυρίου εταίρου ελεγκτικού γραφείου κατά την έννοια της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008, η οποία θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα νόμιμου ελεγκτή, όπως αυτή προσδιορίζεται στα Διεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα και τον ισχύοντα Κώδικα Επαγγελματικής Δεοντολογίας της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών. Στην τελευταία περίπτωση, πέραν των λοιπών κυρώσεων, επιβάλλεται σε βάρος του ελεγκτικού γραφείου και στα μέλη των οργάνων διοίκησής του, που εμπλέκονται στην παράβαση, η κύρωση της αφαίρεσης της επαγγελματικής άδειας για χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών.
5. Ειδικώς, στην περίπτωση μη συμμόρφωσης των επιχειρήσεων νομίμων ελεγκτών με την υποχρέωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του νόμου αυτού πέραν των κυρώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται να αποφασίσει την αποβολή της μη συμμορφούμενης επιχείρησης και των νομίμων ελεγκτών αυτής από το πρόγραμμα ποιοτικών ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. με συνέπεια κάθε ελεγκτική εργασία που διενεργείται από αυτούς να μην παράγει έννομα αποτελέσματα. Οι αποφάσεις περί αποβολής δημοσιοποιούνται με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., που καθορίζει τη φύση, έκταση και τον τρόπο δημοσιοποίησής τους.
6. Πριν την έκδοση της απόφασης για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. υποχρεούται να καλέσει τον ελεγχόμενο νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγχόμενο ελεγκτικό γραφείο να εκθέσει τις απόψεις του. Η σχετική κλήση είναι έγγραφη και σε αυτή μνημονεύονται υποχρεωτικά η προσαπτόμενη παράβαση, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τη βάση αυτής και τάσσεται εύλογη προθεσμία στον ενδιαφερόμενο να εκθέσει τις απόψεις του εγγράφως. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. μπορεί, εφόσον το κρίνει αναγκαίο κατά την απόλυτη διακριτική του ευχέρεια, να καλέσει τον ελεγχόμενο νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγχόμενο ελεγκτικό γραφείο και σε παροχή προφορικών επεξηγήσεων ενώπιόν του. Σε περίπτωση αναβολής ή διακοπής της συζήτησης για άλλη μέρα και ώρα, η γνωστοποίηση της ημερομηνίας της μετά την αναβολή ή τη διακοπή συζήτησης, μπορεί να γίνεται με κάθε πρόσφορο τρόπο.
Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος να δημοσιοποιεί με κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέσο τις αποφάσεις αυτού που αφορούν την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων.
7. Κατά των αποφάσεων του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. για την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων χωρεί προσφυγή ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίησή τους.
8. Τα πρόστιμα που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 αποτελούν έσοδο του Δημοσίου και εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974), από την εκάστοτε Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.), η οποία οφείλει να ενημερώσει άμεσα την Ε.Λ.Τ.Ε. για την είσπραξη ή μη του προστίμου.»

Μετά το άρθρο 6 του ν. 3148/2003 προστίθενται άρθρα 6Α και 6Β ως εξής:
«Άρθρο 6Α
Διερεύνηση υποθέσεων
1. Η διερεύνηση των υποθέσεων για τη διαπίστωση της συνδρομής ή μη παράβασης της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του παρόντος διενεργείται με τη διοικητική μέριμνα του Σ.Π.Ε. και με την υποστήριξη της Διεύθυνσης Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. και των «εντεταλμένων ελεγκτών» της Ε.Λ.Τ.Ε..
2. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. ύστερα από εισήγηση του Σ.Π.Ε. μπορεί να ορίζει ως «εντεταλμένους ελεγκτές», φυσικά πρόσωπα, ιδιώτες ή υπαλλήλους του Δημοσίου ή νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου, με κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση και εμπειρία που έχουν λάβει εξειδικευμένη εκπαίδευση, ιδίως σε θέματα διενέργειας ποιοτικών ελέγχων. Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. μπορούν να εξειδικεύονται τα αναγκαία προσόντα και οι απαιτούμενες ειδικότητες των «εντεταλμένων ελεγκτών», καθώς και η διαδικασία επιλογής και αποζημίωσής τους. Οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. υποχρεούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33 του ν. 3693/2008 και 11 του παρόντος νόμου. Για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας των ποιοτικών ελέγχων, οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. υπόκεινται στους ακόλουθους περιορισμούς:
α) Δεν επιτρέπεται να ασκούν το επάγγελμα του νόμιμου ελεγκτή ή να εργάζονται για λογαριασμό νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου ή του δικτύου τους.
β) Δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε έλεγχο νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου, στο οποίο κατά την προηγούμενη διετία εργάστηκαν ως εταίροι ή υπάλληλοι ή με το οποίο συνδέονταν κατά οποιονδήποτε τρόπο ή από το οποίο λαμβάνουν οποιασδήποτε φύσεως αμοιβή.
γ) Δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αυτών και του ελεγχόμενου φορέα, επί του οποίου θα πραγματοποιήσουν έλεγχο.
Οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. υποχρεούνται να υποβάλουν στο Σ.Π.Ε. πριν από την έναρξη εκάστου ελέγχου που τους ανατίθεται, «υπεύθυνη δήλωση» ότι συμμορφώνονται με τους παραπάνω περιορισμούς και απαιτήσεις.
3. Το Σ.Π.Ε. δύναται να δίδει εντολές ελέγχου – είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν σχετικής καταγγελίας – οδηγίες και κατευθυντήριες γραμμές στη Διεύθυνση της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και στους «εντεταλμένους ελεγκτές» ως προς θέματα ασκήσεως του ελέγχου και, γενικώς, εποπτεύει την εν λόγω ελεγκτική αρμοδιότητά τους. Η Διεύθυνση Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων ή/και οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. («τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε.») μετά το πέρας της διερεύνησης υποθέσεως υποβάλλουν το πόρισμά τους στο Σ.Π.Ε..
4. Σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια διενέργειας ποιοτικού ελέγχου πιθανολογείται σοβαρά η τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων, το Σ.Π.Ε. μπορεί να εισηγείται προς το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. την επιβολή κυρώσεων, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση της υποθέσεως από τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε..»
 
«Άρθρο 6Β
Εξουσίες των οργάνων της Ε.Λ.Τ.Ε.
1. Τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε. στο πλαίσιο της διερεύνησης υποθέσεως για τη διαπίστωση της τυχόν τέλεσης παραβάσεων της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του παρόντος δύνανται:
α) Να έχουν πρόσβαση και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα από έγγραφα, βιβλία και άλλα στοιχεία που τηρούνται σε οποιαδήποτε μορφή (έγγραφη, ηλεκτρονική, μαγνητική ή άλλη) στην επαγγελματική εγκατάσταση που βρίσκεται μέσα ή έξω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις των ελεγχόμενων προσώπων των παραγράφων 2 έως 8 του ν. 3693/2008, τα οποία δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο.
β) Να προβαίνουν σε κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων και άλλων στοιχείων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, που βρίσκονται μέσα ή έξω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις των ελεγχόμενων προσώπων ή εταιρειών.
γ) Να λαμβάνουν κατά την κρίση τους ένορκες ή ανωμοτί μαρτυρικές καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και να ζητούν επεξηγήσεις για τα γεγονότα ή έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις σχετικές απαντήσεις.
2. Τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε. ασκούν τις ως άνω αρμοδιότητές τους, εφόσον δοθεί σχετική, έγγραφη και ειδική εντολή, από τον Πρόεδρο της Ε.Λ.Τ.Ε.. Η εντολή δίδεται είτε σε ορισμένο ελεγκτή είτε σε ομάδα ελεγκτών.
Στην τελευταία περίπτωση, η εντολή πρέπει να ορίζει και τον ελεγκτή που είναι ο επικεφαλής του ελέγχου. Σε περίπτωση που η εντολή δίδεται προς «εντεταλμένο ελεγκτή» της Ε.Λ.Τ.Ε., υποχρεωτικά ορίζεται στην ομάδα ελέγχου και ένας τουλάχιστον υπάλληλος της Ε.Λ.Τ.Ε., ο οποίος υπογράφει κάθε έγγραφο σχετικό με τη διενέργεια της έρευνας.
3. Οι έλεγχοι και η λήψη πληροφοριών και στοιχείων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1, καθώς και οι κατασχέσεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1, πραγματοποιούνται σε οποιαδήποτε, για το ελεγχόμενο πρόσωπο, εργάσιμη ώρα.
4. Για την κατάσχεση που πραγματοποιείται σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, συντάσσεται έκθεση κατάσχεσης. Η έκθεση υπογράφεται από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο που ενεργεί την κατάσχεση, το οποίο πρέπει να είναι υπάλληλος της Ε.Λ.Τ.Ε. και από το ελεγχόμενο πρόσωπο ή τον νόμιμο εκπρόσωπό του. Η έκθεση κατάσχεσης συντάσσεται σε δύο αντίγραφα. Το ένα από τα αντίγραφα διατηρείται από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο της Ε.Λ.Τ.Ε. και το άλλο παραδίδεται σε εκείνον που υπέγραψε για λογαριασμό του ελεγχόμενου προσώπου.
Σε περίπτωση άρνησης των παραπάνω να υπογράψουν, αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης επιδίδεται, με δικαστικό επιμελητή στο πρόσωπο, κατά του οποίου επεβλήθη η κατάσχεση, εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημέρα ολοκλήρωσης της κατάσχεσης, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των άρθρων 47 έως 57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999). Το ελεγχόμενο πρόσωπο δικαιούται να λάβει αντίγραφα των κατασχεθέντων εγγράφων με δαπάνες του.
5. Η έκθεση κατάσχεσης περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον:
α) τον τίτλο «Έκθεση Κατάσχεσης της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων»,
β) το χρόνο διενέργειας της κατάσχεσης,
γ) τον τόπο διενέργειας της κατάσχεσης, δηλαδή τα στοιχεία της επαγγελματικής εγκατάστασης, καθώς και τη νομική μορφή, επωνυμία ή πλήρη στοιχεία ταυτότητας του ελεγχόμενου προσώπου,
δ) το ονοματεπώνυμο των διενεργούντων την κατάσχεση ελεγκτικών οργάνων της Ε.Λ.Τ.Ε.,
ε) τον αριθμό και τη χρονολογία εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. ή του αναπληρωτή του ή του Προέδρου του Σ.Π.Ε.,
στ) την αιτιολογία για τη διενέργεια της κατάσχεσης,
ζ) την υπογραφή των ενεργούντων την κατάσχεση ελεγκτικών οργάνων της Ε.Λ.Τ.Ε., καθώς και την υπογραφή του προσώπου που υπέγραψε για λογαριασμό του ελεγχόμενου προσώπου,
η) σαφή περιγραφή των κατασχεθέντων αντικειμένων.
6. Η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, πραγματοποιείται στην έδρα της Ε.Λ.Τ.Ε.. Το ελεγχόμενο πρόσωπο που πρόκειται να καταθέσει κλητεύεται εγγράφως σε ορισμένη ημέρα και ώρα. Η κλήση υπογράφεται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. ή τον αναπληρωτή του ή τον Πρόεδρο του Σ.Π.Ε.. Η κλήση περιέχει συνοπτική περιγραφή της υπόθεσης, για την οποία πρόκειται να εξεταστεί ο μάρτυρας και μνημονεύει την αρχή στην οποία αυτό καλείται. Η κλήση επιδίδεται στο εξεταζόμενο πρόσωπο με δικαστικό επιμελητή, εφαρμοζομένων αναλόγως των άρθρων 47 έως 57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μία (1) τουλάχιστον εργάσιμη ημέρα πριν από την ημέρα για την οποία καλείται προς εξέταση. Η προθεσμία κλήσης μπορεί να παρατείνεται σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες, εφόσον το εξεταζόμενο πρόσωπο έχει την κατοικία ή έδρα του εκτός του Νομού Αττικής. Η προθεσμία κλήσης παρατείνεται σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, εφόσον το εξεταζόμενο πρόσωπο έχει την κατοικία ή έδρα του εκτός της Ελληνικής Επικράτειας.
7. Η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων πραγματοποιείται ενώπιον ελεγκτικού οργάνου της Ε.Λ.Τ.Ε. και ενός διοικητικού υπαλλήλου της Ε.Λ.Τ.Ε., ως γραμματέα. Ο μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, τον τόπο της γέννησης και της κατοικίας του, καθώς και την ηλικία του.
8. Για τη μαρτυρική κατάθεση συντάσσεται από τον γραμματέα έκθεση μαρτυρικής κατάθεσης. Η έκθεση πρέπει να αναφέρει τον τόπο και την ημερομηνία της κατάθεσης, την ώρα κατά την οποία άρχισε και τελείωσε η κατάθεση και το ονοματεπώνυμο του ελεγκτικού οργάνου της Ε.Λ.Τ.Ε. που έλαβε την κατάθεση, του γραμματέα και του μάρτυρα, καθώς και ακριβή καταγραφή όσων κατατέθηκαν από τον μάρτυρα. Η έκθεση διαβάζεται από όλα τα παρευρισκόμενα κατά την εξέταση πρόσωπα και υπογράφεται από αυτά. Αν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά αρνείται να υπογράψει, αυτό αναφέρεται στην έκθεση. Η έκθεση αποτελεί πλήρη απόδειξη για όσα έχει καταθέσει ο μάρτυρας. Η έκθεση είναι άκυρη, εάν λείπουν η χρονολογία (εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης ή από άλλα έγγραφα που επαναλαμβάνονται σε αυτήν), η αναγραφή των ονομάτων και των επωνύμων ή η υπογραφή των προσώπων που παρευρέθηκαν στην κατάθεση. Η έκθεση συντάσσεται σε δύο αντίγραφα, από τα οποία ένα αντίγραφο δίδεται στον μάρτυρα και το άλλο τίθεται με ευθύνη του ελεγκτικού οργάνου της Ε.Λ.Τ.Ε. που έλαβε την κατάθεση, στο φάκελο της υπόθεσης.
9. Ψευδείς ή ανακριβείς μαρτυρικές καταθέσεις τιμωρούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα.»

Η παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι πόροι της Ε.Λ.Τ.Ε. προέρχονται από εισφορά ποσοστού ένα τοις εκατό (1%) επί των συνολικών ακαθάριστων εσόδων των εταιρειών ή κοινοπραξιών ελεγκτικών εταιρειών. Αν από την οικονομική διαχείριση της E.Λ.Τ.Ε. στο τέλος κάθε τριετίας προκύπτει οικονομικό αποτέλεσμα (έσοδα έξοδα) που υπερβαίνει τις δαπάνες της προηγούμενης χρήσης, διατίθεται έως το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του οικονομικού αυτού αποτελέσματος με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ως έσοδο του Κρατικού Προϋπολογισμού.»

Το άρθρο 9 του ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι κανονιστικού περιεχομένου αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»

1. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 (Α΄ 174) αντικαθίσταται ως εξής:
«Η Ε.Λ.Τ.Ε. είναι αρμόδια να αποφασίζει, με απόφαση του Δ.Σ., για την ύπαρξη ή μη δικτύου, είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα που της υποβάλλεται.»

2. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η Ε.Λ.Τ.Ε. είναι αρμόδια να αποφασίζει, με απόφαση του Δ.Σ., για τη συνδρομή ή μη της ιδιότητας του συνδεδεμένου μέρους ελεγκτικού γραφείου, είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα που της υποβάλλεται.»

3. Η παρ. 15 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«15.«Κανονιστική Πράξη της Ε.Λ.Τ.Ε..»: Απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. που έχει κανονιστικό περιεχόμενο.» 

4. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η χορήγηση ή μη επαγγελματικής άδειας γίνεται με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. μετά από εισήγηση του Συμβουλίου Ποιοτικού Ελέγχου.»

5. Η παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η επαγγελματική άδεια του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου ανακαλείται προσωρινά ή οριστικά με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. μετά από εισήγηση του Συμβουλίου Ποιοτικού Ελέγχου.»

6. Η παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η επαγγελματική άδεια του νόμιμου ελεγκτή και του ελεγκτικού γραφείου ανακαλείται οριστικά, εφόσον συντρέχει στο πρόσωπο του δικαιούχου μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) επιβολή πειθαρχικής ποινής οριστικής αφαίρεσης επαγγελματικής άδειας με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε.,
β) θέση σε στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική),
γ) καταδίκη με τελεσίδικη απόφαση ποινικού δικαστηρίου σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση (κοινή και στην υπηρεσία), απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία (κοινή και στην υπηρεσία), δωροδοκία, παράβαση καθήκοντος, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής,
δ) συνταξιοδότηση από τον κύριο ασφαλιστικό φορέα,
ε) σε κάθε περίπτωση σοβαρής αμφισβήτησης της εντιμότητας του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου και εφόσον δεν υλοποιηθούν από αυτούς, μέσα σε χρονικό διάστημα που καθορίζεται από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. τυχόν μέτρα που θα τους υποδειχθούν από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., για να αποκατασταθεί η αμφισβήτηση αυτή.»

7. Στο άρθρο 5 του ν. 3693/2008 προστίθεται νέα παράγραφος 4:
«4. Σε περίπτωση οριστικής ανάκλησης της άδειας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος, η Ε.Λ.Τ.Ε. προβαίνει στη διαγραφή του νόμιμου ελεγκτή από το Μητρώο Ελεγκτών.»

8. Η περίπτωση 1 του άρθρου 6 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο υποψήφιος να είναι κάτοχος τίτλου σπουδών τριτοβάθμιας πανεπιστημιακής ή τεχνολογικής εκπαίδευσης (ΑΕΙ ή ΤΕΙ) της ημεδαπής ή αναγνωρισμένου ως ισότιμου τίτλου σπουδών της αλλοδαπής.»

9. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Για να εξασφαλισθεί η ικανότητα πρακτικής εφαρμογής των απαιτούμενων θεωρητικών γνώσεων, οι ασκούμενοι πτυχιούχοι ΑΕΙ ή ΤΕΙ πραγματοποιούν πρακτική άσκηση διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών.»

10. Η παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η καθυστέρηση στην παροχή από τους νόμιμους ελεγκτές, τα ελεγκτικά γραφεία, τους ελεγκτές τρίτης χώρας και τις ελεγκτικές οντότητες τρίτης χώρας των πληροφοριών που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του παρόντος νόμου, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα και συνεπάγεται, πέραν λοιπών πειθαρχικών κυρώσεων, και την επιβολή της κύρωσης της περίπτωσης ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3148/2003 από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε..»

11. Η παρ. 4 του άρθρου 16 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Η άρνηση υποβολής ή η ανακριβής ή παραπλανητική παροχή των υποβαλλόμενων, κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, στοιχείων, αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα και συνεπάγεται, πέραν λοιπών πειθαρχικών κυρώσεων, και την επιβολή της κύρωσης του άρθρου 6 παρ. 2 περίπτωση ε΄του ν. 3148/2003 από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε..»

12. Στο άρθρο 19 του ν. 3693/2008 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Η Ε.Λ.Τ.Ε. με απόφαση του Δ.Σ. μπορεί να θεσπίζει πιο λεπτομερείς κανόνες, εντός των ορίων του ως άνω Κώδικα Δεοντολογίας, στις περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητο, καθώς και να προβλέπει πρόσθετες ρυθμίσεις ως προς τη δεοντολογία και τη συμπεριφορά των νομίμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους. Για το σκοπό αυτόν η Ε.Λ.Τ.Ε. διαβουλεύεται πριν από τη λήψη της απόφασής της με το ΣΟΕΛ..»

13. Η παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Τα πειθαρχικά παραπτώματα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου συνεπάγονται, πέραν των λοιπών κυρώσεων, και κυρώσεις των περιπτώσεων γγ΄ και δδ΄ της περίπτωσης β΄ της παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 3148/2003 από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε..»

14. Το άρθρο 28 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 28
Όργανο επιβολής διοικητικών κυρώσεων
Για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων για κάθε παράβαση της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών, αποκλειστικά αρμόδιο όργανο ορίζεται το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε..»

15. Η παρ. 7 του άρθρου 29 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. αναπροσαρμόζονται οι κυρώσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και τα ποσά της αποζημίωσης και της ασφαλιστικής κάλυψης που προβλέπονται από το άρθρο αυτό.»

16. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 34 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. κρίνεται, μετά από αίτημα οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, κατά περίπτωση η συνδρομή ή μη της γενικής αρχής που καθιερώνεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.»

17. Η παρ. 3 του άρθρου 36 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η Ε.Λ.Τ.Ε. έχει δικαίωμα ελέγχου της πληρότητας και ακρίβειας του περιεχομένου της έκθεσης διαφάνειας. Η μη υποβολή, η εκπρόθεσμη υποβολή ή η υποβολή ανακριβούς ή μη πλήρους έκθεσης διαφάνειας συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα.»

18. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η Ε.Λ.Τ.Ε. με απόφαση του Δ.Σ., μπορεί να χορηγήσει επαγγελματική άδεια σε ελεγκτή τρίτης χώρας, αν κατά την κρίση της, πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 4 και 6 έως 11 του παρόντος νόμου.»

19. Η παρ. 5 του άρθρου 41 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Ελεγκτικές οντότητες τρίτων χωρών εγγράφονται στο Δημόσιο Μητρώο με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., αν συντρέχουν σωρευτικά:
α) οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου,
β) για την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού οργάνου της ελεγκτικής οντότητας τρίτης χώρας συντρέχουν προϋποθέσεις ισοδύναμες, κατά την κρίση της Ε.Λ.Τ.Ε., με τα οριζόμενα στα άρθρα 4 έως 10 του παρόντος νόμου,
γ) για τον ελεγκτή τρίτης χώρας που διενεργεί τον έλεγχο για λογαριασμό ελεγκτικής οντότητας τρίτης χώρας, συντρέχουν προϋποθέσεις ισοδύναμες, κατά την κρίση της Ε.Λ.Τ.Ε., με τα οριζόμενα στα άρθρα 4 έως 10 του παρόντος νόμου,
δ) οι έλεγχοι των ατομικών ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, διενεργούνται με βάση τα Ελεγκτικά Πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 του παρόντος νόμου ή ισοδύναμα, κατά την κρίση της Ε.Λ.Τ.Ε., Ελεγκτικά Πρότυπα και τα οριζόμενα στα άρθρα 20, 22 και 23 του παρόντος νόμου ή ισοδύναμο, κατά την κρίση της Ε.Λ.Τ.Ε., ρυθμιστικό πλαίσιο,
ε) υποβάλλεται στην Ε.Λ.Τ.Ε. και δημοσιοποιείται δια του διαδικτυακού τόπου του ελεγκτή ή της ελεγκτικής οντότητας τρίτης χώρας, Έκθεση Διαφάνειας με περιεχόμενο αυτό που ορίζεται από το άρθρο 36 του παρόντος νόμου ή με ισοδύναμο, κατά την κρίση της Ε.Λ.Τ.Ε., περιεχόμενο.»

20. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 43 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. καθορίζονται για κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας νόμιμου ελεγκτή κατά τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο.»

21. Στο άρθρο 44 προστίθεται παράγραφος 3 ως ακολούθως:
«3. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση της Ε.Λ.Τ.Ε., τροποποιείται το π.δ. 226/1992 (Α΄ 120) «Περί συστάσεως, οργανώσεως και λειτουργίας του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών, καθώς και περί των όρων εγγραφής σε Ειδικό Μητρώο και ασκήσεως του επαγγέλματος του Ορκωτού Ελεγκτή.»

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, του Συμβουλίου Ποιοτικού Ελέγχου και του Συμβουλίου Λογιστικής Τυποποίησης, καθώς και το εν γένει προσωπικό της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων και οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. δεν υπέχουν προσωπικώς αστική ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την κείμενη νομοθεσία καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους, εκτός εάν ενήργησαν με δόλο. Η διάταξη αυτή δεν απαλλάσσει τους ανωτέρω από τυχόν ευθύνη τους έναντι της Ε.Λ.Τ.Ε. για παράβαση καθήκοντος και, εν γένει, για πράξεις ή παραλείψεις από βαρεία αμέλεια.

Για τη διασφάλιση της αξιοπιστίας και της ποιότητας των υποχρεωτικών ελέγχων, τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, όταν τους ζητείται κατά τον προσήκοντα τρόπο από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία η επιβεβαίωση υπολοίπου λογαριασμών πελατών τους, να παρέχουν εγγράφως τις σχετικές πληροφορίες απευθείας στους νόμιμους ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία, χωρίς να είναι επιτρεπτή η επίκληση του τραπεζικού απορρήτου. Το αίτημα νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου θεωρείται ότι έχει υποβληθεί προσηκόντως προς το πιστωτικό ίδρυμα, εφόσον υποβάλλεται εγγράφως και εφόσον σε αυτό επισυνάπτεται δήλωση της ελεγχόμενης από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο οντότητας, από την οποία προκύπτει η απόφαση του οργάνου διοίκησης της ελεγχόμενης οντότητας περί διορισμού του οικείου ελεγκτή / ελεγκτικού γραφείου για τη διενέργεια υποχρεωτικού ελέγχου.

Στην περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101) προστίθεται μετά την Επιτροπή Εποπτείας της Ιδιωτικής Ασφάλισης και «η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων».

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται:
1. Το Παράρτημα 2 του π.δ. 226/1992.
2. Η περίπτωση στ΄ του άρθρου 2 του ν. 3148/2003.

1. Υποθέσεις που είχαν παραπεμφθεί από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. στο Πειθαρχικό Συμβούλιο προς εξέταση για την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων και επί των οποίων δεν έχουν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού εκδοθεί σχετικές αποφάσεις, εξετάζονται και κρίνονται από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. κατά τη διαδικασία των διατάξεων του ν. 3148/2003, όπως αυτές αντικαθίστανται από το νόμο αυτόν.

2. Για παραβάσεις των διατάξεων που ρυθμίζουν τις εργασίες των ελεγκτών, συμπεριλαμβανομένων των κανονιστικών αποφάσεων της Ε.Λ.Τ.Ε., του εκάστοτε ισχύοντος Κώδικα Δεοντολογίας και των ελεγκτικών προτύπων ή των προτύπων διασφάλισης της ποιότητας, που έχουν τελεσθεί μέχρι τη θέση σε ισχύ των διατάξεων του παρόντος νόμου, επιβάλλονται οι κυρώσεις της παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 3148/2003 ως ίσχυε μέχρι την τροποποίησή του με τον παρόντα νόμο.

Οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 5 του ν. 3086/2002 (Α΄ 324) αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Το Ν.Σ.Κ., ως συλλογικό όργανο, λειτουργεί σε Ολομέλεια, πλήρη και τακτική, Τμήματα και Τριμελείς Επιτροπές.
2. Η Πλήρης Ολομέλεια αποτελείται από τον Πρόεδρο, τους Αντιπροέδρους και τους Νομικούς Συμβούλους του Κράτους και συνεδριάζει νομίμως όταν παρίστανται περισσότερα από τα μισά μέλη της, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Εισηγητής ορίζεται ένα από τα μέλη της. Συνεισηγητής ορίζεται ο αρχικός εισηγητής της υπόθεσης στην περίπτωση που ο τελευταίος δεν αποτελεί μέλος της.
Η Τακτική Ολομέλεια αποτελείται από τις συνθέσεις Α΄ και Β΄. Με απόφαση του Προέδρου, καθορίζονται, κατά την έναρξη κάθε δικαστικού έτους, τα Τμήματα που συμμετέχουν σε καθεμία από τις συνθέσεις της Τακτικής Ολομέλειας. Οι υποθέσεις εισάγονται προς συζήτηση στη σύνθεση της Τακτικής Ολομέλειας στην οποία συμμετέχουν τα μέλη του Τμήματος που ζήτησε την παραπομπή. Σε κάθε άλλη περίπτωση η υπόθεση εισάγεται στη σύνθεση εκείνη στην οποία συμμετέχει το Γραφείο Νομικού Συμβούλου στο οποίο υπεβλήθη το ερώτημα. Εισηγητής ορίζεται μέλος της ή Πάρεδρος.
Η Τακτική Ολομέλεια συνεδριάζει νομίμως με παρουσία των δύο τρίτων τουλάχιστον των μελών της.
Στην Ολομέλεια, πλήρη ή τακτική, προεδρεύει ο Πρόεδρος του Ν.Σ.Κ. και αν δεν υπάρχει, είναι απών ή κωλύεται, ο αρχαιότερος από τους Αντιπροέδρους που παρίστανται.
3. Ο αριθμός και η συγκρότηση των Τμημάτων ορίζεται για κάθε δικαστικό έτος με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ.. Τα Τμήματα συνεδριάζουν νομίμως αν παρίσταται το μισό πλέον ενός των μελών του, που συμμετέχουν σε αυτά. Στα Τμήματα προεδρεύει Αντιπρόεδρος και αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ο αρχαιότερος Νομικός Σύμβουλος από αυτούς που παρίστανται. Ο Πρόεδρος του Ν.Σ.Κ. μπορεί να προεδρεύει σε οποιοδήποτε Τμήμα. Εισηγητής ορίζεται μέλος του ή Πάρεδρος.
4. Στην Ολομέλεια, πλήρη και τακτική, και τα Τμήματα του Ν.Σ.Κ. επιτρέπεται να συμμετέχουν έως τρεις Πάρεδροι με γνώμη χωρίς ψήφο. Με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ. ορίζεται για το σκοπό αυτόν, ανά τρίμηνο, υπηρεσία Παρέδρων, τριών ως τακτικών και τριών ως αναπληρωματικών. Στις συνεδριάσεις μπορεί, επίσης, να παρίστανται λειτουργοί του Ν.Σ.Κ., οι οποίοι έχουν συμμετάσχει στο χειρισμό των υποθέσεων που συζητούνται. Στην Ολομέλεια και τα Τμήματα, χρέη γραμματέα, όταν τούτο είναι αναγκαίο, ασκεί Δικαστικός Πληρεξούσιος Α΄ που ορίζεται από τον Πρόεδρο.»

1. Η παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται, ως εξής:
«1. Οι Τριμελείς Επιτροπές γνωμοδοτούν:
Για τη συμβιβαστική επίλυση διαφορών ή αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, τη μη άσκηση αγωγών ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων και ενδίκων μέσων από το Δημόσιο, την παραίτηση από αγωγές ή άλλα ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα που ασκήθηκαν από αυτό, την αποδοχή αγωγών ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων και ενδίκων μέσων που ασκήθηκαν κατά του Δημοσίου, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Εξαιρούνται οι υποθέσεις που αφορούν περιοδικές παροχές ή υποθέσεις που μπορεί να έχουν ευρύτερες δημοσιονομικές επιπτώσεις.
Ειδικά επί δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες είναι καταρχήν ανέκκλητες και συγχρόνως δεν υπόκεινται παραδεκτά σε αίτηση αναιρέσεως, αν δεν συντρέχουν λόγοι για την κατ’ εξαίρεση άσκηση ενδίκου μέσου, οι Τριμελείς Επιτροπές αποφαίνονται με σχετική πράξη, που υπογράφεται από τα μέλη που τις συγκροτούν, χωρίς να ακολουθείται η διαδικασία εισηγήσεως και πρακτικού.
Με πρακτικό γνωμοδότησης της Ολομέλειας μπορεί να παραπέμπεται στις Τριμελείς Επιτροπές κατηγορία υποθέσεων, μολονότι το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπάγεται στην αρμοδιότητά τους, εφόσον οι υποθέσεις αυτές είναι όμοιες κατά το πραγματικό και νομικό μέρος και τα ανακύπτοντα ζητήματα έχουν ήδη αντιμετωπισθεί από την Ολομέλεια και έχει κριθεί ότι παρέλκει η εισαγωγή τους στο Τμήμα ή στην Ολομέλεια.
Η Τριμελής Επιτροπή της Κεντρικής Υπηρεσίας αποφαίνεται σε θέματα αρμοδιότητάς της για υποθέσεις επαρχιών στις οποίες δεν λειτουργούν Δικαστικά Γραφεία ή αν στα Δικαστικά Γραφεία που λειτουργούν δεν είναι δυνατή η συγκρότηση Επιτροπής ή σε υποθέσεις Γραφείων Νομικών Συμβούλων ή Ειδικών Γραφείων Νομικών Συμβούλων στα οποία δεν είναι δυνατή η συγκρότηση Επιτροπής λόγω του αριθμού των μελών του Ν.Σ.Κ. που υπηρετούν σ’ αυτά. Με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ. καθορίζεται ο τρόπος, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία άσκησης των παραπάνω αρμοδιοτήτων.»

2. Η παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 3086/2002, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η Πλήρης Ολομέλεια γνωμοδοτεί:
α) Για την υποβολή διαφορών του Δημοσίου σε διαιτησία και την άσκηση ή μη ενδίκων βοηθημάτων κατά των διαιτητικών αποφάσεων.
β) Για υποθέσεις, οι οποίες παραπέμπονται σε αυτήν από τον Πρόεδρο, την Τακτική Ολομέλεια και την Ολομέλεια Διακοπών.
Η πλήρης Ολομέλεια, ως Διοικητική, εξετάζει νομικά ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος ή μείζονος σημασίας, καθώς και ζητήματα σχετικά με τη δομή, την οργάνωση και τη λειτουργία του Ν.Σ.Κ. και την υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών του. Συνέρχεται ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου της ή όταν ζητηθεί εγγράφως από το ένα τρίτο των μελών της. Σε περίπτωση που δεν συγκληθεί μέσα σε δέκα ημέρες από τον Πρόεδρο, εκείνοι που ζήτησαν τη σύγκλησή της μπορούν να συγκαλέσουν την Ολομέλεια, με πρόσκλησή τους, που γνωστοποιείται σε όλα τα μέλη της.
Η Τακτική Ολομέλεια, Α΄ και Β΄ Σύνθεση, γνωμοδοτεί:
α) Για υποθέσεις, οι οποίες παραπέμπονται σε αυτήν από τον Πρόεδρο ή το Τμήμα.
β) Σε ερωτήματα για τα οποία προηγήθηκε γνωμοδότηση Τμήματος, η οποία δεν έγινε αποδεκτή από το αρμόδιο για την αποδοχή όργανο και ζητείται από αυτό η παραπομπή στην Ολομέλεια.
γ) Για τον ορισμό διαιτητών του Δημοσίου και
δ) Για κάθε υπόθεση, για την οποία στην κείμενη νομοθεσία προβλέπεται αρμοδιότητα της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ..»

3. Η παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι Γενικοί Γραμματείς Αποκεντρωμένης Διοίκησης μπορούν να απευθύνουν, για θέματα της αρμοδιότητάς τους τοπικού μόνο ενδιαφέροντος, ερωτήματα στις υπηρεσιακές μονάδες του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους της έδρας τους. Ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος τίθενται υπόψη του αρμόδιου Υπουργείου, το οποίο αν κρίνει τούτο αναγκαίο διατυπώνει σχετικό ερώτημα.»

1. Η παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Για τις συνεδριάσεις της Ολομέλειας, των Τμημάτων και των Τριμελών Επιτροπών συντάσσονται πρακτικά. Εξαιρούνται από την τήρηση πρακτικών τα γνωμοδοτικά θέματα, εκτός αν υποβληθεί σχετικό αίτημα από μέλος της Ολομέλειας ή του Τμήματος. Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις, των μεν Τριμελών Επιτροπών υπογράφονται από αυτούς που μετέχουν, της δε Ολομέλειας και των Τμημάτων από εκείνον που προεδρεύει και τον Εισηγητή της υπόθεσης. Οι γνωμοδοτήσεις της Ολομέλειας και των Τμημάτων ομοίως υπογράφονται από εκείνον που προεδρεύει και τον Εισηγητή της υπόθεσης.»

2. Η παρ. 5 του άρθρου 7 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις, καθώς και όσα αναφέρονται σε περιοδικές παροχές, ανεξαρτήτως ποσού, εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομικών. Πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις με χρηματικό αντικείμενο μέχρι ποσού 20.000 ευρώ εγκρίνονται από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ., εκτός εκείνων που αφορούν υποθέσεις μείζονος σημασίας ή έχουν ευρύτερες δημοσιονομικές επιπτώσεις. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., το ανωτέρω ποσό μπορεί να αναπροσαρμόζεται. Με όμοια απόφαση μπορεί να ανατίθεται στον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ. η έγκριση πρακτικών συγκεκριμένης κατηγορίας υποθέσεων ανεξαρτήτως ποσού. Με την εγκριτική απόφαση επιτρέπεται η τροποποίηση των πρακτικών μόνο προς όφελος του Δημοσίου. Τα πρακτικά σε υποθέσεις ακυρωτικής διαδικασίας εγκρίνονται από τον αρμόδιο κατά περίπτωση Υπουργό.»

3. Στο άρθρο 7 του ν. 3086/2002 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Τα πρακτικά, πριν από την έγκρισή τους, δεν δημιουργούν δικαίωμα υπέρ οποιουδήποτε τρίτου, ούτε χορηγείται αντίγραφο αυτών. Μετά από την έγκρισή τους δεν υπόκεινται σε έλεγχο και αναρτώνται στο διαδίκτυο όσα αφορούν υποθέσεις χρηματικού αντικειμένου άνω των 150.000 ευρώ, καθώς και όσα αφορούν εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων και δεν προκύπτει ότι η οικονομική τους αξία είναι μικρότερη των 150.000 ευρώ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών, Διοικητικής Μεταρρύμμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης το ανωτέρω ποσό μπορεί να αναπροσαρμόζεται.
Η Διοίκηση συμμορφώνεται υποχρεωτικά προς το περιεχόμενο των πρακτικών που έχουν εγκριθεί. Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις αποτελούν, μετά την πάροδο εξήντα (60) ημερών από την έγκρισή τους, εκτελεστούς τίτλους. Για τη συμμόρφωση προς αυτά και την εκτέλεσή τους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1, 4 και 5 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274).
Οι διατάξεις των προηγουμένων εδαφίων εφαρμόζονται και για τις πράξεις των Τριμελών Επιτροπών επί δικαστικών αποφάσεων που είναι κατά νόμο ανέκκλητες και συγχρόνως αμετάκλητες, οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 6.»

Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3086/2002 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Τα καθήκοντα του εκπροσώπου της Ελληνικής Δημοκρατίας (Agent) είναι τα εξής:
α) ορίζει τους εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας ενώπιον του Δικαστηρίου,
β) αλληλογραφεί και συνεργάζεται με το Δικαστήριο για γενικότερα ζητήματα που ανακύπτουν ενώπιον αυτού και ιδίως ενημερώνει το Δικαστήριο για κάθε ζήτημα που αφορά την εθνική έννομη τάξη, εφόσον ερωτηθεί,
γ) συνεργάζεται με τις αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες, καθώς και τις υπηρεσίες του Συμβουλίου της Ευρώπης, για τον προσδιορισμό των αναγκαίων μέτρων συμμόρφωσης (ατομικών και γενικών) προς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) και παρακολουθεί την εξέλιξη των σχετικών εθνικών διαδικασιών,
δ) ενημερώνει την Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων του Συμβουλίου της Ευρώπης, μέσω της Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπείας, για την πορεία λήψης των γενικών και ειδικών μέτρων συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α.,
ε) ενημερώνει τις εθνικές Αρχές επί της σημαντικής νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α., για την καλύτερη εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) σε εθνικό επίπεδο,
στ) επιμελείται για την ενημέρωση των εθνικών Αρχών επί των διαφόρων ψηφισμάτων (τελικών και προσωρινών) που υιοθετεί η Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων του Συμβουλίου της Ευρώπης, όταν παρακολουθεί τη συμμόρφωση των κρατών−μελών στις αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α.,
ζ) ενημερώνει τις εθνικές Αρχές για έγγραφα και μνημόνια της Υπηρεσίας Εκτέλεσης Αποφάσεων του Ε.Δ.Δ.Α. της Γραμματείας του Συμβουλίου της Ευρώπης, με τα οποία τίθενται γενικές αρχές ως προς την εκτέλεση των αποφάσεων του Ε.Δ.Δ.Α.,
η) συμμετέχει σε τακτική βάση στις σχετικές με την εκτέλεση των αποφάσεων του Ε.Δ.Δ.Α. συνόδους της Επιτροπής Μονίμων Αντιπροσώπων δια μέλους του Ν.Σ.Κ. που έχει διατεθεί στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στο Συμβούλιο της Ευρώπης,
θ) συμμετέχει είτε ο ίδιος είτε με άλλο μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που ορίζεται από αυτόν στην εθνική νομοπαρασκευαστική διαδικασία, προς εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με εκείνο της Ε.Σ.Δ.Α. και
ι) συνεργάζεται με τους εκπροσώπους (Agents) των άλλων κρατών−μελών για κοινή αντιμετώπιση ζητημάτων που αναφύονται είτε κατά τον χειρισμό των υποθέσεων ενώπιον του Ε.Δ.Δ.Α. είτε κατά το στάδιο της εκτελέσεως των αποφάσεων του δικαστηρίου αυτού.»

Το άρθρο 11 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 11
Γραμματεία
Η Γραμματεία του Ν.Σ.Κ. υπάγεται ως μονάδα απευθείας στον Πρόεδρο, διευθύνεται από Νομικό Σύμβουλο του Κράτους ή Πάρεδρο.»

Το άρθρο 13 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 13
Σχηματισμός Επιστημονικών Δραστηριοτήτων και Δημοσίων Σχέσεων
Ο Σχηματισμός Επιστημονικών Δραστηριοτήτων και Δημοσίων Σχέσεων, στον οποίο προΐσταται λειτουργός του Ν.Σ.Κ., είναι αρμόδιος για:
α) Την οργάνωση και λειτουργία της Βιβλιοθήκης του Ν.Σ.Κ..
β) Την οργάνωση επιστημονικών εκδηλώσεων με τη συμμετοχή λειτουργών του Ν.Σ.Κ., δικαστικών λειτουργών, μελών ΔΕΠ, δικηγόρων και άλλων επιστημόνων, με αντικείμενο τη συζήτηση, διερεύνηση και ανάδειξη νομικών ζητημάτων που αφορούν ιδίως το Δημόσιο.
γ) Την ενημέρωση της επιστημονικής κοινότητας και του ευρύτερου κοινού για τις δραστηριότητες του Ν.Σ.Κ..
δ) Την οργάνωση άλλων εκδηλώσεων που αφορούν τη λειτουργία του Ν.Σ.Κ. και των λειτουργών του.
ε) Την παρακολούθηση του επιστημονικού και ειδησεογραφικού τύπου σε σχέση με θέματα που αφορούν τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία του Ν.Σ.Κ. και την εισήγηση, όποτε κρίνεται αναγκαίο, των ενδεδειγμένων παρεμβάσεων.»

Το άρθρο 15 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 15
Διεύθυνση Διοικητικού και λειτουργικής υποστήριξης
Στη Διεύθυνση Διοικητικού και λειτουργικής υποστήριξης υπάγονται:
α) Τμήμα Διοικητικού Προσωπικού,
β) Τμήμα Πρωτοκόλλου και Παραλαβής Δικογράφων,
γ) Τμήμα Ευρετηρίου, Εικονοποίησης και Καταχώρισης Δεδομένων,
δ) Τμήμα Αρχείου,
ε) Τμήμα Διεκπεραίωσης και
στ) Τμήμα Πληροφορικής και Υποστήριξης Συστημάτων.»

Στο άρθρο 19 του ν. 3086/2002 προστίθεται παράγραφος 2 ως εξής:
«2. α. Στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) συνιστάται Γραφείο Νομικού Συμβούλου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.). Το Γραφείο στελεχώνεται με ένα Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και ένα Πάρεδρο του Ν.Σ.Κ..
β. Στην αρμοδιότητα του Γραφείου Νομικού Συμβούλου του Ν.Σ.Κ. ανήκει η γενική εποπτεία της Διεύθυνσης Νομικών Υποθέσεων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., που προβλέπεται από το άρθρο 23 του ν. 3918/2011 (Α΄ 31) όπως ισχύει, και η γνωμοδότηση, κατά τη διαδικασία που διέπει το Ν.Σ.Κ., επί ερωτημάτων που υποβάλλονται από τον Πρόεδρο του Ε.Ο.Π.Υ.Υ..
γ. Ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ, με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., που δημοσιεύεται με ανάρτηση επί δεκαήμερο στα Κεντρικά Καταστήματα του Ν.Σ.Κ. και του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ορίζονται η διαδικασία άσκησης της εποπτείας, όπως κατανομή της ύλης, διαδικασία αποδοχής αποφάσεων και γνωμοδοτήσεων, άσκησης ένδικων βοηθημάτων και μέσων, αναγνώρισης απαιτήσεων, δικαστικών και εξώδικων συμβιβασμών και κάθε άλλο σχετικό θέμα και λεπτομέρεια. Για την ανάρτηση συντάσσονται πρωτόκολλα από το Ν.Σ.Κ. και τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τα οποία τηρούνται στο Ν.Σ.Κ..
δ. Οι οργανικές θέσεις των Νομικών Συμβούλων του Κράτους αυξάνονται κατά μία και ανέρχονται συνολικά σε πενήντα επτά (57).»

Στο άρθρο 20 του ν. 3086/2002, όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από σύμφωνη γνωμοδότηση της Διοικητικής Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ., η ρύθμιση της παραγράφου 5 μπορεί να επεκτείνεται και σε άλλες κατηγορίες υποθέσεων.»

Στο άρθρο 22 του ν. 3086/2002 προστίθεται παράγραφος 3Α, ως εξής:
«3Α. Αν με διάταξη νόμου προβλέπεται η διαδοχή καταργούμενου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή φορέα από το Δημόσιο και η άσκηση των αρμοδιοτήτων του από δημόσια υπηρεσία, οι εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις ανατίθενται στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και η συνέχιση των δικών τελεί υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. Οι δικαστικοί φάκελοι και, χωριστά, οι αντίστοιχοι υπηρεσιακοί μαζί με αναλυτικό σημείωμα στο οποίο θα αναφέρεται το περιεχόμενό τους και οι ενέργειες που έχουν γίνει, διαβιβάζονται από το καταργούμενο νομικό πρόσωπο στη δημόσια υπηρεσία, στην οποία μεταφέρεται η σχετική αρμοδιότητα. Ειδικά το σημείωμα που αφορά τους δικαστικούς φακέλους περιλαμβάνει περιγραφή της δικαστικής πορείας της υπόθεσης, τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν και τις υπάρχουσες προθεσμίες.
β. Οι δικαστικοί φάκελοι διαβιβάζονται από τη διοικητική υπηρεσία στην αρμόδια μονάδα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση, ύστερα από σχετικό αίτημα του εκπροσώπου του Δημοσίου, αναβάλλει την εκδίκασή της για έξι (6) μήνες. Αν μέσα στο διάστημα αυτό δεν έχει περαιωθεί η διαδικασία παράδοσης του οικείου δικαστικού φακέλου, το δικαστήριο, ύστερα από αιτιολογημένο αίτημα του εκπροσώπου του Δημοσίου στο οποίο προσδιορίζονται οι λόγοι της καθυστέρησης, αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης για τρεις (3) μήνες ακόμη και μπορεί να επιβάλει στον υπαίτιο υπάλληλο την προβλεπόμενη στο άρθρο 205 του Κ.Πολ.Δ. χρηματική ποινή.»

1. Στον ν. 3086/2002 προστίθεται άρθρο 23 Α, ως εξής:
«Άρθρο 23 Α
1. Δαπάνες που εκκαθαρίζονται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και αφορούν αμοιβές και έξοδα φυσικών ή νομικών προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, όπως δικηγορικές εταιρείες, δικηγόροι, δικαστικοί επιμελητές, μεταφραστές, πραγματογνώμονες, συμβολαιογράφοι, καθώς και δαπάνες για δημοσιεύσεις στον τύπο και μετακινήσεις μελών του Ν.Σ.Κ. που σχετίζονται με δικαστικές ενέργειες, υπάγονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του π.δ. 113/2010 (Α΄ 194) και βαρύνουν τους αντίστοιχους Κ.Α.Ε. του προϋπολογισμού του Ν.Σ.Κ., του εκάστοτε τρέχοντος οικονομικού έτους, εντός του οποίου εκκαθαρίζονται.
2. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του και, ιδίως, στο πλαίσιο χορήγησης εντολών για τον χειρισμό υποθέσεων που εκκρεμούν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) και στα άλλα δικαστήρια της αλλοδαπής επιτρέπεται να αναθέτει, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, τη μετάφραση δικογράφων ή στοιχείων δικογραφιών σε μεταφραστικά γραφεία ή σε ιδιώτες μεταφραστές. Οι σχετικές δαπάνες διενεργούνται σε βάρος των πιστώσεων που εγγράφονται προς τούτο στον οικείο Ειδικό Φορέα / Κ.Α.Ε. που ζητεί την παροχή των υπηρεσιών αυτών.»

2. Εκκρεμείς δαπάνες των ανωτέρω κατηγοριών που πραγματοποιήθηκαν καθ’ υπέρβαση των εγγεγραμμένων πιστώσεων ή χωρίς την τήρηση των διαδικασιών που προβλέπονται από τις κείμενες περί αναλήψεως υποχρεώσεων διατάξεις, δύνανται να πληρωθούν σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του Ν.Σ.Κ. τρέχοντος οικονομικού έτους, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις νομιμότητας και κανονικότητας αυτών.

Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 24 του ν. 3086/2002 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι δικηγόροι του Δημοσίου, για τις υπηρεσίες που παρέχουν προς αυτό, φορολογούνται με βάση τις αμοιβές που τους καταβάλλονται κατά τα ανωτέρω από το Δημόσιο επί τη βάσει των κατά παραπομπή διατάξεων του Κώδικα των Δικηγόρων ως ίσχυαν κατά το χρόνο που τέθηκε σε ισχύ ο ν. 3086/2002. Διατάξεις που θεσπίζουν τεκμαρτό εισόδημα, ανώτερο των καταβληθέντων από το Δημόσιο ποσών, δεν εφαρμόζονται ως προς το εισόδημα που προκύπτει από τις συγκεκριμένες αμοιβές. Αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου, δεν εφαρμόζονται στις αμοιβές που καθορίζονται κατά την παρούσα παράγραφο.»

Μετά το άρθρο 25 του ν. 3086/2002 προστίθεται άρθρο 25Α, ως εξής:
«Άρθρο 25Α
Δικηγορικές Εταιρείες και Δικηγόροι της αλλοδαπής
1. Με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., που εκδίδεται είτε με δική του πρωτοβουλία είτε ύστερα από αίτημα Υπουργείου, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή Αρχής, των οποίων η νομική υπηρεσία διεξάγεται από το Ν.Σ.Κ., ορίζονται δικηγορικές εταιρείες ή δικηγόροι στην αλλοδαπή είτε για την παροχή νομικών υπηρεσιών είτε ειδικότερα για τη δικαστική εκπροσώπηση του Κράτους ή των λοιπών ανωτέρω φορέων ενώπιον δικαστηρίων ή αρχών στην αλλοδαπή.
2. Η δαπάνη για την αμοιβή των υπηρεσιών των ανωτέρω εταιρειών ή δικηγόρων και τα λοιπά έξοδα βαρύνουν τον προϋπολογισμό του φορέα που ζητεί την παροχή νομικών υπηρεσιών. Αν η απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 έχει εκδοθεί ύστερα από αίτημα του Υπουργού Οικονομικών, η δαπάνη και τα έξοδα που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
3. Οι δικηγορικές εταιρείες ή οι δικηγόροι υποχρεούνται να ενημερώνουν το Ν.Σ.Κ. για κάθε ενέργειά τους σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, καθώς και για το ύψος της οφειλόμενης για το συγκεκριμένο στάδιο αμοιβής, η οποία καταβάλλεται μετά το πέρας της σχετικής διαδικασίας.
4. Πριν από την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου, καθώς και για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς απαιτείται σχετική άδεια του Ν.Σ.Κ., η οποία χορηγείται, ύστερα από πρόταση της δικηγορικής εταιρείας ή του δικηγόρου, με πρακτικό γνωμοδότησης.
5. Με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, ύστερα από γνώμη του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., ορίζεται η διαδικασία και κάθε σχετικό θέμα για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.»

Η παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Λειτουργοί του Ν.Σ.Κ. είναι: ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι, οι Νομικοί Σύμβουλοι, οι Πάρεδροι, οι Δικαστικοί Πληρεξούσιοι Α΄, οι Δικαστικοί Πληρεξούσιοι και οι Δόκιμοι Δικαστικοί Πληρεξούσιοι.»

Η παρ. 6 του άρθρου 28 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Ο όρκος έχει ως εξής: «Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου.» Κατ’ επιλογή του διοριζόμενου αντί θρησκευτικού όρκου μπορεί να παρασχεθεί η ακόλουθη διαβεβαίωση:
«Δηλώνω, επικαλούμενος την τιμή και τη συνείδησή μου, ότι θα φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και ότι θα εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου.» Στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 30 κατά την ορκοδοσία αντί της λέξης «πατρίδα» χρησιμοποιείται η λέξη «Ελλάδα». Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρο 19 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το ν. 3528/2007 (Α΄ 26).»

Η παρ. 7 του άρθρου 30 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Δικαστικές αποφάσεις ή διοικητικές πράξεις που βεβαιώνουν την ηλικία ή διορθώνουν τις σχετικές εγγραφές δεν λαμβάνονται υπόψη.»

1. Το άρθρο 36 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 36
Αναδιορισμός
1. Επιτρέπεται ο αναδιορισμός λειτουργού του Ν.Σ.Κ. μέχρι και το βαθμό του Παρέδρου, που παραιτήθηκε ή απολύθηκε λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας, σε κενή θέση, ομοιόβαθμη με εκείνη από την οποία είχε παραιτηθεί ή απολυθεί, εφόσον:
α) είχε τριετή τουλάχιστον υπηρεσία,
β) ζητήσει τον αναδιορισμό του μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την απόλυσή του,
γ) έχει όλα τα τυπικά προσόντα, που απαιτούνται για το διορισμό, πλην της ηλικίας και
δ) δεν έχει κώλυμα διορισμού.
2. Ο αναδιορισμός γίνεται ύστερα από γνωμοδότηση της δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, που προβλέπεται για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους, με την οποία διαπιστώνεται ότι αποκαταστάθηκε η ικανότητά του, σε βαθμό που να του επιτρέπει την πλήρη άσκηση των καθηκόντων του βαθμού του.
3. Για τον αναδιορισμό αποφαίνεται το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο, το οποίο καθορίζει και την αρχαιότητα αυτού που αναδιορίζεται, χωρίς συνυπολογισμό του εκτός υπηρεσίας διανυθέντος χρόνου.
4. Κατά τα λοιπά, οι διατάξεις που αναφέρονται στο διορισμό ισχύουν και για τον αναδιορισμό.»

2. Το άρθρο 36 του ν. 3086/2002, όπως τροποποιείται  με τη διάταξη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, καταλαμβάνει μόνο τις περιπτώσεις παραίτησης ή από λυσης λειτουργών του Ν.Σ.Κ. που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Οι περιπτώσεις παραίτησης ή απόλυσης λειτουργών του Ν.Σ.Κ. πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εξακολουθούν να καταλαμβάνονται από τη διάταξη του άρθρου 36 του ν. 3086/2002 όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Στο άρθρο 37 του ν. 3086/2002 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Οι διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3094/2003 (Α΄ 10) εφαρμόζονται και για τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους κατά την εκτέλεση των πάσης φύσεως καθηκόντων τους.»

Η παρ. 2 του άρθρου 38 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας ή μέλη Δ.Ε.Π. Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια, επιτροπές ή ομάδες εργασίας.»

Η περίπτωση δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 54 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής
«δ) Έναν διοικητικό υπάλληλο με βαθμό Α΄ή Β΄, που εκλέγεται με αναπληρωτή βαθμού Α΄ή Β΄, από τη Γενική Συνέλευση του συνδικαλιστικού οργάνου των διοικητικών υπαλλήλων του Ν.Σ.Κ., σύμφωνα με τη διαδικασία εκλογής του Διοικητικού Συμβουλίου του συνδικαλιστικού οργάνου αυτού. Ο τακτικός και ο αναπληρωτής διοικητικός υπάλληλος θα πρέπει να ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία. Προς τούτο, πριν από τη συγκρότηση του Συμβουλίου, απευθύνεται πρόσκληση στο συνδικαλιστικό όργανο για να εκλέξει το παραπάνω μέλος του Συμβουλίου με τον αναπληρωτή του. Αν δεν το εκλέξει, μέσα σε είκοσι ημέρες, η συγκρότηση του Συμβουλίου γίνεται και χωρίς το μέλος αυτό.»

Το άρθρο 58 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται Δικαστικός Αντιπρόσωπος Α΄ τάξεως, Δικαστικός Αντιπρόσωπος και Δόκιμος Δικαστικός Αντιπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, νοούνται, αντίστοιχα, Δικαστικός Πληρεξούσιος Α΄, Δικαστικός Πληρεξούσιος και Δόκιμος Δικαστικός Πληρεξούσιος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
2. Λειτουργοί του Ν.Σ.Κ. που έχουν ορισθεί ως μέλη σε διοικητικά συμβούλια ή όργανα διοίκησης οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα των άρθρων 9 παρ. 1 του ν. 1232/1982 (Α΄ 22) και 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982 (Α΄ 65) ή των επιχειρήσεων που υπάγονται στα κεφάλαια Α΄ και Β΄ του ν. 3429/2005 (Α΄ 314), με υπόδειξη του Ελληνικού Δημοσίου ή δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπουν τη συμμετοχή τους, συνεχίζουν να μετέχουν σε αυτά μέχρι τη λήξη της θητείας τους.»

Το άρθρο 32 του π.δ. 238/2003 (Α΄ 214) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 32
Υπηρεσία Επιθεώρησης
1. Η Υπηρεσία Επιθεώρησης αποτελείται από έναν Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ως Προϊστάμενο και από δύο Νομικούς Συμβούλους, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του Προέδρου, με διετή θητεία, και οι οποίοι απαλλάσσονται κατά τη διάρκεια της θητείας τους από κάθε άλλη υπηρεσία. Επιτρέπεται η συμμετοχή τους στα Τμήματα και την Ολομέλεια.
2. Η Υπηρεσία Επιθεώρησης:
α) καθορίζει ποσοτικούς και ποιοτικούς στόχους και κριτήρια για την αξιολόγηση των υπηρεσιακών μονάδων του Ν.Σ.Κ. και την απόδοση των λειτουργών του,
β) παρακολουθεί, ελέγχει και αξιολογεί το έργο των υπηρεσιακών μονάδων του Ν.Σ.Κ., των λειτουργών του και των εξωτερικών συνεργατών του Ν.Σ.Κ.,
γ) συγκεντρώνει στοιχεία για τον αριθμό, το είδος και τη σοβαρότητα των δικαστικών και εξώδικων υποθέσεων,
δ) υποβάλλει τον Ιανουάριο κάθε έτους αναλυτική έκθεση προς τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ., με την οποία αξιολογεί ποιοτικά και ποσοτικά το έργο των υπηρεσιακών μονάδων του Ν.Σ.Κ. και διατυπώνει προτάσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας και της οργάνωσής τους, οι οποίες ενσωματώνονται στην ετήσια έκθεση του άρθρου 3 και
ε) διενεργεί την τακτική και έκτακτη επιθεώρηση των λειτουργών του Ν.Σ.Κ. και συντάσσει τις σχετικές εκθέσεις επιθεώρησης.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζονται ο τρόπος και οι λοιπές προϋποθέσεις αξιολόγησης και επιθεώρησης.»

Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2882/2001 (Α΄ 17), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Κατά τη σύναψη της σχετικής σύμβασης το Δημόσιο εκπροσωπείται από τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή κατά περίπτωση, από τον αρμόδιο Υπουργό ή από τον Υπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, οι οποίοι δύνανται να εξουσιοδοτήσουν εγγράφως για την υπογραφή αυτής τον Προϊστάμενο της οικείας Κτηματικής Υπηρεσίας ή άλλης υπηρεσίας του νομού.»

1. Συστήνεται «Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών» (Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ. Π.) των πιστωτικών ιδρυμάτων, των ιδρυμάτων πληρωμών και των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος που λειτουργούν στην Ελλάδα, καθώς και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που αποδέχονται συναλλαγές καρτών πληρωμών (card acquirers) με έδρα το εξωτερικό και οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, εξυπηρετώντας επιχειρήσεις στην Ελληνική επικράτεια, με σκοπό τη διευκόλυνση της διαβίβασης των αιτημάτων παροχής πληροφοριών από το σύνολο των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος του Υπουργείου Οικονομικών, την Οικονομική Αστυνομία, το σύνολο των υπηρεσιών του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών του ΕΦΚΑ, τον Οικονομικό εισαγγελέα, τον Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, την Αρχή Καταπολέμησης της νομιμοποίησης των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Τα αιτήματα παροχής πληροφοριών αφορούν σε κάθε στοιχείο και πληροφορία για φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που τηρούνται στους ως άνω αναφερόμενους Παρόχους, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για την άρση του τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου, καθώς και του απορρήτου των στοιχείων έναντι των παραπάνω αρχών και υπηρεσιών του δημοσίου και της αυτοματοποιημένης πρόσβασής τους σε αυτό.
Για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης ορίζονται ως υπόχρεα πρόσωπα τα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 4261/2014, συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, τα ιδρύματα πληρωμών του ν. 3862/2010 και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος του ν. 4021/2011, τα οποία δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια, με ή χωρίς φυσική εγκατάσταση, και τηρούνται στο Μητρώο της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και οι φορείς αποδοχής και εκκαθάρισης συναλλαγών με τη χρήση καρτών πληρωμών (card acquirers) που δραστηριοποιούνται με έδρα το εξωτερικό ή την Ελλάδα και εξυπηρετούν επιχειρήσεις στην Ελληνική επικράτεια. Οι αρχές και υπηρεσίες του Δημοσίου του πρώτου εδαφίου φέρουν την ευθύνη επιβεβαίωσης της νομιμότητας και σκοπιμότητας των διαβιβαζόμενων αιτημάτων παροχής πληροφοριών. Η πρόσβαση των λοιπών αρχών, υπηρεσιών και φορέων του Δημοσίου στο Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π. επιτρέπεται μόνο αν προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία η άρση του απορρήτου του πρώτου εδαφίου της παρούσας.
Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που διαβιβάζονται από τα υπόχρεα πρόσωπα της παραγράφου 1 μέσω του Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π. αφορούν τις υποχρεώσεις των παρόχων αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3691/2008 κατά την τελευταία δεκαετία από την ημερομηνία υποβολής κάθε αιτήματος παροχής πληροφοριών προς το Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π..

2. Η πρόσβαση των αρχών και υπηρεσιών του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος στο Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π. πραγματοποιείται ηλεκτρονικά μέσω της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία λειτουργεί ως μοναδικός κόμβος διασύνδεσης και επικοινωνίας μεταξύ αυτών των αρχών και υπηρεσιών με τα υπόχρεα πρόσωπα. Αντίστοιχα, ως κόμβος ηλεκτρονικής διασύνδεσης και επικοινωνίας των υπόχρεων προσώπων με τη Γ.Γ.Π.Σ. για τις ανάγκες του παρόντος, ορίζεται η διατραπεζική εταιρεία «Τραπεζικά Συστήματα Πληροφοριών – Τειρεσίας Α.Ε.». Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, ορίζεται υπεύθυνος διαχείρισης του Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π. και χωρίς προηγούμενη άδεια από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εκδίδεται Κανονισμός Διαχείρισης της Λειτουργίας του εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών, στον οποίο ειδικότερα ορίζεται η διαδικασία διασύνδεσης και επικοινωνίας των αρχών, υπηρεσιών και φορέων του Δημοσίου με τα υπόχρεα πρόσωπα, ο τρόπος καταγραφής των πληροφοριών και στοιχείων που επιτρέπει την προσήκουσα αποτύπωση και διαβίβασή τους και κάθε άλλο σχετικό θέμα με τη διαχείριση της λειτουργίας του Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π..

3. Οι αρχές, υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου που διαθέτουν πρόσβαση στο Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π. υποχρεούνται να διαβιβάζουν τα αιτήματα παροχής πληροφοριών προς τα υπόχρεα πρόσωπα, μέσω αυτού και αντιστοίχως τα υπόχρεα πρόσωπα διαβιβάζουν τις απαντήσεις τους στα αιτήματα παροχής πληροφοριών μέσω αυτού. Για τις περιπτώσεις όπου το ελεγχόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα δεν διαθέτει Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) ή για τις περιπτώσεις που δεν είναι τεχνικά δυνατόν, το αίτημα παροχής πληροφοριών από τις αρχές, υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου απευθύνεται στα υπόχρεα πρόσωπα, η αντίστοιχη απάντηση δίδεται από αυτά εκτός Συστήματος Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών.

4. Κάθε πελάτης πιστωτικού ιδρύματος και ιδρύματος πληρωμής που δεν διαθέτει Α.Φ.Μ. κατά τη δημοσίευση του παρόντος οφείλει να τον γνωστοποιεί σε αυτά εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από την ημέρα απόκτησής του. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την ανωτέρω υποχρέωση, τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ιδρύματα πληρωμών υποχρεούνται στη λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου, συμπεριλαμβανομένης της μη κατάρτισης της συναλλαγής και της άρνησης παροχής υπηρεσιών ή άσκησης δραστηριοτήτων, όπως ορίζει το άρθρο 13 παρ. 1 περίπτωση ε΄του ν. 3691/2008 (Α΄ 166).

5. Στις περιπτώσεις που, κατά τη διαδικασία της αυτοματοποιημένης πρόσβασης στο Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π., από τις αρχές, υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου, ανακτηθούν στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που περιλαμβάνονται στο αίτημά τους, αυτό δεν συνιστά παραβίαση του επαγγελματικού και τραπεζικού απορρήτου, καθώς και του απορρήτου των στοιχείων, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί προστασίας προσωπικών δεδομένων. Οι αρχές, υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου υποχρεούνται να καταστρέφουν αμελλητί τα στοιχεία αυτά. Στις περιπτώσεις που κατά τη διαδικασία της αυτοματοποιημένης πρόσβασης στο Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π., από τα τραπεζικά ιδρύματα διαβιβαστούν στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που περιλαμβάνονται στο αίτημα παροχής πληροφοριών, αυτό δεν συνιστά παραβίαση του επαγγελματικού και τραπεζικού απορρήτου, καθώς και του απορρήτου των στοιχείων, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί προστασίας προσωπικών δεδομένων μόνο στην περίπτωση που αυτό οφείλεται στην εφαρμογή συγκεκριμένου αλγορίθμου που θα προσδιοριστεί με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο χρόνος έναρξης λειτουργίας του Συστήματος Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών, η λεπτομερής διαδικασία ένταξης των φορέων και πρόσβασής τους στο Σύστημα, οι μορφότυποι των διαβιβαζόμενων και τηρούμενων στοιχείων από τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ιδρύματα πληρωμών, οι προθεσμίες και τα θέματα παροχής πληροφοριών από τα υπόχρεα πρόσωπα προς τις αρχές, υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου στις περιπτώσεις που η παροχή αυτών των πληροφοριών διενεργείται εκτός Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π., καθώς και κάθε σχετικό θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.

7. Δημιουργείται στην Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, δημόσιο μητρώο που περιλαμβάνει τα υπόχρεα πρόσωπα της παραγράφου 1 , τα οποία έχουν ενεργοποιήσει την πρόσβασή τους στο Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π.. Το μητρώο είναι προσβάσιμο ηλεκτρονικά μέσω του συστήματος TAXISNET.

8. Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στην Ελληνική επικράτεια και είναι τελικοί αποδέκτες χρηματικών ποσών, τα οποία αποτελούν αντικείμενο πράξης πληρωμής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2, σημείο 13 του Κανονισμού 2015/751, υποχρεούνται στη δήλωση του συνόλου των υπόχρεων προσώπων της παραγράφου 1 με τα οποία συνεργάζονται, εντός τριάντα (30) ημερών από την δημιουργία του μητρώου της παραγράφου 7 ή την εκκίνηση της όποιας νέας συνεργασίας τους. Η δήλωση των σχετικών στοιχείων γίνεται ηλεκτρονικά μέσω TAXISNET.

9. Για το σκοπό της συνεκτικής και ορθής αποτύπωσης των δεδομένων των συναλλαγών των φυσικών και νομικών προσώπων της παραγράφου 8, με ενιαίο τρόπο, τα υπόχρεα πρόσωπα της παραγράφου 1, που αποκτούν πρόσβαση στο Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π. αποκτούν πρόσβαση στα δεδομένα της «Υπηρεσίας Διαδικτύου Πληροφοριών Μητρώου για Φυσικά και Μη Φυσικά Πρόσωπα» όπως εκάστοτε ισχύει, το οποίο τηρείται στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, στο πλαίσιο εφαρμογής του ν. 3979/2011.

10. Το Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου παρέχει τις προβλεπόμενες στον Κανονισμό (ΕΕ) 655/2014 πληροφορίες προς τα αρμόδια δικαστήρια κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποία εκκρεμεί αίτηση για την έκδοση Ευρωπαϊκής Διαταγής Δέσμευσης Λογαριασμού κατά φυσικού ή νομικού προσώπου που φέρεται να τηρεί τραπεζικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα της ημεδαπής.

1. Στις περιπτώσεις συναλλαγών με χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, όπως ενδεικτικά μέσω μεταφοράς από λογαριασμό ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking), μέσω χρήσης κάρτας πληρωμής καθώς και μέσω οποιουδήποτε άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμών, όπως ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, ηλεκτρονικό πορτοφόλι, ηλεκτρονικό χρήμα, κουπόνι, voucher, καθίσταται υποχρεωτική η ονομαστικοποίηση του ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, με ταυτοποίηση του κατόχου του, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3691/2008 για την «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας» όπως ισχύει, και της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η χρήση μη-ονομαστικοποιημένων, μη-ταυτοποιημένων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής κατά την πραγματοποίηση συναλλαγών με οντότητες του άρθρου 1 του ν. 4308/2014 που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται, λαμβανομένης υπόψη της παραγράφου 2 του παρόντος.
Η παράγραφος αυτή εφαρμόζεται στο σύνολο των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα με οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4261/2014 (Α' 107), τα ιδρύματα πληρωμών του ν. 3862/2010 (Α' 113), και τα ιδρύ ματα ηλεκτρονικού χρήματος του ν. 4021/2011 (Α' 218) που είτε έχουν αδειοδοτηθεί και εδρεύουν στην Ελλάδα είτε αποτελούν αλλοδαπά Ιδρύματα κράτους μέλους του ΕΟΧ και παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα.

2. Με απόφασή του, ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να εξαιρεί από την απαγόρευση χρήσης μη-ταυτοποιημένων και μη-ονομαστικοποιημένων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής κατά την πραγματοποίηση συναλλαγών, δραστηριότητες δικαιούχων που κατηγοριοποιούνται σε συγκεκριμένους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας, και οι οποίες δεν παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο για τη νομι-μοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, φοροδιαφυγή και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως οι παράγοντες κινδύνου αυτοί ορίζονται στο Κεφάλαιο ΙΙ, Αρθρο 16, παράγραφος 3, Παραρτήματος ΙΙΙ της «ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μάϊου 2015.

3. Απαγορεύεται ρητά η διανομή και η καθ' οιονδήποτε τρόπο διάθεση ηλεκτρονικού χρήματος καθώς και η είσπραξη έναντι τρίτου εν γένει, με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής και μετρητά, από παντός είδους οντότητες του ν. 4308/2014, που δεν αποτελούν νομίμως αδειοδοτημένους Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμών ή Αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα αυτών, βάσει των οριζόμενων στο ν. 3862/2010 και το ν. 4021/2011. Η Αντιπροσώπευση Παρόχου Υπηρεσιών Πληρωμών αφορά μόνο στα Ιδρύματα Πληρωμών και στα Ιδρύματα Ηλεκτρονικού Χρήματος, εξαιρουμένων των Πιστωτικών Ιδρυμάτων, όπως προβλέπεται στον ν. 3862/2010 και ν. 4021/2011.

4. Στην περίπτωση ακύρωσης, επιστροφής, αποζημίωσης ή απόδοσης κέρδους που προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας συναλλαγής με ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής, η πίστωση του πληρωτή διενεργείται από την οντότητα του ν. 4308/2014 υποχρεωτικά στο ίδιο ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής και δια μέσου του ιδίου Παρόχου Υπηρεσιών Πληρωμών, από το οποίο πραγματοποιήθηκε η αρχική συναλλαγή.

5. Οντότητες του ν. 4308/2014 με υποχρεώσεις αυξημένης δέουσας επιμέλειας των πελατών τους, σύμφωνα με τους ν. 3691/2008 και ν. 3932/2011, κατά την πραγματοποίηση συναλλαγών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, συλλέγουν τα στοιχεία ταυτοποίησης και δέουσας επιμέλειας των πληρωτών ανά συναλλαγή, υποχρεωτικώς δια μέσου των συνεργαζόμενων Παρόχων Υπηρεσιών Πληρωμών του ν. 3862/2010.

1. α. Οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν.δ. 1059/1971 (A΄ 270) και του άρθρου 371 ΠΚ ισχύουν και για τους υπαλλήλους, το προσωπικό που υπηρετεί με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, καθώς και τους λειτουργούς των αρχών, υπηρεσιών και φορέων του Δημοσίου. Η περαιτέρω διαβίβαση των πληροφοριών, που καλύπτονται από το τραπεζικό και επαγγελματικό απόρρητο και το απόρρητο των στοιχείων, επιτρέπεται μόνον αν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου.
β. Η παραβίαση των απορρήτων της προηγούμενης περίπτωσης από οποιοδήποτε πρόσωπο υπαγόμενο στο άρθρο 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., και από οποιοδήποτε πρόσωπο που υπηρετεί με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, συνιστά το πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος και δύναται να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης ή απόλυσης.
γ. Οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν.δ. 1059/1971 και του άρθρου 371 ΠΚ ισχύουν και για τους τρίτους, οι οποίοι κατά παράβαση των διατάξεων του ν.δ. 1059/1971, του άρθρου 371 ΠΚ και της προηγούμενης παραγράφου έλαβαν γνώση πληροφοριών και στοιχείων που καλύπτονται από το τραπεζικό και επαγγελματικό απόρρητο και το απόρρητο των στοιχείων.

2. Για τους σκοπούς του παρόντος δεν ισχύει το τραπεζικό και επαγγελματικό απόρρητο και το απόρρητο των στοιχείων για τον υπεύθυνο της διαχείρισης της Γ.Γ.Π.Σ., σύμφωνα με την παράγραφο 2 του προηγούμενου άρθρου. Με πράξη του Γενικού Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων ορίζεται αποκλειστικό δικαίωμα πρόσβασης μόνο για το προσωπικό που απασχολείται για το σκοπό αυτόν. Για τον υπεύθυνο της διαχείρισης του Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π., καθώς και για το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου  2 του ν.δ. 1059/1971 και του άρθρου 371 ΠΚ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3. Το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 2 του ν.δ. 1059/1971 αντικαθίσταται ως εξής:
«Το απόρρητο αυτό δεν ισχύει έναντι των αρμόδιων για την είσπραξη και τον έλεγχο στον τομέα των δημοσίων εσόδων υπηρεσιών της Φορολογικής Διοίκησης, καθώς και των αρμοδίων υπηρεσιών και ασφαλιστικών ταμείων για την είσπραξη των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών.»

4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, σε περίπτωση παραβίασης του τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου και απορρήτου των στοιχείων, εφαρμόζονται αναλογικά οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 του ν. 3832/2010.

1. Στον πίνακα 1 του έκτου εδαφίου της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε., οι λέξεις «Μηχανήματα, εξοπλισμός (εκτός Η/Υ και λογισμικού), μέσα μεταφοράς ατόμων, άυλα στοιχεία και δικαιώματα και λοιπά πάγια στοιχεία:10%» αντικαθίστανται με τις λέξεις «Μηχανήματα, εξοπλισμός (εκτός Η/Υ και λογισμικού), μέσα μεταφοράς ατόμων, άυλα στοιχεία, δικαιώματα, έξοδα πολυετούς απόσβεσης και λοιπά πάγια στοιχεία:10%».

2. Η περίπτωση ια΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«ια) Οι δαπάνες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας κατά το χρόνο της πραγματοποίησής τους, προσαυξημένες κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%). Ειδικά οι δαπάνες που αφορούν πάγιο εξοπλισμό, προκειμένου να προσαυξηθούν σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, κατανέμονται ισόποσα στα επόμενα τρία (3) έτη. Τα κριτήρια χαρακτηρισμού των πιο πάνω δαπανών καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 έχουν εφαρμογή για το υπόλοιπο ζημιών που προκύπτει μετά την αφαίρεση του ως άνω ποσοστού.
Συγχρόνως, με την υποβολή της φορολογικής της δήλωσης, η επιχείρηση υποβάλλει στη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τις δαπάνες έρευνας και τεχνολογίας που πραγματοποίησε. Ο έλεγχος και η πιστοποίηση των δαπανών αυτών διενεργούνται εντός χρονικού διαστήματος έξι (6) μηνών. Μετά την άπρακτη παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας θεωρείται ότι οι σχετικές δαπάνες έχουν εγκριθεί. Σε κάθε περίπτωση, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού ενημερώνει σχετικά το Υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο προεδρικό διάταγμα.»

3. α. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ειδικότερα, ως συνδεδεμένες νοούνται οι επιχειρήσεις οι οποίες:
α) Συνδέονται λόγω της συμμετοχής της μίας στην άλλη επιχείρηση, κατέχοντας άμεσα ή έμμεσα μετοχές, μερίδια, ή συμμετοχή στο κεφάλαιο τουλάχιστον τριάντα τρία τοις εκατό (33%), βάσει αξίας ή αριθμού, ή δικαιώματα σε κέρδη ή δικαιώματα ψήφου.
β) Συνδέονται με κάθε άλλη επιχείρηση που κατέχει άμεσα ή έμμεσα μετοχές, μερίδια δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής στο κεφάλαιο τουλάχιστον τριάντα τρία τοις εκατό (33%), βάσει αξίας ή αριθμού, ή δικαιώματα σε κέρδη ή δικαιώματα ψήφου σε μία από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις.
γ) Συνδέονται με κάθε άλλο πρόσωπο με το οποίο υπάρχει σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής εξάρτησης ή ελέγχου ή το πρόσωπο αυτό ασκεί καθοριστική επιρροή ή έχει τη δυνατότητα καθοριστικής επιρροής στη λήψη των αποφάσεων της επιχείρησης ή σε περίπτωση που και τα δύο πρόσωπα έχουν σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής εξάρτησης ή ελέγχου ή δυνατότητα καθοριστικής επιρροής από τρίτο πρόσωπο.»
β. Η παρ. 5 του άρθρου 39 του ν. 2238/1994 (Κ.Φ.Ε.) (Α΄ 151) αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Αρμόδια υπηρεσία για τον τακτικό (οριστικό) φορολογικό έλεγχο των συνδεδεμένων επιχειρήσεων κατά την έννοια της παραγράφου 2, εφόσον μία τουλάχιστον από αυτές έχει υποχρέωση κατάρτισης φακέλου τεκμηρίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39Α, είναι το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων. Στα πλαίσια του ελέγχου αυτού θα ελέγχεται και η ορθή τήρηση των διατάξεων της παραγράφου 1 λαμβάνοντας υπόψη τις «κατευθυντήριες οδηγίες του ΟΟΣΑ περί ενδοομιλικών τιμολογήσεων για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και τις φορολογικές αρχές», όπως κάθε φορά επικαιροποιούνται. Το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων είναι αρμόδιο και για τον τακτικό (οριστικό) φορολογικό έλεγχο των μονίμων εγκαταστάσεων αλλοδαπών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, καθώς και των ημεδαπών επιχειρήσεων που έχουν μόνιμη εγκατάσταση στην αλλοδαπή όταν αυτές έχουν υποχρέωση κατάρτισης φακέλου τεκμηρίωσης. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθώς και ο ανακαθορισμός της ελεγκτικής αρμοδιότητας.»
γ. Στην παράγραφο 8 του άρθρου 39Α του Κ.Φ.Ε. διαγράφονται οι λέξεις «η οποία εκδίδεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μήνα».
δ. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 17 του άρθρου 11 του ν.4110/2013 ( Α΄ 17) αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
«Ειδικά, για τη διαχειριστική περίοδο που αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2012 και λήγει μέχρι και την 30ή Μαΐου 2013, ο φάκελος τεκμηρίωσης καταρτίζεται και οι σχετικές καταστάσεις υποβάλλονται μέχρι τις 31
Ιουλίου 2013.»
ε. Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 17 του άρθρου 11 του ν. 4110/2013 (Α΄ 17) αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο έλεγχος διενεργείται από την αρμόδια φορολογική αρχή, όπως αυτή ορίζεται στην παρ. 5 του άρθρου 39 του ν. 2238/1994 (Κ.Φ.Ε.), η οποία προσδιορίζει και τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών σε περίπτωση μη τήρησης ή μη διάθεσης ή τήρησης ανεπαρκούς ή ανακριβούς φακέλου τεκμηρίωσης, καταργούμενης της παραγράφου 6 του άρθρου 39, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από τον παρόντα νόμο.»

4. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 118 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «της κλίμακας (α)» αντικαθίστανται με τις λέξεις «των κλιμάκων όπως ισχύουν κάθε φορά».

5. α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 59 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α΄, ε΄ και η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 και του άρθρου 58, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με εφάπαξ καταβολή στη Δ.Ο.Υ. της έδρας τους μέχρι την 20ή ημέρα των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους με προσωρινή δήλωση, η οποία περιλαμβάνει τα ακαθάριστα ποσά που έχουν καταβληθεί στο προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο και το φόρο που παρακρατήθηκε. Η υποβολή της δήλωσης πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) του υπόχρεου, με αρχή για το ψηφίο 1 την εικοστή (20ή) ημέρα των μηνών αυτών και ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες. »
β. Η παράγραφος 2 του άρθρου 59 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ειδικώς, όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με εφάπαξ καταβολή στη Δ.Ο.Υ. της έδρας τους μέχρι την εικοστή (20ή) ημέρα του επόμενου από την παρακράτηση μήνα με προσωρινή δήλωση, η οποία περιλαμβάνει τα ακαθάριστα ποσά που έχουν καταβληθεί στον προηγούμενο ημερολογιακό μήνα, το φόρο και το ποσό της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 που παρακρατήθηκαν και τις οφειλόμενες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Η υποβολή της δήλωσης πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) του υπόχρεου, με αρχή για το ψηφίο 1 την εικοστή (20ή) ημέρα των μηνών αυτών και ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες. Ειδικά, για το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, με εξαίρεση τα ασφαλιστικά ταμεία για τα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων της παρούσας παραγράφου, υποχρεούνται σε απόδοση των ποσών που παρακρατήθηκαν μέχρι την εικοστή (20ή) ημέρα του μεθεπόμενου από την παρακράτηση μήνα. Η υποβολή της δήλωσης των περιπτώσεων αυτών πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του Α.Φ.Μ. του υπόχρεου, με αρχή για το ψηφίο 1 την εικοστή (20ή) ημέρα των μηνών αυτών και ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες. »
γ. Οι διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται για αποδοχές που καταβάλλονται από την 1η Σεπτεμβρίου 2013.

6. α. Στην παρ. 5 του άρθρου 10 του ν. 4110/2013 η λέξη «Ιουλίου» αντικαθίσταται με τη λέξη «Ιανουαρίου».
β. Σε περίπτωση που έχουν λάβει χώρα πωλήσεις μετοχών από την 1η Ιανουαρίου 2013 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος χωρίς την επιβολή κυρώσεων.

7. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 62 του  Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά, για τα εισοδήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. του οικονομικού έτους 2013 δεν υφίσταται υποχρέωση δήλωσής τους, εφόσον το συνολικό καθαρό ποσό αυτών δεν υπερβαίνει τα διακόσια πενήντα (250) ευρώ.»

1. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 4141/2013 (Α΄ 81) οι λέξεις «το οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα» αντικαθίστανται, από τότε που ίσχυσε η διάταξη αυτή, με τις λέξεις «το συνολικό οικογενειακό εισόδημα».

2. Στο τέταρτο εδάφιο της υποπαραγράφου ΙΑ.2 του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) οι λέξεις «οικογενειακό εισόδημα (φορολογητέο εισόδημα)» αντικαθίστανται, από τότε που ίσχυσε η διάταξη αυτή, με τις λέξεις «συνολικό οικογενειακό εισόδημα».

Στο ν.δ. 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, Α΄ 90) προστίθεται νέο άρθρο 30Β ως εξής: 
«Άρθρο 30Β
1. Προκειμένου ειδικά για κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, οι κοινοποιήσεις τόσο του κατασχετηρίου όσο και της δήλωσης του άρθρου 32 με το πιο πάνω παραστατικό, ενεργούνται μέσω μοναδικών διαμετακομιστικών κόμβων ηλεκτρονικής διασύνδεσης και επικοινωνίας, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους κατά τρόπο ασφαλή και ορίζονται από κοινού από το Ελληνικό Δημόσιο και όλα τα εγκατεστημένα στη χώρα πιστωτικά ιδρύματα, όπως εκπροσωπούνται για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών ή την Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών κατά περίπτωση. Η κοινοποίηση του κατασχετηρίου θεωρείται ότι συντελέστηκε κατά την ημερομηνία και ώρα αποστολής της ηλεκτρονικής βεβαίωσης παραλαβής του από το πιστωτικό ίδρυμα, μέσω του διαμετακομιστικού κόμβου που δηλώθηκε από αυτό. Η επίδοση της δήλωσης του άρθρου 32 θεωρείται ότι συντελέσθηκε κατά την ημερομηνία και ώρα αποστολής της ηλεκτρονικής βεβαίωσης παραλαβής της, μέσω του διαμετακομιστικού κόμβου που δηλώθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο. Οι ως άνω βεβαιώσεις είτε θα φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν.3979/2011 είτε θα είναι κρυπτογραφημένες και θα φέρουν ηλεκτρονική υπογραφή του εξυπηρετητή τους. H διέλευση των δεδομένων δια των ως άνω διαμετακομιστικών κόμβων εξαιρείται τόσο από την υποχρέωση γνωστοποίησης, ενημέρωσης και λήψης συγκατάθεσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 6, 11 και 5 του ν. 2472/1997, ως εκάστοτε ισχύουν όσο και από την εφαρμογή των διατάξεων περί τραπεζικού απορρήτου, όπως εκάστοτε ισχύουν.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι ανωτέρω, κατά περίπτωση, μοναδικοί διαμετακομιστικοί κόμβοι και η διαδικασία της γνωστοποίησής τους από τα μέρη, το υποχρεωτικό περιεχόμενο των κοινοποιούμενων κατασχετηρίων και υποβαλλόμενων δηλώσεων, ως και οι όροι ταυτοποίησής τους, τα χρονικά περιθώρια αποστολής και παραλαβής τους, οι όροι και προϋποθέσεις ασφαλείας και κάθε άλλη απαραίτητη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσης παραγράφου.
2. Τα κατασχεθέντα ποσά αποδίδονται είτε στο λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος είτε στην υπηρεσία που επέβαλε την κατάσχεση υποχρεωτικά εντός δέκα (10) ημερών από την υποβολή της δήλωσης του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με διαδικασία που ορίζεται στην απόφαση της προηγούμενης παραγράφου.
3. Στις κατασχέσεις και λοιπές ενέργειες που γίνονται, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, το Δημόσιο δεν υποχρεούται στην καταβολή εξόδων και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 87 και 88 του ν.δ. 17−7/13.8.1923 (Α΄ 224).
4. Η διαδικασία των προηγουμένων παραγράφων του παρόντος άρθρου τίθεται σε πλήρη λειτουργία εξήντα (60) ημέρες από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε καθίσταται υποχρεωτική για τους φορείς του Δημοσίου, οι οποίοι μπορεί να εφαρμόζουν τη διαδικασία του άρθρου 30Α του ν.δ. 356/1974 μόνο σε περιπτώσεις που για λόγους ανωτέρας βίας αποκλείεται η ηλεκτρονική επικοινωνία της παραγράφου 1 του παρόντος.»

1. α. Στην περίπτωση γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 14 του π.δ. 284/1988 (Α΄ 128) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών» προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Αρμοδιότητα του τμήματος για τον έλεγχο και την υπογραφή των εγκριτικών πράξεων νηολόγησης πλοίων με ελληνική σημαία, με βάση το εγκεκριμένο υπόδειγμα εγκριτικής πράξης και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν.δ. 2687/1953 (Α΄ 317) «περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού.»»
β. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζονται ανά κατηγορία πλοίου τα υποδείγματα των εγκριτικών πράξεων και να ρυθμίζονται τα θέματα σχετικά με την ανάθεση των αρμοδιοτήτων της προηγούμενης παραγράφου.

2. Η περίπτωση δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 169 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250), αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) Είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά και εξαιρούνται της ανάκτησης ενισχύσεις σε επιχειρήσεις κατά το μέρος που οι επιχειρήσεις, για κάλυψη του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού, πραγματοποίησαν δαπάνες οι οποίες εμπίπτουν σε μία τουλάχιστον από τις ακόλουθες περιπτώσεις και το ποσό της ανάκτησης στις περιπτώσεις αυτές, υπολογίζεται σύμφωνα με την περίπτωση ε΄ του παρόντος.
Στις διατάξεις του ν. 2601/1998 (Α΄ 81) ή του ν. 3299/ 2004 (Α΄ 261).
Στον Κανονισμό 70/2001/ΕΚ της Επιτροπής της 12ης  Ιανουαρίου 2001 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων  87 και 88 της Συνθήκης της ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ L 10, 13.1.2001) εφόσον πρόκειται για ενίσχυση σε μικρή ή μεσαία επιχείρηση.
Στον Κανονισμό 68/2001/ΕΚ της Επιτροπής της  12.1.2001 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και  88 της Συνθήκης της ΕΚ στις ενισχύσεις για επαγγελματική εκπαίδευση (ΕΕ L10, 13.1.2001).
Στον Κανονισμό 1/2004/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης της ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 1, 3.1.2004), καθώς και στις Κοινοτικές Κατευθυντήριες Γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας (ΕΕ C 28, 1.2.2000), μόνον εφόσον αφορούν τη μεταφορά εγκαταστάσεων γεωργικών εκμεταλλεύσεων για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Στον Κανονισμό 1595/2004 /ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης της ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία προϊόντων αλιείας (ΕΕ L 291,
14.9.2004), καθώς και στο εγκεκριμένο καθεστώς ν. 621/ 2000 Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας 2000 2006 (ΕΕ C 102, 31.3.2001).»

1. Το άρθρο 4 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66) αντικαθίσταται, από την 1η Ιουλίου 2013 ως εξής:
«Άρθρο 4
Σύσταση θέσεων Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης
των Εσόδων του Κράτους
1. Συνιστώνται στο Υπουργείο Οικονομικών θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ή ανακαθορίζεται ο αριθμός των θέσεων αυτών, κατανέμονται ή ανακατανέμονται οι θέσεις αυτές σε υπηρεσιακές μονάδες, καθορίζονται ή ανακαθορίζονται οι οργανικές μονάδες όλων των επιπέδων και οι οργανικές θέσεις αυτών που καλύπτονται από τους ελεγκτές του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής. Ειδικά, για τις υπηρεσίες που συγκροτούν τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων οι παραπάνω αποφάσεις εκδίδονται από τον Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
2. α. Οι θέσεις των Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους καλύπτονται από υπαλλήλους όλων των κλάδων του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευομένων από αυτό Οργανισμών και Νομικών Προσώπων, που επιλέγονται, μετά από σχετικές προκηρύξεις αυτών από τους παρακάτω κλάδους ή υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών: α) των εφοριακών και τελωνειακών υπαλλήλων κατά προτεραιότητα, β) των λοιπών κλάδων και υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και γ) των εποπτευομένων από το Υπουργείο Οικονομικών Οργανισμών και Νομικών Προσώπων, εφόσον οι θέσεις δεν καλύπτονται από τις περιπτώσεις α΄ και β΄.
β. Ειδικά για τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, η αρμοδιότητα αυτή ασκείται από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων με αναλογική εφαρμογή των σχετικών ρυθμίσεων.
γ. Η υποπερίπτωση 2 της περίπτωσης 4 της υποπαραγράφου Ε.2. του ν. 4093/2012 (Α’ 222) αναδιατυπώνεται ως έξης:
«(2) να επιλέγει και να τοποθετεί τους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων και υπηρεσιών που υπάγονται στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με τα κριτήρια και κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που προβλέπεται στον Υπαλληλικό Κώδικα (ν. 3548/2007) και να αποφασίζει την πρόωρη λήξη της θητείας τους, λόγω μη εκπλήρωσης των τεθέντων ποιοτικών και ποσοτικών στόχων.»
3. Οι υποψήφιοι επιλέγονται από πίνακα επιτυχόντων που καταρτίζεται μετά από επιτυχή εκπαίδευση σε θέματα φορολογίας, φορολογικού ελέγχου και αναγκαστικής είσπραξης εσόδων, σε συνδυασμό με αξιολόγηση των τυπικών και λοιπών ουσιαστικών προσόντων τους. Ο πίνακας επιτυχόντων που μπορεί να καταρτίζεται για όλη την Επικράτεια ή ανά Διοικητική Περιφέρεια ισχύει επί μία τριετία και οι θέσεις που κενώνονται καλύπτονται από τον πίνακα αυτόν. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ή του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων κατά περίπτωση, καθορίζονται: α) τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα των υποψηφίων όπως τίτλοι σπουδών, πτυχίο ΑΕΙ ή ΤΕΙ, μεταπτυχιακοί ή διδακτορικοί τίτλοι και η συνάφεια αυτών με το αντικείμενο της θέσης εργασίας, γνώση ξένης γλώσσας, γνώση ηλεκτρονικού υπολογιστή, β) τα ουσιαστικά προσόντα αυτών όπως εξειδίκευση, προηγούμενη εμπειρία, γ) το είδος, ο χρόνος και ο τρόπος της εκπαίδευσης, καθώς και η βαθμολογία αυτής που πρέπει να επιτύχει ο υποψήφιος για να θεωρηθεί ότι την έχει περαιώσει με επιτυχία, η οποία αποτελεί απαραίτητο προσόν κατάταξης των υποψηφίων στον πίνακα ή τους πίνακες επιτυχόντων, δ) οι συντελεστές βαρύτητας των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την αξιολόγηση, την επιλογή αυτών και την κατάρτιση του πίνακα ή των πινάκων επιτυχόντων.
4. Για διάστημα δύο ετών από την αρχική τοποθέτησή τους σε θέση ελεγκτή βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους, οι υπάλληλοι χαρακτηρίζονται ως βοηθοί ελεγκτή. Τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των βοηθών ελεγκτών βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους είναι ίδια με αυτά των ελεγκτών, μπορεί όμως να διαφοροποιείται η υπηρεσία τοποθέτησής τους ή οι υποθέσεις που χρεώνονται, ανάλογα με τις ιδιαίτερες γνώσεις τους, σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια, όπως αυτά καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ή του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, κατά περίπτωση. Με την πρώτη ανανέωση της διετίας, μετά από την επιτυχή αξιολόγησή τους, χαρακτηρίζονται ως ελεγκτές.
Η θητεία μπορεί να ανανεώνεται μέχρι τρείς φορές, μετά από επιτυχή αξιολόγηση, με το πέρας της οποίας ο υπάλληλος μετακινείται υποχρεωτικά σε αντίστοιχη θέση άλλης οργανικής μονάδας.
5. Οι ελεγκτές βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους επανέρχονται υποχρεωτικά στην υπηρεσία από την οποία μετακινήθηκαν ή αποσπάστηκαν ή μετακινούνται σε άλλη υπηρεσία χωρίς να τοποθετούνται σε θέση ελεγκτή εφόσον: α) λήξει η θητεία τους, β) δεν αξιολογηθούν επιτυχώς, γ) ασκηθεί σε βάρος τους πειθαρχική δίωξη για σοβαρό παράπτωμα ή ποινική δίωξη που σχετίζεται με την υπηρεσία , δ) τους επιβληθεί οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή προσωρινής παύσης ή προστίμου μεγαλύτερη του μήνα και ε) διαπιστωθεί ότι δεν υποβάλλουν δήλωση περιουσιακής κατάστασης ή έχουν υποβάλλει μεν τέτοια δήλωση αλλά κρίνεται ως ανακριβής.
6. Οι υπάλληλοι που μετακινούνται ή αποσπώνται σε θέσεις ελεγκτών βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν υποψηφιότητα και να επιλεγούν ως προϊστάμενοι οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου. Εφόσον αποδεχθούν τέτοια θέση και αναλάβουν καθήκοντα απαλλάσσονται από τα καθήκοντα του ελεγκτή βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους ταυτόχρονα με την ανάληψη των νέων καθηκόντων τους, επανέρχονται δε σε αυτήν εφόσον απαλλαγούν από τα καθήκοντα της συγκεκριμένης θέσης, με τη λήξη της πρώτης θητείας τους ως προϊσταμένων, εκτός αν αυτό γίνεται λόγω πειθαρχικών ή ποινικών παραπτωμάτων που υπέπεσε ο υπάλληλος.
7. Οι προϊστάμενοι διευθύνσεων, οι οποίοι με την τοποθέτησή τους και την ανάληψη υπηρεσίας αποδέχονται ταυτόχρονα τους ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους που προσδιορίζονται από τον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, κατανέμουν αυτούς στους προϊσταμένους των υπό αυτών οργανικών μονάδων, επιπέδου υποδιεύθυνσης ή τμήματος ή αυτοτελούς Γραφείου , οι δε προϊστάμενοι των τμημάτων ή αυτοτελών Γραφείων κατανέμουν αυτούς μεταξύ των ελεγκτών βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης κατά περίπτωση. Η ανάληψη καθηκόντων ελεγκτή βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους σημαίνει και την αυτοδίκαιη αποδοχή των στόχων αυτών ακόμη και στην περίπτωση που αυτό γίνεται σε αντικατάσταση μετακινούμενου ή αποσπώμενου ελεγκτή μετά την έναρξη της περιόδου αξιολόγησης.
8. Από 1η Ιανουαρίου 2015, η διετής τουλάχιστον επιτυχής άσκηση καθηκόντων σε θέση ελεγκτή βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους θεωρείται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων οποιουδήποτε επιπέδου που στελεχώνονται από τους ως άνω ελεγκτές. Η επιτυχής άσκηση καθηκόντων σε θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδος κάθε επιπέδου, επί διετία, από το έτος 2011 και μετά, στην οποία έχουν κατανεμηθεί θέσεις των ως άνω ελεγκτών θεωρείται και ως επιτυχής άσκηση καθηκόντων ελεγκτή βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους.
9. Οι τοποθετήσεις, μετακινήσεις ή αποσπάσεις των επιλεγέντων ελεγκτών βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους, γίνονται με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων ή του κατά περίπτωση αρμόδιου οργάνου.
10. Οι ελεγκτές βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους για τα πειθαρχικά τους παραπτώματα υπάγονται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο είναι αρμόδιο για τα πειθαρχικά παραπτώματα των υπαλλήλων του κλάδου εφοριακών.
11. Στην αρμόδια Διεύθυνση Προσωπικού της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων δημιουργείται Μητρώο ελεγκτών βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους. Στο Μητρώο αυτό καταχωρούνται όσοι επιλέγονται ως ελεγκτές με τις διαδικασίες του παρόντος άρθρου, καθώς και όσοι επελέγησαν με τις αρχικές του διατάξεις από την έναρξη ισχύος του ν.3943/2011. Στο Μητρώο αυτό, εκτός των βασικών στοιχείων καταχωρείται η υπηρεσία που ασκεί καθήκοντα ο ελεγκτής, η απόδοση και αξιολόγηση αυτού, καθώς και οι εξειδικεύσεις του σε ελεγκτικά ή εισπρακτικά καθήκοντα. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται ή ανακαθορίζονται οι λεπτομέρειες και οι διαδικασίες τήρησης του Μητρώου αυτού.»

2. Η επιλογή, η τοποθέτηση και η λήξη της θητείας των προϊσταμένων όλων των οργανικών μονάδων που συγκροτούν το Υπουργείο Οικονομικών διενεργείται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 21 του άρθρου 55 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180).

3. Στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ΚΦΑΣ), όπως θεσπίζεται με την υποπαράγραφο Ε1 της παρ. Ε του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) οι λέξεις «για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου» αντικαθίστανται με τις λέξεις «από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι 30 Ιουνίου 2013».

4. Οι διατάξεις της παρ. 4, του άρθρου 2, του π.δ. 61/1997 (Α΄ 53) τροποποιούνται ως εξής:
«4. Τρεις (3) θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 33, παράγραφοι 2−5, του ν. 2190/1994.»

5. Στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών συνιστώνται δύο (2) θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 33, παράγραφοι 2−5, του ν. 2190/1994, όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 55 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄ 98).

1. Στο Κεφάλαιο Β΄ του ν. 3986/2011 (Α΄ 152) προστίθεται νέο άρθρο 17Β ως εξής:
«Άρθρο 17Β
Ρυθμίσεις για ακίνητα των νομικών προσώπων του ν. 590/1977 (Α΄ 146)
1. Ακίνητα που ανήκουν στα νομικά πρόσωπα της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 590/1977 ή επί των οποίων τα νομικά αυτά πρόσωπα διατηρούν δικαίωμα διακατοχής ή ασκούν τη διοίκηση και διαχείρισή τους, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, υπάγονται σε διαδικασία πολεοδομικής ωρίμανσης και αποκτούν βιώσιμη επενδυτική ταυτότητα με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 11 έως 16 του παρόντος Κεφαλαίου και σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους.
2. Την αίτηση και τις συνοδεύουσες αυτήν μελέτες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 12 του παρόντος Κεφαλαίου μπορεί να υποβάλει και το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο ή ο ασκών δικαιώματα διοίκησης, διαχείρισης και αξιοποίησης επί της περιουσίας του κατά τις κείμενες διατάξεις ή ο έλκων εκ του νομικού προσώπου δικαιώματα. Όλες οι πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 12 έως 15 του παρόντος Κεφαλαίου αναφορικά με τα ακίνητα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αναρτώνται υποχρεωτικά στο δικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Η αξιοποίηση των ακινήτων της παραγράφου 1 γίνεται αποκλειστικά με βάση τη νομοθεσία περί ανάπτυξης και αξιοποίησης της περιουσίας των νομικών προσώπων του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977. Τυχόν εμπράγματα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου ή των νομικών προσώπων της παραγράφου 1 επί των ακινήτων της παραγράφου 1 δεν θίγονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.»

2. Το προϊόν της, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως 16 και 17Β του ν. 3986/2011, αξιοποίησης των ακινήτων που ανήκουν στα νομικά πρόσωπα της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 590/1977 ή επί των οποίων τα νομικά αυτά πρόσωπα διατηρούν δικαίωμα διακατοχής ή ασκούν τη διοίκηση και διαχείρισή τους διατίθεται αποκλειστικώς για τη χρηματοδότηση, ενίσχυση και ανάπτυξη του εν γένει κοινωνικού και φιλανθρωπικού έργου τους.

1. Οι όροι του με αριθμό 2560/10.7.1972 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Πουσκούρη−Κουρεμένου, το οποίο δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α΄ 122, 20.7.1972, όπως τροποποιήθηκε με το υπ’ αριθ. 187490/ 12.8.1976 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννου Στεργίου Καβαλέκα, το οποίο δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α΄ 228, 28.8.1976, όπως ισχύουν, μπορούν να τροποποιηθούν με μεταγενέστερη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών και των καθολικών ή ειδικών διαδόχων τους, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ιδίως είναι δυνατή: (α) η τροποποίηση και κατάργηση του άρθρου 4 ώστε να επιτρέπεται η μεταβίβαση του εν λόγω ακινήτου αλλά και η αλλαγή της μορφής, του σκοπού της χρήσης και της εν γένει νομικής και πραγματικής του κατάστασης χωρίς ωστόσο να καταργηθεί ολικά ο ξενοδοχειακός προορισμός του ακινήτου, (β) η κατάργηση του άρθρου 6 και της εκεί ηρτημένης διαλυτικής αίρεσης, (γ) η κατάργηση του άρθρου 8 παράγραφος 3, ώστε να επιτρέπεται η μεταβίβαση του συνόλου των μετοχών του κυρίου του ακινήτου και (δ) η κατάργηση ή τροποποίηση λοιπών υποχρεώσεων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ώστε να διευκολυνθεί η από κοινού αξιοποίηση των ακινήτων της παρούσας παραγράφου και της παραγράφου 2.

2. H από 20.12.1975 σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, του ΕΟΤ, της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) και της εταιρίας ΑΣΤΗΡ Α.Ξ.Ε. (η οποία απορροφήθηκε από την ΕΤΕ), η οποία κυρώθηκε με το ν. 377/1976 (Α΄177), μπορεί να λυθεί, αζημίως για όλα τα μέρη, με μεταγενέστερη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών και των καθολικών ή ειδικών τους διαδόχων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Για τις τροποποιήσεις των εν λόγω συμβάσεων, το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και ο ΕΟΤ εκπροσωπείται από τον Υπουργό Τουρισμού, οι οποίοι αποφασίζουν μετά από εισήγηση της Εταιρίας Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε. και του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε. (ΤΑΙΠΕΔ).

4. Για τα ακίνητα, στα οποία αφορούν οι συμβάσεις των παραγράφων 1 και 2, είναι δυνατό να εκδοθεί κοινό ΕΣΧΑΔΑ, υπό την προϋπόθεση ότι τα ακίνητα αυτά θα αξιοποιηθούν από κοινού, μέσω εισφοράς από το ΤΑΙΠΕΔ του ακινήτου της παραγράφου 2 στην ανώνυμη εταιρία ΑΣΤΗΡ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ και στη συνέχεια πώλησης του συνόλου των μετοχών που κατέχουν η ΕΤΕ και το ΤΑΙΠΕΔ στην εν λόγω εταιρία κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περίπτωση ζ΄ του ν. 3986/2011. Το κοινό ΕΣΧΑΔΑ εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως του ΤΑΙΠΕΔ, που υποβάλλεται και πριν από την εισφορά του ακινήτου του στην ΑΣΤΗΡ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ. Η έκδοση του προεδρικού διατάγματος με το οποίο θα εγκρίνεται το κοινό ΕΣΧΑΔΑ προϋποθέτει την ολοκλήρωση της εισφοράς του ακινήτου του ΤΑΙΠΕΔ στην ΑΣΤΗΡ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ.

1. Στο τέλος της περίπτωσης β΄ της παρ. 7 του άρθρου 13 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18) προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:
«Η Ο.Δ.Ι.Ε. Α.Ε. δύναται να εκμισθώνει στον Παραχωρησιούχο οποιεσδήποτε εγκαταστάσεις και οποιαδήποτε κινητά και ακίνητα ιδιοκτησίας της που ευρίσκονται στο Μαρκόπουλο Αττικής. Η Γενική Συνέλευση των μετόχων της Ο.Δ.Ι.Ε. Α.Ε. καθορίζει ελεύθερα τη διαδικασία για την εκμίσθωση, η οποία μπορεί να εξελιχθεί παράλληλα με τον ανωτέρω διεθνή πλειοδοτικό διαγωνισμό. Το ύψος του μισθώματος καθορίζεται από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της Ο.Δ.Ι.Ε. Α.Ε. αφού ληφθεί υπόψη αποτίμηση ανεξάρτητου αποτιμητή και γνωστοποιείται στους υποψήφιους επενδυτές πριν την υποβολή δεσμευτικών προσφορών. Η μίσθωση και τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις διέπονται αποκλειστικά από τους όρους που συμφωνούνται μεταξύ της Ο.Δ.Ι.Ε. Α.Ε. και του Παραχωρησιούχου, με την επιφύλαξη των γενικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα, μη εφαρμοζομένου του π.δ. 34/1995 (Α’ 30). Η ανωτέρω μίσθωση υπάγεται στον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου που διενεργείται σύμφωνα με το νόμο επί του διεθνούς πλειοδοτικού διαγωνισμού που προβλέπεται στην παρούσα περίπτωση β΄.

2. Μετά τη λήξη κάθε οικονομικής χρήσεως τα αδιάθετα ποσά των κερδών από το αμοιβαίο ιπποδρομιακό στοίχημα αποδίδονται στο Ελληνικό Δημόσιο.

1. Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου  20 του ν. 3867/2010 (Α΄ 128) αντικαθίστανται ως εξής:
«Το ΣΣΕ είναι εννεαμελές: Μέλη του Συμβουλίου αποτελούν ο Υπουργός Οικονομικών, ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών ή, σε περίπτωση μη ορισμού  Αναπληρωτή, ο Υφυπουργός Οικονομικών, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο καθ’ ύλην αρμόδιος Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ο Πρόεδρος και ο Διευθύνων Σύμβουλος του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, καθώς και ένα πρόσωπο εγνωσμένου κύρους, με ειδικές γνώσεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα, που ορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών. Πρόεδρος του ΣΣΕ ορίζεται ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος αναπληρώνεται από τον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών ή, εάν δεν έχει οριστεί, από τον Υφυπουργό Οικονομικών.»

2. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3965/2011 (Α΄ 113) τροποποιείται ως εξής:
«Μέχρι την απόσχιση του κλάδου εμπορικών δραστηριοτήτων του Ταμείου, για την κάλυψη σημαντικής επί έλαττον απόκλισης από το ελάχιστο όριο των εφαρμοστέων δεικτών ρευστότητας, μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, το Ταμείο μπορεί να κάνει χρήση πόρων του από παρακαταθήκες, με σκοπό να επανέλθει ο δείκτης ρευστότητάς του.»

3. Η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 72 ισχύει από την ημερομηνία της κατάθεσής της στο Κοινοβούλιο.

1. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου Β.10. της παραγράφου Β. του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α΄ 107) αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση, όταν η ανάκτηση αφορά κρατική ενίσχυση που έχει χορηγηθεί σε παραλήπτες που δραστηριοποιούνται σε παραμεθόριες περιοχές της Ελλάδας, λαμβάνεται ειδική μέριμνα για τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που αφορούν στους παραλήπτες αυτούς, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης απόφασης ανάκτησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

2. Η περίπτωση β΄ της παρ. 4 του άρθρου 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την περίπτωση 6 της υποπαραγράφου Β.10 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
«β) Πιθανολογείται σοβαρά η παρανομία της εθνικής ή ενωσιακής πράξης ανάκτησης, και».

3. Το στοιχείο γγ΄ της υποπερίπτωσης στ΄ της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Γ.2. του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
«γγ. Έχει επιτυχώς ολοκληρώσει τη διαδικασία εξετάσεων, όπως αυτή ορίζεται στην υποπαράγραφο Γ.3.».

4. Στο τέλος της υποπαραγράφου Ε.6. της παραγράφου Ε. του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 προστίθεται στοιχείο ζ΄, ως εξής:
«ζ. τους κανόνες για τον προσδιορισμό του ασυμβίβαστου και για το χαρακτηρισμό οποιασδήποτε κατάστασης ως σύγκρουση συμφερόντων για τα μέλη του Οργάνου Διοίκησης.»

5. Η υποπαράγραφος ΙΔ.3. της παραγράφου ΙΔ του ν. 4152/2013 τροποποιείται ως εξής:
α. Οι λέξεις «σε ό, τι αφορά αποκλειστικά τις μισθολογικές τους αποδοχές» αντικαθίστανται με τις λέξεις  «σε ό,τι αφορά αποκλειστικά τον τρόπο υπολογισμού των μισθολογικών τους αποδοχών και το βαθμολογικό τους καθεστώς».
β. Στο τέλος της υποπαραγράφου ΙΔ.3. προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται από 1.6.2013.»

1. Στο τέλος της περίπτωσης γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 28 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180), μετά τη λέξη «παίγνια» προστίθενται οι λέξεις «, ή αυτεπάγγελτα».

2. Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3Α του άρθρου 28 του ν. 4002/2011, μετά τις λέξεις « της ΟΠΑΠ Α.Ε.» προστίθενται οι λέξεις «επιβλέπει και μεριμνά την τήρηση εκ μέρους της ΟΠΑΠ Α.Ε.».

3. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 51 του ν. 4002/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν παραβιάζονται οι διατάξεις της κάθε φορά ισχύουσας νομοθεσίας περί παιγνίων ή των κανονιστικών αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή τους ή των όρων των αδειών, η Ε.Ε.Ε.Π. με απόφασή της:».

4. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 23 του ν. 4141/2013 (Α΄ 81) η φράση «όπου απαιτείται διεξαγωγή αστυνομικού έργου της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου» αντικαθίσταται από τη φράση
«όπου απαιτείται διεξαγωγή αστυνομικού έργου, της περίπτωσης ζ΄ της παρ. 3 του άρθρου 28 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180)».

5. Η παρ. 8 του άρθρου 22 του ν. 3691/2008 (Α΄ 166) καταργείται.

6. Το άρθρο 15 του ν. 4110/2013 (Α’ 17) καταργείται.

Το άρθρο 38 του ν. 3979/2011 (Α΄ 138) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 38
1. Οι δαπάνες για την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των συναφών προς αυτές πληροφοριακών συστημάτων, όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 5 του παρόντος, εξοφλούνται μέσω Ενιαίου Συστήματος Πληρωμών (Ε.ΣΥ.Π.) που συνιστάται και λειτουργεί στη Γενική Γραμματεία Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.
Οι δαπάνες αυτές δεν υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2. Στο Ε.ΣΥ.Π. δημιουργείται Μητρώο Φορέων, στο οποίο εντός πέντε (5) μηνών από την έναρξη λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π. καταχωρίζονται με δική τους μέριμνα υποχρεωτικά όλοι οι φορείς της παραγράφου 1.
3. Μέσα σε πέντε (5) μήνες από την έναρξη λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π., οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών οφείλουν να καταχωρίσουν στο Ε.ΣΥ.Π., μέσω πληροφοριακού συστήματος διαχείρισης, κάθε στοιχείο που αφορά υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών προς τους φορείς της παραγράφου 1.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο χρόνος έναρξης λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π., η αρμόδια Διεύθυνση της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής για την τήρηση του Μητρώου Φορέων, η διαδικασία και ο ειδικότερος τρόπος καταχώρισης, η οργάνωση και λειτουργία του πληροφοριακού συστήματος διαχείρισης, τα τέλη και οι δαπάνες που εξοφλούνται μέσω Ε.ΣΥ.Π, η διαδικασία, ο χρόνος και τα στοιχεία καταχώρισης στο Ε.ΣΥ.Π, η διαλειτουργικότητα των πληροφοριακών συστημάτων του Ε.ΣΥ.Π. με άλλα συστήματα για την παρακολούθηση και εκτέλεση του προϋπολογισμού. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται επίσης, τα αρμόδια όργανα για την εκκαθάριση και πληρωμή των εν λόγω δαπανών, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η ευθύνη των εκκαθαριστών και των αρμόδιων για την πληρωμή οργάνων, ο τύπος των τίτλων πληρωμής και ο τρόπος εξόφλησης αυτών, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του ν. 2362/1995 (Α΄ 247), όπως ισχύει και των λοιπών διατάξεων που ορίζουν διαφορετική διαδικασία πληρωμής, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την πληρωμή της εν λόγω δαπάνης.
4. Μετά το πέρας της ανωτέρω προθεσμίας: (α) τα σχετικά τέλη και δαπάνες εξοφλούνται αποκλειστικά μέσω του Ε.ΣΥ.Π., σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος και (β) κανένα τέλος ή δαπάνη δεν αναγνωρίζεται ούτε εκκαθαρίζεται ή πληρώνεται εάν δεν είναι καταχωρημένο στο Ε.ΣΥ.Π..
5. Οι φορείς που λόγω της ειδικής φύσεως ή αποστολής τους καλύπτονται από το απόρρητο (εθνική άμυνα, εθνική ασφάλεια, διεθνείς σχέσεις της χώρας) εξαιρούνται από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Ο καθορισμός των φορέων αυτών γίνεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδίδεται εντός δύο μηνών από την έναρξη λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π..
6. Για τη λειτουργία του Ε.ΣΥ.Π. συνιστώνται στη Δ53Διεύθυνση Πληροφοριακών Συστημάτων της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής, δύο Τμήματα των οποίων οι αρμοδιότητες θα καθοριστούν με την απόφαση της παραγράφου 3 του παρόντος. Για τη στελέχωση των Τμημάτων αυτών συνιστώνται δώδεκα (12) οργανικές θέσεις στον κλάδο ΠΕ Πληροφορικής και δύο (2) οργανικές θέσεις στον κλάδο ΔΕ Πληροφορικής, οι οποίες προστίθενται στις υφιστάμενες οργανικές θέσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Των Τμημάτων αυτών προΐστανται υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Πληροφορικής.»

1. Η παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 2731/1999 (Α΄ 138) αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
«3. Η επιχορήγηση προς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο.), σωματεία, αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, Ν.Π.Ι.Δ. ή φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως ποσού επιχορήγησης και από οποιονδήποτε φορέα του Δημοσίου και αν προέρχεται, επιτρέπεται εφεξής υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Υποβολή ειδικής έκθεσης προς τον αρμόδιο Υπουργό, με σαφή και πλήρη αιτιολόγηση ως προς την αναγκαιότητα και τη νομιμότητα της δαπάνης. Στην ειδική έκθεση θα μνημονεύονται απαραιτήτως όλα τα μέλη  των συλλογικών οργάνων διοίκησης των ανωτέρω νομικών προσώπων, καθώς και κάθε τρίτου προσώπου στο οποίο έχουν τυχόν ανατεθεί αρμοδιότητες διοίκησης.
β) Χορήγηση ειδικής έγκρισης του αρμόδιου Υπουργού, παρεχομένης σε αυτόν της δυνατότητας απομείωσης του ύψους της προτεινόμενης δαπάνης ή πλήρους απόρριψής της, εάν η δημοσιονομική κατάσταση του Κράτους δεν την καθιστά εφικτή.
γ) Η απόφαση έγκρισης του αρμόδιου Υπουργού με το σχετικό φάκελο κοινοποιείται στην Οικονομική Αστυνομία, στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στη Διεύθυνση Προϋπολογισμού Γενικής Κυβέρνησης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Οποιαδήποτε επιχορήγηση χωρίς την τήρηση των παραπάνω προϋποθέσεων, συνιστά για τους δημόσιους λειτουργούς απιστία σχετική με την υπηρεσία που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 256 Π.Κ.»

2. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 3965/2011 (Α΄ 113) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι συμβάσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού του Ο.Δ.Δ.Η.Χ. του προηγούμενου εδαφίου που είναι ενεργές την 30.5.2013 παρατείνονται αυτοδικαίως από το χρόνο λήξης τους μέχρι την 31.12.2013.»

3. Το προσωπικό που αποσπάται στο Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (Σ.Ο.Ε.) μπορεί να επιλέγει είτε τις αποδοχές της θέσης προέλευσης είτε τις αποδοχές που ορίζονται για το ειδικό επιστημονικό προσωπικό του Σ.Ο.Ε..

1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4071/2012 προστίθενται τα εξής: 
«Ειδικότερα:
α. Οφειλές που βεβαιώθηκαν ταμειακά στις Δ.Ο.Υ. σε βάρος των αναφερόμενων στην παρούσα παράγραφο επιχειρήσεων:
(αα) διαγράφονται με πράξεις της βεβαιούσας εν ευρεία εννοία αρχής και
(αβ) βεβαιώνονται σε βάρος του οικείου Ο.Τ.Α. μόνο για τα ποσά των κύριων οφειλών που ορίζονται στα προηγούμενα εδάφια της παρούσας παραγράφου, με βάση χρηματικό κατάλογο που συντάσσεται σε βάρος του, για το ποσό της κύριας οφειλής, όπως αυτό προκύπτει από εκδοθείσες πράξεις επιβολής προστίμων ή αποφάσεων καταλογισμού ή φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας, καθώς και από το φόρο εισοδήματος ή παρακρατούμενους φόρους, έστω και αν τα ανωτέρω έχουν καταστεί απρόσβλητα λόγω απόρριψης τελεσίδικα των προσφυγών που ασκήθηκαν εναντίον τους ή άπρακτης παρόδου της προθεσμίας της προσφυγής.
Τυχόν καταβληθέντα ποσά από τις επιχειρήσεις της παρούσας παραγράφου ή από τα συνυπεύθυνα με αυτές πρόσωπα που αφορούν τις βεβαιωμένες οφειλές τους, δεν αναζητούνται και αποσβένουν κατά προτεραιότητα αντίστοιχο μέρος των επιβληθέντων πρόσθετων φόρων και προστίμων, και συνυπολογίζονται κατά τη διαγραφή και επαναβεβαίωση σύμφωνα με τα οριζόμενα στις υποπεριπτώσεις αα΄ και αβ΄ της παρούσας παραγράφου. β. Οφειλές για τις οποίες κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης έχουν εκδοθεί καταλογιστικές πράξεις σε βάρος των αναφερόμενων στην παρούσα παράγραφο επιχειρήσεων και δεν έχουν βεβαιωθεί ταμειακά βεβαιώνονται σε βάρος του οικείου Ο.Τ.Α. μόνο για τα ποσά των κύριων οφειλών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υποπερίπτωση αβ΄ με βάση χρηματικό κατάλογο που συντάσσεται σε βάρος του.
Για οφειλές που δεν έχουν κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης βεβαιωθεί εν ευρεία εννοία σε βάρος των αναφερόμενων στην παρούσα παράγραφο επιχειρήσεων και οι οποίες προκύπτουν από έλεγχο που έχει ήδη διαταχθεί και δεν έχει ολοκληρωθεί:
(γα) ολοκληρώνεται ο έλεγχος και συντάσσεται σχετικό πόρισμα, προκειμένου να εκδοθούν οι οικείες καταλογιστικές πράξεις,(γβ) βεβαιώνονται σε βάρος του οικείου Ο.Τ.Α. μόνο τα ποσά των κύριων οφειλών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υποπερίπτωση αβ΄ με βάση χρηματικό κατάλογο που συντάσσεται σε βάρος του, για το ποσό της κύριας οφειλής, όπως αυτό προκύπτει από το πόρισμα του ελέγχου.
δ. Για οφειλές που δεν έχουν κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης βεβαιωθεί εν ευρεία εννοία σε βάρος των αναφερόμενων στην παρούσα παράγραφο επιχειρήσεων και για τις οποίες δεν έχει διαταχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης έλεγχος:
(δα) διενεργείται κατά προτεραιότητα τακτικός έλεγχος από το αρμόδιο κατά περίπτωση ελεγκτικό όργανο σε όλα τα φορολογικά αντικείμενα και (δβ) βεβαιώνονται σε βάρος του οικείου Ο.Τ.Α. μόνο τα ποσά των κύριων οφειλών σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υποπερίπτωση αβ΄ με βάση χρηματικό κατάλογο που συντάσσεται σε βάρος του, για το ποσό της κύριας οφειλής, όπως αυτό προκύπτει από το πόρισμα του ελέγχου.
ε. Με τη δικαστική αμφισβήτηση των οφειλών των Ο.Τ.Α. που έχουν βεβαιωθεί κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, δεν εφαρμόζονται οι απαλλαγές που ορίζονται στις περιπτώσεις α΄ έως και δ΄ της παρούσας παραγράφου και οι Ο.Τ.Α. επιβαρύνονται και με τους πρόσθετους φόρους, πρόστιμα και λοιπές επιβαρύνσεις και προσαυξήσεις, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
στ. Η εξόφληση από τους οικείους Ο.Τ.Α. των οφειλών, όπως αυτές θα βεβαιωθούν κατ’ εφαρμογή των περιπτώσεων α΄ έως και δ΄ της παρούσας παραγράφου, συντελείται με τους ακόλουθους τρόπους:
(i) δια συμψηφισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 της από 31.12.2011 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α΄268) που κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4047/2012 (Α΄31) και τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου πρώτου της από 30.4.2012 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου που κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4079/2012 (Α΄ 180), κατά παρέκκλιση του χρόνου βεβαίωσης των οφειλών των Ο.Τ.Α. που προβλέπεται σε αυτόν, (ii) από ίδιους πόρους, επιτρεπόμενης και της σύναψης δανείου κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4038/2012 (Α΄14).
ζ. Εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, δίκες λόγω άσκησης ενδίκων βοηθημάτων από τις επιχειρήσεις της παρούσας παραγράφου κατά είτε των πράξεων καταλογισμού είτε των πράξεων ταμειακής βεβαιώσεως, καταργούνται. Εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον αρμόδιων οργάνων για τη διοικητική επίλυση των διαφορών απορρίπτονται για τυπικούς λόγους.» 

1. Στο τέλος της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Θ.18 της παρ. Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι εγγυητικές επιστολές που κατατέθηκαν, σύμφωνα με την περίπτωση ζ΄ της παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 3696/2008 (Α΄ 177) από τα Κέντρα Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης (Κολλέγια, όπως μετονομάστηκαν με το ν. 4093/2012) που διαθέτουν ισχύουσα άδεια ίδρυσης και άδεια λειτουργίας επιστρέφονται στους αιτούντες μετά την 1η Μαΐου 2013. Δεν επιστρέφονται οι εγγυητικές επιστολές, που υποβλήθηκαν από Κέντρα Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης (Κολλέγια, όπως μετονομάστηκαν με το ν. 4093/2012), η άδεια ίδρυσης ή/ και η άδεια λειτουργίας των οποίων έχουν ανακληθεί με υπουργική απόφαση μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος. Στις περιπτώσεις αυτές η εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 3696/2008 παρατείνεται έως την 31η Αυγούστου 2013.»

2. Η παρ. 6 του άρθρου 136 του ν. 2725/1999 (Α΄ 121) αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού μπορεί με απόφασή της, κατόπιν αιτήματος και με δαπάνη της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας, να ιδρύει περιοδικές Σχολές Προπονητών. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζονται τα θέματα λειτουργίας κάθε σχολής, των προσόντων των υποψηφίων, του εκπαιδευτικού προσωπικού και κάθε άλλο συναφές θέμα. Στην απόφαση αυτή καθορίζεται επίσης υποχρεωτικά: α) το χρηματικό ποσό για τα συνολικά δίδακτρα φοίτησης εκάστου υποψηφίου που δε μπορεί να υπερβεί κατ’ ανώτατο όριο τα 250,00 ευρώ, καταβαλλόμενα ανταποδοτικά από κάθε υποψήφιο και β) η ελάχιστη χρονική διάρκεια σπουδών, καθώς και οι συνολικές ώρες υποχρεωτικής παρακολούθησης των μαθημάτων της σχολής για κάθε υποψήφιο, που δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να είναι λιγότερες του 95% των συνολικών ωρών διδασκαλίας για κάθε περίοδο. Η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού ελέγχει τα διπλώματα των περιοδικών Σχολών Προπονητών ως προς τη νομιμότητά τους, δύναται δε να ορίζει ομάδα εργασίας έργο της οποίας θα είναι η παρακολούθηση της πιστής τήρησης των όρων λειτουργίας της σχολής, όπως αυτοί καθορίζονται με την απόφαση λειτουργίας της. Στα μέλη των ομάδων αυτών δεν καταβάλλεται αποζημίωση.»

1. Η παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 4109/2013 (Α΄16), αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου στο Υπουργείο Οικονομικών και η αρμόδια Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου εξυπηρετούν και τη Γενική Γραμματεία Συντονισμού.»

2. H παρ. 7 του άρθρου 3Β του ν. 2362/1995 (Α΄ 247), όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 19 του ν. 4151/2013 (Α΄ 103), αντικαθίσταται ως εξής:
«7. α) Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ρυθμίζονται ζητήματα, σχετικά με τις αρμοδιότητες, τη διάρθρωση, την οργάνωση και λειτουργία των Γενικών Διευθύνσεων Οικονομικών Υπηρεσιών των Υπουργείων, καθώς και ζητήματα μεταφοράς θέσεων και προσωπικού των μονάδων που αναδιαρθρώνονται ή κατ’ άλλο τρόπο εντάσσονται στη δομή των Γενικών Διευθύνσεων Οικονομικών Υπηρεσιών στις οργανικές μονάδες των τελευταίων.
β) Με όμοια απόφαση, είναι δυνατή, σε περίπτωση διάσπασης ή συγχώνευσης Υπουργείων, η σύσταση, συγχώνευση ή κατάργηση αντίστοιχου αριθμού Γενικών Διευθύνσεων Οικονομικών Υπηρεσιών και η ρύθμιση θεμάτων σχετικά με τις αρμοδιότητες, τη διάρθρωση, τη λειτουργία τους, ζητήματα μεταφοράς θέσεων και προσωπικού των μονάδων. Οι ως άνω αποφάσεις καλύπτουν περιπτώσεις όπου στις Γενικές Διευθύνσεις Οικονομικών Υπηρεσιών εντάσσονται και άλλες οργανικές μονάδες του υπουργείου, σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή βάσει οποιασδήποτε άλλης εξουσιοδοτικής διάταξης.
γ) Σε περίπτωση συγχώνευσης Γενικών Διευθύνσεων Οικονομικών Υπηρεσιών λόγω της συγχώνευσης Υπουργείων, στη θέση προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών επανατοποθετείται από το αρμόδιο προς τούτο όργανο ένας από τους προϊσταμένους των συγχωνευόμενων Γενικών Διευθύνσεων Οικονομικών Υπηρεσιών, με βάση τη μοριοδότηση της τελευταίας χρονικά διενεργηθείσας κρίσης για τις επιλογές προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων Οικονομικών Υπηρεσιών. Οι προϊστάμενοι που δεν επανατοποθετούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, τοποθετούνται από το αρμόδιο προς τούτο όργανο σε κενή θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης και, αν δεν υπάρχει, στην πρώτη θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης που θα κενωθεί Ως τότε θεωρούνται προϊστάμενοι Διεύθυνσης και τα καθήκοντά τους προσδιορίζονται με απόφαση του οικείου Υπουργού ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες.»

Οι εγγυήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 της από 14.9.2011 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4031/2011 (Α’ 256), ως εκάστοστε ισχύει, παρέχονται από 1.1.2013 έως και 30.6.2014. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος, το ως άνω χρονικό διάστημα δύναται να παρατείνεται. Με όμοια απόφαση ορίζεται το ύψος της προμήθειας».

Κυρώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κυρωμένου με το ν. 3424/1927 (Α΄ 298) Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος η από 25ης Φεβρουαρίου 2013 απόφαση της 80ής Ετήσιας Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος, περί τροποποίησης άρθρου του Καταστατικού της ίδιας Τράπεζας, το κείμενο της οποίας έχει ως εξής:
«Στο άρθρο 71 προστίθενται λέξεις στο τέλος του πρώτου εδαφίου της τρίτης παραγράφου ως εξής:
«,καθώς και από ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που κατέχει για σκοπούς νομισματικής πολιτικής στο πλαίσιο του προγράμματος του Ευρωσυστήματος  για τις Αγορές Τίτλων (Securities Markets Programme : −SMP)»».

Οι διατάξεις του παρόντος νόμου ισχύουν από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις.

 



Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
 
Αθήνα, 10 Ιουλίου 2013
 
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΙΧΕΛΑΚΗΣ

ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ
ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΡΟΥΤΣΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
ΟΛΓΑ ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗ

ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 11 Ιουλίου 2013

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

 

 

Ευρετήριο τουριστικής νομοθεσίας

Δείτε αναλυτικά τον οδηγό τουριστικής νομοθεσίας ανά κλάδο

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος 2021

Δείτε αναλυτικά όλες τις κλίμακες φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν για το φορολογικό έτος 2021