NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4469/2017 Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων και άλλες διατάξεις.

Τελευταία ενημέρωση σύμφωνα με το Ν.4485/07.08.2017
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 62
03 Μαίου 2017
ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜ. 4469
Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

1. Οι διατάξεις του παρόντος νόµου ρυθµίζουν τη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης χρηµατικών οφειλών προς οποιονδήποτε πιστωτή, οι οποίες είτε προέρχονται από την άσκηση επιχειρηµατικής δραστηριότητας του οφειλέτη, είτε αποτελούν οφειλές από άλλη αιτία, εφόσον η ρύθµιση των εν λόγω οφειλών κρίνεται από τους συµµετέχοντες στη διαδικασία απαραίτητη προκειµένου να εξασφαλιστεί η βιωσιµότητα του οφειλέτη.

2. Για τις ανάγκες του παρόντος νόµου:
α) Ως «µεγάλες επιχειρήσεις» νοούνται όσες, κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης σύµφωνα µε το άρθρο 4, είχαν κύκλο εργασιών µεγαλύτερο από δύο εκατοµµύρια πεντακόσιες χιλιάδες (2.500.000) ευρώ ή έχουν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης συνολικές υποχρεώσεις (ληξιπρόθεσµες ή µη) υψηλότερες από δύο εκατοµµύρια (2.000.000) ευρώ.
β) Ως «µικρές επιχειρήσεις» νοούνται όσες δεν εµπίπτουν στον ορισµό της µεγάλης επιχείρησης.
γ) Ως «συνοφειλέτης» νοείται κάθε πρόσωπο που ευθύνεται αλληλεγγύως εκ του νόµου ή δυνάµει δικαιοπραξίας για την εξόφληση µέρους ή του συνόλου των οφειλών του οφειλέτη. Στην έννοια του συνοφειλέτη περιλαµβάνεται και ο εγγυητής. Δεν συµπεριλαµβάνονται στην έννοια του συνοφειλέτη οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δυνάµει ασφαλιστικής σύµβασης µε τον οφειλέτη έχουν αναλάβει να καλύψουν την παντός είδους ευθύνη του έναντι τρίτων.
δ) Ως «χρηµατοδοτικός φορέας» νοούνται τα πιστωτικά ή χρηµατοδοτικά ιδρύµατα, µεταξύ αυτών και εκείνα που τελούν υπό ειδική εκκαθάριση, οι εταιρείες χρηµατοδοτικής µίσθωσης, οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηµατικών απαιτήσεων, καθώς και οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 1 του ν. 4354/2015 (Α΄ 176), εφόσον τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισµού.
ε) Ως «πιστωτές» νοούνται τα φυσικά ή νοµικά πρόσωπα, δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, συµπεριλαµβανοµένου του Ελληνικού Δηµοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, που έχουν χρηµατικές απαιτήσεις κατά του οφειλέτη.
στ) «Απαρτία συµµετεχόντων πιστωτών» υπάρχει όταν συµµετέχουν στη διαδικασία πιστωτές που είναι δικαιούχοι τουλάχιστον του πενήντα τοις εκατό (50%) του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Δεν λαµβάνονται υπόψη για το σχηµατισµό απαρτίας απαιτήσεις προσώπων συνδεδεµένων µε τον οφειλέτη και απαιτήσεις πιστωτών που δεν δεσµεύονται από τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών σύµφωνα µε τις παραγράφους 4, 6 και 7 του άρθρου 2 και το έκτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 4.
ζ) Ως «πλειοψηφία συµµετεχόντων πιστωτών» νοείται η πλειοψηφία των συµµετεχόντων πιστωτών που σχηµατίζεται µε βάση ποσοστό επί του συνόλου των απαιτήσεων των συµµετεχόντων πιστωτών. Δεν λαµβάνονται υπόψη για το σχηµατισµό της πλειοψηφίας συµµετεχόντων πιστωτών απαιτήσεις προσώπων συνδεδεµένων µε τον οφειλέτη.
η) Ως «ποσοστό συµµετεχόντων πιστωτών µε ειδικό προνόµιο» νοείται το ποσοστό των συµµετεχόντων πιστωτών που σχηµατίζεται επί του συνόλου των απαιτήσεων των συµµετεχόντων πιστωτών που εξασφαλίζονται µε υποθήκη, προσηµείωση υποθήκης, ενέχυρο ή άλλο ειδικό προνόµιο του άρθρου 976 του Κ.Πολ.Δ.. Δεν λαµβάνονται υπόψη για το σχηµατισµό του ποσοστού συµµετεχόντων πιστωτών µε ειδικό προνόµιο απαιτήσεις προσώπων συνδεδεµένων µε τον οφειλέτη.
θ) Ως «σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών» νοείται η πολυµερής δικαιοπραξία που καταρτίζεται µεταξύ του οφειλέτη και των συµβαλλοµένων πιστωτών στο πλαίσιο εφαρµογής των διατάξεων του παρόντος νόµου, έχει ως αντικείµενο την αναδιάρθρωση του συνόλου ή µέρους των οφειλών του οφειλέτη και αποσκοπεί στη συνέχιση της επιχειρηµατικής δραστηριότητας του οφειλέτη.
ι) Ως «πρόσωπα συνδεδεµένα µε τον οφειλέτη» νοούνται:
αα) όταν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, οι σύζυγοι, οι συγγενείς εξ αίµατος ή εξ αγχιστείας µέχρι δευτέρου βαθµού, καθώς και τα νοµικά πρόσωπα που ελέγχονται από τον οφειλέτη,
ββ) όταν ο οφειλέτης είναι νοµικό πρόσωπο, τα φυσικά ή νοµικά πρόσωπα που ελέγχουν το νοµικό πρόσωπο του οφειλέτη, καθώς και οι σύζυγοι και οι συγγενείς εξ αίµατος ή εξ αγχιστείας µέχρι του δεύτερου βαθµού των ανωτέρω φυσικών προσώπων. Επίσης, τα νοµικά πρόσωπα που ελέγχονται από τον οφειλέτη.
Ένα φυσικό ή νοµικό πρόσωπο θεωρείται ότι ασκεί έλεγχο όταν συντρέχει µία από τις περιπτώσεις του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251).
ια) Ως «συµµετέχων πιστωτής» νοείται κάθε πιστωτής που εκπροσωπείται ή συµµετέχει µε οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαπραγµάτευσης µε σκοπό την κατάρτιση σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.
ιβ) Ως «συµβαλλόµενος πιστωτής» νοείται κάθε πιστωτής που συµβάλλεται στη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.
ιγ) Ως «µη συµβαλλόµενος πιστωτής» νοείται κάθε πιστωτής που δεν συµβάλλεται στη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, ανεξαρτήτως εάν συµµετείχε στη διαδικασία διαπραγµάτευσης.
ιδ) Ως «εµπειρογνώµονας» νοείται κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο που προσφέρει κατ’ επάγγελµα υπηρεσίες παροχής χρηµατοοικονοµικών συµβουλών.
ιε) Ως «εκτιµητής ακινήτων» νοείται ο πιστοποιηµένος εκτιµητής ακινήτων που έχει καταχωριστεί στο Μητρώο Πιστοποιηµένων Εκτιµητών του Υπουργείου Οικονοµικών, σύµφωνα µε την παρ. Γ΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α΄ 107).
ιστ) Ως «οφειλές προς το Δηµόσιο» νοούνται οι απαιτήσεις του Δηµοσίου που είναι ήδη βεβαιωµένες, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δηµοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α΄ 90), του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α΄ 170) και του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α΄ 265), κατά την 31η Δεκεµβρίου 2016, µε τις προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσµης καταβολής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4.
ιζ) Ως «οφειλές υπέρ τρίτων» νοούνται οι κατά την 31η Δεκεµβρίου 2016 ήδη βεβαιωµένες οφειλές υπέρ τρίτων πιστωτών, οι οποίες βεβαιώνονται και εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δηµοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α΄ 90), µε τις προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσµης καταβολής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4.
ιη) Ως «οφειλές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης» νοούνται οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που είναι ήδη βεβαιωµένες, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δηµοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α΄ 90) και του άρθρου 101 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167), κατά την 31η Δεκεµβρίου 2016, µε τις προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσµης καταβολής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4.
ιθ) Στην έννοια των «οφειλών» συµπεριλαµβάνονται και οι οφειλές νοµικών ή φυσικών προσώπων που προήλθαν από διαδοχή επιχειρήσεων, σύµφωνα µε το άρθρο 479 του Αστικού Κώδικα. Στην περίπτωση αυτή η µεταβιβάζουσα επιχείρηση δεν συµπεριλαµβάνεται στην έννοια του συνοφειλέτη της περίπτωσης γ΄.

1. Κάθε φυσικό πρόσωπο µε πτωχευτική ικανότητα και κάθε νοµικό πρόσωπο το οποίο αποκτά εισόδηµα από επιχειρηµατική δραστηριότητα, σύµφωνα µε τα άρθρα 21 και 47 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος (ν. 4172/2013, Α΄167) και έχει φορολογική κατοικία στην Ελλάδα µπορεί να υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών, εφόσον:
α) κατά την 31η Δεκεµβρίου 2016 είχε οφειλή προς χρηµατοδοτικό φορέα από δάνειο ή πίστωση σε καθυστέρηση τουλάχιστον ενενήντα (90) ηµερών ή οφειλή που ρυθµίστηκε µετά την 1η Ιουλίου 2016 ή είχε ληξιπρόθεσµες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση ή προς Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή προς άλλο νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου, περιλαµβανοµένων των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης, ή είχε βεβαιωθεί η µη πληρωµή επιταγών εκδόσεώς του λόγω µη επαρκούς υπολοίπου κατά το άρθρο 40 του ν. 5960/1933 (Α΄ 401) ή είχαν εκδοθεί διαταγές πληρωµής ή δικαστικές αποφάσεις λόγω ληξιπρόθεσµων απαιτήσεων εις βάρος του,
β) οι συνολικές προς ρύθµιση οφειλές του ξεπερνούν το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και
γ) πληροί τα κριτήρια επιλεξιµότητας του άρθρου 3.

2. Δεν έχουν δικαίωµα υπαγωγής στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών:
α) τα πιστωτικά και χρηµατοδοτικά ιδρύµατα, καθώς και τα υποκαταστήµατα αλλοδαπών πιστωτικών ή χρηµατοδοτικών ιδρυµάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα,
β) οι πάροχοι επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και τα υποκαταστήµατα αλλοδαπών παρόχων επενδυτικών υπηρεσιών που λειτουργούν στην Ελλάδα,
γ) οι Οργανισµοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ), καθώς και οι Οργανισµοί Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΟΕΕ), καθώς και οι διαχειριστές αυτών,
δ) οι ασφαλιστικές εταιρίες.

3. Φυσικό ή νοµικό πρόσωπο δεν µπορεί να υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών εφόσον:
α) έχει υποβάλει αίτηση ενώπιον του αρµόδιου δικαστηρίου για υπαγωγή στις διατάξεις των άρθρων 62 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄ 246) ή στις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007, Α΄ 153), εκτός εάν έχει υπάρξει έγκυρη παραίτησή του από τις εν λόγω διαδικασίες µέχρι την ηµεροµηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών ή
β) έχει εκδοθεί οριστική απόφαση υπαγωγής του οφειλέτη σε µία από τις αναφερόµενες στην περίπτωση α΄ διαδικασίες ή έχει συζητηθεί ενώπιον του αρµόδιου δικαστηρίου η αίτηση υπαγωγής του στις παραπάνω διαδικασίες και εκκρεµεί η έκδοση δικαστικής απόφασης ή
γ) έχει διακόψει την επιχειρηµατική του δραστηριότητα ή, σε περίπτωση νοµικού προσώπου, βρίσκεται σε διαδικασία λύσης και εκκαθάρισης, εκτός εάν υποβληθεί δήλωση έναρξης εργασιών φυσικού προσώπου ή αποφασισθεί από το αρµόδιο όργανο του νοµικού προσώπου η αναβίωσή του, πριν από την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών ή
δ) έχει καταδικασθεί µε αµετάκλητη απόφαση το ίδιο το φυσικό πρόσωπο ή στην περίπτωση των νοµικών προσώπων οι πρόεδροι ή οι διευθύνοντες σύµβουλοι ή οι διαχειριστές ή οι εταίροι ή και κάθε πρόσωπο εντεταλµένο είτε από το νόµο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε µε δικαστική απόφαση στη διαχείριση αυτών για ένα από τα ακόλουθα αδικήµατα:
αα) φοροδιαφυγή, εκτός αν αφορά µη απόδοση φόρου προστιθέµενης αξίας, φόρου κύκλου εργασιών, φόρου ασφαλίστρων, παρακρατούµενων και επιρριπτόµενων φόρων τελών ή εισφορών ή φόρου πλοίων,
ββ) νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες, υπεξαίρεση, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, δωροληψία, λαθρεµπορία, καταδολίευση δανειστών, χρεοκοπία, ή απάτη, σε βαθµό κακουργήµατος. Στην περίπτωση της απάτης, αν ο παθών είναι το Δηµόσιο ή Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης, αρκεί η καταδίκη σε βαθµό πληµµελήµατος.
Επί νοµικών προσώπων, η κατά τα ανωτέρω ποινική καταδίκη των παραπάνω προσώπων πρέπει να αφορά αξιόποινη πράξη που σχετίζεται µε την επιχειρηµατική δραστηριότητα του νοµικού προσώπου το οποίο ζητεί την ένταξή του στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών.

4. Στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης δεν υπάγονται οφειλές του οφειλέτη που έχουν γεννηθεί µετά την 31η Δεκεµβρίου 2016.

5. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 21 του άρθρου 15, αν οι απαιτήσεις ενός πιστωτή υπερβαίνουν ποσοστό ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) των συνολικών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, η αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης του παρόντος µετά την υποβολή της, σύµφωνα µε το άρθρο 4, προωθείται στον εν λόγω πιστωτή για διµερή διαπραγµάτευση. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρµόζονται τα άρθρα 6 έως 14, µε την εξαίρεση της παραγράφου 7 του άρθρου 9. Ο πιστωτής ενηµερώνει την Ειδική Γραµµατεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.) εντός τριών (3) µηνών από την ηµεροµηνία προώθησης της αίτησης για την επίτευξη ή µη συµφωνίας µε τον οφειλέτη.

6. Πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων: (α) δεν υπερβαίνουν ατοµικά για κάθε πιστωτή το ποσό των δύο εκατοµµυρίων (2.000.000) ευρώ και ποσοστό ενάµισι τοις εκατό (1,5%) του συνολικού χρέους του οφειλέτη και (β) δεν υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό των είκοσι εκατοµµυρίων (20.000.000) ευρώ και ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του συνολικού χρέους του οφειλέτη δεν συµµετέχουν στη διαδικασία του παρόντος νόµου και δεν δεσµεύονται από τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Αν οι απαιτήσεις που εµπίπτουν στα κριτήρια της περίπτωση α΄υπερβαίνουν αθροιστικά ένα από τα κριτήρια της περίπτωση β΄, δεν συµµετέχουν στη διαδικασία του παρόντος νόµου και δεν δεσµεύονται από τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών οι πιστωτές µε τις µικρότερες απαιτήσεις έως τη συµπλήρωση του ποσοστού του δεκαπέντε τοις εκατό (15%) ή του ποσού των είκοσι εκατοµµυρίων (20.000.000) ευρώ. Οι λοιποί πιστωτές, ακόµα και εάν οι απαιτήσεις τους δεν υπερβαίνουν τα κριτήρια της περίπτωση α΄, συµµετέχουν στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης του παρόντος νόµου.

7. Δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρµογής του παρόντος νόµου απαιτήσεις από ανακτήσεις κρατικών ενισχύσεων λόγω παραβίασης των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), σύµφωνα µε την παρ. 6 του άρθρου 3 του Κώδικα Είσπραξης Δηµοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α΄ 90).

1. Ο οφειλέτης που τηρεί απλογραφικό λογιστικό σύστηµα, σύµφωνα µε την παρ. 12 του άρθρου 3 του ν. 4308/2014, κρίνεται επιλέξιµος για υπαγωγή στην εξωδικαστική ρύθµιση οφειλών του παρόντος νόµου, εφόσον έχει θετικό καθαρό αποτέλεσµα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων σε µία τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4.

2. Ο οφειλέτης που τηρεί διπλογραφικό λογιστικό σύστηµα, σύµφωνα µε το άρθρο 3 του ν. 4308/2014, κρίνεται επιλέξιµος για υπαγωγή στην εξωδικαστική ρύθµιση οφειλών του παρόντος νόµου, εφόσον πληροί µία από τις παρακάτω προϋποθέσεις σε µία τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4:
α) έχει θετικά αποτελέσµατα προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων ή
β) έχει θετική καθαρή θέση (equity).

1. Κάθε οφειλέτης µπορεί να υποβάλει αίτηση για την υπαγωγή του στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών έως την 31η Δεκεµβρίου 2018, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 2 και 3. Αποκλείεται η υποβολή δεύτερης αίτησης από τον ίδιο οφειλέτη όσο εκκρεµεί η πρώτη ή µετά τη σύνταξη από το συντονιστή πρακτικού περαίωσης της διαδικασίας, σύµφωνα µε την παράγραφο 16 του άρθρου 8, ή πρακτικού αποτυχίας για οποιονδήποτε από τους προβλεπόµενους στον παρόντα νόµο λόγους.

2. Η αίτηση για την υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών υποβάλλεται από τον οφειλέτη ηλεκτρονικά στην Ειδική Γραµµατεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.) µε τη χρήση ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρµας, η οποία τηρείται στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Τα δεδοµένα του οφειλέτη τηρούνται στη βάση δεδοµένων της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. για τρία (3) έτη από τη λήξη της εκτέλεσης της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών ή από την ακύρωσή της ή από την τελεσιδικία της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσής της. Αν η αίτηση του οφειλέτη δεν καταλήξει σε σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, τα δεδοµένα του διαγράφονται από το ηλεκτρονικό αρχείο της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. τρία (3) έτη µετά την υποβολή τους. Η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. ορίζεται ως υπεύθυνος επεξεργασίας για την τήρηση και την επεξεργασία των ανωτέρω δεδοµένων σύµφωνα µε το ν. 2472/1997 (Α΄ 50).

3. Η αίτηση συνυποβάλλεται υποχρεωτικά και από τους συνοφειλέτες, αν υπάρχουν, περιέχει, ως προς αυτούς, τουλάχιστον τα στοιχεία της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 5 και συνοδεύεται τουλάχιστον από τα δικαιολογητικά των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 και των περιπτώσεων α΄, δ΄, ε΄, στ΄, η΄ και θ΄ της παραγράφου 8 του ίδιου άρθρου. Για τους συνοφειλέτες που υποβάλλουν αίτηση από κοινού µε τον οφειλέτη δεν ισχύουν οι περιορισµοί των παραγράφων 1, 3 και 5 του άρθρου 2 και του άρθρου 3.
Αν δεν συνυποβληθεί αίτηση από έναν ή περισσότερους συνοφειλέτες του οφειλέτη, για την έναρξη της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών απαιτείται συναίνεση του πιστωτή ή των πιστωτών µε την πλειοψηφία των απαιτήσεων για τις οποίες ευθύνονται οι εν λόγω συνοφειλέτες. Χωρίς τη συναίνεση αυτή, η πλειοψηφία των υπολοίπων πιστωτών διατηρεί µεν την ευχέρεια να αποφασίσει την έναρξη της διαδικασίας, στην περίπτωση όµως αυτή οι απαιτήσεις των µη συναινούντων πιστωτών για τις οποίες ευθύνονται οι εν λόγω συνοφειλέτες, δεν ρυθµίζονται από τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.
Η αίτηση δεν εξετάζεται, ακόµη και αν συναινέσουν οι πιστωτές, αν δεν συνυποβληθεί και από τους συνοφειλέτες που έχουν κατά την ηµεροµηνία υποβολής της την ιδιότητα του οµόρρυθµου εταίρου οµόρρυθµης ή ετερόρρυθµης εταιρείας ή ευθύνονται από άλλη αιτία εις ολόκληρον και αλληλεγγύως για το σύνολο των οφειλών του οφειλέτη.
Δεν απαιτείται συνυποβολή της αίτησης όταν συνοφειλέτης είναι το Ελληνικό Δηµόσιο, το Εθνικό Ταµείο Επιχειρηµατικότητας και Ανάπτυξης (Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε.), καθώς και οποιοσδήποτε άλλος φορέας του δηµόσιου τοµέα που έχει χορηγήσει εγγύηση για δάνεια οποιουδήποτε είδους. Στην περίπτωση αυτή η διαδικασία προχωρεί ως εάν ο συγκεκριµένος συνοφειλέτης είχε συνυποβάλει την αίτηση και τα απαιτούµενα δικαιολογητικά.

4. Αίτηση µπορεί να υποβάλουν από κοινού περισσότεροι από έναν οφειλέτες, εφόσον είναι νοµικά πρόσωπα για τα οποία συντρέχουν οι προϋποθέσεις υποχρεωτικής ενοποίησης, σύµφωνα µε το άρθρο 32 του ν. 4308/2014.

5. Το Ελληνικό Δηµόσιο, οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή άλλο νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου, περιλαµβανοµένων των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης, ή οι χρηµατοδοτικοί φορείς µπορούν ως πιστωτές να κινήσουν τη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών κοινοποιώντας στον οφειλέτη µε δικαστικό επιµελητή ή µε συστηµένη επιστολή ή µε ισοδύναµου τύπου ταχυδροµική επιστολή ή αυτοπρόσωπη παράδοση, εφόσον διασφαλίζονται µε ισοδύναµο τρόπο η επιβεβαίωση αποστολής, παραλαβής και εµπιστευτικότητας, έγγραφη δήλωση, µε την οποία τον καλούν να υπαχθεί στη διαδικασία του παρόντος νόµου, υποβάλλοντας τη σχετική αίτηση εντός προθεσµίας δύο (2) µηνών. Η πρόσκληση του προηγούµενου εδαφίου κοινοποιείται µε επιµέλεια του πιστωτή και στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Η παράλειψη του οφειλέτη να υποβάλει αίτηση για κίνηση της διαδικασίας εντός δύο (2) µηνών από την ηµεροµηνία κοινοποίησης της εξώδικης έγγραφης γνωστοποίησης έχει ως συνέπεια να µην δικαιούται να κινήσει ο ίδιος τη διαδικασία υπαγωγής µεταγενέστερα, χωρίς να προσκληθεί εκ νέου από τους πιστωτές. Αν ο οφειλέτης υποβάλει αίτηση εµπρόθεσµα, ο πιστωτής που κίνησε τη διαδικασία λογίζεται ως συµµετέχων.

6. Μέχρι τη λειτουργία της ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρµας της παραγράφου 2, οι αιτήσεις για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών υποβάλλονται σε έντυπη και ψηφιακή µορφή στις Διευθύνσεις Ανάπτυξης των Περιφερειακών Ενοτήτων. Τα συνοδευτικά της αίτησης έγγραφα και δικαιολογητικά υποβάλλονται αποκλειστικά σε ψηφιακή µορφή.

7. Η υποβολή αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών δεν συνιστά σπουδαίο λόγο για την καταγγελία διαρκών συµβάσεων.

8. Η κοινοποίηση της παρ. 2 του άρθρου 7 αναστέλλει τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών (195/1/29.7.2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεµάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, Β΄ 2376) που έχει θεσπισθεί σύµφωνα µε την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 (Α΄ 288). Αν δεν επιτευχθεί συµφωνία στο πλαίσιο του παρόντος νόµου, η Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) του Κώδικα Δεοντολογίας συνεχίζεται από το στάδιο στο οποίο είχε σταµατήσει.

1. Η αίτηση του οφειλέτη περιέχει υποχρεωτικά τα εξής:
α) πλήρη στοιχεία της επιχείρησης (επωνυµία, διεύθυνση, Α.Φ.Μ., ΚΑΔ, τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση), αναφορά στον κύκλο εργασιών του κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης και στις συνολικές υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του, περιγραφή της δραστηριότητάς του, της οικονοµικής του κατάστασης, των λόγων της οικονοµικής του αδυναµίας και των προοπτικών της επιχείρησής του,
β) κατάλογο όλων των πιστωτών του µε πλήρη στοιχεία (επωνυµία, διεύθυνση, Α.Φ.Μ., τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση), των οφειλοµένων ποσών ανά πιστωτή και των συνοφειλετών που ευθύνονται έναντι κάθε πιστωτή,
γ) την πρότασή του για τον τρόπο ρύθµισης των οφειλών του, όπου αναφέρει τουλάχιστον το ποσό που είναι σε θέση να καταβάλει σε µηνιαία ή ετήσια βάση για την αποπληρωµή των οφειλών του, βασίζεται στα εκτιµώµενα έσοδα και έξοδα του οφειλέτη κατά τις επόµενες τρεις (3) τουλάχιστον χρήσεις και είναι σύµφωνη µε τις διατάξεις των άρθρων 9 και 15 παράγραφοι 3, 4, 5, 6 και 16. Με την εξαίρεση των οφειλών που ρυθµίζονται σύµφωνα µε το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 και την παράγραφο 6 του άρθρου 15, όταν υπάρχουν οφειλές προς το Δηµόσιο ή οργανισµούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή προς άλλο νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου, η πρόταση του οφειλέτη πρέπει να συντάσσεται σύµφωνα µε την παράγραφο 5 του άρθρου 8,
δ) τα στοιχεία που απαιτούνται για την αξιολόγηση της επιλεξιµότητάς του, σύµφωνα µε το άρθρο 3.

2. Η αίτηση συνοδεύεται υποχρεωτικά και από:
α) κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη µε αναφορά στην εκτιµώµενη εµπορική αξία τους, έτσι ώστε να µπορεί να προσδιορισθεί η αξία ρευστοποίησης της περιουσίας του,
β) πλήρη περιγραφή των βαρών και λοιπών εξασφαλίσεων (είδος βάρους ή εξασφάλισης, πιστωτής, ασφαλιζόµενο ποσό, σειρά, δηµόσιο βιβλίο) που είναι εγγεγραµµένα επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη,
γ) πλήρη στοιχεία κάθε συνοφειλέτη (επωνυµία, πλήρη διεύθυνση, Α.Φ.Μ., τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση).

3. Με την αίτηση συνυποβάλλονται υποχρεωτικά και τα εξής:
α) δήλωση για κάθε µεταβίβαση ή επιβάρυνση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη που έγινε εντός των τελευταίων πέντε (5) ετών πριν από την υποβολή της αίτησης και για κάθε καταβολή µερίσµατος από τον οφειλέτη προς τους µετόχους ή εταίρους ή άλλη συναλλαγή, εκτός των τρεχουσών συναλλαγών της επιχείρησης, που έγινε εντός των τελευταίων 24 µηνών πριν από την υποβολή της αίτησης,
β) στοιχεία κάθε νοµικού προσώπου συνδεδεµένου µε τον οφειλέτη µε ηµεροµηνία σύστασης µεταγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2012, καθώς και πλήρη στοιχεία ακινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που τυχόν µεταβιβάστηκαν από τον οφειλέτη ή τους συνοφειλέτες σε πρόσωπα συνδεδεµένα µε τον οφειλέτη µετά την 1η Ιανουαρίου 2012,
γ) κατάλογος των προσώπων που αµείβονται από τον οφειλέτη και τα οποία αποτελούν συνδεδεµένα πρόσωπα µε αυτόν, καθώς και ανάλυση των αµοιβών αυτών κατά τους τελευταίους 24 µήνες πριν από την υποβολή της αίτησης.

4. Ο οφειλέτης µπορεί να συνοδεύει την αίτησή του µε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, στοιχείο ή πληροφορία, την οποία θεωρεί σηµαντική για την επιτυχία της διαδικασίας.

5. Η αξία των ακινήτων τα οποία δηλώνονται στην αίτηση καθορίζεται µε βάση έκθεση εκτιµητή ακινήτων, την οποία συνυποβάλλει ο οφειλέτης µε την αίτησή του. Αν ο οφειλέτης δεν προσκοµίσει έκθεση από εκτιµητή, ως αξία των ακινήτων στην αίτηση δηλώνεται η αξία που λαµβάνεται υπόψη για τον υπολογισµό του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ν. 4223/2013, Α΄ 287).

6. Με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία παρέχεται από τον οφειλέτη άδεια για κοινοποίηση στον συντονιστή, τον εµπειρογνώµονα και τους συµµετέχοντες πιστωτές, επεξεργασία και διασταύρωση από αυτούς των δεδοµένων του, τα οποία περιλαµβάνονται στην αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα, όσο και άλλων δεδοµένων του που βρίσκονται στην κατοχή των συµµετεχόντων πιστωτών για τους σκοπούς της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών. Η άδεια του προηγούµενου εδαφίου συνεπάγεται την άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων του άρθρου 1 του ν.δ. 1059/1971 (Α΄270) και του φορολογικού απορρήτου του άρθρου 17 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170). Επίσης, µε την αίτηση υπαγωγής παρέχεται από τον οφειλέτη άδεια για κοινοποίηση σε όλους τους πιστωτές των στοιχείων που περιλαµβάνονται στο απόσπασµα της αίτησης, σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του άρθρου 7.

7. Η αίτηση υπέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 (Α΄ 75) του οφειλέτη για την ακρίβεια και την πληρότητα του περιεχοµένου της αίτησης και των υποβληθέντων εγγράφων. Ο οφειλέτης ενηµερώνεται κατά την υποβολή της αίτησης για τις συνέπειες της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης, όπως αυτές προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986.

8. Η αίτηση συνοδεύεται υποχρεωτικά και από τα ακόλουθα έγγραφα:
α) δήλωση εισοδήµατος φυσικών προσώπων (E.1) ή δήλωση φορολογίας εισοδήµατος νοµικών προσώπων και νοµικών οντοτήτων (Ν ή Ε.5 ή Φ01.010 ή Φ01.013) των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών,
β) κατάσταση οικονοµικών στοιχείων από επιχειρηµατική δραστηριότητα (Ε.3) των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών,
γ) συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών και προµηθευτών των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών,
δ) δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε.9), εφόσον προβλέπεται η υποχρέωση υποβολής της,
ε) πράξη διοικητικού προσδιορισµού του φόρου εισοδήµατος (εκκαθαριστικό) του τελευταίου φορολογικού έτους,
στ) πράξη διοικητικού προσδιορισµού του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του τελευταίου φορολογικού έτους,
ζ) τελευταία περιοδική δήλωση ΦΠΑ (Φ2), εφόσον προβλέπεται η υποχρέωση υποβολής της,
η) καταστάσεις βεβαιωµένων οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση και προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίες πρέπει να έχουν εκδοθεί εντός των τελευταίων τριών (3) µηνών πριν από την ηµεροµηνία υποβολής της αίτησης,
θ) χρηµατοοικονοµικές καταστάσεις του άρθρου 16 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251) των τελευταίων πέντε (5) περιόδων, οι οποίες πρέπει να είναι δηµοσιευµένες, εφόσον προβλέπεται αντίστοιχη υποχρέωση,
ι) προσωρινό ισοζύγιο τελευταίου µηνός τεταρτοβάθµιων λογαριασµών του αναλυτικού καθολικού της γενικής λογιστικής, εφόσον προβλέπεται η κατάρτισή του,
ια) αντίγραφο ποινικού µητρώου γενικής χρήσης του οφειλέτη ή του πρόεδρου του διοικητικού συµβουλίου και του διευθύνοντος συµβούλου για ανώνυµες εταιρείες, του διαχειριστή για εταιρείες περιορισµένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, των οµόρρυθµων εταίρων και των διαχειριστών για προσωπικές εταιρείες,
ιβ) πιστοποιητικό περί µη πτώχευσης από το αρµόδιο Πρωτοδικείο,
ιγ) πιστοποιητικό περί µη κατάθεσης αίτησης πτώχευσης από το αρµόδιο Πρωτοδικείο,
ιδ) πιστοποιητικό περί µη λύσης της εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ., εφόσον ο οφειλέτης είναι νοµικό πρόσωπο,
ιε) πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του οφειλέτη ή του πρόεδρου του διοικητικού συµβουλίου και του διευθύνοντος συµβούλου για ανώνυµες εταιρείες, του διαχειριστή για εταιρείες περιορισµένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, των οµόρρυθµων εταίρων και των διαχειριστών για προσωπικές εταιρείες.

9. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµίας και Ανάπτυξης και Οικονοµικών µπορεί να καθορίζονται και νέα δικαιολογητικά ως υποχρεωτικώς συνυποβαλλόµενα µε την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία του παρόντος νόµου έγγραφα ή να τροποποιούνται τα δικαιολογητικά της παραγράφου 8.

1. Εντός δύο (2) εργάσιµων ηµερών από την κατάθεση της αίτησης, η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. διορίζει συντονιστή της διαδικασίας από το µητρώο συντονιστών που τηρείται στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Η έδρα του συντονιστή πρέπει να βρίσκεται εντός της Περιφερειακής Ενότητας στην οποία έχει την έδρα του ο οφειλέτης. Αν δεν υπάρχει εγγεγραµµένος συντονιστής στο µητρώο µε έδρα εντός της Περιφερειακής Ενότητας, στην οποία έχει την έδρα του ο οφειλέτης, διορίζεται συντονιστής που εδρεύει εντός της διοικητικής περιφέρειας της έδρας του οφειλέτη.

2. Δεν επιτρέπεται ο διορισµός ως συντονιστή του ίδιου προσώπου σε περισσότερες από µία αιτήσεις, αν προηγουµένως δεν έχει εξαντληθεί η δυνατότητα διορισµού των λοιπών εγγεγραµµένων στο µητρώο της παραγράφου 1 µε έδρα την Περιφερειακή Ενότητα ή, στην περίπτωση του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1, τη διοικητική περιφέρεια, εντός της οποίας λαµβάνει χώρα η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών.

3. Ο συντονιστής ειδοποιείται από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. για το διορισµό του, τον οποίο µπορεί να αποποιηθεί εντός τεσσάρων (4) εργάσιµων ηµερών. Ο συντονιστής υποχρεούται να αποποιηθεί το διορισµό του αν συντρέχουν στο πρόσωπό του περιστάσεις που θα µπορούσαν να επηρεάσουν την ανεξαρτησία του. Τέτοιες περιστάσεις είναι ιδίως:
α) κάθε προσωπική ή επαγγελµατική σχέση µε τον οφειλέτη ή συµµετέχοντα πιστωτή,
β) οποιοδήποτε οικονοµικό ή άλλο συµφέρον, άµεσο ή έµµεσο, από την έκβαση της διαδικασίας.
Αν για οποιονδήποτε λόγο ο συντονιστής αποποιηθεί το διορισµό του, η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. διορίζει αµέσως νέο συντονιστή.

4. Ο Ειδικός Γραµµατέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους δηµοσιεύει στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. και στη Διαύγεια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την εγγραφή στο Μητρώο Συντονιστών. Στο µητρώο εγγράφονται κατά προτεραιότητα διαπιστευµένοι διαµεσολαβητές του ν. 3898/2010 (Α΄ 211) ύστερα από αίτησή τους που υποβάλλεται εντός προθεσµίας τριάντα (30) ηµερών από τη δηµοσίευση της πρόσκλησης. Η αίτηση συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 (Α΄ 75), µε την οποία ο ενδιαφερόµενος βεβαιώνει την ιδιότητά του ως διαπιστευµένου διαµεσολαβητή του ν. 3898/2010.

5. Στο µητρώο συντονιστών εγγράφονται:
α) εκατόν είκοσι (120) διαπιστευµένοι διαµεσολαβητές µε έδρα στην Περιφέρεια Αττικής,
β) πενήντα (50) διαπιστευµένοι διαµεσολαβητές µε έδρα στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας,
γ) είκοσι (20) διαπιστευµένοι διαµεσολαβητές µε έδρα στην Περιφέρεια Θεσσαλίας,
δ) είκοσι (20) διαπιστευµένοι διαµεσολαβητές µε έδρα στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας,
ε) είκοσι (20) διαπιστευµένοι διαµεσολαβητές µε έδρα στην Περιφέρεια Κρήτης,
στ) είκοσι (20) διαπιστευµένοι διαµεσολαβητές µε έδρα στην Περιφέρεια Πελοποννήσου,
ζ) δέκα (10) διαπιστευµένοι διαµεσολαβητές µε έδρα στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης,
η) δέκα (10) διαπιστευµένοι διαµεσολαβητές µε έδρα στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας,
θ) δέκα (10) διαπιστευµένοι διαµεσολαβητές µε έδρα στην Περιφέρεια Ηπείρου,
ι) δέκα (10) διαπιστευµένοι διαµεσολαβητές µε έδρα στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων,
ια) δέκα (10) διαπιστευµένοι διαµεσολαβητές µε έδρα στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας,
ιβ) δέκα (10) διαπιστευµένοι διαµεσολαβητές µε έδρα στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου,
ιγ) δέκα (10) διαπιστευµένοι διαµεσολαβητές µε έδρα στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.
Αν οι αιτήσεις εγγραφής στο Μητρώο υπερβούν σε αριθµό τις υπό κάλυψη θέσεις συντονιστών ανά Περιφέρεια, διενεργείται κλήρωση µεταξύ των ενδιαφεροµένων. Μεταξύ των µη κληρωθέντων διενεργείται νέα κλήρωση για να καθορισθεί η σειρά των επιλαχόντων. Οι επιλαχόντες εγγράφονται στο µητρώο αµέσως µετά τη διαγραφή από το µητρώο µέλους µε έδρα στην ίδια Περιφέρεια.
Αν δεν καλυφθούν οι θέσεις συντονιστών ανά Περιφέρεια από διαπιστευµένους διαµεσολαβητές, ο Ειδικός Γραµµατέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους απευθύνει εντός δέκα (10) ηµερών από την παρέλευση της προθεσµίας υποβολής αιτήσεων πρόσκληση προς τους Δικηγορικούς Συλλόγους µε έδρα την Περιφέρεια αυτή µε τη διαδικασία της παραγράφου 4. Στην περίπτωση αυτή στο
µητρώο εγγράφονται δικηγόροι µε τουλάχιστον πενταετή προϋπηρεσία. Αν οι αιτήσεις εγγραφής υπερβούν σε αριθµό τις υπό κάλυψη θέσεις, ακολουθείται διαδικασία κλήρωσης κατά τα παραπάνω οριζόµενα.

6. Οι κληρώσεις της παραγράφου 5 είναι δηµόσιες και διεξάγονται από υπάλληλο της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., που κατέχει θέση ευθύνης, παρουσία δύο ακόµη υπαλλήλων. Ο χρόνος και ο τόπος διεξαγωγής της κλήρωσης γνωστοποιείται τουλάχιστον δύο (2) ηµέρες νωρίτερα, µε τοιχοκόλληση της σχετικής ανακοίνωσης στα γραφεία της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. ή µε ανάρτηση της ανακοίνωσης στην ιστοσελίδα της. Η κλήρωση για την εγγραφή στο µητρώο, µεταξύ όλων εκείνων που πληρούν τις νόµιµες προϋποθέσεις εγγραφής, γίνεται µε κάθε πρόσφορο και αξιόπιστο τρόπο που διαθέτει η οικεία Υπηρεσία, όπως µε χρήση εφαρµογής Η/Υ ή µε επιλογή συγκεκριµένου κλήρου. Για τη διενέργεια της κλήρωσης και τα αποτελέσµατά της συντάσσεται σχετικό πρακτικό, το οποίο υπογράφεται και από τους τρεις παριστάµενους, κατά τα ανωτέρω, υπαλλήλους.

7. Αν διαπιστωθεί ανάγκη συµπλήρωσης του αριθµού των συντονιστών σε συγκεκριµένη Περιφέρεια, ο Ειδικός Γραµµατέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους µε απόφασή του µπορεί να εγγράψει στο µητρώο συντονιστών νέα µέλη από την κατάσταση επιλαχόντων ανά Περιφέρεια. Αν ο αριθµός των επιλαχόντων δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών της συγκεκριµένης Περιφέρειας, ο Ειδικός Γραµµατέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους δηµοσιεύει κοινή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την εγγραφή στο Μητρώο Συντονιστών διαπιστευµένων διαµεσολαβητών και δικηγόρων ακολουθώντας κατά τα λοιπά τη διαδικασία των παραγράφων 4 και 5.

8. Η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. επιβλέπει το έργο των συντονιστών, µεριµνά για την κατάρτισή τους και την περιοδική πιστοποίηση της απόδοσής τους. Με απόφαση του Ειδικού Γραµµατέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους διαγράφονται από το Μητρώο οι συντονιστές που δεν φέρουν σε πέρας το έργο τους εµπροθέσµως ή εκπληρώνουν πληµµελώς τα καθήκοντα τους. Για την εξειδίκευση των υποχρεώσεων των συντονιστών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και των συνεπειών που επιφέρει η µη συµµόρφωσή τους σε αυτές εκδίδεται Οδηγός Δεοντολογίας Συντονιστών από τον Ειδικό Γραµµατέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.

1. Αν ο συντονιστής δεν αποποιηθεί το διορισµό του εντός της προθεσµίας της παραγράφου 3 του άρθρου 6, η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. του κοινοποιεί σε ηλεκτρονική µορφή αντίγραφο της αίτησης και των συνοδευτικών εγγράφων. Ο συντονιστής ειδοποιεί την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. για την ανάληψη των καθηκόντων του, ελέγχει την πληρότητα της αίτησης και των συνοδευτικών εγγράφων και αν ο φάκελος της αίτησης δεν είναι πλήρης, καλεί τον οφειλέτη να καταθέσει εντός πέντε (5) εργάσιµων ηµερών τα έγγραφα που λείπουν. Αν ο φάκελος δεν συµπληρωθεί εµπρόθεσµα, η διαδικασία θεωρείται περαιωθείσα ως άκαρπη και ο συντονιστής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας της διαδικασίας το οποίο αποστέλλει ηλεκτρονικά στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. και στον αιτούντα. Μετά τη διαπίστωση της πληρότητας της αίτησης ή τη συµπλήρωση του φακέλου, ο συντονιστής εκδίδει υπογεγραµµένη βεβαίωση µε την οποία πιστοποιεί την πληρότητα της αίτησης και την αποστέλλει αυθηµερόν στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Η ανωτέρω βεβαίωση πιστοποιείται ηλεκτρονικά από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. και κοινοποιείται αυθηµερόν στον οφειλέτη και στον συντονιστή.

2. Μόλις ο συντονιστής διαπιστώσει ότι ο φάκελος είναι πλήρης, κοινοποιεί µέσα σε δύο (2) ηµέρες απόσπασµα της αίτησης σε όλους τους πιστωτές που αναφέρονται σε αυτήν. Το απόσπασµα αυτό περιλαµβάνει το περιεχόµενο των περιπτώσεων α΄, γ΄και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 5 και από το περιεχόµενο της περίπτωσης β΄ µόνο τις πληροφορίες για την οφειλή του οφειλέτη έναντι του κάθε ειδοποιούµενου πιστωτή, καθώς και το ύψος των οφειλών του οφειλέτη προς τους χρηµατοδοτικούς φορείς συνολικά, το Δηµόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και τους λοιπούς πιστωτές συνολικά. Με την εξαίρεση των πιστωτών της παραγράφου 6 του άρθρου 2, στους πιστωτές κοινοποιείται επίσης πρόσκληση συµµετοχής στη διαδικασία και υπόδειγµα έντυπης δήλωσης εµπιστευτικότητας.
Η κοινοποίηση γίνεται ηλεκτρονικά ή, αν δεν είναι δυνατή η επικοινωνία µε ηλεκτρονικά µέσα, µε δικαστικό επιµελητή ή µε συστηµένη επιστολή ή µε ισοδύναµου τύπου ταχυδροµική επιστολή ή αυτοπρόσωπη παράδοση, εφόσον διασφαλίζονται µε ισοδύναµο τρόπο η επιβεβαίωση αποστολής, παραλαβής και εµπιστευτικότητας.

3. Αν δεν συνυποβληθεί αίτηση από έναν ή περισσότερους συνοφειλέτες του οφειλέτη, σύµφωνα µε την παράγραφο 3 του άρθρου 4, ο συντονιστής πριν κοινοποιήσει απόσπασµα της αίτησης στο σύνολο των πιστωτών, σύµφωνα µε την παράγραφο 2, ειδοποιεί τον πιστωτή ή τους πιστωτές έναντι των οποίων ευθύνονται οι συνοφειλέτες που δεν συνυπέβαλαν αίτηση και τους καλεί εντός πέντε (5) ηµερών να δηλώσουν αν συναινούν στην έναρξη της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών. Αν ο πιστωτής ή οι πιστωτές µε την πλειοψηφία των απαιτήσεων για τις οποίες ευθύνονται οι συνοφειλέτες συναινέσουν, ο συντονιστής κινεί τη διαδικασία της παραγράφου 2 για όλους τους πιστωτές. Αν δεν συναινέσουν, ο συντονιστής ενηµερώνει τον οφειλέτη, του τάσσει προθεσµία πέντε (5) ηµερών για την τροποποίηση της πρότασης της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 5, και στη συνέχεια κινεί τη διαδικασία της παραγράφου 2 για τους υπόλοιπους πιστωτές µε κοινοποίηση χωριστής ενηµέρωσης για τη µη συµµετοχή στη διαδικασία του πιστωτή ή των πιστωτών έναντι των οποίων ευθύνονται οι συνοφειλέτες που δεν συνυπέβαλαν αίτηση, για το ύψος των οφειλών του οφειλέτη έναντι των πιστωτών αυτών και για την αδυναµία ρύθµισης των οφειλών αυτών µε τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.

4. Οι κοινοποιήσεις της παραγράφου 2 µπορεί να αναστέλλονται µε απόφαση του Ειδικού Γραµµατέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους για λόγους διαχείρισης του φόρτου εργασίας των συντονιστών και των εκπροσώπων των πιστωτών του δηµόσιου τοµέα και των χρηµατοδοτικών φορέων. Η απόφαση αυτή δηµοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. και προσδιορίζει το χρονικό διάστηµα της αναστολής, το οποίο υπολογίζεται από την ηµεροµηνία υποβολής της αίτησης του άρθρου 4.

5. Εντός τριάντα (30) ηµερών από τη δηµοσίευση του παρόντος στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, οι χρηµατοδοτικοί φορείς και οι πιστωτές του δηµόσιου τοµέα κοινοποιούν στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδροµείου, στην οποία γίνονται από τους συντονιστές όλες οι κοινοποιήσεις σχετικά µε τις αιτήσεις για την έναρξη της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών.

1. Εντός δέκα (10) ηµερών από την ηµεροµηνία κοινοποίησης της πρόσκλησης, σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του άρθρου 7, οι πιστωτές αποστέλλουν στον συντονιστή σε ηλεκτρονική διεύθυνση που τους έχει κοινοποιήσει, δήλωση για την πρόθεσή τους να συµµετάσχουν στη διαδικασία. Οι πιστωτές που προτίθενται να συµµετάσχουν αποστέλλουν ηλεκτρονικά, νοµίµως υπογεγραµµένη, τη δήλωση εµπιστευτικότητας και βεβαιώνουν το ποσό της συνολικής απαίτησής τους κατά του οφειλέτη κατά την ηµεροµηνία υποβολής της αίτησης του άρθρου 4. Η βεβαίωση του προηγούµενου εδαφίου υπέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986. Οι πιστωτές που είναι νοµικά πρόσωπα δηλώνουν στον συντονιστή το φυσικό πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτηµένο να τους εκπροσωπήσει στη διαδικασία και υποβάλλουν τα σχετικά νοµιµοποιητικά έγγραφα.

2. Κατά τη λήξη της προθεσµίας της παραγράφου 1 ο συντονιστής ελέγχει αν συγκεντρώθηκε το απαιτούµενο ποσοστό απαρτίας συµµετεχόντων πιστωτών της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 1. Αν ο συντονιστής διαπιστώσει ότι το ποσό απαίτησης που έχει δηλωθεί από τον οφειλέτη είναι διαφορετικό από το ποσό που βεβαιώθηκε από τον πιστωτή και ότι αυτή η διαφορά δεν δικαιολογείται από αντικειµενικούς λόγους, ζητεί από τον οφειλέτη και τον πιστωτή αποδεικτικά έγγραφα για το ύψος της απαίτησης, εντός προθεσµίας πέντε (5) ηµερών. Αν δεν προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα το ακριβές ύψος της απαίτησης, ο συντονιστής προσμετρά στα ποσοστά της απαρτίας και της πλειοψηφίας μέχρι το πέρας της διαδικασίας μόνο το μέροςτης απαίτησης που δεν αμφισβητείται, εκτός εάν η απαίτηση προσδιοριστεί σε διαφορετικό ποσό από τον εμπειρογνώμονα κατά την επαλήθευση των αμφισβητούμενων απαιτήσεων. Ο πιστωτής που συνεχίζει να αμφισβητεί το ποσό της απαίτησής του στο τέλος της διαδικασίας δεν εμποδίζεται να επιδιώξει τη δικαστική αναγνώριση του ύψους της. Αν δεν υπάρχει απαρτία, η διαδικασία θεωρείται περαιωθείσα ως άκαρπη και ο συντονιστής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας της διαδικασίας, το οποίο αποστέλλει ηλεκτρονικά στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., στον αιτούντα και στους πιστωτές. 

3. Αν συγκεντρωθεί απαρτία, ο συντονιστής κοινοποιεί σε όλους τους συµµετέχοντες πιστωτές το πλήρες περιεχόµενο της αίτησης και τα συνοδευτικά της αίτησης έγγραφα και δικαιολογητικά και, όταν πρόκειται για οφειλέτη που υπάγεται στην κατηγορία της µικρής επιχείρησης, τάσσει προθεσµία πέντε (5) ηµερών για την υποβολή πρότασης διορισµού εµπειρογνώµονα, σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του άρθρου 11. Ταυτόχρονα ενηµερώνει τον οφειλέτη για την έναρξη της διαδικασίας διαπραγµάτευσης.

4. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσµία της παραγράφου 3, ο συντονιστής τάσσει προθεσµία ενός (1) µηνός για την αποστολή αντιπροτάσεων από τους πιστωτές. Στην περίπτωση υποβολής αιτήµατος διορισµού εµπειρογνώµονα σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του άρθρου 11 ή σε περίπτωση υποχρεωτικού ορισµού εµπειρογνώµονα, σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του άρθρου 11, η προθεσµία του προηγούµενου εδαφίου τάσσεται για την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιλογής εµπειρογνώµονα.

5. Η αντιπρόταση που συντάσσει πιστωτής πρέπει κατ’ ελάχιστον να περιέχει:
α) βασικά συµπεράσµατα σχετικά µε τη βιωσιµότητα της επιχείρησης του οφειλέτη,
β) την αξία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνοφειλετών που έχουν υποβάλει την αίτηση από κοινού µε τον οφειλέτη, εφόσον ο πιστωτής που υποβάλλει την αντιπρόταση δεν συναινεί µε την αξία ρευστοποίησης που έχει δηλωθεί από τον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες,
γ) το ποσό που προτείνεται να καταβάλει ο οφειλέτης για την αποπληρωµή των οφειλών του, καθώς και το ποσό που προτείνεται να καταβάλουν οι συνοφειλέτες που έχουν συνυποβάλει αίτηση για την αποπληρωµή των οφειλών για τις οποίες ευθύνονται, εφόσον ο πιστωτής που υποβάλλει την αντιπρόταση δεν συναινεί µε τα ποσά που προτάθηκαν από τον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες,
δ) το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρωθεί σε κάθε πιστωτή µε τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, κατ’ εφαρµογή των υποχρεωτικών κανόνων του άρθρου 9 και του άρθρου 15, βάσει συνηµµένου πίνακα κατάταξης.

6. Οι αντιπροτάσεις των πιστωτών κοινοποιούνται στους λοιπούς συµµετέχοντες πιστωτές και τον οφειλέτη, οι οποίοι έχουν το δικαίωµα να προτείνουν συγκεκριµένες τροποποιήσεις εντός προθεσµίας δεκαπέντε (15) ηµερών. Εντός δέκα (10) ηµερών από τη λήξη της προθεσµίας του προηγούµενου εδαφίου, ο οφειλέτης δηλώνει αν αποδέχεται µία ή περισσότερες από τις αντιπροτάσεις. Αν ο οφειλέτης εγκρίνει µία ή περισσότερες από τις αντιπροτάσεις, αυτές τίθενται ταυτόχρονα σε ψηφοφορία από τους συµµετέχοντες πιστωτές. Αν οι αντιπροτάσεις που τέθηκαν σε ψηφοφορία υπερβαίνουν τις δύο χωρίς κάποια από αυτές να συγκεντρώσει το ποσοστό πλειοψηφίας της παραγράφου 8, οι δύο αντιπροτάσεις που συγκέντρωσαν το µεγαλύτερο ποσοστό ψήφων τίθενται εκ νέου σε ψηφοφορία. Αν οι αντιπροτάσεις που τέθηκαν εξαρχής ή εκ νέου σε ψηφοφορία είναι δύο, χωρίς κάποια από αυτές να συγκεντρώσει το ποσοστό πλειοψηφίας της παραγράφου 8, η αντιπρόταση που συγκέντρωσε το µεγαλύτερο ποσοστό ψήφων στην ψηφοφορία του προηγούµενου εδαφίου τίθεται εκ νέου σε ψηφοφορία για να διαπιστωθεί αν συγκεντρώνει την πλειοψηφία συµµετεχόντων πιστωτών της παραγράφου 8. Αν δεν υποβλήθηκε καµία αντιπρόταση από τους πιστωτές ή καµία αντιπρόταση από αυτές που υποβλήθηκαν ή το σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών του εµπειρογνώµονα δεν εγκρίθηκαν από τον οφειλέτη, τίθεται σε ψηφοφορία από τους συµµετέχοντες πιστωτές η αρχική πρόταση του οφειλέτη.

7. Σε περίπτωση υποχρεωτικού διορισµού εµπειρογνώµονα, για τη λήψη απόφασης επί του σχεδίου αναδιάρθρωσης οφειλών του εµπειρογνώµονα ή για την αποστολή αντιπροτάσεων από τους πιστωτές εφαρµόζονται οι προθεσµίες της παραγράφου 3 του άρθρου 11.

8. Για την έγκριση πρότασης αναδιάρθρωσης οφειλών απαιτείται συµφωνία του οφειλέτη και πλειοψηφία τριών πέµπτων (3/5) των συµµετεχόντων πιστωτών, στους οποίους συµπεριλαµβάνεται ποσοστό δύο πέµπτων (2/5) των συµµετεχόντων πιστωτών µε ειδικό προνόµιο. Αν εγκριθεί η πρόταση αναδιάρθρωσης οφειλών, υπογράφεται µε επιµέλεια του συντονιστή µεταξύ των συναινούντων πιστωτών και του οφειλέτη η σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Η υπογραφή της σύµβασης αναδιάρθρωσης µε µηχανικό µέσο ή ηλεκτρονικό τρόπο είναι επαρκής. Ο συντονιστής αποστέλλει αντίγραφο της υπογεγραµµένης σύµβασης αναδιάρθρωσης σε όλους τους συµµετέχοντες πιστωτές και στον οφειλέτη.

9. Αν δεν επιτευχθεί συµφωνία µετά το πέρας των ψηφοφοριών της παραγράφου 6, η διαδικασία θεωρείται περαιωθείσα ως άκαρπη και ο συντονιστής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας της διαδικασίας, το οποίο αποστέλλει ηλεκτρονικά στον αιτούντα και στους πιστωτές.

10. Οι συµµετέχοντες πιστωτές που καταψήφισαν την πρόταση αναδιάρθρωσης που εγκρίθηκε έχουν δικαίωµα να υποβάλουν εγγράφως στο συντονιστή ενστάσεις κατά της διαδικασίας διαπραγµάτευσης. Ο συντονιστής φυλάσσει τα αντίγραφα των ενστάσεων και χορηγεί αντίγραφα σε οποιονδήποτε θεµελιώνει έννοµο συµφέρον.

11. Κάθε συµµετέχων πιστωτής έχει δικαίωµα να ζητήσει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πρόσθετα έγγραφα και στοιχεία από τον οφειλέτη, εφόσον αυτά σχετίζονται µε τη διαπραγµάτευση της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Όταν το αίτηµα υποβάλλεται από πιστωτή που εκπροσωπεί ποσοστό των συνολικών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη µικρότερο του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), ο οφειλέτης µπορεί να αρνηθεί, εφόσον θεωρεί ότι κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων θα υποστεί ουσιώδη βλάβη, καθ’ ο µέρος από τα στοιχεία αυτά θα αποκαλυφθούν επιχειρηµατικά του απόρρητα. Επί διαφωνίας, αποφασίζουν οι συµµετέχοντες πιστωτές µε πλειοψηφία εξήντα τοις εκατό (60%). Αν ο οφειλέτης αρνηθεί εκ νέου, η διαδικασία θεωρείται περαιωθείσα ως άκαρπη και ο συντονιστής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας της διαδικασίας.

12. Η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών του παρόντος νόµου διενεργείται µε ανταλλαγή ηλεκτρονικής ή άλλου τύπου αλληλογραφίας ή τηλεφωνική ή άλλη επικοινωνία µεταξύ του συντονιστή, του οφειλέτη και των πιστωτών, χωρίς να απαιτείται ο ορισµός συνάντησης µε φυσική παρουσία των συµµετεχόντων. Με αίτηµα που υποβάλλεται από συµµετέχοντες πιστωτές που είναι δικαιούχοι τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) του συνόλου των απαιτήσεων που συµµετέχουν στη διαδικασία, µπορεί να ζητηθεί από τον συντονιστή ορισµός συνάντησης σε τόπο και χρόνο που περιλαµβάνεται στο αίτηµα. Αν η διαπραγµάτευση δεν ολοκληρωθεί σε µία συνάντηση, ο συντονιστής µπορεί να ορίσει επαναληπτικές συναντήσεις.

13. Οι προθεσµίες που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 3 και 6, καθώς και στην παράγραφο 3 του άρθρου 11 παρατείνονται στις εξής περιπτώσεις:
α) αν υποβάλει σχετικό αίτηµα πιστωτής, ο οποίος ζητεί συµπληρωµατικά έγγραφα σύµφωνα µε την παράγραφο 11 και συναινεί στο αίτηµά του τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) των συµµετεχόντων πιστωτών,
β) αν η πλειοψηφία των συµµετεχόντων πιστωτών συναινεί σε σχετικό αίτηµα,
γ) αν υποβάλει σχετικό αίτηµα το Δηµόσιο, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν υποβληθεί προτάσεις από πιστωτικά ιδρύµατα ούτε έχει διοριστεί εµπειρογνώµονας κατά το άρθρο 11.
Στις παραπάνω περιπτώσεις αναβάλλεται και η συνάντηση που είχε ήδη οριστεί σύµφωνα µε την παράγραφο 12.
Τα αιτήµατα για την παράταση προθεσµιών υποβάλλονται προς τον συντονιστή και περιλαµβάνουν υποχρεωτικά και το χρόνο της παράτασης, ο οποίος συνολικά δεν µπορεί να υπερβαίνει το χρόνο της αρχικής προθεσµίας, ακόµα και όταν υποβάλλονται περισσότερα, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, αιτήµατα για παράταση της ίδιας προθεσµίας. Αν αναβληθεί συνάντηση, ο συντονιστής ορίζει νέα υποχρεωτικά εντός πέντε (5) εργάσιµων ηµερών. Ο συντονιστής ενηµερώνει τον οφειλέτη και τους συµµετέχοντες πιστωτές για την παράταση προθεσµίας και την αναβολή συνάντησης µε την αποστολή σχετικής ειδοποίησης.

14. Αν ο οφειλέτης υπάγεται στην κατηγορία της µεγάλης επιχείρησης, ο συντονιστής που διορίστηκε µε τη διαδικασία του άρθρου 6 µπορεί, µε απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των συµµετεχόντων πιστωτών, όπως αυτή διαµορφώνεται µετά τη διαπίστωση απαρτίας σύµφωνα µε την παράγραφο 3, να αντικατασταθεί από συντονιστή της επιλογής τους. Με την ίδια απόφαση οι πιστωτές µπορούν να ορίζουν και άλλο πρόσωπο, µη εγγεγραµµένο στο Μητρώο Συντονιστών, για να συνεπικουρεί το νέο συντονιστή στα καθήκοντά του.

15. Η εκπροσώπηση του οφειλέτη ή κάθε συµµετέχοντος πιστωτή από δικηγόρο είναι προαιρετική.

16. Μετά το πέρας της διαδικασίας ο συντονιστής καταρτίζει πρακτικό περαίωσής της στο οποίο αναφέρει υποχρεωτικά:
α) την ύπαρξη απαρτίας των συµµετεχόντων πιστωτών,
β) πρόσθετα έγγραφα και στοιχεία που χορηγήθηκαν από τον οφειλέτη στους συµµετέχοντες πιστωτές,
γ) τη σύµφωνη γνώµη του οφειλέτη στα σχέδια σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών που τέθηκαν σε ψηφοφορία,
δ) τα σχέδια σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών που τέθηκαν σε ψηφοφορία,
ε) τα ποσοστά πλειοψηφίας για την λήψη απόφασης από τους συµµετέχοντες πιστωτές σχετικά µε την έγκριση σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών,
στ) διαβεβαίωση του συντονιστή ότι κατά τη διαδικασία διαπραγµάτευσης τηρήθηκαν οι διατάξεις του παρόντος νόµου και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων,
ζ) ενστάσεις συµµετεχόντων πιστωτών που καταψήφισαν.
Το πρακτικό υπογράφεται από τον συντονιστή και αποστέλλεται ηλεκτρονικά στον οφειλέτη και τους συµµετέχοντες πιστωτές και φυλάσσεται από τον συντονιστή. Κάθε µέρος που µετείχε στην διαδικασία, καθώς και οποιοσδήποτε µη συµµετέχων πιστωτής ή συνοφειλέτης δικαιούται να λάβει από τον συντονιστή αντίγραφο του πρακτικού περαίωσης της διαπραγµάτευσης.

17. Ο οφειλέτης, οι συµµετέχοντες πιστωτές, ο συντονιστής και ο εµπειρογνώµονας φέρουν υποχρέωση εχεµύθειας ως προς την ύπαρξη και το περιεχόµενο των διαπραγµατεύσεων. Ο οφειλέτης και οι συµµετέχοντες πιστωτές φέρουν υποχρέωση ειλικρίνειας και συµµετέχουν στη διαδικασία µε καλή πίστη. Η δηµοσίευση ή κάθε άλλη κοινοποίηση σε τρίτους εµπιστευτικών πληροφοριών ή πληροφοριών σχετικά µε τις διαπραγµατεύσεις χωρίς την προηγούµενη γραπτή συναίνεση του συνόλου των συµµετεχόντων στη διαπραγµάτευση απαγορεύεται. Οι προτάσεις και οι αντιπροτάσεις ρύθµισης οφειλών που συντάχθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας του παρόντος νόµου δεν επιτρέπεται να χρησιµοποιηθούν σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ρύθµισης ή διεκδίκησης της οφειλής.

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 15, οι πιστωτές και ο οφειλέτης µπορούν να διαµορφώσουν ελεύθερα το περιεχόµενο της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Τα δικαιώµατα των προνοµιούχων πιστωτών διατηρούνται υπέρ της απαίτησής τους, όπως αυτή διαµορφώνεται µε τη σύµβαση.

2. Η ελεύθερη διαµόρφωση του περιεχοµένου της σύµβασης υπόκειται στις ακόλουθες εξαιρέσεις (υποχρεωτικοί κανόνες):
α) οι ρυθµίσεις της σύµβασης δεν επιτρέπεται να φέρουν οποιονδήποτε πιστωτή σε χειρότερη οικονοµική θέση από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, σύµφωνα µε το άρθρο 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας,
β) οι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις ρυθµίζονται από τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, λαµβάνουν ποσά και άλλα τυχόν ανταλλάγµατα τουλάχιστον ισάξια µε τα ποσά που προβλέπεται ότι θα ελάµβαναν κατά τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων των συνοφειλετών και των βεβαρηµένων υπέρ τους περιουσιακών στοιχείων τρίτων στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σύµφωνα µε το άρθρο 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας,
γ) ποσά και άλλα ανταλλάγµατα που αποµένουν προς διανοµή µετά την κατά προτεραιότητα διανοµή ποσών και άλλων ανταλλαγµάτων, σύµφωνα µε τις περιπτώσεις α΄ και β΄, διανέµονται σε όλους τους πιστωτές συµµέτρως κατά το µέρος των απαιτήσεών τους που αποµένει ανεξόφλητο µετά την εφαρµογή των περιπτώσεων α΄ και β΄,
δ) µε την επιφύλαξη της περίπτωσης α΄, για τον υπολογισµό των ποσών και των τυχόν άλλων ανταλλαγµάτων διανοµής µεταξύ των πιστωτών, από τις απαιτήσεις των πιστωτών αφαιρούνται προηγουµένως:
αα) το σύνολο των τόκων υπερηµερίας των πιστωτών του ιδιωτικού τοµέα,
ββ) ποσοστό ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) των απαιτήσεων του Δηµοσίου από πρόστιµα που έχουν επιβληθεί από τη φορολογική διοίκηση και ποσοστό ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) των απαιτήσεων του Δηµοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσµης καταβολής.
Τα αναφερόµενα στις υποπεριπτώσεις αα΄ και ββ΄ ποσά συνυπολογίζονται στη διανοµή µόνο στην περίπτωση και κατά την έκταση που το επιτρέπει η ικανότητα αποπληρωµής του οφειλέτη και αποπληρώνονται, εν όλω ή εν µέρει, µόνο εφόσον έχουν αποπληρωθεί πλήρως οι λοιπές απαιτήσεις των πιστωτών.
Σε αντίθετη περίπτωση τα ανωτέρω ποσά διαγράφονται µετά την ολοσχερή εξόφληση όλων των οφειλών µε βάση τη σύµβαση αναδιάρθρωσης.

3. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται να συµφωνηθεί, µε την πλειοψηφία της παραγράφου 8 του άρθρου 8 των συµµετεχόντων πιστωτών, ότι οι απαιτήσεις οι οποίες:
α) γεννώνται ταυτόχρονα µε ή µετά την κατάρτιση της σύµβασης,
β) προέρχονται από χρηµατοδοτήσεις του οφειλέτη οποιασδήποτε φύσεως ή από παροχή αγαθών ή υπηρεσιών στον οφειλέτη, και
γ) αποσκοπούν στην εξασφάλιση της συνέχισης της δραστηριότητας του οφειλέτη ικανοποιούνται προνοµιακά σε σχέση µε όλες τις απαιτήσεις, προνοµιούχες ή µη, που είχαν γεννηθεί πριν από την κατάρτιση της σύµβασης.
Αν ο οφειλέτης και οι συµµετέχοντες πιστωτές δεν συµφώνησαν διαφορετικά, το προνόµιο αυτό δεν ισχύει για απαιτήσεις που προέρχονται από χρηµατοδοτήσεις ή παροχή αγαθών ή υπηρεσιών από τον οφειλέτη ή πρόσωπα συνδεδεµένα µε αυτόν.

4. Με τη σύµβαση µπορεί να ρυθµίζεται το δικαίωµα πιστωτή να εγγράψει υποθήκη, προσηµείωση υποθήκης ή ειδικό προνόµιο σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη ή των συνοφειλετών για εξασφάλιση των ρυθµιζόµενων µε τη σύµβαση απαιτήσεων. Με την επιφύλαξη των οριζόµενων στο προηγούµενο εδάφιο, µετά τη σύναψη της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και για όσο χρονικό διάστηµα αυτή εξυπηρετείται από τον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες απαγορεύεται η εγγραφή νέου βάρους σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη ή των συνοφειλετών για εξασφάλιση των ρυθµισµένων µε τη σύµβαση απαιτήσεων.

5. Κάθε ρύθµιση της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών ευνοϊκή για τον οφειλέτη ισχύει υπέρ κάθε συνοφειλέτη, µη εγγυητή, που έχει συνυποβάλει αίτηση σύµφωνα µε την παράγραφο 3 του άρθρου 4, και υπέρ κάθε εγγυητή που έχει παράσχει εγγύηση για ρυθµιζόµενη µε τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών απαίτηση.

6. Η σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δηµιουργεί δικαιώµατα και υποχρεώσεις των συµβαλλόµενων µερών από την κατάρτισή της. Ο οφειλέτης καταβάλλει ποσά και άλλα ανταλλάγµατα σε µη συµβαλλόµενους πιστωτές σύµφωνα µε τους όρους της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.

7. Οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δηµοσίου υπέρ πιστωτικών ιδρυµάτων, του Εθνικού Ταµείου Επιχειρηµατικότητας και Ανάπτυξης (Ε.ΤΕ.ΑΝ. Α.Ε.), καθώς και οποιουδήποτε άλλου φορέα του δηµόσιου τοµέα που έχει χορηγήσει εγγύηση για δάνεια οποιουδήποτε είδους ακολουθούν τις απαιτήσεις υπέρ των οποίων χορηγήθηκαν, όπως οι απαιτήσεις αυτές ρυθµίζονται µε τη συµφωνία. Αν δεν τηρηθεί η συµφωνία αναδιάρθρωσης από τον οφειλέτη, οι φορείς του προηγούµενου εδαφίου ευθύνονται µόνο για την καταβολή του αντίστοιχου εγγυηµένου ποσοστού του ανεξόφλητου κεφαλαίου, σύµφωνα µε τους όρους χορήγησης της εγγύησης. Η παραγραφή των δικαιωµάτων των πιστωτών κατά του Ελληνικού Δηµοσίου, ως εγγυητή, καθώς και η οριζόµενη στις οικείες υπουργικές αποφάσεις προθεσµία υποβολής αιτηµάτων κατάπτωσης, αναστέλλονται από την ηµεροµηνία υποβολής της αίτησης του άρθρου 4 µέχρι τη σύνταξη από τον συντονιστή πρακτικού αποτυχίας της διαδικασίας για οποιονδήποτε από τους προβλεπόµενους στον παρόντα νόµο λόγους ή για όσο χρονικό διάστηµα η σύµβαση αναδιάρθρωσης είναι σε ισχύ.

8. Μετά την έναρξη ισχύος της σύµβασης αναδιάρθρωσης, τυχόν ανταπαίτηση του οφειλέτη έναντι των πιστωτών του συµψηφίζεται σε όλη την έκταση της αρχικής οφειλής, καλύπτοντας κατά σειρά προτεραιότητας οφειλές εκτός της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και δόσεις της σύµβασης αυτής, εφόσον η γενεσιουργός αιτία της ανωτέρω ανταπαίτησης ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης ισχύος της σύµβασης.

1. Αν ο οφειλέτης και οι συµµετέχοντες πιστωτές δεν συµφώνησαν µεγαλύτερη αµοιβή, η αµοιβή του συντονιστή ορίζεται:
α) στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για οφειλέτες που εντάσσονται στην κατηγορία των µικρών επιχειρήσεων,
β) στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ για οφειλέτες που εντάσσονται στην κατηγορία των µεγάλων επιχειρήσεων.

2. Αν ο οφειλέτης και οι συµµετέχοντες πιστωτές δεν συµφώνησαν διαφορετικά, τα ποσά της παραγράφου 1 βαρύνουν το µέρος που προκάλεσε την υποβολή αίτησης για έναρξη της διαδικασίας και προκαταβάλλεται στον συντονιστή πριν από τον έλεγχο της πληρότητας της αίτησης σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του άρθρου 7.

3. Σε περίπτωση αντικατάστασης του συντονιστή σύµφωνα µε την παράγραφο 14 του άρθρου 8, η αµοιβή τόσο του νέου συντονιστή όσο και του προσώπου που τον συνεπικουρεί βαρύνει τους πιστωτές που τους όρισαν.

1. Η εκπόνηση αξιολόγησης βιωσιµότητας του οφειλέτη που αποτελεί µικρή επιχείρηση µπορεί να ανατεθεί σε εµπειρογνώµονα, εφόσον υποβάλλεται σχετικό αίτηµα από συµµετέχοντες πιστωτές, οι οποίοι είναι δικαιούχοι τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) του συνόλου των απαιτήσεων που συµµετέχουν στη διαδικασία (προαιρετικός διορισµός εµπειρογνώµονα).
Στον εµπειρογνώµονα µπορεί να ανατεθεί µε τους ίδιους όρους η εκπόνηση σχεδίου αναδιάρθρωσης οφειλών ή και η επαλήθευση απαιτήσεων, η ύπαρξη ή το ύψος των οποίων αµφισβητείται από τον οφειλέτη ή από συµµετέχοντες πιστωτές. Η επιλογή και ο διορισµός του εµπειρογνώµονα γίνεται µε απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των συµµετεχόντων πιστωτών. Η αµοιβή του εµπειρογνώµονα συµφωνείται ελεύθερα και βαρύνει τους συµµετέχοντες πιστωτές που υπέβαλαν το αίτηµα διορισµού. Σε περίπτωση κατάρτισης σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών µε βάση σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών που εκπονήθηκε από τον εµπειρογνώµονα, η αµοιβή του τελευταίου βαρύνει τον οφειλέτη.

2. Η εκπόνηση αξιολόγησης βιωσιµότητας και του σχεδίου αναδιάρθρωσης οφειλών του οφειλέτη που αποτελεί µεγάλη επιχείρηση ανατίθεται υποχρεωτικά σε εµπειρογνώµονα (υποχρεωτικός διορισµός εµπειρογνώµονα). Στον εµπειρογνώµονα µπορεί να ανατεθεί και η επαλήθευση απαιτήσεων, η ύπαρξη ή το ύψος των οποίων αµφισβητείται από τον οφειλέτη ή από συµµετέχοντες πιστωτές. Η επιλογή και ο διορισµός του εµπειρογνώµονα γίνεται µε κοινή απόφαση του οφειλέτη και της απόλυτης πλειοψηφίας των συµµετεχόντων πιστωτών. Η αµοιβή του εµπειρογνώµονα συµφωνείται ελεύθερα και βαρύνει τον οφειλέτη.

3. Σε κάθε περίπτωση ο εµπειρογνώµονας υποβάλλει στον συντονιστή, εντός τριάντα (30) εργασίµων ηµερών από το διορισµό του και την παραλαβή όλων των απαιτούµενων εγγράφων και στοιχείων, την έκθεση αξιολόγησης βιωσιµότητας του οφειλέτη και, εφόσον του έχει ανατεθεί, σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών. Ο συντονιστής κοινοποιεί την έκθεση και το σχέδιο στον οφειλέτη και τους συµµετέχοντες πιστωτές και σε περίπτωση οφειλέτη που αποτελεί µεγάλη επιχείρηση ορίζει προθεσµία δύο (2) µηνών από την τελευταία κοινοποίηση για τη λήψη απόφασης επί του σχεδίου αναδιάρθρωσης οφειλών του εµπειρογνώµονα ή για την αποστολή αντιπροτάσεων από τους πιστωτές. Κάθε σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών που έχει εκπονηθεί από εµπειρογνώµονα εγκρίνεται από τον οφειλέτη πριν τεθεί σε ψηφοφορία για έγκριση από τους συµµετέχοντες πιστωτές. Κατά τα λοιπά εφαρµόζονται οι διαδικασίες και οι προθεσµίες του άρθρου 8.

4. Η ανάθεση σε εµπειρογνώµονα της αξιολόγησης βιωσιµότητας του οφειλέτη του παρόντος άρθρου µπορεί να παραλειφθεί, εφόσον έχει εκπονηθεί από οποιονδήποτε πιστωτή αξιολόγηση βιωσιµότητας του οφειλέτη εντός των τελευταίων δώδεκα (12) µηνών πριν από την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στην εξωδικαστική διαδικασία ρύθµισης οφειλών και συµφωνεί στη χρησιµοποίησή της για τους σκοπούς της διαδικασίας του παρόντος νόµου η απόλυτη πλειοψηφία των συµµετεχόντων πιστωτών και ο οφειλέτης.

1. Ο οφειλέτης ή ο συµµετέχων πιστωτής µπορεί να υποβάλει στο Πολυµελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου έχει έδρα ο οφειλέτης, αίτηση για την επικύρωση της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Η υπόθεση εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι παρεµβάσεις, πρόσθετες ή κύριες, ασκούνται αποκλειστικά µε κατάθεση προτάσεων κατά τη συζήτηση της αίτησης στο ακροατήριο χωρίς τήρηση προδικασίας.

2. Με την κατάθεση της αίτησης συνυποβάλλονται στη Γραµµατεία του Δικαστηρίου υποχρεωτικά τα ακόλουθα έγγραφα:
α) αντίγραφο της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών,
β) πρακτικό περαίωσης της διαδικασίας,
γ) αποδεικτικά της κλήτευσης των πιστωτών, σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του άρθρου 7,
δ) αντίγραφο της αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών µαζί µε όλα τα συνοδευτικά έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 5, καθώς και τυχόν πρόσθετα έγγραφα και στοιχεία που χορηγήθηκαν από τον οφειλέτη στους συµµετέχοντες πιστωτές,
ε) η έκθεση αξιολόγησης βιωσιµότητας του οφειλέτη, αν έχει εκπονηθεί,
στ) οι ενστάσεις των συµµετεχόντων πιστωτών που έχουν υποβληθεί σύµφωνα µε την παράγραφο 10 του άρθρου 8.
Οποιοσδήποτε θεµελιώνει έννοµο συµφέρον µπορεί να λάβει από τη Γραµµατεία του Δικαστηρίου αντίγραφα της αίτησης επικύρωσης και των συνοδευτικών εγγράφων.

3. Από την κατάθεση της αίτησης για την επικύρωση της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και έως την έκδοση απόφασης από το αρµόδιο δικαστήριο για την επικύρωση ή µη της συµφωνίας αναδιάρθρωσης, αναστέλλονται αυτοδικαίως τα µέτρα, εκκρεµή ή µη, ατοµικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση απαιτήσεων που ρυθµίζονται από τη σύµβαση. Κατά τη διάρκεια της αναστολής απαγορεύεται η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού µέτρου κατά του οφειλέτη, εκτός αν πρόκειται για εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης ή άλλο ασφαλιστικό µέτρο που έχει συµφωνηθεί µε τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών ή για ασφαλιστικό µέτρο µε το οποίο επιδιώκεται η αποτροπή της αποµάκρυνσης ή αφαίρεσης ή µετακίνησης κινητών πραγµάτων της επιχείρησης ή εν γένει εξοπλισµού, η οποία δεν έχει συµφωνηθεί και ενέχει κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη. Αν κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης για την επικύρωση εκκρεµεί εναντίον του οφειλέτη διαδικασία αναγκαστικής ή διοικητικής εκτέλεσης, αυτή αναστέλλεται µε την κοινοποίηση εκ µέρους του οφειλέτη στα όργανα εκτέλεσης της αίτησης για την επικύρωση της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Όταν η διαδικασία επισπεύδεται από τη φορολογική διοίκηση µε βάση τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δηµοσίων Εσόδων, όργανο εκτέλεσης είναι η αρµόδια για την επιδίωξη της είσπραξης υπηρεσία της φορολογικής διοίκησης.

4. Η συζήτηση της αίτησης προσδιορίζεται εντός δύο (2) µηνών από την κατάθεση. Η απόφαση του δικαστηρίου δηµοσιεύεται εντός τριών (3) µηνών από την ηµεροµηνία της συζήτησης.

5. Αν ο οφειλέτης είναι πρόσωπο εγγεγραµµένο στο Γενικό Εµπορικό Μητρώο σύµφωνα µε το ν. 3419/2005 (Α΄ 297), η αίτηση για την επικύρωση υποβάλλεται, επί ποινή απαραδέκτου, προς καταχώριση και δηµοσιεύεται στο διαδικτυακό τόπο του ΓΕ.ΜΗ. µε επιµέλεια και δαπάνες του αιτούντος, εντός πέντε (5) εργάσιµων ηµερών από την κατάθεση στο δικαστήριο. Για τους λοιπούς οφειλέτες η ανωτέρω δηµοσίευση γίνεται στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Ο αιτών ειδοποιεί εντός της προθεσµίας του πρώτου εδαφίου τους πιστωτές στους οποίους κοινοποιήθηκε το απόσπασµα της αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία και µε έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 για την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης και την ηµεροµηνία συζήτησής της. Ο αρµόδιος δικαστής µπορεί κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 748 του Κ.Πολ.Δ. να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και την προθεσµία της κλήτευσης. Αν υπάρχουν χρέη του οφειλέτη προς το Δηµόσιο ή προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, διατάσσεται υποχρεωτικά η κλήτευση τούτων.

6. Το δικαστήριο εξετάζει όλες τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν εγγράφως κατά της διαδικασίας διαπραγµάτευσης, καθώς και κάθε άλλη ένσταση που προβάλλεται ενώπιόν του, και κατόπιν εκδίδει την απόφασή του. Απορριπτική απόφαση εκδίδεται µόνο εφόσον συντρέχει µία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: 
α) παραβιάστηκαν οι υποχρεωτικοί κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 9 και 15, 
β) παραβιάστηκαν άλλοι κανόνες της διαδικασίας και η βλάβη που η παράβαση αυτή προκάλεσε σε συµµετέχοντα ή µη πιστωτή δεν µπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, 
γ) δεν κλητεύθηκαν στη διαδικασία διαπραγµάτευσης πιστωτές που είναι δικαιούχοι ποσοστού επί του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη ικανού να ανατρέψει τη σύναψη της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, 
δ) αποδεικνύεται ότι ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει τις χρηµατικές υποχρεώσεις του, σύµφωνα µε τους όρους της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. 
ε) μη συμβαλλόμενοι πιστωτές αμφισβητούν το ποσό της απαίτησής τους, όπως αυτό προσδιορίστηκε από τον οφειλέτη, το συντονιστή ή τον εμπειρογνώμονα, προκύπτει ότι το αμφισβητούμενο μέρος της απαίτησης αντιστοιχεί σε ποσοστό επί του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη ικανό να ανατρέψει τη σύναψη της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και αποδεικνύεται ενώπιον του δικαστηρίου η βασιμότητα της αξίωσης του πιστωτή, κατά το αμφισβητούμενο μέρος. 
Αν η αίτηση επικύρωσης απορριφθεί τελεσίδικα, η σύµβαση αναδιάρθρωσης παύει να ισχύει έναντι όλων και εφαρµόζεται αναλόγως η παράγραφος 2 του άρθρου 14.

7. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου που επικυρώνει τη σύµβαση δεν επιτρέπεται άσκηση οποιουδήποτε ένδικου µέσου ή τριτανακοπής. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση για την επικύρωση επιτρέπεται η άσκηση έφεσης.

8. Η απόφαση για την επικύρωση καταλαµβάνει το σύνολο των απαιτήσεων του οφειλέτη που ρυθµίζονται στη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών και δεσµεύει τον οφειλέτη και το σύνολο των πιστωτών, ανεξαρτήτως συµµετοχής τους στη διαπραγµάτευση ή τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Η απόφαση για την επικύρωση αποτελεί τίτλο εκτελεστό. Αν ο οφειλέτης είναι πρόσωπο εγγεγραµµένο στο Γενικό Εµπορικό Μητρώο σύµφωνα µε το ν. 3419/2005 (Α΄ 297), η απόφαση για την επικύρωση καταχωρίζεται και δηµοσιεύεται στο διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ. µε επιµέλεια και δαπάνες του αιτούντος. Για τους λοιπούς οφειλέτες η ανωτέρω δηµοσίευση γίνεται στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ..

9. Από την ηµεροµηνία υποβολής της αίτησης του άρθρου 4 και έως την ολοσχερή εξόφληση των οφειλών που ρυθµίζονται από τη σύµβαση αναδιάρθρωσης ή την ακύρωσή της κατά το άρθρο 14, αναστέλλεται η παραγραφή των ρυθµιζόµενων οφειλών. 

1. Από την ηµεροµηνία αποστολής της πρόσκλησης της παραγράφου 2 του άρθρου 7 και για χρονικό διάστηµα εβδοµήντα (70) ηµερών αναστέλλονται αυτοδικαίως τα µέτρα, εκκρεµή ή µη, ατοµικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, των οποίων ζητείται η εξωδικαστική ρύθµιση, καθώς και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού µέτρου κατά του οφειλέτη, στα οποία περιλαµβάνεται και η εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης, εκτός εάν µε το µέτρο αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της αποµάκρυνσης ή αφαίρεσης ή µετακίνησης κινητών πραγµάτων της επιχείρησης ή εν γένει εξοπλισµού, η οποία δεν έχει συµφωνηθεί και ενέχει κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη. Πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης που διενεργούνται από πιστωτές µετά την κοινοποίηση σε αυτούς από τον συντονιστή αντιγράφου της αίτησης υπαγωγής, σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του άρθρου 7, είναι άκυρες. Αν κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης υπαγωγής εκκρεµεί εναντίον του οφειλέτη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, αυτή αναστέλλεται µε την κοινοποίηση εκ µέρους του οφειλέτη της πιστοποιηµένης από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. βεβαίωσης του συντονιστή για την πληρότητα της αίτησης υπαγωγής στα όργανα εκτέλεσης, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να έπεται χρονικά της αποστολής της πρόσκλησης της παραγράφου 2 του άρθρου 7. Όταν η διαδικασία επισπεύδεται από τη φορολογική διοίκηση µε βάση τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δηµοσίων Εσόδων, όργανο εκτέλεσης είναι η αρµόδια για την επιδίωξη της είσπραξης υπηρεσία της φορολογικής διοίκησης.

2. Η κατά την παράγραφο 1 αυτοδίκαιη αναστολή αίρεται αυτοδικαίως όταν:
α) η διαδικασία περαιωθεί ως άκαρπη είτε λόγω έλλειψης απαρτίας είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ή
β) ληφθεί σχετική απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των συµµετεχόντων πιστωτών.

3. Ο οφειλέτης µπορεί να ζητήσει από το Μονοµελές Πρωτοδικείο της έδρας του, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας, παράταση της αναστολής της παραγράφου 1 για χρονικό διάστηµα έως τεσσάρων (4) επιπλέον µηνών. Αναγκαία προϋπόθεση της παράτασης αναστολής εκτέλεσης αποτελεί η συναίνεση της απόλυτης πλειοψηφίας των συµµετεχόντων πιστωτών. Η συναίνεση δίνεται είτε εγγράφως είτε προφορικά µε δήλωση των πιστωτών στο ακροατήριο.

4. Κάθε πιστωτής µπορεί να ζητήσει από το Μονοµελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας εντός της οποίας έχει έδρα ο οφειλέτης, την πρόωρη παύση της αναστολής της παραγράφου 1, εφόσον πιθανολογείται ότι η αναστολή εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα πιστωτή. Η αίτηση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας. Αν η αίτηση υποβάλλεται από την πλειοψηφία των πιστωτών, το αρµόδιο δικαστήριο αίρει την αναστολή εκτέλεσης υποχρεωτικά.

5. Η αναστολή εκτέλεσης του παρόντος άρθρου επάγεται αυτοδίκαια την απαγόρευση της διάθεσης ή της επιβάρυνσης των ακινήτων και του εξοπλισµού της επιχείρησης του οφειλέτη ή και άλλων περιουσιακών του στοιχείων, η διάθεση των οποίων δεν εντάσσεται στη συνήθη επιχειρηµατική του δραστηριότητα.

6. Η αναστολή εκτέλεσης του παρόντος άρθρου δεν θίγει τις ειδικές ρυθµίσεις για αναγκαστική εκτέλεση των συµφωνιών παροχής χρηµατοοικονοµικής ασφάλειας.

1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, αν ο οφειλέτης δεν καταβάλει προς οποιονδήποτε πιστωτή οποιοδήποτε οφειλόµενο ποσό σύµφωνα µε τους όρους της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο των ενενήντα (90) ηµερών, ο πιστωτής δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της συµφωνίας ως προς όλους, καταθέτοντας αίτηση στο δικαστήριο που επικύρωσε τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών ή στο Πολυµελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου έχει έδρα ο οφειλέτης, αν η σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δεν έχει επικυρωθεί σύµφωνα µε το άρθρο 12. Η αίτηση εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας.

2. Με την ακύρωση της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών αναβιώνουν οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη και των συνοφειλετών. Ποσά που καταβλήθηκαν σε εκτέλεση της σύµβασης αναδιάρθρωσης αφαιρούνται από τις απαιτήσεις που αναβίωσαν.

3. Μετά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης της συµφωνίας, κάθε πιστωτής µπορεί να ζητήσει από το Μονοµελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας εντός της οποίας έχει έδρα ο οφειλέτης, να ληφθούν ασφαλιστικά µέτρα, σύµφωνα µε την κατάσταση που υπήρχε πριν από τη σύναψη της υπό ακύρωση συµφωνίας, εφόσον πιθανολογείται ανεπανόρθωτη βλάβη του αιτούντος πιστωτή. Η αίτηση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας. Αν η αίτηση υποβάλλεται από την πλειοψηφία των πιστωτών, το δικαστήριο διατάσσει τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων.

4. Πράξεις που έλαβαν χώρα σε εκπλήρωση όρων της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών δεν υπόκεινται στην πτωχευτική ανάκληση που προβλέπεται στα άρθρα 41 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα.

5. Η ακύρωση της σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών αποτελεί µαχητό τεκµήριο για την παύση πληρωµών του οφειλέτη.

6. Επέρχεται αυτοδικαίως ανατροπή της σύµβασης αναδιάρθρωσης έναντι του Δηµοσίου ή των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και αναβίωση των απαιτήσεών τους, µε συνέπεια να καθίσταται αµέσως ληξιπρόθεσµο και απαιτητό το σύνολο του υπολοίπου της οφειλής που παραµένει ανεξόφλητο, σύµφωνα µε τα στοιχεία της αρχικής βεβαίωσης, µαζί µε τους αναλογούντες τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσµης καταβολής, στις εξής περιπτώσεις:
α) µη καταβολή δόσεων ή µερική καταβολή δόσεων από τον οφειλέτη προς τη Φορολογική Διοίκηση ή τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως αυτές προσδιορίζονται στη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, έως τη συµπλήρωση του ποσού που αντιστοιχεί σε τρεις (3) δόσεις,
β) παράλειψη του οφειλέτη να υποβάλει τις προβλεπόµενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήµατος και φόρου προστιθέµενης αξίας, καθώς και την προβλεπόµενη Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (Α.Π.Δ.), εντός τριών (3) µηνών από την παρέλευση της προθεσµίας υποβολής τους, και
γ) παράλειψη του οφειλέτη να εξοφλήσει ή να τακτοποιήσει µε νόµιµο τρόπο, µε αναστολή είσπραξης ή ρύθµιση τµηµατικής καταβολής, τις οφειλές του είτε προς το Δηµόσιο ή υπέρ τρίτων που εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση είτε προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίες βεβαιώθηκαν µετά τις 31 Δεκεµβρίου 2016, εντός ενενήντα (90) ηµερών από την ηµεροµηνία έναρξης ισχύος ή, σε περίπτωση δικαστικής επικύρωσης, από την ηµεροµηνία επικύρωσης της σύµβασης αναδιάρθρωσης ή, προκειµένου για οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσµες µετά την έναρξη ισχύος ή την επικύρωση της σύµβασης, εντός εξήντα (60) ηµερών από τη λήξη της νόµιµης προθεσµίας καταβολής τους.
Το Δηµόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν αµελλητί την επέλευση της αυτοδίκαιης ανατροπής της σύµβασης σε όλους τους πιστωτές. Εντός τριάντα (30) ηµερών από τη γνωστοποίηση αυτή οποιοσδήποτε πιστωτής µπορεί να ζητήσει την ακύρωση της συµφωνίας ως προς όλους τους πιστωτές.

7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται η διαδικασία και οι ειδικότερες λεπτοµέρειες για τη γνωστοποίηση της προηγούµενης παραγράφου.

1. Για την ένταξη οφειλών προς το Δηµόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης στο µηχανισµό ρύθµισης του παρόντος νόµου εφαρµόζονται πέραν των κανόνων του άρθρου 9 και οι ειδικότεροι υποχρεωτικοί κανόνες του παρόντος άρθρου.

2. Με την επιφύλαξη των επόµενων παραγράφων, το Δηµόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης µπορούν να προβούν, στο πλαίσιο του παρόντος νόµου, σε αναδιάρθρωση οφειλών προς αυτούς, συµπεριλαµβανοµένης και της δυνατότητας διαγραφής µέρους αυτών.

3. Είναι άκυρος ο όρος σύµβασης αναδιάρθρωσης, που προβλέπει:
α) την αποπληρωµή οφειλών προς το Δηµόσιο σε περισσότερες από εκατόν είκοσι (120) δόσεις,
β) την τµηµατική αποπληρωµή οφειλών προς το Δηµόσιο ανά χρονικά διαστήµατα που υπερβαίνουν το µήνα,
γ) την καταβολή µηνιαίας δόσης µικρότερης των πενήντα (50) ευρώ,
δ) την παροχή περιόδου χάριτος για την αποπληρωµή οφειλών προς το Δηµόσιο,
ε) την ικανοποίηση απαιτήσεών του µε άλλα ανταλλάγµατα αντί χρηµατικού ποσού.

4. Υφιστάµενες ρυθµίσεις οφειλών προς το Δηµόσιο σύµφωνα µε τους νόµους 4152/2013 (Α΄ 107), 4174/2013 (Α΄ 170), 4305/2014 (Α΄ 237) και 4321/2015 (Α΄ 32), εντάσσονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών όπως έχουν διαµορφωθεί κατά την ηµεροµηνία έγκρισης της σύµβασης αναδιάρθρωσης. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η τροποποίηση των ανωτέρω ρυθµίσεων στις περιπτώσεις και στο βαθµό που η εφαρµογή τους καθιστά αδύνατη, βάσει της συνολικής δυνατότητας αποπληρωµής του οφειλέτη, την αναδιάρθρωση των οφειλών προς τους λοιπούς πιστωτές χωρίς αυτοί να περιέρχονται σε χειρότερη οικονοµική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνοφειλετών και των βεβαρηµένων υπέρ αυτών περιουσιακών στοιχείων τρίτων στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Στις περιπτώσεις του προηγούµενου εδαφίου, η τροποποίηση των υφιστάµενων ρυθµίσεων πραγµατοποιείται µε αύξηση του αριθµού των δόσεων κατά το απολύτως αναγκαίο µέτρο και έως το µέγιστο όριο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3.

5. Ο αριθµός και το ύψος των δόσεων καταβολής του ποσού που προσδιορίζεται στη σύµβαση αναδιάρθρωσης για την αποπληρωµή οφειλών προς το Δηµόσιο κατ’ εφαρµογή των υποχρεωτικών κανόνων του άρθρου 9 και µε την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου, καθορίζονται µε κριτήριο: α) τη µηνιαία δυνατότητα αποπληρωµής του οφειλέτη, β) τη µέγιστη διάρκεια της ρύθµισης και γ) τον υπολογισµό της καθαρής παρούσας αξίας, σύµφωνα µε τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 9.

6. Ειδικώς στις περιπτώσεις οφειλετών µε συνολικό ποσό βασικής οφειλής προς το Δηµόσιο έως είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, στις οποίες δεν προσµετρώνται τυχόν οφειλές που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4, εφαρµόζονται οι εξής κανόνες:
α) για βασικές οφειλές έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ, η αποπληρωµή αυτών και των επ’ αυτών προσαυξήσεων ή τόκων εκπρόθεσµης καταβολής γίνεται τµηµατικά σε τριάντα έξι (36) µηνιαίες δόσεις κατ’ ανώτατο όριο, µε ελάχιστη µηνιαία δόση πενήντα (50) ευρώ, χωρίς δυνατότητα διαγραφής κανενός ποσού,
β) για βασικές οφειλές άνω των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, η αποπληρωµή αυτών και των επ’ αυτών προσαυξήσεων ή τόκων εκπρόθεσµης καταβολής γίνεται τµηµατικά σε εκατόν είκοσι (120) µηνιαίες δόσεις κατ’ ανώτατο όριο, µε ελάχιστη µηνιαία δόση πενήντα (50) ευρώ, χωρίς δυνατότητα διαγραφής βασικής οφειλής.
Στις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, το Δηµόσιο δεν συµµετέχει στις διαπραγµατεύσεις, ούτε υποβάλλει πρόταση αναδιάρθρωσης οφειλών και οι οφειλές προς αυτό προσµετρώνται στις θετικές ψήφους των συµµετεχόντων πιστωτών, εφόσον στο τελικό σχέδιο αναδιάρθρωσης έχουν τηρηθεί οι κανόνες του παρόντος άρθρου και οι λοιποί υποχρεωτικοί κανόνες του άρθρου 9, στο βαθµό που συµβιβάζονται µε τους ανωτέρω κανόνες.

7. Αν στη σύµβαση αναδιάρθρωσης προβλέπεται διαγραφή οφειλών προς το Δηµόσιο, αυτή γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεότερη, µε κριτήριο το χρόνο καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων και όχι το χρόνο λήξης της νόµιµης προθεσµίας καταβολής αυτής, είτε η καταβολή γίνεται εφάπαξ είτε σε δόσεις. Η διαγραφή των οφειλών του προηγούµενου εδαφίου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ολοσχερούς αποπληρωµής των ρυθµιζόµενων οφειλών προς κάθε πιστωτή και της µη ακύρωσης ή ανατροπής της σύµβασης αναδιάρθρωσης σύµφωνα µε το άρθρο 14.

8. Επί των οφειλών προς το Δηµόσιο που ρυθµίζονται δυνάµει της σύµβασης αναδιάρθρωσης δεν υπολογίζονται περαιτέρω τόκοι ή προσαυξήσεις εκπρόθεσµης καταβολής. Από την ηµεροµηνία έναρξης ισχύος της σύµβασης αναδιάρθρωσης και κατά τη διάρκεια ισχύος αυτής, δεν υπολογίζονται τα πρόστιµα του άρθρου 57 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), και του άρθρου 6 του Κ.Ε.Δ.Ε..

9. Αν η υποβληθείσα πρόταση του Δηµοσίου δεν τίθεται σε ψηφοφορία σύµφωνα µε την παράγραφο 6 του άρθρου 8, το Δηµόσιο ψηφίζει υπέρ της συµφερότερης για εκείνο πρότασης, εφόσον διαπιστώνει την ορθή εφαρµογή των υποχρεωτικών κανόνων του άρθρου 9 και του παρόντος άρθρου. Αν µία µόνο πρόταση τίθεται σε ψηφοφορία, το Δηµόσιο ψηφίζει υπέρ αυτής, µόνο αν διαπιστώνει την ορθή εφαρµογή των ανωτέρω υποχρεωτικών κανόνων.

10. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ενηµερότητας στον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες που δεσµεύονται από τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών εφαρµόζεται το άρθρο 12 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού. Η ρύθµιση οφειλών στο πλαίσιο του παρόντος νόµου θεωρείται ως ρύθµιση τµηµατικής καταβολής για την εφαρµογή του προηγούµενου εδαφίου. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ενηµερότητας δεν λαµβάνονται υπόψη τυχόν προς διαγραφή οφειλές, όπως αυτές προσδιορίζονται στην ανωτέρω σύµβαση.

11. Από την ηµεροµηνία υπογραφής από το Δηµόσιο της εγκριθείσας σύµβασης αναδιάρθρωσης ή, σε περίπτωση δικαστικής επικύρωσης, από την κοινοποίηση στο Δηµόσιο της δικαστικής απόφασης µε την οποία επικυρώθηκε σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, για τις υπαγόµενες στη σύµβαση οφειλές:
α) αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών µέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί απαιτήσεων, κινητών και ακινήτων κατά του οφειλέτη. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για τις ληξιπρόθεσµες δόσεις της σύµβασης,
β) αναστέλλεται η ποινική δίωξη για το αδίκηµα του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α΄43) και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε σύµφωνα µε το άρθρο αυτό ή, εφόσον άρχισε, η εκτέλεσή της διακόπτεται. Κατά το χρονικό διάστηµα της αναστολής της ποινικής δίωξης αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήµατος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισµός της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του Π.Κ..

12. Για την εφαρµογή του παρόντος άρθρου:
α) Ως «βασική οφειλή» νοείται το ποσό της οφειλής που αρχικά βεβαιώθηκε, χωρίς τους τόκους ή τις προσαυξήσεις εκπρόθεσµης καταβολής που την επιβαρύνουν σύµφωνα µε τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) ή τον Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974), όπως το ποσό αυτό έχει διαµορφωθεί, από το χρόνο καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων έως την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4, µετά από τυχόν καταβολές, αναγκαστική είσπραξη ή διαγραφή βάσει νόµιµου τίτλου.
β) Ως «διαγραφή» νοείται η διαγραφή βασικής οφειλής, καθώς και η απαλλαγή από τόκους, προσαυξήσεις ή πρόστιµα εκπρόθεσµης καταβολής.
γ) Ως «προσαυξήσεις» ή «τόκοι εκπρόθεσµης καταβολής» νοούνται οι προσαυξήσεις ή τόκοι εκπρόθεσµης καταβολής κατά τα άρθρα 53 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας και 6 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως τα ποσά αυτά έχουν διαµορφωθεί την ηµεροµηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος.

13. Όλες οι προηγούµενες παράγραφοι εφαρµόζονται αναλόγως και για οφειλές υπέρ τρίτων οι οποίες βεβαιώνονται και εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση.

14. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, η οποία εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Ανεξάρτητης Αρχής Δηµοσίων Εσόδων µπορεί να εξειδικεύονται η µεθοδολογία και τα κριτήρια της παραγράφου 5 για τον προσδιορισµό του αριθµού και του ύψους των δόσεων καταβολής για την αποπληρωµή οφειλών προς το Δηµόσιο, τα κριτήρια για τη διαµόρφωση της ψήφου του Δηµοσίου σύµφωνα µε την παράγραφο 9, καθώς και κάθε ειδικότερο θέµα για την εφαρµογή των παραγράφων 1 έως 13.

15. Οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης εκπροσωπούνται στην εξωδικαστική ρύθµιση οφειλών από το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (Κ.Ε.Α.Ο.) του άρθρου 101 του ν. 4172/2013 (Α΄167).
Οι παράγραφοι 3 έως 9 εφαρµόζονται αναλόγως και για τις οφειλές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης:
α) Ως «βασική οφειλή» νοείται το ποσό της οφειλής που αρχικά βεβαιώθηκε, χωρίς τους τόκους ή τις προσαυξήσεις εκπρόθεσµης καταβολής που την επιβαρύνουν σύµφωνα µε τις κείµενες διατάξεις, όπως αυτό έχει διαµορφωθεί από το χρόνο κατά τον οποίο η οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσµη έως την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4, ύστερα από τυχόν καταβολές, αναγκαστική είσπραξη ή διαγραφή βάσει νόµιµου τίτλου.
β) Ως «διαγραφή» νοείται η διαγραφή βασικής οφειλής, µε την επιφύλαξη της παραγράφου 16, καθώς και η απαλλαγή από τόκους, προσαυξήσεις ή πρόστιµα εκπρόθεσµης καταβολής.
γ) Ως «προσαυξήσεις» ή «τόκοι εκπρόθεσµης καταβολής» νοούνται οι προσαυξήσεις ή τόκοι εκπρόθεσµης καταβολής σύµφωνα µε το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ΄ υποπαράγραφος ΙΑ.2 περίπτωση 11 του ν. 4152/2013 και το άρθρο 6 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως τα ποσά των προσαυξήσεων ή τόκων εκπρόθεσµης καταβολής έχουν διαµορφωθεί την ηµεροµηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη διατάξεις του παρόντος.

16. Η διαγραφή βασικής οφειλής παρακρατούµενων εισφορών εργαζοµένων προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης απαγορεύεται.

17. Η διαγραφή βασικής οφειλής προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης δεν επηρεάζει τα ασφαλιστικά δικαιώµατα τρίτων.

18. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ασφαλιστικής ενηµερότητας στον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες που δεσµεύονται από την απόφαση επικύρωσης σύµβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, εφαρµόζονται οι οικείες διατάξεις των φορέων. Η ρύθµιση οφειλών στο πλαίσιο του παρόντος νόµου θεωρείται ως ρύθµιση τµηµατικής καταβολής για την εφαρµογή του προηγούµενου εδαφίου. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ενηµερότητας δεν λαµβάνονται υπόψη τυχόν προς διαγραφή οφειλές, όπως αυτές προσδιορίζονται στην ανωτέρω σύµβαση.

19. Από την ηµεροµηνία υπογραφής από το Κ.Ε.Α.Ο. της εγκριθείσας σύµβασης αναδιάρθρωσης ή, σε περίπτωση δικαστικής επικύρωσης, από την κοινοποίηση στο Κ.Ε.Α.Ο. της δικαστικής απόφασης µε την οποία επικυρώθηκε σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, για τις υπαγόµενες στη σύµβαση οφειλές:
α) Αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών µέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί απαιτήσεων, κινητών και ακινήτων κατά του οφειλέτη. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για τις ληξιπρόθεσµες δόσεις της σύµβασης.
β) Αναστέλλεται η ποινική δίωξη για τα αδικήµατα του α.ν. 86/1967 (Α΄136) και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε σύµφωνα µε το άρθρο αυτό ή, εφόσον άρχισε, η εκτέλεσή της διακόπτεται. Κατά το χρονικό διάστηµα της αναστολής της ποινικής δίωξης αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήµατος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισµός της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του Π.Κ..

20. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης µπορεί να εξειδικεύονται η µεθοδολογία και τα κριτήρια της παραγράφου 5 για τον προσδιορισµό του αριθµού και του ύψους των δόσεων καταβολής για την αποπληρωµή οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, τα κριτήρια για τη διαµόρφωση της ψήφου του Κ.Ε.Α.Ο. σύµφωνα µε την παράγραφο 9, καθώς και κάθε ειδικότερο θέµα για την εφαρµογή των παραγράφων 3 έως 9 και 15 έως 19.

21. Ύστερα από αίτηση οφειλετών τους, οι οποίοι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρµογής του παρόντος νόµου σύµφωνα µε την περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 και την παράγραφο 5 του άρθρου 2 ή επειδή αυτοί είναι φυσικά πρόσωπα, τα οποία αποκτούν εισόδηµα από επιχειρηµατική δραστηριότητα σύµφωνα µε το ν. 4172/2013, αλλά δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα, το Δηµόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, µπορεί να προτείνουν σε αυτούς λύσεις ρύθµισης οφειλών ανάλογες µε αυτές που αποδέχονται ή αντιπροτείνουν στο πλαίσιο της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών του παρόντος. Με τις υπουργικές αποφάσεις των παραγράφων 14 και 20 µπορεί να εξειδικεύονται οι λεπτοµέρειες για την εφαρµογή της παρούσας.

1. Η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών που περιγράφεται στον παρόντα νόµο διεξάγεται µέσω ψηφιακής πλατφόρµας ηλεκτρονικής υποβολής και διαχείρισης αιτήσεων, που αναπτύσσεται από τη Γενική Γραµµατεία Πληροφοριακών Συστηµάτων και Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Οικονοµικών (Γ.Γ.Π.Σ. και Δ.Υ.ΥΠ.ΟΙΚ.) σε συνεργασία µε την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., φιλοξενείται και λειτουργεί στις υποδοµές της Γ.Γ.Π.Σ. και Δ.Υ.ΥΠ.ΟΙΚ. και στην οποία παρέχεται πρόσβαση µέσω της ιστοσελίδας της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Η ηλεκτρονική πλατφόρµα έχει κυρίως τις παρακάτω λειτουργίες και εφαρµογές:
α) ταυτοποίηση των συµµετεχόντων στη διαδικασία µέσω των µοναδικών κωδικών για χρήση των εφαρµογών του συστήµατος TAXISnet του Υπουργείου Οικονοµικών,
β) υποβολή αίτησης υπαγωγής και συνοδευτικών εγγράφων σε ψηφιακή ή ηλεκτρονική µορφή,
γ) αυτοµατοποιηµένο σύστηµα ανάθεσης υπόθεσης σε συντονιστή,
δ) σύστηµα επικοινωνίας µεταξύ συντονιστών και Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.,
ε) πρόσβαση συντονιστή, οφειλέτη και συµµετεχόντων πιστωτών στο περιεχόµενο της αίτησης υπαγωγής του οφειλέτη και στα συνοδευτικά έγγραφα,
στ) σύστηµα επικοινωνίας, κοινοποίησης και ανταλλαγής εγγράφων µεταξύ συντονιστή, οφειλέτη και πιστωτών,
ζ) έκδοση πιστοποιηµένων εγγράφων,
η) υπολογιστικές εφαρµογές,
ι) διασύνδεση ηλεκτρονικών και ψηφιακών αρχείων για τη διασταύρωση και την επαλήθευση των στοιχείων που υποβάλλονται από τον οφειλέτη,
ια) παραγωγή στατιστικών αναφορών και εκθέσεων, οι οποίες αξιοποιούνται για το σχεδιασµό της εθνικής στρατηγικής για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους υπό την προϋπόθεση ψευδωνυµοποίησης των υποκειµένων των δεδοµένων.

2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµίας και Ανάπτυξης και Οικονοµικών καθορίζονται οι διαδικασίες, οι προϋποθέσεις και οι τεχνικές λεπτοµέρειες οι οποίες αποτελούν τις λειτουργικές προδιαγραφές της ηλεκτρονικής πλατφόρµας εξωδικαστικού µηχανισµού ρύθµισης οφειλών.

3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµίας και Ανάπτυξης, Οικονοµικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης µπορεί να θεσπισθεί για πρόσωπα των οποίων οι συνολικές προς ρύθµιση οφειλές δεν ξεπερνούν το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ απλοποιηµένη διαδικασία ρύθµισης των οφειλών τους, κατά την οποία η πρόταση ρύθµισης, καθώς και η αξιολόγηση της βιωσιµότητας του οφειλέτη, παράγονται µε τυποποιηµένο τρόπο.

Όταν περισσότερα πιστωτικά ιδρύµατα, χρηµατοδοτικά ιδρύµατα ή εταιρίες διαχείρισης ή απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π. ή Ε.Α.Α.Δ.Π.) του ν. 4354/2015 έχουν ή διαχειρίζονται ληξιπρόθεσµες απαιτήσεις έναντι του ίδιου οφειλέτη, ως προς τον οποίον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούµενη αδυναµία εκπλήρωσης των οικονοµικών του υποχρεώσεων, αυτά µπορεί να συνεργάζονται, προκειµένου να επεξεργαστούν και να υποβάλουν στον οφειλέτη κοινή πρόταση, µε σκοπό την εξεύρεση βιώσιµης λύσης. Προς το σκοπό τούτο, τα ανωτέρω πρόσωπα µπορούν να ανταλλάσσουν µεταξύ τους όσες πληροφορίες απαιτούνται, προκειµένου να αξιολογήσουν τη βιωσιµότητα της επιχείρησης του οφειλέτη και να διαµορφώσουν τους όρους της κοινής πρότασης, την οποία θα υποβάλουν, στο πλαίσιο του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου.

To άρθρο 377 του v. 4412/2016 (A΄ 147) αντικαθίσταται ως εξής:
Στην περίπτωση 68 µετά τη φράση «του π.δ. 28/1980 (Α΄ 11),» τίθεται τελεία και προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά η υποχρέωση δηµοσίευσης περίληψης σε τοπική εφηµερίδα, που προβλέπεται στο άρθρο 11 του π.δ. 28/1980, καταργείται µε την επιφύλαξη της παραγράφου 12 του άρθρου 379 του παρόντος νόµου.»
Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης 82 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικά η υποχρέωση δηµοσίευσης εφάπαξ περίληψης σε τοπική εφηµερίδα, που προβλέπεται στο άρθρο 5 και στο άρθρο 23, καταργείται µε την επιφύλαξη της παραγράφου 12 του άρθρου 379 του παρόντος νόµου.»
Η περίπτωση 12 του άρθρου 379 του ν. 4412/2016 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η ισχύς της περίπτωσης 35 και 68, καθώς και του τρίτου εδαφίου των περιπτώσεων 31, 40, 59 και 82 της παραγράφου 1 του άρθρου 377 αρχίζει την 1η Ιανουάριου 2021.»
Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από τη δηµοσίευσή του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.

1. Τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου α΄ του άρθρου 8 του Καταστατικού της Μονάδας Οργάνωσης της Διαχείρισης των Αναπτυξιακών Προγραµµάτων (Μ.Ο.Δ.) Α.Ε., όπως τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε σε ενιαίο κείµενο µε το άρθρο 33 του ν. 3614/2007 (Α΄ 267), όπως τα εδάφια αυτά τροποποιήθηκαν µε το άρθρο 60 του ν. 4314/2014 (Α΄ 265), αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Το προσωπικό της Μ.Ο.Δ. Α.Ε. προσλαµβάνεται από τον ιδιωτικό τοµέα ή αποσπάται από το δηµόσιο και ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, όπως αυτός ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994, ύστερα από διαπίστωση αναγκών στελέχωσης, προγραµµατισµό ανθρώπινου δυναµικού, δηµόσια προκήρυξη ή πρόσκληση αντίστοιχα και αξιολόγηση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων. Η διαδικασία επιλογής του προσωπικού που προσλαµβάνεται από τον ιδιωτικό τοµέα, καθορίζεται µε κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Οικονοµίας και Ανάπτυξης. Η δηµόσια προκήρυξη και ο πίνακας προσλαµβανοµένων γνωστοποιούνται στο ΑΣΕΠ µε εξαίρεση του προσωπικού της παραγράφου στ΄ του παρόντος άρθρου. Για το προσωπικό που αποσπάται από το δηµόσιο ή ευρύτερο δηµόσιο τοµέα εφαρµόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 4314/2014 (Α΄ 265).»

2. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από τη δηµοσίευσή του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.

1. Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 6.α του άρθρου 18 του ν. 4314/2014 διαγράφεται η φράση «πλην δράσεων κρατικών ενισχύσεων».

2. Η περίπτωση γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 4314/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) νέο προσωπικό που θα προσληφθεί από τη Μ.Ο.Δ. Α.Ε. µετά από δηµόσιο ανοιχτό διαγωνισµό, σύµφωνα µε το άρθρο 8 του Καταστατικού της, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και κωδικοποιηθεί µε το άρθρο 33 του ν. 3614/2007 (Α΄ 267) ή θα αποσπασθεί ή µετακινηθεί στις Ειδικές Υπηρεσίες από φορείς της Γενικής Κυβέρνησης µετά από διαγωνιστική διαδικασία, η οποία καθορίζεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµίας και Ανάπτυξης.»

3. Η παρ. 3 του άρθρου 39 του ν. 4314/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι Προϊστάµενοι των Ειδικών Υπηρεσιών και των µονάδων τους τοποθετούνται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµίας και Ανάπτυξης µετά από εισήγηση του Δ.Σ. της Μ.Ο.Δ. Α.Ε.. Οι προϊστάµενοι της Κεντρικής Υπηρεσίας (ΚΥ) της Μ.Ο.Δ. Α.Ε. τοποθετούνται µε απόφαση του προέδρου της Μ.Ο.Δ. Α.Ε. µετά από εισήγηση του Δ.Σ. της Μ.Ο.Δ. Α.Ε.. Οι ανωτέρω προϊστάµενοι τοποθετούνται στις θέσεις αυτές για θητεία πέντε (5) ετών, που µπορεί να ανανεώνεται µε όµοια απόφαση. Οι προϊστάµενοι των Ειδικών Υπηρεσιών και των µονάδων τους και οι προϊστάµενοι της ΚΥ της Μ.Ο.Δ. Α.Ε. που είχαν επιλεγεί σύµφωνα µε τις διατάξεις του ν. 3614/2007 ή τις διατάξεις του ν. 4314/2014 ή ειδικές διατάξεις και δεν θα τοποθετηθούν ως προϊστάµενοι αντίστοιχου επιπέδου κατ’ εφαρµογή της διαδικασίας της παραγράφου 2, δύνανται κατόπιν αίτησής τους να τοποθετηθούν σε θέση στελέχους στην υπηρεσία που υπηρετούσαν, ως προϊστάµενοι εφαρµοζοµένων των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 36.»

4. Η ισχύς των ανωτέρω διατάξεων αρχίζει από τη δηµοσίευσή τους στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.

1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, στους υπαλλήλους που αποσπώνται ή µετακινούνται, στις Ειδικές Υπηρεσίες του ν. 4314/2014 (Α΄ 265) και την Κεντρική Υπηρεσία της ΜΟΔ Α.Ε., από άλλους φορείς του δηµόσιου και του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα-πλην της Μ.Ο.Δ. Α.Ε.-, καθώς και στους υπαλλήλους αυτών που έχουν ήδη αποσπασθεί ή µετακινηθεί στις παραπάνω Ειδικές Υπηρεσίες ΕΣΠΑ κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, καταβάλλεται ειδικό επίδοµα, το ποσό του οποίου καθορίζεται από τη διαφορά που προκύπτει από το ύψος του συνόλου των µηνιαίων τακτικών αποδοχών τους σε σύγκριση µε το ύψος του συνόλου των τακτικών µηνιαίων αποδοχών των υπαλλήλων της Γενικής Γραµµατείας Επενδύσεων ΕΣΠΑ του Υπουργείου Οικονοµίας και Ανάπτυξης και του προσωπικού της Μ.Ο.Δ. Α.Ε., του αντίστοιχου κλάδου, ειδικότητας, βαθµού και κλιµακίου, συµπεριλαµβανοµένης της υπερβάλλουσας µείωσης της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226). 
Το ειδικό επίδομα καταβάλλεται από τη Μ.Ο.Δ. Α.Ε. μεεπιχορήγηση από το Πρόγραμμα ΔημοσίωνΕπενδύσεων του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, αντίστοιχα. Η παρούσα διάταξη ισχύει από 13 Απριλίου 2017. 

2. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από τη δηµοσίευσή του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.

Η παρ. 2 του άρθρου 152 του ν. 2960/2001 (Α΄ 265) «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι διατάξεις των άρθρων 161 και επόµενα του παρόντος Κώδικα, περί αστικής ευθύνης, εφαρµόζονται κατ' αναλογία και στις τελωνειακές παραβάσεις.
Η άγνοια των αστικώς συνυπεύθυνων για την πρόθεση των χαρακτηρισθέντων ως κυρίως υπαιτίων της τέλεσης της παράβασης δεν απαλλάσσει αυτούς από την ευθύνη, εκτός αν ήθελε αποδειχθεί ότι οι ανωτέρω δεν ηδύναντο να έχουν γνώση περί της πιθανότητας τέλεσης της παράβασης.
Σε περίπτωση πώλησης κατόπιν διαγωνισµού του συνόλου ή µέρους των µετοχών ή του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων ή τµηµάτων αυτών ή κλάδων νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, νοµικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου και πιστωτικών ιδρυµάτων στο µετοχικό κεφάλαιο των οποίων συµµετέχει µε οποιοδήποτε ποσοστό το Δηµόσιο, καθώς και ανωνύµων εταιρειών που είναι συνδεδεµένες µε τα ως άνω νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και πιστωτικά ιδρύµατα, η οποία πώληση διενεργείται στο πλαίσιο αποκρατικοποίησης, εξυγίανσης ή ειδικής εκκαθάρισης αυτών, για την καταβολή προστίµων, πολλαπλών τελών, δασµών και λοιπών επιβαρύνσεων, που επιβάλλονται και καταλογίζονται σε βάρος των κυρίως υπαιτίων της παράβασης, δεν κηρύσσονται αλληλέγγυα συνυπεύθυνα αστικά τα ως άνω νοµικά πρόσωπα υπό την προϋπόθεση ότι έως την ηµεροµηνία µεταβίβασης των µετοχών ή περιουσιακών στοιχείων δεν είχαν κοινοποιηθεί καταλογιστικές πράξεις και η συγκεκριµένη εκκρεµότητα δεν είχε γνωστοποιηθεί στους ενδιαφερόµενους επενδυτές κατά το κρίσιµο στάδιο της διενέργειας του σχετικού διαγωνισµού για τη µεταβίβαση αυτών των περιουσιακών στοιχείων. Η διάταξη του προηγούµενου εδαφίου ισχύει και στην περίπτωση αστικής ευθύνης, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 161 του παρόντος νόµου.»

Η ισχύς του παρόντος νόµου αρχίζει τρεις (3) µήνες µετά τη δηµοσίευσή του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται σε επιµέρους διατάξεις και εκτός από τις διατάξεις των παραγράφων 9 του άρθρου 5, 4 έως 7 του άρθρου 6, 4 και 5 του άρθρου 7, 7 του άρθρου 14, 14 και 20 του άρθρου 15 και των άρθρων 16 και 17, η ισχύς των οποίων αρχίζει από τη δηµοσίευση του παρόντος στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
 


Αθήνα, 3 Μαΐου 2017

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Οι Υπουργοί

Εσωτερικών
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΥΡΛΕΤΗΣ

Οικονομίας και Ανάπτυξης
ΔΗΜΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΑΡΙΤΣΗΣ

Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ

Υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΝΗΣ

Οικονομικών
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

Υφυπουργός Οικονομικών
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ

Διοικητικής Ανασυγκρότησης
ΟΛΓΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΗ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 3 Μαΐου 2017

Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΝΗΣ

 

 

Ευρετήριο τουριστικής νομοθεσίας

Δείτε αναλυτικά τον οδηγό τουριστικής νομοθεσίας ανά κλάδο

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος 2021

Δείτε αναλυτικά όλες τις κλίμακες φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν για το φορολογικό έτος 2021