ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 4364/2016 Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με ....

Τελευταία ενημέρωση σύμφωνα με το Ν.4446/22.12.2016
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016
Νόμος υπ΄ αριθμ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

 

Με τον παρόντα νόμο σκοπείται η θέσπιση κανόνων και η ρύθμιση:
α) της ανάληψης και της άσκησης δραστηριοτήτων πρωτασφάλισης και αντασφάλισης από ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα, είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών,
β) της εποπτείας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών ομίλων και
γ) της εξυγίανσης και εκκαθάρισης των επιχειρήσεων πρωτασφάλισης.
Προς το σκοπό αυτόν ενσωματώνονται διά του παρόντος στην ελληνική νομοθεσία:
α) οι διατάξεις της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ),
β) οι διατάξεις των άρθρων 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών και
γ) οι διατάξεις του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων.

1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται:
α) στις πρωτασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα, ή που επιθυμούν να αποκτήσουν έδρα στην Ελλάδα, για το σύνολο των ασφαλίσεων ζημιών και ζωής, που αυτές ασκούν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε ελεύθερης παροχής υπηρεσιών,
β) στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι οποίες ασκούν μόνον αντασφαλιστικές δραστηριότητες, με έδρα στην Ελλάδα, ή που επιθυμούν να αποκτήσουν έδρα στην Ελλάδα, για το σύνολο των αντασφαλίσεων, που αυτές ασκούν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, με εξαίρεση τις διατάξεις του Τετάρτου Μέρους του παρόντος,
γ) στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν στην Ελλάδα, κατά τις διατάξεις του Κεφαλαίου Θ' του παρόντος Μέρους,
δ) στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε οποιοδήποτε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που λειτουργούν στην Ελλάδα είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά τις διατάξεις του Κεφαλαίου Η' του παρόντος Μέρους.

2. Η χρήση των όρων «ασφαλιστική εταιρεία» ή «ασφαλιστική επιχείρηση» ή «ασφαλιστής», ή οποιασδήποτε ξενόγλωσσης απόδοσής του στην επωνυμία ή το διακριτικό τίτλο επιχείρησης επιτρέπεται μόνο σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

3. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος δύνανται να χρησιμοποιούν, για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους στην Ελλάδα, την ίδια επωνυμία και τον ίδιο διακριτικό τίτλο, που χρησιμοποιούν στο κράτος καταγωγής τους. Η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί την προσθήκη στην επωνυμία ή στο διακριτικό τίτλο μιας επεξηγήσεως σε περίπτωση ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης.

Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου δίδονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1. «Ασφαλιστική Επιχείρηση»: η επιχείρηση πρωτασφάλισης ζωής ή κατά ζημιών η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 7 ή 10 και 11 του παρόντος ή, εφόσον πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.


2. «Εξαρτημένη Ασφαλιστική Επιχείρηση»: η ασφαλιστική επιχείρηση, ανήκουσα είτε σε χρηματοπιστωτική επιχείρηση εκτός από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή όμιλο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων υπό την έννοια της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, είτε σε μη χρηματοπιστωτική επιχείρηση, σκοπός της οποίας είναι η παροχή ασφαλιστικής κάλυψης αποκλειστικά για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκει, ή για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων του ομίλου του οποίου είναι μέλος η εξαρτημένη ασφαλιστική επιχείρηση.


3. «Ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας»: η ασφαλιστική επιχείρηση η οποία, αν είχε την καταστατική έδρα της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα χρειαζόταν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.


4. «Αντασφαλιστική Επιχείρηση»: η επιχείρηση η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας για την άσκηση αντασφαλιστικών εργασιών σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11 του παρόντος ή, εφόσον πρόκειται για αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.


5. «Εξαρτημένη Αντασφαλιστική Επιχείρηση»: η αντασφαλιστική επιχείρηση, ανήκουσα είτε σε χρηματοπιστωτική επιχείρηση εκτός από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ομίλου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων υπό την έννοια της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, είτε σε μη χρηματοπιστωτική επιχείρηση, σκοπός της οποίας είναι η παροχή αντασφαλιστικής κάλυψης αποκλειστικά για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκει, ή για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων του ομίλου του οποίου είναι μέλος η εξαρτημένη αντασφαλιστική επιχείρηση.


6. «Αντασφαλιστική Επιχείρηση Τρίτης Χώρας»: η αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία, εάν είχε την καταστατική έδρα της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα χρειαζόταν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.


7. «Αντασφάλιση»: η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή από μια άλλη αντασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή, στην περίπτωση της ένωσης ασφαλιστών, που είναι γνωστή ως Lloyd's, η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από οποιοδήποτε μέλος των Lloyd's και αναλαμβάνονται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση άλλη από την ένωση ασφαλιστών Lloyd's.


8. «κράτος - μέλος Καταγωγής»:
α) όσον αφορά στην ασφάλιση κατά ζημιών, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησης που καλύπτει τον κίνδυνο,
β) όσον αφορά στην ασφάλιση ζωής, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησης που αναλαμβάνει την ασφαλιστική υποχρέωση,
γ) όσον αφορά στην αντασφάλιση, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της ασφαλιστικής επιχείρησης που ασκεί αντασφαλιστικές δραστηριότητες.


9. «κράτος - μέλος Υποδοχής»:
α) όσον αφορά στα υποκαταστήματα, το κράτος - μέλος, εκτός από το κράτος - μέλος καταγωγής, στο οποίο μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποκατάστημα,
β) όσον αφορά στην παροχή υπηρεσιών, το κράτος - μέλος, εκτός από το κράτος - μέλος καταγωγής, στο οποίο μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση παρέχει υπηρεσίες. Για τις ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών, κράτος - μέλος παροχής υπηρεσιών θεωρείται αντίστοιχα το κράτος - μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης ή το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος, τόσο όταν η ασφάλιση ασκείται από την έδρα της επιχείρησης, όσο και όταν ασκείται από άλλου κράτους - μέλους υποκατάστημα αυτής.


10. «Εποπτικές Αρχές»: οι εθνικές αρχές οι οποίες, δυνάμει νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης, είναι αρμόδιες να εποπτεύουν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Αρμόδια Ελληνική Εποπτική Αρχή είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία ανατίθεται το έργο της εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και της άσκησης των λοιπών αρμοδιοτήτων της βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου και του Καταστατικού της.
Οι αρμοδιότητες εποπτείας της ιδιωτικής ασφάλισης ασκούνται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με το Καταστατικό της. Οι αρμοδιότητες αυτές μπορεί να εξειδικεύονται, ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους, με περαιτέρω αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος νόμου και του άρθρου 55Α του Καταστατικού της η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 256 του παρόντος.
Η παράγραφος 9 του άρθρου 256 του παρόντος ισχύει και για τα ανωτέρω σχετικά εξουσιοδοτημένα όργανα της Τράπεζας Της Ελλάδος, όπως και για τα μέλη των συλλογικών οργάνων διοίκησης αυτής.


11. «Υποκατάστημα»: το πρακτορείο ή υποκατάστημα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο βρίσκεται σε άλλο κράτος - μέλος από το κράτος - μέλος καταγωγής της. Με υποκατάστημα εξομοιώνεται κάθε μόνιμη παρουσία ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στην Ελλάδα, που ασκείται μέσω απλού γραφείου το οποίο διευθύνεται από το προσωπικό της ίδιας της επιχείρησης, ή από ανεξάρτητο πρόσωπο, εντεταλμένο να ενεργεί μονίμως για την επιχείρηση όπως θα ενεργούσε ένα πρακτορείο.


12. «Εγκατάσταση»: η καταστατική έδρα ή υποκατάστημα της επιχείρησης.


13. «κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος» (για ασφαλίσεις κατά ζημιών):
α) το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκονται τα ασφαλιζόμενα περιουσιακά στοιχεία, όταν η ασφάλιση αφορά ακίνητα ή ακίνητα και το περιεχόμενό τους, στο μέτρο που το περιεχόμενο αυτών καλύπτεται από το ίδιο ασφαλιστήριο,
β) το κράτος - μέλος καταχώρισης των ασφαλιζομένων μεταφορικών μέσων, όταν η ασφάλιση αφορά κάθε είδους μεταφορικά μέσα,
γ) το κράτος - μέλος στο οποίο ο αντισυμβαλλόμενος συνήψε τη σύμβαση, προκειμένου περί συμβάσεων διάρκειας μικρότερης ή ίσης των τεσσάρων μηνών οι οποίες αφορούν σε κινδύνους, οι οποίοι ανακύπτουν κατά τη διάρκεια ταξιδίου ή διακοπών, ανεξαρτήτως κλάδου ασφάλισης,
δ) σε όλες τις περιπτώσεις που δεν αναφέρονται στις ως άνω υπό α', β', και γ' περιπτώσεις το κράτος - μέλος όπου βρίσκεται η συνήθης διαμονή του αντισυμβαλλομένου ή, εάν ο αντισυμβαλλόμενος είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος - μέλος όπου βρίσκεται η αναφερόμενη στη σύμβαση εγκατάσταση του νομικού αυτού προσώπου.


14. «κράτος - μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης» (για ασφαλίσεις ζωής): το κράτος - μέλος, στο οποίο βρίσκεται η συνήθης διαμονή του αντισυμβαλλομένου, ή εάν ο αντισυμβαλλόμενος είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται η αναφερόμενη στη σύμβαση εγκατάσταση του εν λόγω αντισυμβαλλομένου.


15. «Μητρική Επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251), ή, εφόσον πρόκειται για μητρική επιχείρηση με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (L 193/18.7.1983).


16. «Θυγατρική Επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251), ή, εφόσον πρόκειται για θυγατρική επιχείρηση με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (L 193/18.7.1983). Η θυγατρική της θυγατρικής θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.


17. «Στενοί Δεσμοί»: η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με δεσμό ελέγχου, όπως ορίζεται στην περίπτωση (18) κατωτέρω ή μέσω συμμετοχής, όπως ορίζεται στην περίπτωση (20) κατωτέρω. Στενός δεσμός μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων δημιουργείται επίσης από μία κατάσταση όπου τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μόνιμα με το ίδιο πρόσωπο με δεσμό ελέγχου.


18. «Έλεγχος»: η σχέση που υφίσταται μεταξύ μητρικής επιχείρησης προς θυγατρική κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251), ή του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (L 193/18.7.1983), ή οποιαδήποτε παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης.


19. «Συναλλαγή στο πλαίσιο Ομίλου (Ενδοομιλική)»: οποιαδήποτε συναλλαγή, συμβατική ή χωρίς σύμβαση, με τίμημα ή χωρίς, δυνάμει της οποίας μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αναμένει, άμεσα ή έμμεσα, την εκπλήρωση οποιασδήποτε παροχής ή υποχρέωσης από επιχείρηση του ιδίου ομίλου ή από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνδέεται με επιχείρηση του εν λόγω ομίλου με στενούς δεσμούς.


20. «Συμμετοχή»: η άμεση ή έμμεση μέσω δεσμού ελέγχου κατοχή τουλάχιστον του 20% του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης.


21. «Ειδική Συμμετοχή»: η άμεση ή έμμεση κατοχή τουλάχιστον του 10% του μετοχικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης, ή κάθε άλλη δυνατότητα άσκησης ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης αυτής. Για τον υπολογισμό της ειδικής συμμετοχής λαμβάνονται υπόψη τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 43 του παρόντος.


22. «Οργανωμένη Αγορά»:
α) στην Ελλάδα, η οριζόμενη στην παράγραφο 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/07 (Α' 195),
β) σε άλλο κράτος - μέλος, η οριζόμενη στο σημείο 14 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, και
γ) σε τρίτη χώρα, η αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων η οποία πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
γα) είναι αναγνωρισμένη από το κράτος - μέλος καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και πληροί προϋποθέσεις ανάλογες με εκείνες της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, και
γβ) τα διαπραγματεύσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι ανάλογης ποιότητας προς εκείνα που διαπραγματεύονται στις οργανωμένες αγορές του κράτους - μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και
γγ) έχει οριστεί κατ' εφαρμογή της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 59 του ν. 4099/2012 (Α' 250).


23. «Εθνικό Γραφείο Ασφαλίσεως»: το εθνικό γραφείο ασφαλίσεως της παραγράφου 3 του άρθρου 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ (L 103/24.4.1972) και για την Ελλάδα το Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης του άρθρου 26 του κ.ν. 489/1976 (Α' 331).


24. «Εθνικό Ταμείο Εγγυήσεως»: ο φορέας της παραγράφου 4 του άρθρου 1 της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ και για την Ελλάδα το Επικουρικό Κεφάλαιο του άρθρου 16 του κ.ν. 489/1976 (Α' 331).


25. «Χρηματοπιστωτική Επιχείρηση»: μία εκ των κάτωθι αναφερόμενων επιχείρηση ή οντότητα:
α) πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, όπως ορίζονται στα σημεία 1, 26 και 18 αντιστοίχως της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των σημείων 1, 22 και 17 αντιστοίχως της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014 (Α' 107),
β) ασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, κατά την έννοια της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 212 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ή κατά την έννοια της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος,
γ) επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του σημείου 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή της ανώνυμης εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007 (Α' 195),
δ) μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών (ΜΧΕΣ), κατά την έννοια της παραγράφου 15 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ ή της παραγράφου 15 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (Α' 84).


26. «Φορέας Ειδικού Σκοπού»: οποιαδήποτε επιχείρηση, με εταιρική μορφή ή χωρίς, η οποία, χωρίς να έχει λάβει άδεια λειτουργίας ως ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αναλαμβάνει κινδύνους από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και χρηματοδοτεί πλήρως την έκθεσή της σε αυτούς με έσοδα από ομολογιακές εκδόσεις ή άλλους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, όπου η επιστροφή κεφαλαίου, ήτοι η αποπληρωμή, των ομολογιούχων ή των εν γένει κατόχων των τίτλων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο των χρηματοδοτικών αυτών μηχανισμών, έπεται της ικανοποίησης των υποχρεώσεων αντασφάλισης που φέρει ο φορέας ειδικού σκοπού.


27. «Μεγάλοι κίνδυνοι» θεωρούνται:
α) οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στους κλάδους ασφαλίσεων κατά ζημιών 4 «Σιδηροδρομικά οχήματα»,
5 «Αεροσκάφη», 6 «Πλοία» (θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη)», 7 «Μεταφερόμενα εμπορεύματα», 11 «Αστική ευθύνη από αεροσκάφη» και 12 «Αστική ευθύνη από θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη» της ταξινόμησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος,
β) οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στους κλάδους ασφαλίσεων κατά ζημιών 14 «Πιστώσεις» και 15 «Εγγυήσεις» της ταξινόμησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, όταν ο αντισυμβαλλόμενος ασκεί κατ' επάγγελμα βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα ή ελεύθερο επάγγελμα και ο κίνδυνος σχετίζεται με τη δραστηριότητα αυτή,
γ) οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στους κλάδους ασφαλίσεων κατά ζημιών 3 «Χερσαία οχήματα (εκτός σιδηροδρομικών)», 8 «Πυρκαϊά και στοιχεία της φύσεως», 9 «Λοιπές ζημίες αγαθών», 10 «Αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», 13 «Γενική αστική ευθύνη», 16 «Διάφορες χρηματικές απώλειες» της ταξινόμησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος πληροί δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία αριθμητικά κριτήρια:
γα) διαθέτει σύνολο ισολογισμού άνω των έξι εκατομμυρίων διακοσίων χιλιάδων (6.200.000) ευρώ,
γβ) διαθέτει καθαρό ποσό κύκλου εργασιών, κατά την έννοια της Οδηγίας78/660/ΕΟΚ ή του Παραρτήματος Α' του ν. 4308/2014 (Α' 251) άνω των δώδεκα εκατομμυρίων οχτακοσίων χιλιάδων (12.800.000) ευρώ,
γγ) απασχολεί, κατά μέσο όρο, πάνω από 250 άτομα κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.
Εάν ο αντισυμβαλλόμενος μετέχει σε σύνολο επιχειρήσεων που καταρτίζουν ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με την Οδηγία 83/349/ΕΟΚ ή του παραρτήματος Α' του ν. 4308/2014 (Α' 251), η συνδρομή των κριτηρίων που παρατίθενται στην ανωτέρω περίπτωση γ' ελέγχεται βάσει των ενοποιημένων αυτών λογαριασμών.


28. «Εξωτερική Ανάθεση (Εξωπορισμός)»: συμφωνία, οποιασδήποτε μορφής, μεταξύ μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και ενός παρόχου υπηρεσιών, υποκείμενου ή όχι σε εποπτεία, με την οποία ο εν λόγω πάροχος αναλαμβάνει, άμεσα ή ως υπεργολάβος, τη διεκπεραίωση διαδικασιών, την παροχή υπηρεσιών ή την εκτέλεση δραστηριοτήτων, που διαφορετικά θα είχαν διενεργηθεί από την ίδια την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση. Η έννοια της εξωτερικής ανάθεσης περιλαμβάνει και τις συμφωνίες ή διακανονισμούς της παραγράφου 4 του άρθρου 48 του παρόντος.


29. «Λειτουργία»: κάθε αρμοδιότητα διοίκησης, διαχείρισης, εκπροσώπησης ή ελέγχου συγκεκριμένων εργασιών μίας επιχείρησης εντός ενός ενιαίου συστήματος διακυβέρνησης. Το σύστημα διακυβέρνησης περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο τις ακόλουθες βασικές λειτουργίες:
α) τη λειτουργία διαχείρισης κινδύνων,
β) τη λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης,
γ) τη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου και
δ) την αναλογιστική λειτουργία.
Ως κρίσιμες ή σημαντικές λειτουργίες θεωρούνται κατ' ελάχιστον οι ως άνω βασικές λειτουργίες.


30. «Κίνδυνος Ανάληψης Ασφαλίσεων» (Ασφαλιστικός Κίνδυνος): ο κίνδυνος ζημίας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, λόγω ακατάλληλων παραδοχών κατά την τιμολόγηση και το σχηματισμό προβλέψεων.


31. «Κίνδυνος Αγοράς»: ο κίνδυνος ζημίας ή δυσμενούς χρηματοοικονομικής μεταβολής, που απορρέει, άμεσα ή έμμεσα, από τις διακυμάνσεις στο επίπεδο και στη μεταβλητότητα των τιμών αγοράς των στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού και των χρηματοπιστωτικών μέσων.


32. «Πιστωτικός Κίνδυνος»: ο κίνδυνος ζημίας ή δυσμενούς χρηματοοικονομικής μεταβολής, που απορρέει από διακυμάνσεις στην πιστοληπτική κατάσταση των εκδοτών των χρηματοπιστωτικών μέσων ως και των εν γένει αντισυμβαλλομένων και οφειλετών προς τους οποίους οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι εκτεθειμένες. Ο εν λόγω κίνδυνος εκδηλώνεται είτε ως κίνδυνος μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης από αντισυμβαλλόμενο (κίνδυνος αθέτησης) είτε ως κίνδυνος πιστωτικού περιθωρίου είτε ως κίνδυνος συγκέντρωσης κινδύνων αγοράς.


33. «Επιλέξιμος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που είτε έχει εξουσιοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201) είτε έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού.


34. «Λειτουργικός κίνδυνος»: ο κίνδυνος ζημίας, είτε λόγω ανεπαρκειών και ελλείψεων στις εσωτερικές διαδικασίες, στα μηχανογραφικά και λοιπά λειτουργικά συστήματα ή στο ανθρώπινο δυναμικό είτε λόγω δυσμενών εξωτερικών παραγόντων,


35. «Κίνδυνος Ρευστότητας»: ο κίνδυνος αδυναμίας της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης να εκποιήσει επενδύσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να προβεί στο διακανονισμό των οικονομικών της υποχρεώσεων όταν αυτές καταστούν απαιτητές.


36. «Κίνδυνος Συγκέντρωσης»: όλες οι εκθέσεις στον κίνδυνο με ενδεχόμενη ζημία αρκετά σημαντική, σε βαθμό που να απειλείται η φερεγγυότητα ή η χρηματοοικονομική κατάσταση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.


37. «Τεχνικές Μετριασμού του Κινδύνου»: όλες οι τεχνικές οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα στην ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση να μεταβιβάζει τμήμα ή όλους τους κινδύνους της σε τρίτα μέρη.


38. «Αποτελέσματα Διαφοροποίησης»: η μείωση της έκθεσης στον κίνδυνο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ομίλων, που σχετίζεται με τη διαφοροποίηση των εργασιών τους και απορρέει από το γεγονός ότι το δυσμενές αποτέλεσμα από κάποιο κίνδυνο μπορεί να αντισταθμιστεί από το ευνοϊκότερο αποτέλεσμα ενός άλλου κινδύνου, όταν οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι πλήρως συσχετισμένοι μεταξύ τους.


39. «Προβλεπτική Πιθανοθεωρητική Κατανομή»: μαθηματική συνάρτηση η οποία αποδίδει μια πιθανότητα επέλευσης σε ένα εξαντλητικό σύνολο αμοιβαία αποκλειόμενων μελλοντικών γεγονότων.


40. «Μέτρο Κινδύνου»: μαθηματική συνάρτηση η οποία αποδίδει μία χρηματική τιμή σε μια δεδομένη προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή και αυξάνεται μονοτονικά με το επίπεδο έκθεσης στον κίνδυνο στον οποίο στηρίζεται η εν λόγω προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή.


41. «Εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων» ή «ECAI»: οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ο οποίος είναι εγγεγραμμένος ή πιστοποιημένος σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΕΕ L 302), ή κεντρική τράπεζα η οποία εκδίδει πιστωτικές διαβαθμίσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού.


42. Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων ή «ΕΑΑΕΣ»: η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων που έχει συσταθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

1. Οι ασφαλίσεις κατά ζημιών ταξινομούνται στους ακόλουθους κλάδους ανάλογα με τον κίνδυνο που καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση:
α) Κλάδος 1 «Ατυχήματα» (συμπεριλαμβανομένων των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών). Περιλαμβάνει τα εξής:
1.1 κατ' αποκοπήν παροχές
1.2 περιοδικές παροχές αποζημιώσεων
1.3 συνδυασμούς των ανωτέρω
1.4 μεταφερόμενα πρόσωπα.
β) Κλάδος 2 «Ασθένειες»: Περιλαμβάνει τα εξής:
2.1. περιοδικές παροχές
2.2. κατ' αποκοπήν παροχές
2.3. συνδυασμούς των ανωτέρω.
γ) Κλάδος 3 «Χερσαία οχήματα» (εκτός σιδηροδρομικών):
Καλύπτει κάθε ζημία, την οποία υφίστανται αυτοκινούμενα και μη, χερσαία οχήματα εκτός των σιδηροδρομικών.
δ) Κλάδος 4 «Σιδηροδρομικά οχήματα»: Καλύπτει κάθε ζημία, την οποία υφίστανται τα σιδηροδρομικά οχήματα.
ε) Κλάδος 5 «Αεροσκάφη»:
Καλύπτει κάθε ζημία την οποία υφίστανται αεροσκάφη.
στ) Κλάδος 6 «Πλοία» (θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη):
Καλύπτει κάθε ζημία, την οποία υφίστανται:
6.1. ποτάμια σκάφη
6.2. λιμναία σκάφη
6.3. θαλάσσια σκάφη/ πλοία,
ζ) Κλάδος 7 «Μεταφερόμενα εμπορεύματα» (συμπεριλαμβανομένων των εμπορευμάτων, αποσκευών και κάθε άλλου αγαθού):
Καλύπτει κάθε ζημία την οποία υφίστανται τα μεταφερόμενα εμπορεύματα, περιλαμβανομένων αποσκευών και κάθε άλλου αγαθού, ανεξαρτήτως του μεταφορικού μέσου.
η) Κλάδος 8 «Πυρκαϊά και στοιχεία της φύσεως»: Καλύπτει κάθε ζημία που υφίστανται αγαθά, εξαιρουμένων των αγαθών που περιλαμβάνονται στους κλάδους 3, 4, 5, 6 και 7 ανωτέρω, εφόσον προξενείται από:
8.1. πυρκαϊά,
8.2. έκρηξη,
8.3. θύελλα,
8.4. στοιχεία της φύσεως άλλα εκτός θυέλλης,
8.5. πυρηνική ενέργεια και
8.6. καθίζηση του εδάφους.
θ) Κλάδος 9 «Λοιπές ζημίες αγαθών»: Καλύπτει κάθε ζημία που υφίστανται αγαθά, εξαιρουμένων των αγαθών που περιλαμβάνονται στους κλάδους 3, 4, 5, 6 και 7 ανωτέρω, εφόσον προξενήθηκε από χαλάζι ή παγετό, καθώς και από κάθε άλλο συμβάν, όπως επί παραδείγματι κλοπή, εκτός των συμβάντων που υπάγονται στον κλάδο 8.
ι) Κλάδος 10 «Αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα»:
Καλύπτει κάθε είδους αστική ευθύνη, που προκύπτει από τη χρήση χερσαίων αυτοκινήτων οχημάτων, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης του μεταφορέως.
ια) Κλάδος 11 «Αστική ευθύνη από αεροσκάφη»: Καλύπτει κάθε είδους αστική ευθύνη, που προκύπτει από τη χρήση αεροσκαφών, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης του μεταφορέως.
ιβ) Κλάδος 12 «Αστική ευθύνη από θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη»: Καλύπτει κάθε είδους αστική ευθύνη, που προκύπτει από τη χρήση θαλάσσιων, λιμναίων ή ποτάμιων σκαφών, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης του μεταφορέως.
ιγ) Κλάδος 13 «Γενική αστική ευθύνη»: Καλύπτει κάθε είδους αστική ευθύνη που δεν εμπίπτει στους κλάδους 10 έως 12 ανωτέρω.
ιδ) Κλάδος 14 «Πιστώσεις»:
Στον ως άνω κλάδο, ο ασφαλιστής έναντι ασφαλίστρου καλύπτει τον ασφαλισμένο για ζημία την οποία αυτός πιθανόν να υποστεί ως αποτέλεσμα της αποτυχίας ενός ή περισσοτέρων οφειλετών του να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς αυτόν (ασφαλισμένο).
Καλύπτει τα εξής:
14.1. γενική αφερεγγυότητα,
14.2. εξαγωγικές πιστώσεις (αφορά εξαγωγικές πιστώσεις που δεν γίνονται για λογαριασμό ή με την υποστήριξη του Κράτους),
14.3. πωλήσεις με δόσεις,
14.4. ενυπόθηκες πιστώσεις,
14.5. αγροτικές πιστώσεις.
ιε) Κλάδος 15 «Εγγυήσεις»:
Στον ως άνω κλάδο ο ασφαλιστής έναντι ασφαλίστρου εγγυάται για τον ασφαλισμένο την εκτέλεση από αυτόν των συμβατικών του υποχρεώσεων. Περιλαμβάνει:
15.1. άμεσες εγγυήσεις
15.2. έμμεσες εγγυήσεις.
ιστ) Κλάδος 16 «Διάφορες χρηματικές απώλειες»: Καλύπτει διάφορες χρηματικές απώλειες που προκαλούνται από κινδύνους, όπως:
16.1. κίνδυνος απώλειας επαγγελματικής απασχόλησης,
16.2. γενική ανεπάρκεια εισοδήματος,
16.3. κακοκαιρία,
16.4. απώλεια κερδών,
16.5. τρέχοντα γενικά έξοδα,
16.6. απρόβλεπτες εμπορικές δαπάνες,
16.7. απώλεια / μείωση αγοραίας αξίας,
16.8. απώλεια μισθωμάτων ή εισοδημάτων,
16.9. έμμεσες εμπορικές απώλειες εκτός από αυτές που ήδη αναφέρθηκαν
16.10. μη εμπορικές οικονομικές απώλειες,
16.11. λοιπές οικονομικές απώλειες.
ιζ) Κλάδος 17 «Νομική προστασία»: Περιλαμβάνει την ανάληψη δικαστικών εξόδων και την παροχή νομικής προστασίας.
ιη) Κλάδος 18 «Βοήθεια»:
Περιλαμβάνει την ανάληψη της υποχρέωσης άμεσης παροχής βοήθειας, στις περιπτώσεις και με τους όρους που προβλέπει σύμβαση, σε χρήμα ή σε είδος, έναντι προηγούμενης καταβολής ασφαλίστρου, προς πρόσωπα, που περιέρχονται σε δυσχερή θέση κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσίας από την κατοικία ή από τον τόπο συνήθους διαμονής τους είτε υπό άλλες περιστάσεις ανεξάρτητα από μετακίνηση ή απουσία. Η σε είδος παροχή βοήθειας είναι δυνατόν να συνίσταται και στην χρησιμοποίηση του προσωπικού και του εξοπλισμού που ανήκουν σε αυτόν που παρέχει την βοήθεια. Δεν συνιστούν υπηρεσίες βοήθειας οι υπηρεσίες συντήρησης ή διατήρησης, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση, ούτε η απλή υπόδειξη ή πρόβλεψη παροχής βοήθειας ως μεσολάβηση.

2. Όταν η άδεια λειτουργίας παρέχεται συγχρόνως για περισσότερους από τους ακόλουθους κλάδους, φέρει τις εξής ονομασίες:
α) για τους Κλάδους 1 και 2: «Ατυχήματα και Ασθένειες»,
β) για τους Κλάδους 1.4., 3, 7 και 10: «Ασφάλιση αυτοκινήτων»,
γ) για τους Κλάδους 1.4., 4, 6, 7 και 12: «Ασφάλιση θαλάσσης και μεταφορών»,
δ) για τους Κλάδους 1.4., 5, 7 και 11: «Ασφάλιση αεροσκαφών»,
ε) για τους Κλάδους 8 και 9: «Πυρκαϊές και λοιπές ζημίες σε αγαθά»,
στ) για τους Κλάδους 10, 11, 12 και 13: «Αστική ευθύνη»,
ζ) για τους Κλάδους 14 και 15: «Πιστώσεις και εγγυήσεις»,
η) για όλους τους Κλάδους: «Γενικών Ασφαλίσεων Ζημιών».
Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει όλα τα κράτη μέλη, καθώς και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη χρήση της ονομασίας του σημείου η' της παρούσας παραγράφου.

Οι ασφαλίσεις ζωής ταξινομούνται στους ακόλουθους κλάδους ασφαλιστικών εργασιών των περιπτώσεων α' ως δ' του παρόντος και εργασιών διαχείρισης των περιπτώσεων ε' ως θ' του παρόντος, ανάλογα με τα προβλεπόμενα στην ασφαλιστική σύμβαση:
α) Κλάδος Ι - «Ασφαλίσεις ζωής»: Περιλαμβάνει:
Ι.1. ασφαλίσεις επιβίωσης ή θανάτου, μεικτές ασφαλίσεις, ασφαλίσεις ζωής με επιστροφή του ασφαλίστρου,
Ι.2. ασφαλίσεις προσόδων,
Ι.3. επιπλέον ασφαλίσεις, όπως ιδίως σωματικών βλαβών, περιλαμβανομένης και της ανικανότητας για επαγγελματική εργασία, θανάτου συνεπεία ατυχήματος, αναπηρίας συνεπεία ατυχήματος ή ασθένειας, εφόσον συνάπτονται συμπληρωτικά στις ασφαλίσεις ζωής των κλάδων Ι.1, Ι.2, ΙΙ και ΙΙΙ,
β) Κλάδος ΙΙ - «Ασφαλίσεις γάμου και γεννήσεως».
γ) Κλάδος ΙΙΙ - «Ασφαλίσεις ζωής συνδεδεμένες με επενδύσεις»:
Περιλαμβάνει ασφαλίσεις των Κλάδων Ι.1., Ι.2. και ΙΙ οι οποίες συνδέονται με επενδυτικά κεφάλαια.
δ) Κλάδος ΙV - «Διαρκής ασφάλιση ασθένειας»: Αφορά σε τύπους διαρκούς ασφάλισης ασθενείας, μη υποκείμενης σε ακύρωση από τον ασφαλιστή. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται τα χαρακτηριστικά των ασφαλίσεων αυτών ανάλογα προς τα ισχύοντα για τις εν λόγω ασφαλίσεις στην Ιρλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
ε) Κλάδος V - «Τοντίνες»:
Αφορά σε εργασίες, που συνεπάγονται τη δημιουργία ομάδων, στις οποίες συμμετέχουν τα μέλη με σκοπό την από κοινού κεφαλαιοποίηση των εισφορών τους και τη διανομή του συγκροτούμενου κεφαλαίου, είτε μεταξύ των επιζόντων, είτε των κληρονόμων των αποθανόντων.
στ) Κλάδος VI - «Εργασίες κεφαλαιοποίησης»: Αφορά σε εργασίες με τις οποίες η επιχείρηση αναλαμβάνει, επί τη βάσει αναλογιστικών υπολογισμών, ασφαλιστικές υποχρεώσεις για ορισμένο χρονικό διάστημα και για ορισμένο ποσό έναντι προκαθορισμένων, εφάπαξ ή περιοδικών, καταβολών από τον αντισυμβαλλόμενο.
ζ) Κλάδος VII - «Διαχείριση συλλογικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ή οργανισμών»: Περιλαμβάνει:
(1) εργασίες διαχειρίσεως συλλογικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ή οργανισμών που καταβάλλουν παροχές σε περιπτώσεις θανάτου, επιβίωσης, διακοπής ή μείωσης της απασχόλησης, οι οποίες περιλαμβάνουν τη διαχείριση επενδύσεων και ειδικότερα όσων στοιχείων του ενεργητικού των κεφαλαίων ή οργανισμών αυτών αντιστοιχούν στα αποθεματικά τους,
(2) οι εργασίες του σημείου (1) ανωτέρω, όταν συνοδεύονται με ασφαλιστική εγγύηση που περιλαμβάνει είτε τη διατήρηση του κεφαλαίου είτε καταβολή ελάχιστης απόδοσης.
η) Κλάδος VIII - «Ασφαλίσεις του γαλλικού ασφαλιστικού κώδικα»:
Περιλαμβάνει εργασίες ασφάλισης ζωής σύμφωνα με τον τίτλο 4 του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου IV του γαλλικού ασφαλιστικού κώδικα. θ) Κλάδος IX - «Εργασίες κοινωνικής ασφάλισης»: Περιλαμβάνει εργασίες που εξαρτώνται από τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, ορίζονται ή προβλέπονται από την περί κοινωνικής ασφάλισης εθνική νομοθεσία ή νομοθεσία άλλου κράτους - μέλους και ασκούνται ή τις διαχειρίζονται ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, οι οποίες αναλαμβάνουν πλήρως τον κίνδυνο των εν λόγω ασφαλίσεων.

Στις διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εντάσσονται:
α) φορείς υπαγόμενοι στο εθνικό σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης,
β) αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες από τις 10 Δεκεμβρίου του 2007, έχουν παύσει να συνάπτουν νέες συμβάσεις αντασφάλισης και ασχολούνται αποκλειστικά με τη διαχείριση του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου, με σκοπό την παύση των δραστηριοτήτων τους.
Η Εποπτική Αρχή καταρτίζει κατάλογο των επιχειρήσεων αυτών και τον γνωστοποιεί στις εποπτικές αρχές όλων των άλλων κρατών - μελών,
γ) οργανισμοί που εγγυώνται αποκλειστικά την καταβολή παροχών σε περίπτωση θανάτου, εφόσον το ύψος των παροχών αυτών δεν υπερβαίνει την μέση αξία των εξόδων κηδείας για κάθε θάνατο ή εφόσον οι παροχές αυτές καταβάλλονται σε είδος.

1. Στους αλληλασφαλιστικούς συνεταιρισμούς που ασκούν δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών και έχουν συνάψει με άλλο αλληλασφαλιστικό συνεταιρισμό σύμβαση είτε για συνολική αντασφάλιση όλων των συναπτόμενων από αυτούς ασφαλίσεων είτε για υποκατάσταση του εκδοχέα συνεταιρισμού στον εκχωρητή συνεταιρισμό για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τις εν λόγω ασφαλίσεις, υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 12 του παρόντος.
Ο αντασφαλίζων ή ο εκδοχέας αλληλασφαλιστικός συνεταιρισμός του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, εμπίπτουν στο σύνολο των διατάξεων του παρόντος νόμου.

2. Επίσης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 12 του παρόντος σε ασφαλιστική επιχείρηση που πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις, εφεξής καλούμενη ως εξαιρουμένη λόγω μεγέθους:
α) τα ακαθάριστα ετήσια εγγεγραμμένα ασφάλιστρά της δεν υπερβαίνουν τα πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ,
β) οι συνολικές τεχνικές προβλέψεις της επιχείρησης σύμφωνα με το άρθρο 51 του παρόντος, μη λαμβανομένων υπόψη των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και Φορείς Ειδικού Σκοπού, δεν υπερβαίνουν τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) ευρώ, γ) αν η επιχείρηση ανήκει σε όμιλο, οι συνολικές τεχνικές προβλέψεις του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 51 του παρόντος, μη λαμβανομένων υπόψη των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και Φορείς Ειδικού Σκοπού, δεν υπερβαίνουν τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) ευρώ,
δ) οι δραστηριότητες της επιχείρησης δεν περιλαμβάνουν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές δραστηριότητες που να καλύπτουν κινδύνους ασφάλισης αστικής ευθύνης ή πιστώσεων και εγγυήσεων, εκτός εάν συνιστούν παρεπόμενους κινδύνους κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του παρόντος,
ε) οι τυχόν αντασφαλιστικές εργασίες της επιχείρησης αντιστοιχούν σε ετήσιο έσοδο μικρότερο από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ σε όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων και σε συνολική τεχνική πρόβλεψη μικρότερη των δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (2.500.000) ευρώ και σε ποσοστό μικρότερο του 10% των συνολικών ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων και σε ποσοστό μικρότερο του 10% του συνόλου των τεχνικών της προβλέψεων. Για τους υπολογισμούς της παρούσας περίπτωσης δεν λαμβάνονται υπόψη τα ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις και Φορείς Ειδικού Σκοπού,
στ) η ασφαλιστική επιχείρηση δεν παρέχει υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη, είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Η' του Πρώτου Μέρους του παρόντος.

3. Εάν οποιοδήποτε από τα ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος υπερκαλυφθεί επί τρία συνεχή έτη, τότε η επιχείρηση υπάγεται στο σύνολο των διατάξεων του παρόντος νόμου από το τέταρτο έτος (άρση εξαίρεσης λόγω μεγέθους).

4. Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, εφαρμόζεται το σύνολο των διατάξεων του παρόντος νόμου σε επιχειρήσεις (χαρακτηριζόμενες ως μη εξαιρούμενες λόγω μεγέθους) που ζητούν άδεια λειτουργίας για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εργασίες, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα εγγεγραμμένα ασφάλιστρα ή οι ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις, μη λαμβανομένων υπόψη των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και Φορείς Ειδικού Σκοπού, αναμένεται να υπερβούν εντός των επόμενων πέντε ετών τα ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος.

5. Μη εξαιρουμένη λόγω μεγέθους ασφαλιστική επιχείρηση που δεν παρέχει υπηρεσίες σε άλλα κράτη - μέλη, είτε με εγκατάσταση είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παύει να υπάγεται στο σύνολο των διατάξεων του παρόντος νόμου, υπαγόμενη πλέον στις διατάξεις του άρθρου 12 του παρόντος (εξαιρείται λόγω μεγέθους), εφόσον η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της επαληθεύσει, κατόπιν σχετικής αιτήσεως της επιχείρησης, ότι πληρούνται και οι δύο κατωτέρω αναφερόμενες προϋποθέσεις:
α) οποιοδήποτε από τα ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 2 δεν υπερκαλύπτεται κατά τα τρία τουλάχιστον τελευταία συνεχή έτη, και
β) οποιοδήποτε από τα ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 2 δεν αναμένεται να υπερκαλυφθεί εντός των επόμενων πέντε ετών.

6. Εξαιρουμένη λόγω μεγέθους ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή αίτηση για εκούσια υπαγωγή της στο σύνολο των διατάξεων του νόμου αυτού (εκούσια άρση εξαίρεσης λόγω μεγέθους).

7. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του παρόντος και επιθυμούν να χαρακτηριστούν ως αρχικά εξαιρούμενες λόγω μεγέθους ασφαλιστικές επιχειρήσεις μέχρι την 31.12.2015, υποβάλλουν υποχρεωτικά σχετική αίτηση προς την Εποπτική Αρχή το αργότερο μέχρι την 31.3.2016.
Η Εποπτική Αρχή αποφασίζει για την ανωτέρω αίτηση επί τη βάσει των κριτηρίων της παραγράφου 2 του παρόντος, θεωρώντας ως τεχνικές προβλέψεις του άρθρου 51 του παρόντος το σύνολο των τεχνικών αποθεμάτων που σχημάτισε η επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν.δ 400/1970 (Α' 10) κατά την 31.12.2014. Σε περίπτωση θετικής απόφασης ή σε περίπτωση έλλειψης απόφασης μέχρι την 31.5.2016 οι ανωτέρω επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται ως αρχικά εξαιρούμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις επί των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 12 του παρόντος.
Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν υπέβαλλαν αίτηση μέχρι την 31.3.2016 ή η Εποπτική Αρχή αποφάσισε αρνητικά επί της σχετικής αίτησης μέχρι την 31.5.2016 χαρακτηρίζονται ως μη εξαιρούμενες λόγω μεγέθους και υπάγονται στο σύνολο των διατάξεων του παρόντος νόμου. Αιτήσεις εξαίρεσης που υποβάλλονται μετά την 31.3.2016 ελέγχονται από την Εποπτική Αρχή ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραγράφου 5 του παρόντος.

8. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα ετήσια προς αυτή υποβαλλόμενα οικονομικά και λοιπά στοιχεία για τον έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος και το περιεχόμενο των αιτήσεων των παραγράφων 5, 6 και 7 παρόντος άρθρου.

1. Αναφορικά με τις ασφαλίσεις κατά ζημιών, ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες εργασίες:
α) σε ειδικές εργασίες κεφαλαιοποιήσεως, όπως ορίζονται από το δίκαιο κάθε κράτους - μέλους,
β) στις εργασίες των ιδρυμάτων προνοίας και αλληλοβοηθείας, οι παροχές των οποίων ποικίλλουν ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους και στους οποίους η εισφορά των μελών καθορίζεται βάσει σταθερού ποσοστού, όπως ορίζονται από το δίκαιο κάθε κράτους - μέλους,
γ) στις εργασίες που πραγματοποιούνται από οργανισμό ο οποίος δεν έχει νομική προσωπικότητα και του οποίου το αντικείμενο συνίσταται στην αλληλασφάλιση των μελών του, άνευ πληρωμής ασφαλίστρων και άνευ δημιουργίας τεχνικών προβλέψεων, όπως ορίζονται από το δίκαιο κάθε κράτους - μέλους,
δ) στις εργασίες ασφαλίσεως εξαγωγικών πιστώσεων για λογαριασμό ή με την εγγύηση του Κράτους ή όταν το Κράτος είναι ο ασφαλιστής,
ε) στις εργασίες βοήθειας, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
εα) η βοήθεια παρέχεται σε περίπτωση ατυχήματος ή βλάβης οδικού οχήματος που συμβαίνει στην Ελλάδα,
εβ) η παροχή περιορίζεται στις εξής εργασίες:
εβα) στην επιτόπου επισκευή, για την οποία ο παρέχων τη βοήθεια χρησιμοποιεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, δικό του προσωπικό και υλικό,
εββ) στη μεταφορά του οχήματος μέχρι τον πλησιέστερο ή καταλληλότερο τόπο διενέργειας της επισκευής, ενδεχομένως δε και στη μεταφορά, κατά κανόνα με το ίδιο μέσο βοήθειας, του οδηγού ή και των επιβατών, μέχρι τον πλησιέστερο τόπο απ' όπου θα μπορέσουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους με άλλα μέσα,
εβγ) στη μεταφορά του οχήματος, ενδεχομένως μαζί με τον οδηγό και τους επιβάτες, μέχρι την κατοικία τους, το σημείο εκκίνησης ή τον αρχικό τους προορισμό, εντός της Ελλάδας,
εγ) η βοήθεια δεν παρέχεται από επιχείρηση που υπάγεται στον παρόντα νόμο.

2. Ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται στη δραστηριότητα βοήθειας ακόμη και εάν δεν συντρέχει η υποπερίπτωση εα' της περίπτωσης ε' της παραγράφου 1 του παρόντος όσον αφορά στα εδάφια εβα' και εββ' της υποπερίπτωσης εβ' της ιδίας περίπτωσης, εφόσον ο δικαιούχος της βοήθειας είναι μέλος οργανισμού και η επισκευή ή η μεταφορά του οχήματος πραγματοποιείται μετά από απλή επίδειξη της ταυτότητας μέλους, χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση από ανάλογο οργανισμό του κράτους - μέλους όπου συνέβη το ατύχημα ή η βλάβη, βάσει συμφωνίας αμοιβαιότητας.

1. Αναφορικά με τις ασφαλίσεις ζωής, ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες εργασίες και δραστηριότητες:
α) στις εργασίες των ιδρυμάτων προνοίας και αλληλοβοηθείας, οι παροχές των οποίων ποικίλλουν ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους, και στους οποίους η εισφορά των μελών καθορίζεται με σταθερό ποσοστό, όπως ορίζονται από το δίκαιο κάθε κράτους - μέλους,
β) στις εργασίες που διενεργούνται από άλλους οργανισμούς, εκτός των επιχειρήσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του παρόντος, σκοπός των οποίων είναι η καταβολή παροχών σε εργαζομένους, μισθωτούς ή μη, που ανήκουν σε μια επιχείρηση ή σε έναν όμιλο επιχειρήσεων ή σε μία επαγγελματική κατηγορία ή σε ομάδα επαγγελματικών κατηγοριών, σε περίπτωση θανάτου, επιβιώσεως ή διακοπής ή μείωσης της απασχόλησης, είτε οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εργασίες αυτές καλύπτονται εξ ολοκλήρου και ανά πάσα στιγμή από τις μαθηματικές προβλέψεις είτε όχι, όπως ορίζονται από το δίκαιο κάθε κράτους - μέλους,

2. Ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται στις δραστηριότητες αντασφάλισης που ασκούνται ή τις οποίες εγγυάται πλήρως, η ελληνική κυβέρνηση ή κυβέρνηση άλλου κράτους - μέλους όταν αυτή ενεργεί, για λόγους ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος, με την ιδιότητα του αντασφαλιστή τελευταίου βαθμού, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου ο ρόλος αυτός απαιτείται από τις συνθήκες της αγοράς, λόγω των οποίων καθίσταται ανέφικτη η ανάληψη του αντασφαλιστικού κινδύνου από ιδιωτικές ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κεφαλαίου Η' του Πρώτου Μέρους του παρόντος «Ελευθερία Εγκατάστασης και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών», η άσκηση δραστηριότητας πρωτασφάλισης ή αντασφάλισης που εμπίπτει στον παρόντα νόμο υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση αδείας από την Εποπτική Αρχή η οποία ισχύει για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ενιαία άδεια) σε περίπτωση που η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρόκειται να ασκήσει τις δραστηριότητές της σε άλλο κράτος - μέλος, είτε με καθεστώς εγκατάστασης, είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

2. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στα άρθρα 6, 8 και 9 του παρόντος, η καθ' οιονδήποτε τρόπο κατ' επάγγελμα άσκηση εργασιών ασφάλισης ζωής ή κατά ζημιών ή αντασφάλισης στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος, κατά τις διακρίσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και την άδεια λειτουργίας τους.

3. Όποιος ασκεί ασφάλιση ή αντασφάλιση ή μεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής σύμβασης κατά παράβαση της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται, πλέον των αναφερομένων στον παρόντα νόμο διοικητικών προστίμων, και με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, οι δε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις είναι άκυρες. Σε περίπτωση που η ασφάλιση ή αντασφάλιση ασκείται από νομικό πρόσωπο, με την ποινή της παρούσας παραγράφου τιμωρείται όποιος ασκεί διοίκηση ή διαχείριση στο νομικό πρόσωπο. Η ακυρότητα δεν μπορεί να προταθεί εις βάρος των καλόπιστων συναλλασσομένων.

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 48 του παρόντος, η ασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνει άδεια λειτουργίας είτε για άσκηση ασφαλίσεων κατά ζημιών είτε για άσκηση ασφαλίσεων ζωής.

2. Για την άσκηση πρωτασφαλιστικών εργασιών, η άδεια λειτουργίας χορηγείται κατά κλάδο ασφάλισης, για όλους ή μερικούς από τους κινδύνους που υπάγονται σε αυτόν τον κλάδο, καθώς και κατά ομάδα δύο ή περισσότερων κλάδων ασφάλισης σύμφωνα με την κατάταξη που προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 του παρόντος.
Επιχείρηση που έλαβε άδεια για έναν κλάδο ή ομάδα κλάδων ασφαλίσεων κατά ζημιών δεν μπορεί να καλύπτει κινδύνους που περιλαμβάνονται σε άλλο κλάδο ασφάλισης, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση παρεπόμενων κινδύνων σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του παρόντος.
Στην άδεια λειτουργίας απαριθμούνται οι κίνδυνοι και οι κλάδοι ασφάλισης τους οποίους η επιχείρηση μπορεί να ασκεί.

3. Η επέκταση των εργασιών ασφαλιστικής επιχείρησης για άσκηση κλάδων ή ασφάλιση κινδύνων που δεν περιλαμβάνονται στην άδεια λειτουργίας της υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση αδείας από την Εποπτική Αρχή.

4. Για την άσκηση αντασφαλιστικών εργασιών, η άδεια χορηγείται, είτε μόνο για αντασφαλιστικές εργασίες κατά ζημιών, είτε μόνο για αντασφαλιστικές εργασίες ζωής, είτε ενιαία για όλα τα είδη αντασφαλιστικών εργασιών. Η επέκταση των εργασιών αντασφαλιστικής επιχείρησης που ασκεί αντασφαλιστικές εργασίες είτε μόνον κατά ζημιών είτε μόνον ζωής υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση αδείας από την Εποπτική Αρχή.
Ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες (αναλήψεις) μόνο στους κινδύνους ή τους κλάδους για τους οποίους διαθέτουν άδεια άσκησης πρωτασφαλίσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

5. Η άδεια λειτουργίας των παραγράφων 1, 2 και 4 του παρόντος και τυχόν επέκταση αυτής χορηγείται από την Εποπτική Αρχή σύμφωνα με την αίτηση και το πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που η επιχείρηση υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να περιορίζει το πεδίο ισχύος της άδειας, που έχει ζητηθεί για έναν κλάδο, στις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων της αιτούσας επιχείρησης.

6. Για την παροχή υπηρεσιών βοήθειας, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υποχρεωτικά άδεια για άσκηση του Κλάδου 18 σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση ιη' της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, εκτός εάν η βοήθεια παρέχεται συμπληρωματικά σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του παρόντος. Σε κάθε περίπτωση, η παροχή υπηρεσιών βοήθειας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, εφόσον διενεργείται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

7. Η Εποπτική Αρχή τηρεί μητρώο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα, αλλοδαπών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που παρέχουν ασφάλιση ή αντασφάλιση είτε με εγκατάσταση είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής, ως και επιχειρήσεων που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 7 του παρόντος. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τους ασκούμενους από κάθε επιχείρηση ασφαλιστικούς κινδύνους ή κλάδους ή τις αντασφαλιστικές δραστηριότητες. Το μητρώο ενημερώνεται εντός εύλογου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής.

8. Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα οφείλουν να συμμορφώνονται διαρκώς με τις προβλέψεις του παρόντος νόμου.

9. Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την αιτούσα επιχείρηση εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης χορήγησης ή επέκτασης άδειας λειτουργίας, για τη σχετική χορήγηση ή την αιτιολογημένη απόρριψη της άδειας. Κατά της απορριπτικής απόφασης ή της τυχόν μη απάντησης της Εποπτικής Αρχής εντός της ως άνω αποκλειστικής προθεσμίας των έξι (6) μηνών χωρεί αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

10. Η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί αμελλητί στην ΕΑΑΕΣ κάθε χορήγηση και ανάκληση άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

1. Στις επιχειρήσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 7 του παρόντος δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των Ενοτήτων 1, 2 και 3 του Κεφαλαίου Δ', καθώς και του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους, ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται αναλόγως.
Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του παρόντος, η χορηγούμενη άδεια στις ως άνω επιχειρήσεις από την Εποπτική Αρχή ισχύει μόνον εντός της Ελλάδας, η άσκηση δε ασφαλιστικών εργασιών σε άλλες χώρες εντός ή εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης διενεργείται συμφώνως προς τις εθνικές διατάξεις κάθε χώρας.

2. Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζει κάθε γενικότερο ή ειδικότερο θέμα για τη λειτουργία των επιχειρήσεων της παραγράφου 1 του παρόντος, ενδεικτικά ως τις ελάχιστες προϋποθέσεις διακυβέρνησης, τον τρόπο υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων, τον τρόπο αποτίμησης των περιουσιακών τους στοιχείων, το ύψος και το είδος του κεφαλαίου φερεγγυότητας και της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης.

1. Ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια για κυρίως κίνδυνο συγκεκριμένου κλάδου ή ομάδα κλάδων κατά ζημιών του άρθρου 4 του παρόντος, μπορεί να καλύπτει συμπληρωματικά κινδύνους που περιλαμβάνονται σε άλλον κλάδο ασφάλισης ζημιών του άρθρου αυτού (παρεπόμενους κινδύνους), χωρίς να απαιτείται άδεια και για τον κλάδο στον οποίο υπάγονται οι κίνδυνοι αυτοί, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Οι εν λόγω κίνδυνοι συνδέονται με τον κυρίως κίνδυνο,
β) αφορούν στο αντικείμενο που είναι ασφαλισμένο κατά του κυρίως κινδύνου και
γ) καλύπτονται με το ίδιο ασφαλιστήριο συμβόλαιο με το οποίο καλύπτεται ο κυρίως κίνδυνος.

2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 του παρόντος, οι κίνδυνοι που περιλαμβάνονται στους Κλάδους 14 «Πιστώσεις», 15 «Εγγυήσεις» και 17 «Νομική Προστασία» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος δεν θεωρούνται παρεπόμενοι άλλων κλάδων και απαιτείται πάντοτε χωριστή άδεια, με εξαίρεση τον Κλάδο 17 «Νομική Προστασία», ο οποίος μπορεί να καλυφθεί συμπληρωματικά προς τον κυρίως ασκούμενο Κλάδο 18 «Βοήθεια», εφόσον πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 του παρόντος και οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους όρους:
α) ο κυρίως κίνδυνος αφορά μόνον στη βοήθεια που παρέχεται στα πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσιών από την κατοικία ή τον τόπο συνήθους διαμονής ή
β) η ασφάλιση αφορά διαφορές ή κινδύνους που προκύπτουν από τη χρήση θαλασσίων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή.

1. Η Εποπτική Αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εφόσον:
α) η επιχείρηση έχει την καταστατική της έδρα και την κεντρική της διοίκηση στην Ελλάδα.
β) Η επιχείρηση έχει τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας ή, εφόσον πρόκειται για επιχείρηση ασφάλισης κατά ζημιών ή αντασφαλιστική επιχείρηση, και τη μορφή του αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού. Η επιχείρηση μπορεί να έχει επίσης τη μορφή ευρωπαϊκής εταιρείας όπως ορίζεται στον Κανονισμό Νο 2157/2001 (L.294/10.11.2011). Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνονται οι μορφές του παρόντος, και καθορίζονται όροι και προϋποθέσεις για την άσκηση ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εργασιών από επιχειρήσεις του δημοσίου, ώστε να διασφαλίζεται η ισοδυναμία των όρων και προϋποθέσεων αυτών με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο.
γ) Η ασφαλιστική επιχείρηση έχει αποκλειστικό σκοπό δραστηριότητες ασφάλισης, καθώς και εργασίες που προκύπτουν άμεσα από αυτές, αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης εμπορικής δραστηριότητας. Η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει αποκλειστικό σκοπό δραστηριότητες αντασφάλισης και σχετιζόμενες εργασίες, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης συμμετοχών σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο χρηματοοικονομικό τομέα κατά την έννοια της παραγράφου 8 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ (L. 35/11.2.2003) ή της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (Α' 84). Κατά παρέκκλιση του προηγουμένου εδαφίου, η αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να περιλαμβάνει στον σκοπό της επιπρόσθετες σχετικές της αντασφάλισης εργασίες, ενδεικτικά η παροχή στατιστικών ή αναλογιστικών συμβουλών, ανάλυση κινδύνων ή έρευνα για τους πελάτες της.
δ) Η επιχείρηση υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή το καταστατικό της και πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος.
ε) Η επιχείρηση παρέχει αποδείξεις στην Εποπτική Αρχή ότι:
εα) Διαθέτει επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως προβλέπεται στην περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος.
εβ) Είναι σε θέση να διαθέτει επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτουν πλήρως την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 76 ως 100 του παρόντος.
εγ) Είναι σε θέση να διαθέτει επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτουν την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όπως προβλέπεται στα άρθρα 101 ως 103 του παρόντος.
στ) Η επιχείρηση αποδεικνύει ότι είναι σε θέση να συμμορφώνεται προς το σύστημα διακυβέρνησης κατά τα οριζόμενα στην Ενότητα 2 του Κεφαλαίου Δ' του παρόντος Μέρους.
ζ) Στην περίπτωση που η επιχείρηση καλύπτει κινδύνους του Κλάδου 10 «Αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» (εξαιρουμένης της ασφάλισης ευθύνης του μεταφορέα), ενημερώνει την Εποπτική Αρχή για το όνομα και τη διεύθυνση όλων των αντιπροσώπων για τον διακανονισμό των ζημιών, που χρησιμοποιεί σε κάθε ένα από τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι οποίοι έχουν τις προϋποθέσεις και τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 255 του παρόντος.
η) Πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας.

2. Για την επέκταση αδείας ασφαλιστικής επιχείρησης σε νέους κλάδους ή σε κινδύνους ενός κλάδου, ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε νέες εργασίες, η επιχείρηση υποβάλλει προς την Εποπτική Αρχή πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 16 και αποδεικνύει ότι διαθέτει τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως προβλέπεται στα άρθρα 76 και 101 του παρόντος.

3. Ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες ασφάλισης ζωής δύναται να ζητήσει τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της στους κινδύνους που ταξινομούνται στους Κλάδους 1 «Ατυχήματα» ή 2 «Ασθένειες» του άρθρου 4 του παρόντος, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 48 του παρόντος, εφόσον αποδεικνύει, επιπλέον των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, στην Εποπτική Αρχή ότι:
α) διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, καθώς και το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης κατά ζημιών, όπως ορίζονται στην περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος,
β) αναλαμβάνει τη δέσμευση να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 49 του παρόντος και εντεύθεν.

4. Ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί μόνο δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών για τους κινδύνους που ταξινομούνται στους Κλάδους 1 «Ατυχήματα» ή 2 «Ασθένειες» του άρθρου 4 του παρόντος δύναται να ζητήσει τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της σε κινδύνους ασφάλισης ζωής, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 48 του παρόντος, εφόσον αποδεικνύει, επιπλέον των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, στην Εποπτική Αρχή ότι:
α) Διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, καθώς και το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης κατά ζημιών, όπως αναφέρονται στην περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος,
β) αναλαμβάνει τη δέσμευση να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 49 του παρόντος και εντεύθεν.

5. Οι ιδρυτές ή οι μέτοχοι της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης παρέχουν όλες τις πληροφορίες, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η Εποπτική Αρχή να αξιολογήσει ότι η επιχείρηση κατά το χρόνο που θα λάβει την άδεια λειτουργίας θα πληροί τις προϋποθέσεις για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

6. Η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και κάθε επέκταση αυτής παρέχονται με αποφάσεις της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

7. Η διαδικασία για την έγκριση της τροποποίησης του καταστατικού των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων διέπεται από τις ισχύουσες γενικές διατάξεις. Απαιτείται έγκριση της Εποπτικής Αρχής για την τροποποίηση που αφορά στο είδος των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, καθώς και σε κάθε περίπτωση μείωσης ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου αυτής, ή των αλληλασφαλιστικών μερίδων σε περίπτωση αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών, η οποία δεν καλύπτεται ολοσχερώς με μετρητά είτε οι πράξεις αυτές συνοδεύονται από τροποποίηση των καταστατικών διατάξεων είτε όχι.
Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις γνωστοποιούν στην εποπτική αρχή τις τροποποιήσεις που δεν υπόκεινται σε έγκρισή της μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη λήψη της σχετικής απόφασης.

8. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και καθορίζονται τα έγγραφα που η επιχείρηση πρέπει να υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή για την χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

1. Οι μετοχές των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εταιρειών ή οι αλληλασφαλιστικές μερίδες προκειμένου περί αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού είναι ονομαστικές. Η Εποπτική Αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μόνο εφόσον γνωρίζει την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων ή μελών, φυσικών ή νομικών προσώπων, που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών. Η Εποπτική Αρχή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εφόσον, εν όψει της ανάγκης να διασφαλιστεί η χρηστή και συνετή διαχείριση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών.

2. Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Εποπτική Αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

3. Η Εποπτική Αρχή απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να της παρέχουν οποιεσδήποτε πληροφορίες ζητά επιπροσθέτως αυτών της παραγράφου 14 του άρθρου 43 του παρόντος ώστε να μπορεί να βεβαιώνεται ότι πληρούνται σε συνεχή βάση οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος.

4. Η Εποπτική Αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων, καθώς και εάν η λειτουργία της επιχείρησης προσκρούει στις διατάξεις του παρόντος ή τα συμφέροντα των ασφαλισμένων ή προς τα χρηστά ήθη ή την δημόσια τάξη.

5. Η Εποπτική Αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 43 του παρόντος.

6. Για την χορήγηση της άδειας λειτουργίας, η Εποπτική Αρχή δεν εξετάζει την σχετική αίτηση υπό το πρίσμα των οικονομικών απαιτήσεων της αγοράς.

7. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται ο χρόνος υποβολής των στοιχείων της παραγράφου 3 του παρόντος.

1. Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 14 του παρόντος, προκειμένου η επιχείρηση να πάρει άδεια λειτουργίας ή άδεια επέκτασης των εργασιών της και σε άλλους κλάδους ασφάλισης, περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία που αφορούν ενδεικτικά στα εξής:
α) τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύψει η συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση,
β) το είδος των αντασφαλιστικών συμβάσεων που η αντασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να παρέχει στις εκχωρούσες επιχειρήσεις,
γ) τις κατευθυντήριες αρχές όσον αφορά την αντασφάλιση και την αντεκχώρηση,
δ) τα περιουσιακά στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων που συγκροτούν το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης,
ε) τις προβλέψεις για τα έξοδα εγκατάστασης των διοικητικών υπηρεσιών και του δικτύου παραγωγής, τα οικονομικά μέσα που προορίζονται για την αντιμετώπισή τους και, εάν οι κίνδυνοι που πρέπει να καλυφθούν κατατάσσονται στον Κλάδο 18 «Βοήθεια», τα μέσα που διαθέτει η ασφαλιστική επιχείρηση για την παροχή βοηθείας.

2. Για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις, το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της επιχείρησης περιλαμβάνει πέραν των προβλεπομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος τα εξής:
α) προβλεπόμενο ισολογισμό,
β) τις προβλέψεις για την μελλοντική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 1 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους, επί τη βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού της περίπτωσης α' ανωτέρω, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να παραχθούν αυτές οι προβλέψεις,
γ) τις προβλέψεις για την μελλοντική Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όπως προβλέπεται στα άρθρα 101 και 102 του παρόντος, επί τη βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού της περίπτωσης α' ανωτέρω, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να παραχθούν αυτές οι προβλέψεις,
δ) Τις προβλέψεις σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις, την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας,
ε) σε περίπτωση άσκησης ασφάλισης κατά ζημιών και αντασφάλισης, επιπλέον τα εξής:
εα) Τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες,
εβ) τις προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφορές που θα πραγματοποιηθούν και τις προβλέψεις για αποζημιώσεις.
στ) Σε περίπτωση άσκησης ασφάλισης ζωής, επιπλέον προϋπολογιστική κατάσταση στην οποία να εμφανίζονται λεπτομερώς οι προβλέψεις εσόδων και εξόδων, αναφορικά με τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης, τις αποδοχές αντασφάλισης, καθώς και τις εκχωρήσεις αντασφάλισης.

3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να καθορίζονται πρόσθετα στοιχεία που μπορούν να αποτελούν περιεχόμενο του υποβλητέου προγράμματος δραστηριότητας επιχειρήσεων προς αδειοδότηση ή επέκταση δραστηριοτήτων, όπως ενδεικτικά αποτελέσματα χρήσης, πρόβλεψη ταμειακών ροών, αποτελέσματα ανά κλάδο ασφάλισης ή κατηγορία δραστηριοτήτων και αναλυτική τεκμηρίωση παραδοχών.

1. Η Εποπτική Αρχή ζητά, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση:
α) τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του εμπλεκόμενου κράτους - μέλους, όταν η αιτούσα:
αα) είναι θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος - μέλος, ή
αβ) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος - μέλος, ή
αγ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια στο άλλο κράτος - μέλος.
β) τη γνώμη της αρμόδιας αρχής για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και εταιριών επενδύσεων του άλλου εμπλεκόμενου κράτους - μέλους, όταν η αιτούσα: βα) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος - μέλος, ή
ββ) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος - μέλος, ή
βγ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία επενδύσεων που έχει λάβει άδεια στο άλλο κράτος - μέλος.
γ) τη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όταν η αιτούσα είναι θυγατρική ή ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα επιχείρησης που έχει αδειοδοτηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

2. Η Εποπτική Αρχή ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές της προηγούμενης παραγράφου, τόσο για τη χορήγηση της άδειας όσο και σε κάθε επόμενο στάδιο διαρκούς ελέγχου της εφαρμογής των όρων λειτουργίας, κάθε πληροφορία σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών, καθώς και με τις προϋποθέσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας όλων των μελών της διοίκησης της επιχείρησης ή ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες και που εμπλέκονται με τη διοίκηση ή διαχείριση άλλης επιχείρησης του ιδίου ομίλου. Η διαβούλευση της παραγράφου 1 του παρόντος είναι υποχρεωτική για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μετόχων και των μελών της διοίκησης ή ασκούν σε αυτήν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες, τόσο κατά τη διαδικασία αδειοδότησης όσο και σε κάθε μεταγενέστερη περίπτωση.

1. Η κατάρτιση των τιμολογίων που χρησιμοποιούν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα, είτε με καθεστώς εγκατάστασης είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, είναι ελεύθερη και γίνεται σύμφωνα με τις τεχνοοικονομικές ανάγκες της κάθε επιχείρησης.

2. Οι γενικοί και ειδικοί όροι των ασφαλιστηρίων και αντασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των τεχνικών προβλέψεων, και τυχόν άλλων εγγράφων που η επιχείρηση χρησιμοποιεί κατά την παροχή ασφαλίσεων ή την άσκηση ή λήψη αντασφαλίσεων δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση, ούτε κοινοποιούνται συστηματικά σε καμία διοικητική αρχή.
Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

3. Κατά παρέκκλιση των αναφερομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος:
α) Στοιχεία επί των τιμολογίων και των αυξήσεων επ' αυτών μπορούν να κοινοποιούνται αποκλειστικά στην Εποπτική Αρχή, κατόπιν απόφασής της, που εκδίδεται επί τη βάσει του παρόντος άρθρου, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καθορίζει ρητά ότι η κοινοποίηση γίνεται μόνο στο πλαίσιο γενικού ελέγχου τιμών. Στην απόφαση προσδιορίζονται οι λοιπές αρμόδιες διοικητικές αρχές, που μπορούν να λαμβάνουν την σχετική πληροφορία στο πλαίσιο τυχόν αρμοδιότητάς τους επί του γενικού ελέγχου τιμών και εξειδικεύονται η μορφή, ο χρόνος παροχής και εν γένει κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά στην παροχή της ως άνω πληροφορίας και την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Διάταξη που επιβάλλει ή κατ' αποτέλεσμα καθιερώνει την προηγούμενη κοινοποίηση ή την έγκριση προτεινόμενων αυξήσεων τιμολογίων από οποιαδήποτε διοικητική αρχή καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου,
β) η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, μετά την σε αυτές χορήγηση άδειας λειτουργίας, με μόνο σκοπό τον έλεγχο της τήρησης διατάξεων σχετικά με τις αναλογιστικές αρχές, τη συστηματική κοινοποίηση των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των σχετικών τεχνικών προβλέψεων και
γ) η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά κάθε στοιχείο που κρίνει απαραίτητο για τον έλεγχο του προσωπικού και του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται άμεσα και έμμεσα από ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την άσκηση του Κλάδου 18 «Βοήθεια». Στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται τα επαγγελματικά προσόντα των ιατρικών ομάδων και η πιστοποίηση του εξοπλισμού που διατίθεται από την επιχείρηση για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της που απορρέουν από την άσκηση του εν λόγω κλάδου.

5. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι όροι, προϋποθέσεις και τεχνικές προδιαγραφές, οι οποίοι δύναται να είναι κατά παρέκκλιση των διατάξεων του ν. 3651/2008 (Α' 44) για την άσκηση του Κλάδου 18 «Βοήθεια» από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και τα έγγραφα που είναι αναγκαίο να κοινοποιούνται σε αυτή για την ομαλή άσκηση του εποπτικού ελέγχου της.

1. Η Εποπτική Αρχή εποπτεύει την ορθή λειτουργία της αγοράς ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και διασφαλίζει τη διαρκή συμμόρφωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και της κείμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας κατά τη λειτουργία τους έως και την εκκαθάρισή τους, αλλά και κατά την παροχή υπηρεσιών από αυτές και από τους συνεργαζόμενους με αυτές ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και κατά την εφαρμογή της περί υποχρεωτικής ασφάλισης και της περί ασφάλισης οχημάτων νομοθεσίας. Η εποπτεία ασκείται επί τη βάσει διερευνητικής και βασισμένης στον κίνδυνο προσέγγισης και περιλαμβάνει κατάλληλο συνδυασμό εποπτικής δράσης εντός και εκτός των χώρων της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης και είναι ανάλογη προς τη φύση, την πολυπλοκότητα και την κλίμακα των κινδύνων, που κάθε επιχείρηση αναλαμβάνει σύμφωνα με τις δραστηριότητές της.

2. Σκοπός της εποπτείας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου είναι η προστασία των ληπτών της ασφάλισης, των ασφαλισμένων και των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση. Η Εποπτική Αρχή λαμβάνει επιπροσθέτως, για την άσκηση της εποπτείας, υπόψη:
α) την ενδεχόμενη επίπτωση κάθε εποπτικής πράξης στην σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αντίστοιχων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών συστημάτων, ιδιαίτερα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και με βάση τις πληροφορίες που διαθέτει εκείνη την χρονική στιγμή και
β) το ενδεχόμενο της κάθε εποπτικής πράξης να εντείνει περαιτέρω τον οικονομικό κύκλο, ιδιαίτερα σε περιόδους ασυνήθιστων κινήσεων στις χρηματοοικονομικές αγορές.

3. Η Εποπτική Αρχή μεριμνά να διαθέτει σε συνεχή βάση επαρκές εξειδικευμένο προσωπικό για την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος.

4. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η εισφορά των εποπτευομένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, για την εξασφάλιση των πόρων που απαιτούνται για την επιτέλεση του σκοπού της σύμφωνα με το παρόν άρθρο, σε ποσοστό μέχρι 1,5 τοις χιλίοις επί των ακαθάριστων ετήσιων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων.

5. Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή εισηγείται προς τον Υπουργό Οικονομικών την υιοθέτηση νομοθετικών ρυθμίσεων του πλαισίου της ιδιωτικής ασφάλισης, συνοδεύει την εισήγηση αυτή υποχρεωτικά από σχετική γνωμοδότησή της.

6. Η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 256 του παρόντος νόμου, τόσο στην ίδια την επιχείρηση και στους νόμιμους εκπροσώπους της, όσο και στα μέλη διοίκησης και ελέγχου αυτής της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του παρόντος νόμου. Επίσης, δύναται να επιβάλλει τα προβλεπόμενα από την εν γένει κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία πρόστιμα, πειθαρχικές ποινές και λοιπές διοικητικές κυρώσεις.

7. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα δεδομένα με τα οποία διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος, ιδιαίτερα όσον αφορά στις μικρές ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τα κριτήρια αξιολόγησης και εποπτικής δράσης των περιπτώσεων της παραγράφου 2 του παρόντος.

1. Η Εποπτική Αρχή ασκεί χρηματοοικονομική εποπτεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου:
α) επί των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στην Ελλάδα, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων που αυτές ασκούν μέσω υποκαταστημάτων ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην αλλοδαπή,
β) επί των εγκατεστημένων στην Ελλάδα υποκαταστημάτων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες.

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4 του παρόντος, τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος υπάγονται στη χρηματοοικονομική εποπτεία των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής.

3. Η χρηματοοικονομική εποπτεία της παραγράφου 1 του παρόντος περιλαμβάνει την εξακρίβωση, για το σύνολο των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ή των υποκαταστημάτων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, της κατάστασης της φερεγγυότητάς της, της σύστασης τεχνικών προβλέψεων, των στοιχείων του ενεργητικού της και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με τους κανόνες του παρόντος νόμου και του ευρωπαϊκού δικαίου. Ειδικά για επιχειρήσεις που ασκούν τον Κλάδο 18 «Βοήθεια» κατά ζημιών, η εποπτεία εκτείνεται και στον έλεγχο των τεχνικών μέσων που διαθέτουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αυτές για την καλή εκτέλεση των εργασιών βοήθειας που έχουν αναλάβει.

4. Εάν ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος ή η ασφαλιστική υποχρέωση βρίσκεται στην Ελλάδα ή η Ελλάδα είναι κράτος υποδοχής μίας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και η Εποπτική Αρχή έχει λόγους να θεωρεί ότι οι δραστηριότητες μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης θα μπορούσαν να αποβούν επιβλαβείς για την οικονομική ευρωστία της επιχείρησης, ενημερώνει τις εποπτικές αρχές του κράτους - μέλους καταγωγής της εν λόγω επιχείρησης.
Σε περίπτωση υποκαταστήματος ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος, εκπρόσωποι των αρμοδίων αρχών του κράτους καταγωγής της επιχείρησης ή άτομα εξουσιοδοτημένα από τις αρχές για το σκοπό αυτό, δύνανται, αφού ενημερώσουν την Εποπτική Αρχή, να προβαίνουν σε επιτόπιους ελέγχους εντός της Ελλάδος με σκοπό την επαλήθευση των αναγκαίων πληροφοριών ώστε να διασφαλίσουν τη χρηματοοικονομική εποπτεία της επιχείρησης. Η Εποπτική Αρχή και η ΕΑΑΕΣ δύναται να συμμετέχουν στους ανωτέρω επιτόπιους ελέγχους.

5. Η Εποπτική Αρχή, ως εποπτική αρχή καταγωγής, εξακριβώνει, με κάθε πρόσφορο μέσο και με επιτόπιο έλεγχο, εφόσον απαιτείται, εάν η επιχείρηση τηρεί τις αρχές της συνετούς διαχείρισης, όπως ορίζονται στον παρόντα νόμο, ή εφόσον λάβει αντίστοιχα ειδοποίηση από αρμόδια εποπτική αρχή κράτους υποδοχής κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του παρόντος, αναλόγως εφαρμοζόμενης.
Η Εποπτική Αρχή δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 για κάθε περίπτωση κατά την οποία, ενώ έχει ενημερώσει τις εποπτικές αρχές ενός κράτους υποδοχής ότι προτίθεται να διενεργήσει επιτόπιους ελέγχους σύμφωνα με το ανωτέρω εδάφιο, της απαγορεύεται να ασκήσει το δικαίωμά της για διενέργεια αυτών των επιτόπιων ελέγχων ή για κάθε περίπτωση κατά την οποία η εποπτική αρχή του κράτους μέλος υποδοχής αδυνατεί να ασκήσει στην πράξη το δικαίωμά της για συμμετοχή στους ανωτέρω επιτόπιους ελέγχους.

6. Η ΕΑΑΕΣ μπορεί να συμμετέχει σε επιτόπιους ελέγχους στις περιπτώσεις που αυτές διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες εποπτικές αρχές.

1. Η Εποπτική Αρχή ασκεί την εποπτεία σύμφωνα με τις αρχές της εμπιστευτικότητας, της διαφάνειας και της ευθύνης, όπως αυτές προβλέπονται στις οικείες διατάξεις.

2. Στο διαδικτυακό τόπο της Εποπτικής Αρχής δημοσιεύονται οι ακόλουθες πληροφορίες:
α) όλες οι διατάξεις της κείμενης περί ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων νομοθεσίας, συμπεριλαμβανόμενου του παρόντος νόμου, των οικείων αποφάσεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του και των ευρωπαϊκών νομοθετημάτων, ως και κάθε εγκύκλιος, οδηγία ή γενική σύσταση στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων αυτών,
β) τα γενικά κριτήρια και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος, περιλαμβανομένων των εποπτικών εργαλείων της παραγράφου 4 του άρθρου 23 του παρόντος,
γ) συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για βασικές παραμέτρους εφαρμογής του πλαισίου της προληπτικής εποπτείας,
δ) ο τρόπος χρήσης των εθνικών διακριτικών ευχερειών της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ,
ε) οι στόχοι, οι βασικές λειτουργίες και οι δραστηριότητες εποπτείας.

3. Η Εποπτική Αρχή συντάσσει και υποβάλλει στη Βουλή ετήσια έκθεση σχετικά με τις εποπτικές της δραστηριότητες και υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.

Η Εποπτική Αρχή δεν δύναται να απορρίπτει σύμβαση αντασφάλισης ή αντεκχώρησης, ανάμεσα σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, για λόγους που συνδέονται άμεσα με την οικονομική ευρωστία της επιχείρησης που δέχεται την αντεκχώρηση ή αναλαμβάνει την αντασφάλιση, εφόσον η επιχείρηση αυτή είναι αδειοδοτημένη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 11 του παρόντος ή του άρθρου 14 της Οδηγίας 2009/ 138/ΕΚ.

1. Σχετικά με τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και αντασφάλισης, η Εποπτική Αρχή ασκεί την εποπτεία σε προληπτική, διορθωτική και κατασταλτική βάση. Δύναται να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα, ώστε αφ' ενός οι δραστηριότητες των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να είναι σύμφωνες με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη - μέλη και αφετέρου να αποφευχθεί ή εξαλειφθεί κάθε ανωμαλία που θα έθιγε τα συμφέροντα των ασφαλισμένων. Σχετικά με τη δραστηριότητα της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, η Εποπτική Αρχή εποπτεύει την τήρηση της νομοθεσίας για την ασφαλιστική και αντασφαλιστική διαμεσολάβηση, ιδίως όσον αφορά την τήρηση και το περιεχόμενο του οικείου μητρώου κατά κατηγορία διαμεσολαβούντος. Μπορεί να καθορίζει συγκεκριμένες υποχρεώσεις εσωτερικής οργάνωσης των επιχειρήσεων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, καθώς και την υποβολή και το περιεχόμενο οικονομικών καταστάσεων ή άλλων οικονομικών και λοιπών αναγκαίων στοιχείων για την άσκηση της εποπτείας.

2. Στο πλαίσιο της εποπτείας που ασκεί, η Εποπτική Αρχή μπορεί να διενεργεί, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, γενικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη, ελέγχους στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και στα εποπτευόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

3. Η Εποπτική Αρχή, κατά την άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων της, διά των εντεταλμένων οργάνων της:
α) Έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο, βιβλίο ή άλλο στοιχείο υπό οποιαδήποτε μορφή, για το σύνολο των δραστηριοτήτων της επιχείρησης εντός και εκτός της Ελλάδας και που τηρούνται είτε στις εποπτευόμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή και σε άλλες επιχειρήσεις ή οργανισμούς, ενδεικτικά που εκτελούν χρέη θεματοφύλακα της περιουσίας, και μπορεί να λαμβάνει αντίγραφο του, ακόμη και εάν αυτό περιέχει απλά ή ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα κατά την έννοια του ν. 2472/1997 (Α' 50).
β) Μπορεί να ζητά πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο ή δημόσια αρχή.
γ) Μπορεί να απαιτεί τη διακοπή της πώλησης συγκεκριμένου ασφαλιστικού προϊόντος ή τη διακοπή κάθε δραστηριότητας ή πρακτικής που είναι αντίθετη με το νόμο αυτόν, την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή ασφαλιστική νομοθεσία ή τις αποφάσεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του.
δ) Μπορεί να απαγορεύει προσωρινά, για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, σε πρόσωπα την εξακολούθηση της άσκησης ή την ανάληψη καθηκόντων του άρθρου 31 του παρόντος σε μία ή περισσότερες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.
ε) Μπορεί να λαμβάνει πληροφορίες από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, ενδεικτικά αναλογιστές και ελεγκτές των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και να αναθέτει εξακριβώσεις, μελέτες ή έρευνες σε ορκωτούς λογιστές, αναλογιστές και άλλους εμπειρογνώμονες.
στ) Μπορεί να λαμβάνει κάθε πληροφορία σχετικά με συμβάσεις που βρίσκονται στην κατοχή διαμεσολαβητών ή έχουν συναφθεί με τρίτους.
ζ) Πέραν των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, έλεγχοι μπορεί να διενεργούνται και:
ζα) Σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου αλλά, είτε του έχουν ανατεθεί εξωτερικά λειτουργίες ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 37 του παρόντος, είτε είναι τρίτος με τον οποίον η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει πραγματοποιήσει συναλλαγή, ο έλεγχος του οποίου είναι αναγκαίος για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.
ζβ) Σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μόνο όμως στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων της κείμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας και εφόσον ο έλεγχος δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

4. Κατά τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί, εφόσον το θεωρεί αναγκαίο, να αναπτύσσει, επιπροσθέτως του υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, πρόσθετα ποσοτικά εποπτικά εργαλεία (ενδεικτικά διαγνωστικές ασκήσεις και ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων), με τα οποία θα εξετάζεται η δυνατότητα των επιχειρήσεων να ανταπεξέρχονται σε πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές αλλαγές της οικονομικής συγκυρίας τα οποία θα μπορούσαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη συνολική χρηματοοικονομική τους θέση. Η εφαρμογή των ως άνω εποπτικών εργαλείων και ασκήσεων από τις επιχειρήσεις είναι υποχρεωτική.

5. Κατά τη διενέργεια ελέγχων από την Εποπτική Αρχή ή τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών, δυνάμει του παρόντος νόμου και της εν γένει ισχύουσας νομοθεσίας περί άσκησης της εποπτείας, τα υποκείμενα στους ελέγχους αυτούς πρόσωπα δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων ή τη νομοθεσία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων ή άλλο απόρρητο έναντι των αρμόδιων αρχών ή των εξουσιοδοτημένων από αυτές για τη διενέργεια του ελέγχου προσώπων.

6. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι εν γένει ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος του ασφαλιστικού, αντασφαλιστικού και συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την εγγραφή του ασφαλιστικού, αντασφαλιστικού και συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή στο οικείο Επιμελητήριο, κατ' άρθρο 4 Π.Δ. 190/2006, το ελάχιστο όριο κάλυψης και το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσό απαλλαγής των ασφαλιστηρίων συμβολαίων επαγγελματικής αστικής ευθύνης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών, και ο καθορισμός των εν γένει προθεσμιών που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4 και 5 του Π.Δ. 190/2006, όπως ενδεικτικά η προθεσμία για την ανανέωση εγγραφής στο οικείο Επαγγελματικό Επιμελητήριο.

7. Με απόφαση της Εποπτική Αρχή, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια ως προς τη συνεργασία ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων που διαμεσολαβούν στην ιδιωτική ασφάλιση με νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου που δραστηριοποιούνται στις χρηματοπιστωτικές εργασίες κυρίως ως προς τη διάθεση ασφαλιστικών προϊόντων, χωρίς να παραβιάζονται οι κείμενες διατάξεις περί ανταγωνισμού.

8. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να καθορίζονται τα ελάχιστα κριτήρια καταλληλότητας και αξιοπιστίας που εντάσσονται στις σχετικές πολιτικές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ώστε να διασφαλίζεται ότι οι συνδεδεμένοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι προστηθέντες τους ενεργούν εντίμως, νομίμως και με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια κατά τη διεξαγωγή των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, διαθέτουν και χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους πόρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται προς το συμφέρον των ασφαλισμένων και λαμβάνουν μέτρα ώστε να εντοπίζουν και να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις συγκρούσεις συμφερόντων.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη για την άσκηση της εποπτείας, χωρίς οι επιχειρήσεις να δικαιούνται να αντιτάξουν οποιοδήποτε απόρρητο έναντι της Εποπτικής Αρχής. Η εν λόγω πληροφόρηση περιλαμβάνει:
α) ποιοτικά ή ποσοτικά στοιχεία, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους,
β) στοιχεία που αφορούν στο ιστορικό, στην εκάστοτε τρέχουσα κατάσταση ή μελλοντική κατάσταση ή σε κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους,
γ) δεδομένα από εσωτερικές ή εξωτερικές της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης πηγές, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους.

2. Οι πληροφορίες της παραγράφου 1 του παρόντος πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες αρχές:
α) να αντικατοπτρίζουν τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης επιχείρησης, και ιδίως τους κινδύνους που ενυπάρχουν σε αυτές,
β) να είναι προσβάσιμες, πλήρεις από κάθε ουσιώδη άποψη, συγκρίσιμες και με χρονική συνέπεια, και
γ) να είναι συναφείς με το θέμα, αξιόπιστες και κατανοητές.

3. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν κατάλληλα συστήματα και δομές, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος, καθώς και τεκμηριωμένη έγγραφη πολιτική, που έχει λάβει την έγκριση του Διοικητικού τους Συμβούλιου, ώστε να εξασφαλίζεται σε συνεχή βάση η καταλληλότητα των πληροφοριών που υποβάλλονται.

4. Η Εποπτική Αρχή, έχοντας υπόψη της τους σκοπούς της εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 19 του παρόντος, ζητά και λαμβάνει τις πληροφορίες των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος, που κατ' ελάχιστον της επιτρέπουν να εφαρμόσει επιτυχώς τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος, και ειδικότερα:
α) να αξιολογεί, για κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση που εποπτεύει, το σύστημα διακυβέρνησης που εφαρμόζει, τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές δραστηριότητες που ασκεί, τους κανόνες αποτίμησης που ακολουθεί για τον υπολογισμό των εποπτικών της κεφαλαίων, τους κινδύνους που αντιμετωπίζει και τα συστήματα διαχείρισης των κινδύνων αυτών, την κεφαλαιακή της δομή, τις κεφαλαιακές της ανάγκες και τον τρόπο άσκησης της διοίκησής τους,
β) να λαμβάνει τις κατάλληλες αποφάσεις και να προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

5. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να απαιτείται ο έλεγχος του συνόλου ή μέρους των πληροφοριών του παρόντος άρθρου από εξωτερικούς ελεγκτές και να καθορίζονται η φύση, η έκταση και η μορφή των πληροφοριών, ο χρόνος υποβολής τους, είτε σε προκαθορισμένες περιόδους, είτε κατά τον χρόνο προκαθορισμένων γεγονότων, είτε κατά την διάρκεια ερευνών σχετικά με την κατάσταση μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

6. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 102 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή με απόφασή της, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερομένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης μπορεί να περιορίζει, αναφορικά με την συγκεκριμένη επιχείρηση, τη συχνότητα υποβολής των πληροφοριών του παρόντος άρθρου. Σε κάθε περίπτωση, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να υποβάλλονται τουλάχιστον μία φορά ετησίως.
Για την λήψη της απόφασης του προηγουμένου εδαφίου, η Εποπτική Αρχή εξετάζει αν η συχνότητα υποβολής των πληροφοριών αυτών από την επιχείρηση θα ήταν υπερβολικά επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ανήκει σε όμιλο υπό την έννοια της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, η επιχείρηση αποδεικνύει στην Εποπτική Αρχή ότι η συχνότερη από μια φορά το έτος εποπτική αναφορά αντενδείκνυται δεδομένης της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου.
Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που απολαμβάνουν ετησίως τα ωφελήματα της παρούσας παραγράφου δεν υπερβαίνουν το 20% της αγοράς ασφαλίσεων ζωής και ζημιών, όπου το μερίδιο του κλάδου ζημιών προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων και το μερίδιο του κλάδου ζωής προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων τεχνικών προβλέψεων.
Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις διαθέτουν προτεραιότητα κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τη λήψη των ωφελημάτων αυτών.

7. Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερομένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης μπορεί, αναφορικά με την συγκεκριμένη επιχείρηση, να περιορίζει τη συχνότητα ή και να την εξαιρεί από την υποβολή αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών.
Για την λήψη της απόφασης του προηγουμένου εδαφίου, η Εποπτική Αρχή εξετάζει αν πληρούνται σωρευτικά τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών από την επιχείρηση θα ήταν υπερβολικά επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης, και
β) η υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών από την επιχείρηση δεν είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση της εποπτεία επί της επιχείρησης, και
γ) η εξαίρεση δεν υπονομεύει τη σταθερότητα των αντίστοιχων χρηματοπιστωτικών συστημάτων στην Ένωση, και
δ) η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είναι σε θέση να παρέχει πληροφορίες άμεσα, όποτε της ζητείται από την Εποπτική Αρχή.
Σε περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ανήκει σε όμιλο υπό την έννοια της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, η επιχείρηση αποδεικνύει στην Εποπτική Αρχή ότι η εξαίρεση από την υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών αντενδείκνυται δεδομένης της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου και ότι δεν υπονομεύει τον εποπτικό στόχο του άρθρου 19 του παρόντος, περί σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών συστημάτων.
Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εξαιρούνται από την υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών δεν υπερβαίνουν το 20% της αγοράς ασφαλίσεων ζωής και ζημιών, όπου το μερίδιο του κλάδου ζημιών προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων και το μερίδιο του κλάδου ζωής προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων τεχνικών προβλέψεων.
Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις διαθέτουν προτεραιότητα κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τις εξαιρέσεις αυτές.

8. Για τους σκοπούς των παραγράφων 6 και 7 του παρόντος, όταν η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, εξετάζει αν η υποβολή πληροφοριών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων της επιχείρησης, λαμβάνει υπόψη τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) τον όγκο των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης,
β) τη διακύμανση των απαιτήσεων αποζημιώσεων και παροχών που καλύπτει η επιχείρηση,
γ) τους κινδύνους αγοράς που συνεπάγονται οι επενδύσεις της επιχείρησης,
δ) το επίπεδο συγκεντρώσεων κινδύνου,
ε) τον συνολικό αριθμό των κλάδων ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών για τις οποίες έχει δοθεί άδεια λειτουργίας,
στ) τις πιθανές επιπτώσεις από τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα,
ζ) τα συστήματα και τις δομές της επιχείρησης για την παροχή πληροφοριών για σκοπούς εποπτείας, καθώς και την τεκμηριωμένη έγγραφη πολιτική της παραγράφου 3 του παρόντος,
η) την καταλληλότητα του συστήματος διακυβέρνησης της επιχείρησης,
θ) το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση,
ι) το γεγονός αν η επιχείρηση είναι εξαρτημένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία καλύπτει μόνο κινδύνους οι οποίοι συνδέονται με τον βιομηχανικό ή εμπορικό όμιλο στον οποίο ανήκει.

1. Η Εποπτική Αρχή εξετάζει και αξιολογεί, σε τακτική βάση, τις στρατηγικές, τις διεργασίες και τις διαδικασίες πληροφόρησης που εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για την συμμόρφωσή τους στην κείμενη νομοθεσία, καθώς και στις υποδείξεις και σχετικές συστάσεις της Εποπτικής Αρχής. Η αξιολόγηση που διενεργείται περιλαμβάνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του συστήματος διακυβέρνησης της επιχείρησης, τη διαπίστωση των πιθανών κινδύνων στους οποίους αυτή εκτίθεται ή μπορεί να εκτεθεί και η ικανότητα της επιχείρησης να διαγνώσει την έκθεσή της ή την πιθανή έκθεσή της στους εν λόγω κινδύνους λαμβανομένου υπόψη και του περιβάλλοντος στο οποίο η επιχείρηση αυτή λειτουργεί.

2. Η Εποπτική Αρχή εξετάζει, σε κάθε περίπτωση, και αξιολογεί:
α) για το σύστημα διακυβέρνησης, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 2, του Κεφαλαίου Δ' του παρόντος Μέρους,
β) για τις τεχνικές προβλέψεις, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 2 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους,
γ) για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις των Ενοτήτων 4 και 5 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους,
δ) για τους επενδυτικούς κανόνες, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 6 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους,
ε) για την ποιότητα και την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους,
στ) για το τυχόν εφαρμοζόμενο από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πλήρες ή μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, τη συνεχή συμμόρφωσή της προς τις διατάξεις του Τμήματος 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους.

3. Η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης του παρόντος άρθρου:
α) αναπτύσσει και διατηρεί κατάλληλα εργαλεία, ενδεικτικά ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που επιβάλλονται σε συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στατιστικούς δείκτες, διαγνωστικές ασκήσεις, δείκτες επιμέτρησης επικινδυνότητας, τα οποία της παρέχουν τη δυνατότητα να επισημαίνει την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και να παρακολουθεί τον τρόπο επανόρθωσης αυτής της κατάστασης,
β) αξιολογεί την επάρκεια των μεθόδων και πρακτικών τις οποίες εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να επισημαίνουν τα πιθανά γεγονότα ή τις μελλοντικές μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη συνολική χρηματοοικονομική τους κατάσταση,
γ) αξιολογεί την ικανότητα των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να ανταπεξέρχονται στην περίπτωση τέτοιων πιθανών γεγονότων ή μελλοντικών μεταβολών στις οικονομικές συνθήκες,
δ) απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποκαθιστούν τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις που επισημάνθηκαν κατά τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης.

4. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα απαραίτητα εργαλεία της παραγράφου 3 του παρόντος, οι διοικητικές ενέργειες στις οποίες μπορεί να προβαίνει η Εποπτική Αρχή για την εφαρμογή της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, η ελάχιστη συχνότητα και το αντικείμενο των εν λόγω εξετάσεων και αξιολογήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

1. Η Εποπτική Αρχή μπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, μετά την ολοκλήρωση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 του παρόντος διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, να επιβάλλει με αιτιολογημένη απόφασή της σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση.

2. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν διαπιστώνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας με την τυποποιημένη μέθοδο του Τμήματος 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους «Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας - τυποποιημένη μέθοδος», και:
αα) η απαίτηση για χρήση εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 93 του παρόντος κρίνεται ακατάλληλη ή έχει αποδειχτεί αναποτελεσματική, ή
αβ) η επιχείρηση βρίσκεται σε διαδικασία ανάπτυξης πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 93 του παρόντος,
β) όταν διαπιστώνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, που διενεργείται με βάση το από την επιχείρηση χρησιμοποιούμενο εσωτερικό υπόδειγμα, πλήρες ή μερικό, διότι ορισμένοι ποσοτικοποιήσιμοι κίνδυνοι δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη από το εν λόγω υπόδειγμα ενώ η προσαρμογή του, ώστε να αντικατοπτρίζει καλύτερα το δεδομένο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, δεν έχει πραγματοποιηθεί σε χρόνο που είχε προγενέστερα τεθεί από την Εποπτική Αρχή,
γ) όταν διαπιστώνει ότι το σύστημα διακυβέρνησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις διατάξεις της Ενότητας 2 του Κεφαλαίου Δ' του παρόντος Μέρους «Σύστημα Διακυβέρνησης», ότι οι εν λόγω αποκλίσεις εμποδίζουν την επιχείρηση να αναγνωρίσει, να αποτιμήσει, να παρακολουθήσει, να διαχειρισθεί ή να αναφέρει ορθά τους κινδύνους, στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί, και ότι η επιβολή στην επιχείρηση άλλων εποπτικών μέτρων δεν εκτιμάται ως πιθανό ότι θα αποκαταστήσει επαρκώς τις ελλείψεις μέσα σε κατάλληλο χρονικό διάστημα,
δ) όταν διαπιστώνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος ή τα μεταβατικά μέτρα των άρθρων 274 και 275 του παρόντος, στις περιπτώσεις που η επιχείρηση κάνει χρήση κάποιας από τις προσαρμογές και τα μεταβατικά αυτά μέτρα.

3. Στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 2 του παρόντος η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση υπολογίζεται από την Εποπτική Αρχή κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης προς τις περιπτώσεις β', γ' και δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος, στην περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του παρόντος η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από τις ελλείψεις που οδηγούν την Εποπτική Αρχή στην επιβολή της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης, ενώ στην περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του παρόντος, η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από τις αποκλίσεις που αναφέρονται στην εν λόγω περίπτωση δ'. Στις περιπτώσεις β' και γ' της παραγράφου 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μεριμνά ώστε η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης.

4. Η Εποπτική Αρχή επανεξετάζει τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο την απόφασή της για επιβολή κεφαλαιακής προσαύξησης και αίρει το σχετικό μέτρο, όταν η επιχείρηση έχει αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή του.

5. Η προσαυξημένη, λόγω πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης, Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, αντικαθιστά την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που κρίθηκε ανεπαρκής.
Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο προηγούμενο εδάφιο, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου της παραγράφου 5 του άρθρου 52 του παρόντος δεν περιλαμβάνει την πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση που έχει επιβληθεί σύμφωνα με την περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του παρόντος.

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 37 του παρόντος, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να αναθέτουν λειτουργία ή δραστηριότητα ασφάλισης ή αντασφάλισης σε τρίτο πάροχο, εφόσον διασφαλίζουν ότι:
α) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο (πάροχος υπηρεσιών) στο οποίον γίνεται η ανάθεση συνεργάζεται με την Εποπτική Αρχή όσον αφορά στην εκτέλεση των λειτουργιών και των δραστηριοτήτων που του έχουν ανατεθεί, λαμβάνοντας υπόψη και τις υποχρεώσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 47 του παρόντος,
β) οι ίδιες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι ελεγκτές τους και η Εποπτική Αρχή έχουν ουσιαστική και άμεση πρόσβαση στα δεδομένα που αφορούν στις λειτουργίες και στις δραστηριότητες που έχουν ανατεθεί εξωτερικά,
γ) η Εποπτική Αρχή διαθέτει ουσιαστική και άμεση πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών και είναι σε θέση να ασκεί αυτό το δικαίωμα πρόσβασης.

2. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαγορεύσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τη διενέργεια ή τη διατήρηση της εξωτερικής ανάθεσης, εφόσον κρίνει ότι δεν πληρούνται οι όροι της προηγούμενης παραγράφου.

3. Αρμοδίως εξουσιοδοτημένα στελέχη ή εκπρόσωποι αρχών εποπτείας ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δύνανται, αφού ενημερώσουν την Εποπτική Αρχή, καθώς και την αρμόδια κατά περίπτωση ελληνική εποπτική αρχή, να προβαίνουν σε επιτόπιους ελέγχους εντός της Ελλάδος σε παρόχους υπηρεσιών που εμπίπτουν στην εποπτική αρμοδιότητα της αρχής αυτής. Η Εποπτική Αρχή αναλαμβάνει την ευθύνη του συντονισμού των εμπλεκόμενων αρμόδιων ελληνικών εποπτικών αρχών σε συνεργασία με τις αρχές εποπτείας των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Η Εποπτική Αρχή και η ΕΑΑΕΣ δύναται να συμμετέχει στους ανωτέρω ελέγχους.
Η Εποπτική Αρχή μπορεί να διενεργεί η ίδια ελέγχους σε παρόχους υπηρεσιών, που εμπίπτουν στην εποπτική της αρμοδιότητα, κατόπιν σχετικής ανάθεσης από την εποπτική αρχή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Εποπτική Αρχή μπορεί να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους, κατόπιν ενημέρωσης της αρμόδιας ευρωπαϊκής εποπτικής αρχής, ή να αναθέτει στην αρμόδια ευρωπαϊκή εποπτική αρχή την διενέργεια επιτόπιων ελέγχων, σε παρόχους υπηρεσιών εκτός Ελλάδας, στους οποίους έχει γίνει εξωτερική ανάθεση από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα. Εάν ο πάροχος των υπηρεσιών είναι μη εποπτευόμενη επιχείρηση εντός της Ελλάδας, αρμόδια εποπτική αρχή για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου είναι η Εποπτική Αρχή, η οποία μπορεί να διενεργεί απευθείας προς αυτόν επιτόπιο ή άλλο έλεγχο.

4. Η Εποπτική Αρχή δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού ΕΕ 1094/2010 για κάθε περίπτωση κατά την οποία, ενώ είτε έχει ενημερώσει την αρμόδια ευρωπαϊκή εποπτική αρχή του παρόχου υπηρεσιών ότι προτίθεται να διενεργήσει είτε ήδη διενεργεί επιτόπιους ελέγχους σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος, αδυνατεί να ασκήσει στην πράξη το δικαίωμά της για την διενέργεια των ανωτέρω επιτόπιων ελέγχων.

5. Η ΕΑΑΕΣ μπορεί να συμμετέχει σε επιτόπιους ελέγχους στις περιπτώσεις που αυτοί διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες εποπτικές αρχές.

1. Η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα διενεργείται κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, δύναται δε να αφορά μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων συμβολαίων της είτε αυτά έχουν συναφθεί με καθεστώς εγκατάστασης είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλη ή άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος.

2. Η μεταβίβαση εγκρίνεται κατά την προηγούμενη παράγραφο εφόσον η επιχείρηση προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση έχει κατάλληλη άδεια λειτουργίας των κλάδων στους οποίους κατατάσσονται οι κίνδυνοι ή οι υποχρεώσεις του μεταβιβαζόμενου χαρτοφυλακίου και κατέχει τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της παραγράφου 1 του άρθρου 76 του παρόντος, αφού ληφθεί υπόψη η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου.
Εφόσον η μεταβίβαση διενεργείται προς ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος, η απαίτηση του προηγουμένου εδαφίου πιστοποιείται αποκλειστικά από την εποπτική αρχή του κράτους καταγωγής της επιχείρησης προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας δεν είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα, απαιτείται να ασκεί δραστηριότητα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα.
Η Εποπτική Αρχή εγκρίνει τη μεταβίβαση εφόσον έχει λάβει τη συγκατάθεση της εποπτικής αρχής του κράτους - μέλους στον οποίο βρίσκονται οι κίνδυνοι ή οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις, που έχουν αναληφθεί από την εκχωρούσα ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Σε περίπτωση μη απάντησης εποπτικής αρχής κράτους - μέλους εντός τριών μηνών από τη λήψη του αιτήματος διαβούλευσης από την Εποπτική Αρχή, θεωρείται ότι υπάρχει σιωπηρή συγκατάθεση της εν λόγω εποπτικής αρχής.

3. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής της παραγράφου 2 του παρόντος, σε περιπτώσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων η μεταβίβαση της παραγράφου 1 του παρόντος εγκρίνεται εφόσον κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής, και αφού ληφθούν υπόψη και αξιολογηθούν τυχόν ενστάσεις ή εναντιώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος, δεν θίγονται τα συμφέροντα των ασφαλισμένων ή άλλων προσώπων που έχουν δικαιώματα ή υπέχουν υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εκχωρούμενες συμβάσεις.
Η μεταβίβαση μπορεί να εγκρίνεται με όρο που θέτει η Εποπτική Αρχή ότι οι αντισυμβαλλόμενοι στις μεταβιβαζόμενες ασφαλιστικές συμβάσεις μπορούν να καταγγείλουν τις συμβάσεις τους εντός προθεσμίας μετά τη μεταφορά οριζόμενης από την Εποπτική Αρχή.

4. Υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος, εγκατεστημένο στην Ελλάδα, που προτίθεται να μεταβιβάσει σε άλλη επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος, το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου του υποχρεούται να ζητήσει προηγουμένως τη συγκατάθεση της Εποπτικής Αρχής. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας δεν είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα, απαιτείται να ασκεί δραστηριότητα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα.
Υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος που προτίθεται να μεταβιβάσει σε ελληνική επιχείρηση, το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου του υποχρεούται να ζητήσει προηγουμένως την έγκριση της Εποπτικής Αρχής. Η Εποπτική Αρχή δίδει την ανωτέρω έγκριση μόνον εφόσον πιστοποιεί την απαίτηση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος.

5. Σε περίπτωση μεταβίβασης χαρτοφυλακίου που έχει συναφθεί με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών για την κάλυψη κινδύνων ή υποχρεώσεων στην Ελλάδα η εποπτική αρχή του κράτους καταγωγής της εκχωρούσας ασφαλιστικής επιχείρησης, επιτρέπει τη μεταβίβαση μόνον αφού λάβει τη συγκατάθεση της Εποπτικής Αρχής.
Στην περίπτωση που ο εκδοχέας είναι ευρωπαϊκή επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ελλάδα, τα συμβόλαια αυτά θεωρούνται ότι έχουν συνομολογηθεί υπό καθεστώς εγκατάστασης. Για τα συμβόλαια αυτά ισχύει ότι είχε συμφωνηθεί εκτός αν ο αντισυμβαλλόμενος θελήσει να ακολουθήσει το ελληνικό δίκαιο και γλώσσα. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας δεν είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα, απαιτείται να ασκεί δραστηριότητα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα.
Στην περίπτωση που ο εκδοχέας είναι ελληνική επιχείρηση υποχρεούται να ζητήσει προηγουμένως την έγκριση της Εποπτικής Αρχής. Η Εποπτική Αρχή δίδει την ανωτέρω έγκριση μόνον εφόσον πιστοποιεί την απαίτηση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος.

6. Οι εποπτικές αρχές όλων των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των οποίων ζητείται η γνώμη για τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων, ανακοινώνουν τη γνώμη ή τη συγκατάθεσή τους στις αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους καταγωγής της εκχωρούσας επιχείρησης, εντός τριών (3) μηνών από την παραλαβή της σχετικής αίτησης. Σε περίπτωση που δεν έχει δοθεί απάντηση μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, θεωρείται ότι υπάρχει ευνοϊκή γνώμη ή σιωπηρή συγκατάθεση.

7. Η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα πραγματοποιείται, όσον αφορά στα ασφαλιστήρια συμβόλαια εν ισχύι είτε με τη διαδικασία της περίπτωσης α' είτε της περίπτωσης β' της παρούσας παραγράφου, και αναφορικά με εκκρεμείς υποχρεώσεις και λοιπές ασφαλιστικές υποχρεώσεις με τη διαδικασία της περίπτωσης β' της παρούσας παραγράφου.
α) αα) Ο εκχωρητής ενημερώνει εγγράφως κάθε αντισυμβαλλόμενο ξεχωριστά για την πρόθεση μεταφοράς του συμβολαίου του, κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, από τον ίδιο στον εκδοχέα, καθώς και μια σειρά στοιχείων του εκδοχέα, όπως την επωνυμία του, το σκοπό, τη νομική μορφή και τον τρόπο λειτουργίας του στην Ελλάδα (εγκατάσταση, ελεύθερη παροχή υπηρεσιών), το κράτος - μέλος καταγωγής του, στοιχεία για την οικονομική ευρωστία του εκδοχέα και την δέσμευσή του να εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από την εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση, για το δικαίωμα εναντίωσης της μεταφοράς που διαθέτει ο αντισυμβαλλόμενος, την ακολουθούμενη διαδικασία και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορεί να ασκηθεί κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
αβ) Η Εποπτική Αρχή θέτει προθεσμία εναντίωσης που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρείς (3) μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Εποπτικής Αρχής.
αγ) Η απόφαση της Εποπτικής Αρχής που εγκρίνει τη μεταβίβαση περιλαμβάνει τη μεταφορά ασφαλιστηρίων συμβολαίων στον εκδοχέα, οι αντισυμβαλλόμενοι των οποίων δεν εναντιώθηκαν στη μεταφορά της ασφαλιστικής τους σύμβασης εντός της ταχθείσας προθεσμίας.
αδ) Η απόφαση της Εποπτικής Αρχής της ανωτέρω υποπερίπτωσης αγ' μπορεί να περιλαμβάνει τη μεταφορά ασφαλιστηρίων συμβολαίων στον εκδοχέα, οι αντισυμβαλλόμενοι των οποίων εναντιώθηκαν στη μεταφορά της ασφαλιστικής τους σύμβασης εντός της ταχθείσας προθεσμίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπερβαίνουν το 15% του συνολικού πλήθους των υπό μεταφορά ασφαλιστηρίων συμβολαίων.
αε) Εντός εξήντα (60) ημερών από την έγκριση της Εποπτικής Αρχής, ο εκδοχέας ενημερώνει εγγράφως τους αντισυμβαλλόμενους για τη μεταφορά της ασφαλιστικής τους σύμβασης και εκδίδει για κάθε μία ασφαλιστική σύμβαση πιστοποιητικό ανάληψης της υποχρέωσης, το οποίο περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, την επωνυμία, το σκοπό, τη νομική μορφή και τον τρόπο λειτουργίας του εκδοχέα στην Ελλάδα, το κράτος - μέλος καταγωγής του εκδοχέα, τη διεύθυνση της έδρας και αναλυτικά στοιχεία επικοινωνίας του εκδοχέα.
β) Με ανακοίνωση που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Εποπτικής Αρχής, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και σε μια ημερήσια εφημερίδα και μια ημερήσια ή εβδομαδιαία οικονομική εφημερίδα της έδρας της επιχείρησης, τάσσεται, κατόπιν εγκρίσεως της Εποπτικής Αρχής, από την επιχείρηση για τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων προθεσμία μέχρι τριών (3) μηνών προς υποβολή ενστάσεων υπό των ενδιαφερομένων.

8. Η απόφαση της Εποπτικής Αρχής που εγκρίνει τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις αρμόδιες εποπτικές αρχές των λοιπών κρατών - μελών όπου βρίσκονται οι κίνδυνοι ή οι υποχρεώσεις που ενδεχόμενα κάλυπτε η εκχωρούσα ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση. Οι ενημερώσεις και ανακοινώσεις αδειών μεταβίβασης σε επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος οι οποίες καλύπτουν κινδύνους ή υποχρεώσεις που βρίσκονται στην Ελλάδα, δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Μετά την έγκριση της μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο δεν δύναται να αντιταχθούν κατά της μεταβίβασης αυτής οι ασφαλισμένοι, οι συμβαλλόμενοι στην ασφαλιστική σύμβαση, οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οι πιστωτές της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

9. Σε κάθε ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων αναφέρεται ρητά ποιος φέρει το βάρος της κάλυψης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων. Η μεταβίβαση ολοκληρώνεται με τη σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής του μεταβιβαζομένου χαρτοφυλακίου στο οποίο αναφέρεται το τίμημα της μεταβίβασης και αναλυτικά το είδος και το ύψος των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων κατά την ημερομηνία συντάξεως του πρωτοκόλλου.

10. Διασπάσεις ή συγχωνεύσεις ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν έδρα στην Ελλάδα επιτρέπονται μόνο μετά από εγκριτική απόφαση της Εποπτικής Αρχής και εφόσον η αίτηση της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης συνοδεύεται και από ολοκληρωμένη μελέτη σκοπιμότητας και βιωσιμότητας (πρόγραμμα δραστηριότητας) της νέας επιχείρησης.

11. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να καθορίζονται διαφορετικές ή επιπρόσθετες απαιτήσεις ή διαδικασίες ενημέρωσης, συναίνεσης, εναντίωσης ή ένστασης, να καθορίζονται οι διαδικασίες μεταφοράς χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα και να ρυθμίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο του πρωτοκόλλου παράδοσης παραλαβής.

12. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται οι γενικότεροι και ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων προς υποκαταστήματα τρίτων χωρών που λειτουργούν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1. Η τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου και των κατ' εξουσιοδότηση εκδοθεισών αποφάσεων, καθώς και ευρωπαϊκών αντιστοίχων αποτελεί ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

2. Ως μέλη διοίκησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης νοούνται κατ' ελάχιστον τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο ασκεί εκτελεστικά καθήκοντα στην επιχείρηση και το οποίο είναι υπεύθυνο και λογοδοτεί στο διοικητικό συμβούλιο για την καθημερινή διοίκηση της επιχείρησης, περιλαμβανομένων των προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη δραστηριότητα της επιχείρησης.

3. Το διοικητικό συμβούλιο κάθε ελληνικής ασφαλιστικής επιχείρησης αποτελείται κατά πλειοψηφία από Έλληνες πολίτες ή πολίτες άλλων κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης που διασφαλίζει τη χρηστή και συνετή διοίκησή τους. Το σύστημα διακυβέρνησης περιλαμβάνει κατ' ελάχιστον επαρκή και διαφανή οργανωτική δομή (οργανόγραμμα) με σαφή κατανομή και κατάλληλο διαχωρισμό καθηκόντων, καθώς και αποτελεσματικό μηχανισμό με τον οποίο διασφαλίζεται η μετάδοση των πληροφοριών εντός της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση το σύστημα διακυβέρνησης εγγυάται την τήρηση των οριζομένων στα άρθρα 31 έως 37 του παρόντος.
Το σύστημα διακυβέρνησης υπόκειται σε περιοδικό εσωτερικό έλεγχο και ανασκόπηση.

2. Το σύστημα διακυβέρνησης είναι ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα του τρόπου λειτουργίας και διοίκησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

3. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν έγγραφες πολιτικές, που εγκρίνονται με αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων και οι οποίες κατ' ελάχιστον αφορούν στη διαχείριση των κινδύνων, στο σύστημα εσωτερικού ελέγχου, στη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου και, όπου υπάρχει, στην εξωτερική ανάθεση.
Για τις μικρές ή λιγότερο πολύπλοκες επιχειρήσεις, οι πολιτικές αυτές μπορεί να προβλέπουν τη σώρευση των εργασιών που περιλαμβάνονται σε περισσότερες από μία βασικές λειτουργίες σε ένα μόνο πρόσωπο ή μία μόνη οργανωτική μονάδα.
Οι πολιτικές επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται ή αναθεωρούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση, προσαρμόζονται δε σε κάθε εσωτερική ή εξωτερική επιχειρησιακή ή επιχειρηματική μεταβολή. Οι επιχειρήσεις διασφαλίζουν ότι οι πολιτικές εφαρμόζονται.

4. Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν τη συνέχεια και την κανονικότητα των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης σχεδίων έκτακτης ανάγκης. Για το σκοπό αυτόν, οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν και χρησιμοποιούν κατά τρόπο κατάλληλο και αναλογικό, συστήματα, μέσα και διαδικασίες.

5. Η Εποπτική Αρχή επαληθεύει το εφαρμοζόμενο από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύστημα διακυβέρνησης και αξιολογεί τους αναδυόμενους κινδύνους που έχουν εντοπιστεί από τις ίδιες τις επιχειρήσεις και που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη χρηματοοικονομική τους ευρωστία.
Η Εποπτική Αρχή μπορεί να κατονομάζει μια λειτουργία ως σημαντική ή κρίσιμη, να απαιτεί την ανάληψη από την επιχείρηση συγκεκριμένων ενεργειών για τη βελτίωση, αναμόρφωση, τροποποίηση ή ενίσχυση του συγκεκριμένου μέρους ή του συνόλου του συστήματος διακυβέρνησης εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, να κατονομάζει ή να απαιτεί την αλλαγή ή αντικατάσταση ενός ή περισσοτέρων ατόμων εκ των μελών διοίκησης και των υπευθύνων για μία ή περισσότερες εργασίες που περιλαμβάνονται στις σημαντικές και κρίσιμες λειτουργίες ή εργασίες, να απαιτεί την άμεση απαλλαγή της επιχείρησης από έναν ή περισσότερους κινδύνους ή κατηγορίες κινδύνων, να απαγορεύει την ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου για ορισμένο χρόνο, να απαιτεί την άμεση ή σε συχνότερη βάση διεξαγωγή της αξιολόγησης του άρθρου 33 του παρόντος και να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης προς τις υποχρεώσεις διακυβέρνησής της, όπως αυτές ορίζονται ειδικότερα στα άρθρα 31 έως 37 του παρόντος.

6. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τίθενται κριτήρια ανεξαρτησίας και αποδεκτών σωρεύσεων αρμοδιοτήτων ή εργασιών σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή οργανωτικές μονάδες και καθορίζονται οι μικρές ή λιγότερο πολύπλοκες επιχειρήσεις.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε όλα τα μέλη της διοίκησης, καθώς και όλα τα πρόσωπα τα οποία ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες, να πληρούν διαρκώς τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) ότι διαθέτουν επαρκή επαγγελματικά προσόντα, γνώσεις και εμπειρία, ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση και διοίκησή τους (καταλληλότητα),
β) ότι διαθέτουν καλή φήμη και ακεραιότητα (αξιοπιστία),

2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κοινοποιούν στην Εποπτική Αρχή την ταυτότητα των μελών διοίκησης και των προσώπων που είναι υπεύθυνοι για εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες της επιχείρησης. Η κοινοποίηση συνοδεύεται με όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να εξακριβωθεί η καταλληλότητα και αξιοπιστία των εν λόγω προσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κοινοποιούν αμελλητί στην Εποπτική Αρχή κάθε μεταβολή στα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου μαζί με όλα τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο στοιχεία. Περαιτέρω ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή εάν κάποιο από τα εν λόγω πρόσωπα έπαψε να πληροί τις προϋποθέσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας της παραγράφου 1 του παρόντος.

3. Οι λειτουργούσες στην Ελλάδα ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου προβαίνουν σε κοινοποίηση προς την Εποπτική Αρχή των προσώπων της παραγράφου 2 του παρόντος το αργότερο μέχρι τις 15.2.2016.

4. Ως απόδειξη καλής φήμη των προσώπων της παραγράφου 1 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή δέχεται κατ' ελάχιστον επικυρωμένα αντίγραφα ποινικού μητρώου, του πιστοποιητικού μη πτώχευσης, καθώς και του πιστοποιητικού πτωχευτικής αποκατάστασης με τα οποία να αποδεικνύεται ότι τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν καταδικασθεί για κλοπή, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, αισχροκέρδεια, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, χρεωκοπία, λαθρεμπορία, καταδολίευση δανειστών, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς επίσης δεν έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης.

5. Σε περίπτωση πολιτών κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Εποπτική Αρχή δέχεται ως απόδειξη καλής φήμης δικαστικά πιστοποιητικά ή διοικητικά έγγραφα, που εκδίδονται από δικαστικές ή διοικητικές αρχές κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και έχουν περιεχόμενο αντίστοιχο του ποινικού μητρώου, του πιστοποιητικού μη πτώχευσης ή πτωχευτικής αποκατάστασης.
Όταν στο κράτος - μέλος του οποίου το πρόσωπο είναι υπήκοος δεν εκδίδονται τα προβλεπόμενα ως άνω έγγραφα, αρκεί ένορκη βεβαίωση ή, εφόσον ούτε ένορκη βεβαίωση προβλέπεται από το εν λόγω κράτος - μέλος, υπεύθυνη δήλωση του προς αξιολόγηση προσώπου ενώπιον αρμοδίας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή, κατά περίπτωση, ενώπιον συμβολαιογράφου του κράτους - μέλους του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος. Η εν λόγω αρχή ή ο συμβολαιογράφος εκδίδει πιστοποιητικό που βεβαιώνει τη γνησιότητα αυτής της ενόρκου βεβαιώσεως ή της υπευθύνου δηλώσεως.
Ένορκη βεβαίωση ή υπεύθυνη δήλωση περί μη πτωχεύσεως ή περί πτωχευτικής αποκατάστασης μπορεί να γίνει και ενώπιον τυχόν αρμόδιου επαγγελματικού ή εμπορικού οργανισμού του κράτους - μέλους του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος.

6. Τα εν γένει έγγραφα και πιστοποιητικά του παρόντος άρθρου θα πρέπει να είναι πρόσφατα και να έχουν εκδοθεί το πολύ εντός του προηγουμένου της υποβολής τριμήνου.

7. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται επιπρόσθετα αποδεικτικά ή κριτήρια καταλληλότητας και αξιοπιστίας που θα ζητούνται ή θα εξετάζονται στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, οι δικαστικές, διοικητικές ή λοιπές αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση των εγγράφων αξιοπιστίας και ο τρόπος υποβολής τους στην Εποπτική Αρχή.

8. Η Εποπτική Αρχή εντός έξι (6) μηνών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, κοινοποιεί στις εποπτικές αρχές των λοιπών κρατών - μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την αρμοδιότητά της, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου, να λαμβάνει τα έγγραφα καταλληλότητας και αξιοπιστίας του παρόντος άρθρου, καθώς και κατάλογο των ελληνικών δικαστικών, διοικητικών ή λοιπών αρχών που είναι αρμόδιες για την έκδοση κάθε ενός από τα έγγραφα αξιοπιστίας του παρόντος άρθρου. Επίσης, κοινοποιεί κάθε μεταγενέστερη μεταβολή τους.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων, το οποίο περιλαμβάνει στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες αναφοράς που απαιτούνται για τη, σε συνεχή βάση, αναγνώριση, μέτρηση, παρακολούθηση, διαχείριση και αναφορά των κινδύνων, μεμονωμένα και συγκεντρωτικά, στους οποίους είναι ή θα μπορούσαν να είναι εκτεθειμένες, ως και τις αλληλεξαρτήσεις των εν λόγω κινδύνων.
Το σύστημα διαχείρισης των κινδύνων είναι αποτελεσματικό και κατάλληλα εντεταγμένο στην οργανωτική δομή και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα μέλη της διοίκησης της επιχείρησης ή των ατόμων που ασκούν σε αυτήν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες.

2. Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τόσο τους κινδύνους της περίπτωσης ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος που λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας όσο και εκείνους που λαμβάνονται μερικώς ή δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της εν λόγω απαίτησης.
Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τουλάχιστον τις ακόλουθες περιοχές:
α) την ανάληψη των ασφαλιστικών κινδύνων και το σχηματισμό των τεχνικών προβλέψεων,
β) τη διαχείριση του ενεργητικού και του παθητικού,
γ) τις επενδύσεις, ιδίως σε παράγωγα και παρόμοιες συναλλαγές,
δ) τη διαχείριση των κινδύνων ρευστότητας και συγκέντρωσης,
ε) την διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου,
στ) την αντασφάλιση και τις λοιπές τεχνικές μετριασμού του κινδύνου.

3. Η έγγραφη πολιτική διαχείρισης κινδύνων που θεσπίζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 30 του παρόντος, περιλαμβάνει επιμέρους πολιτικές για όλα τα ζητήματα των περιπτώσεων α' έως και στ' της προηγουμένης παραγράφου. Ειδικά, όσον αφορά στον κίνδυνο επενδύσεων, οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύουν ότι συμμορφώνονται συνεχώς προς τις διατάξεις της Ενότητας 6 «Επενδύσεις» του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους.

4. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού - υποχρεώσεων, αξιολογούν, σε τακτική βάση την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται η παρέκταση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου του άρθρου 53 του παρόντος.

5. Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, καταρτίζει και διατηρεί επικαιροποιημένο σχέδιο ρευστότητας το οποίο περιέχει τις προβολές των ταμειακών εισροών και εκροών που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στην προσαρμογή αυτή και, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού-υποχρεώσεων, αξιολογεί, σε τακτική βάση τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής αντιστοίχισης, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του βασικού πιστωτικού περιθωρίου της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του παρόντος, καθώς και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά της μια αναγκαστική και ταχεία πώληση περιουσιακών στοιχείων,
β) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της σε αλλαγές στη σύνθεση του υπό αντιστοίχιση χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού, και
γ) την επίπτωση μιας μείωσης της προσαρμογής αντιστοίχισης στο μηδέν.

6. Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, καταρτίζει και διατηρεί επικαιροποιημένο σχέδιο ρευστότητας το οποίο περιέχει τις προβολές των ταμειακών εισροών και εκροών που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στην προσαρμογή αυτή και, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού-υποχρεώσεων, αξιολογεί, σε τακτική βάση, τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά της μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων, και
β) την επίπτωση μιας μείωσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν.

7. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διασφαλίζουν την ορθή εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων μεριμνώντας για την επαρκή και κατάλληλη οργανωτική και λειτουργική διάρθρωση της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων.

8. Για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα εγκεκριμένο σύμφωνα με τα άρθρα 87 και 88 του παρόντος, η λειτουργία της διαχείρισης κινδύνων καλύπτει επιπλέον των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος εργασίες, όπως:
α) να σχεδιάζει και να εφαρμόζει το εσωτερικό υπόδειγμα,
β) να ελέγχει και να επικυρώνει το εσωτερικό υπόδειγμα,
γ) να τεκμηριώνει το εσωτερικό υπόδειγμα και τις τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις του,
δ) να αναλύει την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος και να συντάσσει συνοπτικές εκθέσεις επίδοσης,
ε) να ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο για την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος, με υπόδειξη των περιοχών που χρήζουν βελτιώσεως και ενημέρωσή του σχετικά με την πορεία των προσπαθειών βελτίωσης αδυναμιών, που είχαν προηγουμένως επισημανθεί.

9. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή, τουλάχιστον ετησίως, τις αξιολογήσεις των παραγράφων 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου, ως μέρος των πληροφοριών που υποβάλλουν δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος. Στις περιπτώσεις που σε μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η μείωση στο μηδέν της προσαρμογής αντιστοίχισης ή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη συμμόρφωση της με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η εν λόγω επιχείρηση υποβάλλει επιπλέον ανάλυση των μέτρων που θα μπορούσε να εφαρμόσει σε μια τέτοια περίπτωση ώστε να αποκαταστήσει το επίπεδο των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή ώστε να μειώσει το προφίλ κινδύνου της για να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

10. Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, εντάσσει στη έγγραφη πολιτική διαχείρισης κινδύνου της παραγράφου 3 του άρθρου 30 του παρόντος πολιτική σχετικά με τα κριτήρια εφαρμογής της εν λόγω προσαρμογής.

11. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποφεύγουν την υπερβολική εξάρτηση από εξωτερικούς οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατά τις περιπτώσεις που χρησιμοποιούν εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.
Με σκοπό την αποφυγή οποιασδήποτε αυτόματης εξάρτησης από εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εντάσσουν και εφαρμόζουν στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου τους αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρησιμοποιούμενων εξωτερικών αξιολογήσεων χρησιμοποιώντας πρόσθετες αξιολογήσεις, όπου αυτό είναι πρακτικά δυνατόν.

12. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο των σχεδίων ρευστότητας των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος, καθώς και το ελάχιστο περιεχόμενο των πληροφοριών και αξιολογήσεων που υποβάλλονται στην Εποπτική Αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος.

1. Στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης του κινδύνου, κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση διεξάγει ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας.
Η αξιολόγηση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) τις συνολικές ανάγκες φερεγγυότητας, λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερο προφίλ κινδύνου, τα εγκεκριμένα όρια ανοχής του κινδύνου και την επιχειρηματική στρατηγική της επιχείρησης,
β) τη συμμόρφωση, σε συνεχή βάση, με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις διατάξεις για τις τεχνικές προβλέψεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στις Ενότητες 4 και 5 «Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας» και «Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση» του Κεφαλαίου ΣΤ' και της Ενότητας 2 «Κανόνες σχετικά με τις τεχνικές προβλέψεις» του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους,
γ) το εύρος της απόκλισης του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στις περιπτώσεις β', γ' και δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος, η οποία προσδιορίζεται είτε με την τυποποιημένη μέθοδο του Τμήματος 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' είτε με το μερικό ή το πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα της εν λόγω επιχείρησης σύμφωνα με το Τμήμα 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους.

2. Για την ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του παρόντος, η επιχείρηση διαθέτει και εφαρμόζει διαδικασίες οι οποίες είναι ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενυπάρχουν στην επιχειρηματική της δραστηριότητα, και οι οποίες της επιτρέπουν να εντοπίζει και να αξιολογεί καταλλήλως τους κινδύνους που αντιμετωπίζει βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί. Η επιχείρηση παρουσιάζει τις μεθόδους που χρησιμοποιεί ώστε να προβαίνει στην ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας.

3. Η αξιολόγηση συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που προβλέπεται στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 του παρόντος, διεξάγεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προσαρμογή αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος και τα μεταβατικά μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος. Στη περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει κάποια από τις προσαρμογές ή μεταβατικά μέτρα της παρούσας παραγράφου, η αξιολόγηση της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του παρόντος διενεργείται επιπροσθέτως της απαίτησης του πρώτου εδαφίου της παρούσας, και λαμβάνοντας υπόψη την επίπτωση των εφαρμοζόμενων προσαρμογών και μεταβατικών μέτρων.

4. Στην περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του παρόντος, όταν χρησιμοποιείται εσωτερικό υπόδειγμα, η αξιολόγηση πραγματοποιείται μαζί με την αναβαθμονόμηση του εσωτερικού υποδείγματος η οποία μετατρέπει τα εσωτερικά αποτιμώμενα μεγέθη κινδύνου στο μέτρο κινδύνου και στη βαθμονόμηση της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.

5. Η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής της επιχείρησης και λαμβάνεται υπόψη σε συνεχή βάση στις στρατηγικές της αποφάσεις.

6. Η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας της παραγράφου 1 του παρόντος διενεργείται από τις επιχειρήσεις τακτικά, καθώς και αμελλητί, μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στο προφίλ του κινδύνου τους.

7. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν την Εποπτική Αρχή για τα αποτελέσματα της ίδιας αξιολόγησης του κινδύνου και φερεγγυότητας, στο πλαίσιο των πληροφοριών που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος.

8. Η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας δεν χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί κεφαλαιακή απαίτηση. Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας προσαυξάνεται μόνο σύμφωνα με τα άρθρα 26, 189 ως 191 και 195 του παρόντος.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικό σύστημα εσωτερικού ελέγχου. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει κατ' ελάχιστον διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου, κατάλληλες ρυθμίσεις πληροφόρησης σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης και λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης.

2. Η λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης περιλαμβάνει την παροχή συμβουλών προς το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης για τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, των αποφάσεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του και του ισχύοντος ευρωπαϊκού δικαίου. Περιλαμβάνει επίσης εκτίμηση της πιθανής επίπτωσης, που τυχόν μεταβολές του υφιστάμενου νομικού ή θεσμικού πλαισίου, θα είχαν επί των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, καθώς και την αναγνώριση και εκτίμηση του κινδύνου κανονιστικής συμμόρφωσης.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματική λειτουργία εσωτερικού ελέγχου.
Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου περιλαμβάνει αξιολόγηση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, καθώς και των λοιπών στοιχείων του συστήματος διακυβέρνησης.

2. Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου είναι αντικειμενική και ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες και την άσκηση της διοίκησης της επιχείρησης.

3. Τυχόν διαπιστώσεις και συστάσεις της λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου αναφέρονται στο διοικητικό συμβούλιο, το οποίο καθορίζει ποιές ενέργειες θα αναλαμβάνονται σε σχέση με κάθε ένα από τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου και διασφαλίζει την εκτέλεση των ενεργειών αυτών.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματική αναλογιστική λειτουργία, ώστε να:
α) συντονίζει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων,
β) διασφαλίζει την καταλληλότητα των μεθόδων και των υποκείμενων υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται, καθώς και των παραδοχών που γίνονται κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων,
γ) αξιολογεί την επάρκεια και ποιότητα των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων,
δ) συγκρίνει τις βέλτιστες εκτιμήσεις σε σχέση με τις εμπειρικές παρατηρήσεις,
ε) ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης σχετικά με την αξιοπιστία και επάρκεια του υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων,
στ) επιβλέπει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 63 του παρόντος,
ζ) εκφράζει γνώμη για τη γενική πολιτική ανάληψης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών κινδύνων,
η) εκφράζει γνώμη σχετικά με την καταλληλότητας των συμφωνιών αντασφάλισης ή επανεκχώρησης της επιχείρησης,
θ) συμβάλλει στην αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του άρθρου 32 του παρόντος, ιδίως σε σχέση με την μαθηματική προτυποποίηση του κινδύνου στην οποία στηρίζεται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων των Ενοτήτων 4 και 5 «Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας» και «Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση» του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους και της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 33 του παρόντος.

2. Οι εργασίες που περιλαμβάνονται στην αναλογιστική λειτουργία εκτελούνται από πρόσωπα που διαθέτουν γνώση αναλογιστικών και οικονομικών μαθηματικών ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και τα οποία αποδεικνύουν την εμπειρία τους σχετικά με τα ισχύοντα επαγγελματικά και λοιπά πρότυπα.

3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα πρότυπα της παραγράφου 2 του παρόντος.

1. H εξωτερική ανάθεση (εξωπορισμός) οποιασδήποτε λειτουργίας ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής εργασίας σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εκτός επιχείρησης, δεν απαλλάσσει την επιχείρηση αυτή από τις αστικές, ποινικές και διοικητικές ευθύνες και υποχρεώσεις της, που πηγάζουν από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των κατ' εξουσιοδότηση εκδοθεισών αποφάσεων, την ευρωπαϊκή αντίστοιχη αλλά και από την εν γένει κείμενη νομοθεσία.

2. Απαγορεύεται η εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή εργασιών, όταν προκαλείται ή μπορεί να προκληθεί οποιοδήποτε από τα εξής:
α) ουσιώδης μείωση ή υποβάθμιση της ποιότητας του συστήματος διακυβέρνησης της σχετικής επιχείρησης,
β) αδικαιολόγητη αύξηση του λειτουργικού κινδύνου,
γ) μείωση της ικανότητας της Εποπτικής Αρχής ή άλλης εποπτικής αρχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να παρακολουθεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της αναθέτουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,
δ) υπονόμευση της αδιάλειπτης και πλήρους εξυπηρέτησης των εν γένει ασφαλισμένων της.

3. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν, εγκαίρως, την Εποπτική Αρχή πριν από την εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή εργασιών, καθώς και για τυχόν μεταγενέστερες σημαντικές αλλαγές σε σχέση με τις λειτουργίες ή τις εργασίες αυτές.
Η Εποπτική Αρχή απαγορεύει την εξωτερική ανάθεση εφόσον, κατά την άποψή της, συντρέχει οποιοσδήποτε εκ των λόγων της παραγράφου 2 του παρόντος.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιοποιούν, σε ετήσια βάση, έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική τους κατάσταση επί τη βάσει των στοιχείων της παραγράφου 3 του παρόντος και των αρχών της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του παρόντος. Η έκθεση περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) περιγραφή της δραστηριότητας και των επιδόσεων της επιχείρησης,
β) περιγραφή του συστήματος διακυβέρνησης και εκτίμηση για την καταλληλότητα αυτού σε σχέση με το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης,
γ) περιγραφή, χωριστά για κάθε κατηγορία κινδύνου, του βαθμού έκθεσης, συγκέντρωσης, μείωσης και ευαισθησίας στους κινδύνους,
δ) περιγραφή, χωριστά για τα στοιχεία του ενεργητικού, τις τεχνικές προβλέψεις, και τις λοιπές υποχρεώσεις, των τεχνικών βάσεων και των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την αποτίμησή τους, με επεξήγηση τυχόν σημαντικών αποκλίσεων από τις αντίστοιχες τεχνικές βάσεις και μεθόδους που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά την σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων,
ε) περιγραφή της διαχείρισης των κεφαλαίων, και κατ' ελάχιστον περιγραφή:
εα) της διάρθρωσης και του ύψους των ιδίων κεφαλαίων, καθώς και της ποιότητάς τους,
εβ) των ποσών της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης,
εγ) της χρήσης της κατ' άρθρο 254 του παρόντος επιλογής για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας,
εδ) των πληροφοριών που επιτρέπουν την ορθή κατανόηση των κυριότερων διαφορών μεταξύ των παραδοχών στις οποίες βασίζεται η τυποποιημένη μέθοδος και εκείνων του εσωτερικού υποδείγματος που χρησιμοποιείται από την επιχείρηση για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας,
εε) του ποσού της τυχόν απόκλισης από την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση ή της τυχόν σημαντικής απόκλισης από την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς ανεξαρτήτως του εάν η απόκλιση αυτή έχει πλέον καλυφθεί, με πλήρη επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων της απόκλισης, των ενδεχομένων ληφθέντων μέτρων αποκατάστασης, καθώς και του βαθμού κάλυψης.

2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εντάσσουν στην περιγραφή της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1 του παρόντος δήλωση εάν εφαρμόζουν ή όχι την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, και σε περίπτωση που την εφαρμόζουν, εντάσσουν περαιτέρω στην ανωτέρω περιγραφή την ποσοτικοποίηση της επίπτωσης που θα είχε στην χρηματοοικονομική τους κατάσταση μια μείωση της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν.
Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, εντάσσει στην περιγραφή περίπτωσης δ' της παραγράφου 1 του παρόντος τα ακόλουθα:
α) περιγραφή της προσαρμογής αντιστοίχισης,
β) περιγραφή του χαρτοφυλακίου των υποχρεώσεων και των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού στα οποία η προσαρμογή αυτή εφαρμόζεται, και
γ) ποσοτικοποίηση της επίπτωσης που θα είχε στην χρηματοοικονομική κατάσταση της επιχείρησης μια μείωση της προσαρμογής αντιστοίχισης στο μηδέν.

3. Για στοιχεία των περιπτώσεων α' έως ε' της παραγράφου 1 του παρόντος που έχουν δημοσιοποιηθεί βάσει άλλων διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, επιτρέπεται να συμπεριληφθούν στην έκθεση της παρούσας παραγράφου με απλή παραπομπή στα οικεία δημοσιευμένα έγγραφα, κατόπιν έγκρισης από την Εποπτική Αρχή. Η έγκριση του προηγούμενου εδαφίου δίνεται μόνον εφόσον διασφαλίζεται ότι οι δημοσιοποιημένες πληροφορίες καλύπτουν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, τόσο ως προς την φύση, όσο και ως προς την έκταση των πληροφοριών.

4. Η περιγραφή της υποπερίπτωσης εα' της περίπτωσης ε' της παραγράφου 1 του παρόντος περιλαμβάνει ανάλυση οποιωνδήποτε σημαντικών αλλαγών σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο αναφοράς, επεξήγηση ενδεχόμενων σοβαρών διαφορών σε σχέση με την αξία των στοιχείων αυτών στις οικονομικές καταστάσεις της τρέχουσας περιόδου αναφοράς, και σύντομη περιγραφή της δυνατότητας μεταφοράς των κεφαλαίων.
Η δημοσιοποίηση της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που αναφέρεται στην υποπερίπτωση εβ' της περίπτωσης ε' της παραγράφου 1 του παρόντος εμφανίζει χωριστά το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με τα Τμήματα 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους σχετικά με τις μεθόδους υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και τις οποιεσδήποτε πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 26 του παρόντος ή την επίπτωση τυχόν ειδικών παραμέτρων που η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση καλείται να χρησιμοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 86 του παρόντος, παράλληλα με συνοπτική πληροφόρηση σχετικά με την αιτιολόγησή τους από την Εποπτική Αρχή.
Έως την 31 Δεκεμβρίου 2020, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να δημοσιοποιούν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας τους περιλαμβάνοντας μόνο το συνολικό ποσό συμπεριλαμβανομένων των τυχόν πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων ή και την επίπτωση τυχόν ειδικών παραμέτρων που η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση καλείται να χρησιμοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 86 του παρόντος.

5. Εφόσον εκκρεμεί σχετικός έλεγχος από την Εποπτική Αρχή, στην έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης αναφέρεται ρητά ότι το τελικό ύψος της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας εξακολουθεί να υπόκειται σε εποπτική αξιολόγηση.

Με την επιφύλαξη για παροχή επιπρόσθετων πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η Εποπτική Αρχή παρέχει σε ετήσια βάση στην ΕΑΑΕΣ τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τη μέση πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ανά επιχείρηση και την κατανομή των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβλήθηκαν από την Εποπτική Αρχή κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, υπολογιζόμενη ως ποσοστό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που εμφανίζονται χωριστά ως εξής:
αα) για όλες μαζί τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις,
αβ) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής,
αγ) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών,
αδ) για τις μεικτές ασφαλιστικές επιχειρήσεις,
αε) για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις,
β) για κάθε μία από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στην περίπτωση α', το ποσοστό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβάλλονται βάσει των περιπτώσεων α', β' και γ' αντίστοιχα της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του παρόντος,
γ) αναφορικά με τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που επωφελούνται από τον περιορισμό της συχνότητας υποβολής των πληροφοριών της παραγράφου 6 του άρθρου 24 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα,
δ) αναφορικά με τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εξαιρούνται από την υποβολή αναλυτικών, για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο, πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 24 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα,
ε) αναφορικά με τους ομίλους που επωφελούνται από τον περιορισμό της συχνότητας υποβολής των πληροφοριών της παραγράφου 2 του άρθρου 209 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ομίλων,
στ) αναφορικά με τους ομίλους που εξαιρούνται από την υποβολή αναλυτικών, για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο, πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 209 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ομίλων.

1. Με έγκριση της Εποπτικής Αρχής, κατόπιν αίτησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η εν λόγω επιχείρηση μπορεί να μη δημοσιεύει πληροφορίες στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) εάν με τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών οι ανταγωνιστές της επιχείρησης αποκτούν σημαντικό αδικαιολόγητο πλεονέκτημα,
β) εάν με τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις ή με άλλες συμβάσεις της επιχείρησης έχουν επιβληθεί σε αυτήν όροι απορρήτου ή εμπιστευτικότητας.

2. Στην περίπτωση της παραγράφου 1, η επιχείρηση αναφέρει την αιτιολογία της μη δημοσιοποίησης των πληροφοριών στην έκθεση για τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική κατάσταση του άρθρου 38 του παρόντος.

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος δεν εφαρμόζονται στις πληροφορίες που εμπίπτουν στην περίπτωση ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του παρόντος.

1. Σε περίπτωση σοβαρών εξελίξεων που επηρεάζουν σημαντικά τη συνάφεια των πληροφοριών που έχουν δημοσιοποιηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 38 και 40 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιεύουν τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη φύση και τις συνέπειες της εν λόγω εξέλιξης.
Για τους σκοπούς εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, σοβαρές εξελίξεις θεωρούνται τουλάχιστον οι παρακάτω περιπτώσεις:
α) οσάκις παρατηρείται απόκλιση από την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και η Εποπτική Αρχή είτε θεωρεί ότι η επιχείρηση δεν θα είναι σε θέση να υποβάλει εφαρμόσιμο πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης είτε δεν λαμβάνει η Εποπτική Αρχή τέτοιου είδους σχέδιο εντός μηνός από την ημέρα που δημιουργήθηκε η απόκλιση,
β) οσάκις παρατηρείται σημαντική απόκλιση από την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και η Εποπτική Αρχή δεν λαμβάνει εντός δύο μηνών από την ημέρα που δημιουργήθηκε η απόκλιση εφαρμόσιμο σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης.
Στην περίπτωση α' ανωτέρω, η Εποπτική Αρχή απαιτεί από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να δημοσιοποιήσει άμεσα το ποσό της απόκλισης, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των συνεπειών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων. Εάν, παρά το γεγονός ότι το υποβληθέν πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης είχε θεωρηθεί αρχικά εφαρμόσιμο, δεν έχει επιλυθεί το πρόβλημα της απόκλισης από την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση τρεις μήνες μετά τη στιγμή που ανέκυψε η απόκλιση, το γεγονός αυτό δημοσιοποιείται στο τέλος του τριμήνου μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών μέτρων που έχουν ληφθεί, καθώς και περαιτέρω διορθωτικών μέτρων που έχουν προγραμματισθεί.
Στην περίπτωση β' ανωτέρω, η Εποπτική Αρχή απαιτεί από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να δημοσιοποιήσει άμεσα το ποσό της απόκλισης, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των συνεπειών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων. Εάν, παρά το σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης που είχε αρχικά θεωρηθεί εφαρμόσιμο, δεν έχει επιλυθεί το πρόβλημα της απόκλισης από την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας έξι μήνες μετά τη στιγμή που παρατηρήθηκε η απόκλιση, το γεγονός αυτό δημοσιοποιείται στο τέλος του εξαμήνου μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων, καθώς και περαιτέρω διορθωτικών μέτρων που έχουν προγραμματισθεί.

2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να δημοσιοποιούν, σε εθελοντική βάση, οποιαδήποτε πληροφορία ή επεξήγηση συνδεόμενη με τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική τους κατάσταση, η δημοσιοποίηση της οποίας δεν απαιτείται ήδη σύμφωνα με τα άρθρα 38 και 40 και την παράγραφο 1 του παρόντος.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν κατάλληλα συστήματα και υποδομές προκειμένου να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους που πηγάζουν από τα άρθρα 38 και 40 και της παραγράφου 1 του άρθρου 41 του παρόντος. Επίσης, διαθέτουν έγγραφη πολιτική, με την οποία διασφαλίζεται η διαρκής ορθότητα και καταλληλότητα των δημοσιοποιούμενων πληροφοριών.

2. Η έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης και δημοσιεύεται μετά την έγκριση αυτή.

3. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαιτεί την τροποποίηση ή αναμόρφωση δημοσιευμένων εκθέσεων, τη δημοσίευση επιπρόσθετων πληροφοριών ή την ανάληψη από την επιχείρηση συγκεκριμένων ενεργειών για τη βελτίωση, αναμόρφωση, τροποποίηση ή ενίσχυση των πολιτικών, συστημάτων και υποδομών της παραγράφου 1 του παρόντος εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

4. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να απαιτείται ο έλεγχος του συνόλου ή μέρους των πληροφοριών του παρόντος άρθρου από εξωτερικούς ελεγκτές, και να ορίζονται μέσα και τόποι δημοσιοποίησης διαφορετικά από εκείνα που ισχύουν για τις ετήσιες και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

1. α) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής: «υποψήφιος αγοραστής»), το οποίο μεμονωμένα ή μέσω κοινής δράσης με άλλα πρόσωπα, υπό την έννοια της περίπτωσης γ' της παραγράφου 2 του παρόντος, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50% ή ώστε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης (στο εξής: «προτεινόμενη εξαγορά»), αρχικά απευθύνεται εγγράφως στην Εποπτική Αρχή και της γνωστοποιεί το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές απαιτούμενες πληροφορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος.
β) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ελληνική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει προηγουμένως εγγράφως την Εποπτική Αρχή και της γνωστοποιεί το τυχόν ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει ομοίως να ενημερώνει προηγουμένως εγγράφως την Εποπτική Αρχή για την απόφαση του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50% ή προκειμένου να παύσει να έχει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και της γνωστοποιεί το τυχόν ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει.
γ) (γα) Προκειμένου περί ειδικών συμμετοχών που πραγματοποιούνται από φυσικά πρόσωπα, η Εποπτική Αρχή δύναται για την επίτευξη των σκοπών της εποπτείας και για λόγους διαφάνειας να ζητά στοιχεία για την ταυτότητα, τη χρηματοοικονομική κατάσταση και την προέλευση των χρηματικών μέσων των εν λόγω προσώπων και να απαιτεί από τα φυσικά πρόσωπα να της παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με βάση τον παρόντα νόμο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας αυτής.
(γβ) Προκειμένου περί ειδικών συμμετοχών που πραγματοποιούνται από νομικά πρόσωπα, η Εποπτική Αρχή δύναται:
γβα) να ζητά πληροφορίες για την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που άμεσα η έμμεσα, μέχρι και τον τελικό μέτοχο, ελέγχουν τα νομικά αυτά πρόσωπα,
γββ) να επιβάλλει την υποχρέωση να της γνωστοποιείται οποιαδήποτε μεταγενέστερη μεταβολή στην ταυτότητα των φυσικών αυτών προσώπων, υπό την έννοια του πραγματικού δικαιούχου της παραγράφου 16 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (Α' 166), που άμεσα ή έμμεσα τα ελέγχουν,
γβγ) να ζητά τη γνωστοποίηση των οικονομικών στοιχείων (οικονομικές καταστάσεις τους), για τον έλεγχο της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης, τα οποία μπορεί να ζητούνται και σε κάθε μεταγενέστερο στάδιο και
γβδ) να απαιτεί από τα νομικά πρόσωπα να της παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με βάση τον παρόντα νόμο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας αυτής.
(γγ) Για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, τα οποία κατέχουν ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η Εποπτική Αρχή δύναται:
γγα) να επιβάλλει την υποχρέωση στα νομικά αυτά πρόσωπα να έχουν ονομαστικές τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου,
γγβ) να απαιτεί όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των πιο πάνω ονομαστικών μετοχών με δικαίωμα ψήφου ανήκουν σε ένα η περισσότερα φυσικά πρόσωπα που τυγχάνουν της προηγούμενης έγκρισης της Εποπτικής Αρχής.
δ) Εάν τις ειδικές συμμετοχές των περιπτώσεων α' και β' ανωτέρω προτίθενται να αποκτήσουν έμμεσα ένα ή περισσότερα πρόσωπα, η Εποπτική Αρχή δύναται να αξιολογεί με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 11 του παρόντος, πέραν του υποψήφιου αγοραστή που προτίθεται να αποκτήσει άμεσα τη συμμετοχή και του πραγματικού δικαιούχου, και τα τυχόν παρεμβαλλόμενα, μεταξύ των δύο προηγούμενων περιπτώσεων, πρόσωπα.

2. α) Για το σκοπό υπολογισμού του ποσοστού συμμετοχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου λαμβάνονται υπόψη τα άρθρα 9, 10, 12 και 13 παράγραφοι 4 και 5 του ν. 3556/2007 (Α' 91), υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης β' της παρούσας παραγράφου.
β) Κατά τον ως άνω υπολογισμό του ποσοστού συμμετοχής δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου που κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με ρητή δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με την περίπτωση στ' της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007 (Α' 195), εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ' άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και πρόκειται βάσει ρητής δέσμευσης να μεταβιβαστούν εντός ενός (1) έτους από την απόκτηση.
γ) Ως «από κοινού δράση» για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι αγοραστές προτίθενται να ενεργούν συντονισμένα κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους μετά την απόκτηση μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου με συμφωνία που μπορεί να γίνεται εγγράφως ή προφορικά ή συνάγεται από πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως εάν τα πρόσωπα που δρουν από κοινού συνδέονται μεταξύ τους. Η κοινοποίηση των δικαιωμάτων ψήφου της ως άνω περίπτωσης στην Εποπτική Αρχή γίνεται είτε από τον κάθε υποψήφιο αγοραστή είτε από έναν από αυτούς, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτόν.

3. Η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή την παραλαβή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο α' της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 6, και τις οποίες ενδεχομένως παρέλαβε μεταγενέστερα της εν λόγω κοινοποίησης. Η εν λόγω γνωστοποίηση της παραλαβής παρέχεται εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης και των σχετικών πρόσθετων στοιχείων.

4. α) Η Εποπτική Αρχή εντός εξήντα (60) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της τελευταίας έγγραφης γνωστοποίησης περί της παραλαβής εκ μέρους της όλων των απαιτούμενων εγγράφων της παραγράφου 5 του παρόντος (στο εξής: «περίοδος αξιολόγησης») προβαίνει στην αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 11 του παρόντος (στο εξής: «αξιολόγηση»).
β) Η Εποπτική Αρχή στη γνωστοποίηση παραλαβής που προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο 3 αναφέρει υποχρεωτικά την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

5. α) Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες, για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας, πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σε αυτήν κατά την κοινοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1 του παρόντος.
β) Οι πληροφορίες της περίπτωσης α' της παρούσας παραγράφου είναι προσαρμοσμένες αναλόγως με τα χαρακτηριστικά του υποψήφιου αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εποπτευόμενο ή μη κ.λπ.), το βαθμό συμμετοχής του στη διοίκηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής.

6. Η Εποπτική Αρχή δύναται, μέχρι και την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης, να ζητήσει εγγράφως περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, καθορίζοντας τα απαιτούμενα για το σκοπό αυτόν συμπληρωματικά στοιχεία.

7. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες της παραγράφου 6 του παρόντος και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, η περίοδος αξιολόγησης αναστέλλεται. Η αναστολή αυτή δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η Εποπτική Αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να ζητήσει τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, χωρίς όμως στην περίπτωση αυτή να επέρχεται νέα αναστολή της περιόδου αξιολόγησης.

8. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να παρατείνει την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος, κατά τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:
α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο σε χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή
β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο στο εποπτικό καθεστώς που με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία διέπει τα πιστωτικά ιδρύματα, τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις εταιρείες διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.).

9. Εάν η Εποπτική Αρχή αποφασίσει, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγηση της, να αντιταχθεί στην προτεινόμενη εξαγορά, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γιχ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 11 του παρόντος, ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις ή αληθείς, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την περάτωση της αξιολόγησής της αλλά σε καμία περίπτωση μετά τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους αυτής της απόφασης. Σε αντίθετη περίπτωση, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε. Η απόφαση περί απόρριψης της συμμετοχής με τη δέουσα αιτιολόγηση μπορεί να δημοσιοποιείται κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής ή και κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Η θετική απόφαση δημοσιοποιείται σε κάθε περίπτωση με ανάρτηση στην ιστοσελίδα της Εποπτικής Αρχής.

10. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης εξαγοράς και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

11. α) Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπει η περίπτωση α' της παραγράφου 1 του παρόντος και των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, προκειμένου να διασφαλίσει τη χρηστή και συνετή διοίκηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία αφορά η προτεινόμενη εξαγορά και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην εν λόγω επιχείρηση, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και τα οικονομικά εχέγγυα της προτεινόμενης εξαγοράς από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση το σύνολο των ακόλουθων κριτηρίων:
αα) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή,
αβ) τη φήμη και την εμπειρία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης εξαγοράς,
αγ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην οποία αφορά η προτεινόμενη εξαγορά,
αδ) την ικανότητα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει κυρίως του παρόντος νόμου και του ν. 3455/2006 Α' 84), των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου και της κείμενης ευρωπαϊκής νομοθεσίας αμέσου εφαρμογής και, ιδίως, το βαθμό κατά τον οποίο ο όμιλος του οποίου, ενδεχομένως, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θα καταστεί μέλος, μέσω της σχεδιαζόμενης εξαγοράς, διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Εποπτικής Αρχής και των άλλων ημεδαπών ή αλλοδαπών αρμόδιων αρχών, καθώς και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους,
αε) το βαθμό κατά τον οποίο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη εξαγορά, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του ν. 3691/2008 (Α' 166) ή ότι η προτεινόμενη εξαγορά είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.
β) Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων 3, 4, 6, 7 και 8 του παρόντος, σε περίπτωση που κατά την περίοδο αξιολόγησης μίας πρότασης κοινοποιηθούν και άλλη ή άλλες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση υφιστάμενης συμμετοχής στην ίδια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η Εποπτική Αρχή τις αντιμετωπίζει αμερόληπτα.
γ) Η Εποπτική Αρχή δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους, όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί ούτε εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

12. α) Η Εποπτική Αρχή κατά την αξιολόγηση της προτεινόμενης εξαγοράς ακολουθεί διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης με τις ημεδαπές ή αλλοδαπές αρμόδιες αρχές, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι:
αα) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρεία διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος - μέλος ή
β) μητρική πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρείας διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος - μέλος ή
αγ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει άλλο πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρεία διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος - μέλος.
β) Η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στις αρμόδιες ελληνικές αρχές ή τις αρχές των λοιπών κρατών - μελών, για τους σκοπούς της αξιολόγησης της προτεινόμενης εξαγοράς που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ή σε αντίστοιχη διάταξη νομοθεσίας κρατών - μελών:
βα) κατόπιν αιτήματος τους, κάθε σχετική πληροφορία και
ββ) με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας σχετικές πληροφορίες, διαβιβάζοντας και στις δύο περιπτώσεις τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις σχετικά με τον υποψήφιο αγοραστή.
γ) Η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητά πληροφορίες από αρμόδιες ελληνικές αρχές ή αρχές άλλων κρατών - μελών για τους σκοπούς αξιολόγησης από αυτήν προτεινόμενης εξαγοράς.
Στην απόφαση της Εποπτικής Αρχής για την προτεινόμενη εξαγορά σε ελληνική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες ενδεχομένως εξέφρασε η ελληνική ή αλλοδαπή αρχή, στο πλαίσιο της ανωτέρω διαβούλευσης.

13. α) Εφόσον οι κληρονόμοι προσώπου που ήταν κάτοχος ειδικής συμμετοχής της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του παρόντος, αποκτούν ατομικά συμμετοχή των ανωτέρω εδαφίων, ενημερώνουν σχετικά την Εποπτική Αρχή εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου ή από την ημερομηνία νόμιμης επαγωγής της κληρονομίας σε αυτούς. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης. Την ίδια υποχρέωση ενημέρωσης έχει και ο τυχόν εκτελεστής της διαθήκης ή ο κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας ή ο εκκαθαριστής της κληρονομίας που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.
β) Η Εποπτική Αρχή δύναται, εφόσον κρίνει ότι κληρονόμοι εκ των αναφερομένων στην ανωτέρω περίπτωση α' δεν είναι κατάλληλοι για να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση της ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, να ακολουθήσει τη διαδικασία της περίπτωσης α' της παραγράφου 15 του παρόντος.

14. α) Οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις γνωστοποιούν στην Εποπτική Αρχή, μέχρι την 15η Ιουλίου κάθε έτους, τα ονόματα φυσικών ή νομικών προσώπων με τα οποία διατηρούν στενούς δεσμούς, καθώς και τα ονόματα των μετόχων ή μελών που κατέχουν συμμετοχή άνω των ορίων των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή μελών, ή από την τυχόν πληρωμή μερισμάτων ή από τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους, δυνάμει ιδίως των υποχρεώσεων που επιβάλλονται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία σε εταιρείες οι μετοχές των οποίων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά.
β) Οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών αφότου λάβουν γνώση, γνωστοποιούν στην Εποπτική Αρχή, την απόκτηση ή εκχώρηση συμμετοχών στο κεφάλαιο τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από ένα από τα όρια που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα ή στα στοιχεία των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ' και δ' της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και του άρθρου 15 του παρόντος, και λήφθηκαν υπόψη κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή τη διαδικασία έγκρισης μετέπειτα αλλαγών των στοιχείων αυτών.

15. α) Προκειμένου να αποτρέπεται η άσκηση, από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή ή που ελέγχει άμεσα ή έμμεσα νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιρροής που ενδέχεται να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων ή να δημιουργήσει δυσχέρειες στην άσκηση εποπτείας ή να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί στα οικεία πρόσωπα τις ειδικότερες ενέργειες ή παραλείψεις τους ή τις παράλληλες δραστηριότητές τους σε άλλους τομείς που κατά την κρίση της είναι δυνατόν να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της επιχείρησης και αφού ακούσει τις απόψεις τους, υποδεικνύει τη λήψη των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων εντός ορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του φυσικού ή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει κυρώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 256 του παρόντος.
β) Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί συμμετοχή ή αυξηθεί η υφιστάμενη συμμετοχή στο κεφάλαιο ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο χωρίς τη, βάσει του παρόντος άρθρου, απαιτούμενη κατά περίπτωση γνωστοποίηση ή έγκριση από την Εποπτική Αρχή, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή και η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει στους κατόχους των συμμετοχών αυτών τις κυρώσεις, που προβλέπονται στην περίπτωση α' της παραγράφου 4 του άρθρου 256 του παρόντος, διαζευκτικά ή σωρευτικά.
γ) Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Εποπτική Αρχή περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους ειδικής συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις περιπτώσεις γ' και δ' της παραγράφου 1 του παρόντος ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Εποπτικής Αρχής για την εφαρμογή των προβλεπομένων στην περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του παρόντος, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στην περίπτωση β' της παραγράφου 4 του άρθρου 256 του παρόντος.

16. Για τους σκοπούς της εποπτείας, η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητά από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας και το ύψος του ποσοστού συμμετοχής των μεγαλύτερων μετόχων τους που αθροιστικά συγκεντρώνουν στην κατοχή τους την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου της επιχείρησης.

17. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνονται τα κριτήρια της παραγράφου 11 του παρόντος.

1. Όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Εποπτικής Αρχής, οι εντεταλμένοι από την Εποπτική Αρχή ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες, καθώς και όλα τα πρόσωπα στα οποία διαβιβάζονται ή τα οποία παρέχουν πληροφορίες κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 221 και των άρθρων 231 και 235 του παρόντος, υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου.
Ειδικότερα, καμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται σε γνώση των ως άνω προσώπων κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους σε σχέση με τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Εποπτικής Αρχής δεν επιτρέπεται να γνωστοποιείται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή δημόσια αρχή, παρά μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή των προσώπων που αφορούν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο Ποινικό Δίκαιο, καθώς και των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

2. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ανταλλάσσει, με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών, πληροφορίες που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές της. Αυτές οι πληροφορίες υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο της παραγράφου 1 του παρόντος, που σύμφωνα με τις σχετικές ευρωπαϊκές διατάξεις, εφαρμόζεται και για τις λοιπές αρμόδιες αρχές.
Η Εποπτική Αρχή μπορεί κατά την παροχή των πληροφοριών σε άλλη αρμόδια αρχή να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της.

3. Η Εποπτική Αρχή χρησιμοποιεί τις κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος πληροφορίες κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της για τους ακόλουθους σκοπούς:
α) για τον έλεγχο της τήρησης των όρων ανάληψης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής δραστηριότητας και τη διευκόλυνση της παρακολούθησης της άσκησης της δραστηριότητας αυτής, ιδίως όσον αφορά την παρακολούθηση των τεχνικών προβλέψεων, της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης και του Συστήματος Διακυβέρνησης,
β) για την επιβολή κυρώσεων,
γ) για την κατάθεση ή υποστήριξη ή αντίκρουση διοικητικής προσφυγής κατά αποφάσεων της Εποπτικής Αρχής,
δ) σε περιπτώσεις προσφυγών ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων κατά αποφάσεων της Εποπτικής Αρχής,
ε) για την αναφορά από την Εποπτική Αρχή στις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές τυχόν αξιόποινων πράξεων.

4. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας, που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με άλλες εποπτικές αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών αντίστοιχους προς αυτούς που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 5 του παρόντος, μόνον εάν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά στο επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος.
Μάλιστα, η Εποπτική Αρχή μπορεί στις συμφωνίες που προηγούμενου εδαφίου να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της και να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έχει προηγουμένως δώσει τη συγκατάθεσή της.
Η ανταλλαγή πληροφοριών του πρώτου εδαφίου της παρούσας εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.
Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος - μέλος ή από τρίτο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κράτος, η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί αυτές σε αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις διαβίβασε και, εάν προϋπάρχει σχετική πρόβλεψη, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησε η αρχή αυτή.

5. α) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Εποπτικής Αρχής και αφετέρου:
αα) το Εθνικό Συμβούλιο Συστημικής Σταθερότητας, το Υπουργείο Οικονομικών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της ΕΛΤΕ, της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή και του Συνηγόρου του Καταναλωτή, της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και άλλων τυχόν αρμόδιων αρχών κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία αρμοδιοτήτων τους,
αβ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 226 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις εκχωρούμενες προς αυτό εξεταστικές αρμοδιότητες,
αγ) των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής, κατά τη, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, άσκηση των καθηκόντων τους,
αδ) των οργάνων τα οποία νόμιμα μετέχουν σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των εγγυητικών κεφαλαίων, όπως ενδεικτικά του Επικουρικού Κεφαλαίου και του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, για την εκπλήρωση της αποστολής τους, καθώς και
αε) των αναγνωρισμένων ελεγκτών, στους οποίους έχουν νόμιμα ανατεθεί καθήκοντα ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των προσώπων της περίπτωσης στ' της παραγράφου 3 του άρθρου 23 του παρόντος, των ανεξάρτητων αναλογιστών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των ως άνω προσώπων και της Ένωσης Αναλογιστών Ελλάδος, για την εκπλήρωση της αποστολής τους.
β) Η Εποπτική Αρχή μπορεί να γνωστοποιεί σε αρχές, όργανα ή πρόσωπα άλλων κρατών - μελών, αντίστοιχα προς αυτά που αναφέρονται στην περίπτωση α' της παρούσας παραγράφου, περιλαμβανομένων των αρμόδιων εποπτικών αρχών πιστωτικών ιδρυμάτων, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους, καθώς και σε οργανισμούς που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση συστημάτων εγγύησης καταθέσεων, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής τους.
γ) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Εποπτικής Αρχής ως εποπτικής αρχής και αφετέρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1092/2010, εάν οι πληροφορίες είναι σχετικές με την επιτέλεση των καθηκόντων του, των κεντρικών τραπεζών του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και τυχόν άλλων οργανισμών, που είτε ασκούν τη νομισματική πολιτική και τη σχετική παροχή ρευστότητας σε άλλα κράτη - μέλη, εποπτεύουν τα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και διασφαλίζουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη αυτά είτε ως δημόσιες αρχές άλλων κρατών - μελών ασκούν επίβλεψη επί των συστημάτων πληρωμών για την εκπλήρωση της αποστολής της Εποπτικής Αρχής ως εποπτικής αρχής, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος, και της αποστολής των ως άνω αρχών.
Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της οριζόμενης στο άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει αμελλητί πληροφορίες προς τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αν οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την άσκηση των νομίμων καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της σχετικής παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), αν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων του.
δ) Η Εποπτική Αρχή μπορεί να κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε γραφείο συμψηφισμού ή παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο των κρατών - μελών, να παρέχει υπηρεσίες συμψηφισμού ή διακανονισμού συναλλαγών στις αγορές χρήματος, διαπραγματεύσιμων τίτλων ή παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, εάν θεωρεί ότι η κοινοποίηση αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των εν λόγω οργανισμών σε σχέση με αδυναμίες εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, έστω και δυνητικές, των συμμετεχόντων στις αγορές αυτές.
ε) Σε όλες τις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, οι λαμβανόμενες από τις αρχές, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απορρήτου της παραγράφου 1 του παρόντος. Επιπλέον, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής εποπτείας ή του κατά νόμο ελέγχου. Επίσης, οι πληροφορίες που προέρχονται από άλλο κράτος - μέλος ευρωπαϊκής ή τρίτης χώρας δεν πρέπει να κοινολογούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των εποπτικών αρχών από τις οποίες προέρχονται ή στις οποίες ο τυχόν επιτόπιος έλεγχος έλαβε χώρα και εφόσον ενδείκνυται μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εποπτικές αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

6. Η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στα λοιπά κράτη - μέλη την ταυτότητα των αρχών, προσώπων ή οργάνων που μπορούν να δέχονται πληροφορίες δυνάμει της παραγράφου 5 του παρόντος.

7. Κατ' εξαίρεση, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιτρέπεται στα παραπάνω πρόσωπα η ανακοίνωση, στο πλαίσιο των διαδικασιών αστικού ή διοικητικού ή ποινικού δικαίου, εμπιστευτικών πληροφοριών που όμως δεν αφορούν σε τρίτους που αναμείχθηκαν στις διαδικασίες διάσωσης καθ' οιονδήποτε τρόπο της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

8. Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται μετά από ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου κατά τη διάρκεια ανάκρισης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης, ύστερα από σχετικό αίτημα του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή ή μετά από απόφαση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση, εφόσον η παροχή αυτών είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση και την τιμωρία πλημμελήματος ή κακουργήματος.

9. Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται όταν τα παραπάνω στοιχεία αναφέρονται στη διοικητική πράξη και σε κάθε άλλο έγγραφο της διαδικασίας επιβολής διοικητικών κυρώσεων από την Εποπτική Αρχή. Οι διοικητικές αυτές πράξεις είναι ελεύθερα ανακοινώσιμες.

10. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα.

Η Εποπτική Αρχή, για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, συνεργάζεται με την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και παρέχει αμελλητί σε αυτήν όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο της σύμφωνα με τον εν λόγω Κανονισμό.

1. Η Εποπτική Αρχή αναγνωρίζει σε όλες τις εργασίες και αποφάσεις της τον διττό ρόλο της τόσο ως εποπτικής αρχής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου όσο και ως μέλος της ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και η μία ιδιότητα δεν παρεμποδίζει την άσκηση ή και δεν ασκείται εις βάρος των αρμοδιοτήτων που έχει σύμφωνα με την άλλη.

2. Η Εποπτική Αρχή εφαρμόζει τον παρόντα νόμο, τις οικείες αποφάσεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του και τα ευρωπαϊκά νομοθετήματα και ασκεί τα εποπτικά της καθήκοντα με τρόπο που να λαμβάνει στο μέγιστο δυνατό τις ευρωπαϊκές εξελίξεις στους αντίστοιχους τομείς και λαμβάνει υπόψη της τα αντίστοιχα εποπτικά εργαλεία και εποπτικές πρακτικές που έχουν αναπτυχθεί ή προτείνονται ως βέλτιστα από την ΕΑΑΕΣ.

3. Η Εποπτική Αρχή συμμετέχει σε όλες τις εργασίες, δράσεις και δραστηριότητες, καθώς και σε όλες τις αναγκαίες επιτροπές, υποεπιτροπές και ομάδες εργασίας της ΕΑΑΕΣ που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές της δυνάμει του παρόντος νόμου.

4. Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να συμμορφώνεται με τις κατευθυντήριες γραμμές, τις συστάσεις και τα πρότυπα που εκδίδονται από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ιδίως την περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 8 και το άρθρο 16 του κανονισμού, και εκδίδει σχετικές αποφάσεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και αιτιολογεί στην ΕΑΑΕΣ τυχόν μη συμμόρφωση.

1. Οι ορκωτοί ελεγκτές-- λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες ή κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών-- λογιστών που διενεργούν είτε τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, υποχρεούνται, αναφορικά με την επιχείρηση που ελέγχουν, να γνωστοποιούν χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην Εποπτική Αρχή κάθε απόφαση ή γεγονός που περιήλθε σε γνώση τους κατά την άσκηση του έργου τους, εφόσον αυτή η απόφαση ή το γεγονός είναι δυνατόν:
α) να αποτελεί ουσιώδη παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν ειδικά την άσκηση εργασιών ασφάλισης ή αντασφάλισης,
β) να θίξει τη συνέχεια της λειτουργίας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,
γ) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των οικονομικών της καταστάσεων ή σε διατύπωση επιφυλάξεων επ' αυτών,
δ) να οδηγήσει σε μη συμμόρφωση με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας,
ε) να οδηγήσει σε μη συμμόρφωση με την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση.
Η ίδια υποχρέωση ενημέρωσης της Εποπτικής Αρχής ισχύει για τα ως άνω πρόσωπα όσον αφορά στα γεγονότα και στις αποφάσεις των οποίων έλαβαν γνώση στο πλαίσιο διενέργειας του αναφερόμενου στην παρούσα παράγραφο έργου τους σε επιχείρηση που διατηρεί στενούς δεσμούς κατά την έννοια της παραγράφου 17 του άρθρου 3 του παρόντος, με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, απορρέοντες από δεσμό ελέγχου.

2. Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας που ασκείται από την Εποπτική Αρχή με τον παρόντα νόμο και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3693/2008 (Α' 174) για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων:
α) Οι ορκωτοί ελεγκτές-- λογιστές και οι εταιρείες και κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών-- λογιστών που διενεργούν είτε τον τακτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή ενημερώνουν την Εποπτική Αρχή, μετά από σχετική πρόσκληση αυτής που απευθύνεται και στην εν λόγω επιχείρηση, σχετικά με τις κυριότερες διαπιστώσεις ή ευρήματα του ελέγχου τα οποία:
αα) αξιολογήθηκαν ως ουσιώδη από τους ορκωτούς ελεγκτές-- λογιστές και ετέθησαν υπόψη των αρμόδιων διοικητικών οργάνων ή αρμόδιων στελεχών της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,
αβ) αφορούν την αποτελεσματικότητα και επάρκεια του συστήματος διακυβέρνησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε σχέση με τη σύνταξη των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ή την έκθεση του άρθρου 38 του παρόντος,
αγ) αφορούν στοιχεία ενοποιούμενων στις οικονομικές καταστάσεις της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προέκυψαν από τον έλεγχο και που επηρεάζουν αρνητικά, σε σημαντικό βαθμό, τις οικονομικές καταστάσεις της ή την έκθεση του άρθρου 38 του παρόντος.
β) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής, η ενημέρωση που αναφέρεται στην προηγούμενη περίπτωση α', πραγματοποιείται εκτάκτως και σε διμερή βάση, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Εποπτικής Αρχής και των ορκωτών ελεγκτών-λογιστών, μετά από σχετική ενημέρωση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης την οποία αφορά ο έλεγχος.

3. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Εποπτική Αρχή γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος από τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 1 αυτού δεν αποτελεί παράβαση τυχόν υποχρεώσεών τους ως προς τον περιορισμό γνωστοποίησης πληροφοριών που καθιερώνονται με σύμβαση ή νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, ούτε επιφέρει καμία ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά.

4. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται επιπρόσθετα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος και τίθενται επιπρόσθετες αρμοδιότητες στα πρόσωπα αυτά και καθορίζεται ο χρόνος των τακτικών συναντήσεων της περίπτωσης α' της παραγράφου 2 του παρόντος.

1. Για ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα που συνιστώνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, η άδεια λειτουργίας χορηγείται αποκλειστικά για την άσκηση είτε ασφαλίσεων κατά ζημιών είτε ασφαλίσεων ζωής.

2. Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος και με την προϋπόθεση ότι κάθε δραστηριότητα τελεί υπό χωριστή διαχείριση, σύμφωνα με το άρθρο 49 του παρόντος:
α) οι επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας προκειμένου να ασκήσουν δραστηριότητες ασφάλισης ζωής, δικαιούνται επίσης να λαμβάνουν άδεια για δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών για τους κινδύνους που εμπίπτουν μόνο στους κλάδους 1 «Ατυχήματα» και 2 «Ασθένειες» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, χωρίς περαιτέρω δυνατότητα επέκτασης της άδειας σε λοιπούς κλάδους ασφάλισης κατά ζημιών.
β) οι επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας αποκλειστικά για τους κινδύνους που εμπίπτουν στους κλάδους 1 «Ατυχήματα» και 2 «Ασθένειες» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, δικαιούνται να λαμβάνουν άδεια προκειμένου να ασκήσουν δραστηριότητες ασφάλισης ζωής, χωρίς περαιτέρω δυνατότητα επέκτασης της άδειας σε λοιπούς κλάδους ασφάλισης κατά ζημιών.

3. Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος τηρούν τους λογιστικούς κανόνες οι οποίοι διέπουν τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους. Όσον αφορά τους κανόνες περί εκκαθαρίσεως, οι ως άνω επιχειρήσεις πρέπει να εφαρμόζουν τους ίδιους κανόνες με τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, για τις δραστηριότητές τους που έχουν σχέση με τους κινδύνους που υπάγονται στους κλάδους 1 «Ατυχήματα» και 2 «Ασθένειες» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου.

4. Εάν μια ασφαλιστική επιχείρηση κατά ζημιών έχει οικονομικούς, εμπορικούς ή διοικητικούς δεσμούς με ασφαλιστική επιχείρηση ζωής, η Εποπτική Αρχή μεριμνά, ώστε οι λογαριασμοί των εν λόγω επιχειρήσεων να μην νοθεύονται από συμφωνίες μεταξύ τους ούτε από οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση ικανή να επηρεάσει την κατανομή των εξόδων και εσόδων.

5. Οι επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα οι οποίες, κατά την 1η Ιανουαρίου 1981, ασκούσαν ταυτοχρόνως δραστηριότητες ασφάλισης ζωής και κατά ζημιών και οι οποίες εμπίπτουν στον παρόντα νόμο δικαιούνται να συνεχίσουν να τις ασκούν ταυτοχρόνως, υπό τον όρο ότι κάθε δραστηριότητα τελεί υπό διακριτή διαχείριση, σύμφωνα με το άρθρο 49 του παρόντος.

6. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εξειδικεύονται οι απαιτήσεις της παραγράφου 4 του παρόντος.

1. Η κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 48 του παρόντος διακριτή διαχείριση οργανώνεται κατά τρόπο ώστε οι δραστηριότητες ασφάλισης ζωής να είναι διακριτές από τις δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών.
Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε τα αντίστοιχα συμφέροντα των ασφαλισμένων ζωής και κατά ζημιών δεν βλάπτονται και, ιδίως, μεριμνούν ώστε τα κέρδη που προκύπτουν από την ασφάλιση ζωής να ωφελούν αποκλειστικά τους ασφαλισμένους ζωής ως εάν η ασφαλιστική επιχείρηση να ασκούσε δραστηριότητες μόνον ασφάλισης ζωής.

2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 76 και 101 του παρόντος, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 48 του παρόντος, καθώς και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 269 του παρόντος υπολογίζουν τα δύο ακόλουθα:
α) ένα θεωρητικό ποσό για την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση ζωής όσον αφορά στις δραστηριότητες ασφάλισης ή αντασφάλισης ζωής, υπολογιζόμενο ως εάν η εν λόγω επιχείρηση ασκούσε μόνον αυτή τη δραστηριότητα, με βάση τους διακριτούς λογαριασμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος και
β) ένα θεωρητικό ποσό για την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση όσον αφορά στις δραστηριότητες ασφάλισης ή αντασφάλισης ζημιών, υπολογιζόμενο ως εάν η εν λόγω επιχείρηση ασκούσε μόνον αυτή τη δραστηριότητα, με βάση τους διακριτούς λογαριασμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος.

3. Κατ' ελάχιστο όριο, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 48 του παρόντος, καθώς και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 269 του παρόντος καλύπτουν τα ακόλουθα με ισοδύναμο ποσό στοιχείων επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων:
α) το θεωρητικό ποσό για την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όσον αφορά στις δραστηριότητες ασφάλισης ζωής,
β) το θεωρητικό ποσό για την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όσον αφορά στις δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών.
Τα ελάχιστα όρια των οικονομικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σχετικά με τις δραστηριότητες ασφάλισης ζωής και ασφάλισης κατά ζημιών, δεν βαρύνουν την άλλη δραστηριότητα.

4. Εφόσον πληρούνται τα ελάχιστα όρια των οικονομικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος, και με την επιφύλαξη της ενημερώσεως της Εποπτικής Αρχής, η επιχείρηση δύναται να χρησιμοποιεί, για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που ορίζεται στο άρθρο 76 του παρόντος, συγκεκριμένα στοιχεία των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, που είναι ακόμη διαθέσιμα για τη μία ή την άλλη δραστηριότητα.

5. Η Εποπτική Αρχή εντάσσει την ανάλυση των αποτελεσμάτων τόσο των δραστηριοτήτων ασφάλισης ζωής όσο και ασφάλισης κατά ζημιών στη διαδικασία της εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος και μεριμνά για την τήρηση των παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος.

6. Οι λογαριασμοί πρέπει να συντάσσονται κατά τρόπο ώστε να απεικονίζουν τις πηγές των αποτελεσμάτων για τις δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών ξεχωριστά. Το σύνολο των εσόδων, ιδίως τα ασφάλιστρα, οι καταβολές των αντασφαλιστών και τα έσοδα από επενδύσεις, όπως και των εξόδων, ιδίως οι διακανονισμοί ασφαλιστικών αποζημιώσεων, οι προσαυξήσεις στις τεχνικές προβλέψεις, τα αντασφάλιστρα και οι δαπάνες λειτουργίας για τις ασφαλιστικές εργασίες, αναλύονται κατά πηγή προελεύσεως. Τα κοινά και για τις δύο δραστηριότητες στοιχεία καταχωρούνται στους λογαριασμούς σύμφωνα με μεθόδους κατανομής αποδεκτές από την Εποπτική Αρχή.
Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επί τη βάσει των λογαριασμών, συντάσσουν κατάσταση στην οποία εμφανίζονται αναλυτικά, σύμφωνα με το άρθρο 75 παράγραφος 4 του παρόντος, τα στοιχεία των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν κάθε θεωρητικό ποσό Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης της παραγράφου 2 του παρόντος.

7. Σε περίπτωση ανεπάρκειας του ποσού των στοιχείων των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων όσον αφορά μία από τις δραστηριότητες, προκειμένου να καλυφθούν τα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή εφαρμόζει, για την ελλειμματική δραστηριότητα, τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα νόμο, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα της άλλης δραστηριότητας.
Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3, τα μέτρα αυτά δύνανται να συνίστανται και στη χορήγηση αδείας για μεταφορά συγκεκριμένων στοιχείων των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων από τη μία δραστηριότητα στην άλλη μετά από έγκριση της Εποπτικής Αρχής.

8. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται ο τρόπος και το περιεχόμενο της ενημέρωσης της παραγράφου 4 του παρόντος, οι λογαριασμοί, οι μέθοδοι κατανομής και το περιεχόμενο των καταστάσεων της παραγράφου 6 του παρόντος.

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε άλλες διατάξεις, τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού ως ακολούθως:
α) τα στοιχεία του ενεργητικού αποτιμώνται στο ποσό για το οποίο μπορούν να μεταβιβαστούν μεταξύ συναινούντων, επαρκώς πληροφορημένων μερών και με όρους αγοράς, και
β) τα στοιχεία του παθητικού αποτιμώνται στο ποσό για το οποίο μπορούν να μεταβιβαστούν ή διακανονιστούν μεταξύ συναινούντων, επαρκώς πληροφορημένων μερών και με όρους αγοράς.
Κατά την αποτίμηση των στοιχείων του παθητικού, δεν γίνεται καμία προσαρμογή προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ίδια πιστωτική διαβάθμιση της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σχηματίζουν και διατηρούν τεχνικές προβλέψεις σε συνεχή βάση για το σύνολο των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών τους υποχρεώσεων έναντι των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις.

2. Οι τεχνικές προβλέψεις αποτιμώνται σε αξία που αντιστοιχεί στο τρέχον ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εάν μεταβίβαζε αμέσως τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές της υποχρεώσεις σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

3. Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων λαμβάνει υπόψη του και βασίζεται στις πληροφορίες των χρηματοοικονομικών αγορών, καθώς και τα γενικώς διαθέσιμα στοιχεία αναφορικά με την ανάληψη ασφαλιστικών κινδύνων και συνάδει με αυτές (συνέπεια με τις τιμές της αγοράς).

4. Οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται με συνετό, αξιόπιστο και αντικειμενικό τρόπο.

5. Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 52 έως 63 του παρόντος, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος, καθώς και στην παράγραφο 1 του άρθρου 50 του παρόντος.

1. Η αξία των τεχνικών προβλέψεων ισούται προς το άθροισμα της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου όπως προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος.

2. Η βέλτιστη εκτίμηση αντιστοιχεί στον, σταθμισμένο βάσει πιθανοτήτων, μέσο όρο των μελλοντικών ταμειακών ροών λαμβανομένης υπόψη της χρονικής αξίας του χρήματος (αναμενόμενη παρούσα αξία μελλοντικών ταμειακών ροών) χρησιμοποιώντας τη σχετική χρονική διάρθρωση επιτοκίων άνευ κινδύνου.
Ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης βασίζεται σε επίκαιρες και αξιόπιστες πληροφορίες και σε ρεαλιστικές παραδοχές. Πραγματοποιείται με τη χρήση κατάλληλων, εφαρμόσιμων και συναφών αναλογιστικών και στατιστικών μεθόδων.
Η προβολή των ταμειακών ροών που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης λαμβάνει υπόψη όλες τις ταμειακές εισροές και εκροές που απαιτούνται για τον διακανονισμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε ολόκληρη τη διάρκειά τους.
Η βέλτιστη εκτίμηση υπολογίζεται ακαθάριστη, χωρίς την αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών που προκύπτουν από αντασφαλιστικές συμβάσεις εκχώρησης και φορείς ειδικού σκοπού. Τα ποσά αυτά υπολογίζονται χωριστά, σύμφωνα με το άρθρο 62 του παρόντος.

3. Κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου πρέπει να διασφαλίζεται ότι η αξία των τεχνικών προβλέψεων ισοδυναμεί με εκείνο το ποσό, το οποίο ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αναμένεται ότι θα απαιτούσαν προκειμένου να αναλάβουν και να εκπληρώσουν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.

4. Η αποτίμηση της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου γίνεται χωριστά.
Δεν απαιτούνται χωριστοί υπολογισμοί της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου μόνο για εκείνες τις μελλοντικές ταμειακές ροές που συνδέονται με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις και οι οποίες μπορούν να αναπαραχθούν αξιόπιστα με τη χρήση χρηματοοικονομικών μέσων τα οποία διαθέτουν αξιόπιστη και παρατηρήσιμη αγοραία αξία. Στην περίπτωση αυτή, η αξία των τεχνικών προβλέψεων που συνδέονται με τις συγκεκριμένες μελλοντικές ταμειακές ροές προσδιορίζεται επί τη βάσει της αγοραίας αξίας των εν λόγω χρηματοοικονομικών μέσων.

5. Για τις περιπτώσεις που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν χωριστά τη βέλτιστη εκτίμηση και το περιθώριο κινδύνου, το περιθώριο κινδύνου υπολογίζεται επί τη βάσει του κόστους επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων ίσων προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που απαιτούνται για την υποστήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε όλη τη διάρκειά τους.
Το ποσοστό που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του κόστους των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων (ποσοστό κόστους κεφαλαίου) είναι το ίδιο για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και αναθεωρείται περιοδικά.
Το ποσοστό του κόστους κεφαλαίου που χρησιμοποιείται ισούται με το πρόσθετο επιτόκιο, επιπλέον του σχετικού ελεύθερου κινδύνου επιτοκίου, με το οποίο θα επιβαρυνόταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία διαθέτει ποσό επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 3 του παρόντος Κεφαλαίου, ίσο με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, απαραίτητο για την υποστήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος των εν λόγω υποχρεώσεων.

Ο προσδιορισμός της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος γίνεται με τη χρήση και σε συνέπεια με τις πληροφορίες που συνάγονται από συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα. Κατά τον προσδιορισμό αυτόν, λαμβάνονται υπόψη τα συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία διαθέτουν ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και των ομολόγων διαθέτουν βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια. Για ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων ή ομολόγων δεν διαθέτουν πλέον βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια, η αντίστοιχη χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου προκύπτει με παρέκταση.
Το παρεκτεταμένο τμήμα της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται σε προθεσμιακά επιτόκια (forward rates) που συγκλίνουν ομαλά από ένα αρχικό ή ένα σύνολο αρχικών προθεσμιακών επιτοκίων προς ένα τελικό (ultimate) προθεσμιακό επιτόκιο.
Το αρχικό ή το σύνολο των αρχικών προθεσμιακών επιτοκίων θα υπολογίζεται με αναφορά στις μεγαλύτερες ληκτότητες για τις οποίες μπορούν να παρατηρούνται τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και τα ομόλογα σε μία αγορά με βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια.

1. Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται, κατόπιν προηγούμενης έγκρισης από την Εποπτική Αρχή, να εφαρμόζουν προσαρμογή αντιστοίχισης στη σχετική χρονική διάρκεια των επιτοκίων άνευ κινδύνου που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης ενός χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων ζωής, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων με τη μορφή προσόδων που προκύπτουν από συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης κατά ζημιών.
Η έγκριση της Εποπτικής Αρχής δίδεται εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει αντιστοιχίσει και προσδιορίσει ένα χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού (αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού), αποτελούμενο από ομόλογα και από λοιπά, παρόμοιων χαρακτηριστικών σε όρους ταμειακών ροών, περιουσιακά στοιχεία, για την κάλυψη της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων και διατηρεί την ίδια αντιστοίχιση για όλη τη διάρκεια ισχύος των υποχρεώσεων. Μεταβολές στα αντίστοιχα προσδιορισμένα περιουσιακά στοιχεία επιτρέπονται μόνον σε περιπτώσεις ουσιαστικής μεταβολής των ταμειακών ροών και εφόσον πρόκειται για τη διατήρηση της αντιστοιχίας των αναμενόμενων ταμειακών ροών μεταξύ των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων,
β) ο προσδιορισμός, η οργάνωση και η διαχείριση του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων στο οποίο εφαρμόζεται η προσαρμογή αντιστοίχισης και του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού γίνονται χωριστά από τις λοιπές δραστηριότητες της επιχείρησης, το δε αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη ζημιών που προκύπτουν από τις λοιπές δραστηριότητες της επιχείρησης,
γ) οι αναμενόμενες ταμειακές ροές του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού αναπαράγουν καθεμία από τις αναμενόμενες ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων στο ίδιο νόμισμα, και οποιαδήποτε αναντιστοιχία δεν προκαλεί σημαντικούς πρόσθετους κινδύνους σε σχέση με τους ενυπάρχοντες εγγενείς κινδύνους των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών στις οποίες εφαρμόζεται προσαρμογή αντιστοίχισης,
δ) οι συμβάσεις που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν προβλέπουν μελλοντικές καταβολές ασφαλίστρου,
ε) οι μόνοι κίνδυνοι ανάληψης ασφαλίσεων (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) που σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων είναι ο κίνδυνος μακροβιότητας, ο κίνδυνος εξόδων, ο κίνδυνος αναθεώρησης και ο κίνδυνος θνησιμότητας,
στ) στην περίπτωση που ο κίνδυνος ανάληψης ασφαλίσεων που σχετίζεται με το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων περιλαμβάνει τον κίνδυνο θνησιμότητας, η βέλτιστη εκτίμηση του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν αυξάνεται κατά περισσότερο από 5% σε περίπτωση απότομης μεταβολής της θνησιμότητας, βαθμονομημένης σύμφωνα με το άρθρο 77 του παρόντος,
ζ) οι συμβάσεις που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν περιλαμβάνουν δικαιώματα προαιρέσεως του αντισυμβαλλόμενου ή περιλαμβάνουν μόνο το δικαίωμα καταγγελίας από αυτόν της σύμβασης και η αντίστοιχη προκύπτουσα αξία εξαγοράς δεν υπερβαίνει την τιμή των στοιχείων ενεργητικού, αποτιμώμενων σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος, τη στιγμή της άσκησης του δικαιώματος αυτού,
η) οι ταμειακές ροές του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού είναι καθορισμένες και σταθερές και δεν μπορούν να μεταβληθούν είτε από τους εκδότες των στοιχείων ενεργητικού είτε και από τρίτα μέρη,
θ) οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου δεν προκύπτουν από διαχωρισμό σε διαφορετικά τμήματα των αντίστοιχων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων.
Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση η' της παρούσας παραγράφου, σε περίπτωση που οι ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων εξαρτώνται από τον πληθωρισμό, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να περιλαμβάνουν στο αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού και λοιπά στοιχεία ενεργητικού με καθορισμένες μεν και σταθερές ταμειακές ροές τα οποία όμως εξαρτώνται από τον πληθωρισμό.
Επιπλέον, κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση η' της παρούσας παραγράφου, στοιχεία ενεργητικού δεν αποκλείονται από την δυνατότητας επιλογής τους για το αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού σε περίπτωση που οι εκδότες ή τρίτα μέρη έχουν μεν δικαίωμα να μεταβάλουν τις ταμειακές ροές τους όμως κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο επενδυτής να λαμβάνει επαρκή αποζημίωση ώστε να μπορεί να επιτύχει τις ίδιες ταμειακές ροές με το αρχικό στοιχείο ενεργητικού επανεπενδύοντας σε λοιπά στοιχεία ενεργητικού ισοδύναμης ή καλύτερης πιστοληπτικής ποιότητας.

2. Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την προσαρμογή αντιστοίχισης σε χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν μπορούν να επιστρέψουν σε προσέγγιση που δεν περιλαμβάνει προσαρμογή αντιστοίχισης. Σε περίπτωση που μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης δεν μπορεί πλέον να συμμορφωθεί προς τους όρους της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, ενημερώνει αμέσως την Εποπτική Αρχή και λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της συμμόρφωσής της προς τους όρους αυτούς. Αν η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωση προς τους όρους αυτούς μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία μη συμμόρφωσης, παύει να εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης σε οποιαδήποτε από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές της υποχρεώσεις και δεν μπορεί να την εφαρμόζει για επιπλέον χρονικό διάστημα 24 μηνών.

3. Η προσαρμογή αντιστοίχισης δεν εφαρμόζεται για ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις για τις οποίες η σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δυνάμει του άρθρου 56 του παρόντος ή μεταβατικό μέτρο για τα επιτόκια άνευ κινδύνου δυνάμει του άρθρου 274 του παρόντος.

1. Για κάθε νόμισμα, η προσαρμογή αντιστοίχισης που αναφέρεται στο άρθρο 54 του παρόντος υπολογίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:
α) η προσαρμογή αντιστοίχισης ισούται με τη διαφορά των μεγεθών των παρακάτω υποπεριπτώσεων αα' και αβ':
αα) του ετήσιου αποτελεσματικού επιτοκίου, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, δίνει τιμή ίση προς την αξία, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος, του χαρτοφυλακίου των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού, μείον
αβ) το ετήσιο αποτελεσματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, δίνει τιμή ίση προς την αξία της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, όπου ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης έχει λάβει υπόψη του ως χρονική αξία του χρήματος τη βασική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου,
β) η προσαρμογή αντιστοίχισης δεν περιλαμβάνει το βασικό πιστωτικό περιθώριο το οποίο αντανακλά τους κινδύνους οι οποίοι διακρατούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση,
γ) κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση α' του παρόντος άρθρου, το βασικό πιστωτικό περιθώριο αυξάνεται, όπου αυτό απαιτείται, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η προσαρμογή αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα μειωμένης πιστοληπτικής διαβάθμισης «sub investment grade» δεν υπερβαίνει τις προσαρμογές αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα επενδυτικής διαβάθμισης «investment grade» με την ίδια οικονομική μέση διάρκεια και χαρακτηριστικά,
δ) η χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό της προσαρμογής αντιστοίχισης είναι συνεπής προς τη χρήση εξωτερικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων από εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικών αξιολογήσεων στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τα πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο στοιχείο 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο στοιχείο 26 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού.

2. Για τους σκοπούς της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του παρόντος, το βασικό πιστωτικό περιθώριο:
α) ισούται με το άθροισμα των μεγεθών των υποπεριπτώσεων αα' και αβ' παρακάτω:
αα) του πιστωτικού περιθωρίου που αντιστοιχεί στην πιθανότητα αθέτησης για τα στοιχεία του ενεργητικού, όπου η πιθανότητα αθέτησης βασίζεται σε μακροπρόθεσμες στατιστικές αθετήσεων που σχετίζονται με τα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού αναφορικά με την οικονομική μέση διάρκεια, την πιστοληπτική ποιότητα και τα χαρακτηριστικά τους, και
αβ) του πιστωτικού περιθωρίου που αντιστοιχεί στις αναμενόμενες ζημίες λόγω πιστωτικής υποβάθμισης των στοιχείων του ενεργητικού,
β) για εκθέσεις σε κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες κρατών - μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τριάντα επί τοις εκατό (30%) του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού που παρατηρούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και έχουν την ίδια οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και χαρακτηριστικά με τις εκθέσεις αυτές, από το επιτόκιο άνευ κινδύνου,
γ) για στοιχεία ενεργητικού άλλα από εκθέσεις σε κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες κρατών - μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τριάντα πέντε επί τοις εκατό (35%) του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού που παρατηρούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και έχουν την ίδια οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και χαρακτηριστικά με αυτά τα στοιχεία ενεργητικού, από το επιτόκιο άνευ κινδύνου.

3. Αναφορικά με την εφαρμογή της περίπτωσης α' της παραγράφου 2 του παρόντος, όταν δεν μπορεί να εξαχθεί αξιόπιστο πιστωτικό περιθώριο από τις στατιστικές αθετήσεων που αναφέρονται στην υποπερίπτωση αα' της ανωτέρω περίπτωσης, το βασικό πιστωτικό περιθώριο τίθεται ίσο με το ποσοστό του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου που αναφέρεται στις περιπτώσεις β' και γ' της παραγράφου 2 του παρόντος.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να εφαρμόζουν προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου κατά τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος.

2. Για κάθε σχετικό νόμισμα, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που θα μπορούσε να επιτευχθεί από στοιχεία ενεργητικού που περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο αναφοράς για το συγκεκριμένο νόμισμα και των επιτοκίων της χρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου για το ίδιο νόμισμα.
Το χαρτοφυλάκιο αναφοράς για ένα νόμισμα είναι αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού που είναι σε αυτό το νόμισμα και στα οποία επενδύουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε αυτό το νόμισμα.

3. Το ποσό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στα επιτόκια άνευ κινδύνου ισούται με το εξήντα πέντε επί τοις εκατό (65%) του διορθωμένου για τον κίνδυνο συναλλαγματικού περιθωρίου. Το διορθωμένο για τον κίνδυνο συναλλαγματικό περιθώριο υπολογίζεται ως το μέρος της διαφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, το οποίο δεν αντιστοιχεί σε αναμενόμενες ζημίες ή σε απρόβλεπτο πιστωτικό κίνδυνο ή σε άλλο κίνδυνο των συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού υπολογιζόμενα επί τη βάσει ρεαλιστικής εκτίμησης.
Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας εφαρμόζεται μόνο στα επιτόκια άνευ κινδύνου της χρονικής διάρθρωσης τα οποία δεν προκύπτουν από παρέκταση σύμφωνα με το άρθρο 53 του παρόντος. Η παρέκταση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στα εν λόγω προσαρμοσμένα επιτόκια άνευ κινδύνου.

4. Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας της παραγράφου 3 του παρόντος στα επιτόκια άνευ κινδύνου που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων που προέρχονται από προϊόντα που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά της Ελλάδας ή ενός άλλου κράτους προσαυξάνεται περαιτέρω, πριν από την εφαρμογή του συντελεστή εξήντα πέντε επί τοις εκατό (65%), κατά τη διαφορά μεταξύ του διορθωμένου για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχα της Ελλάδας ή του κράτους αυτού και του διπλάσιου του διορθωμένου για τον κίνδυνο συναλλαγματικού περιθωρίου, όποτε η διαφορά αυτή είναι θετική και το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο της Ελλάδας ή του αντίστοιχου κράτους είναι υψηλότερο από εκατό (100) μονάδες βάσης.
Το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο κράτους υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως η διορθωμένη για τον κίνδυνο συναλλαγματική διαφορά του συγκεκριμένου κράτους, αλλά με βάση χαρτοφυλάκιο αναφοράς αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού στα οποία έχουν επενδύσει οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων από προϊόντα που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά του συγκεκριμένου κράτους και είναι στο νόμισμα αυτού του κράτους.

5. Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δεν εφαρμόζεται για ασφαλιστικές υποχρεώσεις όταν η σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης δυνάμει του άρθρου 54 του παρόντος.

6. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 77 του παρόντος, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας δεν καλύπτει τον κίνδυνο απώλειας βασικών ιδίων κεφαλαίων ως αποτέλεσμα μεταβολών στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν υποχρεωτικά, στους αντίστοιχους υπολογισμούς τους, για κάθε σχετικό νόμισμα, τις ακόλουθες τεχνικές πληροφορίες που δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ:
α) τη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος, χωρίς προσαρμογή αντιστοίχισης ή προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας,
β) το βασικό πιστωτικό περιθώριο, για κάθε σχετική οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και κατηγορία στοιχείων ενεργητικού, για τον υπολογισμό της προσαρμογής αντιστοίχισης που αναφέρεται στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του παρόντος,
γ) την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 56, για κάθε σχετική εθνική ασφαλιστική αγορά που δραστηριοποιούνται.

2. Σε περίπτωση που οι τεχνικές πληροφορίες περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 1 του παρόντος δεν δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ ή δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ αλλά δεν έχουν την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Εποπτική Αρχή μπορεί να καθορίζει και να δημοσιεύει στη δική της ιστοσελίδα αντίστοιχες τεχνικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές χρησιμοποιούνται υποχρεωτικά από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Στην περίπτωση που οι τεχνικές πληροφορίες της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του παρόντος δεν δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ ή δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ αλλά δεν έχουν την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα θεωρείται ότι λαμβάνουν μηδενική τιμή.

1. Η Εποπτική Αρχή παρέχει στην ΕΑΑΕΣ, σε ετήσια βάση, στοιχεία σχετικά με την επίπτωση της εφαρμογής των άρθρων 53 έως 57, του άρθρου 82, της παραγράφου 4 του άρθρου 109 και των άρθρων 254, 274 και 275 του παρόντος, καθώς και τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τη διαθεσιμότητα στην ελληνική ασφαλιστική αγορά μακροπρόθεσμων εγγυήσεων σε ασφαλιστικά προϊόντα και τη συμπεριφορά των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ως μακροπρόθεσμων επενδυτών,
β) τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εφαρμόζουν την προσαρμογή αντιστοίχισης, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, την παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 109 του παρόντος, την υποενότητα κινδύνου μετοχών επί τη βάσει της μέσης οικονομικής διάρκειας και τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος,
γ) την επίπτωση που έχουν στη χρηματοοικονομική θέση των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων η προσαρμογή αντιστοίχισης, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, ο μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής στην κεφαλαιακή απαίτηση λόγω κινδύνου μετοχών, η υποενότητα κινδύνου μετοχών επί τη βάσει της μέσης οικονομικής διάρκειας, και τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος, τόσο σε συγκεντρωτικό επίπεδο για το σύνολο της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς όσο και αναλυτικά για κάθε μία ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση, σε ανώνυμη βάση,
δ) την επίπτωση που έχουν στην επενδυτική συμπεριφορά των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων η προσαρμογή αντιστοίχισης, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, ο μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής στην κεφαλαιακή απαίτηση λόγω κινδύνου μετοχών και η υποενότητα κινδύνου μετοχών επί τη βάσει της μέσης οικονομικής διάρκειας και αν τα ανωτέρω μέτρα παρέχουν αδικαιολόγητη μείωση της κεφαλαιακής απαίτησης,
ε) την επίπτωση που έχει οποιαδήποτε παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 109 του παρόντος στις προσπάθειες των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να αποκαταστήσουν το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή να μειώσουν το προφίλ κινδύνου για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας,
στ) στις περιπτώσεις που οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος, το αν συμμορφώνονται προς τα σχέδια σταδιακής εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 276 του παρόντος και τις προοπτικές για μείωση της εξάρτησης από αυτά τα μεταβατικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που έχουν ληφθεί ή αναμένεται να ληφθούν από τις ίδιες τις επιχειρήσεις ή την Εποπτική Αρχή.

Επιπροσθέτως του άρθρου 52 του παρόντος, κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα:
(1) όλες τις δαπάνες και τα έξοδα που θα πραγματοποιηθούν για την εξυπηρέτηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων,
(2) τον πληθωρισμό, συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού των δαπανών και εξόδων, καθώς και των αποζημιώσεων,
(3) όλες τις πληρωμές στους αντισυμβαλλόμενους και στους δικαιούχους ασφαλίσματος συμπεριλαμβανομένων μελλοντικών προαιρετικών παροχών και διανομών κερδών τις οποίες αναμένεται να πραγματοποιήσουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες, εξαιρουμένων όμως των πληρωμών που εμπίπτουν στην παράγραφο 2 του άρθρου 70 του παρόντος.

Κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την αξία των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και των συμβατικών δικαιωμάτων προαιρέσεως που τυχόν προβλέπονται από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές συμβάσεις.
Οιεσδήποτε παραδοχές εκ μέρους των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση με την πιθανότητα να ασκήσουν οι αντισυμβαλλόμενοι τα εν λόγω δικαιώματα προαιρέσεως, συμπεριλαμβανομένων των ακυρώσεων και εξαγορών συμβολαίων πρέπει να βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα και σε τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες. Λαμβάνουν δε υπόψη, ρητά ή σιωπηρά, την επίπτωση που μπορούν να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές στις οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.

Κατά τον υπολογισμό των τεχνικών τους προβλέψεων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ομαδοποιούν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές τους υποχρεώσεις σε ομογενείς ομάδες κινδύνου, και τουλάχιστον κατά κατηγορίες δραστηριοτήτων.

Ο υπολογισμός των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 51 έως 61 του παρόντος.
Κατά τον υπολογισμό των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, λαμβάνεται υπόψη η χρονική διαφορά μεταξύ ανακτήσεων και των άμεσων πληρωμών.
Το αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού προσαρμόζεται περαιτέρω προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη και αναμενόμενες ζημίες λόγω αθέτησης υποχρέωσης εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου. Η ανωτέρω προσαρμογή βασίζεται σε εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης από τον αντισυμβαλλόμενο και της μέσης ζημίας που θα επέλθει από την αθέτηση αυτή (ζημία σε περίπτωση αθέτησης).

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν εσωτερικές διεργασίες και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν την καταλληλότητα, πληρότητα και ακρίβεια των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τεχνικών τους προβλέψεων.

2. Στις ειδικές περιπτώσεις στις οποίες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν ανεπαρκή δεδομένα κατάλληλης ποιότητας, προκειμένου να εφαρμόσουν αξιόπιστη αναλογιστική μέθοδο σε ένα σύνολο ή ένα υποσύνολο είτε των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών τους υποχρεώσεων είτε των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, δύνανται να χρησιμοποιηθούν κατάλληλες προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων ειδικών κατά περίπτωση μεθόδων συμπεριλαμβανομένης της μεθόδου φάκελο προς φάκελο, για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν διεργασίες και διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι βέλτιστες εκτιμήσεις και οι παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός των βέλτιστων εκτιμήσεων, συγκρίνονται με τα εμπειρικά δεδομένα σε περιοδική βάση.

2. Σε περίπτωση που από τη σύγκριση προκύπτει συστηματική απόκλιση μεταξύ της εμπειρικής παρατήρησης και της βέλτιστης εκτίμησης των τεχνικών προβλέψεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η επιχείρηση προβαίνει σε κατάλληλες προσαρμογές των αναλογιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται ή των παραδοχών που γίνονται.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση, να παρέχουν στην Εποπτική Αρχή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των περιοδικών συγκρίσεων του άρθρου 64 του παρόντος, με τα οποία να αποδεικνύεται η καταλληλότητα του επιπέδου των τεχνικών τους προβλέψεων, η εφαρμοσιμότητα και η συνάφεια των χρησιμοποιούμενων μεθόδων και η επάρκεια, καταλληλότητα, πληρότητα και ακρίβεια των υποκείμενων στατιστικών δεδομένων.

2. Στο βαθμό που οι παρεχόμενες πληροφορίες και στοιχεία της παραγράφου 1 του παρόντος δεν αποδεικνύουν, αλλά και σε κάθε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή διαπιστώνει, ότι ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων δεν συνάδει με τα άρθρα 51 έως 64 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αυξήσουν το ποσό των τεχνικών προβλέψεων έτσι ώστε αυτές να αντιστοιχούν σε επίπεδο που προκύπτει σύμφωνα με εν λόγω άρθρα.

Τα ίδια κεφάλαια που κατέχουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να αντιστοιχούν στο άθροισμα των βασικών ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται από το άρθρο 67 και των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται από το άρθρο 68 του παρόντος.

Τα βασικά ίδια κεφάλαια απαρτίζονται από τα ακόλουθα στοιχεία:
α) τη διαφορά μεταξύ του ενεργητικού και των υποχρεώσεων, όπως τούτα αποτιμώνται σύμφωνα με το άρθρο 50 και την Ενότητα 2 του παρόντος κεφαλαίου,
β) τις υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης.
Το ποσό της διαφοράς που αναφέρεται στην περίπτωση α' του παρόντος μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχονται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

1. Τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια αποτελούνται από στοιχεία άλλα από αυτά που συγκροτούν τα βασικά ίδια κεφάλαια. Τα εν λόγω κεφάλαια μπορούν να προορίζονται για την απορρόφηση ζημιών.
Τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια δύνανται να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία, στο βαθμό που αυτά δεν αποτελούν στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων:
α) όσον αφορά στις ανώνυμες εταιρείες το μη καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο ή όσον αφορά στους αλληλασφαλιστικούς συνεταιρισμούς το αρχικό κεφάλαιο το οποίο δεν έχει καταστεί απαιτητό,
β) τις εγγυητικές επιστολές και λοιπές εγγυήσεις,
γ) άλλες νομικές δεσμεύσεις υπέρ των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Στην περίπτωση των αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών, τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν επίσης μελλοντικές αξιώσεις αυτών έναντι των μελών τους μέσω πρόσκλησης για καταβολή συμπληρωματικής εισφοράς, εντός δωδεκάμηνης προθεσμίας, εφόσον τούτο επιτρέπεται από το καταστατικό τους.

2. Όταν κάποιο από τα στοιχεία των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων των ανωνύμων εταιριών καταβληθεί ή στην περίπτωση των αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών καταστεί απαιτητό, τότε το εν λόγω στοιχείο θεωρείται στοιχείο του ενεργητικού και παύει πλέον να αποτελεί μέρος των στοιχείων των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων.

1. Τα ποσά των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση από την Εποπτική Αρχή.

2. Το ποσό που καταλογίζεται σε κάθε στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων πρέπει να αντικατοπτρίζει τη δυνατότητα απορρόφησης ζημιών αυτού του στοιχείου και να βασίζεται σε συνετές και ρεαλιστικές παραδοχές. Για συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια με σταθερή ονομαστική αξία, το ύψος του συγκεκριμένου στοιχείου ισούται με την ονομαστική του αξία μόνο εφόσον αυτή αντικατοπτρίζει σωστά τη δυνατότητα απορρόφησης ζημιών αυτού του στοιχείου.

3. Για κάθε ένα στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, η Εποπτική Αρχή εγκρίνει ένα εκ των κατωτέρω:
α) ένα νομισματικό ποσό,
β) μία μέθοδο για τον προσδιορισμό του ποσού του στοιχείου.
Στην περίπτωση αυτή, η έγκριση από την Εποπτική Αρχή του ποσού που καθορίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή χορηγείται για συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

4. Για κάθε στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, η Εποπτική Αρχή βασίζει την έγκρισή της στην εκτίμηση των κατωτέρω παραγόντων:
α) της κατάστασης των εκάστοτε αντισυμβαλλομένων μερών, σε σχέση τόσο με την ικανότητα όσο και με τη βούλησή τους να πληρώσουν,
β) της δυνατότητας ανάκτησης των κεφαλαίων, λαμβανομένης υπόψη της νομικής μορφής του στοιχείου, καθώς και των τυχόν συνθηκών οι οποίες ενδέχεται να εμποδίσουν την προσήκουσα καταβολή ή πρόσκληση καταβολής του στοιχείου αυτού των κεφαλαίων,
γ) τυχόν πληροφοριών για την έκβαση προηγούμενων προσκλήσεων καταβολής, τις οποίες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πραγματοποίησαν για τέτοιους είδους συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια, εφόσον οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν αξιόπιστα για την αξιολόγηση της αναμενόμενης έκβασης μελλοντικών προσκλήσεων.

1. Ως πλεονάζοντα κεφάλαια νοούνται τα συσσωρευμένα κέρδη που δεν έχουν διατεθεί προς διανομή στους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση.

2. Τα πλεονάζοντα κεφάλαια της ανωτέρω παραγράφου δεν θεωρούνται ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις, μόνον εφόσον πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου 72 του παρόντος.

3. Τα ποσά των πλεοναζόντων κεφαλαίων που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση από την Εποπτική Αρχή, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης.

4. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο τρόπος και χρόνος υποβολής της αίτησης και οι παράγοντες και τα κριτήρια που θα λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση της έγκρισης της παραγράφου 3 του παρόντος, το μέγιστο χρονικό διάστημα ισχύος της ανωτέρω έγκρισης και ο χρόνος απάντησης περί έγκρισης ή μη.

1. Τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες (Tiers). Η ταξινόμηση αυτών των στοιχείων εξαρτάται από το εάν είναι στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων ή συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, καθώς και από το βαθμό στον οποίο διαθέτουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
α) το στοιχείο είναι διαθέσιμο ή σε πρώτη ζήτηση καταβλητέο, για την πλήρη απορρόφηση ζημιών στη βάση συνεχούς λειτουργίας της επιχείρησης, καθώς και στην περίπτωση εκκαθάρισης (διαρκής διαθεσιμότητα)
β) στην περίπτωση εκκαθάρισης, το συνολικό ποσό του στοιχείου είναι διαθέσιμο για την απορρόφηση ζημιών και το στοιχείο δεν επιστρέφεται στον κάτοχό του μέχρις ότου όλες οι άλλες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων προς αντισυμβαλλομένους και δικαιούχους ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών συμβάσεων, έχουν ικανοποιηθεί (μειωμένη εξασφάλιση).

2. Κατά την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων διαθέτουν τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 1 του παρόντος, τόσο επί του εκάστοτε τρέχοντος χρόνου όσο και στο μέλλον, αποδίδεται η δέουσα προσοχή στην οικονομική μέση διάρκεια (duration) του στοιχείου, ιδίως στο εάν το στοιχείο έχει καθορισμένη λήξη ή όχι. Εάν ένα στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων έχει καθορισμένη λήξη, τότε λαμβάνεται υπόψη το αποτέλεσμα της σύγκρισης της οικονομικής μέσης διάρκειας του στοιχείου με την οικονομική μέση διάρκεια των υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης της επιχείρησης (επαρκής οικονομική μέση διάρκεια). Επιπλέον, εξετάζονται οι ακόλουθοι παράγοντες:
α) αν το στοιχείο είναι ελεύθερο απαιτήσεων ή κινήτρων εξαγοράς του ονομαστικού ποσού (απουσία κινήτρων εξαγοράς),
β) αν το στοιχείο είναι ελεύθερο υποχρεωτικών παγίων εξόδων (απουσία υποχρεωτικών χρηματοοικονομικών εξόδων),
γ) αν το στοιχείο είναι καθαρό από οποιοδήποτε βάρος (απουσία βαρών).

1. Τα στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην κατηγορία 1 (Tier 1) εφόσον διαθέτουν ουσιωδώς τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 1 του άρθρου 71 του παρόντος, λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη των χαρακτηριστικών που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του παρόντος.

2. Τα στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2) εφόσον διαθέτουν ουσιωδώς το χαρακτηριστικό που προβλέπεται στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 71 του παρόντος, λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη των χαρακτηριστικών που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του παρόντος.
Τα στοιχεία των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2) εφόσον διαθέτουν ουσιωδώς τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 1 του άρθρου 71, λαμβανομένων υπόψη και των χαρακτηριστικών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του παρόντος.

3. Τα στοιχεία των βασικών και συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, τα οποία δεν υπάγονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος, ταξινομούνται στην κατηγορία 3 (Tier 3).

1. Η ταξινόμηση των στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων σε κατηγορίες (Tiers) γίνεται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 72 του παρόντος.
Προς το σκοπό αυτόν, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ανατρέχουν στον κατάλογο των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 97 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ και στην παράγραφο 3 του παρόντος, όπου είναι εφαρμόσιμος.
Εάν κάποιο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων δεν καλύπτεται από τον κατάλογο αυτόν, αξιολογείται και ταξινομείται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Η ταξινόμηση αυτή υπόκειται σε έγκριση από την Εποπτική Αρχή κατόπιν αιτήσεως από την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση.

2. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη χορήγηση της έγκρισης της παραγράφου 1 του παρόντος.

3. Η Εποπτική Αρχή δύναται να δημοσιεύει και επικαιροποιεί κατάλογο στοιχείων ιδίων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 74 του παρόντος, που θεωρούνται ότι πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 72 του παρόντος. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει για κάθε στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων ακριβή περιγραφή των χαρακτηριστικών επί τη βάσει των οποίων έγινε η συγκεκριμένη ταξινόμηση.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 73 και της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 97 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εφαρμόζονται, για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, οι κάτωθι ταξινομήσεις:
α) τα εγκεκριμένα από την Εποπτική Αρχή πλεονάζοντα κεφάλαια που εμπίπτουν στην παράγραφο 2 του άρθρου 70 του παρόντος ταξινομούνται στην κατηγορία 1 (Tier 1),
β) οι εγγυητικές επιστολές και λοιπές εγγυήσεις, που τηρούνται σε καταπίστευμα από ανεξάρτητο θεματοφύλακα προς όφελος των πιστωτών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και οι οποίες παρέχονται από πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το ν. 4261/2014 (Α' 107) ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2),
γ) τυχόν μελλοντικές αξιώσεις τις οποίες είναι δυνατόν να ασκήσουν αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί πλοιοκτητών, εφόσον τούτο προβλέπεται από το καταστατικό τους, οι οποίοι ασφαλίζουν αποκλειστικά κινδύνους των Κλάδων 6 «Πλοία», 12 «Αστική ευθύνη από θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη» και 17 «Νομική προστασία» του άρθρου 4 του παρόντος έναντι των μελών τους μέσω πρόσκλησης για καταβολή συμπληρωματικών συνεισφορών, εντός προθεσμίας δώδεκα μηνών ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2).
Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 72 του παρόντος, οποιεσδήποτε μελλοντικές αξιώσεις τις οποίες είναι δυνατόν να ασκήσουν έναντι των μελών τους αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί, εφόσον τούτο προβλέπεται στο καταστατικό τους, μέσω πρόσκλησης για συμπληρωματικές εισφορές, μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες, οι οποίες δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της περίπτωσης γ' του παρόντος ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2). Η εν λόγω ταξινόμηση συντρέχει, εφόσον οι αξιώσεις αυτές διαθέτουν σε σημαντικό βαθμό τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 1 του άρθρου 71, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του παρόντος.
Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται η έννοια, το είδος και ο τρόπος λειτουργίας του καταπιστεύματος και η έννοια της ανεξαρτησίας του θεματοφύλακα της περίπτωσης β' του παρόντος.

1. Όσον αφορά στη συμμόρφωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, τα επιλέξιμα ποσά των στοιχείων της κατηγορίας 2 (Tier 2) και της κατηγορίας 3 (Tier 3) υπόκεινται σε ποσοτικά όρια τέτοια ώστε να διασφαλίζεται ότι:
α) η αναλογία των στοιχείων της κατηγορίας 1 (Tier 1) στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια είναι υψηλότερη από το ένα τρίτο του συνολικού ποσού των επιλέξιμων ίδιων κεφαλαίων,
β) το επιλέξιμο ποσό των στοιχείων της κατηγορίας 3 (Tier 3) είναι μικρότερο από το ένα τρίτο του συνολικού ποσού των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων.

2. Όσον αφορά στη συμμόρφωση των επιχειρήσεων προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, το ποσό των στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2) υπόκειται σε ποσοτικά όρια τέτοια ώστε να διασφαλίζεται, κατ' ελάχιστο, ότι το ποσοστό των στοιχείων της κατηγορίας 1 (Tier 1) στα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια είναι υψηλότερο από το ήμισυ του συνολικού ποσού των βασικών ιδίων κεφαλαίων.


3. Το επιλέξιμο ποσό των ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που ορίζεται στο άρθρο 76 του παρόντος ισούται με το άθροισμα του ποσού της κατηγορίας 1 (Tier 1), του επιλέξιμου ποσού της κατηγορίας 2 (Tier 2) και του επιλέξιμου ποσού της κατηγορίας 3 (Tier 3).

4. Το επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης που ορίζεται στο άρθρο 101 του παρόντος ισούται με το άθροισμα του ποσού της κατηγορίας 1 (Tier 1) και του επιλέξιμου ποσού των στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων που ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2).

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διατηρούν επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.

2. Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας υπολογίζεται είτε σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως περιγράφεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας είτε με τη χρησιμοποίηση εσωτερικού υποδείγματος, όπως ορίζεται στο Τμήμα 3 της παρούσας Ενότητας.

1. Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας:
α) υπολογίζεται βάσει της παραδοχής της συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης (going concern),
β) διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των κινδύνων που είναι δυνατόν να ποσοτικοποιηθούν και στους οποίους είναι εκτεθειμένη η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση,
γ) καλύπτει τόσο τις υφιστάμενες δραστηριότητες όσο και τις νέες δραστηριότητες που αναμένεται να αναληφθούν μέσα στους επόμενους δώδεκα (12) μήνες. Όσον αφορά στις υφιστάμενες δραστηριότητες, η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας καλύπτει μόνο τις μη αναμενόμενες ζημίες,
δ) αντιστοιχεί στην αξία σε κίνδυνο (Value-at-Risk) των βασικών ιδίων κεφαλαίων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,5% για περίοδο ενός (1) έτους,
ε) καλύπτει, τουλάχιστον, τους κινδύνους ανάληψης ασφαλίσεων κατά ζημιών, ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, ανάληψης ασφαλίσεων υγείας, τον κίνδυνο αγοράς, τον πιστωτικό κίνδυνο και τον λειτουργικό κίνδυνο στον οποίο περιλαμβάνονται νομικοί κίνδυνοι και αποκλείονται κίνδυνοι που απορρέουν από στρατηγικές αποφάσεις και κίνδυνοι φήμης.

2. Κατά τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι ο πιστωτικός κίνδυνος και οι λοιποί κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση τέτοιου είδους τεχνικών αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις:
α) υπολογίζουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας τουλάχιστον μία φορά ετησίως, υποβάλλουν δε το αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού στην Εποπτική Αρχή,
β) διατηρούν επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που καλύπτουν την τελευταία υποβληθείσα κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας,
γ) παρακολουθούν σε συνεχή βάση το ποσό των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.
Εάν το προφίλ κινδύνου μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η τελευταία αναφερθείσα Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η επιχείρηση υπολογίζει εκ νέου την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας αμελλητί και γνωστοποιεί το αποτέλεσμα στην Εποπτική Αρχή.

2. Εάν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να διαφαίνεται ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης έχει αλλάξει σημαντικά από την ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκε τελευταία φορά η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η
Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί από την επιχείρηση να υπολογίσει εκ νέου την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που υπολογίζεται σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο αποτελεί το άθροισμα των κατωτέρω στοιχείων:
α) της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 80 του παρόντος,
β) της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο, όπως ορίζεται στο άρθρο 83 του παρόντος, και
γ) της προσαρμογής για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων, όπως ορίζεται στο άρθρο 84.

1. Η Βασική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας περιλαμβάνει επιμέρους ενότητες κινδύνου, οι οποίες συναθροίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Παραρτήματος I του παρόντος. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες ενότητες κινδύνου:
α) του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων κατά ζημιών,
β) του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής,
γ) του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων υγείας,
δ) του κινδύνου αγοράς,
ε) του κινδύνου αθέτησης αντισυμβαλλόμενου.

2. Για τους σκοπούς περιπτώσεων α', β' και γ' της παραγράφου 1 του παρόντος, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες εντάσσονται στην ενότητα κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων που προσιδιάζει καλύτερα στην τεχνική φύση των υποκείμενων κινδύνων.

3. Οι συντελεστές συσχέτισης για τη συνάθροιση των ενοτήτων κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος, καθώς και η βαθμονόμηση (calibration) των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κάθε ενότητα κινδύνου, οδηγούν σε συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας η οποία να συνάδει με τις αρχές που παρατίθενται στο άρθρο 77 του παρόντος.

4. Κάθε μία από τις ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος βαθμονομείται με τη χρήση ενός μέτρου αξίας σε κίνδυνο (Value-at-Risk), με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,5% για περίοδο ενός έτους.
Κατά περίπτωση, στο σχεδιασμό κάθε ενότητας κινδύνου λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις της διαφοροποίησης.

5. Ο ίδιος σχεδιασμός και οι ίδιες προδιαγραφές για τις ενότητες κινδύνου χρησιμοποιούνται για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τόσο σε σχέση με τη Βασική Κεφαλαιακή Απαίτηση φερεγγυότητας όσο και με τους απλοποιημένους υπολογισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 85 του παρόντος.

6. Όσον αφορά στους κινδύνους από καταστροφές, μπορούν να χρησιμοποιούνται γεωγραφικές προδιαγραφές, όπου κρίνεται απαραίτητο, για τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνων ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και υγείας.

7. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται, κατόπιν εγκρίσεως από την Εποπτική Αρχή, εντός του πλαισίου της τυποποιημένης μεθόδου, να αντικαθιστούν μια υποομάδα από τις παραμέτρους της τυποποιημένης μεθόδου με παραμέτρους που προσιδιάζουν στην αιτούσα επιχείρηση κατά τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και υγείας.
Οι παράμετροι αυτές βαθμονομούνται με βάση τα εσωτερικά δεδομένα της εν λόγω επιχείρησης ή δεδομένα τα οποία έχουν άμεση συνάφεια με τις εργασίες της συγκεκριμένης επιχείρησης χρησιμοποιώντας τυποποιημένες μεθόδους.
Κατά τη χορήγηση της εποπτικής έγκρισης, η Εποπτική Αρχή εξακριβώνει την πληρότητα, ακρίβεια και καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων δεδομένων.

1. Η Βασική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος.

2. Η ενότητα του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων κατά ζημιών αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από ασφαλιστικές υποχρεώσεις κατά ζημιών και ο οποίος σχετίζεται με τις αιτίες κινδύνων που καλύπτονται, καθώς και με τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας.
Περαιτέρω λαμβάνεται υπόψη η αβεβαιότητα στα αποτελέσματα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση τόσο με τις υφιστάμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις όσο και με τις νέες εργασίες που αναμένονται να αναληφθούν εντός των επομένων δώδεκα μηνών.
Υπολογίζεται, σύμφωνα με τη μέθοδο της παραγράφου 2 του Παραρτήματος I του παρόντος, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων τουλάχιστον για τις ακόλουθες υποενότητες:
α) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που προκύπτει από διακυμάνσεις στο χρόνο επέλευσης, στη συχνότητα και στη σφοδρότητα των ασφαλισμένων συμβάντων, καθώς και στο χρόνο και στο ποσό διακανονισμού των αποζημιώσεων (κίνδυνος ασφάλιστρου και τεχνικών προβλέψεων ασφαλίσεων κατά ζημιών),
β) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από σημαντική αβεβαιότητα στις παραδοχές τιμολόγησης και δημιουργίας τεχνικών προβλέψεων, λόγω ακραίων ή έκτακτων συμβάντων (καταστροφικός κίνδυνος ασφαλίσεων κατά ζημιών).

3. Η ενότητα του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από ασφαλιστικές υποχρεώσεις ζωής και ο οποίος σχετίζεται με τις αιτίες κινδύνων που καλύπτονται, καθώς και με τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας.
Υπολογίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του Παραρτήματος I του παρόντος, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τουλάχιστον ακόλουθες υποενότητες:
α) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών θνησιμότητας, στην περίπτωση που μια αύξηση στο ποσοστό θνησιμότητας οδηγεί σε αύξηση στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (κίνδυνος θνησιμότητας),
β) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών θνησιμότητας, στην περίπτωση που μια μείωση στο ποσοστό θνησιμότητας οδηγεί σε αύξηση στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (κίνδυνος μακροβιότητας),
γ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, στην τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών ανικανότητας, ασθένειας και νοσηρότητας (κίνδυνος ανικανότητας - νοσηρότητας),
δ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των δαπανών εξυπηρέτησης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων (κίνδυνος εξόδων ασφάλισης ζωής),
ε) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από διακυμάνσεις στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών αναθεώρησης που εφαρμόζονται σε προσόδους, λόγω αλλαγών στο νομικό περιβάλλον ή στην κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου (κίνδυνος αναθεώρησης),
στ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών καταγγελίας, ανανεώσεων, λήξης και εξαγοράς συμβολαίων (κίνδυνος ακύρωσης),
ζ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από σημαντική αβεβαιότητα των παραδοχών τιμολόγησης και δημιουργίας προβλέψεων σχετικά με ακραία ή ασυνήθη γεγονότα (καταστροφικός κίνδυνος ασφάλισης ζωής).

4. Η ενότητα κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων υγείας αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από την ανάληψη υποχρεώσεων ασφαλίσεων υγείας, είτε γίνεται με τεχνική βάση παρόμοια με εκείνη της ασφάλισης ζωής είτε όχι, όπως προκύπτει τόσο από τις αιτίες κινδύνων που καλύπτονται όσο και τις διεργασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της δραστηριότητας. Καλύπτει τουλάχιστον τους ακόλουθους κινδύνους:
α) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εξυπηρέτηση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων,
β) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από διακυμάνσεις στο χρόνο επέλευσης, τη συχνότητα και τη σφοδρότητα των ασφαλισμένων συμβάντων και στο χρόνο και στο ποσό διακανονισμού των αποζημιώσεων κατά τη στιγμή της πρόβλεψης,
γ) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από σημαντική αβεβαιότητα στις παραδοχές τιμολόγησης και δημιουργίας προβλέψεων σε σχέση με εκδηλώσεις σοβαρών επιδημιών, καθώς και την ασυνήθη σώρευση κινδύνων κάτω από τέτοιου είδους ακραίες περιστάσεις.

5. Η ενότητα για τον κίνδυνο αγοράς αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από το επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των χρηματοοικονομικών μέσων που έχουν επίπτωση στην αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της επιχείρησης. Αντικατοπτρίζει δεόντως τη δομική αναντιστοιχία μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, ιδίως σε σχέση με την οικονομική μέση διάρκειά τους.
Υπολογίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Παραρτήματος I του παρόντος, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τουλάχιστον ακόλουθες υποενότητες:
α) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στην χρονική διάρθρωση των επιτοκίων, ή στη μεταβλητότητα των επιτοκίων (κίνδυνος επιτοκίου),
β) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των μετοχών (κίνδυνος μετοχών),
γ) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών ακινήτων (κίνδυνος τιμών ακινήτων),
δ) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των πιστωτικών περιθωρίων πλέον της χρονικής διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου (κίνδυνος πιστωτικού περιθωρίου),
ε) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο, ή τη μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών (συναλλαγματικός κίνδυνος),
στ) των πρόσθετων κινδύνων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προέρχονται είτε από έλλειψη διαφοροποίησης στο χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών στοιχείων είτε από μεγάλη έκθεση σε κίνδυνο αθέτησης από ένα και μόνο εκδότη τίτλων ή ομάδα σχετιζόμενων εκδοτών (κίνδυνος συγκέντρωσης αγοράς).

6. Η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου αντικατοπτρίζει πιθανές ζημίες λόγω μη αναμενόμενης αθέτησης ή επιδείνωσης στην πιστωτική θέση των αντισυμβαλλομένων και οφειλετών των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των προσεχών δώδεκα (12) μηνών. Η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου καλύπτει συμβάσεις μετριασμού του κινδύνου, όπως συμφωνίες αντασφάλισης, τιτλοποιήσεις και παράγωγα προϊόντα, και απαιτήσεις από διαμεσολαβούντες, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες πιστωτικές εκθέσεις οι οποίες δεν καλύπτονται στην υποενότητα κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου. Λαμβάνει κατάλληλα υπόψη εγγυήσεις ή άλλες διασφαλίσεις που διακρατούνται από την, ή για λογαριασμό της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και τους κινδύνους που σχετίζονται με τις ανωτέρω εγγυήσεις ή διασφαλίσεις.
Για κάθε αντισυμβαλλόμενο, η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου λαμβάνει υπόψη τη συνολική έκθεση σε κίνδυνο αντισυμβαλλομένου της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προς τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή των συμβατικών του υποχρεώσεων προς την επιχείρηση αυτή.

1. Η υποενότητα κινδύνου μετοχών υπολογιζόμενη με την τυποποιημένη μέθοδο, περιλαμβάνει συμμετρική προσαρμογή στην επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω μετοχών για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στο επίπεδο των τιμών των μετοχών.

2. Η συμμετρική προσαρμογή της βάσει τυποποιημένης μεθόδου επιβάρυνσης κεφαλαίου λόγω μετοχών, βαθμονομημένη σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 80 του παρόντος, για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στο επίπεδο των τιμών των μετοχών, υπολογίζεται ως συνάρτηση του τρέχοντος επιπέδου κατάλληλου δείκτη μετοχών και ενός σταθμισμένου μέσου επιπέδου του συγκεκριμένου δείκτη. Ο σταθμισμένος μέσος υπολογίζεται επί τη βάσει κατάλληλης χρονικής περιόδου που πρέπει να είναι η ίδια για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

3. Η συμμετρική προσαρμογή της βάσει τυποποιημένης μεθόδου επιβάρυνσης του κεφαλαίου λόγω μετοχών για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στο επίπεδο των τιμών των μετοχών δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή επιβάρυνσης κεφαλαίου λόγω κινδύνου μετοχών χαμηλότερης κατά περισσότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες ή υψηλότερης κατά περισσότερο από 10 ποσοστιαίες μονάδες, από αυτή που προκύπτει με βάση την τυποποιημένη επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω κινδύνου μετοχών.

1. Η κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο αντικατοπτρίζει τους λειτουργικούς κινδύνους, στο βαθμό που αυτοί δεν αντικατοπτρίζονται ήδη στις ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 80 του παρόντος. Η απαίτηση αυτή βαθμονομείται σύμφωνα με τις περιπτώσεις β', γ' και δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

2. Όσον αφορά τις συμβάσεις ασφάλισης ζωής, όπου ο επενδυτικός κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους αντισυμβαλλόμενους, ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο λαμβάνει υπόψη το ποσό των ετήσιων εξόδων που καταλογίζονται σε σχέση με τις εν λόγω ασφαλιστικές υποχρεώσεις.

3. Όσον αφορά στις εργασίες ασφάλισης και αντασφάλισης εκτός από εκείνες που αναφέρονται στην ανωτέρω παράγραφο 2 του παρόντος, ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο λαμβάνει υπόψη το μέγεθος των εργασιών αυτών, σε όρους δεδουλευμένων ασφαλίστρων και τεχνικών προβλέψεων που σχηματίζονται σε σχέση με τις εν λόγω ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις. Στην περίπτωση αυτή, η κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο δεν υπερβαίνει το τριάντα επί τοις εκατό (30%) της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που συνδέεται με τις συγκεκριμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εργασίες.

1. Η προσαρμογή που αναφέρεται στην περίπτωση γ' του άρθρου 79 για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων αντικατοπτρίζει τη δυνητική αντιστάθμιση μη αναμενόμενων ζημιών μέσω ταυτόχρονης μείωσης των τεχνικών προβλέψεων ή των αναβαλλόμενων φόρων ή συνδυασμού και των δύο.
Η προσαρμογή αυτή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα του μετριασμού του κινδύνου που παρέχεται από μελλοντικές παροχές των ασφαλιστικών συμβάσεων η εκπλήρωση των οποίων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της επιχείρησης, στο βαθμό που αυτή μπορεί να στοιχειοθετήσει ότι μια μείωση των παροχών αυτών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη μη αναμενόμενων ζημιών, όταν αυτές προκύψουν. Το αποτέλεσμα μετριασμού του κινδύνου που παρέχεται από τις προαναφερόμενες μελλοντικές παροχές διακριτικής ευχέρειας δεν υπερβαίνει το ποσό των τεχνικών προβλέψεων και αναβαλλόμενων φόρων σε σχέση με τα μελλοντικά προαιρετικά αυτά οφέλη.
Για τους σκοπούς του δευτέρου εδαφίου, η αξία των μελλοντικών προαιρετικών παροχών κάτω από δυσμενείς περιστάσεις συγκρίνεται με την αξία των παροχών αυτών λαμβάνοντας υπόψη τις χρησιμοποιούμενες παραδοχές για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν απλοποιημένο υπολογισμό για συγκεκριμένη υποενότητα ή ενότητα κινδύνου όταν η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των κινδύνων που αντιμετωπίζουν δικαιολογεί τη στάση αυτή και εφόσον θα ήταν δυσανάλογο να απαιτηθεί από όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν τον τυποποιημένο υπολογισμό.
Οι απλοποιημένοι υπολογισμοί βαθμονομούνται σύμφωνα με τις περιπτώσεις β', γ' και δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

Όταν δεν ενδείκνυται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας, επειδή το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός με την τυποποιημένη μέθοδο, η Εποπτική Αρχή μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή της, να ζητά από την εν λόγω επιχείρηση να αντικαταστήσει ένα υποσύνολο των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό με την τυποποιημένη μέθοδο από παραμέτρους ειδικές για τη συγκεκριμένη επιχείρηση, για τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και υγείας, όπως καθορίζεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 80 του παρόντος. Οι ειδικές αυτές παράμετροι υπολογίζονται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι η επιχείρηση συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις των περιπτώσεων β', γ' και δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

1. Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας με τη χρησιμοποίηση πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος κατόπιν εγκρίσεως από την Εποπτική Αρχή.

2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν μερικά εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό ενός ή περισσοτέρων από τα κατωτέρω:
α) μίας ή περισσοτέρων ενοτήτων κινδύνου ή υποενοτήτων, της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 80 και 81 του παρόντος,
β) της κεφαλαιακής απαίτησης για τον λειτουργικό κίνδυνο, όπως ορίζεται στο άρθρο 83 του παρόντος,
γ) της προσαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 84 του παρόντος.
Παράλληλα, η χρήση μερικού υποδείγματος μπορεί να εφαρμόζεται στο σύνολο της δραστηριότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή μόνο σε μία ή περισσότερες σημαντικές επιχειρηματικές μονάδες αυτών.

3. Στην αίτηση για έγκριση από την Εποπτική Αρχή, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν, κατ' ελάχιστον, τεκμηριωμένα στοιχεία με βάση τα οποία προκύπτει ότι το εσωτερικό υπόδειγμα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος.
Εφόσον η αίτηση για την έγκριση αυτή συνδέεται με μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, οι απαιτήσεις στα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος προσαρμόζονται προκειμένου να ληφθεί υπόψη το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος.

4. Η Εποπτική Αρχή αποφασίζει επί της αιτήσεως εντός έξι μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης.

5. Η Εποπτική Αρχή εγκρίνει την αίτηση μόνον εφόσον βεβαιωθεί ότι τα συστήματα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για τον εντοπισμό, τον υπολογισμό, την παρακολούθηση, τη διαχείριση και την αναφορά του κινδύνου είναι επαρκή, και ιδίως ότι το εσωτερικό υπόδειγμα συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος.

6. Οποιαδήποτε απόφαση της Εποπτικής Αρχής να απορρίψει την αίτηση για τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος συνοδεύεται από σχετική αιτιολόγηση, αναφέροντας τους λόγους απόρριψης.

7. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον έχει εγκρίνει τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος, μπορεί, με απόφαση στην οποία να αναφέρονται οι λόγοι, να απαιτεί από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να παρέχει σε αυτήν εκτίμηση της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας καθοριζόμενη σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας.

1. Στην περίπτωση μερικού εσωτερικού υποδείγματος, η έγκριση της Εποπτικής Αρχής δίδεται μόνον εάν το υπόδειγμα συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 του παρόντος και εφόσον πληροί τις ακόλουθες συμπληρωματικές προϋποθέσεις:
α) η επιχείρηση έχει δικαιολογήσει επαρκώς το λόγο για το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος,
β) η προκύπτουσα Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας αντικατοπτρίζει καταλληλότερα το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, και ιδίως ανταποκρίνεται στις αρχές που παρατίθενται στο Τμήμα 1 της παρούσας Ενότητας,
γ) ο σχεδιασμός του μερικού εσωτερικού υποδείγματος είναι συνεπής προς τις αρχές που προβλέπονται στο Τμήμα 1 της παρούσας Ενότητας προκειμένου να επιτρέπει την πλήρη ενσωμάτωσή του στην τυποποιημένη μέθοδο της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.

2. Κατά την αξιολόγηση της αίτησης για τη χρήση μερικού εσωτερικού υποδείγματος το οποίο καλύπτει ορισμένες μόνο υποενότητες μιας συγκεκριμένης ενότητας κινδύνου ή ορισμένες από τις επιχειρηματικές μονάδες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε σχέση με μια ορισμένη ενότητα κινδύνου ή μέρη και των δύο, η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητά από την επιχείρηση να υποβάλει ένα ρεαλιστικό μεταβατικό σχέδιο για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του υποδείγματος.
Στο μεταβατικό αυτό σχέδιο καθορίζεται ο τρόπος με τον οποίο η ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση προγραμματίζει να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος σε άλλες υποενότητες ή επιχειρηματικές μονάδες, προκειμένου να διασφαλίσει ότι το υπόδειγμα καλύπτει ένα αρκούντως σημαντικό μέρος των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων σε σχέση με τη συγκεκριμένη αυτή ενότητα κινδύνου.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας αρχικής έγκρισης εσωτερικού υποδείγματος, η Εποπτική Αρχή εγκρίνει την πολιτική για την αλλαγή του υποδείγματος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επιτρέπεται να τροποποιούν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σύμφωνα με την πολιτική αυτή.
Η πολιτική περιλαμβάνει τις προδιαγραφές των σημαντικών και των δευτερευουσών αλλαγών στο εσωτερικό υπόδειγμα.
Οι σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό υπόδειγμα, καθώς και οι αλλαγές στην πολιτική αυτή, υπόκεινται πάντοτε σε προηγούμενη έγκριση από την Εποπτική Αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 87 του παρόντος.
Οι δευτερεύουσες αλλαγές στο εσωτερικό υπόδειγμα δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση της Εποπτικής Αρχής μόνον εφόσον αναπτύσσονται σύμφωνα με την υποβληθείσα πολιτική.

Η αίτηση για την έγκριση του εσωτερικού υποδείγματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 87 του παρόντος, καθώς και η αίτηση για την έγκριση μεταγενέστερων σημαντικών αλλαγών στο εν λόγω υπόδειγμα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που υποβάλλονται προς την Εποπτική Αρχή φέρει την έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου τους.
Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει την ευθύνη για τη θεσμοθέτηση συστημάτων που διασφαλίζουν τη σωστή λειτουργία του εσωτερικού υποδείγματος σε συνεχή βάση.

Αφού λάβουν την προβλεπόμενη από το άρθρο 87 έγκριση, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν δύναται να επιστρέψουν στον υπολογισμό του συνόλου ή μέρους της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως αναφέρεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας, εκτός εάν συντρέχουν δεόντως αιτιολογημένες περιστάσεις και με την προϋπόθεση της προηγούμενης έγκρισης της Εποπτικής Αρχής.

1. Εάν, αφού έχει ληφθεί έγκριση από την Εποπτική Αρχή για χρήση εσωτερικού υποδείγματος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις παύσουν να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος, οι επιχειρήσεις πρέπει, αμελλητί, είτε να υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα είτε να αποδεικνύουν ότι το αποτέλεσμα της μη συμμόρφωσης είναι ασήμαντο.

2. Στην περίπτωση που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν εφαρμόσουν το σχέδιο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά από τις επιχειρήσεις αυτές να επιστρέψουν στον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας.

Όταν δεν ενδείκνυται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας επειδή το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η τυποποιημένη μέθοδος υπολογισμού, η Εποπτική Αρχή δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή της, να απαιτεί από την εν λόγω επιχείρηση να χρησιμοποιήσει ένα εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ή των συναφών ενοτήτων κινδύνου της τυποποιημένης προσέγγισης.

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι το εσωτερικό υπόδειγμα χρησιμοποιείται από αυτές ευρέως και ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα διακυβέρνησής τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 30 έως 37 του παρόντος και ιδίως:
α) στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου όπως προβλέπεται στο άρθρο 32 του παρόντος και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων,
β) στη διαδικασία εκτίμησης και κατανομής του οικονομικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου φερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 33 του παρόντος.
Επιπλέον, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι η συχνότητα υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας με τη χρήση του εσωτερικού υποδείγματος συμβαδίζει με τη συχνότητα με την οποία χρησιμοποιούν το εσωτερικό τους υπόδειγμα για τους άλλους σκοπούς που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου.
Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για τη διασφάλιση της συνεχούς καταλληλότητας του σχεδιασμού και της λειτουργίας του εσωτερικού υποδείγματος και ότι το εσωτερικό υπόδειγμα εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει κατάλληλα το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης.

1. Το εσωτερικό υπόδειγμα, και ιδίως ο υπολογισμός της υποκείμενης προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής, πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 9 του παρόντος.

2. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής βασίζονται σε κατάλληλες, εφαρμόσιμες και συναφείς αναλογιστικές και στατιστικές μεθόδους, είναι συνεπείς με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και βασίζονται σε τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες, καθώς και σε ρεαλιστικές παραδοχές.
Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να αιτιολογούν στην Εποπτική Αρχή τις παραδοχές στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό τους υπόδειγμα.

3. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για το εσωτερικό υπόδειγμα πρέπει να είναι ακριβή, πλήρη και κατάλληλα. Προς τούτο, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επικαιροποιούν τα σύνολα δεδομένων που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο.

4. Δεν υποδεικνύεται καμία συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής.
Ανεξάρτητα από την επιλεγείσα από την επιχείρηση μέθοδο υπολογισμού, η ικανότητα του εσωτερικού υποδείγματος να ταξινομήσει τους κινδύνους πρέπει να είναι επαρκής για να εξασφαλίζει την ευρεία χρήση του και την απαίτηση να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, στην κατανομή των κεφαλαίων και στο σύστημα διακυβέρνησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 94 του παρόντος.
Το εσωτερικό υπόδειγμα πρέπει να καλύπτει όλους τους σημαντικούς κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Τα εσωτερικά υποδείγματα καλύπτουν τουλάχιστον τους κινδύνους που αναφέρονται στην περίπτωση ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

5. Όσον αφορά στα αποτελέσματα της διαφοροποίησης, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα τις υφιστάμενες εξαρτήσεις εντός των κατηγοριών κινδύνου, καθώς και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου, υπό τον όρο ότι η Εποπτική Αρχή είναι ικανοποιημένη με το σύστημα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των αποτελεσμάτων διαφοροποίησης.

6. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να λαμβάνουν πλήρως υπόψη το αποτέλεσμα των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, μόνον εφόσον ο πιστωτικός κίνδυνος και οι λοιποί κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στο εσωτερικό υπόδειγμα.

7. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εκτιμούν στο εσωτερικό τους υπόδειγμα με ακρίβεια τους ιδιαίτερους κινδύνους που συνδέονται με τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις και συμβατικά δικαιώματα προαιρέσεως, όπου είναι ουσιώδη. Θα πρέπει να εκτιμούν επίσης τους κινδύνους που συνδέονται με τα δικαιώματα επιλογής τόσο του αντισυμβαλλομένου όσο και με τα συμβατικά δικαιώματα επιλογής για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Προς τον σκοπό αυτόν, λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση που μπορούν να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές στις οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.

8. Στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να λαμβάνουν υπόψη τις μελλοντικές ενέργειες της διοίκησης που εύλογα αναμένονται σε ειδικές περιστάσεις, λαμβάνοντας υποχρεωτικά υπόψη τον αναγκαίο χρόνο για την υλοποίηση των ενεργειών αυτών.

9. Στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλες τις πληρωμές προς τους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους τις οποίες αναμένουν να πραγματοποιήσουν, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να χρησιμοποιούν διαφορετική χρονική περίοδο ή μέτρο κινδύνου σε σχέση με αυτήν που προβλέπεται στις περιπτώσεις γ' και δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος για τους σκοπούς του εσωτερικού υποδείγματος, μόνον εφόσον τα αποτελέσματα του εσωτερικού υποδείγματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις επιχειρήσεις αυτές για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας με τρόπο που να παρέχεται στους αντισυμβαλλομένους και στους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση επίπεδο προστασίας ισοδύναμο με εκείνο που προβλέπεται στο άρθρο 77 του παρόντος.

2. Όπου είναι δυνατό, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας κατευθείαν από την προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα των επιχειρήσεων αυτών, με τη χρήση του μέτρου της αξίας σε κίνδυνο που αναφέρεται στην περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

3. Εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να λάβουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας κατευθείαν από την προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιτρέψει τη χρησιμοποίηση προσεγγίσεων στη διαδικασία υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, μόνον εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να αποδείξουν στην Εποπτική Αρχή ότι παρέχεται στους αντισυμβαλλόμενους επίπεδο προστασίας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που αναφέρεται στο άρθρο 77 του παρόντος.

4. Η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σε κατάλληλα χαρτοφυλάκια αναφοράς χρησιμοποιώντας παραδοχές βασιζόμενες σε εξωτερικά παρά σε εσωτερικά δεδομένα, προκειμένου να ελεγχθεί η βαθμονόμηση του εσωτερικού υποδείγματος και να εξακριβωθεί εάν οι προδιαγραφές του είναι σύμφωνες με τις γενικά αποδεκτές πρακτικές της αγοράς.

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εξετάζουν, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τα αίτια και την προέλευση των κερδών και ζημιών για καθεμία από τις σημαντικές επιχειρηματικές μονάδες.
Επίσης, καταδεικνύουν με ποιο τρόπο η επιλεγείσα κατηγοριοποίηση των κινδύνων στο εσωτερικό υπόδειγμα εξηγεί τα αίτια και την προέλευση των κερδών και των ζημιών. Η κατηγοριοποίηση των κινδύνων και η απόδοση των κερδών και ζημιών στους κινδύνους πρέπει να αντικατοπτρίζουν το προφίλ κινδύνου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν τακτικό κύκλο επικύρωσης του υποδείγματος, ο οποίος περιλαμβάνει την παρακολούθηση των επιδόσεων του εσωτερικού υποδείγματος, την επανεξέταση της συνεχούς καταλληλότητας των προδιαγραφών του και τη σύγκριση των αποτελεσμάτων του με τα εμπειρικά αποτελέσματα.
Η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος περιλαμβάνει μια αποτελεσματική στατιστική μέθοδο για την επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος, η οποία επιτρέπει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποδείξουν στην Εποπτική Αρχή ότι η προκύπτουσες κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι κατάλληλες.
Οι στατιστικές μέθοδοι που εφαρμόζονται χρησιμεύουν για να εξακριβωθεί η καταλληλότητα της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής σε σύγκριση τόσο με τις πραγματοποιηθείσες ζημίες, αλλά επίσης και με όλα τα σημαντικά νέα δεδομένα και τις σχετικές πληροφορίες.
Η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος περιλαμβάνει ανάλυση της σταθερότητας του εσωτερικού υποδείγματος και ειδικότερα δοκιμή της ευαισθησίας των αποτελεσμάτων του εσωτερικού υποδείγματος σε μεταβολές ουσιαστικών βασικών παραδοχών. Περιλαμβάνει επίσης αξιολόγηση της ακρίβειας, πληρότητας και καταλληλότητας των στοιχείων που χρησιμοποιούνται από το εσωτερικό υπόδειγμα.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τεκμηριώνουν το σχεδιασμό και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του εσωτερικού τους υποδείγματος. Η απαιτούμενη αυτή τεκμηρίωση πρέπει να:
α) αποδεικνύει τη συμμόρφωση με τα άρθρα 94 έως 98 του παρόντος,
β) παρέχει λεπτομερή περιγραφή της θεωρίας, των παραδοχών και της μαθηματικής και εμπειρικής βάσης στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό υπόδειγμα,
γ) αναφέρει κάθε περίσταση στην οποία το εσωτερικό υπόδειγμα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά.

2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τεκμηριώνουν επίσης όλες τις σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 89 του παρόντος.

Η χρήση ενός υποδείγματος ή δεδομένων που έχουν ληφθεί από τρίτο μέρος, εκτός της επιχείρησης, δεν δικαιολογεί την απαλλαγή από οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις σχετικά με το εσωτερικό υπόδειγμα σύμφωνα με τα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος.

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης.

1. Η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση υπολογίζεται επί τη βάσει των ακόλουθων αρχών:
α) χρησιμοποιείται σαφής και απλή μέθοδος, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα ελέγχου του υπολογισμού,
β) αντιστοιχεί σε ένα ποσό επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων, κάτω από το οποίο οι αντισυμβαλλόμενοι και οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση θα εκτίθεντο σε μη αποδεκτό επίπεδο κινδύνου εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επιτρεπόταν να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους,
γ) η γραμμική συνάρτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος και η οποία χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης βαθμονομείται στην αξία σε κίνδυνο των βασικών ιδίων κεφαλαίων μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε επίπεδο εμπιστοσύνης 85% για περίοδο ενός έτους,
δ) δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ποσό που αντιστοιχεί σε:
δα) δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (2.500.000) ευρώ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης κατά ζημιών, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία καλύπτεται το σύνολο ή μέρος των κινδύνων ενός από τους κλάδους 10 έως 15 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, οπότε το ποσό αυτό πρέπει να είναι τουλάχιστον τρία εκατομμύρια επτακόσιες χιλιάδες (3.700.000) ευρώ,
δβ) τρία εκατομμύρια επτακόσιες χιλιάδες (3.700.000) ευρώ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων,
δγ) τρία εκατομμύρια εξακόσιες χιλιάδες (3.600.000) ευρώ για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, εξαιρουμένων των εξαρτημένων αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των οποίων η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση πρέπει να είναι τουλάχιστον ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες (1.200.000) ευρώ,
δδ) στο άθροισμα των ποσών που ορίζονται στις ως άνω υποπεριπτώσεις δα' και δβ' για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 48 του παρόντος.

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος, η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση υπολογίζεται ως γραμμική συνάρτηση ενός συνόλου ή υποσυνόλου των εξής μεταβλητών: τεχνικών προβλέψεων, εγγεγραμμένων ασφαλίστρων, κεφαλαίου σε κίνδυνο, αναβαλλόμενων φόρων και διοικητικών δαπανών της επιχείρησης. Οι ως άνω μεταβλητές μετρώνται μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων.

3. Με την επιφύλαξη των ελάχιστων ποσών της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1 του παρόντος, η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση δεν μπορεί να είναι κατώτερη του είκοσι πέντε επί τοις εκατό (25%) ούτε να υπερβαίνει το σαράντα πέντε επί τοις εκατό (45%) της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας της επιχείρησης, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα Τμήματα 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους, περιλαμβάνει δε οποιαδήποτε πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση επιβαλλόμενη δυνάμει του άρθρου 26 του παρόντος περί πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων.
Η Εποπτική Αρχή δύναται για περίοδο που λήγει το αργότερο την 31η Δεκεμβρίου 2017, να απαιτεί από μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να εφαρμόζει τα ποσοστά που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο αποκλειστικά στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της επιχείρησης υπολογιζόμενη σύμφωνα με τα Τμήματα 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους.

4. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υπολογίζουν την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση σε τριμηνιαία τουλάχιστον βάση και αναφέρουν τα αποτελέσματα του υπολογισμού αυτού στην Εποπτική Αρχή.
Κατά τον υπολογισμό του προηγούμενου εδαφίου οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν απαιτείται να υπολογίζουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας σε τριμηνιαία βάση, για τους σκοπούς της εφαρμογής των ορίων της παραγράφου 3 του παρόντος.
Εάν οποιοδήποτε από τα όρια που ορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος καθορίζει την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση μιας επιχείρησης, αυτή παρέχει στην εποπτική αρχή πληροφορίες που επιτρέπουν την πλήρη κατανόηση των σχετικών λόγων.

5. Η Εποπτική Αρχή αναρτά ετησίως στην ιστοσελίδα της συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για το επίπεδο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης και τη χρήση του ανώτατου και του κατώτατου ορίου που ορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος, καθώς και οποιαδήποτε προβλήματα ενδεχομένως αντιμετωπίζει κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στα άρθρα 110 και 114, εφόσον ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση συμμορφώνεται μεν κατά την 31 Δεκεμβρίου 2015 με το Απαιτούμενο Περιθώριο Φερεγγυότητας που προβλέπεται στα άρθρα 17α,17β, 17γ και 98 του ν.δ.400/1970, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία αυτή, αλλά δεν διαθέτει επαρκή επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για να καλύψει την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, η επιχείρηση αυτή οφείλει να έχει συμμορφωθεί με το άρθρο 101 του παρόντος το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2016.
Εάν η επιχείρηση δεν έχει συμμορφωθεί με το άρθρο 101 του παρόντος εντός της περιόδου που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, ανακαλείται αυτοδικαίως και οριστικά η άδεια λειτουργίας της επιχείρησης και τίθεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ' του Τετάρτου Μέρους του παρόντος.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επενδύουν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία σύμφωνα με την αρχή του συνετού επενδυτή, όπως ορίζεται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος.

2. Αναφορικά με το σύνολο του χαρτοφυλακίου των περιουσιακών τους στοιχείων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επενδύουν μόνο σε περιουσιακά στοιχεία και τίτλους, τους κινδύνους των οποίων είναι δυνατόν επαρκώς να εντοπίζουν, μετρούν, παρακολουθούν, διαχειρίζονται, ελέγχουν και αναφέρουν, καθώς και να λαμβάνουν κατάλληλα υπόψη στην αξιολόγηση των συνολικών αναγκών φερεγγυότητάς τους σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 33 του παρόντος.
Όλα τα περιουσιακά στοιχεία, ιδίως δε εκείνα που καλύπτουν την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, επενδύονται με τρόπο που να εγγυάται την ασφάλεια, την ποιότητα, την ρευστότητα και την κερδοφορία χαρτοφυλακίου ως συνόλου. Επιπλέον, τα περιουσιακά αυτά στοιχεία επενδύονται σε τόπο και με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται διαρκώς η διαθεσιμότητά τους.
Τα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων επενδύονται επιπλέον των ανωτέρω αρχών και με τρόπο κατάλληλο προς τη φύση και την οικονομική μέση διάρκεια (duration) των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων. Τα στοιχεία αυτά επενδύονται με γνώμονα το συμφέρον όλων των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση, λαμβανομένου υπόψη κάθε γνωστοποιημένου σκοπού της ασφαλιστικής σύμβασης.
Σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών τους στοιχείων, διασφαλίζουν ότι οι επενδύσεις πραγματοποιούνται προς το καλύτερο συμφέρον των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση.

3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται για αντίκρισμα ασφαλιστικών συμβάσεων ζωής, όπου ο κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους αντισυμβαλλομένους, εφαρμόζονται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.
Όταν οι παροχές που προβλέπονται από μία σύμβαση συνδέονται άμεσα με την αξία μεριδίων σε κάποιον ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στο ν. 4099/2012 (Α' 250) ή στην Οδηγία 2009/65/ΕΚ ή με την αξία περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται σε κάποιο εσωτερικό κεφάλαιο που τηρείται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, συνήθως διηρημένο σε μερίδια, οι τεχνικές προβλέψεις σε σχέση με τις παροχές αυτές πρέπει να αντικρίζονται κατά το μέγιστο δυνατόν από τα μερίδια αυτά ή, στην περίπτωση που δεν έχουν καθοριστεί μερίδια, από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία.
Όταν οι παροχές που προβλέπονται από κάποια σύμβαση συνδέονται άμεσα με δείκτη μετοχών ή κάποια άλλη αξία αναφοράς εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο, οι τεχνικές προβλέψεις σε σχέση με τις παροχές αυτές πρέπει να αντικρίζονται από τα μερίδια που προορίζονται να αντιπροσωπεύουν την αξία αναφοράς ή, στην περίπτωση που δεν έχουν καθορισθεί μερίδια, από περιουσιακά στοιχεία κατάλληλης εξασφάλισης και εμπορευσιμότητας που αντιστοιχούν κατά το μέγιστο δυνατόν με εκείνα στα οποία βασίζεται η συγκεκριμένη αξία αναφοράς.
Όταν οι παροχές που αναφέρονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο περιλαμβάνουν εγγύηση επενδυτικής απόδοσης ή κάποια άλλη εγγυημένη παροχή, τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των αντίστοιχων πρόσθετων τεχνικών προβλέψεων υπόκεινται στην παράγραφο 4 του παρόντος.

4. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος, για τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία, εκτός από εκείνα που καλύπτονται από την προηγούμενη παράγραφο 3, εφαρμόζονται το δεύτερο έως και το πέμπτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.
Η χρήση παράγωγων μέσων είναι δυνατή εφόσον τα μέσα αυτά συμβάλλουν στο μετριασμό των κινδύνων ή διευκολύνουν την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου.
Οι επενδύσεις και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία δεν είναι αποδεκτά προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη χρηματοοικονομική αγορά διατηρούνται σε συνετά επίπεδα.
Τα περιουσιακά στοιχεία διαφοροποιούνται κατάλληλα με τρόπο ώστε να αποφεύγεται υπερβολική εξάρτηση από κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο, εκδότη ή ομάδα επιχειρήσεων ή γεωγραφική περιοχή, καθώς και η υπερβολική συσσώρευση κινδύνων στο σύνολο του χαρτοφυλακίου.
Οι επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία που εκδίδονται από τον ίδιο εκδότη ή από εκδότες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο δεν πρέπει να εκθέτουν τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε υπερβολική συγκέντρωση κινδύνου.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επενδύουν τα διαθέσιμά τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο χωρίς άλλο περιορισμό, οι δε επενδυτικές αποφάσεις δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση ή συστηματική κοινοποίηση στην Εποπτική Αρχή ή σε άλλη δημόσια αρχή.

2. Σε περιπτώσεις στις οποίες φέρουν τον επενδυτικό κίνδυνο αντισυμβαλλόμενοι που είναι φυσικά πρόσωπα, τότε οι ασφαλίσεις συνδέονται αποκλειστικά με χρηματοπιστωτικά μέσα ή δείκτες αναφοράς σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 65 του ν. 4099/2012 (Α' 250).
Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου όταν οι ασφαλίσεις συνδέονται με εσωτερικά κεφάλαια που τηρούνται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι περιπτώσεις α' ως η' της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4099/2012 (Α' 250) όσον αφορά στον κανονισμό τους, οι παράγραφοι 1, 3 και 4 του άρθρου 6 του ν. 4099/2012 (Α' 250), οι περιπτώσεις α' και γ' της παραγράφου 1 και η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 4099/2012 (Α' 250), τα άρθρα 8, 11, 37, 38 του ν. 4099/2012 (Α' 250), η παράγραφος 1, οι περιπτώσεις β' και γ' της παραγράφου 2 και η παρ. 3 του άρθρου 75 του ν. 4099/2012 (Α' 250), και η παρ. 2 του άρθρου 77 του ν. 4099/2012 (Α' 250) εφαρμόζονται αναλόγως.
Οι προβλεπόμενες στα αναφερόμενα στην παρούσα παράγραφο άρθρα του ν. 4099/2012 (Α' 250) κοινοποιήσεις, ενημερώσεις, υποβολές, άδειες, αποφάσεις και εποπτικές εξουσίες αφορούν στην Εποπτική Αρχή.

3. Τα περιουσιακά στοιχεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων καταχωρούνται υποχρεωτικά και φυλάσσονται με κοινή ευθύνη της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και του θεματοφύλακα στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.), που προβλέπεται από τα άρθρα 39 επ. του ν. 2396/1996 (Α' 73), όπως ισχύουν.

4. Η φύλαξη όλων των κινητών αξιών, ρευστών διαθεσίμων και λοιπών μέσων χρηματαγοράς που διαθέτουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους θεματοφύλακες που εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος και ασκούν δραστηριότητες μέσω υποκαταστήματος στην Ελλάδα. Ο θεματοφύλακας ευθύνεται για την ταμειακή παρακολούθηση και διαχείριση των κινήσεων των επενδύσεων του προηγούμενου εδαφίου σύμφωνα με τις οδηγίες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, οι δε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να παρακολουθούν την ορθή εκτέλεση των οδηγιών τους από τον θεματοφύλακα. Ο θεματοφύλακας δύναται να αναθέτει τη φύλαξη του συνόλου ή μέρους των επενδύσεων του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου σε τρίτα πρόσωπα που είναι πιστωτικά ιδρύματα ή οργανισμοί που παρέχουν υπηρεσίες θεματοφυλακής και εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος και υπόκεινται σε κανόνες εποπτείας τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που ισχύουν στην Ελλάδα. Ο θεματοφύλακας και το τρίτο πρόσωπο φέρουν ευθύνη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έναντι της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.
Τα στοιχεία του θεματοφύλακα και των τρίτων προσώπων γνωστοποιούνται στην Εποπτική Αρχή, παρέχουν δε σε αυτήν κάθε αναγκαίο στοιχείο για την άσκηση του εποπτικού της έργου και συνεργάζονται για την εφαρμογή των διατάξεων περί εντοπισμού, δέσμευσης, κατάσχεσης και άρσης απορρήτου.

5. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται οι οργανωτικές προϋποθέσεις, η τακτική και έκτακτη πληροφόρηση, προσυμβατική ή και μεταγενέστερη της ασφάλισης, προς τους ασφαλισμένους και την Εποπτική Αρχή, και εξειδικεύονται οι διαδικασίες και προϋποθέσεις για τροποποιήσεις κανονισμών και λύσεις, διασπάσεις και συγχωνεύσεις εσωτερικών μεταβλητών κεφαλαίων, καθώς και οι αρμοδιότητες και υποχρεώσεις του θεματοφύλακα.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, αναφορικά με τους ασφαλιστικούς κινδύνους που βρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δύναται να διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς.

2. Ανακτήσιμα ποσά και απαιτήσεις από αντασφαλιστικές συμβάσεις έναντι επιχειρήσεων που δεν έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με τον παρόντα νόμο ή την Οδηγία 2009/138/ΕΚ ή που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα το καθεστώς φερεγγυότητας της οποίας δεν έχει εξεταστεί ή δεν θεωρείται ισοδύναμο, σύμφωνα με το άρθρο 141 του παρόντος, θεωρούνται ότι έχουν μηδενική αξία, εκτός των περιπτώσεων που οι επιχειρήσεις έναντι των οποίων υφίστανται οι απαιτήσεις διαθέτουν υψηλή πιστοληπτική ικανότητα ή έχουν δοθεί κατάλληλες εγγυήσεις ή δεσμεύσεις ή τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν τα ανωτέρω ανακτήσιμα ποσά και τις απαιτήσεις βρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το είδος και το ύψος των εγγυήσεων ή δεσμεύσεων και οι ελάχιστες απαιτήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, αναφορικά με επενδύσεις σε συσκευασμένα ή λοιπά δομημένα επενδυτικά προϊόντα.

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες προκειμένου να εντοπίζουν την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης και να ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή σε περίπτωση που συμβαίνει τέτοια επιδείνωση.

Αν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις περί τεχνικών προβλέψεων της Ενότητας 2 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους, η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση στοιχείων του ενεργητικού, αφού γνωστοποιήσει προηγουμένως αμελλητί την πρόθεσή της αυτή στις εποπτικές αρχές των κρατών μελών υποδοχής στην περίπτωση επιχείρησης που δραστηριοποιείται σε άλλο κράτος - μέλος, προσδιορίζοντας ταυτοχρόνως τα στοιχεία του ενεργητικού που πρέπει να καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα, αιτούμενη τη λήψη εκ μέρους τους ανάλογων μέτρων για την υλοποίηση της ως άνω απόφασης.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή, μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούν ή υπάρχει κίνδυνος να μην πληρούν εντός του προσεχούς τριμήνου την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

2. Εντός δύο μηνών από τη διαπίστωση της ως άνω μη συμμόρφωσής της, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει προς έγκριση στην Εποπτική Αρχή ρεαλιστικό σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης, το οποίο προσδιορίζει και περιέχει όλα τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα, ώστε η επιχείρηση να επιτυγχάνει την αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, ώστε να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση της επιχείρησης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

3. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τροποποιήσεις επί του ανωτέρω υποβληθέντος σχεδίου, χορηγεί δε έγκριση επ' αυτού, μόνο εφόσον πείθεται ότι το σχέδιο πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του παρόντος και ότι αυτές υλοποιούνται εντός εξαμήνου από τη διαπίστωση της μη συμμόρφωσης της παραγράφου 2 του παρόντος,
Παράταση του εξαμήνου κατά τρεις επιπλέον μήνες χορηγείται με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, εφόσον κρίνει ότι είναι απαραίτητο.

4. Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή διαπιστώσει ότι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων, είναι πιθανόν να μην είναι σε θέση να εφαρμόσουν κάποιο από τα μέτρα της παραγράφου 2 εντός των χρονικών ορίων της παραγράφου 3 του παρόντος, δύναται να υποβάλει αίτημα στην ΕΑΑΕΣ, ώστε η ΕΑΑΕΣ να διαπιστώσει την ύπαρξη, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, έκτακτων δυσμενών καταστάσεων.
Η ΕΑΑΕΣ διαπιστώνει, επί τη βάσει είτε του αιτήματος του προηγουμένου εδαφίου είτε του άρθρου 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, την ύπαρξη έκτακτων δυσμενών καταστάσεων που επηρεάζουν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αποτελούν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της, δύναται να παρατείνει, αναφορικά με τις πληττόμενες επιχειρήσεις, την περίοδο που καθορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του παρόντος με επιπλέον κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα επτά (7) έτη, αφού λάβει υπόψη της όλους τους σχετικούς παράγοντες, τη μέση οικονομική διάρκεια (duration) των τεχνικών προβλέψεων συμπεριλαμβανομένης.
Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται με την ΕΑΑΕΣ και παρέχει κάθε αναγκαία πληροφορία ώστε η ΕΑΑΕΣ να μπορεί να αξιολογεί σε τακτική βάση κατά πόσο οι καταστάσεις της παρούσας παραγράφου εξακολουθούν να υφίστανται ή έχουν πάψει να υφίστανται.
Η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που εμπίπτει στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος, υποβάλει κάθε τρεις μήνες έκθεση προόδου στην Εποπτική Αρχή, στην οποία προσδιορίζει τα μέτρα που λαμβάνει και την πρόοδο που έχει σημειώσει στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου για τη διασφάλιση της συμμόρφωσής της προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.
Η απόφαση περί παράτασης της προθεσμίας, που η Εποπτική Αρχή έχει λάβει δυνάμει της παρούσας παραγράφου, ανακαλείται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή, σε περίπτωση που κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής, η επιχείρηση δεν αποδεικνύει στην ως άνω τακτική έκθεση προόδου της ότι έχει σημειώσει αξιόλογη πρόοδο στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία της διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας μέχρι την ημερομηνία υποβολής της έκθεσης προόδου.
Έκτακτες δυσμενείς καταστάσεις υφίστανται όταν η χρηματοοικονομική κατάσταση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων επηρεάζονται σημαντικά ή δυσμενώς από μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες καταστάσεις:
α) απρόβλεπτη, μεγάλη και απότομη πτώση στις χρηματοπιστωτικές αγορές,
β) ύπαρξη παρατεταμένου περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων,
γ) καταστροφικό συμβάν με σοβαρό αντίκτυπο.

5. Σε έκτακτες περιπτώσεις που η Εποπτική Αρχή πιθανολογεί περαιτέρω επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης δύναται να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, ενδεικτικά να λαμβάνει τα μέτρα εξυγίανσης του παρόντος νόμου, καθώς και με απόφασή της να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης αυτής. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει τις εποπτικές αρχές των κρατών - μελών υποδοχής για κάθε ληφθέν μέτρο, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα, αιτούμενη τη λήψη εκ μέρους τους ανάλογων μέτρων για την υλοποίηση της ως άνω απόφασης.

6. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο χρόνος υποβολής και ενδεικτικό περιεχόμενο της έκθεσης προόδου, το ελάχιστο περιεχόμενο του σχεδίου οικονομικής ανάκαμψης της παραγράφου 2 του παρόντος.

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή, μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούν ή κινδυνεύουν εντός του προσεχούς τριμήνου να μην πληρούν την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση.

2. Εντός μηνός από τη διαπίστωση της ως άνω μη συμμόρφωσής της, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει προς έγκριση στην Εποπτική Αρχή, ρεαλιστικό πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, προκειμένου να αποκαταστήσει, εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης, τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια τουλάχιστον στο επίπεδο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης ή να μειώσει το προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλιστεί συμμόρφωση της προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση.

3. Η Εποπτική Αρχή δύναται να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, καθώς και με απόφασή της να περιορίζει ή να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης αυτής. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή, εφόσον πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση που δραστηριοποιείται σε άλλο κράτος - μέλος, ενημερώνει τις εποπτικές αρχές των κρατών - μελών υποδοχής για κάθε ληφθέν μέτρο, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα, αιτούμενη τη λήψη εκ μέρους τους ανάλογων μέτρων για την υλοποίηση της ως άνω απόφασης.

4. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο του προγράμματος βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης.

Η απαγόρευση της ελεύθερης διάθεσης στοιχείων του ενεργητικού των επιχειρήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 108 έως 110 και της παραγράφου 2 του άρθρου 114 του παρόντος, σημειώνεται κατά περίπτωση στα οικεία βιβλία μεταγραφών ή υποθηκών ή στα βιβλία του πιστωτικού ιδρύματος, όπου υπάρχει σχετική κατάθεση, ύστερα από αίτηση της Εποπτικής Αρχής. Η ως άνω απαγόρευση αίρεται μερικά ή ολικά με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην απόφαση πρέπει να αναφέρονται και οι όροι της άρσης. Τόσο η απαγόρευση όσο και η άρση αυτής κοινοποιούνται στις εποπτικές αρχές των ενδιαφερομένων κρατών-μελών.
Η Εποπτική Αρχή υποχρεούται να συνδράμει στην εκτέλεση απόφασης της αρμόδιας αρχής του κράτους καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης επιβάλλοντας απαγόρευση της ελεύθερης διάθεσης των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης που βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, η οποία έχει ληφθεί δυνάμει των άρθρων 137 έως 139 και της παραγράφου 2 του άρθρου 144 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ, κατόπιν αίτησης της αρμόδιας αρχής του κράτους καταγωγής, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού, των οποίων η ελεύθερη διάθεση θα πρέπει να απαγορευτεί.

Κατά παρέκκλιση των άρθρων 109 και 110 του παρόντος, εάν η κατάσταση φερεγγυότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εξακολουθήσει να επιδεινώνεται, η Εποπτική Αρχή λαμβάνει κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των αντισυμβαλλομένων της επιχείρησης ως κάθε άλλου δικαιούχου απαιτήσεων από ασφάλιση σε περίπτωση ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ή των υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις αντασφάλισης, όπως ενδεικτικά να λαμβάνει τα μέτρα εξυγίανσης του παρόντος νόμου, να ανακαλεί προσωρινά ή οριστικά την άδεια λειτουργίας ορισμένων ή όλων των κλάδων που ασκεί.
Τα ανωτέρω μέτρα που λαμβάνονται από την Εποπτική Αρχή πρέπει να είναι επαρκή και ανάλογα με το μέγεθος και τη διάρκεια της επιδείνωσης της κατάστασης φερεγγυότητας της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

1. Το σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης, που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 109 του παρόντος και το πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 110 του παρόντος, περιλαμβάνουν τουλάχιστον κατάλληλα στοιχεία ή τεκμήρια που αφορούν τα εξής:
α) τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες,
β) τις προβλέψεις εσόδων και εξόδων, τόσο για τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και τις αποδοχές αντασφάλισης όσο και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης,
γ) την πρόβλεψη ισολογισμών, τουλάχιστον τριών (3) ετών,
δ) τις προβλέψεις σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς πόρους που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις, καθώς και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση,
ε) τη συνολική πολιτική αντασφάλισης της επιχείρησης.

2. Στις επιχειρήσεις που έχει απαιτηθεί να υποβάλουν πρόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης ή πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, η Εποπτική Αρχή δεν εκδίδει πιστοποιήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 118 του παρόντος προκειμένου αυτές να δραστηριοποιηθούν σε άλλο κράτος - μέλος, μέσω υποκαταστήματος ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, για όσο χρονικό διάστημα η Εποπτική Αρχή θεωρεί ότι τα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή οι συμβατικές ασφαλιστικές υποχρεώσεις της αντασφαλιστικής επιχείρησης δεν είναι διασφαλισμένα ή να αναλάβουν σχετικό χαρτοφυλάκιο. Στην περίπτωση που ήδη δραστηριοποιούνται σε άλλο κράτος - μέλος με υποκατάστημα ή ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η Εποπτική Αρχή δύναται να παύει τη δραστηριοποίηση αυτή μέχρι την ολοκλήρωση των προγραμμάτων.

3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να καθορίζονται πρόσθετα στοιχεία που μπορούν να αποτελούν περιεχόμενο του υποβλητέου προγράμματος οικονομικής ανάκαμψης ή του προγράμματος βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, όπως ενδεικτικά αποτελέσματα χρήσης, πρόβλεψη ταμειακών ροών, αποτελέσματα ανά κλάδο ασφάλισης ή κατηγορία δραστηριοτήτων, αναλυτική τεκμηρίωση παραδοχών.

1. Η Εποπτική Αρχή δύναται να ανακαλεί την άδεια που χορηγήθηκε σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) εάν η επιχείρηση δεν κάνει χρήση της άδειας εντός δωδεκαμήνου από τη χορήγησή της, παραιτηθεί ρητά από αυτήν ή παύσει να ασκεί τις δραστηριότητές της για περίοδο μεγαλύτερη του εξαμήνου, εκτός και εάν η απόφαση αδειοδότησης σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12 του παρόντος προβλέπει ότι, στις περιπτώσεις αυτές, λήγει αυτοδικαίως η ισχύς της άδειας,
β) η επιχείρηση δεν πληροί πλέον τους όρους χορήγησης άδειας,
γ) η επιχείρηση παραβιάζει σοβαρά τις κάθε είδους υποχρεώσεις που υπέχει κατ' εφαρμογήν της ισχύουσας ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας και κανονιστικών αποφάσεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή αυτών, περιλαμβανομένης της περίπτωσης καταδίκης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 258 του παρόντος, ή αν απειλούνται τα συμφέροντα των ασφαλισμένων ή η δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη, ή εφόσον αρνείται ή αδικαιολογήτως καθυστερεί την καταβολή του επιδικασθέντος ασφαλίσματος βάσει τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως.
Η Εποπτική Αρχή δύναται να ανακαλεί την άδεια που χορηγήθηκε σε ασφαλιστική επιχείρηση, που ασκεί αντασφάλιση κλάδου για τον οποίον δεν διαθέτει άδεια άσκησης πρωτασφάλισης.
Η Εποπτική Αρχή ανακαλεί υποχρεωτικά την άδεια που έχει χορηγήσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αν η επιχείρηση δεν συμμορφώνεται προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και η Εποπτική Αρχή κρίνει ότι το υποβληθέν πρόγραμμα χρηματοδότησης είναι καταφανώς ανεπαρκές ή η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με το εγκεκριμένο πρόγραμμα εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση.

2. Σε περίπτωση ανάκλησης ή λήξης της ισχύος της άδειας, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει σχετικά τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών - μελών, οι οποίες λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εμποδίσουν την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να αναλάβει νέες εργασίες στο έδαφός τους.
Η Εποπτική Αρχή λαμβάνει, σε συνεργασία με αυτές τις αρχές, κάθε κατάλληλο μέτρο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και περιορίζει ιδίως την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατ' εφαρμογή του άρθρου 111 του παρόντος.

3. Κάθε απόφαση ανάκλησης της άδειας πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να γνωστοποιείται στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. Αυτό ισχύει και στις περιπτώσεις που η ανάκληση γίνεται για λόγους που στηρίζονται αποκλειστικά στη νομοθεσία σχετικά με ανώνυμες εταιρείες και συνεταιρισμούς.

4. Με την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ανακαλείται αυτοδίκαια η άδεια σύστασης και επέρχεται η λύση της.

5. Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική ανώνυμη εταιρεία μπορεί να μετατραπεί σε άλλου είδους εμπορική ανώνυμη εταιρεία μετά από απόφαση της Εποπτικής Αρχής, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αν έχουν λήξει όλα τα ασφαλιστήριά της και δεν υπάρχουν εκκρεμείς δίκες και απαιτήσεις κατ' αυτής με αντικείμενο ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές παροχές ή έχει εγκριθεί μεταβίβαση του συνόλου του χαρτοφυλακίου της σύμφωνα με το άρθρο 28 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτήν δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του παρόντος.

1. Ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος - μέλος ενημερώνει για την πρόθεσή της αυτή την Εποπτική Αρχή, υποβάλλοντας τις ακόλουθες πληροφορίες και έγγραφα:
α) την ονομασία του κράτους - μέλους, στο έδαφος του οποίου προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα,
β) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της, στο οποίο πρέπει να αναφέρονται τουλάχιστον το είδος των προτεινόμενων εργασιών και η διοικητική οργάνωση του υποκαταστήματος,
γ) το όνομα του προσώπου το οποίο εξουσιοδοτείται να τη δεσμεύει έναντι τρίτων και να την αντιπροσωπεύει έναντι των αρχών, δικαστικώς και εξωδίκως (εφεξής καλούμενο «νόμιμος αντιπρόσωπος»),
δ) διεύθυνση αντικλήτου στο κράτος - μέλος υποδοχής, από την οποία λαμβάνονται και στην οποία παραδίδονται έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων όλων των κοινοποιήσεων που απευθύνονται στο νόμιμο αντιπρόσωπο,
ε) σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση πρόκειται να ασκήσει στο κράτος - μέλος υποδοχής τον κλάδο 10 «Ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα», εξαιρουμένης της ευθύνης του μεταφορέα, τη δήλωση εγγραφής της στο αντίστοιχο γραφείο διεθνούς ασφάλισης και στο εθνικό ταμείο εγγυήσεων του κράτους - μέλους υποδοχής.

2. Κάθε τροποποίηση των πληροφοριών που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με τις περιπτώσεις β', γ' ή δ' της παραγράφου 1 του παρόντος, γνωστοποιείται εγγράφως και με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες στην Εποπτική Αρχή και στην εποπτική αρχή του κράτους - μέλους του υποκαταστήματος τουλάχιστον ένα μήνα πριν πραγματοποιηθεί η τροποποίηση αυτή, ώστε οι εποπτικές αρχές να μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις εποπτείας του άρθρου 116 του παρόντος.

3. Ασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει σε άλλο κράτος - μέλος μπορεί να ιδρύσει υποκατάστημα στην Ελλάδα, εφόσον η εποπτική αρχή καταγωγής της κοινοποιήσει στην Εποπτική Αρχή τις ακόλουθες πληροφορίες και έγγραφα:
α) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της, στο οποίο πρέπει να αναφέρονται τουλάχιστον το είδος των προτεινόμενων εργασιών και η διοικητική οργάνωση του υποκαταστήματος,
β) πληρεξούσιο διορισμού του νομίμου αντιπροσώπου κατά την έννοια του άρθρου 261 του παρόντος, ο οποίος πρέπει να έχει επαρκή εξουσία για να δεσμεύει, έναντι τρίτων, την ασφαλιστική επιχείρηση και στην περίπτωση των Lloyd's, τους ενδιαφερόμενους ασφαλιστές και να την ή τους αντιπροσωπεύει ενώπιον των ελληνικών αρχών και των δικαστηρίων. Εάν ο νόμιμος αντιπρόσωπος είναι νομικό πρόσωπο πρέπει να ορίσει φυσικό πρόσωπο για την εκπροσώπησή του. Όσον αφορά στην περίπτωση των Lloyd's, σε περίπτωση ενδεχόμενων διαφορών οι οποίες σχετίζονται με αναληφθείσες υποχρεώσεις, δεν πρέπει να προκύπτουν για τους ασφαλισμένους δυσχέρειες μεγαλύτερες από εκείνες που ήταν ενδεχόμενο να προκύψουν εάν οι διαφορές αυτές αφορούσαν συνήθεις ασφαλιστικές επιχειρήσεις,
γ) διεύθυνση στην Ελλάδα, στην οποία θα ζητούνται και θα παραδίδονται έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων των κοινοποιήσεων που θα απευθύνονται στο νόμιμο αντιπρόσωπο,
δ) σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση πρόκειται να ασκήσει στην Ελλάδα τον κλάδο 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα», εξαιρουμένης της ευθύνης του μεταφορέα, τη δήλωση εγγραφής της στο Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης και το Επικουρικό Κεφάλαιο,
ε) την πιστοποίηση ότι η ασφαλιστική επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως αυτές προσδιορίζονται στα άρθρα 100 και 129 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

4. Κάθε τροποποίηση των υποβληθεισών πληροφοριών, υπό στοιχεία α', β' ή γ' της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου γνωστοποιείται εγγράφως στην Εποπτική Αρχή και στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής τουλάχιστον ένα μήνα πριν πραγματοποιηθεί η τροποποίηση αυτή, ώστε οι εποπτικές αρχές να μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις εποπτείας του άρθρου 116 του παρόντος.

5. Η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί στην εποπτική αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής τις διατάξεις δημοσίου συμφέροντος κατά το ελληνικό δίκαιο, εφόσον είναι αναγκαίο. Η ανωτέρω κοινοποίηση γίνεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας διμήνου από την παραλαβή
των πληροφοριών της παραγράφου 3 του παρόντος.
Το υποκατάστημα αρχίζει τις εργασίες μετά τη λήψη από την εποπτική αρχή καταγωγής των πληροφοριών του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου και σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο της δίμηνης προθεσμίας.

6. Η Εποπτική Αρχή τηρεί μητρώο υποκαταστημάτων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τους ασκούμενους από κάθε ευρωπαϊκή επιχείρηση ασφαλιστικούς κινδύνους ή κλάδους ή τις αντασφαλιστικές δραστηριότητες. Το μητρώο ενημερώνεται εντός εύλογου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής.

1. Η Εποπτική Αρχή αποστέλλει, εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών της παραγράφου 1 του άρθρου 115 του παρόντος, τις πληροφορίες αυτές στις εποπτικές αρχές του κράτους - μέλους υποδοχής ενημερώνοντας παράλληλα την αιτούσα επιχείρηση, εκτός εάν, λαμβάνοντας υπ' όψιν τις σχεδιαζόμενες εργασίες, η Εποπτική Αρχή έχει λόγους να αμφισβητεί την επάρκεια του συστήματος διακυβέρνησης ή τη χρηματοοικονομική κατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης ή την εκπλήρωση της κατ' άρθρο 31 του παρόντος υποχρέωσης καταλληλότητας και αξιοπιστίας του νόμιμου αντιπροσώπου.
Πέραν των αναφερομένων στο προηγούμενο εδάφιο, η Εποπτική Αρχή πιστοποιεί στις αρμόδιες αρχές υποδοχής ότι η ασφαλιστική επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως αυτές προσδιορίζονται στα άρθρα 76 και 102 του παρόντος.

2. Η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί στην ασφαλιστική επιχείρηση, εντός της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου, τυχόν απόφασή της να μην αποστείλει τις σχετικές πληροφορίες της παραγράφου 1 στις αρμόδιες αρχές υποδοχής. Η απόφαση θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη.
Η άρνηση αυτή ή η παράλειψη απάντησης υπόκειται στον έλεγχο ακύρωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας και αποτελεί αντικείμενο άσκησης ενδίκων μέσων στην Ελλάδα.

3. Η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί στην ασφαλιστική επιχείρηση, τυχόν διατάξεις δημοσίου συμφέροντος του κράτους υποδοχής του υποκαταστήματος, εφόσον αυτές της γνωστοποιηθούν από την αρμόδια εποπτική αρχή του υποκαταστήματος, εντός αποκλειστικής προθεσμία διμήνου από την παραλαβή των πληροφοριών της παραγράφου 1 του παρόντος.

4. Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να ιδρύσει το υποκατάστημα και να αρχίσει τις εργασίες από την ημερομηνία που η Εποπτική Αρχή έλαβε την πληροφόρηση της παραγράφου 3 του παρόντος ή σε περίπτωση μη λήψης πληροφόρησης κατά τη λήξη της δίμηνης περιόδου που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος.

1. Η άσκηση στην Ελλάδα ασφαλίσεων με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από ασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει σε άλλο κράτος - μέλος προϋποθέτει την κοινοποίηση στην Εποπτική Αρχή:
α) Από την εποπτική αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης της επωνυμίας της επιχείρησης και της διεύθυνσης της έδρας της, καθώς και των ακόλουθων δικαιολογητικών και πληροφοριών:
αα) βεβαίωση, στην οποία πιστοποιείται ότι η ασφαλιστική επιχείρηση καλύπτει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, που υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 100 και 129 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ,
αβ) τους ασφαλιστικούς κλάδους, στους οποίους η ασφαλιστική επιχείρηση έχει λάβει άδεια να ασκεί δραστηριότητες,
αγ) τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που η ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να καλύψει στην Ελλάδα,
β) Από την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση σε περίπτωση άσκησης του κλάδου 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», εκτός της ευθύνης του μεταφορέα,
βα) πληρεξούσιο διορισμού του ειδικού αντιπροσώπου του άρθρου 120 του παρόντος,
ββ) δήλωση εγγραφής της ασφαλιστικής επιχείρησης στο Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης και το Επικουρικό Κεφάλαιο.

2. Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητες από την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώνεται από την εποπτική αρχή καταγωγής της σχετικά με την κοινοποίηση που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο της ως άνω παραγράφου 1 του παρόντος.

3. Η Εποπτική Αρχή τηρεί μητρώο ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ασφαλιστικών. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τους ασκούμενους από κάθε ευρωπαϊκή επιχείρηση ασφαλιστικούς κινδύνους ή κλάδους. Το μητρώο ενημερώνεται εντός εύλογου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής.

4. Επιπλέον, και εφόσον είναι αναγκαίο, η Εποπτική Αρχή μπορεί να γνωστοποιεί εγγράφως στην ασφαλιστική επιχείρηση τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες για λόγους δημοσίου συμφέροντος πρέπει να ασκεί τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα.

1. Κάθε ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να ασκήσει για πρώτη φορά τις δραστηριότητές της υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, σε ένα ή περισσότερα κράτη - μέλη, κοινοποιεί προηγουμένως στην Εποπτική Αρχή την πρόθεσή της αυτή, δηλώνοντας τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύπτει.

2. Εντός μηνός από την προβλεπόμενη στην προηγούμενη παράγραφο κοινοποίηση, η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί σε όλες τις αρμόδιες εποπτικές αρχές υποδοχής τα ακόλουθα:
α) βεβαίωση, στην οποία πιστοποιείται ότι η ασφαλιστική επιχείρηση καλύπτει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, που υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 76 και 102 του παρόντος,
β) τους ασφαλιστικούς κλάδους, στους οποίους η ασφαλιστική επιχείρηση έχει λάβει άδεια να ασκεί δραστηριότητες,
γ) τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που η ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να καλύψει στο κράτος - μέλος παροχής.
Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει αμελλητί την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση σχετικά με την προαναφερόμενη κοινοποίηση.

3. Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητες από την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώνεται από την Εποπτική Αρχή σχετικά με την κοινοποίηση που προβλέπεται από την ως άνω παράγραφο 2.

4. Η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί στην επιχείρηση, εντός της προθεσμίας της παραγράφου 2 του παρόντος, τυχόν απόφασή της να μην αποστείλει τις σχετικές πληροφορίες της παραγράφου 2 του παρόντος στις αρμόδιες αρχές υποδοχής. Η απόφαση θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη.
Η άρνηση αυτή ή η παράλειψη απάντησης υπόκειται στον έλεγχο ακύρωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας και αποτελεί αντικείμενο άσκησης ενδίκων μέσων στην Ελλάδα.

Κάθε τροποποίηση που η ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να επιφέρει στα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 117 του παρόντος υπόκειται στη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 117 και 118 του παρόντος.

1. Σε περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία μέσω εγκατάστασής της σε άλλο κράτος - μέλος, καλύπτει υπό το καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κινδύνους του κλάδου 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, στην Ελλάδα, η εν λόγω επιχείρηση οφείλει να εγγραφεί στο Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης και στο Επικουρικό Κεφάλαιο και να καταβάλει τις προβλεπόμενες από τον κ.ν. 489/1976 (Α' 331) εισφορές.

2. Οι ως άνω εισφορές καταβάλλονται αποκλειστικά και μόνο για τους κινδύνους του κλάδου 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, που καλύπτονται μέσω της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, οι εισφορές δε αυτές υπολογίζονται υποχρεωτικά επί της ίδιας βάσης, για τις επιχειρήσεις που καλύπτουν τους ίδιους κινδύνους μέσω εγκατάστασης στην Ελλάδα.

3. Η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί στην Ελλάδα μέσω ελεύθερης παροχής υπηρεσιών τον κλάδο 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» οφείλει να τηρεί τις διατάξεις του κ.ν. 489/1976 (Α' 331) και τις εκδοθείσες κατ' εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικές πράξεις που σχετίζονται με την προστασία του αιτούντος αποζημίωση συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που συνέβη στην Ελλάδα.

4. Για τους ως άνω αναφερόμενους σκοπούς, η επιχείρηση που καλύπτει κινδύνους του κλάδου 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα υποχρεούται να διορίζει ειδικό αντιπρόσωπο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα, ο οποίος θα συλλέγει τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τις απαιτήσεις από τα ασφαλιστήρια που καλύπτουν τους οικείους κινδύνους και θα διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να αντιπροσωπεύει την επιχείρηση έναντι των προσώπων που υπέστησαν ζημίες και θα μπορούσαν να προβάλουν αξίωση αποζημίωσης, συμπεριλαμβανομένης και της ικανοποίησης των αξιώσεων αυτών, καθώς και ενώπιον των δικαστηρίων και των αρχών σχετικά με τις αξιώσεις αυτές ή εφόσον απαιτείται να φροντίσει για την εν λόγω αντιπροσώπευση.
Ο ειδικός αντιπρόσωπος εκπροσωπεί στην Ελλάδα την ασφαλιστική επιχείρηση ενώπιον της Εποπτικής Αρχής και λοιπών αρχών σχετικά με τον έλεγχο της ύπαρξης και της ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου που καλύπτει την αστική ευθύνη του αυτοκινήτου.
Ο ορισμός ειδικού αντιπροσώπου δεν αποτελεί διορισμό νομίμου αντιπροσώπου κατά την έννοια του άρθρου 261 του παρόντος, ούτε αποτελεί ίδρυση υποκαταστήματος κατά την έννοια του άρθρου 115 του παρόντος ή εγκατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης κατά την έννοια της παραγράφου 11 του άρθρου 3 του παρόντος.

6. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση δεν έχει διορίσει ειδικό αντιπρόσωπο, τότε ο αντιπρόσωπος στην Ελλάδα για το διακανονισμό ζημιών που έχει ορίσει η επιχείρηση, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Οδηγίας 2000/26/ΕΚ, όπως έχει ενσωματωθεί με το άρθρο 4 του π.δ.10/2003 (Α' 7), ασκεί τα καθήκοντα και έχει τις υποχρεώσεις του ειδικού αντιπροσώπου ως ανωτέρω.

7. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα κριτήρια αξιοπιστίας και καταλληλότητας που θα πρέπει να πληρούν σε συνεχή βάση τα πρόσωπα της παραγράφου 4 του παρόντος.

Για τη γλώσσα υποβολής των εγγράφων από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος που λειτουργούν στην Ελλάδα είτε με καθεστώς εγκατάστασης είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στην Εποπτική Αρχή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 262 του παρόντος.

1. Οι γενικοί και ειδικοί όροι των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων, ή στην περίπτωση της ασφάλισης ζωής, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα είτε με καθεστώς εγκατάστασης είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των τεχνικών προβλέψεων και τυχόν άλλων υποδειγμάτων και εγγράφων που η επιχείρηση προτίθεται να χρησιμοποιεί στις σχέσεις της με τους αντισυμβαλλομένους, δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση, ούτε κοινοποιούνται συστηματικά σε καμία διοικητική αρχή.
Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

2. Κατά παρέκκλιση των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος:
α) Στοιχεία επί των τιμολογίων και των αυξήσεων επ' αυτών μπορούν να κοινοποιούνται αποκλειστικά στην Εποπτική Αρχή, κατόπιν απόφασής της, που εκδίδεται επί τη βάσει του παρόντος άρθρου, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καθορίζει ρητά ότι η κοινοποίηση γίνεται μόνο στο πλαίσιο γενικού ελέγχου τιμών. Στην απόφαση προσδιορίζονται οι λοιπές αρμόδιες διοικητικές αρχές, που μπορούν να λαμβάνουν τη σχετική πληροφορία στο πλαίσιο τυχόν αρμοδιότητάς τους επί του γενικού ελέγχου τιμών και εξειδικεύονται η μορφή, ο χρόνος παροχής και εν γένει κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά στην παροχή της ως άνω πληροφορίας και την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Διάταξη που επιβάλλει ή κατ' αποτέλεσμα καθιερώνει την προηγούμενη κοινοποίηση ή την έγκριση προτεινόμενων αυξήσεων τιμολογίων από οποιαδήποτε διοικητική αρχή καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
β) Η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος που προτίθενται να ασκήσουν ασφάλιση στην Ελλάδα την υποχρέωση να κοινοποιούν σε αυτήν, σε μη συστηματική βάση, τους όρους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή των άλλων εγγράφων που προτίθενται να χρησιμοποιήσουν. Η τήρηση της ως άνω υποχρέωσης δεν συνιστά για την ασφαλιστική επιχείρηση απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της δραστηριότητάς της.

1. Ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος που λειτουργεί στην Ελλάδα με υποκατάστημα ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και δεν τηρεί την κείμενη νομοθεσία υποχρεούται να συμμορφωθεί άμεσα σε σχετική υπόδειξη της Εποπτικής Αρχής.

2. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή καταγωγής της επιχείρησης, η οποία λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα και ενημερώνει σχετικά την Εποπτική Αρχή.
Η Εποπτική Αρχή ως αρμόδια αρχή καταγωγής λαμβάνει αμελλητί τα κατάλληλα μέτρα για ασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει στην Ελλάδα και ασκεί ασφαλίσεις σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε με υποκατάστημα είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εφόσον λάβει ειδοποίηση από αρμόδια αρχή υποδοχής ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται στην κείμενη στο κράτος αυτό νομοθεσία. Τα εν λόγω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν την απαγόρευση ανάληψης νέων εργασιών στην Ελλάδα ή σε ένα ή περισσότερα κράτη που η επιχείρηση ασκεί ασφαλίσεις. Μετά τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή υποδοχής.
Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή καταγωγής, δεν λάβει μέτρα ή λάβει αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των ληφθέντων μέτρων, εφόσον η ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση εξακολουθεί να παραβιάζει την κείμενη στο κράτος αυτό νομοθεσία και η εποπτική αρχή του εν λόγω κράτους - μέλους λάβει κατάλληλα μέτρα δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου 155 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ, τα μέτρα αυτά έχουν αποτέλεσμα και στην Ελλάδα.
Η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή καταγωγής, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

3. Εάν τα μέτρα του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου δεν ελήφθησαν από την αρμόδια αρχή καταγωγής ή ελήφθησαν μεν αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των ληφθέντων μέτρων εφόσον η ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος εξακολουθεί να παραβιάζει την κείμενη νομοθεσία, η Εποπτική Αρχή μπορεί, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την επιβολή κυρώσεων για νέες παραβατικές πράξεις και παραλείψεις της επιχείρησης και, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, να απαγορεύσει στην επιχείρηση την άσκηση νέων ασφαλιστικών εργασιών στην Ελλάδα.
Η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή υποδοχής, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

4. Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος η Εποπτική Αρχή μπορεί, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την καταστολή για αντικείμενες στην κείμενη νομοθεσία πράξεις ή παραλείψεις ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος που διενεργούνται σε ελληνικό έδαφος. Στα μέτρα περιλαμβάνεται και η δυνατότητα της Εποπτικής Αρχής να απαγορεύσει στην επιχείρηση την άσκηση νέων ασφαλιστικών εργασιών στην Ελλάδα.
Η Εποπτική Αρχή μπορεί, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα και να ανακαλεί προσωρινά ή οριστικά την άδεια λειτουργίας ορισμένων ή όλων των κλάδων που ασκεί ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση η οποία προβαίνει σε άσκηση ασφαλιστικών εργασιών σε άλλο κράτος - μέλος παρά την άρνηση της Εποπτικής Αρχής για γνωστοποίηση ή κοινοποίηση πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 116 και 118 του παρόντος.

5. Οι παράγραφοι 1 έως 3 του παρόντος δεν θίγουν το δικαίωμα της Εποπτικής Αρχής για επιβολή κυρώσεων επί πράξεων ή παραλείψεων της επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα, εφόσον παραβιάζουν την κείμενη νομοθεσία.

6. Εάν η ασφαλιστική επιχείρηση που έχει διαπράξει την παράβαση διαθέτει εγκατάσταση ή περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει επί της εγκατάστασης τις προβλεπόμενες στην κείμενη νομοθεσία κυρώσεις περιλαμβανομένου και του περιορισμού της ελεύθερης διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης που βρίσκονται στην Ελλάδα.

7. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ' εφαρμογή των παραγράφων 2 έως 6 του παρόντος και συνεπάγεται περιορισμούς στην άσκηση της ασφαλιστικής δραστηριότητας απαιτεί αιτιολογία και κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση.

8. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα υποβάλλουν σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία στην Εποπτική Αρχή κάθε στοιχείο που η Εποπτική Αρχή τους ζητά για την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων σύμφωνα με το παρόν άρθρο εφόσον και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η έδρα είναι στην Ελλάδα, έχουν την ίδια υποχρέωση.

9. Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΑΕΣ για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων στις οποίες σημειώθηκε άρνηση γνωστοποίησης ή κοινοποίησης πληροφοριών κατ' εφαρμογή των άρθρων 116 και 118 του παρόντος και η Εποπτική Αρχή έλαβε μέτρα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος.

10. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την κατά περίπτωση εφαρμογή των κανόνων ποινικού δικαίου περιλαμβανομένων των ποινικών κυρώσεων που προβλέπει η ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία στην Ελλάδα.

11. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται ενδεικτικές περιπτώσεις υπέρβασης του καθεστώτος δραστηριοποίησης με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος μπορούν να διαφημίζουν στην Ελλάδα, τις υπηρεσίες που παρέχουν, με όλα τα μέσα επικοινωνίας που είναι διαθέσιμα, εφόσον τηρούν την κείμενη νομοθεσία που διέπει τη μορφή και το περιεχόμενο αυτής της διαφήμισης και έχουν θεσπιστεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

1. Ασφαλιστήρια συμβόλαια υπόκεινται αποκλειστικά στις προβλέψεις του ελληνικού δικαίου ως προς τους οφειλόμενους έμμεσους φόρους, τα τέλη, τα τυχόν δικαιώματα και τις εισφορές υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ή τρίτων προσώπων, εφόσον κράτος - μέλος του κινδύνου ή της ασφαλιστικής υποχρέωσης είναι η Ελλάδα, σύμφωνα με τις παραγράφους 13 και 14 του άρθρου 3 του παρόντος.
Επίσης, στους ίδιους έμμεσους φόρους, τέλη, τυχόν δικαιώματα και εισφορές υπόκεινται και τα ασφαλιστήρια που αφορούν κινητά που περιλαμβάνονται σε ακίνητο το οποίο βρίσκεται στην Ελλάδα, εκτός από κινητά υπό εμπορική διαμετακόμιση, ακόμη και όταν το ακίνητο και το περιεχόμενό του δεν καλύπτονται με το ίδιο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

2. Το φορολογικό καθεστώς του παρόντος άρθρου ισχύει ανεξαρτήτως του εφαρμοστέου ασφαλιστική σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτό ρυθμίζεται στις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2008/593.

3. Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον συνάπτει ασφαλιστήρια συμβόλαια που αφορούν κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις που βρίσκονται στην Ελλάδα για τα ασφάλιστρα των οποίων εφαρμόζεται η ελληνική νομοθεσία κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος υποχρεούται να διορίσει φορολογικό αντιπρόσωπο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης δ' της παρ. 4 του άρθρου 36 του ν. 2859/2000 (Α' 248), ο οποίος έχει όλες τις φορολογικές υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που έχουν οι εγκατεστημένες στην Ελλάδα ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Η ύπαρξη του αντιπροσώπου αυτού δεν αποτελεί εγκατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 3 και του άρθρου 120 του παρόντος.

4. Οι υποχρεώσεις καταβολής των εμμέσων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων επί των ασφαλίστρων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος θεωρούνται απαιτητές στο νόμισμα των ασφαλίστρων και καταβάλλονται με βάσει την ισοτιμία ευρώ - ξένου νομίσματος της ημέρας της είσπραξης.

5. Ο φορολογικός αντιπρόσωπος, μαζί με τη δήλωση καταβολής του φόρου ασφαλίστρων του τελευταίου τριμήνου του προηγούμενου έτους, υποχρεούται να υποβάλλει στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία πλήρη κατάλογο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων της επιχείρησης που αντιπροσωπεύει, τα ασφάλιστρα των οποίων υπόκεινται στους έμμεσους φόρους και επιβαρύνσεις της παραγράφου 1 του παρόντος.

1. Αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος που λειτουργεί στην Ελλάδα με υποκατάστημα ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και δεν τηρεί την κείμενη νομοθεσία υποχρεούται να συμμορφωθεί άμεσα σε σχετική υπόδειξη της Εποπτικής Αρχής.

2. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή καταγωγής της επιχείρησης, η οποία λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα και ενημερώνει σχετικά την Εποπτική Αρχή.
Η Εποπτική Αρχή ως αρμόδια αρχή καταγωγής λαμβάνει αμελλητί τα κατάλληλα μέτρα για αντασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει στην Ελλάδα και ασκεί αντασφαλίσεις σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε με υποκατάστημα είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εφόσον λάβει ειδοποίηση από αρμόδια αρχή υποδοχής ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται στην κείμενη, στο κράτος αυτό, νομοθεσία. Τα εν λόγω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν την απαγόρευση ανάληψης νέων εργασιών στην Ελλάδα ή σε ένα ή περισσότερα κράτη που η επιχείρηση ασκεί εργασίες. Μετά τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή υποδοχής.
Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή καταγωγής, δεν λάβει μέτρα ή λάβει αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των ληφθέντων μέτρων, εφόσον η ελληνική αντασφαλιστική επιχείρηση εξακολουθεί να παραβιάζει την κείμενη, στο κράτος αυτό, νομοθεσία και η εποπτική αρχή του εν λόγω κράτους - μέλους λάβει κατάλληλα μέτρα δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 158 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ, τα μέτρα αυτά έχουν αποτέλεσμα και στην Ελλάδα.
Η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή καταγωγής, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

2. Εάν, τα μέτρα της προηγούμενης παραγράφου δεν ελήφθησαν από την αρμόδια αρχή καταγωγής ή ελήφθησαν μεν αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των ληφθέντων μέτρων, εφόσον η αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος εξακολουθεί να παραβιάζει την κείμενη νομοθεσία, η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή υποδοχής μπορεί, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την επιβολή κυρώσεων για νέες, αντικείμενες στην κείμενη νομοθεσία, πράξεις και παραλείψεις της επιχείρησης και, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, να απαγορεύσει στην επιχείρηση να ασκεί αντασφαλίσεις στην Ελλάδα.
Η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή υποδοχής, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

3. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου και συνεπάγεται περιορισμούς στην άσκηση της αντασφαλιστικής δραστηριότητας απαιτεί αιτιολογία και κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση.

4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την κατά περίπτωση εφαρμογή των κανόνων ποινικού δικαίου περιλαμβανομένων των ποινικών κυρώσεων που προβλέπει η ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία στην Ελλάδα.

1. Κάθε ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση γνωστοποιεί στην Εποπτική Αρχή, διακρίνοντας μεταξύ εργασιών που πραγματοποιεί υπό καθεστώς εγκατάστασης και εργασιών που πραγματοποιεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, το ποσό των ασφαλίστρων, των ασφαλιστικών ζημιών και των προμηθειών, πριν από την αφαίρεση του ποσού της αντασφάλισης, ανά κράτος - μέλος, ως εξής:
α) για την ασφάλιση κατά ζημιών, ανά κατηγορία δραστηριοτήτων,
β) για την ασφάλιση ζωής, ανά κατηγορία δραστηριοτήτων.
Για τον κλάδο 10 «αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του παρόντος, εξαιρουμένης της αστικής ευθύνης του μεταφορέα, η επιχείρηση γνωστοποιεί επίσης στην Εποπτική Αρχή τη συχνότητα και το μέσο κόστος των ασφαλιστικών ζημιών.

2. Η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί στις εποπτικές αρχές κάθε ενδιαφερόμενου κράτους μέλους που υποβάλλει σχετικό αίτημα, εντός εύλογης προθεσμίας από την υποβολή του αιτήματος, συγκεντρωτικά τα στοιχεία του παρόντος άρθρου.

3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα αναλυτικά στοιχεία που υποβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο χρόνος και συχνότητα υποβολής τους.

Σε περίπτωση εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που έχουν συναφθεί από υποκατάστημα ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εκπληρώνονται κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις λοιπές ασφαλιστικές συμβάσεις της επιχείρησης αυτής, αδιακρίτως ιθαγένειας ασφαλισμένων και δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση

Σε περίπτωση εκκαθάρισης αντασφαλιστικής επιχείρησης, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που έχουν συναφθεί από υποκατάστημα ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εκπληρώνονται κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις λοιπές αντασφαλιστικές συμβάσεις της επιχείρησης αυτής.

1. Για την άσκηση πρωτασφάλισης στην Ελλάδα από επιχείρηση τρίτης χώρας απαιτείται άδεια που χορηγεί η Εποπτική Αρχή στην αιτούσα ασφαλιστική επιχείρηση, σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαιότητας και εφόσον η επιχείρηση αυτή πληροί κατ' ελάχιστον τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) έχει άδεια για την άσκηση ασφαλίσεων σύμφωνα με το δίκαιο της έδρας της και για τους κλάδους που ζητά άδεια άσκησης ασφαλιστικών εργασιών στην Ελλάδα, β) ιδρύει υποκατάστημα στην Ελλάδα,
γ) δεσμεύεται ότι το υποκατάστημα θα διαθέτει λογιστική και διοικητική επάρκεια και αυτοτέλεια και ότι όλοι οι λογαριασμοί και τα στοιχεία που αφορούν την δραστηριότητα του υποκαταστήματος στην Ελλάδα θα τηρούνται στην έδρα του υποκαταστήματος,
δ) διορίζει νόμιμο αντιπρόσωπο στην Ελλάδα κατά την έννοια του άρθρου 261 του παρόντος. Εάν ο νόμιμος αντιπρόσωπος είναι νομικό πρόσωπο, οφείλει να έχει την έδρα του στην Ελλάδα και πρέπει να ορίσει για την εκπροσώπησή του φυσικό πρόσωπο που κατοικεί στην Ελλάδα και πληροί τα κριτήρια καταλληλότητας και αξιοπιστίας σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία,
ε) διαθέτει και διατηρεί στην Ελλάδα περιουσιακά στοιχεία αξίας τουλάχιστον ίσης με το ήμισυ του ορίου της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος και καταβάλλει ως εγγύηση ποσό που αντιστοιχεί κατ' ελάχιστον το ένα τέταρτο (1/4) της Απαίτησης αυτής,
στ) δεσμεύεται να καλύπτει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όπως αυτές προσδιορίζονται στα άρθρα 76 και 101 του παρόντος,
ζ) ανακοινώνει το όνομα και τη διεύθυνση όλων των αντιπροσώπων για το διακανονισμό των ζημιών που χρησιμοποιεί σε κάθε ένα από τα λοιπά κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι έχουν τις προϋποθέσεις και τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 255 του παρόντος, εάν οι καλυπτόμενοι κίνδυνοι κατατάσσονται στον κλάδο 10 «αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος πλην της ευθύνης του μεταφορέα,
η) υποβάλλει πρόγραμμα δραστηριοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 131 του παρόντος,
θ) πληροί τις απαιτήσεις διακυβέρνησης που καθορίζονται στην Ενότητα 2 του Κεφαλαίου Δ' του παρόντος Μέρους.

2. Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου, ως «υποκατάστημα» νοείται κάθε μόνιμη παρουσία ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας σε ελληνικό έδαφος, το οποίο λαμβάνει άδεια από την Εποπτική Αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου και ασκεί ασφαλιστικές εργασίες.

3. Η επέκταση των εργασιών υποκαταστημάτων ασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών για άσκηση κλάδων ή ασφάλιση κινδύνων που δεν περιλαμβάνονται στην άδεια λειτουργίας της υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση αδείας από την Εποπτική Αρχή σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

4. Η άδεια λειτουργίας υποκαταστήματος ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, καθώς και κάθε επέκταση αυτής παρέχονται με αποφάσεις της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

5. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το περιεχόμενο της αίτησης για τη χορήγηση της άδειας και τίθενται πρόσθετες προϋποθέσεις, όροι και περιορισμοί για την παροχή άδειας λειτουργίας σε ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.
Με την ίδια ή άλλη απόφαση μπορεί να τίθενται ειδικότερες προϋποθέσεις για την εγκατάσταση και την εν γένει δραστηριοποίηση ελληνικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων σε τρίτες χώρες.

1. Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος, που υποβάλλεται στην Εποπτική Αρχή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο του παρόντος, περιλαμβάνει τα εξής:
α) τη φύση των κινδύνων ή των υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύπτει η επιχείρηση,
β) τις κατευθυντήριες αρχές όσον αφορά την αντασφάλιση,
γ) τις προβλέψεις για τη μελλοντική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος, επί τη βάσει προβλεπόμενου ισολογισμού, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να παραχθούν αυτές οι προβλέψεις,
δ) τις προβλέψεις για τη μελλοντική Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 5 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος, επί τη βάσει προβλεπόμενου ισολογισμού, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να παραχθούν αυτές οι προβλέψεις,
ε) την κατάσταση των Επιλέξιμων Ιδίων και των Επιλέξιμων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων της επιχείρησης αναφορικά με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση των Ενοτήτων 4 και 5 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος,
στ) τις προβλέψεις για τα έξοδα εγκατάστασης των διοικητικών υπηρεσιών και του δικτύου παραγωγής, τα οικονομικά μέσα που προορίζονται για την αντιμετώπιση τους και, εάν οι κίνδυνοι που πρέπει να καλυφθούν κατατάσσονται στον Κλάδο 18 «Βοήθεια», τα μέσα που διαθέτει η ασφαλιστική επιχείρηση για την παροχή βοηθείας,
ζ) πληροφορίες σχετικά με τη δομή του συστήματος διακυβέρνησης.

2. Επιπλέον των προβλεπομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος, το πρόγραμμα δραστηριοτήτων περιλαμβάνει για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις τα εξής:
α) τον προβλεπόμενο ισολογισμό,
β) τις προβλέψεις σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς πόρους που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις, την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας,
γ) όσον αφορά ειδικότερα στην ασφάλιση κατά ζημιών, επίσης τα εξής:
γα) τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως σχετικά με τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες,
γβ) τις προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφορές που θα πραγματοποιηθούν και τις προβλέψεις για αποζημιώσεις,
δ) όσον αφορά στην ασφάλιση ζωής, επιπλέον προϋπολογιστική κατάσταση στην οποία να εμφανίζονται λεπτομερώς οι προβλέψεις εσόδων και εξόδων, αναφορικά με τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης, τις αποδοχές αντασφάλισης, καθώς και τις εκχωρήσεις αντασφάλισης.

3. Για τις ασφαλίσεις ζωής, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής τη συστηματική κοινοποίηση των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των σχετικών τεχνικών προβλέψεων. Η τήρηση της ως άνω υποχρέωσης δεν συνιστά για την ασφαλιστική επιχείρηση απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της δραστηριότητάς της.

4. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να καθορίζονται πρόσθετα στοιχεία που μπορούν να αποτελούν περιεχόμενο του υποβλητέου προγράμματος δραστηριότητας του παρόντος άρθρου, όπως ενδεικτικά αποτελέσματα χρήσης, πρόβλεψη ταμειακών ροών, αποτελέσματα ανά κλάδο ασφάλισης ή κατηγορία δραστηριοτήτων, αναλυτική τεκμηρίωση παραδοχών.

1. Υποκαταστήματα ασφαλιστικής επιχείρησης που είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα και ανήκουν σε αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν έχουν την έδρα τους σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν, κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, να μεταβιβάζουν μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστικών συμβάσεών τους σε ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση η οποία κατέχει κατάλληλη άδεια λειτουργίας των κλάδων στους οποίους κατατάσσονται οι κίνδυνοι ή οι υποχρεώσεις του μεταβιβαζόμενου χαρτοφυλακίου, εφόσον η Εποπτική Αρχή ή η αρμόδια εποπτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 135 του παρόντος, πιστοποιούν, λαμβάνοντας υπόψη και το μεταβιβαζόμενο χαρτοφυλάκιο, ότι η ανάδοχος του χαρτοφυλακίου ασφαλιστική επιχείρηση πληροί την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του άρθρου 76 του παρόντος.

2. Υποκαταστήματα της προηγούμενης παραγράφου μπορούν, κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, να μεταβιβάζουν μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου ασφαλίσεών τους σε ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την εταιρική της έδρα σε άλλο κράτος - μέλος, εφόσον η αρμόδια εποπτική αρχή καταγωγής της επιχείρησης αυτής πιστοποιεί, λαμβάνοντας υπόψη και το μεταβιβαζόμενο χαρτοφυλάκιο, ότι η ανάδοχος του χαρτοφυλακίου ασφαλιστική επιχείρηση πληροί την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της παραγράφου 1 του άρθρου 100 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, όπως έχει ενσωματωθεί με την παράγραφο 1 του άρθρου 76 του παρόντος.
Επίσης, μπορούν, κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, να μεταβιβάζουν μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου ασφαλίσεών τους σε υποκαταστήματα ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος. Η έγκριση της Εποπτικής Αρχής χορηγείται μόνο εφόσον η εποπτική αρχή του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το ανάδοχο του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου υποκατάστημα ή του κράτους - μέλους του άρθρου 135 του παρόντος, πιστοποιεί ότι:
α) λαμβανομένης υπόψη της μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου, η ανάδοχος ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας και ειδικότερα το υποκατάστημα αυτής κατέχει επιλέξιμα ίδια κεφάλαια επαρκή για την κάλυψη των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων Φερεγγυότητας,
β) η νομοθεσία του κράτους - μέλους, όπου είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα επιτρέπει την εν λόγω μεταβίβαση, και
γ) το εν λόγω κράτος - μέλος έχει συναινέσει στην μεταβίβαση.

3. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος η Εποπτική Αρχή εγκρίνει τη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου του εν Ελλάδι υποκαταστήματος, εφόσον έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη των εποπτικών αρχών των κρατών - μελών όπου βρίσκονται οι κίνδυνοι ή έχουν αναληφθεί οι υποχρεώσεις.

4. Οι εγκρίσεις και γνώμες που απαιτούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες διαβούλευσης των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος διαβιβάζονται στην Εποπτική Αρχή εντός τριών (3) μηνών από την υποβολή του σχετικού αιτήματος. Εντός του αυτού διαστήματος των τριών (3) μηνών από τη λήψη του σχετικού ερωτήματος, υποχρεούται η Εποπτική Αρχή ως αρμόδια εποπτική αρχή αναδόχου εταιρείας ή υποκαταστήματος να διατυπώσει τη δική της γνώμη ή να χορηγήσει την έγκρισή της. Μη διατύπωση έγκρισης ή γνώμης εντός της ως άνω προθεσμίας από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές προς την Εποπτική Αρχή ή το αντίστροφο θεωρείται θετική απάντηση, άλλως σιωπηρή έγκριση.

5. Μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίων που αφορούν κινδύνους ή υποχρεώσεις στην Ελλάδα δημοσιεύονται υποχρεωτικά στην Ελλάδα και δεσμεύουν τους λήπτες της ασφάλισης, τους ασφαλισμένους και τους δικαιούχους ασφαλίσματος του χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων που μεταβιβάζεται.

6. Για τη διαδικασία μεταβίβασης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 7, 8 και 9 του άρθρου 28 του παρόντος.

7. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να καθορίζονται επιπρόσθετες απαιτήσεις ή διαδικασίες ενημέρωσης, συναίνεσης, εναντίωσης ή ένστασης και το ελάχιστο περιεχόμενο του πρωτοκόλλου παράδοσης παραλαβής.

1. Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας με υποκατάστημα στην Ελλάδα σχηματίζει και διατηρεί επαρκείς τεχνικές προβλέψεις για την κάλυψη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται στην Ελλάδα υπολογιζόμενες σύμφωνα με την Ενότητα 2 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους, αποτιμά τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις σύμφωνα με την Ενότητα 1 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους και προσδιορίζει τα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με την Ενότητα 3 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους.

1. Υποκαταστήματα ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας εγκατεστημένα στην Ελλάδα διαθέτουν επιλέξιμο ποσό ιδίων κεφαλαίων αποτελούμενο από τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 75 του παρόντος.
Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των Ενοτήτων 4 και 5 του Κεφαλαίου ΣΤ' του παρόντος Μέρους και αφορούν μόνο στις εργασίες ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών που συνάπτονται από το εν λόγω υποκατάστημα.

2. Το επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται για την κάλυψη της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης και το κατώτατο όριο αυτής διαμορφώνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 75 του παρόντος.

3. Το επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων δεν δύναται να είναι κατώτερο του ημίσεως του απολύτως κατωτάτου ορίου που προβλέπεται στην περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος.
Η εγγύηση που κατατίθεται σύμφωνα με την περίπτωση ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 130 του παρόντος συνυπολογίζεται στα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης.

4. Τα στοιχεία του ενεργητικού με τα οποία αντικρίζεται η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας τηρούνται υποχρεωτικά έως το ύψος της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης εντός Ελλάδος και για το υπερβάλλον εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1. Επιχείρηση με έδρα σε τρίτη χώρα που έχει ζητήσει ή έχει λάβει άδεια εγκατάστασης υποκαταστήματος από περισσότερα του ενός κράτη - μέλη δύναται να ζητήσει, σε σχέση με τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα, τα κάτωθι ευεργετήματα, τα οποία παραχωρούνται μόνον σωρευτικά:
α) η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του άρθρου 134 του παρόντος να υπολογίζεται σε συνάρτηση με τη συνολική δραστηριότητα που η επιχείρηση αναπτύσσει εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης,
β) η εγγύηση της περίπτωσης ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 130 του παρόντος να κατατίθεται μόνον στο ένα από αυτά τα κράτη - μέλη,
γ) τα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία αντιστοιχούν στην Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση να διατίθενται, σύμφωνα με το άρθρο 106 του παρόντος, σε οποιοδήποτε από τα κράτη - μέλη, στα οποία η επιχείρηση αυτή ασκεί τη δραστηριότητά της.
Για τον υπολογισμό που προβλέπεται στην περίπτωση α' ανωτέρω, λαμβάνονται υπόψη οι εργασίες που ασκούνται από το σύνολο των υποκαταστημάτων της επιχείρησης που είναι εγκατεστημένα εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Η αίτηση παραχώρησης των προαναφερομένων ευεργετημάτων υποβάλλεται προς όλες τις εποπτικές αρχές των κρατών - μελών από τις οποίες η επιχείρηση έχει ζητήσει ή έχει λάβει άδεια εγκατάστασης υποκαταστήματος. Στην αίτηση αυτή προσδιορίζεται υποχρεωτικά η εποπτική αρχή που θα είναι αρμόδια εφεξής για το συνολικό έλεγχο της φερεγγυότητας των εγκατεστημένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποκαταστημάτων της επιχείρησης, για το σύνολο των εργασιών τους. Η επιλογή της αρχής αυτής από την επιχείρηση πρέπει να είναι αιτιολογημένη.
Η εγγύηση της περίπτωσης ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 130 του παρόντος κατατίθεται υποχρεωτικά στο κράτος - μέλος της εποπτικής αρχής που έχει επιλεγεί βάσει του δευτέρου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

3. Τα ευεργετήματα της παραγράφου 1 χορηγούνται με ομόφωνη γνώμη όλων των αρμόδιων εποπτικών αρχών κρατών - μελών προς τα οποία έχει υποβληθεί η σχετική αίτηση. Τα ευεργετήματα παράγουν αποτελέσματα από την ημερομηνία κατά την οποία η επιλεγείσα εποπτική αρχή πληροφορεί τις άλλες εποπτικές αρχές ότι ανέλαβε την υποχρέωση να ελέγχει τη φερεγγυότητα των υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης για το σύνολο των εργασιών τους.
Η επιλεγείσα εποπτική αρχή λαμβάνει από τα άλλα κράτη - μέλη τις αναγκαίες πληροφορίες για την εξακρίβωση της συνολικής φερεγγυότητας των υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός τους.

4. Κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσοτέρων ενδιαφερομένων κρατών - μελών, τα ευεργετήματα που χορηγούνται δυνάμει των παραγράφων 1, 2 και 3 καταργούνται ταυτόχρονα από όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη - μέλη.

5. Αρμόδια διοικητική αρχή για τις ενέργειες σύμφωνα με το παρόν άρθρο ορίζεται η Εποπτική Αρχή.

1. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας Ενότητας, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 23, η παράγραφος 3 του άρθρου 110, καθώς και τα άρθρα 111 και 112 του παρόντος.

2. Προκειμένου για την εφαρμογή των άρθρων 108 έως 110 του παρόντος, στην περίπτωση επιχείρησης που έχει υπαχθεί στο καθεστώς των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 135 του παρόντος και η επιλεγείσα βάσει του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 135 του παρόντος εποπτική αρχή νοείται ως αρμόδια εποπτική αρχή καταγωγής της επιχείρησης.

1. Υποκαταστήματα υπαγόμενα στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου ασκούν στην Ελλάδα είτε ασφαλίσεις κατά ζημιών είτε ασφαλίσεις ζωής.

2. Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην προηγούμενη παράγραφο, υποκαταστήματα υπαγόμενα στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, που κατά την 1η Ιανουαρίου 1981 ασκούσαν στην Ελλάδα ταυτόχρονα ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών μπορούν να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους αυτή, εφόσον τηρούν τις περί διακριτής διαχείρισης διατάξεις και ειδικότερα το άρθρο 49 του παρόντος.

3. Υποκαταστήματα της προηγούμενης παραγράφου, των οποίων η επιχείρηση της έδρας ασκεί ασφαλίσεις ζωής μαζί με ασφαλίσεις κατά ζημιών και τα οποία κατά την 1η Ιανουαρίου 1981 ασκούσαν στην Ελλάδα μόνον δραστηριότητες ασφάλισης ζωής, μπορούν να συνεχίσουν την άσκηση ασφαλίσεων ζωής μέσω υποκαταστήματος. Εφόσον η επιχείρηση αυτή επιθυμεί να ασκήσει στην Ελλάδα και ασφαλίσεις κατά ζημιών, τότε για την άσκηση ειδικά ασφαλίσεων ζωής απαιτείται η ίδρυση θυγατρικής ελληνικής ασφαλιστικής επιχείρησης.

1. Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας από την επιλεγείσα βάσει του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 135 του παρόντος εποπτική αρχή, η εν λόγω αρχή πληροφορεί σχετικά τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών - μελών όπου η επιχείρηση ασκεί τη δραστηριότητά της προκειμένου αυτές να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα.

2. Εάν η απόφαση περί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας έχει ως αιτιολογία την ανεπάρκεια της συνολικής φερεγγυότητας, όπως αυτή καθορίζεται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 135 συμφωνία, τα κράτη - μέλη που χορήγησαν την έγκρισή τους, ανακαλούν υποχρεωτικά τις άδειες λειτουργίας των εγκατεστημένων σε αυτά υποκαταστημάτων της επιχείρησης.

3. Αρμόδια διοικητική αρχή για τις ενέργειες σύμφωνα με το παρόν άρθρο ορίζεται η Εποπτική Αρχή.

1. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να εκδίδει αποφάσεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως προ-κειμένου για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο άρθρο 171 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

1. Για την εγκατάσταση και λειτουργία στην Ελλάδα υποκαταστημάτων ή πρακτορείων ασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν έδρα την Ελβετική Συνομοσπονδία, για την άσκηση ασφαλίσεων κατά ζημιών του άρθρου 4 του παρόντος, ισχύει η συμφωνία (με τα συνημμένα προσαρτήματα και πρωτόκολλα και τις συνημμένες ανταλλαγείσες επιστολές) μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ελβετικής Συνομοσπονδίας, δυνάμει της Απόφασης του Συμβουλίου 91/370/ΕΟΚ (L 205/27.7.91), σχετικά με την πρωτασφάλιση εκτός από την ασφάλιση ζωής.

2. Τα υποκαταστήματα της παραγράφου 1 του παρόντος, που ήδη λειτουργούν στην Ελλάδα, μπορούν να ζητήσουν να τους αποδοθεί η δεσμευμένη εγγύηση και να απαλλαγούν της υποχρέωσης Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας εφόσον:
α) Υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή πιστοποιητικό φερεγγυότητας από την εποπτική αρχή της έδρας το οποίο να βεβαιώνει ότι η έδρα του υποκαταστήματος κατέχει την αναγκαία κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, λαμβάνοντας υπόψη και τις εργασίες του υποκαταστήματος.
β) 'Εχουν σχηματίσει τεχνικές προβλέψεις και αποτιμήσει και επενδύσει τα περιουσιακά τους στοιχεία σύμφωνα με τις Ενότητες 1, 2 και 6 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος.

1. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να εκδίδει αποφάσεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο άρθρο 172 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και για την ενσωμάτωση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, που εκδίδει στο πλαίσιο του εν λόγω άρθρου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο ελληνικό δίκαιο.

2. Συμβάσεις αντασφάλισης με αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχουν όμως έδρα σε τρίτο κράτος του οποίου το νομικό πλαίσιο για τους κανόνες φερεγγυότητας έχει κριθεί ισοδύναμο, είτε μόνιμα είτε προσωρινά, με το ευρωπαϊκό, είτε με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είτε κατ' εφαρμογή του άρθρου 172 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ αντιμετωπίζονται εποπτικά όπως και οι αντίστοιχες συμβάσεις με αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφόσον η αντασφάλιση παρέχεται από επιχείρηση τρίτου κράτους, του οποίου το νομικό πλαίσιο για τους κανόνες φερεγγυότητας έχει κριθεί ισοδύναμο, είτε μόνιμα είτε προσωρινά, με το ευρωπαϊκό, είτε με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είτε κατ' εφαρμογή του άρθρου 172 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, απαγορεύεται η ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης για την κάλυψη προβλέψεων σχετικά με μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα και εκκρεμείς αποζημιώσεις.

Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει κατά την άσκηση της εποπτείας ότι οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών δεν απολαμβάνουν προνομιακής μεταχείρισης έναντι των ελληνικών ή των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος.
Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται οι γενικότεροι όροι και προϋποθέσεις ίδρυσης λειτουργίας υποκαταστήματος στην Ελλάδα από αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, οι σχετικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας και τη μεταφορά χαρτοφυλακίου, και ρυθμίζεται κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την λειτουργία στην Ελλάδα των υποκαταστημάτων αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών διασφαλίζοντας ότι δεν απολαμβάνουν προνομιακής μεταχείρισης έναντι των ελληνικών ή των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος.

1. Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΑΑΕΣ και τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών - μελών για κάθε άδεια λειτουργίας που χορηγεί σε επιχείρηση άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενη από επιχείρηση με έδρα σε τρίτη χώρα.
Η πληροφόρηση περιλαμβάνει και ένδειξη για τη δομή του εν λόγω ομίλου εταιρειών.
Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΑΑΕΣ και τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών - μελών για κάθε περίπτωση που επιχείρηση τρίτης χώρας αποκτά συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με την οποία την καθιστά θυγατρική της.

2. Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΑΕΣ σχετικά με τις γενικής φύσης δυσκολίες που συναντούν οι ελληνικές ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την εγκατάσταση και λειτουργία τους ή την άσκηση δραστηριοτήτων σε τρίτη χώρα.

1. Ως προς εφαρμοστέο δίκαιο ασφαλιστηρίων συμβολαίων των οποίων το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος ή το κράτος - μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης είναι η Ελλάδα, καθώς και ασφαλιστηρίων συμβολαίων που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους κατά την έννοια της παραγράφου 27 του άρθρου 3 του παρόντος και εκδίδονται από ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008.

2. Σε περίπτωση σύναψης ασφαλιστικής σύμβασης για υποχρεωτική ασφάλιση βάσει του ελληνικού νόμου για υποχρεωτική ασφάλιση, την σύμβαση αυτή διέπει το ελληνικό δίκαιο.
Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κινδύνους ή υποχρεώσεις που υπόκεινται σε υποχρεωτική ασφάλιση βάσει του ελληνικού δικαίου, υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις, που ισχύουν επίσης και για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα, ιδίως όσον αφορά την υποχρέωση έκδοσης ασφαλιστηρίου ή βεβαίωσης ασφάλισης και το τυχόν κατά νόμο περιεχόμενό τους, την τυχόν κοινοποίηση πριν τη χρησιμοποίηση των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και βεβαιώσεων ασφάλισης ή κάλυψης κινδύνου που εκδίδουν, τη γνωστοποίηση της με οποιαδήποτε λύση της ασφάλισης ή κάλυψης αυτής, καθώς επίσης και την εφαρμογή της εκάστοτε ισχύουσας ειδικής νομοθεσίας περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως.

1. Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο παραδίδεται στον ασφαλισμένο ή τον λήπτη της ασφάλισης μόνο μετά την καταβολή του οφειλόμενου ασφαλίστρου ή της πρώτης δόσης της τμηματικής καταβολής, οπότε και αρχίζει η ασφαλιστική κάλυψη. Η καταβολή των ασφαλίστρων γίνεται είτε απευθείας προς την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, είτε σε ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή σε άλλον εντολοδόχο είσπραξης ασφαλίστρων. Οι ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, καθώς και οι εντολοδόχοι υποχρεούνται να αποδίδουν στην ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση το σύνολο των ασφαλίστρων που εισπράττουν από τους ασφαλισμένους για λογαριασμό τους, το αργότερο έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα της ημερολογιακής εβδομάδας εντός της οποίας πραγματοποιήθηκαν οι σχετικές εισπράξεις. Η απόδοση των ασφαλίστρων του ως άνω εδαφίου πραγματοποιείται με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί η επιχείρηση.

2. Ασφαλιστική επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα και συνάπτει συμβάσεις υποχρεωτικής ασφάλισης κατά ζημιών οφείλει, πλην διαφορετικής ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης, να εκδίδει προς τον ασφαλισμένο ή άλλη δημόσια αρχή, εφόσον της ζητηθεί, βεβαίωση ασφάλισης, στην οποία περιλαμβάνεται δήλωσή της ότι η σύμβαση ασφάλισης πληροί τις ειδικές διατάξεις που διέπουν τη συγκεκριμένη ασφάλιση.

3. Η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τους κινδύνους για τους οποίους προβλέπεται υποχρεωτική ασφάλιση στην ελληνική επικράτεια. Η ως άνω γνωστοποίηση περιλαμβάνει τα εξής:
α) τις ειδικές διατάξεις που διέπουν την ασφάλιση των κινδύνων αυτών,
β) τα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνει η βεβαίωση που υποχρεούται να χορηγήσει στον ασφαλισμένο η επιχείρηση ασφάλισης ζημιών σύμφωνα με τα οριζόμενα στη παράγραφο 2 του παρόντος, όταν ζητείται από τον ασφαλισμένο ή άλλη δημόσια αρχή προκειμένου να αποδειχθεί ότι η υποχρέωση ασφάλισης εκ μέρους του ασφαλισμένου έχει τηρηθεί.

1. Η Εποπτική Αρχή δύναται να απαγορεύσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας υπό τους όρους των άρθρων 7, 10, 11 του παρόντος ή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα είτε με εγκατάσταση είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών είτε σε υποκατάστημα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, να συνάπτει ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις, εφόσον η σύναψη των συμβάσεων αυτών αντιβαίνει προς την κείμενη νομοθεσία περί δημοσίου συμφέροντος, εφόσον η Ελλάδα είναι το κράτος στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος ή αναλαμβάνεται η υποχρέωση.

2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εδρεύουν σε άλλα κράτη - μέλη, και αναλαμβάνουν εργασίες στην Ελλάδα είτε μέσω υποκαταστημάτων είτε μέσω παροχής υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση, καθώς και τα υποκαταστήματα ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας επιτρέπεται να παρέχουν ασφαλίσεις στην Ελλάδα με τον ίδιο τρόπο που τις ασκούν στη χώρα καταγωγής τους, εφόσον δεν παραβιάζουν τις διατάξεις, οι οποίες, στο πλαίσιο της ασφαλιστικής, τραπεζικής, χρηματιστηριακής και περί καταναλωτή νομοθεσίας, αποβλέπουν στην προστασία των αντισυμβαλλομένων, ιδιαίτερα δε των καταναλωτών ή άλλες διατάξεις δημοσίου συμφέροντος.

3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να προσδιορίζεται ποιοι εκ των υφισταμένων κανόνων ασφαλιστικού δικαίου αποτελούν κανόνες που έχουν ταχθεί για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και να καθορίζονται οι μέθοδοι υπολογισμού και τα ελάχιστα ποσά αξιών εξαγοράς και τις μεθόδους ελευθεροποίησης συμβολαίων ζωής.

1. Η κατάρτιση των τιμολογίων που χρησιμοποιούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών που λειτουργούν στην Ελλάδα, είτε με καθεστώς εγκατάστασης είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, είναι ελεύθερη και γίνεται σύμφωνα με τις τεχνοοικονομικές ανάγκες της κάθε επιχείρησης.

2. Οι γενικοί και ειδικοί όροι των ασφαλιστηρίων και αντασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των τεχνικών προβλέψεων, και τυχόν άλλων εγγράφων που η επιχείρηση χρησιμοποιεί κατά την παροχή ασφαλίσεων δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση, ούτε κοινοποιούνται συστηματικά σε οποιαδήποτε διοικητική αρχή.

3. Κατά παρέκκλιση των αναφερομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος:
α) Στοιχεία επί των τιμολογίων και των αυξήσεων επ' αυτών μπορούν να κοινοποιούνται αποκλειστικά στην Εποπτική Αρχή, κατόπιν απόφασής της, που εκδίδεται επί τη βάσει του παρόντος άρθρου, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καθορίζει ρητά ότι η κοινοποίηση γίνεται μόνο στο πλαίσιο γενικού ελέγχου τιμών. Στην απόφαση προσδιορίζονται οι λοιπές αρμόδιες διοικητικές αρχές, που μπορούν να λαμβάνουν τη σχετική πληροφορία στο πλαίσιο τυχόν αρμοδιότητάς τους επί του γενικού ελέγχου τιμών και εξειδικεύονται η μορφή, ο χρόνος παροχής και εν γένει κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά στην παροχή της ως άνω πληροφορίας και την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Διάταξη που επιβάλλει ή κατ' αποτέλεσμα καθιερώνει την προηγούμενη κοινοποίηση ή την έγκριση προτεινόμενων αυξήσεων τιμολογίων από οποιαδήποτε διοικητική αρχή καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
β) Η Εποπτική Αρχή στο πλαίσιο των εποπτικών της καθηκόντων μπορεί να ζητά οποιαδήποτε πληροφορία από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών περιλαμβανομένων των γενικών και ειδικών όρων και λοιπών εντύπων με μόνο σκοπό τον έλεγχο της συμμόρφωσης της επιχείρησης με την κείμενη νομοθεσία.

4. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2 του παρόντος η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζημιών να κοινοποιούν σε αυτήν τους γενικούς και ειδικούς όρους των συμβάσεων υποχρεωτικής ασφάλισης πριν από την έναρξη εφαρμογής.

1. Η κατάρτιση των τιμολογίων που χρησιμοποιούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής που λειτουργούν στην Ελλάδα, είτε με καθεστώς εγκατάστασης είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, είναι ελεύθερη και γίνεται σύμφωνα με τις τεχνοοικονομικές ανάγκες της κάθε επιχείρησης.

2. Οι γενικοί και ειδικοί όροι των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των τεχνικών προβλέψεων, και τυχόν άλλων εγγράφων που η επιχείρηση χρησιμοποιεί κατά την παροχή ασφαλίσεων δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση, ούτε κοινοποιούνται συστηματικά σε οποιαδήποτε διοικητική αρχή.

3. Η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, με μόνο σκοπό τον έλεγχο της τήρησης διατάξεων σχετικά με τις αναλογιστικές αρχές, τη συστηματική κοινοποίηση των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των σχετικών τεχνικών προβλέψεων.

1. Σε περίπτωση που ο κίνδυνος βρίσκεται στην Ελλάδα και ο αντισυμβαλλόμενος ασφαλιστικής σύμβασης κατά ζημιών είναι φυσικό πρόσωπο, ενημερώνεται πριν από τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης από την ασφαλιστική επιχείρηση για τα εξής:
α) το εφαρμοστέο στην ασφαλιστική σύμβαση δίκαιο, εάν τα μέρη δεν έχουν δικαίωμα επιλογής,
β) το γεγονός ότι τα μέρη είναι ελεύθερα να αποφασίσουν το εφαρμοστέο στην ασφαλιστική σύμβαση δίκαιο και το δίκαιο που προτείνει η επιχείρηση,
γ) τον τρόπο και το χρόνο διαχείρισης από την επιχείρηση των αιτιάσεων των αντισυμβαλλομένων συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας προσφυγής σε αρμόδιο όργανο με την επιφύλαξη της δυνατότητας του αντισυμβαλλομένου να προσφύγει στη δικαιοσύνη.

2. Όλες οι αναγκαίες πληροφορίες που γνωστοποιούνται στον ασφαλισμένο πριν τη σύναψη της σύμβασης ως και οι ασφαλιστικές συμβάσεις, συντάσσονται στην ελληνική γλώσσα, όταν η ασφάλιση είναι υποχρεωτική ή συντρέχουν οι κάτωθι προϋποθέσεις:
α) Το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση είναι το ελληνικό.
β) Δεν καλύπτονται μεγάλοι κίνδυνοι κατά την έννοια της παραγράφου 27 του άρθρου 3 παρόντος νόμου.

3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος.

1. Σε περίπτωση ασφαλίσεων κατά ζημιών από ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος που διενεργούνται είτε μέσω υποκαταστήματος είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, και δεν αφορούν στην ασφαλιστική κάλυψη μεγάλων κινδύνων υπό την έννοια της παραγράφου 27 του άρθρου 3 του παρόντος, η ασφαλιστική επιχείρηση γνωστοποιεί στον αντισυμβαλλόμενο, πριν από την ανάληψη εκ μέρους της οποιασδήποτε υποχρέωσης, την ονομασία του κράτους- μέλους στο οποίο ευρίσκεται η εταιρική έδρα της επιχείρησης, και ενδεχομένως το υποκατάστημα, με την οποία ή το οποίο αντίστοιχα θα συναφθεί η σύμβαση.
Η πληροφορία αυτή αναφέρεται και σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο εκδίδεται για τον αντισυμβαλλόμενο.

2. Η σύμβαση ή κάθε άλλο έγγραφο που παρέχει την κάλυψη, καθώς και η πρόταση ασφάλισης, εφόσον είναι δεσμευτική για τον αντισυμβαλλόμενο, αναφέρουν τη διεύθυνση της εταιρικής έδρας και, κατά περίπτωση, του υποκαταστήματος της επιχείρησης ασφάλισης ζημιών που παρέχει την κάλυψη, καθώς και το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου της επιχείρησης ασφάλισης κατά ζημιών που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 120 του παρόντος.

1. Πριν να συναφθεί η σύμβαση ασφάλισης ζωής, γνωστοποιούνται στον αντισυμβαλλόμενο, εντύπως ή με ηλεκτρονικό τρόπο, οι ακόλουθες πληροφορίες:
α) Στοιχεία της επιχείρησης:
αα) την επωνυμία, το σκοπό και τη νομική μορφή της επιχείρησης,
αβ) το κράτος - μέλος καταγωγής της επιχείρησης ή ενδεχομένως του υποκαταστήματος, που συνάπτει την ασφαλιστική σύμβαση,
αγ) τη διεύθυνση της έδρας και, ενδεχομένως, του υποκαταστήματος, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση,
αδ) συγκεκριμένη αναφορά στην έκθεση που υποχρεούται να δημοσιεύει η επιχείρηση σχετικά με τη φερεγγυότητα και την οικονομική της κατάσταση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του παρόντος, και πως μπορεί εύκολα ο αντισυμβαλλόμενος να την προμηθεύεται.
β) Στοιχεία που αφορούν στην ασφαλιστική υποχρέωση:
βα) περιγραφή κάθε παρεχόμενης κάλυψης και των επιλογών του αντισυμβαλλομένου,
ββ) τη διάρκεια της σύμβασης,
βγ) τον τρόπο καταγγελίας της σύμβασης,
βδ) λεπτομέρειες για τον τρόπο και χρόνο καταβολής των ασφαλίστρων,
βε) τον τρόπο υπολογισμού και συμμετοχής στα κέρδη,
βστ) ενδεικτικές τιμές της αξίας εξαγοράς και του κεφαλαίου ελευθέρου περαιτέρω καταβολών και το βαθμό στον οποίο αυτά είναι εγγυημένα,
βζ) πληροφορίες για τα ασφάλιστρα που αφορούν σε κάθε κάλυψη, είτε κύρια είτε συμπληρωματική, όπου υφίστανται,
βη) καθορισμό των μεριδίων που αντιστοιχούν στις συμβάσεις συνδεδεμένες με επενδύσεις (unit-linked policies),
βθ) πληροφορίες για τη φύση των στοιχείων του ενεργητικού που καλύπτουν τις συμβάσεις συνδεδεμένες με επενδύσεις (unit-linked policies),
βι) τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης,
βια) γενικές ενδείξεις περί του φορολογικού καθεστώτος που ισχύει για το συγκεκριμένο τύπο ασφαλιστηρίου,
βιβ) τους μηχανισμούς διευθέτησης των αιτιάσεων των αντισυμβαλλομένων ή των δικαιούχων αποζημίωσης· συμπεριλαμβάνεται, ενδεχομένως, η ύπαρξη φορέα αρμόδιου για την εξέταση των αιτιάσεων, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας άσκησης ενδίκου μέσου,
βιγ) το εφαρμοστέο δίκαιο της σύμβασης, εάν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν δικαίωμα επιλογής, ή, αν έχουν δικαίωμα να επιλέγουν, το εφαρμοστέο δίκαιο και, στην περίπτωση αυτή, το δίκαιο του οποίου την επιλογή προτείνει ο ασφαλιστής.

2. Επιπροσθέτως, παρέχονται ειδικότερες πληροφορίες που επιτρέπουν στον αντισυμβαλλόμενο να κατανοήσει τους κινδύνους που ενέχει σε περίπτωση που προσχωρήσει στη σύμβαση.

3. Η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει ετησίως τον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με το ύψος της συμμετοχής του στα υπό διανομή κέρδη. Η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης να ενημερώνει άμεσα τον αντισυμβαλλόμενο για τυχόν τροποποιήσεις ή μεταβολές:
α) των γενικών και ειδικών όρων,
β) της επωνυμίας ή του σκοπού της επιχείρησης ασφάλισης ζωής, της νομικής μορφής της ή της διεύθυνσης της έδρας και, ενδεχομένως, του υποκαταστήματος, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση,
γ) των πληροφοριών που προβλέπονται στις υποπεριπτώσεις βδ' ως βι' της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του παρόντος σε περίπτωση παροχής συμπληρωματικών ή επιπλέον καλύψεων.
Αν κατά την προσφορά ή τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης ο ασφαλιστής αναφέρεται σε χρηματικές παροχές οι οποίες δύνανται να προκύψουν εις όφελος του δικαιούχου πέραν των συμβατικά εγγυημένων, τότε υποχρεούται να του παρέχει αντίστοιχο αριθμητικό παράδειγμα υπολογισμού του ασφαλίσματος κατά τη λήξη χρησιμοποιώντας τρία διαφορετικά επιτόκια προεξόφλησης. Τούτο δεν έχει εφαρμογή σε πρόσκαιρες ασφαλίσεις ζωής. Ο ασφαλιστής ενημερώνει τον αντισυμβαλλόμενο με τρόπο σαφή και κατανοητό, ότι το προαναφερόμενο παράδειγμα υπολογισμού αποτελεί απλώς υπολογιστικό μοντέλο βασισμένο σε θεωρητικές παραδοχές, και ότι ο αντισυμβαλλόμενος δεν μπορεί να εγείρει συμβατικές απαιτήσεις με βάση το παράδειγμα αυτό.
Στην περίπτωση ασφαλίσεων με συμμετοχή σε κέρδη, ο ασφαλιστής ενημερώνει, σε ετήσια βάση, εγγράφως τον αντισυμβαλλόμενο για την κατάσταση των απαιτήσεών του, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται τυχόν κέρδη από τη συμμετοχή. Επιπλέον, αν ο ασφαλιστής έχει παρουσιάσει αριθμητικά στοιχεία σχετικά με την ενδεχόμενη μελλοντική εξέλιξη της συμμετοχής στα κέρδη, ενημερώνει τον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τις διαφορές μεταξύ της πραγματικής εξέλιξης και των αρχικών στοιχείων.

4. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος διατυπώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια, και παρέχονται εγγράφως στην ελληνική γλώσσα.
Ωστόσο, οι πληροφορίες αυτές μπορούν να παρέχονται σε άλλη γλώσσα, εφόσον το ζητήσει ο αντισυμβαλλόμενος ή ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να επιλέξει το εφαρμοστέο δίκαιο.

5. Η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί από τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής είτε λειτουργούν με καθεστώς εγκατάστασης είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, να χορηγούν πληροφορίες επιπλέον εκείνων που απαριθμούνται στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για τη σωστή κατανόηση από πλευράς του αντισυμβαλλομένου των βασικών στοιχείων της υποχρέωσης.

Οι αντισυμβαλλόμενοι συμβάσεων ατομικής ασφάλισης ζωής διαθέτουν προθεσμία υπαναχώρησης τριάντα (30) ημερών από τη στιγμή που πληροφορήθηκαν τη σύναψη της σύμβασης.
Η κοινοποίηση υπαναχώρησης των αντισυμβαλλομένων συνεπάγεται την εφεξής απαλλαγή τους από όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή.
Η ασφαλιστική επιχείρηση, στην περίπτωση αυτή, δικαιούται να παρακρατήσει για την κύρια ασφάλιση ένα (1) μηνιαίο ασφάλιστρο και το 1/12 του ετήσιου ασφαλίστρου για τις συμπληρωματικές καλύψεις.
Οι ως άνω διατάξεις δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις με διάρκεια ίση ή μικρότερη των έξι (6) μηνών, καθώς και στις συμβάσεις όπου λόγω της ιδιότητας του αντισυμβαλλομένου ή των περιστάσεων υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση ο αντισυμβαλλόμενος δεν χρειάζεται ειδική προστασία.

Οι γενικοί και οι ειδικοί όροι των ασφαλιστηρίων δεν πρέπει να περιλαμβάνουν όρους οι οποίοι προβλέπουν, σε ατομική βάση, ειδικές συνθήκες του προς κάλυψη κινδύνου.

Η συμμετοχή σε πράξεις ευρωπαϊκής συνασφάλισης υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας Ενότητας. Για άλλες πράξεις συνασφάλισης πλην της «ευρωπαϊκής συνασφάλισης» εφαρμόζονται οι λοιπές διατάξεις του παρόντος.
Τα άρθρα 117 έως 120 του παρόντος εφαρμόζονται μόνον στην κύρια ασφαλιστική επιχείρηση (ηγέτης ασφαλιστής).
Ως «ευρωπαϊκή συνασφάλιση» χαρακτηρίζονται οι πράξεις συνασφάλισης όταν:
α) καλύπτεται ένας ή περισσότεροι κίνδυνοι που ταξινομούνται στους κλάδους 3 έως 16 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος και βρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκή Ένωσης, και
β) ο κίνδυνος χαρακτηρίζεται ως «μεγάλος κίνδυνος» σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 27 του άρθρου 3 του παρόντος, και
γ) ο κίνδυνος καλύπτεται, δια κοινής συμβάσεως με συνολικό ασφάλιστρο και για την ίδια διάρκεια, από πολλές ασφαλιστικές επιχειρήσεις ως «συνασφαλιστές», χωρίς να υπάρχει αλληλέγγυη υποχρέωση μεταξύ τους, από τις οποίες μία είναι η κύρια ασφαλιστική επιχείρηση (ηγέτης ασφαλιστής), και
δ) για την εγγύηση του κινδύνου, ως κύρια ασφαλιστική επιχείρηση (ηγέτης ασφαλιστής) θεωρείται η ασφαλιστική επιχείρηση που θα κάλυπτε ολόκληρο τον κίνδυνο, και
ε) ένας (1) τουλάχιστον από τους συνασφαλιστές συμμετέχει στη σύμβαση από εταιρική έδρα ή υποκατάστημα που βρίσκονται σε κράτος - μέλος διαφορετικό από εκείνο της κύριας ασφαλιστικής επιχείρησης (ηγέτη ασφαλιστή), και
στ) η κύρια ασφαλιστική επιχείρηση (ηγέτης ασφαλιστής) αναλαμβάνει πλήρως όλες τις κατά τη συνασφαλιστική πρακτική εργασίες, και ιδίως προσδιορίζει τους όρους ασφάλισης και το ύψος των ασφαλίστρων.

Ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν ως συνασφαλιστές σε ευρωπαϊκή συνασφάλιση τηρούν τεχνικές προβλέψεις σύμφωνα με τα ισχύοντα στον παρόντα νόμο.
Σε περίπτωση που ο ηγέτης ασφαλιστής δεν υπόκειται στη χρηματοοικονομική εποπτεία της Εποπτικής Αρχής το ύψος των τεχνικών προβλέψεων για την κάλυψη του κινδύνου του Έλληνα συνασφαλιστή, καθοριζομένων σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, δεν δύναται να υπολείπεται από το ποσό που καθορίζεται από τον κύριο (ηγέτη) ασφαλιστή σύμφωνα με τους κανόνες του κράτους-μέλους καταγωγής του.

Ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε ευρωπαϊκή συνασφάλιση τηρούν στοιχεία σχετικά με το εύρος και τη γεωγραφική κατανομή της δραστηριότητας αυτής.
Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα ελάχιστα στατιστικά στοιχεία που θα πρέπει να τηρούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Κατά την εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, οι υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη συμμετοχή της σε συμβάσεις ευρωπαϊκής συνασφάλισης εκπληρώνονται κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και οι υποχρεώσεις της που απορρέουν από άλλες ασφαλιστικές συμβάσεις της επιχείρησης αυτής, αδιακρίτως ιθαγένειας των ασφαλισμένων και των δικαιούχων.

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να διαβιβάζει προς άλλες εποπτικές αρχές και να αναζητήσει από αυτές όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας Ενότητας. Για τη διαδικασία συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών εφαρμόζονται οι διατάξεις της Ενότητας 5 του Κεφαλαίου Δ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος.

Η Εποπτική Αρχή εξετάζει κάθε πρακτική που θα αποτελούσε ένδειξη είτε ότι η κύρια ασφαλιστική επιχείρηση δεν διαδραματίζει το ρόλο που της ανατίθεται στην πρακτική της συνασφάλισης, είτε ότι οι κίνδυνοι δεν απαιτούν εμφανώς για την εγγύησή τους, τη συμμετοχή πολλών ασφαλιστών και ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις δυσκολίες που προκύπτουν ή που θα ήταν δυνατόν να προκύψουν κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας Ενότητας.

1. Η ασφάλιση νομικής προστασίας, η οποία υπάγεται στον Κλάδο 17 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, συνίσταται στην έναντι καταβολής ασφαλίστρου συμβατική δέσμευση μιας ασφαλιστικής επιχείρησης για την ανάληψη των δικαστικών εξόδων και την παροχή άλλων υπηρεσιών που απορρέουν άμεσα από την εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη, και ιδίως με σκοπό:
α) την αποκατάσταση της ζημίας ή της βλάβης που υπέστη ο ασφαλισμένος είτε μέσω εξωδίκου συμβιβασμού είτε μέσω αστικής ή ποινικής δίκης,
β) την υπεράσπιση ή εκπροσώπηση του ασφαλισμένου σε αστική, ποινική, διοικητική ή άλλη δίκη ή την εκπροσώπηση κατ' απαιτήσεως η οποία εγείρεται εναντίον του.

2. Στις διατάξεις της παρούσας Ενότητας δεν εμπίπτουν:
α) η ασφάλιση νομικής προστασίας, όταν αυτή αφορά διαφορές ή κινδύνους που απορρέουν από τη χρήση θαλασσίων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή,
β) η δραστηριότητα ασφαλιστικής επιχείρησης αστικής ευθύνης προς υπεράσπιση ή εκπροσώπηση ασφαλισμένου της σε κάθε είδους δικαστική ή διοικητική διαδικασία, εφόσον αυτή η δραστηριότητα ασκείται συγχρόνως και προς το συμφέρον της, δυνάμει της κάλυψης αυτής.

3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι γενικότερες ή ειδικότερες απαιτήσεις και προϋποθέσεις για τις ασφαλίσεις ή δραστηριότητες των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 2 του παρόντος.

1. Η κάλυψη νομικής προστασίας αποτελεί αντικείμενο αυτοτελούς ασφαλιστηρίου συμβολαίου διαφορετικό από εκείνο που συνάπτεται για άλλους κλάδους ή αντικείμενο αυτοτελούς κεφαλαίου εντός ενιαίου ασφαλιστηρίου, όπου ρητά αναφέρονται οι όροι ασφάλισης νομικής προστασίας και το σχετικό ασφάλιστρο.

2. Κάθε ασφαλιστική σύμβαση νομικής προστασίας προβλέπει υποχρεωτικά τα εξής:
α) το δικαίωμα του ασφαλισμένου να επιλέγει ελεύθερα το δικηγόρο του:
αα) σε κάθε δικαστική ή διοικητική διαδικασία, όταν επιλαμβάνεται δικηγόρος για να υπερασπίσει ή να εκπροσωπήσει τον ασφαλισμένο ή να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του,
αβ) για την υπεράσπιση των συμφερόντων του ασφαλισμένου σε περίπτωση που ανακύψει σύγκρουση συμφερόντων,
β) το δικαίωμα του ασφαλισμένου να προσφύγει για τη διευθέτηση της όποιας διαφοράς μεταξύ αυτού και της ασφαλιστικής επιχείρησης νομικής προστασίας στη διαδικασία διαιτησίας του άρθρου 164 του παρόντος.

3. Για τους σκοπούς της παρούσας Ενότητας, νοείται ως «δικηγόρος» κάθε πρόσωπο που δικαιούται να ασκεί τις επαγγελματικές του δραστηριότητες υπό μία από τις ονομασίες που προβλέπει η Οδηγία 77/249/ΕΟΚ (L 78) του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους.

4. Οι προβλεπόμενες ως άνω ασφαλίσεις νομικής προστασίας υπόκεινται στις διατάξεις του άρθρου 163 του παρόντος.

Η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί στην Ελλάδα τον κλάδο ασφάλισης νομικής προστασίας προβλέπει στη σύμβαση νομικής προστασίας ότι ο ασφαλισμένος μπορεί να επιλέξει, εφόσον το επιθυμεί, ελεύθερα δικηγόρο. Επιπροσθέτως, η επιχείρηση δύναται να επιλέγει, εφόσον επιθυμεί, έναν ή και τους δύο ακόλουθους τρόπους λειτουργίας:
α) είτε αναλαμβάνοντας με δικό τους προσωπικό τη διαχείριση των ασφαλιστικών περιπτώσεων του κλάδου νομικής προστασίας ή την παροχή νομικών συμβουλών σχετικών προς τη διαχείριση αυτή. Στη περίπτωση αυτή η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να διασφαλίσει ότι κανένα μέλος του προσωπικού αυτού δεν ασκεί συγχρόνως την αυτή ή παρόμοια δραστηριότητα,
αα) είτε σε άλλο κλάδο που ασκεί η ίδια η επιχείρηση, αν πρόκειται για επιχείρηση πολλαπλών κινδύνων,
αβ) είτε σε άλλη επιχείρηση η οποία συνδέεται με την πρώτη ασφαλιστική επιχείρηση με οικονομικούς, εμπορικούς ή διοικητικούς δεσμούς και η οποία ασκεί έναν ή περισσότερους ασφαλιστικούς κλάδους κατά ζημιών,
β) είτε αναθέτοντας τη διαχείριση των ασφαλιστικών περιπτώσεων του κλάδου νομικής προστασίας σε μια επιχείρηση με αυτοτελή νομική προσωπικότητα με τη μορφή ΑΕ ή ΕΠΕ. Μνεία της επιχείρησης αυτής γίνεται στη χωριστή σύμβαση ή στο χωριστό κεφάλαιο του ενιαίου ασφαλιστηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 162 του παρόντος.
Αν η ως άνω επιχείρηση με αυτοτελή νομική προσωπικότητα συνδέεται με ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί έναν ή περισσότερους κλάδους που προβλέπονται στο άρθρο 4 του παρόντος, τα μέλη του προσωπικού της επιχείρησης αυτής, τα οποία ασχολούνται με τη διαχείριση ασφαλιστικών περιπτώσεων του κλάδου νομικής προστασίας ή την παροχή νομικών συμβουλών σχετικά με αυτή τη διαχείριση, δεν επιτρέπεται να ασκούν συγχρόνως την αυτή ή παρόμοια δραστηριότητα στην ασφαλιστική επιχείρηση. Οι ίδιοι περιορισμοί εφαρμόζονται και στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της επιχείρησης.
Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν την Εποπτική Αρχή για τον τρόπο άσκησης της νομικής προστασίας, το αργότερο μέχρι τις 31.3.2016 κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος νόμου, καθώς και αμελλητί μετά από κάθε τροποποίηση της επιλογής τους σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

1. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης νομικής προστασίας και του ασφαλισμένου, ο τελευταίος δικαιούται να προσφύγει για την επίλυσή της σε διαδικασία διαιτησίας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος, μη αποκλειομένου του δικαιώματός του να προσφύγει στα δικαστήρια.

2. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου ως προς την ανάγκη υπεράσπισης των έννομων συμφερόντων του ασφαλισμένου ενώπιον δικαστικής ή διοικητικής αρχής ο ασφαλισμένος μπορεί να προκαλέσει αιτιολογημένη γνωμοδότηση δικηγόρου της αρεσκείας του, σχετικά με την ανάγκη, ή μη της υπεράσπισης.
Αν ο ασφαλισμένος δεν αποδέχεται την γνωμοδότηση αυτή ή αν η ασφαλιστική επιχείρηση κρίνει ότι η γνωμοδότηση απομακρύνεται από τη σωστή νομική και πραγματική βάση της υπόθεσης, τότε είτε ο ασφαλισμένος είτε η επιχείρηση δύναται να προκαλέσει τη διαιτητική επίλυση από διαιτητή κοινής αποδοχής.
Σε περίπτωση διαφωνίας ως προς το πρόσωπο του διαιτητή ο διορισμός του γίνεται κατά το άρθρο 878 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.).
Οι δαπάνες για τις ανωτέρω ενέργειες βαρύνουν τον ασφαλιστή, εφόσον με τις ενέργειες αυτές κριθεί αναγκαία η παραφύλαξη των συμφερόντων του ασφαλισμένου, άλλως κατανέμονται κατ' ισομοιρία στον ασφαλιστή και τον ασφαλισμένο.
Εάν ο ασφαλισμένος, παρά την αντίθετη απόφαση του διαιτητή, προσφεύγει σε δικαστική ή διοικητική αρχή, βαρύνεται με τις σχετικές δαπάνες, σε περίπτωση ολοσχερούς ήττας του, άλλως οι δαπάνες αυτές επιμερίζονται ανάλογα με την έκταση της κατ' ουσίαν ήττας προς τη νίκη του.
Η ανωτέρω διαδικασία της διαιτησίας δεν αποκλείει το δικαίωμα του ασφαλισμένου προσφυγής του στα δικαστήρια.

3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να επανακαθορίζεται εξολοκλήρου η διαδικασία διαιτησίας του παρόντος άρθρου, να τίθενται γενικότερες ή ειδικότερες απαιτήσεις ή προϋποθέσεις.

Κάθε φορά που ανακύπτει σύγκρουση συμφερόντων ή διαφωνία όσον αφορά τη διευθέτηση της διαφοράς, ο ασφαλιστής νομικής προστασίας ή ανάλογα με την περίπτωση, το γραφείο διακανονισμού ζημιών υποχρεούται να ενημερώνει τον ασφαλισμένο για το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 162 του παρόντος και για τη δυνατότητα να προσφύγει στη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 164 του παρόντος.

Όταν ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση ασφαλίσεων κατά ζημιών επιθυμεί να ασκήσει σε άλλο κράτος - μέλος τον κλάδο 2 του άρθρου 4 του παρόντος ο οποίος υποκαθιστά μερικώς ή ολικώς το σύστημα νομοθετημένης υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλειας στο κράτος - μέλος, υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή τις τεχνικές βάσεις των τιμολογίων και τους γενικούς και ειδικούς όρους αυτής της ασφάλισης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 206 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Τα ασφάλιστρα για τις νέες ασφαλιστικές δραστηριότητες πρέπει να είναι επαρκή, βάσει λογικών αναλογιστικών υποθέσεων, ώστε η επιχείρηση ασφάλισης ζωής να είναι σε θέση να εκπληρώνει όλες τις υποχρεώσεις της, και ιδίως την υποχρέωση σύστασης επαρκών τεχνικών αποθεματικών.
Προς τούτο, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη όλες οι πτυχές της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης ασφάλισης ζωής, χωρίς όμως να γίνεται συστηματικά και μόνιμα προσθήκη πόρων ξένων προς τα εν λόγω ασφάλιστρα και στο αποκτούμενο εισόδημα, κατά τρόπο που θα μπορούσε να κλονίσει τελικά τη φερεγγυότητα της συγκεκριμένης επιχείρησης.
Οι επιχειρήσεις ασφαλίσεων ζωής διαθέτουν όλα τα κατάλληλα έγγραφα ή στοιχεία, ώστε να μπορούν να τεκμηριώνουν προς την Εποπτική Αρχή τον τρόπο υπολογισμού και την επάρκεια των ασφαλίστρων κάθε νέας ασφαλιστικής δραστηριότητας, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και διατηρούν σχετικό ιστορικό αρχείο των εγγράφων και στοιχείων.

1. Ως αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου νοείται η αντασφάλιση, της οποίας η ρητή μεγίστη πιθανότητα ζημίας, εκπεφρασμένη ως μεταβιβαζόμενος μέγιστος οικονομικός κίνδυνος, ο οποίος συνίσταται σε έναν σημαντικό αντασφαλιστικό κίνδυνο και σε μεταβίβαση χρονικού κινδύνου, υπερβαίνει το ασφάλιστρο καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος του αντασφαλιστηρίου κατά προκαθορισμένο αλλά σημαντικό ποσό, φέρει δε επίσης τουλάχιστον ένα εκ των εξής δύο χαρακτηριστικών:
α) λαμβάνει ρητώς υπόψη ως σημαντικό στοιχείο την παρούσα ή/και μέλλουσα αξία του χρήματος,
β) περιέχει συμβατικές ρήτρες, με στόχο την διαχρονική αποκατάσταση της ισορροπίας της οικονομικής εμπειρίας ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη, με στόχο να μεταβιβάζεται πραγματικά ο κίνδυνος του οποίου η μεταβίβαση σκοπείται.
Για τον υπολογισμό της μέγιστης πιθανότητας οικονομικής ζημίας λαμβάνονται υπόψη τόσο η φύση του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων όσο και η απαιτούμενη διάρκεια διακανονισμού του.

2. Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες συνάπτουν συμβάσεις αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου ή ασκούν δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου διαθέτουν κατάλληλα συστήματα εσωτερικού ελέγχου, ώστε να είναι σε θέση να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν, να διαχειρίζονται, να ελέγχουν και να αναφέρουν δεόντως τους κινδύνους που απορρέουν από τις εν λόγω συμβάσεις ή δραστηριότητες.

3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται:
α) οι υποχρεωτικοί συμβατικοί όροι που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου,
β) οι ειδικότερες απαιτήσεις οργάνωσης, λογιστικής παρακολούθησης, εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνου για τις συμβάσεις αυτές,
γ) οι ειδικότερες απαιτήσεις για δημοσιοποίηση επιπλέον λογιστικών, εποπτικών και στατιστικών στοιχείων.

1. Η εγκατάσταση φορέων ειδικού σκοπού στην ελληνική επικράτεια επιτρέπεται κατόπιν προηγούμενης έγκρισης από την Εποπτική Αρχή.

2. Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες με τις εποπτικές αρχές των κρατών-μελών σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο φορέας ειδικού σκοπού ο οποίος αναλαμβάνει κίνδυνο από μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε διαφορετικό κράτος - μέλος από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

3. Οι φορείς ειδικού σκοπού που έχουν λάβει άδεια πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2015 υπόκεινται στο δίκαιο του κράτους-μέλους που τους χορήγησε την άδεια.
Μετά την ημερομηνία αυτή οποιαδήποτε νέα δραστηριότητα τέτοιου φορέα ειδικού σκοπού υπόκειται στα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

1. Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) «συμμετέχουσα επιχείρηση»: νοείται η επιχείρηση η οποία είναι είτε μητρική επιχείρηση είτε άλλη επιχείρηση που διαθέτει συμμετοχή είτε επιχείρηση συνδεδεμένη με άλλη επιχείρηση με σχέση κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 12 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή κατά την έννοια της παραγράφου 7 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251),
β) «συνδεδεμένη επιχείρηση»: νοείται η επιχείρηση η οποία είναι είτε θυγατρική επιχείρηση είτε άλλη επιχείρηση στην οποία υπάρχει συμμετοχή είτε επιχείρηση που συνδέεται με άλλη επιχείρηση με σχέση κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 12 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή κατά την έννοια της παρ. 7 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251),
γ) «όμιλος»: σύνολο επιχειρήσεων:
γα) που αποτελείται από μία συμμετέχουσα επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες στις οποίες η συμμετέχουσα επιχείρηση ή οι θυγατρικές της διαθέτουν συμμετοχή, καθώς και τις επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 12 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή κατά την έννοια της παρ. 7 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251), ή
γβ) που βασίζεται στη σύναψη συμβατικών ή άλλων μακροχρόνιων, ισχυρών και διαρκών χρηματοοικονομικών δεσμών μεταξύ όλων αυτών των επιχειρήσεων, και μπορεί να περιλαμβάνει ενώσεις αλληλασφάλισης ή αλληλασφαλιστικού τύπου, υπό την προϋπόθεση ότι:
γβα) μία από τις επιχειρήσεις αυτές ασκεί ουσιαστικά, με κεντρικό συντονισμό, δεσπόζουσα επιρροή στις αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών αποφάσεων, όλων των επιχειρήσεων οι οποίες αποτελούν μέρος του ομίλου, και
γββ) η σύναψη ή διάλυση τέτοιου είδους οικονομικών σχέσεων για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους υπόκειται σε εκ των προτέρων έγκριση της αρχής εποπτείας ομίλου.
Η επιχείρηση που ασκεί τον κεντρικό συντονισμό θεωρείται μητρική επιχείρηση, ενώ οι άλλες επιχειρήσεις θεωρούνται θυγατρικές,
δ) «αρχή εποπτείας του ομίλου»: νοείται η εποπτική
αρχή που είναι υπεύθυνη για την άσκηση εποπτείας του ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 202 του παρόντος,
ε) «Κολλέγιο εποπτικών αρχών»: νοείται μια μόνιμη αλλά ευέλικτη δομή συνεργασίας, συντονισμού και διευκόλυνσης της διαδικασίας λήψης αποφάσεων μεταξύ των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών που σχετίζονται με την εποπτεία του ομίλου,
στ) «εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών»: νοείται η μητρική επιχείρηση που δεν είναι μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και η κύρια δραστηριότητα της οποίας είναι η απόκτηση και κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, εκ των οποίων θυγατρικών επιχειρήσεων η μία τουλάχιστον είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση,
ζ) «εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών μικτής δραστηριότητας»: νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μεταξύ των θυγατρικών της, η) «μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: νοείται κάθε μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, σύμφωνα με την παρ. 15 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ ή την παρ. 15 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (Α' 84).

2. Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, η Εποπτική Αρχή μπορεί να προσδιορίζει ως μητρική επιχείρηση οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά την απόλυτη κρίση της, ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή σε άλλη επιχείρηση.
Η Εποπτική Αρχή μπορεί να προσδιορίζει ως θυγατρική επιχείρηση οποιαδήποτε επιχείρηση επί της οποίας, κατά την απόλυτη κρίση της, μια μητρική επιχείρηση ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή.
Η Εποπτική Αρχή μπορεί να προσδιορίζει ως συμμετοχή την κατοχή, άμεση ή έμμεση, δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου σε επιχείρηση επί της οποίας, κατά την απόλυτη κρίση της, ασκείται πραγματικά σημαντική επιρροή.

1. Η εποπτεία, σε επίπεδο ομίλου, ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε όμιλο, γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν Μέρος.
Οι διατάξεις του παρόντος νόμου, οι οποίες ορίζουν τους κανόνες για την εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε ατομική βάση, εξακολουθούν να ισχύουν σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν Μέρος.

2. Η εποπτεία σε επίπεδο ομίλου εφαρμόζεται ως ακολούθως:
α) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι συμμετέχουσες επιχειρήσεις σε μία
τουλάχιστον ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 176 έως 214 του παρόντος,
β) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών με έδρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τα άρθρα 176 έως 214 του παρόντος,
γ) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών με έδρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 215 ως 218 του παρόντος,
δ) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών μικτής δραστηριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 219 του παρόντος.

3. Στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 2 του παρόντος, όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε είναι συνδεδεμένη επιχείρηση είτε είναι η ίδια ρυθμιζόμενη οντότητα ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3455/2006 (Α' 84), τότε η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, μπορεί να αποφασίσει να μη διενεργήσει στο επίπεδο της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της εν λόγω εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 199 του παρόντος ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 200 του παρόντος ή και τα δύο. Εφόσον η Εποπτική Αρχή δρα στις αναφερόμενες στην παρούσα παράγραφο περιπτώσεις, ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, έχει την αντίστοιχη αρμοδιότητα διαβουλεύσεως με τους επόπτες των επιχειρήσεων του ομίλου και την αρχή εποπτείας αυτού.

4. Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει του παρόντος νόμου και δυνάμει του ν. 3455/2006 (Α' 84), ειδικότερα όσον αφορά στην εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να αποφασίσει, μετά από διαβούλευση με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να εφαρμόσει στην εν λόγω μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μόνο τις οικείες διατάξεις του ν. 3455/2006. Εφόσον η Εποπτική Αρχή δρα στην ίδια περίπτωση ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, έχει την αντίστοιχη αρμοδιότητα διαβουλεύσεως με τους επόπτες των επιχειρήσεων του ομίλου και την αρχή εποπτείας αυτού.

5. Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει του παρόντος νόμου και δυνάμει του ν. 4261/2014 (Α' 84), ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να αποφασίσει, κατόπιν συμφωνίας με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας του τραπεζικού τομέα και του τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών, να εφαρμόσει μόνον τις διατάξεις της Οδηγίας σχετικά με τον πλέον σημαντικό τομέα, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3455/ 2006 ή της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

6. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών που έχει συσταθεί με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την ΕΑΑΕΣ, για τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος.

1. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 213 του παρόντος για τις εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, η Εποπτική Αρχή, κατά την άσκηση της εποπτείας ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 171 του παρόντος, δεν μπορεί να εποπτεύει δια του παρόντος σε ατομική βάση την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών μικτής δραστηριότητας.

2. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας ομίλου, μπορεί κατά την απόλυτη κρίση της να αποφασίσει να μην συμπεριλάβει μια επιχείρηση στην εποπτεία του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 171 του παρόντος στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 187 του παρόντος, εάν η επιχείρηση βρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στη διαβίβαση των απαραίτητων πληροφοριών,
β) εάν η επιχείρηση που πρέπει να συμπεριληφθεί έχει αμελητέα σημασία όσον αφορά τους στόχους της εποπτείας σε επίπεδο ομίλου, ή
γ) εάν ο συνυπολογισμός της επιχείρησης δεν είναι σκόπιμος ή είναι παραπλανητικός σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας σε επίπεδο ομίλου.
Για την εξαίρεση περισσότερων επιχειρήσεων του ιδίου ομίλου, σύμφωνα με την περίπτωση β' της παρούσας παραγράφου, θα πρέπει αυτές συνολικά να παραμένουν αμελητέας σημασίας, διαφορετικά περιλαμβάνονται όλες μαζί στην εποπτεία ομίλου.
Όταν η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, είναι της γνώμης ότι μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν θα πρέπει να περιληφθεί στην εποπτεία ομίλου δυνάμει μιας των περιπτώσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις β' και γ' της παρούσας, συμβουλεύεται, πριν να λάβει απόφαση τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Στην περίπτωση αυτή, η εποπτική αρχή της επιχείρησης που δεν έχει συμπεριληφθεί στην εποπτεία ομίλου, μπορεί να ζητήσει από την επιχείρηση που είναι επικεφαλής του ομίλου οποιαδήποτε πληροφορία, η οποία μπορεί να διευκολύνει την εποπτεία των οικείων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Όταν η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν περιλαμβάνει μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην εποπτεία του ομίλου δυνάμει μιας των περιπτώσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις β' και γ' της παρούσας, η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι εν προκειμένω ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να ζητήσει από την επιχείρηση που είναι επικεφαλής του ομίλου οποιαδήποτε πληροφορία η οποία μπορεί να διευκολύνει την εποπτεία των οικείων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

1. Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, είναι η ίδια θυγατρική επιχείρηση άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή άλλης εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, η οποία έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα άρθρα 176 έως 214 του παρόντος δεν εφαρμόζονται στην εν λόγω συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, αλλά εφαρμόζονται μόνο στο επίπεδο της τελικής μητρικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ή εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών, ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2. Όταν η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 του παρόντος τελική μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι θυγατρική επιχείρηση άλλης επιχείρησης η οποία υπόκειται στη συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3455/2006 (Α' 84) ή την παρ. 2 του άρθρου 5 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου δύναται, αφού συμβουλευθεί τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να αποφασίσει να μην πραγματοποιήσει στο επίπεδο της τελικής αυτής μητρικής επιχείρησης την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου, που αναφέρεται στο άρθρο 199 του παρόντος ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου, που αναφέρονται στο άρθρο 200 του παρόντος ή και τα δύο.
Εφόσον η Εποπτική Αρχή δρα στις περιπτώσεις της παρούσης παραγράφου, ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, έχει την αντίστοιχη αρμοδιότητα παροχής συμβουλής στην αρχή εποπτείας του ομίλου.

1. Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, όπως
αναφέρεται στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, έχει την έδρα της στην Ελλάδα, αλλά η τελική μητρική επιχείρηση του άρθρου 173 του παρόντος έχει έδρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά εκτός της Ελλάδος, η Εποπτική Αρχή δύναται να αποφασίζει, μετά από διαβούλευση με την αρχή εποπτείας του ομίλου και με την τελική μητρική επιχείρηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να υπαγάγει στην εποπτεία του ομίλου την τελική σε εθνικό επίπεδο μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή τη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.
Στην περίπτωση του προηγουμένου εδαφίου, η Εποπτική Αρχή αιτιολογεί την απόφασή της τόσο στην αρχή εποπτείας του ομίλου όσο και στην τελική μητρική επιχείρηση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα άρθρα 176 έως 214 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 έως 6 του παρόντος.
Εφόσον στην προηγούμενη περίπτωση η Εποπτική Αρχή δρα ως αρχή εποπτείας ενός ομίλου, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις που διενεργούνται δυνάμει του άρθρου 216 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και, σε περίπτωση λήψης δυνάμει αυτού του άρθρου σχετικής απόφασης από εποπτική αρχή, ενημερώνει το κολλέγιο εποπτικών αρχών σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 203 του παρόντος.

2. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, δύναται να περιορίζει την εποπτεία του ομίλου της τελικής μητρικής επιχείρησης σε εθνικό επίπεδο σε μία ή περισσότερες από τις Ενότητες του Κεφαλαίου Β' του παρόντος Μέρους.

3. Όταν η Εποπτική Αρχή αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο τις διατάξεις της Ενότητας 1 του Κεφαλαίου Β' του παρόντος Μέρους, η επιλογή της μεθόδου που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 178 του παρόντος από την αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου σε σχέση με την τελική μητρική επιχείρηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 173 του παρόντος, θεωρείται καθοριστική και εφαρμόζεται από την Εποπτική Αρχή.

4. Όταν η Εποπτική Αρχή αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο τις διατάξεις της Ενότητας 1 του Κεφαλαίου Β' του παρόντος Μέρους, και όταν η τελική μητρική επιχείρηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο που αναφέρεται στο άρθρο 173 του παρόντος έχει λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 189 του παρόντος ή την παράγραφο 5 του άρθρου 191 του παρόντος, την άδεια να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στον όμιλο, στη βάση εσωτερικού υποδείγματος, η απόφαση αυτή θεωρείται καθοριστική και εφαρμόζεται από την Εποπτική Αρχή.
Στην περίπτωση αυτή, όταν η Εποπτική Αρχή αποφασίζει ότι το προφίλ κινδύνου της τελικής μητρικής επιχείρησης σε εθνικό επίπεδο αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό υπόδειγμα που έχει εγκριθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις ανησυχίες της Εποπτικής Αρχής, τότε η Εποπτική Αρχή δύναται να αποφασίσει να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή επιβάρυνση στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου της εν λόγω επιχείρησης, όπως αυτές προκύπτουν από την εφαρμογή ενός τέτοιου υποδείγματος ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις όπου η πρόσθετη αυτή κεφαλαιακή επιβάρυνση κρίνεται ακατάλληλη, να απαιτήσει από την επιχείρηση να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου της βάσει της τυποποιημένης μεθόδου.
Η Εποπτική Αρχή αιτιολογεί τις αποφάσεις αυτές τόσο στην επιχείρηση όσο και στην αρχή εποπτείας του ομίλου.
Εφόσον στην προηγούμενη περίπτωση η Εποπτική Αρχή δρα ως αρχή εποπτείας ενός ομίλου, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις που διενεργούνται δυνάμει του άρθρου 216 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και, σε περίπτωση λήψης δυνάμει αυτού του άρθρου σχετικής απόφασης από εποπτική αρχή, ενημερώνει το κολλέγιο εποπτικών αρχών σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 203 του παρόντος.

5. Όταν η Εποπτική Αρχή αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο τις διατάξεις της Ενότητας 1 του Κεφαλαίου Β' του παρόντος Μέρους, η εν λόγω επιχείρηση δεν επιτρέπεται να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 193 ή 198 του παρόντος, την άδεια να υπαγάγει οποιαδήποτε από τις θυγατρικές της στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος.

6. Καμία από τις αποφάσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο δεν μπορεί να ληφθεί ή να διατηρηθεί εφόσον η τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο είναι θυγατρική της τελικής μητρικής επιχείρησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο που αναφέρεται στο άρθρο 173 του παρόντος και η τελευταία αυτή επιχείρηση έχει λάβει σύμφωνα με τα άρθρα 194 ή 198 του παρόντος την άδεια να υπαγάγει τη θυγατρική αυτή στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος.

1. Η Εποπτική Αρχή δύναται να αποφασίζει τη σύναψη συμφωνίας με τις εποπτικές αρχές σε άλλα κράτη-μέλη, στα οποία λειτουργεί άλλη συνδεδεμένη τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό εκτός Ελλάδος επίπεδο, με σκοπό την άσκηση εποπτείας του ομίλου στο επίπεδο ελληνικού υπο-ομίλου, που καλύπτει περισσότερα κράτη-μέλη.
Η Εποπτική Αρχή δύναται να αποφασίζει τη σύναψη συμφωνίας με τις εποπτικές αρχές σε άλλα κράτη-μέλη στα οποία λειτουργεί άλλη συμμετέχουσα τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό εκτός Ελλάδος επίπεδο, με σκοπό την άσκηση εποπτείας του ομίλου στο επίπεδο εθνικού εκτός Ελλάδος υπο-ομίλου που καλύπτει περισσότερα κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Όταν η Εποπτική Αρχή έχει συνάψει συμφωνία με εποπτικές αρχές σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η εποπτεία του ομίλου δεν ασκείται στο επίπεδο τελικής μητρικής επιχείρησης που αναφέρεται στο 174 του παρόντος.
Η Εποπτική Αρχή αιτιολογεί τις συμφωνίες τις παρούσας παραγράφου τόσο στην αρχή εποπτείας ομίλου, όσο και στην τελική μητρική επιχείρηση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Εποπτική Αρχή, όταν δρα ως αρχή εποπτείας ενός ομίλου, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμφωνιών, ενημερώνει το κολλέγιο εποπτικών αρχών σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 203 του παρόντος.

2. Οι παράγραφοι 2 έως 6 του άρθρου 174 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως.

1. Η εποπτεία της φερεγγυότητας του ομίλου ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, με το άρθρο 201 και με το Κεφάλαιο Γ' του παρόντος Μέρους.

2. Στην περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε να υπάρχουν διαθέσιμα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια στον όμιλο, τα οποία να είναι πάντοτε τουλάχιστον ίσα με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου, όπως αυτές υπολογίζονται σύμφωνα με τα Τμήματα 2, 3 και 4 της παρούσας Ενότητας.

3. Στη περίπτωση β' της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε έναν όμιλο μεριμνούν ώστε να υπάρχουν διαθέσιμα επιλέξιμα κεφάλαια στον όμιλο, τα οποία να είναι πάντοτε ίσα με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, όπως αυτές υπολογίζονται σύμφωνα με το Τμήμα 5 της παρούσας Ενότητας.

4. Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος υπόκεινται σε εποπτική εξέταση από την Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Γ' του παρόντος Μέρους. Το άρθρο 107 του παρόντος και οι παράγραφοι 1 έως 4 του άρθρου 109 του παρόντος εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

5. Μόλις η συμμετέχουσα επιχείρηση παρατηρήσει ότι ο όμιλος δεν συμμορφώνεται πλέον προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ή ότι υπάρχει κίνδυνος να πάψει να συμμορφώνεται μέσα στους επόμενους τρεις μήνες ενημερώνει αμελλητί την αρχή εποπτείας του ομίλου.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει τις άλλες εποπτικές αρχές του Κολλεγίου, το οποίο προβαίνει σε ανάλυση της κατάστασης του ομίλου.
Εφόσον στην αντίστοιχη περίπτωση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, η Εποπτική Αρχή τυγχάνει ενδιαφερόμενη αρχή, τότε συμμετέχει στις σχετικές εργασίες του Κολλεγίου εποπτικών αρχών αναφορικά με την ανάλυση της κατάστασης του ομίλου.

1. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μεριμνά ώστε οι υπολογισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 176 του παρόντος να διενεργούνται τουλάχιστον μία φορά ετησίως είτε από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είτε από την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.
Τα σχετικά δεδομένα για τον υπολογισμό και τα αποτελέσματα του υπολογισμού υποβάλλονται στην αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή από την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή από την επιχείρηση στον όμιλο που καθορίζει η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, άλλως η αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον ίδιο τον όμιλο.
Όταν η Εποπτική Αρχή τυγχάνει, στις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και με τον ίδιο τον όμιλο.

2. Η ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση, η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών και η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών επιβλέπουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου σε συνεχή βάση. Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι τελευταίες αναφερθείσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου υπολογίζονται εκ νέου χωρίς καθυστέρηση και υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου.
Όταν υπάρχουν στοιχεία που υπονοούν ότι το προφίλ κινδύνου του ομίλου έχει αλλάξει σημαντικά από την ημερομηνία κατά την οποία αναφέρθηκαν τελευταία οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να ζητά τον επανυπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου.

1. Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, που αναφέρονται στην περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, πραγματοποιείται σύμφωνα με τις τεχνικές αρχές και μία από τις μεθόδους, οι οποίες παρατίθενται στα άρθρα 179 έως 191 του παρόντος.

2. Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στην περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος διενεργείται σύμφωνα με τη μέθοδο 1, η οποία περιγράφεται στα άρθρα 188 έως 190 του παρόντος.
Ωστόσο, η Εποπτική Αρχή δύναται, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, να αποφασίζει, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον ίδιο τον όμιλο, να εφαρμόζει στο συγκεκριμένο όμιλο τη μέθοδο 2 που περιγράφεται στο άρθρο 191 του παρόντος ή συνδυασμό των μεθόδων 1 και 2, εφόσον αυτή κρίνει την αποκλειστική εφαρμογή της μεθόδου 1 ως ακατάλληλη.
Εφόσον η Εποπτική Αρχή δρα στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και τον ίδιο τον όμιλο.

1. Στον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου λαμβάνεται υπόψη το αναλογικό μερίδιο που κατέχει η συμμετέχουσα επιχείρηση στις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, το αναλογικό μερίδιο περιλαμβάνει οποιοδήποτε από τα κατωτέρω:
α) όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 1, τα ποσοστά που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών,
β) όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 2, την αναλογία του εγγεγραμμένου κεφαλαίου που κατέχεται, άμεσα ή έμμεσα, από τη συμμετέχουσα επιχείρηση.
Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο, όταν η συνδεδεμένη επιχείρηση είναι θυγατρική και δεν διαθέτει επαρκή επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για να καλύψει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής.
Όταν, κατά τη γνώμη της Εποπτικής Αρχής, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης που κατέχει μερίδιο του κεφαλαίου είναι αυστηρά περιορισμένη στο τμήμα αυτό του κεφαλαίου, η Εποπτική Αρχή δύναται, εντούτοις, να επιτρέψει να ληφθεί υπόψη σε αναλογική βάση το έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής επιχείρησης.

2. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, καθορίζει, μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον ίδιο τον όμιλο, το αναλογικό μερίδιο που λαμβάνεται υπόψη στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν δεν υπάρχουν δεσμοί κεφαλαίου μεταξύ ορισμένων από τις επιχειρήσεις ενός ομίλου,
β) όταν η Εποπτική Αρχή ή άλλη εποπτική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει καθορίσει ότι η κατοχή, άμεση ή έμμεση, δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου σε μια επιχείρηση θεωρείται ως συμμετοχή επειδή, κατά τη γνώμη της, ασκείται στην πραγματικότητα σημαντική επιρροή στην επιχείρηση αυτή,
γ) όταν η Εποπτική Αρχή ή άλλη εποπτική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει καθορίσει ότι μια επιχείρηση είναι η μητρική επιχείρηση μιας άλλης διότι, κατά τη γνώμη της Εποπτικής Αρχής ή της άλλης εποπτικής αρχής, ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή στην άλλη αυτή επιχείρηση.
Εφόσον η Εποπτική Αρχή δρα στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και τον ίδιο τον όμιλο.

1. Δεν επιτρέπεται ο διπλός υπολογισμός ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μεταξύ των διαφόρων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό αυτό.
Προς το σκοπό αυτόν κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, και εφόσον οι μέθοδοι που περιγράφονται στο Τμήμα 4 της παρούσας Ενότητας δεν το διασφαλίζουν, αποκλείονται τα ακόλουθα ποσά:
α) η αξία οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μιας από τις συνδεδεμένες της ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις,
β) η αξία οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,
γ) η αξία οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας οιασδήποτε άλλης συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος, τα ακόλουθα στοιχεία μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό μόνον εφόσον είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της σχετικής συνδεδεμένης επιχείρησης:
α) τα πλεονάζοντα κεφάλαια που εμπίπτουν στην παράγραφο 2 του άρθρου 70 του παρόντος συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ζωής της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου,
β) το εγγεγραμμένο και μη καταβεβλημένο κεφάλαιο συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται το περιθώριο φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου.

3. Τα ακόλουθα στοιχεία δεν περιλαμβάνονται σε κάθε περίπτωση στον υπολογισμό:
α) το εγγεγραμμένο αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο το οποίο αντιπροσωπεύει δυνητική υποχρέωση της συμμετέχουσας επιχείρησης,
β) το εγγεγραμμένο αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης το οποίο αντιπροσωπεύει δυνητική υποχρέωση της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,
γ) το εγγεγραμμένο αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης το οποίο αντιπροσωπεύει δυνητική υποχρέωση άλλης συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της ιδίας συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

4. Εάν η Εποπτική Αρχή ή άλλη ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρήσουν ότι ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μιας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, πέραν εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος, δεν μπορούν ουσιαστικά να διατεθούν για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, τα εν λόγω στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων μπορούν να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό μόνον εφόσον είναι επιλέξιμα και κατά μέγιστο ποσό μέχρι του ύψος της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας της συνδεδεμένης επιχείρησης.

5. Το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4 του παρόντος δεν υπερβαίνει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

6. Τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, τα οποία υπόκεινται σε προηγούμενη εποπτική έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 69 του παρόντος, μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό μόνον εφόσον έχουν δεόντως εγκριθεί από την αρχή, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της συνδεδεμένης αυτής επιχείρησης.

1. Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, δεν λαμβάνονται υπόψη για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας επιλέξιμα ίδια κεφάλαια τα οποία απορρέουν από αμοιβαία χρηματοδότηση μεταξύ της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και κάποιας εκ των κατωτέρω:
α) συνδεδεμένης επιχείρησης,
β) συμμετέχουσας επιχείρησης,
γ) άλλης συνδεδεμένης επιχείρησης οιασδήποτε από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις.

2. Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, δεν λαμβάνονται υπόψη επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, όταν τα σχετικά ίδια κεφάλαια προκύπτουν από αμοιβαία χρηματοδότηση με οποιαδήποτε άλλη συνδεδεμένη επιχείρηση της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

3. Θεωρείται ότι υπάρχει αμοιβαία χρηματοδότηση όταν τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οποιαδήποτε από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, κατέχει μερίδια σε άλλη επιχείρηση ή δανειοδοτεί άλλη επιχείρηση η οποία, άμεσα ή έμμεσα, κατέχει ίδια κεφάλαια επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των πρώτων επιχειρήσεων.

Η αξία των στοιχείων ενεργητικού και του παθητικού αποτιμάται σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος.

Όταν η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει περισσότερες της μίας συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ο υπολογισμός της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου διενεργείται με συνεκτίμηση εκάστης των συνδεδεμένων αυτών ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Εφόσον η συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει την έδρα της σε άλλο κράτος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά εκτός Ελλάδος, κατά τον υπολογισμό λαμβάνονται υπόψη, ως προς τη συνδεδεμένη επιχείρηση, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, όπως ορίζεται σε αυτό το άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1. Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία κατέχει συμμετοχή σε συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, μέσω εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση αυτής της εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.
Μόνο για το σκοπό του υπολογισμού του πρώτου εδαφίου της παρούσας, η ενδιάμεση εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η ενδιάμεση μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στους κανόνες που ορίζονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του Παρόντος σε σχέση με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και στις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που ορίζονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του Παρόντος σε σχέση με τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

2. Στις περιπτώσεις στις οποίες μια ενδιάμεση εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή ενδιάμεση μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών κατέχει δάνεια μειωμένης εξασφάλισης (διασφάλισης) ή άλλα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που υπόκεινται σε περιορισμό σύμφωνα με το άρθρο 75 του παρόντος, αναγνωρίζονται ως επιλέξιμα ίδια κεφάλαια μέχρι τα ποσά που υπολογίζονται με την εφαρμογή των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 75 του παρόντος στα συνολικά οφειλόμενα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια σε επίπεδο ομίλου σε σύγκριση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου.
Τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ενδιάμεσης εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή ενδιάμεσης μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, για τα οποία απαιτείται προηγούμενη έγκριση από την Εποπτική Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 69 του παρόντος ή από την αντίστοιχη εποπτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 90 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εάν κρατούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, μπορούν να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου μόνον εφόσον έχουν εγκριθεί δεόντως από την Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, άλλως από την αρχή εποπτείας του ομίλου.

1. Κατά τον υπολογισμό, σύμφωνα με το 191 του παρόντος, της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η τελευταία αντιμετωπίζεται, μόνο για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, ως συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.
Ωστόσο, οσάκις η τρίτη χώρα στην οποία η εν λόγω επιχείρηση έχει την έδρα της την υποβάλλει σε διαδικασία χορήγησης αδείας και της επιβάλλει καθεστώς φερεγγυότητας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που ορίζεται στο Κεφάλαιο ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος, τότε κατά τον υπολογισμό, λαμβάνονται υπόψη, όσον αφορά στη συγκεκριμένη επιχείρηση, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη της απαίτησης αυτής όπως ορίζεται από την εκάστοτε τρίτη χώρα.

2. Η εξακρίβωση του κατά πόσον το καθεστώς της τρίτης χώρας είναι τουλάχιστον ισοδύναμο, πραγματοποιείται από την Εποπτική Αρχή, με απόφασή της που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μόνο στην περίπτωση που αυτή δρα ως αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου, μετά από αίτημα της συμμετέχουσας επιχείρησης ή με δική της πρωτοβουλία και εφόσον δεν έχουν εκδοθεί αντίστοιχες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 227 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.
Για τη διεξαγωγή της εξακρίβωσης του προηγούμενου εδαφίου, η Εποπτική Αρχή ζητά τη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 33 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1094/2010 συμβολή της ΕΑΑΕΣ και, πριν να λάβει απόφαση σχετικά με την ισοδυναμία, διαβουλεύεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
Αντιστοίχως, εάν στην περίπτωση της παρούσας πα-ραγράφου, η Εποπτική Αρχή δρα ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, τότε διαβουλεύεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες αρχές και την αρχή εποπτείας του ομίλου, για την εξακρίβωση της ισοδυναμίας με το καθεστώς της τρίτης χώρας.

3. Για τη λήψη της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου η Εποπτική Αρχή λαμβάνει υπόψη της τυχόν κριτήρια που έχουν εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 227 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.
Η Εποπτική Αρχή, κατά τη λήψη της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου, εξετάζει τυχόν αντίστοιχες αποφάσεις ισοδυναμίας που έχουν ληφθεί από άλλες εποπτικές αρχές, σε προγενέστερο χρόνο, για τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα και λαμβάνει απόφαση που έρχεται σε σύγκρουση με τις αποφάσεις αυτές μόνον όταν είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη σημαντικές αλλαγές στο καθεστώς εποπτείας είτε στο καθοριζόμενο στο Κεφάλαιο ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος είτε σε αυτό της τρίτης χώρας.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον διαφωνεί με απόφαση άλλης εποπτικής αρχής περί ισοδυναμίας μίας τρίτης χώρας, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της, η οποία παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1094/2010.

4. Σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 227 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, κατ' εξουσιοδότηση πράξη η οποία καθορίζει ότι το εποπτικό καθεστώς τρίτης χώρας είναι προσωρινά ισοδύναμο, η συγκεκριμένη τρίτη χώρα θεωρείται ισοδύναμη για τους σκοπούς του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος.

1. Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε πιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία επενδύσεων ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δύναται να εφαρμόζει, τηρουμένων των αναλογιών, τις μεθόδους 1 ή 2 που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ ή στο άρθρο 25 του ν. 3455/2006 (Α' 84). Ωστόσο, η μέθοδος 1 που αναφέρεται στο Παράρτημα αυτό ή στο άρθρο 25 του ν. 3455/2006 (Α' 84) εφαρμόζεται μόνο εάν η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου είναι ικανοποιημένη ως προς το επίπεδο της ενοποιημένης διοίκησης και του εσωτερικού ελέγχου αναφορικά με τις οντότητες οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο της ενοποίησης. Η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται με διαχρονικά σταθερό τρόπο.

2. Η Εποπτική Αρχή, όταν αναλαμβάνει το ρόλο της εποπτείας του ομίλου σε σχέση με κάποιο συγκεκριμένο όμιλο, δύναται να αποφασίζει, μετά από αίτημα της συμμετέχουσας επιχείρησης ή με δική της πρωτοβουλία, να αφαιρεί οποιαδήποτε συμμετοχή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος από τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της φερεγγυότητας του ομίλου της συμμετέχουσας επιχείρησης.

Οσάκις τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι αναγκαία για τον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, σχετικά με συνδεδεμένη επιχείρηση της οποίας η καταστατική έδρα βρίσκεται σε κράτος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτη χώρα, δεν είναι διαθέσιμα στην Εποπτική Αρχή, η λογιστική αξία της επιχείρησης αυτής στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αφαιρείται από τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τη φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου.
Στην περίπτωση αυτή, τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη που συνδέονται με τη συμμετοχή αυτή δεν αναγνωρίζονται ως επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τη φερεγγυότητα του ομίλου.

1. Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης πραγματοποιείται στη βάση των ενοποιημένων λογαριασμών.
Η φερεγγυότητα του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι η διαφορά μεταξύ των ακολούθων στοιχείων:
α) των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για τη κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, που υπολογίζεται στη βάση ενοποιημένων δεδομένων,
β) της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, που υπολογίζεται στη βάση ενοποιημένων δεδομένων.
Οι κανόνες που ορίζονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος και στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου βάσει ενοποιημένων δεδομένων.

2. Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου με βάση τα ενοποιημένα δεδομένα (ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ομίλου) υπολογίζεται σύμφωνα είτε με την τυποποιημένη μέθοδο είτε με εγκεκριμένο εσωτερικό υπόδειγμα, κατά τρόπο συνεπή προς τις γενικές αρχές που περιλαμβάνονται στα Τμήματα 1 και 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος και στις Ενότητες 1 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος.
Η ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου δεν μπορεί να υπολείπεται από το άθροισμα των κατωτέρω:
α) της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως αυτή αναφέρεται στο άρθρο 102 του παρόντος, της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,
β) το αναλογικό μερίδιο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης των συνδεδεμένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Το ελάχιστο αυτό ποσό καλύπτεται από επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 75 του παρόντος.
Για τον καθορισμό του κατά πόσον τα επιλέξιμα αυτά ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα για την κάλυψη της ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι αρχές που προβλέπονται στα άρθρα 179 έως 187 του παρόντος. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 110 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως.

1. Στην περίπτωση αίτησης για να επιτραπεί ο υπολογισμός της ενοποιημένης Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου βάσει εσωτερικού υποδείγματος, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών, η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές προκειμένου να αποφασίσουν για την έγκριση ή μη της αίτησης και για να καθορίσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις, εφόσον υπάρχουν, που διέπουν την έγκριση αυτή.
Η αίτηση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο υποβάλλεται στην αρχή εποπτείας του ομίλου.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ενημερώνει τα λοιπά μέλη του κολλεγίου εποπτικών αρχών και τους διαβιβάζει την πλήρη αίτηση χωρίς καθυστέρηση.

2. Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου εντός χρονικού διαστήματος έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις λοιπές εποπτικές αρχές αναφορικά με την αίτηση αυτή.

3. Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ή ως απλά ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να ζητήσει την σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ.
Σε περίπτωση που ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή έχει ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αναβάλλει της απόφασή της, αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
Απόφαση που έχει ληφθεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από την Εποπτική Αρχή.
Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της εξάμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη της κοινής απόφασης.
Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει την τελική απόφαση. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 έχει απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

4. Σε περίπτωση λήψης κοινής απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, διαβιβάζει στην αιτούσα επιχείρηση έγγραφο το οποίο περιέχει πλήρη αιτιολόγηση της απόφασης.

5. Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου θα αποφασίζει η ίδια σχετικά με την αίτηση.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, λαμβάνει δεόντως υπόψη ενδεχόμενες απόψεις και επιφυλάξεις άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών οι οποίες διατυπώθηκαν εντός της εν λόγω εξάμηνης περιόδου και διαβιβάζει στην αιτούσα επιχείρηση και στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές έγγραφο στο οποίο εκθέτει την πλήρως αιτιολογημένη απόφασή της, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

6. Εάν η Εποπτική Αρχή θεωρήσει ότι το προφίλ κινδύνου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που υπόκειται στην εποπτεία της αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται το εσωτερικό υπόδειγμα που εγκρίθηκε σε επίπεδο ομίλου και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί από την Εποπτική Αρχή, η Εποπτική Αρχή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 26 του παρόντος, να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής αυτής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή του εσωτερικού αυτού υποδείγματος.
Σε εξαιρετικές περιστάσεις, εάν η πρόσθετη αυτή κεφαλαιακή απαίτηση δεν είναι ενδεδειγμένη, η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητήσει από την οικεία επιχείρηση να υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητάς της βάσει της τυποποιημένης μεθόδου που αναφέρεται στα Τμήματα 1 και 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Σύμφωνα με τις περιπτώσεις α' και γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας αυτής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή της τυποποιημένης αυτής μεθόδου.
Η Εποπτική Αρχή αιτιολογεί κάθε απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου τόσο στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση όσο και στα λοιπά μέλη του κολλεγίου εποπτικών αρχών.

Για να καθορισθεί εάν η ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου αντικατοπτρίζει κατάλληλα το προφίλ κινδύνου του ομίλου, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να ανακύψουν οι περιστάσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του παρόντος σε επίπεδο ομίλου, και ιδίως όταν:
α) τυχόν υφιστάμενοι ειδικοί κίνδυνοι σε επίπεδο ομίλου δεν καλύπτονται επαρκώς από την τυποποιημένη μέθοδο ή από το χρησιμοποιούμενο εσωτερικό υπόδειγμα, επειδή είναι δύσκολη η ποσοτικοποίησή τους,
β) επιβάλλεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές τυχόν πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 37 και την παράγραφο 7 του άρθρου 231 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή με το άρθρο 26 και την παράγραφο 6 του άρθρου 189 του παρόντος.
Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου δεν αντικατοπτρίζεται κατάλληλα, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, είναι δυνατόν να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου.
Οι παράγραφοι 1 έως 5 του άρθρου 26 του παρόντος, σε συνδυασμό με την απόφαση της Εποπτικής Αρχής σύμφωνα με την παράγραφο 6 ιδίου άρθρου, καθώς και οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 6, 7 και 8 του άρθρου 37 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εφαρμόζονται αναλόγως.

1. Η φερεγγυότητα του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προκύπτει ως διαφορά μεταξύ των κατωτέρω:
α) των συνολικών επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων του ομίλου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος,
β) την αξία στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος.

2. Τα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια του ομίλου είναι το άθροισμα των κατωτέρω:
α) των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,
β) του αναλογικού μεριδίου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

3. Η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου είναι άθροισμα των κατωτέρω:
α) της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,
β) του αναλογικού μεριδίου της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

4. Οσάκις η συμμετοχή στις συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συνίσταται, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, σε έμμεση κυριότητα, η αξία στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενσωματώνει την αξία της έμμεσης αυτής κυριότητας, με συνεκτίμηση των σχετικών διαδοχικών συμφερόντων και των στοιχείων που αναφέρονται στην περίπτωση β' της παραγράφου 2 του παρόντος και στην περίπτωση β' της παραγράφου 3 του παρόντος, τα οποία περιλαμβάνουν αντίστοιχα τα αναλογικά μερίδια των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, αντιστοίχως.

5. Στην περίπτωση αίτησης έγκρισης υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου με βάση κάποιο εσωτερικό υπόδειγμα, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 189 του παρόντος.

6. Για να καθορισθεί εάν η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου, που έχει υπολογιστεί όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος, αντικατοπτρίζουν κατάλληλα το προφίλ κινδύνου του ομίλου, η Εποπτική Αρχή δίδει ιδιαίτερη προσοχή σε τυχόν ειδικούς κινδύνους που υφίστανται σε επίπεδο ομίλου, και οι οποίοι δεν καλύπτονται επαρκώς, επειδή είναι δύσκολη η ποσοτικοποίησή τους.
Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να επιβάλλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου.
Οι παράγραφοι 1 έως 5 του άρθρου 26 του παρόντος, σε συνδυασμό με την απόφαση της Εποπτικής Αρχής σύμφωνα με την παράγραφο 6 ιδίου άρθρου, καθώς και οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 6, 7 και 8 του άρθρου 37 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εφαρμόζονται αναλόγως.

Όταν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι θυγατρικές εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μεριμνά ώστε ο υπολογισμός της φερεγγυότητας του ομίλου να διεξάγεται στο επίπεδο της εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 178 του παρόντος, καθώς και τα άρθρα 179 έως 191 του παρόντος
Για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, η μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως εάν να ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στους κανόνες που ορίζονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος όσον αφορά στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και στις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους τους παρόντος όσον αφορά στα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

Οι κανόνες που ορίζονται στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία είναι θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η θυγατρική, σε σχέση με την οποία η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν έχει λάβει κάποια απόφαση δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 214 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ ή της παραγράφου 2 του άρθρου 172 του παρόντος, περιλαμβάνεται στην εποπτεία του ομίλου που ασκείται από την αρμόδια αρχή εποπτείας ομίλου στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης σύμφωνα με το παρόν Μέρος,
β) οι διαδικασίες διαχείρισης του κινδύνου και οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου της μητρικής επιχείρησης καλύπτουν τη θυγατρική και η μητρική επιχείρηση ικανοποιεί την Εποπτική Αρχή και τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές όσον αφορά στη συνετή διαχείριση της θυγατρικής,
γ) η μητρική επιχείρηση έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 246 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 201 του παρόντος,
δ) η μητρική επιχείρηση έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 256 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή της παραγράφου 2 του άρθρου 211 του παρόντος,
ε) έχει υποβληθεί αίτηση για έγκριση υπαγωγής στα άρθρα 238 και 239 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος από τη μητρική επιχείρηση και έχει ληφθεί θετική απόφαση επί της αιτήσεως αυτής σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 237 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή στο άρθρο 194 του παρόντος.
Η Εποπτική Αρχή, οσάκις εκφράζει σοβαρούς προβληματισμούς με τη συνεχιζόμενη συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων β', γ' και δ' του παρόντος, αιτείται αμελλητί στην αρχή εποπτείας του ομίλου την εξακρίβωση αυτή.

1. Στην περίπτωση αιτήσεων για έγκριση υπαγωγής στους κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 238 και 239 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή εργάζεται από κοινού με τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές στο πλαίσιο του Κολλεγίου των εποπτικών αρχών, σε πλήρη συνεργασία, προκειμένου να αποφασίσει για τη χορήγηση ή μη της ζητούμενης έγκρισης και για λοιπούς όρους και προϋποθέσεις, εφόσον υπάρχουν, που διέπουν την έγκριση αυτή.
Η αίτηση του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου υποβάλλεται μόνον στην εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, ενημερώνει τα λοιπά μέλη του Κολλεγίου εποπτικών αρχών και τους διαβιβάζει την πλήρη αίτηση χωρίς καθυστέρηση.

2. Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από όλες τις εποπτικές αρχές στο πλαίσιο του Κολλεγίου των εποπτικών αρχών, να υπάρξει κοινή απόφαση με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές σχετικά με την αίτηση αυτήν.

3. Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ή ως απλά ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να ζητήσει τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ.
Σε περίπτωση που αρμόδια εποπτική αρχή έχει ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αναβάλλει της απόφασή της, αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές.
Απόφαση που έχει ληφθεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.
Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της τρίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη της κοινής απόφασης.
Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει την τελική απόφαση. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές.
Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 έχει απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

4. Σε περίπτωση λήψης κοινής απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει στην αιτούσα θυγατρική επιχείρηση την απόφαση με πλήρη αιτιολόγηση. Η κοινή απόφαση αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από όλες τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, της Εποπτικής Αρχής συμπεριλαμβανομένης.

5. Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός τριών μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου θα αποφασίζει η ίδια σχετικά με την αίτηση.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, λαμβάνει δεόντως υπόψη ενδεχόμενες απόψεις και επιφυλάξεις των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών, καθώς και τις επιφυλάξεις των λοιπών εποπτικών αρχών που είναι μέλη του Κολλεγίου εποπτικών αρχών και διαβιβάζει στην αιτούσα επιχείρηση και στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές αντίγραφο της απόφασης. Η απόφαση περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και επεξήγηση κάθε σημαντικής απόκλισης από τις επιφυλάξεις των λοιπών ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός τριών μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 189 του παρόντος, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 4 και 5 του παρόντος.

2. Εάν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται με βάση εσωτερικό υπόδειγμα που έχει εγκριθεί σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 189 του παρόντος ή το άρθρο 231 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και η Εποπτική Αρχή θεωρεί ότι το προφίλ κινδύνου της αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό αυτό υπόδειγμα, εφόσον δε η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί από την Εποπτική Αρχή, η Εποπτική Αρχή δύναται, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο 26 του παρόντος, να προτείνει στην αρχή εποπτείας του ομίλου, εφόσον δεν δρα η ίδια ως τέτοια, τον καθορισμό πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής αυτής που προκύπτουν από την εφαρμογή του υποδείγματος ή σε εξαιρετικές περιστάσεις, στις οποίες μια τέτοια πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση θα κρινόταν ακατάλληλη, να απαιτήσει από την επιχείρηση να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας με βάση την τυποποιημένη μέθοδο. Η Εποπτική Αρχή συζητεί την πρόταση στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών και ανακοινώνει την αιτιολόγηση των προτάσεων αυτών τόσο στη θυγατρική, όσο και στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών.

3. Εάν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται με βάση την τυπική προσέγγιση και η Εποπτική Αρχή θεωρεί ότι το προφίλ κινδύνου της αποκλίνει σημαντικά από της υποκείμενες παραδοχές της τυπικής προσέγγισης, εφόσον δε η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί από την Εποπτική Αρχή, η Εποπτική Αρχή δύναται, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να προτείνει στην αρχή εποπτείας του ομίλου, εφόσον δεν δρα η ίδια ως τέτοια, να αντικαταστήσει ένα υποσύνολο των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό με βάση την τυποποιημένη μέθοδο από παραμέτρους που χρησιμοποιούνται ειδικά για την εν λόγω επιχείρηση κατά τον υπολογισμό των ενοτήτων που αφορούν τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και ασθενείας, κατά τα οριζόμενα στο 86 του παρόντος ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 26 του παρόντος, να καθορίσει επιπρόσθετη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας της θυγατρικής αυτής κεφαλαιακή απαίτηση.
Η Εποπτική Αρχή συζητεί την πρόταση στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών και κοινοποιεί τους λόγους για την πρόταση αυτή τόσο στη θυγατρική όσο και στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών.

4. Η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας επί τη βάσει της πρότασης ή για τη λήψη άλλων δυνατών μέτρων.
Σε περίπτωση θυγατρικής άλλου κράτους-μέλους, η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την πρόταση της εποπτικής αρχής που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, περιλαμβανομένων και άλλων δυνατών μέτρων.
Η εν λόγω συμφωνία αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις εποπτικές αρχές, της Εποπτικής Αρχής συμπεριλαμβανομένης.

5. Εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν συμφωνεί με την αρχή εποπτείας του ομίλου, είτε εφόσον η Εποπτική Αρχή δρούσα ως αρχή εποπτείας του ομίλου δεν συμφωνεί με την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται εντός ενός μηνός από την ανωτέρω πρόταση στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, συνδρομή της.
Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της μηνιαίας περιόδου που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο ή μετά την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια την θυγατρική, αναβάλλει της απόφασή της σε σχέση με την εν λόγω θυγατρική και αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθΜ. 1094/2010, λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, τη διαβιβάζει στην εν λόγω θυγατρική και στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η απόφαση συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση.
Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος - μέλος, απόφαση που έχει ληφθεί από την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω θυγατρική σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή, εφόσον συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση.

1. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και με την επιφύλαξη του άρθρου 109 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, διαβιβάζει το συντομότερο δυνατόν στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών το σχέδιο ανάκαμψης που έχει υποβάλει η θυγατρική, προκειμένου να επιτευχθεί, εντός έξι μηνών από τότε που διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων ή η μείωση του προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.
Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Κολλεγίου Εποπτικών Αρχών, σχετικά με την πρότασή της όσον αφορά στην έγκριση ή μη του σχεδίου ανάκαμψης μέσα σε τέσσερεις μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.
Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος - μέλος, η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, επί τη βάσει της πρότασης της εποπτικής αρχής που έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω θυγατρικής όσον αφορά στην έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης.
Εάν δεν επιτευχθεί τέτοια συμφωνία, η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, λαμβάνει η ίδια απόφαση σχετικά με την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη της τις απόψεις των άλλων εποπτικών αρχών που συμμετέχουν στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών.

2. Αν η Εποπτική Αρχή διαπιστώσει, σύμφωνα με το 107 του παρόντος, επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών, ενημερώνει αμέσως το Κολλέγιο εποπτικών αρχών. Με εξαίρεση καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, τα μέτρα που λαμβάνονται συζητούνται προηγουμένως στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών.
Η Εποπτική Αρχή στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την πρότασή της, όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, μέσα σε ένα μήνα από την ενημέρωση του Κολλεγίου.
Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος - μέλος η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας, εντός ενός μηνός από την ενημέρωση του Κολλεγίου, σχετικά με την πρόταση της εποπτικής αρχής που έχει χορηγήσει την άδεια στη θυγατρικής όσον αφορά στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.
Εάν δεν επιτευχθεί τέτοια συμφωνία, η Εποπτική Αρχή εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική αποφασίζει η ίδια, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις απόψεις και επιφυλάξεις των άλλων εποπτικών αρχών που συμμετέχουν στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών.

3. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και με την επιφύλαξη του άρθρου 110 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, διαβιβάζει, το συντομότερο δυνατόν, στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών, το σχέδιο ανάκαμψης που έχει υποβάλει η θυγατρική, προκειμένου να επιτευχθεί, μέσα σε τρεις μήνες (3) από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, η αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, ή η μείωση του προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλισθεί συμμόρφωση προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση. Το Κολλέγιο εποπτικών αρχών ενημερώνεται επίσης σχετικά με οποιοδήποτε μέτρο λαμβάνει η Εποπτική Αρχή για την ενίσχυση της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης στο επίπεδο της θυγατρικής.

4. Εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν συμφωνεί με την αρχή εποπτείας του ομίλου, είτε εφόσον η Εποπτική Αρχή δρούσα ως αρχή εποπτείας του ομίλου δεν συμφωνεί με την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010, συνδρομή της, εφόσον η διαφωνία αφορά στα ακόλουθα:
α) την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε παράτασης της περιόδου ανάκαμψης, εντός της τετράμηνης περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος,
β) την έγκριση των προτεινόμενων μέτρων εντός της μηνιαίας περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος.
Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της τετράμηνης ή μηνιαίας περιόδου των περιπτώσεων α' και β' της παρούσας παραγράφου αντίστοιχα, ή μετά την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2 του παρόντος ή στις περιπτώσεις καταστάσεων έκτακτης ανάγκης της παραγράφου 2 του παρόντος.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, αναβάλλει την απόφασή της σε σχέση με την εν λόγω θυγατρική και αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1094/2010, λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, τη διαβιβάζει στην εν λόγω θυγατρική και στο κολλέγιο εποπτικών αρχών, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η απόφαση συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση.
Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος - μέλος, απόφαση που έχει ληφθεί από την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω θυγατρική σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή, εφόσον συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση.

1. Οι κανόνες που προβλέπονται στα 195 και 196 του παρόντος παύουν να ισχύουν στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) δεν πληρούται πλέον η προϋπόθεση που αναφέρεται στην περίπτωση α' του άρθρου 193 του παρόντος,
β) δεν πληρούται πλέον η προϋπόθεση που αναφέρεται στην περίπτωση β' του άρθρου 193 του παρόντος και ο όμιλος δεν αποκαθιστά τη συμμόρφωση με την προϋπόθεση αυτή εντός της ενδεδειγμένης χρονικής περιόδου,
γ) δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων γ' και δ' του άρθρου 193 του παρόντος.
Στην περίπτωση που αναφέρεται στην περίπτωση α' της παρούσας, όταν η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αποφασίζει, μετά από διαβούλευση με το Κολλέγιο εποπτικών αρχών, να μην συμπεριλάβει πλέον τη θυγατρική στην εποπτεία που πραγματοποιεί, ενημερώνει άμεσα την αρμόδια εποπτική αρχή και τη μητρική επιχείρηση.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, δύναται να παρέχει τη γνώμη της αναφορικά με τη συμπερίληψη θυγατρικής στην εποπτεία της αρχής εποπτείας του ομίλου.

2. Για τους σκοπούς των περιπτώσεων β', γ' και δ' του άρθρου 193 του παρόντος, η μητρική επιχείρηση είναι υπεύθυνη να εξασφαλίσει ότι οι προϋποθέσεις πληρούνται σε συνεχή βάση. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ενημερώνει αμελλητί την αρχή εποπτείας του ομίλου και την εποπτική αρχή της οικείας θυγατρικής εταιρείας. Η μητρική επιχείρηση υποβάλλει σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης εντός της κατάλληλης χρονικής περιόδου.

3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 της παρούσας, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, εξακριβώνει, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, με δική της πρωτοβουλία, ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων β', γ' και δ' του άρθρου 193 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, προβαίνει επίσης στην εξακρίβωση αυτή μετά από αίτημα της ενδιαφερόμενης εποπτικής αρχής, οσάκις η τελευταία εκφράζει σοβαρούς ενδοιασμούς αναφορικά με τη συνεχιζόμενη συμμόρφωση με την εν λόγω προϋπόθεση.
Εάν από την εξακρίβωση προκύπτουν ελλείψεις, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ζητεί από τη μητρική επιχείρηση να υποβάλει σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης εντός της ενδεδειγμένης χρονικής περιόδου.

4. Εάν, μετά από διαβούλευση με το Κολλέγιο εποπτικών αρχών, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αποφανθεί ότι το σχέδιο των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος είναι ανεπαρκές ή στη συνέχεια ότι δεν εφαρμόζεται εντός της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων β', γ' και δ' του άρθρου 193 του παρόντος δεν πληρούνται πλέον και ενημερώνει άμεσα την ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, δύναται να παρέχει την γνώμη της αναφορικά με το σχέδιο που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος ή την εφαρμογή του σχεδίου αυτού εντός της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου.

5. Το καθεστώς που προβλέπεται στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος εφαρμόζεται εκ νέου εάν η μητρική επιχείρηση υποβάλει νέα αίτηση και επιτύχει ευνοϊκή απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 194 του παρόντος.

Τα άρθρα 193 έως 197 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι θυγατρικές εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

1. Η εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνων σε επίπεδο ομίλου ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος, με το άρθρο 201 του παρόντος και με το Κεφάλαιο Γ' του παρόντος Μέρους.

2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. οι εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών, καθώς και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών αναφέρουν, σε τακτική βάση, και τουλάχιστον ετησίως, στην αρχή εποπτείας του ομίλου οποιαδήποτε σημαντική συγκέντρωση κινδύνων στο επίπεδο του ομίλου.
Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ηγείται του ομίλου ή, εάν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, από την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στον όμιλο που έχει καθορισθεί από την Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, άλλως από την αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο.
Όταν η Εποπτική Αρχή τυγχάνει, στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και με τον ίδιο τον όμιλο.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, εντάσσει στην εποπτική της αξιολόγηση τις συγκεντρώσεις κινδύνου.

3. Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβούλευση με τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον όμιλο, καθορίζει το είδος των κινδύνων που πρέπει να αναφέρουν σε κάθε περίπτωση οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κάποιου συγκεκριμένου ομίλου.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, δύναται να παρέχει τη γνώμη της αναφορικά με το είδος των κινδύνων που πρέπει να αναφέρουν σε κάθε περίπτωση οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κάποιου συγκεκριμένου ομίλου.
Κατά τον καθορισμό ή τη γνωμοδότησή της για το είδος των κινδύνων, η Εποπτική Αρχή είτε εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου είτε είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή λαμβάνει υπόψη τον συγκεκριμένο όμιλο και τη δομή διαχείρισης των κινδύνων του ομίλου.
Για να καθορισθούν οι σημαντικές συγκεντρώσεις κινδύνων που πρέπει να αναφέρονται, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο, επιβάλλει κατάλληλα όρια ή περιορισμούς, υπολογιζόμενους με βάση την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή τις τεχνικές προβλέψεις ή και τα δύο.
Όταν η Εποπτική Αρχή τυγχάνει, στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και με τον ίδιο τον όμιλο. Κατά την εξέταση των συγκεντρώσεων κινδύνου, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου παρακολουθεί ιδίως τον πιθανό κίνδυνο μετάδοσης στον όμιλο, τον κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων και το επίπεδο ή το μέγεθος των κινδύνων.

4. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι χρόνοι υποβολής των πληροφοριών του παρόντος.

1. Η εποπτεία των συναλλαγών στο εσωτερικό του ομίλου ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος, με το άρθρο 201 του παρόντος και με το Κεφάλαιο Γ' του παρόντος Μέρους.

2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών, καθώς και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών αναφέρουν σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετησίως, στην αρχή εποπτείας του ομίλου όλες τις σημαντικές εντός του ομίλου συναλλαγές από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών με φυσικό πρόσωπο που συνδέεται με στενούς δεσμούς με οποιαδήποτε επιχείρηση του ομίλου.
Επιπλέον, οι ανωτέρω επιχειρήσεις δηλώνουν, το συντομότερο δυνατό, τις πολύ σημαντικές συναλλαγές εντός του ομίλου.
Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ηγείται του ομίλου ή, εάν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, από την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, ή από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση του ομίλου που έχει καθορισθεί από την Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου άλλως από την αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον όμιλο.
Όταν η Εποπτική Αρχή τυγχάνει, στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και με τον ίδιο τον όμιλο.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, εντάσσει στην εποπτική της αξιολόγηση τις συναλλαγές εντός του ομίλου.

3. Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον όμιλο, προσδιορίζει το είδος των συναλλαγών εντός του ομίλου που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στον συγκεκριμένο όμιλο πρέπει να αναφέρουν σε κάθε περίσταση.
Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα, στην ίδια περίπτωση, ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές εποπτικές αρχές και τον όμιλο.
Η παράγραφος 3 του άρθρου 199 του παρόντος εφαρμόζεται αναλόγως.

4. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι χρόνοι υποβολής των πληροφοριών του παρόντος, καθώς και οι διαδικασίες και τα πρότυπα για την αναφορά των συναλλαγών του παρόντος.

1. Οι απαιτήσεις που ορίζονται στην Ενότητα 2 του Κεφαλαίου Δ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως στο επίπεδο του ομίλου.
Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα συστήματα διαχείρισης των κινδύνων και εσωτερικού ελέγχου και οι διαδικασίες αναφοράς εφαρμόζονται με συνέπεια σε όλες τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στο πεδίο εποπτείας του ομίλου, σύμφωνα με τις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, έτσι ώστε τα εν λόγω συστήματα και οι διαδικασίες αναφοράς να μπορούν να ελέγχονται σε επίπεδο ομίλου.

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος, οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου του ομίλου περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) κατάλληλους μηχανισμούς, όσον αφορά στη φερεγγυότητα του ομίλου, για τον εντοπισμό και τη μέτρηση όλων των σημαντικών κινδύνων και για την κατάλληλη σύνδεση των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων με τους κινδύνους,
β) ορθές διαδικασίες αναφοράς και λογιστικής για την παρακολούθηση και τη διαχείριση των συναλλαγών στο εσωτερικό του ομίλου και της συγκέντρωσης των κινδύνων.

3. Τα συστήματα και οι διαδικασίες πληροφόρησης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος υπόκεινται σε εποπτική αξιολόγηση από την αρχή εποπτείας του ομίλου, σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο Κεφάλαιο Γ' του παρόντος Μέρους.

4. Η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αναλαμβάνει, στο επίπεδο του ομίλου, την αξιολόγηση που απαιτείται από το άρθρο 33 του παρόντος.
Όταν ο υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου εκτελείται με τη μέθοδο 1 του άρθρου 188 του παρόντος, η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών παρέχει στον επόπτη του ομίλου σαφή στοιχεία σχετικά με τη διαφορά μεταξύ του αθροίσματος του της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας καθεμιάς των συνδεδεμένων επιχειρήσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης και της ενοποιημένης Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου.
Οσάκις το αποφασίζει η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, και με την επιφύλαξη της σύμφωνης γνώμης της Εποπτικής Αρχής, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, άλλως της αρχής εποπτείας του ομίλου, μπορεί να προβαίνει σε όλες τις εκτιμήσεις που απαιτούνται από το άρθρο 33 του παρόντος ταυτοχρόνως στο επίπεδο του ομίλου και στο επίπεδο οποιασδήποτε θυγατρικής στον όμιλο και μπορεί να εκπονεί ενιαίο έγγραφο που καλύπτει όλες αυτές τις εκτιμήσεις.
Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως επόπτης ομίλου, πριν να δώσει τη συγκατάθεσή της σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ζητεί τη γνώμη και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις όλων των μελών του Κολλεγίου εποπτικών αρχών.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, δύναται να παρέχει τη γνώμη της σχετικά με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.
Στην περίπτωση που ο όμιλος επιλέξει τη δυνατότητα που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, υποβάλλει ταυτοχρόνως το έγγραφο σε όλες τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η επιλογή της δυνατότητας αυτής δεν απαλλάσσει τις οικείες θυγατρικές από την υποχρέωση να εξασφαλίσουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 33 του παρόντος.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, εντάσσει την εποπτική της αξιολόγηση την ίδια αξιολόγηση του κινδύνου και της φερεγγυότητας που διεξάγεται σε επίπεδο ομίλου.

1. Η Εποπτική Αρχή συμμετέχει στον ορισμό της αρχής εποπτείας κάθε ομίλου για τον οποίο αποτελεί ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 203 του παρόντος. Η εν λόγω αρχή εποπτείας του ομίλου είναι υπεύθυνη για το συντονισμό και την άσκηση της εποπτείας του ομίλου και ορίζεται σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου ή της παραγράφου 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, με την επιφύλαξη των αναφερομένων στην παράγραφο 3 του παρόντος.

2. Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή είναι αρμόδια για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε έναν όμιλο, το καθήκον της εποπτείας του ομίλου ασκείται από την Εποπτική Αρχή.

3. Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, η Εποπτική Αρχή και οι λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, μπορεί, κατόπιν αιτήσεως οποιασδήποτε ενδιαφερόμενης εποπτικής αρχής, να λαμβάνουν κοινή απόφαση να παρεκκλίνουν από τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 6 του παρόντος ή στην παράγραφο 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εάν η εφαρμογή τους κρίνεται απρόσφορη, λαμβανομένης υπόψη της δομής του ομίλου και της σχετικής βαρύτητας των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στις διάφορες χώρες, και να ορίζουν διαφορετική εποπτική αρχή ως αρχή εποπτείας του ομίλου.
Προς το σκοπό αυτόν, η Εποπτική Αρχή, όπως και κάθε άλλη ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να ζητεί την έναρξη συζητήσεων σχετικά με την καταλληλότητα των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος ή στην παράγραφο 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Οι συζητήσεις αυτές δεν λαμβάνουν χώρα περισσότερες της μιας φοράς ετησίως.
Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση σχετικά με την επιλογή της αρχής εποπτείας του ομίλου, εντός τριών μηνών από την έκφραση του αιτήματος για συζήτηση. Πριν να λάβουν την απόφασή τους, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές παρέχουν στον όμιλο τη δυνατότητα να εκφράσει τη γνώμη του.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, διαβιβάζει την κοινή απόφαση στον όμιλο μαζί με πλήρη αιτιολόγηση.

4. Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης περιόδου της παραγράφου 3 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ή ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά τη, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010, συνδρομή της ΕΑΑΕΣ.
Σε περίπτωση που ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμπεριλαμβανομένης της Εποπτικής Αρχής, έχει ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος, τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ, η Εποπτική Αρχή αναβάλλει της απόφασή της στο πλαίσιο της κοινής απόφασης της παραγράφου 3 του παρόντος, αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ωΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και λαμβάνει την απόφασή της στο πλαίσιο της κοινής απόφασης της παραγράφου 3 του παρόντος σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ. Η εν λόγω κοινή απόφαση αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή και τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της τρίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη της κοινής απόφασης.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, διαβιβάζει την κοινή απόφαση στον όμιλο και στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών μαζί με πλήρη αιτιολόγηση.

5. Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης, τα καθήκοντα της εποπτείας του ομίλου ασκούνται από την εποπτική αρχή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος ή την παράγραφο 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

6. Σε περίπτωση που η ίδια εποπτική αρχή είναι αρμόδια για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε έναν όμιλο, ως αρχή εποπτείας του ομίλου ώστε να ασκεί όλες τις σχετικές εργασίες ορίζεται η εποπτική αυτή αρχή.
Σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, η αρχή εποπτείας του ομίλου ώστε να ασκεί όλες τις σχετικές εργασίες ορίζεται ως ακολούθως:
α) όταν του ομίλου ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στην επιχείρηση αυτή,
β) όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση:
βα) όταν η μητρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή η οποία έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση,
ββ) όταν περισσότερες της μιας ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ως μητρική τους την ίδια εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή την ίδια μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, και μια από τις επιχειρήσεις αυτές έχει λάβει άδεια στο κράτος - μέλος στο οποίο η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει την έδρα της, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή του κράτους-μέλους η οποία έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση,
βγ) όταν επικεφαλής του ομίλου βρίσκονται περισσότερες της μίας εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που έχουν τις έδρες τους σε διαφορετικά κράτη μέλη, και υπάρχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε καθένα από τα αυτά τα κράτη μέλη, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή της ασφαλιστική ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού,
βδ) όταν περισσότερες της μιας ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ως μητρική τους την ίδια εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, και καμία από τις επιχειρήσεις αυτές δεν έχει λάβει άδεια στο κράτος - μέλος στο οποίο η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει την έδρα της, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή που χορήγησε άδεια στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού,
βε) όταν ο όμιλος είναι όμιλος χωρίς μητρική επιχείρηση ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση που δεν αναφέρεται στις περιπτώσεις βα' έως βδ' της παρούσας, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή η οποία έχει χορηγήσει την άδεια στη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

1. Τα δικαιώματα και τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, σχετικά με την εποπτεία του ομίλου περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
α) το συντονισμό της συγκέντρωσης και διάδοσης των χρήσιμων ή ουσιωδών πληροφοριών, κατά τη συνήθη πορεία των δραστηριοτήτων και σε επείγουσες καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της διάδοσης πληροφοριών που είναι σημαντικές για το εποπτικό έργο της Εποπτικής Αρχής,
β) τον εποπτικό έλεγχο και την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του ομίλου,
γ) την εκτίμηση της συμμόρφωσης του ομίλου με τους κανόνες για την φερεγγυότητα και τη συγκέντρωση των κινδύνων και τις εντός του ομίλου συναλλαγές σύμφωνα με τα άρθρα 176 έως 200 του παρόντος,
δ) την αξιολόγηση του συστήματος διακυβέρνησης του ομίλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 201 του παρόντος, και του κατά πόσον τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της συμμετέχουσας επιχείρησης πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 31 και 213 του παρόντος,
ε) τον προγραμματισμό και τον συντονισμό, με τακτικές συνεδριάσεις τουλάχιστον σε ετήσια βάση ή άλλα ενδεδειγμένα μέσα, των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή βάση, καθώς και σε έκτακτες καταστάσεις, σε συνεργασία με τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, λαμβανομένων επίσης υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της επιχειρηματικής δραστηριότητας όλων των επιχειρήσεων που απαρτίζουν τον όμιλο,
στ) άλλα καθήκοντα, μέτρα και αποφάσεις που ανατίθενται στην Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, από τον παρόντα νόμου ή από την Οδηγία 2009/138/EK ή που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2009/138/EK, ιδίως τη διεξαγωγή της διαδικασίας για την επικύρωση οποιουδήποτε εσωτερικού υποδείγματος σε επίπεδο ομίλου όπως αναφέρεται στα άρθρα 189 και 191 του παρόντος και τη διεξαγωγή της διαδικασίας έγκρισης της εφαρμογής του καθεστώτος που θεσπίζεται με τα άρθρα 194 έως 197 του παρόντος.

2. Για κάθε έναν όμιλο για τον οποίο η Εποπτική Αρχή δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, προκειμένου να διευκολυνθεί η άσκηση των καθηκόντων εποπτείας για τον όμιλο αυτό κατά τα αναφερόμενα την παράγραφο 1 του παρόντος, συγκροτεί Κολλέγιο εποπτικών αρχών. Η Εποπτική Αρχή προεδρεύει σε κάθε Κολλέγιο εποπτικών αρχών στο οποίο δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου.
Το Κολλέγιο εποπτικών αρχών διασφαλίζει ότι η συνεργασία, η ανταλλαγή πληροφοριών και οι διαδικασίες διαβούλευσης μεταξύ των εποπτικών αρχών που συμμετέχουν στο Κολλέγιο εφαρμόζονται αποτελεσματικά, σύμφωνα με το Τρίτο Μέρος του παρόντος, με στόχο την προώθηση της σύγκλισης των αντίστοιχων αποφάσεων και δραστηριοτήτων τους.
Σε περίπτωση που η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν εκτελεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος ή στην παράγραφο 1 του άρθρου 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή τα μέλη του Κολλεγίου εποπτικών αρχών δεν συνεργάζονται στο βαθμό που απαιτείται, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ή είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί απευθυνθεί στην ΕΙΟΡΑ και να ζητήσει τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, συνδρομή της.

3. Η Εποπτική Αρχή αποτελεί ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, διαθέτοντας όλες αντίστοιχες αρμοδιότητες και εξουσίες και εκτελεί όλες τις απαιτούμενες εργασίες κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, και συμμετέχει σε όλες τις εργασίες των Κολλεγίων εποπτικών αρχών για κάθε όμιλο για το οποίο πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 6 του άρθρου 202 παρόντος ή της παραγράφου 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ, για κάθε όμιλο ο οποίος διαθέτει τουλάχιστον μία θυγατρική επιχείρηση στην Ελλάδα, καθώς και για κάθε όμιλο ο οποίος διαθέτει στην Ελλάδα σημαντικό υποκατάστημα ή συνδεδεμένη επιχείρηση. Στην περίπτωση του υποκαταστήματος ή της συνδεδεμένης επιχείρησης, η συμμετοχή της περιορίζεται στην επίτευξη του στόχου της αποτελεσματικής ανταλλαγής πληροφοριών.
Η Εποπτική Αρχή αποτελεί την αρχή εποπτείας του ομίλου, διαθέτει όλες τις αντίστοιχες αρμοδιότητες και εκτελεί όλες τις απαιτούμενες εργασίες κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, και συμμετέχει σε όλες τις εργασίες των Κολλεγίων εποπτικών αρχών για κάθε όμιλο για τον οποίο δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου.
Σε όλα τα Κολλέγια εποπτικών αρχών συμμετέχει η αρχή εποπτείας του ομίλου, οι εποπτικές αρχές των κρατών-μελών στα οποία εδρεύουν όλες οι θυγατρικές επιχειρήσεις του ομίλου, καθώς και η ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να καθορίζει, εφόσον απαιτείται για την αποτελεσματική λειτουργία Κολλεγίου εποπτικών αρχών, ότι ορισμένες εργασίες θα διενεργούνται από ένα περιορισμένο πλήθος συμμετεχόντων εποπτικών αρχών.

4. Η Εποπτική Αρχή συνάπτει συμφωνίες (ρυθμίσεις) συντονισμού για τη συγκρότηση και λειτουργία των κολλεγίων με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
Σε περίπτωση διάστασης απόψεων σχετικά με τις ρυθμίσεις συντονισμού η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010, συνδρομή της.
Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει την τελική της απόφαση σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ και διαβιβάζει την εν λόγω απόφαση στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

5. Με την επιφύλαξη οποιουδήποτε μέτρου που έχει ληφθεί δυνάμει του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, οι συμφωνίες συντονισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος προσδιορίζουν τις διαδικασίες όσον αφορά:
α) στη διαδικασία λήψης αποφάσεων μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών σύμφωνα με τα άρθρα 189, 190 και 202 του παρόντος,
β) στη διαβούλευση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος και στην παράγραφο 5 του άρθρου 176 του παρόντος.
Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων και των καθηκόντων της Εποπτικής Αρχής και των άλλων εποπτικών αρχών, που προβλέπονται στην Οδηγία 2009/138/ ΕΚ και στον παρόντα νόμο, οι συμφωνίες συντονισμού μπορούν να προβλέπουν πρόσθετα καθήκοντα για την αρχή εποπτείας του ομίλου, για λοιπές εποπτικές αρχές ή για την ΕΑΑΕΣ, στις περιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται αποδοτικότερη εποπτεία του ομίλου και δεν εμποδίζει τις εποπτικές δραστηριότητες των μελών του Κολλεγίου εποπτικών αρχών σε σχέση με τις ιδιαίτερες αρμοδιότητές τους.
Επιπλέον, οι συμφωνίες συντονισμού είναι δυνατόν να προσδιορίζουν:
α) τη διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών, ιδίως σύμφωνα με τα άρθρα 171 έως 175, 177 έως 179, 185, 199 έως 201, 205, 211, 215 και 217 του παρόντος,
β) τη συνεργασία με τις υπόλοιπες εποπτικές αρχές.

6. Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας ομίλου διαβιβάζει στην ΕΑΑΕΣ τις πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία των Κολλεγίων εποπτικών αρχών στα οποία συμμετέχει, καθώς και τις τυχόν δυσχέρειες που αντιμετώπισε και οι οποίες σχετίζονται με τις επανεξετάσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

1. Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται στενά με τις λοιπές εποπτικές αρχές ενός ομίλου, ιδίως κατά τις περιπτώσεις στις οποίες κάποια από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες.
Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η Εποπτική Αρχή, καθώς και οι λοιπές εποπτικές αρχές έχουν στη διάθεσή τους την ίδια ποσότητα ουσιαστικών πληροφοριών, με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, η Εποπτική Αρχή ανταλλάσσει αμοιβαία με τις λοιπές εποπτικές αρχές τέτοιες πληροφορίες για την άσκηση και τη διευκόλυνση του εποπτικού έργου τόσο της Εποπτικής Αρχής όσο και των άλλων αρχών, δυνάμει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και του παρόντος νόμου. Στο πλαίσιο αυτό, η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί αμελλητί στις λοιπές εποπτικές αρχές όλες τις σχετικές πληροφορίες μόλις καθίστανται διαθέσιμες και ανταλλάσσει πληροφορίες όταν αυτό της ζητηθεί. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες σχετικά με πράξεις του ομίλου και των εποπτικών αρχών και πληροφορίες που παρέχονται από τον όμιλο.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου διαβιβάζει στις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και στην ΕΑΑΕΣ όλες τις σχετικές με τον όμιλο πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 15, την παράγραφο 1 του άρθρου 38 και την παράγραφο 2 του άρθρου 209 του παρόντος, και ιδίως εκείνες που αφορούν στη νομική δομή του ομίλου, στο πλαίσιο διακυβέρνησης και στην οργανωτική δομή του ομίλου.

2. Η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει τις σχετικές πληροφορίες σε άλλη εποπτική αρχή ή ανταποκρίνεται σε αίτημα συνεργασίας και ανταλλαγής σχετικής πληροφόρησης άλλης εποπτικής αρχής εντός δύο (2) εβδομάδων.
Σε περίπτωση που άλλη εποπτική αρχή δεν έχει διαβιβάσει σχετικές πληροφορίες στην Εποπτική Αρχή ή δεν έχει ανταποκριθεί εντός δύο εβδομάδων ή έχει απορρίψει αίτημα συνεργασίας ή αποστολής σχετικής πληροφόρησης της Εποπτικής Αρχής, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει την σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 συνδρομή της.

3. Η Εποπτική Αρχή καλεί αμέσως σε συνεδρίαση όλες τις εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στην εποπτεία του ομίλου τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν λάβει γνώση τυχόν σημαντικής παραβίασης της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ή παραβίασης της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης μιας επιμέρους ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,
β) όταν λάβει γνώση τυχόν σημαντικής παραβίασης της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου βάσει ενοποιημένων δεδομένων ή της συνολικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου, σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται σύμφωνα με το Τμήμα 4 της Ενότητας 1 του Κεφαλαίου Γ' του Τρίτου Μέρους του παρόντος,
γ) σε περίπτωση που προκύπτουν άλλες εξαιρετικές περιστάσεις.

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 203 του παρόντος, στις περιπτώσεις που μια απόφαση της Εποπτικής Αρχής είναι σημαντική για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων εποπτικών αρχών, η Εποπτική Αρχή προβαίνει σε διαβούλευση με τις αυτές τις εποπτικές αρχές στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών, πριν να ληφθεί η απόφαση αυτή, σχετικά με τα κατωτέρω θέματα:
α) μεταβολές στη μετοχική διάρθρωση, στην οργανωτική ή διοικητική δομή των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενός ομίλου, οι οποίες απαιτούν την έγκριση ή την άδεια της Εποπτικής Αρχής,
β) την απόφαση για την παράταση της περιόδου ανάκαμψης των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 109 του παρόντος,
γ) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που λαμβάνονται από την Εποπτική Αρχή, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας κεφαλαιακή απαίτηση δυνάμει του άρθρου 26 του παρόντος και της επιβολής οιουδήποτε περιορισμού στη χρήση εσωτερικού υποδείγματος για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας δυνάμει του Τμήματος 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος.
Για τους σκοπούς των περιπτώσεων β' και γ' της παρούσας παραγράφου, η Εποπτική Αρχή ζητεί πάντοτε τη γνώμη της αρχής εποπτείας του ομίλου.
Επιπλέον, η Εποπτική Αρχή, όταν μια απόφασή της βασίζεται σε πληροφορίες που λαμβάνονται από άλλες εποπτικές αρχές, προβαίνει σε διαβούλευση με τις άλλες εποπτικές αρχές πριν να ληφθεί η απόφαση αυτή.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 203 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να αποφασίσει να μην προβεί σε διαβουλεύσεις σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ή όταν οι διαβουλεύσεις αυτές θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα της απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει, αμελλητί, τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

1. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να καλέσει τις εποπτικές αρχές των κρατών-μελών στα οποία έχει την έδρα της η μητρική επιχείρηση, και οι οποίες δεν ασκούν οι ίδιες την εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 202 του παρόντος ή το άρθρο 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, να ζητήσουν από τη μητρική επιχείρηση οποιαδήποτε πληροφορία χρήσιμη για την άσκηση των συντονιστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 203 του παρόντος ή στο άρθρο 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, και να διαβιβάσουν τις πληροφορίες αυτές στην Εποπτική Αρχή.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, όταν χρειάζεται τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 209 του παρόντος, οι οποίες έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη εποπτική αρχή, απευθύνεται στην εν λόγω εποπτική αρχή, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί επικάλυψη των πληροφοριών που διαβιβάζονται στις διάφορες αρχές οι οποίες συμμετέχουν στην εποπτεία.

2. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της στην Ελλάδα αλλά η Εποπτική Αρχή δεν ασκεί η ίδια την εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 202 του παρόντος ή το άρθρο 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ανταποκρίνεται σε κλήση της αρχής εποπτείας του ομίλου και ζητά από τη μητρική επιχείρηση οποιαδήποτε πληροφορία χρήσιμη για την άσκηση των συντονιστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 203 του παρόντος ή στο άρθρο 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στην αρχή εποπτείας του ομίλου.

Όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και είτε ένα πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή στο ν. 4261/2014 (Α'107) ή μια επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στην Οδηγία 2004/39/ΕΚ ή στο ν. 3606/2007 (Α'195) ή και τα δύο, συνδέονται άμεσα ή έμμεσα ή έχουν κοινή συμμετέχουσα επιχείρηση, η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται στενά με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, καθώς και με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των άλλων αυτών επιχειρήσεων.
Με την επιφύλαξη των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων της, η Εποπτική Αρχή ανταλλάσσει με τις αρχές αυτές κάθε πληροφορία η οποία ενδέχεται να απλοποιήσει το έργο είτε το δικό της είτε κάποιας από τις αρχές αυτές, ιδίως όπως προβλέπεται στο Τρίτο Μέρος του παρόντος νόμου.

Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο της εποπτείας του ομίλου, και ιδίως οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Εποπτικής Αρχής και λοιπών εποπτικών αρχών, καθώς και μεταξύ της Εποπτικής Αρχής και άλλων αρχών που προβλέπονται στο Τρίτο Μέρος του παρόντος νόμου, καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 44 του παρόντος περί επαγγελματικού απορρήτου και κοινοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών.

1. Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που περιλαμβάνονται στο πεδίο της εποπτείας του ομίλου και οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις και συμμετέχουσες επιχειρήσεις τους, ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες οι οποίες είναι χρήσιμες για την άσκηση της εποπτείας του ομίλου.

2. Η Εποπτική Αρχή έχει πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία και έγγραφο χρήσιμο για το σκοπό της εποπτείας ομίλων, ανεξάρτητα από τη φύση της σχετικής επιχείρησης. Το άρθρο 24 εφαρμόζεται αναλόγως.
Η Εποπτική Αρχή δύναται να απευθύνεται απευθείας στις επιχειρήσεις του ομίλου, ανεξάρτητα από τη φύση της σχετικής επιχείρησης προκειμένου να λάβει τις αναγκαίες πληροφορίες, μόνον εφόσον η Εποπτική Αρχή έχει ζητήσει τις πληροφορίες αυτές από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται σε εποπτεία σε επίπεδο ομίλου και δεν έχουν παρασχεθεί από την επιχείρηση αυτή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

3. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να περιορίζει τη συχνότητα υποβολής της παρεχόμενης σε επίπεδο ομίλου πληροφόρησης για εποπτικούς σκοπούς, εφόσον όλες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου ωφελούνται από τον περιορισμό της παραγράφου 6 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή τον περιορισμό της παραγράφου 6 του άρθρου 24 του παρόντος, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, κλίμακα και πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς στις εργασίες του ομίλου.
Σε κάθε περίπτωση, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να υποβάλλονται τουλάχιστον μία φορά ετησίως.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να εξαιρεί από την υποβολή αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών, εφόσον όλες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου ωφελούνται από την εξαίρεση της παραγράφου 7 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή την εξαίρεση της παραγράφου 6 του άρθρου 24 του παρόντος, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη φύση, κλίμακα και πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς στις εργασίες του ομίλου, όσο το σκοπό της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

1. Η Εποπτική Αρχή διεξάγει, είτε άμεσα είτε μέσω προσώπων, τα οποία ορίζει προς το σκοπό αυτόν, επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 209 του παρόντος στις εγκαταστάσεις εντός Ελλάδος οποιασδήποτε των ακολούθων:
α) της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που υπόκειται στην εποπτεία του ομίλου,
β) των συνδεδεμένων επιχειρήσεων της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,
γ) των μητρικών επιχειρήσεων της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,
δ) των συνδεδεμένων επιχειρήσεων μητρικής επιχείρησης της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

2. Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή επιθυμεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να εξακριβώσει τις πληροφορίες σχετικά με μια επιχείρηση, ρυθμιζόμενη ή μη, η οποία ανήκει σε όμιλο και ευρίσκεται σε άλλο κράτος - μέλος, ζητά από τις εποπτικές αρχές του άλλου αυτού κράτους-μέλους να προβούν στην εξακρίβωση.
Η Εποπτική Αρχή δύναται να συμμετέχει στην εξακρίβωση όταν δεν την διεξάγει άμεσα η ίδια.
Η Εποπτική Αρχή, εφόσον λάβει σχετικό αίτημα εξακρίβωσης σύμφωνα με το άρθρο 255 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή το παρόν άρθρο ανταποκρίνεται σε αυτό εντός δύο (2) εβδομάδων από τη λήψη του αιτήματος, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της είτε με την άμεση διεξαγωγή της εξακρίβωσης ή επιτρέποντας σε ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα να προβεί στην εξακρίβωση αυτή ή παρέχοντας τη δυνατότητα στην αρχή η οποία υπέβαλε το αίτημα να τη διενεργήσει η ίδια. Η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνεται για την αναληφθείσα δράση.
Η Εποπτική Αρχή η οποία υπέβαλε το αίτημα μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να συμμετέχει στην εξακρίβωση όταν δεν την διεξαγάγει άμεσα η ίδια.
Η ΕΑΑΕΣ μπορεί να συμμετέχει σε επιτόπιους ελέγχους στις περιπτώσεις που αυτές διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες εποπτικές αρχές.

3. Σε περίπτωση που η εποπτική αρχή που έλαβε το αίτημα της Εποπτικής Αρχής για την εξακρίβωση της παραγράφου 2 του παρόντος δεν έχει ανταποκριθεί εντός δύο εβδομάδων ή σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή δεν δύναται να ασκήσει στην πράξη το δικαίωμά της να συμμετέχει στην εξακρίβωση αυτή, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010, συνδρομή της.

1. Οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και οι εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών δημοσιεύουν, σε ετήσια βάση, έκθεση για τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική κατάσταση σε επίπεδο ομίλου. Τα άρθρα 38 και 40 έως 42 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως.

2. Οσάκις η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών το αποφασίζει, και με την επιφύλαξη της σύμφωνης γνώμης της αρχής εποπτείας του ομίλου, μπορεί να δημοσιεύει ενιαία έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση, η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
α) τις πληροφορίες στο επίπεδο του ομίλου που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος,
β) τις πληροφορίες για οποιαδήποτε από τις θυγατρικές του ομίλου που πρέπει να είναι ξεχωριστές και αναγνωρίσιμες και να δημοσιεύονται σύμφωνα με τα 38 και 40 έως 42 του παρόντος.
Πριν να δώσει τη συγκατάθεσή της σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως επόπτης ομίλου, ζητεί τη γνώμη και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις όλων των μελών του Κολλεγίου εποπτικών αρχών.
Η Εποπτική Αρχή εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή παρέχει τη γνώμη της, ή τις τυχόν επιφυλάξεις της σε περιπτώσεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας.

3. Στην περίπτωση θυγατρικής επιχείρησης, όταν η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν περιλαμβάνει τις πληροφορίες τις οποίες η Εποπτική Αρχή απαιτεί από συγκρίσιμες επιχειρήσεις να παρέχουν, και εφόσον η παράλειψη αυτή είναι ουσιαστική, η Εποπτική Αρχή έχει την εξουσία να απαιτήσει από τη σχετική θυγατρική να δημοσιοποιήσει τις αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες.

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών δημοσιοποιούν στο κοινό, σε επίπεδο ομίλου, σε ετήσια βάση, τη νομική, τη διοικητική και την οργανωτική τους διάρθρωση, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής όλων των θυγατρικών, των σημαντικών συνδεδεμένων επιχειρήσεων και των σημαντικών υποκαταστημάτων που ανήκουν στον όμιλο.

Όλα τα μέλη της διοίκησης εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, διαθέτουν την απαιτούμενη αξιοπιστία και καταλληλότητα για την άσκηση των καθηκόντων τους.
Οι διατάξεις του άρθρου 31 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως.

1. Εάν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 176 έως 201 του παρόντος ή εάν οι απαιτήσεις πληρούνται αλλά προκύπτουν κίνδυνοι για την φερεγγυότητα ή εάν οι εντός του ομίλου συναλλαγές ή οι συγκεντρώσεις κινδύνων αποτελούν απειλή για την χρηματοοικονομική θέση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, η Εποπτική Αρχή απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, από τις εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προκειμένου να διορθωθεί η κατάσταση το συντομότερο δυνατό.
Στη περίπτωση που η Εποπτική Αρχή δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου και η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει την έδρα της σε άλλο κράτος - μέλος από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, τότε η Εποπτική Αρχή ενημερώνει τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών-μελών για τις διαπιστώσεις της προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα.
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή λαμβάνει κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο, όπως ενδεικτικά να επιβάλλει τις κυρώσεις του άρθρου 256 του παρόντος, για τις εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών.
Η Εποπτική Αρχή συντονίζεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εποπτείας του ομίλου, οσάκις ενδείκνυται, για τα επιβαλλόμενα μέτρα.

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ποινικού δικαίου, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις ή μέτρα σε εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών οι οποίες παραβιάζουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που έχουν θεσπισθεί για την εφαρμογή του παρόντος Μέρους ή στο πρόσωπο το οποίο ασκεί ουσιαστικά τη διοίκηση των εταιρειών αυτών. Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται στενά με τις λοιπές εποπτικές αρχές προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι εν λόγω κυρώσεις ή τα μέτρα είναι αποτελεσματικά, ιδίως όταν η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών δεν ευρίσκεται στον ίδιο τόπο με την καταστατική έδρα της.

1. Στην περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή σε συνεργασία με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές εξακριβώνουν κατά πόσον οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η μητρική επιχείρηση των οποίων έχει την έδρα της εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόκεινται σε εποπτεία, από εποπτική αρχή τρίτης χώρας, που είναι ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται από το παρόν Μέρος για την εποπτεία στο επίπεδο του ομίλου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος.
Όταν δεν έχει εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 ή 5 του άρθρου 260 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, η Εποπτική Αρχή πραγματοποιεί την εξακρίβωση του προηγουμένου εδαφίου μόνο εάν, εφαρμοζόμενα τα κριτήρια της παραγράφου 6 του άρθρου 202 του παρόντος ή της παραγράφου 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, θα προέκυπτε ότι θα ήταν η αρχή εποπτείας του ομίλου («οιονεί αρχή εποπτείας του ομίλου»), κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή οποιασδήποτε από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή με δική της πρωτοβουλία. Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως οιονεί αρχή εποπτείας του ομίλου επικουρείται κατά την ανωτέρω εξακρίβωση από την ΕΑΑΕΣ, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 33 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.
Για την εξακρίβωση αυτή, πριν η Εποπτική Αρχή λάβει απόφαση σχετικά με την ισοδυναμία, εφόσον δρα ως οιονεί αρχή εποπτείας του ομίλου, επικουρούμενη από την ΕΑΑΕΣ, συμβουλεύεται τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η Εποπτική Αρχή κατά τη λήψη της απόφασης λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια που καθορίζονται σε τυχόν υφιστάμενες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 260 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως οιονεί επόπτης ομίλου, δεν λαμβάνει, σε σχέση με τρίτη χώρα, αποφάσεις οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση με παλιότερες αποφάσεις για τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, παρά μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για να ληφθούν υπόψη σημαντικές αλλαγές είτε στο καθεστώς εποπτείας που καθορίζεται στο Πρώτο Μέρος του παρόντος είτε στο καθεστώς εποπτείας της τρίτης χώρας.
Εφόσον η Εποπτική Αρχή διαφωνεί με απόφαση η οποία έχει ληφθεί από οιονεί επόπτη ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 260 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ μπορεί, μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης από τον επόπτη αυτόν, να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

2. Σε περίπτωση απουσίας είτε κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 3 ή 5 του άρθρου 260 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ είτε απόφασης της Εποπτικής Αρχής σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 217 του παρόντος.

3. Όταν εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 260 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, σχετικά με την προσωρινή ισοδυναμία καθεστώτος προληπτικής εποπτείας τρίτης χώρας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 216 του παρόντος.
Η Εποπτική Αρχή ασκεί τα καθήκοντα της αρχής εποπτείας ομίλου εφόσον έχει καθοριστεί ως οιονεί αρχή εποπτείας για τον συγκεκριμένο όμιλο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος και υπάρχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, μέλος του ομίλου, εγκατεστημένη στην Ελλάδα, η οποία έχει συνολικό ισολογισμό που υπερβαίνει το συνολικό ισολογισμό της μητρικής της επιχείρησης που είναι εγκατεστημένη εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Σε περίπτωση ισοδύναμης εποπτείας που αναφέρεται στο άρθρο 260 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή στο άρθρο 215 του παρόντος, τα άρθρα 202 έως 214 του παρόντος εφαρμόζονται στη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές των τρίτων αυτών χωρών αναλόγως.

1. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ισοδύναμη εποπτεία σύμφωνα με το άρθρο 215 του παρόντος ή σε περίπτωση που δεν εφαρμόζονται, σε περίπτωση προσωρινής ισοδυναμίας, οι διατάξεις του άρθρου 216 του παρόντος, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 215 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν είτε τα άρθρα 176 έως 192 και 199 έως 214 του παρόντος, τηρουμένων των αναλογιών είτε μια από τις μεθόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος.
Οι γενικές αρχές και μέθοδοι που εκτίθενται στα άρθρα 176 έως 214 του παρόντος εφαρμόζονται στο επίπεδο της εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών, μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, της ασφαλιστικής επιχείρησης της τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης της τρίτης χώρας.
Μόνον για το σκοπό του υπολογισμού της φερεγγυότητας του ομίλου, η μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στις ίδιες προϋποθέσεις που αναφέρονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και σε ένα από τα ακόλουθα:
α) Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 184 του παρόντος, αν πρόκειται για εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.
β) Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 185 του παρόντος, αν πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

2. Η Εποπτική Αρχή δύναται να εφαρμόζει άλλες μεθόδους οι οποίες εξασφαλίζουν κατάλληλη εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενός ομίλου. Για τις μεθόδους αυτές, πρέπει να λαμβάνεται η σύμφωνη γνώμη της αρχής της εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
Η Εποπτική Αρχή μπορεί, ιδίως, να απαιτεί την ίδρυση εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που να έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να εφαρμόσει το παρόν Μέρος στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου του οποίου ηγείται η εν λόγω εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.
Οι επιλεγείσες μέθοδοι επιτρέπουν την επίτευξη των στόχων εποπτείας των ομίλων όπως ορίζονται στο παρόν Μέρος, κοινοποιούνται δε από την Εποπτική Αρχή στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Όταν η μητρική επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 215 του παρόντος είναι η ίδια θυγατρική εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει την έδρα της εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, εφαρμόζεται η εξακρίβωση που προβλέπεται στο άρθρο 215 του παρόντος μόνο στο επίπεδο της τελικής μητρικής επιχείρησης η οποία είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών τρίτης χώρας, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών τρίτης χώρας ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.
Ωστόσο, η Εποπτική Αρχή δύναται να αποφασίζει, σε περίπτωση απουσίας ισοδύναμης εποπτείας που αναφέρεται στο άρθρο 215 του παρόντος, να προβαίνει σε νέα εξακρίβωση σε χαμηλότερο επίπεδο ομίλου, οσάκις υφίσταται μητρική επιχείρηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων είτε πρόκειται για εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών τρίτης χώρας είτε για μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών τρίτης χώρας είτε για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.
Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή αιτιολογεί την απόφασή της στον όμιλο.
Το άρθρο 217 του παρόντος εφαρμόζεται αναλόγως.

1. Στην περίπτωση που η μητρική επιχείρηση μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών μικτής δραστηριότητας, η Εποπτική Αρχή ασκεί γενική εποπτεία επί των συναλλαγών μεταξύ αυτών των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και της εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών μικτής δραστηριότητας και των συνδεδεμένων της επιχειρήσεων.

2. Τα άρθρα 200, 204 έως 210 και 214 εφαρμόζονται αναλόγως.

Το παρόν Μέρος ρυθμίζει θέματα εξυγίανσης και εκκαθάρισης ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων τους σε άλλα κράτη-μέλη, καθώς και υποκαταστημάτων ασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα. Το παρόν Μέρος έχει εφαρμογή και σε υποκαταστήματα ελληνικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων σε τρίτες χώρες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από το δίκαιο της τρίτης χώρας.

1. Για τους σκοπούς το παρόντος Μέρους δίδονται οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) «Αρμόδιες αρχές»: οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές των κρατών-μελών, οι οποίες είναι αρμόδιες για τα μέτρα εξυγίανσης ή τις διαδικασίες εκκαθάρισης. Αναφορικά με τις επιχειρήσεις του άρθρου 220 του παρόντος, αρμόδια αρχή για τα μέτρα εξυγίανσης και τις διαδικασίες ασφαλιστικής εκκαθάρισης, είναι η Εποπτική Αρχή.
β) «Μέτρα εξυγίανσης»: τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται από την Εποπτική Αρχή και έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση ασφαλιστικής επιχείρησης και τα οποία είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα ληπτών ασφάλισης, ασφαλισμένων και δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση, καθώς και άλλων συμβαλλομένων μερών και λοιπών πιστωτών.
γ) «Διαδικασίες εκκαθάρισης (κοινή εκκαθάριση)»: θεωρούνται οι συλλογικές διαδικασίες που συνεπάγονται τη ρευστοποίηση του ενεργητικού μιας ασφαλιστικής επιχείρησης και τη διανομή των εσόδων μεταξύ των πιστωτών, των μετόχων ή των μελών, όπως ενδείκνυται, και οι οποίες οπωσδήποτε συνεπάγονται παρέμβαση των αρμόδιων αρχών, ακόμη και όταν οι συλλογικές διαδικασίες περατώνονται με συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο είτε βασίζονται σε αφερεγγυότητα είτε όχι, και είτε είναι εκούσιες είτε υποχρεωτικές,
δ) «Ασφαλιστική εκκαθάριση» είναι η συλλογική διαδικασία που συνεπάγεται τη ρευστοποίηση του ενεργητικού μίας ασφαλιστικής επιχείρησης και τη διανομή των εσόδων και η οποία διενεργείται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή σε ασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας έχει ανακληθεί η άδεια λειτουργίας της δυνάμει των άρθρων 103 και 114 του παρόντος, από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή. Διαρκεί μέχρι την πλήρη εξόφληση όλων των απαιτήσεων από ασφάλιση όπως αυτές ορίζονται στην περίπτωση η' της παρούσας ή μέχρι την εξάντληση της περιουσίας της επιχείρησης, εφόσον τούτο συμβεί νωρίτερα.
ε) «Ασφαλιστικός Διαχειριστής»: κάθε πρόσωπο νομικό ή φυσικό, διοριζόμενο από τις αρμόδιες αρχές, έργο του οποίου είναι η υλοποίηση των μέτρων εξυγίανσης.
στ) «Εκκαθαριστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, διοριζόμενο από τις αρμόδιες διοικητικές ή δικαστικές αρχές ή από τη Γενική Συνέλευση της ασφαλιστικής επιχείρησης στη περίπτωση της εκούσιας εκκαθάρισης, σύμφωνα με τη νομοθεσία του εκάστοτε κράτους-μέλους, έργο του οποίου είναι η διαχείριση των διαδικασιών εκκαθάρισης.
ζ) «Ασφαλιστικός Εκκαθαριστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, διοριζόμενο από την Εποπτική Αρχή, το οποίο διενεργεί τις διαδικασίες ασφαλιστικής εκκαθάρισης.
η) «Απαίτηση από ασφάλιση», θεωρείται κάθε υποχρέωση, γεγενημένη ή μη, για ποσό που οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δικαιούχους αποζημίωσης, ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέει από ασφαλιστικές συμβάσεις ή από τις εργασίες πρωτασφάλισης των περιπτώσεων ε' έως θ' του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, περιλαμβανομένων των ποσών που αποθεματοποιούνται για τα προαναφερόμενα πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα στοιχεία της οφειλής.
Τα ασφάλιστρα που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση λόγω μη κατάρτισης ή λόγω καταγγελίας ασφαλιστικών συμβάσεων ή των εργασιών που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, θεωρούνται επίσης απαιτήσεις από ασφάλιση.

2. Για τους σκοπούς εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης και των διαδικασιών εκκαθάρισης του παρόντος Μέρους, που αφορούν υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης της οποίας η έδρα ευρίσκεται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, νοούνται ως:
α) «κράτος - μέλος καταγωγής»: το κράτος - μέλος το οποίο χορήγησε στο υποκατάστημα άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με τα άρθρα 130 έως 137 του παρόντος και
β) «εποπτικές αρχές» και «αρμόδιες αρχές», οι αντίστοιχες αρχές του κράτους-μέλους στο οποίο το υποκατάστημα έλαβε άδεια λειτουργίας.

3. Όταν η ασφαλιστική επιχείρηση, η έδρα της οποίας ευρίσκεται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει εγκατεστημένα υποκαταστήματα σε περισσότερα του ενός κράτη-μέλη, κάθε υποκατάστημα αντιμετωπίζεται, όσον αφορά στην εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και εκκαθάρισης, αυτόνομα. Οι αρμόδιες αρχές και οι εποπτικές αρχές αυτών των κρατών-μελών προσπαθούν να συντονίζουν τις δράσεις τους. Οι ενδεχόμενοι ασφαλιστικοί διαχειριστές ή οι ασφαλιστικοί εκκαθαριστές ή οι εκκαθαριστές επίσης προσπαθούν να συντονίζουν τις δράσεις τους.

1. Αποκλειστικά αρμόδια να αποφασίζει για μέτρα εξυγίανσης στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του άρθρου 220 είναι η Εποπτική Αρχή και εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό εκτός αν άλλως ορίζεται στο παρόν Κεφάλαιο.

2. Τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν τα αποτελέσματα τους ταυτοχρόνως στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να απαιτείται για αυτό περαιτέρω διατύπωση, καθώς και έναντι τρίτων στα άλλα κράτη-μέλη, ακόμα και αν το ισχύον δίκαιο στα κράτη-μέλη υποδοχής δεν προβλέπει τέτοια μέτρα ή εξαρτά την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται.

3. Αντιστοίχως, όταν η εξυγίανση αφορά ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την καταστατική της έδρα σε άλλο κράτος - μέλος, αποκλειστικά αρμόδιες για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων είναι οι αρχές του κράτους-μέλους αυτού και εφαρμοστέο το δίκαιο του ιδίου κράτους- μέλους εκτός αν άλλως ορίζεται στο παρόν Κεφάλαιο. Τα λαμβανόμενα από αυτές μέτρα εξυγίανσης παράγουν στην Ελλάδα αποτελέσματα χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση, ακόμη και αν το ελληνικό δίκαιο δεν προβλέπει τέτοια μέτρα ή εξαρτά την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται, εκτός αν άλλως ορίζεται στο παρόν Κεφάλαιο.

4. Τα μέτρα εξυγίανσης δεν εμποδίζουν την έναρξη διαδικασιών ασφαλιστικής ή κοινής εκκαθάρισης. Στην περίπτωση αυτή τα μέτρα εξυγίανσης διατηρούνται σε εφαρμογή και παράγουν αποτελέσματα παράλληλα με τις διαδικασίες ασφαλιστικής ή κοινής εκκαθάρισης.

5. Τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης επί των συμβάσεων και των δικαιωμάτων που προσδιορίζονται κατωτέρω, διέπονται από τους ακόλουθους κανόνες:
α) Οι συμβάσεις απασχόλησης και οι εργασιακές σχέσεις διέπονται μόνον από το δίκαιο του κράτους μέλους το οποίο διέπει τη σύμβαση απασχόλησης ή την εργασιακή σχέση.
β) Η σύμβαση η οποία παρέχει δικαίωμα χρήσεως ακινήτου ή κτήσεως κυριότητος επ' αυτού, διέπεται μόνον από το δίκαιο του κράτους-μέλους στην επικράτεια του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο.
γ) Τα δικαιώματα της ασφαλιστικής επιχείρησης επί ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους που υπόκεινται σε υποχρεωτική εγγραφή σε δημόσιο βιβλίο, διέπονται από το δίκαιο του κράτους-μέλους το οποίο επιτάσσει την τήρηση του βιβλίου.

6. Στην περίπτωση εκκρεμοδικίας που αφορά στοιχείο του ενεργητικού ή δικαίωμα, το οποίο έχει απεκδυθεί η ασφαλιστική επιχείρηση, εφαρμοστέο δίκαιο καθίσταται μόνον το δίκαιο του κράτους-μέλους στο οποίο υφίσταται η εκκρεμοδικία.

Η Εποπτική Αρχή λαμβάνει τα κατάλληλα κατά την κρίση της μέτρα για την εξυγίανση ασφαλιστικής επιχείρησης, εκτιμώντας τα ακόλουθα:
α) Τη διαφαινόμενη αδυναμία ασφαλιστικής επιχείρησης να ανακάμψει.
β) Την αδυναμία λήψης εναλλακτικών μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος εντός κατάλληλου χρόνου για την αποτροπή αφερεγγυότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης.
γ) Τις εκτιμώμενες συνέπειες της αδυναμίας πληρωμών ασφαλιστικής επιχείρησης για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, λαμβανομένων υπόψη ιδίως:
γα) του είδους των ασφαλιστικών εργασιών και του ύψους των τεχνικών προβλέψεων της ασφαλιστικής επιχείρησης και των απαιτήσεων επενδυτών κατ' αυτού,
γβ) του είδους και εύρους των υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες και άλλων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, και
γγ) των συμμετοχών της ασφαλιστικής επιχείρησης στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών που ανήκουν στις αναφερόμενες στην υποπερίπτωση γβ' της παρούσας περίπτωσης κατηγορίες, όπως και των συμμετοχών τέτοιων εταιριών στο μετοχικό κεφάλαιο της ασφαλιστικής επιχείρησης,
δ) την ανάγκη να επωμιστούν τις τυχόν απώλειες από την εξυγίανση της ασφαλιστικής επιχείρησης οι μέτοχοι, οι μη ενέγγυοι πιστωτές και με την επιφύλαξη της ανάγκης προστασίας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας οι λήπτες ασφάλισης, οι ασφαλισμένοι και οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση.

1. Η Εποπτική Αρχή δύναται να διορίσει σε ασφαλιστική επιχείρηση ασφαλιστικό διαχειριστή φυσικό ή νομικό πρόσωπο με ειδική γνώση και πείρα σε θέματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων όταν συντρέχει μία εκ των παρακάτω περιπτώσεων:
α) η επιχείρηση παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο που ασκείται από την Εποπτική Αρχή,
β) όταν η ασφαλιστική επιχείρηση προβαίνει σε σοβαρές ή κατ' εξακολούθηση παραβάσεις του παρόντος νόμου ή του αμέσου εφαρμογής ευρωπαϊκού δικαίου ή των αποφάσεων της Εποπτικής Αρχής ή όταν η επιχειρηματική της πορεία δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για τη χρηστή και συνετή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων από τη διοίκησή της, με συνέπεια να τίθενται σε κίνδυνο η φερεγγυότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης ή τα συμφέροντα των ληπτών ασφάλισης, ασφαλισμένων και δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση,
γ) όταν διαφαίνεται ότι η ασφαλιστική επιχείρηση δεν διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια ή ότι δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της ή δεν διαθέτει κατάλληλα περιουσιακά στοιχεία για την κάλυψη των ασφαλιστικών υποχρεώσεών της,
δ) όταν διαπιστώνεται από την Εποπτική Αρχή επιδείνωση της κατάστασης φερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 112 του παρόντος,
ε) όταν η ασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει σχετικό αίτημα,
στ) όταν η ασφαλιστική επιχείρηση δεν έχει λάβει τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα που έχουν υποδειχθεί από την Εποπτική Αρχή,
ζ) όταν η ασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της Εποπτικής Αρχής για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 227 του παρόντος,
η) όταν η ασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της Εποπτικής Αρχής για υποχρεωτική μεταβίβαση χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το άρθρο 228 του παρόντος,
θ) όταν η ασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της Εποπτικής Αρχής για αναστολή πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 229 του παρόντος,
ι) όταν η ασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της Εποπτικής Αρχής για μείωση απαιτήσεων από ασφάλιση σύμφωνα με το άρθρο 230 του παρόντος.

2. Η απόφαση της Εποπτικής Αρχής για το διορισμό ασφαλιστικού διαχειριστή κοινοποιείται αμελλητί στην ασφαλιστική επιχείρηση με άμεση ισχύ και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Από την κοινοποίηση στην ασφαλιστική επιχείρηση του διορισμού του ασφαλιστικού διαχειριστή και εφεξής, κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση της ασφαλιστικής επιχείρησης είναι ανίσχυρη εάν δεν συνέπραξε και ο ασφαλιστικός διαχειριστής. Εάν η Εποπτική Αρχή, κατόπιν σχετικής εισήγησης του ασφαλιστικού διαχειριστή ή και από άλλα στοιχεία και πληροφορίες που διαθέτει, κρίνει ότι οι εργασίες της ασφαλιστικής επιχείρησης δεν δύνανται να εξακολουθήσουν υπό την παρούσα διοίκηση, αποφασίζει την ανάθεση της διοίκησής της στον ασφαλιστικό διαχειριστή. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου δύναται να ληφθεί παράλληλα με το διορισμό του ασφαλιστικού διαχειριστή.

4. Ο ασφαλιστικός διαχειριστής διορίζεται για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες. Ο ως άνω διορισμός μπορεί να παρατείνεται με απόφαση της Εποπτικής Αρχής για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες κάθε φορά. Η συνολική περίοδος των παρατάσεων δεν μπορεί να υπερβεί τους τριάντα έξι (36) μήνες.

5. Με την απόφαση διορισμού ασφαλιστικού διαχειριστή δύναται να καθορίζονται θέματα για τα οποία απαιτείται απόφαση της Εποπτικής Αρχής ή σχετική εκ μέρους της έγκριση. Επιπλέον, με την ως άνω απόφαση δύναται να απαιτείται από τον ασφαλιστικό διαχειριστή η λήψη συγκεκριμένων μέτρων ή η αποφυγή συγκεκριμένων ενεργειών προς ικανοποίηση του σκοπού της παραγράφου 1 του άρθρου 225 του παρόντος. Ο διορισμός ασφαλιστικού διαχειριστή δεν συνεπάγεται την ακύρωση, καταγγελία ή τροποποίηση των ασφαλιστικών συμβάσεων ή λοιπών συμφωνιών συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ή έμμισθης εντολής, το ληξιπρόθεσμο οποιουδήποτε χρέους της ασφαλιστικής επιχείρησης ή την αναστολή των ατομικών διώξεων κατ' αυτής.

6. Όταν δυνάμει δικαστικής αποφάσεως προκύπτει άμεσα ή έμμεσα θέμα νομιμότητας ή εγκυρότητας της εκλογής, συγκρότησης, σύνθεσης ή λειτουργίας του διοικητικού συμβουλίου ασφαλιστικής επιχείρησης, η Εποπτική Αρχή διορίζει ασφαλιστικό διαχειριστή, ο οποίος ασκεί τη διοίκηση της ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 225 του παρόντος, για διάστημα τριών (3) έως έξι (6) μηνών που μπορεί να παρατείνεται και, σε κάθε περίπτωση, μέχρι τη συγκρότηση νέου διοικητικού συμβουλίου.

1. Ο ασφαλιστικός διαχειριστής αξιολογεί την εν γένει οικονομική, διοικητική και οργανωτική κατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της, με σκοπό είτε την ανάκαμψη της επιχείρησης είτε την προετοιμασία θέσης της επιχείρησης υπό ασφαλιστική εκκαθάριση κατά το άρθρο 235 του παρόντος. Σε μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίου που διενεργούνται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις στις οποίες έχει διορισθεί ασφαλιστικός διαχειριστής δεν εφαρμόζεται το άρθρο 479 του Αστικού Κώδικα.

2. Ο ασφαλιστικός διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλει στην Εποπτική Αρχή τις ακόλουθες εκθέσεις:
α) Το συντομότερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός τριάντα (30) ημερών από την απόφαση διορισμού του, έκθεση απογραφής των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης.
β) Το συντομότερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός εξήντα (60) ημερών από την απόφαση διορισμού του έκθεση για:
βα) τα ζητήματα που η Εποπτική Αρχή θα του θέσει, ιδίως για την κεφαλαιακή επάρκεια, το σχηματισμό προβλέψεων, όπως ασφαλιστικών, για τους εργαζόμενους, των επισφαλών απαιτήσεων κ.λπ., τα έξοδα πρόσκτησης, την αντασφάλιση, την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων, και την εν γένει οικονομική, διοικητική και οργανωτική κατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει απαραιτήτως έναν αναθεωρημένο ισολογισμό και μια προκαταρκτική εκτίμηση της καταλληλότητας των μέτρων εξυγίανσης του παρόντος Κεφαλαίου και των ενδεχόμενων επιπτώσεων για τους λήπτες ασφάλισης, ασφαλισμένους και δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση, καθώς και άλλων συμβαλλομένων μερών και λοιπών πιστωτών σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης,
ββ) το προτεινόμενο σχέδιο δράσης που μπορεί να περιλαμβάνει προτάσεις:
ββα) για την επιστροφή της ασφαλιστικής επιχείρησης σε ομαλή λειτουργία μέσω διορθωτικών μέτρων, καθώς και για την πολιτική διανομής μερισμάτων και αμοιβών,
βββ) για τα αναγκαία, κατά την άποψή του, μέτρα εξυγίανσης που σκοπό έχουν να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση ασφαλιστικής επιχείρησης και τα οποία είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα άλλων συμβαλλομένων μερών και όχι αυτήν καθ' αυτήν την ασφαλιστική επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής εκτελεστικών μέτρων ή μείωσης των αποζημιώσεων,
ββγ) για την προετοιμασία θέσης της ασφαλιστικής επιχείρησης υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης σε περίπτωση που δεν κρίνεται εφικτή η ανάκαμψη ή εξυγίανσή της.
Ο ασφαλιστικός διαχειριστής υποχρεούται να παρέχει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ή να υποβάλει οποιαδήποτε πρόσθετη έκθεση του ζητηθεί από την Εποπτική Αρχή. Ο ασφαλιστικός διαχειριστής επιβλέπει την εφαρμογή ή εφαρμόζει ο ίδιος το σχέδιο δράσης.

3. Η διοίκηση και οι εργαζόμενοι της ασφαλιστικής επιχείρησης υποχρεούνται να παρέχουν στον ασφαλιστικό διαχειριστή οποιοδήποτε στοιχείο ή πληροφορία τους ζητηθεί σχετικά με την επιχείρηση και να διευκολύνουν την άσκηση των κατά το νόμο και την απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθηκόντων του ασφαλιστικού διαχειριστή.

4. Ο ασφαλιστικός διαχειριστής είτε αναλαμβάνει είτε συμπράττει απλώς στη διοίκηση της ασφαλιστικής επιχείρησης, δύναται:
α) να προσλαμβάνει εξωτερικούς νομικούς ή οικονομικούς συμβούλους, καθώς και λοιπό βοηθητικό προσωπικό και
β) να ασκεί στο όνομα της ασφαλιστικής επιχείρησης κάθε ένδικο βοήθημα ή μέσο για την προάσπιση των συμφερόντων της, συμπεριλαμβανομένων αγωγών αποζημίωσης κατά προσώπων της διοίκησης ή του προσωπικού, εφόσον με πράξεις ή παραλείψεις τους ζημίωσαν την ασφαλιστική επιχείρηση. Τα σχετικά έξοδα βαρύνουν την ασφαλιστική επιχείρηση.

5. Ο ασφαλιστικός διαχειριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Εποπτικής Αρχής και ευθύνεται μόνο για δόλο και βαρειά αμέλεια. Η αμοιβή και το εν γένει κόστος που συνεπάγεται η άσκηση των καθηκόντων του ασφαλιστικού διαχειριστή καλύπτονται από την ασφαλιστική επιχείρηση στην οποία έχει διορισθεί ασφαλιστικός διαχειριστής και καθορίζονται με σχετική απόφαση της Εποπτικής Αρχής.

6. Ο ασφαλιστικός διαχειριστής δικαιούται να ασκεί στο έδαφος όλων των κρατών-μελών όλες τις εξουσίες που δικαιούται να ασκεί στην Ελλάδα. Μπορεί να εξουσιοδοτεί περαιτέρω πρόσωπα, νομικά ή φυσικά, για να τον επικουρούν ή να τον εκπροσωπούν σε άλλα κράτη-μέλη και ειδικότερα για να διευκολύνονται οι εκεί δικαιούχοι ασφαλίσματος. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του σε άλλο κράτος - μέλος, ο ασφαλιστικός διαχειριστής τηρεί τους νόμους του κράτους αυτού και ιδίως τις διαδικασίες ρευστοποίησης του ενεργητικού και ενημέρωσης των εργαζομένων. Οι αρμοδιότητες αυτές δεν περιλαμβάνουν δικαίωμα χρήσης βίας ούτε δικαίωμα λήψης απόφασης επί νομικών διαδικασιών ή διαφορών. Επίσης ο ασφαλιστικός διαχειριστής και κάθε άλλο δεόντως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο μπορεί να ζητά καταχώριση της απόφασης για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης στα δημόσια βιβλία που τηρούνται στα άλλα κράτη-μέλη. Τα έξοδα καταχώρησης λογίζονται ως έξοδα και δαπάνες της διαδικασίας.

7. Για την απόδειξη διορισμού ασφαλιστικού διαχειριστή άλλου κράτους-μέλους απαιτείται η προσκόμιση επικυρωμένου αντιγράφου του πρωτοτύπου της απόφασης διορισμού του ή οποιασδήποτε άλλης βεβαίωσης που εκδίδει η αρμόδια αρχή αυτού του κράτους-μέλους, μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα.

1. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να αντικαθίσταται ο ασφαλιστικός διαχειριστής ή να τερματίζεται το έργο του. Ο τερματισμός του έργου του ασφαλιστικού διαχειριστή πριν από τη λήξη της ορισθείσας θητείας επιτρέπεται εφόσον η Εποπτική Αρχή διαπιστώσει ότι:
α) οι λόγοι διορισμού κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 224 του παρόντος δεν υφίστανται πλέον ή
β) η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να ανακάμψει ή να εξυγιανθεί.
Στην τελευταία περίπτωση, η Εποπτική Αρχή αποφασίζει την ανάκληση της άδειας της ασφαλιστικής επιχείρησης κατά το άρθρο 114 του παρόντος και τη θέτει υπό ασφαλιστική εκκαθάριση κατά το άρθρο 235 του παρόντος. Σε περίπτωση τερματισμού του έργου του ασφαλιστικού διαχειριστή που δεν σχετίζεται με τη θέση της ασφαλιστικής επιχείρησης υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, ο ασφαλιστικός διαχειριστής εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι το διορισμό ή την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου.

2. Ο ασφαλιστικός διαχειριστής δύναται να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, και μετά τη θέση της σε ασφαλιστική εκκαθάριση και σε συνεργασία με τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, να συνεχίσει ορισμένες δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διασφάλιση των ασφαλισμένων και των τρίτων δικαιούχων αποζημίωσης ή εφόσον βρίσκεται σε εξέλιση η διαδικασία του άρθρου 228 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή, δεν υφίστανται οι χρονικοί περιορισμοί της παραγράφου 4 του άρθρου 224 του παρόντος.

1. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να αποφασίζει ως μέτρο εξυγίανσης την αύξηση κεφαλαίου ασφαλιστικής επιχείρησης εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος προσδιορίζοντας το ελάχιστο ποσό της απαιτούμενης αύξησης κεφαλαίου, προκειμένου η επιχείρηση να διαθέτει κατ' ελάχιστον κεφάλαια ανταποκρινόμενα στις Ενότητες 4 και 5 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος.

2. Το διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής επιχείρησης και ο τυχόν ασφαλιστικός διαχειριστής που έχει διοριστεί στην εν λόγω ασφαλιστική επιχείρηση προβαίνουν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την υλοποίηση της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην ως άνω απόφαση.

1. Η Εποπτική Αρχή μπορεί με απόφασή της να υποχρεώσει ασφαλιστική επιχείρηση στη μεταβίβαση, εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, μέρους ή συνόλου ενός ή περισσοτέρων χαρτοφυλακίων ασφαλιστικών υποχρεώσεων της επιχείρησης. Το είδος των χαρτοφυλακίων των προς μεταβίβαση ασφαλιστικών υποχρεώσεων προσδιορίζεται στην απόφαση του προηγουμένου εδαφίου.

2. Η διαδικασία μεταβίβασης είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του άρθρου 28 του παρόντος, όμως το ποσοστό της υποπερίπτωσης αδ' της περίπτωσης α' της παραγράφου 7 του ανωτέρω άρθρου προσδιορίζεται σε πενήντα επί τοις εκατό (50%), οι δε αποτιμήσεις των προς μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού και ασφαλιστικών υποχρεώσεων διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Στις μεταβιβάσεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται το άρθρο 479 του Αστικού Κώδικα.

3. Το διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής επιχείρησης και ο τυχόν ασφαλιστικός διαχειριστής που έχει διοριστεί στην εν λόγω ασφαλιστική επιχείρηση προβαίνουν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την υλοποίηση της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος καλώντας ασφαλιστικές επιχειρήσεις που κατά την κρίση τους και σύμφωνα με τις διαθέσιμες σε αυτούς κατά το χρόνο αυτόν πληροφορίες είναι κατάλληλες για την κτήση των υπό μεταβίβαση χαρτοφυλακίων ασφαλιστικών υποχρεώσεων σε άτυπη και εμπιστευτική διαδικασία υποβολής προσφορών για την απόκτησή τους. Η υποβαλλόμενη από κάθε ασφαλιστική επιχείρηση προσφορά προσδιορίζει το ύψος των περιουσιακών στοιχείων που θα επιθυμούσε να της μεταβιβαστούν ώστε να δεχθεί να αναλάβει τη σχετική ασφαλιστική υποχρέωση. Οι κληθείσες σε υποβολή προσφορών ασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και οι διοικούντες, υπάλληλοι και συνεργάτες τους, τηρούν απόρρητο ως προς κάθε πληροφορία που απέκτησαν με την ευκαιρία αυτή.

4. Σε περίπτωση που για κάποιο ασφαλιστικό χαρτοφυλάκιο η αξία των προς μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων υπολείπεται της αξίας των αναγκαίων για την ολοκλήρωση της ως άνω μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, τότε η Εποπτική Αρχή μπορεί να εφαρμόζει ανάλογη μείωση των αντίστοιχων ασφαλιστικών υποχρεώσεων σύμφωνα με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις του άρθρου 230 του παρόντος.

1. Η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της, μπορεί να αναστέλλει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα την πληρωμή μερικώς ή ολικώς ληξιπρόθεσμων ή μη απαιτήσεων από ασφάλιση ή υποχρεώσεων μιας ασφαλιστικής επιχείρησης προς ασφαλισμένους, δικαιούχους ασφαλίσματος ή αποζημίωσης είτε λόγω καταγγελίας είτε λήξης της σύμβασης είτε λόγω επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης ή την καταβολή συγκεκριμένων παροχών προς ασφαλισμένους ή κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων, καθώς και προς άλλα συμβαλλόμενα μέρη ή και προς λοιπούς πιστωτές εξαιρουμένων των απαιτήσεων από την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή από έμμισθη εντολή.

2. Η απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου καθορίζει χρονικό διάστημα εφαρμογής της αναστολής και το εύρος εφαρμογής της αναστολής η οποία μπορεί να αφορά είτε στο σύνολο των υποχρεώσεων της επιχείρησης είτε σε μέρος αυτών όπως ενδεικτικά σε συγκεκριμένους ασφαλιστικούς κλάδους των άρθρων 4 και 5 του παρόντος ή συγκεκριμένες ομογενείς ομάδες κινδύνου ή κατηγορίες δραστηριοτήτων του άρθρου 61 του παρόντος ή συγκεκριμένες κατηγορίες πιστωτών ή αντισυμβαλλομένων.

3. Κατά τη διάρκεια της ως άνω αναστολής αναστέλλονται οι προθεσμίες και η άσκηση των διαδικαστικών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης. Το ίδιο ισχύει για τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων.

4. Η αναστολή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν ισχύει για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης που πηγάζουν από συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα που συνάπτονται σε κεφαλαιαγορές ή και αγορές χρήματος.

1. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να αποφασίζει, ως μέσο εξυγίανσης, την μείωση του συνόλου ή μέρους των ασφαλιστικών υποχρεώσεων μιας ασφαλιστικής επιχείρησης.

2. Η απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος νόμου καθορίζει, για τις απαιτήσεις από ασφάλιση αναφορικά με εκκρεμείς αποζημιώσεις το ποσοστό μείωσης αυτών, για δε τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις από εν ισχύ ασφαλιστικές συμβάσεις το ποσοστό μείωσης των συμβατικά καθορισμένων ασφαλισμένων ποσών ή παροχών. Το ποσοστό μείωσης του προηγουμένου εδαφίου μπορεί να διαφοροποιείται ανά ασφαλιστικό κλάδο των άρθρων 4 και 5 του παρόντος ή ανά συγκεκριμένη ομογενή ομάδα κινδύνου ή κατηγορία δραστηριοτήτων του άρθρου 61 του παρόντος ή ανά είδος παροχής ή παρεχόμενης κάλυψης και δεν μπορεί να καταλήγει σε ασφαλισμένα ποσά μικρότερα από τυχόν ελάχιστα οριζόμενα από νόμο.

3. Η Εποπτική Αρχή, για τον καθορισμό του ύψους της εν λόγω μείωσης, λαμβάνει υπόψη της το βαθμό επιδείνωσης της οικονομικής θέσης των ληπτών της ασφάλισης σε σχέση με αυτή στην οποία θα βρίσκονταν εάν η ασφαλιστική επιχείρηση ετίθετο άμεσα σε ασφαλιστική εκκαθάριση πριν από την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου.

4. Το τελικό μετά την εν λόγω μείωση ασφαλισμένο κεφάλαιο ή το τελικό μετά την εν λόγω μείωση ύψος των καλυπτόμενων παροχών, καθώς και οι τυχόν λοιπές ή συνεπακόλουθες τροποποιήσεις που επέρχονται σε στοιχεία που περιλαμβάνονται σε εν ισχύ ασφαλιστικές συμβάσεις, γνωστοποιούνται εγγράφως σε κάθε έναν κάτοχο ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει αμελλητί τις εποπτικές αρχές των λοιπών κρατών-μελών, καθώς και την ΕΑΑΕΣ για κάθε απόφαση περί λήψης μέτρων εξυγίανσης, καθώς και για τις ενδεχόμενες πρακτικές συνέπειες των μέτρων αυτών.

1. Η Εποπτική Αρχή δημοσιοποιεί την απόφαση περί του μέτρου εξυγίανσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και, περαιτέρω, δημοσιεύει αμελλητί απόσπασμα της εν λόγω απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δημοσίευση αναφέρει οπωσδήποτε την Εποπτική Αρχή ως αρμόδια αρχή, το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 222 του παρόντος, καθώς και τα στοιχεία του ασφαλιστικού διαχειριστή που έχει τυχόν διοριστεί.

2. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον ενημερωθεί για την απόφαση περί μέτρου εξυγίανσης σε άλλο κράτος - μέλος από τον αρμόδιο προς τούτο δημοσιεύει την απόφαση αυτή στον ιστότοπό της. Η εν λόγω δημοσίευση διενεργείται τουλάχιστον στην ελληνική γλώσσα.

3. Τα μέτρα εξυγίανσης εφαρμόζονται και παράγουν πλήρη αποτελέσματα έναντι ληπτών ασφάλισης, ασφαλισμένων και δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση, καθώς και άλλων συμβαλλομένων μερών και λοιπών πιστωτών ανεξάρτητα από την εφαρμογή των διατάξεων περί δημοσίευσης του παρόντος άρθρου.

4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που τα μέτρα εξυγίανσης θίγουν αποκλειστικά τα δικαιώματα μετόχων ή μελών σε περίπτωση αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών ή υπαλλήλων της ασφαλιστικής επιχείρησης που ενεργούν υπό αυτήν την ιδιότητα, οπότε η ενημέρωσή τους γίνεται με τρόπο που καθορίζεται με απόφαση της Εποπτικής Αρχής.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 230 του παρόντος, εφόσον θίγονται δικαιώματα ληπτών ασφάλισης, ασφαλισμένων, δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ή άλλων συμβαλλομένων μερών ή λοιπών πιστωτών, ο ασφαλιστικός διαχειριστής, εφόσον έχει οριστεί, ή η Εποπτική Αρχή σε διαφορετική περίπτωση, κοινοποιεί τα μέτρα εξυγίανσης στους λήπτες ασφάλισης, στους ασφαλισμένους, στους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση, καθώς στα άλλα συμβαλλόμενα μέρη και λοιπούς πιστωτές που έχουν στην Ελλάδα την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική τους έδρα, με την ανάρτηση περίληψης της σχετικής απόφασης στον ιστότοπο της ασφαλιστικής επιχείρησης και της Εποπτικής Αρχής.
Σε παρόμοια κοινοποίηση υποχρεούνται και για τους λήπτες ασφάλισης, ασφαλισμένους, δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση και για τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη και λοιπούς πιστωτές οι οποίοι είναι γνωστοί και έχουν την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την καταστατική τους έδρα σε άλλα κράτη-μέλη. Η ενημέρωση των προσώπων του προηγουμένου εδαφίου γίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρου 244 του παρόντος, εφαρμοζόμενο αναλόγως.

1. Τα μέτρα εξυγίανσης δεν θίγουν τα εμπράγματα δικαιώματα πιστωτών ή τρίτων επί ενσωμάτων ή άυλων πραγμάτων, κινητών ή ακινήτων, επί συγκεκριμένων στοιχείων του ενεργητικού ή και στοιχείων του ενεργητικού ως συνόλου, που κατά καιρούς αλλάζει, τα οποία ανήκουν στην ασφαλιστική επιχείρηση και ευρίσκονται εντός της επικράτειας άλλου κράτους-μέλους κατά την έναρξη των εν λόγω μέτρων.

2. Τα δικαιώματα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο είναι ιδίως:
α) Το δικαίωμα απευθείας ή μέσω τρίτου διάθεσης στοιχείου του ενεργητικού και ικανοποίησης από το τίμημα ή τις προσόδους του, ιδίως δυνάμει ενεχύρου ή υποθήκης.
β) Το αποκλειστικό δικαίωμα είσπραξης μιας απαιτήσεως και ιδίως το δικαίωμα, το ασφαλιζόμενο είτε με ενέχυρο, αντικείμενο του οποίου είναι η απαίτηση, είτε με εκχώρηση απαιτήσεως ως εγγύηση.
γ) Το δικαίωμα διεκδίκησης και η απαίτηση επιστροφής του στοιχείου του ενεργητικού εις χείρας οποιουδήποτε κατέχοντος ή καρπουμένου αντίθετα προς τη βούληση του δικαιούχου.
δ) Το εμπράγματο δικαίωμα επικαρπίας επί στοιχείου του ενεργητικού.

3. Εξομοιώνεται προς εμπράγματο δικαίωμα, το δικαίωμα το εγγεγραμμένο σε δημόσιο βιβλίο και αντιτάξιμο έναντι τρίτων, δια του οποίου είναι δυνατή η απόκτηση εμπραγμάτου δικαιώματος κατά την έννοια της παραγράφου 1 του παρόντος.

4. Τα μέτρα εξυγίανσης ασφαλιστικής επιχείρησης, ως αγοραστή στοιχείου του ενεργητικού, δεν θίγουν τα δικαιώματα του πωλητή που βασίζονται σε επιφύλαξη κυριότητας εάν, κατά την έναρξη των εν λόγω μέτρων, το στοιχείο του ενεργητικού ευρίσκεται σε άλλο κράτος - μέλος. Η επιβολή μέτρων εξυγίανσης, μετά την παράδοση του πωληθέντος από αυτήν στοιχείου του ενεργητικού, δεν αποτελεί λόγο λύσεως ή καταγγελίας της πωλήσεως ούτε κωλύει τον αγοραστή να αποκτήσει την κυριότητα του πωληθέντος εάν, κατά την επιβολή, το πωληθέν στοιχείο του ενεργητικού ευρίσκεται σε άλλο κράτος - μέλος.

5. Η λήψη μέτρων εξυγίανσης δεν θίγει το δικαίωμα των πιστωτών να προτείνουν συμψηφισμό των απαιτήσεών τους προς τις αντίστοιχες απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης, εφόσον ο εν λόγω συμψηφισμός επιτρέπεται από το δίκαιο που διέπει την απαίτηση της ασφαλιστικής επιχείρησης.

6. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος, τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμμετεχόντων σε οργανωμένη αγορά, διέπονται μόνον από το δίκαιο που διέπει την εν λόγω αγορά.

7. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση μετά την έναρξη της λήψη μέτρων εξυγίανσης συνάπτει δικαιοπραξία με την οποία διατίθενται εξ επαχθούς αιτίας:
α) ακίνητο,
β) πλοίο ή αεροσκάφος εγγραφόμενο υποχρεωτικά σε δημόσιο βιβλίο ή
γ) κινητές αξίες ή άλλοι τίτλοι, προϋπόθεση της ύπαρξης ή της μεταβίβασης των οποίων είναι η εγγραφή σε βιβλίο ή λογαριασμό, κατά τα οριζόμενα από το νόμο, ή οι οποίες κινητές αξίες ή άλλοι τίτλοι τοποθετούνται σε κεντρικό σύστημα καταθέσεων διεπόμενο από το δίκαιο κράτους-μέλους.
Το κύρος της δικαιοπραξίας διέπεται από το δίκαιο του κράτους-μέλους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο ή το δίκαιο του κράτους-μέλους το οποίο επιτάσσει την τήρηση του βιβλίου, του συστήματος ή του λογαριασμού.

1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εκτός αν άλλως ορίζεται στην απόφαση. Η σχετική απόφαση αναγνωρίζεται χωρίς άλλες διατυπώσεις και παράγει τα αποτελέσματά της ταυτόχρονα σε όλα τα κράτη-μέλη. Η απόφαση αυτή μπορεί να λαμβάνεται ανεξάρτητα από τη λήψη ή διατήρηση μέτρων εξυγίανσης. Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας διενεργείται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 114 του παρόντος. Ανάλογες αποφάσεις των άλλων κρατών-μελών, εφόσον λαμβάνονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους-μέλους καταγωγής, παράγουν αποτελέσματα στην Ελλάδα.

2. Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει αμελλητί τις εποπτικές αρχές των λοιπών κρατών-μελών, καθώς και την ΕΑΑΕΣ για κάθε απόφαση περί έναρξης ασφαλιστικής εκκαθάρισης, καθώς και για τις ενδεχόμενες πρακτικές συνέπειες που μπορεί αυτή να συνεπάγεται.

3. Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, και επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του ΚΠολΔ. Παράβαση των διατάξεων αυτών επιφέρει τις ίδιες κυρώσεις και πρόστιμα στο πρόσωπο του ασφαλιστικού εκκαθαριστή όπως στην περίπτωση του Διοικητικού Συμβουλίου.

4. Τριάντα (30) ημέρες μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της. Η Εποπτική Αρχή μπορεί με απόφασή της να παρατείνει, για ένα ή περισσότερα ασφαλιστικά χαρτοφυλάκια, το χρονικό διάστημα του πρώτου εδαφίου της παρούσας, για όσο χρόνο βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία του άρθρου 228 του παρόντος.

5. Εφόσον για κάποιο χαρτοφυλάκιο δεν βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία του άρθρου 228 του παρόντος, η μεταβίβασή του γίνεται ύστερα από άδεια της Εποπτικής Αρχής σύμφωνα με την διαδικασία της περίπτωσης β' της παραγράφου 7 του άρθρου 28 του παρόντος.

6. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά από τις εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών κάθε πληροφόρηση για την εξέλιξη της διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης άλλου κράτους-μέλους. Αντιστοίχως, οι εποπτικές αρχές άλλων κρατών-μελών μπορούν να ζητούν πληροφορίες για την εξέλιξη της διαδικασίας εκκαθάρισης από την Εποπτική Αρχή.

7. Ασφαλιστική επιχείρηση δεν κηρύσσεται σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ' αυτής προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Λύση, για οποιονδήποτε λόγο, του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης δεν μπορεί να επέλθει εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν έχει προηγουμένως ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

1. Η απόφαση θέσης της ασφαλιστικής επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση καταχωρείται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή στο μητρώο ανωνύμων εταιριών που τηρείται στο Υπουργείο Ανάπτυξης και στο μητρώο ασφαλιστικών εταιριών που τηρείται στην Εποπτική Αρχή. Περίληψη αυτής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δημοσίευση αναφέρει οπωσδήποτε την Εποπτική Αρχή ως αρμόδια αρχή, το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 246 του παρόντος, καθώς και τα στοιχεία του ασφαλιστικού εκκαθαριστή που έχει διοριστεί.

2. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον ενημερωθεί για την απόφαση περί έναρξης διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης σε άλλο κράτος - μέλος από τον αρμόδιο προς τούτο, δύναται να δημοσιεύει την απόφαση αυτή στον ιστότοπό της. Η εν λόγω δημοσίευση θα πρέπει να γίνει τουλάχιστον στην ελληνική γλώσσα.

1. Η Εποπτική Αρχή διορίζει με απόφασή της, από κατάλογο προσώπων που έχει διαμορφώσει και βρίσκεται αναρτημένος στην ιστοσελίδα της και τον οποίο επικαιροποιεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ως ασφαλιστικό εκκαθαριστή φυσικό ή νομικό πρόσωπο με ειδική γνώση και πείρα σε θέματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων. Ο διορισμός ανακαλείται σε κάθε χρονική στιγμή για οποιονδήποτε λόγο. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται και η αμοιβή του ασφαλιστικού εκκαθαριστή.

2. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ή εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο, οι νόμιμοι εκπρόσωποί του, δεν υπέχει ποινική ευθύνη ούτε προσωποκρατείται ούτε υπέχει οποιαδήποτε άλλη ευθύνη για χρέη της ασφαλιστικής επιχείρησης προς το Δημόσιο ή τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. Ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια.

1. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής δικαιούται να ασκεί όλες τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες του εντός όλων των κρατών-μελών. Ο διορισμός του αποδεικνύεται με την προσκόμιση επικυρωμένου αντιγράφου του πρωτοτύπου της απόφασης διορισμού του. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής δύναται να ορίζει με ειδικό πληρεξούσιο, πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, για τη διευθέτηση θεμάτων που προκύπτουν σε άλλο κράτος-μέλος, εάν τούτο είναι αναγκαίο, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του σε άλλο κράτος-μέλος, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής τηρεί τους νόμους του κράτους αυτού και ιδίως τις διαδικασίες ρευστοποίησης του ενεργητικού και ενημέρωσης των εργαζομένων. Οι αρμοδιότητες αυτές δεν περιλαμβάνουν δικαίωμα χρήσης βίας ούτε δικαίωμα λήψης απόφασης επί νομικών διαδικασιών ή διαφορών. Επίσης, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής και κάθε κατάλληλα εξουσιοδοτημένο πρόσωπο μπορούν να ζητούν καταχώρηση της απόφασης για τη διαδικασία εκκαθάρισης στα δημόσια βιβλία που τηρούνται στα άλλα κράτη-μέλη. Τα έξοδα καταχώρησης λογίζονται ως έξοδα και δαπάνες της διαδικασίας.

2. Για την απόδειξη διορισμού εκκαθαριστή άλλου κράτους-μέλους απαιτείται προσκόμιση επικυρωμένου αντιγράφου του πρωτοτύπου της απόφασης διορισμού του ή οποιασδήποτε άλλης βεβαίωσης που εκδίδει η αρμόδια αρχή αυτού του κράτους-μέλους, μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα.

3. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής διεκπεραιώνει την ασφαλιστική εκκαθάριση και μεριμνά για κάθε αναγκαία, προς τούτο, εργασία. Συντάσσει εναρκτήριο ισολογισμό εντός των πρώτων τριών (3) μηνών από την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης και μεριμνά για την αναζήτηση ληξιπρόθεσμων ασφαλίστρων και λοιπών απαιτήσεων, λαμβάνοντας όλα τα νόμιμα μέτρα εντός των πρώτων δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης.

4. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή οποιαδήποτε πληροφορία για την πορεία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και τον ελέγχει για τις ενέργειες, πράξεις και παραλείψεις του.

5. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής έχει τη δυνατότητα να προσλαμβάνει προσωπικό ή να αναθέτει σε νομικά ή φυσικά πρόσωπα, νομικούς ή οικονομικούς ή άλλους συμβούλους, για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, κατόπιν εγκρίσεως της Εποπτικής Αρχής.

6. Η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να καθορίζει το περιεχόμενο και τη συχνότητα υποβολής από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή των πληροφοριών του παρόντος άρθρου, καθώς και τις διαδικασίες εφαρμογής του.

1. Η έναρξη ασφαλιστικής εκκαθάρισης δεν εμποδίζει τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή να συνεχίζει ορισμένες δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης, εφόσον αυτό απαιτείται ή ενδείκνυται για τους σκοπούς της εκκαθάρισης με την άδεια και υπό την εποπτεία της Εποπτικής Αρχής, ενδεικτικά να διαχειρίζεται την περιουσία της επιχείρησης και να συνάπτει δάνεια με πιστωτικά ιδρύματα με σκοπό να εξοφλεί δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση. Οι απαιτήσεις από τα δάνεια αυτά έχουν το προνόμιο της παραγράφου 1 του άρθρου 240 του παρόντος. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται ειδικότερα οι όροι εφορμογής της παρούσας παραγράφου και οι προϋποθέσεις της συνέχισης των κατά τα ανωτέρω δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής επιχείρησης από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή.

2. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ενημερώνει τακτικά με τον πλέον πρόσφορο τρόπο τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση και λοιπούς πιστωτές σχετικά με την πορεία της εκκαθάρισης. Προς τούτο, ενημερώνει την ιστοσελίδα της υπό εκκαθάριση επιχείρησης τουλάχιστον μηνιαίως σχετικά με την πορεία της εκκαθάρισης.

3. Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης.

4. Αγωγές του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών εισάγονται και εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

5. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιουμένου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό.

6. Κατάσχεση ή δέσμευση περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής επιχείρησης στα χέρια της ιδίας ή τρίτου δεν επιτρέπεται κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση.

1. Οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις έχουν απόλυτη προνομιακή μεταχείριση έναντι οποιασδήποτε άλλης απαιτήσεως κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, στο σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης.

2. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος, οι δαπάνες που αφορούν στα έξοδα της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών και των εξόδων του ασφαλιστικού εκκαθαριστή, έχουν προνόμιο επί του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης, που προηγείται των απαιτήσεων από ασφάλιση. Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της μπορεί να περιορίζει τις δαπάνες ή να καθορίζει το μέγιστο ποσό των δαπανών του προηγουμένου εδαφίου που διαθέτουν προνόμιο που προηγείται των απαιτήσεων από ασφάλιση.

3. Επίσης, κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1 και μετά τις απαιτήσεις της παραγράφου 2 του παρόντος, οι ακόλουθες απαιτήσεις έχουν προνόμιο επί του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης, που προηγείται των απαιτήσεων από ασφάλιση υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 241 του παρόντος:
α) Οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, οι απαιτήσεις από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις των δικηγόρων, που αμείβονται με πάγια περιοδική αμοιβή, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν τη θέση σε ασφαλιστική εκκαθάριση, καθώς και απαιτήσεις από αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σχέσεως εργασίας και απαιτήσεις των δικηγόρων για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν,
β) οι φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου,
γ) οι απαιτήσεις των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης,
δ) οι απαιτήσεις επί στοιχείων του ενεργητικού βεβαρημένων με εμπράγματα δικαιώματα.

1. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε οι απαιτήσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 240 του παρόντος και οι οποίες έχουν καταχωρηθεί στους λογαριασμούς της ασφαλιστικής επιχείρησης να καλύπτονται, ανά πάσα στιγμή και ανεξαρτήτως πιθανής εκκαθάρισης, με στοιχεία του ενεργητικού.

2. Η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων που δεν αντιστοιχούν στις απαιτήσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 240 του παρόντος υπερβαίνει σε κάθε χρονική στιγμή την αξία των αντίστοιχων τεχνικών προβλέψεων. Σε περίπτωση, όμως, που η ως άνω αξία υπολείπεται σε κάποια χρονική στιγμή της αξίας των τεχνικών προβλέψεων, η ασφαλιστική επιχείρηση συμπληρώνει άμεσα τα περιουσιακά στοιχεία, ώστε να πληρούται η προϋπόθεση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου. Η μη άμεση συμπλήρωσή του αποτελεί λόγο λήψης μέτρων εξυγίανσης ή και ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης από την Εποπτική Αρχή.

3. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ο υπολογισμός της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, των τεχνικών προβλέψεων συμπεριλαμβανομένων, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται όλες οι λεπτομέρειες που αφορούν τις μεθόδους υπολογισμού της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, οι οποίες αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο.

4. Από το χρόνο ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, οι εγγραφές στους λογαριασμούς της παραγράφου 1 του παρόντος δεν μεταβάλλονται, εκτός των διορθώσεων προφανών ή τεχνικών λαθών, χωρίς προηγούμενη άδεια της Εποπτικής Αρχής.

1. Αμέσως μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης και τη θέση της σε ασφαλιστική εκκαθάριση, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής προβαίνει σε σφράγιση, απογραφή και εν συνεχεία αποσφράγιση των κεντρικών γραφείων, των υποκαταστημάτων και των γραφείων εξυπηρέτησης της επιχείρησης σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ.
Ανεξάρτητα από την υπαγωγή της επιχείρησης στο καθεστώς της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η περάτωση των εκτός του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου εκκρεμών υποθέσεων συνεχίζεται κατά τις διατάξεις της κοινής εκκαθάρισης.

2. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής καλεί μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το διορισμό του ή από την πάροδο του χρονικού διαστήματος της παραγράφου 4 του άρθρου 235 του παρόντος, τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια (1) φορά την εβδομάδα, επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες σε πέντε (5) ημερήσιες, πανελλαδικής κυκλοφορίας, εφημερίδες, καθώς και στην ιστοσελίδα της επιχείρησης, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία. Οι αναγγελίες απαιτήσεων γίνονται δεκτές εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την πρώτη δημοσίευση.
Η επαλήθευση των απαιτήσεων από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, αρχίζει το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα.
Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις που δεν αμφισβητούνται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή με απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου, εναντίον της οποίας δεν έχει ασκηθεί αγωγή ακύρωσης εντός της προβλεπόμενης από τον ΚΠολΔ προθεσμίας, ή αυτή έχει απορριφθεί τελεσίδικα. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής
δημοσιεύει κατάσταση των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται: α) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις ζωής, β) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις κατά ζημιών, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρηθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης, γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Στην ανωτέρω κατάσταση περιλαμβάνονται και εκείνες οι απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα, με αναφορά στο ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος απαιτήσεων από ασφάλιση, καθώς και στο τυχόν ποσό που εκτιμά ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ότι αναλογεί στην απαίτηση.
Μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών η ως άνω κατάσταση αναρτάται στην ιστοσελίδα της επιχείρησης και η ανακοίνωση της καταχώρησής της δημοσιεύεται σε δύο (2) τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες από τις οποίες η μία (1) τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μία (1) φορά την εβδομάδα επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο.

3. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής γνωστοποιεί στο Επικουρικό Κεφάλαιο την αναλυτική κατάσταση με τις βεβαιωμένες απαιτήσεις από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης αυτοκινήτων, καθώς και κάθε επικαιροποίηση αυτής. Το Επικουρικό Κεφάλαιο καταβάλει αποζημίωση σε κάθε δικαιούχο με βάση την κατάσταση του προηγουμένου εδαφίου και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ν.δ.489/1976 (Α' 331).
Στην περίπτωση αυτή, το Επικουρικό Κεφάλαιο δεν υποκαθίσταται στα εξ' αιτίας του ατυχήματος δικαιώματα του προσώπου που ζημιώθηκε έναντι του υποχρέου για αποζημίωση, υποκαθίσταται όμως, μέχρι του ποσού της αποζημίωσης που κατέβαλε, στο κατ' άρθρο 240 του παρόντος προνόμιο των απαιτήσεων από ασφάλιση.

4. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ικανοποιεί από το προϊόν της εκποίησης περιουσιακών στοιχείων δικαιούχους από ασφάλιση συμμέτρως.

1. Εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων γίνονται σε αξίες που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται όλες οι λεπτομέρειες που αφορούν στις εκτιμήσεις των αξιών των περιουσιακών στοιχείων του προηγούμενου εδαφίου.

2. Ειδικώς, οι εκποιήσεις ακινήτων διενεργούνται με πλειοδοτικό διαγωνισμό, που διενεργείται με υποβολή κλειστών και σφραγισμένων έγγραφων προσφορών και τιμή εκκίνησης την προσδιοριζόμενη σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής ορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η διακήρυξη διενέργειας του πλειοδοτικού διαγωνισμού και ενδεικτικά ο τρόπος κατάθεσης των προσφορών, η διαδικασία αποσφράγισής τους, η αξιολόγηση αυτών, τα κριτήρια επιλογής του τελικού πλειοδότη, η δημοσίευση της διακήρυξης και η διαδικασία διενέργειας επαναληπτικού διαγωνισμού, σε περίπτωση που ο προηγούμενος δεν τελεσφορήσει.

3. Εάν το προϊον ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της υπό εκκαθάρισης επιχείρησης υστερεί της υπολογιζόμενης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 241 του παρόντος, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής αιτιολογεί το γεγονός αυτό στην Εποπτική Αρχή.

4. Κατά παρέκκλιση των κείμενων φορολογικών, ασφαλιστικών και λοιπών διατάξεων, στις περιπτώσεις μεταβίβασης ή εκποίησης περιουσιακών στοιχείων ασφαλιστικών εταιρειών που τελούν υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, δεν είναι αναγκαία η προσκομιδή πιστοποιητικού φορολογικής ή ασφαλιστικής ενημερότητας και κάθε άλλου εγγράφου γενικά που απαιτείται να προσαχθεί από δημόσια αρχή ή Ν.Π.Δ.Δ. για το χρόνο που έχει προηγηθεί της ανάκλησης και θέσης της εταιρείας σε ασφαλιστική εκκαθάριση για τη σύνταξη του σχετικού συμβολαίου ή της μεταβιβαστικής εν γένει σύμβασης. Ο συμβολαιογράφος συντάσσει το συμβόλαιο χωρίς την προσκομιδή πιστοποιητικού φορολογικής ενημερότητας ή κάθε άλλου, από τα προαναφερθέντα, εγγράφου και οι αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες υποχρεούνται να προβαίνουν σε θεώρηση βιβλίων και στοιχείων των υπό εκκαθάριση ασφαλιστικών εταιρειών, χωρίς επίσης προσκομιδή των απαιτούμενων πιστοποιητικών και εγγράφων.

1. Με την έναρξη της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ενημερώνει αμελλητί με ατομική επιστολή κάθε γνωστό λήπτη ασφάλισης, ασφαλισμένο, δικαιούχο απαιτήσεων από ασφάλιση, καθώς και κάθε γνωστό συμβαλλόμενο μέρος και πιστωτή που έχει συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα σε άλλο κράτος - μέλος. Το ως άνω σημείωμα αναφέρει ιδίως τις προθεσμίες, τις κυρώσεις που ορίζονται για τις εν λόγω προθεσμίες, το όργανο που έχει εξουσιοδοτηθεί προκειμένου να δεχθεί την αναγγελία απαιτήσεων ή παρατηρήσεις σχετικά με τις απαιτήσεις, καθώς και τα υπόλοιπα επιβληθέντα μέτρα. Το σημείωμα αναφέρει επίσης αν οι λήπτες της ασφάλισης, οι ασφαλισμένοι, οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση και λοιπά συμβαλλόμενα Μέρη και πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις είναι προνομιακές ή έχουν εμπράγματη ασφάλεια, οφείλουν να προβούν σε αναγγελία των απαιτήσεών τους.

2. Στην περίπτωση απαιτήσεων από ασφάλιση το σημείωμα αναφέρει επίσης:
α) τα γενικά αποτελέσματα της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης επί των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, και ιδίως την ημερομηνία από την οποία τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ή οι πράξεις παύουν να παράγουν αποτελέσματα και
β) τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του ασφαλισμένου όσον αφορά στην ασφαλιστική σύμβαση.

3. Οι πληροφορίες του σημειώματος παρέχονται στην ελληνική γλώσσα σε έντυπο που φέρει τον τίτλο, διατυπωμένο σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «πρόσκληση για αναγγελία απαιτήσεως - τηρητέες προθεσμίες» ή «πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με απαιτήσεις». Κατ' εξαίρεση, οι πληροφορίες του σημειώματος παρέχονται στην επίσημη γλώσσα του κράτους συνήθους διαμονής, κατοικίας ή έδρας του πιστωτή που είναι δικαιούχος απαιτήσεως από ασφάλιση.

4. Δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση και πιστωτές που έχουν συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα σε άλλο κράτος - μέλος, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων αρχών των κρατών μελών, δικαιούνται να αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους, τυγχάνοντας της αυτής μεταχείρισης και κατάταξης με τις ομοειδείς απαιτήσεις δικαιούχων, οι οποίοι έχουν συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα.

5. Η αναγγελία των προαναφερομένων απαιτήσεων μπορεί να γίνεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους- μέλους συνήθους διαμονής, κατοικίας ή έδρας των δικαιούχων. Στην περίπτωση αυτή το έντυπο αναγγελίας φέρει τον τίτλο, διατυπωμένο σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «αναγγελία απαιτήσεως» ή «παρατηρήσεις σχετικά με απαιτήσεις».

1. Ύστερα από αίτηση είτε των μετόχων ή εταίρων που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από πενήντα εκατοστά (50%) του κεφαλαίου ασφαλιστικής επιχείρησης είτε του ασφαλιστικού εκκαθαριστή είτε με πρωτοβουλία της Εποπτικής Αρχής, η Εποπτική Αρχή μπορεί, εφόσον έχει, σύμφωνα με βεβαίωση του ασφαλιστικού εκκαθαριστή, περατωθεί η εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου ή έχει εξαντληθεί η περιουσία της επιχείρησης, να κηρύξει τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής υποχρεούται να χορηγεί την προαναφερόμενη βεβαίωση, εφόσον έχει περατώσει τις εκ του νόμου προβλεπόμενες εργασίες για την εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, ανεξαρτήτως του εάν έχει λάβει χώρα ή όχι έλεγχος της φορολογικής αρχής στην ασφαλιστική επιχείρηση.
Μετά τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή εκκαθάριση).
Σε περίπτωση αδυναμίας, για οποιονδήποτε λόγο, εκλογής εκκαθαριστή της κοινής εκκαθάρισης μετά την περάτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, από τη συνέλευση των μετόχων ή μελών της επιχείρησης, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής αιτείται στα αρμόδια δικαστήρια το διορισμό εκκαθαριστή κοινής εκκαθάρισης και διατηρεί τα καθήκοντα του μέχρι το διορισμό αυτού.

2. Εάν η διάρκεια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης υπερβεί την τριετία, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής υποβάλει στην Εποπτική Αρχή, εντός δύο (2) μηνών από την παρέλευση της τριετίας, σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει έκθεση για τις μέχρι τότε εργασίες της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και τους λόγους της καθυστέρησης και προτείνει μέτρα για την ταχεία περάτωσή της. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν παραίτηση της επιχείρησης από δικαιώματα, δικόγραφα και αιτήσεις, αν η επιδίωξη τούτων είναι ασύμφορη σε σχέση με τα προσδοκώμενα οφέλη ή αβέβαιη ή απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα ανωτέρω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν και συμβιβασμούς, αναδιαπραγματεύσεις ή καταγγελία συμβάσεων, όπως και σύναψη νέων. Εφόσον το σχέδιο εγκριθεί από την Εποπτική Αρχή, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ολοκληρώνει την ασφαλιστική εκκαθάριση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα σε αυτό.

3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής ορίζονται οι λεπτομέρειες για την περάτωση και τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ιδίως αναφορικά με το περιεχόμενο της βεβαίωσης της παραγράφου 1 του παρόντος.

1. Εφαρμοστέο δίκαιο στην έκδοση απόφασης για την έναρξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης επιχείρησης του άρθρου 220, καθώς και στη διαδικασία και τα αποτελέσματά της, είναι το ελληνικό δίκαιο.

2. Το ελληνικό δίκαιο εφαρμόζεται και καθορίζει τουλάχιστον:
α) τα στοιχεία του ενεργητικού που αποτελούν την περιουσία και τη μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού που απέκτησε η ασφαλιστική επιχείρηση ή έχουν υπαχθεί σε αυτήν, μετά την έναρξη της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης,
β) τις αντίστοιχες εξουσίες και δικαιώματα της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ασφαλιστικού εκκαθαριστή,
γ) τις προϋποθέσεις επιτρεπτού του συμψηφισμού,
δ) τα αποτελέσματα της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης στις ισχύουσες συμβάσεις στις οποίες η ασφαλιστική επιχείρηση είναι συμβαλλόμενο μέρος,
ε) τα αποτελέσματα της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης στις εκκρεμείς δίκες που έχουν κινήσει οι πιστωτές, με την εξαίρεση εκκρεμοδικίας της παραγράφου 4 του παρόντος,
στ) τις απαιτήσεις που μπορούν να αναγγελθούν και τη νομική μεταχείριση αυτών που γεννώνται μετά την έναρξη διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης,
ζ) τις προϋποθέσεις αναγγελίας, επαλήθευσης και αποδοχής των απαιτήσεων,
η) τις προϋποθέσεις που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης του ενεργητικού, τη σειρά κατάταξης των απαιτήσεων και τα δικαιώματα των πιστωτών που ικανοποιήθηκαν μερικώς μετά την έναρξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης με βάση εμπράγματο δικαίωμα ή δια συμψηφισμού,
θ) τους όρους, τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ιδίως μετά από συμβιβασμό, καθώς και τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση αυτής,
ι) τον καταλογισμό των εξόδων και των δαπανών της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης,
ια) τους κανόνες περί ακυρότητος, ακύρωσης και κήρυξης του ανενεργού των επιβλαβών για τους πιστωτές δικαιοπραξιών, εκτός εάν, το πρόσωπο που ωφελήθηκε από δικαιοπραξία επιβλαβή για το σύνολο των πιστωτών αποδείξει ότι:
α) η εν λόγω δικαιοπραξία διέπεται από το δίκαιο άλλου κράτους-μέλους και
β) το δίκαιο αυτό δεν προβλέπει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσβολή της δικαιοπραξίας.

3. Κατ' εξαίρεση των ανωτέρω:
α) Οι συμβάσεις απασχόλησης και οι εργασιακές σχέσεις διέπονται μόνον από το δίκαιο του κράτους-μέλους το οποίο διέπει τη σύμβαση απασχόλησης ή την εργασιακή σχέση.
β) Η σύμβαση η οποία παρέχει δικαίωμα χρήσεως ακινήτου ή κτήσεως κυριότητος επ' αυτού, διέπεται μόνον από το δίκαιο του κράτους-μέλους στην επικράτεια του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο.
γ) Τα δικαιώματα της ασφαλιστικής επιχείρησης επί ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους που υπόκεινται σε υποχρεωτική εγγραφή σε δημόσιο βιβλίο, διέπονται από το δίκαιο του κράτους-μέλους το οποίο επιτάσσει την τήρηση του βιβλίου.

4. Στην περίπτωση εκκρεμοδικίας που αφορά στοιχείο του ενεργητικού ή δικαίωμα, το οποίο έχει απεκδυθεί η ασφαλιστική επιχείρηση, εφαρμοστέο δίκαιο καθίσταται μόνον το δίκαιο του κράτους-μέλους στο οποίο υφίσταται η εκκρεμοδικία.

1. Η έναρξη διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης δεν θίγει τα εμπράγματα δικαιώματα πιστωτών ή τρίτων επί ενσωμάτων ή άυλων πραγμάτων, κινητών ή ακινήτων, επί συγκεκριμένων στοιχείων του ενεργητικού ή και στοιχείων του ενεργητικού ως συνόλου, που κατά καιρούς αλλάζει, τα οποία ανήκουν στην ασφαλιστική επιχείρηση και ευρίσκονται εντός της επικράτειας άλλου κράτους-μέλους κατά την έναρξη της διαδικασίας. Το προηγούμενο εδάφιο δεν κωλύει τις σχετικές αγωγές ακυρότητας, ακύρωσης ή κήρυξης της δικαιοπραξίας ανενεργού, οι οποίες ερείδονται στη περίπτωση ια' της παραγράφου 2 του άρθρου 246 του παρόντος.

2. Τα δικαιώματα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο είναι ιδίως:
α) το δικαίωμα απευθείας ή μέσω τρίτου διάθεσης στοιχείου του ενεργητικού και ικανοποίησης από το τίμημα ή τις προσόδους του, ιδίως δυνάμει ενεχύρου ή υποθήκης,
β) το αποκλειστικό δικαίωμα είσπραξης μιας απαιτήσεως και ιδίως το δικαίωμα, το ασφαλιζόμενο είτε με ενέχυρο, αντικείμενο του οποίου είναι η απαίτηση, είτε με εκχώρηση απαιτήσεως ως εγγύηση,
γ) το δικαίωμα διεκδίκησης και η απαίτηση επιστροφής του στοιχείου του ενεργητικού εις χείρας οιουδήποτε κατέχοντος ή καρπουμένου αντίθετα προς τη βούληση του δικαιούχου,
δ) το εμπράγματο δικαίωμα καρπώσεως στοιχείου του ενεργητικού.

3. Εξομοιώνεται προς εμπράγματο δικαίωμα, το δικαίωμα το εγγεγραμμένο σε δημόσιο βιβλίο και αντιτάξιμο έναντι τρίτων, δια του οποίου είναι δυνατή η απόκτηση εμπραγμάτου δικαιώματος κατά την έννοια της παραγράφου 1 του παρόντος.

4. Η διαδικασία ασφαλιστικής εκκαθάρισης κατά ασφαλιστικής επιχείρησης, ως αγοραστή στοιχείου του ενεργητικού, δεν θίγει τα δικαιώματα του πωλητή που βασίζονται σε επιφύλαξη κυριότητας εάν, κατά την έναρξη της διαδικασίας, το στοιχείο του ενεργητικού ευρίσκεται σε άλλο κράτος - μέλος. Η έναρξη διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης, μετά την παράδοση του πωληθέντος από την εν λόγω ασφαλιστική επιχείρηση στοιχείου του ενεργητικού, δεν αποτελεί λόγο λύσεως ή καταγγελίας της πωλήσεως ούτε κωλύει τον αγοραστή να αποκτήσει την κυριότητα του πωληθέντος εάν, κατά την επιβολή, το πωληθέν στοιχείο του ενεργητικού ευρίσκεται σε άλλο κράτος - μέλος. Η παρούσα παράγραφος δεν κωλύει τις σχετικές αγωγές ακυρότητας, ακύρωσης ή κήρυξης της δικαιοπραξίας ανενεργού, οι οποίες ερείδονται στη περίπτωση ια' της παραγράφου 2 του άρθρου 246 του παρόντος.

5. Η έναρξη διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης δεν θίγει το δικαίωμα των πιστωτών να προτείνουν συμψηφισμό των απαιτήσεών τους προς τις αντίστοιχες απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης, εφόσον ο εν λόγω συμψηφισμός επιτρέπεται από το δίκαιο που διέπει την απαίτηση της ασφαλιστικής επιχείρησης. Η παρούσα παράγραφος δεν κωλύει τις σχετικές αγωγές ακυρότητας, ακύρωσης ή κήρυξης της δικαιοπραξίας ανενεργού, οι οποίες ερείδονται στη περίπτωση ια' της παραγράφου 2 του άρθρου 246 του παρόντος.

6. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος, τα αποτελέσματα της έναρξης διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμμετεχόντων σε οργανωμένη αγορά, διέπονται μόνον από το δίκαιο που διέπει την εν λόγω αγορά. Η παρούσα παράγραφος δεν κωλύει τις σχετικές αγωγές ακυρότητας, ακύρωσης ή κήρυξης της δικαιοπραξίας ανενεργού, οι οποίες ερείδονται στη περίπτωση ια' της παραγράφου 2 του άρθρου 246 του παρόντος που τυχόν ασκούνται όσον αφορά στην προσωρινή παύση πληρωμών ή συναλλαγών δυνάμει του δικαίου που διέπει την εν λόγω αγορά.

7. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση μετά την έναρξη της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης συνάπτει δικαιοπραξία με την οποία διατίθενται εξ επαχθούς αιτίας:
α) ακίνητο,
β) πλοίο ή αεροσκάφος εγγραφόμενο υποχρεωτικά σε δημόσιο βιβλίο ή
γ) κινητές αξίες ή άλλοι τίτλοι, προϋπόθεση της ύπαρξης ή της μεταβίβασης των οποίων είναι η εγγραφή σε βιβλίο ή λογαριασμό, κατά τα οριζόμενα από το νόμο, ή οι οποίες κινητές αξίες ή άλλοι τίτλοι τοποθετούνται σε κεντρικό σύστημα καταθέσεων διεπόμενο από το δίκαιο κράτους-μέλους, το κύρος της δικαιοπραξίας διέπεται από το δίκαιο του κράτους-μέλους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο, ή το δίκαιο του κράτους-μέλους το οποίο επιτάσσει την τήρηση του βιβλίου, του συστήματος ή του λογαριασμού.

1. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου διέπονται οι υφιστάμενες κατά την 31.12.2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις.

2. Στις εκκαθαρίσεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή τα άρθρα 235 παράγραφοι 1, 2, 3, 5 και 6, 236 έως 239, 242 παράγραφοι 1 και 4, 243 παράγραφοι 1, 2 και 4, 244, 245 παράγραφοι 1 και 3, 246 και 247 του παρόντος.

3. Η θητεία των ασφαλιστικών εκκαθαριστών και των εποπτών ασφαλιστικής εκκαθάρισης οι οποίοι είναι ήδη διορισμένοι στις εκκαθαρίσεις της παραγράφου 1 κατά τις 31.12.2015 παρατείνεται μέχρι τις 30.6.2016, και λήγει αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση την 1η.7.2016. Οι απερχόμενοι εκκαθαριστές και επόπτες υποβάλουν από κοινού εντός δεκαπενθημέρου προς την Εποπτική Αρχή απολογιστική έκθεση για τις μέχρι το χρόνο λήξης της θητείας τους κατά τα ανωτέρω, εργασίες εκκαθάρισης, τις υπολειπόμενες εκκρεμότητες και τους λόγους μη διευθέτησής τους.

4. Ο υπολογισμός της αξίας των περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο των εκκαθαρίσεων της παραγράφου 1 του παρόντος γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται όλες οι λεπτομέρειες που αφορούν τις μεθόδους υπολογισμού της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο.

5. Από το χρόνο ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, οι εγγραφές στα μητρώα της επιχείρησης δεν μεταβάλλονται χωρίς προηγούμενη άδεια της Εποπτικής Αρχής, εκτός των διορθώσεων προφανών ή τεχνικών λαθών. Οποιαδήποτε ελεύθερη περιουσία της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία δεσμεύθηκε με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, κατανέμεται αναλογικά από τον εκκαθαριστή, με κριτήριο τις τεχνικές προβλέψεις ανά κλάδο ασφάλισης.

6. Εάν το προϊόν ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης υστερεί της αναγραφόμενης στα μητρώα της, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής αιτιολογεί το αποτέλεσμα αυτό στην Εποπτική Αρχή.

7. Επί της περιουσίας της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης ακολουθείται η εξής σειρά προνομίων:
α) έξοδα εκκαθάρισης και αμοιβές ασφαλιστικού εκκαθαριστή, εφόσον δεν υπερβαίνουν το 10% της συνολικής περιουσίας της επιχείρησης. Κατά παρέκκλιση του προηγούμενου εδαφίου, με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, κατόπιν σχετικής εισήγησης είτε του Εγγυητικού Κεφαλαίου είτε του Επικουρικού Κεφαλαίου είτε και των δύο, κατά περίπτωση, το ποσοστό αυτό δύναται να αναπροσαρμόζεται.
Οι ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις για τις οποίες το άθροισμα των εξόδων εκκαθάρισης και των αμοιβών των οργάνων εκκαθάρισης μέχρι την 31.12.2015, ισούται ή έχει υπερβεί, σωρευτικά, ποσοστό 10% της συνολικής περιουσίας της επιχείρησης όπως προκύπτει από τον ελεγμένο από νόμιμο ελεγκτή ισολογισμό έναρξης αυτής της επιχείρησης, υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή αίτημα αναπροσαρμογής του ανωτέρω ποσοστού συνοδευόμενο από τα κατάλληλα στοιχεία και δικαιολογητικά. Η Εποπτική Αρχή λαμβάνει απόφαση αναπροσαρμογής του ανωτέρω ποσοστού κατόπιν γνώμης είτε του Επικουρικού Κεφαλαίου είτε του Εγγυητικού Κεφαλαίου, είτε και των δύο, κατά περίπτωση.
β) Οι απαιτήσεις από σχέση εξαρτημένης εργασίας και έμμισθης εντολής, εκτός των απαιτήσεων προσώπων που ασκούν τη διοίκηση και διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης. Στις απαιτήσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ή της έμμισθης εντολής, η οποία αποζημίωση όμως περιορίζεται στη συμπλήρωση του υπολοίπου του ποσού που υποχρεούται να καταβάλει ασφαλιστικό ταμείο ή άλλος οργανισμός για τη κάλυψη ασφαλισμένου του σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη.
γ) Οι απαιτήσεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφαλίσεις ζωής, των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων και των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφαλίσεις των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών, αποκλειστικά όμως στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση αντίστοιχα για καθεμιά από τις ασφαλίσεις αυτές.

8. Μέσα σε δέκα (10) ημέρες από το διορισμό του, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής καλεί τους δικαιούχους από ασφάλιση, με ανακοίνωση που δημοσιεύεται μία (1) φορά την εβδομάδα, επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες σε τρεις (3) ημερήσιες, πανελλαδικής κυκλοφορίας, εφημερίδες, καθώς και στην ιστοσελίδα της επιχείρησης, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία. Δεν καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και οι δικαιούχοι ασφαλίσεων ζωής, για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Οι αναγγελίες απαιτήσεων γίνονται δεκτές εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την πρώτη δημοσίευση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή ολοκληρώνεται εντός δύο (2) μηνών από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας με τη σύνταξη κατάστασης δικαιούχων και την υποβολή της στην Εποπτική Αρχή. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που επαληθεύονται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή (εκτελεστή) απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου, η αγωγή ακύρωσης της οποίας είτε δεν έχει ασκηθεί εντός της προβλεπομένης προθεσμίας του άρθρου 899 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως ισχύει, είτε έχει απορριφθεί τελεσίδικα. Στην κατάσταση δικαιούχων περιλαμβάνονται:
α) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις ζωής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για τους οποίους επήλθε λήξη του συμβολαίου και εκείνων που υπέβαλαν αίτημα εξαγοράς πριν την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας,
β) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις κατά ζημιών που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρισθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης,
γ) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις κατά ζημιών οι οποίοι δεν είχαν αναγγείλει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης πριν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας,
δ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία χωρίς να τυγχάνουν των προνομίων της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, οι οποίοι θα ικανοποιηθούν κατά τις διαδικασίες της κοινής εκκαθάρισης,
ε) οι απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα με το ποσό που εκτιμά ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής και το ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος από ασφάλιση.
Η κατάσταση αναρτάται στην ιστοσελίδα της Εποπτικής Αρχής εντός τριών (3) ημερών από την υποβολή της και διατηρείται εκεί τουλάχιστον για εξήντα (60) μέρες. Αντιρρήσεις κατά της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης αναφορικά με την πιο πάνω κατάσταση ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την ανάρτηση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο.

9. Το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματα της υπό ασφαλιστικής εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, διαχειρίζεται από κοινού με τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή το χαρτοφυλάκιο κλάδου αστικής ευθύνης αυτοκινήτων και υποχρεούται να καταβάλει στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή το ποσό που αντιστοιχεί στην αναλογική συμμετοχή του στα έξοδα εκκαθάρισης και στην ικανοποίηση των προνομιακών απαιτήσεων των εργαζομένων, η οποία υπολογίζεται κατά το λόγο της ασφαλιστικής τοποθέτησης του κλάδου αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων προς το σύνολο της ασφαλιστικής τοποθέτησης της εταιρείας σε όλους τους κλάδους που ασκούσε. Το τυχόν εναπομένον υπόλοιπο μετά την καταβολή του κατά τα άνω ποσού και την ικανοποίηση των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση, επιστρέφεται στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή.

10. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιτρέψει την αποδέσμευση των περιουσιακών στοιχείων που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση των λοιπών κλάδων ασφάλισης, πλην του κλάδου ασφάλισης αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα, μετά από αίτημα του ασφαλιστικού εκκαθαριστή.

11. Επιτρέπεται η μεταβίβαση από υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρηση, του συνόλου ή μέρους των απαιτήσεων και των περιουσιακών στοιχείων, που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα και τα οποία καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα εκκρεμών ζημιών (μεταβίβαση χαρτοφυλακίου εκκρεμών ζημιών) ύστερα από αίτημα που υποβάλλεται από κοινού από το Επικουρικό Κεφάλαιο και τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή και σχετική έγκριση της Εποπτικής Αρχής.
Το ως άνω αίτημα συνοδεύεται από έκθεση του ασφαλιστικού εκκαθαριστή και του Επικουρικού Κεφαλαίου, από την οποία προκύπτει η συνδρομή των όρων που ορίζονται στο επόμενο εδάφιο και από έκθεση του υποψήφιου αναδόχου προς την Εποπτική Αρχή περί της διατήρησης του αναγκαίου περιθωρίου φερεγγυότητας μετά την απόκτηση του ως άνω χαρτοφυλακίου και περί των δεσμεύσεων που αναλαμβάνει, για την εξόφληση των υποχρεώσεων του μεταβιβαζομένου χαρτοφυλακίου.
Η μεταβίβαση εγκρίνεται από την Εποπτική Αρχή με απόφαση που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθοι όροι:
α) η επιχείρηση προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση δραστηριοποιείται νόμιμα στην Ελλάδα και διαθέτει άδεια λειτουργίας του κλάδου αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία οχημάτων,
β) η επιχείρηση διασφαλίζει ότι θα διαθέτει το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας τόσο κατά το χρόνο της μεταβίβασης όσο και μετά από αυτήν,
γ) δεν θίγονται συμφέροντα των δικαιούχων αποζημίωσης.
Η απόφαση της Εποπτικής Αρχής που εγκρίνει τη μεταβίβαση περιλαμβάνει τη μεταφορά του χαρτοφυλακίου εκκρεμών ζημιών στην ανάδοχο επιχείρηση. Μετά τη δημοσίευσή της δεν δύναται να αντιταχθούν κατά αυτής οι ασφαλισμένοι, οι συμβαλλόμενοι στην ασφαλιστική σύμβαση, οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οι πιστωτές της ασφαλιστικής επιχείρησης.
H εκπλήρωση από την ανάδοχο επιχείρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το χαρτοφυλάκιο εκκρεμών ζημιών της υπό ασφαλιστικής εκκαθάρισης επιχείρησης λόγω συνδρομής της περίπτωσης γ' της παρ. 1 του άρθρου 19 του π.δ. 237/1986 υπόκειται στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 5 του ιδίου άρθρου του ως άνω διατάγματος.
Η μεταβίβαση ολοκληρώνεται με τη σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής των μεταβιβαζόμενων στοιχείων μεταξύ του αναδόχου, του Επικουρικού Κεφαλαίου και του ασφαλιστικού εκκαθαριστή, στο οποίο αναφέρεται το ύψος των τεχνικών αποθεμάτων εκκρεμών ζημιών κατά την ημερομηνία σύνταξης του πρωτοκόλλου, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται στην ανάδοχο ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία με τη μεταβίβαση καθίσταται αποκλειστικά υπεύθυνη για την εξόφληση των υποχρεώσεων εκ του χαρτοφυλακίου, η δε ασφαλιστική εκκαθάριση λήγει καθ' όσον αφορά το Επικουρικό Κεφάλαιο, εξοφλουμένης και της υποχρέωσής του προς συμμετοχή στα έξοδα εκκαθάρισης σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου. Η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων των προηγουμένων παραγράφων και κάθε άλλη πράξη που συνδέεται με αυτήν απαλλάσσεται από κάθε φόρο εισφορά ή τέλος, συμπεριλαμβανομένης και τυχόν υπεραξίας που προκύπτει από τη μεταβίβαση αυτή με εξαίρεση τη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων. Κάθε ειδικότερο θέμα της μεταβίβασης ρυθμίζεται με απόφαση της Εποπτικής Αρχής.

12. Αναφορικά με τις εκκαθαρίσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το Επικουρικό Κεφάλαιο διοικεί και διαθέτει όλα τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν διατεθεί σε τοποθέτηση ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα. Τα εκ των μεταβιβαζομένων περιουσιακών στοιχείων ακίνητα εκποιούνται από το Επικουρικό Κεφάλαιο με πλειοδοτικό διαγωνισμό, που διενεργείται με υποβολή κλειστών και σφραγισμένων έγγραφων προσφορών. Η τιμή πρώτης προσφοράς δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 2/3 της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής ορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η διακήρυξη διενέργειας του πλειοδοτικού διαγωνισμού και ενδεικτικά ο τρόπος κατάθεσης των προσφορών, η διαδικασία αποσφράγισής τους, η αξιολόγηση αυτών, τα κριτήρια επιλογής του τελικού πλειοδότη, η δημοσίευση της διακήρυξης και η διαδικασία διενέργειας επαναληπτικού διαγωνισμού σε περίπτωση που ο πρώτος δεν τελεσφορήσει, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Τίτλοι, ομόλογα και λοιπά παρόμοια και άμεσα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία εκποιούνται στην τρέχουσα χρηματιστηριακή τους αξία ή στην τρέχουσα ή συνήθη αξία τους στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Καταθέσεις σε τράπεζες περιέρχονται στην άμεση διάθεση και διαχείριση του Επικουρικού Κεφαλαίου.

13. Το Επικουρικό Κεφάλαιο επίσης δικαιούται, με ιδιωτικό συμφωνητικό:
α) να αναδέχεται από την υπό εκκαθάριση επιχείρηση τυχόν εκκρεμείς οφειλές του κλάδου αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα και να καθίσταται ως προς αυτές καθολικός διάδοχος, και
β) να παραιτείται από απαιτήσεις του κατά της υπό εκκαθάριση επιχείρησης, με σκοπό τη λήξη της εκκαθάρισης του κλάδου αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα.

14. Τακτική γενική συνέλευση συγκαλείται από τον εκκαθαριστή κατά τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ο εκκαθαριστής διορίζει ανεξάρτητο ελεγκτή για κάθε χρήση και ενημερώνει για το διορισμό και τα αποτελέσματα του ελέγχου την Εποπτική Αρχή.

15. Εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή, σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει έκθεση για τις μέχρι τότε εργασίες της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και τους λόγους της καθυστέρησης και προτείνει μέτρα για την ταχεία περάτωσή της. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν παραίτηση της επιχείρησης από δικαιώματα, δικόγραφα και αιτήσεις, αν η επιδίωξη τούτων είναι ασύμφορη σε σχέση με τα προσδοκώμενα οφέλη ή αβέβαιη ή απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα ανωτέρω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν και συμβιβασμούς, αναδιαπραγματεύσεις ή καταγγελία συμβάσεων, όπως και σύναψη νέων. Εφόσον το σχέδιο εγκριθεί από την Εποπτική Αρχή, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ολοκληρώνει την ασφαλιστική εκκαθάριση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα σε αυτό.

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν το δικαίωμα ένδικης προσφυγής για κάθε απόφαση που λαμβάνεται για αυτές δυνάμει του παρόντος νόμου, καθώς και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών και διοικητικών πράξεων.

1. Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται με τις λοιπές αρμόδιες αρχές στα άλλα κράτη-μέλη με σκοπό τη διευκόλυνση της εποπτείας των ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την εφαρμογή του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

2. Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με σκοπό την διευκόλυνση της εποπτείας των ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την εξέταση τυχόν δυσκολιών που προκύπτουν ή είναι δυνατόν να προκύψουν κατά την εφαρμογή του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

3. Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τις σημαντικότερες δυσκολίες, οι οποίες προκύπτουν κατά την εφαρμογή του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και συνεργάζεται με τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την εξέταση των δυσκολιών αυτών, το ταχύτερο δυνατόν, με σκοπό την εξεύρεση πρόσφορης λύσης.

Όπου ο παρών νόμος αναφέρεται σε ευρώ, το ισόποσο σε εθνικό νόμισμα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους υπολογίζεται βάσει των τιμών της τελευταίας ημέρας του Οκτωβρίου του ίδιου έτους για την οποία είναι γνωστές οι ισοτιμίες του ευρώ ως προς όλα τα νομίσματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αναπροσαρμόζονται, ανά πενταετία, τα ποσά του παρόντος νόμου που εκφράζονται σε ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη την ποσοστιαία μεταβολή του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή όλων των κρατών-μελών, όπως δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Eurostat) από τις 31 Οκτωβρίου 2015 έως την ημερομηνία της αναπροσαρμογής, στρογγυλεμένα σε ανώτερο πολλαπλάσιο των εκατό χιλιάδων (100.000) Ευρώ.
Η Εποπτική Αρχή λαμβάνει την απόφαση του προηγουμένου εδαφίου εντός δώδεκα (12) μηνών από την δημοσίευσή τους από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Για περιπτώσεις προτεινομένων αποκτήσεων συμμετοχής, των οποίων οι κοινοποιήσεις κατά το άρθρο 43 του παρόντος για συμμόρφωση με το εν λόγω άρθρο, είχαν υποβληθεί στην Εποπτική Αρχή πριν τις 31 Δεκεμβρίου 2015, η Εποπτική Αρχή διενεργεί τη διαδικασία αξιολόγησης σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργούμενου δια του παρόντος ν.δ. 400/1970 που ίσχυαν κατά τη στιγμή της εν λόγω κοινοποίησης.

1. Κατόπιν σχετικής άδειας η οποία χορηγείται από την Εποπτική Αρχή, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, μπορούν να εφαρμόζουν υποενότητα κινδύνου μετοχών βαθμονομημένη με τη χρήση μέτρου της αξίας σε κίνδυνο, για χρονικό διάστημα που συνάδει με την τυπική διάρκεια κατοχής των επενδύσεων σε μετοχές από τη συγκεκριμένη επιχείρηση, με επίπεδο εμπιστοσύνης που να παρέχει στους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους επίπεδο προστασίας ισοδύναμο με αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 77 του παρόντος, με τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η έγκριση αφορά σε εν Ελλάδι δραστηριότητες της αιτούσας επιχείρησης επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών σύμφωνα με το άρθρο 4 της Οδηγίας 2003/41/ ΕΚ, ή συνταξιοδοτικών παροχών που είναι καταβαλλόμενες με τη συμπλήρωση ή ενόψει της συμπλήρωσης της ηλικίας συνταξιοδότησης και τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται έναντι των παροχών αυτών απολαμβάνουν οποιαδήποτε μορφή φορολογικής μείωσης ή απαλλαγής για τον αντισυμβαλλόμενο, και
β) τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία εφαρμόζεται η εν λόγω υποενότητα κινδύνου και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των εργασιών της περίπτωσης α' της παρούσας παραγράφου είναι κλειστής διάρθρωσης (ring-fenced), ήτοι η διαχείριση και η οργάνωσή τους πραγματοποιούνται χωριστά από τις υπόλοιπες δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης, χωρίς καμία δυνατότητα μεταφοράς, και
γ) η μέση οικονομική διάρκεια των υποχρεώσεων που αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη δραστηριότητα της επιχείρησης υπερβαίνει τα δώδεκα (12) έτη.

2. Με την επιφύλαξη της ανάγκης για προάσπιση των συμφερόντων των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων σε άλλα κράτη-μέλη, στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, τα στοιχεία ενεργητικού και υποχρεώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος λαμβάνονται πλήρως υπόψη για την αξιολόγηση των επιπτώσεων επί της διαφοροποίησης.

3. Η Εποπτική Αρχή χορηγεί την άδεια της παραγράφου 1 του παρόντος μόνον διασφαλίζεται, σε διαρκή βάση, ότι η αιτούσα επιχείρηση είναι σε θέση να διακρατά επενδύσεις σε μετοχές για χρονικό διάστημα συνεπή προς τη συνήθη διάρκεια κατοχής, από τη συγκεκριμένη επιχείρηση, των επενδύσεων σε μετοχές. Η διασφάλιση του προηγουμένου εδαφίου θα βασίζεται στην κατάσταση φερεγγυότητας και ρευστότητας της επιχείρησης, καθώς στις στρατηγικές, τις μεθόδους και τις διαδικασίες δημοσίευσης που διαθέτει η εν λόγω επιχείρηση αναφορικά με την διαχείριση συγχρονισμού των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού.

4. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν επανέρχονται στην εφαρμογή της προσέγγισης που αναφέρεται στο άρθρο 81 του παρόντος, παρά μόνον κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής και εφόσον υφίσταται πλήρως τεκμηριωμένος λόγος.

5. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα κριτήρια κάτω από τα οποία στοιχεία ενεργητικού και υποχρεώσεις θεωρούνται κλειστής διάρθρωσης.

1. Ο αντιπρόσωπος ζημιών, που διορίζεται σύμφωνα με τις περιπτώσεις ζ' της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και ζ' της παραγράφου 1 του άρθρου 130 του παρόντος, επιλέγεται από την ασφαλιστική επιχείρηση, μπορεί να ενεργεί για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων και πρέπει να είναι γνώστης των επισήμων γλωσσών του κράτους που έχει διορισθεί. Ο αντιπρόσωπος ζημιών έχει την διαμονή ή εγκατάσταση του στο κράτος-μέλος όπου έχει διορισθεί, διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση έναντι των ζημιωθέντων με μόνιμη κατοικία σ' αυτό το κράτος-μέλος, από ατυχήματα που προκαλούνται στα άλλα κράτη-μέλη από αυτοκίνητα που έχουν τόπο συνήθους στάθμευσης την Ελλάδα ή άλλο κράτος- μέλος και είναι ασφαλισμένα σε εγκατεστημένες στην Ελλάδα ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες εκπροσωπεί, ώστε να ικανοποιεί ολοσχερώς τις αξιώσεις τους.

2. Ο υποχρεωτικός διορισμός αντιπροσώπου σε καμία περίπτωση δεν περιορίζει τον ζημιωθέντα ή την ασφαλιστική επιχείρηση του να στρέφονται απευθείας κατά του υπαίτιου του ατυχήματος ή της ασφαλιστικής του επιχείρησης.

3. Τα καθήκοντα του ανωτέρω αντιπροσώπου είναι να συγκεντρώνει, όσον αφορά τις σχετικές αξιώσεις, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τον διακανονισμό των ζημιών και να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την διαπραγμάτευση του διακανονισμού των ζημιών. Να διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να αντιπροσωπεύει την επιχείρηση έναντι των προσώπων που υπέστησαν ζημίες και μπορούν να προβάλλουν αξίωση αποζημίωσης, συμπεριλαμβανομένης και της ικανοποίησης αυτών των αξιώσεων, καθώς και να την αντιπροσωπεύει ή εφόσον απαιτείται, να φροντίζει για την αντιπροσώπευσή της ενώπιον των διοικητικών αρχών σχετικά με τις αξιώσεις αυτές.

4. Ο αντιπρόσωπος ζημιών υποχρεούται εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη της αίτησης αποζημίωσης του ζημιωθέντος :
α) να υποβάλει αιτιολογημένη προσφορά αποζημίωσης σε περίπτωση που η ευθύνη δεν αμφισβητείται και η ζημιά έχει αποτιμηθεί,
β) να υποβάλει αιτιολογημένη απάντηση επί των σημείων που περιέχονται στην αίτηση στην περίπτωση που η ευθύνη αμφισβητείται ή δεν έχει ακόμα διαπιστωθεί σαφώς ή σε περίπτωση που η ζημιά δεν έχει αποτιμηθεί πλήρως.
Σε περίπτωση παράβασης των ανωτέρω επιβάλλονται οι κυρώσεις όπως προβλέπονται στο άρθρο 38 παρ. 2 του κ.ν. 489/1976 (Α' 331).

5. Ο ορισμός ειδικού αντιπροσώπου δεν αποτελεί διορισμό νομίμου αντιπροσώπου κατά την έννοια του άρθρου 261 του παρόντος, ούτε αποτελεί ίδρυση υποκαταστήματος κατά την έννοια του άρθρου 115 του παρόντος ή εγκατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης κατά την έννοια της παραγράφου 11 του άρθρου 3 του παρόντος.

1. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στα μέλη της διοίκησής της ως και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραβιάζει τις διατάξεις ευρωπαϊκού δικαίου αμέσου εφαρμογής, του παρόντος νόμου, των κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεών του ή την κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία, επίπληξη ή πρόστιμο ύψους μέχρι δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ.

2. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει πρόστιμο μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στα μέλη της διοίκησής της ως και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο αρνείται τη συνεργασία ή παρακωλύει έρευνα ή έλεγχο, που αυτή διενεργεί σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, τον παρόντα νόμο, των κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεών του ή την κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία.

3. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, και με την επιφύλαξη της εφαρμογής της παραγράφου 1 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που παραβαίνει τις διατάξεις της κείμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας περί υποχρεωτικής ασφάλισης οχημάτων και ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης.

4. α) Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί ειδική συμμετοχή ή αυξηθεί η υφιστάμενη συμμετοχή στο κεφάλαιο ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, χωρίς την, βάσει του άρθρου 43 του παρόντος, απαιτούμενη κατά περίπτωση γνωστοποίηση ή έγκρισή της από την Εποπτική Αρχή, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει στους κατόχους των συμμετοχών αυτών τις παρακάτω κυρώσεις, διαζευκτικά ή σωρευτικά:
αα) Πρόστιμο μέχρι ποσοστού 10% της αξίας των μετοχών που απέκτησαν τα πρόσωπα αυτά.
αβ) Αποκλεισμό από το διοικητικό συμβούλιο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και από μέλος διοίκησης ή οποιαδήποτε διευθυντική θέση σε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, προκειμένου περί φυσικών προσώπων.
β) Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Εποπτική Αρχή περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους ειδικής συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην περίπτωση γ' της παραγράφου 15 του άρθρου 43 του παρόντος, ή δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Εποπτικής Αρχής για την εφαρμογή των προβλεπομένων στην περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 43 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει στα φυσικά πρόσωπα που αφορά η σχετική παράλειψη ή η μη συμμόρφωση, τις κυρώσεις της υποπερίπτωσης αβ' της προηγούμενης περίπτωσης της παρούσας παραγράφου.
γ) Στα πρόσωπα που δεν τηρούν την υποχρέωση ενημέρωσης της Εποπτικής Αρχής, βάσει της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 43 του παρόντος, ως προς τη μείωση συμμετοχής, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει πρόστιμο ύψους μέχρι ποσοστού 5% της αξίας των μετοχών που μεταβιβάσθηκαν χωρίς προηγούμενη ενημέρωσή της.

5. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 15 του άρθρου 43 στις υποδείξεις της Εποπτικής Αρχής για τη λήψη διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, η Εποπτική Αρχή μπορεί, διαζευκτικά ή σωρευτικά:
α) να επιβάλλει την απομάκρυνση των ανωτέρω προσώπων, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, από το διοικητικό συμβούλιο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και από μέλος διοίκησης ή οποιαδήποτε διευθυντική θέση σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις,
β) να αναστέλλει, μέχρι να αρθούν οι συνθήκες που επέβαλαν τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου, που απορρέουν από τις μετοχές που κατέχουν τα πρόσωπα αυτά ή τα νομικά πρόσωπα που αυτά ελέγχουν,
γ) να απαγορεύει οποιαδήποτε νέα συναλλαγή ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με τα πρόσωπα αυτά ή με οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από αυτά, καθώς και να κηρύσσει ληξιπρόθεσμα και αμέσως απαιτητά τα δάνεια που έχουν λάβει όλα τα πιο πάνω πρόσωπα από την εν λόγω επιχείρηση.

6. Κατά την επιμέτρηση των κυρώσεων λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς, ο κίνδυνος διατάραξης της συστημικής σταθερότητας, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των ασφαλιζομένων, το ύψος της πραγματικά προκληθείσας ζημίας σε αυτούς ως και η τυχόν ανόρθωσή της, η λήψη μέτρων για την άρση της παράβασης στο μέλλον, ο βαθμός συνεργασίας με την Εποπτική Αρχή κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης και η τυχόν καθ' υποτροπή τέλεση παραβάσεων του παρόντος νόμου ή της λοιπής νομοθεσίας για τις ασφαλίσεις.

7. Τα πρόστιμα που επιβάλλει η Εποπτική Αρχή αποτελούν δημόσιο έσοδο και εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.

8. Οι αποφάσεις της Εποπτικής Αρχής με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις μπορεί να δημοσιοποιούνται, για την ενίσχυση της διαφάνειας στην αγορά, εφόσον αυτή κρίνει ότι η σχετική δημοσιοποίηση δεν συνδέεται με τις εποπτικές απαιτήσεις που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο και δεν είναι πιθανό να δημιουργήσει κίνδυνο σοβαρής διατάραξης των χρηματοπιστωτικών αγορών ή δυσανάλογης ζημίας στα ενδιαφερόμενα μέρη.

9. Τα όργανα διοίκησης της Εποπτικής Αρχής, όπως και το προσωπικό αυτής δεν ευθύνονται αστικά έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους εντός των κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιοτήτων τους, καθώς επίσης εντός των λοιπών αρμοδιοτήτων τις οποίες ασκεί η Εποπτική Αρχή κατά ανάθεση δημόσιας εξουσίας, εκτός εάν τα υπαίτια πρόσωπα βαρύνονται με δόλο.

Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία που ασκεί, η Εποπτική Αρχή, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου, δύναται να συνάπτει έγγραφες συμφωνίες με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών για θέματα συντονισμού και συνεργασίας. Βάσει των συμφωνιών αυτών μπορούν να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην Εποπτική Αρχή ή σε άλλες αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την άσκηση εποπτείας σε επίπεδο ομίλου και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και την εν γένει μεταξύ τους συνεργασίας.
Η Εποπτική Αρχή δύνανται υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε θυγατρική επιχείρηση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, να εκχωρεί, με διμερή συμφωνία, την εποπτική της αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους-μέλους που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν τη μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Με ανάλογη διμερή συμφωνία, η Εποπτική Αρχή ως αρμόδια αρχή μητρικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δύναται να αναλαμβάνει τη με βάση τον παρόντα νόμο εποπτεία θυγατρικής του επιχείρησης.

1. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων διοικητικών κυρώσεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων όπου το αδίκημα τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τιμωρείται όποιος με γνώση του προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις προς:
α) την Εποπτική Αρχή με σκοπό να επιτύχει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, την παράταση της άδειας ή την έγκριση του καταστατικού της ή κλάδου αυτής,
β) το κοινό με δημοσιεύματα (ηλεκτρονικών ή εντύπων) ή κάθε άλλου μέσου με σκοπό την παραπλάνησή του.

2. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων διοικητικών κυρώσεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων όπου το αδίκημα τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τιμωρείται κάθε πρόσωπο που άμεσα ή έμμεσα ασκεί διοίκηση ή διαχείριση σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, όταν με γνώση του έπραξε τα εξής:
α) πρότεινε ή επέτρεψε τη διανομή μερίσματος κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή κανονιστικών πράξεων κατ' εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου,
β) παραβίασε τις διατάξεις περί υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων ή της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, και
γ) συνέταξε ή ενέκρινε ισολογισμό ή έκθεση σχετικά με την φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του καταστατικού της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

3. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων διοικητικών κυρώσεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων όπου το αδίκημα τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τιμωρείται όποιος άμεσα ή έμμεσα κατά τη διάρκεια της εποπτικής αξιολόγησης με γνώση του προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις.

4. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων διοικητικών κυρώσεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων όπου το αδίκημα τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός μηνός και με χρηματική ποινή τιμωρούνται πραγματογνώμονες οι οποίοι κατά την εκτίμηση της εκτάσεως πραγματοποιηθείσας ζημίας και καθορισμό της οφειλομένης αποζημίωσης προς τον ζημιωθέντα εν γνώσει πραγματοποιούν ψευδείς εκτιμήσεις ή δηλώσεις προς όφελος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή του ζημιωθέντα ασφαλισμένου.

5. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων διοικητικών κυρώσεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων όπου το αδίκημα τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τιμωρείται όποιος παραβιάζει τις απαγορεύσεις του άρθρου 147 του παρόντος.

6. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων διοικητικών κυρώσεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων όπου το αδίκημα τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τιμωρείται όποιος παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 259 του παρόντος.

7. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων διοικητικών κυρώσεων του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων όπου το αδίκημα τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τιμωρείται όποιος άμεσα ή έμμεσα κατά τον έλεγχο του ισολογισμού ή της έκθεσης σχετικά με την φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση με γνώση του προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις.

1. Οι υπό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων οριζόμενοι πραγματογνώμονες για την εκτίμηση πραγματοποιηθείσας ζημίας και τον καθορισμό της οφειλομένης αποζημιώσεως, υποχρεούνται όπως αντίγραφο της εκθέσεώς τους κοινοποιούν στον ζημιωθέντα.
Η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται όπως εντός δεκαπέντε (15) ημερών από της υποβολής της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης γνωστοποιήσει στον δικαιούχο τυχόν αποζημίωσης με βάση τους γενικούς και ειδικούς όρους του σχετικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου την αποδοχή αυτής ή μη, εκτός εάν επέλθει εν τω μεταξύ φιλικός διακανονισμός.

2. Σε περίπτωση αποδοχής από την ασφαλιστική επιχείρηση και του δικαιούχου της προσδιορισθείσας από την πραγματογνωμοσύνη ασφαλιστικής αποζημίωσης, η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται αμελλητί στην καταβολή αυτής στον δικαιούχο.

3. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ορίζονται ως πραγματογνώμονες από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ενεργούν αμερόληπτα, ανεξάρτητα και χωρίς προκατάληψη με σκοπό την εξέταση και εκτίμηση δηλωθείσας ζημιάς ή/και απώλειας σύμφωνα τους γενικούς και ειδικούς όρους ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Οι ανωτέρω πραγματογνώμονες, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ευθύνονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 256 και 258 του παρόντος.

1. Οι επιχειρήσεις που ασκούν ασφαλίσεις ζωής δύνανται να συσσωρεύουν πλεονάζοντα κεφάλαια, αποτελούμενα από μέρος των κερδών που πραγματοποιούν κάθε έτος, για κάλυψη αποκλειστικά μελλοντικών ζημιών των αντίστοιχων εργασιών ασφαλίσεων ζωής ή για μελλοντική διανομή στους αντισυμβαλλόμενους και δικαιούχους.
Το συνολικό ποσοστό κέρδους προς συσσώρευση ανά κατηγορία ασφαλιστικών εργασιών, το ποσοστό διανομής προς τους αντισυμβαλλομένους και δικαιούχους, καθώς και το ποσοστό που δύναται να χρησιμοποιηθεί από την επιχείρηση για απορρόφηση ζημιών καθορίζεται κάθε φορά από το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης.
Η διανομή πραγματοποιείται με έναν από τους εξής τρόπους:
α) σε μετρητά,
β) με μείωση των επόμενων δόσεων των ασφαλίστρων,
γ) με αύξηση του ασφαλισμένου κεφαλαίου (ασφαλιστικού ποσού),
δ) με πίστωση σχετικού λογαριασμού του ασφαλισμένου εντόκως.

2. Επίσης μπορούν να συνάπτουν ασφαλιστήρια ζωής, τα οποία προβλέπουν την, ανεξάρτητα από την πραγματοποίηση ετήσιων κερδών, υποχρεωτική επιστροφή στους δικαιούχους, ποσοστού από την προς διάθεση απόδοση των επενδύσεων.
Η ως άνω απόδοση, το ποσοστό και η βάση υπολογισμού, κοινοποιούνται υποχρεωτικά στους ασφαλισμένους. Η επιστροφή πραγματοποιείται, με τους ίδιους τρόπους που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος.

3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις που δύνανται να συσσωρεύονται τα ετήσια κέρδη και να χρησιμοποιούνται τα πλεονάζοντα κεφάλαια για απορρόφηση ζημιών των επιχειρήσεων.

1. Ο νόμιμος αντιπρόσωπος όπως ορίζεται στο άρθρο 115 του παρόντος υποχρεούται να έχει μόνιμη κατοικία εντός της Ελλάδας και εκπροσωπεί την επιχείρηση ενώπιον όλων των αρχών, δικαστικώς και εξωδίκως και στις σχέσεις της με το δημόσιο.
Ο διορισμός από την ίδια επιχείρηση δύο νομίμων αντιπροσώπων είτε με αρμοδιότητα επί ορισμένου μέρους της επικρατείας, είτε προς άσκηση ορισμένου κλάδου, δεν επιτρέπεται.

2. Ο νόμιμος αντιπρόσωπος υπέχει την ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα.

3. Ελλείψει νομίμου αντιπροσώπου, ως και εν απουσία τούτου, όλες οι επιδόσεις γίνονται προς τον Γραμματέα Πρωτοδικών της έδρας του.

4. Σε περίπτωση παύσης του αντιπροσώπου από την επιχείρηση, η παύση ισχύει από της ημερομηνία επιδόσεως στην Εποπτική Αρχή σχετικής έγγραφης δήλωσης.

5. Η επιχείρηση υποχρεούται να πληροί τη θέση του νομίμου αντιπροσώπου εντός δύο (2) μηνών από της κενώσεως αυτής.

6. Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δύναται να απαιτεί την υπογραφή κάθε ασφαλιστηρίου από τον νόμιμο αντιπρόσωπο κάθε επιχείρησης ή από συγκεκριμένα άλλα πρόσωπα.

Τα πάσης φύσεως έγγραφα που υποβάλλονται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στην Εποπτική Αρχή σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο και στις κατ' εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικές πράξεις είναι στην ελληνική γλώσσα.
Η Εποπτική Αρχή μπορεί να λαμβάνει υπόψη της έγγραφα σε άλλες επίσημες ευρωπαϊκές γλώσσες, εφόσον κατά την απόλυτη και ανέλεγκτη κρίση της έχει, κατά τον χρόνο εκείνο, την δυνατότητα να το πράξει.

1. Κεφαλαιοποίηση υπό την έννοια του παρόντος θεωρείται η εξασφάλιση ορισμένου κεφαλαίου καταβλητέου σε ορισμένο χρόνον αντί ορισμένων καταβολών, ενιαίων ή περιοδικών.

2. Απαγορεύεται η δια του αυτού συμβολαίου κατάρτιση σύμβασης ασφάλισης ζωής και κεφαλαιοποίησης.

3. Επιτρέπεται η προ της λήξεως του συμβολαίου καταβολή του δια της κεφαλαιοποιήσεως εξασφαλιζομένου ποσού, σε συνδυασμό με κληρώσεις.
Τα συμβόλαια κεφαλαιοποιήσεως είναι ονομαστικά, επιτρεπομένης της μεταβιβάσεως αυτών κατόπιν γνωστοποίησης στην επιχείρηση και έγκρισης δια πρόσθετης πράξης. Η διάρκεια των συμβολαίων δεν δύναται να υπερβαίνει τα εικοσι πέντε (25) έτη.

4. Ο αριθμός των ενεργουμένων κατ' έτος κληρώσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12), το δε ποσοστό των κληρουμένων ετησίως συμβολαίων να μην υπερβαίνει το δώδεκα επί της χιλίοις (12%ο) .

5. Η χορήγηση δανείων προς ασφαλισμένους κλάδου κεφαλαιοποιήσεως επιτρέπεται μόνον δια την εξακολούθηση της ισχύος των σχετικών συμβολαίων.

6. Κάθε δημοσίευση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων διά του τύπου, τοιχοκολλήσεων κ.λπ. εν σχέσει προς την ενέργειαν κληρώσεων, επιτρέπεται μόνον κατόπιν προηγουμένης θεώρησης του δημοσιεύματος από την Εποπτική Αρχή η οποία χορηγείται εντός δεκαημέρου από την υποβολή της σχετικής αίτησης.

7. Κάθε διενέργεια κλήρωσης ανακοινώνεται στην Εποπτική Αρχή προ δέκαπέντε (15) τουλάχιστον ημερών. Οι κληρώσεις ενεργούνται ενώπιον Επιτροπής αποτελουμένης από ένα μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου υποδεικνυομένου από το Σώμα αυτό για ένα έτος, από έναν εκπρόσωπο της Εποπτικής Αρχής και από έναν εκ των Διευθυντών ή Συμβούλων της ενδιαφερομένης επιχείρησης.

8. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζεται η κατά κλήρωση αμοιβή των μελών της Επιτροπής, η οποία καταβάλλεται από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση.

1. Η οντότητα η οποία παρέχει ή διαχειρίζεται συνολικά, συνταξιοδοτικά προγράμματα παροχών και η οποία αναλαμβάνει η ίδια, αντί των χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων, την ευθύνη για την κάλυψη βιομετρικών κινδύνων ή εγγυάται ορισμένη απόδοση των επενδύσεων ή ορισμένο ύψος παροχών, διαθέτει σε συνεχή βάση, πέραν των τεχνικών προβλέψεων, επιπρόσθετα περιουσιακά στοιχεία με σκοπό την παροχή επιπλέον προστασίας. Το ύψος των επιπρόσθετων αυτών περιουσιακών στοιχείων αντανακλά τον κίνδυνο και την περιουσιακή βάση της οντότητας αυτής αναφορικά με το πλήρες φάσμα των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων παροχών που παρέχει ή διαχειρίζεται. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία είναι ελεύθερα από κάθε υποχρέωση που δύναται να προβλεφθεί και αποτελεί κεφάλαιο ασφαλείας για την κάλυψη των αποκλίσεων μεταξύ των προβλεπομένων και των πραγματικών δαπανών και κερδών.

2. Το ελάχιστο ποσό των συμπληρωματικών στοιχείων ενεργητικού υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 265, 266 και 267 του παρόντος.

1. Οι οντότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 264 του παρόντος συγκροτούν και διατηρούν συνεχώς επαρκές διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας ανάλογο προς το σύνολο των δραστηριοτήτων, το οποίο αντιστοιχεί στην ελεύθερη από κάθε υποχρέωση που δύναται να προβλεφθεί περιουσία του, μείον τα άυλα περιουσιακά στοιχεία της.

2. Τα στοιχεία, τα οποία απαρτίζουν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας είναι:
α) Το ποσό που αρχικά έχει καταβληθεί, καθώς και τυχόν λογαριασμούς μελών της οντότητας που ικανοποιούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
αα) το καταστατικό ή ο κανονισμός λειτουργίας ορίζει ότι από τους λογαριασμούς αυτούς μπορούν να γίνονται πληρωμές στα μέλη της οντότητας μόνον εφόσον αυτό δεν προκαλεί πτώση του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας κάτω από το απαιτούμενο επίπεδο ή εάν, μετά τη διάλυση της οντότητας, έχουν εξοφληθεί όλα τα άλλα χρέη αυτής,
αβ) το καταστατικό ή ο κανονισμός λειτουργίας ορίζει ότι, όσον αφορά οποιαδήποτε πληρωμή που αναφέρεται στην υποπερίπτωση αα' της παρούσας περίπτωσης για άλλους λόγους εκτός από την ατομική καταγγελία της ιδιότητας του μέλους της οντότητας, η αρμόδια εποπτική αρχή ειδοποιείται τουλάχιστον ένα μήνα πριν και μπορεί μέσα στο διάστημα αυτό να απαγορεύσει την πληρωμή,
αγ) οι σχετικές καταστατικές διατάξεις ή οι διατάξεις του κανονισμού λειτουργίας μπορούν να τροποποιηθούν μόνον εφόσον η αρμόδια εποπτική αρχή δηλώσει ότι δεν έχει αντιρρήσεις για την τροποποίηση, υπό την επιφύλαξη των κριτηρίων που απαριθμούνται στις υποπεριπτώσεις αα' και αβ' της παρούσας.
β) Τυχόν αποθεματικά (νόμιμα και ελεύθερα) που δεν αντιστοιχούν σε ασφαλιστικές υποχρεώσεις.
γ) Τυχόν κέρδη ή ζημίες που μεταφέρονται στη νέα οικονομική χρήση, μετά την αφαίρεση των τυχών πληρωτέων μερισμάτων, εφόσον τούτο επιτρέπεται.

3. Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της οντότητας και αφού δοθεί η σχετική έγκριση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μπορεί να αποτελείται από:
α) το ήμισυ του μη καταβληθέντος μετοχικού ή αρχικού κεφαλαίου, εφόσον το καταβληθέν τμήμα ισούται με το είκοσι πέντε επί τοις εκατό (25%) του αρχικού κεφαλαίου, μέχρι ποσοστού πενήντα επί τοις εκατό (50%) του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτουμένου περιθωρίου φερεγγυότητας,
β) τυχόν υπεραξίες που προκύπτουν λόγω υποεκτίμησης στοιχείων του ενεργητικού εφόσον δεν οφείλονται σε εξαιρετικές περιστάσεις.

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 267 του παρόντος, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας ισούται προς το άθροισμα των ακόλουθων δύο στοιχείων:
α) Πρώτο αποτέλεσμα. Αυτό υπολογίζεται ως εξής:
Ποσοστό 4% των μαθηματικών αποθεμάτων που αφορούν πρωτασφαλιστικές εργασίες (χωρίς να αφαιρεθούν οι τυχόν αντασφαλιστικές εκχωρήσεις) και αντασφαλιστικές αναλήψεις πολλαπλασιάζεται με τον κατά την τελευταία οικονομική χρήση λόγο του συνόλου των μαθηματικών αποθεμάτων (μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων) προς τα ακαθάριστα συνολικά μαθηματικά αποθέματα πριν αφαιρεθούν οι αντασφαλιστικές εκχωρήσεις. Ο λόγος αυτός, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερος του ογδόντα πέντε επί τοις εκατό (85%).
β) Δεύτερο αποτέλεσμα. Αυτό υπολογίζεται ως εξής:
Για ασφαλιστικές υποχρεώσεις των οποίων το κεφάλαιο κινδύνου δεν είναι αρνητικό, ποσοστό τρία δέκατα επί τοις εκατό (0,3%) από αυτό το κεφάλαιο, το οποίο έχει αναληφθεί από την οντότητα, πολλαπλασιάζεται με τον κατά την τελευταία χρήση λόγο του συνολικού κεφαλαίου κινδύνου με ίδια κράτηση της οντότητας μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων και αντεκχωρήσεων, προς το συνολικό κεφάλαιο κινδύνου στο οποίο περιλαμβάνονται και οι αντασφαλίσεις. Ο λόγος αυτός, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος του πενήντα επί τοις εκατό (50%).
Για τις ασφαλίσεις θανάτου μικρής διάρκειας και μέχρι τρία το πολύ χρόνια, το επί του κεφαλαίου κινδύνου ποσοστό σύμφωνα με τα ανωτέρω ορίζεται σε ένα δέκατο επί τοις εκατό (0,1%). Στην περίπτωση που η διάρκεια των ασφαλίσεων αυτών είναι μεταξύ τριών και το πολύ πέντε ετών το ποσοστό ορίζεται σε δεκαπέντε εκατοστά επί τοις εκατό (0,15%).

2. Για τις συμπληρωματικές ασφαλίσεις που περιγράφονται στον Κλάδου Ι.3 της περίπτωσης α' του άρθρου 5 του παρόντος, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 268 του παρόντος.

3. Για τις εργασίες της περίπτωσης (στ) του άρθρου 5 του παρόντος το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο με το ένα επί τοις εκατό (1%) του ενεργητικού τους.

4. Για τις εργασίες των περιπτώσεων γ', ζ' και η' του άρθρου 5 του παρόντος, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο με το άθροισμα:
α) Του τέσσερα επί τοις εκατό (4%) των τεχνικών προβλέψεων, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το καθοριζόμενο στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του παρόντος πρώτο αποτέλεσμα, εφόσον η οντότητα φέρει κινδύνους επενδύσεων και του ένα επί τοις εκατό (1%) των τεχνικών προβλέψεων, το οποίο υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο, εφόσον η οντότητα δεν φέρει κινδύνους επενδύσεων και η κατανομή για την κάλυψη των εξόδων διοίκησης είναι σταθερή για περίοδο που υπερβαίνει τα 5 χρόνια, και
β) του τρία δέκατα επί τοις εκατό (0,3%) του κεφαλαίου κινδύνου, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το καθοριζόμενο στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 του παρόντος δεύτερο αποτέλεσμα, εφόσον η οντότητα καλύπτει κινδύνους θανάτου.
γ) Του 25% των καθαρών διοικητικών εξόδων της τελευταίας οικονομικής χρήσης, που αφορά στις εργασίες αυτές, εφόσον η οντότητα δεν φέρει κινδύνους επενδύσεων και υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό που προορίζεται να καλύψει τα έξοδα διαχείρισης δεν καθορίζεται για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών.

Για τις οντότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 264 του παρόντος, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας δεν μπορεί να είναι μικρότερο:
α) των δύο εκατομμυρίων διακοσίων πενήντα χιλιάδων (2.250.000) ευρώ, για οντότητες που έχουν αλληλασφαλιστική μορφή,
β) των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ, για οντότητες κάθε άλλης μορφής.

1. Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας των εργασιών που καθορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 266 του παρόντος καθορίζεται με βάση είτε το ετήσιο ποσό των ασφαλίστρων και των εισφορών είτε τη μέση επιβάρυνση από αποζημιώσεις των τριών τελευταίων οικονομικών χρήσεων.
Το ύψος του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας είναι ίσο προς το μεγαλύτερο από τα δύο αποτελέσματα που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος.

2. Για τη βάση υπολογισμού των ασφαλίστρων επιλέγεται το μεγαλύτερο μεταξύ του ποσού των δεδουλευμένων ασφαλίστρων ή εισφορών που υπολογίζονται κατωτέρω, και του ποσού των ακαθάριστων εγγεγραμένων ασφαλίστρων ή εισφορών.
Αθροίζονται τα ασφάλιστρα ή οι εισφορές (συμπεριλαμβανομένων τυχών παρεπόμενων δικαιωμάτων) που κατεβλήθησαν για πρωτασφαλίσεις κατά την τελευταία εταιρική χρήση.
Στο σύνολο αυτό, προστίθεται το ποσό των αντασφάλιστρων που έγιναν δεκτά κατά την τελευταία οικονομική χρήση.
Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το συνολικό ποσό των ασφαλίστρων και εισφορών που ακυρώθηκαν κατά την τελευταία εταιρική χρήση, όπως επίσης και το συνολικό ποσό των φόρων και τελών που αναλογούν στα ασφάλιστρα και εισφορές που περιέχονται στο ως άνω άθροισμα.
Το κατ' αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενο ποσό διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μπορεί να ανέρχεται μέχρι πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει το επιπλέον ποσό: Το δεκαοχτώ επί τοις εκατό (18%) του πρώτου μέρους και το δεκαέξι επί τοις εκατό (16%) του δεύτερου, αθροίζονται.
Το κατ' αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενο ποσό πολλαπλασιάζεται επί το πηλίκο που προκύπτει από την κατά τα τελευταία τρία οικονομικά έτη υφιστάμενη σχέση μεταξύ του ποσού των σε βάρος της οντότητας εκκρεμών απαιτήσεων, μετά από αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών στο πλαίσιο της αντασφάλισης και του ακαθάριστου ποσού των απαιτήσεων, ο λόγος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος από πενήντα επί τοις εκατό (50%).

3. Η βάση των αποζημιώσεων υπολογίζεται ως εξής:
Αθροίζονται τα ποσά των αποζημιώσεων (χωρίς αφαίρεση των σε βάρος των εκδοχέων ή αντεκδοχέων απαιτήσεων) που καταβάλλονται για τις πρωτασφαλίσεις κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος.
Στο άθροισμα αυτό, προστίθεται το ποσό των απαιτήσεων που έχει καταβληθεί λόγω αποδοχής αντασφαλίσεων ή αντεκχωρήσεων κατά τη διάρκεια των ιδίων αυτών περιόδων και το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς αποζημιώσεις, που πραγματοποιούνται στο τέλος της τελευταίας οικονομικής χρήσης, τόσο για τις πρωτασφαλίσεις όσο και για τις αποδοχές αντασφαλίσεων.
Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το ποσό των ανακτήσεων που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια των περιόδων που προσδιορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος.
Από το εναπομένον αυτό ποσό, αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς αποζημιώσεις, που πραγματοποιούνται κατά την έναρξη της δεύτερης οικονομικής χρήσης που προηγείται της τελευταίας κλεισθείσας οικονομικής χρήσης, τόσο για τις πρωτα- σφαλίσεις όσο και τις αναληφθείσες αντασφαλίσεις.
Το ένα τρίτο των ποσών που προκύπτουν από τον υπολογισμό διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μπορεί να ανέρχεται μέχρι τριάντα πέντε εκατομμύρια (35.000.000) ευρώ, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει το επιπλέον ποσό: το είκοσι έξι επί τοις εκατό (26%) του πρώτου μέρους και το είκοσι τρία επί τοις εκατό (23%) του δεύτερου, αθροίζονται.
Το κατ' αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενο ποσό πολλαπλασιάζεται επί το πηλίκο που προκύπτει από την κατά τα τελευταία τρία οικονομικά έτη υφιστάμενη σχέση μεταξύ του ποσού των σε βάρος της οντότητας εκκρεμών αποζημιώσεων μετά από αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλίσεις και του ακαθάριστου ποσού των αποζημιώσεων· ο λόγος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος από πενήντα επί τοις εκατό (50%).

4. Εάν το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως αυτό υπολογίζεται στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος, είναι κατώτερο από το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας λαμβάνεται τουλάχιστον ίσο προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμητικό λόγο του ποσού των τεχνικών προβλέψεων για τις αποζημιώσεις που εκκρεμούσαν κατά τη λήξη της τελευταίας οικονομικής χρήσης, προς το ποσό των τεχνικών προβλέψεων για τις αποζημιώσεις που εκκρεμούσαν κατά την έναρξη της τελευταίας οικονομικής χρήσης. Στους υπολογισμούς αυτούς, οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται χωρίς τις τυχόν αντασφαλίσεις, αλλά ο αριθμητικός λόγος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από ένα (1).

1. Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας πριν τις 31.12.2015 θεωρείται αυτοδικαίως ότι κατέχει άδεια λειτουργίας για τους αντίστοιχους κλάδους των άρθρων 4 και 5 του παρόντος με τις ακόλουθες διαφοροποιήσεις:
α) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια άσκησης του κλάδου IV.1 του άρθρου 13 του ν.δ. 400/1970 (Α' 10) πριν τις 31.12.2015 θεωρείται αυτοδικαίως ότι κατέχει άδεια άσκησης του κλάδου IV «Διαρκής ασφάλιση ασθένειας» του άρθρου 5 του παρόντος.
β) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια άσκησης του κλάδου IV.2 του άρθρου 13 του ν.δ. 400/1970 (Α' 10) πριν τις 31.12.2015 θεωρείται αυτοδικαίως ότι κατέχει άδεια άσκησης των κλάδων 1 «Ατυχήματα» και 2 «Ασθένειες» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου τελουμένων υπό χωριστή διαχείριση, σύμφωνα με το άρθρο 49 του παρόντος. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής του προηγουμένου εδαφίου δεν έχουν δυνατότητα περαιτέρω επέκτασης της άδειας σε λοιπούς κλάδους ασφάλισης κατά ζημιών.

2. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του παρόντος τηρούν τους λογιστικούς κανόνες οι οποίοι διέπουν τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους. Όσον αφορά τους κανόνες περί εκκαθαρίσεως, οι ως άνω επιχειρήσεις πρέπει να εφαρμόζουν τους ίδιους κανόνες με τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, για τις δραστηριότητές τους που έχουν σχέση με τους κινδύνους που υπάγονται στους κλάδους 1 «Ατυχήματα» και 2 «Ασθένειες» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου.

3. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του παρόντος εφαρμόζουν τις διατάξεις του άρθρου 49 του παρόντος.

Τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος, που έχουν αρχίσει τις δραστηριότητές τους πριν την 1η Ιουλίου 1994 θεωρούνται ότι έχουν αποτελέσει αντικείμενο της διαδικασίας που προβλέπεται στα άρθρα 115 και 116 του παρόντος.

Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που διαθέτουν άδεια ή το δικαίωμα να ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του κράτους-μέλους στο οποίο έχουν την έδρα τους πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 2005 θεωρείται ότι έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11 του παρόντος και το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.
Οι εν λόγω αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τηρούν τις διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ που αναφέρονται στην άσκηση αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων, καθώς και τις απαιτήσεις των περιπτώσεων α', γ', ε' και στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 14, της παραγράφου 1 του άρθρου 15 και των Ενοτήτων 2, 3 και 4 του Κεφαλαίου ΣΤ' του Πρώτου Μέρους του παρόντος.

1. Η Εποπτική Αρχή δύναται, από την δημοσίευση του παρόντος και εφεξής, να λαμβάνει αποφάσεις και να χορηγεί εγκρίσεις σύμφωνα με τις διαδικασίες και προϋποθέσεις που καθορίζονται στα σχετικά άρθρα του παρόντος νόμου αναφορικά με τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 69 του παρόντος,
β) της ταξινόμησης των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 73 του παρόντος,
γ) ειδικών ανά επιχείρηση παραμέτρων σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 80 του παρόντος,
δ) πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με τα άρθρα 87 και 88 του παρόντος,
ε) των φορέων ειδικού σκοπού που εγκαθίστανται στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 169 του παρόντος
στ) των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων μιας ενδιάμεσης εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή ενδιάμεσης μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 184 του παρόντος,
ζ) εσωτερικού υποδείγματος ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 188, 189 του παρόντος, καθώς και την παράγραφο 5 του άρθρου 191 του παρόντος,
η) της χρήσης της υποενότητας κινδύνου μετοχών επί τη βάσει της μέσης οικονομικής διάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 254 του παρόντος,
θ) της χρήσης της προσαρμογής αντιστοίχισης σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55 του παρόντος,
ι) της χρήσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 56 του παρόντος,
ια) της χρήσης του μεταβατικού μέτρου για τα επιτόκια άνευ κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 274 του παρόντος,
ιβ) της χρήσης του μεταβατικού μέτρου για τις τεχνικές προβλέψεις σύμφωνα με το άρθρο 275 του παρόντος.

2. Από τη δημοσίευση του παρόντος, η Εποπτική Αρχή:
α) καθορίζει το επίπεδο και την έκταση της εποπτείας των ομίλων, σύμφωνα με τις Ενότητες 2 και 3 του Κεφαλαίου Α' του Τρίτου Μέρους του παρόντος, για κάθε όμιλο για τον οποίο η Εποπτική Αρχή αποτελεί ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή,
β) προσδιορίζει την αρχή εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 202 του παρόντος νόμου,
γ) συγκροτεί Κολλέγια εποπτικών αρχών και συμμετέχει στις εργασίες Κολλεγίων εποπτικών αρχών σύμφωνα με το άρθρο 203 του παρόντος,

3. Η Εποπτική Αρχή δύναται, από την δημοσίευση του παρόντος και εφεξής, να λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με τις διαδικασίες και προϋποθέσεις που καθορίζονται στα σχετικά άρθρα του παρόντος νόμου αναφορικά με τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) να αποφασίζει την αφαίρεση οποιασδήποτε συμμετοχής σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 186 του παρόντος,
β) να καθορίζει την επιλογή μεθόδου για τον υπολογισμό της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 178 του παρόντος,
γ) να προβαίνει σε εξακριβώσεις περί ισοδυναμίας σύμφωνα με τα άρθρα 185 και 215 του παρόντος,
δ) να επιτρέπει σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υπάγονται στα άρθρα 195 και 196 σύμφωνα με το άρθρο 193 του παρόντος,
ε) να ασκεί τις αρμοδιότητές της οι οποίες καθορίζονται άρθρα 217 και 218 του παρόντος,
στ) να αποφασίζει, όπου είναι αναγκαίο, την εφαρμογή μεταβατικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 273 του παρόντος.

4. Η Εποπτική Αρχή εξετάζει τις αιτήσεις που υποβάλλουν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για χορήγηση έγκρισης ή άδειας σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος, στις δε αντίστοιχες αποφάσεις που λαμβάνει δεν θέτει ημερομηνία εφαρμογής προγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2016.

1. Με την επιφύλαξη της περίπτωσης β' του άρθρου 6 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έως την 1η Ιανουαρίου 2016 θα έχουν πάψει να συνάπτουν νέες συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης και θα διαχειρίζονται αποκλειστικά το υπάρχον χαρτοφυλάκιό τους με σκοπό να τερματίσουν τη δραστηριότητά τους δεν υπάγονται στις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρους του παρόντος, και υπάγονται στις αντίστοιχες διατάξεις του ν.δ. 400/1970 όπως ίσχυε την 31.12.2015, μέχρι τις ημερομηνίες που καθορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος, εφόσον πληρούν μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η Εποπτική Αρχή έχει πειστεί ότι οι επιχείρησης αυτές θα τερματίσουν τη δραστηριότητά τους πριν από την 1η Ιανουαρίου 2019, είτε
β) έχουν υπαχθεί σε μέτρα εξυγίανσης που καθορίζονται στο Κεφάλαιο Β' του Τετάρτου Μέρους του παρόντος και έχει οριστεί ασφαλιστικός διαχειριστής.

2. Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν:
α) στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του παρόντος υπάγονται στις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρος του παρόντος από την 1η Ιανουαρίου 2019. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, επιχείρηση που εμπίπτει στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του παρόντος υπάγεται στις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρους του παρόντος νωρίτερα από την 1η Ιανουαρίου 2019 σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή δεν είναι ικανοποιημένη με την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά στον τερματισμό της δραστηριότητας τις συγκεκριμένης επιχείρησης,
β) στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 του παρόντος υπάγονται στις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρους του παρόντος από την 1η Ιανουαρίου 2021.
Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, επιχείρηση που εμπίπτει στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 του παρόντος υπάγεται στις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρους του παρόντος νωρίτερα από την 1η Ιανουαρίου 2021 σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή δεν είναι ικανοποιημένη με την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά στον τερματισμό της δραστηριότητας τις συγκεκριμένης επιχείρησης.

3. Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπάγεται στα μεταβατικά μέτρα των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η επιχείρηση δεν ανήκει σε όμιλο ή, αν ανήκει, όλες οι επιχειρήσεις που ανήκουν στον όμιλο έχουν πάψει να συνάπτουν νέες συμβάσεις ασφάλισης η αντασφάλισης,
β) η επιχείρηση υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή ετήσια έκθεση σχετικά με την πρόοδο που σημειώνει όσον αφορά στον τερματισμό της δραστηριότητάς της,
γ) η επιχείρηση έχει προηγουμένως κοινοποιήσει στην Εποπτική Αρχή ότι εφαρμόζει τα μεταβατικά μέτρα.
Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος νόμου δεν εμποδίζουν τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις να λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρους του παρόντος.

4. Η Εποπτική Αρχή καταρτίζει κατάλογο των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εφαρμόζουν τα μεταβατικά μέτρα των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος και τον κοινοποιεί στις εποπτικές αρχές όλων των άλλων κρατών-μελών.

5. Αναφορικά με τις πληροφορίες που, δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος, υποβάλλονται, σε ετήσια ή με μικρότερη συχνότητα βάση, από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στην Εποπτική Αρχή, τίθενται οι ακόλουθες μέγιστες ημερομηνίες υποβολής:
α) για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση της οποίας το οικονομικό έτος τελειώνει από την 30ή Ιουνίου 2016 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2016, όχι αργότερα από 20 εβδομάδες από το τέλος της οικονομικής χρήσης της επιχείρησης,
β) η μέγιστη προθεσμία υποβολής των είκοσι (20) εβδομάδων μειώνεται κατά δύο (2) εβδομάδες για κάθε επόμενο οικονομικό έτος, με μέγιστο τα τέσσερα (4) έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, έως ότου διαμορφωθεί σε δεκατέσσερεις (14) εβδομάδες, από το τέλος της οικονομικής χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30ή Ιουνίου 2019 μέχρι και την 31ή Δεκεμβρίου 2019.

6. Αναφορικά με τις πληροφορίες που, δυνάμει του άρθρου 38 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιεύουν, τίθενται ακόλουθες μέγιστες ημερομηνίες δημοσίευσης:
α) για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση της οποίας το οικονομικό έτος τελειώνει από την 30ή Ιουνίου 2016 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2016, όχι αργότερα από είκοσι (20) εβδομάδες από το τέλος της οικονομικής χρήσης της επιχείρησης,
β) η μέγιστη προθεσμία υποβολής των είκοσι (20) εβδομάδων μειώνεται κατά δύο (2) εβδομάδες για κάθε επόμενο οικονομικό έτος, με μέγιστο τα τέσσερα (4) έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, έως ότου διαμορφωθεί σε δεκατέσσερεις (14) εβδομάδες, από το τέλος της οικονομικής χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2019 μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 2019.

7. Αναφορικά με τις πληροφορίες που, δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος, υποβάλλονται, σε τριμηνιαία βάση, από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στην Εποπτική Αρχή, τίθενται οι ακόλουθες μέγιστες ημερομηνίες υποβολής:
α) για οποιοδήποτε τρίμηνο τελειώνει από την 1η Ιανουαρίου 2016 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2016, όχι αργότερα από 8 εβδομάδες από το τέλος του αντίστοιχου τριμήνου,
β) η μέγιστη προθεσμία υποβολής των οκτώ (8) εβδομάδων μειώνεται κατά μία (1) εβδομάδα για κάθε επόμενο οικονομικό έτος, με μέγιστο τα τέσσερα (4) έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, έως ότου διαμορφωθεί σε πέντε (5) εβδομάδες, από το τέλος των τριμήνων που τελειώνουν από την 1η Ιανουαρίου 2019 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2019.

8. Οι παράγραφοι 5, 6 και 7 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ' αναλογία στις συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, στις εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών και στις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών στο επίπεδο του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 209 και 211, ενώ οι προθεσμίες που αναφέρονται στις παραγράφους 5, 6 και 7 παρατείνονται κατά έξι (6) εβδομάδες αντίστοιχα.

9. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 72, στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων περιλαμβάνονται στην κατηγορία 1 (Tier 1) των βασικών ιδίων κεφαλαίων για διάστημα έως δέκα (10) ετών από την 1η Ιανουαρίου 2016, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία:
α) έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016 ή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 97 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον έχει προηγούμενη της 1ης Ιανουαρίου 2016 ημερομηνία έναρξης ισχύος,
β) την 31η Δεκεμβρίου 2015 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας σε ποσοστό έως πενήντα επί τοις εκατό (50%) του περιθωρίου φερεγγυότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970 όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία αυτή,
γ) δεν μπορούν με άλλο τρόπο να ταξινομηθούν στην κατηγορία 1 (Tier 1) ή την κατηγορία 2 (Tier 2) σύμφωνα με το άρθρο 72 του παρόντος.

10. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 72 του παρόντος, στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων περιλαμβάνονται στην κατηγορία 2 (Tier 2) των βασικών ιδίων κεφαλαίων για διάστημα έως δέκα (10) ετών από την 1η Ιανουαρίου 2016, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία:
α) έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016 ή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 97 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον έχει προηγούμενη της 1ης Ιανουαρίου 2016 ημερομηνία έναρξης ισχύος,
β) την 31η Δεκεμβρίου 2015 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας σε ποσοστό έως είκοσι πέντε επί τοις εκατό (25%) του περιθωρίου φερεγγυότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970 όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία αυτή.

11. Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που επενδύουν σε διαπραγματεύσιμους τίτλους ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα βασισμένα σε επανασυσκευασμένα δάνεια που εκδόθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2011 εφαρμόζουν την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 135 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ μόνο σε περιπτώσεις νέων επενδύσεων οι οποίες προστέθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν ως αντικατάσταση υφισταμένων μετά την 31η Δεκεμβρίου 2014.

12. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 76, των περιπτώσεων β', γ' και δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 77 και του άρθρου 80 του παρόντος, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017 οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκέντρωσης και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου με την τυποποιημένη μέθοδο θα είναι, για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών-μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε κράτους-μέλους, ίδιες με εκείνες που εφαρμόζονται για τέτοια ανοίγματα που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εθνικό τους νόμισμα,
β) το έτος 2018, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκέντρωσης και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου με την τυποποιημένη μέθοδο θα μειωθούν κατά 80% για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών-μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους,
γ) το έτος 2019, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκέντρωσης και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου με την τυποποιημένη μέθοδο θα μειωθούν κατά πενήντα επί τοις εκατό (50%) για τα ανοίγματα έναντι κε- μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους,
δ) από την 1η Ιανουαρίου 2020, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκέντρωσης και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου με την τυποποιημένη μέθοδο δεν θα μειωθούν για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών- μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους.

13. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 76, των περιπτώσεων β', γ' και δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 77 και του άρθρου 80 του παρόντος, οι τυποποιημένοι παράμετροι που χρησιμοποιούνται για τις μετοχές που ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αγόρασε έως και την 1η Ιανουαρίου 2016, κατά τον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου μετοχών σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, χωρίς την επιλογή που αναφέρεται στο άρθρο 254 του παρόντος, υπολογίζονται ως σταθμισμένοι μέσοι όροι:
α) της τυποποιημένης παραμέτρου που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου μετοχών σύμφωνα με το άρθρο 254 του παρόντος, και
β) της τυποποιημένης παραμέτρου που χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου μετοχών σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, χωρίς την επιλογή που αναφέρεται στο άρθρο 254 του παρόντος.
Ο συντελεστής στάθμισης για την παράμετρο της περίπτωσης β' της παρούσας παραγράφου αυξάνεται τουλάχιστον γραμμικά στο τέλος κάθε έτους, από μηδέν επί τοις εκατό (0%) για το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 σε εκατό επί τοις εκατό (100%) για το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2023.

14. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3 του άρθρου 109 του παρόντος και με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, η Εποπτική Αρχή καλεί τις ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες συμμορφώνονται μεν κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας που προβλέπεται στα άρθρα 17α, 17β, 17γ και 98 του ν.δ.400/1970, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία αυτή, αλλά δεν συμμορφώνονται προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας κατά το έτος 2016, να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να επιτύχουν το επίπεδο επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή να μειώσουν το προφίλ κινδύνου τους για να αποκαταστήσουν τη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017.
Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν κληθεί από την Εποπτική Αρχή σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας, υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή κάθε τρεις μήνες έκθεση προόδου, στην οποία να προσδιορίζουν τα μέτρα που λαμβάνουν και την πρόοδο που έχουν σημειώσει τόσο στην επίτευξη του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τα οποία καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας όσο και στη μείωση του προφίλ κινδύνου για τη εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.
Η Εποπτική Αρχή αίρει την παράταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι δεν έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος στην επίτευξη του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων Φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις Φερεγγυότητας, μεταξύ της ημερομηνίας που διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και της ημερομηνίας υποβολής της έκθεσης προόδου.

15. H τελική μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δύναται, για περίοδο έως την 31η Μαρτίου 2022, να υποβάλει αίτηση για την έγκριση εφαρμογής εσωτερικού υποδείγματος του ομίλου που να περιλαμβάνει μόνο ένα τμήμα του ομίλου, εφόσον τόσο η θυγατρική όσο και η τελική μητρική επιχείρηση βρίσκονται στο ίδιο κράτος - μέλος και εφόσον το συγκεκριμένο τμήμα αποτελεί ξεχωριστό μέρος με σημαντικά διαφορετικό προφίλ κινδύνου από τον υπόλοιπο όμιλο.

16. Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 176 του παρόντος, οι μεταβατικές διατάξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 8 έως 12 του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 274, 275 και 276 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και στο επίπεδο του ομίλου.
Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 176 του παρόντος, οι μεταβατικές διατάξεις της παραγράφου 14 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και στο επίπεδο του ομίλου και εφόσον οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου συμμορφώνονται κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 προς την προσαρμοσμένη φερεγγυότητα του άρθρου 6β του ν.δ. 400/1970 (Α' 10) όπως ίσχυε κατά τη χρονική αυτή στιγμή αλλά δεν συμμορφώνονται προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου.

17. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται διατάξεις για τη γλώσσα δημοσίευσης των πληροφοριών του άρθρου 211 του παρόντος.

1. Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν με αίτησή τους, υποβαλλόμενη μέχρι τις 31η Δεκεμβρίου 2031 και κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, να εφαρμόζουν σε συγκεκριμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις τους μεταβατική προσαρμογή στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου σε σχέση με τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις.

2. Για κάθε νόμισμα, η προσαρμογή υπολογίζεται ως τμήμα της διαφοράς μεταξύ:
α) του εγγυημένου επιτοκίου που εφαρμόζουν κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, σε κάθε ασφαλιστικό προϊόν, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δυνάμει της απόφασης του Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-4382/7.6.2001 (Β' 847) και
β) του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο επιτόκιο προεξόφλησης το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του εγκεκριμένου χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, καταλήγει σε τιμή ίση προς την αξία της βέλτιστης εκτίμησης του εγκεκριμένου χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων η οποία έχει λάβει υπόψη ως χρονική αξία του χρήματος αυτή που προκύπτει από τη χρήση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος.
Το τμήμα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας μειώνεται γραμμικά στο τέλος κάθε έτους, από 100% το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 σε 0% την 1η Ιανουαρίου 2032.
Όταν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 56 του παρόντος, η σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στην περίπτωση β' της παρούσας είναι η προσαρμοσμένη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που προσδιορίζεται στο άρθρο 56 του παρόντος.

3. Η Εποπτική Αρχή χορηγεί την έγκριση της παραγράφου 1 του παρόντος μόνο σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) οι συμβάσεις από τις οποίες προκύπτουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις είχαν συναφθεί πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2015, εξαιρουμένων των ανανεώσεων συμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν την ή μετά από την ημερομηνία αυτή,
β) η αιτούσα επιχείρηση συμμορφώνεται με τις διατάξεις της απόφασης Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3- 4382/7.6.2001 (Β' 847) κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015,
γ) το άρθρο 54 δεν εφαρμόζεται για τις εν λόγω ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.

4. Η έγκριση της Εποπτικής Αρχής χορηγείται εφόσον διασφαλίζεται ότι οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την παράγραφο 1 του παρόντος:
α) δεν περιλαμβάνουν τις εγκεκριμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις στον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας που καθορίζεται στο άρθρο 56 του παρόντος,
β) δεν εφαρμόζουν το άρθρο 275 του παρόντος,
γ) στην έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης που δημοσιοποιούν σύμφωνα με το άρθρο 38 του παρόντος αναγράφουν ότι εφαρμόζουν τη μεταβατική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου και περιλαμβάνουν την επίπτωση στην οικονομική τους θέση, σε ποσοτικούς όρους, από τη μη εφαρμογή του συγκεκριμένου μεταβατικού μέτρου.

1. Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν με αίτησή τους, υποβαλλόμενη μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2031 και κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, να εφαρμόζουν μεταβατική μείωση των τεχνικών τους προβλέψεων. Η μείωση αυτή μπορεί να εφαρμόζεται στο επίπεδο των ομογενών ομάδων κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 61 του παρόντος.

2. Η μεταβατική μείωση αντιστοιχεί σε τμήμα της διαφοράς μεταξύ των ακόλουθων δύο ποσών:
α) των τεχνικών προβλέψεων μετά τη αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών από συμβάσεις αντασφάλισης και φορείς ειδικού σκοπού, υπολογιζόμενων σύμφωνα με το άρθρο 51 του παρόντος κατά την 1η Ιανουαρίου 2016,
β) των τεχνικών προβλέψεων μετά τη αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών από συμβάσεις αντασφάλισης, υπολογιζόμενες σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν.δ. 400/1970 (Α' 10), της απόφασης Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-4382/7.6.2001 (Β' 847) και της απόφασης ΕΠΕΙΑ 3/133/18.11.2008) (Β' 2577) κατά την 1η Ιανουαρίου 2016.
Το τμήμα της διαφοράς μεταξύ των δύο ανωτέρω ποσών μειώνεται γραμμικά στο τέλος κάθε έτους, από 100% το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 σε 0% την 1η Ιανουαρίου 2032. Μείωση που οδηγεί σε ποσοστό 0% πριν την 1η Ιανουαρίου 2032 επιτρέπεται.
Όταν οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν κατά την 1η Ιανουαρίου 2016 την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 56 του παρόντος, το ποσό που αναφέρεται στην περίπτωση α' της παρούσας υπολογίζεται συμπεριλαμβάνοντας την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας κατά την ίδια ημερομηνία.

3. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαιτήσει τον επανυπολογισμό των ποσών των τεχνικών προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένου, όπου έχει εφαρμογή, του ποσού της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της μεταβατικής μείωσης που αναφέρεται στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 2 του παρόντος ανά 24 μήνες, ή και συχνότερα αν υπάρξει ουσιαστική μεταβολή στο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης.
Ο επανυπολογισμός του προηγουμένου εδαφίου μπορεί να γίνει και κατόπιν αίτησης της ενδιαφερόμενης επιχείρησης η οποία υπόκειται στην έγκριση της Εποπτικής Αρχής.

4. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να περιορίζει ή να θέτει όρια στη μείωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος αν η εφαρμογή της θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιδείνωση ή χειροτέρευση της οικονομικής θέσης ή σε μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων που έχει μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σχέση με τις αντίστοιχες κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 υπολογιζόμενες σύμφωνα με το ν.δ. 400/1970 (Α' 10).

5. Η έγκριση της Εποπτικής Αρχής χορηγείται εφόσον διασφαλίζεται ότι οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την παράγραφο 1 του παρόντος:
α) δεν εφαρμόζουν το άρθρο 274 του παρόντος,
β) στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν θα συμμορφώνονταν προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας χωρίς εφαρμογή της μεταβατικής μείωσης, υποβάλλουν σε ετήσια βάση έκθεση στην Εποπτική Αρχή, αναφέροντας τα μέτρα που έλαβαν και την πρόοδο που έχουν σημειώσει όσον αφορά την αποκατάσταση, στο τέλος της μεταβατικής περιόδου που καθορίζεται στην παράγραφο 2 το παρόντος, επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων το οποίο καλύπτει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου τους ώστε να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας,
γ) στην έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης που δημοσιοποιούν σύμφωνα με το άρθρο 38 του παρόντος αναγράφουν ότι εφαρμόζουν τη μεταβατική μείωση στις τεχνικές προβλέψεις και περιλαμβάνουν την επίπτωση στην οικονομική τους θέση, σε ποσοτικούς όρους, από τη μη εφαρμογή της μεταβατικής αυτής μείωσης.

Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν τα μεταβατικά μέτρα τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 274 ή στο άρθρο 275 του παρόντος ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή μόλις διαπιστώσουν ότι δεν θα συμμορφώνονταν προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας χωρίς την εφαρμογή των εν λόγω μεταβατικών μέτρων. Η Εποπτική Αρχή απαιτεί από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου.
Μέσα σε δύο (2) μήνες από τη διαπίστωση της μη συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας χωρίς την εφαρμογή αυτών των μεταβατικών μέτρων, η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή σχέδιο σταδιακής εφαρμογής στο οποίο καθορίζονται τα μέτρα που προορίζονται για τον καθορισμό του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ή για τη μείωση του προφίλ κινδύνου της ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου. Η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να ενημερώνει το σχέδιο σταδιακής εφαρμογής κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.
Οι ενδιαφερόμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν ετήσια έκθεση στην Εποπτική Αρχή, στην οποία να προσδιορίζονται τα μέτρα που έχουν ληφθεί και η πρόοδος που έχει σημειωθεί για τη εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου. Η Εποπτική Αρχή ανακαλεί την έγκριση της εφαρμογής του μεταβατικού μέτρου σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι η προοπτική συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου δεν είναι ρεαλιστική.

Αναφορές διατάξεων νόμων ή άλλων κανονιστικών πράξεων σε διατάξεις των Οδηγιών 64/225/ΕΟΚ, 73/239/ ΕΟΚ, 73/240/ΕΟΚ, 76/580/ΕΟΚ, 78/473/ΕΟΚ, 84/641/ΕΟΚ, 87/344/ΕΟΚ, 88/357/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 98/78/ΕΚ, 2001/17/ ΕΚ, 2002/83/ΕΚ και 2005/68/ΕΚ νοούνται ως αναφορές στις αντίστοιχες διατάξεις της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

1. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 καταργείται το ν.δ. 400/1970 (Α' 10) και οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά σε αυτό νοείται εφεξής αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου. Κατ' εξαίρεση για τις ανάγκες φορολογίας εισοδήματος παραμένουν σε ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (Α' 10) περί τήρησης επαρκών τεχνικών αποθεμάτων και οι κατ' εφαρμογή του εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες τροποποιούνται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

2. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 καταργούνται:
α) τα άρθρα 2, 4, 5 και 6 του ν.δ. 551/1970 (Α' 114),
β) τα άρθρα 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του ν. 1380/1983 (Α 101),
γ) η παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 1796/1988 (Α' 152),
δ) το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α' της παρ. 6 του άρθρου 4θ του ν. 2251/94 (Α' 191),
ε) το άρθρο 33 του π.δ. 252/1996 (Α' 186)
στ) τα άρθρα 1 ως και 12 του ν. 3229/2004 (Α' 38),
ζ) οι παράγραφοι 1, 2, 3, 4 και 5 το άρθρο 1 του ν. 3867/2010 (Α' 128),
η) το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν. 2496/1997,
θ) το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1569/1985 (Α' 183).

3. Οι κανονιστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς, Υφυπουργούς, ή αρμόδιες αρχές, βάσει διατάξεων που καταργούνται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου ή της αμέσου εφαρμογής ευρωπαϊκής νομοθεσίας, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την αντικατάστασή τους με νέες κανονιστικές αποφάσεις, εκδιδόμενες κατ' εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου.

4. Οι ακόλουθες κανονιστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς, Υφυπουργούς ή αρμόδιες αρχές καταργούνται από την 1η Ιανουαρίου 2016:
α) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ4-5845/1986 (ΑΕ - ΕΠΕ 3369),
β) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-4298/1995 (Β' 505),
γ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-3974/ 11.10.1999 (ΑΕ - ΕΠΕ 8334),
δ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-7714/ 5.2.2001 (Β' 119),
ε) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-4382/ 7.6.2001 (Β' 847),
στ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-9124/ 5.12.2001 (Β' 1616),
ζ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-4814/ 11.6.2004 (Β' 860),
η) η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ 133/3/19.12.2008 (Β' 2577),
θ) η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ 143/7/30.4.2009 (Β' 922),
ι) η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ 144/2/7.5.2009 (Β' 1354),
ια) η απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος 3/5/26.1.2011 (B' 706),
ιβ) η απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος 37/6/20.4.2012 (Β' 1662),
ιγ) η απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος 49/21/12.9.2012 (Β' 3102),
ιδ) η απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος 30/30.9.2013 (Β' 2556).

5. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 το άρθρο 1 του π.δ. 53/2013 τροποποιείται ως ακολούθως:
«1. Ως ειδικευμένος εμπειρογνώμονας της παραγράφου 1 του άρθρου 34 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 καθορίζεται αποκλειστικά ο αναλογιστής, το επάγγελμα του οποίου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος. Το επάγγελμα του αναλογιστή, του οποίου, αντικείμενο αποτελούν οι αρμοδιότητες ελέγχου των εργασιών του άρθρου 34 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 εντός του συστήματος εσωτερικού ελέγχου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 266 και 267 του ανωτέρω Κανονισμού, ασκείται ελεύθερα μετά πάροδο τριμήνου από την αναγγελία έναρξης του στη Διεύθυνση Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων, της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής, του Υπουργείου Οικονομικών, εφεξής «Αρμόδια Διοικητική Αρχή». Η αναγγελία του προηγούμενου εδαφίου συνοδεύεται από τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την πιστοποίηση της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Η Αρμόδια Διοικητική Αρχή μπορεί εντός τριών (3) μηνών από την αναγγελία έναρξης του επαγγέλματος από τον ενδιαφερόμενο, να απαγορεύσει την έναρξη του επαγγέλματος του αιτούντος, στην περίπτωση που δεν συγκεντρώνονται οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν προκύπτει η συνδρομή τους από τα υποβληθέντα στοιχεία. Εφόσον πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, η Αρμόδια Διοικητική Αρχή εγγράφει τον αιτούντα στο Μητρώο Αναλογιστών του άρθρου 6 του παρόντος.
2. Στην περίπτωση που δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν προκύπτει η συνδρομή τους από τα υποβληθέντα στοιχεία, η Αρμόδια Διοικητική Αρχή, ενημερώνει εγγράφως τον ενδιαφερόμενο, ότι δεν είναι δυνατή η εγγραφή του στο μητρώο, γνωστοποιώντας και τους σχετικούς λόγους.»

6. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 53/2013 τροποποιείται ως ακολούθως:
«1. Συνιστάται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, πενταμελές Πειθαρχικό Συμβούλιο πιστοποιημένων αναλογιστών, το οποίο αποτελείται από:
α) Έναν Πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας με τον αναπληρωτή του.
β) Έναν Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τον αναπληρωτή του.
γ) Τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του.
δ) Ένας υπάλληλος της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του.
ε) Έναν πιστοποιημένο αναλογιστή με ελάχιστη αναλογιστική εμπειρία 10 ετών, με τον αναπληρωτή του, ο οποίος επιλέγεται μετά από κλήρωση.
Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται ο αρχαιότερος εκ των δύο Παρέδρων και γραμματέας υπάλληλος της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του.
Η θητεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι τριετής με δυνατότητα ανανέωσης.»

7. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 το άρθρο 1 του ν. 2496/1997 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του συμβαλλόμενού της (λήπτη της ασφάλισης) ή του τρίτου, έναντι ασφαλίστρου,
α) είτε να καταβάλει παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, σε είδος, όταν επέλθει εκείνο το περιστατικό εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 4 και στο άρθρο 5 περιπτώσεις α', β', γ' και δ' του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση),
β) είτε να εκτελέσει τις εργασίες του άρθρου 5 περιπτώσεις ε' ως και θ' του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ.
2. Η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει τουλάχιστον:
α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο,
β) τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης,
γ) το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική αξία του ή την περιουσία που απειλούνται ή σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του παρόντος,
δ) το είδος των κινδύνων ή των εκτελούμενων εργασιών,
ε) το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό),
στ) τις τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης,
ζ) το εφάπαξ ή το αρχικό ασφάλιστρο και
η) το εφαρμοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό.»

8. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2496/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η καθυστέρηση της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστους δίνει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να καταγγείλει τη σύμβαση. Η καταγγελια γίνεται με γραπτή δήλωση στο λήπτη της ασφάλισης, στην οποία γνωστοποιείται ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά την πάροδο δύο (2) εβδομάδων για ασφαλίσεις με διάρκεια μέχρι και ενός (1) έτους, και μετά την πάροδο ενός (1) μηνός για ασφαλίσεις με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός (1) έτους, από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης.»

9. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η περίπτωση θ' του άρθρου 1 του κ.ν. 489/1976 αντικαθίσταται ως εξής:
«θ. Κέντρο πληροφοριών είναι η υπηρεσιακή μονάδα του επικουρικού κεφαλαίου ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων και ορίζεται στο άρθρο 27β του παρόντος».

10. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η παρ. 1 του άρθρου 27β του κ.ν. 489/1976 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Το κέντρο πληροφοριών αποτελεί υπηρεσιακή μονάδα του επικουρικού κεφαλαίου ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων του άρθρου 16 του παρόντος.»

11. Από την 1η Ιανουαρίου 2016, όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται το άρθρο 120 του ν.δ. 400/1970, εφεξής νοείται το άρθρο 256 του παρόντος.

12. Από την 1η Ιανουαρίου 2016, η υποπερίπτωση β' της περίπτωσης Α' της παρ. 1 του άρθρου 4 του π.δ. 190/2006 (Α'196) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας του άρθρου 12 του ν. 4175/ 2013 (Α' 170), το οποίο ανανεώνεται ετησίως με μέριμνα του ιδίου και πιστοποιητικό ποινικού μητρώου γενικής χρήσης το οποίο αναζητείται αυτεπάγγελτα και ανανεώνεται κάθε δύο έτη από το οικείο Επαγγελματικό Επιμελητήριο ή το Επαγγελματικό Τμήμα του Ενιαίου Επιμελητήριου και από το οποίο προκύπτει ότι δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για οποιοδήποτε κακούργημα ή για πλημμέλημα για τα αδικήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας, απιστίας, ψευδορκίας, δόλιας χρεοκοπίας, καταδολίευσης δανειστών, τοκογλυφίας, καθ' υποτροπή έκδοση ακάλυπτων επιταγών.»

13. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης ή «ΕΠ.Ε.Ι.Α.» νοείται εφεξής η Εποπτική Αρχή.

14. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 20 του π.δ. 237/1986 (Α' 110) όπως ισχύει, τροποποιούνται και αντικαθίστανται ως εξής:
«Αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου, είτε εις χείρας του, είτε εις χείρας τρίτων, από την έναρξη ισχύος του παρόντος μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2018. Απαγορεύεται, επίσης, ο συμψηφισμός των εισφορών των μελών του με τυχόν οφειλές του Επικουρικού Κεφαλαίου προς αυτά.»

Μετά το α' εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4339/ 2015 (Α' 133) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, ο αριθμός των δημοπρατούμενων αδειών παρόχου περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης ανά επιμέρους κατηγορία καθορίζεται με διάταξη νόμου.»

1. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, μετά τις λέξεις «που δικάζει», προστίθενται οι λέξεις «σε μονομελή σύνθεση».

2. Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, μετά τις λέξεις «η αποβολή του ιδιοκτήτη» προστίθενται οι λέξεις «νομέα ή κατόχου».

3. Στο τέλος του τέταρτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, προστίθενται οι λέξεις «για την υπαγωγή τους στη διαδικασία του παρόντος άρθρου».

4. Η παρ. 2 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο διαδικασία κινείται με ειδική αίτηση προς το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο δικαστήριο, που υποβάλλεται αμελλητί και κατ' απόλυτη προτεραιότητα από τον βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης, είτε αυτοτελώς είτε μαζί με την αίτηση για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης. Η αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα αυτής υποβάλλονται και σε ψηφιακή μορφή. Το οικείο γραφείο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους υποχρεούται να υποβάλει τις σχετικές αιτήσεις αμελλητί και κατ' απόλυτη προτεραιότητα.
Η κλήτευση των ιδιοκτητών στην περίπτωση αυτή γίνεται κατά τα οριζόμενα στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 19 του παρόντος Κώδικα.
Ο αρμόδιος δικαστής υποχρεούται να προσδιορίσει δικάσιμο προς συζήτηση της αίτησης το αργότερο μέχρι την πρώτη εργάσιμη μετά την παρέλευση είκοσι (20) ημερών από την ημέρα κατάθεσής της.
Αναβολή της συζήτησης της αίτησης δεν επιτρέπεται.
Η απόφαση εκδίδεται υποχρεωτικά εντός ενός (1) μηνός από τη συζήτηση της αίτησης.»

5. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, προστίθενται οι λέξεις «που έχει το ακίνητο κατά την ημέρα κατάθεσης της αίτησης».

6. Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, καταργείται.

7. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, μετά τις λέξεις «η παράδοση του ακινήτου ενεργείται άμεσα» προστίθενται οι λέξεις «από τη δημοσίευση της απόφασης».

8. Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, μετά τις λέξεις «διατάσσεται ταυτόχρονα η αποβολή του», προστίθενται οι λέξεις «ιδιοκτήτη, νομέα ή».

9. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, καταργείται.

10. Μετά την παρ. 4 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, προστίθεται νέα παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Κατά της απόφασης του Εφετείου, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και με την οποία παρέχεται η άδεια προσωρινής κατάληψης, καθορίζεται η εύλογη αποζημίωση και διατάσσεται η αποβολή του ιδιοκτήτη, νομέα ή κατόχου από το ακίνητο δεν ασκούνται ένδικα μέσα, δεν χωρεί αναστολή εκτέλεσης και δεν παράγεται δεδικασμένο ως προς τον καθορισμό του ύψους της πλήρους αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 και 20 του παρόντος Κώδικα.»

11. Η παρ. 5 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, αναριθμείται σε παράγραφο 6.

12. Η παρ. 6 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, αναριθμείται σε παράγραφο 7 και αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Η κατά το άρθρο αυτό διαδικασία χωρεί κατ' απόλυτη προτεραιότητα. Προκειμένου οι προθεσμίες του παρόντος άρθρου να τηρούνται απαρεγκλίτως, οι σχετικές υποθέσεις προσδιορίζονται και δικάζονται καθ' υπέρβαση του ορισμένου αριθμού υποθέσεων κατά δικάσιμο που τυχόν έχει αποφασισθεί από τις Ολομέλειες των Δικαστηρίων.»

13. Η παρ. 7 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, αναριθμείται σε παράγραφο 8.

1. Αιτήσεις του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17), που έχουν κατατεθεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εκδικάζονται από το δικαστήριο που ήταν αρμόδιο κατά το χρόνο κατάθεσής τους, τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του άρθρου 7Α, όπως διαμορφώνεται δυνάμει των τροποποιήσεων σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο.

2. Η παρ. 4 του άρθρου 146 του ν. 4070/2012, (Α' 82), «Ρυθμίσεις ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μεταφορών, δημοσίων έργων και άλλες διατάξεις», καταργείται.

3. Για εκκρεμείς απαλλοτριώσεις έργων που υπήχθησαν στο άρθρο 7Α του ν. 2882/2001 (Α' 17), αν για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν αποδοθεί τα σχετικά με αυτές ακίνητα, δύναται να υποβληθεί η ειδική αίτηση της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με τη διαδικασία και τις προθεσμίες που ορίζονται σε αυτήν.

1. α. Το εδάφιο β' της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3959/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα μέλη της απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους και υποχρεούνται να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας.»
β. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 12 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού αποχωρούν αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού τρίτου (73ου) έτους ηλικίας τους και τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού με τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού (70ού) έτους ηλικίας τους. Για τα ήδη υπηρετούντα, κατά την έναρξη ισχύος του προηγούμενου εδαφίου, μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού δεν εφαρμόζεται η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου, μέχρι τη λήξη της θητείας τους.»
γ. Μετά την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου προστίθενται παράγραφοι 7 και 8, αναριθμούμενων των επόμενων παραγράφων αναλόγως, ως εξής:
«7. Η ιδιότητα του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και του μέλους (τακτικού ή αναπληρωματικού) της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι ασυμβίβαστη με την εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι β' βαθμού συγγένεια ή συζυγική σχέση με πρόσωπο που κατέχει το βουλευτικό αξίωμα ή είναι βουλευτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή είναι μέλος της Κυβέρνησης. Το ασυμβίβαστο αυτό ισχύει καθ' όλη τη διάρκεια της θητείας. Η διαπίστωση του ανωτέρω ασυμβίβαστου συνεπάγεται την αυτοδίκαιη έκπτωση από τη θέση του Προέδρου, του Αντιπροέδρου ή του μέλους, αντίστοιχα, για την οποία εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου. Η παρούσα παράγραφος αρχίζει να ισχύει ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνει τα ήδη υπηρετούντα πρόσωπα, στα οποία το ασυμβίβαστο θα εξακολουθεί να υφίσταται και κατά το χρόνο έναρξης ισχύος της.
8. Στον Πρόεδρο, στον Αντιπρόεδρο και στα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού απαγορεύεται ο άμεσος ή έμμεσος προσπορισμός οποιουδήποτε οφέλους από επιχειρήσεις ή από τρίτους που επηρεάζονται άμεσα από τη δραστηριότητά τους.»
δ. Στο τέλος της παραγράφου 9 του άρθρου 12 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού υποχρεούνται στην τήρηση εμπιστευτικότητας πληροφοριών σχετικών με επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων έλαβαν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους για τέσσερα (4) έτη μετά τη λήξη της θητείας ή την αποχώρησή τους.»

2. α. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 13 αντικαθίσταται ως εξής:
«Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την επιβολή των κυρώσεων που ορίζονται κατά τη διαδικασία του άρθρου 13Α.»
β. Η παράγραφος 5 του άρθρου 13 καταργείται.

3. Μετά το άρθρο 13 του ν. 3959/2011 προστίθεται άρθρο 13Α ως εξής:
«Άρθρο 13A Πειθαρχική διαδικασία
1. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει νομίμως με την παρουσία όλων των μελών του και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
2. Ως πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται:
α) η παράβαση διατάξεων του παρόντος και εν γένει της ισχύουσας νομοθεσίας κατά την άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων,
β) η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων,
γ) η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος του ιδίου του μέλους ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών και
δ) η υπαίτια πρόκληση ζημίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
3. Οι επιβαλλόμενες από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ποινές είναι:
α) έγγραφη επίπληξη,
β) πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών και
γ) οριστική παύση.
4. Σε περίπτωση επιβολής εντός διετίας δύο πειθαρχικών ποινών επίπληξης ή/και προστίμου σε μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού για το ίδιο ή διαφορετικό πειθαρχικό παράπτωμα, το μέλος αυτό εκπίπτει αυτοδίκαια από τη θέση του.
5. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο στις εξής περιπτώσεις:
α) αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά ταυτόχρονα και αξιόποινη πράξη,
β) αν το μέλος απέκτησε ή επιδίωξε να αποκτήσει οικονομικό όφελος ή αντάλλαγμα προς όφελος του ιδίου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών,
γ) της παράβασης της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας,
δ) της παράβασης της παραγράφου 5 του άρθρου 12,
ε) της υπαίτιας πρόκλησης ζημίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
6. Μετά την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας κατά το άρθρο 13 παράγραφος 1, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου υποχρεούται να καλέσει το μέλος σε προηγούμενη ακρόαση και παροχή έγγραφων εξηγήσεων με κλήση, η οποία αναφέρει το αποδιδόμενο παράπτωμα και επιδίδεται στο μέλος με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο. Στην κλήση αναφέρεται η ημερομηνία ακρόασης του μέλους ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο των δέκα (10) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της κλήσης. Προ της ακροάσεως και της παροχής έγγραφων εξηγήσεων, το μέλος δικαιούται να λάβει γνώση του φακέλου της υπόθεσης.
7. Κατά την ακρόαση, το μέλος υποβάλλει ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου τις έγγραφες εξηγήσεις του, παρέχει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις, απαντά σε ερωτήσεις και εν γένει διευκολύνει το έργο του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο διασκέπτεται αυθημερόν και εκδίδει απόφαση, η οποία είτε:
α) κρίνει ικανοποιητικές και επαρκείς τις εξηγήσεις του μέλους και παύει την πειθαρχική διαδικασία,
β) δίδει εντολή στον Πρόεδρο του Συμβουλίου να συντάξει έκθεση πειθαρχικού παραπτώματος στην οποία περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, το κατά την παράγραφο 2 πειθαρχικό παράπτωμα και ορίζεται ημέρα και ώρα συνεδριάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη συζήτηση της υποθέσεως, στην οποία καλείται να παραστεί το διωκόμενο μέλος, εφόσον το επιθυμεί και με πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω απόφαση και στις δύο περιπτώσεις επιδίδεται στο μέλος με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο.
8. Σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης με απόφαση της περίπτωσης β' του εδαφίου β' της προηγούμενης παραγράφου, κατά την ορισθείσα ημέρα συνεδρίασης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται κατά την κρίση του να εξετάσει μάρτυρες, μετά δε την προφορική ενώπιον του απολογία του διωκόμενου μέλους ή, σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του, μετά τη διαπίστωση της νόμιμης κλήτευσής του, εκδίδει αμέσως την απόφασή του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει τη συμπλήρωση της έκθεσης πειθαρχικού παραπτώματος και επανάληψη της συζητήσεως. Στην περίπτωση αυτή καλείται με νέα κλήση το διωκόμενο μέλος, στην οποία ορίζεται νέα ημέρα και ώρα συζητήσεως, η οποία επιδίδεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Η επίδοση αυτή μπορεί να παραλειφθεί, εφόσον το μέλος κατά την πρώτη συζήτηση ήταν παρόν και του γνωστοποιήθηκε η νέα ημερομηνία συζητήσεως. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται επίσης άπαξ να αναβάλει τη λήψη αποφάσεως, προκειμένου να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, ορίζοντας για το λόγο αυτόν νέα ημερομηνία συζήτησης της υποθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, κλήση του διωκόμενου μέλους απαιτείται μόνο εάν αυτό ήταν απόν. Οι μάρτυρες προσέρχονται με επιμέλεια των ενδιαφερομένων. Η μη προσέλευση των μαρτύρων δεν κωλύει τη λήψη αποφάσεως.
9. Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι ειδικώς αιτιολογημένη, συντάσσεται εγγράφως και τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων.
10. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τυχόν εκκρεμή ποινική δίωξη. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει αυτοδίκαια την πειθαρχική διαδικασία, δύναται όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο να διατάξει την αναστολή της μέχρι την περάτωση της ποινικής δίκης. Πραγματικά γεγονότα, τα οποία διαπιστώθηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, λαμβάνονται υπόψη στην πειθαρχική διαδικασία, ουδόλως όμως κωλύεται το Πειθαρχικό Συμβούλιο να εκδώσει απόφαση διαφορετική της ποινικής. Σε περίπτωση αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου για αδίκημα σχετιζόμενο με παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος ή για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3528/ 2007, εκδίδεται απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία διαπιστώνεται η οριστική παύση του μέλους.
11. Τα πειθαρχικά παραπτώματα της παραγράφου 2 παραγράφονται μετά πενταετία από την τέλεση αυτών. Πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Η κατά την παράγραφο 6 κλήση για ακρόαση και για έγγραφες εξηγήσεις διακόπτει την ως άνω παραγραφή. Στην περίπτωση αυτή ο συνολικός χρόνος παραγραφής δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7) έτη, με την επιφύλαξη του εδαφίου β' και της περίπτωσης της αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας κατά την παράγραφο 10, οπότε και ο χρόνος παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος δεν συμπληρώνεται πριν την παρέλευση έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου.
12. Οι διατάξεις του Μέρους Ε' («Πειθαρχικό Δίκαιο») του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007, όπως οι διατάξεις αυτές εκάστοτε ισχύουν, εφαρμόζονται αναλογικά, στο μέτρο που δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.»

4. Η παράγραφος 6 του άρθρου 20 τροποποιείται ως εξής:
«6. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, με απόφαση του Προέδρου, ύστερα από εισήγηση του προϊσταμένου του Γραφείου Νομικής Υποστήριξης, δικαιούται κατ' εξαίρεση να προσφύγει στις υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου, εφόσον κριθεί αναγκαίο από την ιδιαίτερη σπουδαιότητα της υπόθεσης. Με απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, ορίζονται οι αμοιβές που καταβάλλονται σε περίπτωση προσφυγής σε υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου. Η ετήσια αμοιβή των εξωτερικών δικηγόρων (φυσικών ή νομικών προσώπων) δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ. Δεν επιτρέπεται να ανατίθεται υπόθεση σε εξωτερικό δικηγόρο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), ο οποίος:
α) εκπροσωπεί διάδικο σε εκκρεμή ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού υπόθεση ή σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον των δικαστηρίων κατόπιν προσφυγής κατά απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού,
β) είναι μέλος δικηγορικής εταιρίας, η οποία εκπροσωπεί διάδικο σε τέτοια υπόθεση,
γ) έχει ως μέλος δικηγόρο, ο οποίος εκπροσωπεί διάδικο σε τέτοια υπόθεση,
δ) απασχολεί ή απασχολείται από δικηγόρο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), ο οποίος εκπροσωπεί διάδικο σε τέτοια υπόθεση,
ε) είναι μέλος διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας, η οποία είναι διάδικος σε τέτοια υπόθεση.»

Στο άρθρο 132 του ν. 4270/2014 (Α' 143) προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. α. Σε περίπτωση διενέργειας διαγωνιστικών διαδικασιών από Εθνική Κεντρική Αρχή Προμηθειών Υπουργείου ή από το Φορέα της ΕΛ.ΑΣ.( Ε.Φ. 07-410) στον Ειδικό Φορέα 07- 410 «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ», καθώς και μέχρι την ολοκλήρωση, εκ μέρους τους, σχετικών διαγωνιστικών διαδικασιών και σε κάθε περίπτωση έως τις 17.4.2016 για προϊόντα και υπηρεσίες που δύνανται να τύχουν ομαδοποίησης, (αντιμετώπιση των αναγκών προμηθειών, ειδών παροχής υπηρεσιών, άμεσης αποκατάστασης πάσης φύσεως φθορών, επισκευής συντήρησης οχημάτων, κτιρίων), παρέχεται για κάθε μία εκ των υφιστάμενων Υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ., στις οποίες λειτουργεί Γενική ή Μερική Διαχείριση, η δυνατότητα υλοποίησης αυτών, τόσο με πρόχειρο διαγωνισμό έως του ποσού των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ χωρίς Φ.Π.Α. όσο και με απευθείας ανάθεση, έως του ποσού των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, χωρίς Φ.Π.Α., για τους ΚΑΕ 0851, 0861, 0875,1321,1511,1512 και 1919 μηνιαίως και για τους λοιπούς ΚΑΕ, ετησίως, υπό την προϋπόθεση έγκρισης της σχετικής πίστωσης από τη Διεύθυνση Οικονομικών/Ά.Ε.Α..
- Από τα ανωτέρω εξαιρούνται οι κάτωθι περιπτώσεις, προμήθειας αγαθών και υπηρεσιών:
(1) Ειδικών ραδιοτηλεπικοινωνιακών συστημάτων
(2) Παντός τύπου πομποδεκτών
(3) Συσκευών ελέγχου ταχύτητας οχημάτων
(4) Διοπτρών ημέρας και νύκτας
(5) Καμερών ασφαλείας (θερμοκάμερες)
(6) Ηχομέτρων
(7) Αλκοολομέτρων
(8) Παντός τύπου οχημάτων
(9) Παντός είδους πλωτών μέσων
(10) Παντός είδους εναερίων μέσων
(11) Όπλων και πυρομαχικών
(12) Εξομοιωτών και συσκευών εργαστηρίων βλητικών δοκιμών
(13) Πληροφοριακών ολοκληρωμένων συστημάτων
(14) Εξειδικευμένων λογισμικών
(15) Παροχής υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων
(16) Παροχής υπηρεσιών μη προγραμματισμένων αεροπορικών μεταφορών
(17) Παροχής υπηρεσιών ναυλωμένων πτήσεων
β. Επιφυλασσομένων των διατάξεων της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 30ης.12.2015 (Α' 184), για τη σίτιση των υπηκόων τρίτων χωρών που παραμένουν προσωρινά στα Προαναχωρησιακά Κέντρα Κράτησης Αλλοδαπών, που ιδρύθηκαν και λειτουργούν στην Ελληνική Αστυνομία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 35 του ν. 3907/2011, επιτρέπεται η σύναψη δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, η δαπάνη των οποίων μπορεί να καλύπτεται από εθνικούς ή κοινοτικούς πόρους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
γ. Στα πρόσωπα, της προηγούμενης παραγράφου, εφόσον δεν παρέχονται υπηρεσίες σίτισης για οποιονδήποτε νομικό ή πραγματικό λόγο, καταβάλλεται ημερήσια δαπάνη τροφοδοσίας, σε βάρος του ΚΑΕ 2739 του προϋπολογισμού εξόδων του Ε.Φ. 07-410 « Ελληνική Αστυνομία», το ύψος της οποίας, ο τρόπος καταβολής αυτής, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Οικονομικών. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής, η ημερήσια δαπάνη τροφοδοσίας καταβάλλεται με απόφαση του Διοικητή της έδρας ενός εκάστου των εν λόγω Κέντρων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν.δ. 116/1969 και τα κατ' εξουσιοδότηση αυτού νομοθετήματα και καλύπτεται από τον ίδιο ως άνω ΚΑΕ. Με όμοια απόφαση του Διοικητή καθορίζεται ο χρόνος λήξης καταβολής της ημερήσιας δαπάνης τροφοδοσίας, λόγω επανέναρξης παροχής των υπηρεσιών σίτισης.»

Α. Έναρξη ισχύος διατάξεων Μερών Πρώτου - Έκτου (άρθρο 311 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, άρθρο 8 της Οδηγίας 2014/51/ΕΚ).
Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων των Μερών Πρώτου έως και Έκτου του παρόντος νόμου έχουν ισχύ από 1η Ιανουαρίου 2016, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 144, 221 έως και 248 και 272 που ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

Β. Έναρξη ισχύος διατάξεων Μέρους Έβδομου.
Η ισχύς των διατάξεων του Μέρους Έβδομου αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος.

Παράρτημα I

 



Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
 
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Ευρετήριο τουριστικής νομοθεσίας

Δείτε αναλυτικά τον οδηγό τουριστικής νομοθεσίας ανά κλάδο

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος 2021

Δείτε αναλυτικά όλες τις κλίμακες φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν για το φορολογικό έτος 2021