NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4072/2012 Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος − Νέα εταιρική μορφή − Σήματα − Μεσίτες Ακινήτων − Ρύθμιση θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις.

 
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 86
11 Απριλίου 2012
ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜ. 4072
Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος − Νέα εταιρική μορφή − Σήματα − Μεσίτες Ακινήτων − Ρύθμιση θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

1. Η Αδειοδοτούσα Αρχή αναρτά στο διαδικτυακό της τόπο για λόγους διαφάνειας τις άδειες, αποφάσεις και εγκρίσεις που εκδίδει, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία, καθώς και τις εκθέσεις επιθεωρήσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο της διαδικασίας αδειοδότησης όλων των δραστηριοτήτων και της τήρησης των όρων της νόµιµης άσκησής τους.

2. Αν μεταβληθεί η επωνυμία του φορέα της επιχείρησης ή μεταβιβασθεί για οποιαδήποτε αιτία μέρος ή το σύνολο των εταιρικών μεριδίων ή μετοχών μίας εταιρείας, ανάλογα με τη φύση της επιχείρησης ως ατομικής ή οποιουδήποτε είδους εταιρείας, η άδεια που έχει εκδοθεί ελέγχεται και τροποποιείται μόνον όσον αφορά στα στοιχεία του φορέα που διαφοροποιήθηκαν. Πιστοποιητικά, αποφάσεις, εγκρίσεις, που έχουν εκδοθεί για την επιχείρηση, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι τη λήξη τους και δεν απαιτείται η προσκόμιση νέων.
Αν η μεταβολή συνίσταται στην προσθήκη νέας δραστηριότητας για την οποία απαιτείται αδειοδότηση, τα πιστοποιητικά, οι αποφάσεις και οι εγκρίσεις που έχουν εκδοθεί και αφορούν την ήδη ασκούμενη δραστηριότητα, δεν αναζητούνται εκ νέου. Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται η προσκόμιση από την επιχείρηση υπεύθυνης δήλωσης με την οποία βεβαιώνεται ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης της αρχικής άδειας.

3. Οι κρατικές κεντρικές και περιφερειακές αρχές και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, που εκδίδουν άδειες, αποφάσεις ή εγκρίσεις για πάσης φύσεως δραστηριότητες, μεριμνούν για την ηλεκτρονική μεταξύ τους διασύνδεση και τη λειτουργία ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου γίνεται σε ηλεκτρονική μορφή η υποβολή των αιτήσεων, η ηλε κτρονική διακίνηση μεταξύ των συναρμόδιων υπηρεσιών και η τελική τους διεκπεραίωση.

4. Αν για την έκδοση οποιασδήποτε άδειας, έγκρισης, απόφασης ή γνωμοδότησης από κρατικές κεντρικές και περιφερειακές αρχές και νομικά πρόσωπα δημοσίου δι καίου απαιτούνται στοιχεία που τηρούνται στη βάση του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Γ.Ε.ΜΗ.), τα στοιχεία αυτά αναζητούνται από την αρμόδια υπηρεσία.

5. Τα κέντρα υποδοχής των αιτήσεων για την έκδοση αδειών, αποφάσεων ή εγκρίσεων υποχρεούνται να διατηρούν διαδικτυακό τόπο, στον οποίο περιλαμβάνονται όλες οι πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες, τα δικαιολογητικά και τις διοικητικές πράξεις και γνωμοδοτήσεις που απαιτούνται για την αδειοδότηση των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων.

6. Για την έκδοση οποιασδήποτε άδειας, έγκρισης ή πιστοποιητικού, καθώς και για τη διατύπωση γνώμης, αρκεί η προσκόμιση των δικαιολογητικών που προβλέπονται ρητά στο νόμο ή σε κανονιστικές πράξεις. Δεν επιτρέπεται η εκ μέρους της αρμόδιας αρχής αναζήτηση πρόσθετων δικαιολογητικών ενώ, αν προσκομισθούν, δεν λαμβάνονται υπόψη για την έκδοση της πράξης. Η παράβαση της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα εκ μέρους του αρμόδιου υπαλλήλου.

7. Μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, τα Υπουργεία οφείλουν να επανεξετάσουν το νομοθετικό τους καθεστώς ως προς τη χορήγηση αδειών, με σκοπό τη μείωση: (α) των απαιτούμενων αδειών και (β) των επί μέρους απαιτούμενων δικαιολογητικών και την κατάργηση ή αντικατάστασή τους με υπεύ θυνες δηλώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν.3230/2004 (Α΄44). Η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας παρακολουθεί την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.

8. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν έχουν εφαρμογή για τις άδειες που εκδίδονται από τη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και Ε.Φ.Κ. κατ’ εφαρμογή διατάξεων Διεθνών Συμβά σεων και της κοινοτικής νομοθεσίας ή ειδικής εθνικής νομοθεσίας στα πλαίσια άσκησης της τελωνειακής και φορολογικής πολιτικής.

1. Η παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«1. Ως Στρατηγικές Επενδύσεις, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, νοούνται οι παραγωγικές επενδύσεις που επιφέρουν ποσοτικά και ποιοτι κά αποτελέσματα σημαντικής εντάσεως στη συνολική εθνική οικονομία και προάγουν την έξοδο της χώρας από την οικονομική κρίση. Αφορούν ιδίως στην κατασκευή, ανακατασκευή, επέκταση ή στον εκσυγχρονισμό υποδομών και δικτύων: (α) στη βιομηχανία, (β) στην ενέργεια, (γ) στον τουρισμό, (δ) στις μεταφορές και επικοινωνίες, (ε) στην παροχή υπηρεσιών υγείας, (στ) στη διαχείριση απορριμμάτων, (ζ) σε έργα υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας, εφόσον πληρούν μία τουλάχιστον από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: 
(α) το συνολικό κόστος της επένδυσης είναι πάνω από εκατό εκατομμύρια (100.000.000) ευρώ, ανεξαρτήτως τομέα επένδυσης, ή 
(β) το συνολικό κόστος της επένδυσης είναι πάνω από δεκαπέντε εκατομμύρια (15.000.000) ευρώ, για επενδύσεις στον τομέα της βιομηχανίας εντός ήδη οργανωμένων υποδοχέων σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ή τρία εκατομμύρια (3.000.000) ευρώ για επενδύσεις που αποτελούν εγκεκριμένα έργα στο πλαίσιο του ταμείου χαρτοφυλακίου (κεφαλαίου) JESSICA που έχει συσταθεί δυνάμει της υπ’ αριθμ. 35996/ΕΥΣ 5362 (1388/Β΄/2010) υπουργικής απόφασης, όπως κάθε φορά ισχύει, βάσει της διαδικασίας που ορίζεται στα άρθρα 1 παρ. 1 και 5 παρ. 1 της ανωτέρω απόφασης ή
(γ) το συνολικό κόστος της επένδυσης είναι πάνω από σαράντα εκατομμύρια (40.000.000) ευρώ και ταυτόχρονα από την επένδυση δημιουργούνται τουλάχιστον εκατόν είκοσι (120) νέες θέσεις εργασίας, ή 
(δ) από την επένδυση δημιουργούνται κατά βιώσιμο τρόπο τουλάχιστον εκατόν πενήντα (150) νέες θέσεις εργασίας.» 

2. Στην παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3894/2010 προστίθεται περίπτωση ζ΄ ως εξής: 
«ζ. «Βιομηχανία», για τους σκοπούς του νόμου αυτού, είναι κάθε κύρια δραστηριότητα η οποία περιγράφεται στις κατηγορίες 10-33 της Στατιστικής Ταξινόμησης Κλάδων Οικονομικών Δραστηριοτήτων (ΣΤΑΚΟΔ 2008) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, όπως αυτές εμφαίνονται στο Παράρτημα I του παρόντος νόμου. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας μπορεί να προστίθενται ή να αφαιρούνται στο Παράρτημα Ι, αποκλειστικά για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, κατηγορίες οικονομικών δραστηριοτήτων.» 

3. To άρθρο 2 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«1. Συνιστάται Διυπουργική Επιτροπή Στρατηγικών Επενδύσεων (Δ.Ε.Σ.Ε.), στην οποία μετέχουν ως Πρόεδρος ο Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και ως μέλη οι Υπουργοί Οικονομικών, Εξωτερικών, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Πολιτισμού και Τουρισμού και ο αρμόδιος κατά περίπτωση Υπουργός, ο οποίος εισηγείται το θέμα της αρμοδιότητάς του. Αν στην Δ.Ε.Σ.Ε. μετέχει υπουργός που έχει διορισθεί και Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, την προεδρία της Δ.Ε.Σ.Ε. ασκεί ο Αντιπρόεδρος, ο οποίος αναπληρώνεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Η λειτουργία της Δ.Ε.Σ.Ε. διέπεται από τις διατάξεις του ν. 1558/1985. Η γραμματειακή υποστήριξη στη Δ.Ε.Σ.Ε. παρέχεται από τη Γενική Γραμματεία Στρατηγικών Επενδύσεων. 
2. Η Δ.Ε.Σ.Ε. μπορεί με αποφάσεις της να καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας της.» 

4. Η περίπτωση β΄ της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν.3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«β) η μεταφορά γνώσης και τεχνογνωσίας, η προβλεπόμενη αύξηση της απασχόλησης, η περιφερειακή ή κατά τόπους ανάπτυξη της χώρας, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας και ιδίως της βιομηχανίας, η υιοθέτηση καινοτομίας και υψηλής τεχνολογίας, η αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας, η προστασία του περιβάλλοντος και η εξοικονόμηση ενέργειας.» 

5. Στο άρθρο 3 του ν. 3894/2010 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής: 
«4. Η Δ.Ε.Σ.Ε. με απόφασή της, που λαμβάνεται με πρωτοβουλία και εισήγηση του Προέδρου της ή του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ή του κατά περίπτωση εποπτεύοντος το έργο Υπουργού, μπορεί να αναθέτει στην «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» τη διάρθρωση τελικών επενδυτικών προτάσεων ελάχιστων προδιαγραφών, οι οποίες εντάσσονται στις διαδικασίες των δημοσίων στρατηγικών επενδύσεων. Η Δ.Ε.Σ.Ε., με την ίδια απόφαση, εξουσιοδοτεί την «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» για την κατάρτιση ολοκληρωμένων φακέλων επενδυτικών σχεδίων Δημοσίων Στρατηγικών Επενδύσεων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία ενέργεια σχετικά με την αδειοδότηση, χρηματοδότηση και επενδυτική αξιοποίηση των εν λόγω επενδυτικών σχεδίων συμπεριλαμβανομένων των απαραίτητων προπαρασκευαστικών ενεργειών.» 

6. Η παρ. 2 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996 (Α΄29), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του ν.3049/2002 (Α΄ 212) και το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής: 
«2. Η «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και εποπτεύεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Η «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και συμπληρωματικώς από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, εξαιρείται δε από τις διατάξεις του ν. 3429/2005 (Α΄314).» 

7. Η παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«2. Σε περίπτωση ένταξης στρατηγικής επένδυσης κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, η κατάρτιση σχεδίων επί επενδυτικών φακέλων γίνεται σε σύμπραξη με τον κύριο του έργου και, όπου αυτό είναι απαραίτητο, με ανάθεση σε εξειδικευμένους συμβούλους. Αν για τις υπηρεσίες, που προβλέπο νται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου απαιτείται η παροχή υπηρεσιών τρίτων (υπεργολάβων), η σχετική δαπάνη περιλαμβάνεται στην αμοιβή των συμβούλων. Σε κάθε περίπτωση, για την παροχή των υπηρεσιών και την καλή εκτέλεση της σύμβασης ευθύνεται ο σύμβουλος που συμβάλλεται με την «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου.» 

8. Το άρθρο 6 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«1. Για την πραγματοποίηση των στρατηγικών επενδύσεων απαιτείται η προηγούμενη έγκριση περιβαλλοντικών όρων, που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης. Για το σκοπό αυτόν, υποβάλλεται σχετική αίτηση, που συνοδεύεται από τα κατά το νόμο απαιτούμενα δικαιολογητικά, στην αρμόδια για την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1650/1986 (Α΄ 160). 
2. Εφόσον έχουν εγκριθεί οι περιβαλλοντικοί όροι των έργων και δραστηριοτήτων που εντάσσονται στη στρατηγική επένδυση, σύμφωνα με την προηγούμενη παρά γραφο, δεν απαιτείται η έκδοση γνωμοδοτήσεων υπηρεσιών και φορέων που έχουν ήδη γνωμοδοτήσει κατά τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης. 
3. Δεν επιτρέπεται να υλοποιείται επένδυση που υπάγεται στον παρόντα νόμο, σε περιοχές του δικτύου NATURA, οι οποίες έχουν ρητά χαρακτηρισθεί ως περιοχές απολύτου προστασίας της φύσης σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 19 του ν.1650/1986 (Α΄ 160).» 

9. Η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«3. Οι όροι και περιορισμοί δόμησης για την πραγματοποίηση Στρατηγικών Επενδύσεων σε γήπεδα που βρίσκονται σε περιοχές εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων, εκτός ορίων οικισμών κάτω των 2.000 κατοίκων και εκτός ορίων οικισμών υφισταμένων προ του έτους 1923, οι οποίοι στερούνται εγκεκριμένου σχεδίου, καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και προηγούμενη γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων (ΚΕΣΥΠΟΘΑ), κατόπιν αίτησης του Φορέα Πραγματοποίησης.» 

10. Η παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«2. Η παραχώρηση επιτρέπεται μετά την έκδοση των προεδρικών διαταγμάτων του άρθρου 24 του παρόντος νόμου και σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που καθορίζονται σε αυτά.» 

11. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν.3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών, μετά από αίτηση της «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.», ορίζονται τα βοηθητικά και συνοδά έργα εξωτερικής υποδομής που είναι απαραίτητα για την εξυ πηρέτηση των Στρατηγικών Επενδύσεων, εφόσον το κόστος τους δεν είναι δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με το συνολικό κόστος και το στρατηγικό χαρακτήρα της επένδυσης.» 

12. Η περίπτωση α΄ της παρ.1 του άρθρου 14 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«α) Επιχειρησιακό σχέδιο (business plan) της επένδυσης, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ταυτότητα του επενδυτή και των συνεργατών του, αναφορά της προηγούμενης εμπειρίας του επενδυτή σε σχέση προς το είδος και τη φύση της επένδυσης που προτείνεται, περιγραφή της επένδυσης, περιγραφή των επί μέρους ε πενδύσεων με ειδικότερη αναφορά σε αυτές που αφορούν ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και περιβαλλοντική προστασία, περιγραφή του τρόπου που προτείνεται για την υλοποίηση του έργου, περιγραφή των επί μέρους δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών που θα παρασχεθούν, περιβαλλοντικά και πολεοδομικά χαρακτηριστικά των ακινήτων που προβλέπονται στο σχέδιο, ανάλυση του προϋπολογισμού της συνολικής και των επί μέρους επενδύσεων, ανάλυση του χρονοδιαγράμματος υλοποίη σης των επενδύσεων και του χρονικού διαστήματος λειτουργίας τους, ανάλυση της δομής χρηματοδότησης του έργου, ανάλυση των χρηματορροών του έργου για την περίοδο κατασκευής των υποδομών και το χρόνο λειτουργίας και εκμετάλλευσης, παράθεση των βασικών δεικτών αποδοτικότητας, αναφορά οποιασδήποτε μορφής συνδρομής που έχει ζητηθεί από το Δημόσιο, ανάλυση ενδεχομένων άμεσων ή έμμεσων αντισταθμιστικών ωφελειών υπέρ του Δημοσίου.» 

13. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Με εισήγηση του Προέδρου της Δ.Ε.Σ.Ε. ή του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, η απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε. για την ένταξη της επενδυτικής πρότασης στη Διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων μπορεί να εισάγεται προς κύρωση από τη Βουλή.» 

14. Στο άρθρο 14 του ν. 3894/2010 προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής: 
«7. Οι αρμόδιες υπηρεσίες και οργανισμοί του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα υποχρεούνται να παρέχουν κατά απόλυτη προτεραιότητα στην «Επενδύ στε στην Ελλάδα Α.Ε.» κάθε αναγκαία συνδρομή, πληροφορία και διευκόλυνση για την πραγματοποίηση του σκοπού της στο πλαίσιο του παρόντος νόμου. Αν δεν ο ρίζεται ρητώς διαφορετικά, τεκμαίρεται ότι για τις διαδικασίες του παρόντος νόμου επισπεύδων φορέας είναι η «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.».» 

15. Το άρθρο 15 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
« Άρθρο 15 Υποχρεώσεις εντασσομένων στη διαδικασία στρατηγικών επενδύσεων 
1. (α) Μετά την απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε. για την ένταξη της επένδυσης στη Διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων, ο επενδυτής καταθέτει στην «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» πλήρη φάκελο των δικαιολογητικών, που απαιτούνται κατά το νόμο για την έγκριση και έκδοση των σχετικών αδειών μαζί με: (1) αποδεικτικό καταβολής Διαχειριστικής Αμοιβής Προώθησης του φακέλου στην «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» και (2) εγγυητική επιστολή συμμετοχής, τράπεζας εγνωσμένου κύρους, με ρήτρα πρώτης ζήτησης, για τη φερεγγυότητα του επενδυτή, τη γνησιότητα και ακρίβεια των δικαιολογητικών. 
(β) Η Διαχειριστική Αμοιβή Προώθησης επιστρέφεται στον ιδιώτη επενδυτή, αν η επένδυση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί λόγω της αδράνειας ή της μη δικαιολογημέ νης καθυστέρησης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» και της Δ.Ε.Σ.Ε.. 
(γ) Η «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» υποχρεούται να προωθήσει το σχετικό φάκελο στις υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για την έκδοση των αδειών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών από την κατάθεσή του. 
2. Ο επενδυτής φέρει το βάρος της πληρότητας, ακρίβειας και αλήθειας των στοιχείων που υποβάλλονται στις υπηρεσίες που είναι κατά το νόμο αρμόδιες για τις αδειοδοτήσεις και υποχρεούται να συνεργάζεται με την «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.», εφόσον κληθεί προς τούτο, προκειμένου να συμπληρωθούν ελλείψεις. Αν υποβληθούν ψευδή στοιχεία από δόλο ή από βαριά αμέλεια, η ένταξη της επένδυσης στη Διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων ανακαλείται με απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε.. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ότι καταπίπτει συγχρόνως και η εγγυητική επιστολή της παραγράφου 1 υπέρ της «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.». 
3. Η εγγυητική επιστολή συμμετοχής επιστρέφεται στον επενδυτή με το πέρας της αδειοδοτικής διαδικασίας, ως ανωτέρω ορίζεται. Αν υπάρξει αδικαιολόγητη καθυστέρηση του επενδυτή ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να διακοπεί η διαδικασία ένταξης της επένδυσής του στη Διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων, με απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε. μετά από γνώμη της «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.». Αν διακοπεί η διαδικασία ένταξης, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νόμου ως προς την επένδυση αυτή και η «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» επιστρέφει το φάκελο στον επενδυτή μαζί με τις άδειες που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή του παρόντος νόμου, όσες δε διαδικασίες εκκρεμούν ενώπιον οποιασδήποτε αρχής συνεχίζονται και ολοκληρώνονται, με επιμέλεια του επενδυτή, ενώπιον των αρμόδιων αρχών και υπηρεσιών, όπως προβλέπεται από τις εκάστοτε ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις. Όσες άδειες τεκμαίρεται ότι έχουν δοθεί κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου θεωρείται ότι έχουν ανακληθεί αυτοδικαίως.» 

16. Το άρθρο 16 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
« Άρθρο 16 Εξουσιοδότηση 
1. Με απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε. καθορίζεται το ύψος του ποσού που οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές καταβάλλουν στην «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.», τόσο αρχικά, με την κατάθεση της αίτησης και του φακέλου της επενδυτικής τους πρότασης (Διαχειριστική Αμοιβή Αξιολόγησης) ή με την απόφαση για κατάρτιση φακέλου επενδυτικού σχεδίου (Διαχειριστική Αμοιβή Επιμέλειας Φακέλου) όσο και μεταγενέστερα, μετά την έγκριση της ένταξης της επενδυτικής πρότασης στη Διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων, για τις υπηρεσίες που παρέχονται από αυτή (Διαχειριστική Αμοιβή Προώθησης), καθώς και οι λεπτομέρειες καταβολής τους. Με απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε. καθορίζεται το ποσό και το περιεχόμενο της εγγυητικής επιστολής της παραγράφου 1α του άρθρου 15 του παρόντος νόμου. 
2. Το ποσό της Διαχειριστικής Αμοιβής Προώθησης καθορίζεται στο 0,2% του συνολικού κόστους της επένδυσης. Το ύψος της Διαχειριστικής Αμοιβής Προώθησης δεν μπορεί να ξεπερνάει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. 
3. Το ποσό της Διαχειριστικής Αμοιβής Αξιολόγησης ορίζεται με απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε., κοινό για όλες τις επενδυτικές προτάσεις. Με απόφασή της η Δ.Ε.Σ.Ε μπορεί να ορίσει επιπρόσθετη ειδική Διαχειριστική Αμοιβή Αξιολόγησης για την επαναξιολόγηση επενδυτικών προτάσεων, σε περίπτωση που μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησής τους αυτές έχουν διαφοροποιηθεί κατά τρόπο ουσιώδη με πρωτοβουλία των επενδυτών. Το ποσό της ειδικής Διαχειριστικής Αμοιβής Αξιολόγησης (επαναξιολόγηση) είναι κοινό για όλες τις επενδυτικές προτάσεις και δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% της αρχικής Διαχειριστικής Αμοιβής Αξιολόγησης. 
4. Το ποσό της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής της παραγράφου 1α του άρθρου 15 του παρόντος νόμου ορίζεται σε ποσοστό 0,5% του συνολικού κόστους της επένδυσης.» 

17. Το άρθρο 17 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«1. Δημόσια Στρατηγική Επένδυση (Δ.Σ.Ε.), που πληροί τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια των άρθρων 1 έως 3, μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις του παρόντος νόμου με απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε., είτε μετά από αίτηση του κυρίου του έργου, που υπογράφει ο καθ’ ύλην αρμόδιος ή εποπτεύων Υπουργός, είτε με απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε. σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 του παρόντος νόμου. 
2. Ειδικώς για τη λήψη απόφασης της Δ.Ε.Σ.Ε. για την υπαγωγή Δ.Σ.Ε. στις διατάξεις του παρόντος νόμου προσκομίζεται φάκελος στον οποίο περιγράφονται συνοπτικά: η επένδυση στο σύνολό της, τα επί μέρους τμήματά της, ο τρόπος υλοποίησής της, εκτίμηση επί του προϋπολογισμού της, οι υπηρεσίες που θα παρέχει και οι κοινωνικές ανάγκες που θα καλύψει, και επιπρόσθετα, ειδικά στις περιπτώσεις εφαρμογής της παραγράφου 4 του άρθρο 3 του παρόντος νόμου, αποδεικτικό καταβολής της Διαχειριστικής Αμοιβής Επιμέλειας Φακέλου. 
3. Η Δ.Ε.Σ.Ε., με την απόφασή της για την έγκριση της ένταξης της επένδυσης στην Διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων, καθορίζει επίσης, βάσει του εκτιμώμενου κόστους της Δ.Σ.Ε., το ύψος της Διαχειριστικής Αμοιβής Προώθησης, καθώς και, στην περίπτωση της παραγράφου 4 του άρθρου 3, της Διαχειριστικής Αμοιβής Επιμέλειας Φακέλου της επενδυτικής πρότασης, τις οποίες οφείλει να καταβάλει το Δημόσιο στην «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.». 
4. Για την κατάρτιση φακέλων επενδυτικών σχεδίων, η «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» εισπράττει ειδική Διαχειριστική Αμοιβή Επιμέλειας Φακέλου, η οποία βαρύνει τον κύριο του έργου και αποτελεί μέρος του Προϋπολο γισμού αυτού, ενώ για τις υπόλοιπες ενέργειες η εταιρεία εισπράττει Διαχειριστική Αμοιβή Προώθησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, η οποία καταβάλλεται εφάπαξ μετά τη σχετική απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε. και δεν επιστρέφεται. Το ύψος της Διαχειριστικής Αμοιβής Επιμέλειας Φακέλου δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του ύψους της Διαχειριστικής Αμοιβής Αξιολόγηση, όπως εκάστοτε ισχύει.» 

18. Το άρθρο 18 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«1. Με την επιφύλαξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι Δ.Σ.Ε. που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου ανατίθενται μέσω διεθνών ανοικτών διαγωνισμών σε μία φάση, χωρίς προεπιλογή. Σε ειδικές περιπτώσεις, εφόσον συντρέχουν είτε λόγοι ιδιαίτερης τεχνικής πολυπλοκότητας της προς υπαγωγή Δ.Σ.Ε. είτε λόγοι ειδικού ενδιαφέροντος, που αιτιολογούνται ειδικά στην απόφαση ένταξης, η Δ.Ε.Σ.Ε. μπορεί να αποφασίσει την ανάθεση μέσω Διαδικασίας Διεθνούς Κλειστού Διαγωνισμού, Διαδικασίας Ανταγωνιστικού Διαλόγου ή με διακρατική συμφωνία, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, και λαμβάνοντας υπόψη ότι αποκλειστικό κριτήριο της τελικής επιλογής αποτελεί το συνολικό οικονομικό αντάλλαγμα προς το Ελληνικό Δημόσιο. Στην περίπτωση διακρατικής συμφωνίας πρέπει να παρατίθεται ειδική αιτιολογία για τη συνδρομή του λόγου εθνικού ή δημοσίου συμφέροντος που καθιστά την κατάρτιση διακρατικής συμφωνίας τον πλέον πρόσφορο τρόπο εξυπηρέτησης του, ιδίως λόγω ταχύτητας ή μοναδικότητας ή για λόγους που ανάγονται στη συνολική εξωτερική πολιτική της χώρας. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να προηγείται της κατάρτισης της διακρατική συμφωνίας ενημέρωση της οικείας επιτροπής της Βουλής. 
2. Η απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε. για ένταξη της επενδυτικής πρότασης στη Διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων ορίζει τις ειδικότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις διαγωνιστικές διαδικασίες ανάθεσης του έργου ή της υπηρεσίας που εντάσσεται στη διαδικασία και μπορεί να προβλέπει την κύρωση της τελικής σύμβασης ανάθεσης από τη Βουλή. Με πρωτοβουλία του Πρόεδρου της Δ.Ε.Σ.Ε. ή του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ενημερώνεται η Βουλή για την απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε. για την ένταξη της επενδυτικής πρότασης στη Διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων.» 

19. Το άρθρο 22 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«1. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδική διάταξη, όπου σύμφωνα με τον παρόντα νόμο απαιτείται η σύμπραξη διοικητικών αρχών, η σχετική διοικητική διαδικασία ολοκληρώνεται και οι αναγκαίες γνώμες και άδειες για την εκτέλεση των έργων, ιδίως σε σχέση με χωροταξικές και περιβαλλοντικές άδειες, συνοδά και βοηθητικά έργα και έργα σύνδεσης, εκδίδονται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία σαράντα πέντε (45) ημερολογιακών ημερών. Η προθεσμία αρχίζει από την υποβολή της εκάστοτε σχετικής αίτησης από την «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» στην αρμόδια υπηρεσία. Η αρμόδια υπηρεσία μπορεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία επτά (7) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή του φακέλου να ζητήσει εφάπαξ τυχόν απαραίτητα επιπλέον στοιχεία για την ολοκλήρωσή του. Κατ’ εξαίρεση, μπορούν να ζητηθούν επιπλέον στοιχεία και μετά την πάροδο της παραπάνω προθεσμίας, εφόσον η έλλειψή τους δεν ήταν δυνατό να έχει διαπιστωθεί εντός των επτά (7) εργάσιμων ημερών. Η συμπλήρωση του φακέλου με τα επιπλέον στοιχεία που ζητούνται σύμφωνα με τα δύο προηγούμενα εδάφια γίνεται το συντομότερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση δέκα (10) εργάσιμες ημέρες πριν την εκπνοή της προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερολογιακών ημερών, η οποία δεν αναστέλλεται περαιτέρω. Μετά την παρέλευ ση της προθεσμίας αυτής τεκμαίρεται ότι η άδεια που έχει ζητηθεί έχει δοθεί σύμφωνα με τη σχετική αίτηση. 
2. Η άπρακτη παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερολογιακών ημερών αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα που καταλογίζεται τόσο στον αρμόδιο υπάλληλο όσο και στον προϊστάμενο της εκάστοτε αδειοδοτικής υπηρεσίας, ο οποίος ορίζεται εκ του νόμου ως το καθ’ ύλην αρμόδιο όργανο για την υλοποίηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο. Οι κυρώσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. επιβάλλονται στην περίπτωση αυτή με κατώτατη πειθαρχική ποινή αυτή της προσωρινής παύσης τριών (3) μηνών. 
3. Με την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερολογιακών ημερών, η «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» ενημερώνει σχετικά τον πρόεδρο της Δ.Ε.Σ.Ε., ο οποίος βεβαιώνει εγγράφως την παρέλευσή της.» 

20. Η παρ. 1 του άρθρου 24 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«1. Για τον ορθολογικό σχεδιασμό και την ολοκληρωμένη ανάπτυξη των περιοχών υποδοχής των Στρατηγικών Επενδύσεων, καθώς και των βοηθητικών και συνοδών έργων τους, μπορεί να καταρτίζονται και να εγκρί νονται Ειδικά Σχέδια Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, μετά από απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε.. στην οποία εξετάζονται, μεταξύ άλλων, η αναγκαιότητα, ο τόπος και το χρονικό περιθώριο πραγματοποίησης της στρατηγικής επένδυσης. Τα Ειδικά Σχέδια Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης Περιοχών Εγκατάστασης Στρατηγικών Επενδύσεων εναρμονίζονται προς τις επιλογές ή κατευθύνσεις και του εγκεκριμένου Γενικού και των εγκεκριμένων Ειδικών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης.» 

21. Η παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«2. Με τα Ειδικά Σχέδια Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης: 
α) οριοθετούνται σε χάρτη κλίμακας 1:5000 οι περιοχές χωροθέτησης των στρατηγικών επενδύσεων, β) καθορί ζονται και εγκρίνονται, με την επιφύλαξη ειδικών καθεστώτων που ρυθμίζουν τη χωρική ανάπτυξη και οργάνωση περιοχών ειδικών χρήσεων και προβλέπονται από ει δικές διατάξεις νόμων: 
αα) Οι χρήσεις γης και οι ειδικότερες κατηγορίες στρατηγικών επενδύσεων που θα κατασκευασθούν σε κάθε περιοχή. 
ββ) Οι περιβαλλοντικοί όροι για κάθε επί μέρους στρατηγική επένδυση και τα ειδικότερα μέτρα προστασίας περιβάλλοντος που απαιτούνται κατά τις κείμενες διατάξεις για την χρήση των επενδύσεων αυτών και των συνοδευτικών τους δραστηριοτήτων. 
γγ) Οι γενικοί και ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης που απαιτούνται για την ανέγερση κτισμάτων που εντάσσονται στις στρατηγικές επενδύσεις και των βοηθητικών και συνοδών έργων τους. 
δδ) Η γενική διάταξη των προβλεπόμενων εγκαταστάσεων και των συνοδευτικών τους δραστηριοτήτων, καθώς και τα προβλεπόμενα δίκτυα υποδομής. 
εε) Ειδικές ζώνες προστασίας και ελέγχου γύρω από τις οριοθετούμενες, κατά τα ανωτέρω, περιοχές, στις οποίες μπορεί να επιβάλλονται ειδικοί όροι και περιορισμοί στις χρήσεις γης, στη δόμηση και στην εγκατάσταση και άσκηση δραστηριοτήτων και λειτουργιών. Η κατάρτιση των παραπάνω σχεδίων γίνεται με πρωτοβουλία του καθ’ ύλην αρμόδιου ή εποπτεύοντος Υπουργού.» 

22. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν.3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«Επενδύσεις των οποίων επί μέρους διαδικασίες αδειοδότησης έχουν ήδη ξεκινήσει κατά την υποβολή αιτήματος ένταξης στις διατάξεις του παρόντος νόμου, όπως, ιδίως η έγκριση περιβαλλοντικών όρων, έργων και βοηθητικών και συνοδών έργων τους, μπορούν να υπαχθούν στη Διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων και να ολοκληρωθούν σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου.» 

23. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν.3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής: 
«Στην περίπτωση των επενδύσεων της παραγράφου 1, οι περιβαλλοντικοί όροι εγκρίνονται σύμφωνα με τις διαδικασίες του παρόντος νόμου περί στρατηγικών επενδύσεων και κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν.1650/1986 (Α΄160) και της κοινής υπουργικής απόφασης υπ’αριθμ. 69269/5387/1990 (Β΄ 678).» 

24. Στο άρθρο 25 του ν. 3894/2010 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής: 
«6. Καταληκτική προθεσμία για την υποβολή αιτήσεων για την ένταξη επενδύσεων στη Διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων, είναι η 1η Ιανουαρίου 2016.» 

25. Οι διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 3894/2010, όπως αυτό αντικαθίσταται κατά την παράγραφο 17 του παρόντος άρθρου, καταλαμβάνουν και όσες επενδύσεις έ χουν ήδη υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3894/2010, καθώς και όσες αιτήσεις εκκρεμούν προς αξιολόγηση από την «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» και τη Δ.Ε.Σ.Ε.. Τυχόν ήδη κατατεθειμένες εγγυητικές επιστολές ή καταβληθείσες αμοιβές προώθησης στρατηγικών επενδύσεων, των οποίων δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα η αδειοδότηση, αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, έπειτα από απλή αίτηση του κυρίου της επένδυσης στην «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.». Τυχόν πιστωτικό σημείωμα που θα προκύψει υπέρ του κυρίου της επένδυσης εκδίδεται μέχρι τη λήξη του επόμενου μήνα από τη σχετική αίτηση αναπροσαρμογής σύμφωνα με το νόμο. 

1. Η παρ. 1 του άρθρου 1 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.», που θεσπίζεται με την παρ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντι καταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Σκοπός της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» είναι η προσέλκυση, η υποδοχή, η προώθηση και η υποστήριξη στρατηγικών και λοιπών επενδύσεων στην Ελλάδα, η συμβολή στη διαρκή βελτίωση του θεσμικού πλαισίου τους, η υποστήριξη των διεθνών επενδυτικών συνεργασιών των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς και η ανάδειξη των επενδυτικών προοπτικών των περιουσιακών στοιχείων του Ελληνικού Δημοσίου.»

2. Η περίπτωση γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«γ. Λειτουργεί ως υπηρεσία μίας στάσης (one-stop shop) στο πλαίσιο της Διαδικασίας Αδειοδοτικής Προώθησης Επενδύσεων λαμβάνοντας το σύνολο των απα ραίτητων στοιχείων από επενδυτές προκειμένου να προβεί σε όλες τις νόμιμες ενέργειες για τη διεκπεραίωση των διαδικασιών έκδοσης των αιτηθησομένων αδειών ή την παροχή άλλων εγκρίσεων που είναι αναγκαίες για την έναρξη πραγματοποίησης των επενδύσεων ύψους άνω των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ, οι οποίες εμπίπτουν, ως προς τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, στην κατηγορία Α΄ της παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 4014/ 2011 (Α΄ 209) και προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για την επιτάχυνσή τους. Για το σκοπό αυτόν, παραλαμβάνει το φάκελο της επένδυσης, φροντίζει για τη συμπλήρωση των αναγκαίων δικαιολογητικών από τον επενδυτή και τα αποστέλλει στους κατά περίπτωση αρμόδιους φορείς, οι οποίοι υποχρεούνται να προβαίνουν ταχέως στις κατά το νόμο επιβαλλόμενες ενέργειές τους. Οι φορείς αυτοί υποχρεούνται επίσης να παρέχουν στην εταιρεία έγγραφη ενημέρωση κάθε μήνα για το στάδιο στο οποίο βρίσκονται οι σχετικές διαδικασίες, καθώς και για τους λόγους της καθυστέρησης ή της αδυναμίας παροχής των αδειών ή και των εγκρίσεων.»

3. To τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.», που θεσπίζεται με την παρ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, καταργείται.

4. Η υποπερίπτωση δδ΄ της περίπτωσης ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«δδ) εισηγείται στη Διυπουργική Επιτροπή Στρατηγικών Επενδύσεων (Δ.Ε.Σ.Ε.), δια του εποπτεύοντός της Υπουργού, την ένταξη των επενδύσεων στην Διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων ή τη διακοπή της διαδικασίας ένταξης μιας επένδυσης στην κατηγορία των Στρατηγικών Επενδύσεων.»

5. Η υποπερίπτωση στστ΄ της περίπτωσης ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.», που θεσπίζεται με την παρ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«στστ) εισπράττει τη Διαχειριστική Αμοιβή Διεκπεραίωσης, τη Διαχειριστική Αμοιβή Αξιολόγησης, τη Διαχειριστική Αμοιβή Επιμέλειας Επενδυτικού Φακέλου και τη Διαχειριστική Αμοιβή Προώθησης.»

6. Στην περίπτωση (ε) της παρ. 2 του άρθρου 1 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.», οι υποπεριπτώσεις ζζ) και ηη) αναριθμούνται σε ηη) και θθ), αντίστοιχα, και ύστερα από την υποπερίπτωση στστ) προστίθεται νέα υποπερίπτωση ζζ) ως εξής:
«ζζ) μετά από απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε. περί ένταξης και ανάθεσης, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, διαρθρώνει τελικές επενδυτικές προτάσεις ελάχιστων προδιαγραφών και καταρτίζει ολοκληρωμένους φακέλους επενδυτικών σχεδίων δημοσίων στρατηγικών επενδύσεων. Επιπρόσθετα, η εταιρία προβαίνει συνολικά σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την αδειοδότηση, χρηματοδότηση και επενδυτική αξιοποίηση τωνεν λόγω επενδυτικών σχεδίων συμπεριλαμβανομένων των απαραιτήτων προπαρασκευαστικών ενεργειών.

7. Η περίπτωση ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«ζ. Στο πλαίσιο των ανωτέρω σκοπών της, το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να συνιστά συμβουλευτικές επιτροπές ή ομάδες εργασίας για την επεξεργασία και προώθηση θεμάτων που εμπίπτουν στον κύκλο των αρμοδιοτήτων της από ιδιώτες εμπειρογνώμονες ή και δημόσιους λειτουργούς. Στην τελευταία αυτή περίπτωση απαιτείται σύμφωνη γνώμη των εποπτευόντων Υπουργών. Το Διοικητικό Συμβούλιο προσδιορίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των ανωτέρω επιτροπών ή ομάδων εργασίας. Δεν προβλέπεται αμοιβή για τα μέλη των επιτροπών ή ομάδων εργασίας παρά μόνο η καταβολή τυχόν αποζημίωσης, το ύψος της οποίας θα καθορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας και θα βαρύνει τον προϋπολογισμό της. Επίσης, με την ίδια διαδικασία, μπορεί να καταργεί τις ήδη συσταθείσες επιτροπές ή ομάδες εργασίας και να μεταβάλει τη σύνθεση και τις αρμοδιότητές τους.»

8. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 3 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας το κεφάλαιο αυτό μπορεί να αυξηθεί έως και εκατό τοις εκατό (100%).»

9. Το άρθρο 4 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα έσοδα της εταιρείας προέρχονται από ετήσια επιχορήγηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, από επιχορήγηση εκ του Κρατικού Προϋπολογισμού, από προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο του σκοπού της, από δωρεές, κληρονομιές, κληροδοσίες, από την εκμετάλλευση της περιουσίας της, από ανταπο δοτικές εισφορές, τέλη και αμοιβές για τις υπηρεσίες που προσφέρει, όπως, ιδίως, τη Διαχειριστική Αμοιβή Διεκπεραίωσης, τη Διαχειριστική Αμοιβή Αξιολόγησης, τη Διαχειριστική Αμοιβή Επιμέλειας Επενδυτικού Φακέλου, τη Διαχειριστική Αμοιβή Προώθησης και από οποιαδήποτε άλλη νόμιμη πηγή.»

10. Η παρ. 2 του άρθρου 5 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ.3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, καταργείται.

11. Η παρ. 5 του άρθρου 5 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ.3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Ο τρόπος της διενέργειας των δαπανών, της οργάνωσης και της λειτουργίας των οικονομικών υπηρεσιών και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την οικονομική διαχείριση της εταιρείας ρυθμίζεται με κανονισμούς που καταρτίζονται από το Διοικητικό της Συμβούλιο και εγκρίνονται μεcαπόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού.»

 12. Η παρ. 2 του άρθρου 6 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ.3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, καταργείται.

13. Η περίπτωση β΄ της παρ. 2 του άρθρου 7 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«β) παρακολουθεί και αναφέρει στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας και στη Γενική Συνέλευση των μετόχων περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των κατά περίπτωση συμβούλων του άρθρου 5 του παρόντος νόμου με τα συμφέροντα της επιχείρησης ή περιπτώσεις παράβασης των διατάξεων του νόμου αυτού από μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου και του Διευθύνοντος Συμβούλου, και από τους Συμβούλους του άρθρου 5 του παρόντος νόμου.»

 14. Η περίπτωση δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 7 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, καταργείται.

 15. Η παρ. 2 του άρθρου 8 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ.3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, καταργείται.

16. Η παρ. 1 του άρθρου 9 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ.3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από 11 μέλη κατ’ ανώτατο όριο, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος και ο Διευθύνων Σύμβουλος, ιδιότητες οι οποίες μπορεί να συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο. Το Διοικητικό Συμβούλιο διαμορφώνει τη στρατηγική και την πολιτική της εταιρείας και ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και το παρόν καταστατικό. Η παράλληλη άσκηση καθηκόντων Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου από το ίδιο πρόσωπο δεν θεμελιώνει κανένα δικαίωμα για πρόσθετη αμοιβή.»

17. Η παρ. 4 του άρθρου 9 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.», που θεσπίζεται με την παρ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντι καταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Ο Πρόεδρος και ο Διευθύνων Σύμβουλος της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.», καθώς και τα υπόλοιπα μέλη, τα οποία δεν εκλέγονται ή υποδεικνύονται σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ορίζονται και παύονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Α νταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Η κατά τα ανωτέρω παύση των μελών δεν γεννά δικαίωμα αποζημίωσης έναντι του Δημοσίου ή της εταιρείας.»

18. Η παρ. 5 του άρθρου 9 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ.3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Πέντε από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, εκτός από τον Πρόεδρο και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, διορίζονται μετά από υπόδειξη της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου, της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών και του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, που υποδεικνύουν από ένα πρόσωπο. Οι εκπρόσωποι των ανωτέρω μπορούν να συμμετέχουν στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας και καθ’ υπέρβαση του ανωτάτου ο ριζομένου αριθμού των μελών αυτού. Οι εκπρόσωποι των ανωτέρω προτείνονται μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός που άρχεται από τη σχετική έγγραφη ειδοποίησή τους από τον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Έως τον ορισμό των εκπροσώπων αυτών το Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτείται και λειτουργεί νόμιμα και χωρίς τα μέλη αυτά.»

19. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 9 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» θεσπίζεται με την παρ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«Το Διοικητικό Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία εφόσον παρίστανται πέντε τουλάχιστον μέλη του, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος και ο Διευθύνων Σύμβουλος, και αποφασίζει με απλή πλειοψηφία των παρόντων.»

20. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 9 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«Η εταιρεία εκπροσωπείται δικαστικά και εξώδικα και απέναντι σε κάθε Αρχή ή νομικό ή φυσικό πρόσωπο από τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο ή από ειδικώς εξουσιοδοτημένο για τη συγκεκριμένη περίπτωση πρόσωπο. Αν οι ιδιότητες του Προέδρου και του Διευθύνοντος Συμβούλου δεν συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο, την εταιρεία εκπροσωπεί ο Διευθύνων Σύμβουλος.»

21. Η παρ. 9 του άρθρου 9 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ.3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
« 9. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας καταρτίζεται κανονισμός λειτουργίας του Διοικητικού της Συμβουλίου, ο οποίος εγκρίνεται από τον εποπτεύοντα Υπουργό.»

22. Η παρ. 3 του άρθρου 10 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ.3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η αποζημίωση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων του Προέδρου και του Διευθύνοντος Συμβούλου, καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Ο Πρόεδρος, ο Διευθύνων Σύμβουλος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν δικαιούνται καμία άλλη παροχή, απολαβή, αμοιβή ή προνόμιο.»

23. To άρθρο 12 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.» που θεσπίζεται με την παρ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 12 Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας
Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, που εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και δημοσιεύεται στο Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, καταρτίζεται ο Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας με τον οποίο ρυθμίζονται τα παρακάτω θέματα:
α) Η διάρθρωση των υπηρεσιών της εταιρείας και η σχέση των υπηρεσιών μεταξύ τους και με τη Διοίκηση.
β) Η κατανομή αρμοδιοτήτων στις υπηρεσίες και ο τρόπος λειτουργίας τους.
γ) Η κατανομή των θέσεων προσωπικού στις διοικητικές μονάδες.
δ) Τα προσόντα, οι όροι πρόσληψης, εργασίας και εξέλιξης του προσωπικού.
ε) Η άσκηση πειθαρχικού ελέγχου στο προσωπικό.
στ) Οι διαδικασίες αξιολόγησης της απόδοσης των διευθυντικών στελεχών της εταιρείας.
ζ) Η διαδικασία λειτουργίας της υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου.»

24. Το «ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄» του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα A.E.», που θεσπίζεται με την παρ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 2372/1996, όπως αντικατα στάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3894/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Κατά τα λοιπά ισχύουν συμπληρωματικά οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920.
2. Η «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» υποχρεούται, μετά από απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε., να προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη λήψη αδειών προκειμένου να καταστεί δυνατή η προκήρυξη των έργων ή υπηρεσιών που εντάσσονται στις Στρατηγικές Επενδύσεις.
3. Η «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» ασκεί τις ανωτέρω αρμοδιότητες και όσες άλλες της εκχωρούνται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. 4. Όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες και οργανισμοί του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα υποχρεούνται να παρέχουν κατά απόλυτη προτεραιότητα στην «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» κάθε αναγκαία συνδρομή, πληροφορία και διευκόλυνση για την πραγματοποίηση του σκοπού της στο πλαίσιο του παρόντος νόμου.»

25. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 11 του Καταστατικού της «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» ύστερα από το πρώτο εδάφιο προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η απόσπαση πραγματοποιείται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2.»
Όπου στις διατάξεις του ίδιου άρθρου αναφέρεται ο Υπουργός Επικρατείας, νοείται ο Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.

1. Στην εταιρεία «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» συνιστάται Ειδική Μονάδα Αδειοδοτικής Προώθησης Επενδύσεων (Ε.Μ.Α.Π.Ε.), η οποία λειτουργεί ως υπηρεσία μιας στάσης, για τη διεκπεραίωση, έναντι αμοιβής, των διαδικασιών έκδοσης των αιτηθησομένων αδειών ή της παροχής άλλων εγκρίσεων, που είναι αναγκαίες, για την έναρξη πραγματοποίησης επενδύσεων, ύψους άνω των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ, οι οποίες εμπίπτουν στις κατηγορίες Α1 και Α2 περιβαλλοντικής όχλη σης, όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 4014/2011, και προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες ενώπιον των αρμοδίων αρχών για την επιτάχυνσή τους.

2. Η Ε.Μ.Α.Π.Ε. παραλαμβάνει το φάκελο της επένδυσης και τη σχετική αίτηση του επενδυτή, εισπράττει Διαχειριστική Αμοιβή Διεκπεραίωσης, φροντίζει για τη συμπλήρωση των αναγκαίων δικαιολογητικών από τον επενδυτή και τα αποστέλλει στους κατά περίπτωση αρμόδιους φορείς, οι οποίοι υποχρεούνται να προβαίνουν ταχέως στις κατά το νόμο επιβαλλόμενες ενέργειές τους. Οι φορείς αυτοί υποχρεούνται επίσης να παρέχουν στην εταιρεία έγγραφη ενημέρωση κάθε μήνα για το στάδιο, στο οποίο βρίσκονται οι σχετικές διαδικασίες, καθώς και για τους λόγους της καθυστέρησης ή της αδυναμίας παροχής των αδειών ή και των εγκρίσεων.
Στο πλαίσιο της Διαδικασίας Αδειοδοτικής Προώθησης Επενδύσεων η «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» δεν υποκαθιστά τις αρμόδιες κατά το νόμο υπηρεσίες για την α δειοδότηση επενδυτικών σχεδίων.

 3. Για την εξυπηρέτηση των αναγκών της Ε.Μ.Α.Π.Ε. του παρόντος νόμου συνιστάται στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Μητρώο Χειριστών Αδειοδοτικής Προώθησης Επενδύσεων (Μη.Χ.Α.Π.Ε.). Στο Μητρώο αυτό εγγράφονται, μετά από αίτησή τους, φυσικά πρόσωπα κάτοχοι πτυχίου Α.Ε.Ι. με επαρκή εμπειρία στην αδειοδότηση επενδυτικών σχεδίων, οι οποίοι αναλαμβάνουν την παροχή υπηρεσιών τεχνικής και επιστημονικής υποστήριξης στην «Επενδύστε στην Ελλάδα Α.Ε.» για την ταχεία διεκπεραίωση αδειοδοτικών διαδικασιών.

 4. Με αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, οι οποίες εκδίδονται μέσα σε τρεις (3) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, καθορίζεται η λειτουργία της E.Μ.Α.Π.Ε και του Μη.Χ.Α.Π.Ε, εξειδικεύονται οι επιστημονικές ειδικότητες και τα συνολικά απαιτούμενα προσόντα των ενδιαφερόμενων χειριστών και καθορίζονται τα κριτήρια επάρκειας, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η διαδικασία επιλογής και εγγραφής στο Μητρώο και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την έγκριση της δραστηριοποίησης αυτών, οι αρμοδιότητες και οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν, το ύψος της Διαχειριστικής Αμοιβής Διεκπεραίωσης και οι επί μέρους αμοιβές των χειριστών, οι υποχρε ώσεις και οι λεπτομέρειες επιτήρησης των δραστηριοτήτων αυτών, η διαδικασία και οι λεπτομέρειες επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων καθώς και κάθε άλλη γενική ή επί μέρους πρόβλεψη απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία της Ε.Μ.Α.Π.Ε. και του Μητρώου Χειριστών Αδειοδοτικής Προώθησης Επενδύσεων.

1. Ως «Μεγάλα Ιδιωτικά Έργα» για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 5 έως και 11 νοούνται όσα πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3894/2010 (Α΄204), όπως αντικαθίσταται με το άρθρο 2 του παρόντος νόμου.

2. Το «Γραφείο Συντονισμού και Παρακολούθησης Αρχαιολογικών Εργασιών στο Πλαίσιο Μεγάλων Έργων» του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού (Β΄ 1354/2010) είναι αρμόδιο, από πλευράς της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, για τον χειρισμό των θεμάτων που αφορούν σε Μεγάλα Ι διωτικά Έργα. Ο Κύριος του Έργου υποχρεούται να ορίσει εκπρόσωπο, ο οποίος οφείλει να βρίσκεται σε άμεση και συνεχή συνεννόηση με το «Γραφείο Συντονισμού και Παρακολούθησης Αρχαιολογικών Εργασιών στο Πλαίσιο Μεγάλων Έργων» του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού για την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως ζητημάτων που προκύπτουν σχετικά με την προστασία των αρχαιοτήτων και τις αρχαιολογικές έρευνες και εργασίες που απαιτούνται στο πλαίσιο εκτέλεσης Μεγάλων Ιδιωτικών Έργων σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.

1. Για την παρακολούθηση και εκτέλεση αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών, καθώς και εργασιών προστασίας και ανάδειξης αρχαιολογικών ευρημάτων, τα οποία αποκαλύπτονται στο πλαίσιο εργασιών χωροθέτησης και κατασκευής Μεγάλων Ιδιωτικών Έργων (Μ.Ι.Ε.), υπό την επιφύλαξη ότι η εγκατάσταση ή η λειτουργία τους δεν α παγορεύεται από τις ισχύουσες διατάξεις, καταρτίζεται Πρότυπο Μνημονίου Συναντίληψης και Συνεργασίας με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.) ή του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων (Κ.Σ.Ν.Μ.). Το κείμενο του Πρότυπου Μνημονίου Συναντίληψης και Συνεργασίας παρατίθεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙI και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος κεφαλαίου.

2. Αντικείμενο του Μνημονίου της παραγράφου 1 αποτελεί η περιγραφή των προϋποθέσεων, των συνθηκών και του τρόπου για:
(α) Τη διεξαγωγή των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών κατά τη φάση κατασκευής Μ.Ι.Ε., καθώς και της προστασίας των αρχαιολογικών ευρημάτων από την άποψη της φύλαξης, συντήρησης, τεκμηρίωσης και ανάδειξής τους δυνάμει των διατάξεων του ν. 3028/2002 (Α΄153).
(β) Τη διαχείριση και προστασία των αρχαιολογικών ευρημάτων και την ανάδειξη μνημείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3028/2002, τα οποία βρίσκονται στους χώρους κατασκευής εντός της ζώνης κατάληψης των βασικών και συνοδών έργων.
(γ) Την προστασία μνημείων που ενδέχεται να επηρεαστούν από τις εργασίες κατασκευής, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3028/2002.

3. Για κάθε Μ.Ι.Ε. συντάσσεται, μετά την έγκριση της χωροθέτησης του έργου κατ’ άρθρα 10 έως 17 του ν. 3028/2002 και σε συνεννόηση με το «Γραφείο Συντονισμού και Παρακολούθησης Αρχαιολογικών Εργασιών στο πλαίσιο Μεγάλων Έργων», (Γραφείο) , Ειδικό Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας, κατά το Πρότυπο του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ ΙΙ, που υπογράφεται από τους αρμόδιους Προϊσταμένους των Περιφερειακών Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού και τον Κύριο του Έργου. Στο Ειδικό Μνημόνιο είναι δυνατόν να περι λαμβάνονται και πρόσθετοι όροι οι οποίοι αφορούν στο οικείο Έργο, εφόσον οι όροι αυτοί δεν είναι αντίθετοι προς τις κείμενες διατάξεις ή τους όρους του Προτύπου.

4. Το περιεχόμενο του εκάστοτε Μνημονίου καθίσταται δεσμευτικό για τα μέρη μετά την υπογραφή του. Παράβαση των όρων επισύρει τις κυρώσεις του άρθρου 10 του παρόντος.

1. Κατά την αρχική φάση των τεχνικών μελετών, κατά την οποία εξετάζεται η κατά την παρ. 3 του άρθρου 6 χωροθέτηση της ζώνης κατάληψης του Έργου, συντάσσε ται, με αίτημα του Κυρίου του Έργου προς το Γραφείο του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, Έκθεση Αναλυτικής Αρχαιολογικής Τεκμηρίωσης (Ε.Α.Α.Τ.) εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία εξασφάλισης από πλευράς του Κυρίου του Έργου του απαραίτητου εξοπλισμού για την εκπόνηση της Ε.Α.Α.Τ..

2. Ο Κύριος του Έργου διαθέτει στις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή, όπως αναλώσιμα είδη, εξοπλισμός αρχαιολογικής έρευνας, και το αναγκαίο προσωπικό, όπως τοπογράφο – μηχανικό, σχεδιαστή μέσω συστημάτων Η/Υ κ.λπ. για την εκπόνηση της Ε.Α.Α.Τ..

3. Μετά τη σύνταξη της Ε.Α.Α.Τ. και εφόσον εγκριθεί η χωροθέτηση του Μ.Ι.Ε. κατά την παρ. 3 του άρθρου 6, το Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού συμμετέχει σε όλα τα στάδια περιβαλλοντικής αδειοδότησης από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, σύμφωνα με το ισχύον σχετικό νομοθετικό πλαίσιο. 

1. Ο αριθμός και η ειδικότητα του αναγκαίου επιστημονικού και εργατοτεχνικού προσωπικού για την εκτέλεση των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών στο πλαίσιο Μ.Ι.Ε. καθορίζεται με διοικητική πράξη της αρμόδιας Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς ή της Γενικής Διεύθυνσης Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών Έργων, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση των αρμόδιων Περιφερειακών Υπηρεσιών και κοινοποιείται στον Κύριο του Έργου μαζί με το χρονοδιάγραμμα των εργασιών, που μπορεί να τροποποιείται ανάλογα με την πορεία και το είδος των εργασιών που απαιτούνται σε κάθε στάδιο της αρχαιολο γικής έρευνας. Με την ίδια διαδικασία αυξάνεται ή μειώνεται ο αριθμός και επανακαθορίζεται η ειδικότητα του επιστημονικού και εργατοτεχνικού προσωπικού, ανάλογα με την πορεία των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών, το είδος και τον αριθμό των ευρημάτων.

2. Από το ανωτέρω προσωπικό, το εξήντα τοις εκατό (60) % κάθε επί μέρους κατηγορίας προσλαμβάνεται εφόσον διαθέτει εξειδικευμένη και συναφή εμπειρία τουλάχιστον τριών (3) ετών για τους αρχαιολόγους και έξι (6) μηνών για το υπόλοιπο προσωπικό. Για το υπόλοιπο σαράντα τοις εκατό (40) % κάθε επί μέρους κατηγορίας δεν απαιτείται εμπειρία. Η πρόσληψη του προσωπικού γίνεται από τον Κύριο του Έργου, ύστερα από έγγραφη σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων Περιφερειακών Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, και προσλαμβάνεται από αυτόν.

3. Αν για λόγους που παρεμποδίζουν την πορεία των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών επιβάλλεται η αντικατάσταση μέλους ή μελών του επιστημονικού και ερ γατοτεχνικού προσωπικού, εφαρμόζεται η προηγούμενη παράγραφος.

4. Οι αρχαιολογικές έρευνες και εργασίες στο πλαίσιο Μ.Ι.Ε. διενεργούνται από τις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων, οι οποίες θα αναφέρονται τακτικά στο Γραφείο σχετικά με την πορεία αυτών σε κάθε στάδιο εκτέλεσής τους. Οι εργαζόμενοι στα αρχαιολογικά έργα, καθώς και σε ενδεχόμενα έργα προστασίας και ανάδειξης μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων στο πλαίσιο εκτέλεσης Μ.Ι.Ε., υποχρεούνται να εκτελούν την εργασία που τους ανατίθεται λαμβάνοντας εντολές και οδηγίες από τους Προϊσταμένους των αρμοδίων Πε ριφερειακών Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, οι οποίοι ελέγχουν την πρόοδο και την καλή, εν γένει, εκτέλεση της εργασίας τους.

5. Ο Κύριος του Έργου υποχρεούται να αναφέρεται αναλυτικά και ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο Γραφείο σχετικά με τα πάσης φύσεως ζητήματα που προκύπτουν στο πλαίσιο εκτέλεσης αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών για την έγκαιρη αντιμετώπισή τους από τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού.

1. Με την ολοκλήρωση τυχόν σωστικής ανασκαφικής έρευνας στο σύνολο ή σε τμήματα του χώρου κατάληψης του βασικού και των συνοδών έργων, οι αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων οφείλουν να ενημερώσουν αυθημερόν το Γραφείο ώστε αυτό να προβεί στον προγραμματισμό των απαιτούμενων ενεργειών. Εν συνεχεία και εντός δεκαπέντε (15) ημερών, μέσα στην οποία ολοκληρώνεται η προκαταρκτική τεκμηρίωση και έκθεση των αποτελεσμάτων της αρχαιολογικής έρευνας, οι οικείες Εφορείες Αρχαιοτήτων καταθέτουν τεκμηριωμένο το σχετικό φάκελο στο Γραφείο ώστε το θέμα να εισαχθεί εκτάκτως ή κατ’ απόλυτη προτεραιότητα στην επόμενη προγραμματισμένη Συνεδρία του αρμόδιου κεντρικού γνωμοδοτικού οργάνου του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, Κ.Α.Σ. ή Κ.Σ.Ν.Μ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 του ν. 3028/2002. Η γνωμοδότηση συντάσσεται την επομένη της Συνεδρίας του αρμόδιου γνωμοδοτικού οργάνου του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού και προωθείται προς έκδοση η σχετική απόφαση, κατ’ απόλυτη προτεραιότητα.

2. Μετά την έκδοση της σχετικής απόφασης και εφόσον με αυτή επιτραπεί η συνέχιση των εργασιών εκτέλεσης του Μ.Ι.Ε., κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 έως 17 του ν. 3028/2002, το Γραφείο, σε συνεννόηση με τις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων, ενημερώνει τον Κύριο του Έργου για το χρονοδιάγραμμα των περαιτέρω αρχαιολογικών εργασιών, που τυχόν προβλέπονται σε αυτή, και για τον αριθμό και την ειδικότητα του επιστημονικού και εργατοτεχνικού προσωπικού που θα απαιτηθεί ώστε να τηρηθεί το οικείο χρονοδιάγραμμα. Μετά την ολοκλήρωση των ως άνω εργασιών οι αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων αποδίδουν εγγράφως, αμέσως και χωρίς καμμία καθυστέρηση ελεύθερο τον χώρο στον Κύριο του Έργου για τη συνέχιση των εργασιών σύμφωνα με τους όρους της προαναφερόμενης απόφασης και ενημερώνουν σχετικά το Γραφείο.

1. Σε περίπτωση αποδεδειγμένης παράβασης των άρθρων του Μνημονίου Συναντίληψης και Συνεργασίας, εκτός από τις κυρώσεις της κείμενης νομοθεσίας, και ιδίως του ν. 3028/2002, επιβάλλονται για τις παρακάτω παραβάσεις α΄ έως ζ΄ οι εξής κυρώσεις:
α) Σε περίπτωση καταστροφής αρχαιοτήτων με υπαιτιότητα του επιβλέποντος αρχαιολόγου πεδίου ή του Κυρίου του Έργου επιβάλλονται οι ποινικές κυρώσεις οι οποίες προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 56 του ν. 3028/2002, μη αποκλειομένης αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του Α.Κ..
β) Αν δεν δηλωθούν αμέσως οι αρχαιότητες που εντοπίζονται στο πλαίσιο εκτέλεσης του έργου, με υπαιτιότητα του Κυρίου του Έργου ή των εργαζομένων στο έργο εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 58 του ν. 3028/2002, μη αποκλειόμενης αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του Α.Κ.. γ) Αν δεν τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα με υπαιτιότητα του Κυρίου του Έργου, το χρονοδιάγραμμα των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών παύει να είναι δεσμευτι κό και αναστέλλονται, με απόφαση της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, όλες οι σχετικές προθεσμίες, που ορίζονται στο Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας, για ισόχρονο διάστημα με εκείνο που περιλαμβάνεται στο αρχικά συμφωνηθέν χρονοδιάγραμμα, από τα συμβαλλόμενα μέρη.
δ) Αν παρακωλύεται το έργο της Εφορείας Αρχαιοτήτων, για την εκτέλεση των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών, με ευθύνη του Κυρίου του Έργου, και υπό την επιφύλαξη των προβλεπόμενων ποινικών κυρώσεων, θα παρατείνεται ο χρόνος διακοπής των εργασιών του Έργου για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η παρακώλυση του έργου της Εφορείας Αρχαιοτήτων μη αποκλειόμενης αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του Α.Κ..
ε) Αν ο Κύριος του Έργου αρνηθεί να χρηματοδοτήσει τις εργασίες συντήρησης, ταξινόμησης, αποθήκευσης και καταγραφής του υλικού με σκοπό τη δημοσίευση, με τά το πέρας της σωστικής ανασκαφικής έρευνας, σύμφωνα με το Μνημόνιο, τότε αναστέλλονται οι εργασίες του Έργου μέχρι την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Κυρίου του Έργου για τη χρηματοδότηση των συγκεκριμένων εργασιών, μη αποκλειόμενης κάθε άλλης αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Κ., αλλά και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του ν. 3028/2002. στ) Αν δεν υποβάλλονται από τον Κύριο του Έργου στις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων, εντός των οριζομένων στο Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας προθεσμιών, οι εκθέσεις σχετικά με την πορεία των ερευνών και εργασιών, ο χρόνος διακοπής των εργασιών του Έργου θα παρατείνεται για όσο χρονικό διάστημα συντρέχει καθυστέρηση υποβολής των σχετικών εκθέσεων, μη αποκλειόμενης κάθε άλλης απαίτησης προς α ποζημίωσης με βάση τις διατάξεις του Α.Κ., ενώ παράλληλα θα αντικαθίσταται άμεσα ο επιβλέπων αρχαιολόγος πεδίου.

2. Αν διαπιστωθεί από πλευράς της οικείας Εφορείας Αρχαιοτήτων ότι ο υπεύθυνος αρχαιολόγος προκαλεί αποδεδειγμένα και υπαίτια προσκόμματα στην εκτέλεση των εργασιών του Έργου, αντικαθίσταται με τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων. 

Με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν θίγεται η εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3028/2002, καθώς και των λοιπών διατάξεων για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Η παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3489/2006 (Α΄ 205) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Τα όρια της Ζ.ΚΑΙ.Θ. καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας «Αλεξάνδρεια Ζώνη Καινοτομίας Α.Ε.» (Α.Ζ.Κ.) και του Οργανισμού Θεσσαλονίκης του άρθρου 5 του ν.1561/1985 (Α΄148).
Για την εκπλήρωση του σκοπού της Α.Ζ.Κ. μπορεί να παραχωρούνται σε αυτή χώροι προς χρήση. Αν η παραχώρηση γίνεται από ιδιωτικούς φορείς, υπογράφεται σχετικό μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων του φορέα παραχώρησης και της Α.Ζ.Κ..»

1. Η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3489/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Το Στρατηγικό Σχέδιο καταρτίζεται απο το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας με την επωνυμία «Αλεξάνδρεια Ζώνη Καινοτομίας Α.Ε.» ύστερα από γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ανάπτυξης της Ζ ΚΑΙ Θ. Το Στρατηγικό Σχέδιο εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την ίδια διαδικασία μπορεί να τροποποιείται το Στρατηγικό Σχέδιο.»

2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 3489/2006 αναδιατυπώνεται ως εξής:
«3. Με απόφαση του Δ.Σ. της εταιρείας, μπορεί να εξειδικεύονται τα έργα που αναφέρονται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1, να ορίζονται οι αρμόδιοι φορείς, το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης των έργων αυτών, οι πηγές χρηματοδότησής τους και να ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα.»

3. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν. 3489/2006 η φράση «Επιτροπή Επιτροπείας Ανάπτυξης» αντικαθίσταται με τη φράση «Συμβουλευτική Επιτροπή Ανάπτυξης».

Το άρθρο 3 του ν. 3489/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 3 Ίδρυση Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «Αλεξάνδρεια Ζώνη Καινοτομίας Α.Ε.»
1. Ιδρύεται ανώνυμη εταιρεία με τη επωνυμία «Αλεξάνδρεια Ζώνη Καινοτομίας Α.Ε.» («Εταιρεία»), με έδρα τη Θεσσαλονίκη, η οποία εποπτεύεται από τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Η εταιρεία επιδιώκει σκοπούς κοινωφελείς και δημοσίου συμφέροντος και έχει ως κύρια αποστολή τη διαχείριση και την ανάπτυξη της Ζ.ΚΑΙ.Θ.. Η εταιρεία δεν υπάγεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται κάθε φορά, και λειτουργεί με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, στο πλαίσιο των διατάξεων του παρόντος νόμου και του καταστατικού της και συμπληρωματικά, των διατάξεων του κ.ν. 2190/1920 (Α΄37), εξαιρείται δε από τις διατάξεις του ν. 3429/2005 (Α΄ 314).
2. Η διοίκηση της εταιρείας, η οργάνωση και η λειτουργία της, οι αρμοδιότητες των οργάνων της και κάθε ειδικότερο θέμα ρυθμίζονται με το καταστατικό της, το οποίο καταρτίζεται από το Δ.Σ. αυτής και εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την ίδια διαδικασία τροποποιείται το καταστατικό της Εταιρείας.»

1. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 3489/2006 αναδιατυπώνεται ως εξής:
«Για την άσκηση των δικαιωμάτων του ως μετόχου, το Δημόσιο εκπροσωπείται από τους Υπουργούς Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.»

2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3489/2006 (Α΄ 205) αναδιατυπώνεται ως εξής:
«Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, το Δημόσιο μπορεί να μεταβιβάζει τις μετοχές του σε οποιοδήποτε πρόσωπο από τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, προτιμώμενων, μεταξύ αυτών, των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου.» 

Το άρθρο 6 του ν. 3489/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 6 Οργάνωση και Λειτουργία της Εταιρείας
1. Για την οργάνωση και λειτουργία της εταιρείας καταρτίζονται οι ακόλουθοι κανονισμοί:
α) Ο Κανονισμός Εσωτερικής Λειτουργίας. Με τον Κανονισμό αυτόν καθορίζεται η οργανωτική δομή της εταιρείας, ο αριθμός του προσωπικού της εταιρείας, η κατανομή αυτού σε κατηγορίες, κλάδους και ειδικότητες, τα καθήκοντά του, η ευθύνη του κατά την άσκηση των καθηκόντων του, τα κριτήρια αξιολόγησής του, η εξέλιξή του, τα κλιμάκια αμοιβών και αποδοχών, η εκπαίδευση και η επιμόρφωσή του και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Ο Κανονισμός Εσωτερικής Λειτουργίας καταρτίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας και εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.
β) Ο Κανονισμός Μισθώσεων. Οι μισθώσεις ακινήτων που ανήκουν κατά κυριότητα στην εταιρεία ή παραχωρούνται σε αυτή με οποιαδήποτε έννομη σχέση εξαιρούνται από τις διατάξεις του π.δ. 34/1995 (Α΄ 30). Οι μισθώσεις αυτές διέπονται από τις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού και των άρθρων 574 έως 618 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.). Ο Κανονισμός Μισθώσεων καταρτίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας και εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Α νάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.
2. Οι συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που συνάπτει η εταιρεία διέπονται από τις διατάξεις που διέπουν τις αντίστοιχες συμβάσεις του Δημοσίου και των νομικών προσώπων και επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα.
3. Οι συμβάσεις εκτέλεσης έργων που συνάπτει η εταιρεία διέπονται από τις διατάξεις που διέπουν τις αντίστοιχες συμβάσεις του Δημοσίου και των νομικών προσώπων και επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα.
4. Η εταιρεία μπορεί, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της, να συνάπτει προγραμματικές συμβάσεις με φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για την εκτέλε ση, τη διοίκηση και το συντονισμό των πάσης φύσεως έργων της αρμοδιότητάς της.»

Το άρθρο 7 του ν. 3489/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 7 Όργανα Διοίκησης της Εταιρείας
1. Όργανα διοίκησης της εταιρείας αποτελούν η Γενική Συνέλευση και το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) αυτής.
2. Η Γενική Συνέλευση είναι το ανώτατο όργανο της εταιρείας και ασκεί τις αρμοδιότητες που ορίζονται στον παρόντα νόμο, στο καταστατικό της εταιρείας και, συμπληρωματικά, στις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920.
3. Η εταιρεία διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από επτά μέλη κατ’ ανώτατο όριο, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, ιδιότητες οι οποίες συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο. Η παράλληλη άσκηση καθηκόντων Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου από το ίδιο πρόσωπο δεν θεμελιώνουν δικαίωμα για πρόσθετη αμοιβή. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μπορεί να προέρχονται από τον επιχειρηματικό, τον επιστημονικό τεχνικό και τον ερευνητικό χώρο, καθώς και από το χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και πρέπει να διακρίνονται για το επιστημονικό κύρος, τις ειδικές γνώσεις και την εμπειρία τους επί θεμάτων που ορίζονται από το σκοπό της εταιρείας.
4. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τακτικά και αναπληρωματικά, διορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, ύστερα από πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος που δημοσιοποιείται. H θητεία τους είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται μία φορά, για ίσο χρόνο.
5. Για την ανάληψη της θέσης του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου απαιτείται, τουλάχιστον, πτυχίο πανεπιστημιακού ιδρύματος της ημεδαπής ή ισότιμου και αντίστοιχου ιδρύματος της αλλοδαπής και υπηρεσία επί πέντε (5) τουλάχιστον έτη σε θέση αυξημένης ευθύνης στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Το πρόσωπο αυτό ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ύστερα από δημόσια προκήρυξη της θέσης. Η προκήρυξη γίνεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Στην ίδια απόφαση καθορίζεται η διαδικασία και τα κριτήρια της επιλογής του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας καθορίζεται η αποζημίωση του Προέδρου και του Διευθύνοντος Συμβούλου και των μελών του Δ.Σ. της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα του άρθρου 2 του ν. 3899/2010 (Α΄ 212).
7. Το Δ.Σ. της εταιρείας εποπτεύει και ελέγχει τη διαχείριση της περιουσίας της και ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον παρόντα νόμο, στο καταστατικό της εταιρείας και, συμπληρωματικά, στις σχετικές διατάξεις του κ.ν. 2190/1920. Το Διοικητικό Συμβούλιο συνέρχεται, συνεδριάζει και αποφασίζει σύμφωνα με το καταστατικό της εταιρείας.»

Η παράγραφος 2 του άρθρου 8 του ν. 3489/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Από την έναρξη της λειτουργίας της εταιρείας μπορεί να αποσπάται σε αυτή προσωπικό, με ειδικά προσόντα ή εμπειρία, από δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, οργανισμούς και επιχειρήσεις του ευρύτερου δημοσίου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται κάθε φορά.
Οι αποσπάσεις διενεργούνται με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μετά από αίτημα του Δ.Σ. της εταιρείας και του ενδιαφερόμενου και κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων.
Οι αποσπώμενοι στην εταιρεία λαμβάνουν από αυτήν το σύνολο των αποδοχών και των πάσης φύσεως γενικών ή ειδικών επιδομάτων, που αντιστοιχούν στην οργανική τους θέση, πλην αυτών που συνδέονται με την ενεργό άσκηση των καθηκόντων τους.
Στο προσωπικό της εταιρείας περιλαμβάνεται και μία θέση νομικού συμβούλου με πάγια αντιμισθία.
Η πρόσληψη του νομικού συμβούλου πραγματοποιείται από το Δ.Σ. της εταιρείας, μετά από δημόσια προκήρυξη της θέσης, και εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυ ξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.»

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 10 του ν. 3489/2006 αναδιατυπώνεται ως εξής:
«1. Η εταιρεία, πέρα από την εποπτεία που ασκείται κατά τον κ.ν. 2190/1920, υπόκειται στην εποπτεία του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.

2. Στην περίπτωση α΄ της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 3489/2006, μετά τη λέξη «αναθεωρείται» διαγράφεται η φράση «με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Μακεδονίας Θράκης» και προστίθεται η φράση «με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας».

Το άρθρο 13 του ν. 3489/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 13 Συμβουλευτική Επιτροπή Ανάπτυξης
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας «Αλεξάνδρεια Ζώνη Καινοτομίας Α.Ε.» συνεπικουρείται στο έργο του από την Επιτροπή Εποπτείας Ανάπτυξης της Ζ.ΚΑΙ.Θ., η οποία λειτουργεί χωρίς οποιαδήποτε αποζημίωση ως συμβουλευτικό όργανο.
2. Η Επιτροπή συνιστάται στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και αποτελείται έως δεκαπέντε μέλη, τα οποία μπορούν να προέρχονται από τον επιχειρηματικό, τον επιστημονικό τεχνικό και τον ερευνητικό χώρο, τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό, και πρέπει να διακρίνονται για τις ειδικές γνώσεις και την εμπειρία τους επί θεμάτων που ορίζονται από το σκοπό της εταιρείας.
3. Τα μέλη της Επιτροπής ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ύστερα από δημόσια προκήρυξη της θέσης. H θητεία τους είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται. Με όμοια απόφαση ορίζεται ο Πρόεδρος της Επιτροπής και ο αναπληρωτής του.
4. Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στην παράγραφο 3, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος, μπορεί να μεταβάλλεται η σύνθεση των μελών της Επιτροπής με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.
5. Η Επιτροπή συνέρχεται τακτικά μία φορά κάθε έξι μήνες και εκτάκτως κατά την κρίση του Προέδρου της. Η γραμματειακή υποστήριξη του έργου της Επιτροπής διενεργείται από τους υπαλλήλους της εταιρείας.» 

Το άρθρο 14 του ν. 3489/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 14 Αρμοδιότητες της Επιτροπής
1. Η Επιτροπή αποτελεί όργανο κοινωνικού και επιστημονικού διαλόγου επί θεμάτων που αφορούν στο στρατηγικό σχεδιασμό και την εφαρμογή της πολιτικής βιώσιμης ανάπτυξης της Ζ.ΚΑΙ.Θ., καθώς και επί θεμάτων πολιτικής ανάπτυξης της έρευνας, της καινοτομίας, της διασύνδεσης των επιχειρήσεων με την έρευνα και την καινοτομία και της προώθησης της επιχειρηματικότητας σε καινοτόμους δραστηριότητες, προϊόντα και υπηρεσίες. Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της αποστολής της, συντάσσει προτάσεις και εισηγήσεις για τα θέματα του προηγούμενου εδαφίου σε τακτικά διαστήματα κατά τις προγραμματισμένες συνεδριάσεις της, και εκτάκτως μετά από αίτημα του Δ.Σ. ή του αρμόδιου Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Επίσης, η Επιτροπή μπορεί να διατυπώνει και εισηγήσεις προς τον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας επί: α) του περιεχομένου και της εφαρμογής του Στρατηγικού Σχεδίου Ανάπτυξης της Ζ.ΚΑΙ.Θ.,
β) του περιεχομένου και της εφαρμογής του επιχειρησιακού σχεδίου της εταιρείας,
γ) του ετήσιου προϋπολογισμού της εταιρείας, καθώς και της έκθεσης τεκμηρίωσής του, δ) του ετήσιου απολογισμού και των οικονομικών καταστάσεων της εταιρείας,
ε) της ετήσιας έκθεσης για την πορεία της έρευνας και της καινοτομίας στη Ζ.ΚΑΙ.Θ.,
στ) κάθε άλλου θέματος, για το οποίο ζητά τη συνδρομή της το Δ.Σ. ή ο Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.
2.Η Επιτροπή μπορεί να ζητά στοιχεία και πληροφορίες για θέματα που εμπίπτουν στην αποστολή της από κάθε φορέα του δημόσιου, ευρύτερου δημόσιου και ιδιωτικού φορέα της Ελλάδας ή του εξωτερικού. Ειδικά οι φορείς του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα οφείλουν να διαβιβάζουν τα αιτούμενα στοιχεία χωρίς καθυστέρηση .
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής μπορεί, κατά τις συνεδριάσεις της, να καλεί εκπροσώπους των φορέων του προηγούμενου εδαφίου, προκειμένου να αναπτύσσουν προφορικά, ενώπιόν της, τις απόψεις τους επί θεμάτων της αρμοδιότητάς τους.» 

1. Για τους σκοπούς των άρθρων 22 έως 33 εφαρμόζονται οι ορισμοί του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ IΙI, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος κεφαλαίου.

2. Βιομηχανικά προϊόντα, που καλύπτονται από τεχνική βιομηχανική νομοθεσία και τα οποία χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το σκοπό που προορίζονται, εγκαθί στανται και συντηρούνται κατάλληλα και τα οποία είτε δεν έχουν πλήρως συμμορφωθεί με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις είτε είναι πιθανόν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια χρηστών και καταναλωτών, αποσύρονται από την αγορά, περιορίζεται ή και απαγορεύεται η διαθεσιμότητά τους και ενημερώνονται σχετικά, όπου προβλέπεται, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη.

3. Οι αναγνωρισμένοι φορείς, τα εργαστήρια παροχής υπηρεσιών και οι κοινοποιημένοι φορείς που εμπλέκονται στην αξιολόγηση της συμμόρφωσης των προϊόντων, οφείλουν να ικανοποιούν πλήρως τις απαιτήσεις της τεχνικής νομοθεσίας που τους αφορούν και να τηρούν απαρέγκλιτα τις προϋποθέσεις λειτουργίας που τους επιβάλλονται.

1. Οι διατάξεις των άρθρων 22 έως 33 εφαρμόζονται σε όλα τα βιομηχανικά προϊόντα και τις υπηρεσίες ποιότητας, που καλύπτονται από την τεχνική βιομηχανική νομοθεσία του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ IV.

2. Το σύνολο της τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας στο οποίο βρίσκουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 22 έως 33 αποτυπώνεται αναλυτικά στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV, το οποίο μπορεί να τροποποιείται ή να επικαιροποιείται, με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, ανάλογα με την εξέλιξη και την επέκταση του πεδίου της τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας

1. Αρμόδια υπηρεσία για εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 22 έως 33 ορίζεται η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.

2. Με την αρμοδιότητά της αυτή και σε εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού 765/2008/ΕΚ «για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθμ. 339/93 του Συμβουλίου» η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας αποτελεί την Εθνική Αρχή Εποπτείας της Αγοράς για την Ελληνική Επικράτεια σε όλα τα βιομηχανικά προϊόντα και τις υπηρεσίες ποιότητας που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος.
Η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας είναι αρμόδια για το συντονισμό των λοιπών αρχών εποπτείας της αγοράς στο πλαίσιο του Κανονισμού 765/2008 ΕΚ για τις ανάγκες επικοινωνίας της Χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, ο Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας αναλαμβάνει την εκπροσώπηση της χώρας στα αντίστοιχα όργανα και επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συμμετέχει στις διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες που συνάπτει η χώρα για θέματα εποπτείας αγο ράς σε τομείς βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών ποιότητας.

3. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, η οποία εκδίδεται μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος εξειδικεύεται η οργανωτική, υλικοτεχνική και διοικητική υποδομή της αρμόδιας υπηρεσίας για την υποστήριξη και τη λειτουργία του συστήματος εποπτείας της αγοράς, οι αποζημιώσεις και λοιπές δαπάνες των ελεγκτών, καθώς και οι διαδικασίες για την οικονομική βιωσιμότητα του όλου συστήματος ε ποπτείας της αγοράς.

Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, μπορεί να ανατίθεται τμήμα της άσκησης των διαδικασιών ελέγχου και εργαστηριακής τεκμηρίωσης της εποπτείας της αγοράς σε υπηρεσίες ή φορείς του δημόσιου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 2190/1994 (Α΄28), μέσω προγραμματικής συμφωνίας στην οποία καθορίζονται επακριβώς τα πεδία ελέγχου, τα χρονοδιαγράμματα ελέγχου, καθώς και οι εργαστηριακές δοκιμές που κρίνονται κατά περίπτωση αναγκαίες για την τεκμηρίωση των διαδικασιών του ελέγχου. Στο τμήμα του έργου που ανατίθεται δεν περιλαμβάνεται η έκδοση διοικητικών πράξεων και η επιβολή κυρώσεων. 

1. Συνιστάται στη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Συντονιστικό Συμβούλιο Εποπτείας Αγοράς βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών ποιότητας.

2. Το Συντονιστικό Συμβούλιο Εποπτείας Αγοράς αποτελεί γνωμοδοτικό όργανο προς την Εθνική Αρχή εποπτείας της αγοράς για το συντονισμό των υπηρεσιών της διοίκησης, τον προγραμματισμό, την παρακολούθηση της υλοποίησης του ετήσιου προγράμματος και τον απολογισμό του ελεγκτικού συστήματος. Το Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, αποτελείται από έντεκα (11) μέλη, τα οποία ορίζονται για θητεία τριών (3) ετών και στη σύνθεσή του μετέχουν:
α. Ο Γενικός Γραμματέας Βιομηχανίας, ως Πρόεδρος.
β. Ο προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Βιομηχανικής Πολιτικής και Εποπτείας Φορέων της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας.
γ. Ο προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων του Υπουργείου Οικονομικών.
δ. Ο προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Προστασίας του Καταναλωτή.
ε. Ο προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης του Γενικού Χημείου του Κράτους. στ. Ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πολιτικής Ποιότητας της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας.
ζ. Ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πιστοποίησης της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνιών του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. η. Ένας εκπρόσωπος της Ελληνικής Ένωσης Διαπιστευμένων Φορέων Επιθεώρησης-Πιστοποίησης.
θ. Ένας εκπρόσωπος της Ελληνικής Ένωσης Εργαστηρίων.
ι. Ένας εκπρόσωπος της Ένωσης Εισαγωγέων Ελλάδας.
ια. Ένας εκπρόσωπος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών.
Η γραμματειακή και διοικητική υποστήριξη του Συμβουλίου παρέχεται από τη Διεύθυνση Πολιτικής Ποιότητας της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας.
Η σύνθεση του Συμβουλίου μπορεί να διευρύνεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.
Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους τα μέλη του Συμβουλίου έχουν υποχρέωση τήρησης των αρχών της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου υποχρεούνται στην τήρηση εμπιστευτικότητας εμπορικών πληροφοριών και μετά την εκούσια ή ακούσια αποχώρησή τους από το Συμβούλιο.

3. Το Συντονιστικό Συμβούλιο Εποπτείας Αγοράς έχει ως αρμοδιότητες:
α) Την παρακολούθηση του ετήσιου εθνικού προγράμματος εποπτείας αγοράς της χώρας μας στο πλαίσιο του Κανονισμού 765/2008/ΕΚ, τον ετήσιο απολογισμό του ελεγκτικού συστήματος και τη διατύπωση προτάσεων βελτίωσής του, τον οικονομικό απολογισμό του ετήσιου προγράμματος ελέγχων της αγοράς και την υποβολή τον Ιανουάριο κάθε έτους σχετικής έκθεσης προς τον Υ πουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.
β) Το συντονισμό και την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών και φορέων, που δραστηριοποιούνται στους τομείς αξιολόγησης της συμμόρφωσης, μετρολογίας, διαπίστευσης, πιστοποίησης, επι θεώρησης και εποπτείας της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων και των κλαδικών, επαγγελματικών και καταναλωτικών οργανώσεων για την άντληση των κατάλληλων πληροφοριών και στοιχείων στην άσκηση του ελέγχου.
γ) Την κατάρτιση και επικαιροποίηση κατευθυντήριων γραμμών, τη διενέργεια συγκρίσεων που σχετίζονται με τη λειτουργία των ρητρών διασφάλισης, την άσκηση προκαταρκτικών ή βοηθητικών δραστηριοτήτων σχετικών με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, την εφαρμογή προγραμμάτων τεχνικής βοήθειας και συνερ γασίας με τρίτες χώρες, καθώς και την προώθηση των πολιτικών που εφαρμόζονται στους εν λόγω τομείς σε κοινοτικό και διεθνές επίπεδο.
δ) Την εισήγηση και προώθηση δράσεων ενημέρωσης και προβολής για την εποπτεία της αγοράς οι οποίες υποβοηθούν, στηρίζουν, βελτιώνουν τους ελεγκτικούς μη χανισμούς του συστήματος και καλλιεργούν την αντίληψη στον καταναλωτή και το χρήστη για την ορθή συμβολή του ελέγχου της αγοράς στην παραγωγή, τη διακίνη ση και την εμπορία των προϊόντων.

4. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας εξειδικεύονται οι συναφείς αρμοδιότητες του Συντονιστικού Συμβουλίου Εποπτείας Αγοράς και τα ειδικότερα θέματα λειτουργίας του. Με όμοια απόφαση μπορούν να του ανατίθενται και επιπρόσθετες αρμοδιότητες.

1. Για την άσκηση των ελεγκτικών διαδικασιών και την πραγματοποίηση των ελέγχων στο πεδίο της αγοράς, η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας καταρτίζει και τηρεί Μη τρώο Εγκεκριμένων Ελεγκτών, το οποίο ανανεώνει και επικαιροποιεί ετησίως.
Όλα τα κλιμάκια των ελεγκτών που ασκούν ελέγχους σε φορείς και προϊόντα προέρχονται από το Μητρώο Εγκεκριμένων Ελεγκτών. Η ένταξη στο Μητρώο Εγκεκριμένων Ελεγκτών απαιτεί την εξειδικευμένη εκπαίδευση ή εμπειρία στους κανόνες και τις απαιτήσεις της εναρμονισμένης ευρωπαϊκής, καθώς και της εθνικής τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας.

2. Οι Ελεγκτές προέρχονται από το προσωπικό της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, των άλλων συναρμόδιων Υπουργείων, των αρμόδιων υπηρεσιών της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, των Ανεξαρτήτων Αρχών, καθώς και από το εξειδικευμένο προσωπικό των φορέων που σχετίζονται με το αντικείμενο του ελέγχου. Ελεγκτές μπορεί να είναι και ιδιώτες εμπειρογνώμονες με γνώση, εμπειρία και εξειδίκευση στο αντικείμενο του ελέγχου.

3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και, όπου απαιτείται, των συναρμόδιων Υπουργών, ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν στα κριτήρια και στο όργανο αξιολόγησης, στις διαδικασίες επιλογής των ελεγκτών, στα προγράμματα εκπαίδευσης και εξειδίκευσης αυτών, στην έγκριση της τεχνικής τους ε πάρκειας, στην κατάρτιση και στην επικαιροποίηση του Μητρώου, καθώς και στις διαδικασίες που τηρούνται για τη σύνθεση των κλιμακίων ελέγχου.

1. Για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης των βιομηχανικών προϊόντων με την ισχύουσα τεχνική βιομηχανική νομοθεσία η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας εκπονεί και εφαρμόζει σε ετήσια βάση πρόγραμμα ελέγχων στα χαρακτηριστικά των προϊόντων σε επαρκή κλίμακα και σε όλη τη γεωγραφική επικράτεια της χώρας. Οι έλεγχοι περιλαμβάνουν την εξέταση της τεχνικής τεκμηρίωσης, του τεχνικού φακέλου των προϊόντων, των άλλων συνο δευτικών εγγράφων τους, καθώς και μακροσκοπικούς και εργαστηριακούς ελέγχους, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο, έπειτα από τις σχετικές δειγματοληψίες. Στους ελέγχους αυτούς λαμβάνονται υπόψη οι βασικές απαιτήσεις της τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας, οι προδιαγραφές των προϊόντων, τα πρότυπα, η επικινδυνότητα των προϊόντων, οι ενδεχόμενες καταγγελίες καταναλωτών και χρηστών ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία
Η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας μπορεί να απαιτεί από τους οικονομικούς φορείς να θέτουν στη διάθεσή της τα σχετικά έγγραφα και πληροφορίες που κρίνει ανα γκαία για τους σκοπούς της διεξαγωγής της εποπτείας, συμπεριλαμβανομένης της εισόδου των ελεγκτών στις εγκαταστάσεις των οικονομικών φορέων και της λήψης των απαιτούμενων δειγμάτων προϊόντων.
Όταν οι οικονομικοί φορείς θέτουν στη διάθεση της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας εκθέσεις ελέγχου ή πιστοποιητικά που βεβαιώνουν τη συμμόρφωση και έ χουν εκδοθεί από διαπιστευμένο οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης, αυτή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τις ανωτέρω εκθέσεις και πιστοποιητικά.
Ειδικά στις περιπτώσεις διερεύνησης καταγγελιών, τηρούνται οι προθεσμίες που προβλέπονται στα άρθρα του Πρώτου Κεφαλαίου του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999). Το κόστος των απαιτούμενων για τη διερεύνηση της καταγγελίας εργαστηριακών δοκιμών βαρύνει τον καταγγέλλοντα σε περίπτωση αβάσιμης κα ταγγελίας και τον ελεγχόμενο σε περίπτωση βάσιμης καταγγελίας.

2. Οι εργαστηριακοί έλεγχοι που πραγματοποιούνται στα προϊόντα για τεκμηρίωση της συμμόρφωσής τους ως προς τις βασικές απαιτήσεις της τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας αποφασίζονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες ελέγχου της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας και της κατά περίπτωση συναρμόδιας Υπηρεσίας. Οι έλεγχοι διενεργούνται από διαπιστευμένα εργαστήρια ή, αν δεν υπάρχουν διαπιστευμένα, από εγκεκριμένα κατά περίπτωση εργαστήρια, όπως ορίζει η κείμενη τεχνική βιομηχανική νομοθεσία.

3. Αν τα προϊόντα φέρουν ή υπόκεινται στην υποχρέωση να φέρουν σήμανση CE, οι έλεγχοι που διενεργούνται πρέπει να καλύπτουν τις απαιτήσεις όλων των σχε τικών με το προϊόν διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας μπορεί, για τις ανάγκες των εργαστηριακών ελέγχων, να συνάπτει διμερείς συμβάσεις συνεργασίας με εργαστήρια, στις οποίες καθορίζονται τα πεδία και οι κατηγορίες των δοκιμών, το αναλυτικό κόστος των αναλαμβανομένων δοκιμών και οι χρόνοι παράδοσης των αποτελεσμάτων. Τα εργαστήρια της παραγράφου αυτής επιλέγονται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί συμβάσεων.

4. Αν δεν υπάρχουν διαπιστευμένα εργαστήρια στην Ελλάδα για την υλοποίηση των εργαστηριακών δοκιμών, μπορεί να επιλέγονται διαπιστευμένα εργαστήρια από άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα εργαστήρια αυτά μπορεί να επιλέγονται από τη διοίκηση και για λόγους αμεροληψίας και διαφάνειας ή ακόμα για συγκριτική αξιολόγηση δειγμάτων προϊόντων στις περιπτώσεις ενστάσεων από τους εμπλεκόμενους οικονομικούς φορείς.

1. Για την αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς στα βιομηχανικά προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας συνεργάζεται με τις κατά τόπους τελωνειακές αρχές.

2. Η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας, ως εθνική αρχή εποπτείας της αγοράς στα βιομηχανικά προϊόντα και τις υπηρεσίες ποιότητας που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος παρέχει προς τις τελωνειακές αρχές της Χώρας:
α) κάθε σχετική πληροφορία για προϊόντα ή κατηγορίες προϊόντων για τα οποία έχει διαπιστωθεί σοβαρός κίνδυνος ή μη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες διατάξεις της τεχνικής νομοθεσίας,
β) οδηγίες για την αποδέσμευση ή όχι βιομηχανικών προϊόντων, κατόπιν σοβαρής υπόνοιας ότι τα εν λόγω προϊόντα παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για τον χρήστη και τον καταναλωτή, ή το περιβάλλον,
γ) οδηγίες για τους ελέγχους που μπορούν να διενεργούνται κατά τη θέση προϊόντων τρίτων χωρών σε ελεύθερη κυκλοφορία, για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης προς τη σχετική κοινοτική και εθνική νομοθεσία.

3. Οι τελωνειακές αρχές παρέχουν στις υπηρεσίες εποπτείας αγοράς της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας κάθε σχετική με τα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα πληροφορία.

4. Οι τελωνειακές αρχές αναστέλλουν τη θέση ενός προϊόντος σε ελεύθερη κυκλοφορία στην κοινοτική αγορά και ενημερώνουν την εθνική αρχή εποπτείας αγοράς αν, κατά την πραγματοποίηση του ελέγχου, διαπιστωθεί ότι συντρέχει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες πε ριπτώσεις:
α) το προϊόν εμφανίζει χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν να δημιουργήσουν σοβαρές υπόνοιες ότι αυτό, ακόμα και με ορθή εγκατάσταση, συντήρηση και χρήση του, παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο για την υγεία, την ασφάλεια των καταναλωτών, το περιβάλλον ή τη δημόσια ασφάλεια,
β) το προϊόν δεν συνοδεύεται από την έγγραφη ή ηλεκτρονική τεκμηρίωση που απαιτείται από τη σχετική εθνική ή κοινοτική νομοθεσία ή δεν φέρει την επισήμανση που απαιτείται από την εν λόγω νομοθεσία,
γ) το προϊόν φέρει πλαστή σήμανση ή παραπλανητική σήμανση CE.

5. Αν η εθνική αρχή εποπτείας αγοράς διαπιστώσει ότι το προϊόν δεν παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια ή αν θεωρήσει ότι δεν παραβαίνει τις ισχύουσες απαιτήσεις της τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας, το προϊόν αποδεσμεύεται, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι υπόλοιπες απαιτήσεις και διατυπώσεις που αφορούν την αποδέσμευση.

6. Αν η εθνική αρχή εποπτείας αγοράς διαπιστώσει ότι το προϊόν παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο για την υγεία, την ασφάλεια, το περιβάλλον ή ότι το προϊόν δεν συμμορφώνεται με τη σχετική κοινοτική και εθνική νομοθεσία, ενημερώνει άμεσα τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές και λαμβάνονται μέτρα για την απαγόρευση της διάθε σης του προϊόντος στην αγορά.
Παράλληλα, τίθεται ειδική, κατά περίπτωση, επισήμανση, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 29 του Κανονισμού 765/2008/ΕΚ, στο εμπορικό τιμολόγιο και σε οποιοδήποτε άλλο συνοδευτικό έγγραφο του προϊόντος ή ακόμα και στο ίδιο το σύστημα επεξεργασίας των δεδομένων, εάν η επεξεργασία αυτών πραγματοποιείται ηλεκτρονικά.
Η ειδική επισήμανση τίθεται ακόμα και στις περιπτώσεις που το προϊόν δηλωθεί, εν συνεχεία, για άλλο τελωνειακό καθεστώς εκτός της θέσης σε ελεύθερη κυ κλοφορία, εφόσον βέβαια δεν υπάρχει αντίθετη άποψη της εθνικής αρχής εποπτείας αγοράς. Η εθνική αρχή μπορεί να αποφασίσει με βάση την αρχή της αναλογικότητας για την επανεξαγωγή ή για την καταστροφή ή για την αχρήστευση με άλλο τρόπο του προϊόντος.

 7. Αν η εθνική αρχή εποπτείας αγοράς διαπιστώσει ότι τα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα παρουσιάζουν ελλείψεις στην τεχνική τους τεκμηρίωση ή στην επισήμαν σή τους ή δεν παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες που επιβάλλεται να φέρουν από την τεχνική νομοθεσία, αναστέλλουν την ελεύθερη κυκλοφορία τους και ενημερώ νουν έγκαιρα τους εμπλεκόμενους οικονομικούς φορείς του άρθρου 31, προκειμένου να λάβουν το ταχύτερο δυνατόν μέτρα για την άρση των μη συμμορφώσεων. Αν η εθνική αρχή εποπτείας αγοράς διαπιστώσει την άρση των μη συμμορφώσεων, ενημερώνονται άμεσα οι τελωνειακές αρχές για την αποδέσμευση των προϊόντων.

1. Για την ευρεία και αποτελεσματική εφαρμογή των ελεγκτικών μηχανισμών η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας οφείλει να συνεργάζεται, όπως και να συμμετέχει από κοινού σε ελέγχους με τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου, τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, τη Γενική Γραμματεία Δημόσιων Έργων του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφο ρών και Δικτύων, το Γενικό Χημείο του Κράτους και το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος του Υπουργείου Οικονομικών, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, καθώς και με την Ελληνική Αστυνομία.

2. Για την παροχή στοιχείων που αφορούν στις ενδοκοινοτικές εμπορικές συναλλαγές ή στις συναλλαγές με τρίτες χώρες, αλλά και για τη λήψη στοιχείων ταυτότητας εισαγωγέων, παραγωγών, ή κατασκευαστών, η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας συνεργάζεται συνεχώς και αδιαλείπτως με τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών και τις υπηρεσίες της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.

3. Για τη βέλτιστη λειτουργία του συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών [RAPEX], που λειτουργεί στη χώρα μας σχετικά με τα επικίνδυνα ή μη ασφαλή προϊό ντα, σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αριθ. Ζ3/2810/ 2004 απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δικαιοσύνης και Μεταφορών και Επικοινωνιών (Β΄1885) και του Παραρτήματος ΙΙ αυτής, η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας οφείλει να συνεργάζεται και να παρέχει κάθε τεκμήριο, ενημέρωση ή πληροφορία με τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή.
Αν λαμβάνονται ή πρόκειται να ληφθούν επείγοντα μέτρα για παρεμπόδιση ή για τον περιορισμό ή για την υποβολή σε όρους της εμπορίας ή της χρήσης ενός προϊόντος ή μίας παρτίδας προϊόντος, η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας ενημερώνει αμελλητί τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή και παρέχει άμεσα κάθε στοιχείο για την τεκμηρίωση της σχετικής απόφασης λήψης των σχετικών μέτρων.

4. Η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας συνεργάζεται με τη Γενική Γραμματεία Επικοινωνιών του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, καθώς και την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων για τα θέματα αρμοδιότητάς τους, όπως αυτά απορρέουν από τις διατάξεις:
α) του ν. 3431/2006 (Α΄ 13)
β) του π.δ. 44/2002 (Α΄ 44) και
γ) της απόφασης 50268/5137/2007 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Μεταφορών και Επικοινωνιών (Β΄1853).

5. Η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας μεριμνά για την αυστηρή τήρηση της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών και στοιχείων του ελέγχου, εξασφαλίζει την προστασία τους και ασκεί τη δέουσα χρήση αυτών σε όλες τις περιπτώσεις και μόνο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων και της εποπτείας της αγοράς.

1. Οι υποχρεώσεις των κατασκευαστών, των εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων, των εισαγωγέων και των διανομέων, οι οποίοι υπόκεινται στις διατάξεις του παρό ντος νόμου, ορίζονται σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους.

2. Οι κατασκευαστές:
α) Εξασφαλίζουν ότι, κατά τη διάθεση των προϊόντων τους στην αγορά, αυτά είναι σχεδιασμένα και κατασκευασμένα σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται από τις διατάξεις της αντίστοιχης τεχνικής νομοθεσίας.
β) Καταρτίζουν την απαραίτητη τεχνική τεκμηρίωση και διενεργούν ή μεριμνούν για τη διενέργεια της εφαρμοστέας διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Όταν ολοκληρώνεται η συμμόρφωση του προϊόντος με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις, οι κατασκευαστές καταρτίζουν δήλωση συμμόρφωσης ΕΚ και θέτουν τη σήμανση συμμόρφωσης στο προϊόν.
γ) Φυλάσσουν την τεχνική τεκμηρίωση και τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΚ για όσο χρονικό διάστημα προβλέπεται στην αντίστοιχη τεχνική νομοθεσία, αφότου διατεθεί το προϊόν στην αγορά, η οποία είναι ανάλογη του κύκλου ζωής του προϊόντος και του επιπέδου κινδύνου του.
δ) Εξασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται οι αναγκαίες διαδικασίες, ώστε να διατηρείται η συμμόρφωση στο σύνολο της παραγωγής. Οι αλλαγές στο σχεδιασμό ή τα χαρα κτηριστικά του προϊόντος και οι αλλαγές στα εναρμονισμένα πρότυπα ή τις τεχνικές προδιαγραφές με βάση τις οποίες δηλώνεται η συμμόρφωση προϊόντος λαμβάνονται δεόντως υπόψη.
ε) Οι κατασκευαστές, όταν υπάρχουν υπόνοιες ότι το προϊόν παρουσιάζει κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, διενεργούν δοκιμές με δειγματοληψία στα προϊόντα που έχουν διατεθεί στην αγορά, ερευνούν τις σχετικές καταγγελίες και διατηρούν αρχείο με τις καταγγελίες τα προϊόντα για τα οποία διαπιστώθηκε μη συμμόρφωση και τις ενέργειες για τη συμμόρφωση ή την ανάκληση ή την απόσυρσή τους και ενημερώνουν σχετικά τους διανομείς.
στ) Εξασφαλίζουν ότι τα προϊόντα τους φέρουν αριθμό τύπου, παρτίδας ή σειράς ή όποιο άλλο στοιχείο επιτρέπει την ταύτισή τους. Όταν δεν το επιτρέπει το μέγεθος ή η φύση του προϊόντος, οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες αυτές αναγράφονται στη συσκευασία ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν.
ζ) Σημειώνουν το όνομα, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία τους ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα τους και τη διεύθυνσή τους στο προϊόν ή, όταν δεν είναι δυνατόν, στη συσκευασία του ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν. Η διεύθυνση πρέπει να υποδεικνύει ένα μοναδικό σημείο στο οποίο μπορεί κάποιος να έρθει σε επαφή με τον κατασκευαστή.
η) Εξασφαλίζουν ότι το προϊόν συνοδεύεται από οδηγίες και πληροφορίες ασφάλειας γραμμένες στην ελληνική γλώσσα με τρόπο εύληπτο στους καταναλωτές και άλλους τελικούς χρήστες
θ) Οι κατασκευαστές που θεωρούν ή έχουν λόγο να πιστεύουν ότι το προϊόν που έχουν διαθέσει στην αγορά δεν συμμορφώνεται προς την εφαρμοστέα κοινοτική και εθνική νομοθεσία λαμβάνουν αμέσως τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση του προϊόντος, όπου αυτό είναι εφικτό, άλλως το αποσύρουν ή το ανακαλούν, κατά περίπτωση. Πέραν τούτου, όταν το προϊόν παρουσιάζει κίνδυνο, οι κατασκευαστές ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών στα οποία έχει καταστεί διαθέσιμο το προϊόν και παραθέτουν λεπτομέρειες για τη μη συμμόρφωση και τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.
ι) Οι κατασκευαστές παρέχουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός των αρχών αυτών, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του προϊόντος, στην ελληνική ή στην αγγλική γλώσσα. Συνεργάζονται με τις αρχές αυτές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να αποφευχθούν οι κίνδυνοι από τα προϊόντα που έχουν διαθέσει στην αγορά.

3. Οι εισαγωγείς:
α) Είναι υποχρεωμένοι να διαθέτουν στην αγορά μόνο συμμορφούμενα προϊόντα.
β) Διασφαλίζουν προτού διαθέσουν προϊόν στην αγορά ότι ο κατασκευαστής έχει διενεργήσει την κατάλληλη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης που προβλέπει η αντίστοιχη τεχνική νομοθεσία. Επίσης, διασφαλίζουν ότι ο κατασκευαστής έχει καταρτίσει την τεχνική τεκμηρίωση ότι το προϊόν φέρει την απαιτούμενη σήμανση ή τις απαιτούμενες σημάνσεις συμμόρφωσης, συνοδεύεται από τα απαιτούμενα έγγραφα και ότι ο κατασκευαστής έχει τηρήσει τις παραπάνω απαιτήσεις στ΄ και ζ΄ που τον αφορούν.
Εφόσον ο εισαγωγέας θεωρεί ότι το προϊόν δεν συμμορφούται προς την αντίστοιχη τεχνική νομοθεσία, τότε δεν μπορεί να διαθέσει το προϊόν στην αγορά πριν το προϊόν συμμορφωθεί. Επίσης, ο εισαγωγέας ενημερώνει σχετικά τον κατασκευαστή, καθώς και τις αρχές εποπτείας της αγοράς, όταν το προϊόν παρουσιάζει κίνδυνο.
γ) Σημειώνουν το όνομα, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία τους ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα τους και τη διεύθυνσή τους στο προϊόν ή, όταν δεν είναι δυνατόν, στη συσκευασία του ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν.
δ) Εξασφαλίζουν ότι το προϊόν συνοδεύεται από οδηγίες και πληροφορίες ασφάλειας, γραμμένες στην ελληνική γλώσσα με τρόπο εύληπτο στους καταναλωτές και άλλους τελικούς χρήστες.

4. Οι κατασκευαστές μπορούν να διορίζουν, με γραπτή εντολή, εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο. Οι υποχρεώσεις βάσει της παραγράφου 2, που τους αφορούν, και η κατάρτιση της τεχνικής τεκμηρίωσης δεν ανατίθενται σε εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο.
Οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι ασκούν τα καθήκοντα που προσδιορίζονται στην εντολή την οποία λαμβάνουν από τον κατασκευαστή. Η εντολή πρέπει τουλάχι στον να επιτρέπει στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο να:
α) τηρεί τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΚ και την τεχνική τεκμηρίωση στη διάθεση των εθνικών εποπτικών αρχών για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται,
β) παρέχει στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός των αρχών αυτών, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του προϊόντος,
γ) συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τυχόν ενέργειες που έγιναν προς αποφυγή των κινδύνων που ενέχουν τα προϊόντα που καλύπτει η εντολή τους.

5. Οι εισαγωγείς, όταν υπάρχουν υπόνοιες ότι το προϊόν παρουσιάζει κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, διενεργούν δοκιμές με δειγμα τοληψία στα προϊόντα που έχουν διατεθεί στην αγορά, ερευνούν τις σχετικές καταγγελίες και διατηρούν αρχείο με τις καταγγελίες, τα προϊόντα για τα οποία διαπιστώθηκε μη συμμόρφωση και τις ενέργειες για τη συμμόρφωση ή την ανάκληση ή την απόσυρσή τους και ενη μερώνουν σχετικά τους διανομείς.

6. Οι εισαγωγείς που θεωρούν ότι το προϊόν που έχουν διαθέσει στην αγορά δεν συμμορφώνεται με την εφαρμοστέα κοινοτική και εθνική νομοθεσία λαμβάνουν αμέσως τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση του προϊόντος, όπου αυτό είναι εφικτό, άλλως το αποσύρουν ή το ανακαλούν, κατά περίπτωση. Πέραν τούτου, όταν το προϊόν παρουσιάζει κίνδυνο, οι εισαγωγείς ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών στα οποία έχει καταστεί διαθέσιμο το προϊόν και παραθέτουν λεπτομέρειες για τη μη συμμόρφωση και τα διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.

7. Οι εισαγωγείς τηρούν για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΚ στη διάθεση των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της αγοράς και εξασφαλίζουν ότι ο τεχνικός φάκελος μπορεί να καταστεί διαθέσιμος στις εν λόγω αρχές, κατόπιν αιτήματός τους.

8. Οι εισαγωγείς παρέχουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος των αρχών αυτών, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαι τούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του προϊόντος στην ελληνική ή στην αγγλική γλώσσα. Συνεργάζονται με τις αρχές, αυτές κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να αποφευχθούν οι κίνδυνοι από τα προϊόντα που έχουν διαθέσει στην αγορά.

9. Οι διανομείς:
α) Ενεργούν με τη δέουσα προσοχή σε σχέση με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις όταν καθιστούν διαθέσιμο προϊόν στην αγορά.
β) Επαληθεύουν, προτού καταστήσουν το προϊόν διαθέσιμο στην αγορά, ότι αυτό φέρει τις απαιτούμενες σημάνσεις, ότι συνοδεύεται από τα απαιτούμενα έγγραφα, καθώς και τις οδηγίες και τις πληροφορίες ασφάλειας γραμμένες στην ελληνική γλώσσα με τρόπο εύληπτο στους καταναλωτές και άλλους τελικούς χρήστες και ότι ο κατασκευαστής και ο εισαγωγέας έχουν τηρήσει τις υποχρεώσεις που τους αφορούν. Όταν οι διανομείς θεωρούν ότι το προϊόν δεν συμμορφούται προς την αντίστοιχη τεχνική νομοθεσία, τότε μπορούν να καταστήσουν διαθέσιμο το προϊόν στην αγορά αφού αυτό συμμορφωθεί με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις της σχετικής νομοθεσίας.
Οι διανομείς ενημερώνουν επίσης αμελλητί τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, καθώς και τις αρχές εποπτείας της αγοράς, όταν το προϊόν παρουσιάζει κίνδυνο.
γ) Εξασφαλίζουν ότι, για όσο χρόνο το προϊόν βρίσκεται υπό την ευθύνη τους, οι συνθήκες αποθήκευσης ή μεταφοράς δεν θέτουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωσή του με τις απαιτήσεις της σχετικής νομοθεσίας.
δ) Οι διανομείς που θεωρούν ότι το προϊόν που έχουν καταστήσει διαθέσιμο στην αγορά δεν συμμορφώνεται προς την εφαρμοστέα κοινοτική και εθνική νομοθεσία διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση του προϊόντος, όπου αυτό είναι εφικτό, άλλως το αποσύρουν ή το ανακαλούν, κατά περίπτωση. Πέραν τούτου, όταν το προϊόν παρουσιάζει κίνδυνο, οι διανομείς ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό τις αρμόδιες εθνικές αρχές και παραθέτουν λεπτομέρειες για τη μη συμμόρφωση και τα διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.
ε) Οι διανομείς παρέχουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός των αρχών αυτών, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του προϊό ντος. Συνεργάζονται με τις αρχές αυτές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να αποφευχθούν οι κίνδυνοι από τα προϊόντα που έχουν καταστήσει διαθέσιμα στην αγορά.

10. Ένας εισαγωγέας ή διανομέας θεωρείται κατασκευαστής για τους σκοπούς του παρόντος νόμου και συνεπώς υπόκειται στις υποχρεώσεις του κατασκευαστή σύμφωνα με την παράγραφο 2, όταν διαθέτει προϊόν στην αγορά με το όνομα ή το εμπορικό σήμα του ή διαφοροποιεί προϊόν που διατίθεται ήδη στην αγορά κατά τρόπο που μπορεί να θίξει τη συμμόρφωση προς τις εφαρμοστέες απαιτήσεις.

11. Οι οικονομικοί φορείς αναφέρουν, εάν ζητηθεί, στις αρχές εποπτείας της αγοράς και για όσο χρονικό διάστημα προβλέπει η αντίστοιχη νομοθεσία την ταυτό τητα των κατωτέρω:
α) κάθε οικονομικού φορέα ο οποίος τους έχει προμηθεύσει προϊόν·
β) κάθε οικονομικού φορέα στον οποίο έχουν προμηθεύσει προϊόν.

12. Άρνηση των κατασκευαστών, των εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων, των εισαγωγέων και των διανομέων να συνεργαστούν με τα εντεταλμένα όργανα ελέγχου κατά την άσκηση των ελέγχων στις εγκαταστάσεις τους, παρεμπόδιση της εισόδου των οργάνων στους χώρους παραγωγής, αποθήκευσης ή διάθεσης προϊόντων ή άρνηση ανταπόκρισης στα αιτήματα των αρμόδιων αρχών για παροχή πληροφοριών και στοιχείων του προϊόντος, άρνηση για τη λήψη διορθωτικών μέτρων προς άρση των μη συμμορφώσεων ή για τη λήψη μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας στα προϊόντα που έχουν διαθέσει στην αγορά, επισύρει διοικητικές κυρώσεις των υπευθύνων, σύμφωνα με το επόμενο άρθρο.

13. Οι κατασκευαστές και οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποί τους φυλάσσουν και τηρούν, στη διάθεση των αρμόδιων ελεγκτικών Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, την τεχνική τεκμηρίωση και τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΚ για χρονικό διάστημα ανάλογο του κύκλου ζωής του προϊόντος και πάντως όχι λιγότερο από δέκα χρόνια, αφότου διατεθεί το προϊόν στην αγορά. Οι εισαγωγείς φυλάσσουν και τηρούν αντίστοιχα, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΚ και εξασφαλίζουν ότι ο τεχνικός φάκελος μπορεί να καταστεί διαθέσιμος στις εν λόγω υπηρεσίες, κατόπιν αιτήματός τους.

1. Αν το ελεγχόμενο προϊόν δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις της τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας του Παραρτήματος IV εκδίδεται, ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας Διεύθυνσης της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας για την προσωρινή απαγόρευση της κυκλοφορίας και διάθεσης στην αγορά ή την οριστική απαγόρευση ή απόσυρση, εφόσον από τα αποτελέσματα των εργαστηριακών ελέγχων διαπιστώνεται ότι το προϊόν δεν συμμορφώνεται με τις α παιτήσεις της οικείας νομοθεσίας.

2. Στους οικονομικούς φορείς του άρθρου 31, τα προϊόντα των οποίων, μετά από αιτιολογημένη διαπίστωση των αρμόδιων υπηρεσιών, δεν συμμορφώνονται προς τις διατάξεις της τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας του Παραρτήματος IV, ή στους οικονομικούς φορείς που δεν συνεργάζονται με τις αρμόδιες υπηρεσίες εποπτείας της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας κατά την άσκηση των ελέγχων ή αρνούνται τη λήψη μέτρων άρσης της μη συμμόρφωσης ή τη λήψη μέτρων περιορισμού της διάθεσης και κυκλοφορίας των μη συμμορφούμενων προϊόντων, επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους.

3. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται στους οικονομικούς φορείς οι οποίοι παραβαίνουν τη νομοθεσία είναι ανάλογες:
α) της σοβαρότητας της μη συμμόρφωσης του προϊόντος,
β) της επικινδυνότητας του προϊόντος,
γ) του βαθμού άρνησης της συνεργασίας με τις αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες,
δ) των επιπτώσεων του τυχόν προκληθέντος ατυχήματος και
ε) των υποτροπών που αυτοί παρουσιάζουν στις δραστηριότητές τους.

4. Οι διοικητικές κυρώσεις στους παραβάτες οικονομικούς φορείς επιβάλλονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ύστερα α πό εισήγηση των ελεγκτικών υπηρεσιών για την εποπτεία της αγοράς της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας.
Αν η μη συμμόρφωση προϊόντων έχει ως ενδεχόμενο σοβαρή επίπτωση για την ασφάλεια και υγεία του χρήστη ή καταναλωτή, οι επιβαλλόμενες διοικητικές κυρώσεις μπορούν να ανέλθουν μέχρι και του ποσού των πε ντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ. Το προηγούμενο εδάφιο ισχύει και σε περίπτωση υποτροπής για παραβάσεις των άρθρων 22 έως 33. Το επιβληθέν ποσό δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εκατονταπλάσιου της αξίας του προϊόντος ή του δεκαπλάσιου της εκτιμώμενης ζημίας του ατυχήματος.

5. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας εξειδικεύονται τα κριτήρια και η διαδικασία επιβολής κυρώσεων, καθώς και ο τρόπος κλιμάκωσης των διοικητικών κυρώσεων της προηγούμενης παραγράφου. Με την έκδοση της απόφασης αυτής παύουν να ισχύουν οι διατάξεις για την επιβολή κυρώσε ων που προβλέπονται στην τεχνική βιομηχανική νομοθεσία, όπως αυτή αποτυπώνεται στο Παράρτημα IV.

6. Η επιβολή των κυρώσεων του παρόντος άρθρου τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπουν ειδικότεροι νόμοι όπως, ο Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας (ν. 2960/2001) και οι περί λαθρεμπορίας διατάξεις.

1. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων εντός της εσωτερικής αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εφαρμόζεται στα προϊόντα που δεν υπόκεινται στην κοινοτική νομοθεσία εναρμόνισης ή σε πτυχές των προϊόντων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσία αυτής.

2. Εθνικό σημείο επαφής για τα προϊόντα που δεν υπόκεινται σε κοινοτική νομοθεσία εναρμόνισης, με βάση τις απαιτήσεις και την έννοια των διατάξεων του Κανονι σμού 764/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Ιουλίου 2008 «για τη θέσπιση διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων εθνικών τεχνικών κανόνων στα προϊόντα που κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά άλλου κράτους μέλους και για την κατάργηση της Απόφασης αριθ. 3052/95/ΕΚ» ορίζεται η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, η οποία λειτουργεί για το σκοπό αυτόν ως εθνικός συντονιστής των ενεργειών που αφορούν στην εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού. Οι κατά περίπτωση ορισθείσες αρμόδιες ελληνικές αρχές για τα προϊόντα, τα οποία εμπί πτουν στο πλαίσιο εφαρμογής του Κανονισμού 764/2008/ΕΚ, οφείλουν να παρέχουν προς το εθνικό σημείο επαφής κάθε στοιχείο που είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων του και να το ενημερώνουν σε κάθε περίπτωση αναστολής κυκλοφο ρίας προϊόντος που αποφασίζεται σε εφαρμογή εθνικού κανόνα εντός του πλαισίου που ορίζει ο Κανονισμός 764/2008/ΕΚ. Το εθνικό σημείο επαφής εκπροσωπεί τη χώρα στα ευρωπαϊκά και διεθνή όργανα και επιτροπές για όλα τα θέματα Αμοιβαίας Αναγνώρισης

3. Το εθνικό σημείο επαφής για τα προϊόντα συνεργάζεται με τις επί μέρους ορισθείσες αρμόδιες ελληνικές αρχές για τα προϊόντα και ιδιαίτερα για τα θέματα που αφορούν:
α. στη διεκπεραίωση των καθηκόντων του ως σημείου επαφής,
β. στην ενημέρωση των οικονομικών φορέων, με χρήση κάθε πρόσφορου μέσου,
γ. στη σύνταξη της ετήσιας έκθεσης,
δ. στην αντιμετώπιση ζητημάτων που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του Κανονισμού 764/2008/ΕΚ.

4. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται η υπ’ αριθμ. Β 2366/144/26.1.1998 απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Ανάπτυξης (Β΄ 59) και η υπ’ αριθμ. 10581/1015/19.5.2005 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης (Β΄ 706).

Για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 34 έως και 42, οι πιο κάτω αναφερόμενοι όροι έχουν την ακόλουθη έννοια:
α) «Εξωτερικό εμπόριο» νοείται η άσκηση εμπορικής δραστηριότητας για την αποστολή ή μεταφορά προϊόντων από ή και προς την Ελληνική Επικράτεια, ανεξαρ τήτως αν η χώρα αποστολής ή προέλευσης βρίσκεται στο Τελωνειακό Έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εκτός αυτού. β) «Εισαγωγές» ή «εισαγωγικές δραστηριότητες» νοούνται οι εμπορικές δραστηριότητες αποστολής ή μεταφοράς προϊόντων προς την Ελληνική Επικράτεια από οποιαδήποτε άλλη χώρα, που βρίσκεται είτε στο Τελωνειακό Έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ενδοκοινοτικές αποκτήσεις), είτε εκτός αυτού.
γ) «Εξαγωγές» ή «εξαγωγικές δραστηριότητες» νοούνται οι εμπορικές δραστηριότητες αποστολής ή μεταφοράς προϊόντων από την ελληνική επικράτεια προς ο ποιαδήποτε άλλη χώρα, που βρίσκεται είτε στο Τελωνειακό Έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ενδοκοινοτικές αποστολές), είτε εκτός αυτού.
δ) «Εισαγωγέας» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με μόνιμη εγκατάσταση στην Ελληνική Επικράτεια, που ασκεί εισαγωγικές δραστηριότητες.
ε) «Εξαγωγέας» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με μόνιμη εγκατάσταση στην Ελληνική Επικράτεια, που ασκεί εξαγωγικές δραστηριότητες.

1. Εισαγωγική ή εξαγωγική δραστηριότητα δικαιούται να ασκεί κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί εμπορική δραστηριότητα και είναι εγγεγραμμένο στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3419/2005 «Εκσυγχρονισμός της Επιμελητηριακής Νομοθεσίας» (Α΄ 297), όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3853/2010 (A΄ 90).

2. Επίσης, δικαιούνται να ασκούν εξαγωγική δραστηριότητα:
α) Οι εγγεγραμμένοι στο Ενιαίο Μητρώο Εμπόρων Αγροτικών Προϊόντων, Εφοδίων και Εισροών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3955/2011 (Α΄ 89) και
β) Οι εγγεγραμμένοι στα Ειδικά Μητρώα Εξαγωγέων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 936/1979 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί εξωτερικού εμπορίου διατάξεων, ως και καταργήσεως συναφών διατάξεων» (Α΄ 144).

3. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται η υποχρέωση εγγραφής στα Μητρώα της περίπτωσης β΄ της προηγούμενης παραγράφου.

1. Για την εκπλήρωση διεθνών υποχρεώσεων της χώρας, που απορρέουν από διεθνείς Συμφωνίες ή από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλους διεθνείς οργανισμούς, είτε για λόγους δημοσίου συμφέροντος, που αφορούν στην προστασία των καταναλωτών σε θέματα δημόσιας υγείας και εθνικής ή δημόσιας ασφάλειας, ο Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, προκειμένου για εισαγωγές ή εξαγωγές από ή προς χώρα που βρίσκεται εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δύναται με αποφάσεις του:
α) Να απαγορεύει ή να περιορίζει, κατά ποσότητα ή κατά αξία, την εισαγωγή ή εξαγωγή οποιουδήποτε προϊόντος , είτε γενικά είτε κατά χώρες ή περιοχές.
β) Να εξαρτά την εισαγωγή ή εξαγωγή οποιουδήποτε προϊόντος από προηγούμενη άδεια του ιδίου ή άλλης αρχής ή οργάνου που ορίζεται από αυτόν.
γ) Να καθορίζει ειδικούς όρους, βάσει των οποίων μπορεί να επιτρέπεται η εισαγωγή ή εξαγωγή κάθε προϊόντος.
δ) Να καθορίζει τη διαδικασία και τον τρόπο έγκρισης της διενέργειας των εισαγωγών και εξαγωγών πλην εκείνων που αφορούν θέματα αρμοδιότητας των τελωνειακών υπηρεσιών.

 2. Ειδικότερες διατάξεις, που απαγορεύουν την εισαγωγή ή εξαγωγή ορισμένων προϊόντων ή επιτρέπουν αυτές βάσει προϋποθέσεων, δεν θίγονται από τον παρόντα νόμο.

 3. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού μπορεί να καθορίζονται θέματα απλοποίησης, επιτάχυνσης, άρσης εμποδίων και εκσυγχρονισμού των διαδικασιών ως προς τον τρόπο πραγματοποίησης των εισαγωγών και των εξαγωγών.

4. Αν η χώρα κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού μπορεί, στα εισαγόμενα ή εξαγόμενα προϊόντα από ή προς χώρες που βρίσκονται εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να καθορίζονται:
α) Ο τρόπος και η διαδικασία άσκησης ελέγχου των τιμών τους.
β) Ο τρόπος διενέργειας του ελέγχου συναλλάγματος γι’ αυτά.
γ) Ο τρόπος πληρωμής τους.
δ) Η παροχή εγγυήσεων για την τήρηση οποιωνδήποτε υποχρεώσεων που επιβάλλονται με τις διατάξεις των αποφάσεων του παρόντος άρθρου, καθώς και η άρση ή η κατάπτωση των εγγυήσεων αυτών υπέρ του Δημοσίου.

 5. Στους παραβάτες των διατάξεων των αποφάσεων, που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται από τον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας διοικητικές κυρώσεις, που συνίστανται είτε στην απαγόρευση άσκησης των δραστηριοτήτων τους για χρονικό διάστημα μέχρις ενός έτους είτε σε διοικητικό πρόστιμο μέχρι εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Με τις αποφάσεις του παρόντος άρθρου καθορίζονται τα κριτήρια για την κλιμάκωση των προβλεπομένων κυρώσεων. 

1. Στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας τηρείται Γενικό Μητρώο Εξαγωγών (ΓΕ.Μ.Ε.), σε ηλεκτρονική μορφή, στο οποίο καταχωρίζονται τα α ναγκαία στατιστικά στοιχεία για την παρακολούθηση της εξέλιξης των εξαγωγών της χώρας.

2. Στο ΓΕ.Μ.Ε. καταχωρίζονται ιδίως:
α) Το είδος και η ποσότητα των εξαγόμενων προϊόντων, καθώς και οι χώρες προορισμού τους,
β) ο χρόνος πραγματοποίησης των εξαγωγών και
γ) τα στοιχεία των εξαγωγέων. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας μπορεί να προβλέπεται η καταχώριση στο ΓΕ.Μ.Ε. και άλλων στοιχείων, που είναι απαραί τητα για την παρακολούθηση των εξαγωγών.

3. Το ΓΕ.Μ.Ε. διασυνδέεται με τις βάσεις δεδομένων που τηρούνται στις Ειδικές Υπηρεσίες ΓΕΜΗ των κατά τόπους Επιμελητηρίων, και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 του ν. 3419/2005 (Α΄ 297), όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3853/2010 (Α΄ 90). Το ΓΕ.Μ.Ε. αποτελεί Υποσύστημα Ενιαίου Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (Ε.Ο.Π.Σ.) του άρθρου 38.

4. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ρυθμίζονται τα θέματα σχετικά με τη διαλειτουργικότητα και τη διασύνδεση μεταξύ του ΓΕΜΗ και του ΓΕ.Μ.Ε., καθώς και τη διασύνδεση ή την ένταξη του ΓΕ.Μ.Ε. στο Ε.Ο.Π.Σ.. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μπορεί να ρυθμίζεται η διασύνδεση του ΓΕ.Μ.Ε. με τα αρχεία που τηρούνται από Συνδέσμους Εξαγωγέων ή και άλλες αρχές ή υπηρεσίες της χώρας, σχετικά με το εξωτερικό εμπόριο.

5. Τα εξαγόμενα από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είδη, που περιλαμβάνονται στο άρθρο 1 του ν. 2168/1993 (Α΄ 147), όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4928/2011 (Α΄ 242), και στους καταλόγους ελεγχόμενων προϊόντων διπλής χρήσης του Κανονισμού του Συμβουλίου της ΕΕ 428/2009 (L-134), που εν σωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με την υπ’ αριθ. 121837/Ε3/21837/28.9.2009 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (Β-2182/2009), καταγράφονται στο ΓΕ.Μ.Ε., μέσω ειδικών διαδικασιών, όπως ορίζει η ανωτέρω νομοθεσία, σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας. 

1. Στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας συνιστάται Ενιαίο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα (Ε.Ο.Π.Σ.) για Ηλεκτρονικές Υπηρεσίες Μιας Στάσης (Single Window) για τη διευκόλυνση των διαδικασιών Εξαγωγών και Εισαγωγών, μέσω του οποίου διενεργούνται υποχρεωτικά όλες οι απαραίτητες για τις εξαγωγές και εισαγωγές πράξεις, πλην αυτών που αφορούν τις τελωνειακές διαδικασίες.

2. Ειδικότερα, μέσω του Ε.Ο.Π.Σ. διενεργείται:
α) Η ηλεκτρονική υποβολή των σχετικών αιτήσεων και δικαιολογητικών από τις υπόχρεες επιχειρήσεις για την έκδοση από τις αρμόδιες υπηρεσίες των συναρμόδιων φορέων των αναγκαίων βεβαιώσεων, πιστοποιητικών, αδειών και άλλων προβλεπομένων από τη νομοθεσία εγγράφων.
β) Η ηλεκτρονική διεκπεραίωση των διαδικασιών έκδοσης από τις αρμόδιες υπηρεσίες των κατά περίπτωση προβλεπόμενων βεβαιώσεων, πιστοποιητικών, αδειών και των λοιπών προβλεπόμενων από τη νομοθεσία εγγράφων και η ηλεκτρονική παραλαβή τούτων από τους αιτούντες.

3. α) Το Ε.Ο.Π.Σ. διαλειτουργεί με το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Τελωνείων (Ο.Π.Σ.Τ.), καθώς και με πληροφοριακά συστήματα άλλων υπηρεσιών και φορέων.
β) Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν στη διασύνδεση και διαλειτουργικότητα του Ε.Ο.Π.Σ. με άλλα πληροφοριακά συστήματα.
γ) Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν τη διασύνδεση, διαλειτουργικότητα και ολοκλήρωση του Ε.Ο.Π.Σ. με το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Τελωνείων (Ο.Π.Σ.Τ.), ώστε τα δύο συστήματα να αποτελέσουν ένα ενιαίο πληροφοριακό σύστημα.

4. Το Ε.Ο.Π.Σ. παρέχει ολοκληρωμένη, κωδικοποιημένη και επικαιροποιημένη πληροφόρηση προς τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, φορείς, οργανισμούς και χρήστες, σχετικά με το εφαρμοστέο νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς και τις διαδικασίες έκδοσης των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δικαιολογητικών. Για το σκοπό αυτόν το Ε.Ο.Π.Σ. ενημερώνεται άμεσα από τις υπηρεσίες άλλων συναρμόδιων Υπουργείων και φορέων μετά από κάθε αλλαγή στο οικείο νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο.

5. Η Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας:
α) Aναλαμβάνει, με την υποστήριξη της ΜΟΔ ΑΕ (ν. 2372/1996, Α΄ 29, όπως ισχύει), την παροχή υπηρεσιών για διαδικτυακή σύνδεση του Ε.Ο.Π.Σ με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δημοσίου, την τεχνική υποστήριξη και επίλυση προβλημάτων λειτουργίας του εξοπλισμού και του λογισμικού υποδομής, τη συγκέντρωση, αξιολόγηση και διαχείριση των απαιτήσεων των χρηστών του Ε.Ο.Π.Σ., την ανάλυση και επεξεργασία του συνόλου του πληροφοριακού υλικού που απαιτείται για το σκοπό του παρόντος νόμου, τη συντήρηση και ανάπτυξη του επιχειρησιακού λογισμικού, την εκπαίδευση των χρηστών και τον έλεγχο και αξιολόγηση της αποτελεσματικής λειτουργίας του Ε.Ο.Π.Σ., την ανάλυση και τον προγραμματισμό για περαιτέρω βελτιώσεις της λειτουργίας και αποτελε σματικότητας του, καθώς και την υλοποίηση των σχετικών αναβαθμίσεων του.
β) Aσκεί την εποπτεία της αποτελεσματικής λειτουργίας του Ε.Ο.Π.Σ. για το σκοπό του παρόντος νόμου.

6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και των καθ’ ύλην αρμόδιων Υπουργών μπορεί να παρέχονται από το Ε.Ο.Π.Σ. στοιχεία προς άλλες υπηρεσίες ή οργανισμούς του δημόσιου τομέα. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις παροχής των στοιχείων αυτών.

1. Ο Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας μπορεί, μετά από εισήγηση των αντιπροσωπευτικών φορέων των εξαγωγέων ή των ενώσεων ή των συνδέσμων τους, να απονέμει βραβεία επιτυχούς άσκησης εξαγωγικών δραστηριοτήτων σε τρεις, ανά κατηγορία εξαγόμενων προϊόντων, εξαγωγείς, οι οποίοι το αμέσως προηγούμενο της βραβεύσεως έτος επέδειξαν αξιοσημείωτη εξαγωγική δραστηριότητα, καινοτόμο επενδυτική και παραγωγική δράση και σεβασμό στα διεθνή συναλλακτικά ήθη.

2. Τα βραβεία δεν έχουν χρηματικό χαρακτήρα. Η βράβευση παρέχει το δικαίωμα στον βραβευθέντα να αναγράφει σε όλα τα εμπορικά παραστατικά της επιχειρήσε ώς του, είτε αυτά αφορούν εξαγωγικές δραστηριότητες είτε συναλλαγές σε εθνικό επίπεδο, ότι έτυχε του 1ου, 2ου ή 3ου βραβείου στο συγκεκριμένο κλάδο εξαγωγικής δραστηριότητας το συγκεκριμένο έτος.

3. Οι κατηγορίες, τα κριτήρια αξιολόγησης για την απονομή των ανωτέρω βραβείων και οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.

1. Για την εκπλήρωση διεθνών υποχρεώσεων της χώρας, που απορρέουν από διεθνείς συμφωνίες ή από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλους διεθνείς Οργανισμούς, είτε για λόγους δημοσίου συμφέροντος, που αφορούν την προστασία των καταναλωτών σε θέματα δημόσιας υγείας και εθνικής ή δημόσιας ασφάλειας δύναται:
α) Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, να κα θορίζονται οι όροι, τους οποίους πρέπει να πληρούν, για την εξαγωγή τους, τα γεωργικά προϊόντα ελληνικής παραγωγής, όσον αφορά τη διαλογή, τον τύπο, την ποιότητα, τη συντήρηση, τη συσκευασία και εν γένει τη μεταχείριση και εμφάνιση, καθώς και ο τρόπος του σχετικού ποιοτικού ελέγχου, που ασκείται από τα αρμόδια τεχνικά όργανα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Αν για την άσκηση του ποιοτικού ελέγχου στα εξαγόμενα γεωργικά προϊόντα απαιτείται η διενέργεια εργαστηριακών ή χημικών εξετάσεων, είναι δυνατόν με το ως άνω προεδρικό διάταγμα να ανατίθεται η άσκηση του ποιοτικού ελέγχου και η χορήγηση των σχετικών πιστοποιητικών στο Γενικό Χημείο του Κράτους ή σε άλλα όργανα, τα οποία ορίζονται σε αυτό.
β) Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων να ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τον τρόπο, τους όρους και τα μέσα άσκησης του εν λόγω ελέγ χου, όπως επίσης και τα σχετικά με την έκδοση πιστοποιητικού ποιοτικού ελέγχου για την πιστοποίηση της ποιότητας, της προέλευσης και άλλων στοιχείων των προϊόντων αυτών.
γ) Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, να καθορίζονται οι όροι, τους οποίους πρέπει να πληρούν τα εξαγόμενα βιομηχανικά και μεταλλευτικά προϊόντα, σε ό,τι αφορά την κατασκευή, τη σύσταση, τη διαλογή, τον τύπο, την ποιότητα, τη συντήρηση, τη συσκευασία και εν γένει τη μεταχείριση και εμφάνιση.
Με όμοιο διάταγμα δύναται να καθορίζονται ο τρόπος και οι όροι διενέργειας του ελέγχου στα εν λόγω προϊόντα και τα αρμόδια για τη διενέργεια του ελέγχου όργανα, και ρυθμίζονται τα σχετικά με την έκδοση πιστοποιητικού ποιοτικού ελέγχου για την πιστοποίηση της προέλευσης της ποιότητας ή άλλων στοιχείων των προϊόντων αυτών.

2. Οι κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 του ν.δ. 3999/1959 «περί ελέγχου του εξαγωγικού εμπορίου και άλλων διατάξεων» (Α΄ 230), ή σε συμμόρφωση με διατάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή διεθνών συνθηκών, σχετικά με τον ποιοτικό έλεγχο των εξαγόμενων ελληνικών προϊόντων, διατηρού νται σε ισχύ, μέχρι την έκδοση των αντίστοιχων κανονιστικών πράξεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Το άρθρο 39 του ν. 2960/2001 (Α΄ 265), όπως έχει τροποποιηθεί με την παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 3583/2007 (Α΄ 142), αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 39 1. Οι ελεύθερες ζώνες και οι ελεύθερες αποθήκες αποτελούν τμήματα του τελωνειακού εδάφους της χώρας, διακριτά από το υπόλοιπο τελωνειακό έδαφος, όπου εμπορεύματα τρίτων χωρών που αποτίθενται σε αυτές θεωρούνται ως προς την εφαρμογή των εισαγωγι κών δασμών, φόρων και μέτρων εμπορικής πολιτικής ως μη ευρισκόμενα στο τελωνειακό έδαφος της χώρας.
Εγχώρια εμπορεύματα ή εμπορεύματα τελούντα σε ελεύθερη κυκλοφορία, όταν αποτίθενται σε χώρους ελεύθερων ζωνών, προορίζονται κατά κανόνα για εξαγωγή.
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών:
α) Συνιστώνται ή καταργούνται ελεύθερες ζώνες ή ελεύθερες αποθήκες, ή τροποποιούνται τα όρια αυτών .
β) Ορίζεται ο Φορέας Διοίκησης ή και Διαχείρισης της ελεύθερης ζώνης ή της ελεύθερης αποθήκης.
γ) Προσδιορίζονται οι όροι λειτουργίας, διαχείρισης και ελέγχου αυτών, καθώς και οι όροι διακίνησης, παραμονής και διαχείρισης των εμπορευμάτων σε αυτές.
δ) Προσδιορίζεται η ευθύνη και οι αρμοδιότητες του διαχειριστή αυτών κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η ακώλυτη διενέργεια του κοινοτικού και διεθνούς εμπορίου.
3. Για τη σύσταση ελεύθερης ζώνης και ελεύθερης αποθήκης απαιτείται προηγούμενη γνώμη του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και κατά περίπτωση:
α) Του Υπουργού Εξωτερικών, όταν η ελεύθερη ζώνη συνίσταται με αίτηση Φορέα Διοίκησης ή και Εκμετάλλευσης της ελεύθερης ζώνης ή της ελεύθερης αποθήκης στον οποίο συμμετέχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα εκτός της Ελληνικής Επικράτειας.
β) Του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, εφόσον οι ελεύθερες ζώνες ή αποθήκες συνιστώνται σε παραμεθόριες περιοχές.
4. Για την έκδοση της απόφασης σύστασης ελεύθερης ζώνης ή ελεύθερης αποθήκης υποβάλλεται αίτηση από το Φορέα Διοίκησης ή και Εκμετάλλευσης του χώρου όπου πρόκειται να συσταθεί η ελεύθερη ζώνη ή η ελεύθερη αποθήκη προς τη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης του Υπουργείου Οικονομι κών.
Στην κατά τα ανωτέρω αίτηση σύστασης επισυνάπτεται ή υποβάλλεται ηλεκτρονικά μελέτη σκοπιμότητας από την οποία πρέπει να προκύπτουν τα ακόλουθα στοιχεία:
α) Η προσδοκώμενη συμβολή της ελεύθερης ζώνης ή ελεύθερης αποθήκης στην αύξηση της εμπορευματικής διακίνησης εμπορευμάτων τρίτων χωρών σε συνδυασμό με τα γενικότερα οικονομικά οφέλη που αναμένονται από τη λειτουργία της.
β) Ο προβλεπόμενος ή/και ο υπάρχων όγκος διακίνησης μη κοινοτικών εμπορευμάτων μέσω της προτεινόμενης ελεύθερης ζώνης ή ελεύθερης αποθήκης.
γ) Τα παρεχόμενα για τη σωστή διοίκηση και εκμετάλλευση της ελεύθερης ζώνης εχέγγυα όπως και εκείνα για τη σωστή διαχείριση των εμπορευμάτων.
5. Η διοίκηση των ελεύθερων ζωνών ασκείται από νομικά πρόσωπα, των δε ελεύθερων αποθηκών ασκείται είτε από φυσικά είτε από νομικά πρόσωπα.
6. Στις ελεύθερες ζώνες και ελεύθερες αποθήκες επιτρέπεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Φορέα Διοίκησης αυτών, να ασκούνται δραστηριότητες βιομηχανικής ή και εμπορικής φύσης ή και παροχής υπηρεσιών από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφόσον παρέχονται όλα τα εχέγγυα που κρίνονται απα ραίτητα για τη διασφάλιση του συνόλου της τελωνειακής νομοθεσίας.
7. Τα μη κοινοτικά εμπορεύματα που έχουν αποτεθεί σε ελεύθερη ζώνη ή ελεύθερη αποθήκη μπορεί:
α) Να τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία κατά τις ισχύουσες διατάξεις.
β) Να υποβάλλονται σε συνήθεις εργασίες, χωρίς άδεια της Τελωνειακής Αρχής, που εξασφαλίζουν τη διατήρηση τους, τη βελτίωση της εμφάνισής τους ή και της εμπορικής ποιότητας ή και αυτές που απαιτούνται για την προετοιμασία της διανομής ή και μεταπώλησής τους.
γ) Να υπάγονται στα καθεστώτα τελειοποίησης προς επανεξαγωγή, μεταποίησης υπό τελωνειακό έλεγχο, προσωρινής εισαγωγής με τους όρους που προβλέπονται από τα καθεστώτα αυτά.
δ) Να εγκαταλείπονται υπέρ του Δημοσίου ή και να καταστρέφονται, χωρίς οι απαιτούμενες διαδικασίες να συνεπάγονται έξοδα για το Δημόσιο, ενώ τα υπολείμματα της καταστροφής λαμβάνουν έναν από τους τελωνειακούς προορισμούς που προβλέπονται για τα μη κοινοτικά εμπορεύματα.»

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται: α) το ν.δ. 3999/1959 «περί ελέγχου του εξαγωγικού εμπορίου και άλλων τινών διατάξεων» (Α΄ 230), β) ο ν. 936/1979 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί εξωτερικού εμπορίου διατάξεων, ως και καταργήσεως συναφών διατάξεων» (Α΄ 144), γ) το άρθρο 38 του ν. 2778/1999 «Αμοιβαία Κεφάλαια Ακίνητης Περιουσίας Εταιρείες Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία και άλλες διατάξεις» (Α΄ 295) και δ) το άρθρο 25 του ν. 3229/2004 «Εποπτεία της ιδιωτικής ασφάλισης, εποπτεία και έλεγχος τυχερών παιχνιδιών, εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 38).

1. Εισάγεται νέα εταιρική μορφή, η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία. Η εταιρεία αυτή έχει νομική προσωπικότητα και είναι εμπορική, ακόμη και αν ο σκοπός της δεν είναι εμπορική επιχείρηση. Απαγορεύεται στην ιδιωτική εταιρεία η άσκηση επιχείρησης για την οποία έχει οριστεί από το νόμο αποκλειστικά άλλη εταιρική μορφή.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 79, για τις εταιρικές υποχρεώσεις ευθύνεται μόνο η εταιρεία με την περιουσία της.

3. Το κεφάλαιο της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας καθορίζεται από τους εταίρους χωρίς περιορισμό, μπορεί δε να είναι και μηδενικό. Οι εταίροι συμμετέχουν στην εταιρεία με κεφαλαιακές, με εξωκεφαλαιακές ή με εγγυητικές εισφορές, σύμφωνα με τα άρθρα 77 έως 79.

4. Η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία μπορεί να συνιστάται από ένα πρόσωπο ή να καθίσταται μονοπρόσωπη. Το όνομα του μοναδικού εταίρου υποβάλλεται σε δημοσιότητα δια του Γ.Ε.ΜΗ..

5. Το καταστατικό της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας και οι τροποποιήσεις του, εφόσον είναι ιδιωτικά έγγραφα, καθώς και οι αποφάσεις των εταίρων της και τα πρακτικά μπορούν να συντάσσονται και σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται το άρθρο 14 του ν. 3419/ 2005 (Α΄ 297). Στις σχέσεις της εταιρείας και των εταίρων με τους τρίτους υπερισχύει το κείμενο στην ελληνική.

1. Η επωνυμία της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας σχηματίζεται είτε από το όνομα ενός ή περισσότερων εταίρων είτε από το αντικείμενο της επιχείρησης που ασκεί. Φανταστική επωνυμία είναι επίσης επιτρεπτή.

2. Στην επωνυμία της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας πρέπει να περιέχονται σε κάθε περίπτωση ολογράφως οι λέξεις «Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία» ή η συντομογραφία «Ι.Κ.Ε.».

3. Ενόσω η εταιρεία είναι μονοπρόσωπη, στην επωνυμία της συμπεριλαμβάνονται οι λέξεις «Μονοπρόσωπη Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία» ή «Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε.». Η ένδειξη αυτή προστίθεται ή αφαιρείται με καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ., με μέριμνα του διαχειριστή, χωρίς τροποποίηση του καταστατικού.

4. Η επωνυμία της εταιρείας μπορεί να αποδίδεται ολόκληρη με λατινικούς χαρακτήρες ή σε ξένη γλώσσα. Αν αποδίδεται στην αγγλική γλώσσα θα πρέπει να περιέχει ολογράφως τις λέξεις «Private Company» ή την ένδειξη «P.C.» και αν είναι μονοπρόσωπη τις λέξεις «Single Member Private Company» ή «Single Member P.C.».

1. Η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία έχει την έδρα της στο δήμο που αναφέρεται στο καταστατικό της.

2. Μεταφορά της καταστατικής έδρας της εταιρείας σε άλλη χώρα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου δεν επιφέρει τη λύση της εταιρείας, υπό τον όρο ότι η χώρα αυτή αναγνωρίζει τη μεταφορά και τη συνέχιση της νομικής προσωπικότητας.
Ο διαχειριστής καταρτίζει έκθεση, στην οποία εξηγούνται οι συνέπειες της μεταφοράς για τους εταίρους, τους δανειστές και τους εργαζομένους.
Η έκθεση αυτή, μαζί με οικονομικές καταστάσεις μεταφοράς της έδρας, καταχωρίζονται στο Γ.Ε.ΜΗ. και τίθενται στη διάθεση των εταίρων, των δανειστών και των εργαζομένων. Η απόφαση μεταφοράς δεν λαμβάνεται, αν δεν παρέλθουν δύο μήνες από τη δημοσίευση αυτή. Η μεταφορά αποφασίζεται ομόφωνα από τους εταίρους.
Η αρμόδια Υπηρεσία καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. μπορεί να απορρίψει την αίτηση καταχώρισης της μεταφοράς για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

3. Η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία δεν έχει υποχρέωση να έχει την πραγματική της έδρα στην Ελλάδα.

4. Η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία μπορεί να ιδρύει υποκαταστήματα, πρακτορεία ή άλλες μορφές δευτερεύουσας εγκατάστασης σε άλλους τόπους της Ελλάδας ή της αλλοδαπής.

5. Αν δεν ορίζεται κάτι άλλο, η παράταση ισχύει για δώδεκα (12) έτη.

Η διάρκεια της εταιρείας είναι ορισμένου χρόνου. Αν δεν ορίζεται ο χρόνος της διάρκειας στο καταστατικό, η εταιρεία διαρκεί δώδεκα (12) έτη από τη σύστασή της. H διάρκεια μπορεί να παραταθεί με απόφαση των εταίρων, που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος

1. Σε κάθε έντυπο της εταιρείας πρέπει απαραίτητα να αναφέρονται η επωνυμία της, το εταιρικό κεφάλαιο και το συνολικό ποσό των εγγυητικών εισφορών του άρθρου 79, ο αριθμός Γ.Ε.ΜΗ. της εταιρείας, η έδρα της και η ακριβής της διεύθυνση, καθώς και αν η εταιρεία βρίσκεται υπό εκκαθάριση. Αναφέρεται επίσης η ιστοσελίδα της εταιρείας σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο.

2. Η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία οφείλει μέσα σε ένα μήνα από τη σύστασή της να αποκτήσει εταιρική ιστοσελίδα, όπου πρέπει να εμφανίζονται με μέριμνα και ευθύνη του διαχειριστή τα ονοματεπώνυμα και οι διευθύνσεις των εταίρων, με την κατηγορία εισφορών του καθενός, το πρόσωπο που ασκεί τη διαχείριση, καθώς και οι πληροφορίες της προηγούμενης παραγράφου.
Στο Γ.Ε.ΜΗ. καταχωρίζεται και η ιστοσελίδα της εταιρείας. Περισσότερες εταιρείες μπορούν να έχουν κοινή ιστοσελίδα, αν το περιεχόμενό της είναι σαφώς διακριτό ανά εταιρεία.

3. Ενόσω η εταιρεία δεν διαθέτει εταιρική ιστοσελίδα, είναι υποχρεωμένη να δίδει ή να αποστέλλει δωρεάν και χωρίς καθυστέρηση τις πληροφορίες της προηγούμενης παραγράφου σε οποιονδήποτε τις ζητεί.

1. Για τις υποθέσεις που, κατά τις διατάξεις του Β΄ Μέρους του παρόντος νόμου, υπάγονται σε δικαστήριο, αποκλειστικά αρμόδιο είναι το ειρηνοδικείο της έδρας της εταιρείας, που κρίνει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο.

2. Με το αρχικό καταστατικό μπορούν να υπάγονται οι υποθέσεις της παραγράφου 1, καθώς και κάθε άλλη διαφορά που ανακύπτει από την εταιρική σχέση μεταξύ ε ταίρων ή μεταξύ αυτών και της εταιρείας, σε διαιτησία. Ρήτρα διαιτησίας εισαγόμενη με τροποποίηση του καταστατικού ισχύει μόνο αν αποφασίστηκε ομόφωνα.

3. Με το καταστατικό μπορούν να υπάγονται οι υποθέσεις της παραγράφου 1, καθώς και κάθε άλλη διαφορά που ανακύπτει από την εταιρική σχέση μεταξύ εταίρων ή μεταξύ αυτών και της εταιρείας, σε διαμεσολάβηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3898/2010 (Α΄ 211). Η σχετική καταστατική ρήτρα μπορεί να παραπέμπει σε ορ γανωμένη διαδικασία διαμεσολάβησης ή να προβλέπει ως διαμεσολαβητή πρόσωπο που έχει τη σχετική πιστοποίηση. Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι η διαμε σολάβηση είναι υποχρεωτική πριν αχθεί η υπόθεση στο δικαστήριο ή γίνει προσφυγή σε διαιτησία.

1. Η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία συνιστάται από ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (ιδρυτές).

2. Η πράξη σύστασης της εταιρείας καταρτίζεται με έγγραφο που πρέπει να περιέχει το καταστατικό. Το έγγραφο αυτό είναι συμβολαιογραφικό, αν το επιβάλλει ειδική διάταξη νόμου αν εισφέρονται στην εταιρεία περιουσιακά στοιχεία, για τη μεταβίβαση των οποίων απαιτείται ο τύπος αυτός, ή αν επιλέγεται από τα μέρη.

1. Το καταστατικό της εταιρείας πρέπει να περιέχει:
(α) το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση κατοικίας και την τυχόν ηλεκτρονική διεύθυνση των εταίρων·
(β) την εταιρική επωνυμία·
(γ) την έδρα της εταιρείας·
(δ) το σκοπό της εταιρείας·
(ε) την ιδιότητα της εταιρείας ως ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία·
(στ) τις εισφορές των εταίρων κατά κατηγορία εισφορών και την αξία τούτων, σύμφωνα με τα άρθρα 77 έως και 79, καθώς και το κεφάλαιο της εταιρείας·
(ζ) το συνολικό αριθμό των εταιρικών μεριδίων·
(η) τον αρχικό αριθμό των μεριδίων κάθε εταίρου και το είδος της εισφοράς που τα μερίδια αυτά εκπροσωπούν·
(θ) τον τρόπο διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρείας και
(ι) τη διάρκεια της εταιρείας.

2. Ειδικότερες συμφωνίες των εταίρων που περιέχονται στο καταστατικό είναι ισχυρές, αν δεν προσκρούουν στον παρόντα νόμο.

Για τη διαδικασία σύστασης της εταιρείας εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5Α του ν. 3853/2010 (Α΄ 90), όπως το άρθρο αυτό προστίθεται με το άρθρο 117 παράγραφος 3 του παρόντος νόμου. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και αν, σύμφωνα με το νόμο, απαιτείται άδεια λειτουργίας της εταιρικής επιχείρησης ή το καταστατικό της εταιρείας πρέπει να εγκριθεί από κάποιον αρμόδιο φορέα προκειμένου η εταιρεία να αρχίσει τις εργασίες επιδίωξης του σκοπού της. Στις περιπτώσεις αυτές η άδεια ή η έγκριση μπορεί να χορηγείται αφού συσταθεί η εταιρεία, αλλά πριν αρχίσει τις εργασίες για τις οποίες ο νόμος απαιτεί άδεια ή έγκριση.

1. Η σύσταση της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας γίνεται με εγγραφή της εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ..

2. Στο Γ.Ε.ΜΗ. υποβάλλονται στη δημοσιότητα που προβλέπεται από το άρθρο 16 του ν. 3419/2005 και οι τροποποιήσεις του καταστατικού, καθώς και όσα άλλα στοιχεία αναφέρονται στο νόμο αυτόν, καθώς και στον παρόντα νόμο.

3. Ως προς τα αποτελέσματα της εγγραφής της εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ. και της καταχώρισης σε αυτό των άλλων στοιχείων της παραγράφου 2 ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 3419/2005.

1. Η εταιρεία που έχει εγγραφεί στο Γ.Ε.ΜΗ. κηρύσσεται άκυρη με απόφαση του δικαστηρίου μόνο αν:
(α) συστήθηκε χωρίς έγγραφο, σύμφωνα με το άρθρο 49 παρά γραφος 2,
(β) στο καταστατικό της εταιρείας δεν αναφέρεται η επωνυμία, ο σκοπός ή το ύψος του κεφαλαίου της εταιρείας,
(γ) ο σκοπός της εταιρείας είναι παράνομος ή αντίκειται στη δημόσια τάξη και
(δ) ο μοναδικός ιδρυτής ή όλοι οι ιδρυτές δεν είχαν ικανότητα για δικαιοπραξία όταν υπέγραψαν την πράξη σύστασης της εταιρείας, εκτός αν εντός της ετήσιας προθεσμίας της παραγράφου 2 ένας από αυτούς κατέστη ικανός και ενέκρινε τη σύσταση της εταιρείας.

2. Η αίτηση για ακύρωση της εταιρείας υποβάλλεται από κάθε πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον, μέσα σε ένα έτος από την εγγραφή της εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ., και κοινοποιείται υποχρεωτικά στην εταιρεία. Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 η υποβολή της αίτησης δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό.

3. Το δικαστήριο που προβαίνει στην ακύρωση θέτει με την ίδια απόφαση την εταιρεία υπό εκκαθάριση και διορίζει τον εκκαθαριστή.

4. Οι λόγοι κήρυξης ακυρότητας των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 θεραπεύονται εάν, μέχρι τη συζήτηση της αίτησης, το καταστατικό τροποποιηθεί, ώστε να μην υφίσταται πλέον ο λόγος ακυρότητας. Το δικαστήριο που εκδικάζει αίτηση για κήρυξη της ακυρότητας μπορεί να χορηγήσει στην εταιρεία εύλογη προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των τριών (3) μηνών, με σκοπό να ληφθεί η απόφαση της τροποποίησης του καταστατικού και να καταχωρισθεί το τροποποιημένο καταστατικό στο Γ.Ε.ΜΗ.. Για το διάστημα που μεσολαβεί το δικαστήριο μπορεί να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα.

5. Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα της εταιρείας αντιτάσσεται στους τρίτους από την καταχώρισή της στο Γ.Ε.ΜΗ.. Τριτανακοπή μπορεί να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την καταχώριση αυτή. Η κήρυξη της ακυρότητας δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των υποχρεώσεων ή των απαιτήσεων της εταιρείας. 

Οι ιδρυτές που συναλλάχθηκαν με τρίτους στο όνομα της εταιρείας πριν από τη σύστασή της ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον. Ευθύνεται όμως, μόνη η εταιρεία για τις πράξεις που έγιναν κατά το διάστημα αυτό αν μέσα σε τρεις μήνες από τη σύστασή της ανέλαβε με πράξη του διαχειριστή τις σχετικές υποχρεώσεις. 

Την εταιρεία διαχειρίζεται και εκπροσωπεί ένας ή περισσότεροι διαχειριστές. Όπου στον παρόντα νόμο γίνεται λόγος για «διαχειριστή», νοούνται και οι περισσότεροι διαχειριστές. 

Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό, οι πράξεις διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρείας διενεργούνται συλλογικά από όλους τους εταίρους ή από το μοναδικό εταίρο (νόμιμη διαχείριση). Επείγουσες πράξεις διαχείρισης, από την παράλειψη των οποίων απειλείται σοβαρή ζημία της εταιρείας, μπορεί να διενεργεί κάθε εταίρος χωριστά, ειδοποιώντας τους λοιπούς εταίρους.

Το καταστατικό μπορεί να ορίζει τον τρόπο διαχείρισης και εκπροσώπησης της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας (καταστατική διαχείριση). Η διαχείριση μπορεί να γίνεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο από έναν ή περισσότερους διαχειριστές.
Ο διαχειριστής διορίζεται με απόφαση των εταίρων που λαμβάνεται με πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων. Αν δεν ορίζεται κάτι άλλο στην απόφαση, ο διαχειριστής διορίζεται για αόριστο χρόνο.
Σε περίπτωση περισσότερων διαχειριστών οι πράξεις διαχείρισης και εκπροσώπησης διενεργούνται συλλογικά, εκτός αν το καταστατικό προβλέπει κάτι άλλο. Επείγουσες πράξεις διαχείρισης, από την παράλειψη των οποίων απειλείται σοβαρή ζημία της εταιρείας, μπορεί να διενεργεί κάθε διαχειριστής χωριστά, ειδοποιώντας τους λοιπούς διαχειριστές.

Διαχειριστής μπορεί να είναι μόνο φυσικό πρόσωπο, εταίρος ή μη. Σε περίπτωση νόμιμης διαχείρισης, αν κάποιος από τους εταίρους είναι νομικό πρόσωπο, αυτό οφείλει να ορίσει για λογαριασμό του φυσικό πρόσωπο που θα είναι διαχειριστής. Το νομικό πρόσωπο είναι εις ολόκληρο υπεύθυνο για τη διαχείριση. 

Ο διαχειριστής που ασκεί καταστατική διαχείριση ανακαλείται με απόφαση των εταίρων που λαμβάνεται με πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των εταιρικών μερι δίων, αν το καταστατικό δεν ορίζει μεγαλύτερη πλειοψηφία. Αν η διαχείριση έχει ανατεθεί για ορισμένο χρόνο, το καταστατικό μπορεί να ορίζει και τους λόγους ανάκλησης. 

1. Σε περίπτωση περισσότερων διαχειριστών, το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι ένας ή περισσότεροι από αυτούς διορίζονται και ανακαλούνται από συγκεκριμένο εταίρο ή εταίρους με κοινή δήλωσή τους. Η ανάκληση τέτοιου διαχειριστή πρέπει να συνοδεύεται από διορισμό νέου. Ενόσω αυτός που έχει το δικαίωμα δεν προβαίνει σε διορισμό διαχειριστή ή δεν αντικαθιστά το διαχειριστή που ανακάλεσε, η διαχείριση διενεργείται από τους υπόλοιπους διαχειριστές.

2. Παροχή του δικαιώματος της προηγούμενης παραγράφου με τροποποίηση του καταστατικού είναι επιτρεπτή μόνο με ομόφωνη απόφαση των εταίρων.

1. Αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, το δικαστήριο μπορεί να ανακαλεί το διαχειριστή που ασκεί καταστατική διαχείριση μετά από αίτηση εταίρων που κατέχουν το ένα δέκατο (1/10) του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων. Ως σπουδαίος λόγος θεωρείται ιδίως η σοβαρή παράβαση καθηκόντων ή η ανικανότητα προς τακτική διαχείριση. Συμφωνία για μη ανάκληση από το δικαστήριο για σπουδαίο λόγο είναι άκυρη.

2. Σε περίπτωση ανάκλησης διαχειριστή τη διαχείριση ασκούν οι λοιποί διαχειριστές, ο εταίρος όμως ή οι εταίροι που είχαν διορίσει τον ανακληθέντα διαχειριστή μπορούν να διορίσουν άλλο πρόσωπο στη θέση του. Αν δεν υπάρχουν άλλοι διαχειριστές και ενόσω οι εταίροι δεν προβαίνουν σε διορισμό νέου διαχειριστή, ισχύει η νόμιμη διαχείριση.

Σε περίπτωση ανάκλησης του διαχειριστή κατά το άρθρο 59, καθώς και σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης, ή έκπτωσης αυτού για άλλο λόγο, ο νέος διαχειριστής διορίζεται με απόφαση των εταίρων, άλλως εφαρμόζονται οι διατάξεις του καταστατικού.
Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει το διορισμό διαχειριστή από την πλειοψηφία των διαχειριστών που απομένουν ή τη συνέχιση της διαχείρισης από τους λοιπούς διαχειριστές χωρίς αντικατάσταση. Κάθε εταίρος ή διαχειριστής μπορεί να συγκαλεί τη συνέλευση των εταίρων για εκλογή νέου διαχειριστή.
Εάν οι εταίροι δεν προβαίνουν σε εκλογή διαχειριστή και το καταστατικό δεν περιέχει σχετικές προβλέψεις, ισχύει η νόμιμη διαχείριση.

1. Ο διορισμός, η ανάκληση και η αντικατάσταση του διαχειριστή υπόκεινται σε δημοσιότητα στο Γ.Ε.ΜΗ., σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ν. 3419/2005. Η έλλειψη δημοσιότητας έχει τις συνέπειες της παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 3419/2005.

2. Ελάττωμα ως προς το διορισμό του διαχειριστή δεν αντιτάσσεται στους τρίτους, εφόσον τηρήθηκαν οι σχετικές με το διορισμό του διατυπώσεις δημοσιότητας στο Γ.Ε.ΜΗ., εκτός αν η εταιρεία αποδείξει ότι οι τρίτοι γνώριζαν το ελάττωμα.

1. Ο διαχειριστής εκπροσωπεί την εταιρεία και ενεργεί στο όνομά της κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της και την εν γένει επιδίωξη του σκοπού της.

2. Πράξεις του διαχειριστή, ακόμη και αν είναι εκτός του εταιρικού σκοπού, δεσμεύουν την εταιρεία απέναντι στους τρίτους, εκτός αν η εταιρεία αποδείξει ότι ο τρίτος γνώριζε την υπέρβαση του εταιρικού σκοπού ή όφειλε να τη γνωρίζει. Δεν συνιστά απόδειξη μόνη η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας ως προς το καταστατικό ή τις τροποποιήσεις του. Περιορισμοί της εξουσίας του διαχειριστή της εταιρείας, που προκύπτουν από το καταστατικό ή από απόφαση των εταίρων, δεν αντιτάσσονται στους τρίτους, ακόμη και αν έχουν υποβληθεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας.

3. Ο διαχειριστής μπορεί να αναθέτει την άσκηση συγκεκριμένων εξουσιών του σε εταίρους ή τρίτους, αν τούτο επιτρέπεται από το καταστατικό.

4. Ο διαχειριστής δεν αμείβεται για τη διαχείριση, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από το καταστατικό ή απόφαση των εταίρων.

1. Ο διαχειριστής έχει υποχρέωση πίστεως απέναντι στην εταιρεία. Οφείλει ιδίως:
(α) να μην επιδιώκει ίδια συμφέροντα που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της εταιρείας,
(β) να αποκαλύπτει έγκαιρα στους εταίρους τα ίδια συμφέροντά του, που ενδέχεται να ανακύψουν από συναλλαγές της εταιρείας, οι οποίες εμπίπτουν στα καθήκοντά του, καθώς και κάθε άλλη σύγκρουση ιδίων συμφερόντων με αυτά της εταιρείας ή συνδεδεμένων με αυτήν επιχειρήσεων κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, που ανακύπτει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους,
(γ) να μη διενεργεί πράξεις για λογαριασμό του ίδιου ή τρίτων, που ανάγονται στο σκοπό της εταιρείας ούτε να είναι εταίρος προσωπικής εταιρείας, Ε.Π.Ε. ή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας, που επιδιώκει τον ίδιο σκοπό, εκτός αν οι εταίροι αποφασίσουν ότι επιτρέπονται τέτοιες πράξεις και
(δ) να τηρεί εχεμύθεια για τις εταιρικές υποθέσεις.

 2. Το καταστατικό μπορεί να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις της παραγράφου 1.

 3. Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1, η εταιρεία δικαιούται αντί αποζημίωσης να απαιτεί, προκειμένου μεν για πρά ξεις που έγιναν για λογαριασμό του ίδιου του διαχειριστή, να θεωρηθεί ότι οι πράξεις αυτές διενεργήθηκαν για λογαριασμό της εταιρείας, προκειμένου δε για πράξεις που έγιναν για λογαριασμό άλλου, να δοθεί στην εταιρεία η αμοιβή για τη μεσολάβηση ή να εκχωρηθεί σε αυτήν η σχετική απαίτηση. Οι απαιτήσεις αυτές παραγράφονται μετά από έξι (6) μήνες από τότε που οι παραπάνω πράξεις ανακοινώθηκαν στους εταίρους και σε κάθε περίπτωση μετά από τριετία. 

1. Ο διαχειριστής οφείλει να τηρεί: (α) «βιβλίο εταίρων», στο οποίο καταχωρίζει τα ονόματα των εταίρων, τη διεύθυνσή τους, τον αριθμό των μεριδίων που κατέχει κάθε εταίρος, το είδος της εισφοράς που εκπροσωπούν τα μερίδια, τη χρονολογία κτήσεως και μεταβίβασης ή επιβάρυνσης αυτών και τα ειδικά δικαιώματα που παρέχει το καταστατικό στους εταίρους και (β) «ενιαίο βιβλίο πρακτικών αποφάσεων των εταίρων και αποφάσεων της διαχείρισης». Στο τελευταίο αυτό βιβλίο καταχωρίζονται όλες οι αποφάσεις των εταίρων και οι αποφάσεις της διαχείρισης που λαμβάνονται από περισσότερους δια χειριστές και δεν αφορούν θέματα τρέχουσας διαχείρισης ή, ανεξάρτητα από τον αριθμό των διαχειριστών, συνιστούν πράξεις καταχωριστέες στο Γ.Ε.ΜΗ..

2. Η εταιρεία φέρει το βάρος απόδειξης ότι οι αποφάσεις των εταίρων και του διαχειριστή έλαβαν χώρα την ημερομηνία και ώρα που αναγράφεται στο βιβλίο.

1. Ο διαχειριστής ευθύνεται έναντι της εταιρείας για παραβάσεις του παρόντος νόμου, του καταστατικού και των αποφάσεων των εταίρων, καθώς και για κάθε διαχειριστικό πταίσμα. Η ευθύνη αυτή δεν υφίσταται προκειμένου για πράξεις ή παραλείψεις που στηρίζονται σε σύννομη απόφαση των εταίρων ή που αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση, η οποία ελήφθη με καλή πίστη, με βάση επαρκείς πληροφορίες και αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος. Αν περισσότεροι διαχειριστές ενήργησαν από κοινού, ευθύνονται εις ολόκληρο.

2. Με απόφαση των εταίρων μπορεί να απαλλάσσεται ο διαχειριστής μετά την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων μόνο για τα διαχειριστικά πταίσματα, εκτός αν οι εταίροι παρέχουν ομόφωνα γενική απαλλαγή.

3. H αξίωση της εταιρείας παραγράφεται μετά τριετία από την τέλεση της πράξης.

4. Την αγωγή της εταιρείας για αποζημίωση ασκεί και οποιοσδήποτε εταίρος ή διαχειριστής της εταιρείας. Με απόφαση των εταίρων μπορεί να ορίζεται ειδικός εκπρόσωπος της εταιρείας για τη διεξαγωγή της δίκης.

1. Οι εταίροι αποφασίζουν για κάθε εταιρική υπόθεση.

2. Οι εταίροι είναι οι μόνοι αρμόδιοι να λαμβάνουν αποφάσεις:
(α) για τις τροποποιήσεις του καταστατικού, στις οποίες περιλαμβάνονται η αύξηση και η μείωση του κεφαλαίου, εκτός αν ο παρών νόμος ή το καταστατικό προβλέπει ότι συγκεκριμένες τροποποιήσεις ή πράξεις αύξησης ή μείωσης του κεφαλαίου γίνονται από μόνο το διαχειριστή, (β) για το διορισμό και την ανάκληση του διαχειριστή, με την επιφύλαξη του άρθρου 60,
(γ) για την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, τη διανομή κερδών, το διορισμό ελεγκτή και την απαλλαγή του διαχειριστή από την ευθύνη,
(δ) για τον αποκλεισμό εταίρου,
(ε) για τη λύση της εταιρείας ή την παράταση της διάρκειάς της και
(στ) για τη μετατροπή και τη συγχώνευση της εταιρείας.

3. Ανάθεση στο διαχειριστή εξουσίας τροποποίησης του καταστατικού, σύμφωνα με την παράγραφο 2 περίπτωση α΄ του παρόντος άρθρου, μη προβλεπόμενη στο αρχικό καταστατικό, αποφασίζεται με ομοφωνία των εταίρων. Η εξουσία που παρέχεται στο διαχειριστή να τροποποιεί το καταστατικό δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει την τριετία.

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 73, οι αποφάσεις των εταίρων λαμβάνονται σε συνέλευση.

2. Η συνέλευση συγκαλείται τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος το αργότερο έως τη δεκάτη (10η) ημερολογιακή ημέρα του ένατου μήνα μετά τη λήξη της εταιρικής χρήσης με αντικείμενο την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων (τακτική συνέλευση).

1. Η σύγκληση της συνέλευσης γίνεται από το διαχειριστή, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού, σε κάθε περίπτωση όμως προ οκτώ (8) τουλάχιστον ημερών. Η ημέρα της σύγκλησης και η ημέρα της συνέλευσης δεν υπολογίζονται στην προθεσμία αυτή. Απαιτείται προσωπική πρόσκληση των εταίρων με κάθε κατάλληλο μέσο, περιλαμβανομένου του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail).

2. Εταίροι που έχουν το ένα δέκατο (1/10) του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων δικαιούνται να ζητήσουν από το διαχειριστή τη σύγκληση συνέλευσης προσδιορίζοντας τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Αν ο διαχειριστής μέσα σε δέκα (10) ημέρες δεν συγκαλέσει τη συνέλευση, οι αιτούντες εταίροι προβαίνουν οι ίδιοι στη σύγκληση με την προταθείσα ημερήσια διάταξη.

3. Η πρόσκληση της συνέλευσης πρέπει να περιέχει με ακρίβεια τον τόπο και το χρόνο, όπου θα λάβει χώρα η συνέλευση, τις προϋποθέσεις για τη συμμετοχή των ε ταίρων, καθώς και λεπτομερή ημερήσια διάταξη.

4. Κατά παρέκκλιση από τις προηγούμενες διατάξεις η συνέλευση μπορεί να συνεδριάζει εγκύρως, αν όλοι οι εταίροι είναι παρόντες ή αντιπροσωπεύονται και συναινούν (καθολική συνέλευση).

1. Η συνέλευση μπορεί να συνέρχεται οπουδήποτε αναφέρεται στο καταστατικό, στο εσωτερικό ή το εξωτερικό. Αν δεν αναφέρεται ο τόπος αυτός, η συνέλευση μπορεί να συνέρχεται στην έδρα της εταιρείας ή και οπουδήποτε αλλού, αν συναινούν όλοι οι εταίροι.

2. Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι η συνέλευση των εταίρων διεξάγεται με τηλεδιάσκεψη. Κάθε εταίρος μπορεί να αξιώσει να διεξαχθεί η συνέλευση με τηλεδιάσκεψη, ως προς αυτόν, αν κατοικεί σε άλλη χώρα από εκείνη όπου διεξάγεται η συνέλευση ή αν υπάρχει άλλος σπουδαίος λόγος, ιδίως ασθένεια ή αναπηρία.

1. Στη συνέλευση μετέχουν όλοι οι εταίροι αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο. Έχουν το δικαίωμα να λάβουν το λόγο και να ψηφίσουν.

2. Κάθε εταιρικό μερίδιο παρέχει δικαίωμα μιας ψήφου. Το καταστατικό μπορεί να θέτει μέγιστο όριο αριθμού ψήφων που μπορεί να έχει κάθε εταίρος για τη λήψη ορισμένων αποφάσεων. Στην περίπτωση αυτή για τον υπολογισμό της πλειοψηφίας θεωρείται ότι τα επιπλέον μερίδια του εταίρου δεν υπάρχουν.

3. Το δικαίωμα ψήφου δεν μπορεί να ασκείται από εταίρο, διαχειριστή ή μη, αν πρόκειται να αποφασισθεί ο ορισμός ειδικού εκπροσώπου για διεξαγωγή δίκης ενα ντίον του (άρθρο 67 παράγραφος 4) ή η απαλλαγή από την ευθύνη του (άρθρο 67 παράγραφος 2) ή ο αποκλεισμός του από την εταιρεία κατ’ άρθρο 93.

4. Η συνέλευση αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων. Οι αποφάσεις της συνέλευσης δεσμεύουν τους απόντες ή τους διαφωνούντες εταίρους.

5. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 68, περιπτώσεις α΄, δ΄, ε΄ και στ΄, η συνέλευση αποφασίζει με την αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων.

6. Το καταστατικό μπορεί να αυξάνει το ποσοστό λήψης όλων ή ορισμένων αποφάσεων ή και να ορίζει ότι ορισμένες αποφάσεις λαμβάνονται ομόφωνα. Το καταστατικό μπορεί επίσης να προβλέπει ότι ορισμένες ή και όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται με πλειοψηφία του αριθμού των εταίρων, που εκπροσωπούν την πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων. Θέσπιση διατάξεων της παρούσας παραγράφου με τροποποίηση του καταστατικού απαιτεί ομοφωνία των εταίρων.

7. Οι αποφάσεις των εταίρων καταχωρίζονται στο βιβλίο πρακτικών που τηρείται κατά το άρθρο 66.

Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων, οι αποφάσεις των εταίρων, αν είναι ομόφωνες, μπορούν να λαμβάνονται εγγράφως χωρίς συνέλευση.
Η ρύθμιση αυτή ισχύει και αν όλοι οι εταίροι ή οι αντιπρόσωποί τους συμφωνούν να αποτυπωθεί πλειοψηφική απόφασή τους σε έγγραφο, χωρίς συνέλευση.
Το σχετικό πρακτικό υπογράφεται από όλους τους εταίρους με αναφορά των μειοψηφούντων. Οι υπογραφές των εταίρων μπορούν να αντικαθίστανται με ανταλλαγή μηνυμάτων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail) ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα, αν τούτο προβλέπεται στο καταστατικό. Τα παραπάνω πρακτικά καταχωρίζονται στο βιβλίο πρακτικών που τηρείται κατά το άρθρο 66.

1. Απόφαση της συνέλευσης των εταίρων που λήφθηκε με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό ή κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας υπό τους όρους του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα, ακυρώνεται από το δικαστήριο. Η ακύρωση μπορεί να ζητείται από το διαχειριστή, καθώς και από κάθε εταίρο που δεν παρέστη στη συνέλευση ή αντιτάχθηκε στην απόφαση, με αίτηση που υποβάλλεται στο αρμόδιο δικαστήριο μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από την καταχώρισή της στο βιβλίο πρακτικών. Ο αιτών μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο το διορισμό ειδικού εκπροσώπου της εταιρείας για τη διεξαγωγή της δίκης. Η τελεσίδικη απόφαση περί ακυρότητας ισχύει έναντι πάντων. Αν η προσβαλλόμενη απόφαση της συνέλευσης καταχωρίσθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ., καταχωρίζεται και η δικαστική απόφαση που την ακυρώνει.

2. Απόφαση της συνέλευσης των εταίρων που είναι αντίθετη στο νόμο ή το καταστατικό είναι άκυρη. Η ακυρότητα αναγνωρίζεται από το δικαστήριο ύστερα από αίτηση που υποβάλλεται από κάθε πρόσωπο το οποίο έχει έννομο συμφέρον, εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την καταχώριση της απόφασης στο βιβλίο πρακτικών. Σε περίπτωση που με τροποποίηση του καταστατικού ο σκοπός της εταιρείας καθίσταται παράνομος ή αντικείμενος στη δημόσια τάξη, καθώς και όταν από την απόφαση προκύπτει διαρκής παράβαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, η προβολή της ακυρότητας δεν υπόκειται σε προθεσμία.

3. Απόφαση που αποτυπώνεται σε έγγραφο, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 73 ή που είναι αντίθετη στο νόμο ή το καταστατικό, είναι άκυρη. Τα δύο τελευταία εδάφια της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως.

1. Η συμμετοχή στην ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία προϋποθέτει την απόκτηση ενός ή περισσότερων εταιρικών μεριδίων. Τα εταιρικά μερίδια δεν μπορούν να παρασταθούν με μετοχές. Η εταιρεία μπορεί να χορηγεί έγγραφο για τα εταιρικά μερίδια που δεν έχει χαρακτήρα αξιογράφου.

2. Ο αρχικός αριθμός των εταιρικών μεριδίων κάθε εταίρου ορίζεται στο καταστατικό κατά το άρθρο 50. Στη συνέχεια ο αριθμός αυτός μπορεί να αυξομειώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

3. Τα εταιρικά μερίδια έχουν ονομαστική αξία τουλάχιστον ενός (1) ευρώ. Η ονομαστική αξία είναι ίδια για όλα τα εταιρικά μερίδια, ανεξάρτητα από το είδος της εισφοράς στην οποία αντιστοιχούν.

4. Τα εταιρικά μερίδια μπορεί να αποτελούν αντικείμενο κοινωνίας, επικαρπίας ή ενεχύρου. Υποχρεώσεις που προκύπτουν από εξωκεφαλαιακές ή εγγυητικές εισφορές, κατά την έννοια των άρθρων 78 και 79, βαρύνουν αποκλειστικά τον ψιλό κύριο ή τον ενεχυριαστή. Εκείνος που έχει το δικαίωμα ψήφου ορίζεται από το καταστατι κό, άλλως ισχύουν αναλόγως τα άρθρα 1177 και 1245 του Αστικού Κώδικα.

5. Αν εταιρικό μερίδιο περιέλθει σε περισσότερους, οι συνδικαιούχοι οφείλουν να υποδείξουν στην εταιρεία κοινό εκπρόσωπο. Αν δεν υποδείξουν, δηλώσεις που έ χουν σχέση με την εταιρική ιδιότητα των συνδικαιούχων μπορεί να γίνουν εγκύρως προς οποιονδήποτε από αυτούς.

1. Τα εταιρικά μερίδια παριστούν εισφορές των εταίρων.

2. Οι εισφορές των εταίρων μπορεί να είναι τριών ειδών: κεφαλαιακές, εξωκεφαλαιακές και εγγυητικές. Κάθε εταιρικό μερίδιο εκπροσωπεί ένα μόνο είδος εισφοράς.

3. Ο αριθμός των μεριδίων του κάθε εταίρου είναι ανάλογος προς την αξία της εισφοράς του.

1. Οι «κεφαλαιακές εισφορές» αποτελούν εισφορές σε μετρητά ή σε είδος που σχηματίζουν το κεφάλαιο της εταιρείας.

2. Κεφαλαιακές εισφορές σε είδος επιτρέπονται μόνο αν το εισφερόμενο αποτελεί στοιχείο ενεργητικού, που μπορεί να τύχει χρηματικής αποτίμησης κατά την έννοια του άρθρου 8 παρ. 5 του κ.ν. 2190/1920.
Η αποτίμηση αυτή γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 9α του κ.ν. 2190/1920. Αποτίμηση δεν απαιτείται, αν η αξία της εισφοράς, κατά το καταστατικό ή την απόφαση που αυξάνει το κεφάλαιο, δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ.

3. Αύξηση ή μείωση του αριθμού των εταιρικών μεριδίων που αντιστοιχούν σε κεφαλαιακές εισφορές μπορεί να γίνει μόνο με αύξηση ή μείωση κεφαλαίου.

4. Το κεφάλαιο πρέπει να καταβληθεί ολοσχερώς κατά την ίδρυση της εταιρείας ή κατά την αύξηση του κεφαλαίου. Ο διαχειριστής της εταιρείας οφείλει μέσα σε ένα μήνα από τη σύσταση της εταιρείας ή την αύξηση του κεφαλαίου να βεβαιώσει την ολοσχερή καταβολή αυτού, με πράξη του που καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ.. Σε περίπτωση μη ολοσχερούς καταβολής ο διαχειριστής προβαίνει σε αντίστοιχη μείωση του κεφαλαίου και σε ακύρωση των εταιρικών μεριδίων που αντιστοιχούν στο κεφάλαιο το οποίο δεν καταβλήθηκε.

5. ..........

1. Οι «εξωκεφαλαιακές εισφορές» συνίστανται σε παροχές που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κεφαλαιακής εισφοράς, όπως απαιτήσεις που προκύπτουν από ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών. Οι παροχές αυτές πρέπει να εξειδικεύονται στο καταστατικό και εκτελούνται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο.

2. Η αξία των εισφορών αυτών που αναλαμβάνονται, είτε κατά τη σύσταση της εταιρείας είτε και μεταγενέστερα καθορίζεται στο καταστατικό.

3. Σε περίπτωση μη παροχής της εξωκεφαλαιακής εισφοράς η εταιρεία μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο είτε την εκπλήρωση είτε την ακύρωση των μεριδίων που αντιστοιχούν στην εισφορά η οποία δεν παρασχέθηκε. Περαιτέρω αξίωση αποζημίωσης της εταιρείας δεν αποκλείεται.

4. Στις περιπτώσεις ακύρωσης εταιρικών μεριδίων λόγω εξόδου ή αποκλεισμού εταίρου, καθώς και στην περίπτωση αναγκαστικής εκποίησης εταιρικών μεριδίων ο εταίρος που δεν έχει παράσχει πλήρως την εξωκεφαλαιακή εισφορά του, υποχρεούται να καταβάλει στην εταιρεία σε μετρητά το μέρος των παροχών που δεν εκτέλεσε. Ως αξία των παροχών λογίζεται εκείνη της εισφοράς, όπως προσδιορίστηκε στο καταστατικό, ή του μέρους της εισφοράς.

1. «Εγγυητικές εισφορές» είναι εισφορές που συνίστανται στην ανάληψη ευθύνης έναντι των τρίτων για τα χρέη της εταιρείας μέχρι το ποσό που ορίζεται στο καταστατικό. Ο εταίρος που παρέχει εγγυητική εισφορά θεωρείται ότι δηλώνει υπεύθυνα ότι είναι σε θέση και ότι θα καταβάλει κάθε προσπάθεια, ώστε να είναι σε θέση κατά πάντα χρόνο, να προβεί στις καταβολές των χρεών της εταιρείας μέχρι το ποσό του προηγούμενου εδαφίου.

2. Η αξία κάθε εγγυητικής εισφοράς καθορίζεται στο καταστατικό και δεν μπορεί να υπερβαίνει το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του ποσού της ευθύνης κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3. Η ευθύνη του εταίρου καλύπτει οποιοδήποτε χρέος της εταιρείας κατά την παράγραφο 1 με τόκους και άλλες επιβαρύνσεις. Η ευθύνη αυτή υφίσταται άμεσα και πρωτογενώς έναντι των δανειστών, που μπορούν να ασκήσουν ευθέως αγωγή κατά του εταίρου. Ο εταίρος μπορεί να προβάλει κατά του δανειστή ενστάσεις που δεν θεμελιώνονται στο πρόσωπό του μόνον εφόσον θα μπορούσαν να προβληθούν από την εταιρεία. Περισσότεροι εταίροι που ευθύνονται με τον τρόπο αυτόν υπέχουν ευθύνη εις ολόκληρο.

4. Σε περίπτωση πτώχευσης εταίρου με εγγυητική εισφορά κάθε δανειστής της εταιρείας μπορεί να αναγγελθεί στην πτώχευση αυτή. Το ποσό που διανέμεται α θροιστικά στους δανειστές της εταιρείας δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό της ευθύνης που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, μειωμένο αναλογικά στο μέτρο που ικανοποιούνται και οι απαιτήσεις των ενέγγυων πτωχευτικών πιστωτών. Έως το όριο αυτό οι δανειστές της εταιρείας κατατάσσονται τηρουμένου μεταξύ τους του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα.

5. Ο εταίρος που έχει παράσχει εγγυητική εισφορά και κατέβαλε εταιρικό χρέος δεν έχει δικαίωμα αναγωγής κατά της εταιρείας.

6. Στις περιπτώσεις ακύρωσης εταιρικών μεριδίων λόγω εξόδου ή αποκλεισμού εταίρου, καθώς και αναγκαστικής εκποίησης εταιρικών μεριδίων, ο εταίρος που δεν έχει καταβάλει πλήρως το ποσό της ευθύνης του από εγγυητική εισφορά, εξακολουθεί να είναι υπόχρεος έναντι τρίτων για την καταβολή των χρεών της εταιρείας που γεννήθηκαν πριν από την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. των γεγονότων αυτών, για διάστημα τριών (3) ετών μετά την καταχώριση αυτή.

7. Μετά από κάθε μεταβολή στις εγγυητικές εισφορές της εταιρείας, ο διαχειριστής υποβάλλει για καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. επικαιροποιημένη κατάσταση με τη μεταβολή που έχει επέλθει και τις εγγυητικές εισφορές των κατ’ ιδίαν εταίρων που υφίστανται με το ποσό της ευθύνης που δεν έχει καταβληθεί για κάθε εισφορά. Την κατάσταση αυτή αναρτά και στην ιστοσελίδα της εταιρείας.

Καταργήθηκε

Η επιστροφή των κεφαλαιακών εισφορών πριν από τη λύση της εταιρείας επιτρέπεται μόνο με τη διαδικασία της μείωσης κεφαλαίου. Επιστροφή των λοιπών εισφορών ή απαλλαγή των εταίρων από τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν με τις εισφορές αυτές δεν είναι επιτρεπτή.

1. Παρά τη διάταξη του άρθρου 81, ο εταίρος έχει δικαίωμα να εξαγοράσει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει από εξωκεφαλαιακή ή εγγυητική εισφορά, μετατρέποντας τα μερίδιά του σε μερίδια κεφαλαιακής εισφοράς και καταβάλλοντας στην εταιρεία υπό μορφή αύξησης κεφαλαίου για μεν την εξωκεφαλαιακή εισφορά ποσό ίσο με την αξία της εισφοράς του, όπως ορίσθηκε στο καταστατικό, για δε την εγγυητική εισφορά το πλήρες ποσό της ευθύνης του.
Αν οι υποχρεώσεις αυτές έχουν εν μέρει εκπληρωθεί, το καταβλητέο ποσό ορίζεται από την εταιρεία αναλογικά.
Σε περίπτωση αμφισβήτησης του καταβλητέου ποσού ή, αν η εταιρεία δεν προβαίνει σε προσδιορισμό του ποσού, το δικαστήριο κρίνει μετά από αίτημα του εταίρου, σύμφωνα με το άρθρο 371 ΑΚ.
Η αύξηση κεφαλαίου διενεργείται από το διαχειριστή, χωρίς να υπάρχει δικαίωμα προτίμησης των λοιπών εταίρων.
Στην περίπτωση δικαστικού προσδιορισμού του ποσού εξαγοράς, η αύξηση διενεργείται όταν η απόφαση τελεσιδικήσει.

2. Από την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. της αύξησης κεφαλαίου, ο εταίρος έχει τα μερίδια που αντιστοιχούν στην αύξηση.

3. Δικαίωμα εξαγοράς υποχρεώσεων από εγγυητική εισφορά δεν μπορεί να ασκηθεί από ενδιαφερόμενο εταίρο που έχει ήδη εναχθεί από δανειστή της εταιρείας για καταβολή χρέους αυτής. Το καταστατικό μπορεί να απαγορεύει την εξαγορά των υποχρεώσεων από εγγυητικές εισφορές για ορισμένο χρονικό διάστημα από την ανάληψή τους, που δεν μπορεί να υπερβαίνει την τριετία.

1. Η μεταβίβαση και η επιβάρυνση των μεριδίων ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας εν ζωή ή αιτία θανάτου είναι ελεύθερη, με την επιφύλαξη των επόμενων άρθρων.

2. Εταίρος με μερίδια που αντιστοιχούν σε εξωκεφαλαιακή ή εγγυητική εισφορά, που δεν έχει εξ ολοκλήρου καταβληθεί, δεν επιτρέπεται να μεταβιβάσει τα μερίδιά του, ενόσω δεν εξαγοράζει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από αυτές σύμφωνα με το άρθρο 82.

1. Η μεταβίβαση ή επιβάρυνση των εταιρικών μεριδίων εν ζωή γίνεται εγγράφως και επάγεται αποτελέσματα ως προς την εταιρεία και τους εταίρους από τη γνωστοποίηση σε αυτή της μεταβίβασης.
Η γνωστοποίηση αυτή είναι έγγραφη και υπογράφεται από τον μεταβιβάζοντα και τον αποκτώντα. Η κοινοποίηση του εγγράφου γνωστοποίησης στην εταιρεία μπορεί να γίνει και με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail).
Ο διαχειριστής οφείλει να καταχωρίζει αμέσως τη μεταβίβαση στο βιβλίο των εταίρων, υπό την προϋπόθεση ότι τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη μεταβίβαση, όπως προβλέπονται στο νόμο και το καταστατικό. Ως προς τους τρίτους η μεταβίβαση θεωρείται ότι έγινε από την καταχώριση στο βιβλίο των εταίρων.

2. Το καταστατικό μπορεί να αποκλείει ή να περιορίζει τη μεταβίβαση ή επιβάρυνση των μεριδίων εν ζωή. Μπορεί επίσης να προβλέπει δικαίωμα προτίμησης των λοιπών εταίρων, αν κάποιος εταίρος προτίθεται να μεταβιβάσει μερίδιά του, καθώς και δικαίωμα της εταιρείας να υποδεικνύει εταίρο ή τρίτο για εξαγορά των μεριδίων, που πρόκειται να μεταβιβασθούν, αντί πλήρους τιμήματος προσδιοριζόμενου από το δικαστήριο, εκτός αν τα μέρη συμφωνούν στο ύψος του ή το καταστατικό ορίζει τον τρόπο προσδιορισμού του.

1. Ο διαχειριστής οφείλει να καταχωρίσει χωρίς καθυστέρηση τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων αιτία θανάτου στο βιβλίο των εταίρων, αφού ελέγξει το δικαίωμα του κληρονόμου.

2. Το καταστατικό μπορεί να ορίζει ότι σε περίπτωση θανάτου εταίρου, τα εταιρικά του μερίδια εξαγοράζονται από πρόσωπο που υποδεικνύει η εταιρεία, εταίρο ή τρίτο, αντί πλήρους τιμήματος προσδιοριζόμενου από το δικαστήριο, εκτός αν τα μέρη συμφωνούν στο ύψος του ή το καταστατικό ορίζει τον τρόπο προσδιορισμού του. Η υπόδειξη πρέπει να γίνει μέσα σε ένα (1) μήνα από τότε που η εταιρεία λάβει γνώση του θανάτου και πρέπει να γνωστοποιείται στον κληρονόμο ή κληροδόχο, καθώς και στους λοιπούς εταίρους. Το καταστατικό μπορεί επίσης να προβλέπει ότι οι επιζώντες εταίροι έχουν δικαίωμα προτίμησης στην εξαγορά κατά το ποσοστό της συμμετοχής τους στην εταιρεία.

Οι εταίροι μπορούν να συμφωνούν μεταξύ τους ή με τρίτους την παροχή δικαιώματος προαίρεσης αγοράς ή πώλησης μεριδίων . Η συμφωνία αυτή καταγράφεται στο βιβλίο εταίρων. Αν ο διαχειριστής βεβαιωθεί ότι ασκήθηκε το δικαίωμα προαίρεσης, οφείλει να εγγράψει αμελλητί στο βιβλίο τη μεταβολή του δικαιούχου. 

Η εταιρεία δεν επιτρέπεται να αποκτά, άμεσα ή έμμεσα, δικά της μερίδια. Μερίδια που αποκτώνται, με οποιοδήποτε τρόπο, παρά τη διάταξη του προηγούμενου εδαφίου ακυρώνονται αυτοδικαίως.
Σε περίπτωση συγχώνευσης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με απορρόφηση άλλης εταιρείας, η οποία κατέχει μερίδια της πρώτης, τα μερίδια αυτά ακυρώνονται αυτοδικαίως με τη συντέλεση της συγχώνευσης.
Στις παραπάνω περιπτώσεις ο διαχειριστής οφείλει με πράξη του να προβεί χωρίς καθυστέρηση στη διαπίστωση της μείωσης του αριθμού των εταιρικών μεριδίων και ενδεχομένως της αντίστοιχης μείωσης κεφαλαίου και να προβεί στη σχετική καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ..

1. Η κατάσχεση των εταιρικών μεριδίων είναι δυνατή ακόμη και αν η μεταβίβαση τούτων αποκλείεται ή υπόκειται σε περιορισμούς. Η κατάσχεση γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 1022 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η σχετική αίτηση του δανειστή και η απόφαση του δικαστηρίου που διατάσσει την κατάσχεση επιδίδονται και στην εταιρεία. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει ως πρόσφορο μέσο για την αξιοποίηση του δικαιώματος κατά το άρθρο 1024 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων σε εταίρους ή σε πρόσωπο που υποδεικνύει η εταιρεία με πληρωμή πλήρους τιμήματος, που προσδιορίζεται από το δικαστήριο. Το δικαστήριο λαμβάνει γνώση του ενδιαφέροντος των εταίρων ή του τρίτου που υποδεικνύεται από την εταιρεία με οποιονδήποτε πρόσφορο δικονομικό τρόπο.

2. Σε περίπτωση πτώχευσης εταίρου τα εταιρικά του μερίδια ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία και εκποιούνται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 146 του Πτωχευτικού Κώδικα. Αντί της εκποίησης, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να διατάξει, μετά από αίτηση της εταιρείας, τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων σε εταίρους ή τρίτους που υποδεικνύει η εταιρεία, με καταβολή στον πιστωτή πλήρους τιμήματος, που προσδιορίζεται από το δικαστήριο.

1. Αν δεν προβλέπει κάτι άλλο το καταστατικό για την είσοδο νέου εταίρου ή την ανάληψη νέων εισφορών από υπάρχοντες εταίρους, απαιτείται ομόφωνη απόφαση των εταίρων.
Η απόφαση αυτή πρέπει να μνημονεύει τον αριθμό των αποκτώμενων μεριδίων και την εισφορά που πρόκειται να αναληφθεί.
Αν η απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί λόγω αντιρρήσεων εταίρου ή εταίρων, των οποίων μειώνονται τα ποσοστά, το δικαστήριο μπορεί μετά από αίτηση της εταιρείας να επιτρέψει την είσοδο του εταίρου ή την ανάληψη εισφορών από υπάρχοντες εταίρους, αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, που επιβάλλεται από το συμφέρον της εταιρείας.

2. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου.

1. Η αύξηση κεφαλαίου γίνεται με αύξηση του αριθμού των εταιρικών μεριδίων.

2. Σε περίπτωση αύξησης κεφαλαίου που δεν γίνεται με εισφορά σε είδος όλοι οι εταίροι έχουν δικαίωμα προτίμησης στο νέο κεφάλαιο, ανάλογα με τον αριθμό των εταιρικών μεριδίων που έχει καθένας.
Το δικαίωμα προτίμησης ασκείται με δήλωση προς την εταιρεία μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την καταχώριση της απόφασης των εταίρων στο Γ.Ε.ΜΗ..
Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι το δικαίωμα προτίμησης το έχουν μόνο οι εταίροι με μερίδια που αντιστοιχούν σε κεφαλαιακές εισφορές. Το δικαίωμα προτίμησης μπορεί να καταργείται ή να περιορίζεται με απόφαση των εταίρων που λαμβάνεται κατά το άρθρο 72 παράγραφος 5. Αν η απόφαση αυτή δεν μπορεί να ληφθεί λόγω αντιρρήσεων εταίρου ή εταίρων, των οποίων μειώνονται τα ποσοστά, εφαρμόζεται αναλόγως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 89.

3. Το καταστατικό της εταιρείας μπορεί να προβλέπει ότι το κεφάλαιο θα αυξηθεί σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο με νέες εισφορές ορισμένου ποσού («εγκεκριμένο κεφάλαιο»). Το χρονικό σημείο μπορεί να προσδιορίζεται με μορφή αίρεσης ή προθεσμίας ή με λήψη απόφα σης από το διαχειριστή ή τους εταίρους. Αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από το καταστατικό, υποχρέωση καταβολής των εισφορών αυτών έχουν όλοι οι εταίροι, ανάλογα με το ποσό των εταιρικών μεριδίων που κατέχει ο καθένας. Σε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου με τον τρόπο αυτόν ο διαχειριστής υποχρεούται να αναπροσαρμόσει το κεφάλαιο της εταιρείας με σχετική δήλωση στο Γ.Ε.ΜΗ.. Αν δεν αναφέρεται κάτι άλλο, οι νέες εισφορές είναι σε μετρητά.

1. Η μείωση κεφαλαίου γίνεται με ακύρωση υφιστάμενων μεριδίων που αντιστοιχούν σε κεφαλαιακές εισφορές και με τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εταίρων που έχουν τέτοια μερίδια. Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει συναίνεση των εταίρων αυτών ή χωριστή απόφαση τούτων που λαμβάνεται κατά πλειοψηφία.


2. Σε περίπτωση μείωσης κεφαλαίου το αποδεσμευόμενο ενεργητικό μπορεί να αποδίδεται στους εταίρους με μερίδια που αντιστοιχούν σε κεφαλαιακές εισφορές, μόνο αν οι εταιρικοί δανειστές δεν προβάλουν αντιρρήσεις. Η προβολή αντιρρήσεων πρέπει να γίνει με δήλωση των δανειστών προς την εταιρεία μέσα σε ένα μήνα από την καταχώριση της απόφασης των εταίρων για μείωση του κεφαλαίου στο Γ.Ε.ΜΗ.. Αν υπάρξει τέτοια δήλωση, αποφαίνεται το δικαστήριο μετά από αίτημα της εταιρείας. Το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την απόδοση του ενεργητικού στους εταίρους ή να την εξαρτήσει από εξόφληση του δανειστή, παροχή σε αυτόν επαρκών ασφαλειών, ή ανάληψη προσωπικής υποχρέωσης από ε ταίρους. Εάν υποβληθούν αντιρρήσεις από περισσότερους δανειστές, εκδίδεται μία απόφαση ως προς όλες. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται αν η μείωση γί νεται για απόσβεση ζημιών ή για σχηματισμό αποθεματικού.

1. Κάθε εταίρος μπορεί να εξέλθει της εταιρείας για σπουδαίο λόγο με απόφαση του δικαστηρίου, που εκδίδεται μετά από αίτησή του.

2. Το καταστατικό μπορεί να περιλαμβάνει διατάξεις για το δικαίωμα των εταίρων να εξέλθουν της εταιρείας υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Μπορεί επίσης να προβλέ πει την έξοδο εταίρου με εξωκεφαλαιακές εισφορές με δήλωση της εταιρείας, αν ο εταίρος αυτός περιέλθει σε αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής που αντιστοιχεί στην εισφορά αυτή, ιδίως λόγω ασθένειας ή συνταξιοδότησης ή διότι έχει κληρονομήσει τα εταιρικά μερίδια.

3. Ο εξερχόμενος εταίρος δικαιούται να λάβει την πλήρη αξία των μεριδίων του. Αν τα μέρη δεν συμφωνούν στην αποτίμηση ή το καταστατικό δεν ορίζει τον τρόπο προσδιορισμού της, αποφασίζει το δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, η εταιρεία μπορεί να αξιώσει αποζημίωση κατά το άρθρο 78 παράγραφος 4.

4. Μετά την έξοδο του εταίρου ο διαχειριστής υποχρεούται χωρίς καθυστέρηση να προβεί σε ακύρωση των μεριδίων του και, αν συντρέχει περίπτωση, σε μείωση του κεφαλαίου και να αναπροσαρμόσει τον αριθμό των εταιρικών μεριδίων με σχετική καταχώριση στο ΓΕ.Μ.Η.. Μπορεί όμως, να ορίζεται στο καταστατικό ότι σε περίπτωση εξόδου τα εταιρικά μερίδια δεν θα ακυρώνονται αλλά θα εξαγοράζονται από πρόσωπο που θα υποδεικνύει η εταιρεία, αντί καταβολής της πλήρους αξίας των μεριδίων που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3.
Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι οι εταίροι έχουν δικαίωμα προτίμησης στην εξαγορά, κατά το ποσοστό της συμμετοχής τους στην εταιρεία.

Αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, το δικαστήριο, μετά από αίτηση κάθε διαχειριστή ή εταίρου, μπορεί να αποκλείσει από την εταιρεία κάποιον εταίρο, αν υπήρξε γι’ αυτό απόφαση των λοιπών εταίρων σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 4.
Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από τη λήψη της απόφασης των εταίρων. Το δικαστήριο μπορεί να εκδίδει προσωρινή διαταγή με την οποία διατάσσει τα αναγκαία ασφαλιστικά μέτρα, που μπορεί να περιλαμβάνουν προσωρινή αναστολή του δικαιώματος ψήφου του υπό αποκλεισμό εταίρου.
Από την τελεσιδικία της απόφασης και την καταβολή στον αποκλειόμενο της πλήρους αξίας των μεριδίων του, που προσδιορίζεται όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του προηγούμενου άρθρου, η εταιρεία συνεχίζεται μεταξύ των λοιπών εταίρων. Σε κάθε περίπτωση η εταιρεία μπορεί να αξιώσει αποζημίωση κατά το άρθρο 78 παράγραφος 4. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 4 του άρθρου 92. 

1. Αν δεν προβλέπεται κάτι άλλο στον παρόντα νόμο ή το καταστατικό, τα εταιρικά μερίδια παρέχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, ανεξάρτητα από το είδος της εισφοράς στην οποία αντιστοιχούν. Για την παροχή στους εταίρους νέων δικαιωμάτων ή επιβολή νέων υποχρεώσεων απαιτείται τροποποίηση του καταστατικού με συμφωνία όλων των εταίρων ή τη συναίνεση εκείνου, τον οποίο αφορά η υποχρέωση.

2. Κάθε εταίρος δικαιούται να λαμβάνει γνώση αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο της πορείας των εταιρικών υποθέσεων και να εξετάζει τα βιβλία και τα έγγραφα της εταιρείας. Δικαιούται επίσης με δαπάνες του να λαμβάνει αποσπάσματα του βιβλίου των εταίρων και του βιβλίου πρακτικών του άρθρου 66. Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι τα δικαιώματα του παρόντος άρθρου ασκούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα όχι μεγαλύτερα του τριμήνου. Η εταιρεία μπορεί να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών ή την πρόσβαση στα βιβλία αν υπάρχει σοβαρή απειλή στα επιχειρηματικά συμφέροντα της εταιρείας.

3. Κάθε εταίρος δικαιούται να ζητεί πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την κατανόηση και την εκτίμηση των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης της συνέλευσης.

4. Εταίροι που έχουν το ένα δέκατο (1/10) του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων δικαιούνται οποτεδήποτε να ζητήσουν από το δικαστήριο το διορισμό ανεξάρτητου ορκωτού ελεγκτή-λογιστή για να διερευνήσει σοβαρές υπόνοιες παράβασης του νόμου ή του καταστατικού και να γνωστοποιήσει το αποτέλεσμα με έκθεσή του στους εταίρους και την εταιρεία.

1. Κάθε σύμβαση μεταξύ εταιρείας και των εταίρων ή του διαχειριστή πρέπει να καταγράφεται στο βιβλίο πρακτικών του άρθρου 66 με μέριμνα του διαχειριστή και να ανακοινώνεται σε όλους τους εταίρους μέσα σε ένα μήνα από τη σύναψή της. Αν η εταιρεία είναι μονοπρόσωπη, η καταγραφή αυτή αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της σύμβασης, εκτός αν η σύμβαση αφορά τρέχουσες πράξεις που συνάπτονται υπό κανονικές συνθήκες.

2. Το καταστατικό μπορεί να υποβάλλει συγκεκριμένες ή και όλες τις συμβάσεις της παραγράφου 1 σε έγκριση των εταίρων.

3. Η εκτέλεση των συμβάσεων της παραγράφου 1 απαγορεύεται, εφόσον με την εκτέλεση αυτή ματαιώνεται, εν όλω ή εν μέρει, η ικανοποίηση των λοιπών δανει στών της εταιρείας.

4. Συμφωνίες εταιρείας και εταίρων, που αφορούν τη διαχείριση της περιουσίας της εταιρείας εκ μέρους των τελευταίων, είναι επιτρεπτές.

Καταργήθηκε

Καταργήθηκε

1. καταργήθηκε

2. Με μέριμνα του διαχειριστή γίνεται δημοσίευση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων στο Γ.Ε.ΜΗ.. Για τη δημοσίευση των εγκεκριμένων ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 43β του κ.ν. 2190/1920. Για την κατάρτιση της έκθεσης διαχείρισης του διαχειριστή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 43α του κ. ν. 2190/1920, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, και εφόσον η εταιρεία υποχρεούται στη σύνταξη ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, σύμφωνα με το ν. 4308/2014 (Α' 251), εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 107Α του κ. ν. 2190/1920.

3. Για τις μεγάλες εταιρείες, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 2 του ν. 4308/2014 (Α' 251), και τις οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος, κατά την έννοια του Παραρτήματος Α' του ν. 4308/2014 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 144 έως 146 του κ.ν. 2190/1920.

Καταργήθηκε

1....

2....

1. Για την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και τη διανομή κερδών απαιτείται απόφαση των εταίρων.

2. Κάθε έτος και πριν από κάθε διανομή κερδών πρέπει να κρατείται τουλάχιστον το ένα εικοστό (1/20) των καθαρών κερδών, για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού. Το αποθεματικό αυτό μπορεί μόνο να κεφαλαιοποιείται ή να συμψηφίζεται με ζημίες. Πρόσθετα αποθεματικά μπορούν να προβλέπονται από το καταστατικό ή να αποφασίζονται από τους εταίρους.

3. Για να διανεμηθούν κέρδη, πρέπει αυτά να προκύπτουν από τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις. Οι εταίροι αποφασίζουν για τα κέρδη που θα διανεμηθούν. Το καταστατικό μπορεί να ορίζει ελάχιστη υποχρεωτική διανομή κερδών.

4. Η συμμετοχή των εταίρων στα κέρδη είναι ανάλογη προς τον αριθμό των μεριδίων που έχει κάθε εταίρος. Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι για ορισμένο χρό νο, που δεν θα υπερβαίνει τη δεκαετία, κάποιος εταίρος ή εταίροι δεν μετέχουν ή μετέχουν περιορισμένα στα κέρδη ή στο προϊόν της εκκαθάρισης ή ότι έχουν δικαίωμα λήψης πρόσθετων κερδών.

5. Οι εταίροι που εισέπραξαν κέρδη κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων οφείλουν να τα επιστρέψουν στην εταιρεία. Η αξίωση αυτή μπορεί να ασκηθεί και πλαγιαστικά από τους δανειστές.

6. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις κεκρυμμένης καταβολής κερδών ή έμμεσης επιστροφής εισφορών.

Καταργήθηκε

1. ........

2. .......

Αν η εταιρεία βρίσκεται σε κατάσταση επαπειλούμενης αδυναμίας εκπλήρωσης των οφειλών της, κατά την έννοια των άρθρων 3 παράγραφος 2 και 99 παράγραφος 1 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007), ο διαχειριστής υποχρεούται χωρίς υπαίτια βραδύτητα να συγκαλέσει συνέλευση των εταίρων, που θα αποφασίσει τη λύση της εταιρείας, την υποβολή αίτησης πτώχευσης ή έναρξης διαδικασίας εξυγίανσης ή την υιοθέτηση άλλου μέτρου. 

1. Η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία λύεται: (α) οποτεδήποτε με απόφαση των εταίρων, (β) όταν παρέλθει ο ορισμένος χρόνος διάρκειας, εκτός αν ο χρόνος αυτός παραταθεί πριν λήξει με απόφαση των εταίρων, (γ) αν κηρυχθεί η εταιρεία σε πτώχευση, και (δ) σε άλλες περιπτώσεις που προβλέπει ο παρών νόμος ή το καταστατικό.

2. Η λύση της εταιρείας, αν δεν οφείλεται στην πάροδο του χρόνου διάρκειας, καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ. με μέριμνα του εκκαθαριστή.

1. Αν λυθεί η εταιρεία για οποιοδήποτε λόγο, εκτός από την κήρυξη αυτής σε πτώχευση, ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης. Μέχρι το πέρας της εκκαθάρισης η εταιρεία λογίζεται ότι εξακολουθεί και διατηρεί την επωνυμία της, στην οποία προστίθενται οι λέξεις «υπό εκκαθάριση».

2. Η εξουσία των οργάνων της εταιρείας κατά το στάδιο της εκκαθάρισης περιορίζεται στις αναγκαίες για την εκκαθάριση της εταιρικής περιουσίας πράξεις. Ο εκκαθαριστής μπορεί να ενεργήσει και νέες πράξεις, εφόσον με αυτές εξυπηρετούνται η εκκαθάριση και το συμφέρον της εταιρείας.

3. Η εκκαθάριση ενεργείται από το διαχειριστή, εκτός αν το καταστατικό προβλέπει διαφορετικά ή αποφάσισαν άλλως οι εταίροι. Οι εταίροι μπορούν να αποφασίσουν διαφορετικά από το καταστατικό μόνο με την πλειοψηφία του άρθρου 72 παράγραφος 5.

4. Οι διατάξεις για το διαχειριστή εφαρμόζονται ανάλογα και στον εκκαθαριστή.

 1. Με την έναρξη της εκκαθάρισης ο εκκαθαριστής υποχρεούται να ενεργήσει απογραφή των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της εταιρείας και να καταρτίσει οικονομικές καταστάσεις τέλους χρήσεως, οι οποίες εγκρίνονται με απόφαση των εταίρων. Εφόσον η εκκαθάριση εξακολουθεί, ο εκκαθαριστής υποχρεούται να καταρτίζει στο τέλος κάθε έτους οικονομικές καταστάσεις.

2. Ο εκκαθαριστής υποχρεούται να περατώσει αμελλητί τις εκκρεμείς υποθέσεις της εταιρείας, να εξοφλήσει τα χρέη της, να εισπράξει τις απαιτήσεις της και να μετατρέψει σε χρήμα την εταιρική περιουσία. Κατά τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας ο εκκαθαριστής οφείλει να προτιμά την εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου, όπου τούτο είναι εφικτό.

3. Εταίροι με εξωκεφαλαιακές εισφορές εξακολουθούν και κατά το στάδιο της εκκαθάρισης να παρέχουν υπηρεσίες, που αποτελούν το αντικείμενο της εισφοράς τους, στο μέτρο που τούτο είναι αναγκαίο για τη διεκπεραίωση των εργασιών της εκκαθάρισης. Οι εταίροι με μερίδια που αντιστοιχούν σε εγγυητικές εισφορές εξακολουθούν να είναι υπόχρεοι έναντι τρίτων για την καταβολή των χρεών της εταιρείας για διάστημα τριών (3) ετών μετά τη λύση της εταιρείας.

4. Εάν το στάδιο εκκαθάρισης υπερβεί την τριετία, εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 49 παρ. 6 του κ.ν. 2190/1920. Το σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης εγκρίνεται με απόφαση των εταίρων κατά το άρθρο 72 παράγραφος 5. Η τυχόν αίτηση στο δικα στήριο υποβάλλεται από εταίρους που έχουν το ένα δέκατο (1/10) του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων.

5. Μετά την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης, ο εκκαθαριστής καταρτίζει οικονομικές καταστάσεις περάτωσης της εκκαθάρισης, τις οποίες οι εταίροι καλούνται να ε γκρίνουν με απόφασή τους. Με βάση τις καταστάσεις αυτές ο εκκαθαριστής διανέμει το προϊόν της εκκαθάρισης στους εταίρους, ανάλογα με τον αριθμό των μερι δίων καθενός. Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι στη διανομή προτιμώνται οι εταίροι με μερίδια που αντιστοιχούν σε κεφαλαιακές εισφορές. Με συμφωνία όλων των εταίρων ο εκκαθαριστής μπορεί να προβεί σε αυτούσια διανομή της περιουσίας.

6. Ο εκκαθαριστής μεριμνά για την καταχώριση της ολοκλήρωσης της εκκαθάρισης στο Γ.Ε.ΜΗ..

7. Ενόσω διαρκεί η εκκαθάριση ή μετά την περάτωση της πτώχευσης λόγω τελεσίδικης επικύρωσης του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή για το λόγο του άρθρου 170 πα ράγραφος 3 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007), η εταιρεία μπορεί να αναβιώσει με ομόφωνη απόφαση των εταίρων.

1. H ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία μπορεί να μετατραπεί σε εταιρεία άλλης μορφής με απόφαση των εταίρων, που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγρα φος 5. Σε κάθε περίπτωση, εάν μετά τη μετατροπή εταίροι της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας πρόκειται να ευθύνονται για τα χρέη της εταιρείας, απαιτείται η ρητή συναίνεση τούτων.

2. Για τη μετατροπή ακολουθείται κατά τα λοιπά η διαδικασία που απαιτείται για τη σύσταση της νέας εταιρικής μορφής. Από την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. της απόφασης μετατροπής και του νέου καταστατικού, η μετατρεπόμενη ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία συνεχίζεται υπό τη νέα εταιρική μορφή. Η νομική προσωπικότητα συνεχίζεται και οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται στο όνομα της εταιρείας υπό τη νέα της μορφή, χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης. Οι διοικητικές άδειες που είχαν εκδοθεί υπέρ της μετατρεπόμενης εταιρείας συνεχίζουν να υφίστανται.
Αν η μετατροπή γίνεται προς άλλη κεφαλαιουχική εταιρεία, απαιτείται προηγούμενη εκτίμηση του ενεργητικού και παθητικού της μετατρεπόμενης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κ. ν. 2190/1920. Στην περίπτωση αυτή, αν το εταιρικό κεφάλαιο της εταιρείας που προκύπτει υπολείπεται του ελαχίστου ορίου κεφαλαίου που προβλέπεται από το νόμο για την εταιρεία αυτή, η διαφορά καλύπτεται με νέες εισφορές.
Η καταχώριση της μετατροπής στο Γ.Ε.ΜΗ. γίνεται από την Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ., σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 3419/2005.

3. Aν υπάρχουν μερίδια που αντιστοιχούν σε εξωκεφαλαιακές εισφορές, θα πρέπει πριν από τη μετατροπή να υπογραφεί σύμβαση μεταξύ εταιρείας και εταίρου που να ρυθμίζει την εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεων μετά τη μετατροπή. Σχετική μνεία γίνεται στην απόφαση μετατροπής.

4. Aν υπάρχουν μερίδια που αντιστοιχούν σε εγγυητικές εισφορές, οι εταίροι με τα μερίδια αυτά εξακολουθούν να ευθύνονται και μετά τη μετατροπή για διάστημα τριών (3) ετών για τις εταιρικές υποχρεώσεις που γεννήθηκαν μέχρι την καταχώριση της μετατροπής στο Γ.Ε.ΜΗ., εκτός αν οι δανειστές της εταιρείας συγκατατέθηκαν εγγράφως στη μετατροπή της εταιρείας.

1. Εταιρεία άλλης μορφής μπορεί να μετατραπεί σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία με απόφαση των εταίρων ή των μετόχων, που λαμβάνεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το νόμο για την περίπτωση λύσης της συγκεκριμένης εταιρικής μορφής. Σε κάθε περίπτωση, εάν εταίροι της εταιρείας πρόκειται να λάβουν μερίδια που αντιστοιχούν σε εξωκεφαλαιακές ή εγγυητικές εισφορές, απαιτείται η συναίνεση τούτων.

2. Για τη μετατροπή ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις για τη σύσταση της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας. Η καταχώρηση της μετατροπής στο Γ.Ε.ΜΗ. γίνεται από την Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ., σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 3419/2005.

3. Η απόφαση για μετατροπή με το καταστατικό της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας καταχωρίζονται στο Γ.Ε.ΜΗ., τα αποτελέσματα όμως της μετατροπής δεν επέρχονται, αν μέσα σε προθεσμία ενός (1) μήνα από την καταχώριση δανειστής ή δανειστές της εταιρείας προβάλουν έγγραφες αντιρρήσεις για τη μετατροπή.
Με τις αντιρρήσεις αυτές οι δανειστές μπορούν να ζητήσουν επαρκείς εγγυήσεις, εφόσον η οικονομική κατάσταση της μετατρεπόμενης εταιρείας καθιστά απαραίτητη την προστασία αυτή. Αν δεν προβληθούν αντιρρήσεις, τούτο σημειώνεται στο Γ.Ε.ΜΗ. με αίτηση της εταιρείας και η μετατροπή συντελείται από το χρόνο καταχώρισης της σημείωσης αυτής.
Σε περίπτωση που προβληθούν αντιρρήσεις το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση της εταιρείας, να επιτρέψει τη μετατροπή εάν κρίνει ότι η οικονομική κατάσταση της εταιρείας ή οι εγγυήσεις που έχουν λάβει οι δανειστές αυτοί ή οι εγγυήσεις που τους προσφέρονται δεν δικαιολογούν τις αντιρρήσεις τους.
 Η αίτηση κοινοποιείται στους δανειστές που έχουν προβάλει τις αντιρρήσεις. Η απόφαση του δικαστηρίου υπόκειται μόνο σε ανακοπή ερημοδικίας. Στην περίπτωση αυτή, η μετατροπή συντελείται με την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. της απόφασης που απορρίπτει τις αντιρρήσεις ή που απορρίπτει την ανακοπή ερημοδικίας.

4. Με τη συντέλεση της μετατροπής η μετατρεπόμενη εταιρεία συνεχίζεται με τη μορφή της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας. Η νομική προσωπικότητα συνεχίζεται και οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται στο όνομα της εταιρείας υπό τη νέα της μορφή, χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης. Οι διοικητικές άδειες που είχαν εκδοθεί υπέρ της μετατρεπόμενης εταιρείας συνεχίζουν να υφί στανται.

5. Οι ομόρρυθμοι εταίροι της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, η οποία μετατράπηκε σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, εξακολουθούν να ευθύνονται επί πέντε (5) έτη μετά τη μετατροπή εις ολόκληρον και απεριόριστα για τις εταιρικές υποχρεώσεις που γεννήθηκαν μέχρι την καταχώριση της μετατροπής στο Γ.Ε.ΜΗ., εκτός αν οι δανειστές της εταιρείας συγκατατέθηκαν εγγράφως στη μετατροπή της εταιρείας. 

Η συγχώνευση ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών πραγματοποιείται είτε με απορρόφηση είτε με σύσταση νέας εταιρείας. Στο παρόν κεφάλαιο η απορροφώσα ε ταιρεία και η νέα εταιρεία αποκαλούνται «συγχωνεύουσες» εταιρείες.

1. Οι διαχειριστές των εταιρειών που συγχωνεύονται καταρτίζουν εγγράφως κοινό σχέδιο συγχώνευσης που, σε περίπτωση ίδρυσης νέας εταιρείας, περιλαμβάνει το καταστατικό της.

2. Το σχέδιο συγχώνευσης περιέχει τουλάχιστον: (α) Την επωνυμία, την έδρα και τον αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. των εταιρειών που συγχωνεύονται. (β) Τον ορισμό της σχέσης ανταλλαγής των εταιρικών μεριδίων και την αιτιολόγησή της, ώστε να είναι δίκαιη και λογική. Η σχέση ανταλλαγής των εταιρικών μεριδίων αφορά το σύνολο των ει σφορών των εταίρων των συγχωνευόμενων εταιρειών, αδιακρίτως εάν πρόκειται για κεφαλαιακές, εξωκεφαλαιακές ή εγγυητικές εισφορές. Τα εταιρικά μερίδια που προκύπτουν από τη συγχώνευση αντιστοιχούν στο είδος της εισφοράς, το οποίο εκπροσωπούσαν τα παλαιά εταιρικά μερίδια. (γ) Την ημερομηνία από την οποία τα εταιρικά μερίδια παρέχουν δικαίωμα συμμετοχής των εταίρων της ή των συγχωνευόμενων εταιρειών στα κέρδη της συγχωνεύουσας εταιρείας, καθώς και κάθε ειδικό όρο σχετικό με το δικαίωμα αυτό. (δ) Την ημερομηνία από την οποία οι πράξεις της ή των συγχωνευόμενων εταιρειών θεωρούνται, από λογιστική άποψη, ότι γίνονται για λογαριασμό της συγχωνεύουσας εταιρείας, καθώς και την τύχη των οικονομικών αποτελεσμάτων της ή των συγχωνευόμενων εταιρειών, τα οποία θα προκύψουν από την ημερομηνία αυτή μέχρι την ημερομηνία ολοκλήρωσης της συγχώνευσης όπως προβλέπεται στο άρθρο 112 παράγραφος 3.

3. Το σχέδιο συγχώνευσης καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ., στο οποίο υπάγεται καθεμιά από τις συγχωνευόμενες εταιρείες με αίτηση των διαχειριστών τους.

Μέσα σε ένα μήνα από την τελευταία καταχώριση της παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου, οι δανειστές των συγχωνευόμενων εταιρειών, οι απαιτήσεις των οποίων γεννήθηκαν πριν από την καταχώριση αυτή, έχουν το δικαίωμα να προβάλουν έγγραφες αντιρρήσεις και να ζητήσουν επαρκείς εγγυήσεις, εφόσον η οικονομική κα τάσταση των συγχωνευόμενων εταιρειών καθιστά απαραίτητη την προστασία αυτή. Ύστερα από αίτηση της οφειλέτριας εταιρείας το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τη συγχώνευση παρά τις αντιρρήσεις δανειστή ή δανειστών, εάν κρίνει ότι η οικονομική κατάσταση των συγχωνευόμενων εταιρειών ή οι εγγυήσεις που έχουν ήδη λάβει οι δανειστές αυτοί ή οι εγγυήσεις που τους προσφέρονται δεν δικαιολογούν τις αντιρρήσεις τους. Η αίτηση κοινοποιείται στους δανειστές που έχουν προβάλει τις αντιρρήσεις. Η απόφαση του δικαστηρίου υπόκειται μόνο σε ανακοπή ερημοδικίας. 

1. Για την εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων των συγχωνευόμενων εταιρειών και του δικαίου και λογικού της σχέσης ανταλλαγής συντάσσεται έκθεση προς τους εταίρους των εταιρειών αυτών σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 9α του κ.ν. 2190/1920.

2. Με κοινή εντολή των συγχωνευόμενων εταιρειών, τα πρόσωπα που προβαίνουν στην εκτίμηση μπορούν να συντάξουν ενιαία έκθεση για όλες τις εταιρείες. Με συμ φωνία όλων των εταίρων των συγχωνευόμενων εταιρειών μπορεί να παραλείπεται η σύνταξη της παραπάνω έκθεσης.

1. Το σχέδιο συγχώνευσης, καθώς και οι τροποποιήσεις του καταστατικού που απαιτούνται για την πραγματοποίησή της ή το καταστατικό της νέας εταιρείας, πρέπει να εγκρίνονται με απόφαση των εταίρων καθεμιάς από τις συγχωνευόμενες εταιρείες. Απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί, αν δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία προστασίας των δανειστών του άρθρου 110.

2. Αν η συγχώνευση πρόκειται να αποφασισθεί από τη συνέλευση των εταίρων, κάθε εταίρος έχει δικαίωμα ένα μήνα πριν από τη συνέλευση να λαμβάνει γνώση, στην έδρα της εταιρείας, τουλάχιστον:
(α) του σχεδίου συγχώνευσης και
(β) της έκθεσης του άρθρου 111.
Η συνέλευση δεν μπορεί να λάβει απόφαση για τη συγχώνευση, αν δεν έχει τηρηθεί η παραπάνω προθεσμία.

3. Οι αποφάσεις των εταίρων που εγκρίνουν τη συγχώνευση μαζί με υπεύθυνη δήλωση των διαχειριστών των συγχωνευόμενων εταιρειών ότι τηρήθηκε η διαδικασία προστασίας των δανειστών του άρθρου 110, καταχωρίζονται στο Γ.Ε.ΜΗ., ύστερα από κοινή αίτηση των διαχειριστών.

Από το χρόνο της καταχώρισης του άρθρου 112 παράγραφος 3 επέρχονται, έναντι των συγχωνευόμενων εταιρειών και των τρίτων, αυτοδικαίως και χωρίς καμιά άλ λη διατύπωση τα ακόλουθα αποτελέσματα:
(α) Η συγχωνεύουσα εταιρεία υποκαθίσταται σε όλα γενικώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ή των συγχωνευόμενων εταιρειών. Η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή. Στη συγχωνεύουσα εταιρεία περιέρχονται και οι διοικητικές άδειες που είχαν εκδοθεί υπέρ της συγχωνευόμενης εταιρείας.
(β) Οι εταίροι της ή των συγχωνευόμενων εταιρειών γίνονται εταίροι της συγχωνεύουσας εταιρείας.
(γ) Οι υποχρεώσεις των εταίρων που συμμετέχουν στις συγχωνευόμενες εταιρείες με εξωκεφαλαιακές ή εγγυητικές εισφορές, εξακολουθούν να υφίστανται όπως και προηγουμένως.
(δ) Οι συγχωνευθείσες εταιρείες παύουν να υπάρχουν.
(ε) Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως στο όνομα της συγχωνεύουσας εταιρείας χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, διακοπή της δίκης.

1. Η συγχώνευση είναι ακυρώσιμη υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 74 παράγραφος 1 ή, αν δεν τηρήθηκε η διαδικασία των παραπάνω άρθρων, άκυρη δε αν συντρέχουν οι περιπτώσεις του άρθρου 74 παράγραφοι 2 και 3.

2. Η συγχώνευση ακυρώνεται από το δικαστήριο μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, που υποβάλλεται μέσα σε τρεις (3) μήνες από την καταχώριση του άρθρου 112 παράγραφος 3. Το αρμόδιο δικαστήριο παρέχει στις ενδιαφερόμενες εταιρείες εύλογη προθεσμία για άρση των ελαττωμάτων της συγχώνευσης, εάν αυτό είναι εφικτό.

3. Η ακυρότητα της συγχώνευσης αναγνωρίζεται από το δικαστήριο μετά από αίτηση κάθε προσώπου που έχει έννομο συμφέρον, που υποβάλλεται μέσα σε έξι (6) μήνες από την καταχώριση του άρθρου 112 παράγραφος 3. Σε περίπτωση που ο σκοπός της συγχωνεύουσας εταιρείας είναι παράνομος ή αντίκειται στη δημόσια τάξη, καθώς και όταν από το καταστατικό της προκύπτει διαρκής παράβαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, η προβολή της ακυρότητας δεν υπόκειται σε προθεσμία.

4. Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει άκυρη ή αναγνωρίζει την ακυρότητα της συγχώνευσης, καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ.. Εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την καταχώριση αυτή μπορεί να ασκηθεί τριτανακοπή κατά της παραπάνω απόφασης.

5. Η ακυρότητα της συγχώνευσης που κηρύχθηκε ή αναγνωρίστηκε, δεν θίγει το κύρος των υποχρεώσεων της συγχωνεύουσας εταιρείας που γεννήθηκαν κατά την πε ρίοδο μετά την ημερομηνία καταχώρισης του άρθρου 112 παράγραφος 3 και πριν από την καταχώριση της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
Οι εταιρείες που έλαβαν μέρος στην ακυρωθείσα συγχώνευση ευθύνονται εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις αυτές.

1. Η συγχώνευση δεν κηρύσσεται άκυρη για το λόγο ότι η σχέση ανταλλαγής των εταιρικών μεριδίων των εταίρων των συγχωνευόμενων εταιρειών με εταιρικά με ρίδια της συγχωνεύουσας εταιρείας δεν είναι δίκαιη και λογική. Στην περίπτωση αυτή κάθε εταίρος της ή των συγχωνευόμενων εταιρειών μπορεί να αξιώσει από την συγχωνεύουσα εταιρεία την καταβολή αποζημίωσης σε μετρητά. Η αποζημίωση ορίζεται από το δικαστήριο μετά από αγωγή κάθε θιγομένου. Η αξίωση παραγράφεται μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών από την καταχώριση του άρθρου 112 παράγραφος 3.

2. Το βάρος απόδειξης ότι η σχέση ανταλλαγής είναι δίκαιη και λογική φέρει η συγχωνεύουσα εταιρεία. 

1. Όπου στη νομοθεσία υπάρχουν ρυθμίσεις που αναφέρονται γενικά στις κεφαλαιουχικές εταιρείες:
(α) οι ρυθμίσεις αυτές επεκτείνονται και στην ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, εκτός αν από το νόμο ή τη φύση της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας συνάγεται κάτι διαφορετικό και
(β) ως προς την ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία οι αναφορές σε ποσοστά επί του κεφαλαίου λογίζεται ότι αναφέρονται σε ποσοστά επί του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων.

2. Όπου στη νομοθεσία ορίζεται ότι δραστηριότητα μπορεί να ασκείται από εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, εφεξής θα μπορεί να ασκείται και από ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες.

3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 98 του Πτωχευτικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, καθώς και στην ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία.»

4. Η περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3777/2009 (Α΄ 127) αντικαθίσταται ως εξής:
«α) η ανώνυμη εταιρεία (Α.Ε.), η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ), η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία (ΙKE), η ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρεία και η Ευρωπαϊκή Εταιρεία (SE) με έδρα στην Ελλάδα».

5. Οι νόμοι που παρέχουν κίνητρα για τους μετασχηματισμούς επιχειρήσεων περιλαμβάνουν στο πεδίο εφαρμογής τους και την ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία.

6. Η τρίτη παράγραφος του άρθρου 1047 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, εκτός από τις ανώνυμες εταιρείες, τις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και τις ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, ως προς τα χρέη της παραγράφου 1, εδάφιο πρώτο του άρθρου αυτού, η προσωπική κράτηση διατάσσεται κατά των εκπροσώπων τους, και στις περιπτώσεις του άρθρου 947 παράγραφος 1 διατάσσεται κατά των νομίμων αντιπροσώπων του διαδίκου που τελεί υπό επιμέλεια.»

7. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 11 του π.δ. 34/1995 (Α΄ 30) αντικαθίσταται ως εξής:
«Επιτρέπεται πάντως μετά τριετία από τη σύναψη της σύμβασης η παραχώρηση της χρήσης του μισθίου σε εταιρεία προσωπική ή περιορισμένης ευθύνης ή σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία ή σε ανώνυμη εταιρεία, που θα συσταθεί με ελάχιστη συμμετοχή και του μισθωτή κατά ποσοστό 35%.»

8. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 11 του π.δ. 34/1995 καταργείται.

9. Το π.δ. 258/2005 «Καταστατικό του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.)» (Α΄ 316) τροποποιείται ως εξής:
α) Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 τροποποιείται ως εξής:
«2. Στην κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. υπάγονται επίσης:
α) Τα μέλη ή μέτοχοι Οργανισμών, Κοινοπραξιών ή κάθε μορφής Εταιρειών, πλην των Ανωνύμων και των Ιδιωτικών Κεφαλαιουχικών, των οποίων ο σκοπός συνιστά δραστηριότητα, για την οποία τα ασκούντα αυτή πρόσωπα υπάγονται στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε..
β) Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου των Α.Ε., με αντικείμενο επιχειρήσεως επαγγελματική ή βιοτεχνική δραστηριότητα, εφόσον αυτά είναι μέτοχοι κατά ποσο στό 5%.
γ) Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου των Α.Ε, με αντικείμενο επιχειρήσεως την εμπορία, τα οποία μετέχουν στο Εταιρικό Κεφάλαιο κατά ποσοστό τουλάχιστον 3%.
δ) Οι μέτοχοι των Ανωνύμων Εταιρειών, των οποίων ο σκοπός είναι η μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων επί κομίστρω με αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης, εφόσον είναι κάτοχοι ονομαστικών μετοχών. Δεν υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. οι κατέχοντες ονομαστικές μετοχές, μίας ή περισσοτέρων από τις παραπάνω ανώνυμες εταιρείες, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό επί αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης μικρότερο ή ίσο του 10%. Όσα από τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου οδηγούν αυτοπρόσωπα το συνιδιόκτητο αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης ή άλλο αυτοκίνητο ΔΧ της ίδιας ανώνυμης εταιρείας, δεν υπάγονται στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. αλλά του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.. Εάν δεν οδηγούν αυτοπρόσωπα το συνιδιόκτητο αυτοκίνητο της ίδιας α νώνυμης εταιρείας και δεν έχουν ασφάλιση από άλλη εργασία ή απασχόληση, ασφαλίζονται υποχρεωτικά στον Ο.Α.Ε.Ε..
ε) Οι διαχειριστές Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας που ορίστηκαν με το καταστατικό ή με απόφαση των εταίρων.
στ) Ο μοναδικός εταίρος Μονοπρόσωπης Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας.»

β) Στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 προστίθεται περίπτωση ζ΄ ως κατωτέρω:
«ζ. Οι εταίροι Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας.»

10. Μετά την περίπτωση ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α΄151), προστίθεται περίπτωση στ΄ ως εξής:
«στ) Οι ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρίες».

11. Οι εκάστοτε ισχύουσες φορολογικές διατάξεις για τις εταιρίες περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.) εφαρμόζονται και στις ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρίες (Ι.Κ.Ε.).

12. Καταργείται οποιοδήποτε τέλος υπέρ τρίτων που έχει σχέση με τη σύσταση, δημοσίευση και τροποποίηση του καταστατικού της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας, καθώς και με τη μετατροπή άλλης εταιρικής μορφής σε Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία.

1. Το άρθρο 1 του ν. 3853/2010 (Α΄ 90) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 1 Πεδίο Εφαρμογής – Σκοπός
Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η απλοποίηση των διαδικασιών σύστασης προσωπικών και κεφαλαιουχικών εμπορικών εταιρειών και ειδικότερα των ομορρύθμων ε ταιρειών, των ετερορρύθμων εταιρειών (κάθε μορφής), των ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών, των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης και των ανωνύμων εταιρειών (εφεξής: «Εταιρείες»).»

2. Η περίπτωση α΄ του άρθρου 2 του ν. 3853/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«α) «Υπηρεσία Μιας Στάσης»:
«αα) Με την επιφύλαξη του άρθρου 1 και του άρθρου 7 του ν. 3419/2005 (Α΄ 297), όπως αυτός τροποποιείται με το άρθρο 13 του παρόντος νόμου, τα φυσικά πρόσωπα ή τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα οποία ορίζονται ως αρμόδια για την έναρξη, διεκπεραίωση και ολοκλήρωση των διαδικασιών σύστασης ομορρύθμων και ε τερορρύθμων εταιρειών (κάθε μορφής), ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών, εταιρειών περιορισμένης ευθύνης και ανωνύμων εταιρειών. Ως «Υπηρεσία Μιας Στάσης» για τη σύσταση ομορρύθμων και ετερορρύθμων εταιρειών (κάθε μορφής) και ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών ορίζονται οι αρμόδιες Υπηρεσίες του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Γ.Ε.ΜΗ.) του άρθρου 2 του ν. 3419/2005 (Α΄ 297), όπως αυτός τροποποιείται με το άρθρο 13 του παρόντος νόμου, καθώς και τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) που λαμβάνουν την «πιστοποίηση παροχής υπηρεσιών μιας στάσης», όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 του παρόντος νόμου. ββ) Ως «Υπηρεσία Μιας Στάσης» για τη σύσταση εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, ανωνύμων εταιρειών, καθώς και σε όλες τις περιπτώσεις που για τη σύσταση συ ντάσσεται συμβολαιογραφικό έγγραφο, ορίζεται ο συμβολαιογράφος που συντάσσει το συμβολαιογραφικό έγγραφο σύστασης. Το ίδιο ισχύει και για τις ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, για τη σύσταση των οποίων τυχόν συντάσσεται συμβολαιογραφικό έγγραφο.»

3. Στο ν. 3853/2010 προστίθεται άρθρο 5Α ως εξής:
«Άρθρο 5Α Διαδικασία σύστασης ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών
1. Για τη σύσταση μιας ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας, οι συμβαλλόμενοι ή ο μοναδικός ιδρυτής ή το πρόσωπο που είναι νόμιμα εξουσιοδοτημένο προς τούτο προβαίνουν, ενώπιον της «Υπηρεσία Μιας Στάσης», στις παρακάτω ενέργειες:
α) Καταθέτουν το έγγραφο σύστασης της εταιρείας. Το έγγραφο αυτό περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου αν το επιβάλλει ειδική διάταξη νόμου, αν εισφέρονται στην εταιρεία περιουσιακά στοιχεία, για τη μεταβίβαση των οποίων απαιτείται ο τύπος αυτός, ή αν επιλέγεται από τα μέρη.
β) Υποβάλλουν υπογεγραμμένη αίτηση καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ..
γ) Υποβάλλουν αίτηση για την καταχώριση της επωνυμίας στο οικείο επιμελητήριο και για την εγγραφή της εταιρείας ως μέλους σε αυτό.
δ) Καταβάλλουν το γραμμάτιο ενιαίου κόστους σύστασης εταιρείας.
ε) Υποβάλλουν δήλωση για το φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου και εξοφλούν άμεσα το φόρο που αναλογεί.
στ) Υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση για τη διεύθυνση της εταιρείας.
ζ) Υποβάλλουν τις απαραίτητες αιτήσεις και συμπληρώνουν τα απαραίτητα έντυπα για τη χορήγηση αριθμού φορολογικού μητρώου.
2. Αυθημερόν ή το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα και μετά την ολοκλήρωση των ενεργειών που προβλέπονται στην παράγραφο 1, η «Υπηρεσία Μιας Στάσης» υποχρεούται να:
α) Προβεί σε έλεγχο της αίτησης καταχώρισης και του έγγραφου σύστασης, ως προς τη νομιμοποίηση του αιτούντος και την πληρότητα των υποβαλλόμενων στοιχείων και εγγράφων, που αυτός υποβάλλει. Ιδιαίτερα ελέγχεται αν στο καταστατικό της εταιρείας αναφέρεται η επωνυμία, ο σκοπός και το ύψος του κεφαλαίου της εταιρείας, καθώς και αν με βάση τα υποβαλλόμενα έγγραφα, ο σκοπός της εταιρείας είναι παράνομος ή αντίκειται στη δημόσια τάξη, καθώς και αν ο μοναδικός ιδρυτής ή όλοι οι ιδρυτές είναι ανίκανοι για δικαιοπραξία.
β) Προβεί, μέσω της πρόσβασης στα ηλεκτρονικά αρχεία του Γ.Ε.ΜΗ. σε προέλεγχο της επωνυμίας και στη χορήγηση προέγκρισης χρήσης. Εφόσον η προτεινόμενη επωνυμία προσκρούει σε προγενέστερη καταχώριση, η «Υπηρεσία Μιας Στάσης» ενημερώνει τους ενδιαφερόμενους και, μετά από συνεννόηση μαζί τους, προβαίνει σε τροποποίηση της επωνυμίας.
γ) Προβεί στην είσπραξη του γραμματίου ενιαίου κόστους σύστασης εταιρείας και του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου, καθώς και τη χορήγηση σχετικής απόδειξης καταβολής του γραμματίου ενιαίου κόστους σύστασης εταιρείας και του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου.
δ) Μεριμνήσει για τη χορήγηση Α.Φ.Μ. στους εταίρους, όπου απαιτείται, καθώς και για την έκδοση των απαιτούμενων πιστοποιητικών φορολογικής ενημερότη τας.
ε) Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, μεριμνήσει για την καταχώριση και εγγραφή της εταιρείας στην Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. του άρθρου 2 του ν. 3419/2005 (Α΄ 297) και για τη χορήγηση Αριθμού Γ.Ε.ΜΗ. και Κωδικού Αριθμού Καταχώρισης που προβλέπονται στην παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 3419/2005.
στ) Μεριμνήσει, μέσω πρόσβασης στα οικεία ηλεκτρονικά αρχεία, για την έκδοση Α.Φ.Μ. της εταιρείας, καθώς και για την αποστολή ανακοίνωσης περί της σύστασης της εταιρείας, καθώς και των στοιχείων των εταίρων και διαχειριστών αυτής στους οικείους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.
ζ) Προβεί στην εγγραφή της εταιρείας στο αρμόδιο επιμελητήριο.
3. Εάν από τον έλεγχο που προβλέπεται στην περίπτωση Α΄ της παραγράφου 2, προκύψει ότι η αίτηση, τα προσκομιζόμενα δικαιολογητικά ή το έγγραφο σύστα σης δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας, οι ενδιαφερόμενοι καλούνται, μέσω τηλεομοιοτυπίας ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, να προβούν εγ γράφως στις αναγκαίες διευκρινίσεις, διορθώσεις ή συμπληρώσεις μέσα σε δύο εργάσιμες, ή, εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις, σε δέκα εργάσιμες ημέρες από τη λήψη της σχετικής πρόσκλησης. Η χορήγηση αυτής της προθεσμίας παρατείνει ανάλογα την προθεσμία που προβλέπεται παραπάνω στην παράγραφο 2. Αν η προθεσμία των δύο ή δέκα εργάσιμων ημερών παρέλθει άπρακτη ή τα στοιχεία, παρά την εμπρόθεσμη υποβολή τους, εξακολουθούν να μην πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου, η σύσταση της εταιρείας δεν καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ. και το γραμμάτιο ενιαίου κόστους σύστασης εταιρείας και ο φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίου που καταβλήθηκαν επιστρέφονται, εν όλω ή εν μέρει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην κοινή υπουργική απόφαση της περίπτωσης Α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 4.»

4. Οι διατάξεις του άρθρου 42 του ν.δ. 3026/1954 (Κώδικας περί Δικηγόρων) δεν εφαρμόζονται στη σύνταξη συμβολαιογραφικών εγγράφων σύστασης ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών ή τροποποίησης του καταστατικού τους.

1. Η περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3419/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Η ένωση προσώπων που ασκεί εμπορία μέσω κύριας ή δευτερεύουσας εγκατάστασης στην ημεδαπή και κάθε εμπορική εταιρεία, εφόσον η σύστασή της έγινε κατά το ελληνικό δίκαιο, ήτοι η ομόρρυθμη και ετερόρρυθμη (απλή ή κατά μετοχές) εταιρεία, ο αστικός συνεταιρισμός, στον οποίο περιλαμβάνεται ο αλληλοασφαλιστικός και ο πιστωτικός συνεταιρισμός, η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και η ανώνυμη εταιρεία.
Από την εγγραφή στο Γ.Ε.ΜΗ. εξαιρούνται οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί που προβλέπονται στο π.δ. 53/1987 (Α΄ 52), οι ναυτικές εταιρείες που συνιστώνται κατά το ν. 959/1979 (Α΄ 192) και οι ναυτιλιακές εταιρείες πλοίων αναψυχής που συνιστώνται κατά το ν. 3182/2003 (Α΄ 220).»

2. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3419/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«β. την παραλαβή, την πρωτοκόλληση και τον έλεγχο νομιμότητας των σχετικών αιτήσεων και των συνοδευτικών εγγράφων, καθώς και τον έλεγχο νομιμότητας των νομικών πράξεων, των δηλώσεων, των εγγράφων και των λοιπών στοιχείων που αφορούν τους υπόχρεους και δικαιολογούν την καταχώριση, μεταβολή ή διαγραφή, ε κτός από τις περιπτώσεις σύστασης της ομόρρυθμης και ετερόρρυθμης (απλής ή κατά μετοχές) εταιρείας, της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας, της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και της ανώνυμης εταιρείας, όταν αυτή πραγματοποιείται από τις «Υπηρεσία Μιας Στάσης», όπως προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία».

3. Η παρ. 8 του άρθρου 7 του ν. 3419/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται για τις καταχωρίσεις που διενεργούν οι Υπηρεσίες Μιας Στάσης κατά το στάδιο σύστασης των ομόρρυθμων εταιρειών, των ετερόρρυθμων εταιρειών (κάθε μορφής), των ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών, των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης και των ανωνύμων εταιρειών, όπως προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία.»

4. Η παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3419/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. των νομικών γεγονότων, δηλώσεων, εγγράφων και λοιπών στοιχείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, επέρχονται, ως προς τις ομόρρυθμες εταιρείες, τις ετερόρρυθμες εταιρείες (απλές ή κατά μετοχές), τις ανώνυμες εταιρείες, τις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, τις ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, τους αστικούς συνεταιρισμούς, τις εταιρείες που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄, δ΄ και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 και τους υπόχρεους που αναφέρονται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 1, τα ακόλουθα αποτελέσματα:
α. Τα υπό σύσταση νομικά πρόσωπα που ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο αποκτούν νομική προσωπικότητα.
β. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας που ρυθμίζουν τη μετατροπή ή το μετασχηματισμό των εταιρειών, συντελείται η μετατροπή των υπόχρεων εταιρειών σε ανώνυμες εταιρείες, εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, αστικούς συνεταιρισμούς και σε εταιρείες που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄, δ΄ και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1.
γ. Επέρχεται η τροποποίηση του καταστατικού.
δ. Συντελείται η συγχώνευση ή η διάσπαση, με μόνη την εγγραφή και πριν από τη διαγραφή της εταιρείας που απορροφάται ή διασπάται.
ε. Επέρχεται η λύση, μετά από απόφαση των εταίρων ή έκδοση σχετικής διοικητικής πράξης.
στ. Επέρχεται η αναβίωση.»

Τιμωρείται με τις ποινές του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικα:
α) Ο εταίρος ή διαχειριστής ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας, που εν γνώσει του κάνει ψευδείς δηλώσεις που αφορούν την καταβολή του εταιρικού κεφαλαίου.
β) Όποιος εκ προθέσεως παραλείπει τη σύνταξη των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων πέραν της προθεσμίας της παραγράφου 1 του άρθρου 98.
γ) Όποιος εν γνώσει συνέταξε ετήσιες οικονομικές καταστάσεις κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του καταστατικού.
δ) Όποιος προβαίνει σε διανομή κερδών που δεν προκύπτουν από τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις ή προκύπτουν από ψευδείς ή παράνομες καταστάσεις.
ε) Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 47, της παραγράφου 1 του άρθρου 66 και της παραγράφου 7 του άρθρου 79.
στ) Ο διαχειριστής που παραλείπει να αναπροσαρμόσει (αυξήσει ή μειώσει) το κεφάλαιο στις περιπτώσεις που ορίζονται στα άρθρα 77 παρ. 4, 82 παρ. 1, 87, 90 παρ. 3, 92 παρ. 4 και 93 τελευταίο εδάφιο. 

1. Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013, υφιστάμενες εταιρείες περιορισμένης ευθύνης μπορούν να μετατραπούν σε ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες κατά το άρθρο 107, εάν αυτό αποφασισθεί από τη συνέλευση των εταίρων, που λαμβάνεται είτε με πλειοψηφία τουλάχιστον των δύο τρίτων του όλου αριθμού των εταίρων, που εκ προσωπούν τα δύο τρίτα του όλου εταιρικού κεφαλαίου, είτε με πλειοψηφία τουλάχιστον των τριών τετάρτων του όλου εταιρικού κεφαλαίου. Ρήτρες του καταστατικού που προβλέπουν μεγαλύτερα ποσοστά πλειοψηφίας δεν λαμβάνονται υπόψη για την απόφαση αυτή.

2. Η υποβολή αιτήματος στην αρμόδια Υπηρεσία Μιας Στάσης για τη σύσταση ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας επιτρέπεται δύο μήνες μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου.

Σήμα μπορεί να αποτελέσει κάθε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από εκείνα άλλων επιχειρήσεων.
Μπορούν να αποτελέσουν σήμα ιδίως λέξεις, ονόματα, επωνυμίες, ψευδώνυμα, απεικονίσεις, σχέδια, γράμματα, αριθμοί, χρώματα, ήχοι, συμπεριλαμβανομένων των μουσικών φράσεων, το σχήμα του προϊόντος ή της συσκευασίας του και τα διαφημιστικά συνθήματα (slogans).

Το δικαίωμα για αποκλειστική χρήση του σήματος αποκτάται με την καταχώρισή του.

1. Δεν καταχωρίζονται ως σήματα σημεία τα οποία:
α. δεν μπορούν να αποτελέσουν σήμα σύμφωνα με το άρθρο 121,
β. στερούνται διακριτικού χαρακτήρα,
γ. συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν στο εμπόριο για τη δήλωση του είδους, της ποιότητας, των ιδιοτήτων, της ποσό τητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας,
δ. συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις, τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου,
ε. συνίστανται αποκλειστικά από το σχήμα που επιβάλλεται από τη φύση του προϊόντος ή είναι απαραίτητο για την επίτευξη τεχνικού αποτελέσματος ή προσδίδει ουσιαστική αξία στο προϊόν, στ. αντίκεινται στη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη,
ζ. μπορούν να παραπλανήσουν το κοινό, για παράδειγμα, ως προς τη φύση, την ποιότητα ή τη γεωγραφική προέλευση του προϊόντος ή της υπηρεσίας.

2. Ομοίως, δεν καταχωρίζονται ως σήματα σημεία τα οποία:
α) προορίζονται να διακρίνουν κρασιά ή οινοπνευματώδη που εμπεριέχουν ή αποτελούνται από προστατευόμενη από τη νομοθεσία της Ε.Ε., γεωγραφική ένδειξη υποδηλούσα κρασιά ή οινοπνευματώδη, εφόσον τα εν λόγω κρασιά ή οινοπνευματώδη δεν έχουν τη συγκεκριμένη προέλευση,
β) εμπεριέχουν ή αποτελούνται από ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη γεωργικών προϊόντων και τροφίμων που έχουν ήδη καταχωρισθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ε.Ε. και αφορούν τον ίδιο τύπο προϊόντος, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση καταχώρισης του εν λόγω σήματος υποβάλλεται μετά την ημερομηνία υ ποβολής της αίτησης καταχώρισης της ονομασίας προέλευσης ή της γεωγραφικής ένδειξης των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων.

3. Δεν καταχωρίζονται ως σήματα:
α. τα ονόματα κρατών, η σημαία, τα εμβλήματα, τα σύμβολα, οι θυρεοί, τα σημεία και τα επισήματα του Ελληνικού Κράτους και των λοιπών κρατών, που αναφέρο νται στο άρθρο 6 τρις της Σύμβασης των Παρισίων για την προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ν. 213/ 1975, Α΄ 258) και με τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, καθώς και τα σημεία μεγάλης συμβολικής σημασίας και ιδιαιτέρου δημοσίου συμφέροντος και ιδίως θρη σκευτικά σύμβολα, παραστάσεις και λέξεις,
β. τα σημεία των οποίων η κατάθεση αντίκειται στην καλή πίστη ή έγινε κακόπιστα.

4. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1, σημείο γίνεται δεκτό για καταχώριση, εφόσον μέχρι την ημερομηνία κατάθεσής του απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσης του.

1. Σημείο δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση:
α. εάν ταυτίζεται με προγενέστερο σήμα και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, για τα οποία το σήμα έχει δηλωθεί, ταυτίζονται με εκείνα για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο σήμα,
β. εάν λόγω της ταυτότητας με το προγενέστερο σήμα και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και της ταυτότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, ο οποίος περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισής του με το προγενέστερο σήμα,
γ. εάν ταυτίζεται ή ομοιάζει με προγενέστερο σήμα που έχει αποκτήσει φήμη και η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος θα προσπόριζε σε αυτό, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού, ανεξάρτητα αν το μεταγενέστερο σήμα προορίζεται να διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες που ομοιάζουν με τα προϊόντα ή υπηρεσίες του προγενέστερου σήματος.

2. Ως προγενέστερα σήματα κατά τον παρόντα νόμο νοούνται:
α. τα σήματα, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών με ισχύ στην Ελλάδα και των κοινοτικών, τα οποία έχουν καταχωρισθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της δήλωσης του σήματος, αφού ληφθούν υπόψη τα δικαιώματα προτεραιότητας ή αρχαιότητας αυτών που προβλήθηκαν,
β. οι προγενέστερες δηλώσεις σημάτων, συμπεριλαμβανομένων των ανωτέρω διεθνών και κοινοτικών, με την επιφύλαξη της καταχώρισής της, γ. τα σήματα τα οποία, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της δήλωσης του σήματος ή ενδεχομένως κατά την ημερομηνία προτεραιότητας που προβάλλεται της υποστήριξη της, είναι παγκοίνως γνωστά κατά την έννοια του άρθρου 6 δις της Σύμβασης των Παρισίων.

3. Σημείο δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση:
α. εάν προσκρούει σε δικαίωμα μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου διακριτικού σημείου ή γνωρίσματος που χρησιμοποιείται στις συναλλαγές, το οποίο παρέχει στο δικαιούχο το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση μεταγενέστερου σήματος, με την προϋπόθεση ότι τα δικαιώματα αυτά έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης του εν λόγω σημείου, αφού ληφθούν υπόψη τα τυχόν προβαλλόμενα δικαιώματα προτεραιότητας,
β. εάν προσκρούει σε προγενέστερο δικαίωμα της προσωπικότητας τρίτου ή σε προγενέστερο δικαίωμα πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας πέραν αυτών που ρυθμίζονται από τον παρόντα νόμο,
γ. εάν ενδέχεται να δημιουργήσει σύγχυση με σήμα που έχει καταχωρισθεί και χρησιμοποιείται στην αλλοδαπή κατά τη στιγμή της κατάθεσης της δήλωσης, αν αυτή έγινε κακόπιστα από τον αιτούντα.

4. Έγγραφη συναίνεση, με ή χωρίς όρους, του δικαιούχου προγενέστερου σήματος υποβληθείσα σε οποιοδήποτε στάδιο εξέτασης του σήματος από την Υπηρεσία Σημάτων, τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων ή τα Διοικητικά Δικαστήρια αίρει το κατά το άρθρο 124 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου κώλυμα καταχώρισης αυτού.

1. Η καταχώριση του σήματος παρέχει στο δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ιδίως παρέχει το δικαίωμα της χρήσης αυτού, το δικαίωμα να επιθέτει αυτό στα προϊό ντα, τα οποία προορίζεται να διακρίνει, να χαρακτηρίζει της παρεχόμενες υπηρεσίες, να επιθέτει αυτό στα περικαλύμματα και τις συσκευασίες των εμπορευμάτων, στο χαρτί αλληλογραφίας, στα τιμολόγια, τους τιμοκαταλόγους, τις αγγελίες, τις κάθε είδους διαφημίσεις, ως και σε άλλο έντυπο υλικό και να το χρησιμοποιεί σε ηλεκτρονικά ή οπτικοακουστικά μέσα.

2. Ως χρήση του σήματος θεωρείται επίσης:
α. η χρήση του σήματος που γίνεται υπό μορφή που διαφέρει ως προς τα στοιχεία του, τα οποία όμως δεν μεταβάλλουν το διακριτικό χαρακτήρα αυτού,
β. η επίθεση του σήματος σε προϊόντα ή στη συσκευασία της στην Ελλάδα με προορισμό αποκλειστικά την εξαγωγή,
γ. η χρήση του σήματος με τη συγκατάθεση του δικαιούχου, καθώς και η χρήση συλλογικού σήματος από δικαιούμενα προς τούτο πρόσωπα.

3. Ο δικαιούχος του σήματος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές χωρίς την άδειά του :
α. σημείο ταυτόσημο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρισθεί,
β. σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητάς του με το σήμα και της ταυτότητας ή ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, περιλαμβανομέ νου και του κινδύνου συσχέτισης,
γ. σημείο ταυτόσημο ή παρόμοιο με το σήμα που έχει αποκτήσει φήμη και η χρησιμοποίηση του σημείου θα προσπόριζε σε αυτό, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού, ανεξάρτητα αν το σημείο προορίζεται να διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες που ομοιάζουν με τα προϊόντα ή υπηρεσίες του προγενέστερου σήματος.

4. Ο δικαιούχος του σήματος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο:
α. την απλή διέλευση παραποιημένων ή απομιμητικών προϊόντων μέσα από την Ελληνική Επικράτεια με προορισμό άλλη χώρα ή την εισαγωγή με σκοπό την επανεξαγωγή,
β. την επίθεση του σήματος σε γνήσια προϊόντα παραγωγής του που προόριζε να κυκλοφορήσει ως ανώνυμα,
γ. την αφαίρεση του σήματος από γνήσια προϊόντα και τη διάθεσή τους στην αγορά ως ανώνυμων ή με άλλο σήμα.

1. Το δικαίωμα που παρέχει το σήμα στο δικαιούχο δεν παρεμποδίζει τρίτους να χρησιμοποιούν στις συναλλαγές:
α) το όνομα, το επώνυμο, την επωνυμία και τη διεύθυνσή τους,
β) ενδείξεις σχετικές με το είδος, την ποιότητα, τον προορισμό, την αξία, τη γεωγραφική προέλευση, το χρόνο παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλα χαρακτηριστικά της,
γ) το ίδιο το σήμα, αν τούτο είναι αναγκαίο προκειμένου να δηλωθεί ο προορισμός προϊόντος ή υπηρεσίας, ιδίως δε όταν πρόκειται για εξαρτήματα ή ανταλλακτικά, εφόσον η χρήση αυτή γίνεται σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία ή στο εμπόριο.

2. Το δικαίωμα που παρέχει το σήμα δεν παρεμποδίζει τρίτους να χρησιμοποιούν στις συναλλαγές ένα προγενέστερο δικαίωμα τοπικής ισχύος αν το δικαίωμα αυτό ασκείται στα εδαφικά όρια στα οποία αναγνωρίζεται.

1. Ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή άλλου δικαιώματος κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 αντίστοιχα του άρθρου 124 δεν έχει το δικαίωμα να απα γορεύσει τη χρήση μεταγενέστερου καταχωρισμένου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, για τις οποίες αυτό χρησιμοποιήθηκε, εφόσον ανέχτηκε εν γνώσει του τη χρήση του σήματος αυτού για περίοδο πέντε συνεχών ετών εκτός αν η κατάθεση του μεταγενέστερου σήματος έγινε με κακή πίστη.

2. Στην περίπτωση της παραγράφου 1, ο δικαιούχος του μεταγενέστερου καταχωρισμένου σήματος δεν μπορεί να απαγορεύσει τη χρήση του προγενέστερου σήματος ή άλλου δικαιώματος. 

1. Το δικαίωμα που παρέχει το σήμα δεν επιτρέπει στο δικαιούχο του να απαγορεύει τη χρήση του σήματος για προϊόντα που έχουν διατεθεί με το σήμα αυτό μέσα στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο από τον ίδιο το δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.

2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται αν ο δικαιούχος έχει εύλογη αιτία να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων, ιδίως όταν η κατάσταση των προϊόντων μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται μετά τη διάθεσή της στο εμπόριο.

O καταθέτης μπορεί οποτεδήποτε και ανεξαρτήτως εκκρεμοδικίας:
α. να προβεί σε δήλωση μη διεκδίκησης δικαιωμάτων σε ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία του δηλωθέντος σήματος,
β. να προβεί σε δήλωση περιορισμού προϊόντων ή υπηρεσιών που αναφέρονται στη δήλωση κατάθεσης. 

1. Ο καταθέτης ή ο δικαιούχος σήματος μπορεί να διαιρέσει τη δήλωση κατάθεσης ή την καταχώριση σήματος αντίστοιχα, δηλώνοντας ότι ένα τμήμα των προϊόντων ή των υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στην αρχική δήλωση ή καταχώριση θα αποτελέσουν αντικείμενο μιας ή περισσοτέρων τμηματικών δηλώσεων ή καταχωρίσεων. Τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες της δήλωσης διαίρεσης δεν επιτρέπεται να αλληλεπικαλύπτονται με εκείνα που παραμένουν στην αρχική ή τμηματική δήλωση κατάθεσης ή καταχώριση.

2. Η χρονική προτεραιότητα κάθε τμηματικής δήλωσης κατάθεσης ή καταχώρισης ανατρέχει στο χρόνο κατάθεσης της αρχικής δήλωσης.

3. Αν έχει ασκηθεί ανακοπή κατά της δήλωσης κατάθεσης ή αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας κατά της καταχώρισης και η σχετική απόφαση δεν έχει καταστεί τελεσίδικη ή η διαδικασία δεν έχει περαιωθεί κατ’ άλλον τρόπο, είναι απαράδεκτη δήλωση διαίρεσης που έχει ως αποτέλεσμα τη διαίρεση των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της ανακοπής ή της αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας της καταχώρισης.

1. Το δικαίωμα στο σήμα ή στην αίτηση κατάθεσης (δήλωση) μπορεί να μεταβιβασθεί, εν ζωή ή αιτία θανάτου, για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία έχει κατατεθεί ή καταχωρισθεί, ανεξάρτητα από τη μεταβίβαση της επιχείρησης.

2. Η μεταβίβαση της επιχείρησης στο σύνολό της συνεπάγεται και τη μεταβίβαση του σήματος εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή αυτό προκύπτει σαφώς από τις περιστάσεις.

3. Η συμφωνία για τη μεταβίβαση είναι έγγραφη. Έχει ισχύ έναντι των τρίτων μόνο μετά την καταχώρισή της στο μητρώο σημάτων.

4. Όταν μεταβιβάζεται σήμα κατά το χρονικό διάστημα που η υπόθεση είναι εκκρεμής ενώπιον της Υπηρεσίας Σημάτων ή της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων ή των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο ειδικός ή ο καθολικός διάδοχος δικαιούται να ασκήσει παρέμβαση.

5. Μέχρι και την ενώπιον του διοικητικού εφετείου συζήτηση ο καταθέτης μπορεί να αποκτήσει εκ μεταβιβάσεως προγενέστερο σήμα που κωλύει την καταχώριση της κρινόμενης δήλωσής του, οπότε η καταχώριση της μεταβίβασης στο μητρώο σημάτων αίρει αυτοδικαίως το λόγο που κώλυε την καταχώριση. Το διοικητικό δικαστήριο δε σμεύεται να λάβει υπόψη την ως άνω μεταβίβαση με μόνη την προσκόμιση αντιγράφου της μερίδας του σήματος όπου σημειώνεται η μεταβίβαση.

1. Επιτρέπεται η παραχώρηση αποκλειστικής ή μη χρήσης του εθνικού ή διεθνούς με ισχύ στην Ελλάδα σήματος για μέρος ή το σύνολο των καλυπτόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών και για το σύνολο ή τμήμα της Ελληνικής Επικράτειας. Η συμφωνία για την παραχώρηση άδειας χρήσης σήματος είναι έγγραφη. Είτε ο δικαιούχος, με δήλωσή του είτε ο αδειούχος, με εξουσιοδότηση του δικαιούχου, ζητούν την καταχώριση της παραχώρησης στο μητρώο σημάτων.

2. Ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα κατά του αδειούχου που παραβιάζει διατάξεις της σύμβασης για την παραχώρηση άδειας χρήσης σχετικά με:
α) τη διάρκεια της άδειας,
β) τη μορφή, με την οποία μπορεί, σύμφωνα με την καταχώριση, να χρησιμοποιηθεί το σήμα,
γ) το είδος των προϊόντων ή των υπηρεσιών, για τις οποίες έχει παραχωρηθεί η άδεια,
δ) την περιοχή, μέσα στην οποία επιτρέπεται η χρήση του σήματος,
ε) την ποιότητα των προϊόντων που κατασκευάζει ή των υπηρεσιών που παρέχει ο αδειούχος.

3. Τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ότι ο αδειούχος χρήσης σήματος δικαιούται να παραχωρεί περαιτέρω άδειες χρήσης αυτού με τη διαδικασία και τους όρους της παραγράφου 1.

4. Τις αξιώσεις επί προσβολής του σήματος ασκεί αυτοτελώς και ο αδειούχος χρήσης σήματος, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος. Εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί δια φορετικά, ο αποκλειστικός αδειούχος μπορεί, και χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου, να ασκήσει αυτοτελώς τις αξιώσεις επί προσβολής σήματος όταν ο τελευταίος, μολονότι ειδοποιήθηκε για την προσβολή του σήματος, δεν ασκεί τις αξιώσεις του σε εύλογο χρονικό διάστημα.

5. Όταν ο δικαιούχος ασκεί αγωγή, ο αδειούχος μπορεί να ασκήσει παρέμβαση και να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που ο ίδιος υπέστη.

6. Όταν λύεται ή τροποποιείται η συμφωνία παραχώρησης άδειας χρήσης, το βιβλίο σημάτων ενημερώνεται σχετικά.

7. Δήλωση του σηματούχου περί λήξεως της παραχώρησης χρήσεως επιφέρει αυτοδικαίως τη διαγραφή της άδειας που έχει καταχωρισθεί στο μητρώο.

1. Επί του σήματος μπορεί να συσταθεί ενέχυρο ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα.

2. Το σήμα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης.

3. Το σήμα ανήκει στην πτωχευτική περιουσία.

4. Οι πράξεις της προηγούμενης παραγράφου επί του σήματος εγγράφονται στο μητρώο σημάτων, σε περίπτωση δε πτώχευσης, και ύστερα από αίτηση του συνδίκου.

Για την καταχώριση εθνικού σήματος κατατίθεται δήλωση (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V) στη Διεύθυνση Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (Υπηρεσία Σημάτων) του Υ πουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. 

1. Η δήλωση κατάθεσης σήματος συνοδεύεται από έγγραφο που αποδεικνύει την καταβολή του τέλους κατάθεσης και πρέπει να περιέχει:
α. αίτημα για καταχώριση σήματος,
β. αποτύπωση του σήματος,
γ. ονοματεπώνυμο, κατοικία, τηλέφωνο επικοινωνίας και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του καταθέτη. Επί νομικών προσώπων, αντί του ονοματεπώνυμου και της κατοικίας, αναγράφεται η επωνυμία και η έδρα αυτών. Επί περισσοτέρων καταθετών διορίζεται κοινός εκπρόσωπος,
δ. κατάλογο των προϊόντων ή υπηρεσιών τα οποία το σήμα πρόκειται να διακρίνει, ταξινομημένα κατά κλάση με αναγραφή της οικείας κλάσεως κατά ομάδα προϊόντων ή υπηρεσιών.

 2. Ημερομηνία κατάθεσης της δήλωσης είναι η ημερομηνία υποβολής των εγγράφων της παραγράφου 1. 

1. Εκτός από τα στοιχεία της παραγράφου 1 του άρθρου 135, η δήλωση κατάθεσης σήματος πρέπει να περιέχει:
α) την υπογραφή του καταθέτη ή κατά περίσταση του πληρεξουσίου του δικηγόρου,
β) αν διεκδικείται προτεραιότητα, την ημερομηνία της προγενέστερης κατάθεσης, καθώς και τη χώρα όπου αυτή ισχύει,
γ) αν ο καταθέτης εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο, το όνομα, τη διεύθυνση και το τηλέφωνο αυτού, καθώς και τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου,
δ) αν η κατάθεση γίνεται από δικηγόρο, έγγραφη εξουσιοδότηση. Η υπογραφή του καταθέτη στην εν λόγω εξουσιοδότηση είναι αρκετή, χωρίς θεώρηση του γνησίου αυτής,
ε) διορισμό αντικλήτου, διεύθυνση, τηλέφωνο επικοινωνίας και ηλεκτρονική διεύθυνση αυτού,
στ) αν το σήμα είναι ηχητικό, έγχρωμο, τρισδιάστατο ή συλλογικό, τη μνεία των χαρακτηριστικών αυτών,
ζ) αν το σήμα είναι γραμμένο με χαρακτήρες άλλους από αυτούς του ελληνικού και λατινικού αλφαβήτου, την απόδοση, σε προσάρτημα, των χαρακτήρων αυτών στο ελληνικό ή λατινικό αλφάβητο.

2. Η δήλωση, καθώς και η αποτύπωση του σήματος, κατατίθενται υποχρεωτικά και σε ηλεκτρονική μορφή με την προσκομιδή στην αρμόδια Υπηρεσία ψηφιακού δίσκου ή άλλου πρόσφορου ηλεκτρονικού αποθηκευτικού μέσου.

3. Η δήλωση κατάθεσης συνοδευόμενη από την αποτύπωση του σήματος μπορεί να υποβάλλεται και εξ αποστάσεως με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρει ημερομηνία και υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 του π.δ. 150/2001 (Α΄125). Η δήλωση κατάθεσης και η αποτύπωση του σήματος που έχουν κατατεθεί ηλεκτρονικά θεωρείται ότι κατατέθηκαν, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα από την Υπηρεσία του άρθρου 134, ηλεκτρονική απόδειξη που φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την παραπάνω έννοια και περιέχει τα στοιχεία που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 135.
Μέχρι την εγκατάσταση της τεχνικής δυνατότητας για χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής, η δήλωση κατάθεσης μπορεί να υποβάλλεται και εξ αποστάσεως με τη χρήση ηλεκτρονικής υπογραφής, κατά την έννοια και σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 2 και τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 του π.δ. 150/2001 (Α' 125), οπότε η δήλωση κατάθεσης και η αποτύπωση του σήματος θεωρείται ότι κατατέθηκαν εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα από την υπηρεσία του άρθρου 134 ηλεκτρονική απόδειξη που φέρει ηλεκτρονική υπογραφή κατά την παραπάνω έννοια και περιέχει τα στοιχεία που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 135.

4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η διαδικασία, καθώς και οι τεχνικές προδιαγραφές, η τεχνική διαχείριση και κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παραγράφου 3.

1. Η δήλωση λαμβάνει αριθμό, ημερομηνία και ώρα κατάθεσης. Καταχωρίζεται στο μητρώο σημάτων και αναρτάται στο διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου .

2. Για κάθε δήλωση κατάθεσης δημιουργείται ηλεκτρονική καρτέλα, το περιεχόμενο της οποίας καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και η οποία κατ’ ελάχιστο περιέχει τα εξής στοιχεία: αριθμό δήλωσης, ημερομηνία και ώρα κατάθεσης της δήλωσης, αποτύπωση του σήματος, ονοματεπώνυμο του καταθέτη και επί νομικών προσώπων την επωνυμία αυτών, καθώς και αναφορά, με χρονολογική σειρά, στις αποφάσεις που εκδίδονται επί της δήλωσης κατάθεσης, τις ανακοπές, προσφυγές, αιτήσεις έκπτωσης και ακυρότητας που κατατίθενται και τις αποφάσεις που εκδίδονται επ’ αυτών, καθώς και αναφορά στις πράξεις που εγγράφονται επί του σήματος, των οποίων η ανάρτηση στο διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου προβλέπεται από τις επί μέρους διατάξεις.

1. Η Υπηρεσία Σημάτων εξετάζει:
α) αν η δήλωση κατάθεσης πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης ημερομηνίας κατάθεσης σύμφωνα με το άρθρο 135,
β) αν η δήλωση κατάθεσης πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 136.

2. Αν η δήλωση δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 135 και 136, η Υπηρεσία Σημάτων καλεί τον καταθέτη να διορθώσει ή συμπληρώσει τις διαπιστωθείσες παρατυπίες ή ελλείψεις μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από την κλήση.

3. Σχετικά με τις παρατυπίες ή ελλείψεις που αφορούν στοιχεία του άρθρου 135, αν ο καταθέτης συμμορφωθεί προς την πρόσκληση της Υπηρεσίας, μέσα στην ταχθεί σα προθεσμία, αυτή χορηγεί ως ημερομηνία κατάθεσης της δήλωσης την ημερομηνία, κατά την οποία διορθώθηκαν ή συμπληρώθηκαν όλες οι διαπιστωθείσες παρατυπίες ή ελλείψεις. Σε αντίθετη περίπτωση, η εξέταση της δήλωσης δεν ολοκληρώνεται και με πράξη της Υπηρεσίας τίθεται στο αρχείο.

 4. Αν οι παρατυπίες ή ελλείψεις που αφορούν στοιχεία του άρθρου 136 δεν διορθωθούν ή συμπληρωθούν μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, η Υπηρεσία απορρίπτει τη δήλωση κατάθεσης σήματος και κοινοποιεί τη σχετική απόφαση στον καταθέτη.

1. Εάν δεν συντρέχει κάποιος λόγος απαραδέκτου κατά το άρθρο 123 ή τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 124, η δήλωση γίνεται δεκτή, κοινοποιείται η σχετική απόφαση στον καταθέτη ή τον αντίκλητο αυτού κατά περίπτωση, με μέριμνα της Υπηρεσίας Σημάτων, με κάθε πρόσφορο μέσο, κατά προτίμηση δε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με τηλεομοιοτυπία, ενώ παράλληλα δημοσιεύεται η σχετική απόφαση στο δικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου (ΓΓΕ) μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ημερομηνία κατάθεσης.

2. Εάν από την έρευνα που πραγματοποιεί η Υπηρεσία Σημάτων, προκύπτει ότι η καταχώριση του σήματος είναι απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 123 ή τις παραγρά φους 1 και 3 του άρθρου 124, για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών της δήλωσης κατάθεσης, ο καταθέτης καλείται μέσα σε ένα μήνα από την κλήση, είτε να ανακαλέσει τη δήλωση είτε να περιορίσει την έκταση προστασίας του σήματος σε βαθμό που να καθίσταται αυτό παραδεκτό ή να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

3. Εάν ο καταθέτης περιορίσει την έκταση προστασίας του σήματος σε βαθμό που να καθίσταται αυτό παραδεκτό ή εάν οι παρατηρήσεις του κριθούν βάσιμες, η δήλω ση γίνεται δεκτή με απόφαση που δημοσιεύεται στο δικτυακό τόπο της ΓΓΕ μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή του περιορισμού ή των παρατηρήσεων του καταθέτη.

4. Εάν ο καταθέτης δεν απαντήσει μέσα στην ταχθείσα προθεσμία ή εάν δεν ανακαλέσει τη δήλωσή του ή εάν δεν περιορίσει την έκταση προστασίας του σήματός του σε βαθμό που να καθίσταται αυτό παραδεκτό ή, τέλος, εάν οι παρατηρήσεις του δεν κριθούν παραδεκτές και βάσιμες, η Υπηρεσία Σημάτων απορρίπτει τη δήλωση. Η απόφαση απόρριψης κοινοποιείται στον καταθέτη ή τον αντίκλητο αυτού, κατά περίπτωση, με μέριμνα της Υπηρεσίας Σημάτων, με κάθε πρόσφορο μέσο, κατά προτίμηση δε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με τηλεομοιοτυπία, ενώ παράλληλα δημοσιεύεται στο διαδικτυακό τόπο της ΓΓΕ.

 5. Αρμόδιος για τη διαδικασία της εξέτασης των λόγων απαραδέκτου και τη λήψη απόφασης σχετικά με την παραδοχή ή απόρριψη της δήλωσης είναι ο εξεταστής, υπάλληλος της Υπηρεσίας Σημάτων.

1. Κατά της απόφασης του εξεταστή που έκανε δεκτή τη δήλωση κατάθεσης μπορεί να ασκηθεί ανακοπή μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από τη δημοσίευσή της στο δικτυακό τόπο της ΓΓΕ σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 139, για το λόγο ότι η καταχώριση προσκρούει σε έναν ή περισσότερους λόγους του άρθρου 123 και των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 124 του παρόντος νόμου.

2. Αν συντρέχουν οι λόγοι απαραδέκτου του άρθρου 123, η ανακοπή ασκείται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Έννομο συμφέρον έχουν και τα επιμελητήρια ως και οι ενώσεις καταναλωτών του ν. 2251/1994.

3. Αν συντρέχουν οι λόγοι απαραδέκτου των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 124, η ανακοπή ασκείται από τους δικαιούχους των προγενέστερων σημάτων ή δικαιωμάτων, καθώς και από τους εξουσιοδοτημένους προς τούτο κατόχους αδειών χρήσης των σημάτων αυτών, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 132.

4. Η ανακοπή ασκείται με έγγραφο που κατατίθεται ενώπιον της Υπηρεσίας Σημάτων και εκδικάζεται από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων.

Η ανακοπή συνοδεύεται από έγγραφο που πιστοποιεί την καταβολή του τέλους ανακοπής και πρέπει να περιέχει:
α) τον αριθμό της δήλωσης κατά της οποίας στρέφεται και τα στοιχεία του δικαιούχου της,
β) τους λόγους στους οποίους στηρίζεται με ειδική μνεία του προγενέστερου σήματος ή δικαιώματος ως και των προϊόντων και υπηρεσιών, στα οποία βασίζεται η ανακοπή,
γ) σαφή προσδιορισμό των προϊόντων ή υπηρεσιών της δήλωσης κατά των οποίων στρέφεται η ανακοπή.

1. Η Υπηρεσία Σημάτων ενημερώνει άμεσα τον ανακόπτοντα για την εμπρόθεσμη λήψη της ανακοπής, τον αριθμό πρωτοκόλλου που δόθηκε σε αυτήν και την ημερομηνία συνεδρίασης της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων που θα την εξετάσει. Επικυρωμένο αντίγραφο της ανακοπής, με πράξη ορισμού συζήτησης και κλήση σε αυτή, κοινοποιείται κατά περίπτωση στον καταθέτη ή τον αντίκλητο αυτού, με δικαστικό επιμελητή, δέκα (10) πλήρεις ημέρες πριν τη συνεδρίαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων, με επιμέλεια του ανακόπτοντος.

2. Πρόσθετοι λόγοι επί της ανακοπής μπορούν να υποβληθούν δεκαπέντε ημέρες πριν τη συνεδρίαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων που θα την εξετάσει. Με επιμέλεια του ανακόπτοντος, επικυρωμένο αντίγραφο των πρόσθετων λόγων κοινοποιείται κατά περίπτωση στον καταθέτη ή τον αντίκλητο αυτού, με δικαστικό επιμελητή, πέντε (5) ημέρες πριν τη συνεδρίαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων.

3. Για την εξέταση της ανακοπής εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 145.

4. Η Διοικητική Επιτροπή Σημάτων αποφασίζει επί της ανακοπής με βάση το αποδεικτικό υλικό που έχει στη διάθεσή της.

5. Εάν, από την εξέταση της ανακοπής, προκύψει ότι η καταχώριση του σήματος δεν μπορεί να γίνει δεκτή για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτό διακρίνει, η δήλωση απορρίπτεται είτε στο σύνολό της ή εν μέρει για συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες. Σε αντίθετη περίπτωση η ανακοπή απορρίπτεται και η δήλωση κατάθεσης γίνεται δεκτή.

 1. Μετά από αίτηση του καταθέτη, ο ανακόπτων, δικαιούχος προγενέστερου σήματος κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 124, οφείλει να αποδείξει είτε ότι κατά τη διάρκεια πέντε ετών που προηγήθηκαν της δημοσίευσης της δήλωσης του σήματος είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίσθηκε και στα οποία βασίζεται η ανακοπή είτε ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση, εφόσον, κατά την ημερομηνία αυτή, το προγενέστερο σήμα ήταν καταχωρισμένο τουλάχιστον για πέντε έτη.

2. Η αίτηση για απόδειξη ουσιαστικής χρήσης υποβάλλεται, επί ποινή απαραδέκτου, κατά την εξέταση της ανακοπής ενώπιον της Δ.Ε.Σ.. Στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος της Επιτροπής χορηγεί προθεσμία τουλάχιστον είκοσι ημερών από τη ημέρα συζήτησης στον ανακόπτοντα προκειμένου αυτός να παράσχει αποδεικτικό υλικό για την αιτούμενη χρήση. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, ο καταθέτης του σήματος ενημερώνεται για το αποδεικτικό υλικό προκειμένου να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημε ρών. Η Επιτροπή εξετάζει την υπόθεση βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν και των ισχυρισμών που προβλήθηκαν από τα μέρη.

3. Εάν το προγενέστερο σήμα χρησιμοποιήθηκε για μέρος μόνον των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίσθηκε, τότε, για τους σκοπούς της εξέτασης της ανακοπής, θεωρείται καταχωρισμένο μόνον για το μέρος αυτό των προϊόντων ή υπηρεσιών.

 4. Εάν ο ανακόπτων δεν αποδείξει την ουσιαστική χρήση του σήματός του ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση αυτού, η ανακοπή απορρίπτεται χωρίς να ε ξετάζεται η ουσία της υπόθεσης.

1. Οι αποφάσεις της Υπηρεσίας Σημάτων που απορρίπτουν ολικά ή εν μέρει τη δήλωση κατάθεσης υπόκεινται σε προσφυγή μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την ημέρα κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης.

2. Η προσφυγή ασκείται με έγγραφο που κατατίθεται στην Υπηρεσία Σημάτων και εξετάζεται από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων.

3. Η Υπηρεσία Σημάτων ενημερώνει άμεσα τον προσφεύγοντα για την εμπρόθεσμη λήψη της προσφυγής, τον αριθμό πρωτοκόλλου που δόθηκε σε αυτήν και την ημερομηνία συνεδρίασης της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων που θα την εξετάσει.

4. Πρόσθετοι λόγοι επί της προσφυγής μπορούν να υποβληθούν δεκαπέντε (15) ημέρες πριν τη συνεδρίαση της Δ.Ε.Σ. που θα την εξετάσει.

5. Για την εξέταση της προσφυγής εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 145.

1. Η Διοικητική Επιτροπή Σημάτων εδρεύει στην Αθήνα, συνεδριάζει στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και σε γραφείο που ορίζεται με πράξη του αρμόδιου προϊστάμενου της Διεύθυνσης Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας. Η Διοικητική Επιτροπή Σημάτων είναι αρμόδια για την αποδοχή ή απόρριψη της ανακοπής, της προσφυγής κατά το άρθρο 144 του παρόντος νόμου, της αίτησης διαγραφής λόγω έκπτωσης ή ακυρότητας, της παρέμβασης, καθώς και για κάθε διαφορά που ανακύπτει μεταξύ της Υπηρεσίας Σημάτων και των καταθετών ή δικαιούχων σήματος κατά την εφαρμογή του παρόντος νόμου.

2. Η Διοικητική Επιτροπή Σημάτων λειτουργεί σε τριμελή τμήματα, τα οποία συγκροτούνται από έναν πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως πρόεδρο, έναν υπάλληλο της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου κατηγορίας ΠΕ, κατά προτίμηση πτυχιούχο νομικής ή κατηγορίας ΤΕ, με προηγούμενη απασχόληση στον κλάδο των σημάτων, καθώς και ένα τρίτο μέλος, υπάλληλο του δημόσιου τομέα κατά την έννοια του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 πλην της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου, κατηγορίας ΠΕ πτυχιούχο νομικής. Με πράξη του προέδρου τους καθορίζονται οι εισηγητές στις υποθέσεις που εισάγονται προς εξέταση στα τμήματα της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων. Η κατανομή των υποθέσεων στα τμήματα της Επιτροπής καθορίζεται από τον αρχαιότερο πρόεδρο.

 3. Οι συνεδριάσεις της Επιτροπής είναι δημόσιες και τηρούνται πρακτικά. Η Επιτροπή συνεδριάζει σε ημέρες και ώρες οι οποίες ορίζονται από τον αρχαιότερο πρόεδρο στην αρχή κάθε έτους και γνωστοποιούνται με τοιχοκόλληση στο γραφείο της αρμόδιας Υπηρεσίας, καθώς και με ανάρτηση στο διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου. Η συζήτηση γίνεται με βάση το έκθεμα που καταρτίζει ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας. Το έκθεμα τοιχοκολλάται οκτώ ημέρες πριν από την ημέρα της συνεδρίασης στο γραφείο της αρμόδιας Υπηρεσίας.

4. Η θητεία των μελών της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων είναι διετής και ανανεώνεται άπαξ. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων είναι ανεξάρτητοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και μπορούν να παυθούν με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας για σοβαρούς λόγους που άπτονται της εκτέλεσης των καθηκόντων τους και ιδίως για παράβαση της αρχής της αμεροληψίας, αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων τους και άρνηση ή παρέλκυση εκτέλεσης υπηρεσίας.

5. Τα μέλη της Δ.Ε.Σ. δεν επιτρέπεται να έχουν συμμετάσχει στη λήψη αποφάσεων της Υπηρεσίας Σημάτων σχετικά με την παραδοχή ή απόρριψη δήλωσης σήματος.

6. Οι διάδικοι παρίστανται με δικηγόρο, μπορούν δε να αναπτύξουν τους ισχυρισμούς τους εγγράφως ενώπιον της Επιτροπής και να υποβάλουν κάθε χρήσιμο για την υποστήριξη της υποθέσεώς τους στοιχείο ή έγγραφο. Από την απουσία των διαδίκων δεν τεκμαίρεται ομολογία. Η Επιτροπή δικάζει ως να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Ενώπιον της Επιτροπής γίνονται δεκτά τα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται από της διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97). Γίνονται δεκτές ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου με κλήτευση του αντιδίκου προ σαράντα οκτώ ωρών. Η Επιτροπή μπορεί να επιτρέψει την εξέταση μαρτύρων ενώπιόν της.

7. Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένες.

8. Περιλήψεις των αποφάσεων που δέχονται το σήμα δημοσιεύονται στο διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου. Οι απορριπτικές αποφάσεις κοινοποιούνται με επιμέλεια της Υπηρεσίας προς τους διαδίκους ή τους αντικλήτους αυτών.

9. Όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να παρέμβει ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων. Η παρέμβαση ασκείται με έγγραφο που κατατίθεται στην Υπηρεσία Σημάτων και κοινοποιείται με επιμέλεια του παρεμβαίνοντος στους διαδίκους, με δικαστικό επιμελητή, πέντε (5) ημέρες πριν από τη συζήτηση.

1. Οι αποφάσεις της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κοινοποίηση των εν λόγω αποφάσεων.

2. Η προσφυγή έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

3. Κατά τη συζήτηση ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων καλούνται από τον προσφεύγοντα, με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, για άσκηση παρέμβασης αυ τοί που έχουν καταστεί διάδικοι ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων Οι νομίμως κλητευθέντες κατά τα ανωτέρω για άσκηση παρέμβασης στερούνται του δικαιώματος ανακοπής εκτός αν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας.

1. Οι αποφάσεις του εξεταστή, της διοικητικής επιτροπής σημάτων και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και τα στοιχεία των αιτήσεων ενώπιον του εξεταστή, της διοικητικής επιτροπής σημάτων και τα στοιχεία των ενδίκων βοηθημάτων σημειώνονται στο μητρώο σημάτων και όλες οι παραπάνω αποφάσεις αναρτώνται στο διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου. Όταν το σήμα γίνει δεκτό με απρόσβλητη απόφαση του εξεταστή και της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων ή με τελεσίδικη απόφαση των τακτικών δικαστηρίων, σημειώνεται στο μητρώο σημάτων η λέξη «καταχωρίσθηκε» με τις τυχόν μεταβολές ως προς τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες στα οποία αναφέρεται το σήμα. Δικόγραφα που αφορούν πάσης φύσεως αμφισβήτηση καταχωρισμένου σήματος εγγράφονται στο βιβλίο σημάτων ή στο μητρώο με επιμέλεια των διαδίκων.

2. Το σήμα που έγινε δεκτό θεωρείται ότι καταχωρίσθηκε από την ημέρα υποβολής της δήλωσης. Στο μητρώο σημάτων σημειώνονται όλες οι νομικές μεταβολές του σήματος και του δικαιώματος επί του σήματος.

3. Το μητρώο σημάτων είναι δημόσιο. Αντίγραφα ή αποσπάσματα των εγγραφών παρέχονται σε κάθε αιτούντα.

4. Το μητρώο σημάτων μπορεί να έχει ηλεκτρονική μορφή (Ηλεκτρονικό Μητρώο Σημάτων). Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η διαδικασία καταχώρισης, οι τεχνικές προδιαγραφές, η τεχνική διαχείριση και κάθε θέμα σχετικό με τη δημιουργία και την τήρηση του Ηλεκτρονικού Μητρώου Σημάτων. Με την ίδια απόφαση διαπιστώνεται η έναρξη λειτουργίας του Ηλεκτρονικού Μητρώου Σημάτων και καταργείται το μητρώο σημάτων.

1. Η προστασία του σήματος διαρκεί για μια δεκαετία που αρχίζει από την επομένη της ημερομηνίας κατάθεσης.

2. Η προστασία του σήματος μπορεί να παρατείνεται ανά δεκαετία με αίτηση του δικαιούχου και με την εμπρόθεσμη καταβολή του τέλους ανανέωσης.

3. Η καταβολή του τέλους ανανέωσης γίνεται μέσα στο τελευταίο έτος της προστασίας. Μπορεί να γίνει μέσα σε πρόσθετη προθεσμία έξι μηνών μετά τη λήξη της δεκαετίας, υπό τον όρο της καταβολής του τέλους ανανέωσης αυξημένου κατά το ήμισυ.

4. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 2 των άρθρων 171 και 175 αντίστοιχα, το σήμα διαγράφεται αν μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στη παράγραφο 3 δεν καταβληθεί το κατά το νόμο τέλος ανανέωσης.

5. Κάθε αμφισβήτηση σχετικά με την παράταση της προστασίας ως και κάθε αντίρρηση ως προς την κατά την παράγραφο 4 διαγραφή λύεται από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων με αίτηση του ενδιαφερομένου.

1. Ο καταθέτης ή ο δικαιούχος σήματος ή οποιοσδήποτε διάδικος σε διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Σημάτων ή της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων, ο οποίος, παρότι επέδειξε όλη την επιμέλεια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, δεν μπόρεσε να τηρήσει μια προθεσμία έναντι της Υπηρεσίας Σημάτων ή της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων λόγω ανωτέρας βίας, τυχηρού ή άλλου σπουδαίου λόγου που εκφεύγει της ευθύνης του, μπορεί να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κα τάσταση και την αποκατάσταση στα δικαιώματά του, εάν το κώλυμα είχε ως άμεση συνέπεια την απώλεια δικαιώματος ή ενδίκου βοηθήματος.

2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις προθεσμίες άσκησης ανακοπής, καθώς και στην προθεσμία διεκδίκησης προτεραιότητας σύμφωνα με το άρθρο 177 παράγραφος 2.

3. Η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση υποβάλλεται κατά περίπτωση ενώπιον της Υπηρεσίας Σημάτων ή της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την παύση του κωλύματος και σε κάθε περίπτωση το αργότερο μέσα σε ένα έτος από τη λήξη της προθεσμίας που δεν τηρήθηκε.

4. Η αίτηση υπόκειται στην καταβολή τέλους.

5. Ο αιτών που πέτυχε την αποκατάσταση των δικαιωμάτων του, μετά από αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δεν μπορεί να τα επικαλεσθεί έναντι τρίτων που τυχόν απέκτησαν καλόπιστα δι καίωμα κατά το διάστημα που μεσολάβησε από τη λήξη της προθεσμίας που δεν τηρήθηκε μέχρι την έκδοση απόφασης της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων για την επαναφορά.

6. Σε περίπτωση απώλειας της προθεσμίας ανανέωσης σήματος, η εξάμηνη περίοδος χάριτος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 148 παράγραφος 3, δεν προσμετράται στην προθεσμία του έτους κατά την παράγραφο 3.

1. Όποιος κατά παράβαση του άρθρου 125 χρησιμοποιεί ή κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο προσβάλλει σήμα που ανήκει σε άλλον, μπορεί να εναχθεί για άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, καθώς και να υποχρεωθεί σε αποζημίωση.

2. Με την αξίωση για την άρση της προσβολής ο δικαιούχος μπορεί να ζητήσει μεταξύ άλλων: α) την απόσυρση από το εμπόριο των εμπορευμάτων που κρίθηκε ότι προσβάλλουν δικαίωμα του σήματος και, εφόσον απαιτείται, των υλικών που κυρίως χρησίμευσαν στην προσβολή, β) την αφαίρεση του προσβάλλοντος σήματος ή του διακριτικού γνωρίσματος ή, εφόσον τούτο δεν είναι δυνατόν, την οριστική απομάκρυνση των εμπορευμάτων που φέρουν το προσβάλλον σημείο από το εμπόριο και γ) την καταστροφή αυτών. Το δικαστήριο διατάσσει εκτέλεση των μέτρων αυτών με έξοδα του προσβάλλοντος το σήμα, εκτός αν συνηγορούν ειδικοί λόγοι για το αντί θετο.

3. Εφόσον το δικαστήριο καταδικάσει σε παράλειψη πράξης, απειλεί για κάθε παράβαση χρηματική ποινή 3.000 έως 10.000 ευρώ υπέρ του δικαιούχου, καθώς και προσωπική κράτηση μέχρι ένα έτος. Το ίδιο ισχύει και όταν η καταδίκη γίνεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Κατά τα λοιπά ισχύει το άρθρο 947 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

4. Τα δικαιώματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 έχει ο δικαιούχος και κατά ενδιάμεσου, οι υπηρεσίες του οποίου χρησιμοποιούνται από τρίτο για την προσβολή δικαιωμάτων.

5. Όποιος υπαιτίως προσβάλλει ξένο σήμα, υποχρεούται σε αποζημίωση και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης.

6. Η αποζημίωση μπορεί να υπολογισθεί και με βάση το ποσόν το οποίο θα είχε καταβάλει ο προσβάλλων για δικαιώματα ή λοιπές αμοιβές, αν είχε ζητήσει την άδεια χρήσης από τον δικαιούχο.

7. Το δικαστήριο κατά τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνει υπόψη του, μεταξύ άλλων, τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις, καθώς και την απώλεια κερδών που υφίσταται ο δικαιούχος και τα τυχόν οφέλη που αποκόμισε ο προσβάλλων το σήμα.

8. Αν δεν υπάρχει υπαιτιότητα του υπόχρεου, ο δικαιούχος μπορεί να αξιώσει είτε το ποσό, κατά το οποίο ο υπόχρεος ωφελήθηκε από την εκμετάλλευση του σήμα τος χωρίς τη συγκατάθεσή του, είτε την απόδοση του κέρδους που ο υπόχρεος απεκόμισε από την εκμετάλλευση αυτή.

9. Η αγωγή εγείρεται ενώπιον του αρμόδιου μονομελούς πρωτοδικείου, ανεξαρτήτως ποσού και δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία. Η αξίωση για αποζημίωση παραγράφεται μετά πενταετία από το τέλος του έτους κατά το οποίο έγινε το πρώτον η προσβολή.
Επί διακοπής της παραγραφής νέα παραγραφή αρχίζει από τη λήξη του έτους στο οποίο συνέπεσε το πέρας της διακοπής.

10. Οι αξιώσεις της παραγράφου 1 μπορεί να εισαχθούν και στο αρμόδιο πολυμελές πρωτοδικείο, εφόσον ασκούνται και άλλες αξιώσεις.

11. Προκειμένου για ταυτόσημο σήμα για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες, καθώς και για σήμα που διαφέρει ως προς τα στοιχεία που δεν μεταβάλλουν το διακριτικό του χαρακτήρα, για την πλήρη απόδειξη προσβολής αρκεί η προσκόμιση του πιστοποιητικού καταχώρισης του προσβαλλόμενου σήματος.

1. Όταν κάποιος διάδικος έχει προσκομίσει ευλόγως διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και επαρκή προς στήριξη των ισχυρισμών του περί προσβολής του σήματος, παράλληλα δε επικαλείται αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του αντιδίκου, ο δικαστής, ύστερα από αίτηση του διαδίκου, μπορεί να διατάξει την προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων από τον αντίδικο. Η ύπαρξη ικανής ποσότητας προϊόντων με το προσβάλλον σήμα θεωρείται βάσιμο αποδεικτικό στοιχείο.

2. Αν συντρέχει προσβολή του σήματος σε εμπορική κλίμακα, το δικαστήριο μπορεί επίσης, ύστερα από αίτηση διαδίκου, να διατάξει την κοινοποίηση τραπεζικών, χρηματοοικονομικών ή εμπορικών εγγράφων που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του αντιδίκου.

3. Το δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση κατ’ αίτηση του υπόχρεου προς παροχή πληροφοριών, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να διασφαλίσει την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών.

4. Επί προσβολής σήματος, το Δικαστήριο ύστερα από αιτιολογημένο αίτημα του διαδίκου που υποβάλλεται με την αγωγή ή και αυτοτελώς στο πλαίσιο δίκης ασφαλι στικών μέτρων, μπορεί και πριν από την ορισμένη δικάσιμο, να διατάσσει την παροχή από τον αντίδικο πληροφοριών για την προέλευση και τα δίκτυα διανομής των εμπορευμάτων ή της παροχής των υπηρεσιών που προσβάλλουν το σήμα. Το ίδιο μπορεί να διατάσσεται και κατά οποιουδήποτε άλλου προσώπου, το οποίο: α) βρέθηκε να κατέχει παράνομα τα εμπορεύματα σε εμπορική κλίμακα, β) βρέθηκε να χρησιμοποιεί τις παράνομες υπηρεσίες σε εμπορική κλίμακα, γ) διαπιστώθηκε ότι παρείχε, σε εμπορική κλίμακα, υπηρεσίες χρησιμοποιούμενες για την προσβολή σήματος ή δ) ευλόγως υποδείχθηκε από πρόσωπο των τριών προηγούμενων περιπτώσεων ως ενεργά εμπλεκόμενο στην παραγωγή, κατασκευή ή δια νομή των εμπορευμάτων ή στην παροχή των υπηρεσιών που παράγονται ή προσφέρονται σε εμπορική κλίμακα.

5. Οι πληροφορίες της παραγράφου 4 περιλαμβάνουν, εφόσον ενδείκνυται: α) τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις των παραγωγών, κατασκευαστών, διανομέων, προμηθευτών και λοιπών προηγούμενων κατόχων του προϊόντος ή της υπηρεσίας, καθώς και των παραληπτών χονδρεμπόρων και των εμπόρων λιανικής, β) πληροφορίες για τις ποσότητες που παρήχθησαν, κατασκευάστηκαν, παραδόθηκαν, παραλήφθηκαν ή παραγγέλθηκαν, καθώς και για το τίμημα που αφορά στα εν λόγω εμπορεύματα ή υπηρεσίες.

6. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 401 και 402 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δικαιούνται να αρνηθούν να παράσχουν τις αιτούμενες ως άνω πληροφορίες.

7. Οι παράγραφοι 3 και 4 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων, οι οποίες: α) παρέχουν στον δικαιούχο δικαιώματα πληρέστερης ενημέρωσης, β) διέ πουν τη χρήση, στο πλαίσιο αστικής ή ποινικής διαδικασίας, των πληροφοριών που γνωστοποιούνται βάσει των παραγράφων 3 και 4, γ) διέπουν την ευθύνη για κατα χρηστική άσκηση του δικαιώματος ενημέρωσης ή δ) διέπουν την προστασία της εμπιστευτικότητας των πηγών πληροφοριών ή την επεξεργασία προσωπικών δεδομέ νων.

8. Αν ο διάδικος κληθεί και αδικαιολόγητα δεν προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία κατά τις παραγράφους 1 και 2, οι αντίστοιχοι προς απόδειξη ισχυρισμοί του διαδίκου που ζήτησε την προσκόμιση ή την κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων θεωρούνται ομολογημένοι. Όποιος αδικαιολόγητα παραβεί διαταγή του δικαστηρίου κατά τις παραγράφους 1 έως 3, καταδικάζεται, εκτός από τα δικαστικά έξοδα και σε χρηματική ποινή ύψους πε νήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ.

9. Εφόσον ο υπόχρεος προς πληροφόρηση παράσχει ανακριβείς πληροφορίες από δόλο ή από βαρεία αμέλεια, ευθύνεται για τη ζημία που εκ του λόγου τούτου προξένησε.

10. Οι πληροφορίες που ελήφθησαν σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν για την ποινική δίωξη του υπόχρεου προς πληροφόρηση.

Στις υποθέσεις του παρόντος νόμου τα εν γένει δικαστικά έξοδα και τέλη περιλαμβάνουν υποχρεωτικά και κάθε άλλη συναφή δαπάνη, όπως τα έξοδα των μαρτύ ρων, τις αμοιβές των πληρεξούσιων δικηγόρων, τις αμοιβές των πραγματογνωμόνων και τεχνικών συμβούλων των διαδίκων και τις δαπάνες για την ανακάλυψη των προ σβολέων, στις οποίες ευλόγως υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 173 έως 193 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

1. Όποιος έχει αξίωση για άρση και παράλειψη λόγω προσβολής του σήματος μπορεί να ζητήσει και τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.

2. Ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να ζητήσει τη συντηρητική κατάσχεση ή την προσωρινή απόδοση των εμπορευμάτων με το προσβάλλον διακριτικό γνώρισμα προκειμένου να εμποδιστεί η είσοδος ή η κυκλοφορία τους στο δίκτυο εμπορικής διανομής.

3. Σε περίπτωση προσβολών που διαπράττονται σε εμπορική κλίμακα και εφόσον ο δικαιούχος του σήματος αποδεικνύει την ύπαρξη περιστάσεων που είναι δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο την καταβολή της αποζημίωσης που έχει ζητήσει με τακτική αγωγή και προσκομίζει ευλόγως διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, ότι το σήμα του προσβάλλεται ή επίκειται προσβολή του, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να διατάσσει τη συντηρητική κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων του καθού, καθώς και τη δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών του. Για το σκοπό αυτόν ζητεί από τον προσβολέα την κοινοποίηση τραπεζικών, χρηματοοικονομικών ή εμπορικών εγγράφων ή την προσήκουσα πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες με τον όρο ότι διασφαλίζεται η προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών.

4. Τα ασφαλιστικά μέτρα των προηγούμενων παραγράφων μπορεί να διαταχθούν και χωρίς προηγούμενη ακρόαση του καθού, ιδίως όταν τυχόν καθυστέρηση θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημία στον δικαιούχο του σήματος.

5. Προκειμένου το αρμόδιο δικαστήριο να λάβει τα ανωτέρω μέτρα μπορεί να ζητήσει από τον αιτούντα να προσκομίσει κάθε ευλόγως διαθέσιμο αποδεικτικό στοιχείο για να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το δικαίωμά του προσβάλλεται ή ότι επίκειται προσβολή του. Σε κάθε περίπτωση εφαρμόζονται εν προκειμένω οι παράγραφοι 4 έως 7 του άρθρου 154.

6. Η δήλωση καταθέσεως σήματος από το πρόσωπο, κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, δεν κωλύει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατ’ αυ τού.

7. Αρμόδιο για τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων είναι το μονομελές πρωτοδικείο τόσο της περιφέρειας, στην οποία ευρίσκονται τα προϊόντα ή παρέχονται οι υ πηρεσίες, όσο και της περιφέρειας που εδρεύει η επιχείρηση, της οποίας τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες φέρουν το προσβαλλόμενο σήμα.

8. Ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να ζητήσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά των ενδιαμέσων, οι υπηρεσίες των οποίων χρησιμοποιούνται από τρίτο για την προσβολή του σήματός του.

1. Εφόσον επαρκώς πιθανολογείται με ευλόγως διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία προσβολή ή επικείμενη προσβολή του σήματος και κάθε καθυστέρηση μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στον δικαιούχο του σήματος ή υπάρχει αποδεδειγμένος κίνδυνος καταστροφής των αποδεικτικών στοιχείων, το μονομελές πρωτοδικείο μπορεί να διατάσσει ως ασφαλιστικό μέτρο τη συντηρητική κατάσχεση των παράνομων προϊόντων που κατέχονται από τον καθού και, εφόσον ενδείκνυται, των υλικών και των εργαλείων που αποτελούν μέσο τέλεσης ή προϊόν ή απόδειξη της προσβολής. Αντί για συντηρητική κατάσχεση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναλυτική απογραφή των αντικειμένων αυτών, καθώς και τη φωτογράφισή τους, τη λήψη δειγμάτων των ανωτέρω προϊόντων, καθώς και σχετικών εγγράφων. Στις παραπάνω περιπτώσεις το δικαστήριο μπορεί να συζητήσει την αίτηση χωρίς να κλητεύσει εκείνον κατά του οποίου απευθύνεται προσωρινή διαταγή κατά το άρθρο 691 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

2. Εφόσον τα μέτρα αυτά είναι πρόσφορα για να θεμελιώσει ο αιτών τις αξιώσεις, λόγω προσβολής του σήματος, το δικαστήριο διατάσσει τα ως άνω μέτρα διασφαλί ζοντας την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών.

3. Η αίτηση του δικαιούχου του σήματος δεν απαιτεί λεπτομερή προσδιορισμό των αποδεικτικών στοιχείων, αλλά αρκεί ο προσδιορισμός τους κατά κατηγορία.

4. Σε περίπτωση που ληφθούν τα ανωτέρω μέτρα χωρίς να ακουστεί ο καθού, τούτος λαμβάνει γνώση με κοινοποίηση το αργότερο μέχρι και την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την εκτέλεση της προσωρινής διαταγής, διαφορετικά οι διαδικαστικές πράξεις που συνιστούν αυτή καθίστανται άκυρες.

5. Το δικαστήριο μπορεί να διατάσσει τα ανωτέρω μέτρα υπό τον όρο να δοθεί εγγύηση από τον αιτούντα που καθορίζεται με την απόφασή του ή με την προσωρινή διαταγή, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποκατάσταση της ζημίας που ενδέχεται να υποστεί ο καθού εξ αυτών των μέτρων.

6. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 το δικαστήριο τάσσει υποχρεωτικώς προθεσμία για την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, η οποία δεν μπορεί να υ περβαίνει τις τριάντα ημέρες. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, αίρεται αυτοδικαίως το ασφαλιστικό μέτρο.

7. Αν τα ανωτέρω ασφαλιστικά μέτρα ανακληθούν ή παύσουν να ισχύουν εξαιτίας οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης του αιτούντος ή αν διαπιστωθεί εκ των υ στέρων, ότι δεν υπήρξε προσβολή ή απειλή προσβολής των δικαιωμάτων του δικαιούχου του σήματος, το δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει τον αιτούντα, ύστερα από αίτηση του καθού, να καταβάλει σε αυτόν πλήρη αποζημίωση για κάθε ζημία.

 Οι ρυθμίσεις, οι κυρώσεις και τα μέτρα των άρθρων 150 έως 154 τελούν υπό την αρχή της αναλογικότητας.

1. Διώκεται κατ’ έγκληση και τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον έξι χιλιάδων ευρώ: α) όποιος εν γνώσει χρησιμο ποιεί σήμα κατά παράβαση του άρθρου 125 παράγραφος 3 περίπτωση α΄ ή β΄, β) όποιος χρησιμοποιεί σήμα φήμης, κατά παράβαση του άρθρου 125 παράγραφος 3 περίπτωση γ΄ με πρόθεση να εκμεταλλευτεί ή να βλάψει τη φήμη του, γ) όποιος εν γνώσει θέτει σε κυκλοφορία, κατέχει, εισάγει ή εξάγει προϊόντα που φέρουν αλλότριο σήμα ή προσφέρει υπηρεσίες με αλλότριο σήμα και δ) όποιος εν γνώσει τελεί μία από τις πράξεις του άρθρου 125 παράγραφος 4 περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄.

2. Αν το όφελος που επιδιώχθηκε ή η ζημία που απειλήθηκε από τις πράξεις της παραγράφου 1 είναι ιδιαίτερα μεγάλη και συντρέχει εκμετάλλευση σε εμπορική κλίμακα ή ο υπόχρεος τελεί τις πράξεις αυτές κατ’ επάγγελμα, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή 6.000 έως 30.000 ευρώ. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνον επί προσβολής σήματος με ίδιο διακριτικό γνώρισμα και ταυτότητα ή ομοιότητα προϊόντων.

3. Όποιος χρησιμοποιεί τα σύμβολα και σημεία που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 123 διώκεται αυτεπαγγέλτως και τιμωρείται με χρηματική ποινή μέχρι 2.000 ευρώ.

4. ......

1. Αποφάσεις αστικών δικαστηρίων ή τελεσίδικες αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων που αφορούν σε δικαιώματα που προβλέπονται στο Τρίτο Μέρος του παρόντος νόμου μπορεί, ύστερα από αίτηση του ενάγοντος και με δαπάνες του προσβάλλοντος το σήμα, να διατάσσουν τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με την απόφαση, καθώς και την ανάρτηση της απόφασης, την πλήρη ή μερική δημοσίευσή της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή στο διαδίκτυο. Το δικαστήριο αποφασίζει τον προσήκοντα τρόπο πληροφόρησης, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας.

2. Η αξίωση αυτή αποσβέννυται αν τα μέτρα δημοσιοποίησης της απόφασης δεν εκτελεσθούν μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση της απόφασης.

1. Τα πολιτικά δικαστήρια ουδεμία έχουν αρμοδιότητα, όπου καθίστανται κατά τον παρόντα νόμο αρμόδια η Υπηρεσία Σημάτων, η Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και τα Διοικητικά Δικαστήρια.

2. Οι αποφάσεις της Υπηρεσίας Σημάτων και της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων, κατά των οποίων δεν χωρεί προσφυγή και οι τελεσίδικες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, που εκδίδονται κατά τον παρόντα νόμο, είναι υποχρεωτικές για τα πολιτικά δικαστήρια και κάθε άλλη αρχή.

1. Το δικαίωμα στο σήμα αποσβέννυται με δήλωση παραίτησης του δικαιούχου για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρι σθεί.

2. Η παραίτηση δηλώνεται εγγράφως στην Υπηρεσία Σημάτων από τον δικαιούχο του σήματος. Παράγει αποτελέσματα μόνο μετά την καταχώρισή της στα οικεία βι βλία.

3. Αν έχουν παραχωρηθεί άδειες χρήσης, η υποβολή δήλωσης παραίτησης γίνεται δεκτή, μόνον αν ο δικαιούχος του σήματος αποδεικνύει ότι οι κάτοχοι αδειών χρήσης έχουν ενημερωθεί σχετικά με την πρόθεσή του να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του στο σήμα.

1. Ο δικαιούχος εκπίπτει του δικαιώματός του ολικά ή μερικά:
α. εάν, μέσα σε χρονικό διάστημα πέντε ετών από την καταχώριση του σήματος, ο δικαιούχος δεν κάνει ουσιαστική χρήση αυτού για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωρισθεί ή αν διακόψει τη χρήση του σήματος για πέντε συνεχή έτη,
β. εάν, συνεπεία της συμπεριφοράς ή αδράνειας του δικαιούχου, το σήμα έχει καταστεί κοινόχρηστο ή συνήθης εμπορική ονομασία του προϊόντος ή της υπηρεσίας για το οποίο έχει καταχωρισθεί,
γ. εάν, λόγω της χρήσης του σήματος από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεση αυτού για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία τούτο έχει καταχωρισθεί, ενδέχεται να παραπλανηθεί το κοινό, ιδίως ως προς τη φύση, την ποιότητα ή τη γεωγραφική προέλευση των προϊόντων ή των υπηρεσιών.

2. Αν ο λόγος έκπτωσης αφορά μέρος μόνον των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρισθεί, ο δικαιούχος κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του μόνο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.

3. Δεν επέρχεται έκπτωση του δικαιώματος:
α. εάν ο δικαιούχος του σήματος αποδείξει ότι η μη χρήση αυτού οφείλεται σε εύλογη αιτία,
β. εάν ο δικαιούχος του σήματος, στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της λήξης της πενταετίας μη χρήσης του και της υποβολής της αίτησης έκπτωσης, προέβη σε έναρξη ή επανάληψη της ουσιαστικής χρήσης του. Πάντως, η έναρξη ή επανάληψη της χρήσης μέσα σε περίοδο τριών μηνών πριν από την υποβολή της αίτησης έκπτωσης, η οποία δεν αρχίζει να τρέχει νωρίτερα από τη συμπλήρωση της συνεχούς πενταετίας μη χρήσης, δεν λαμβάνεται υπόψη, εάν οι προπαρασκευαστικές ενέργειες για την έναρξη ή την επανάληψη της χρήσης έλαβαν χώρα, αφού ο δικαιούχος έλαβε γνώση του γεγονότος ότι είναι πιθανή η υποβολή αίτησης έκπτωσης.

4. Τα αποτελέσματα της απόφασης διαγραφής του σήματος λόγω εκπτώσεως αρχίζουν από την ημερομηνία που η απόφαση κατέστη τελεσίδικη.

5. Η τελεσίδικη απόφαση περί διαγραφής του σήματος λόγω έκπτωσης εγγράφεται στο μητρώο σημάτων και το σήμα διαγράφεται από αυτό.

1. Το σήμα κηρύσσεται άκυρο και διαγράφεται εάν καταχωρίσθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 123 και 124.

2. Αν ο λόγος ακυρότητας αφορά μέρος μόνον των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρισθεί, το σήμα κηρύσσεται άκυρο μόνον για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.

3. Το σήμα δεν κηρύσσεται άκυρο εάν ο λόγος απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 123 παράγραφος 1 περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ δεν υφίσταται κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης διαγραφής λόγω του ότι το σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσης του.

4. Σε ακυρότητα υπόκειται και εθνικό σήμα για το οποίο έχει γίνει δεκτή από το Γραφείο Εναρμόνισης στην Εσωτερική Αγορά αίτηση αρχαιότητας σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού 207/2009/ΕΚ του Συμβουλίου (L 78), ακόμη και αν έχει προηγηθεί παραίτηση από το προγενέστερο αυτό εθνικό σήμα ή μη ανανέωση της προστασίας του.

5. Τα αποτελέσματα της απόφασης διαγραφής του σήματος λόγω ακυρότητας της απόφασης αρχίζουν από την ημερομηνία που αυτή κατέστη τελεσίδικη.

6. Η τελεσίδικη απόφαση περί διαγραφής του σήματος λόγω ακυρότητας εγγράφεται στο μητρώο σημάτων και το σήμα διαγράφεται από αυτό.

1. Η αίτηση για διαγραφή λόγω έκπτωσης ή λόγω ακυρότητας υποβάλλεται με έγγραφο που κατατίθεται στην Υπηρεσία Σημάτων από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον και εξετάζεται από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων.

2. Η Υπηρεσία Σημάτων ενημερώνει αμέσως τον αιτούντα για τη λήψη της αίτησης διαγραφής, τον αριθμό πρωτοκόλλου, που δόθηκε σε αυτή και την ημερομηνία συνεδρίασης της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων που θα την εξετάσει.

3. Δεν νομιμοποιείται να ζητήσει διαγραφή λόγω ακυρότητας για τους λόγους του άρθρου 124 εκείνος, ο οποίος τους είχε προβάλει κατά τη διαδικασία καταχώρισης, εφόσον αυτοί κρίθηκαν κατ' αντιδικία με τον δικαιούχο του σήματος από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων ή τα διοικητικά δικαστήρια.

4. Τα επιμελητήρια και οι ενώσεις καταναλωτών ή μέλη τους μπορούν να υποβάλλουν αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας μόνο στις περιπτώσεις των άρθρων 123 και 160 παράγραφος 1 εδάφιο γ'.

5. Για την εξέταση της αίτησης διαγραφής λόγω έκπτωσης ή ακυρότητας εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 145.

6. Μετά από αίτημα του δικαιούχου του σήματος του οποίου ζητείται η διαγραφή λόγω ακυρότητας, ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος που αιτείται τη διαγραφή οφείλει να αποδείξει ότι κατά τη διάρκεια των πέντε (5) ετών που προηγήθηκαν της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης διαγραφής λόγω ακυρότητας, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία είχε καταχωρισθεί και τα οποία επικαλείται προς δικαιολόγηση της αίτησης διαγραφής ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση αυτού, εφόσον κατά την ημερομηνία αυτή το προγενέστερο σήμα ήταν από πενταετίας τουλάχιστον καταχωρισμένο. Αν δεν αποδειχθούν τα ανωτέρω η αίτηση διαγραφής λόγω ακυρότητας απορρίπτεται. Αν το προγενέστερο σήμα χρησιμοποιήθηκε για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίσθηκε, τότε, για τους σκοπούς της εξέτασης της αίτησης διαγραφής, θεωρείται καταχωρισμένο μόνο γι' αυτό το μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών. Ως προς τη διαδικασία υποβολής του αιτήματος της απόδειξης χρήσης του προγενεστέρου σήματος και τις προθεσμίες που τάσσονται από τον Πρόεδρο της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων εφαρμόζεται αναλογικά η παράγραφος 2 του άρθρου 143 του παρόντος νόμου. Αίτηση διαγραφής ένεκα κατάθεσης που έγινε αντίθετα στην καλή πίστη ή κατάθεσης που έγινε κακόπιστα, ασκείται καθ' όλη τη διάρκεια της προστασίας του σήματος.

1. Συνεταιρισμοί, ενώσεις κατασκευαστών, παραγωγών, παρεχόντων υπηρεσίες ή εμπόρων, οι οποίες κατά το δίκαιο που τις διέπει έχουν ικανότητα δικαίου, καθώς επίσης νομικά πρόσωπα που διέπονται από κανόνες δημοσίου δικαίου, μπορούν να καταθέτουν σήματα για να διακρίνουν την προέλευση των προϊόντων ή των υπηρεσιών των μελών τους ή τη γεωγραφική τους προέλευση ή το είδος ή την ποιότητα ή και τις ιδιότητές τους.

2. Εφόσον το συλλογικό σήμα αποτελείται από γεωγραφική ένδειξη, πρέπει να προβλέπεται στο καταστατικό του νομικού προσώπου ότι κάθε πρόσωπο, του οποίου τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια γεωγραφική περιοχή και πληροί τις προϋποθέσεις χρήσης του συλλογικού σήματος, μπορεί να γίνει μέλος του νομικού προσώπου και να κάνει χρήση του συλλογικού σήματος.

3. Συλλογικό σήμα που αποτελείται από γεωγραφικές ενδείξεις, δεν δίνει στον δικαιούχο το δικαίωμα να απαγορεύει σε τρίτους τη χρήση τέτοιων σημείων ή ενδείξεων, ιδίως δε σε τρίτους που επιτρέπεται να χρησιμοποιούν γεωγραφική ονομασία, με την προϋπόθεση ότι οι τρίτοι αυτοί τα χρησιμοποιούν σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη.

4. Η δήλωση κατάθεσης συλλογικού σήματος πρέπει να συνοδεύεται από κανονισμό χρήσης, ο οποίος περιέχει τον τίτλο, την έδρα, το σκοπό, το ονοματεπώνυμο των νόμιμων εκπροσώπων, ονομαστικό κατάλογο των μελών που δικαιούνται τη χρήση, καθώς και τους όρους και κανονισμούς που αφορούν τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μελών για τη χρήση του σήματος από αυτά. Κανονισμός χρήσης απαιτείται επίσης και για κάθε τυχόν μεταβολή των στοιχείων αυτών.

5. Η άσκηση των αξιώσεων που απορρέουν από την καταχώριση του συλλογικού σήματος ανήκει, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό ή στον κανονισμό χρήσης, στο δικαιούχο νομικό πρόσωπο.

6. Για τα συλλογικά σήματα τηρείται ειδικό μητρώο σημάτων, τα δε δικαιώματα κατάθεσης και παράτασης της διάρκειας αυτών ορίζονται στο πενταπλάσιο των δικαιωμάτων που ισχύουν κάθε φορά για τα υπόλοιπα σήματα.

7. Η χρήση του συλλογικού σήματος γίνεται απαραίτητα με την ένδειξη «συλλογικό σήμα».

8. Στα συλλογικά σήματα ισχύουν όλες οι διατάξεις του παρόντος, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου αυτού.

1. Τα διεθνή σήματα που κατατέθηκαν σύμφωνα με το Πρωτόκολλο σχετικά με τη Συμφωνία της Μαδρίτης που αφορά στη διεθνή καταχώριση σημάτων προστατεύονται κατά τις διατάξεις του ν. 2783/2000 (Α΄ 1).

2. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου για τα εθνικά σήματα ισχύουν και για τα διεθνή σήματα εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο παρόν κεφάλαιο.

Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου επί διεθνών σημάτων νοούνται ως:
α. «Αίτηση Μετατροπής», η αίτηση του άρθρου 173 του παρόντος.
β. «Βασική Καταχώριση» και «Βασική Αίτηση», η καταχώριση και η αίτηση όπως αυτές αναφέρονται στο άρθρο 166 παρ. 1 στοιχείο β΄ του παρόντος νόμου.
γ. «Γραφείο Προέλευσης», το Γραφείο ενός Συμβαλλόμενου στο Πρωτόκολλο της Μαδρίτης Μέρους που είναι επιφορτισμένο με την καταχώριση των σημάτων για λογαριασμό του.
δ. «Διεθνής Αίτηση», η αίτηση προς το Διεθνές Γραφείο για καταχώριση ενός σήματος στο Διεθνές Μητρώο.
ε. «Διεθνές Γραφείο», το Διεθνές Γραφείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας.
στ. «Διεθνές Μητρώο», το Μητρώο των σημάτων που τηρείται από το Διεθνές Γραφείο για τους σκοπούς του Πρωτοκόλλου της Μαδρίτης.
ζ. «Διεθνής Καταχώριση», η εγγραφή ενός σήματος στο Διεθνές Μητρώο.
η. «Διεθνής Καταχώριση με την οποία ζητείται η προστασία σήματος στην Ελληνική Επικράτεια», η διεθνής καταχώριση με την οποία ζητείται η επέκταση της προστασίας στην Ελληνική Επικράτεια βάσει του άρθρου 3 τρις (1) ή (2) του Πρωτοκόλλου της Μαδρίτης.
θ. «Εκτελεστικός Κανονισμός», ο Κοινός Κανονισμός που υιοθετήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Πρωτοκόλλου της Μαδρίτης, όπως κυρώθηκε με το ν. 2783/2000 (Α΄1).
ι. «Βιβλίο Διεθνών Σημάτων», το βιβλίο που αναφέρεται στο άρθρο 171 παρ. 2 του παρόντος νόμου.

1. Επί διεθνούς καταχώρισης ελληνικών σημάτων η Ελλάδα θεωρείται ως χώρα προέλευσης της διεθνούς καταχώρισης, όταν συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
α. ο καταθέτης έχει πραγματική και μόνιμη βιομηχανική ή εμπορική εγκατάσταση ή κατοικία στην Ελλάδα ή είναι Έλληνας υπήκοος.
β. Έχει κατατεθειμένο ή καταχωρισμένο σήμα στην Ελλάδα.

2. Η αίτηση για διεθνή καταχώριση κατατίθεται στη Γαλλική ή Αγγλική.

Η αίτηση για διεθνή καταχώριση κατατίθεται σε δύο αντίγραφα (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI) και πρέπει να παρουσιάζεται επί του εντύπου που προβλέπεται από τον Εκτελεστικό Κανονισμό. Υπογράφεται από τον καταθέτη ή τον πληρεξούσιο δικηγόρο του σύμφωνα με τις έγγραφες οδηγίες που το συνοδεύουν και περιέχει τα απαραίτητα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 9 του Εκτελεστικού Κανονισμού. Επίσης κατατίθεται υποχρεωτικά και σε ηλεκτρονική μορφή με την προσκομιδή στην αρμόδια Υπηρεσία ψηφιακού δίσκου ή άλλου πρόσφορου ηλεκτρονικού αποθηκευτικού μέσου.

1. Η αίτηση για διεθνή καταχώριση κατατίθεται στην Υπηρεσία Σημάτων, η οποία ελέγχει αν υφίστανται οι προϋποθέσεις του άρθρου 166, δίνει σε αυτήν αριθμό πρωτοκόλλου και αναγράφει επ’ αυτής την ημερομηνία παραλαβής, καθώς και τον αριθμό των συνοδευτικών εγγράφων.

2. Η αίτηση για διεθνή καταχώριση με τα συνημμένα σε αυτήν έγγραφα διαβιβάζεται στο Διεθνές Γραφείο, μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την παραλαβή. 

Η καταχώριση της διεθνούς αίτησης πραγματοποιείται από το Διεθνές Γραφείο. Ως ημερομηνία διεθνούς καταχώρισης θεωρείται η ημερομηνία κατά την οποία παρε λήφθη η διεθνής αίτηση από την Υπηρεσία Σημάτων, υπό τον όρο ότι εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής το Διεθνές Γραφείο την παρέλαβε σε κανονική και πλήρη μορφή. Εάν η αίτηση για διεθνή καταχώριση δεν παραληφθεί εντός της προθεσμίας αυτής, η διεθνής καταχώριση θα φέρει ως ημερομηνία καταχώρισης την ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση παρελήφθη από το Διεθνές Γραφείο.

Τα οφειλόμενα τέλη για τη διεθνή καταχώριση ή την ανανέωσή της, καθώς και για κάθε μεταβολή επ’ αυτής καταβάλλονται απευθείας στο Διεθνές Γραφείο 

1. Για την παροχή προστασίας διεθνούς καταχώρισης στην Ελληνική Επικράτεια, αρμόδια να αποφασίσει είναι η Υπηρεσία Σημάτων.

2. Η διεθνής καταχώριση ως και η δήλωση επέκτασης διεθνούς καταχώρισης στην Ελληνική Επικράτεια εγγράφονται σε ειδικό έντυπο και αναρτώνται στο διαδικτυακό τόπο της ΓΓΕ.

3. Σε περίπτωση αντικατάστασης εθνικού σήματος από διεθνή καταχώριση με ισχύ στην Ελλάδα, τα ουσιαστικά δικαιώματα που απορρέουν από το διεθνές σήμα ανα τρέχουν στο χρόνο καταχώρισης του εθνικού σήματος.

1. Στις διαδικασίες προσφυγής ενώπιον της ΔΕΣ, σύμφωνα με το άρθρο 144, ανακοπής, σύμφωνα με το άρθρο 140, και έκπτωσης ή ακυρότητας, σύμφωνα με το άρθρο 162, ο δικαιούχος διεθνούς καταχώρισης, ως αιτών ή καθού η αίτηση των παραπάνω ενδίκων βοηθημάτων, πρέπει να ορίσει πληρεξούσιο και αντίκλητο δικηγόρο εγκα τεστημένο στην Ελληνική Επικράτεια, στον οποίο γίνονται και όλες οι κοινοποιήσεις. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο εξεταστής καλέσει τον καταθέτη να υποβάλει τις παρατηρήσεις του κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 139, κοινοποιώντας σε αυτόν προσωρινή άρνηση, σύμφωνα με τον Κανόνα 17.1 του Εκτελεστικού Κανονισμού του Πρωτοκόλλου. Επί διεθνών σημάτων, η προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 του άρθρου 139 προθεσμία ορίζεται σε τρεις μήνες.

2. Αν ο αιτών διεθνή καταχώριση ή ο δικαιούχος διεθνούς καταχώρισης δεν εκπροσωπηθούν στις διαδικασίες της παραγράφου 1 από πληρεξούσιο δικηγόρο, δεν τεκμαίρεται ομολογία και η ΔΕΣ δικάζει ως να ήταν παρόντες οι διάδικοι.

3. Αν ασκηθεί ανακοπή κατά αίτησης διεθνούς καταχώρισης, η Υπηρεσία Σημάτων κοινοποιεί στοιχεία της ανακοπής ως προσωρινή άρνηση στο Διεθνές Γραφείο σύμ φωνα με το άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου της Μαδρίτης και τον κανόνα 17 του Εκτελεστικού Κανονισμού.

4. Αν η αίτηση διεθνούς καταχώρισης απορριφθεί, η Υπηρεσία Σημάτων κοινοποιεί την απορριπτική απόφαση στο Διεθνές Γραφείο σύμφωνα με τον Κανόνα 17.1 και 17.3 του Εκτελεστικού Κανονισμού του Πρωτοκόλλου. Η κοινοποίηση συνοδεύεται με μετάφραση στην αγγλική ή γαλλική γλώσσα των οικείων διατάξεων του ελληνικού νόμου που προβλέπουν την άσκηση προσφυγής. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε προθεσμία ενενήντα ημερών που αρχίζει από την επομένη της κοινοποίησης της προ σωρινής άρνησης στο Διεθνές Γραφείο

1. Αν είτε η βασική αίτηση είτε η βασική καταχώριση, στην οποία στηρίζεται δήλωση διεθνούς σήματος με επέκταση στην Ελλάδα, παύσει να ισχύει στη χώρα προέλευσης μέσα σε μία πενταετία από την ημερομηνία της διεθνούς καταχώρισης, ο δικαιούχος της διεθνούς καταχώρισης δικαιούται, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την ημερομηνία που ενεγράφη η παύση ισχύος της στο μητρώο σημάτων του Διεθνούς Γραφείου, να ζητήσει τη μετατροπή της σε εθνική αίτηση (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII).

2. Η διάταξη της παραγράφου 1 εφαρμόζεται και εάν η παύση ισχύος επέλθει μετά την πάροδο της ως άνω πενταετούς προθεσμίας, με την προϋπόθεση ότι το ένδικο βοήθημα υποβλήθηκε στη χώρα προέλευσης μέσα στην πενταετία.

3. Σε περίπτωση μετατροπής διεθνούς καταχώρισης σε εθνική αίτηση, ο καταθέτης υποβάλλει δήλωση μετατροπής στην Υπηρεσία Σημάτων που συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά της παραγράφου 1 των άρθρων 135 και 136, καθώς και από βεβαίωση του Διεθνούς Γραφείου, από την οποία να προκύπτουν το σήμα και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες για τις οποίες είχε ζητηθεί η προστασία του διεθνούς σήματος στην Ελλάδα, πριν από τη διαγραφή του από το διεθνές μητρώο και η ημερομηνία δια γραφής του από το διεθνές μητρώο.

4. Η δήλωση συντάσσεται σε ειδικό έντυπο, εφαρμοζομένων αναλογικά των άρθρων 135 και 136 και καταχωρίζεται στο οικείο μητρώο σημάτων.

5. Το σήμα εκ μετατροπής καταχωρίζεται χωρίς προέλεγχο, εφόσον έχει παρέλθει η προθεσμία του άρθρου 5 παρ. 2γ του Πρωτοκόλλου της Μαδρίτης και δεν έχει α σκηθεί ένδικο βοήθημα. Εάν η εν λόγω προθεσμία δεν έχει παρέλθει ή εάν έχει ήδη κοινοποιηθεί προσωρινή απόρριψη, η δήλωση μετατροπής εξετάζεται από την Υπηρεσία Σημάτων, εφαρμοζομένων αναλογικά των άρθρων 138 και 139. Αν η αίτηση για αρχική ή επιγενόμενη επέκταση προστασίας του διεθνούς σήματος στην Ελλάδα εκκρεμεί ενώπιον της Υπηρεσίας Σημάτων, της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων ή των αρμόδιων δικαστηρίων, η σχετική διαδικασία παύει ή η δίκη καταργείται μετά την υποβολή της αίτησης μετατροπής.

6. Μετά την υποβολή της δήλωσης μετατροπής η διεθνής καταχώριση διαγράφεται με πράξη της Υπηρεσίας Σημάτων από τα βιβλία διεθνών σημάτων.

7. Η προστασία σήματος που προέρχεται από μετατροπή διεθνούς καταχώρισης σε αίτηση εθνικού σήματος διαρκεί για μια δεκαετία, που αρχίζει είτε από την ημερομηνία της διεθνούς καταχώρισης είτε, σε περίπτωση μεταγενέστερης επέκτασης διεθνούς σήματος στην Ελλάδα, από την ημερομηνία εγγραφής στο Διεθνές Μητρώο της αίτησης επέκτασης για την προστασία του διεθνούς σήματος στην Ελλάδα. Για την ανανέωση των σημάτων αυτών κρίσιμη είναι η ημερομηνία κατάθεσης της αίτη σης στην Υπηρεσία Σημάτων.

1. Το δικαίωμα που παρέχει η διεθνής καταχώριση αποσβέννυται με απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων ή των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων για τους λόγους που προβλέπονται στα άρθρα 160 και 161. Όταν η απόφαση καταστεί τελεσίδικη, η Υπηρεσία Σημάτων ενημερώνει το Διεθνές Γραφείο με δήλωση, στην οποία αναφέρεται το όνομα του δικαιούχου, ο αριθμός της διεθνούς εγγραφής, η δικαστική αρχή και η διαδικα σία απώλειας του δικαιώματος, η τελεσιδικία της απόφασης, η έναρξη ισχύος της και τα καλυπτόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες κατά τον Κανόνα 19 του Εκτελεστικού Κανονισμού.

2. Το δικόγραφο της αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας κατά διεθνούς σήματος κοινοποιείται με επιμέλεια του αιτούντος στον διεθνή καταθέτη ή τον αντιπρόσωπό του, όπως εμφαίνεται στο Διεθνές Μητρώο, με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένης της τηλεομοιοτυπίας και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τριάντα ημέρες πριν από την ορισθείσα πρώτη συζήτηση, μεταφρασμένο από το Υπουργείο Εξωτερικών ή από τον επισπεύδοντα διάδικο στην αγγλική ή γαλλική γλώσσα. Εάν έχει ορισθεί πληρεξούσιος δικηγόρος ή αντίκλητος στη Ελλάδα, η κοινοποίηση του δικογράφου γίνεται υποχρεωτικά μόνο σε αυτόν, με δικαστικό επιμελητή, χωρίς μετάφραση. Πρόσθετοι λόγοι κοινοποιούνται δέκα ημέρες πριν από την ορισθείσα πρώτη συζήτηση με τον ίδιο τρόπο που ασκείται η αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας κατά διεθνούς σήματος. Το αυτό ισχύει και για κοινοποίηση κλήτευσης ένορκης βεβαίωσης ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου.

1. Η προστασία που παρέχεται στο κοινοτικό σήμα δεν μπορεί να υστερεί από την προστασία που παρέχεται στο εθνικό σήμα.

2. Σε περίπτωση που στηρίχθηκε η αρχαιότητα κοινοτικού σήματος σε καταχωρισμένο εθνικό σήμα, τα ουσιαστικά δικαιώματα που απορρέουν από το καταχωρισμένο και σε ισχύ κοινοτικό σήμα ανατρέχουν στο χρόνο καταχώρισης του εθνικού σήματος.

1. Σε περίπτωση μετατροπής αίτησης κοινοτικού σήματος ή κοινοτικού σήματος σε εθνική αίτηση ο καταθέτης υποβάλλει δήλωση μετατροπής στην Υπηρεσία Σημάτων που συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά της παρ. 1 του άρθρου 135 και των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 136, καθώς και από μετάφραση της αίτησης μετατροπής και των συνημμένων εγγράφων στην ελληνική γλώσσα, από πρόσωπο ή αρχή που έχει το δικαίωμα μετάφρασης σύμφωνα με το νόμο.

2. Η προθεσμία υποβολής των ανωτέρω δικαιολογητικών είναι δύο μήνες και αρχίζει από την ειδοποίηση του καταθέτη ή του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου στην Ελλάδα που αναφέρεται στην αίτηση μετατροπής, από την Υπηρεσία Σημάτων με έγγραφο επί αποδείξει παραλαβής.

3. Η δήλωση συντάσσεται σε ειδικό έντυπο, η μορφή και το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται στο συνημμένο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII με τίτλο ΔΗΛΩΣΗ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΗΜΑΤΟΣ του παρόντος νόμου. Η δήλωση καταχωρείται στο οικείο μητρώο σημάτων, εφαρμοζομένων αναλογικά των άρθρων 137, 138 και 139.

4. Η προστασία σήματος που προέρχεται από μετατροπή αίτησης κοινοτικού σήματος ή από μετατροπή κοινοτικού σήματος σε εθνική αίτηση ανατρέχει στην ημερομηνία κατάθεσης του κοινοτικού σήματος ή στην ημερομηνία προτεραιότητας της αίτησης ή του κοινοτικού σήματος και ενδεχομένως στην αρχαιότητα εθνικού σήματος που μπορεί να έχει διεκδικηθεί. Για την ανανέωση των σημάτων αυτών κρίσιμη είναι η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης μετατροπής στο Γραφείο Εναρμόνισης στην Εσωτερική Αγορά.

1. Οι δικαιούχοι σημάτων που έχουν την επαγγελματική τους εγκατάσταση εκτός της Ελλάδας, προστατεύονται κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

2. Επί σημάτων που κατατίθενται με διεκδίκηση προτεραιότητας σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση των Παρισίων (ν. 213/1975), η απόδειξη κατάθεσης του σήματος στην αλλοδαπή πολιτεία μπορεί να υποβάλεται το αργότερο μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή της δήλωσης κατάθεσης του σήματος στην ημεδαπή.

3. Για την προστασία στην Ελλάδα απαιτείται, επιπλέον, κατάθεση σύμφωνη με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

4. Η προθεσμία προσφυγής των αλλοδαπών καταθετών ή δικαιούχων σημάτων κατά των αποφάσεων της Υπηρεσίας Σημάτων ή της ΔΕΣ παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες. Η παράταση αυτή ισχύει και για τις προθεσμίες που τίθενται σε αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 138, 139, 143 παράγραφος 2 και 162 παράγραφος 8 του παρόντος νόμου.

5. Για την κατάθεση αρκεί η προβλεπόμενη στην περίπτωση Δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 136 έγγραφη εξουσιοδότηση που περιέχει και δήλωση για υπαγωγή στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Αθήνας. Η δήλωση αυτή μπορεί να αναπληρωθεί και με έγγραφη δήλωση του πληρεξουσίου του αιτούντος στην Υπηρεσία Σημάτων.

6. Τα ξενόγλωσσα έγγραφα που προσκομίζονται κατά την κατάθεση σήματος πρέπει να συνοδεύονται και με ελληνική μετάφραση που έχει γίνει από πρόσωπο ή αρχή που έχει το δικαίωμα μετάφρασης σύμφωνα με το νόμο.

Οι δημοσιεύσεις, που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο, γίνονται στο διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. 

1. Τα υπέρ του Δημοσίου τέλη για τα σήματα καθορίζονται ως ακολούθως:
α. Κατάθεση σήματος 110 €
β. Για κάθε επιπλέον κλάση και μέχρι τη δεκάτη 20 €
γ. Κατάθεση σήματος από μετατροπή κοινοτικού ή διεθνούς ή από διαίρεση 110 €
δ. Για κάθε επιπλέον κλάση και μέχρι τη δεκάτη 20 €
ε. Παράταση προστασίας σήματος 90 € στ. Για κάθε επιπλέον κλάση και μέχρι τη δεκάτη 20 €
ζ. Αλλαγή επωνυμίας ή νομικής μορφής ή κατοικίας ή έδρας 50 €
η. Περιορισμός προϊόντων ή υπηρεσιών 20 €
θ. Μεταβίβαση σήματος 90 €
ι. Παραχώρηση άδειας χρήσης 90 €
ια. Εγγραφή περιορισμών του δικαιώματος κατ' άρθρο 129, εμπραγμάτων δικαιωμάτων κατ' άρθρο 133 παράγραφος 1 και εγγραφής δικογράφων κατ' άρθρο 147 παράγραφος 1 εδάφιο β', 40 ευρώ.
ιβ. Διαβίβαση αίτησης κοινοτικού σήματος 15 €
ιγ. Έλεγχος και διαβίβαση Διεθνούς Αίτησης 15 €
ιδ. Αντικατάσταση εθνικού σήματος από διεθνές 110 €
ιε. Κατάθεση ενδίκων μέσων παρεμβάσεων και αιτήσεων ενώπιον της διοικητικής επιτροπής σημάτων 70 €
ιστ. Παράβολο συζήτησης ένδικων μέσων, παρεμβάσεων και αιτήσεων ενώπιον της διοικητικής επιτροπής σημάτων, 40 ευρώ.
ιζ. Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση 110 €
ιη. Έκδοση αντιγράφου σήματος 1 €

2. Η μη καταβολή των κατά περίπτωση τελών της προηγούμενης παραγράφου συνιστά λόγο απαραδέκτου.

3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας μπορεί να αναπροσαρμόζονται εκάστοτε τα υπέρ του Δημοσίου τέλη, που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο.

Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες, για τα οποία κατατίθενται τα σήματα, ταξινομούνται σύμφωνα με τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών της Συμφωνίας της Νίκαιας, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2505/1997 (Α΄ 118). Η κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εφαρμοστέα ταξινόμηση εμφανίζεται στο συνημμένο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX «ΚΛΑΣΕΙΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ». 

Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας καθορίζονται τα εξής θέματα του Τρίτου Μέρους του παρόντος νόμου: α) ο αριθμός των τμημάτων της ΔΕΣ, β) τα κριτήρια επιλογής και τα προσόντα των υπαλλήλων της Υπηρεσίας Σημάτων που εκτελούν χρέη εξεταστή, γ) ο διορισμός των μελών των τμημάτων της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων, καθώς και των αναπληρωτών της, δ) οι όροι τήρησης του ηλεκτρονικού μητρώου σημάτων, το οποίο μετά την ολοκλή ρωσή του θα αντικαταστήσει το έντυπο μητρώο σημάτων, ε) ο τρόπος κατάθεσης και ελέγχου των ηχητικών και τρισδιάστατων σημάτων και στ) κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος νόμου.

1. Εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος των Κεφαλαίων Δ', Η' και Θ' του Γ' Μέρους του παρόντος νόμου, υποθέσεις ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων και των Διοικητικών Δικαστηρίων διέπονται από τις διατάξεις του προϊσχύοντος νόμου.

2. Οι αποφάσεις που δημοσιεύονται μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και για έξι (6) μήνες υπόκεινται σε άσκηση προσφυγής, παρέμβασης και τριτανακοπής, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύοντος νόμου. Οι αποφάσεις των Δ.Ε.Σ. που δημοσιεύονται μετά την πάροδο των έξι (6) μηνών και απορρίπτουν ολικά ή εν μέρει δηλώσεις κατάθεσης σήματος, κατά τη συζήτηση των οποίων ο καταθέτης παρέστη και υποστήριξε με γραπτό υπόμνημα την αποδοχή της δήλωσής του, δεν υπόκεινται σε προσφυγή, σύμφωνα με το άρθρο 144 του παρόντος νόμου.

3. Ως προς την αφετηρία των προθεσμιών εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο, κατά τον οποίο συντελέστηκε το γεγονός που τις κίνησε.

4. Η διάρκεια των προθεσμιών που είχαν αρχίσει πριν από την έναρξη ισχύος των Κεφαλαίων Δ' , Η' και Θ' του Γ' Μέρους του παρόντος νόμου, υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του, μόνο αν η διάρκεια που προβλέπεται από αυτές είναι μεγαλύτερη από εκείνη που προβλεπόταν από τις προϊσχύουσες διατάξεις.

5. Σήματα που δεν έχουν γίνει αμετακλήτως δεκτά κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, κρίνονται ως προς τις προϋποθέσεις παραδεκτού, σύμφωνα με το προϊσχύον δίκαιο.

6. Η δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, σύμφωνα με το άρθρο 149, ισχύει μόνο στις περιπτώσεις που το κώλυμα που είχε ως συνέπεια την απώλεια δικαιώματος ή προθεσμίας ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη, επήλθε μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου.

7. Η δυνατότητα διαίρεσης ισχύει και για τα σήματα που είχαν δηλωθεί ή καταχωρισθεί πριν από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου.

8. Η δυνατότητα υποβολής έγγραφης συναίνεσης ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 4 καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου διαφορές.

9. Σήματα που κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχουν δηλωθεί ή καταχωρισθεί ως παράλληλη κατάθεση ή καταχώριση άλλου, πρότερου σήματος, ισχύ ουν και προστατεύονται σύμφωνα με το νόμο αυτόν. Το κύρος παράλληλης κατάθεσης ή παράλληλης καταχώρισης σήματος δεν θίγεται, εάν παύσει λόγω μη ανανέωσης να ισχύει το πρότερο σήμα, του οποίου αποτελεί παράλληλη κατάθεση ή παράλληλη καταχώριση, εκτός εάν το πρότερο σήμα διαγράφηκε τελεσίδικα για λόγους των άρθρων 123 και 124.

Από την έναρξη ισχύος των Κεφαλαίων Δ΄, Η΄ και Θ΄ και των άρθρων 179 και 181, καταργούνται οι διατάξεις του ν. 2239/1994 (Α΄ 152), του π.δ. 353/1998 (Α΄ 235), του άρθρου 9 του β.δ. 20/27.12.1939 (Α΄ 553), καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αντίκεινται στα ανωτέρω κεφάλαια ή αφορούν θέματα που ρυθμίζονται από αυτά.
Η κατάργηση των λοιπών διατάξεων των ανωτέρω νομοθετικών και κανονιστικών κειμένων επέρχεται με τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 

1. Θεσπίζεται προαιρετικό σήμα διάκρισης της προέλευσης των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, το οποίο αποτελείται από λεκτικό και εικαστικό τμήμα. Το σήμα είναι ενιαίο για τις κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών και δεν μπορεί να παραπέμπει σε άλλα σήματα. Το ειδικότερο περιεχόμενο και η απεικόνιση αυτού, καθώς και η τυχόν διαγωνιστική διαδικασία για το σχηματι σμό τέτοιου σήματος καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.

2. Το Σήμα καταχωρίζεται, ως επίσημο σήμα του Ελληνικού Κράτους, από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Διανοητικής Ιδιοκτησίας (Π.Ο.Δ.), σύμφωνα με το άρθρο 6 τρις της Διεθνούς Σύμβασης των Παρισίων.

3. Το Σήμα απονέμεται έπειτα από αίτηση του ενδιαφερομένου, σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 189 και 190 και δηλώνει ότι τα σημαινόμενα με αυτό προϊόντα και υπηρεσίες έχουν ελληνική προέλευση.

1. Στη Διεύθυνση Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας συνιστάται «Επιτροπή Ελληνικού Σήματος» (ΕΕΣ), με αντικείμενο την υποβολή προτάσεων προς τον αρμόδιο Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας για την έκδοση Κανονισμών και το συντονισμό των διαδικασιών για την απονομή του Σήματος Ελληνικών Προϊόντων – Υπηρεσιών. Η ΕΕΣ, για τις σχέσεις και τις συναλλαγές της με την αλλοδαπή, αποδίδεται στην αγγλική γλώσσα ως «NATIONAL COMMITTEE OF THE HELLENIC TRADEMARK».

2. Η ΕΕΣ συγκροτείται ως εξής:
α) Τον Γενικό Γραμματέα Εμπορίου, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή τον Γενικό Διευθυντή Εσωτερικού Εμπορίου της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου.
β) Τρεις εκπροσώπους της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικού Εμπορίου της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου με τους αναπληρωτές τους, εκ των οποίων ένας εκπρόσωπος της Διεύθυνσης Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας και ένας εκπρόσωπος της Διεύθυνσης Τιμών Τροφίμων και Ποτών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου.
γ) Τρεις εκπροσώπους της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων με τoυς αναπληρωτές τους.
δ) Έναν εκπρόσωπο του Εθνικού Συμβουλίου Καταναλωτών με τον αναπληρωτή του.
ε) Έναν εκπρόσωπο του Οργανισμού Πιστοποίησης και Επίβλεψης Γεωργικών Προϊόντων με τον Αναπληρωτή του. στ) Έναν εκπρόσωπο της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας με τον αναπληρωτή του.
ζ) Έναν εκπρόσωπο του Ελληνικού Οργανισμού Τυποποίησης (ΕΛΟΤ) με τον αναπληρωτή του.
η) Έναν εκπρόσωπο του Γενικού Χημείου του Κράτους με τον αναπληρωτή του.
θ) Έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων με τον αναπληρωτή του.
ι) Έναν εκπρόσωπο του Εθνικού Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) με τον αναπληρωτή του.

3. Τα μέλη της ΕΕΣ των περιπτώσεων ε΄ έως ι΄ συμμετέχουν στην Επιτροπή κατά περίπτωση, εφόσον συζητείται θέμα της αρμοδιότητάς τους, μετά από έγγραφη πρό σκληση του Προέδρου προ 10 ημερών, στην οποία αναγράφονται και τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Εφόσον πρόκειται να συζητηθούν θέματα που αφορούν τη λειτουργία της Επιτροπής, γενικού ή διατομεακού ενδιαφέροντος καλούνται υποχρεωτικά όλα τα μέλη.

4. Ο Πρόεδρος και τα λοιπά μέλη της επιτροπής ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Για την έκδοση της απόφασης, οι δημόσιες υπηρεσίες και οι φορείς, εκπρόσωποι των οποίων μετέχουν ως μέλη στην ΕΕΣ, προτείνουν εγγράφως τους εκπροσώπους τους. Ως μέλη της ΕΕΣ επιλέγο νται πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με ειδικές γνώσεις ή με εμπειρία στους επιδιωκόμενους σκοπούς της. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο γραμματέας της ΕΕΣ και ο αναπληρωτής του, οι οποίοι πρέπει να είναι υπάλληλοι του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Η γραμματειακή και διοικητική υποστήριξη της ΕΕΣ παρέχεται από τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου.

 5. Η θητεία των μελών της είναι διετής και μπορεί να ανανεωθεί με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Τα μέλη είναι δυνατόν να ανακληθούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους ύστερα από υποβολή σχετικού αιτήματος του φορέα που τα πρότεινε προς τον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Οι φορείς προτείνουν στον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας τα νέα μέλη για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας.

6. Μέλος, το οποίο απουσίασε αδικαιολόγητα από 3 διαδοχικές συνεδριάσεις της ΕΕΣ, παρότι κλήθηκε νόμιμα, σύμφωνα με την παράγραφο 3, παύεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Σε κάθε περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 13 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και το νέο μέλος ορίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 για το υπόλοιπο της θητείας του αποχωρούντος.

7. Η ΕΕΣ συνέρχεται στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου τακτικά, τουλάχιστον μία φορά το μήνα και έκτακτα είτε με πρόσκληση του Προέδρου της είτε ύστερα από αίτηση ενός τρίτου τουλάχιστον των μελών της.

8. Τα μέλη της ΕΕΣ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ενεργούν συλλογικά. Ο Πρόεδρος καθορίζει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, καθώς και τους ειση γητές. Χρέη εισηγητών εκτελούν, κατά περίπτωση, υπάλληλοι των αρμόδιων Υπηρεσιών, ενδεικτικά του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Υπ. Α. Α. Τ.), του Εθνικού Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ), του Ελληνικού Οργανισμού Τυποποίησης (ΕΛΟΤ) και του Γενικού Χημείου του Κράτους ή εκπρόσωποι ιδιωτικών φορέων, καθώς και μεμονωμένοι επιστήμονες  εμπειρογνώμονες που ορίζονται με απόφαση της ΕΕΣ.

 9. Η ΕΕΣ εκπροσωπείται έναντι τρίτων, δικαστικώς και εξωδίκως, στην Ελλάδα και το εξωτερικό από τον Υπουργό Οικονομικών.

10. Η ΕΕΣ μπορεί να ζητά κάθε πληροφορία ή έγγραφο χρήσιμο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ως και να καλεί ενώπιόν της υπαλλήλους υπηρεσιών του δημόσιου τομέα του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 (Α΄ 28) ή άλλα πρόσωπα για παροχή πληροφοριών.

11. Η ΕΕΣ μπορεί με απόφασή της να συγκροτεί επιτροπές και ομάδες εργασίας ή να δίδει εντολή σε συγκεκριμένα μέλη της για την εξέταση θεμάτων που εμπί πτουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της. Στις επιτροπές και ομάδες εργασίας μπορούν να συμμετέχουν και πρόσωπα που δεν αποτελούν μέλη της και τα οποία προ έρχονται από τον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 (Α΄ 28) και έχουν προηγούμενη εμπειρία και προϋπηρεσία στο σχετικό κλάδο, στον οποίο αφορά το εκάστοτε προς εξέταση θέμα. Το έργο των επιτροπών και των ομάδων εργασίας κατευθύνεται από μέλη της ΕΕΣ. Οι μελέτες, τα πορίσματα, οι εισηγήσεις και οι γνωμοδοτήσεις των επιτροπών και των ομάδων εργασίας υποβάλλονται στην ΕΕΣ.

12. ......

1. Η ΕΕΣ έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) Κατόπιν διενέργειας δημόσιας διαβούλευσης, γνωμοδοτεί προς τον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων για το περιεχόμενο των κανονισμών σχετικά:
αα) με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τις οποίες απονέμεται το Σήμα,
ββ) τις διαδικασίες, τους όρους, τις προϋποθέσεις και το τέλος απονομής του,
γγ) τους φορείς που απονέμουν το Σήμα, ελέγχουν την τήρηση των όρων και των προϋποθέσεων απονομής και διατήρησής του και επιβάλλουν κυρώσεις σε περι πτώσεις παράβασής τους,
δδ) τις προδιαγραφές που πρέπει να τηρούν οι φορείς που απονέμουν το σήμα.
β) Εκδίδει τον Κανονισμό Λειτουργίας της.
γ) Εξετάζει ενστάσεις σε περιπτώσεις μη απονομής του Σήματος, μη έγκρισης της μεταβίβασής του ή επιβολής κυρώσεων.
δ) Ενημερώνει και παρέχει πληροφοριακά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές, στους καταναλωτές και στις επιχειρήσεις.
ε) Οργανώνει ή συμμετέχει σε σεμινάρια, προγράμματα, συνέδρια, διαλέξεις ή δημόσιες συζητήσεις κ.λπ., για την ανάπτυξη και διάδοση του Σήματος.
στ) Εποπτεύει το Ηλεκτρονικό Μητρώο Ελληνικών Προϊόντων – Υπηρεσιών και θέτει τις προδιαγραφές λειτουργίας του.
ζ) Τηρεί ιστοσελίδα, στην οποία αναρτώνται οι Κανονισμοί Απονομής του Ελληνικού Σήματος, καθώς και κάθε άλλη σχετική με το Σήμα πληροφορία.

2. Για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της η ΕΕΣ μπορεί να ζητά την τεχνική και επιστημονική υποστήριξη Υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, του ΕΛΟΤ, του ΕΦΕΤ, του Γενικού Χημείου του Κράτους, του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων είτε ιδιωτικών φορέων και μεμονωμένων εμπειρογνωμόνων της ημεδαπής ή αλλοδαπής.

Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, έπειτα από γνώμη της ΕΕΣ, εκδίδονται οι Κανονισμοί Απονομής Ελληνικού Σήματος, ανά κατηγορία προϊόντων και υπηρεσιών. Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες, για τις οποίες απονέμεται το Σήμα, μπορεί να φέ ρουν πρόσθετες ενδείξεις ανάλογα με τη φύση τους, τα χαρακτηριστικά τους και την εγχώρια παραγόμενη προστιθέμενη αξία. Η ΕΕΣ πριν από την έκδοση των κανονισμών οφείλει να διεξάγει δημόσια διαβούλευση. Οι Κα νονισμοί Απονομής Ελληνικού Σήματος περιέχουν κατ’ ελάχιστον:
α) Τον φορέα που απονέμει το Σήμα ανά κατηγορία προϊόντων και υπηρεσιών, διενεργεί ελέγχους για την τήρηση των όρων και των προϋποθέσεων απονομής και διατήρησής του και επιβάλλει κυρώσεις.
β) Τα κριτήρια, τις προϋποθέσεις απονομής του Σήματος και τις ειδικές προδιαγραφές ή συνοδευτικές λεκτικές επεξηγήσεις, που ενδεχομένως απαιτούνται για κάθε προϊόν και υπηρεσία, καθώς και το ύψος των τελών για την απονομή, τη μεταβίβαση, τη διατήρηση και την ανανέωση του Σήματος.
γ) Τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών που δικαιούνται να χρησιμοποιούν το Σήμα.
δ) Τους όρους υπό τους οποίους επιτρέπεται η χρήση του Σήματος, έπειτα από αίτημα του ενδιαφερομένου στον φορέα απονομής. Σε περίπτωση μεταβίβασης, ο δι καιούχος θα πρέπει να πληροί τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις απονομής του Σήματος. Η μεταβίβαση ισχύει μόνο μετά την καταχώριση της εγκριτικής απόφασης του φορέα απονομής στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Σήματος Ελληνικών Προϊόντων – Υπηρεσιών.
ε) Τη διαδικασία διενέργειας τακτικών και εκτάκτων ελέγχων από τον φορέα απονομής.
στ) Τις περιπτώσεις που ο φορέας απονομής διατάσσει την προσωρινή ή οριστική ανάκληση του δικαιώματος της χρήσης του Σήματος.
ζ) Τον φορέα ή τους φορείς, που μπορούν στο πλαίσιο των κειμένων διατάξεων, να συνεργάζονται με την ΕΕΣ για τη διενέργεια ελέγχων και την εφαρμογή των αντίστοιχων Κανονισμών.

1. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου τα προϊόντα και οι υπηρεσίες κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: α) τα φυσικά προϊόντα, β) τα μεταποιημένα φυσικά προϊόντα και γ) τα λοιπά (βιομηχανικά – βιοτεχνικά) προϊόντα και υπηρεσίες.

2. Για την απονομή του σήματος, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες πρέπει να πληρούν τις προδιαγραφές που θέτουν οι διεθνείς, κοινοτικές και εθνικές διατάξεις σχετικά με τα χαρακτηριστικά, τις επισημάνσεις, την ασφάλεια και προστασία του καταναλωτή. Επίσης, θα πρέπει από την παραγωγή ή την επεξεργασία τους να προκύπτει εγχώρια προστιθέμενη αξία.

3. Ειδικά για τα φυσικά προϊόντα (αγροτικά, κτηνοτροφικά προϊόντα, πρώτες ύλες), ως βασικό κριτήριο για την απονομή του Σήματος ορίζεται η παραγωγή ή εκτροφή ή η συγκομιδή, ανάλογα με το προϊόν, στην Ελληνική Επικράτεια.

4. Στα μεταποιημένα φυσικά προϊόντα, για την απονομή του σήματος, πρέπει ποσοστό της μάζας των συστατικών τους ή της μάζας της βασικής πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται να προέρχεται από την Ελλάδα. Με τον κανονισμό απονομής καθορίζεται, για κάθε κατηγορία προϊόντος, συγκεκριμένα το ποσοστό επί της μάζας του κάθε επί μέρους συστατικού ή της βασικής πρώτης ύλης.

5. Με τον κανονισμό μπορεί να εισάγονται εξαιρέσεις από το κριτήριο αυτό στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) για πρώτες ύλες που δεν υπάρχουν ή δεν είναι δυνατόν να παραχθούν στην Ελληνική Επικράτεια ή παράγονται σε μη επαρκείς ποσότητες,
β) για προϊόντα, η ελληνικότητα των οποίων συνίσταται στον παραδοσιακό ή τον ιδιαίτερο τρόπο παρασκευής και επεξεργασίας τους,
γ) επίσης, μπορεί να εισάγονται προσωρινές εξαιρέσεις από το κριτήριο, εφόσον παρουσιάζεται έλλειψη σε συγκεκριμένη πρώτη ύλη, που οφείλεται σε αντικειμενικά, έκτακτα και εξαιρετικά γεγονότα, όπως ενδεικτικά φυσικές καταστροφές ή κακές καιρικές συνθήκες.

6. Για τα λοιπά (βιομηχανικά – βιοτεχνικά) προϊόντα και υπηρεσίες, ως βασικό κριτήριο απονομής ορίζεται το ποσοστό του κόστους παραγωγής που πραγματοποιείται στην Ελληνική Επικράτεια, όπως αυτό εξειδικεύεται με τον κανονισμό απονομής για κάθε προϊόν ή υπηρεσία. Στο κόστος παραγωγής περιλαμβάνονται δαπάνες που αφορούν στην έρευνα και την ανάπτυξη του προϊόντος ή της υπηρεσίας, ενώ αποκλείονται όσες αφορούν την προώθηση, προβολή και διαφήμιση του προϊόντος.

1. Ο φορέας απονομής του σήματος τηρεί συγκεκριμένες προδιαγραφές που διασφαλίζουν ότι έχει τη διοικητική συγκρότηση και την τεχνική επάρκεια και τεχνογνωσία για την απονομή του Σήματος και τη διενέργεια ελέγχων για το συγκεκριμένο προϊόν ή υπηρεσία.

2. Ο Κανονισμός που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 187, κατά τον καθορισμό του φορέα απονομής, λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τα κριτήρια του ιδίου άρθρου, τις πιστοποιήσεις που έχει λάβει και τα πρωτόκολλα που τηρεί ο φορέας απονομής, καθώς και την εμπειρία του σε πιστοποίηση προϊόντων και υπηρεσιών.

3. Το έργο της απονομής και του ελέγχου του Σήματος, ανά κατηγορία προϊόντος ή υπηρεσίας, μπορεί να ανατεθεί σε ένα μόνο φορέα στην επικράτεια ή ανά περι φέρεια ή νομό. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, ο φορέας απονομής μπορεί να ζητά πληροφορίες από άλλα ελεγκτικά όργανα ή φορείς, όποτε αυτό κρίνεται ανα γκαίο και σκόπιμο. Εφόσον από τη δημόσια διαβούλευση για την έκδοση του Κανονισμού Απονομής, σύμφωνα με το άρθρο 187, ή με άλλον τρόπο καταστεί γνωστό στην ΕΕΣ ότι το έργο του φορέα απονομής μπορεί να ανατεθεί στην ίδια γεωγραφική περιφέρεια σε περισσότερους φορείς, διενεργείται από την ΕΕΣ συγκριτική αξιολόγηση των φορέων που εκδηλώνουν ενδιαφέρον μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία, προκειμένου να επιλεγεί ο φορέας.

4. Η ΕΕΣ μπορεί να διενεργεί ελέγχους στους φορείς απονομής σχετικά με την τηρούμενη διαδικασία απονομής του Σήματος και επιβολής κυρώσεων, να απευθύνει συστάσεις και να εκδίδει οδηγίες. Αν η ΕΕΣ διαπιστώσει ότι ο φορέας δεν πληροί τις προδιαγραφές που απαιτούνται από τον κανονισμό απονομής ή από το παρόν άρθρο μπορεί να αποφασίσει την αντικατάστασή του.

 1. Στη Διεύθυνση Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου τηρείται το Ηλεκτρονικό Μητρώο Ελληνικών Προϊόντων – Υπηρεσιών, στο οποίο καταχωρίζεται ανά κατηγορία προϊόντος και υπηρεσίας κάθε απονομή, ανανέωση, μεταβίβαση και α νάκληση προσωρινή ή οριστική της χρήσης του Σήματος. Το Μητρώο περιλαμβάνει την επωνυμία της επιχείρησης, το είδος και την υποχρεωτική ονομασία πώλησης, εφό σον προβλέπεται, και την κατηγορία των προϊόντων και υπηρεσιών, στα οποία έχει απονεμηθεί το Σήμα. Με κανονισμό της ΕΕΣ μπορεί να εξειδικεύονται τα στοιχεία, τα οποία καταχωρίζονται στο Μητρώο, ανά κατηγορία προϊόντος ή υπηρεσίας, καθώς και να ρυθμίζονται άλλα ζητήματα τεχνικού και λεπτομερειακού χαρακτήρα σχε τικά με την τήρηση του Μητρώου, τις καταχωρίσεις, την ασφαλή πρόσβαση και την πιστοποίηση των χρηστών.

2. Η καταχώριση των στοιχείων στη βάση δεδομένων του Μητρώου γίνεται ηλεκτρονικά απευθείας από τον φορέα απονομής, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την πληρότητα και ορθότητα των στοιχείων που καταχωρεί. Διόρθωση των στοιχείων επιτρέπεται μετά από αίτημα του δικαιούχου χρήσης του Σήματος, εφόσον επικαλεί ται και προσκομίζει στον φορέα τα ορθά στοιχεία.

3. Το τμήμα του Μητρώου που αφορά στα ευρετήρια δικαιούχων του Σήματος και ονομασίας πώλησης προϊόντων και παροχής υπηρεσιών, είναι δημόσιο και ελεύθε ρα προσβάσιμο.

4. Η Διεύθυνση Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Πληροφορικής της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου υποχρεούται να τηρεί ό λα τα απαιτούμενα πρωτόκολλα και τις τεχνικές προδιαγραφές προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η ακεραιότητα της βάσης δεδομένων του Μητρώου.

1. Το δικαίωμα χρήσης του Ελληνικού Σήματος παραχωρείται με την καταχώριση του δικαιούχου στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Ελληνικών Προϊόντων – Υπηρεσιών. Το δικαίωμα χρήσης του σήματος απονέμεται για συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.

2. Η απονομή του Σήματος παρέχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα:
α) να επιθέτει το Σήμα αποκλειστικά και μόνο στα προϊόντα για τα οποία έχει απονεμηθεί και στη συσκευασία αυτών,
β) να χαρακτηρίζει με το Σήμα τις υπηρεσίες για τις οποίες αυτό έχει απονεμηθεί,
γ) να χρησιμοποιεί το Σήμα για την προβολή και την προώθηση των προαναφερόμενων προϊόντων και των υπηρεσιών.

3. Ο φορέας απονομής οφείλει κατόπιν αιτήματος του δικαιούχου χρήσης του Σήματος να χορηγεί βεβαίωση καταχώρισης στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Ελληνικών Προϊόντων – Υπηρεσιών, η οποία πιστοποιεί το δικαίωμα χρήσης του Σήματος για συγκεκριμένο προϊόν ή υπηρεσία και αναφέρει τους όρους χρήσης σύμφωνα με τον Κανονισμό.

1. Για την απονομή του δικαιώματος χρήσης του Σήματος ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση – υπεύθυνη δήλωση, έντυπα ή ηλεκτρονικά, και καταβάλλει τα οριζόμενα κατά περίπτωση τέλη στον φορέα που είναι αρμόδιος σύμφωνα με τους Κανονισμούς του άρθρου 187 για την απονομή του Σήματος.

2. Η αίτηση – υπεύθυνη δήλωση περιέχει κατ’ ελάχιστον:
α) Επί φυσικών προσώπων, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση του αιτούντος. Επί νομικών προσώπων, τη μορφή, την επωνυμία και το διακριτικό τίτ λο αυτών, την έδρα και τον νόμιμο εκπρόσωπο τους,
β) Τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τις οποίες πρόκειται το Σήμα να διακρίνει.
γ) Δήλωση ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες πληρούν τις προδιαγραφές που τάσσονται με τον Κανονισμό που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 187.
δ) Δήλωση ότι πέραν του Κανονισμού τα προϊόντα και οι υπηρεσίες πληρούν τις προδιαγραφές που τάσσονται από την Ελληνική, Ευρωπαϊκή και Διεθνή Νομοθεσία, ιδίως όσον αφορά την παραγωγή, τυποποίηση και διανομή τους, την υγιεινή και την ασφάλεια αυτών κατά τη χρήση και ανάλωσή τους.
ε) Δήλωση ότι ο αιτών δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα την τελευταία τριετία για παραβίαση της νομοθεσίας περί διανοητικής ιδιοκτησίας, της αγορανομικής νομοθεσίας και της ειδικότερης νομοθεσίας που αφορά στο προϊόν ή στην υπηρεσία για την οποία αιτείται την απονομή του Σήματος. Αν την απονομή του Σήματος αιτείται προσωπική εταιρεία, η δήλωση αυτή αφορά, πέραν από τον νόμιμο εκπρόσωπο ή τον διαχειριστή της, και τους εταίρους της.

3. Όπου από τον Κανονισμό του άρθρου 187 απαιτείται η διενέργεια εργαστηριακών ελέγχων στο προϊόν, ο αιτών οφείλει μέσα σε προθεσμία που τάσσει ο αρμόδιος για την απονομή του Σήματος φορέας να προσκομίσει δείγμα του προϊόντος στα γραφεία του φορέα ή σε εγκεκριμένο για τη διενέργεια ελέγχων εργαστήριο.

4. Όπου από τον Κανονισμό του άρθρου 187 απαιτείται για την απονομή του Σήματος επιτόπιος έλεγχος στις εγκαταστάσεις παραγωγής του προϊόντος ή παροχής της υπηρεσίας, αυτός διενεργείται από υπαλλήλους του φορέα ή τρίτα πρόσωπα, στους οποίους έχει ειδικά ανατεθεί το έργο αυτό και οι οποίοι διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις για τον έλεγχο των εγκαταστάσεων και την πιστοποίηση αυτών. Ο ως άνω επιτόπιος έλεγχος διενεργείται σε εργάσιμες ημέρες και ώρες, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την υποβολή της αίτησης απονομής του Σήματος

5. Όπου από τον Κανονισμό του άρθρου 187 απαιτείται, για την απονομή χρήσης του Σήματος, η διενέργεια ελέγχου εισροών / εκροών, ο φορέας μπορεί να ζητά α πό τον αιτούντα τα σχετικά τιμολόγια, καθώς και τις σχετικές συμβάσεις προμήθειας.

6. Για τους εργαστηριακούς ελέγχους, τους ελέγχους οικονομικών στοιχείων εισροών / εκροών και τους ελέγχους στις εγκαταστάσεις παραγωγής ή παροχής της υπηρεσίας συντάσσεται έκθεση από τον διενεργούντα, όπως αυτός ορίζεται από τον οικείο Κανονισμό απονομής του σήματος, τον έλεγχο που υποβάλλεται αμελλητί στο φορέα απονομής, ο οποίος με βάση αυτή μπορεί είτε να απονείμει το Σήμα είτε να ανακαλέσει το δικαίωμα χρήσης του Σήματος είτε να απορρίψει αιτιολογημένα το αίτημα είτε να τάξει προθεσμία, μέσα στην οποία ο αιτών πρέπει να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του προκειμένου να επανεξεταστεί το αίτημα απονομής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, μπορεί από τον Κανονισμό του άρθρου 187 να προβλέπεται η καταβολή πρόσθετου τέλους, εφόσον είναι αναγκαία η διενέργεια νέων ελέγχων για την πιστοποίηση της συμμόρφωσης του αιτούντος με τις υποδείξεις του φορέα απονομής.

7. Ο φορέας απονομής του Σήματος δικαιούται να ζητήσει οποιοδήποτε συμπληρωματικό στοιχείο από τον ενδιαφερόμενο προκειμένου να του απονείμει το Σήμα.

8. Το δικαίωμα χρήσης του Σήματος απονέμεται για αόριστη διάρκεια. Ο δικαιούχος οφείλει καθ' όλη την διάρκεια χρήσης του να συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις χορήγησής του, όπως κάθε φορά ισχύουν. Η τήρηση των προϋποθέσεων χρήσης του Σήματος διασφαλίζεται με έκτακτους ελέγχους που διενεργεί ο Φορέας απονομής του Σήματος. Ο δικαιούχος καταβάλλει κατ' έτος τέλος χρήσης, άλλως το δικαίωμά του αυτοδικαίως ανακαλείται. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων ρυθμίζονται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου και το ύψος του τέλους χρήσης.

Συνεπάγεται την αυτοδίκαιη διαγραφή από το Ηλεκτρονικό Μητρώο Ελληνικών Προϊόντων – Υπηρεσιών:
α) η κήρυξη του δικαιούχου χρήσης του Σήματος σε πτώχευση ή η θέση αυτού σε παρόμοιο νομικό καθεστώς,
β) η αμετάκλητη καταδίκη του δικαιούχου για αδικήματα που αναφέρονται στην περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 192,
γ) η διακοπή παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος ή παροχής της υπηρεσίας για την οποία είχε απονεμηθεί το Σήμα,
δ) η διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας του δικαιούχου,
ε) η υποβολή αιτήματος διαγραφής από τον δικαιούχο.

1. Ο φορέας απονομής του Σήματος μπορεί να επιβάλει προς τους δικαιούχους χρήσης του Σήματος, σε περίπτωση παραβίασης του παρόντος νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 187 και ανάλογα με τη βαρύτητα και τη διάρκειά της, τις ακόλουθες κυρώσεις:
α) έγγραφη σύσταση με τον ορισμό προθεσμίας συμμόρφωσης,
β) προσωρινή ή οριστική ανάκληση του δικαιώματος χρήσης του Σήματος.

2. Οι κυρώσεις της παραγράφου 1 επιβάλλονται όταν από τον έλεγχο προκύψει ότι:
α) το προϊόν ή η υπηρεσία για τα οποία απονεμήθηκε το Σήμα δεν τηρούν τις προδιαγραφές και τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Κανονισμός που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 187 ή
β) γίνεται αντικανονική ή παραπλανητική χρήση σε έντυπα ή διαφημιστικό υλικό ή
γ) παρέχονται προς τον φορέα απονομής σκοπίμως παραπλανητικές ή ψευδείς πληροφορίες.

3. Σε περίπτωση προσωρινής ανάκλησης, ο φορέας μπορεί να επιβάλει στον δικαιούχο τη συμμόρφωση σε συγκεκριμένα μέτρα προκειμένου να αρθεί η ανάκληση. Σε περίπτωση οριστικής ανάκλησης ο φορέας αποφασίζει για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν σχετικά με τα προϊόντα, που ήδη φέρουν το Σήμα και οφείλει να καταστήσει γνωστή, στο ευρύ κοινό με κάθε πρόσφορο μέσο, την ανάκληση και τη διαγραφή από το Ηλεκτρονικό Μητρώο. Ιδίως ο φορέας μπορεί να διατάξει την αφαίρεση και την καταστροφή των Σημάτων από προϊόντα που δεν πληρούν τις προδιαγραφές που τάσσονται από τον παρόντα νόμο και τους Κανονισμούς του άρθρου 187.

4. Αν Σήμα χρησιμοποιείται από μη δικαιούχο, χωρίς να αποκλείονται τυχόν ποινικές ευθύνες, ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου:
α) επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, το ύψος του οποίου ανέρχεται από 3.000 έως 300.000 ευρώ, ανάλογα με το βάρος, τη διάρκεια παράβασης, καθώς και την ποσότητα και την αξία των παράνομων προϊόντων / υπηρεσιών που έχουν πωληθεί ή παρασχεθεί,
β) διατάσσει την αφαίρεση και την καταστροφή των Σημάτων από τα προϊόντα που έχουν παραχθεί και διακινηθεί παράνομα και αν δεν είναι εφικτό την καταστροφή των προϊόντων,
γ) διατάσσει την παύση χρήσης του Σήματος για την προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών,
δ) καθιστά γνωστή, με κάθε πρόσφορο μέσο στο ευρύ κοινό, την παράνομη χρήση του Σήματος.

5. Ο φορέας και ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου, για τις περιπτώσεις της παραγράφου 4, πριν από την επιβολή κυρώσεων υποχρεούνται να καλέσουν τον ελεγχόμενο να εκφράσει τις απόψεις του.

1. Κατά των αποφάσεων των φορέων που αφορούν την απονομή, διαγραφή και μεταβίβαση του Σήματος, καθώς και την επιβολή κυρώσεων σύμφωνα με τις παρα γράφους 1 έως 3 του άρθρου 194, μπορεί να ασκηθεί ένσταση ενώπιον της ΕΕΣ μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών, που αρχίζει από τη γνωστοποίηση της προσβαλ λόμενης απόφασης στον δικαιούχο/ελεγχόμενο ή εφόσον πρόκειται για τρίτους, από την καταχώριση της απόφασης στο Ηλεκτρονικό Μητρώο. Η ένσταση κατατίθεται είτε στη Γραμματεία της ΕΕΣ στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου είτε στον φορέα απονομής, οποίος οφείλει να διαβιβάσει την ένσταση στην ΕΕΣ μέσα σε τέσσερις ερ γάσιμες ημέρες. Η ΕΕΣ υποχρεούται να αποφανθεί επ’ αυτής μέσα σε δύο μήνες από την παραλαβή της.

2. Η υποβολή ενστάσεως ενώπιον της ΕΕΣ αναστέλλει την εκτέλεση των αποφάσεων των φορέων με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις. Εφόσον με την απόφαση του φορέα διατάσσεται η αφαίρεση και καταστροφή του Σήματος ή των προϊόντων που φέρουν το Σήμα, ο Πρόεδρος της ΕΕΣ μπορεί να διατάξει, ύστερα από αίτημα του φορέα απονομής ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμ φέρον ή αυτεπαγγέλτως, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την ΕΕΣ:
α) την προσωρινή φύλαξη των Σημάτων ή των προϊόντων στις εγκαταστάσεις του φορέα ή τρίτου. Στην περίπτωση αυτή η ΕΕΣ μπορεί με την έκδοση της αποφάσεώς της επί της ενστάσεως να καταλογίσει φύλακτρα,
β) την απαγόρευση πώλησης και διακίνησης προϊόντων ή παροχής υπηρεσίας που φέρουν το Σήμα,
γ) την ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού για το ενδεχόμενο παράνομης χρήσης του Σήματος, Στις περιπτώσεις αυτές η ένσταση εξετάζεται από την ΕΕΣ κατά προτεραιότητα.

3. Κατά την εξέταση της ένστασης από την ΕΕΣ μπορεί να παρίσταται ο ενιστάμενος και να εκφράσει προφορικά τις απόψεις του.

4. Κατά των αποφάσεων της ΕΕΣ επί των ενστάσεων επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου της Αθήνας μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την επομένη της κοινοποίησης της απόφασης επί της ένστασης κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

 Οι πράξεις της ΕΕΣ, με εξαίρεση αυτές του άρθρου 195, αναρτώνται υποχρεωτικά στην ιστοσελίδα της ή, εφόσον δεν διαθέτει, στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου. 

1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του τέταρτου μέρους του παρόντος (άρθρα 197 έως 204), οι πιο κάτω αναφερόμενοι όροι έχουν την ακόλουθη έννοια:
α) Μεσίτης Ακινήτων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες μεσιτείας επί ακινήτων.
β) Υπηρεσία Μεσιτείας είναι η υπόδειξη ευκαιριών ή η μεσολάβηση για τη σύναψη συμβάσεων σχετικών με ακίνητα και ιδίως συμβάσεων πώλησης, ανταλλαγής, μίσθωσης, χρηματοδοτικής μίσθωσης, σύστασης δουλείας ή αντιπαροχής ακινήτων.

2. Για την παροχή υπηρεσιών μεσιτείας ακινήτων από νομικό πρόσωπο απαιτείται σωρευτικά:
α) Η παροχή υπηρεσιών μεσιτείας να προβλέπεται στον καταστατικό σκοπό του νομικού προσώπου και
β) οι προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος του μεσίτη ακινήτων, όπως καθορίζονται στo άρθρο 198, να συντρέχουν σε ένα τουλάχιστον από τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσωπούν νομίμως το νομικό πρόσωπο.
Οι παραπάνω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν και στον υπεύθυνο του κλάδου μεσιτείας κάθε υποκαταστήματος του νομικού προσώπου.

3. Για τα θέματα που δεν ρυθμίζονται από τον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 703 707 του Αστικού Κώδικα περί μεσιτείας.

1. Για την άσκηση του επαγγέλματος του μεσίτη ακινήτων απαιτείται να συντρέχουν στο ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο ή, προκειμένου για νομικό πρόσωπο, στα πρόσωπα που ορίζονται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 197, οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Να είναι Έλληνας πολίτης ή πολίτης κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή κράτους μέλους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ). Ο πολίτης τρίτης χώρας απαιτείται να διαθέτει άδεια διαμονής και εργασίας στην Ελλάδα ή άδεια διαμονής για ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με το ν. 3386/2005 (Α΄ 212).
β) Να μην έχει καταδικαστεί για κακούργημα ή για πλημμέλημα για τα αδικήματα κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, πλαστογραφίας ή κατάχρησης ενσήμων, απιστίας, ψευδορκίας, δόλιας χρεοκοπίας, καταδολίευσης δανειστών, τοκογλυφίας, έκδοσης ακάλυπτης επιταγής ή για κάποιο από τα εγκλήματα περί το νόμισμα.
γ) Να μην έχει υποβληθεί σε ολική ή μερική, στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ1666-1688).
δ) Να διαθέτει απολυτήριο Λυκείου ή ισότιμου σχολείου της αλλoδαπής.

2. Η συνδρομή των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 αποδεικνύεται με τα κάτωθι έγγραφα:
α) Ταυτότητα ή διαβατήριο, εφόσον πρόκειται για Έλληνα πολίτη ή πολίτη κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή κράτους μέλους του Ε.Ο.Χ., ή, εφόσον πρόκειται για πολίτη τρίτης χώρας, άδεια διαμονής και εργασίας στην Ελλάδα ή άδεια διαμονής για ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα.
β) Υπεύθυνη δήλωση ότι δεν έχει καταδικαστεί για τα αδικήματα της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1.
γ) Πιστοποιητικό που βεβαιώνει ότι δεν έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.
δ) Απολυτήριο Λυκείου ή ισότιμου σχολείου της αλλοδαπής.

3. Προκειμένου για μεσίτη ακινήτων αναγνωρισμένο από κράτος μέλος της Ε.Ε. ή κράτος μέλος του Ε.Ο.Χ. και εγκατεστημένο σε αυτό, ο οποίος επιθυμεί να εγκα τασταθεί στην Ελλάδα, μέσω ίδρυσης υποκαταστήματος, γραφείου ή άλλης εγκατάστασης, απαιτείται βεβαίωση εγγραφής του σε μητρώο ή άλλη αρμόδια αρχή ή επαγγελματική οργάνωση, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας εγκατάστασής του. Ο μεσίτης αυτός φέρει τον τίτλο που του αποδίδεται στη χώρα της κύριας εγκατά στασής του.

4. Τα ανωτέρω έγγραφα και πιστοποιητικά υποβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο στο αρμόδιο επιμελητήριο, το οποίο, ύστερα από έλεγχο πληρότητάς τους, προβαίνει στην εγγραφή στο μητρώο του επιμελητηρίου και στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 7.

5. Οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σε μόνιμη βάση και ελέγχονται από το αρμόδιο επιμελητήριο. Προς τούτο, οι μεσίτες ακινήτων υποχρε ούνται να ενημερώνουν το αρμόδιο επιμελητήριο, μέσα σε ένα μήνα από την παύση συνδρομής των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την εγγραφή τους σύμφωνα με την παράγραφο 1. Αν εκλείψει έστω και μία από τις προϋποθέσεις αυτές, ο μεσίτης διαγράφεται από το Γ.Ε.ΜΗ. και το μητρώο του επιμελητηρίου.

6. Απαγορεύεται η άσκηση του επαγγέλματος του μεσίτη και η εγγραφή στο Γ.Ε.ΜΗ. σε όσους μεσίτες ακινήτων έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής στέρησης του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος ή της προσωρινής στέρησης, για όσο ισχύει αυτή, ή η παρεπόμενη ποινή της απαγόρευσης άσκησης του επαγγέλματος του μεσίτη, για όσο χρόνο ισχύει αυτή.

7. Μεσίτες αναγνωρισμένοι από κράτος μέλος της Ε.Ε ή κράτος μέλος του Ε.Ο.Χ. και εγκατεστημένοι σε αυτό, οι οποίοι εκτελούν στο πλαίσιο της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών περιστασιακά μεσιτικές πράξεις στην Ελλάδα, όπως ορίζονται στο άρθρο 197, δεν έχουν υποχρέωση εγγραφής στο Γ.Ε.ΜΗ., εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του κράτους προέλευσης για την άσκηση μεσιτικών πράξεων.

Καταργήθηκε

1. .....

2. .....

3. .....

4. ......

1. Η σύμβαση μεσιτείας ακινήτων καταρτίζεται εγγράφως. Για την πλήρωση του έγγραφου τύπου αρκεί η ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, ενυπόγραφων τηλε ομοιοτυπιών, καθώς και τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

2. Η σύμβαση πρέπει:
α) Να περιλαμβάνει τα στοιχεία των συμβαλλόμενων μερών, τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, καθώς και τον αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. του μεσίτη. Σε περίπτωση διασυνοριακής παροχής μεσιτικών υπηρεσιών, αναγράφεται το μητρώο και η αρμόδια αρχή ή οργάνωση, στην οποία είναι εγγεγραμμένος ο μεσίτης, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας εγκατάστασής του.
β) Να καθορίζει την ταυτότητα του αντικειμένου της μεσολάβησης ή υπόδειξης ευκαιρίας, το είδος της κύριας σύμβασης που πρόκειται να συναφθεί, καθώς και το ποσό ή ποσοστό της μεσιτικής αμοιβής, η οποία είναι ε λεύθερα διαπραγματεύσιμη και δεν υπόκειται σε κατώτατα νόμιμα όρια.
Η χρήση γενικών όρων συναλλαγών στη σύμβαση μεσιτείας διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 (Α΄ 191).

3. Αν δεν έχει οριστεί διαφορετικά, η διάρκεια της σύμβασης μεσιτείας είναι δώδεκα (12) μήνες, με δικαίωμα παράτασης για έξι (6) ακόμη μήνες, ύστερα από μονομερή έγγραφη δήλωση του εντολέα. Μετά τη λήξη της μπορεί να συναφθεί νέα σύμβαση μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων. Αν η διάρκεια της σύμβασης είναι μεγαλύτερη από την ανωτέρω οριζόμενη, οποιοσδήποτε των συμβαλλομένων έχει το δικαίωμα να την καταγγέλλει αζημίως μετά την πάροδο των δώδεκα (12) μηνών. Τα αποτελέσματα της καταγγελίας επέρχονται μετά την πά ροδο τριών (3) μηνών.

4. Επιτρέπεται η σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας, στο πλαίσιο της οποίας ο εντολέας δεν έχει το δικαίωμα να αναθέσει εντολή με το ίδιο περιεχόμενο σε άλλο μεσίτη ούτε και να δραστηριοποιηθεί ο ίδιος ή τρίτος για λογαριασμό του για την αναζήτηση ευκαιρίας για όσο χρόνο ισχύει η σύμβαση, ο δε μεσίτης έχει την υποχρέωση να δραστηριοποιηθεί για την εκτέλεση της εντολής. Εξαιρέσεις από τη μη δραστηριοποίηση τρίτων για λογαριασμό του εντολέα είναι δυνατές μόνο αν αφορούν φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατονομάζονται ρητά στη σύμβαση. Η σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας δεν μπορεί να έχει διάρκεια πάνω από οκτώ (8) μήνες, με δικαίωμα παράτασης για τέσσερις (4) ακόμα μήνες, ύστερα από μονομερή έγγραφη δήλωση του εντολέα, μετά δε από τη λήξη της μπορεί να συναφθεί νέα σύμβαση. Αν η κύρια σύμβαση καταρτίστηκε κατά τη διάρκεια της αποκλειστικής μεσιτείας, τεκμαίρεται ότι καταρτίστηκε με την υπόδειξη ή μεσολάβηση του αποκλειστικού μεσίτη, εκτός εάν η κατάρτιση της κύριας σύμβασης έγινε με κά ποιο από τα ρητά αναφερόμενα στη σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας πρόσωπα, για τα οποία συμφωνήθηκε ότι είναι δυνατή η προσωπική δραστηριοποίηση του ε ντολέα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο μεσίτης έχει αξίωση αποκατάστασης όλων των δαπανών, στις οποίες έχει υποβληθεί για την προώθηση του ακινήτου, πλέον μιας εύλογης αποζημίωσης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1/3 της συμφωνηθείσας αμοιβής, χωρίς το συνολικό ποσό να είναι μεγαλύτερο από το ήμισυ της συμφωνηθείσας αμοιβής. Αν η κύρια σύμβαση καταρτίστηκε μέσα στο τρίμηνο από τη λήξη του χρόνου της αποκλειστικής μεσιτείας και στο μεταξύ ο εντολέας έχει δώσει εντολή σε άλλο μεσίτη, τότε αμοιβή στον (πρώτο) αποκλειστικό μεσίτη οφείλεται μόνο αν αποδειχθεί ότι η κατάρτιση της σύμβασης οφείλεται σε δικές του ενέργειες.

5. Ο μεσίτης ακινήτων έχει το δικαίωμα να αξιώσει τη συμφωνηθείσα αμοιβή κατά την κατάρτιση της κύριας σύμβασης, εφόσον έχει ο ίδιος μεσολαβήσει στη σύναψή της ή έχει υποδείξει την ευκαιρία σύναψής της ανε ξάρτητα από το είδος της κύριας σύμβασης που καταρτίστηκε τελικά για το ακίνητο. Αν περισσότεροι μεσίτες σε συνεργασία μεταξύ τους υπέδειξαν ή μεσολάβησαν, τότε αμοιβή οφείλεται μόνο μία φορά, καταβαλλόμενη από τον εντολέα σε έναν από αυτούς, κατά του οποίου και μόνο έχουν δικαίωμα να στραφούν οι υπόλοιποι και, σε περίπτωση έλλειψης συμφωνίας μεταξύ τους, κατανέμεται μεταξύ των μεσιτών κατά το ποσοστό συμβολής του καθενός στην κατάρτιση της σύμβασης. Αν περισσότεροι μεσίτες, προς τους οποίους ο εντολέας παρέσχε διαδοχικά διαφορετικές εντολές υπέδειξαν διαδοχικά την ίδια ευκαιρία, δικαιούται να αξιώσει αμοιβή μόνο αυτός ο οποίος υπέδειξε πρώτος την ευκαιρία. Αν δεν μπορεί να αποδειχτεί το ποσοστό συμβολής κάθε μεσίτη στην κατάρτιση της σύμβασης, τότε κατανέμεται μεταξύ των μεσιτών κατά ίσα μέρη η μεγαλύτερη από τις αμοιβές που συμφώνησε ο εντολέας με τις διαφορετικές εντολές του. Επί μεσιτείας για ανοικοδόμηση ακινήτου με αντιπαροχή, ο μεσίτης δικαιούται να αξιώσει πλήρη αμοιβή με την κατάρτιση του εργολαβικού προσυμφώνου, εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά.

6. Αν συναφθεί για το ίδιο ακίνητο διαφορετική σύμβαση από την προβλεπόμενη στη σύμβαση μεσιτείας, η σύμβαση που τελικά συνήφθη τεκμαίρεται ως αποτέλε σμα της διαμεσολάβησης του μεσίτη.

7. Στη σύμβαση μεσιτείας πρέπει να αναγράφεται ρητά αν ο μεσίτης μπορεί να ενεργήσει και για τον αντισυμβαλλόμενο του εντολέα του. Αν, παρά την έλλειψη της πιο πάνω συμφωνίας, ο μεσίτης συμβληθεί και με το άλλο μέρος, ο εντολέας δικαιούται να αρνηθεί την καταβολή της συμφωνηθείσας αμοιβής ή να αξιώσει την επιστροφή της ήδη καταβληθείσας.

8. Σε κάθε αμφοτεροβαρή σύμβαση επί ακινήτου, η οποία καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, ενσωματώνεται ως περιεχόμενο υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, των συμβαλλομένων περί μεσολάβησης ή μη μεσίτη ακινήτων στην κατάρτισή της και σε θετική περίπτωση τα στοιχεία του μεσίτη, τον αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. αυτού και τον αριθμό φορολογικού του μητρώου, καθώς και το ποσό ή το ποσοστό της μεσιτικής αμοι βής.

9. Οι συμβαλλόμενοι σε σύμβαση σχετική με ακίνητα δεν είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν αμοιβή σε πρόσωπα, τα οποία προσέφεραν υπηρεσίες μεσιτείας, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 198 και των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

10. Ο εντολέας υποχρεούται να ανακοινώσει στον μεσίτη την κατάρτιση της κύριας σύμβασης τουλάχιστον μία ημέρα πριν από την κατάρτισή της, άλλως ευθύνεται σε αποκατάσταση κάθε ζημίας του μεσίτη για τη μη έγκαιρη ανακοίνωση.

11. Η αγωγή που ασκείται από τον μεσίτη κατά του εντολέα του με αίτημα την επιδίκαση μεσιτικής αμοιβής κοινοποιείται στη Δ.Ο.Υ. Φορολογίας Εισοδήματος του μεσίτη, αλλιώς η συζήτηση είναι απαράδεκτη.

Οι μεσίτες ακινήτων οφείλουν:
α) Να ενημερώνουν, πριν από τη σύναψη της κύριας σύμβασης, τους εντολείς τους και τους υποψήφιους αντισυμβαλλομένους, για τις ιδιότητες του ακινήτου της εντολής, καθώς και για τυχόν πραγματικά ελαττώματά του, που έχουν περιέλθει αποδεδειγμένα σε γνώση τους.
β) Να ενημερώνουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης μεσιτείας τους εντολείς τους για κάθε περίπτωση συναλλαγής, στην οποία υπάρχει διπλή εντολή (εντολή και από το άλλο μέρος) ή εμπλέκεται άλλο προσωπικό ή οικονομικό ενδιαφέρον των ιδίων, πέραν εκείνου της συμφωνηθείσας αμοιβής.
γ) Να προστατεύουν το επαγγελματικό απόρρητο και να μην αποκαλύπτουν σε τρίτους προσωπικά και οικονομικά στοιχεία των εντολέων τους, πέραν αυτών που είναι αναγκαία για την κατάρτιση της σύμβασης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3691/2008 (Α΄166).

Όποιος ενεργεί μεσιτικές πράξεις ή εμφανίζει τον εαυτό του ως μεσίτη αστικών συμβάσεων, χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 198 και χωρίς να έχει εγγραφεί στο Γ.Ε.ΜΗ., τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από έξι (6) μήνες μέχρι δύο (2) έτη ή με χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) μέχρι τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ ή και με τις δύο ποινές.

1. Με απόφαση του Περιφερειάρχη για τα Επαγγελματικά Επιμελητήρια Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης και Ροδόπης και του οικείου Αντιπεριφερειάρχη, για τα λοιπά Επιμελητήρια της Χώρας, συγκροτείται πειθαρχικό συμβούλιο, που ασκεί την πειθαρχική εξουσία επί των μεσιτών ακινήτων. Στο πειθαρχικό συμβούλιο μετέχουν:
α) Ένας πρωτοδίκης, ως πρόεδρος, που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.
β) Ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης ή Τμήματος Εμπορίου της Περιφέρειας της έδρας κάθε επιμελητηρίου.
γ) Ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου κάθε επιμελητηρίου προερχόμενο από τον κλάδο των μεσιτών ακινήτων, με τουλάχιστον πενταετή εμπειρία, αν δεν υπάρχει δε κλάδος των μεσιτών ακινήτων, ένας μεσίτης με τουλάχιστον πενταετή εμπειρία, ο οποίος έχει επαγγελματική έδρα στον ίδιο νομό και προτείνεται από το πρωτοβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο του ίδιου κλάδου, ως μέλος.
Χρέη εισηγητού εκτελεί ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Μητρώου κάθε επιμελητηρίου.
Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος του επιμελητηρίου, οριζόμενος από το διοικητικό συμβούλιο αυτού με την ίδια απόφαση.
Όλοι οι ανωτέρω ορίζονται με τους αναπληρωτές τους.

2. Οι δαπάνες του πειθαρχικού συμβουλίου και η αμοιβή των μελών του βαρύνουν τον προϋπολογισμό του επιμελητηρίου και καθορίζονται με απόφαση της διοικητι κής επιτροπής του.

3. Πειθαρχικά αδικήματα είναι τα εξής:
α) Κάθε παράβαση υποχρέωσης που απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 197 έως 204 του παρόντος.
β) Κάθε ενέργεια από δόλο ή αμέλεια που βλάπτει την επαγγελματική φήμη των μεσιτών αστικών συμβάσεων.
γ) Η οποιαδήποτε παράβαση των όρων της εντολής που έλαβε ο μεσίτης από τον εντολέα, η παράνομη είσπραξη αμοιβής ή προκαταβολής χρημάτων, καθώς και η αδυναμία επιστροφής χρημάτων αν ο μεσίτης δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση.

4. Την πειθαρχική δίωξη ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ασκεί ο πρόεδρος του επιμελητηρίου, ύστερα από καταγγελία οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον ή του προέδρου του οικείου επαγγελματικού σωματείου ή και αυτεπαγγέλτως. Αν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος, η άσκηση της πειθαρχικής δίωξης είναι υποχρεωτική.

5. Πειθαρχικές ποινές είναι οι εξής:
α) Έγγραφη επίπληξη.
β) Πρόστιμο από δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ.
γ) Προσωρινή στέρηση του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος μέχρι ένα (1) έτος.
δ) Επιβολή προστίμου και προσωρινή στέρηση του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος.
ε) Οριστική στέρηση του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος αν υποπίπτει στα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στην περίπτωση β΄ του άρθρου 198.

6. Το πειθαρχικό συμβούλιο, για τη λήψη της απόφασής του, μπορεί να καλεί προς εξέταση μάρτυρες, να ζητεί την κατάθεση εγγράφων, να παραγγέλλει τη διεξα γωγή πραγματογνωμοσύνης ή αυτοψίας και να ζητεί τη συνδρομή κάθε δημόσιας αρχής. Ο εγκαλούμενος καλείται να απολογηθεί μέσα σε εύλογο χρόνο και έχει το δι καίωμα να υποβάλει την απολογία του προφορικώς ή εγγράφως και να παρίσταται ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου με δικηγόρο ή να εκπροσωπείται από δικηγόρο διορισμένο με απλή έγγραφη εξουσιοδότηση. Αν ο εγκαλούμενος είναι άγνωστης διαμονής, το πειθαρχικό συμβούλιο αναρτά την κλήση προς απολογία στο χώρο των ανακοινώσεων του επιμελητηρίου για ένα (1) μήνα και στη συνέχεια αποφαίνεται ερήμην αυτού. Στο ίδιο σημείο και για το ίδιο χρονικό διάστημα αναρτά την από φασή του ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο.

7. Οι αποφάσεις του πειθαρχικού συμβουλίου διαβιβάζονται στο επιμελητήριο και κοινοποιούνται τόσο στον εγκαλούμενο, μέσω του οικείου επιμελητηρίου, όσο και στο Γ.Ε.ΜΗ. και στα άλλα επιμελητήρια της Χώρας.

1. Οι εν ενεργεία μεσίτες, οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στα οικεία επιμελητήρια έως τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, διατηρούν την ιδιότητά τους ως Μεσίτες Αστικών Συμβάσεων και έχουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, με εξαίρεση τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 198.

2. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργείται:
α) το π.δ. 248/1993 (Α΄ 108), με εξαίρεση την παρ. 1 του άρθρου 2 αυτού, η οποία παραμένει σε ισχύ έως την έναρξη της πλήρους λειτουργίας του Γ.Ε.ΜΗ.,
β) κάθε άλλη διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος Μέρους.

3. Κατά την πρώτη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 197 έως 204 του νόμου αυτού, οι αποφάσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 203 εκδίδονται μέσα σε τρεις (3) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

1. Η ευθύνη της συλλογής πρωτογενών βιολογικών, τεχνικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικοοικονομικών δεδομένων που αφορούν στον τομέα της αλιείας στο πλαίσιο πολυετούς εθνικού προγράμματος και των προπαρασκευαστικών ενεργειών σύνταξης και υποβολής προτάσεων σε όλα τα στάδια του Εθνικού Προγράμματος Συλλογής Αλιευτικών Δεδομένων, καθώς και της δημιουργίας, τήρησης, ασφαλούς αποθήκευσης σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων, όπως καθορίζεται και περιγράφεται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 199/2008 του Συμ βουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 2008 «σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικού πλαισίου για τη συλλογή, διαχείριση και χρήση δεδομένων στον τομέα της αλιείας και τη στήριξη όσον αφορά τις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις για την κοινή αλιευτική πολιτική», ανήκει στο Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας (ΙΝΑΛΕ) του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού – ΔΗΜΗΤΡΑ.

2. Για την εκτέλεση του προγράμματος, το Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού – ΔΗΜΗΤΡΑ υποχρεούται να συμπράττει και με το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ).

3. Από τον ετήσιο προϋπολογισμό του το Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας αναλαμβάνει να προκαταβάλει στην αρχή κάθε έτους τις προ βλεπόμενες από το πρόγραμμα συνολικές δαπάνες με ειδική για το σκοπό αυτόν επιχορήγηση προς τον ειδικό λογαριασμό του Ινστιτούτου Αλιευτικής Έρευνας (ΙΝΑΛΕ) του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού – ΔΗΜΗΤΡΑ, ο οποίος διαβιβάζει προς το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) το μέρος της επιχορήγησης που του αναλογεί βάσει του ετήσιου προσυμφωνηθέντος προγραμματισμού εργασιών που υποβλήθηκε στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της Χώρας στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ύστερα από εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Αλιείας και έγκριση του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.

4. Το Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας (ΙΝΑΛΕ) του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού – ΔΗΜΗΤΡΑ και το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) υποχρε ούνται να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να εξασφαλιστεί η κοινοτική χρηματοδοτική συνδρομή για το πρόγραμμα και να υποβληθούν αιτήματα επιστροφής στο Ελληνικό Δημόσιο για τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για την υλοποίηση των εθνικών προγραμμάτων, σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίστηκαν με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 861/2006 του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2006 «για τη θέσπιση κοινοτικών χρηματοδοτικών μέτρων για την εφαρμογή της κοινής αλιευτικής πολιτικής, καθώς και στον τομέα του Δικαίου της Θάλασσας» (E EL 160 της 14.6.2006) όσον αφορά τις δαπάνες, στις οποίες υποβάλλονται τα κράτη μέλη για τη συλλογή και διαχείριση των βασικών δεδομένων αλιείας.

5. Το Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας διατηρεί την κυριότητα και ευθύνη διάθεσης του συνόλου των πρωτογενών και επεξεργασμένων, λε πτομερών και συγκεντρωτικών δεδομένων του Εθνικού Προγράμματος Συλλογής Αλιευτικών Δεδομένων.

6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και Αγροτικής Α νάπτυξης και Τροφίμων καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος.

1. Συνιστάται Ειδική Αποκεντρωμένη Υπηρεσία «Σταθμός Ελέγχου Αλιευτικών Προϊόντων», η οποία υπάγεται στη Γενική Διεύθυνση Αλιείας της Γενικής Γραμματείας Ναυτιλίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικό τητας και Ναυτιλίας και λειτουργεί στον Αερολιμένα Αθηνών, με σκοπό τη διενέργεια ελέγχων και επιθεωρήσεων επί των εισαγόμενων αλιευτικών προϊόντων από τρίτες χώρες, στο πλαίσιο εφαρμογής της αλιευτικής νομοθεσίας.

2. Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας μπορεί να συνιστώνται και άλλες Ειδικές Αποκεντρωμένες Υπηρεσίες «Σταθμοί Ελέγχου Αλιευτικών Προϊόντων» οι οποίες λειτουργούν σε άλλα σημεία εισόδου αλιευτικών προϊόντων από τρίτες χώρες.

3. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Ανάπτυξης, Α νταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας καθορίζεται η οργάνωση, η διάρθρωση και η στελέχωση των πιο πάνω Υπηρεσιών, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

4. Οι ιχθυολόγοι ΠΕ και ΤΕ των διαφόρων κλάδων (για τη Γενική Διεύθυνση Αλιείας οι κλάδοι Ιχθυολόγων ΠΕ4 και Τεχνολόγων Ιχθυοκομίας Αλιείας ΤΕ5 και για τους άλλους φορείς οι αντίστοιχοι κλάδοι, όπως αυτοί αναφέρονται στους οικείους οργανισμούς τους), καθώς και το προσωπικό άλλων ειδικοτήτων που υπηρετούν στις Διευθύνσεις της Γενικής Διεύθυνσης Αλιείας και στις Ειδικές Αποκεντρωμένες Υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Ναυτιλίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, στις Υπηρεσίες Αλιείας των Περιφερειακών Ενοτήτων και της Περιφερειακής Διοίκησης, στις Υπηρεσίες Αλιείας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και της Αυτοδιοίκησης και ασχολούνται με ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων του τομέα αλιείας και της εμπορίας προϊόντων του τομέα αλιείας και της εισαγωγής αυτών, με την τεχνητή παραγωγή υδρόβιων οργανισμών γόνου, καθώς και με την υλοποίηση προγραμμάτων, σε εφαρμογή της αλιευτικής νομοθεσίας, υποχρεούνται να παρέχουν τις υπηρεσίες τους και εκτός του κανονικού ωραρίου κατά τις εργάσιμες ημέρες, καθώς επίσης και κατά τις εξαιρέσιμες, τις αργίες και Κυριακές, εφόσον τούτο επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες.

1. Η παρ. 3 του άρθρου δέκατου ένατου του ν. 2932/2001 (Α΄ 145), όπως έχει προστεθεί με την παρ. 2 του άρθρου 35 του ν. 3153/2003 (Α΄ 153), αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Για τη σύνταξη της θετικής γνωμοδότησης ή της αρνητικής απόφασης Προκαταρκτικού Προσδιορισμού Περιβαλλοντικών Απαιτήσεων, όλων των λιμενικών έρ γων που προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 2α περίπτωση στστ΄ του ν. 4014/2011, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Λιμένων. Εάν δεν επιλέγεται από τον υπόχρεο φορέα η διαδικασία της γνωμοδότησης με την υποβολή φακέλου ΠΠΠΑ, για την έκδοση Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων όλων των λιμενικών έργων, που προβλέπεται από τα άρθρα 3 παρ. 2β και 4 παρ. 3ζ του ν. 4014/2011, απαιτείται σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Σχεδιασμού και Ανάπτυ ξης Λιμένων, επί της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Η σύμφωνη αυτή γνώμη υποκαθιστά τις γνωμοδοτήσεις των συναρμόδιων υπηρεσιών που προβλέπονται στο άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 2971/2001 και στο άρθρο 3 παρ. 2α περίπτωση δδ΄ κατά τη διαδικασία του Προκαταρκτικού Προσδιορισμού Περιβαλλοντικών Απαιτήσεων. Οι προθεσμίες που προβλέπονται από τα άρθρα 3 και 4 του ν. 4014/2011 είναι, όσον αφορά στην παροχή σύμφωνης γνώμης από την ΕΣΑΛ, ενδεικτικές.»

2. Στο άρθρο 19 του ν. 2932/2001 (Α΄145), όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 35 και 44 του ν. 3153/2003 (Α΄153), προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Λιμένων, με εξαίρεση τις αποφάσεις της παραγράφου 3, δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»

3. Οι κανονιστικές αποφάσεις της Επιτροπής Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Λιμένων του άρθρου δέκατου ένατου του ν. 2932/2001, που δεν έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, κυρώνονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι αποφάσεις αυτές τροποποιούνται με απόφαση της Επιτροπής Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Λιμένων που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

4. Στην παρ. 9 του άρθρου εικοστού πρώτου του ν. 2932/2001 προστίθεται περίπτωση γ΄ ως εξής:
«γ) Επισκευές – επεμβάσεις τοπικού χαρακτήρα και εργασίες συντήρησης στις περιοχές αρμοδιότητας των ΑΕ εκτελούνται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, μετά από εισήγηση της Διεύθυνσης Έργων, η οποία κοινοποιείται προς γνώση στη Διεύθυνση Λιμενικών Υποδομών της Γενικής Γραμματείας Λιμένων και Λιμενικής Πολιτικής, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα) αποσκοπούν στη συντήρηση υπάρχοντος εξοπλισμού ή στην αποκατάσταση φθορών, ζημιών ή βλαβών που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των εργαζομένων και των χρηστών και προκαλούνται από συνήθη χρήση κατά την εκτέλεση θεμελιωδών δραστηριοτήτων του λιμένα ή της λιμενικής εγκατάστασης (φόρτο-εκφόρτωση και κυκλοφορία βαρέων οχημάτων, από-επιβίβαση συναλλασσόμενων, συνήθη καιρικά φαινόμενα κ.λπ.) ή και από έκτακτες καταστάσεις (θεομηνίες, πρόσκρουση πλοίων κ.λπ.), όπως ιδίως υποσκαφές (σπηλαιώσεις), πά σης φύσεως φθορές ή ζημιές σε κρηπιδώματα και προβλήτες, καθιζήσεις ανωδομών, εξοπλισμός που χρήζει αντικατάστασης, τοπικές αστοχίες θωράκισης προστα σίας εξωτερικών λιμενικών έργων (βραχισμός),
ββ) δεν τροποποιούν με οποιονδήποτε τρόπο τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των λιμένων ή των λιμενικών εγκαταστάσεων,
γγ) ο προϋπολογισμός δαπάνης δημοπράτησής τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 100.000,00 ευρώ πλέον δαπάνης Φ.Π.Α. και
δδ) συνδέονται άρρηκτα με την ομαλή και ασφαλή λειτουργία του λιμένα ή της λιμενικής εγκατάστασης. Για την έναρξη εκτέλεσης των επισκευών – επεμβάσεων της παραγράφου αυτής απαιτείται αστυνομικής φύσεως άδεια της αρμόδιας λιμενικής αρχής.»

Μετά την παρ. 3 του άρθρου δευτέρου του ν. 2688/1999 (Α΄ 40) προστίθεται παράγραφος 3α ως εξής:
«3α. Επισκευές – επεμβάσεις τοπικού χαρακτήρα και εργασίες συντήρησης στην περιοχή αρμοδιότητας του Ο.Λ.Π. Α.Ε. εκτελούνται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Λ.Π. Α.Ε., μετά από εισήγηση της Διεύθυνσης Έργων, η οποία κοινοποιείται προς γνώση στη Διεύθυνση Λιμενικών Υποδομών της Γενικής Γραμματείας Λιμένων και Λιμενικής Πολιτικής, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) αποσκοπούν στη συντήρηση υπάρχοντος εξοπλισμού ή στην αποκατάσταση φθορών, ζημιών ή βλαβών που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των εργαζομένων και των χρηστών και προκαλούνται από συνήθη χρήση κατά την εκτέλεση θεμελιωδών δραστηριοτήτων του λιμένα ή της λιμενικής εγκατάστασης (φορτο-εκφόρτωση και κυκλοφορία βαρέων οχημάτων, απο-επιβίβαση συναλλασσόμενων, συνήθη καιρικά φαινόμενα κ.λπ.) ή και από έκτακτες καταστάσεις (θεομηνίες, πρόσκρουση πλοίων κ.λπ.), όπως ιδίως υποσκαφές (σπηλαιώσεις), πάσης φύσεως φθορές ή ζημιές σε κρηπιδώματα και προβλήτες, καθιζήσεις ανωδομών, εξοπλισμός που χρήζει αντικατάστασης, τοπικές αστοχίες θωράκισης προστασίας εξωτερικών λιμενικών έργων (βραχισμός),
β) δεν τροποποιούν με οποιονδήποτε τρόπο τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των λιμένων ή των λιμενικών εγκαταστάσεων,
γ) ο προϋπολογισμός δαπάνης δημοπράτησής τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 100.000,00 ευρώ πλέον δαπάνης Φ.Π.Α. και δ) συνδέονται άρρηκτα με την ομαλή και ασφαλή λειτουργία του λιμένα ή της λιμενικής εγκατάστασης.
Για την έναρξη εκτέλεσης των επισκευών – επεμβάσεων της παραγράφου αυτής απαιτείται αστυνομικής φύσεως άδεια της αρμόδιας λιμενικής αρχής.»

Μετά την παρ. 3 του άρθρου έβδομου του ν. 2688/1999, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 32 του ν. 3153/2003 (Α΄ 153), προστίθεται παράγραφος 3α ως εξής: «3α. Επισκευές – επεμβάσεις τοπικού χαρακτήρα και εργασίες συντήρησης στην περιοχή αρμοδιότητας του Ο.Λ.Θ. Α.Ε. εκτελούνται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Λ.Θ. Α.Ε. μετά από εισήγηση της Διεύθυνσης Έργων, η οποία κοινοποιείται προς γνώση στη Διεύθυνση Λιμενικών Υποδομών της Γενικής Γραμματείας Λιμένων και Λιμενικής Πολιτικής, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) αποσκοπούν στη συντήρηση υπάρχοντος εξοπλισμού ή στην αποκατάσταση φθορών, ζημιών ή βλαβών που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των εργαζομένων και των χρηστών και προκαλούνται από συνήθη χρήση κατά την εκτέλεση θεμελιωδών δραστηριοτήτων του λιμένα ή της λιμενικής εγκατάστασης (φορτο-εκφόρτωση και κυκλοφορία βαρέων οχημάτων, απο-επιβίβαση συναλλασσόμενων, συνήθη καιρικά φαινόμενα κ.λπ.) ή και από έκτακτες καταστάσεις (θεομηνίες, πρόσκρουση πλοίων κ.λπ.), όπως ιδίως υποσκαφές (σπηλαιώσεις), πάσης φύσεως φθορές ή ζημιές σε κρηπιδώματα και προ βλήτες, καθιζήσεις ανωδομών, εξοπλισμός που χρήζει αντικατάστασης, τοπικές αστοχίες θωράκισης προστασίας εξωτερικών λιμενικών έργων (βραχισμός), β) δεν τροποποιούν με οποιονδήποτε τρόπο τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των λιμένων ή των λιμενικών εγκαταστάσεων, γ) ο προϋπολογισμός δαπάνης δημοπράτησής τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 100.000,00 ευρώ πλέον δαπάνης Φ.Π.Α. και δ) συνδέονται άρρηκτα με την ομαλή και ασφαλή λειτουργία του λιμένα ή της λιμενικής εγκατάστασης. Για την έναρξη εκτέλεσης των επισκευών – επεμβάσεων της παραγράφου αυτής απαιτείται αστυνομικής φύσεως άδεια της αρμόδιας λιμενικής αρχής.»

Στο άρθρο 18 του ν. 2971/2001 (Α΄ 285) προστίθενται παράγραφοι 4 και 5 ως εξής:
«4. Επισκευές – επεμβάσεις τοπικού χαρακτήρα και εργασίες συντήρησης σε υφιστάμενους λιμένες και λιμενικές εγκαταστάσεις εκτελούνται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, κατόπιν απόφασης του Γενικού Γραμματέα Λιμένων και Λιμενικής Πολιτικής του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, μετά από υποβολή σχετικού αιτήματος του φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης του λιμένα ή της λιμενικής εγκατάστασης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) αποσκοπούν στη συντήρηση υπάρχοντος εξοπλισμού ή στην αποκατάσταση φθορών, ζημιών ή βλαβών που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των εργαζομένων και των χρηστών και προκαλούνται από συνήθη χρήση κατά την εκτέλεση θεμελιωδών δραστηριοτήτων του λιμένα ή της λιμενικής εγκατάστασης (φορτο-εκφόρτωση και κυκλοφορία βαρέων οχημάτων, απο-επιβίβαση συναλλασσόμενων, συνήθη καιρικά φαινόμενα κ.λπ.) ή και από έκτακτες καταστάσεις (θεομηνίες, πρόσκρουση πλοίων κ.λπ.), όπως ιδίως υποσκαφές (σπηλαιώσεις), πάσης φύσεως φθορές ή ζημιές σε κρηπιδώματα και προ βλήτες, καθιζήσεις ανωδομών, εξοπλισμός που χρήζει αντικατάστασης, τοπικές αστοχίες θωράκισης προστασίας εξωτερικών λιμενικών έργων (βραχισμός),
β) δεν τροποποιούν με οποιονδήποτε τρόπο τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των λιμένων ή των λιμενικών εγκαταστάσεων,
γ) ο προϋπολογισμός δαπάνης δημοπράτησής τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 100.000,00 ευρώ πλέον δαπάνης Φ.Π.Α. και
δ) συνδέονται άρρηκτα με την ομαλή και ασφαλή λειτουργία του λιμένα ή της λιμενικής εγκατάστασης.
Για την έναρξη εκτέλεσης των επισκευών – επεμβάσεων της παραγράφου αυτής απαιτείται η προβλεπόμενη από την παράγραφο 3 αστυνομικής φύσεως άδεια της αρμόδιας λιμενικής αρχής.
5. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Λιμένων και Λιμενικής Πολιτικής του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, υλοποιούνται επίσης σε υφιστάμενους λιμένες ή λιμενικές εγκαταστάσεις οι κάτωθι επεμβάσεις / αναβαθμίσεις τοπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις:
α) Εξοπλισμός και εργασίες που αποσκοπούν στη δημιουργία υποτυπωδών, μικρής έκτασης εγκαταστάσεων για την εξυπηρέτηση των διακινούμενων επιβατών και εργαζομένων, όπως ψύκτες νερού, σκιάδια, χημικές του αλέτες, A.T.M. Τραπεζών, μηχανήματα αυτόματης έκδοσης εισιτηρίων, εξοπλισμός και σήμανση για τη διακίνηση πεζών και οχημάτων κ.λπ..
β) Η εγκατάσταση συστημάτων ασφαλείας με στόχο τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του Διεθνούς Κώδικα περί Ασφάλειας Πλοίων και Λιμενικών Εγκαταστάσεων ISPS (International Ship and Port Facility Security), του ν. 3622/2007 (Α΄284), της Συνθήκης Schengen, του Κανονισμού (ΕΚ) 725/2004, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2005/65 για τη βελτίωση της ασφάλειας των πλοίων, των λιμενικών εγκαταστάσεων και των λιμένων από σκόπιμες παράνομες ενέργειες και των μελετών Σχεδίου Ασφάλειας Λιμενικής Εγκατάστασης (Σ.Α.Λ.Ε.) που έχουν εκπονηθεί με βάση τη μελέτη Αξιολόγησης Λιμενικών Εγκαταστάσεων (Α.Λ.Ε.), όπως κινητές περιφράξεις, εγκατάσταση φυλακίων ελέγχου, τοποθέτηση καμερών παρακολούθησης επί στύλων, προστατευτικές μπάρες και άλλες ήσσονος σημασίας παρεμβάσεις, με τις οποίες δεν τροποποιούνται ή αλλοιώνονται τα υφιστάμενα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των λιμένων ή των λιμενικών εγκαταστάσεων και δεν παρακωλύεται η λειτουργία τους.
Για την έναρξη εκτέλεσης των εργασιών της παραγράφου αυτής απαιτείται η προβλεπόμενη από την παράγραφο 3 αστυνομικής φύσεως άδεια της αρμόδιας λιμενικής αρχής.»

1. Η τοποθέτηση, από φορείς διοίκησης λιμένων ή από φορείς στους οποίους παραχωρείται ή εκμισθώνεται χώρος του αιγιαλού ή της παραλίας ή της ζώνης λιμένα, προστατευτικών διχτύων (πλωτών φραγμάτων), κατά τις διατάξεις του π.δ. 23/2000 (Α΄ 18) για την προστασία των ακτών και των λουομένων από θαλάσσια ρύπανση (συστήματα περισυλλογής και συγκράτησης απορριμμάτων σε υδάτινο περιβάλλον) σε θαλάσσιες λουτρικές εγκαταστάσεις, που βρίσκονται εκτός περιοχών NATURA 2000, επιτρέπεται για εποχική χρήση με άδεια της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής, χωρίς πάκτωση στον πυθμένα. Ο χώρος τοποθέτησης των προστατευτικών διχτύων γνωστοποιείται από τη Λιμενική Αρχή στην Υδρογραφική Υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού για την έκδοση αναγγελίας προς τους ναυτιλλομένους.

2. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, τα όργανα και η διαδικασία ελέγχου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για τη χορήγηση της άδειας της προηγούμενης παραγράφου.

Η περίπτωση ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 13 του β.δ. 14/1939 (Α΄24), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 4 του ν.δ. 158/1969 (Α΄ 63), αντικαθίσταται ως εξής:
«ε) Εκτέλεση έργου ή προμήθειας ή εν γένει ανάληψη υποχρέωσης ολικού ποσού 500 ευρώ για έκαστη δαπάνη και μέχρι ετήσιας συνολικής δαπάνης 3.000 ευρώ.»

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 27 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Από 1.4.2012 η εποπτεία του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.), του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης Ναυτικών (Κ.Ε.Α.Ν.), του Κεφαλαίου Ανεργίας – Α σθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), του Ταμείου Προνοίας Αξιωματικών Εμπορικού Ναυτικού (Τ.Π.Α.Ε.Ν.), του Ταμείου Προνοίας Κατωτέρων Πληρωμάτων Εμπορικού Ναυτικού (Τ.Π.Κ.Π.Ε.Ν.), της Εστίας Ναυτικών (Ε.Ν.), του Ειδικού Λογαριασμού Οικογενειακών Επιδομάτων (Ε.Λ.Ο.Ε.Ν.), του Κεφαλαίου Δυτών (Κ.Δ.) και του Ταμεί ου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Ιδρυμάτων Εμπορικού Ναυτικού (ΤΕΑΠΙΕΝ), ασκείται από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Η αρμοδιότητα και η, μετά την εκκαθάριση των ναυτολογίων, διαχείριση των ειδικών λογαριασμών «Κεφάλαιο Ναυτικής Εκπαίδευσης» (Κ.Ν.Ε.) και «Κεφάλαιο Πλοηγικής Υπηρεσίας» (Κ.Π.Υ.) ασκείται από 1.4.2012 από τις αντίστοιχες αρμόδιες Διευθύνσεις του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται κάθε άλλο θέμα σχετικό με τη διαχείριση των ως άνω ειδικών λογαριασμών «Κεφάλαιο Ναυτικής Εκπαίδευσης» (ΚΝΕ) και «Κεφάλαιο Πλοηγικής Υπηρεσίας» (Κ.Π.Υ.).»

2. Η παράγραφος β΄ του άρθρου 3α του κ.ν. 792/1978, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1085/1980, αντικαθίσταται ως ακολούθως: «β) Από τη συνολική «πραγματική ναυτική υπηρεσία» επί πλοίων καθαράς χωρητικότητας άνω των 10 κόρων, τουλάχιστον πενταετής «πραγματική ναυτική υπηρεσία» να έχει πραγματοποιηθεί σε χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο του τριπλασίου αυτής.»

3. Οι Πίνακες I και II που περιέχονται στο Παράρτημα Α του άρθρου 32 του ν. 2166/1993 (Α΄ 137) και αφορούν το ύψος της εφάπαξ παροχής που χορηγείται από τα ΤΠΑΕΝ και ΤΠΚΠΕΝ αντίστοιχα, στους ασφαλισμένους τους, αντικαθίσταται με τους Πίνακες που περιέχονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X του παρόντος νόμου και αποτελούν τους βασικούς πίνακες επί των οποίων υπολογίζονται όλες οι προσαυξήσεις της εφάπαξ παροχής που έχουν χορηγηθεί ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ή που θα χορηγηθούν στο μέλλον.

Το άρθρο 205 του ν. 3816/1958 (Α΄ 32), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 15 του ν. 1711/1987, αντικαθίσταται ως ακολούθως: «Άρθρο 205 Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις:
α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοΐαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.),
β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως,
γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως,
δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμεναι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία.
Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης.»

Στην παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 (Α΄152),όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 5β του άρθρου 38 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226), προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:
«Από την υποχρέωση καταβολής ειδικής εισφοράς εξαιρούνται, επίσης, οι μακροχρόνια άνεργοι ναυτικοί που είναι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους προσφερομένων προς ναυτολόγηση του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας (Γ.Ε.Ν.Ε.), στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι σχετικοί κατάλογοι των Λιμενικών Αρχών που λειτουργούν ως παραρτήματά του, καθώς και όσοι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας από τον εν λόγω Φορέα, εφόσον κατά το χρόνο βεβαίωσης δεν έχουν πραγματικά εισοδήματα.»

Στο τέλος της περίπτωσης η΄ της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3130/2003 (Α΄ 76) προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Τα παραπάνω ισχύουν και για τον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής.»

Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 53 του ν. 2935/2001 (Α΄162) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Τα έξοδα υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής του προσωπικού του προηγούμενου εδαφίου, το οποίο αποκαθίσταται, καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκ δίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος αυτού, στο ως άνω προσω πικό εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του π.δ.15/2007 (Α΄ 11), όπως ισχύει κάθε φορά.» 

Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργείται η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΠΟΣΕΙΔΩΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ Α.Ε.» με έδρα τον Πειραιά, που εποπτεύεται από το Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 7 του ν. 3490/2006 (Α΄ 206) που προ βλέπουν τη σύσταση, τις αρμοδιότητες, τα όργανα και λοιπά θέματα που διέπουν την εν γένει λειτουργία της. Το Ελληνικό Δημόσιο υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της καταργούμενης εταιρείας.

Η παρ. 4 του άρθρου 83 του κ.ν. 792/1978 (Α΄ 220), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 39 του ν.2008/1992 (Α΄ 16), αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Το αντίτιμο των διατιμημένων εντύπων, που ορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Δ.Σ., η οποία εγκρίνεται από τον εποπτεύοντα Υπουργό. Επί του ανωτέρω αντιτίμου των διατιμημένων εντύπων των πάσης κατηγορίας πλοίων επιβάλλεται επιπλέον εισφορά δέκα τοις εκατό (10%), της οποίας ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) α ποδίδεται υπέρ του Ινστιτούτου Ιστορίας Εμπορικής Ναυτιλίας, το οποίο εδρεύει στον Πειραιά και συστάθηκε με το άρθρο 32 του ν. 2638/1998, και ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) αποδίδεται στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας.»

1. Το άρθρο όγδοο του ν. 2932/2001 (Α΄ 145), όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 5 αυτού με το άρθρο έκτο του ν. 3482/2006 (Α΄ 163) και τη συμπλήρωσή της με το άρθρο 27 του ν. 3511/2006 (Α΄ 258), και την κατάργηση της παραγράφου 8, που είχε προστεθεί με το άρθρο 28 του ν. 3153/2003 (Α΄ 153), με την παράγραφο 3 του άρθρου 19 του ν. 3409/2005 (Α΄ 273), αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο όγδοο
Συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας
1. Αν δεν υποβληθούν δηλώσεις για δρομολόγηση πλοίου σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου τέταρτου, όπως ισχύει κάθε φορά ή οι δηλώσεις που έχουν υποβληθεί δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών ή δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της συνέχειας και τακτικότητας του δικτύου ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, της πλήρους εξυπηρέτησης του μεταφορικού έργου, της ποιότητας και της τιμολόγησης της παροχής υπηρεσιών στις προβλεπόμενες στο νόμο αυτόν περιπτώσεις, ο Υπουργός μπορεί να συνάπτει σύμβαση ή συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας διάρκειας τριών έως πέντε ετών για την αποκλειστι κή εξυπηρέτηση συγκεκριμένης γραμμής ή γραμμών.
2. Το Υπουργείο, το αργότερο μέχρι την 30ή Απριλίου κάθε έτους, με πρόσκληση που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αναρτάται στην οικεία ιστοσελίδα του Υπουργείου στο Διαδίκτυο και δημοσιεύεται σε περίληψη, που περιλαμβάνει τα ουσιώδη αυτής στοιχεία, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και σε μία τουλάχιστον ημερήσια εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας, καλεί τους πλοιοκτήτες, που οι ίδιοι και τα πλοία τους έχουν τις νόμιμες προϋποθέσεις, να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους, για τη δρομολόγηση πλοίου τους σε συγκεκριμένη γραμμή ή γραμμές, με σύναψη σχετικής σύμβασης.
3. Στην πρόσκληση αναφέρεται η προθεσμία για την εκδήλωση ενδιαφέροντος, η δρομολογιακή γραμμή ή γραμμές, η διαδικασία, το όργανο και τα κριτήρια επιλο γής των ενδιαφερομένων, τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά του πλοίου ή των πλοίων, τυχόν υποχρεώσεις για παροχή συμπληρωματικών υπηρεσιών μεταφοράς, ο χρόνος διάρκειας της σύμβασης, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις, οι όροι που εξασφαλίζουν τη διενέργεια τακτικών δρομολογίων και την ασφάλεια μεταφοράς, οι περιπτώσεις μεταβολής των όρων της σύμβασης, η εγγυητική επιστολή, οι λόγοι μερικής ή ολικής κατάπτωσης αυτής, η σταδιακή κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της σύμβασης απόδοσή της στον εγγυητή, οι κυρώσεις για τις παραβάσεις των υποχρεώσεων του πλοιοκτήτη και τα αφορώντα το ναύλο.
4. Οι όροι της πρόσκλησης για τη σύναψη σύμβασης ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, αποτελούν και όρους της σύμβασης, η οποία υπογράφεται μεταξύ του Υπουργού και του πλοιοκτήτη, καθορίζουν τον τρόπο σύναψης αυτής, καθώς και το ειδικό νομικό πλαίσιο υλοποίησής της και ρυθμίζουν κάθε άλλη λεπτομέρεια που αφορά στην παροχή των υπηρεσιών αυτών.
5. Σε περίπτωση κατά την οποία παρότι τηρήθηκε η διαδικασία των προηγούμενων παραγράφων, δεν έχουν υποβληθεί προτάσεις ή οι προτάσεις που υποβλήθηκαν δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της πρόσκλησης της παραγράφου 3 και δεν έχουν υποβληθεί δηλώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου τέταρτου, που να ικανοποιούν τις ανάγκες της δρομολογιακής γραμμής ή γραμμών στις οποίες αφορά η πρόσκληση, προκηρύσσεται, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών (Σ.Α.Σ.), μειοδοτικός διαγωνισμός για τη σύναψη σύμβασης ή συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας διάρκειας έως δώδεκα (12) έτη, έναντι μισθώματος.
6. Με την προκήρυξη του διαγωνισμού καλούνται να υποβάλουν προσφορά οι πλοιοκτήτες εκείνοι, που οι ίδιοι και τα πλοία τους έχουν τις προϋποθέσεις οι οποίες ορίζονται στο άρθρο τρίτο. Η προκήρυξη περιλαμβάνει, εκτός από τα στοιχεία της παραγράφου 3, όλα τα ουσιώδη στοιχεία που ορίζουν οι κείμενες διατάξεις για τις προσφορές στους δημόσιους διαγωνισμούς και δημοσιεύεται όπως ορίζεται στην παράγραφο 2. Σε περίπτωση σύναψης σύμβασης ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας δωδεκαετούς διάρκειας, η ηλικία του πλοίου κατά τη λήξη της δωδεκαετίας δεν μπορεί να υπερβαίνει το εικοστό (20) έτος.
7. Οι όροι της προκήρυξης του διαγωνισμού για τη σύναψη σύμβασης ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, η οποία υπογράφεται μεταξύ του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγω νιστικότητας και Ναυτιλίας και του πλοιοκτήτη, αποτελούν όρους της σύμβασης, καθορίζουν τον τρόπο σύναψης αυτής, καθώς και το ειδικό νομικό πλαίσιο υλοποίησής της και ρυθμίζουν κάθε άλλη λεπτομέρεια που αφορά στην παροχή των υπηρεσιών αυτών.
8. Στον πλοιοκτήτη στον οποίο έγινε η κατακύρωση του διαγωνισμού, αποστέλλεται σχετική ανακοίνωση. Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 εδάφιο α΄ του ν. 3886/2010 (Α΄ 173) η σύμβαση θεωρείται συναφθείσα με την ανακοίνωση της κατακύρωσης, περαιτέρω, όμως, τελεί υπό την αίρεση της θετικής περάτωσης του προβλεπόμενου στην παράγραφο 7 του άρθρου 19 του π.δ. 774/1980 (Α΄ 189) προ συμβατικού ελέγχου νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο και την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας υποβολής αίτησης ανάκλησης ή την έκδοση απόφασης επί της αίτησης ανάκλησης. Ο πλοιοκτήτης στον οποίο κατακυρώθηκε το α ποτέλεσμα του διαγωνισμού είναι υποχρεωμένος να προσέλθει για την υπογραφή της σύμβασης μέσα στο χρόνο που ορίζεται στην ανακοίνωση της κατακύρωσης ή σε ξεχωριστό έγγραφο που αποστέλλεται σε αυτόν, με την προϋπόθεση της κατάθεσης της σχετικής εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης. Το έγγραφο της σύμβασης έχει αποδεικτικό μόνο χαρακτήρα. Αν τα δικαιολογητικά ή ορισμένα από αυτά, τα οποία είχαν υποβληθεί για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό έχουν λήξει κατά το χρόνο της κατακύρωσης, ο πλοιοκτήτης, ύστερα από σχετική πρόσκληση της αρμόδιας υπηρεσίας, υποχρεούται να προσκομίσει πριν από την κατακύρωση νέα δικαιολογητικά, τα οποία να είναι σε ισχύ κατά το χρόνο της κατακύρωσης.
9. Για το χρονικό διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας του διαγωνισμού (αρχικού ή και επαναληπτικών) και την υπογραφή του εγγράφου της σχετικής σύμ βασης, ο Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ή εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο μπορεί, για την εξυπηρέτηση των συγκοινωνιακών αναγκών, να αναθέτει απευθείας με την υπογραφή σύμβασης ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, χωρίς την τήρηση διαγωνιστικής διαδικασίας και κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, τη διενέργεια δρομολογίων σε πλοιοκτήτη πλοίου που πληροί τις προβλεπόμενες από τον νόμο προϋποθέσεις, έναντι μισθώματος. Στην περίπτωση αυ τή, ο έλεγχος νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο ενεργείται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου έκτου του ν. 3755/2009 (Α΄ 52). Αν ο έλεγχος αποβεί αρνητικός και η σύμβαση θεωρηθεί μη συναφθείσα, καταβάλλεται στον ανάδοχο το μίσθωμα που αντιστοιχεί στα δρομολόγια που είχε ήδη εκτελέσει κατά το χρονικό διάστημα μέχρι τη γνωστοποίηση στο Υπουργείο της πράξης του Κλιμακίου ή της απόφασης του Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά περίπτωση, ως εάν η σύμβαση είχε συναφθεί μέχρι τότε εγκύρως, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις.
10. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών, οι συμβά σεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας που συνάπτονται μετά από διενέργεια μειοδοτικού διαγωνισμού, μπορεί να παρατείνονται, πριν από τη λήξη τους, με τους ίδιους όρους είτε εφάπαξ είτε αλλεπάλληλα, για χρονικό διάστημα μέχρι και τέσσερις (4) μήνες συνολικά.
11. Σε περίπτωση μη εκτέλεσης των δρομολογίων λόγω αθέτησης της υποχρέωσης του πλοιοκτήτη ή αδυναμίας εκτέλεσης αυτών για οποιονδήποτε λόγο, στο πλαίσιο είτε τακτικής (εμπρόθεσμης ή εκπρόθεσμης) δρομολόγησης είτε με οποιασδήποτε μορφής σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, αν κρίνεται απολύτως αναγκαίο, για λόγους κοινωνικής, οικονομικής και εδαφικής συνοχής ή κάλυψης επειγουσών συγκοινωνιακών αναγκών, ο Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας μπορεί, ακόμα και πριν από την κήρυξη του πλοιοκτήτη εκπτώτου, να αναθέτει απευθείας με την υπογραφή σύμβασης ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, χωρίς την τήρηση διαγωνιστικής διαδικασίας και κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, τη διενέργεια των δρομολογίων σε πλοιοκτήτη άλλου πλοίου, που πληροί τις προβλεπόμενες από το νόμο προϋποθέσεις, έναντι μισθώματος. Η διάρκεια της σύμβασης σε αυτή την περί πτωση ορίζεται το αργότερο μέχρι την έναρξη της εκτέλεσης δρομολογίων με τακτική (εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη) δρομολόγηση, διαφορετικά μέχρι τη σύναψη σύμβασης αποκλειστικής εξυπηρέτησης της δρομολογιακής γραμμής και σε περίπτωση που δε συναφθεί τέτοια σύμβαση μέχρι την προκήρυξη μειοδοτικού διαγωνισμού, οπότε έχει εφαρμογή η διάταξη της παραγράφου 9. Το καταβλητέο μίσθωμα είναι αυτό της αρχικής σύμβασης που συνήφθη κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού, ενώ στις άλλες περιπτώσεις ορίζεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Σ.Α.Σ.. Οι διατάξεις του δευτέρου και τρίτου εδαφίου της παραγράφου 9, έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση αυτήν.
12. Το άρθρο έβδομο έχει εφαρμογή και στις γραμμές που εξυπηρετούνται με σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας.
13. Στις συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, οι διατάξεις του π.δ. 118/2007 (Α΄ 150), όπως ισχύει κάθε φορά, εφαρμόζονται συμπληρωματικά και μόνο για τα θέματα που δε ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, τους όρους της πρόσκλησης ή της προκήρυξης, κατά περίπτωση, και τους όρους της σύμβασης».
14. Οι διατάξεις του άρθρου όγδοου του ν. 2932/2001 (Α΄ 145), όπως αντικαθίστανται με το παρόν άρθρο, έχουν εφαρμογή επί συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, οι οποίες συνάπτονται είτε απευθείας είτε κατόπιν προσκλήσεων ή προκηρύξεων που εκδόθηκαν και δημοσιεύθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, με εξαίρεση τις διατάξεις των παραγράφων 11 και 12, οι οποίες έχουν εφαρμογή επί συμβάσεων που συνήφθησαν οποτεδήποτε. Συμβάσεις που συνήφθησαν είτε απευθείας είτε κατόπιν προσκλήσεων ή προκηρύξεων που εκδόθηκαν και δημοσιεύθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, διέπονται από τους όρους αυτών, τους όρους της πρόσκλησης ή της προκήρυξης, κατά περίπτωση, και τις διατάξεις του άρθρου όγδοου του ν. 2932/2001 (Α΄ 145), όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το παρόν άρθρο.

H προβλεπόμενη στο άρθρο 17 του ν. 3887/2010 (Α΄174) διετής παράταση του χρόνου για την εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης του αναδόχου προς αντικατάσταση του συμβατικού πλοίου με άλλο ανώτερης κα τηγορίας, καθώς και της χρονικής διάρκειας της σύμβασης, δύναται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και μετά από γνώμη του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών (Σ.Α.Σ.) να παραταθεί επί μία ακόμα τριετία από την επομένη της λήξης της διετίας και, πάντως, όχι πέραν της 31.12.2017, ύστερα από αίτηση του αναδόχου, που υποβάλλεται οπωσδήποτε πριν από τη λήξη της διετίας, και ταυτόχρονη ανανέωση της εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης, που προβλέπεται στη σύμβαση, για χρόνο ίσο προς τη διάρκεια της παράτασης. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και επί συμβάσεων που καταρτίσθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 17 του ν. 3887/2010 και μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου και δεν έχουν λυθεί έως τότε με οποιονδήποτε τρόπο.
Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία λαμβάνεται μετά από γνώμη του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών (Σ.Α.Σ), είναι δυνατή η τροποποίηση των όρων συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας του άρθρου 17 του ν. 3887/2010 «Οδικές εμπορευματικές μεταφορές» (Α' 174), όπως ισχύει, όταν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας ή άλλοι ιδιαιτέρως σοβαροί λόγοι που καθιστούν αντικειμενικώς αδύνατη την εμπρόθεσμη εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης προς αντικατάσταση του συμβατικού πλοίου με άλλο ανώτερης κατηγορίας. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και επί συμβάσεων που καταρτίσθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου και δεν έχουν λυθεί έως τότε με οποιονδήποτε τρόπο.

Τα άρθρα 1 έως 4 του ν. 3872/2010 (Α΄ 148) αντικαθίστανται ως εξής:
 «Άρθρο 1 Προϋποθέσεις
1. Το δικαίωμα εκτέλεσης πλόων που παρέχεται, σύμφωνα με το άρθρο 165 παρ. 3 περίπτωση β΄ του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν.δ. 187/1973 (Α΄261), σε πλοία με κοινοτική σημαία και σημαία χωρών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.), παρέχεται εφεξής και στα πλοία με σημαία τρίτων χωρών, με την προϋπόθεση ότι τα πλοία, τα οποία διενεργούν τους πλόες, έχουν μεταφορική ικανότητα μεγαλύτερη των 49 επιβατών και εκτελούν κυκλικό περιηγητικό ταξίδι, μεταξύ του αφετήριου ελληνικού λιμένα και ελληνικών ή και ξένων λιμένων, με αποκλειστικό σκοπό την θαλάσσια αναψυχή και περιήγηση των επιβατών, έναντι ενιαίου εισιτηρίου (ναύλου) και υπό τον όρο ότι ο λιμένας της οριστικής αποβίβασης των επιβατών είναι ο αφετήριος λιμένας. Η διάρκεια του ταξιδιού είναι κατ’ ελάχιστον σαράντα οκτώ (48) ώρες. Επίσης, το δικαίωμα αυτό παρέχεται και σε επαγγελματικά πλοία αναψυχής, που διαθέτουν μεταφορική ικανότητα τουλάχιστον 49 επιβατών.
2. Οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στα άρθρα 2 και 3 του π.δ. 122/1995 (Α΄ 75) από τους οριζόμενους περιορισμούς στα περιηγητικά ταξίδια, καθώς και οι όροι ασφαλείας, που προβλέπονται στο π.δ. 23/1999 (Α΄17), όπως κάθε φορά ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως και για τα πλοία με σημαία τρίτων χωρών, τα οποία εκτελούν περιηγητικούς πλόες σύμφωνα με την παράγραφο 1.
3. Η πλοιοκτήτρια εταιρεία ή η εταιρεία που εκμεταλλεύεται τα πλοία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ευθύνεται για την είσπραξη και καταβολή του τέλους που προβλέπεται στην παράγραφο 2Β του άρθρου 6 του ν. 2399/1996 (Α΄90).
Άρθρο 2 Πλήρωμα
1. Για όσα μέλη του πληρώματος είναι σύμφωνα με την Ελληνική Νομοθεσία ασφαλισμένα στο Ν.Α.Τ., η εταιρεία του άρθρου 1 απολαμβάνει των προνομίων της ρύθμισης του άρθρου 24 του ν. 3409/2005, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. Η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται και για τα πλοία με κοινοτική σημαία και σημαία χωρών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.).
2. Η απασχόληση των αλλοδαπών ναυτικών στο πλοίο, ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις ισχύουσες διατάξεις της σημαίας του πλοίου, καθώς και από τις συλλογικές ή/και ατομικές συμβάσεις εργασίας, που ρυθμίζονται από το δίκαιο της σημαίας του πλοίου και της χώρας προέλευσης των ναυτικών.
3. Οι αλλοδαποί ναυτικοί, που απασχολούνται στο πλοίο, δε βαρύνονται με εισφορές για το NAT ή για οποιοδήποτε άλλο Ελληνικό Ασφαλιστικό Ταμείο και δεν αποκτούν δικαίωμα ασφαλιστικής καλύψεως ή άλλης παροχής από τα Ταμεία αυτά.
4. Η πλοιοκτήτρια εταιρεία ή η εταιρεία που εκμεταλλεύεται τα πλοία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 δεν βαρύνεται με εισφορές προς οποιοδήποτε Ελληνικό Ασφαλιστικό Ταμείο ούτε με άλλης μορφής ασφαλιστική ή κοινωνική επιβάρυνση για τη χρησιμοποίηση των αλλοδαπών ναυτικών.
Άρθρο 3 Κυρώσεις
Στους παραβάτες των διατάξεων του παρόντος νόμου αλλά και των διατάξεων της νομοθεσίας που ισχύει για την εκτέλεση περιηγητικών πλόων, επιβάλλονται από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, οι κυρώσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και ιδίως των άρθρων 42,44, 45, 157 και 180 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου.»

Στην παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 2286/1995 (Α΄ 19), όπως προστέθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 8 του ν. 2741/1999 (Α΄ 199), προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:
«Η διαδικασία ανάδειξης προμηθευτών για την προμήθεια πετρελαιοειδών και θεώρησης τιμολογίων για την κανονικότητα της τιμής τους, των πλωτών μέσων της Πλοηγικής Υπηρεσίας της Γενικής Γραμματείας Λιμένων και Λιμενικής Πολιτικής του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, διενεργείται από την αρμόδια Διεύθυνση Προμηθειών και Κτιριακών Εγκαταστάσεων της Γενικής Γραμματείας Ναυτιλίας του ιδίου Υπουργείου. Η διενέργεια των διαγωνισμών αυτών γίνεται με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 40 έως 42 του π.δ. 173/1990 (Α΄ 62) και του ν. 2286/1995 (Α΄ 19).»

1. Για τις ανάγκες των Υπηρεσιών του Κλάδου Επιθεώρησης Εμπορικών Πλοίων, ο οποίος λειτουργεί σε εικοσιτετράωρη βάση, καθορίζεται ειδικό ωράριο εργασίας του υπηρετούντος στις ανωτέρω Υπηρεσίες πολιτικού προσωπικού της Γενικής Γραμματείας Ναυτιλίας.

2. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ρυθμίζονται θέματα του ωραρίου, των φυλακών και των αδειών του προσωπικού της προηγουμένης παραγράφου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Για τα θέματα της αποζημίωσης για τη νυχτερινή εργασία και για την εργασία κατά το Σάββατο, την Κυριακή και τις αργίες του εν λόγω προσωπικού εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.

Η περίπτωση β΄ της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν.2638/1998 (Α΄ 204), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Σπουδαστές και σπουδάστριες των Ακαδημιών Εμπορικών Ναυτικού (ΑΕΝ), πρώτης και δεύτερης θαλάσσιας εκπαιδευτικής περιόδου που δε βρίσκουν θέσεις απα σχόλησης για την εκτέλεση της πρακτικής εξάσκησης σε πλοία με ελληνική σημαία ή σε πλοία με ξένη σημαία συμβεβλημένα με το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ), μπορεί να ναυτολογηθούν σε πλοία με σημαία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σημαία τρίτης χώρας, μη συμβεβλημένα με το ΝΑΤ, υπό την προϋπόθεση ότι στα εν λόγω πλοία θα είναι ναυτολογημένος τουλάχιστον ένας έλληνας αξιωματικός Εμπορικού Ναυτικού (Ε.Ν.) αντίστοιχης ειδικότητας. Σε περίπτωση που στα ανωτέρω πλοία δεν υπηρετεί Έλληνας Αξιωματικός Εμπορικού Ναυτικού επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η ναυτολόγηση εφόσον διασφαλίζεται η επικοινωνία του σπουδαστή με τον αρμόδιο για την εκπαίδευση αξιωματικό Εμπορικού Ναυτικού στην αγγλική γλώσσα.
Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, που εκδίδεται κάθε εκπαιδευτική περίοδο, καθορίζονται τα της ναυτολόγησης των σπουδαστών, ώστε να εξασφαλίζονται συνθήκες εργασίας, εκπαίδευσης, καταβολής επιδόματος και ασφάλισης ανάλογες με τις ισχύουσες για τους εκπαιδευόμενους σε πλοία με ελληνική σημαία.»

Για έργα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2971/2001 (Α΄ 187) και έχουν εκτελεσθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου χωρίς άδεια ή καθ’ υπέρβαση αυτής, από το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., η κατά τις παραγράφους 9 και 10 του άρθρου 27 του ίδιου νόμου αίτηση έκδοσης σχετικής άδειας μπορεί να υποβληθεί έως 31.12.2013, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής για την έκδοσή της.

Η παρ. 8 του άρθρου 14 του ν. 2971/2001, όπως αυτή αναριθμήθηκε σε παρ. 9 με την παράγρ