Άρθρο 3. Ορισμοί (άρθρο 13 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)

Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου δίδονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1. «Ασφαλιστική Επιχείρηση»: η επιχείρηση πρωτασφάλισης ζωής ή κατά ζημιών η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 7 ή 10 και 11 του παρόντος ή, εφόσον πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.


2. «Εξαρτημένη Ασφαλιστική Επιχείρηση»: η ασφαλιστική επιχείρηση, ανήκουσα είτε σε χρηματοπιστωτική επιχείρηση εκτός από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή όμιλο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων υπό την έννοια της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, είτε σε μη χρηματοπιστωτική επιχείρηση, σκοπός της οποίας είναι η παροχή ασφαλιστικής κάλυψης αποκλειστικά για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκει, ή για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων του ομίλου του οποίου είναι μέλος η εξαρτημένη ασφαλιστική επιχείρηση.


3. «Ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας»: η ασφαλιστική επιχείρηση η οποία, αν είχε την καταστατική έδρα της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα χρειαζόταν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.


4. «Αντασφαλιστική Επιχείρηση»: η επιχείρηση η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας για την άσκηση αντασφαλιστικών εργασιών σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11 του παρόντος ή, εφόσον πρόκειται για αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.


5. «Εξαρτημένη Αντασφαλιστική Επιχείρηση»: η αντασφαλιστική επιχείρηση, ανήκουσα είτε σε χρηματοπιστωτική επιχείρηση εκτός από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ομίλου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων υπό την έννοια της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, είτε σε μη χρηματοπιστωτική επιχείρηση, σκοπός της οποίας είναι η παροχή αντασφαλιστικής κάλυψης αποκλειστικά για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκει, ή για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων του ομίλου του οποίου είναι μέλος η εξαρτημένη αντασφαλιστική επιχείρηση.


6. «Αντασφαλιστική Επιχείρηση Τρίτης Χώρας»: η αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία, εάν είχε την καταστατική έδρα της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα χρειαζόταν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.


7. «Αντασφάλιση»: η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή από μια άλλη αντασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή, στην περίπτωση της ένωσης ασφαλιστών, που είναι γνωστή ως Lloyd's, η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από οποιοδήποτε μέλος των Lloyd's και αναλαμβάνονται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση άλλη από την ένωση ασφαλιστών Lloyd's.


8. «κράτος - μέλος Καταγωγής»:
α) όσον αφορά στην ασφάλιση κατά ζημιών, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησης που καλύπτει τον κίνδυνο,
β) όσον αφορά στην ασφάλιση ζωής, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησης που αναλαμβάνει την ασφαλιστική υποχρέωση,
γ) όσον αφορά στην αντασφάλιση, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της ασφαλιστικής επιχείρησης που ασκεί αντασφαλιστικές δραστηριότητες.


9. «κράτος - μέλος Υποδοχής»:
α) όσον αφορά στα υποκαταστήματα, το κράτος - μέλος, εκτός από το κράτος - μέλος καταγωγής, στο οποίο μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποκατάστημα,
β) όσον αφορά στην παροχή υπηρεσιών, το κράτος - μέλος, εκτός από το κράτος - μέλος καταγωγής, στο οποίο μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση παρέχει υπηρεσίες. Για τις ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών, κράτος - μέλος παροχής υπηρεσιών θεωρείται αντίστοιχα το κράτος - μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης ή το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος, τόσο όταν η ασφάλιση ασκείται από την έδρα της επιχείρησης, όσο και όταν ασκείται από άλλου κράτους - μέλους υποκατάστημα αυτής.


10. «Εποπτικές Αρχές»: οι εθνικές αρχές οι οποίες, δυνάμει νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης, είναι αρμόδιες να εποπτεύουν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Αρμόδια Ελληνική Εποπτική Αρχή είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία ανατίθεται το έργο της εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και της άσκησης των λοιπών αρμοδιοτήτων της βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου και του Καταστατικού της.
Οι αρμοδιότητες εποπτείας της ιδιωτικής ασφάλισης ασκούνται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με το Καταστατικό της. Οι αρμοδιότητες αυτές μπορεί να εξειδικεύονται, ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους, με περαιτέρω αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος νόμου και του άρθρου 55Α του Καταστατικού της η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 256 του παρόντος.
Η παράγραφος 9 του άρθρου 256 του παρόντος ισχύει και για τα ανωτέρω σχετικά εξουσιοδοτημένα όργανα της Τράπεζας Της Ελλάδος, όπως και για τα μέλη των συλλογικών οργάνων διοίκησης αυτής.


11. «Υποκατάστημα»: το πρακτορείο ή υποκατάστημα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο βρίσκεται σε άλλο κράτος - μέλος από το κράτος - μέλος καταγωγής της. Με υποκατάστημα εξομοιώνεται κάθε μόνιμη παρουσία ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στην Ελλάδα, που ασκείται μέσω απλού γραφείου το οποίο διευθύνεται από το προσωπικό της ίδιας της επιχείρησης, ή από ανεξάρτητο πρόσωπο, εντεταλμένο να ενεργεί μονίμως για την επιχείρηση όπως θα ενεργούσε ένα πρακτορείο.


12. «Εγκατάσταση»: η καταστατική έδρα ή υποκατάστημα της επιχείρησης.


13. «κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος» (για ασφαλίσεις κατά ζημιών):
α) το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκονται τα ασφαλιζόμενα περιουσιακά στοιχεία, όταν η ασφάλιση αφορά ακίνητα ή ακίνητα και το περιεχόμενό τους, στο μέτρο που το περιεχόμενο αυτών καλύπτεται από το ίδιο ασφαλιστήριο,
β) το κράτος - μέλος καταχώρισης των ασφαλιζομένων μεταφορικών μέσων, όταν η ασφάλιση αφορά κάθε είδους μεταφορικά μέσα,
γ) το κράτος - μέλος στο οποίο ο αντισυμβαλλόμενος συνήψε τη σύμβαση, προκειμένου περί συμβάσεων διάρκειας μικρότερης ή ίσης των τεσσάρων μηνών οι οποίες αφορούν σε κινδύνους, οι οποίοι ανακύπτουν κατά τη διάρκεια ταξιδίου ή διακοπών, ανεξαρτήτως κλάδου ασφάλισης,
δ) σε όλες τις περιπτώσεις που δεν αναφέρονται στις ως άνω υπό α', β', και γ' περιπτώσεις το κράτος - μέλος όπου βρίσκεται η συνήθης διαμονή του αντισυμβαλλομένου ή, εάν ο αντισυμβαλλόμενος είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος - μέλος όπου βρίσκεται η αναφερόμενη στη σύμβαση εγκατάσταση του νομικού αυτού προσώπου.


14. «κράτος - μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης» (για ασφαλίσεις ζωής): το κράτος - μέλος, στο οποίο βρίσκεται η συνήθης διαμονή του αντισυμβαλλομένου, ή εάν ο αντισυμβαλλόμενος είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται η αναφερόμενη στη σύμβαση εγκατάσταση του εν λόγω αντισυμβαλλομένου.


15. «Μητρική Επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251), ή, εφόσον πρόκειται για μητρική επιχείρηση με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (L 193/18.7.1983).


16. «Θυγατρική Επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251), ή, εφόσον πρόκειται για θυγατρική επιχείρηση με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (L 193/18.7.1983). Η θυγατρική της θυγατρικής θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.


17. «Στενοί Δεσμοί»: η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με δεσμό ελέγχου, όπως ορίζεται στην περίπτωση (18) κατωτέρω ή μέσω συμμετοχής, όπως ορίζεται στην περίπτωση (20) κατωτέρω. Στενός δεσμός μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων δημιουργείται επίσης από μία κατάσταση όπου τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μόνιμα με το ίδιο πρόσωπο με δεσμό ελέγχου.


18. «Έλεγχος»: η σχέση που υφίσταται μεταξύ μητρικής επιχείρησης προς θυγατρική κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251), ή του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (L 193/18.7.1983), ή οποιαδήποτε παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης.


19. «Συναλλαγή στο πλαίσιο Ομίλου (Ενδοομιλική)»: οποιαδήποτε συναλλαγή, συμβατική ή χωρίς σύμβαση, με τίμημα ή χωρίς, δυνάμει της οποίας μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αναμένει, άμεσα ή έμμεσα, την εκπλήρωση οποιασδήποτε παροχής ή υποχρέωσης από επιχείρηση του ιδίου ομίλου ή από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνδέεται με επιχείρηση του εν λόγω ομίλου με στενούς δεσμούς.


20. «Συμμετοχή»: η άμεση ή έμμεση μέσω δεσμού ελέγχου κατοχή τουλάχιστον του 20% του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης.


21. «Ειδική Συμμετοχή»: η άμεση ή έμμεση κατοχή τουλάχιστον του 10% του μετοχικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης, ή κάθε άλλη δυνατότητα άσκησης ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης αυτής. Για τον υπολογισμό της ειδικής συμμετοχής λαμβάνονται υπόψη τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 43 του παρόντος.


22. «Οργανωμένη Αγορά»:
α) στην Ελλάδα, η οριζόμενη στην παράγραφο 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/07 (Α' 195),
β) σε άλλο κράτος - μέλος, η οριζόμενη στο σημείο 14 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, και
γ) σε τρίτη χώρα, η αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων η οποία πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
γα) είναι αναγνωρισμένη από το κράτος - μέλος καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και πληροί προϋποθέσεις ανάλογες με εκείνες της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, και
γβ) τα διαπραγματεύσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι ανάλογης ποιότητας προς εκείνα που διαπραγματεύονται στις οργανωμένες αγορές του κράτους - μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και
γγ) έχει οριστεί κατ' εφαρμογή της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 59 του ν. 4099/2012 (Α' 250).


23. «Εθνικό Γραφείο Ασφαλίσεως»: το εθνικό γραφείο ασφαλίσεως της παραγράφου 3 του άρθρου 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ (L 103/24.4.1972) και για την Ελλάδα το Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης του άρθρου 26 του κ.ν. 489/1976 (Α' 331).


24. «Εθνικό Ταμείο Εγγυήσεως»: ο φορέας της παραγράφου 4 του άρθρου 1 της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ και για την Ελλάδα το Επικουρικό Κεφάλαιο του άρθρου 16 του κ.ν. 489/1976 (Α' 331).


25. «Χρηματοπιστωτική Επιχείρηση»: μία εκ των κάτωθι αναφερόμενων επιχείρηση ή οντότητα:
α) πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, όπως ορίζονται στα σημεία 1, 26 και 18 αντιστοίχως της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των σημείων 1, 22 και 17 αντιστοίχως της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014 (Α' 107),
β) ασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, κατά την έννοια της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 212 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ή κατά την έννοια της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος,
γ) επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του σημείου 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή της ανώνυμης εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007 (Α' 195),
δ) μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών (ΜΧΕΣ), κατά την έννοια της παραγράφου 15 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ ή της παραγράφου 15 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (Α' 84).


26. «Φορέας Ειδικού Σκοπού»: οποιαδήποτε επιχείρηση, με εταιρική μορφή ή χωρίς, η οποία, χωρίς να έχει λάβει άδεια λειτουργίας ως ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αναλαμβάνει κινδύνους από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και χρηματοδοτεί πλήρως την έκθεσή της σε αυτούς με έσοδα από ομολογιακές εκδόσεις ή άλλους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, όπου η επιστροφή κεφαλαίου, ήτοι η αποπληρωμή, των ομολογιούχων ή των εν γένει κατόχων των τίτλων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο των χρηματοδοτικών αυτών μηχανισμών, έπεται της ικανοποίησης των υποχρεώσεων αντασφάλισης που φέρει ο φορέας ειδικού σκοπού.


27. «Μεγάλοι κίνδυνοι» θεωρούνται:
α) οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στους κλάδους ασφαλίσεων κατά ζημιών 4 «Σιδηροδρομικά οχήματα»,
5 «Αεροσκάφη», 6 «Πλοία» (θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη)», 7 «Μεταφερόμενα εμπορεύματα», 11 «Αστική ευθύνη από αεροσκάφη» και 12 «Αστική ευθύνη από θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη» της ταξινόμησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος,
β) οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στους κλάδους ασφαλίσεων κατά ζημιών 14 «Πιστώσεις» και 15 «Εγγυήσεις» της ταξινόμησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, όταν ο αντισυμβαλλόμενος ασκεί κατ' επάγγελμα βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα ή ελεύθερο επάγγελμα και ο κίνδυνος σχετίζεται με τη δραστηριότητα αυτή,
γ) οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στους κλάδους ασφαλίσεων κατά ζημιών 3 «Χερσαία οχήματα (εκτός σιδηροδρομικών)», 8 «Πυρκαϊά και στοιχεία της φύσεως», 9 «Λοιπές ζημίες αγαθών», 10 «Αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», 13 «Γενική αστική ευθύνη», 16 «Διάφορες χρηματικές απώλειες» της ταξινόμησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος πληροί δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία αριθμητικά κριτήρια:
γα) διαθέτει σύνολο ισολογισμού άνω των έξι εκατομμυρίων διακοσίων χιλιάδων (6.200.000) ευρώ,
γβ) διαθέτει καθαρό ποσό κύκλου εργασιών, κατά την έννοια της Οδηγίας78/660/ΕΟΚ ή του Παραρτήματος Α' του ν. 4308/2014 (Α' 251) άνω των δώδεκα εκατομμυρίων οχτακοσίων χιλιάδων (12.800.000) ευρώ,
γγ) απασχολεί, κατά μέσο όρο, πάνω από 250 άτομα κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.
Εάν ο αντισυμβαλλόμενος μετέχει σε σύνολο επιχειρήσεων που καταρτίζουν ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με την Οδηγία 83/349/ΕΟΚ ή του παραρτήματος Α' του ν. 4308/2014 (Α' 251), η συνδρομή των κριτηρίων που παρατίθενται στην ανωτέρω περίπτωση γ' ελέγχεται βάσει των ενοποιημένων αυτών λογαριασμών.


28. «Εξωτερική Ανάθεση (Εξωπορισμός)»: συμφωνία, οποιασδήποτε μορφής, μεταξύ μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και ενός παρόχου υπηρεσιών, υποκείμενου ή όχι σε εποπτεία, με την οποία ο εν λόγω πάροχος αναλαμβάνει, άμεσα ή ως υπεργολάβος, τη διεκπεραίωση διαδικασιών, την παροχή υπηρεσιών ή την εκτέλεση δραστηριοτήτων, που διαφορετικά θα είχαν διενεργηθεί από την ίδια την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση. Η έννοια της εξωτερικής ανάθεσης περιλαμβάνει και τις συμφωνίες ή διακανονισμούς της παραγράφου 4 του άρθρου 48 του παρόντος.


29. «Λειτουργία»: κάθε αρμοδιότητα διοίκησης, διαχείρισης, εκπροσώπησης ή ελέγχου συγκεκριμένων εργασιών μίας επιχείρησης εντός ενός ενιαίου συστήματος διακυβέρνησης. Το σύστημα διακυβέρνησης περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο τις ακόλουθες βασικές λειτουργίες:
α) τη λειτουργία διαχείρισης κινδύνων,
β) τη λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης,
γ) τη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου και
δ) την αναλογιστική λειτουργία.
Ως κρίσιμες ή σημαντικές λειτουργίες θεωρούνται κατ' ελάχιστον οι ως άνω βασικές λειτουργίες.


30. «Κίνδυνος Ανάληψης Ασφαλίσεων» (Ασφαλιστικός Κίνδυνος): ο κίνδυνος ζημίας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, λόγω ακατάλληλων παραδοχών κατά την τιμολόγηση και το σχηματισμό προβλέψεων.


31. «Κίνδυνος Αγοράς»: ο κίνδυνος ζημίας ή δυσμενούς χρηματοοικονομικής μεταβολής, που απορρέει, άμεσα ή έμμεσα, από τις διακυμάνσεις στο επίπεδο και στη μεταβλητότητα των τιμών αγοράς των στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού και των χρηματοπιστωτικών μέσων.


32. «Πιστωτικός Κίνδυνος»: ο κίνδυνος ζημίας ή δυσμενούς χρηματοοικονομικής μεταβολής, που απορρέει από διακυμάνσεις στην πιστοληπτική κατάσταση των εκδοτών των χρηματοπιστωτικών μέσων ως και των εν γένει αντισυμβαλλομένων και οφειλετών προς τους οποίους οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι εκτεθειμένες. Ο εν λόγω κίνδυνος εκδηλώνεται είτε ως κίνδυνος μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης από αντισυμβαλλόμενο (κίνδυνος αθέτησης) είτε ως κίνδυνος πιστωτικού περιθωρίου είτε ως κίνδυνος συγκέντρωσης κινδύνων αγοράς.


33. «Επιλέξιμος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που είτε έχει εξουσιοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201) είτε έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού.


34. «Λειτουργικός κίνδυνος»: ο κίνδυνος ζημίας, είτε λόγω ανεπαρκειών και ελλείψεων στις εσωτερικές διαδικασίες, στα μηχανογραφικά και λοιπά λειτουργικά συστήματα ή στο ανθρώπινο δυναμικό είτε λόγω δυσμενών εξωτερικών παραγόντων,


35. «Κίνδυνος Ρευστότητας»: ο κίνδυνος αδυναμίας της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης να εκποιήσει επενδύσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να προβεί στο διακανονισμό των οικονομικών της υποχρεώσεων όταν αυτές καταστούν απαιτητές.


36. «Κίνδυνος Συγκέντρωσης»: όλες οι εκθέσεις στον κίνδυνο με ενδεχόμενη ζημία αρκετά σημαντική, σε βαθμό που να απειλείται η φερεγγυότητα ή η χρηματοοικονομική κατάσταση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.


37. «Τεχνικές Μετριασμού του Κινδύνου»: όλες οι τεχνικές οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα στην ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση να μεταβιβάζει τμήμα ή όλους τους κινδύνους της σε τρίτα μέρη.


38. «Αποτελέσματα Διαφοροποίησης»: η μείωση της έκθεσης στον κίνδυνο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ομίλων, που σχετίζεται με τη διαφοροποίηση των εργασιών τους και απορρέει από το γεγονός ότι το δυσμενές αποτέλεσμα από κάποιο κίνδυνο μπορεί να αντισταθμιστεί από το ευνοϊκότερο αποτέλεσμα ενός άλλου κινδύνου, όταν οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι πλήρως συσχετισμένοι μεταξύ τους.


39. «Προβλεπτική Πιθανοθεωρητική Κατανομή»: μαθηματική συνάρτηση η οποία αποδίδει μια πιθανότητα επέλευσης σε ένα εξαντλητικό σύνολο αμοιβαία αποκλειόμενων μελλοντικών γεγονότων.


40. «Μέτρο Κινδύνου»: μαθηματική συνάρτηση η οποία αποδίδει μία χρηματική τιμή σε μια δεδομένη προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή και αυξάνεται μονοτονικά με το επίπεδο έκθεσης στον κίνδυνο στον οποίο στηρίζεται η εν λόγω προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή.


41. «Εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων» ή «ECAI»: οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ο οποίος είναι εγγεγραμμένος ή πιστοποιημένος σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΕΕ L 302), ή κεντρική τράπεζα η οποία εκδίδει πιστωτικές διαβαθμίσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού.


42. Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων ή «ΕΑΑΕΣ»: η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων που έχει συσταθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.