NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4465/2017 Ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014 για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά και άλλες διατάξεις.

 
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 47
04 Απριλίου 2017
ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜ. 4465
Ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014 για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

1. Σκοπός του Πρώτου Μέρους του παρόντος νόµου είναι η εναρµόνιση της νοµοθεσίας µε την Οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014 σχετικά µε τη συγκρισιµότητα των τελών που συνδέονται µε λογαριασµούς πληρωµών, την αλλαγή λογαριασµού πληρωµών και την πρόσβαση σε λογαριασµούς πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά (ΕΕ L 275 της 28.8.2014).

2. Με το Πρώτο Μέρος του παρόντος νόµου θεσπίζονται κανόνες σχετικά µε τη διαφάνεια και τη συγκρισιµότητα των τελών που χρεώνονται στους καταναλωτές για τους λογαριασµούς πληρωµών τους, καθώς και κανόνες αναφορικά µε την αλλαγή λογαριασµού πληρωµών εντός Ελλάδος, και για τη διευκόλυνση του διασυνοριακού ανοίγµατος λογαριασµού πληρωµών για τους καταναλωτές εντός Ε.Ε..
Θεσπίζεται επίσης πλαίσιο κανόνων και όρων σύµφωνα µε τους οποίους διασφαλίζεται το δικαίωµα των καταναλωτών για το άνοιγµα και τη χρήση λογαριασµών πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά.

3. Τα Κεφάλαια B΄ και Γ΄ εφαρµόζονται στους παρόχους υπηρεσιών πληρωµών.

4. Το Κεφάλαιο Δ΄ εφαρµόζεται στα πιστωτικά ιδρύµατα.

5. Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους δεν εφαρµόζονται στις οντότητες που αναφέρονται στην παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107).

6. Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους εφαρµόζονται στους λογαριασµούς πληρωµών µέσω των οποίων οι καταναλωτές είναι τουλάχιστον σε θέση:
α) να τοποθετούν χρηµατικά ποσά σε λογαριασµό πληρωµών,
β) να αναλαµβάνουν µετρητά από λογαριασµό πληρω µών,
γ) να εκτελούν και να λαµβάνουν πράξεις πληρωµής, περιλαµβανοµένων των µεταφορών πιστώσεων, προς και από τρίτο µέρος.

7. Το άνοιγµα και η χρήση λογαριασµού πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά σύµφωνα µε το παρόν Μέρος διενεργείται µε την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3691/2008 (Α΄166).

Για τους σκοπούς του Πρώτου Μέρους του παρόντος νόµου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισµοί:
1) «καταναλωτής»: κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι δεν εµπίπτουν στην εµπορική, επιχειρηµατική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελµατική του δραστηριότητα,
2) «νοµίµως διαµένων στην Ένωση»: η κατάσταση κατά την οποία φυσικό πρόσωπο δικαιούται να διαµένει σε κράτος-µέλος δυνάµει του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου, περιλαµβανοµένων των καταναλωτών που δεν έχουν σταθερή διεύθυνση κατοικίας και των προσώπων που ζητούν άσυλο σύµφωνα µε τη σύµβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 σχετικά µε το καθεστώς των προσφύγων, το πρωτόκολλο της 31ης Ιανουαρίου 1967 της εν λόγω σύµβασης και άλλων σχετικών διεθνών συνθηκών,
3) «λογαριασµός πληρωµών»: ο λογαριασµός που τηρείται στο όνοµα ενός ή περισσότερων καταναλωτών και χρησιµοποιείται για την εκτέλεση πράξεων πληρωµής,
4) «υπηρεσίες πληρωµών»: υπηρεσίες πληρωµών κατά την έννοια του στοιχείου 3 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010 (Α΄ 113),
5) «πράξη πληρωµής»: ενέργεια στην οποία προβαίνει ο πληρωτής ή ο δικαιούχος και η οποία συνίσταται στη διάθεση, µεταβίβαση ή ανάληψη χρηµατικών ποσών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείµενη υποχρέωση µεταξύ πληρωτή και δικαιούχου,
6) «υπηρεσίες που συνδέονται µε το λογαριασµό πληρωµών»: όλες οι υπηρεσίες που συνδέονται µε το άνοιγ µα, την τήρηση και το κλείσιµο λογαριασµού πληρωµών, συµπεριλαµβανοµένων των υπηρεσιών πληρωµών και των πράξεων πληρωµών που εµπίπτουν στο πεδίο εφαρ µογής του στοιχείου ζ΄ του άρθρου 3 του ν. 3862/2010
και των δυνατοτήτων υπερανάληψης και υπέρβασης,
7) «πάροχος υπηρεσιών πληρωµών»: πάροχος υπηρεσιών πληρωµών κατά την έννοια του στοιχείου 9 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010,
8) «πιστωτικό ίδρυµα»: πιστωτικό ίδρυµα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σηµείο 1 του Κανονισµού (ΕΕ) αριθµ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου (EE L 176 της 27.6.2013),
9) «µέσο πληρωµών»: µέσο πληρωµών κατά την έννοια του στοιχείου 23 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010,
10) «αποστέλλων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών»: ο πάροχος υπηρεσιών πληρωµών από τον οποίο αποστέλλεται η πληροφόρηση που απαιτείται για την εκτέλεση της αλλαγής λογαριασµού,
11) «λαµβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών»: ο πάροχος υπηρεσιών πληρωµών προς τον οποίο αποστέλλεται η πληροφόρηση που απαιτείται για την εκτέλεση της αλλαγής λογαριασµού,
12) «εντολή πληρωµής»: κάθε οδηγία εκ µέρους του πληρωτή ή του δικαιούχου προς τον πάροχο υπηρεσιών πληρωµών µε την οποία του ζητείται να εκτελέσει µια πράξη πληρωµής,
13) «πληρωτής»: το φυσικό ή νοµικό πρόσωπο το οποίο κατέχει λογαριασµό πληρωµών και επιτρέπει εντολή πληρωµής από αυτόν το λογαριασµό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασµός πληρωµών του πληρωτή, το φυσικό ή νοµικό πρόσωπο που δίνει εντολή πληρωµής σε λογαριασµό πληρωµών του δικαιούχου,
14) «δικαιούχος»: το φυσικό ή νοµικό πρόσωπο το οποίο είναι ο τελικός αποδέκτης των χρηµατικών ποσών που έχουν αποτελέσει αντικείµενο της πράξης πληρω µής,
15) «τέλη»: όλες οι χρεώσεις και οι επιβαρύνσεις µε χαρακτήρα κυρώσεων, εάν υπάρχουν, τις οποίες οφείλει ο καταναλωτής στον πάροχο υπηρεσιών πληρωµών για υπηρεσίες που συνδέονται µε λογαριασµό πληρωµών ή σε σχέση µε αυτές,
16) «πιστωτικό επιτόκιο»: οποιοδήποτε επιτόκιο πληρώνεται στον καταναλωτή σε σχέση µε χρηµατικά ποσά που τηρούνται σε λογαριασµό πληρωµών,
17) «σταθερό µέσο»: κάθε µέσο το οποίο επιτρέπει στον καταναλωτή να αποθηκεύει τις πληροφορίες που του απευθύνονται προσωπικά, ώστε να µπορεί να ανατρέξει σε αυτές µελλοντικά, για το χρονικό διάστηµα που απαιτείται για τους σκοπούς των πληροφοριών, και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευµένων πληροφοριών,
18) «αλλαγή» ή «αλλαγή λογαριασµού»: µεταφορά, κατόπιν αίτησης του καταναλωτή, από έναν πάροχο υπηρεσιών πληρωµών σε άλλον, είτε των πληροφοριών σχετικά µε το σύνολο ή µέρος των πάγιων εντολών για µεταφορές πιστώσεων, των επαναλαµβανόµενων άµεσων χρεώσεων και των επαναλαµβανόµενων εισερχόµενων
µεταφορών πιστώσεων που διενεργούνται σε λογαριασµό πληρωµών, είτε οποιουδήποτε θετικού υπολοίπου λογαριασµού πληρωµών από τον ένα λογαριασµό πληρωµών σε άλλον ή και τα δύο, µε ή χωρίς κλείσιµο του προηγούµενου λογαριασµού πληρωµών,
19) «άµεση χρέωση»: η εθνική ή διασυνοριακή υπηρεσία πληρωµής για τη χρέωση λογαριασµού πληρωµών του πληρωτή, όταν η πράξη πληρωµής πραγµατοποιείται
µε πρωτοβουλία του δικαιούχου κατόπιν συναίνεσης του πληρωτή,
20) «µεταφορά πίστωσης»: η εθνική ή διασυνοριακή υπηρεσία πληρωµών για την πίστωση λογαριασµού πληρωµών του δικαιούχου µε πράξη πληρωµής ή µια σειρά πράξεων πληρωµής από λογαριασµό πληρωµών του πληρωτή µέσω του παρόχου υπηρεσιών πληρωµών που τηρεί το λογαριασµό πληρωµών του πληρωτή, βάσει εντολής του πληρωτή,
21) «πάγια εντολή»: οδηγία του πληρωτή προς τον πάροχο υπηρεσιών πληρωµών που τηρεί το λογαριασµό πληρωµών του πληρωτή να εκτελεί µεταφορές πιστώσεων σε τακτά χρονικά διαστήµατα ή σε προκαθορισµένες ηµεροµηνίες,
22) «χρηµατικά ποσά»: τραπεζογραµµάτια και κέρµατα, λογιστικό χρήµα και ηλεκτρονικό χρήµα, κατά την έννοια του στοιχείου 1 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011 (Α΄ 218),
23) «σύµβαση-πλαίσιο»: σύµβαση παροχής υπηρεσιών πληρωµών που διέπει τη µελλοντική εκτέλεση επιµέρους και διαδοχικών πράξεων πληρωµής και η οποία
µπορεί να περιλαµβάνει την υποχρέωση και τους όρους σύστασης λογαριασµού πληρωµών,
24) «εργάσιµη ηµέρα»: η ηµέρα κατά την οποία ο σχετικός πάροχος υπηρεσιών πληρωµών εργάζεται, όπως απαιτείται για την εκτέλεση της πράξης πληρωµής,
25) «δυνατότητα υπερανάληψης»: ρητή σύµβαση πίστωσης µε την οποία πάροχος υπηρεσιών πληρωµών διαθέτει σε καταναλωτή χρηµατικά ποσά που υπερβαίνουν το τρέχον υπόλοιπο του λογαριασµού πληρωµών του καταναλωτή,
26) «υπέρβαση»: σιωπηρή αποδοχή υπερανάληψης στο πλαίσιο της οποίας ο πάροχος υπηρεσιών πληρωµών διαθέτει σε καταναλωτή χρηµατικά ποσά που υπερβαίνουν το τρέχον υπόλοιπο του λογαριασµού πληρωµών του καταναλωτή ή τη συµφωνηµένη δυνατότητα υπερανάληψης,
27) «αρµόδια αρχή»: η αρχή που ορίζεται αρµόδια σύµφωνα µε το άρθρο 21,
28) «κατάλογος»: ο κατάλογος των πλέον αντιπροσωπευτικών υπηρεσιών που συνδέονται µε λογαριασµό πληρωµών και υπόκεινται στην καταβολή τέλους, σύµφωνα µε το άρθρο 3,
29) όπου αναφέρεται «διαδικασίες» ή/και «φορείς» εναλλακτικής επίλυσης διαφορών νοούνται οι διαδικασίες και οι φορείς κατά την έννοια της 70330οικ/30.6.2015 υπουργικής απόφασης των Υπουργών Οικονοµίας, Υποδοµών, Ναυτιλίας και Τουρισµού και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων (Β΄1421).

1. Χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός τριών µηνών αφού τεθούν σε ισχύ τα σχετικά ρυθµιστικά τεχνικά πρότυπα που υιοθετεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύµφωνα µε την παρ. 4 του άρθρου 3 της Οδηγίας 2014/92/ΕΕ, η αρµόδια αρχή καταρτίζει και δηµοσιεύει κατάλογο των πλέον αντιπροσωπευτικών υπηρεσιών που συνδέονται µε λογαριασµό πληρωµών και υπόκεινται στην καταβολή τέλους. Για την κατάρτιση του καταλόγου η αρµόδια αρχή λαµβάνει, σύµφωνα και µε τις προβλεπόµενες στο άρθρο 3, παρ. 2 της Οδηγίας 2014/92/ΕΕ κατευθυντήριες γραµµές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (Ε.Α.Τ.), υπόψη τις υπηρεσίες, οι οποίες:
α) χρησιµοποιούνται συχνότερα από τους καταναλωτές σε σχέση µε τους λογαριασµούς πληρωµών και
β) συνεπάγονται το υψηλότερο συνολικό κόστος για τους καταναλωτές, τόσο συνολικά όσο και σε µοναδιαία βάση.

2. Ο ως άνω κατάλογος περιλαµβάνει:
α) τουλάχιστον 10 και όχι άνω των 20 από τις πλέον αντιπροσωπευτικές υπηρεσίες οι οποίες συνδέονται µε λογαριασµό πληρωµών, υπόκεινται στην καταβολή τέλους και προσφέρονται από έναν τουλάχιστον πάροχο υπηρεσιών πληρωµών στην Ελλάδα,
β) όρους και ορισµούς για κάθε µία από τις παραπάνω υπηρεσίες,
γ) όπου συντρέχει περίπτωση, την τυποποιηµένη ορολογία της Ένωσης για τις υπηρεσίες που είναι κοινές τουλάχιστον στην πλειονότητα των κρατών-µελών.

3. Ανά τετραετία, από τη δηµοσίευση του καταλόγου, η αρµόδια αρχή τον αξιολογεί και, εάν συντρέχει περίπτωση, τον επικαιροποιεί. Τα αποτελέσµατα της αξιολόγησης αυτής και, εάν συντρέχει περίπτωση, ο επικαιροποιηµένος κατάλογος κοινοποιούνται από την αρµόδια αρχή στην (Ε.Α.Τ.).

4. Χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός τριών µηνών από τη θέση σε ισχύ οποιασδήποτε τροποποίησης στα σχετικά ρυθµιστικά τεχνικά πρότυπα που υιοθετεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η αρµόδια αρχή ενηµερώνει και δηµοσιεύει τον επικαιροποιηµένο κατάλογο και διασφαλίζει ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωµών χρησιµοποιούν τους επικαιροποιηµένους όρους και ορισµούς.

1. Με την επιφύλαξη του στοιχείου 3 του άρθρου 39 του ν. 3862/2010 και των άρθρων 4 έως 8 της Ζ1699/23.6.2010 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονο µικών, Οικονοµίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων (Β΄ 917), οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωµών παρέχουν στον καταναλωτή, εγκαίρως πριν από την υπογραφή σύµβασης για λογαριασµό πληρωµών, δελτίο πληροφόρησης περί τελών σε έντυπη µορφή ή άλλο σταθερό µέσο, το οποίο περιλαµβάνει τους τυποποιηµένους όρους του καταλόγου του άρθρου 3 και, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές προσφέρονται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωµών, τα αντίστοιχα τέλη για κάθε υπηρεσία.

2. Το δελτίο πληροφόρησης περί τελών:
α) είναι σύντοµο και χωριστό έγγραφο,
β) παρουσιάζεται και είναι διαµορφωµένο έτσι ώστε να είναι σαφές και ευανάγνωστο, µε χαρακτήρες αναγνώσι µου µεγέθους,
γ) παραµένει το ίδιο κατανοητό και στην περίπτωση που, ενώ αρχικά ήταν έγχρωµο, εκτυπώνεται ή αντιγράφεται σε φωτοτυπικό µηχάνηµα σε ασπρόµαυρη µορφή,
δ) συντάσσεται στην ελληνική γλώσσα ή, εάν συµφωνήσουν ο καταναλωτής και ο πάροχος υπηρεσιών πλη ρωµών, σε άλλη γλώσσα,
ε) είναι ακριβές, µη παραπλανητικό και εκφράζεται στο νόµισµα του λογαριασµού πληρωµών ή, εάν συµφωνήσουν ο καταναλωτής και ο πάροχος υπηρεσιών πληρω µών, σε άλλο νόµισµα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
στ) περιέχει τον τίτλο «δελτίο πληροφόρησης περί τελών» στην αρχή της πρώτης σελίδας του, δίπλα σε ένα κοινό σύµβολο, που διακρίνει το συγκεκριµένο έγγραφο από άλλα έγγραφα, και
ζ) περιλαµβάνει δήλωση ότι περιέχει τα τέλη των πλέον αντιπροσωπευτικών υπηρεσιών που συνδέονται µε το λογαριασµό πληρωµών και ότι πλήρεις προσυµβατικές και συµβατικές πληροφορίες για όλες τις υπηρεσίες παρέχονται σε άλλα έγγραφα.
Το δελτίο πληροφόρησης περί τελών µπορεί να παρέχεται από κοινού µε τις πληροφορίες που απαιτούνται σύµφωνα µε το άρθρο 39 του ν. 3862/2010, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ανωτέρω απαιτήσεις.

3. Όταν µία ή περισσότερες υπηρεσίες προσφέρονται ως µέρος πακέτου υπηρεσιών που συνδέονται µε κάποιο λογαριασµό πληρωµών, στο δελτίο πληροφόρησης περί τελών δηλώνονται:
α) το τέλος για το σύνολο του πακέτου,
β) οι υπηρεσίες που περιλαµβάνονται στο πακέτο και τα ποσοτικά όρια αυτών και
γ) το πρόσθετο τέλος για κάθε υπηρεσία που υπερβαίνει το όριο που καλύπτεται από το πακέτο αµοιβής.

4. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωµών παρέχουν στους καταναλωτές γλωσσάριο το οποίο περιλαµβάνει τουλάχιστον τους τυποποιηµένους όρους που καθορίζονται στον κατάλογο του άρθρου 3 και τους σχετικούς ορισµούς.
Το γλωσσάριο που παρέχεται δυνάµει του πρώτου εδαφίου, συµπεριλαµβανοµένων ενδεχοµένως άλλων ορισµών, συντάσσεται σε σαφή γλώσσα, χωρίς αµφισηµίες και τεχνικούς όρους και δεν έχει παραπλανητικό χαρακτήρα.

5. Το δελτίο πληροφόρησης περί τελών και το γλωσσάριο καθίστανται διαθέσιµα στους καταναλωτές από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωµών, ανά πάσα στιγµή. Παρέχονται µε εύκολα προσβάσιµο τρόπο, µεταξύ άλλων και σε µη πελάτες, σε ηλεκτρονική µορφή στους διαδικτυακούς τόπους των παρόχων υπηρεσιών πληρω µών, εφόσον υπάρχουν, και στο δίκτυο των καταστηµάτων τους. Παρέχονται επίσης σε έντυπη µορφή ή άλλο σταθερό µέσο, δωρεάν µετά από αίτηση του καταναλωτή.

6. Το δελτίο πληροφόρησης περί τελών συντάσσεται µε βάση τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά µε την τυποποιηµένη µορφή παρουσίασής του και το κοινό του σύµβολο, σύµφωνα µε την παρ. 6 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2014/92/ΕΕ.

1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 44 και 45 του ν. 3862/2010 και του άρθρου 12 της Ζ1-699/23.6.2010 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονοµικών, Οικονοµίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωµών παρέχουν στον καταναλωτή, σε τριµηνιαία, τουλάχιστον βάση και δωρεάν, κατάσταση όλων των τελών που καταβάλλουν, καθώς και, εάν συντρέχει περίπτωση, πληροφορίες σχετικά µε τα επιτόκια που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, για τις υπηρεσίες που συνδέονται µε κάποιο λογαριασµό πληρωµών. Εάν συντρέχει περίπτωση, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωµών χρησιµοποιούν τους τυποποιηµένους όρους που καθορίζονται στον κατάλογο του άρθρου 3. Το µέσο επικοινωνίας που χρησιµοποιείται για την παροχή της κατάστασης τελών συµφωνείται µε τον καταναλωτή. Η κατάσταση τελών παρέχεται σε έντυπη µορφή, µετά από αίτηση του καταναλωτή.

2. Η κατάσταση τελών αναφέρει τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:
α) το τέλος µονάδας που χρεώνεται για κάθε υπηρεσία και τον αριθµό των περιπτώσεων στις οποίες χρησιµοποιήθηκε η υπηρεσία κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου. Όταν οι υπηρεσίες συνδυάζονται σε πακέτο, αναφέρεται το τέλος που χρεώνεται για το πακέτο συνολικά, ο αριθµός των περιπτώσεων στις οποίες χρεώθηκε το τέλος πακέτου κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου και το πρόσθετο τέλος που χρεώνεται για κάθε υπηρεσία που υπερβαίνει το ποσοτικό όριο που καλύπτεται από το τέλος του πακέτου,
β) το συνολικό ποσό των τελών που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου για κάθε υπηρεσία, για κάθε πακέτο παρεχόµενων υπηρεσιών και για τις υπηρεσίες που υπερβαίνουν το ποσοτικό όριο που καλύπτεται από το τέλος του πακέτου,
γ) εφόσον συντρέχει περίπτωση, το επιτόκιο υπερανάληψης που ισχύει για το λογαριασµό πληρωµών και το συνολικό ποσό των τόκων υπερανάληψης που χρεώθηκαν κατά τη διάρκεια της αντίστοιχης περιόδου,
δ) το πιστωτικό επιτόκιο που ισχύει για το λογαριασµό πληρωµών και το συνολικό ποσό των τόκων που εισπράχθηκε κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου, εφόσον συντρέχει περίπτωση,
ε) το συνολικό ποσό των τελών που χρεώθηκαν για όλες τις υπηρεσίες οι οποίες παρασχέθηκαν κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου.

3. Η κατάσταση τελών:
α) παρουσιάζεται και είναι διαµορφωµένη έτσι ώστε να είναι σαφής και ευανάγνωστη, µε χαρακτήρες αναγνώσιµου µεγέθους,
β) είναι ακριβής, µη παραπλανητική και εκφράζεται στο νόµισµα του λογαριασµού πληρωµών ή, εάν συµφωνήσουν ο καταναλωτής και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωµών, σε άλλο νόµισµα,
γ) περιέχει τον τίτλο «κατάσταση τελών» στην αρχή της πρώτης σελίδας της κατάστασης, δίπλα σε ένα κοινό σύµβολο, προκειµένου να διακρίνεται το συγκεκριµένο έγγραφο από άλλα έγγραφα, και
δ) συντάσσεται στην ελληνική γλώσσα ή, εάν συµφωνήσουν ο καταναλωτής και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωµών, σε άλλη γλώσσα.
Η κατάσταση τελών παρέχεται από κοινού µε τις πληροφορίες που απαιτούνται σύµφωνα µε το άρθρο 39 του ν. 3862/2010 για λογαριασµούς πληρωµών και τις συναφείς υπηρεσίες, αρκεί να πληρούνται οι ανωτέρω απαιτήσεις.

4. Η κατάσταση τελών συντάσσεται µε βάση τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά µε την τυποποιηµένη µορφή της και το κοινό σύµβολό της.

1. Όπου απαιτείται, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωµών χρησιµοποιούν, στις συµβατικές και εµπορικές πληροφορίες και στις πληροφορίες προβολής, προώθησης και διάθεσης στην αγορά προς τους καταναλωτές, τους τυποποιηµένους όρους που καθορίζονται στον κατάλογο του άρθρου 3. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωµών µπορεί να χρησιµοποιούν εµπορικές ονοµασίες στο δελτίο πληροφόρησης περί τελών και στην κατάσταση τελών, υπό την προϋπόθεση ότι οι εµπορικές αυτές ονοµασίες χρησιµοποιούνται επιπροσθέτως των τυποποιηµένων όρων που καθορίζονται στον κατάλογο του άρθρου 3 ως δευτερεύοντα προσδιοριστικά στοιχεία των εν λόγω υπηρεσιών.

2. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωµών µπορεί να χρησι µοποιούν εµπορικές ονοµασίες για το χαρακτηρισµό των υπηρεσιών τους, στις συµβατικές και εµπορικές πληροφορίες και στις πληροφορίες προβολής, προώθησης και διάθεσης στην αγορά προς τους καταναλωτές, υπό την προϋπόθεση ότι προσδιορίζουν µε σαφήνεια, όπου απαιτείται, τους αντίστοιχους τυποποιηµένους όρους που καθορίζονται στον κατάλογο του άρθρου 3.

1. Η αρµόδια αρχή τηρεί, ενηµερώνει και δηµοσιεύει στο διαδικτυακό της τόπο πίνακα σύγκρισης τελών, τα οποία χρεώνονται από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωµών, τουλάχιστον για τις υπηρεσίες που περιλαµβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 3.
Η πρόσβαση στον ως άνω διαδικτυακό τόπο είναι δωρεάν.
Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωµών παρέχουν στην αρµόδια αρχή τα απαραίτητα για την τήρηση και ενηµέρωση του πίνακα σύγκρισης τελών, στοιχεία και πληροφορίες, σύµφωνα µε τις οδηγίες αυτής.

2. Η αρµόδια αρχή, µε απόφασή της µπορεί, να συµπεριλάβει στον πίνακα σύγκρισης τελών της παραγράφου 1 περαιτέρω συγκριτικούς παράγοντες σχετικά µε το επίπεδο των υπηρεσιών που παρέχονται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωµών, όπως ο αριθµός κι ο τόπος εγκατάστασης υποκαταστηµάτων ή αυτόµατων ταµειακών µηχανών.

3. Ο διαδικτυακός τόπος σύγκρισης της παραγράφου 1:
α) διασφαλίζει ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωµών έχουν ίση µεταχείριση στα αποτελέσµατα της αναζήτησης,
β) εφαρµόζει σαφή και αντικειµενικά κριτήρια βάσει των οποίων διενεργείται η σύγκριση,
γ) χρησιµοποιεί απλή και σαφή γλώσσα και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τους τυποποιηµένους όρους που καθορίζονται στον κατάλογο του άρθρου 3,
δ) παρέχει ακριβή και επικαιροποιηµένη πληροφόρηση και αναφέρει την ώρα της τελευταίας ενηµέρωσης του περιεχοµένου του,
ε) περιλαµβάνει ένα ευρύ φάσµα προσφορών για λογαριασµούς πληρωµών το οποίο καλύπτει ένα σηµαντικό µέρος της αγοράς και, εάν οι προβαλλόµενες πληροφορίες δεν δηµιουργούν πλήρη εικόνα της αγοράς, µια σαφή δήλωση αυτού του γεγονότος, πριν από την παρουσίαση των αποτελεσµάτων, και
στ) παρέχει µια αποτελεσµατική διαδικασία για την αναφορά της εσφαλµένης πληροφόρησης ως προς τα δηµοσιοποιούµενα τέλη.

Όταν προσφέρεται ένας λογαριασµός πληρωµών ως µέρος πακέτου µαζί µε ένα άλλο προϊόν ή υπηρεσία που δεν συνδέεται µε λογαριασµό πληρωµών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωµών ενηµερώνει τον καταναλωτή αν υπάρχει η δυνατότητα να αγοράσει το λογαριασµό πληρωµών χωριστά και, στην περίπτωση αυτή, παρέχει ξεχωριστή πληροφόρηση σχετικά µε τις δαπάνες και τα τέλη που συνδέονται µε κάθε ένα από τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες που προσφέρονται στο εν λόγω πακέτο και που µπορούν να αγοραστούν χωριστά.

Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωµών παρέχουν σε οποιονδήποτε καταναλωτή που ανοίγει ή τηρεί λογαριασµό σε πάροχο υπηρεσιών πληρωµών που εδρεύει στην Ελλάδα υπηρεσία αλλαγής λογαριασµού, όπως περιγράφεται στο άρθρο 10, µεταξύ λογαριασµών πληρωµών που τηρούνται στο ίδιο νόµισµα.

1. Η υπηρεσία αλλαγής λογαριασµού κινείται από τον λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών µετά από αίτηση του καταναλωτή. Η υπηρεσία αλλαγής λογαριασµού πληροί τουλάχιστον τα οριζόµενα στις παραγράφους 2 έως 6.

2. Ο λαµβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών εκτελεί την υπηρεσία αλλαγής λογαριασµού µόλις λάβει σχετική εξουσιοδότηση από τον καταναλωτή. Στην περίπτωση δύο ή περισσοτέρων δικαιούχων του λογαριασµού, η εξουσιοδότηση παρέχεται από καθέναν εξ αυτών.
Η εξουσιοδότηση συντάσσεται στην ελληνική γλώσσα ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα συµφωνηθεί µεταξύ των µερών.
Η εξουσιοδότηση επιτρέπει στον καταναλωτή να παρέχει ειδική συγκατάθεση για την εκτέλεση:
α) των ενεργειών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 από τον αποστέλλοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών και
β) των ενεργειών που αναφέρονται στην παράγραφο 5 από το λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών.
Με την εξουσιοδότηση ο καταναλωτής προσδιορίζει ρητά τις εισερχόµενες µεταφορές πιστώσεων, τις πάγιες εντολές για µεταφορές πιστώσεων και τις εντολές άµεσης χρέωσης για τις οποίες επιθυµεί να του παρασχεθεί η υπηρεσία αλλαγής λογαριασµού. Στην εξουσιοδότηση ορίζεται επίσης από τον καταναλωτή η ηµεροµηνία από την οποία οι πάγιες εντολές για µεταφορές πιστώσεων και οι εντολές άµεσης χρέωσης πρέπει να εκτελούνται µέσω του λογαριασµού πληρωµών που ανοίγεται ή τηρείται στο λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών. Η ηµεροµηνία αυτή τοποθετείται τουλάχιστον έξι εργάσιµες ηµέρες από την ηµεροµηνία κατά την οποία ο λαµβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών λαµβάνει τα έγγραφα που αποστέλλονται από τον αποστέλλοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών σύµφωνα µε την παράγραφο 4. Η εν λόγω εξουσιοδότηση παρέχεται εγγράφως ή, µετά από σχετική συµφωνία των µερών και µε άλλο σταθερό µέσο και ο καταναλωτής λαµβάνει αντίγραφο αυτής.

3. Εντός δύο (2) εργάσιµων ηµερών από την παραλαβή της εξουσιοδότησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, ο λαµβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών ζητά από τον αποστέλλοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών να προβεί στις εξής ενέργειες, εφόσον προβλέπονται στην εξουσιοδότηση του καταναλωτή:
α) να διαβιβάσει στον λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών και, εφόσον ο καταναλωτής το έχει ζητήσει ειδικά, και στον ίδιο, κατάλογο των υφιστάµενων πάγιων εντολών για µεταφορές πιστώσεων και τις διαθέσιµες πληροφορίες σχετικά µε τις εντολές άµεσης χρέωσης που αλλάζουν,
β) να διαβιβάσει στον λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών και, εφόσον το έχει ζητήσει ειδικά ο καταναλωτής, και στον ίδιο, τις διαθέσιµες πληροφορίες σχετικά µε τις επαναλαµβανόµενες εισερχόµενες µεταφορές πιστώσεων και τις άµεσες χρεώσεις που έχει εξουσιοδοτήσει ο πιστωτής και οι οποίες εκτελέστηκαν στο λογαριασµό πληρωµών του καταναλωτή κατά τους προηγούµενους δεκατρείς (13) µήνες,
γ) αν ο αποστέλλων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών δεν διαθέτει σύστηµα αυτοµατοποιηµένης ανακατεύθυνσης των εισερχόµενων µεταφορών πιστώσεων και των άµεσων χρεώσεων προς το λογαριασµό πληρωµών που διατηρεί ο καταναλωτής στο λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών, να διακόψει την αποδοχή άµεσων χρεώσεων και εισερχόµενων µεταφορών πιστώσεων από την ηµεροµηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση,
δ) να ακυρώσει τις πάγιες εντολές από την ηµεροµηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση,
ε) να µεταφέρει οποιοδήποτε πιστωτικό υπόλοιπο στο λογαριασµό πληρωµών που ανοίχθηκε ή τηρείται στον λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών κατά την ηµεροµηνία που ορίζεται από τον καταναλωτή και
στ) να κλείσει το λογαριασµό πληρωµών που τηρείται στον αποστέλλοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών κατά την ηµεροµηνία που ορίζεται από τον καταναλωτή.

4. Ο αποστέλλων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών, αφού λάβει σχετική αίτηση από τον λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών, εκτελεί τις ακόλουθες ενέργειες, εφόσον προβλέπονται στην εξουσιοδότηση του καταναλωτή:
α) αποστέλλει στον λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών τις πληροφορίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 3, εντός πέντε (5) εργάσιµων ηµερών από τη λήψη της αίτησης,
β) σε περίπτωση που ο αποστέλλων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών δεν διαθέτει σύστηµα αυτοµατοποιηµένης ανακατεύθυνσης των εισερχόµενων µεταφορών πιστώσεων και των άµεσων χρεώσεων προς το λογαριασµό που τηρείται ή ανοίγεται από τον καταναλωτή στο λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών, διακόπτει την αποδοχή εισερχόµενων µεταφορών πιστώσεων και άµεσων χρεώσεων στο λογαριασµό πληρωµών από την ηµεροµηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση,
γ) ακυρώνει τις πάγιες εντολές από την ηµεροµηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση,
δ) µεταφέρει οποιοδήποτε πιστωτικό υπόλοιπο από το λογαριασµό πληρωµών στο λογαριασµό πληρωµών που ανοίχθηκε ή τηρείται στο λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών κατά την ηµεροµηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση,
ε) µε την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 3862/2010, κλείνει το λογαριασµό πληρωµών κατά την ηµεροµηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση, εφόσον ο καταναλωτής δεν έχει εκκρεµείς υποχρεώσεις όσον αφορά τον εν λόγω λογαριασµό και υπό την προϋπόθεση ότι οι ενέργειες που απαριθµούνται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και δ΄ της παρούσας παραγράφου έχουν ολοκληρωθεί. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωµών ενηµερώνει αµέσως τον καταναλωτή σε περίπτωση που οι εν λόγω εκκρεµείς υποχρεώσεις δεν επιτρέπουν το κλείσιµο του λογαριασµού πληρωµών του καταναλωτή.

5. Εντός πέντε (5) εργάσιµων ηµερών από την παραλαβή των πληροφοριών που ζητήθηκαν από τον αποστέλλοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών σύµφωνα µε την παράγραφο 3, ο λαµβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών, εφόσον αυτό προβλέπεται στην εξουσιοδότηση και στο βαθµό που οι πληροφορίες που έχει παράσχει ο αποστέλλων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών ή ο καταναλωτής του το επιτρέπουν, εκτελεί τις ακόλουθες ενέργειες:
α) προσδιορίζει τις πάγιες εντολές για τις µεταφορές πιστώσεων που ζητεί ο καταναλωτής και τις εκτελεί από την ηµεροµηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση,
β) προβαίνει στις απαραίτητες προετοιµασίες για να δέχεται άµεσες χρεώσεις από την ηµεροµηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση,
γ) κατά περίπτωση, ενηµερώνει τους καταναλωτές για τα δικαιώµατά τους δυνάµει του στοιχείου δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του Κανονισµού (ΕΕ) αριθµ. 260/2012,
δ) γνωστοποιεί στους πληρωτές που ορίζονται στην εξουσιοδότηση και οι οποίοι προβαίνουν σε επαναλαµβανόµενες εισερχόµενες µεταφορές πιστώσεων προς λογαριασµό πληρωµών του καταναλωτή τα στοιχεία του λογαριασµού πληρωµών του καταναλωτή που τηρείται στον λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών και διαβιβάζει στους πληρωτές αντίγραφο της εξουσιοδότησης του καταναλωτή. Εάν ο λαµβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών δεν έχει όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται για να ενηµερώσει τους πληρωτές, ζητεί από τον καταναλωτή ή από τον αποστέλλοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών να παράσχει τις πληροφορίες που λείπουν,
ε) γνωστοποιεί στους δικαιούχους που ορίζονται στην εξουσιοδότηση και οι οποίοι λαµβάνουν χρηµατικά ποσά από το λογαριασµό πληρωµών του καταναλωτή µε άµεση χρέωση τα στοιχεία του λογαριασµού πληρωµών του καταναλωτή που τηρείται στον λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών και την ηµεροµηνία από την οποία θα λαµβάνονται χρηµατικά ποσά από το λογαριασµό πληρωµών µε άµεση χρέωση και διαβιβάζει στους δικαιούχους αντίγραφο της εξουσιοδότησης του καταναλωτή. Εάν ο λαµβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών δεν έχει όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται για να ενηµερώσει τους δικαιούχους, ζητεί από τον καταναλωτή ή από τον αποστέλλοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών να παράσχει τις πληροφορίες που λείπουν.
Σε περίπτωση που ο καταναλωτής επιλέξει να παράσχει προσωπικά τις πληροφορίες που αναφέρονται στις ανωτέρω περιπτώσεις δ΄ και ε΄ στους πληρωτές ή δικαιούχους, αντί να δώσει ρητή συγκατάθεση σύµφωνα µε την παράγραφο 2 στον λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών να το πράξει, ο λαµβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών παρέχει στον καταναλωτή τυποποιηµένες επιστολές µε τα στοιχεία του λογαριασµού πληρω µών και την ηµεροµηνία έναρξης που προσδιορίζεται στην εξουσιοδότηση εντός της προθεσµίας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

6. Με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 52 του ν. 3862/2010, ο αποστέλλων πάροχος υπηρεσιών πληρω µών δεν αναστέλλει τη χρήση των µέσων πληρωµών πριν από την ηµεροµηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση του καταναλωτή, έτσι ώστε η παροχή υπηρεσιών πληρωµών προς τον καταναλωτή να µη διακοπεί κατά τη διάρκεια της παροχής της υπηρεσίας αλλαγής λογαριασµού.

1. Σε περίπτωση που ο καταναλωτής αναφέρει στον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωµών ότι επιθυµεί να ανοίξει λογαριασµό πληρωµών σε πάροχο υπηρεσιών πληρωµών εγκατεστηµένο σε άλλο κράτος-µέλος, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωµών στον οποίο ο καταναλωτής τηρεί ήδη λογαριασµό πληρωµών παρέχει, µετά την παραλαβή ενός τέτοιου αιτήµατος, την ακόλουθη βοήθεια στον καταναλωτή:
α) παρέχει δωρεάν στον καταναλωτή κατάλογο µε όλες τις ενεργές πάγιες εντολές για µεταφορές πιστώσεων και τις εντολές άµεσης χρέωσης τις οποίες έχει δώσει ο οφειλέτης, εφόσον διατίθενται, και πληροφορίες σχετικά µε τις επαναλαµβανόµενες εισερχόµενες µεταφορές πιστώσεων και τις άµεσες χρεώσεις που έχει εξουσιοδοτήσει ο πιστωτής και οι οποίες εκτελέστηκαν στο λογαριασµό πληρωµών του καταναλωτή κατά τους προηγούµενους δεκατρείς (13) µήνες. Ο εν λόγω κατάλογος δεν επιφέρει καµία υποχρέωση για το νέο πάροχο υπηρεσιών πληρωµών να προσφέρει υπηρεσίες που δεν παρέχει ήδη,
β) µεταφέρει οποιοδήποτε πιστωτικό υπόλοιπο παρα µένει στο λογαριασµό πληρωµών που τηρεί ο καταναλωτής στο λογαριασµό που ανοίχτηκε ή τηρείται στο νέο πάροχο υπηρεσιών πληρωµών, υπό την προϋπόθεση ότι το αίτηµα περιλαµβάνει πλήρη στοιχεία για την αναγνώριση του νέου παρόχου υπηρεσιών πληρωµών και του σχετικού λογαριασµού πληρωµών του καταναλωτή,
γ) κλείνει τον λογαριασµό πληρωµών που τηρεί ο καταναλωτής.

2. Με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 3862/2010 και εάν ο καταναλωτής δεν έχει εκκρεµείς υποχρεώσεις επί λογαριασµού πληρωµών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωµών στον οποίο ο καταναλωτής τηρεί τον εν λόγω λογαριασµό πληρωµών προβαίνει στις ενέργειες που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου κατά την η µεροµηνία που ορίζεται από τον καταναλωτή, η οποία απέχει τουλάχιστον έξι (6) εργάσιµες ηµέρες από την παραλαβή από τον εν λόγω πάροχο υπηρεσιών πληρωµών του αιτήµατος του καταναλωτή, εκτός εάν συµφωνηθεί διαφορετικά µεταξύ των µερών. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωµών ενηµερώνει αµέσως τον καταναλωτή σε περίπτωση που οι εν λόγω εκκρεµείς υποχρεώσεις δεν επιτρέπουν το κλείσιµο του λογαριασµού πληρωµών του.

1. Oι καταναλωτές έχουν δωρεάν πρόσβαση στις προσωπικές τους πληροφορίες όσον αφορά υφιστάµενες πάγιες εντολές και άµεσες χρεώσεις που τηρούνται είτε στον αποστέλλοντα είτε στο λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών.

2. O αποστέλλων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών παρέχει τις πληροφορίες που έχει ζητήσει ο λαµβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών δυνάµει της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 10 χωρίς να χρεώνει τον καταναλωτή ή το λαµβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωµών.

3. Τα τέλη, εάν υπάρχουν, που χρεώνει ο αποστέλλων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών στον καταναλωτή για το κλείσιµο του λογαριασµού πληρωµών που τηρείται σε αυτόν καθορίζονται σύµφωνα µε τις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 42 του ν. 3862/2010.

4. Τα τέλη, εάν υπάρχουν, που χρεώνει ο αποστέλλων ή ο λαµβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωµών στον καταναλωτή για οποιαδήποτε υπηρεσία παρέχεται δυνάµει του άρθρου 10, εκτός εκείνων που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου, είναι εύλογα και αντιστοιχούν στο πραγµατικό κόστος στο οποίο υποβάλλεται ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών πληρωµών.

1. Οποιαδήποτε οικονοµική ζηµία, περιλαµβανοµένων των χρεώσεων και των τόκων, την οποία υφίσταται ο καταναλωτής και η οποία προκύπτει άµεσα από τη µη συµ µόρφωση παρόχου υπηρεσιών πληρωµών που συµµετέχει στη διαδικασία αλλαγής λογαριασµού προς τις υποχρεώσεις του άρθρου 10, αποκαθίσταται χωρίς καθυστέρηση από τον εν λόγω πάροχο υπηρεσιών πληρωµών.

2. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωµών δεν υπέχει την ευθύνη σύµφωνα µε την παράγραφο 1 εφόσον η οικονοµική ζηµία του καταναλωτή οφείλεται σε ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, εκτός του ελέγχου του παρόχου υπηρεσιών πληρωµών που τις επικαλείται και των οποίων οι συνέπειες δεν θα µπορούσαν να αποφευχθούν παρ’ όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο, καθώς και σε περιπτώσεις που ο πάροχος υπηρεσιών πληρωµών ενεργεί σε εκπλήρωση άλλων νοµικών υποχρεώσεων που προβλέπονται από ενωσιακές ή εθνικές διατάξεις.

1. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωµών παρέχουν στους καταναλωτές τις εξής πληροφορίες σχετικά µε την υπηρεσία αλλαγής λογαριασµού:
α) το ρόλο του αποστέλλοντος και του λαµβάνοντος παρόχου υπηρεσιών πληρωµών σε κάθε βήµα της διαδικασίας αλλαγής λογαριασµού, όπως ορίζεται στο άρθρο 10,
β) το χρονοδιάγραµµα ολοκλήρωσης των σχετικών βηµάτων,
γ) τα τέλη, εάν υπάρχουν, που χρεώνονται για τη διαδικασία αλλαγής λογαριασµού,
δ) κάθε πληροφορία που θα κληθεί να παράσχει ο καταναλωτής και
ε) τις διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, σύµφωνα µε την 70330οικ/30.6.2015 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµίας, Υποδοµών, Ναυτιλίας και Τουρισµού και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων (Β΄1421).
Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµίας και Ανάπτυξης, µπορεί να καθορίζονται και άλλες πληροφορίες που πρέπει να παρέχουν στους καταναλωτές οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωµών, µεταξύ των οποίων, κατά περίπτωση, και τις αναγκαίες πληροφορίες για την ταυτοποίηση του συστήµατος εγγύησης των καταθέσεων στο οποίο συµµετέχει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωµών.

2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διατίθενται σε έντυπη µορφή ή άλλο σταθερό µέσο στο δίκτυο των καταστηµάτων του παρόχου υπηρεσιών πληρωµών, καθώς και σε ηλεκτρονική µορφή στο διαδικτυακό τόπο του ανά πάσα στιγµή, παρέχονται δε στους καταναλωτές κατόπιν αιτήµατός τους. Οι πληροφορίες αυτές διατίθενται δωρεάν.

Tα πιστωτικά ιδρύµατα δεν προβαίνουν σε διακρίσεις εις βάρος των καταναλωτών που διαµένουν νόµιµα στην Ένωση λόγω της ιθαγένειάς τους ή του τόπου διαµονής τους ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο κατά τα ειδικότερα οριζόµενα στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη διαδικασία ανοίγµατος λογαριασµού πληρωµών ή πρόσβασης σε αυτόν. Οι προϋποθέσεις για το άνοιγµα και την τήρηση λογαριασµού πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά δεν µπορεί να συνεπάγονται οποιουδήποτε είδους διακριτική µεταχείριση.

1. Oι λογαριασµοί πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά προσφέρονται στους καταναλωτές από όλα τα πιστωτικά ιδρύµατα τα οποία προσφέρουν υπηρεσίες πληρωµών σε καταναλωτές. Οι λογαριασµοί πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά δεν προσφέρονται από τα πιστωτικά ιδρύµατα που παρέχουν λογαριασµούς πληρωµών αποκλειστικά µέσω διαδικτύου.

2. Οι καταναλωτές που διαµένουν νόµιµα στην Ένωση έχουν το δικαίωµα να ανοίγουν και να χρησιµοποιούν λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά στα πιστωτικά ιδρύµατα που είναι εγκατεστηµένα στην Ελλάδα. Το δικαίωµα αυτό ισχύει ανεξάρτητα από τον τόπο διαµονής του καταναλωτή.
Οι καταναλωτές που δεν έχουν σταθερή διεύθυνση κατοικίας, οι αιτούντες άσυλο και οι καταναλωτές που δεν είναι κάτοχοι άδειας παραµονής, αλλά των οποίων η απέλαση είναι αδύνατη για νοµικούς ή πραγµατικούς λόγους, θα πρέπει να προσκοµίζουν τα απαραίτητα δηµόσια δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την ταυτότητα ή/και ιδιότητά τους για το άνοιγµα και χρήση λογαριασµού πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά στα πιστωτικά ιδρύµατα που είναι εγκατεστηµένα στην Ελλάδα. Στις περιπτώσεις αυτές, το άνοιγµα του λογαριασµού πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά επιτρέπεται για κάθε νόµιµη αιτία.

3. Τα πιστωτικά ιδρύµατα που προσφέρουν λογαριασµούς πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά ανοίγουν το λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά ή απορρίπτουν την αίτηση του καταναλωτή για το άνοιγµα λογαριασµού πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά, χωρίς αναίτια καθυστέρηση και το αργότερο εντός δέκα (10) εργάσιµων ηµερών από την παραλαβή ολοκληρωµένης αίτησης.

4. Τα πιστωτικά ιδρύµατα απορρίπτουν αίτηση για λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά στην περίπτωση που το άνοιγµά του θα είχε ως αποτέλεσµα την παράβαση του Κεφαλαίου Ε΄ του ν. 3691/2008.

5. Τα πιστωτικά ιδρύµατα που προσφέρουν λογαριασµούς πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά, µπορούν να απορρίπτουν αίτηση για σχετικό λογαριασµό όταν ο καταναλωτής κατέχει ήδη λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά σε πιστωτικό ίδρυµα που είναι εγκατεστηµένο στην Ελλάδα και το οποίο του επιτρέπει να χρησιµοποιεί τις υπηρεσίες της παραγράφου 1 του άρθρου 17, εκτός εάν ο καταναλωτής δηλώνει υπεύθυνα ότι έχει προειδοποιηθεί για το προσεχές κλείσιµο του λογαριασµού πληρωµών του.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, πριν από το άνοιγµα ενός λογαριασµού πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά, το πιστωτικό ίδρυµα µπορεί να επαληθεύει κατά πόσον ο καταναλωτής διατηρεί ή όχι λογαριασµό πληρωµών σε πιστωτικό ίδρυµα εγκατεστηµένο στην Ελλάδα, που δίνει τη δυνατότητα στους καταναλωτές να χρησιµοποιούν τις υπηρεσίες της παραγράφου 1 του άρθρου 17, ζητώντας υπεύθυνη δήλωση υπογεγραµµένη από τον καταναλωτή για το σκοπό αυτόν.

6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµίας και Ανάπτυξης δύνανται να προσδιορίζονται ειδικές πρόσθετες περιπτώσεις απόρριψης από τα πιστωτικά ιδρύµατα της αίτησης για λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά, µε στόχο την αποτροπή καταχρήσεων από τους καταναλωτές, σχετικά µε το δικαίωµα πρόσβασης σε λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά.

7. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3691/2008 και των περιορισµών που δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας και δηµόσιας τάξης, αν το αίτηµα απορριφθεί σύµφωνα µε τις παραγράφους 4, 5 και 6, το πιστωτικό ίδρυµα ενηµερώνει αµέσως τον καταναλωτή για την απόρριψη της αίτησής του και για τους ειδικούς προς τούτο λόγους, γραπτώς και δωρεάν. Στην περίπτωση αυτή, το πιστωτικό ίδρυµα υποδεικνύει στον καταναλωτή τη διαδικασία που µπορεί να ακολουθήσει για την υποβολή παραπόνου κατά της απόρριψης, καθώς και το δικαίωµα του καταναλωτή να απευθυνθεί στην αρµόδια αρχή του άρθρου 21 και σε φορέα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών της 70330οικ/30.6.2015 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονοµίας, Υποδοµών, Ναυτιλίας και Τουρισµού και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων, παρέχοντας τα σχετικά στοιχεία επικοινωνίας.

8. Η πρόσβαση σε λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά δεν εξαρτάται από την αγορά πρόσθετων υπηρεσιών ή µετοχών ή µεριδίων του πιστωτικού ιδρύµατος, εκτός εάν το τελευταίο αποτελεί προϋπόθεση για όλους τους πελάτες του πιστωτικού ιδρύµατος.

1. Ο λογαριασµός πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά περιλαµβάνει τις εξής υπηρεσίες:
α) τη διενέργεια όλων των πράξεων που απαιτούνται για το άνοιγµα, τη λειτουργία και το κλείσιµο λογαριασµού πληρωµών,
β) υπηρεσίες που επιτρέπουν την τοποθέτηση χρηµατικών ποσών σε λογαριασµό πληρωµών,
γ) υπηρεσίες που επιτρέπουν τις αναλήψεις µετρητών εντός της Ένωσης από λογαριασµό πληρωµών στο ταµείο ή σε αυτόµατες ταµειολογιστικές µηχανές (ΑΤΜs), κατά τη διάρκεια ή εκτός του ωραρίου λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύµατος,
δ) την εκτέλεση των εξής πράξεων πληρωµής εντός της Ένωσης:
αα) άµεσων χρεώσεων,
ββ) πράξεων πληρωµής µέσω κάρτας πληρωµών, περιλαµβανοµένων των διαδικτυακών (online) πληρωµών,
γγ) µεταφορών πιστώσεων, συµπεριλαµβανοµένων των πάγιων εντολών, σε τερµατικά, εφόσον υπάρχουν, και ταµεία καταστηµάτων πιστωτικών ιδρυµάτων και µέσω διαδικτυακών (online) υποδοµών του πιστωτικού ιδρύµατος.
Οι υπηρεσίες που απαριθµούνται στις περιπτώσεις α΄ έως και δ΄ προσφέρονται από τα πιστωτικά ιδρύµατα στο βαθµό που ήδη προσφέρονται στους καταναλωτές, οι οποίοι τηρούν άλλους λογαριασµούς πληρωµών, εκτός εκείνων µε βασικά χαρακτηριστικά.

2. Ο λογαριασµός πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά προσφέρεται από τα πιστωτικά ιδρύµατα που είναι εγκατεστηµένα στην Ελλάδα, τουλάχιστον σε ευρώ.

3. Ο λογαριασµός πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά επιτρέπει στους καταναλωτές να διενεργούν απεριόριστο αριθµό πράξεων σχετικά µε τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4. Ανεξαρτήτως του αριθµού των πράξεων που εκτελούνται στο λογαριασµό πληρωµών, τα πιστωτικά ιδρύ µατα δεν επιβάλλουν τέλη πέραν των τυχόν ευλόγων, που αναφέρονται στο άρθρο 18, όσον αφορά τις υπηρεσίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ ΄και στην υποπερίπτωση ββ΄ της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1, εξαιρουµένων των πράξεων πληρωµής µέσω πιστωτικής κάρτας.

5. Ο καταναλωτής είναι σε θέση να διαχειρίζεται και να εκκινεί συναλλαγές πληρωµής από το λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά, τον οποίο τηρεί, στις εγκαταστάσεις του πιστωτικού ιδρύµατος ή και µέσω διαδικτυακών (online) υποδοµών, εφόσον αυτές υπάρχουν.

6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµίας και Ανάπτυξης και Οικονοµικών, που εκδίδεται ύστερα από γνωµοδότηση του Εθνικού Συµβουλίου Καταναλωτή και Αγοράς:
α) µπορεί να επιβάλλεται στα πιστωτικά ιδρύµατα που είναι εγκατεστηµένα στην Ελλάδα να παρέχουν, στο πλαίσιο λογαριασµού πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά, πρόσθετες υπηρεσίες, οι οποίες θεωρούνται ουσιώδεις για τους καταναλωτές βάσει των συνήθων πρακτικών στην ελληνική αγορά,
β) για τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην υποπερίπτωση αα΄, στην υποπερίπτωση ββ΄ µόνο όσον αφορά πράξεις πληρωµών µέσω πιστωτικής κάρτας και στην υποπερίπτωση γγ΄ της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1, µπορεί να προβλέπεται ελάχιστος αριθµός πράξεων για τις οποίες τα πιστωτικά ιδρύµατα µπορούν να καταλογίζουν µόνο τα εύλογα τέλη, εάν ισχύουν, που αναφέρονται στο άρθρο 18. Ο ελάχιστος αριθµός των πράξεων πρέπει να είναι επαρκής για να καλύψει την προσωπική χρήση από τον καταναλωτή, λαµβάνοντας υπόψη τις υφιστάµενες κοινές συναλλακτικές πρακτικές και τη συ µπεριφορά των καταναλωτών. Τα τέλη που χρεώνονται για τις πράξεις πέραν του ελάχιστου προβλεπόµενου αριθµού δεν είναι ποτέ υψηλότερα από εκείνα που χρεώνονται κατά τη συνήθη τιµολογιακή πολιτική του πιστωτικού ιδρύµατος,
γ) ρυθµίζεται κάθε άλλο σχετικό θέµα

7. Τα αποτελέσµατα από την εφαρµογή των διατάξεων της ανωτέρω κοινής υπουργικής απόφασης αξιολογούνται ανά τριετία ή όποτε άλλοτε κρίνεται αναγκαίο από τα συναρµόδια Υπουργεία, λαµβάνοντας υπόψη σχετική γνωµοδότηση του Εθνικού Συµβουλίου Καταναλωτή και Αγοράς.

1. Οι υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 17 προσφέρονται από τα πιστωτικά ιδρύµατα δωρεάν ή έναντι καταβολής εύλογου τέλους.

2. Τα τέλη που χρεώνονται στον καταναλωτή σε περίπτωση µη συµµόρφωσης µε τις δεσµεύσεις του, σύµφωνα µε τη σύµβαση-πλαίσιο, είναι εύλογα.

3. Τα εύλογα τέλη που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 καθορίζονται λαµβανοµένων υπόψη τουλάχιστον των ακόλουθων κριτηρίων:
α) του εθνικού επιπέδου εισοδήµατος,
β) του µέσου όρου των τελών που χρεώνουν τα πιστωτικά ιδρύµατα στην Ελλάδα για τις υπηρεσίες που παρέχονται σε σχέση µε λογαριασµούς πληρωµών.

4. Με την επιφύλαξη του δικαιώµατος της παραγράφου 2 του άρθρου 16 και της υποχρέωσης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, µε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµίας και Ανάπτυξης και Οικονοµικών, που εκδίδεται λαµβάνοντας υπόψη σχετική γνωµοδότηση του Εθνικού Συµβουλίου Καταναλωτή και Αγοράς, µπορεί να επιβάλλεται στα πιστωτικά ιδρύµατα να εφαρ µόζουν διαφορετικά συστήµατα τιµολόγησης ανάλογα µε το επίπεδο ένταξης του καταναλωτή στο τραπεζικό σύστηµα, ώστε να παρέχονται ευνοϊκότεροι όροι για τους ευάλωτους καταναλωτές που δεν χρησιµοποιούν τραπεζικές υπηρεσίες και να διασφαλίζεται, στις περιπτώσεις αυτές, η ευχερής πρόσβαση των καταναλωτών σε επαρκείς και κατάλληλες πληροφορίες σχετικά µε τις διαθέσιµες επιλογές, καθώς και να ρυθµίζεται κάθε άλλο σχετικό θέµα.
Τα αποτελέσµατα από την εφαρµογή των διατάξεων της ανωτέρω κοινής υπουργικής απόφασης, αξιολογούνται ανά τριετία ή όποτε άλλοτε κρίνεται αναγκαίο από τα συναρµόδια Υπουργεία, λαµβάνοντας υπόψη σχετική γνωµοδότηση του Εθνικού Συµβουλίου Καταναλωτή και Αγοράς.

1. Οι συµβάσεις-πλαίσιο για την παροχή πρόσβασης σε λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά υπόκεινται στις διατάξεις του ν. 3862/2010, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις παραγράφους 2 και 4.

2. Το πιστωτικό ίδρυµα µπορεί να καταγγείλει µονοµερώς τη σύµβαση-πλαίσιο, µόνο εάν πληρούται τουλάχιστον µία από τις εξής προϋποθέσεις:
α) ο καταναλωτής χρησιµοποίησε εσκεµµένα το λογαριασµό πληρωµών για παράνοµους σκοπούς,
β) δεν έχει εκτελεσθεί καµία συναλλαγή στο λογαριασµό πληρωµών για διάστηµα µεγαλύτερο των 24 διαδοχικών µηνών,
γ) ο καταναλωτής παρέσχε ανακριβή στοιχεία προκειµένου να ανοίξει το λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά, εφόσον τα πραγµατικά στοιχεία θα τον απέκλειαν από το δικαίωµα αυτό,
δ) ο καταναλωτής δεν διαµένει πλέον νοµίµως στην Ένωση,
ε) ο καταναλωτής που ήδη τηρεί στην Ελλάδα λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά έχει ακολούθως ανοίξει στην Ελλάδα δεύτερο λογαριασµό πληρωµών, ο οποίος του επιτρέπει να χρησιµοποιεί τις υπηρεσίες που απαριθµούνται στην παράγραφο 1 του άρθρου 17.

3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµίας και Ανάπτυξης µπορεί να καθορίζονται και άλλες ειδικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες µπορεί να καταγγελθεί µονοµερώς από το πιστωτικό ίδρυµα σύµβαση-πλαίσιο για λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά, για την αποτροπή καταχρήσεων από τους καταναλωτές, σχετικά µε το δικαίωµά τους να έχουν πρόσβαση σε λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά.

4. Με την επιφύλαξη των περιορισµών που δικαιολογούνται από λόγους εθνικής ασφάλειας και δηµόσιας τάξης, όταν ένα πιστωτικό ίδρυµα καταγγέλλει τη σύµβαση για λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά για έναν ή περισσότερους από τους λόγους που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄, δ΄ και ε΄ της παραγράφου 2 και στην παράγραφο 3, ενηµερώνει τον καταναλωτή για τους λόγους της καταγγελίας, τουλάχιστον δύο (2) µήνες πριν από την έναρξη ισχύος της, γραπτώς και δωρεάν. Όταν το πιστωτικό ίδρυµα καταγγέλει τη σύµβαση σύµφωνα µε την περίπτωση α΄ ή γ΄ της παραγράφου 2, η καταγγελία ισχύει αµέσως.

5. Με την γνωστοποίηση της καταγγελίας υποδεικνύεται στον καταναλωτή η διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει για την υποβολή παραπόνου κατά της καταγγελίας, καθώς και το δικαίωµά του να απευθυνθεί στην αρµόδια αρχή του άρθρου 21 και σε φορέα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών της 70330οικ./30.6.2015 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονοµίας, Υποδοµών, Ναυτιλίας και Τουρισµού και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων, και παρέχονται στον καταναλωτή τα σχετικά στοιχεία επικοινωνίας.

1. Η αρµόδια αρχή διασφαλίζει τη θέσπιση πρόσφορων µέτρων για την ενίσχυση της συνειδητοποίησης του κοινού, σχετικά µε τη διαθεσιµότητα λογαριασµών πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά, τους γενικούς όρους τι µολόγησής τους, τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για την άσκηση του δικαιώµατος πρόσβασης σε λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά και τις µεθόδους πρόσβασης σε διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Η αρµόδια αρχή διασφαλίζει ότι τα µέτρα επικοινωνίας είναι επαρκή και καλά στοχευµένα, ιδίως σε σχέση µε την προβολή τους σε καταναλωτές, που δεν χρησιµοποιούν τραπεζικές υπηρεσίες και σε ευπαθείς και µετακινούµενους καταναλωτές.

2. Tα πιστωτικά ιδρύµατα διαθέτουν δωρεάν στους καταναλωτές προσβάσιµες πληροφορίες και συνδροµή σχετικά µε τα ειδικά χαρακτηριστικά των παρεχόµενων λογαριασµών πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά, τα σχετικά τέλη και τους όρους χρήσης τους, µε τις οποίες να καθίσταται σαφές, µεταξύ άλλων, ότι η αγορά πρόσθετων υπηρεσιών δεν είναι υποχρεωτική για την πρόσβαση σε λογαριασµό πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά.

1. α) Για την εφαρµογή των άρθρων 3 και 7 αρµόδια είναι η Τράπεζα της Ελλάδος.
β) Για την εφαρµογή των άρθρων 4 έως 6, 8 έως 16 και 19 έως 20 αρµόδιο είναι το Υπουργείο Οικονοµίας και Ανάπτυξης.
γ) Για την εφαρµογή των άρθρων 17 και 18 ορίζονται συναρµόδια τα Υπουργεία Οικονοµίας και Ανάπτυξης και Οικονοµικών.
δ) Για την εφαρµογή του άρθρου 25, αρµόδιο είναι το Υπουργείο Οικονοµίας και Ανάπτυξης, στο οποίο οι αρµόδιες αρχές παρέχουν τα αναγκαία στοιχεία για τη συνολική πληροφόρηση.

2. Οι αρµόδιες αρχές και όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για αρµόδιες αρχές, καθώς και οι εντεταλµένοι από αρµόδιες αρχές ελεγκτές λογαριασµών ή εµπειρογνώµονες, δεσµεύονται από το επαγγελµατικό απόρρητο. Οι εµπιστευτικές πληροφορίες που περιέρχονται εις γνώσην τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν επιτρέπεται να γνωστοποιούνται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή αρχή, παρά µόνο µε συνοπτική ή συγκεντρωτική µορφή, µε την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εµπίπτουν στο ποινικό δίκαιο ή στον παρόντα νόµο. Οι αρµόδιες αρχές µπορούν να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν εµπιστευτικές πληροφορίες σύµφωνα µε το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο.

3. Για την εφαρµογή των διατάξεων του Πρώτου Μέρους του παρόντος νόµου, οι αρµόδιες αρχές συνεργάζονται µεταξύ τους.

1.α. Οι αρµόδιες αρχές συνεργάζονται µε τις αντίστοιχες αρχές των λοιπών κρατών-µελών όποτε αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους σύµφωνα µε τον παρόντα νόµο.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αρµόδιες αρχές επικουρούν τις αντίστοιχες αρχές των λοιπών κρατών-µελών, ιδίως, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε τυχόν δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας.
β. Για τη διευκόλυνση και την επίσπευση της συνεργασίας και ιδίως της ανταλλαγής πληροφοριών, ως σηµείο επαφής για τους σκοπούς του παρόντος νόµου, ορίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος.

2. Για τους σκοπούς εφαρµογής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου η αρµόδια αρχή διαθέτει την οργανωτική δοµή, πρόσωπα και υπηρεσίες µε αντικείµενο τη διευκόλυνση της συνεργασίας µε τις αρµόδιες αρχές των άλλων κρατών-µελών.

3. Η αρµόδια αρχή της παραγράφου 1β ανταλλάσσει µε τις αντίστοιχες αρχές των λοιπών κρατών-µελών χωρίς αδικαιολόγητη, καθυστέρηση όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρµόδιων αρχών.
Η αρµόδια αρχή της παραγράφου 1β και οι αντίστοιχες αρµόδιες αρχές των λοιπών κρατών-µελών που ανταλλάσσουν πληροφορίες, µπορούν να ορίσουν κατά την ανταλλαγή ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν πρέπει να αποκαλυφθούν χωρίς τη ρητή συµφωνία τους και, στην περίπτωση αυτή, οι πληροφορίες αυτές ανταλλάσσονται µόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συναίνεσή τους.
Η αρµόδια αρχή της παραγράφου 1β µπορεί να διαβιβάζει τις ληφθείσες πληροφορίες στις άλλες αρµόδιες αρχές. Εντούτοις δεν διαβιβάζει τις πληροφορίες σε άλλους φορείς ή φυσικά ή νοµικά πρόσωπα χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρµόδιων αρχών που τις κοινοποίησαν και µόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι εν λόγω αρχές έχουν συναινέσει, πλην δεόντως αιτιολογη µένων περιστάσεων, οπότε ενηµερώνει αµέσως το σηµείο επαφής που παρέσχε τις πληροφορίες.

4. Η αρµόδια αρχή µπορεί να αρνηθεί να ενεργήσει κατόπιν αιτήµατος για συνεργασία σε δραστηριότητα έρευνας ή εποπτείας ή να ανταλλάξει πληροφορίες όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 µόνο εάν:
α) αυτή η έρευνα, η επιτόπου εξακρίβωση, η δραστηριότητα εποπτείας ή η ανταλλαγή πληροφοριών που ενδέχονται να προσβάλουν την εθνική κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δηµόσια τάξη στην Ελλάδα,
β) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγµατικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων στην Ελλάδα,
γ) έχει ήδη εκδοθεί στην Ελλάδα τελεσίδικη απόφαση αναφορικά µε τα ίδια άτοµα και τις ίδιες πράξεις.
Σε περίπτωση τέτοιας άρνησης, η αρµόδια αρχή ενηµερώνει σχετικά την αρµόδια αρχή που υπέβαλε το αίτηµα και της παρέχει όσο το δυνατόν λεπτοµερέστερες πληροφορίες.

Οι αρµόδιες αρχές µπορεί να παραπέµπουν το ζήτηµα στην Ε.Α.Τ., σε περίπτωση που απορρίφθηκε αίτηµα για συνεργασία, ιδίως όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών ή δεν δόθηκε συνέχεια σε εύλογο χρονικό διάστηµα, και µπορούν να ζητούν τη βοήθεια της Ε.Α.Τ., σύµφωνα µε το άρθρο 19 του Κανονισµού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (EE L 331 της 15.12.2010). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η απόφαση που λαµβάνει η Ε.Α.Τ. είναι δεσµευτική για τις ενδιαφερόµενες ελληνικές αρµόδιες αρχές.

1. α) Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 4 έως 6 και 8 έως 20 του παρόντος νόµου, εφαρµόζεται το άρθρο 13α του ν. 2251/1994 (Α΄ 191). Ειδικώς σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 17 και 18 του παρόντος νόµου, οι κυρώσεις του άρθρου 13α του ν. 2251/1994 επιβάλλονται µε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµίας και Ανάπτυξης και Οικονοµικών.
β) Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 7 και της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του παρόντος νόµου, η Τράπεζα της Ελλάδος µπορεί να λαµβάνει τα αναγκαία µέτρα, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στις διατάξεις του Καταστατικού αυτής, καθώς και να επιβάλει τις κυρώσεις της παρ. 2 του άρθρου 59 του ν. 4261/2014.

2. Οι διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται σύµφωνα µε την παράγραφο 1 δηµοσιοποιούνται σύµφωνα µε το άρθρο 60 του ν. 4261/2014.

1. Η αρµόδια αρχή παρέχει στην Επιτροπή πληροφόρηση σχετικά µε τα ακόλουθα, για πρώτη φορά έως τις 18 Σεπτεµβρίου 2018 και έκτοτε ανά διετία:
α) τη συµµόρφωση των παρόχων υπηρεσιών πληρωµών µε τα άρθρα 4, 5 και 6,
β) τη συµµόρφωση προς τις απαιτήσεις διασφάλισης της ύπαρξης δικτυακών τόπων σύγκρισης σύµφωνα µε το άρθρο 7,
γ) τον αριθµό των λογαριασµών πληρωµών για τους οποίους έχει γίνει αλλαγή και την αναλογία των αιτήσεων αλλαγής που έχουν απορριφθεί,
δ) τον αριθµό των πιστωτικών ιδρυµάτων που προσφέρουν λογαριασµούς πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά, τον αριθµό αυτών των λογαριασµών που έχουν ανοιχτεί και την αναλογία των αιτήσεων για λογαριασµούς πληρωµών µε βασικά χαρακτηριστικά που απορρίφθηκαν.

2. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωµών και τα πιστωτικά ιδρύµατα υποβάλλουν την πληροφόρηση των περιπτώσεων γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατόπιν αιτήµατός της, η οποία µπορεί µε απόφασή της να εξειδικεύει τις επιµέρους απαιτήσεις για την εφαρµογή της εν λόγω υποχρέωσης.

Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Μέρους αρχίζει από τη δηµοσίευσή τους στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιµέρους διατάξεις του.
Κατ’ εξαίρεση, η ισχύς των διατάξεων:
α) των παραγράφων 1 έως 5 του άρθρου 4,
β) των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 5,
γ) των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6 και
δ) του άρθρου 7,
αρχίζει εννέα (9) µήνες µετά τη θέση σε ισχύ των ρυθµιστικών τεχνικών προτύπων που εκδίδει η Επιτροπή σύµφωνα, µε την παράγραφο 3 του άρθρου 4 του νόµου αυτού.

1. Η παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 4440/2016 (Α΄224) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του προϋπολογισµού, τα Υπουργεία και οι Αποκεντρωµένες Διοικήσεις µεταφέρουν σε ειδικούς Κωδικούς Αριθµούς Εξόδων του προϋπολογισµού τους µέρος των πιστώσεών τους που έχουν προβλεφθεί για πάσης φύσεως µεταβιβάσεις, προκειµένου να καλυφθεί η δαπάνη µισθοδοσίας υπαλλήλων των εποπτευόµενων φορέων τους που αποσπώνται ή µετατάσσονται σε άλλους φορείς.»

2. Στο άρθρο 15 του ν. 4440/2016 (Α΄224) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Στις περιπτώσεις µετάταξης ή απόσπασης υπαλλήλων που προέρχονται από φορείς Γενικής Κυβέρνησης σε άλλους φορείς που δεν επιχορηγούνται από τον τακτικό προϋπολογισµό, γενικά ή ειδικά για την κάλυψη δαπανών µισθοδοσίας, οι φορείς υποδοχής δύνανται να επιχορηγούνται ειδικά για την κάλυψη της δαπάνης µισθοδοσίας των υπαλλήλων αυτών από διακριτό Κωδικό Αριθµό Εξόδων. Η επιχορήγηση αφορά αποκλειστικά και µόνο το οικονοµικό έτος διενέργειας της απόσπασης ή της µετάταξης και καλύπτεται από τις πιστώσεις που µεταφέρουν τα Υπουργεία και οι Αποκεντρωµένες Διοικήσεις σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του παρόντος.»

3. Η παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 4440/2016 (Α΄224) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Μετατάξεις για τις οποίες είτε εκδόθηκε ανακοίνωση – πρόσκληση πριν από τις 15.3.2017 είτε υποβλήθηκε αίτηση του υπαλλήλου πριν από την ίδια ηµεροµηνία, δύνανται να ολοκληρωθούν σύµφωνα µε τις διατάξεις που ίσχυαν κατά τις 2.12.2016.»

4. Στο άρθρο 18 του ν. 4440/2016 (Α΄224) προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Η κάλυψη των σχετικών δαπανών µισθοδοσίας των αποσπάσεων και µετατάξεων του παρόντος άρθρου πραγµατοποιείται σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 15 του παρόντος.»

Οι υπάλληλοι της παρ. 8 του άρθρου 16 του ν. 3345/2005 (Α΄ 138) εξελίσσονται στα µισθολογικά κλιµάκια (Μ.Κ.) της Τ.Ε. κατηγορίας του άρθρου 9 του ν. 4354/2015 (Α' 176). Για την τελική κατάταξη των ανωτέρω απαιτείται η προσθήκη πλασµατικού χρόνου δύο (2) ετών. Οποιαδήποτε αύξηση του βασικού µισθού συµψηφίζεται µε την προσωπική διαφορά της παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 4354/2015.

Στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2628/1998 (Α΄151) προστίθεται τέταρτο εδάφιο ως εξής:
«Για τις αποδοχές και τις εν γένει πρόσθετες αµοιβές ή απολαβές και αποζηµιώσεις των προσλαµβανόµενων της παρούσας παραγράφου εφαρµόζεται αναλόγως η περίπτωση α΄ της παρ. 3 του άρθρου 28 του ν. 4354/2015 (Α΄ 176)

Η περίπτωση γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 24 του ν. 4270/2014 (Α΄143) αντικαθίσταται ως εξής:
«γ. Μέχρι την ολοκλήρωση εφαρµογής της διαδικασίας ηλεκτρονικής διακίνησης εγγράφων του άρθρου 69ΣΤ, για δαπάνες που διενεργούνται από:
i) περιφερειακές υπηρεσίες Υπουργείων, Ανεξάρτητων Αρχών, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους,
ii) την Προεδρία της Δηµοκρατίας,
iii) δηµόσιες αρχές της δικαστικής λειτουργίας του Κράτους, δηµόσια µουσεία και ειδικές αποκεντρωµένες υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δηµοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), δύναται, είτε µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και του οικείου Υπουργού ή της Ανεξάρτητης Αρχής είτε µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών κατόπιν εισήγησης του αρµόδιου οργάνου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους, είτε µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και του Γενικού Γραµµατέα της Προεδρίας της Δηµοκρατίας αντίστοιχα, αρµοδιότητες των παραγράφων 4 και 5, καθώς και των άρθρων 26, 66 και 69Γ, να ασκούνται από τις κατά τόπον αρµόδιες Δηµοσιονοµικές Υπηρεσίες Εποπτείας και Ελέγχου (άρθρο 69Δ παρ. 1).»

1. Η παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3429/2005 (Α΄314) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι δηµόσιες επιχειρήσεις, οι οργανισµοί, καθώς και τα νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που είναι φορείς Γενικής Κυβέρνησης µε προϋπολογισµό που υπερβαίνει το όριο της υπουργικής απόφασης της παρ. 2 του άρθρου 147 του ν. 4270/2014 (Α΄143), καταρτίζουν εσωτερικό κανονισµό λειτουργίας. Ο εσωτερικός κανονισµός λειτουργίας καταρτίζεται µε απόφαση του διοικητικού συµβουλίου ή του οργάνου διοίκησης των προαναφερόµενων φορέων και δηµοσιεύεται σε περίληψη στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.»

2. Η παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3429/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ο εσωτερικός κανονισµός λειτουργίας περιλαµβάνει τουλάχιστον:
α) τη διάρθρωση των υπηρεσιών των φορέων της παραγράφου 1, τα αντικείµενά τους, καθώς και τη σχέση των υπηρεσιών µεταξύ τους και µε τη διοίκηση. Μεταξύ των υπηρεσιών πρέπει υποχρεωτικά να προβλέπεται υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου,
β) τις διαδικασίες αξιολόγησης της απόδοσης των διευθυντικών στελεχών,
γ) τον Κανονισµό Προσωπικού, ο οποίος καταρτίζεται σύµφωνα µε τις κείµενες διατάξεις.»

3. Η παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3429/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Κάθε δηµόσια επιχείρηση και οργανισµός και νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου της παραγράφου 1 οργανώνει υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου. Η υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου έχει τις ακόλουθες αρµοδιότητες:
α) παρακολουθεί την εφαρµογή του εσωτερικού κανονισµού λειτουργίας και του καταστατικού των προαναφερόµενων φορέων, καθώς και της εν γένει νοµοθεσίας που τους αφορά,
β) παρακολουθεί και αναφέρει στο διοικητικό συµβούλιο ή στο όργανο διοίκησης, καθώς και στη γενική συνέλευση των µετόχων ή στην αρµόδια υπηρεσία του Υπουργείου Οικονοµικών και την Γ.Δ.Ο.Υ. του εποπτεύοντος Υπουργείου, περιπτώσεις σύγκρουσης των ιδιωτικών συµφερόντων των µελών του διοικητικού συµβουλίου ή του οργάνου διοίκησης µε τα συµφέροντα της επιχείρησης και οργανισµού ή του νοµικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου ή παράβασης των διατάξεων του νόµου αυτού από µέλη του διοικητικού συµβουλίου ή του οργάνου διοίκησης, συµπεριλαµβανοµένου του προέδρου και του διευθύνοντος συµβούλου, του διοικητή ή του γενικού διευθυντή,
γ) ενηµερώνει εγγράφως µία φορά τουλάχιστον κάθε τρίµηνο το διοικητικό συµβούλιο ή το όργανο διοίκησης, καθώς και τη γενική συνέλευση των µετόχων ή την αρ µόδια υπηρεσία του Υπουργείου Οικονοµικών και την Γ.Δ.Ο.Υ. του εποπτεύοντος Υπουργείου, για τους ελέγχους που διενεργεί,
δ) είναι υπεύθυνη για την παροχή και την ακρίβεια οποιασδήποτε πληροφορίας ζητηθεί από τις αρµόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονοµικών και του εποπτεύοντος Υπουργείου και διευκολύνει µε κάθε πρόσφορο µέσο το έργο παρακολούθησης, ελέγχου και εποπτείας που αυτές ασκούν.»

4. Τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 3429/2005 αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Συνιστάται Μητρώο Εσωτερικών Ελεγκτών του Υπουργείου Οικονοµικών. Στο µητρώο αυτό εντάσσονται εσωτερικοί ελεγκτές οι οποίοι είναι κάτοχοι τίτλου σπουδών τριτοβάθµιας πανεπιστηµιακής εκπαίδευσης (Α.Ε.Ι.) της ηµεδαπής ή αναγνωρισµένου ως ισότιµου τίτλου σπουδών της αλλοδαπή, ή κάτοχοι τίτλου σπουδών τριτοβάθµιας τεχνολογικής εκπαίδευσης (Τ.Ε.Ι.) της ηµεδαπής ή αναγνωρισµένου ως ισότιµου τίτλου σπουδών της αλλοδαπής και διαθέτουν αποδεδειγµένη επαγγελµατική εµπειρία τουλάχιστον 3 ετών στο αντικείµενο του εσωτερικού ελέγχου.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών ρυθµίζονται όλες οι αναγκαίες λεπτοµέρειες και κάθε συναφές διαδικαστικό θέµα τόσο για την ένταξη των υποψηφίων στο µητρώο όσο και για τη λειτουργία και οργάνωση του µητρώου.
Μέχρι την έκδοση των ως άνω αποφάσεων του Υπουργού Οικονοµικών και τη δηµοσίευση της ανοικτής πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, το υφιστάµενο Μητρώο Εσωτερικών Ελεγκτών παραµένει σε ισχύ.
Στις δηµόσιες επιχειρήσεις απασχολείται τουλάχιστον ένας εσωτερικός ελεγκτής, που ορίζεται από τη γενική συνέλευση των µετόχων. Σε κάθε οργανισµό, καθώς και στα νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου της παραγράφου 1 ορίζεται τουλάχιστον ένας εσωτερικός ελεγκτής µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών. Οι εσωτερικοί ελεγκτές όλων των ανωτέρω φορέων ορίζονται από το Μητρώο του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής.
Οι εσωτερικοί ελεγκτές είναι ανεξάρτητοι, δεν υπάγονται ιεραρχικά σε καµία υπηρεσιακή µονάδα των φορέων που ελέγχουν, παρέχουν υπηρεσίες µε σύµβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και δεν αποκτούν ιδιότητα υπαλλήλου ή σχέση εξαρτηµένης εργασίας.»

5. Η περίπτωση α΄ της παρ. 5, που προστέθηκε στο άρθρο 4 του ν. 3429/2005 µε την παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 3965/2011 (Α΄113), αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Σε κάθε δηµόσια επιχείρηση συνιστάται επιτροπή ελέγχου, η οποία αποτελείται από τρία τουλάχιστον µη εκτελεστικά µέλη του Διοικητικού Συµβουλίου της, ένα από τα οποία πρέπει να είναι ανεξάρτητο, εφαρµοζόµενων αναλόγως για το µέλος αυτό των διατάξεων του άρθρου 4 του ν. 3016/2002 (Α΄110) και να έχει αποδεδειγµένα επαρκή γνώση σε θέµατα λογιστικής και ελεγκτικής. Τα µέλη της επιτροπής ελέγχου ορίζονται και παύονται µε απόφαση της γενικής συνέλευσης των µετόχων της επιχείρησης. Σε κάθε οργανισµό, καθώς και στα νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου της παραγράφου 1, συνιστάται επιτροπή ελέγχου, η οποία αποτελείται από τρία τουλάχιστον µέλη του οργάνου διοίκησής του, ένα από τα οποία πρέπει να έχει αποδεδειγµένα επαρκή γνώση σε θέµατα λογιστικής και ελεγκτικής. Η επιτροπή ελέγχου συγκροτείται µε κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και του εποπτεύοντος Υπουργού.»

6. Η περίπτωση γ΄ της παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3429/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Η επιτροπή ελέγχου αξιολογεί την απόδοση των εκτελεστικών µελών του διοικητικού συµβουλίου της δη µόσιας επιχείρησης ή του οργάνου διοίκησης του οργανισµού και του Ν.Π.Ι.Δ., µε κριτήριο, µεταξύ άλλων, την υλοποίηση του επιχειρησιακού σχεδίου και υποβάλλει τα πορίσµατά της στον Υπουργό Οικονοµικών και στον Υπουργό που ασκεί την εποπτεία της δηµόσιας επιχείρησης και οργανισµού ή του Ν.Π.Ι.Δ..»

1. Η παρ. 3 του άρθρου 52 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167), όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε µε την περιπτωση δ΄ της παρ. 6 του άρθρου 23 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287) και την παρ. 3 του άρθρου 99 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Κατά την εφαρµογή του παρόντος άρθρου, η λήπτρια εταιρεία δεν αποδίδει στα εισφερόµενα περιουσιακά στοιχεία φορολογητέα αξία µεγαλύτερη από την αξία που είχαν στην εισφέρουσα, αµέσως πριν από την εισφορά ενεργητικού.»

2. Η παρ. 7 του άρθρου 52 του ν. 4172/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Κατά την εφαρµογή του παρόντος άρθρου, η εισφέρουσα εταιρεία απαλλάσσεται οριστικά από το φόρο για την τυχόν υπεραξία που προκύπτει λόγω της εισφοράς ενεργητικού. Η εισφέρουσα εταιρεία αποτιµά τους τίτλους που λαµβάνει από τη λήπτρια εταιρεία στην αγοραία τους αξία, κατά το χρόνο της εισφοράς ενεργητικού.
Εξαιρετικά, εάν η εισφέρουσα εταιρία µεταβιβάσει τους αποκτώµενους τίτλους εντός τριετίας από την ολοκλήρωση της εισφοράς ενεργητικού, ως τιµή κτήσης των τίτλων αυτών λαµβάνεται η αξία που είχαν τα εισφερόµενα περιουσιακά στοιχεία αµέσως πριν από την εισφορά.»

3. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 12 του άρθρου 52 του ν. 4172/2013, όπως το εδάφιο αυτό τροποποιήθηκε µε την περίπτωση στ΄ της παρ. 6 του άρθρου 23 του ν. 4223/2013, καταργείται.

1. Η περίπτωση ε΄, που προστέθηκε στην παρ. 2 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 (Α΄170) µε την περιπτωση ζ΄ της παρ. 9 της υποπαραγράφου Δ2 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α΄ 85) και αντικαταστάθηκε µε την παρ. 2 του άρθρου 73 του ν. 4446/2016, αντικαθίσταται ως εξής:
«ε) δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, στις περιπτώσεις ε΄, ζ΄, η΄ και ιδ΄ της παραγράφου 1».

2. Η διάταξη της παραγράφου 1 ισχύει από την έναρξη της ισχύος του ν. 4446/2016.

Στην περίπτωση θ΄ της παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 4264/2014 (Α΄ 118) διαγράφονται οι λέξεις «και οι Τελωνειακές Αρχές».

Στο άρθρο 26 του ν. 4416/2016 (Α΄ 160) προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Οι εργασίες και οι συναλλαγές της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, που πραγµατοποιούνται στο πλαίσιο των επίσηµων δραστηριοτήτων της δυνάµει της ανωτέρω συµφωνίας ίδρυσής της, απαλλάσσονται, µε την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000, Α΄ 248), από κάθε φόρο, δικαίωµα ή τέλος και εισφορά, συµπεριλαµβανοµένου του φόρου χρηµατιστηριακών συναλλαγών του άρθρου 9 του ν. 2579/1998 (Α΄ 31), καθώς και από κάθε είδους ή φύσεως επιβαρύνσεις υπέρ του Ελληνικού Δηµοσίου και γενικά υπέρ οποιουδήποτε τρίτου.»

Οι παράγραφοι 9 και 10 του άρθρου 111 του ν. 4446/2016 αντικαθίστανται ως εξής:
«9. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµίας και Ανάπτυξης, Οικονοµικών και Τουρισµού ορίζονται οι όροι συνεργασίας του Ελληνικού Δηµοσίου µε την εκάστοτε ηλεκτρονική πλατφόρµα, οι ειδικότεροι όροι εφαρµογής του παρόντος άρθρου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα.
10. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν µετά την πάροδο ενός µήνα από τη δηµοσίευση της κοινής υπουργικής απόφασης της προηγούµενης παραγράφου.»

1. Το Παράρτηµα 2 της από 26.3.2009 Σύµβασης Δωρεάς µεταξύ του Ιδρύµατος «Κοινωφελές Ίδρυµα Σταύρος Σ. Νιάρχος», του Ελληνικού Δηµοσίου, του Ν.Π.Δ.Δ.
µε την επωνυµία «Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος», του Ν.Π.Ι.Δ. µε την επωνυµία «Εθνική Λυρική Σκηνή», της Α.Ε. µε την επωνυµία «Ολυµπιακά Ακίνητα» και της Α.Ε.
µε την επωνυµία «Κτηµατική Εταιρεία του Δηµοσίου», που κυρώθηκε µε τη διάταξη της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του ν. 3785/2009 (Α' 138), αντικαθίσταται ως εξής:

ΣΥΜΒΑΣΗ >>>>

2. Η κατά την προηγούµενη παράγραφο τροποποίηση της σύµβασης γίνεται τηρουµένων των όρων που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 31 της ίδιας, όπως αυτή κυρώθηκε µε το άρθρο δεύτερο του ν. 3785/2009.

3. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από τις 22.2.2017.

1. Η παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2667/1998, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η Επιτροπή έχει δικό της επιστηµονικό και διοικητικό προσωπικό. Ο Πρόεδρος της ΕΕΔΑ επιβλέπει και συντονίζει το έργο του συνόλου του προσωπικού της Επιτροπής.»

2. Στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 2667/1998 προστίθεται στοιχείο ια΄ ως εξής:
«ια) παρακολουθεί και διατυπώνει γνωµοδοτήσεις προς την πολιτεία για τη µόνιµη και σταθερή ανάλυση των επιπτώσεων των µέτρων πολιτικής στα δικαιώµατα του ανθρώπου και την τήρηση αξιόπιστου και αποτελεσµατικού συστήµατος καταγραφής περιστατικών διακρίσεων, ρατσισµού και µισαλλοδοξίας».

3. Το στοιχείο β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 2667/1998, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«β) από ένα πρόσωπο οριζόµενο από τη Γ.Σ.Ε.Ε., ένα πρόσωπο οριζόµενο από την Α.Δ.Ε.Δ.Υ. και ένα πρόσωπο οριζόµενο από την Εθνική Συνοµοσπονδία Ατόµων µε Αναπηρία (Ε.Σ.Α.µεΑ.)».

4.α) Η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2667/1998, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι φορείς που ορίζουν τα µέλη της Επιτροπής επιλέγουν τα κατάλληλα πρόσωπα µε διαφανή τρόπο και σύµφωνα µε τους ειδικούς κανόνες λειτουργίας τους. Για τα µέλη της Επιτροπής προβλέπονται ισάριθµοι αναπληρωτές, που ορίζονται όπως και τα τακτικά µέλη της.
Ως µέλη της Επιτροπής ορίζονται πρόσωπα µε αποδεδειγµένες γνώσεις και εµπειρία στο πεδίο της προστασίας και προώθησης των δικαιωµάτων του ανθρώπου.
Για όλες τις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, πλην της περίπτωσης του στοιχείου ια΄, δεν ορίζονται ως µέλη της Επιτροπής:
α) πρόσωπα που έχουν τη βουλευτική ιδιότητα, εκτός του Προέδρου της Επιτροπής Θεσµών και Διαφάνειας της Βουλής,
β) µέλη της Κυβέρνησης και Υφυπουργοί, Γενικοί και Ειδικοί Γραµµατείς, αιρετοί σε ΟΤΑ α' και β' βαθµού. Επιγενόµενη απόκτηση των ιδιοτήτων αυτών επιφέρει αυτοδίκαιη απώλεια της ιδιότητας του µέλους της Επιτροπής.»
β) Η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2667/1998, όπως αντικαθίσταται µε το εδάφιο α΄ της παρούσας παραγράφου, εφαρµόζεται από την αµέσως επόµενη µετά τη δηµοσίευση του παρόντος νόµου συγκρότηση της Επιτροπής.

5. Η παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 2667/1998, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«3.α. Τα µέλη της Επιτροπής και οι αναπληρωτές τους διορίζονται µε απόφαση του Πρωθυπουργού για θητεία τριών (3) ετών. Ο διορισµός των µελών ανακαλείται µόνο για ανικανότητα εκτέλεσης των καθηκόντων τους, καθώς και για αποδεδειγµένη ανεπάρκεια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Τα µέλη της Επιτροπής εκπίπτουν αυτοδικαίως από τη θέση τους, αν εκδοθεί σε βάρος τους αµετάκλητη δικαστική απόφαση για αδίκηµα που συνεπάγεται κώλυµα διορισµού σε θέση δηµοσίου υπαλλήλου ή έκπτωση δηµοσίου υπαλλήλου, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007). Σε περίπτωση ανάκλησης ή έκπτωσης το νέο µέλος συ µπληρώνει την αρξάµενη θητεία του προκατόχου του. Η θητεία των µελών παρατείνεται µέχρι τη νόµιµη συγκρότηση της Επιτροπής για την επόµενη κάθε φορά θητεία των µελών της.
β. Οι εκπρόσωποι των Υπουργείων είναι δυνατόν να αντικαθίστανται µε πρόταση του αρµοδίου Υπουργού για σοβαρούς υπηρεσιακούς λόγους που εµποδίζουν τη συµµετοχή τους στις εργασίες της Επιτροπής. Ο νέος εκπρόσωπος συµπληρώνει την αρξάµενη θητεία του προκατόχου του.»

6. Η παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 2667/1998, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Θεσµών και Διαφάνειας της Βουλής και οι εκπρόσωποι των Υπουργείων συµ µετέχουν στις εργασίες της Επιτροπής χωρίς δικαίωµα ψήφου και αποχωρούν πριν τη λήψη αποφάσεως. Οι εκπρόσωποι των Υπουργείων ενηµερώνουν στην αρχή κάθε συνεδρίασης την Ολοµέλεια ή τα Τµήµατα της Επιτροπής για τα ζητήµατα της αρµοδιότητάς τους.»

7. Η παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2667/1998, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Η Επιτροπή θεωρείται ότι έχει νόµιµα συγκροτηθεί εφόσον έχουν ορισθεί ένα από τα µέλη του εδαφίου β΄, δύο από τα µέλη του εδαφίου γ΄, ένα από τα µέλη του εδαφίου ιβ΄ και τα µέλη των εδαφίων θ΄ και ιγ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.»

8. Στο άρθρο 2 του ν. 2667/1998, όπως ισχύει, προστίθεται νέα παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Τα µέλη της Επιτροπής δεν ευθύνονται, δεν διώκονται και δεν εξετάζονται για γνώµη που διατύπωσαν ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος νόµου. Δίωξη επιτρέπεται κατόπιν εγκλήσεως µόνο για συκοφαντική δυσφήµιση, εξύβριση ή παραβίαση του απορρήτου.»

9. Στο άρθρο 3 του ν. 2667/1998, όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Η Επιτροπή, µε απόφαση της Ολοµέλειας µπορεί να συνάπτει συµφωνίες συνεργασίας µε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύµατα και άλλους φορείς για την εκπλήρωση της αποστολής της.»

10. Η παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2667/1998, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Ο Πρόεδρος έχει τη διαρκή παρακολούθηση, επίβλεψη και συντονισµό των εργασιών της Επιτροπής. Την εκπροσωπεί ενώπιον κάθε αρχής, ηµεδαπής ή αλλοδαπής, καθώς και ενώπιον των διεθνών οργανισµών και των µη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ). Όταν αυτός κωλύεται, ελλείπει ή απουσιάζει, εκπροσωπούν την ΕΕΔΑ κατά σειρά οι Αντιπρόεδροι (Α΄ Αντιπρόεδρος, Β΄ Αντιπρόεδρος). Ο Πρόεδρος και οι δύο Αντιπρόεδροι αποτελούν το Προεδρείο της Επιτροπής, το οποίο επιλαµβάνεται των τρεχόντων και εκτάκτων θεµάτων που σχετίζονται µε την αποστολή ή τη λειτουργία της Επιτροπής στο µεταξύ δύο τακτικών συνεδριάσεων της Ολοµέλειας διάστηµα.»

11. Η παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 2667/1998, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Με απόφαση της Ολοµέλειας καταρτίζεται και τροποποιείται ο Κανονισµός λειτουργίας της Επιτροπής, ο οποίος δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως µε πράξη του Προέδρου της. Με τον Κανονισµό ρυθµίζονται, µεταξύ άλλων, η δηµιουργία τµηµάτων, η κατανοµή αρµοδιοτήτων µεταξύ των τµηµάτων και των µελών, η διαδικασία κλήσης και ακρόασης των προσώπων που καλούνται και κάθε άλλη λεπτοµέρεια.»

12. Το άρθρο 5 του ν. 2667/1998, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Η Επιτροπή υποβάλλει την ετήσια έκθεσή της στον Πρόεδρο της Δηµοκρατίας, στον Πρωθυπουργό, στον Πρόεδρο της Βουλής, στους Υπουργούς, στους αρχηγούς των κοµµάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας. Η συζήτηση της ετήσιας έκθεσης στη Βουλή γίνεται κατά τα προβλεπόµενα στον Κανονισµό της.»

13. Η παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2667/1998 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Συνιστώνται έξι (6) θέσεις ειδικού επιστηµονικού προσωπικού, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν. 1943/1991 (Α΄ 50) και του πρώτου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 3051/2002 (Α΄ 220), µε σύµβαση ιδιωτικού δικαίου διάρκειας τριών (3) ετών. Η σύµβαση αυτή µπορεί να ανανεωθεί µέχρι δύο (2) φορές. Η πλήρωση τριών (3) εκ των ανωτέρω θέσεων πραγµατοποιείται ύστερα από δηµόσια πρόσκληση της Επιτροπής για υποβολή υποψηφιοτήτων. Η επιλογή µεταξύ των υποψηφίων γίνεται σύµφωνα µε τις διατάξεις των παραγράφων 2, 5 και 6 του άρθρου 19 του ν. 2190/1994 (Α΄ 28), όπως ισχύει, από πέντε (5) µέλη της Επιτροπής που διαθέτουν ψήφο, τα οποία ορίζονται από τον Πρόεδρό της. Οι λοιπές τρεις (3) θέσεις ειδικού επιστηµονικού προσωπικού καλύπτονται είτε µε απόσπαση µόνιµων ή µε σύµβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλων του δηµόσιου τοµέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 14 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143), εφόσον συγκεντρώνουν τα προσόντα που προβλέπονται στο εδάφιο α΄ της παρούσας είτε µε µετάταξη υπαλλήλων κατηγορίας θέσεων Ειδικού Επιστηµονικού Προσωπικού µε σύµβαση αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου. Η επιλογή, η απόσπαση και η µετάταξη διενεργούνται σύµφωνα µε τις κείµενες διατάξεις.»

14. Στο άρθρο 7 του ν. 2667/1998 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Του επιστηµονικού και διοικητικού προσωπικού της Επιτροπής προΐσταται ένας εκ των µελών του ειδικού επιστηµονικού προσωπικού της Επιτροπής, ο οποίος ασκεί καθήκοντα Συντονιστή. Ο Συντονιστής ορίζεται µε απόφαση της Ολοµέλειας µετά από εισήγηση του Προέδρου της Επιτροπής. Ο Συντονιστής επικουρεί τον Πρόεδρο της Επιτροπής στην επίβλεψη και το συντονισµό των εργασιών του διοικητικού και επιστηµονικού προσωπικού της, παρίσταται στις συνεδριάσεις του Προεδρείου της Επιτροπής και παρέχει την αναγκαία ενηµέρωση για την πρόοδο των εργασιών της Επιτροπής, επικουρεί από κοινού µε το λοιπό επιστηµονικό προσωπικό της Επιτροπής την Ολοµέλεια και τα τµήµατα στη λειτουργία τους και µετέχει στις εργασίες τους. Ο Συντονιστής λαµβάνει πρόσθετη αµοιβή ίση µε το ποσό της περίπτωσης αζ΄ του στοιχείου α΄ της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 4354/2015 (Α΄ 176)

15. Η παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 2667/1998, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Συνιστώνται µία (1) οργανική θέση γραµµατέα κατηγορίας ΠΕ και πέντε (5) οργανικές θέσεις γραµµατειακής και τεχνικής υποστήριξης της Επιτροπής κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ.»

16. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 2667/1998, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Με προεδρικό διάταγµα, που εκδίδεται µε πρόταση του Υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης και του Υπουργού Οικονοµικών ρυθµίζονται µετά από εισήγηση της Ολοµέλειας της Επιτροπής:».

17. Το στοιχείο β΄ της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 2667/1998 αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Η πλήρωση των θέσεων της παραγράφου 1 µπορεί να γίνει και µε απόσπαση ή µετάταξη ή µετακίνηση δη µοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. ή εργαζοµένων µε σύµβαση εργασίας ορισµένου ή αορίστου χρόνου στο Δηµόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ν.Π.Ι.Δ. οποιασδήποτε µορφής που τελούν υπό τον άµεσο ή έµµεσο έλεγχο του κράτους, σύµφωνα µε τις ισχύουσες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα και της κείµενης νοµοθεσίας.»

Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 59 του ν. 4403/2016 (Α΄125) η ηµεροµηνία «30.12.2016» αντικαθίσταται µε την ηµεροµηνία «30.12.2017».

1. Η παρ. 3 του άρθρου 135 του Κώδικα Διοικητικής Δικονοµίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), όπως τροποποιήθηκε µε την παρ. 3 του άρθρου 37 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Με αίτηση του διαδίκου µπορεί να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης µόνο µία (1) φορά ανά βαθµό δικαιοδοσίας, εφόσον, κατά την κρίση του δικαστηρίου, συντρέχει σπουδαίος λόγος. Το δικαστήριο µπορεί πάντοτε να αναβάλλει τη συζήτηση της υπόθεσης αυτεπαγγέλτως, όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Για την υποβολή αιτήµατος αναβολής ο διάδικος καταβάλλει παράβολο υπέρ του Ταµείου Χρηµατοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ως εξής:
α) ποσού τριάντα (30) ευρώ, ενώπιον του µονοµελούς πρωτοδικείου,
β) ποσού σαράντα (40) ευρώ, ενώπιον του τριµελούς πρωτοδικείου και
γ) ποσού πενήντα (50) ευρώ, ενώπιον του εφετείου. Σε κοινό αίτηµα αναβολής περισσότερων διαδίκων, καταβάλλεται ένα παράβολο το οποίο επιµερίζεται ισοµερώς. Δεν υπέχουν υποχρέωση καταβολής παραβόλου το Δηµόσιο, τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και οι οργανισµοί τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.). Δεν καταβάλλεται παράβολο σε περίπτωση αποχής των δικηγόρων. Το παράβολο επιστρέφεται αν το αίτηµα της αναβολής απορριφθεί από το δικαστήριο.»

2. Η παρ. 5 του άρθρου 33 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), η οποία προστέθηκε µε την παρ. 1 του άρθρου 36 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Με αίτηση του διαδίκου µπορεί να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης, εφόσον, κατά την κρίση του δικαστηρίου, συντρέχει σπουδαίος λόγος. Το δικαστήριο µπορεί πάντοτε να αναβάλλει τη συζήτηση της υπόθεσης αυτεπαγγέλτως, όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Για την υποβολή αιτήµατος αναβολής ο διάδικος καταβάλλει παράβολο υπέρ του Ταµείου Χρηµατοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ύψους πενήντα (50) ευρώ. Σε κοινό αίτηµα αναβολής περισσότερων διαδίκων, καταβάλλεται ένα παράβολο το οποίο επιµερίζεται ισοµερώς. Δεν υπέχουν υποχρέωση καταβολής παραβόλου το Δηµόσιο, τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και οι οργανισµοί τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α). Δεν καταβάλλεται παράβολο σε περίπτωση αποχής των δικηγόρων. Το παράβολο επιστρέφεται αν το αίτηµα της αναβολής απορριφθεί από το δικαστήριο.»

3. Η παρ. 3 του άρθρου 241 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), η οποία προστέθηκε µε την παρ. 1 του άρθρου 35 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Για την υποβολή αιτήµατος αναβολής ο διάδικος καταβάλλει παράβολο υπέρ του Ταµείου Χρηµατοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ως εξής:
α) είκοσι (20) ευρώ, ενώπιον Ειρηνοδικείου και Μονο µελούς Πρωτοδικείου,
β) τριάντα (30) ευρώ, ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου,
γ) σαράντα (40) ευρώ, ενώπιον του Εφετείου.
Σε κοινό αίτηµα αναβολής περισσότερων διαδίκων, καταβάλλεται ένα παράβολο το οποίο επιµερίζεται ισοµερώς. Δεν υπέχουν υποχρέωση καταβολής παραβόλου το Δηµόσιο, τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και οι οργανισµοί τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.). Δεν καταβάλλεται παράβολο σε περίπτωση αποχής των δικηγόρων. Το παράβολο επιστρέφεται αν το αίτηµα της αναβολής απορριφθεί από το δικαστήριο.»

4. Το άρθρο 575 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182), όπως τροποποιήθηκε µε την παρ. 4 του άρθρου 35 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), αντικαθίσταται ως εξής:
«Με αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο µπορεί να αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης µόνο µία (1) φορά σε µεταγενέστερη δικάσιµο, που ορίζεται αµέσως µε επισηµείωση στο πινάκιο. Τα εδάφια τρίτο και τέταρτο της παραγράφου 4 του άρθρου 226 εφαρµόζονται και εδώ. Σε κάθε περίπτωση αναβολής της συζήτησης το δικαστήριο µπορεί να διατηρήσει την, κατά το άρθρο 565 παράγραφος 2, αναστολή. Για την υποβολή αιτήµατος αναβολής ο διάδικος καταβάλλει παράβολο υπέρ του Ταµείου Χρη µατοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ποσού πενήντα (50) ευρώ. Σε κοινό αίτηµα αναβολής περισσότερων διαδίκων, καταβάλλεται ένα παράβολο το οποίο επιµερίζεται ισοµερώς. Δεν υπέχουν υποχρέωση καταβολής παραβόλου το Δηµόσιο, τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και οι οργανισµοί τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.). Δεν καταβάλλεται παράβολο σε περίπτωση αποχής των δικηγόρων. Το παράβολο επιστρέφεται αν το αίτηµα της αναβολής απορριφθεί από το δικαστήριο.»

5. Το άρθρο 44 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240) µε τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις» αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 44
Τα δικαστικά τέλη, τα παράβολα και τα άλλα καταβλητέα κατά τις διατάξεις του παρόντος Μέρους ποσά, όπως διαµορφώνονται σύµφωνα µε το τελευταίο, καταβάλλονται για τα ένδικα βοηθήµατα, τα ένδικα µέσα, τις αιτήσεις και τα άλλα δικόγραφα που κατατίθενται µετά την έναρξη ισχύος του, εκτός αν σε ειδικότερες διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.»

6. Η υποχρέωση καταβολής παραβόλου επί αιτήµατος αναβολής καταλαµβάνει και τις εκκρεµείς κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4446/2016 (Α΄ 240) υποθέσεις.

1. Κατά την αληθή έννοια των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3808/2009 (Α΄ 227) και της παρ. 1 του άρθρου πέµπτου του ν. 3845/2010 (Α΄ 65), ως καθαρό εισόδηµα για την επιβολή της έκτακτης εισφοράς σε αλλοδαπές αεροπορικές εταιρείες νοείται αυτό που προκύπτει κατά την παρ. 8 του άρθρου 105 του ν. 2238/1994 (Α΄ 151).

2. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρµόζονται και στις κατά τη δηµοσίευση του παρόντος εκκρεµείς υποθέσεις ενώπιον της Διοίκησης, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή του Συµβουλίου της Επικρατείας.

Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθρου 26 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94) προστίθεται διαζευκτικό «ή» και υποπερίπτωση εε΄ ως εξής:
«εε) κατέχουν τον βαθµό Α΄ µε πλεονάζοντα χρόνο τουλάχιστον ένα (1) έτος στο βαθµό αυτόν και έχουν ασκήσει συνολικά τουλάχιστον για δύο (2) έτη καθήκοντα προϊσταµένου Τµήµατος.»

1. Η παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167) α ντικαθίσταται ως εξής:
«3.α. Η χρεωστική διαφορά λόγω πιστωτικού κινδύνου η οποία προκύπτει για τα νοµικά πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 5, 6 και 7 του άρθρου 26 του παρόντος και τα οποία εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή, κατά περίπτωση, τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισµό, από:
αα) τη διαγραφή χρεών οφειλετών τους,
i) κατ’ εφαρµογή των διατάξεων του άρθρου 61 του ν. 4307/2014 (Α΄246),
ii) κατά τις διατάξεις του ν. 3869/2010 (Α΄ 130),
iii) ή ως αποτέλεσµα οριστικής διαγραφής ή συµφωνίας ρύθµισης χρεών των οφειλετών δανείων ή πιστώσεων,
ββ) τη µεταβίβαση, δηλαδή την πώληση ή την εισφορά δανείων ή πιστώσεων κατά τις διατάξεις του ν. 4354/2015 (Α΄ 176) ή του ν. 3156/2003 (Α΄ 157) ή τη µεταβίβασή τους σε χρηµατοδοτικό ή πιστωτικό ίδρυµα ή σε άλλη εταιρεία ή νοµική οντότητα εφόσον τη διαχείρισή τους πραγµατοποιεί πιστωτικό ίδρυµα κατά τις διατάξεις του ν. 4261/2014 (Α΄ 107) ή Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις του ν. 4354/2015, εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδά τους σε είκοσι (20) ισόποσες ετήσιες δόσεις, αρχής γενοµένης από τη χρήση στην οποία πραγµατοποιήθηκε η διαγραφή του χρέους ή η µεταβίβαση του δανείου ή της πίστωσης, αντιστοίχως. Για την εφαρµογή του προηγούµενου εδαφίου, η χρεωστική διαφορά ισούται µε το συνολικό ποσό της διαγραφής µείον τους µη εγγεγραµµένους τόκους, οι οποίοι και δεν εγγράφονται ή, αντιστοίχως, µε το ποσό της ζηµίας στην περίπτωση µεταβίβασης δανείων ή πιστώσεων.
β. Τυχόν λογιστικές διαγραφές δανείων ή πιστώσεων των νοµικών προσώπων των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου 26, οι οποίες αφορούν διαγραφές χρέους ή µεταβιβάσεις κατά τα οριζόµενα στην περίπτωση α΄, που δεν έχουν πραγµατοποιηθεί µέχρι το τέλος του εκάστοτε φορολογικού έτους της λογιστικής διαγραφής, δεν επηρεάζουν το φορολογικό αποτέλεσµα του έτους αυτού έως την επέλευση των γεγονότων της περίπτωσης α΄ , οπότε και µετατρέπονται σε χρεωστικές διαφορές, εφαρµοζοµένης της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου.
γ. Το συνολικό ποσό της ανωτέρω χρεωστικής διαφοράς της περίπτωσης α΄, καθώς και της προσωρινής διαφοράς της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου δεν θα υπερβαίνει το ποσό των αναφεροµένων στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 27Α, συσσωρευµένων προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζηµιών λόγω πιστωτικού κινδύνου, οι οποίες έχουν λογιστεί έως τις 30 Ιουνίου 2015. Η απόσβεση της ανωτέρω χρεωστικής διαφοράς καταχωρείται σε χρέωση των αποτελεσµάτων της οικείας χρήσης. Σε περίπτωση που τα ανωτέρω νοµικά πρόσωπα έχουν σχηµατίσει και εκπέσει από τα ακαθάριστα έσοδά τους, για το χρέος που διαγράφεται ή µεταβιβάζεται, πρόσθετη ειδική πρόβλεψη, η εν λόγω πρόβλεψη αντιλογίζεται σε πίστωση των αποτελεσµάτων του φορολογικού έτους στο οποίο πραγµατοποιήθηκε η διαγραφή ή η µεταβίβαση του δανείου ή της πίστωσης και αποτελεί για αυτά φορολογητέο κέρδος από επιχειρηµατική δραστηριότητα.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρµόζονται από 1.1.2016.»

2.α. Οι παράγραφοι 2,4,9 και 10 του άρθρου 27Α του ν. 4172/2013 αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, λαµβάνεται υπόψη ο φόρος εισοδήµατος, όπως αυτός υπολογίζεται µε βάση τον εκάστοτε φορολογικό συντελεστή και εφόσον ο συντελεστής αυτός δεν θα υπερβαίνει το φορολογικό συντελεστή που ίσχυε για το φορολογικό έτος 2015, ο οποίος αναλογεί:
α) σε προσωρινές διαφορές που αφορούν στο υπολειπόµενο (αναπόσβεστο) ποσό της χρεωστικής διαφοράς της παραγράφου 2 του άρθρου 27 που έχει προκύψει σε βάρος των εποπτευόµενων από την Τράπεζα της Ελλάδος ή τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισµό, νοµικών προσώπων των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου 26,
β) σε προσωρινές διαφορές που αφορούν στο υπολειπόµενο (αναπόσβεστο) ποσό της χρεωστικής διαφοράς της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 27 και στις προσωρινές διαφορές που προβλέπονται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 27 και
γ) σε προσωρινές διαφορές που αφορούν στο ποσό των συσσωρευµένων προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζηµιών λόγω πιστωτικού κινδύνου, οι οποίες έχουν λογισθεί αναφορικά µε απαιτήσεις των προαναφερθέντων νοµικών προσώπων, για το οποίο έχει ή θα λογισθεί «αναβαλλόµενη φορολογική απαίτηση», σύµφωνα µε τις διατάξεις των Διεθνών Προτύπων Χρηµατοοικονοµικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) και τις διατάξεις του παρόντος νόµου ή τις αντίστοιχες διατάξεις του προϊσχύσαντος ν. 2238/1994 (Α΄ 151) και εµφανίζεται στις τελευταίες εκάστοτε νοµίµως ελεγµένες και εγκεκριµένες από την τακτική γενική συνέλευση των µετόχων ή συνεταίρων, ετήσιες εταιρικές οικονοµικές καταστάσεις των ανωτέρω νοµικών προσώπων, εφόσον έχουν συνταχθεί µε βάση τα ΔΠΧΑ.
Σε κάθε περίπτωση, το συνολικό ποσό του φόρου που υπολογίζεται στις ανωτέρω περιπτώσεις β΄ και γ΄ δεν µπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να υπερβεί το συνολικό ποσό φόρου που αναλογεί στις προσωρινές διαφορές από συσσωρευµένες προβλέψεις και λοιπές εν γένει ζη µίες λόγω πιστωτικού κινδύνου, που είχαν λογισθεί έως τις 30 Ιουνίου 2015, αφού αφαιρεθούν:
αα) Τυχόν ποσό οριστικής και εκκαθαρισµένης απαίτησης, το οποίο προέκυψε σε περίπτωση λογιστικής ζηµίας χρήσης κατά τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου και το οποίο αφορά στις ανωτέρω συσσωρευµένες προβλέψεις,
ββ) το ποσό του φόρου που αναλογεί σε τυχόν µεταγενέστερες ειδικές φορολογικές προβλέψεις οι οποίες αφορούν στις ανωτέρω συσσωρευµένες προβλέψεις και
γγ) το ποσό του φόρου που αναλογεί στις ετήσιες αποσβέσεις της χρεωστικής διαφοράς της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 27, εφόσον και κατά το µέρος που η χρεωστική διαφορά αντιστοιχίζεται µε τις ανωτέρω προβλέψεις και λοιπές εν γένει ζηµίες λόγω πιστωτικού κινδύνου. Η αντιστοίχιση της χρεωστικής διαφοράς µε τις προβλέψεις και λοιπές ζηµίες λόγω πιστωτικού κινδύνου πραγµατοποιείται εξατοµικευµένα, ανά οφειλέτη ή ανά χαρτοφυλάκιο δανείων ή πιστώσεων κατά την αναλογία των συσσωρευµένων προβλέψεων και λοιπών ζηµιών λόγω πιστωτικού κινδύνου που είχαν λογισθεί έως τις 30 Ιουνίου 2015 προς το σύνολο:
i) των ανωτέρω συσσωρευµένων προβλέψεων και λοιπών ζη µιών λόγω πιστωτικού κινδύνου και
ii) των προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζηµιών που λογίσθηκαν µετά την η µεροµηνία αυτή. Προκειµένου για τον υπολογισµό της α νωτέρω αναλογίας κατ’ έτος αφαιρούνται από τον αριθ µητή και από τον παρονοµαστή τα ποσά των χρεωστικών διαφορών που προέκυψαν και αντιστοιχίσθηκαν στα προηγούµενα φορολογικά έτη.
Ο φόρος που υπολογίζεται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ κατ’ εφαρµογή των ανωτέρω, µετατρέπεται, στο σύνολό του ή µερικά µε τον τρόπο που περιγράφεται κατωτέρω, κατά περίπτωση, σε οριστική και εκκαθαρισµένη απαίτηση αυτού έναντι του Δηµοσίου, σε περίπτωση κατά την οποία το λογιστικό, µετά από φόρους, αποτέλεσµα χρήσης του νοµικού προσώπου είναι ζηµία, σύµφωνα µε τις, κατά τα παραπάνω, νοµίµως ελεγµένες και εγκεκρι µένες εταιρικές οικονοµικές καταστάσεις από την τακτική γενική συνέλευση των µετόχων ή συνεταίρων.
Το ποσό της οριστικής και εκκαθαρισµένης απαίτησης προσδιορίζεται δια του πολλαπλασιασµού του συνολικού ποσού της, κατά τα παραπάνω, οριζόµενης αναβαλλόµενης φορολογικής απαίτησης µε το ποσοστό που αντιπροσωπεύει η λογιστική, µετά από φόρους, ζηµία χρήσης στο σύνολο των ιδίων κεφαλαίων, όπως αυτά εµφανίζονται στις εκάστοτε ετήσιες εταιρικές οικονοµικές καταστάσεις του νοµικού προσώπου, οι οποίες έχουν συνταχθεί για το οικείο φορολογικό έτος, µη συµπεριλαµβανοµένης σε αυτά της λογιστικής ζηµίας χρήσης [Φορολογική Απαίτηση = Ποσό Αναβαλλόµενης Φορολογικής Απαίτησης οικονοµικών καταστάσεων X λογιστική, µετά από φόρους, ζηµία χρήσης/(ίδια κεφάλαια Λογιστική, µετά από φόρους, ζηµία χρήσης)].
Η απαίτηση της παρούσας παραγράφου γεννάται κατά το χρόνο έγκρισης των εκάστοτε ετήσιων εταιρικών οικονοµικών καταστάσεων από την τακτική γενική συνέλευση των µετόχων ή συνεταίρων και συµψηφίζεται µε τον αναλογούντα φόρο εισοδήµατος του νοµικού προσώπου ή και εταιρειών του ιδίου εταιρικού οµίλου («συνδεδεµένων επιχειρήσεων» κατά την έννοια του παρόντος νόµου) του φορολογικού έτους το οποίο αφορούν οι εγκριθείσες οικονοµικές καταστάσεις. Προκειµένου για το συµψηφισµό µε τον αναλογούντα φόρο εισοδήµατος, το νοµικό πρόσωπο ή η συνδεδεµένη επιχείρηση µπορεί να υποβάλει εµπρόθεσµα συµπληρωµατική δήλωση φορολογίας εισοδήµατος µέσα σε ένα (1) µήνα από την ηµεροµηνία γέννησης της απαίτησης κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που ο αναλογών φόρος εισοδήµατος του φορολογικού έτους στο οποίο προέκυψε η λογιστική ζηµία δεν επαρκεί για τον ολοσχερή συµψηφισµό της απαίτησης και κατά το µέρος που αυτή δεν έχει συµψηφισθεί, το νοµικό πρόσωπο έχει άµεσα εισπράξιµη απαίτηση έναντι του Ελληνικού Δηµοσίου για το υπόλοιπο (µη συµψηφισθέν) ποσό. Η απαίτηση αυτή καλύπτεται εντός ενός (1) µηνός από την υποβολή της (αρχικής ή συµπληρωµατικής) δήλωσης φορολογίας εισοδήµατος. Στην περίπτωση του προηγούµενου εδαφίου, το νοµικό πρόσωπο εκδίδει δωρεάν παραστατικούς τίτλους δικαιωµάτων κτήσεως κοινών µετοχών ή συνεταιριστικών µερίδων (δικαιώµατα µετατροπής), κατά τις διατάξεις της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, οι οποίοι ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δηµόσιο και αντιστοιχούν σε κοινές µετοχές ή συνεταιριστικές µερίδες συνολικής αγοραίας αξίας ίσης µε το εκατό τοις εκατό (100%) του ποσού της οριστικής και εκκαθαρισµένης φορολογικής απαίτησης, προ του συµψηφισµού της µε το φόρο εισοδήµατος του φορολογικού έτους στο οποίο προέκυψε η λογιστική ζηµία. Ως αγοραία αξία των µετοχών ή συνεταιριστικών µερίδων νοείται:
 α) εφόσον οι µετοχές του νοµικού προσώπου είναι εισηγµένες στο Χρηµατιστήριο Αξιών Αθηνών ο µέσος όρος της χρηµατιστηριακής τιµής τους σταθµισµένος µε βάση τον όγκο συναλλαγών, κατά τις προηγούµενες τριάντα
(30) εργάσιµες ηµέρες από την ηµεροµηνία που καθίσταται εισπρακτέα η, κατά τα παραπάνω, φορολογική απαίτηση ή
β) εφόσον πρόκειται για συνεταιριστικές µερίδες ή µετοχές που δεν είναι εισηγµένες, η εσωτερική λογιστική αξία τους, όπως προκύπτει από τον νόµιµα συνταγµένο τελευταίο ισολογισµό του νοµικού προσώπου, αφού ληφθούν υπόψη τυχόν παρατηρήσεις στην έκθεση ελέγχου του νόµιµου ελεγκτή. Η άσκηση των δικαιωµάτων µετατροπής πραγµατοποιείται χωρίς την καταβολή ανταλλάγµατος, µε την κεφαλαιοποίηση του ειδικού αποθεµατικού.»
«4. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εφαρµόζονται στο ποσό της αναβαλλόµενης φορολογικής απαίτησης που έχει λογισθεί επί των συσσωρευµένων προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζηµιών λόγω πιστωτικού κινδύνου, καθώς και επί της χρεωστικής διαφοράς και των λογιστικών διαγραφών των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 27, αναφορικά µε απαιτήσεις από δάνεια ή πιστώσεις σε εταιρείες του ιδίου εταιρικού οµίλου, καθώς και σε µετόχους, συνεταίρους που κατέχουν ποσοστό άνω του τρία τοις εκατό (3%) του συνολικού συνεταιριστικού κεφαλαίου, µέλη διοικητικών συµβουλίων, διευθύνοντες συµβούλους, γενικούς διευθυντές και διευθυντές αυτών. Ως εταιρεία του ιδίου εταιρικού ο µίλου νοείται κάθε συνδεδεµένη επιχείρηση κατά την έν νοια του παρόντος νόµου.»
«9. Σε περίπτωση µετατροπής της αναβαλλόµενης φορολογικής απαίτησης επί του ποσού των συσσωρευµένων προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζηµιών λόγω κάλυψης πιστωτικού κινδύνου κατά τα οριζόµενα στην παράγραφο 2, καθώς και επί των προσωρινών διαφορών της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 27, σε οριστική και εκκαθαρισµένη απαίτηση έναντι του Δηµοσίου, το δικαιούχο νοµικό πρόσωπο δεν µπορεί να εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδηµά του, το ποσό των προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζηµιών λόγω κάλυψης πιστωτικού κινδύνου, που αφορούν στο ποσό της κατά τα ανωτέρω µετατραπείσας φορολογικής απαίτησης σε οριστική. Το ως άνω ποσό εγγράφεται σε ειδικό λογαριασµό του νοµικού προσώπου.
10. Το ποσό της χρεωστικής διαφοράς, για το οποίο έχει πραγµατοποιηθεί µετατροπή της αναβαλλόµενης φορολογικής απαίτησης σε οριστική και εκκαθαρισµένη απαίτηση έναντι του Δηµοσίου, αφαιρείται από το υπολειπόµενο (αναπόσβεστο) ποσό της χρεωστικής διαφοράς, που εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα του νοµικού προσώπου κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 και της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 27.»
β. Η έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας παραγράφου είναι η οριζόµενη στην παρ. 11 του άρθρου 27Α του ν. 4172/2013.

1.α) Η παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 27/1975 (Α΄ 77) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο φόρος και η εισφορά, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 6, 8 και 10 του παρόντος νόµου, καταβάλλεται σε δολάρια Η.Π.Α. ή σε λίρες Αγγλίας, κατόπιν επιλογής του υπόχρεου µε βάση την επίσηµη ισοτιµία µεταξύ των νοµισµάτων αυτών, τα οποία µετατρέπονται σε ευρώ µε βάση την τιµή αναφοράς τους έναντι του ευρώ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης.»
β) Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 16 του ν. 27/1975 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Ποσά φόρου και εισφοράς του παρόντος νόµου που µε την υποβολή τροποποιητικών δηλώσεων µειώνουν τα βεβαιωθέντα ποσά των αρχικών δηλώσεων, συµψηφίζονται µε τυχόν οφειλόµενο φόρο ή εισφορά και αν δεν υπάρχουν τέτοια, επιστρέφονται σε ευρώ µε βάση την επίσηµη ισοτιµία των νοµισµάτων της παραγράφου 1 κατά το χρόνο υποβολής της αρχικής δήλωσης.»

2. Οι διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου ισχύουν για δηλώσεις που υποβάλλονται από 1.1.2017 και αφορούν σε φορολογικές περιόδους από την ηµεροµηνία αυτή και εφεξής.

1. Τίθεται προθεσµία δώδεκα (12) µηνών από τη δηµοσίευση του παρόντος νόµου για την εναρµόνιση των καταστατικών των οικοδοµικών συνεταιρισµών, οι οποίοι δεν έχουν λυθεί και εκκαθαρισθεί, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 4030/2011(Α΄ 249), όπως ισχύει.

2. Για την εναρµόνιση, οι οικοδοµικοί συνεταιρισµοί υποχρεούνται, πέραν των λοιπών στοιχείων που προβλέπονται από τις κείµενες διατάξεις και στην προσκόµιση φορολογικής ενηµερότητας στο αρµόδιο Ειρηνοδικείο.

3. Τα τελευταία τέσσερα εδάφια της παρ. 14 του άρθρου 39 του ν. 4030/2011, όπως προστέθηκαν µε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 36 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287), αντικαθίστανται ως εξής:
«Σε περίπτωση µη συµµόρφωσης οικοδοµικού συνεταιρισµού στην υποχρέωση εναρµόνισης του καταστατικού του εντός της ως άνω προθεσµίας, ο συνεταιρισµός διαλύεται αυτοδίκαια. Η διάλυση αναγνωρίζεται µε πράξη του Ειρηνοδίκη, µετά από αίτηση της αρµόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονοµικών ή οποιουδήποτε έχοντος έννοµο συµφέρον. Η πράξη του Ειρηνοδίκη καταχωρίζεται στο µητρώο της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 1667/1986 (Α΄ 196) και κοινοποιείται αµελλητί στην ως άνω Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονοµικών, εφαρµόζεται δε αναλόγως και η διάταξη του τρίτου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1667/1986.»

1. Η παρ. 1 του άρθρου τρίτου του ν. 4395/2016 (Α΄110) εφαρµόζεται και για τις προσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης και αναπληρωτών Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΕΕΠ) και Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (ΕΒΠ) για τα σχολικά έτη 2017-2018 και 2018-2019.

2. α) Το άρθρο 22 του ν. 3699/2008 (Α΄ 199), όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 4229/2014 (Α΄ 8), αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 22
Αναπληρωτές εκπαιδευτικοί ΕΑΕ
1. Αν υπάρχουν εκπαιδευτικές ανάγκες που δεν καλύπτονται µε µετάθεση, διορισµό, απόσπαση ή συµπλήρωση ωραρίου, προσλαµβάνονται αναπληρωτές ή ωροµίσθιοι εκπαιδευτικοί ΕΑΕ, σύµφωνα µε τα ισχύοντα στη γενική εκπαίδευση κατά τα οριζόµενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 16.
2. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευµάτων, η οποία εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Διεύθυνσης Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Υπουργείου, µπορεί να καθορίζονται διαφοροποιήσεις από τα κατά την προηγούµενη παράγραφο ισχύοντα στη γενική εκπαίδευση για την πρόσληψη προσωρινών αναπληρωτών, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών στην ΕΑΕ. Στις διαφοροποιήσεις περιλαµβάνονται, ιδίως, η κατάρτιση κύριου πίνακα κατάταξης στον οποίο εντάσσονται εκπαιδευτικοί που πληρούν τα προσόντα της παραγράφου 1 του άρθρου 16, και, σε περίπτωση εξάντλησής του, η κατάρτιση επικουρικού πίνακα στον οποίο εντάσσονται εκπαιδευτικοί που πληρούν τα προσόντα των υποπεριπτώσεων αα΄, ββ΄ και γγ΄ της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 21, καθώς και τα κριτήρια κατάταξης στους ανωτέρω πίνακες και η µοριοδότησή τους, µε γνώµονα την καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης.
Σε περίπτωση εξάντλησης των πινάκων του προηγούµενου εδαφίου, οι προσλήψεις προσωρινών αναπληρωτών πραγµατοποιούνται από τους πίνακες προσωρινών αναπληρωτών της γενικής εκπαίδευσης, µε ανάλογη εφαρµογή της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 21.»
β) Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρµόζονται από το σχολικό έτος 2017-2018.»

1. Μετά το άρθρο 13 του ν. 2523/1997 (Α΄ 179) προστίθεται νέο άρθρο 13Α ως εξής:
«Άρθρο 13Α
Αναστολή λειτουργίας επαγγελµατικών εγκαταστάσεων και επιβολή ειδικής χρηµατικής κύρωσης
1. Εφόσον, από τον ίδιο µερικό επιτόπιο φορολογικό έλεγχο διαπιστώνεται η µη έκδοση ή η κατά την έννοια του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ανακριβής έκδοση πλέον των δέκα (10) προβλεπόµενων παραστατικών πώλησης, ή, ανεξαρτήτως του πλήθους, η αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών για τα οποία δεν εκδόθηκε παραστατικό πώλησης ή αυτό εκδόθηκε ανακριβώς υπερβαίνει τα πεντακόσια (500) ευρώ, αναστέλλεται άµεσα για σαράντα οκτώ (48) ώρες, η λειτουργία της επαγγελµατικής εγκατάστασης στην οποία διενεργήθηκε ο έλεγχος. Εάν, εντός του ίδιου ή του επόµενου φορολογικού έτους από τη διαπίστωση των ως άνω παραβάσεων διαπιστωθεί εκ νέου, από τον ίδιο µερικό επιτόπιο έλεγχο η µη έκδοση ή η ανακριβής έκδοση τουλάχιστον τριών (3) παραστατικών πώλησης, ανεξαρτήτως αξίας αυτών, στην ίδια ή σε άλλη επαγγελµατική εγκατάσταση του υπόχρεου, η λειτουργία της επαγγελµατικής εγκατάστασης στην οποία διενεργήθηκε ο έλεγχος αναστέλλεται αµελλητί για ενενήντα έξι (96) ώρες. Σε κάθε επόµενη διαπίστωση από τον ίδιο µερικό επιτόπιο έλεγχο των παραβάσεων του προηγούµενου εδαφίου εντός δύο (2) φορολογικών ετών από τη διαπίστωσή τους σε οποιαδήποτε επαγγελµατική εγκατάσταση του υπόχρεου, η λειτουργία της επαγγελµατικής εγκατάστασης στην οποία διενεργήθηκε ο έλεγχος αναστέλλεται αµελλητί για δέκα (10) ηµέρες.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρµόζονται µε πράξη των οργάνων της Ανεξάρτητης Αρχής Δηµοσίων Εσόδων υπό την προϋπόθεση ότι έχει εκδοθεί ειδική εντολή ελέγχου από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δηµοσίων Εσόδων για την εφαρµογή του ως άνω
µέτρου κατά την ηµεροµηνία έκδοσης της ειδικής εντολής.
3. Σε περίπτωση που παρεµποδίζεται η διενέργεια του φορολογικού ελέγχου µε χρησιµοποίηση βίας ή απειλής κατά των οργάνων που διενεργούν φορολογικό έλεγχο αναστέλλεται η λειτουργία της επαγγελµατικής εγκατάστασης, στην οποία αφορά ο έλεγχος µε απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δηµοσίων Εσόδων µέχρι ένα (1) µήνα.
Η αναστολή λειτουργίας της επαγγελµατικής εγκατάστασης του υπόχρεου κατά τα οριζόµενα στις διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εµποδίζει την αναστολή λειτουργίας της επαγγελµατικής εγκατάστασης, σύµφωνα µε τις διατάξεις του προηγούµενου εδαφίου. Για την εφαρ µογή των οριζοµένων στην παρούσα παράγραφο επιδίδεται σηµείωµα διαπιστώσεων µε τα αποτελέσµατα του φορολογικού ελέγχου µε κλήση προς ακρόαση για την αναστολή λειτουργίας της επαγγελµατικής εγκατάστασης εντός χρονικού διαστήµατος πέντε (5) ηµερών.
4. Η επαγγελµατική εγκατάσταση σφραγίζεται µε τη συνδροµή της αστυνοµικής ή κάθε άλλης αρµόδιας αρχής. Με κοινές αποφάσεις του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δηµοσίων Εσόδων και του Υπουργού Εσωτερικών, καθορίζεται ο τρόπος, η διαδικασία και κάθε αναγκαία λεπτοµέρεια για την εφαρµογή της παρούσας παραγράφου.
5. Πέραν των ποινικών κυρώσεων που προβλέπονται από την κείµενη νοµοθεσία, σε κάθε περίπτωση παραβίασης της αναστολής από τον υπόχρεο, επιβάλλεται µε πράξη των οργάνων της Ανεξάρτητης Αρχής Δηµοσίων Εσόδων, κάθε φορά, επιπλέον αναστολή της επαγγελµατικής εγκατάστασης του υπόχρεου για δέκα (10) ηµέρες.
6. Η τυχόν αλλαγή στη νοµική µορφή ή στο πρόσωπο του φορέα της επιχείρησης ή η διακοπή της επιχείρησης από το χρόνο διαπίστωσης µέχρι το χρόνο της εκτέλεσης της απόφασης των προηγούµενων παραγράφων, δεν κωλύει την επιβολή και την εκτέλεση της απόφασης (ή πράξης) αναστολής, εφόσον στον ίδιο χώρο δραστηριοποιείται επιχείρηση µε ίδιο ή παραπλήσιο αντικείµενο εργασιών ή σε αυτήν συµµετέχουν ένα ή περισσότερα από τα αρχικά µέλη του φορέα ή συνδεόµενα µε αυτούς πρόσωπα.
7. Η αναστολή λειτουργίας της επαγγελµατικής εγκατάστασης ουδεµία ασκεί επιρροή στις ενοχικές σχέσεις του υπόχρεου µε µισθωτούς που συνδέονται µε αυτόν µε σύµβαση παροχής εξαρτηµένης εργασίας.
8. Σε κατηγορίες υπόχρεων µπορεί, αντί της αναστολής λειτουργίας, να επιβάλλεται, µε τους όρους και τις προϋποθέσεις των οριζοµένων ανωτέρω, κατά περίπτωση, ειδική χρηµατική κύρωση ως εξής: α) εφόσον συντρέχουν οι διαπιστώσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 από χίλια (1.000) έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, β) εφόσον συντρέχουν οι διαπιστώσεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 από δύο χιλιάδες πεντακόσια ένα (2.501) έως πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ, γ) εφόσον συντρέχουν οι διαπιστώσεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1 και της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ. Με την επιφύλαξη των οριζοµένων στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, για τις πράξεις επιβολής της ειδικής χρηµατικής κύρωσης της παρούσας παραγράφου εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 62 του ν. 4174/2013 (Α΄170).
9. Κατ’ εξαίρεση των οριζοµένων στις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 για τις πράξεις και τις αποφάσεις που εκδίδονται σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο παρόν άρθρο, έχουν ανάλογη εφαρµογή οι διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 13 του ν. 2523/1997.
10. Εφόσον οι παραβάσεις της παραγράφου 1 διαπιστώνονται από άλλες Αρχές στο πλαίσιο ελέγχων της αρµοδιότητάς τους, τα σχετικά έγγραφα διαπίστωσης των παραβάσεων διαβιβάζονται αµελλητί στην Ανεξάρτητη Αρχή Δηµοσίων Εσόδων. Η αναστολή λειτουργίας της παραγράφου 1 και οι χρηµατικές κυρώσεις της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου επιβάλλονται αµελλητί µε πράξη των οργάνων της Ανεξάρτητης Αρχής Δηµοσίων Εσόδων, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην παράγραφο 2 και 8 του παρόντος άρθρου, αντίστοιχα.
11. Η εφαρµογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου είναι ανεξάρτητη από την εφαρµογή των διατάξεων του ν. 4174/2013 ή άλλων διατάξεων µε τις οποίες επιβάλλονται διοικητικές ή λοιπές φορολογικές κυρώσεις.
12. Για τις πράξεις, τις αποφάσεις και τις εντολές που εκδίδονται µε βάση το παρόν άρθρο εφαρµόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4174/2013.
13α. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών προσδιορίζονται οι κατηγορίες των υπόχρεων της παραγράφου 8.
β. Με αποφάσεις του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δηµοσίων Εσόδων προσδιορίζεται το είδος του φορολογικού ελέγχου στο πλαίσιο του οποίου επιβάλλονται το µέτρο της αναστολής λειτουργίας και η ειδική χρηµατική κύρωση, καθώς και ο τρόπος, η διαδικασία, τα όργανα και κάθε αναγκαία λεπτοµέρεια για την εφαρµογή του παρόντος άρθρου.»

2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ισχύουν για διαπιστώσεις από τη δηµοσίευση του παρόντος νόµου και εφεξής. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ν. 2523/1997 εφαρµόζονται για διαπιστώσεις µέχρι τη δηµοσίευση του παρόντος νόµου.

3. Υπουργικές αποφάσεις και κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13 του ν. 2523/1997 εξακολουθούν να εφαρµόζονται αναλόγως µέχρι την έκδοση των, κατά περίπτωση οριζοµένων στο άρθρο αυτό, αποφάσεων.

Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3475/1955 «Περί τυποποίησης νωπών αγροτικών προϊόντων ίδρυση αγορών» (Α΄ 353) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Επιπλέον, σε όλες τις περιφέρειες της επικράτειας δύνανται να ιδρύονται οργανωµένες αγορές χονδρικής πώλησης νωπών αγροτικών προϊόντων ή χονδρεµπορικές αγορές οπωροκηπευτικών ή/και κρεάτων από φυσικά ή νοµικά πρόσωπα δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Οι αγορές αυτές ιδρύονται, εγκαθίστανται και λειτουργούν εντός Οργανωµένων Υποδοχέων Μεταποιητικών και Επιχειρηµατικών Δραστηριοτήτων του άρθρου 41 παρ. 4 του ν. 3982/2011 και δεν υπόκεινται στις διατάξεις περί Κεντρικών Αγορών της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου και του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.»

Μετά την υποπερίπτωση δδ΄ της περίπτωσης δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 41 του ν. 3982/2011 (Α΄ 143) προστίθεται υποπερίπτωση εε΄ ως εξής:
«εε. ΕΠ χονδρικής πώλησης νωπών προϊόντων, όπου οι δραστηριότητες αυτού του τύπου καταλαµβάνουν τουλάχιστον το 60% της συνολικής έκτασης των γηπέδων του ΕΠ, το δε υπόλοιπο καταλαµβάνεται από δραστηριότητες υπαγόµενες στο δεύτερο µέρος του παρόντος. Το ΕΠ χονδρικής πώλησης νωπών προϊόντων αναπτύσσεται και σε περιοχές χονδρεµπορίου.»

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται η παρ. 2 του άρθρου 15 του β.δ. 746/1969 «Περί της νοµικής µορφής διοικήσεως, διαχειρίσεως και οργανώσεως της λειτουργίας της Κεντρικής Λαχαναγοράς Πατρών» (Α΄ 234).

Το Ελληνικό Δηµόσιο παραχωρεί χωρίς αντάλλαγµα στο Ταµείο Εθνικής Άµυνας ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) αδιαίρετα, της κυριότητάς του, επί του ακινήτου µε ΚΑΕΚ 191116101020, συνολικού εµβαδού 73.627,36 τ.µ., το οποίο βρίσκεται στο Δήµο Παύλου Μελά, της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης, της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, όπως αυτό εµφαίνεται στο συνηµµένο Παράρτηµα 1 που αποτελεί αναπόσπαστο µέρος του παρόντος νόµου. Το Ταµείο Εθνικής Άµυνας υποχρεούται να παραχωρήσει το ανωτέρω ακίνητο, κατά χρήση και χωρίς αντάλλαγµα, κατ’ άρθρο 84 του ν. 3883/2010 (Α΄167), στο Δήµο Παύλου Μελά της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης, προς εξυπηρέτηση λόγων γενικού συµφέροντος.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ >>>

1. Οι παράγραφοι 7 έως 13 του άρθρου 40 του ν. 2065/1992 (A΄ 113), όπως συµπληρώθηκαν µε την περίπτωση β΄ της παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 2668/1998 (Α΄ 282), αντικαταστάθηκαν µε την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 2892/2001, συµπληρώθηκαν µε τις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου και τροποποιήθηκαν µε την παρ. 1 του άρθρου 46 του ν. 2963/2001 (Α΄ 268), αντικαθίστανται ως εξής:
«7. Επιβάλλεται ενιαίο Τέλος Εκσυγχρονισµού και Ανάπτυξης Αερολιµένων (Τ.Ε.Α.Α.) σε κάθε επιβάτη εµπορικών και ιδιωτικών αεροσκαφών και ελικοπτέρων άνω των δύο (2) ετών, που αναχωρεί από όλους τους ελληνικούς αερολιµένες, ως ακολούθως:
α) για το διάστηµα έως την 1η Νοεµβρίου 2024 επιβάλλεται τέλος που ανέρχεται σε δώδεκα (12) ευρώ και
β) για το διάστηµα µετά την 1η Νοεµβρίου 2024 και εφεξής, επιβάλλεται τέλος που ανέρχεται σε τρία (3) ευρώ.
8. Από την καταβολή του τέλους της παραγράφου 7 απαλλάσσονται:
α) οι αναχωρούντες επιβάτες από/προς αερολιµένες στους οποίους λειτουργούν αεροπορικές γραµµές που υπάγονται στο καθεστώς των άρθρων 16 έως 13 του Κανονισµού 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από/προς αεροδρόµια επί υδάτινων επιφανειών,
β) οι επιβάτες σε πτήση διαµετακόµισης δηλαδή ίδιος αριθµός πτήσης αφιχθέντος και αναχωρούντος αεροσκάφους,
γ) οι αεροπορικώς διερχόµενοι επιβάτες, οι οποίοι συνεχίζουν το ταξίδι τους µε την ίδια ή άλλη αεροπορική εταιρεία, κάνοντας χρήση όλων των εξυπηρετήσεων που παρέχονται σε έναν αερολιµένα (transfer επιβάτες), εφόσον συνεχίζουν το ταξίδι τους εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, το οποίο θα αποδεικνύεται είτε µε την προσκόµιση ενιαίου εισιτηρίου, είτε µε το απόκοµµα του εισιτηρίου της προηγούµενης διαδροµής. Οι εν λόγω επιβάτες καταβάλλουν στο αεροδρόµιο αναχώρησης εφάπαξ το εν λόγω τέλος,
δ) οι επιβάτες πτήσεων κρατικών αεροσκαφών που µεταφέρουν προσωπικότητες για τις οποίες γίνεται επίσηµη υποδοχή από την ελληνική κυβέρνηση, οι επιβάτες ελληνικών κρατικών αεροσκαφών χρησιµοποιούµενων για στρατιωτικούς, τελωνειακούς, αστυνοµικούς και γενικά κρατικούς σκοπούς, καθώς και οι επιβάτες αλλοδαπών κρατικών αεροσκαφών για κράτη µε τα οποία υπάρχει αµοιβαιότητα,
ε) τα µέλη του πληρώµατος των αεροσκαφών, καθώς και µέλη του πληρώµατος που επιβιβάζονται για ανάληψη υπηρεσίας σε άλλο σταθµό, για αντικατάσταση των εν υπηρεσία πληρωµάτων,
στ) οι επιβάτες που φθάνουν σε αεροδρόµιο λόγω έκτακτης ανάγκης, βλάβης, κακών καιρικών συνθηκών ή άλλου γεγονότος ανωτέρας βίας, ανεξαρτήτως αν εξέλθουν από τον τελωνειακά ελεγχόµενο χώρο ή συνεχίσουν το ταξίδι τους µε άλλο αεροσκάφος την ίδια ή άλλη µέρα, καθώς και επιβάτες πτήσεων έρευνας και διάσωσης,
ζ) οι επιβαίνοντες σε αεροσκάφη που συµµετέχουν σε επίσηµα οργανωµένες αεραθλητικές εκδηλώσεις που πραγµατοποιούνται σε ελληνικούς αερολιµένες.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Υποδοµών και Μεταφορών που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως µπορούν να τροποποιούνται οι διατάξεις του παρόντος που ρυθµίζουν τις κατηγορίες απαλλαγών.
9. Το κατά την παράγραφο 7 τέλος εισπράττεται µε µέριµνα και ευθύνη των αεροπορικών εταιρειών και σε ειδικές περιπτώσεις από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (Υ.Π.Α.) και την Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας (Α.Π.Α.) µετά την έναρξη ισχύος των Κεφαλαίων Α΄ και Β΄ του ν. 4427/2016 (Α΄ 13), πριν από την επιβίβαση των επιβατών στο αεροσκάφος. Το εισπραττόµενο τέλος εκάστου µηνός κατατίθεται από τις αεροπορικές εταιρείες και λοιπούς υπόχρεους είτε εντός των πρώτων είκοσι
(20) ηµερών του εποµένου µηνός από την αναχώρηση των επιβατών στις περιπτώσεις µηνιαίας καταβολής, είτε άµεσα µε τη χρήση ηλεκτρονικών µέσων στις περιπτώσεις επιτόπιας είσπραξης, στους ειδικούς λογαριασµούς που προβλέπονται στις παρακάτω περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου αυτής, οι οποίοι τηρούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η Υ.Π.Α. ή η Α.Π.Α. µετά την έναρξη ισχύος των Κεφαλαίων Α΄ και Β΄ του ν. 4427/2016 (Α΄ 13), χρεώνει τις αεροπορικές εταιρείες µε το ποσό του Τ.Ε.Α.Α. που προεισπράχθηκε από τους επιβάτες και ελέγχει την απόδοσή του στους αντίστοιχους ειδικούς λογαριασµούς. Σε περίπτωση εκπρόθεσµης ή ανακριβούς δήλωσης ή µη υποβολής δήλωσης από τις αεροπορικές εταιρείες, η Υ.Π.Α., και µετά την έναρξη ισχύος των Κεφαλαίων Α΄ και Β΄ του ν. 4427/2016 (Α΄ 13) η Α.Π.Α., επιβάλλει τους κατά τις κείµενες διατάξεις πρόσθετους φόρους ή τέλη ή/και τόκους υπερηµερίας σε περίπτωση καθυστέρησης οφειλόµενων Τ.Ε.Α.Α., λαµβάνει τα προβλεπόµενα µέτρα, προσδιορίζει τα οφειλόµενα ποσά και αποστέλλει χρηµατικό κατάλογο ληξιπρόθεσµων οφειλών στην οικεία Δ.Ο.Υ. για βεβαίωση και είσπραξη.
Τα ποσά που εισπράττονται κατά τα ανωτέρω κατατίθενται και διατίθενται ως εξής:
α) Τα εισπραττόµενα ποσά του τέλους από αναχωρούντες επιβάτες του Διεθνούς Αερολιµένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» κατατίθενται στο λογαριασµό µε τίτλο «Ταµείο Ανάπτυξης Αερολιµένα Σπάτων» (Τ.Α.Α.Σ.) και διατίθενται κατά ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%), σύµφωνα µε την υπογραφείσα Σύµβαση Ανάπτυξης του Διεθνούς Αεροδροµίου της Αθήνας στα Σπάτα, που κυρώθηκε µε το ν. 2338/1995 (Α΄ 202). Ο λογαριασµός «Ταµείο Ανάπτυξης Αερολιµένα Σπάτων (Τ.Α.Α.Σ.)» χρεώνεται µε ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των καταθέσεων την επόµενη ηµέρα της κατάθεσης µε πίστωση του ειδικού λογαριασµού «ποσοστά Τ.Α.Α.Σ. και Τ.Α.Ε.Α. υπέρ Υ.Π.Α.» µε αξία την ηµεροµηνία κατάθεσης. Τα πιστούµενα στον ανωτέρω λογαριασµό ποσά διατίθενται στην Υ.Π.Α. και µετά την έναρξη ισχύος των Κεφαλαίων Α΄ και Β΄ του ν. 4427/2016 (Α΄ 13) στην Α.Π.Α., για την κάλυψη των λειτουργικών και επενδυτικών δαπανών της.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υποδοµών και Μεταφορών και Οικονοµικών αναπροσαρµόζονται τα ως άνω ποσοστά και ο τρόπος διάθεσής τους.
β) Από την Ηµεροµηνία Έναρξης Παραχώρησης των αερολιµένων Ακτίου, Ζακύνθου, Θεσσαλονίκης, Καβάλας, Κέρκυρας, Κεφαλονιάς, Κω, Μυκόνου, Μυτιλήνης, Ρόδου, Σάµου, Σαντορίνης, Σκιάθου και Χανίων, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 6.2.2. των Συµβάσεων Παραχώρησης των ως άνω αερολιµένων, τα εισπραττόµενα ποσά του τέλους από αναχωρούντες επιβάτες των εν λόγω αερολιµένων κατατίθενται σε δεκατέσσερις (14) ειδικούς λογαριασµούς µε τίτλο «Ταµείο Ανάπτυξης και Εκσυγχρονισµού Αερολιµένα» που συµπληρώνονται µε το όνοµα του αντίστοιχου αερολιµένα, οι οποίοι τηρούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος και διατίθενται κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) στους αντίστοιχους Παραχωρησιούχους των Συµβάσεων Παραχώρησης, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 217 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94), στις, κατ’ εξουσιοδότηση των παραπάνω διατάξεων, κοινές αποφάσεις των Υπουργών Υποδοµών και Μεταφορών και Οικονοµικών, καθώς και στο άρθρο 28.10 έκαστης Σύµβασης Παραχώρησης, οι οποίες έχουν κυρωθεί µε τα άρθρα 215 και 216 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94).
γ) Τα εισπραττόµενα ποσά του τέλους από αναχωρούντες επιβάτες για τους λοιπούς κρατικούς αερολιµένες της χώρας, εξαιρουµένων του Διεθνούς Αεροδροµίου Αθηνών της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 9 και των περιφερειακών αεροδροµίων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 9, κατατίθενται σε λογαριασµό µε τίτλο «Ταµείο Ανάπτυξης και Εκσυγχρονισµού Αερολιµένα…….. (Τ.Α.Ε.Α.)», που συµπληρώνεται µε το όνοµα του αερολιµένα. Τα ως άνω ποσά διατίθενται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) για τη χρηµατοδότηση έργων και εξοπλισµού στους αερολιµένες αυτούς, καθώς και την εν γένει κάλυψη του λειτουργικού και επενδυτικού τους κόστους. Τα ανωτέρω ποσά δύναται να χρησιµοποιούνται, επίσης, για την ανάπτυξη και εκσυγχρονισµό του αερολι µένα και ζώνης πέριξ του χώρου του εκάστοτε αεροδρο µίου, η έκταση της οποίας προσδιορίζεται µε απόφαση του Υπουργού Υποδοµών και Μεταφορών, στον οποίο αφορούν, ή και για κάθε άλλο αερολιµένα ή για τη µελέτη, κατασκευή και λειτουργία κάθε νέου αερολιµένα, εφόσον αυτός υπόκειται στη διαχείριση του ίδιου φορέα, καθώς και για την επιδότηση υποχρεώσεων παροχής δηµόσιας υπηρεσίας που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα νοµοθεσία στον τοµέα των αεροπορικών µεταφορών.
Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονοµικών και Υποδοµών και Μεταφορών καθορίζονται η διαδικασία και οι προϋποθέσεις της επιδότησης. Οι λογαριασµοί «Τα µείο Ανάπτυξης και Εκσυγχρονισµού Αερολιµένα……. (Τ.Α.Ε.Α.)» χρεώνονται µε το υπόλοιπο ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) των καταθέσεων την επόµενη ηµέρα της κατάθεσης µε πίστωση του ειδικού λογαριασµού «ποσοστά Τ.Α.Α.Σ. και Τ.Α.Ε.Α. υπέρ Υ.Π.Α.» µε αξία την ηµεροµηνία κατάθεσης. Τα πιστούµενα στον ανωτέρω λογαριασµό ποσά διατίθενται στην Υ.Π.Α., και µετά την έναρξη ισχύος των Κεφαλαίων Α΄ και Β΄ του ν. 4427/2016 (A΄ 13) στην Α.Π.Α., για την κάλυψη των λειτουργικών και επενδυτικών δαπανών της.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υποδοµών και Μεταφορών και Οικονοµικών αναπροσαρµόζονται τα ως άνω ποσοστά και ο τρόπος διάθεσής τους.
10. Η είσπραξη των Τελών Εκσυγχρονισµού και Ανάπτυξης Αερολιµένων θα πραγµατοποιείται µε τη χρήση, αποκλειστικά ηλεκτρονικών µέσων και η παρακολούθηση και ο έλεγχος των εισπράξεων θα πραγµατοποιείται από την Υ.Π.Α., και µετά την έναρξη ισχύος των Κεφαλαίων Α΄ και Β΄ του ν. 4427/2016 (Α΄ 13) την Α.Π.Α., σε κεντρικό επίπεδο. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Υποδοµών και Μεταφορών και του Υπουργού Οικονοµικών, η οποία θα εκδοθεί εντός τεσσάρων (4) µηνών από τη δηµοσίευση του παρόντος, καθορίζεται ο τρόπος, οι µέθοδοι, οι διαδικασίες πληρωµής και ελέγχου και κάθε άλλο ειδικότερο θέµα σχετικό µε την ηλεκτρονική πληρωµή και είσπραξη των Τ.Ε.Α.Α.. Με όµοια απόφαση ρυθµίζεται και η είσπραξη των τελών χρήσης αερολιµένων.
11. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Υποδοµών και Μεταφορών και Οικονοµικών, ρυθµίζονται οι διαδικασίες απόδοσης, χρέωσης, είσπραξης, διαχείρισης, ελέγχου και παρακολούθησης των ειδικών λογαριασµών των περιπτώσεων α΄ και γ΄ της ως άνω παραγράφου 9, η λήψη µέτρων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα. Με απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Μεταφορών και Υποδοµών δύνανται να εξαιρούνται της επιβολής Τ.Ε.Α.Α., σε µεµονωµένες περιπτώσεις, επιβάτες συγκεκριµένων πτήσεων για λόγους κοινωνικής πολιτικής.
Με όµοιες αποφάσεις γίνονται εκταµιεύσεις από τους λογαριασµούς των περιπτώσεων α΄ και γ΄ της παραγράφου 9.
12. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Υποδοµών και Μεταφορών καθορίζονται τα ποσοστά και ο τρόπος διάθεσης του τέλους νέου αερολιµένα.
13. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της Σύµβασης Ανάπτυξης του Νέου Διεθνούς Αερολιµένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» και του κυρωτικού νόµου 2338/ 1995 (A΄ 202), της Σύµβασης Παραχώρησης. Αναβάθµισης, Συντήρησης, Διαχείρισης και Λειτουργίας περιφερειακών αεροδροµίων Κρήτης, Ηπειρωτικής Ελλάδας και Ιονίου, καθώς και της Σύµβασης Παραχώρησης, Αναβάθµισης. Συντήρησης, Διαχείρισης και Λειτουργίας περιφερειακών αεροδροµίων Αιγαίου και του κυρωτικού νόµου 4389/2016 (A΄ 94), οποιαδήποτε άλλη διάταξη που ρυθµίζει διαφορετικά τα θέµατα των διατάξεων των παραγράφων 7 έως 13 του παρόντος άρθρου καταργείται.»

2. Η ισχύς των ανωτέρω διατάξεων, µε εξαίρεση τις διατάξεις που προβλέπουν εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικής πράξης, αρχίζει από την παράδοση όλων των αερολιµένων της περίπτωσης β΄ της παρ. 9 του άρθρου 40 του ν. 2065/1992, όπως αυτή τροποποιείται και ισχύει µε το παρόν, στους αντίστοιχους Παραχωρησιούχους των Συµβάσεων Παραχώρησης, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 217 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94), στις, κατ’ εξουσιοδότηση των παραπάνω διατάξεων, κοινές αποφάσεις των Υπουργών Υποδοµών και Μεταφορών και Οικονοµικών, καθώς και στο άρθρο 28.10 έκαστης Σύµβασης Παραχώρησης, οι οποίες έχουν κυρωθεί µε τα άρθρα 215 και 216 του ν. 4389/2016 (A΄ 94).

Στο τέλος της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3270/2004 (Α΄ 187) προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Η διαδικασία υλοποίησης των συµφωνιών για τα προγράµµατα συµπαραγωγής και συνδιαφήµισης του EOT άρχεται µε πρωτοβουλία και πρόσκληση του αντισυµβαλλοµένου του EOT, φυσικού ή νοµικού προσώπου, το οποίο υλοποιεί µε δικά του µέσα και χρήµατα συγκεκριµένη προωθητική ενέργεια και προσκαλεί τον EOT να συµπράξει στην παραγωγή του προωθητικού προϊόντος για την προβολή του ελληνικού τουρισµού, καλύπτοντας µέρος του κόστους υλοποίησης.
Οι προϋποθέσεις και οι ειδικότεροι όροι υλοποίησης του προγράµµατος προωθητικών ενεργειών, όπως αυτοί διατυπώνονται στις σχετικές συµφωνίες, διαµορφώνονται από τον αντισυµβαλλόµενο σε συνεργασία µε τον EOT.
Για τη συµµετοχή του EOT στις συµφωνίες αυτές απαιτείται αιτιολογηµένη απόφαση του Διοικητικού Συµβουλίου, η οποία λαµβάνεται µετά από εισήγηση του Γενικού Γραµµατέα του Οργανισµού και εγκρίνεται από τον Υπουργό Τουρισµού. Λεπτοµέρειες ως προς την υλοποίηση των ανωτέρω συµφωνιών καθορίζονται µε κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Τουρισµού».

1. Στην παράγραφο 8 του άρθρου 349 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Η διάταξη της παρ. 13 του άρθρου 13 του ν. 2703/1999 (Α΄ 72), όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 53 του ν. 4456/2017 (Α΄ 24), έχει εφαρµογή για τον Πρόεδρο της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών.»

2. Στις παραγράφους 7 και 8 του άρθρου 379, όπως αντικαταστάθηκαν µε το άρθρο 50 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), η φράση «31η Μαρτίου 2017» αντικαθίσταται από τη φράση «31η Μαΐου 2017». Το προηγούµενο εδάφιο ισχύει αναδροµικά από 1η Απριλίου 2017.

3. Στην παράγραφο 11 του άρθρου 379, όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 4445/2017 (Α΄ 24), η φράση «31η Μαρτίου 2017» αντικαθίσταται από τη φράση «31η Μαΐου 2017». Το προηγούµενο εδάφιο ισχύει αναδροµικά από 1η Ιανουάριου 2017.

Η προβλεπόµενη στη σύµβαση παραχώρησης του Έργου «Μελέτη Κατασκευή Χρηµατοδότηση Λειτουργία Συντήρηση και Εκµετάλλευση του Έργου «Αυτοκινητόδροµος Κόρινθος Τρίπολη Καλαµάτα και Κλάδος Λεύκτρο Σπάρτη»», που κυρώθηκε µε το ν. 3559/2007 (Α΄102), όπως αυτή τροποποιήθηκε µε τους νόµους 4354/2015 (Α΄ 176) και 4368/2016 (Α΄ 21), δαπάνη της επιδότησης λειτουργίας και της πρόσθετης επιδότησης λειτουργίας του παραχωρησιούχου που καταβάλλεται κατά τη συµβατική περίοδο επιδοτούµενης λειτουργίας και την περίοδο πρόσθετης επιδότησης λειτουργίας, αντίστοιχα, δύναται να βαρύνει το εθνικό σκέλος του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Υποδοµών και Μεταφορών.

Τα προγράµµατα και οι δράσεις του Υπουργείου Τουρισµού για την κατάρτιση και µετεκπαίδευση εργαζοµένων, εποχιακά ανέργων, εµπειροτεχνών και ανέργων στον τουριστικό τοµέα µε στόχο τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόµενων υπηρεσιών και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στον τουριστικό κλάδο δύναται να χρηµατοδοτούνται από το εθνικό σκέλος του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Τουρισµού των ετών 2017, 2018 και 2019.

1. Στην παρ. 5 του άρθρου 76 του ν. 4375/2016 (Α΄ 51) προστίθεται περίπτωση γ΄ ως εξής:
«γ. Η υπερωριακή απασχόληση του προσωπικού της ΕΥΣΥΔ ΕΠ ΤΑΜΕΤΕΑΑΠ εγκρίνεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµίας και Ανάπτυξης, στην οποία αναφέρονται σαφή και συγκεκριµένα στοιχεία που δικαιολογούν την ανωτέρω υπερωριακή εργασία. Στην απόφαση αυτή καθορίζεται ο αριθµός των υπαλλήλων, το χρονικό διάστηµα και οι ώρες υπερωριακής απασχόλησής τους. Οι πιστώσεις για την υπερωριακή απασχόληση των παραπάνω υπαλλήλων εγγράφονται σε ειδικό έργο συλλογικής απόφασης του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Οικονοµίας και Ανάπτυξης εκάστου έτους. Η αποζηµίωση για το σύνολο του προσωπικού δύναται να καταβάλλεται από τη ΜΟΔ ΑΕ και θα καλύπτεται από τη συγχρηµατοδοτούµενη Τεχνική Βοήθεια Εθνικών Προγραµµάτων του Ταµείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και του Ταµείου Εσωτερικής Ασφάλειας. Ειδικότερα ζητήµατα εφαρµογής του προηγούµενου εδαφίου δύναται να ρυθµίζονται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµίας και Ανάπτυξης.»

2. Η παρ. 6 του άρθρου 76 του ν. 4375/2016 αντικαθίσταται ως εξής:
«6.α. Οι ενέργειες της τεχνικής βοήθειας που αφορούν στον προγραµµατισµό, σχεδιασµό, προετοιµασία, διαχείριση, παρακολούθηση, αξιολόγηση, δηµοσιότητα, εφαρµογή και έλεγχο των Εθνικών Προγραµµάτων του Ταµείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και του Ταµείου Εσωτερικής Ασφάλειας χρηµατοδοτούνται από εθνικούς ή ενωσιακούς πόρους των ως άνω ταµείων µέσω του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων.
β. Δικαιούχοι ενεργειών τεχνικής βοήθειας είναι η Ειδική Υπηρεσία Συντονισµού και Διαχείρισης Προγραµµάτων ΤΑΜΕΤΕΑΑΠ, οι Εντεταλµένες Αρχές του άρθρου 77 και η ΜΟΔ ΑΕ. Η ΕΥΣΥΔ ΤΑΜΕΤΕΑΑΠ σε συνεργασία µε τις Εντεταλµένες Αρχές καταρτίζουν και εκτελούν πρόγραµµα ενεργειών τεχνικής βοήθειας, το οποίο εγκρίνεται από τον Ειδικό Γραµµατέα ΤΑΜΕΤΕΑΑΠ. Η Αρχή Ελέγχου καταρτίζει και εκτελεί πρόγραµµα ενεργειών τεχνικής βοήθειας που χρηµατοδοτείται αποκλειστικά από εθνικούς πόρους.
γ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµίας και Ανάπτυξης µπορούν να καθορίζονται οι επιλέξιµες κατηγορίες ενεργειών τεχνικής βοήθειας, τα όρια χρηµατοδότησης ανά κατηγορία ενεργειών, οι κατηγορίες δαπανών για το συγχρηµατοδοτούµενο σκέλος και το σκέλος που καλύπτεται από εθνικούς πόρους, οι διαδικασίες δηµοσιότητας που εφαρµόζονται για την ανάθεση προµηθειών και υπηρεσιών, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα. Μέχρι την έκδοση της ως άνω απόφασης εφαρµόζεται αναλογικά η υπ’ αριθµ. 23451/ΕΥΣΣΑ 493/24.2.2017 (Β΄ 677) απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονοµίας και Ανάπτυξης, όπως εκάστοτε ισχύει, µε την επιφύλαξη των διατάξεων των ειδικών Κανονισµών (ΕΕ) 513/2014, 515/2014 και 516/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου,
δ. Τα προγράµµατα ενεργειών τεχνικής βοήθειας διακρίνονται σε συγχρηµατοδοτούµενες ενέργειες και σε ενέργειες που καλύπτονται από εθνικούς πόρους του συγχρηµατοδοτούµενου σκέλους του ΠΔΕ. Οι ενέργειες που χρηµατοδοτούνται από εθνικούς πόρους εγκρίνονται σε ετήσια βάση από τον Υπουργό Οικονοµίας και Ανάπτυξης, ύστερα από σχετική εισήγηση της ΕΥΣΥΔ ΤΑΜΕΤΕΑΑΠ.
ε. Η απόφαση που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 8 του άρθρου 48 του ν. 4314/2014 (Α΄ 265), εφαρµόζεται και για τις µετακινήσεις που πραγµατοποιούνται στο πλαίσιο ενεργειών τεχνικής βοήθειας των προγραµµάτων του Ταµείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και του Ταµείου Εσωτερικής Ασφάλειας.
στ. Με απόφαση του καθ' ύλην αρµόδιου Υπουργού, δύναται να συγκροτούνται επιτροπές ή οµάδες εργασίας και να ορίζονται εµπειρογνώµονες ή/και αξιολογητές στο πλαίσιο ενεργειών τεχνικής βοήθειας της παρούσας παραγράφου, για την υποβοήθηση του έργου της ΕΥΣΥΔ ΤΑΜΕΤΕΑΑΠ και των Εντεταλµένων Αρχών.»

1. Η παρ. 7 στοιχείο α΄ του άρθρου 13 του ν. 4314/2014 (Α΄ 265) αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Με απόφαση του αρµόδιου Υπουργού ή Περιφερειάρχη, δύναται να ορίζονται Ενδιάµεσοι Φορείς, οι οποίοι αναλαµβάνουν τη διαχείριση µέρους ΕΠ ή συγκεκριµένα καθήκοντα της Διαχειριστικής Αρχής του εν λόγω ΕΠ για δράσεις ολοκληρωµένων χωρικών επενδύσεων ή βιώσιµης αστικής ανάπτυξης, σύµφωνα µε το άρθρο 123 παράγραφοι 7 και 6 του Κανονισµού αντίστοιχα.»

2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 39 του ν. 4314/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι Προϊστάµενοι των Ειδικών Υπηρεσιών και των Μονάδων τους, της Κεντρικής Υπηρεσίας της ΜΟΔ ΑΕ και ο Προϊστάµενος της Εθνικής Αρχής Συντονισµού επιλέγονται µετά από δηµόσια εσωτερική προκήρυξη, που πραγµατοποιείται από την ΜΟΔ ΑΕ και απευθύνεται στο σύνολο του προσωπικού της ΜΟΔ ΑΕ και του προσωπικού που κατά τη δηµοσίευση της προκήρυξης υπηρετεί µε απόσπαση ή µετακίνηση στις Ειδικές Υπηρεσίες και στην Κεντρική Υπηρεσία της ΜΟΔ ΑΕ.»

3. Η παρ. 9 του άρθρου 48 του ν. 4314/2014 αντικαθίσταται, ως εξής:
«9. Η υπερωριακή απασχόληση του προσωπικού των Ειδικών Υπηρεσιών του ΕΣΠΑ 2014-2020 και της Κεντρικής Υπηρεσίας της ΜΟΔ ΑΕ εγκρίνεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµίας και Ανάπτυξης, στην οποία αναφέρονται σαφή και συγκεκριµένα στοιχεία που δικαιολογούν την ανωτέρω υπερωριακή εργασία. Στην απόφαση αυτή καθορίζεται ο αριθµός των υπαλλήλων, το χρονικό διάστηµα και οι ώρες υπερωριακής απασχόλησής τους. Οι πιστώσεις για την υπερωριακή απασχόληση των παραπάνω υπαλλήλων εγγράφονται σε ειδικό έργο συλλογικής απόφασης του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Οικονοµίας και Ανάπτυξης εκάστου έτους. Η αποζηµίωση για το σύνολο του προσωπικού δύναται να καταβάλλεται από τη ΜΟΔ ΑΕ και θα καλύπτεται από τη συγχρηµατοδοτούµενη Τεχνική Βοήθεια των ΕΠ του ΕΣΠΑ 2014-2020. Ειδικότερα ζητήµατα εφαρµογής του προηγούµενου εδαφίου δύναται να ρυθµίζονται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµίας και Ανάπτυξης.»

4. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 59 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι προϊστάµενοι επιλέγονται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στα αντίστοιχα Περιγράµµατα Θέσεων Εργασίας που περιλαµβάνονται στο Σύστηµα Διαχείρισης και Ελέγχου και όπου αυτά δεν υφίστανται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στις αντίστοιχες υπουργικές ή κοινές υπουργικές αποφάσεις διάρθρωσης και στις κοινές υπουργικές αποφάσεις περί καθορισµού τυπικών, ουσιαστικών ή πρόσθετων προσόντων. Κατά την πρώτη εφαρµογή της διαδικασίας της παραγράφου 2 του άρθρου 39, η επιλογή των ανωτέρω προϊσταµένων γίνεται σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην υπουργική απόφαση της παραγράφου 2 του άρθρου 39 ως προς τα τυπικά, ουσιαστικά και πρόσθετα προσόντα.»

5. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 20 του άρθρου 59 του ν. 4314/2014 καταργείται.

Στο ν. 4314/2014 (Α΄ 265) προστίθεται άρθρο 53Α, ως εξής:
«Άρθρο 53Α
Σύσταση Ειδικής Υπηρεσίας Προγραµµατισµού, Συντονισµού και Παρακολούθησης της υλοποίησης των Χρηµατοδοτικών Μηχανισµών Ευρωπαϊκού Οικονοµικού Χώρου (ΕΥ ΧΜ ΕΟΧ)»
1. Στο Υπουργείο Οικονοµίας και Ανάπτυξης συστήνεται Ειδική Υπηρεσία Προγραµµατισµού, Συντονισµού και Παρακολούθησης της υλοποίησης των Χρηµατοδοτικών Μηχανισµών του Ευρωπαϊκού Οικονοµικού Χώρου (ΕΥ ΧΜ ΕΟΧ), επιπέδου Διεύθυνσης, η οποία υπάγεται στη Γενική Γραµµατεία Δηµοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ και αποτελεί το Εθνικό Σηµείο Επαφής, κατά τα οριζόµενα στον Κανονισµό για την εφαρµογή του ΕΟΧ και των Χρηµατοδοτικών Μηχανισµών, όπως εκάστοτε ισχύει.
2. Η ΕΥ ΧΜ ΕΟΧ είναι αρµόδια για το σχεδιασµό, την οργάνωση της εθνικής στρατηγικής και τις διαβουλεύσεις µε την Επιτροπή ΧΜ ΕΟΧ, για τη συνεργασία µε την Επιτροπή για την υπογραφή των Μνηµονίων Κατανόησης, την εκπροσώπηση της χώρας στις σχέσεις της µε την Επιτροπή και το Γραφείο ΧΜ ΕΟΧ, την κατάρτιση και υποβολή των εκθέσεων στρατηγικής και την παρακολούθηση και εποπτεία της φυσικής και οικονοµικής προόδου των εγκριθέντων έργων και προγραµµάτων των ΧΜ ΕΟΧ.
3. Το προσωπικό της Ειδικής Υπηρεσίας ανέρχεται σε δέκα (10) άτοµα. Για τα θέµατα προσωπικού και επιλογής Προϊσταµένου της Ειδικής Υπηρεσίας ΧΜ ΕΟΧ εφαρµόζονται οι διατάξεις του Κεφαλαίου Θ΄ και του άρθρου 59 του παρόντος νόµου.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµίας και Ανάπτυξης, η οποία εκδίδεται κατόπιν εισήγησης του Γενικού Γραµµατέα Δηµοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ εξειδικεύονται οι αρµοδιότητες και καθορίζονται η διάρθρωση σε Μονάδες, η κατανοµή του προσωπικού της Ειδικής Υπηρεσίας και κάθε άλλο σχετικό θέµα.
5. Καταργείται το άρθρο 39 του π.δ. 116/2014 (Α΄185) και οι αρµοδιότητες και το προσωπικό που υπηρετεί στο καταργούµενο Αυτοτελές Τµήµα Προγραµµατισµού, Συντονισµού και Παρακολούθησης της υλοποίησης των Χρηµατοδοτικών Μηχανισµών του Ευρωπαϊκού Οικονοµικού Χώρου µεταφέρονται στη συνιστώµενη µε το παρόν Ειδική Υπηρεσία ΧΜ ΕΟΧ.»

Αναστέλλεται η έκδοση, η βεβαίωση, η είσπραξη και η εκτέλεση Πρωτοκόλλων Διοικητικής Αποβολής, Πρωτοκόλλων Καθορισµού Αποζηµίωσης Αυθαίρετης Χρήσης και Πρωτοκόλλων Επιβολής Ειδικής Αποζηµίωσης για τις περιοχές που περιγράφονται στην υπ’ αριθµ. 1151/72 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, στις υπ’ αριθµ. 116/68 και 698/76 αποφάσεις του Εφετείου Ναυπλίου και στην υπ’ αριθµ. 110/78 απόφαση του Αρείου Πάγου και ανήκουν στο Δήµο Λαυρεωτικής και Σαρωνικού και µε την επιφύλαξη των δικαιωµάτων του Ελληνικού Δηµοσίου επί δασικών εκτάσεων, µέχρι την κύρωση των οριστικών εγγραφών του Εθνικού Κτηµατολογίου των ανωτέρω Δήµων.

1. Στο άρθρο 46 του ν. 4172/2013 (Α΄167) προστίθεται περίπτωση στ΄, ως εξής:
«στ) Οι σχολικές επιτροπές και οι σχολικές εφορείες µειονοτικών σχολείων πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης.»

2. Η διάταξη της προηγούµενης παραγράφου ισχύει από 1.1.2016 και εφεξής.

Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δηµοσίευσή του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε επιµέρους διατάξεις του.

 


Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 4 Απριλίου 2017

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Οι Υπουργοί

Εσωτερικών
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΥΡΛΕΤΗΣ

Αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ

Οικονομίας και Ανάπτυξης
ΔΗΜΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΑΡΙΤΣΗΣ

Εθνικής Άμυνας
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΜΜΕΝΟΣ

Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ

Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΝΗΣ

Οικονομικών
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

Υφυπουργός Οικονομικών
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ

Διοικητικής Ανασυγκρότησης
ΟΛΓΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΗ

Υποδομών και Μεταφορών
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΠΙΡΤΖΗΣ

Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ

Τουρισμού
ΕΛΕΝΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΑ

Επικρατείας
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 4 Απριλίου 2017

Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΝΗΣ

 

 

Ευρετήριο τουριστικής νομοθεσίας

Δείτε αναλυτικά τον οδηγό τουριστικής νομοθεσίας ανά κλάδο

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος 2021

Δείτε αναλυτικά όλες τις κλίμακες φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν για το φορολογικό έτος 2021