ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜ. 4514/2018 Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις.

 
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 14
30 Ιανουαρίου 2018
ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜ. 4514
Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Σκοπός των διατάξεων του παρόντος Μέρους είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 173/12.6.2014), όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2016/1034/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2016 (ΕΕ L175/30.6.2016), λαμβάνοντας υπόψη την κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγία (ΕΕ) 2017/593 της Επιτροπής της 7ης Απριλίου 2016 (EE L 87/500, 31.3.2017).

1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων, στους διαχειριστές αγοράς, στους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα.

2. Ο παρών νόμος θεσπίζει απαιτήσεις ως προς τα εξής:
α) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία των Ανώνυμων Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Ε.Π.Ε.Υ.), καθώς και την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις επενδύσεων άλλου κράτους μέλους στην Ελλάδα,
β) την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα,
γ) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία διαχειριστών αγοράς και ρυθμιζόμενων αγορών,
δ) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων,
ε) την εποπτεία, τη συνεργασία και την εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές.

3. Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του ν. 4261/2014 (Α΄107) ή σε άλλο κράτος -μέλος βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ (EE L 176/27.6.2013), όταν παρέχουν μία ή και περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν μία ή και περισσότερες επενδυτικές δραστηριότητες:
α) της παραγράφου 2 του άρθρου 3, της παραγράφου 3 του άρθρου 9 και των άρθρων 14 και 16 έως 20,
β) του Κεφαλαίου Β΄ του Tίτλου II,
γ) του Κεφαλαίου Γ΄ του Τίτλου ΙΙ, εκτός των παραγράφων 2 και 3 της ενότητας Α΄ του άρθρου 34, των παραγράφων 2 και 3 της ενότητας Β΄ του άρθρου 34, των παραγράφων 2 έως 6 και 8 της ενότητας Α΄ του άρθρου 35 και των παραγράφων 2, 3 και 6 της ενότητας Β΄ του άρθρου 35,
δ) των άρθρων 67 έως 73 και των άρθρων 78, 83 και 84.

4. Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του ν. 4261/ 2014 ή σε άλλο κράτος μέλος βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν προβαίνουν σε πώληση ή παροχή συμβουλής σε πελάτες σχετικά με δομημένες καταθέσεις:
α) της παραγράφου 3 του άρθρου 9, του άρθρου 14 και των παραγράφων 2, 3 και 6 του άρθρου 16,
β) των άρθρων 23 έως 26, του άρθρου 28, του άρθρου 29 και του άρθρου 30, και
γ) των άρθρων 67 έως 73.

5. Οι παράγραφοι 1 έως 6 του άρθρου 17 εφαρμόζονται επίσης στα μέλη ή τους συμμετέχοντες ρυθμιζόμενων αγορών και Πολυμερών Μηχανισμών Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) που δεν έχουν την υποχρέωση να αδειοδοτούνται, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, δυνάμει των περιπτώσεων α΄, ε΄, θ΄ και ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3, ή την Οδηγία 2014/65/ΕΕ.

6. Τα άρθρα 57 και 58 εφαρμόζονται επίσης στα πρόσωπα που εξαιρούνται, σύμφωνα με το άρθρο 3.

7. Όλα τα πολυμερή συστήματα χρηματοπιστωτικών μέσων λειτουργούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου ΙΙ για τους ΠΜΔ ή τους Μηχανισμούς Οργανωμένης Διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ) ή τις διατάξεις του Τίτλου III για τις ρυθμιζόμενες αγορές.
Επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά, συστηματικά και σε σημαντικό βαθμό, όταν εκτελούν εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ ή ΜΟΔ, λειτουργούν, σύμφωνα με τον Τίτλο III του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 (ΕΕ L 173/12.6.2014).
Με την επιφύλαξη των άρθρων 23 και 28 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, όλες οι συναλλαγές χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο και οι οποίες δεν συνάπτονται σε πολυμερή συστήματα ή συστηματικούς εσωτερικοποιητές, πρέπει να συμμορφώνονται με τις σχετικές διατάξεις του Τίτλου III του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται:
α) στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητες αντασφάλισης και αντεκχώρησης του ν. 4364/2016 (Α΄ 13), όταν ασκούν τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται ο ανωτέρω νόμος,
β) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,
γ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτική υπηρεσία περιστασιακά στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα αυτή διέπεται από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή από επαγγελματικό κώδικα δεοντολογίας που δεν απαγορεύουν την παροχή της υπηρεσίας αυτής,
δ) στα πρόσωπα που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία δεν είναι παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών και δεν παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν άλλες επενδυτικές δραστηριότητες σε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα πλην των παραγώγων επί εμπορευμάτων ή των δικαιωμάτων εκπομπής ή των παραγώγων επί των δικαιωμάτων αυτών, εκτός αν τα πρόσωπα αυτά:
αα) είναι ειδικοί διαπραγματευτές (market makers),
ββ) είναι μέλη ή συμμετέχουν σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ, αφενός, ή έχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, αφετέρου, εξαιρουμένων των μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων που εκτελούν σε τόπο διαπραγμάτευσης συναλλαγές οι οποίες είναι αντικειμενικά μετρήσιμο ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης διαθεσίμων των εν λόγω μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων ή των ομίλων τους,
γγ) εφαρμόζουν τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα ή
δδ) διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών.
Τα πρόσωπα που εξαιρούνται βάσει των περιπτώσεων α΄, θ΄ ή ι΄ δεν είναι υποχρεωμένα να συμμορφώνονται με τους όρους της παρούσας περίπτωσης για να ισχύει η εξαίρεσή τους,
ε) στους διαχειριστές με υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει της Η.Π. 54409/2632/27.12.2004 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Β΄ 1931) ή της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ (ΕΕ L 275/ 25.10.2003), οι οποίοι όταν διαπραγματεύονται δικαιώματα εκπομπής δεν εκτελούν εντολές πελατών και δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες πέραν του να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, με την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά δεν εφαρμόζουν κάποια τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα,
στ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων,
ζ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται μόνο στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων και στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,
η) στα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και στους άλλους εθνικούς οργανισμούς που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες στην Ένωση, στους λοιπούς δημόσιους φορείς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του στην Ένωση και σε διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που έχουν συγκροτηθεί από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη και οι οποίοι έχουν ως σκοπό να κινητοποιούν χρηματοδοτήσεις και να προσφέρουν χρηματοοικονομική υποστήριξη προς όφελος των μελών τους που πλήττονται ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης,
θ) στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στα ταμεία συντάξεων (pension funds), είτε υπόκεινται σε συντονισμό σε επίπεδο Ένωσης είτε όχι, και στους θεματοφύλακες και διαχειριστές αυτών των οργανισμών,
ι) στα πρόσωπα:
αα) τα οποία διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβανομένων των ειδικών διαπραγματευτών, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών, εξαιρουμένων των προσώπων που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών, ή
ββ) που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, πλην της διενέργειας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών, στους πελάτες ή τους προμηθευτές της κύριας δραστηριότητάς τους, υπό τον όρο ότι:
- σε κάθε μία από τις ανωτέρω περιπτώσεις χωριστά και ως σύνολο αυτό αποτελεί παρεπόμενη δραστηριότητα ως προς την κύρια δραστηριότητά τους, θεωρούμενη σε επίπεδο ομίλου, και ότι η εν λόγω κύρια δραστηριότητά τους δεν είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του παρόντος νόμου ούτε η άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων βάσει του ν. 4261/2014 ή το να δρουν ως ειδικοί διαπραγματευτές για παράγωγα επί εμπορευμάτων,
- τα πρόσωπα αυτά δεν εφαρμόζουν κάποια τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα,
- τα εν λόγω πρόσωπα κοινοποιούν σε ετήσια βάση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι κάνουν χρήση της εξαίρεσης αυτής και, αν τους ζητηθεί, αναφέρουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τη βάση πάνω στην οποία στηρίζουν την πεποίθησή τους ότι η δραστηριότητά τους στο πλαίσιο των υποπεριπτώσεων αα΄ και ββ΄ είναι παρεπόμενη ως προς την κύρια δραστηριότητά τους,
ια) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές κατά την άσκηση άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας μη εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, με την προϋπόθεση ότι δεν αμείβονται ειδικά για την παροχή των συμβουλών αυτών,
ιβ) στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς όπως ορίζονται στην περίπτωση ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4001/2011 (Α΄ 179) κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει των ανωτέρω, βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 714/2009 (EE L 211/14.8.2009), βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 715/2009 (ΕΕ L 211/14.8.2009) ή βάσει των κωδικών των δικτύων ή κατευθυντήριων γραμμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των εν λόγω Κανονισμών στα πρόσωπα που ενεργούν ως πάροχοι υπηρεσιών για λογαριασμό τους για να ασκούν τα καθήκοντά τους βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων ή βάσει των κωδικών των δικτύων ή των κατευθυντηρίων γραμμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των Κανονισμών αυτών και σε κάθε φορέα διαχείρισης ή εκμετάλλευσης μηχανισμού εξισορρόπησης ενέργειας ή δικτύου ή συστήματος αγωγών για τη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ παροχής και κατανάλωσης ενέργειας, όταν ασκούν τα καθήκοντα αυτά.
Η εξαίρεση αυτή ισχύει για πρόσωπα τα οποία ασκούν τις δραστηριότητες της παρούσας υποπερίπτωσης, μόνον όταν ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες ή παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σχετικές με παράγωγα επί εμπορευμάτων στο πλαίσιο της άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών. Η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει όσον αφορά τη λειτουργία μιας δευτερογενούς αγοράς, περιλαμβανομένων των συστημάτων για συναλλαγές επί χρηματοπιστωτικών δικαιωμάτων μεταφοράς στη δευτερογενή αγορά,
ιγ) στα Κεντρικά Αποθετήρια Τίτλων (ΚΑΤ), με την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 73 του Kανονισμού (ΕΕ) 909/2014 (ΕΕ L 257/28.8.2014).

2. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τον παρόντα νόμο δεν εκτείνονται στις υπηρεσίες που παρέχονται από αντισυμβαλλομένους σε πράξεις που διενεργούνται από δημόσιους φορείς που χειρίζονται το δημόσιο χρέος ή από μέλη του ΕΣΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τη Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και με το πρωτόκολλο αριθ. 4 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή κατά την άσκηση ισοδύναμων καθηκόντων δυνάμει εθνικών διατάξεων.

Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ισχύουν οι εξής ορισμοί:
1.α) «Επιχείρηση επενδύσεων»: κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου η συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η παροχή μίας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή και η άσκηση μίας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση. Ως επιχείρηση επενδύσεων νοείται και κάθε φυσικό πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί σχετική άδεια από άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ.
β) «Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Ε.Π.Ε.Υ.)»: η επιχείρηση επενδύσεων που έχει συσταθεί ως ανώνυμη εταιρεία του κ.ν. 2190/1920 (Α΄ 144) και έχει λάβει σχετική άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

2. «Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες»: οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες του Τμήματος Α΄ του Παραρτήματος Ι οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα μέσα που απαριθμούνται στο Τμήμα Γ΄ του Παραρτήματος Ι.

3. «Παρεπόμενη υπηρεσία»: οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο Τμήμα Β΄ του Παραρτήματος I.

4. «Επενδυτική συμβουλή»: η παροχή προσωπικών συστάσεων σε πελάτη, είτε κατόπιν αίτησής του είτε με πρωτοβουλία της επιχείρησης επενδύσεων σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα.

5. «Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών»: η διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών και περιλαμβάνει τη σύναψη συμφωνιών πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από επιχείρηση επενδύσεων ή πιστωτικό ίδρυμα κατά τη στιγμή της έκδοσής τους.

6. «Διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό»: η διαπραγμάτευση έναντι ιδίων κεφαλαίων, η οποία οδηγεί στην κατάρτιση συναλλαγών σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.

7. «Ειδικός διαπραγματευτής (market maker)»: πρόσωπο που δραστηριοποιείται στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε συνεχή βάση και αναλαμβάνει να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό αγοράζοντας και πωλώντας χρηματοπιστωτικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων σε τιμές που έχει καθορίσει ο ίδιος.

8. «Διαχείριση χαρτοφυλακίου»: η διαχείριση, με εντολή του πελάτη και υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας για κάθε πελάτη, χαρτοφυλακίων που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.

9. «Πελάτης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες.

10. «Επαγγελματίας πελάτης»: ο πελάτης που πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο Παράρτημα ΙΙ.

11. «Ιδιώτης πελάτης»: κάθε πελάτης που δεν είναι επαγγελματίας πελάτης.

12. «Αγορά ανάπτυξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων»: ένας ΠΜΔ που έχει καταχωριστεί ως αγορά για την ανάπτυξη ΜμΕ, σύμφωνα με το άρθρο 33 του παρόντος νόμου και το άρθρο 33 της Οδηγίας 2014/65/EE.

13. «Μικρομεσαία επιχείρηση (ΜμΕ)»: για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, μια εταιρεία που έχει μέση κεφαλαιοποίηση μικρότερη από 200.000.000 ευρώ με βάση τα στοιχεία στο τέλος κάθε έτους, για τα τρία τελευταία ημερολογιακά έτη.

14. «Οριακή εντολή (limit order)»: εντολή αγοράς ή πώλησης χρηματοπιστωτικού μέσου σε συγκεκριμένη οριακή ή καλύτερη τιμή και για συγκεκριμένη ποσότητα.

15. «Χρηματοπιστωτικό μέσο»: τα μέσα που προσδιορίζονται στο Τμήμα Γ΄ του Παραρτήματος Ι.

16. «Συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ.6»: συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης (options), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures), συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου που προβλέπεται στο Τμήμα Γ.6 του Παραρτήματος Ι, η οποία σχετίζεται με άνθρακα ή πετρέλαιο υπό διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ και πρέπει να εκκαθαριστεί με φυσική παράδοση.

17. «Μέσα χρηματαγοράς»: κατηγορίες μέσων που συνήθως αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά, όπως τα έντοκα γραμμάτια, τα αποδεικτικά κατάθεσης και τα εμπορικά γραμμάτια, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής.

18. «Διαχειριστής αγοράς»: η ανώνυμη εταιρεία που διευθύνει ή διαχειρίζεται ρυθμιζόμενη αγορά, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Ως διαχειριστής αγοράς νοείται και κάθε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα που μπορεί να είναι και η ίδια η ρυθμιζόμενη αγορά το οποίο έχει λάβει σχετική άδεια από άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

19. «Πολυμερές σύστημα»: οποιοδήποτε σύστημα ή μηχανισμός στο οποίο πλείονα συμφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων μπορούν να αλληλεπιδρούν στο σύστημα.

20. «Συστηματικός εσωτερικοποιητής (systematic internaliser)»: επιχείρηση επενδύσεων η οποία διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά, συστηματικά και σε σημαντικό βαθμό, όταν εκτελεί εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, χωρίς να λειτουργεί πολυμερές σύστημα. O συχνός και συστηματικός χαρακτήρας μετριέται με τον αριθμό των συναλλαγών στο χρηματοπιστωτικό μέσο που συνάπτονται από την επιχείρηση επενδύσεων εκτός τόπου διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών. O σημαντικός βαθμός μετριέται είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές της επιχείρησης επενδύσεων σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές στην Ένωση σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο. Ο χαρακτηρισμός ως συστηματικού εσωτερικοποιητή ισχύει μόνο όταν πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις, τόσο ο συχνός και συστηματικός χαρακτήρας, όσο και ο σημαντικός βαθμός ή όταν μια επιχείρηση επενδύσεων επιλέγει να δραστηριοποιηθεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής.

21. «Ρυθμιζόμενη αγορά»: πολυμερές σύστημα το οποίο διευθύνει ή διαχειρίζεται διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων – εντός του συστήματος και, σύμφωνα με τους κανόνες του οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια – κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων ή των συστημάτων του, και το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά, σύμφωνα με τον τίτλο III του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/EE.

22.«Πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ»: πολυμερές σύστημα το οποίο διαχειρίζεται επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων –εντός του συστήματος και, σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια – κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης, σύμφωνα με τον τίτλο II του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/EE.

23. «Μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης» ή «ΜΟΔ»: το πολυμερές σύστημα, που δεν είναι ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, στο οποίο πλείονα συμφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση ομολόγων, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής και παράγωγων μέσων μπορεί να αλληλεπιδρούν στο εσωτερικό του κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης, σύμφωνα με τον τίτλο II του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/EE.

24. «Τόπος διαπραγμάτευσης»: ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

25. «Ρευστή αγορά»: αγορά χρηματοπιστωτικού μέσου ή κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου υπάρχουν έτοιμοι και πρόθυμοι αγοραστές και πωλητές σε συνεχή βάση, η οποία αξιολογείται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη δομή αγοράς του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή της συγκεκριμένης κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων:
α) μέση συχνότητα και μέσο μέγεθος των συναλλαγών για ένα φάσμα συνθηκών αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον κύκλο ζωής των προϊόντων εντός της κατηγορίας των χρηματοπιστωτικών μέσων,
β) αριθμός και είδος συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένου του λόγου των συμμετεχόντων στην αγορά προς τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση για συγκεκριμένο προϊόν,
γ) μέσο άνοιγμα τιμών όπου είναι διαθέσιμο.

26. «Αρμόδια αρχή»: η αρχή που ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 67 του παρόντος νόμου ή η αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 67 της Οδηγίας 2014/65/EK κατά περίπτωση.

27. «Πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του σημείου 1 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 (EE L 176/27.6.2013).

28. «Εταιρεία διαχείρισης Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ)»: η εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια των περιπτώσεων β΄ και γ΄ του άρθρου 3 του ν. 4099/2012 (Α΄250) και της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ (EE L 302/17.11.2009).

29. «Συνδεδεμένος αντιπρόσωπος»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη μίας και μόνον επιχείρησης επενδύσεων για λογαριασμό της οποίας ενεργεί, προωθεί τις επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, λαμβάνει και διαβιβάζει οδηγίες ή εντολές πελατών σχετικά με επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα, τοποθετεί χρηματοπιστωτικά μέσα ή παρέχει συμβουλές σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες σχετικά με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες.

30. «Υποκατάστημα»: τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας πλην της έδρας που αποτελεί τμήμα επιχείρησης επενδύσεων, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή και δραστηριότητες, ενδεχομένως δε και παρεπόμενες δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει αδειοδοτηθεί. Όλοι οι τόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας που συγκροτούνται στην Ελλάδα από επιχείρηση επενδύσεων με την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα.

31. «Ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων που αντιπροσωπεύει το 10% τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 9 και 10 του ν. 3556/2007 (Α΄91), λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 13 του ως άνω νόμου, ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή.

32. «Μητρική επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια της μητρικής επιχείρησης του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251).

33. «Θυγατρική επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια θυγατρικής επιχείρησης του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 περιλαμβανομένης κάθε θυγατρικής μίας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.

34. «Όμιλος»: ο όμιλος κατά την έννοια του ομίλου του Παραρτήματος του ν. 4308/2014.

35. «Στενοί δεσμοί»: κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:
α) σχέση συμμετοχής: δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20% ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,
β) «σχέση ελέγχου»: δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, σε όλες τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μίας επιχείρησης. Κάθε θυγατρική θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών,
γ) δεσμό με τον οποίο αμφότερα ή όλα τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου.

36. «Όργανο διοίκησης»: το διοικητικό συμβούλιο ή άλλο όργανο ή όργανα μιας επιχείρησης επενδύσεων, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, που έχουν οριστεί, σύμφωνα με την κατά περίπτωση εθνική νομοθεσία και που έχουν εξουσία καθορισμού της στρατηγικής, των στόχων και της συνολικής κατεύθυνσης της οντότητας κατά περίπτωση και επιβλέπουν και παρακολουθούν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκησή της, περιλαμβανομένων των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες της οντότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

37. «Διευθυντικά στελέχη»: τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες μιας επιχείρησης επενδύσεων, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και τα οποία είναι υπεύθυνα και υπόλογα απέναντι στο όργανο διοίκησης για την καθημερινή διαχείριση της οντότητας, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των πολιτικών σχετικά με τη διάθεση υπηρεσιών και προϊόντων προς τους πελάτες από την επιχείρηση και το προσωπικό της.

38. «Αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό»: συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης μεσολαβεί μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή της συναλλαγής κατά τρόπο που δεν τον εκθέτει ποτέ σε κίνδυνο αγοράς καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της συναλλαγής, με αμφότερα τα μέρη της συναλλαγής να εκτελούνται ταυτόχρονα, και όπου η συναλλαγή ολοκληρώνεται σε τιμή κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης δεν πραγματοποιεί κανένα κέρδος ή ζημία, πέραν της προμήθειας, αμοιβής ή χρέωσης για τη συναλλαγή που γνωστοποιείται προηγουμένως.

39. «Αλγοριθμικές συναλλαγές»: οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, όπου ένας αλγόριθμος υπολογιστή καθορίζει αυτόματα επιμέρους παραμέτρους εντολών, όπως π.χ. την απόφαση για την εισαγωγή της εντολής, το χρόνο, την τιμή ή την ποσότητα της εντολής ή τον τρόπο διαχείρισης της εντολής μετά την εισαγωγή της, με ελάχιστη ή καμία ανθρώπινη παρέμβαση και δεν περιλαμβάνει συστήματα που χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς της δρομολόγησης εντολών σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης ή για την επεξεργασία εντολών που δεν καθορίζουν παραμέτρους για την εκτέλεσή τους, ή για την επιβεβαίωση εντολών ή τη μετασυναλλακτική επεξεργασία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν.

40. «Τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα»: τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών που χαρακτηρίζεται από:
α) τη χρήση τεχνολογικής υποδομής για την ελαχιστοποίηση του χρόνου αδράνειας δικτύων ή άλλων συστημάτων πληροφορικής, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μια από τις εξής διευκολύνσεις για την αλγοριθμική εισαγωγή εντολών: συστέγαση συστημάτων, φιλοξενία συστημάτων σε εγγύτητα (proximity hosting) ή άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση υψηλής ταχύτητας
β) τον καθορισμό από το σύστημα της απόφασης για την εισαγωγή, την παραγωγή, τη δρομολόγηση ή την εκτέλεση μιας εντολής χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για μεμονωμένες συναλλαγές ή εντολές, και
γ) υψηλά ημερήσια επίπεδα μηνυμάτων τα οποία αποτελούν εντολές, προσφορές ή ακυρώσεις.

41. «Άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση»: μηχανισμός στο πλαίσιο του οποίου ένα μέλος ή συμμετέχων ή πελάτης ενός τόπου διαπραγμάτευσης επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να χρησιμοποιεί τον κωδικό διαπραγμάτευσής του έτσι ώστε το πρόσωπο αυτό να μπορεί να διαβιβάζει ηλεκτρονικά εντολές σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο απευθείας στον τόπο διαπραγμάτευσης και περιλαμβάνει ρυθμίσεις όπου το εν λόγω πρόσωπο κάνει χρήση της υποδομής του μέλους ή του συμμετέχοντος ή του πελάτη ή οποιουδήποτε συστήματος σύνδεσης με τον τόπο διαπραγμάτευσης που παρέχεται από το μέλος ή τον συμμετέχοντα ή τον πελάτη, για τη διαβίβαση εντολών (άμεση πρόσβαση στην αγορά, direct market access) και ρυθμίσεις όπου η υποδομή αυτή δεν χρησιμοποιείται από ένα πρόσωπο κατευθείαν (κατευθείαν πρόσβαση στην αγορά, sponsored access).

42. «Πρακτική διασταυρούμενων πωλήσεων (crossselling practices)»: η προσφορά μιας επενδυτικής υπηρεσίας μαζί με μια άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως προϋπόθεση για την ίδια συμφωνία ή πακέτο.

43. «Δομημένη κατάθεση»: κατάθεση, όπως ορίζεται στην περίπτωση 20 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4370/ 2016 (Α΄ 37), πλήρως επιστρεπτέα κατά την ημερομηνία λήξης, βάσει όρων υπό τους οποίους τόκοι ή άλλες αποδόσεις (premium) καταβάλλονται ή εκτίθενται σε κίνδυνο, σύμφωνα με έναν τύπο που περιλαμβάνει παράγοντες όπως:
α) ένα δείκτη ή συνδυασμό δεικτών, εξαιρουμένων των καταθέσεων μεταβλητού επιτοκίου των οποίων η απόδοση συνδέεται άμεσα με ένα δείκτη επιτοκίου όπως ο Euribor ή ο Libor,
β) ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή συνδυασμό χρηματοπιστωτικών μέσων,
γ) ένα εμπόρευμα ή συνδυασμό εμπορευμάτων ή άλλων, υλικών ή μη υλικών, μη ανταλλάξιμων περιουσιακών στοιχείων ή
δ) μια συναλλαγματική ισοτιμία ή συνδυασμό συναλλαγματικών ισοτιμιών.

44. «Κινητές αξίες»: οι κατηγορίες κινητών αξιών που επιδέχονται διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, και ιδίως:
α) μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιρειών, προσωπικών εταιρειών και άλλων οντοτήτων, καθώς και αποθετήρια έγγραφα για μετοχές,
β) ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, καθώς και αποθετήρια έγγραφα για τέτοιες κινητές αξίες,
γ) κάθε άλλη κινητή αξία που παρέχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης παρόμοιων κινητών αξιών ή επιδεχόμενη διακανονισμού με ρευστά διαθέσιμα προσδιοριζόμενο κατ’ αναφορά προς κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, εμπορεύματα ή άλλους δείκτες ή μεγέθη.

45. «Αποθετήρια έγγραφα»: οι κινητές αξίες οι οποίες επιδέχονται διαπραγμάτευση στην κεφαλαιαγορά και οι οποίες αντιπροσωπεύουν κυριότητα επί των κινητών αξιών αλλοδαπού εκδότη, ενώ μπορεί να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και η διαπραγμάτευσή τους να γίνεται ανεξάρτητα από τις κινητές αξίες του αλλοδαπού εκδότη.

46. «Διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια»: κεφάλαια των οποίων τουλάχιστον μία κατηγορία μεριδίων ή
μετοχών αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας σε τουλάχιστον έναν τόπο διαπραγμάτευσης και με τουλάχιστον έναν ειδικό διαπραγματευτή που ενεργεί για να εξασφαλίσει ότι η αξία των μεριδίων ή των μετοχών στον τόπο διαπραγμάτευσης δεν αποκλίνει σημαντικά από την καθαρή αξία ενεργητικού τους και, κατά περίπτωση, από την ενδεικτική καθαρή αξία ενεργητικού τους.

47. «Πιστοποιητικά»: τα πιστοποιητικά κατά την έννοια του σημείου 27 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

48. «Δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα»: τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα κατά την έννοια του σημείου 28 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

49. «Παράγωγα»: τα παράγωγα κατά την έννοια του σημείου 29 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

50. «Παράγωγα επί εμπορευμάτων»: τα παράγωγα επί εμπορευμάτων κατά την έννοια του σημείου 30 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

51. «Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP)»: κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (EE L 201/ 27.7.2012).

52. «Eγκεκριμένος μηχανισμός δημοσιοποίησης συναλλαγών» ή «Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.»: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άδεια παροχής της υπηρεσίας δημοσιοποίησης αναφορών συναλλαγών για λογαριασμό επιχείρησης επενδύσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

53. «Πάροχος ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών» ή «Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.»: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άδεια παροχής της υπηρεσίας συγκέντρωσης των αναφορών συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που απαριθμούνται στα άρθρα 6, 7, 10, 12, 13, 20 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 από ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ και Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και ενοποίησής τους σε συνεχή ηλεκτρονική ροή δεδομένων απευθείας
μετάδοσης, παρέχοντας δεδομένα τιμών και όγκου ανά χρηματοπιστωτικό μέσο.

54. «Εγκεκριμένος μηχανισμός γνωστοποίησης συναλλαγών» ή «Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.»: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άδεια παροχής της υπηρεσίας γνωστοποίησης των λεπτομερειών των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές ή την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) για λογαριασμό επιχείρησης επενδύσεων.

55. «Κράτος μέλος καταγωγής»:
α) στην περίπτωση επιχείρησης επενδύσεων:
αα) αν η επιχείρηση επενδύσεων είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,
ββ) αν η επιχείρηση επενδύσεων είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική της έδρα,
γγ) αν η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει, βάσει της εθνικής της νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος -μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,
β) στην περίπτωση ρυθμιζόμενης αγοράς, το κράτος- μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένη η ρυθμιζόμενη αγορά ή, αν βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους- μέλους αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της ρυθμιζόμενης αγοράς,
γ) στην περίπτωση Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.:
αα) αν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία,
ββ) αν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα,
γγ) αν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.
δεν έχει, βάσει της εθνικής του νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία.

56. «Κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος, διάφορο του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων έχει υποκατάστημα ή παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, ή το κράτος μέλος στο οποίο ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει τους κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την εξ αποστάσεως πρόσβαση μελών ή συμμετεχόντων εγκατεστημένων σε αυτό το ίδιο κράτος μέλος στις διενεργούμενες στο σύστημά της συναλλαγές.

57. «Επιχείρηση τρίτης χώρας»: μια επιχείρηση που θα ήταν πιστωτικό ίδρυμα που θα παρείχε επενδυτικές υπηρεσίες ή θα ασκούσε επενδυτικές δραστηριότητες, ή επιχείρηση επενδύσεων αν τα κεντρικά γραφεία της ή η καταστατική έδρα της βρίσκονταν εντός της Ένωσης.

58. «Ενεργειακό προϊόν χονδρικής»: τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής όπως ορίζονται στο σημείο 4 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 1227/2011 (EE L 326/ 8.12.2011).

59. «Παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων»: οι συμβάσεις παραγώγων που σχετίζονται με προϊόντα που περιέχονται στο άρθρο 1 και στο Παράρτημα I Μέρος I έως ΧΧ και XXIV/1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013 (EE L 347/20.12.2013).

60. «Εκδότης κρατικών/δημόσιων τίτλων»: οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους φορείς εκδίδει χρεωστικούς τίτλους:
α) η Ένωση,
β) ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου κυβερνητικού φορέα ή οργανισμού ή εταιρείας ειδικού σκοπού του κράτους μέλους,
γ) σε περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους μέλους, ένα από τα μέλη που συγκροτούν την ομοσπονδία,
δ) εταιρεία ειδικού σκοπού για διάφορα κράτη μέλη,
ε) ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, σκοπός του οποίου είναι η κινητοποίηση χρηματοδότησης και η παροχή χρηματοοικονομικής βοήθειας προς όφελος όσων μελών του αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, ή
στ) η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

61. «Κρατικός/δημόσιος χρεωστικός τίτλος»: χρεωστικός τίτλος που έχει εκδοθεί από εκδότη κρατικών/δημόσιων τίτλων.

62. «Σταθερό μέσο»: κάθε μέσο το οποίο:
α) παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά στον πελάτη αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέχει σε αυτές μελλοντικά, για το απαιτούμενο από τους σκοπούς των πληροφοριών χρονικό διάστημα, και
β) επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών.

63. «Πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων»: Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ..

64. Κεντρικό αποθετήριο τίτλων ή «ΚΑΤ» : κεντρικό αποθετήριο τίτλων όπως ορίζεται στο σημείο 1 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 909/2014.

1. Η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή η άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων ως συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα σε επαγγελματική βάση προϋποθέτει τη χορήγηση προηγούμενης άδειας Α.Ε.Π.Ε.Υ. από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο.

2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια σε διαχειριστή αγοράς να διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, υπό την προϋπόθεση ότι προηγουμένως εξακριβώνεται η συμμόρφωσή του προς το παρόν Κεφάλαιο.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγγράφει σε μητρώο όλες τις Α.Ε.Π.Ε.Υ.. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η Α.Ε.Π.Ε.Υ. έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά. Κάθε άδεια λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.

4. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας και έχουν τα κεντρικά τους γραφεία και την καταστατική τους έδρα στην Ελλάδα. Στην επωνυμία τους προσδιορίζονται ως «Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» και στο διακριτικό τους τίτλο ως «Α.Ε.Π.Ε.Υ.».

5. Το μετοχικό κεφάλαιο Α.Ε.Π.Ε.Υ. ανέρχεται τουλάχιστον σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ.
Το μετοχικό κεφάλαιο Α.Ε.Π.Ε.Υ., η οποία προβαίνει σε διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, σε αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης ή σε λειτουργία ΠΜΔ ανέρχεται τουλάχιστον σε επτακόσιες τριάντα χιλιάδες (730.000) ευρώ.
Το μετοχικό κεφάλαιο Α.Ε.Π.Ε.Υ. που παρέχει μία ή περισσότερες από τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες των σημείων 1, 2, 4 και 5 του Τμήματος Α΄ του Παραρτήματος Ι και δεν είναι αδειοδοτημένη να παρέχει την παρεπόμενη υπηρεσία του σημείου 1 του Τμήματος Β΄ του Παραρτήματος I και η οποία δεν επιτρέπεται να κατέχει κεφάλαια ή τίτλους πελατών της και, για το λόγο αυτόν, δεν μπορεί σε καμία χρονική στιγμή να εμφανίζει οφειλές έναντι αυτών των πελατών, ανέρχεται τουλάχιστον σε πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ.

6. Οι μετοχές της Α.Ε.Π.Ε.Υ. είναι ονομαστικές.

7. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης Α.Ε.Π.Ε.Υ., σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών, απαιτείται να κατατεθεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα το μετοχικό της κεφάλαιο, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται τοις μετρητοίς. Μερική καταβολή αποκλείεται. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να μεταβάλλεται το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο των Α.Ε.Π.Ε.Υ.. Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται και σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρείες εφόσον έχουν ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 5 και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Κεφαλαίου. Τα ίδια κεφάλαια της Α.Ε.Π.Ε.Υ. δεν μπορεί να υπολείπονται του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας της.

1. Η άδεια λειτουργίας προσδιορίζει τις επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες που επιτρέπεται να παρέχει η Α.Ε.Π.Ε.Υ.. Η άδεια λειτουργίας μπορεί να καλύπτει και μία ή περισσότερες από τις παρεπόμενες υπηρεσίες που απαριθμούνται στο Τμήμα Β΄ του Παραρτήματος I. Σε καμία περίπτωση δεν χορηγείται άδεια μόνο για την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών.

2. Α.Ε.Π.Ε.Υ. που ζητά τη χορήγηση άδειας για να επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε πρόσθετες επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες ή σε παρεπόμενες υπηρεσίες που δεν είχαν προβλεφθεί κατά το χρόνο χορήγησης της αρχικής άδειας υποβάλλει αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας της.

3. Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ένωση και επιτρέπει στην Α.Ε.Π.Ε.Υ. να παρέχει τις υπηρεσίες και να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια σε όλη την Ένωση ασκώντας είτε το δικαίωμα εγκατάστασης, μεταξύ άλλων και υποκαταστήματος, είτε το δικαίωμα της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.

4. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. που έχουν συσταθεί νομίμως αναγράφουν σε κάθε έντυπο, δημοσίευση, ανακοίνωση, διαφήμιση, καθώς και στην ιστοσελίδα τους ότι εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθώς και τον αριθμό της άδειας λειτουργίας τους.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια λειτουργίας Α.Ε.Π.Ε.Υ. αν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι η αιτούσα επιχείρηση πληροί όλες τις απαιτήσεις βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου.

2. Η αιτούσα επιχείρηση παρέχει όλες τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων, το οποίο καθορίζει μεταξύ άλλων τα είδη των σκοπούμενων δραστηριοτήτων και την οργανωτική διάρθρωση της επιχείρησης, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να πεισθεί ότι η επιχείρηση έχει θεσπίσει, κατά τη στιγμή της αρχικής αδειοδότησης, όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το παρόν κεφάλαιο.

3. Η αιτούσα επιχείρηση ενημερώνεται, μέσα σε έξι (6) μήνες από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας Α.Ε.Π.Ε.Υ..

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας Α.Ε.Π.Ε.Υ., εν όλω ή ως προς ορισμένες επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες ή παρεπόμενες υπηρεσίες αν η Α.Ε.Π.Ε.Υ.:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε έχει ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες,
β) έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο παράτυπο τρόπο,
γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, όπως για παράδειγμα τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΕ) 575/2013,
δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων σχετικά με τη λειτουργία των Α.Ε.Π.Ε.Υ., οι οποίες θεσπίζονται βάσει του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, και κάθε άλλης διάταξης της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά.
Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.

2. Πριν ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην Α.Ε.Π.Ε.Υ. τις ελλείψεις ή παραβάσεις που διαπιστώθηκαν, καθώς και την πρόθεσή της να προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, τάσσοντάς της ταυτόχρονα προθεσμία, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες από την παραπάνω γνωστοποίηση, μέσα στην οποία η Α.Ε.Π.Ε.Υ. οφείλει να διατυπώσει τις απόψεις της και να λάβει, όταν συντρέχει περίπτωση, τα κατάλληλα μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Μετά την πάροδο της προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της Α.Ε.Π.Ε.Υ. και αξιολογήσει τα μέτρα που έχει λάβει, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει οριστικά.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για τη χορήγηση της άδειας, σύμφωνα με το άρθρο 5, εξασφαλίζει ότι οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. και τα όργανα διοίκησής τους συμμορφώνονται με τα άρθρα 80 και 83 του ν. 4261/2014.

2. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί την άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 5, μπορεί να επιτρέπει στα μέλη του οργάνου διοίκησης να κατέχουν μία επιπλέον μη εκτελεστική διοικητική θέση από ό,τι επιτρέπεται δυνάμει της παρ. 3 του άρθρου 83 του ν. 4261/2014. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει σε τακτική βάση την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις άδειες αυτές.

3. Το διοικητικό συμβούλιο μιας Α.Ε.Π.Ε.Υ. προσδιορίζει, επιβλέπει και έχει την ευθύνη όσον αφορά την εφαρμογή των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση της Α.Ε.Π.Ε.Υ., περιλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων εντός της Α.Ε.Π.Ε.Υ. και της πρόληψης συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς και το συμφέρον των πελατών της.
Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που επιβάλλει η παρ. 1 του άρθρου 80 του ν. 4261/2014, οι ρυθμίσεις αυτές διασφαλίζουν επίσης ότι το διοικητικό συμβούλιο προσδιορίζει, εγκρίνει και επιβλέπει:
α) την οργάνωση της Α.Ε.Π.Ε.Υ. για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των ικανοτήτων, των γνώσεων και της εξειδίκευσης που απαιτούνται για το προσωπικό, τους πόρους, τις διαδικασίες και τις ρυθμίσεις για την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από την Α.Ε.Π.Ε.Υ., λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της και όλες τις απαιτήσεις με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται η Α.Ε.Π.Ε.Υ.,
β) μια πολιτική ως προς τις υπηρεσίες, τις δραστηριότητες, τα προϊόντα και τις λειτουργίες που προσφέρονται ή παρέχονται, σύμφωνα με το ανεκτό για την Α.Ε.Π.Ε.Υ. επίπεδο κινδύνου και τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των πελατών της Α.Ε.Π.Ε.Υ. προς τους οποίους θα προσφέρονται ή θα παρέχονται, συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής κατάλληλων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων (stress tests), όπου απαιτείται, γ) μια πολιτική αμοιβών των προσώπων που εμπλέκονται στην παροχή των υπηρεσιών προς τους πελάτες, με στόχο την ενθάρρυνση της υπεύθυνης επιχειρηματικής συμπεριφοράς και της δίκαιης μεταχείρισης των πελατών, καθώς και την αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων στις σχέσεις με τους πελάτες.
Το διοικητικό συμβούλιο παρακολουθεί και ανά περιόδους αξιολογεί την επάρκεια και την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων της Α.Ε.Π.Ε.Υ. όσον αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της Α.Ε.Π.Ε.Υ. και την επάρκεια των πολιτικών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες, και προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.
Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας αν δεν έχει πεισθεί ότι τα μέλη του οργάνου διοίκησης της Α.Ε.Π.Ε.Υ. διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία και αφιερώνουν ικανό χρόνο στην άσκηση των καθηκόντων τους στην Α.Ε.Π.Ε.Υ., ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι το όργανο διοίκησης της Α.Ε.Π.Ε.Υ. ενδέχεται να αποτελεί απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διαχείρισή της και την επαρκή μέριμνα για τα συμφέροντα των πελατών της και την ακεραιότητα της αγοράς.

5. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όλα τα μέλη του οργάνου διοίκησής της και κάθε μεταβολή στη σύνθεσή του και της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει εάν η Α.Ε.Π.Ε.Υ. πληροί τις απαιτήσεις των παραγράφων 1, 2 και 3.

6. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. οφείλει να διαθέτει τουλάχιστον δύο (2) πρόσωπα που πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 και διευθύνουν πραγματικά την επιχειρηματική δραστηριότητά της. Τα εν λόγω πρόσωπα οφείλουν να διαθέτουν το πιστοποιητικό καταλληλόλητας που προβλέπεται στην περιπτώσεων γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 93.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από Α.Ε.Π.Ε.Υ. εάν δεν έχει πληροφορηθεί την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων με ειδική συμμετοχή, φυσικών ή νομικών προσώπων, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια εφόσον, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση της Α.Ε.Π.Ε.Υ., δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές.
Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της Α.Ε.Π.Ε.Υ. και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί την άδεια μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια αν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία η Α.Ε.Π.Ε.Υ. έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

3. Αν η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 είναι πιθανό να αποβεί σε βάρος της ορθής και συνετής διαχείρισης της Α.Ε.Π.Ε.Υ., η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί η εν λόγω κατάσταση.
Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν την επιβολή των κυρώσεων του άρθρου 69 κατά των μελών του οργάνου διοίκησης και των διευθυντικών στελεχών ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι.

1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο («υποψήφιος αποκτών»), το οποίο μεμονωμένα ή μαζί με άλλα πρόσωπα έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε Α.Ε.Π.Ε.Υ., είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική αυτή συμμετοχή σε Α.Ε.Π.Ε.Υ., με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50% ή με αποτέλεσμα η Α.Ε.Π.Ε.Υ. να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση («σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής»), απευθύνει προηγουμένως έγγραφη κοινοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναφορικά με την Α.Ε.Π.Ε.Υ. στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να την αυξήσει, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και παρέχοντας τις σχετικές πληροφορίες κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 13.
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε Α.Ε.Π.Ε.Υ., απευθύνει προηγουμένως γραπτή κοινοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής του. Το πρόσωπο αυτό ενημερώνει επίσης την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20%, 1/3 ή 50% ή με αποτέλεσμα η Α.Ε.Π.Ε.Υ. να παύσει να είναι θυγατρική του.
Όταν αξιολογεί αν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής του άρθρου 10 και του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές που κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του Τμήματος Α΄ του Παραρτήματος I, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα αφενός μεν δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη, αφετέρου δε μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η αρμόδια εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους, κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 13 («αξιολόγηση»), διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, αν ο υποψήφιος αποκτών είναι:
α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής,
β) μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής,
γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 13 («αξιολόγηση»), διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, αν ο υποψήφιος αποκτών είναι:
α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει στην Ελλάδα,
β) μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που εδρεύει στην Ελλάδα,
γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει στην Ελλάδα.
Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη ή έχει σημασία για την αξιολόγηση της απόκτησης.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν, κατόπιν αιτήματος, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας Α.Ε.Π.Ε.Υ., για την οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής, επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους ή της Τράπεζας της Ελλάδος κατά περίπτωση, η οποία είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση του υποψήφιου αποκτώντος.

3. Αν Α.Ε.Π.Ε.Υ. λάβει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών στο κεφάλαιό της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερβαίνουν ή κατέρχονται των ορίων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά.
Έως 31 Ιανουαρίου κάθε έτους, οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. γνωστοποιούν επίσης στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα ονόματα των μετόχων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών όπως προκύπτουν, για παράδειγμα από τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων ή προκειμένου για Α.Ε.Π.Ε.Υ. των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά – από τις δημοσιοποιήσεις σημαντικών συμμετοχών των μετόχων τους.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει μέτρα, παρόμοια με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 10, κατά των προσώπων που δε συμμορφώνονται με την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ανεξάρτητα από τις κυρώσεις του άρθρου 69 που μπορεί να επιβληθούν, είναι άκυρη η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από αυτές τις μετοχές.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αμέσως και σε κάθε περίπτωση εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που απαιτείται, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 11, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αποκτώντα ότι τις παρέλαβε.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διενεργεί την αξιολόγηση εντός προθεσμίας εξήντα (60) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που προβλέπεται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 13 («περίοδος αξιολόγησης»).
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει τον υποψήφιο αποκτώντα, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί εν ανάγκη κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή (50ή) εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και προσδιορίζει τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.
Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζήτησε τις πληροφορίες και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αποκτώντος διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να υποβάλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή την αποσαφήνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παρατείνει τη διακοπή στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 2 έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, αν ο υποψήφιος αποκτών είναι ένα από τα ακόλουθα:
α) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο ή που υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Ένωσης,
β) φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή των νόμων 4099/2012, 4364/2016 ή 4261/2014 ή των Οδηγιών 2014/65/ΕΕ, 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ (EE L 335/17.12.2009) ή 2013/36/ΕΕ.

4. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, αποφασίσει να αντιταχθεί στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αποκτώντα εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών και χωρίς να υπερβαίνει την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αποκτώντος.

5. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν αντιταχθεί εγγράφως στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

1. Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 και των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 12, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της Α.Ε.Π.Ε.Υ. στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αποκτώντος στην Α.Ε.Π.Ε.Υ., αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αποκτώντος και την ορθότητα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
α) τη φήμη του υποψήφιου αποκτώντος,
β) τη φήμη και την πείρα κάθε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της Α.Ε.Π.Ε.Υ. ως αποτέλεσμα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής,
γ) την οικονομική ευρωστία του υποψήφιου αποκτώντος, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκηθούν από την Α.Ε.Π.Ε.Υ. στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής,
δ) την ικανότητα της Α.Ε.Π.Ε.Υ. να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας του παρόντος νόμου, καθώς και σχετικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων των νόμων 4261/2014 και 3455/2006 ιδίως όσον αφορά το κατά πόσο ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμοδίων αρχών,
ε) το κατά πόσο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 3691/2008 (Α΄166), ή ότι η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής θα μπορούσε να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αντιταχθεί στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής μόνο εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από τον υποψήφιο αποκτώντα δεν είναι πλήρεις.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε εξετάζει τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

4. Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 12, αν κοινοποιηθούν δύο ή περισσότερες προθέσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια Α.Ε.Π.Ε.Υ., η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αποκτώντες αμερόληπτα.

5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβάλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα πρόσωπα που προτίθενται να αποκτήσουν ειδική συμμετοχή σε Α.Ε.Π.Ε.Υ. για τη διενέργεια της αξιολόγησής τους. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψήφιου αποκτώντος και της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής και δεν δύνανται να απαιτηθούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, εξακριβώνει ότι κάθε οντότητα που ζητά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή κάθε πιστωτικό ίδρυμα που προτίθεται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που υπέχει, κατά το χρόνο της αδειοδότησης, βάσει του ν. 2533/ 1997 (Α΄228) ή του ν.4370/2016, αντίστοιχα.
Η υποχρέωση συμμόρφωσης εκπληρώνεται σε σχέση με δομημένες καταθέσεις, όταν η δομημένη κατάθεση εκδίδεται από πιστωτικό ίδρυμα που είναι μέλος συστήματος εγγύησης καταθέσεων το οποίο είναι αναγνωρισμένο βάσει του ν. 4370/2016.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας Α.Ε.Π.Ε.Υ. μόνον εφόσον η αιτούσα εταιρεία έχει επαρκές αρχικό κεφάλαιο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της σχετικής επενδυτικής υπηρεσίας ή δραστηριότητας.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. συμμορφώνονται με τις οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 10 και στο άρθρο 17.

2. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να διασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωσή της, περιλαμβανομένων των διευθυντικών στελεχών, υπαλλήλων και συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του παρόντος νόμου, καθώς και κατάλληλους κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των προσώπων αυτών.

3. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. καταρτίζει και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα, προκειμένου να μην επηρεάζονται αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών της λόγω συγκρούσεων συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 23.
Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. που δημιουργεί χρηματοπιστωτικά μέσα προς πώληση σε πελάτες, διαθέτει, χρησιμοποιεί και επανεξετάζει διαδικασία για την έγκριση κάθε χρηματοπιστωτικού μέσου και των σημαντικών προσαρμογών σε υφιστάμενα χρηματοπιστωτικά μέσα, πριν από την προώθησή τους στην αγορά ή τη διανομή τους σε πελάτες.
Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων προσδιορίζει μια συγκεκριμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών, εντός της αντίστοιχης κατηγορίας πελατών για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, και διασφαλίζει ότι όλοι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με αυτήν την προσδιορισμένη αγορά-στόχο αξιολογούνται και ότι η σκοπούμενη στρατηγική διανομής είναι συνεπής με αυτήν την αγορά-στόχο.
Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. επανεξετάζει, επίσης, σε τακτική βάση, τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσφέρει ή προωθεί εμπορικά, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιωδώς το δυνητικό κίνδυνο για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο, προκειμένου να αξιολογεί, τουλάχιστον, κατά πόσο το χρηματοπιστωτικό μέσο παραμένει συνεπές με τις ανάγκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και κατά πόσο η σκοπούμενη στρατηγική διανομής συνεχίζει να είναι κατάλληλη.
Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. που δημιουργεί χρηματοπιστωτικά μέσα διαθέτει στους διανομείς όλες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με το χρηματοπιστωτικό μέσο και τη διαδικασία έγκρισής του, στις οποίες περιλαμβάνεται και η προσδιορισμένη αγορά-στόχος του χρηματοπιστωτικού μέσου.
Αν μια Α.Ε.Π.Ε.Υ. προσφέρει ή συνιστά χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν δημιουργεί η ίδια, διαθέτει τις κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες, οι οποίες αναφέρεται στο πέμπτο εδάφιο και να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.
Οι πολιτικές, διαδικασίες και ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο ισχύουν με την επιφύλαξη των λοιπών υποχρεώσεων που καθιερώνονται, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014, περιλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την πληροφόρηση, την καταλληλότητα ή συμβατότητα, τον εντοπισμό και τη διαχείριση καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων, καθώς και με τις αντιπαροχές.

4. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για τη διασφάλιση της συνεχούς και κανονικής εκτέλεσης των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων και χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτόν κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, μέσα και διαδικασίες.

5. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. διασφαλίζει ότι, όταν αναθέτει σε τρίτους την εκτέλεση επιχειρησιακών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας για την παροχή συνεχούς και ικανοποιητικής υπηρεσίας στους πελάτες, καθώς και την άσκηση των επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή και ικανοποιητική βάση, λαμβάνονται εύλογα μέτρα για την αποφυγή αδικαιολόγητης ανάληψης πρόσθετου λειτουργικού κινδύνου. Η ανάθεση σε τρίτους σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην παραβλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού της ελέγχου ούτε τη δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να εποπτεύει τη συμμόρφωση της Α.Ε.Π.Ε.Υ. με όλες τις υποχρεώσεις της.
Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. διαθέτει κατάλληλες (sound) διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες αξιολόγησης των κινδύνων και αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.
Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να απαιτεί να έχει πρόσβαση στις επικοινωνίες, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας για τη διασφάλιση και την εξακρίβωση της γνησιότητας των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και πρόσβασης χωρίς άδεια και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών, ώστε να τηρείται σε διαρκή βάση η εμπιστευτικότητα των δεδομένων.

6. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. μεριμνά ώστε να καταγράφονται όλες οι υπηρεσίες που παρέχει και οι δραστηριότητες και συναλλαγές που εκτελεί, κατά τρόπο που να επιτρέπει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να ασκεί τις εποπτικές της αρμοδιότητες και να προβαίνει σε ενέργειες για τη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014, το ν. 4443/2016 (Α΄232) και τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014 (EE L 176/12.6.2014) και ιδίως να διασφαλίζει τη συμμόρφωση της Α.Ε.Π.Ε.Υ. με όλες τις υποχρεώσεις της, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων έναντι των πελατών ή των δυνητικών πελατών και της ακεραιότητας της αγοράς.

7. Τα αρχεία περιλαμβάνουν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες που σχετίζονται, τουλάχιστον, με συναλλαγές που έχουν συναφθεί κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό και με την παροχή υπηρεσιών κατ’ εντολή πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών πελατών.
Οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και ηλεκτρονικές επικοινωνίες περιλαμβάνουν, επίσης, εκείνες που αποσκοπούν στη σύναψη συναλλαγών κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή στην παροχή υπηρεσιών κατ’ εντολή πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, τη διαβίβαση και την εκτέλεση εντολών πελατών, ακόμη και αν αυτές οι συνομιλίες ή επικοινωνίες δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη σύναψη των συναλλαγών ή την παροχή υπηρεσιών κατ’ εντολή πελατών.
Προς το σκοπό αυτόν, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την καταγραφή των σχετικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες πραγματοποιούνται, αποστέλλονται ή λαμβάνονται μέσω τεχνικού εξοπλισμού που παρέχει η Α.Ε.Π.Ε.Υ. σε υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη, ή μέσω τεχνικού εξοπλισμού του οποίου η χρήση από υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη έχει εγκριθεί ή επιτραπεί από την Α.Ε.Π.Ε.Υ..
Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ενημερώνει τους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες ότι θα καταγράφονται οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή επικοινωνίες μεταξύ της Α.Ε.Π.Ε.Υ. και των πελατών της, οι οποίες έχουν ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση συναλλαγών. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να παρέχεται άπαξ, πριν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε νέους και υφιστάμενους πελάτες.
Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. δεν παρέχει από το τηλέφωνο επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες σε πελάτες που δεν έχουν ενημερωθεί εκ των προτέρων σχετικά με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή επικοινωνιών τους, εφόσον οι εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες αφορούν τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση εντολών του πελάτη.
Εντολές μπορεί να δίνονται από πελάτες μέσω άλλων διαύλων, ωστόσο τέτοιου είδους επικοινωνίες πρέπει να πραγματοποιούνται με σταθερό μέσο, όπως επιστολές μέσω ταχυδρομείου, τηλεομοιοτυπίες, ηλεκτρονικά μηνύματα ή με τεκμηρίωση των εντολών πελατών που δόθηκαν διά ζώσης σε συναντήσεις. Ειδικότερα, το περιεχόμενο των σχετικών συνομιλιών σε διά ζώσης επικοινωνία με πελάτη μπορεί να καταγράφεται με την τήρηση γραπτών πρακτικών ή σημειώσεων. Οι εντολές αυτές θεωρούνται ισοδύναμες με εντολές που λαμβάνονται από το τηλέφωνο.
Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να εμποδίζει υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη της να πραγματοποιεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και να αποστέλλει ή να λαμβάνει ηλεκτρονικά μηνύματα με ιδιωτικό τεχνικό εξοπλισμό, μέσω του οποίου η Α.Ε.Π.Ε.Υ. δεν μπορεί να καταγράψει ή να αντιγράψει τις συνδιαλέξεις ή τις επικοινωνίες αυτές.
Τα αρχεία της παρούσας παραγράφου παρέχονται στον πελάτη τον οποίο αφορούν κατόπιν αιτήματός του και φυλάσσονται για περίοδο πέντε (5) ετών και, αν ζητηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για μέγιστη περίοδο επτά (7) ετών.

8. Εάν η Α.Ε.Π.Ε.Υ. κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες, διαθέτει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύσει τα δικαιώματα κυριότητας των πελατών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας της Α.Ε.Π.Ε.Υ., και να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων πελάτη για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του.

9. Εάν η Α.Ε.Π.Ε.Υ. κατέχει κεφάλαια πελατών, θεσπίζει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύσει τα δικαιώματα των πελατών και, εκτός από την περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση κεφαλαίων πελατών για ίδιο λογαριασμό.

10. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. δεν συνάπτει συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου με ιδιώτες πελάτες με σκοπό την κάλυψη παρουσών ή μελλοντικών, υφιστάμενων, εξαρτώμενων από αβέβαια περιστατικά ή αναμενόμενων υποχρεώσεων πελατών.

11. Σε περίπτωση υποκαταστήματος επιχείρησης επενδύσεων στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζει την υποχρέωση των παραγράφων 6 και 7 στις συναλλαγές που εκτελεί το υποκατάστημα, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής να έχει άμεση πρόσβαση στα σχετικά αρχεία.

12. Δανειστές Α.Ε.Π.Ε.Υ. απαγορεύεται να κατάσχουν ή να δεσμεύσουν περιουσιακά στοιχεία πελατών της ενδεικτικά, υπό μορφή χρημάτων κατατεθειμένων σε τραπεζικούς λογαριασμούς πελατών που τηρούνται στο όνομα της εταιρείας ή χρηματοπιστωτικών μέσων, εφόσον δικαιούχοι, σύμφωνα με τα τηρούμενα στην εταιρεία βιβλία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι οι παραπάνω πελάτες.

13. Στα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν είναι δεκτικά κατάσχεσης και δέσμευσης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, περιλαμβάνονται, εκτός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στους πελάτες της Α.Ε.Π.Ε.Υ., και εκείνα που κατέχει άμεσα ή έμμεσα στο όνομα της και για λογαριασμό του πελάτη, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. και των οποίων πραγματικός δικαιούχος, σύμφωνα με τα τηρούμενα σε αυτήν βιβλία και στοιχεία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι πελάτης της ανεξάρτητα από το αν τα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι καταχωρισμένα στο μητρώο του θεματοφύλακα ή άλλου φορέα συστήματος καταχώρισης τίτλων στο όνομα του δικαιούχου πελάτη.

14. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιβάλλουν απαιτήσεις σε Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή σε πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά τη διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, επιπλέον των διατάξεων των παραγράφων 8, 9 και 10 και των αντίστοιχων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, σύμφωνα με την παρ. 12 του άρθρου 16 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να μπορεί να αιτιολογηθούν αντικειμενικά και να είναι ανάλογες, με στόχο να αντιμετωπίζονται, σε περιπτώσεις όπου οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή τα πιστωτικά ιδρύματα φυλάσσουν περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια πελατών, συγκεκριμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς.

15. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επιτροπή κάθε απαίτηση που προτίθενται να επιβάλουν, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, τουλάχιστον δύο (2) μήνες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία επιβολής της απαίτησης. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο τα δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 34 και 35.

16. Mε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος εξειδικεύονται για τις Α.Ε.Π.Ε.Υ. και τα πιστωτικά ιδρύματα, αντίστοιχα, οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως10, σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγία (ΕΕ) 2017/593 της Επιτροπής.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές οφείλουν:
α) να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου κινδύνων, κατάλληλους για τις δραστηριότητες που διενεργούν, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι τα συστήματα κατάρτισης συναλλαγών τους είναι ανθεκτικά και διαθέτουν επαρκή χωρητικότητα, υπόκεινται σε κατάλληλα όρια και αποτρέπουν την αποστολή εσφαλμένων εντολών ή τη λειτουργία των συστημάτων κατά τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει ή να συμβάλει στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς,
β) να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου κινδύνων προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα συστήματα κατάρτισης συναλλαγών δεν μπορεί να χρησιμοποιούνται για σκοπό που είναι αντίθετος στον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014 ή στους κανόνες τόπου διαπραγμάτευσης με τον οποίο αυτές συνδέονται,
γ) να διαθέτουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις επιχειρηματικής συνέχειας για την αντιμετώπιση κάθε αστοχίας στα συστήματα κατάρτισης συναλλαγών της,
δ) να διασφαλίζουν ότι τα συστήματά τους έχουν υποβληθεί σε πλήρεις δοκιμές και παρακολουθούνται κατάλληλα ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου.

2. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο δραστηριοποιούνται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών ως μέλη ή συμμετέχουσες.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί από Α.Ε.Π.Ε.Υ. να παρέχει, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή της φύσης των στρατηγικών αλγοριθμικής διαπραγμάτευσης που εφαρμόζει, λεπτομέρειες σχετικά με τις παραμέτρους διαπραγμάτευσης ή τα όρια στα οποία υπόκειται το σύστημα διενέργειας συναλλαγών, τους βασικούς μηχανισμούς ελέγχου συμμόρφωσης και κινδύνων που χρησιμοποιεί για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων της παραγράφου 1 και λεπτομέρειες των δοκιμών στις οποίες υποβάλλει τα συστήματά της. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες από την Α.Ε.Π.Ε.Υ. σχετικά με τη διενέργεια των αλγοριθμικών συναλλαγών της και τα συστήματα που χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτόν.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν σχετικού αιτήματος αρμόδιας αρχής τόπου διαπραγμάτευσης ως μέλος ή συμμετέχουσα του οποίου η Α.Ε.Π.Ε.Υ. διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές, τις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο και τις οποίες λαμβάνει από την Α.Ε.Π.Ε.Υ. που διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές.
Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. τηρούν αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και διασφαλίζουν ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να εποπτεύει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου.
Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. που χρησιμοποιούν τεχνική διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα τηρούν, σε εγκεκριμένη μορφή, ακριβή και κατά χρονική ακολουθία αρχεία όσον αφορά όλες τις εντολές που έχουν εισαχθεί περιλαμβανομένων των ακυρώσεων εντολών, των εντολών που εκτελέστηκαν και των προσφορών τιμών σε τόπους διαπραγμάτευσης και τα διαθέτουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφόσον τους ζητηθούν.

3. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές για να ακολουθήσουν στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα, την κλίμακα και τη φύση της συγκεκριμένης αγοράς και τα χαρακτηριστικά του μέσου που αποτελεί αντικείμενο της συναλλαγής:
α) διενεργούν αυτήν την ειδική διαπραγμάτευση συνεχώς κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης αναλογίας των ωρών συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και προβλέψιμη βάση στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης,
β) συνάπτουν δεσμευτική γραπτή συμφωνία με τον τόπο διαπραγμάτευσης, στην οποία προσδιορίζονται, κατ’ ελάχιστο, οι υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με την περίπτωση α΄,
γ) εφαρμόζουν αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για να διασφαλίσουν ότι εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της συμφωνίας της περίπτωσης β΄ ανά πάσα στιγμή.

4. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 48, Α.Ε.Π.Ε.Υ. που διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές θεωρείται ότι ακολουθεί στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης όταν, ως μέλος ή συμμετέχουσα σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, η στρατηγική της, όταν διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβάνει την εισαγωγή δεσμευτικών, ταυτόχρονων εντολών αγοράς και πώλησης συγκρίσιμου μεγέθους και σε ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα σε ένα μόνο τόπο διαπραγμάτευσης ή σε περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και συχνή βάση στο σύνολο της αγοράς.

5. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. που παρέχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης χρησιμοποιούν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου που διασφαλίζουν:
α) την ορθή αξιολόγηση και επαναξιολόγηση της καταλληλότητας των πελατών που χρησιμοποιούν την υπηρεσία,
β) ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία εμποδίζονται να υπερβούν προκαθορισμένα συναλλακτικά και πιστωτικά όρια,
γ) ότι οι συναλλαγές από πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία παρακολουθούνται καταλλήλως,
δ) ότι με κατάλληλους ελέγχους κινδύνων αποτρέπονται οι συναλλαγές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ή να συμβάλουν στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ή θα μπορούσαν να έρθουν σε αντίθεση με τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014 ή τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση χωρίς τους ελέγχους αυτούς απαγορεύεται.
Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. που παρέχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση φέρουν την ευθύνη διασφάλισης ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν αυτήν την υπηρεσία συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης.
Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. παρακολουθούν τις συναλλαγές προκειμένου να εντοπίζουν παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης ή συμπεριφορά που μπορεί να συνιστά κατάχρηση της αγοράς και η οποία πρέπει να αναφερθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. διασφαλίζουν ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της Α.Ε.Π.Ε.Υ. και του πελάτη σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας και ότι βάσει αυτής της συμφωνίας οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. υπέχουν ευθύνη, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.
Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί από τις Α.Ε.Π.Ε.Υ. να παρέχουν, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή των συστημάτων και των μηχανισμών ελέγχου που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, καθώς και αποδείξεις για την εφαρμογή τους.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατόπιν σχετικού αιτήματος της αρμόδιας αρχής ενός τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο Α.Ε.Π.Ε.Υ. προσφέρουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και τις οποίες λαμβάνει από τις Α.Ε.Π.Ε.Υ..
Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. τηρούν αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και διασφαλίζουν ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να ελέγξει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου.

6. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. που ενεργούν ως γενικά εκκαθαριστικά μέλη χρησιμοποιούν αποτελεσματικά συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες εκκαθάρισης παρέχονται μόνο σε πρόσωπα που είναι κατάλληλα και πληρούν σαφή κριτήρια και ότι επιβάλλονται κατάλληλες απαιτήσεις σε αυτά ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι για τις ίδιες τις Α.Ε.Π.Ε.Υ. και την αγορά. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. διασφαλίζουν ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ αυτών και των προσώπων στα οποία παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης ως γενικά εκκαθαριστικά μέλη σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, πέραν της εκπλήρωσης των οργανωτικών απαιτήσεων του άρθρου 16:
α) θεσπίζουν διαφανείς κανόνες και διαδικασίες για τη δίκαιη και ομαλή διαπραγμάτευση,
β) καθορίζουν αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών,
γ) διαθέτουν μηχανισμούς που επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, και ιδίως αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων,
δ) θεσπίζουν διαφανείς κανόνες σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των χρηματοπιστωτικών μέσων των οποίων η διαπραγμάτευση επιτρέπεται στα συστήματά τους,
ε) παρέχουν, όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες ή διασφαλίζουν ότι υπάρχει πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες, ώστε να μπορούν οι χρήστες να διαμορφώνουν επενδυτική κρίση, ανάλογα με τη φύση των χρηστών και τα είδη των υπό διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων,
στ) καταρτίζουν, δημοσιεύουν, διατηρούν και εφαρμόζουν διαφανείς και μη μεροληπτικούς, βάσει αντικειμενικών κριτήριων, κανόνες, οι οποίοι διέπουν την πρόσβαση στα συστήματά τους,
ζ) διαθέτουν μηχανισμούς για το σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που μπορεί να έχει για τη λειτουργία του ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ή για τα μέλη ή τους συμμετέχοντες και χρήστες του, κάθε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ, αφενός μεν του ΠΜΔ, του ΜΟΔ, των ιδιοκτητών τους ή της Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, αφετέρου δε της ορθής λειτουργίας του ΠΜΔ ή ΜΟΔ,
η) διαθέτουν όλα τα απαραίτητα αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις προκειμένου να συμμορφώνονται με τα άρθρα 48 και 49,
θ) ενημερώνουν με σαφήνεια τα μέλη τους ή τους συμμετέχοντες για τις αντίστοιχες ευθύνες τους όσον αφορά το διακανονισμό των συναλλαγών που εκτελούνται εντός του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ,
ι) διαθέτουν τους απαραίτητους μηχανισμούς για τη διευκόλυνση του αποτελεσματικού διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στο πλαίσιο των συστημάτων του ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
Ο ΠΜΔ και ο ΜΟΔ έχουν τουλάχιστον τρία (3) ουσιωδώς ενεργά μέλη ή χρήστες, καθένας από τους οποίους έχει τη δυνατότητα να αλληλεπιδρά με όλους τους υπόλοιπους όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών.

2. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε πιστωτικό ίδρυμα εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Το πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεσή του να λειτουργεί ΠΜΔ ή ΜΟΔ ταυτόχρονα με την υποβολή σχετικής αίτησης στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώνει τη συνδρομή των προϋποθέσεων των περιπτώσεων α΄ έως η΄ της παραγράφου 1 και ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος.

3. Εάν κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά αποτελεί επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη της, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση ως προς την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών σχετικών με τον ΠΜΔ ή τον ΜΟΔ.

4. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ συμμορφώνονται αμέσως με κάθε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 67, για την αναστολή της διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου.

5. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λεπτομερή περιγραφή της λειτουργίας του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, περιλαμβανομένων με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθρου 20, κάθε είδους δεσμού με ή συμμετοχής από ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ ή συστηματικό εσωτερικοποιητή που ανήκει στην ίδια Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή διαχειριστή αγοράς, καθώς και κατάλογο των μελών, των συμμετεχόντων και των χρηστών τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον πρόκειται για πιστωτικά ιδρύματα, διαθέτουν, μετά από σχετικό αίτημα, τις πληροφορίες αυτές στην ΕΑΚΑΑ. Κάθε χορήγηση άδειας λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή διαχειριστή της αγοράς γνωστοποιείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην ΕΑΚΑΑ.

6. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ, καθώς και οι υποχρεώσεις του άρθρου αυτού που οφείλουν να τηρούν οι Α.Ε.Π.Ε.Υ., τα πιστωτικά ιδρύματα και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ, επιπροσθέτως της εκπλήρωσης των απαιτήσεων των άρθρων 16 και 18, θεσπίζουν και εφαρμόζουν διαφανείς κανόνες, οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια για την εκτέλεση εντολών στο σύστημα.

2. Οι κανόνες που προβλέπονται στην περίπτωση στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 18 και διέπουν την πρόσβαση σε ΠΜΔ πρέπει να είναι συμβατοί με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 53.

3. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ οφείλουν:
α) να έχουν κατάλληλους μηχανισμούς για τη διαχείριση των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένοι, κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών για τη λειτουργία τους κινδύνων και να λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων,
β) να έχουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής και έγκαιρης οριστικοποίησης των συναλλαγών που εκτελούνται στο πλαίσιο των συστημάτων τους, και
γ) να διαθέτουν, κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας τους και σε διαρκή βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας τους, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στην αγορά, καθώς και του εύρους και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένοι.

4. Τα άρθρα 24 και 25, οι παράγραφοι 1, 2 και 4 έως 8 του άρθρου 27 και το άρθρο 28 δεν έχουν εφαρμογή στις συναλλαγές που συνάπτονται βάσει των κανόνων που διέπουν έναν ΠΜΔ, μεταξύ των μελών του ΠΜΔ ή των συμμετεχόντων σε αυτόν, ή μεταξύ του ΠΜΔ και των μελών του ή των συμμετεχόντων σε αυτόν σε σχέση με τη χρήση του. Τα μέλη ενός ΠΜΔ ή οι συμμετέχοντες σε αυτόν συμμορφώνονται προς τις προβλεπόμενες στα άρθρα 24, 25, 27 και 28 υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λογαριασμό των πελατών τους, εκτελούν εντολές τους μέσω των συστημάτων ενός ΠΜΔ.

5. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ δεν επιτρέπεται να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό (matched principal trading).

1. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. και ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ διαθέτουν μηχανισμούς που αποτρέπουν την εκτέλεση εντολών πελατών σε ένα ΜΟΔ έναντι των ιδίων κεφαλαίων της Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ ή οποιασδήποτε οντότητας αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου ή νομικού προσώπου με την Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή τον διαχειριστή αγοράς.

2. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ επιτρέπεται να διενεργεί αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε ομόλογα, δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και ορισμένα παράγωγα μόνο εφόσον ο πελάτης έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για τη διαδικασία.
Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ δεν επιτρέπεται για την εκτέλεση εντολών πελατών στο πλαίσιο του ΜΟΔ να διενεργεί αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό επί παραγώγων που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων η οποία υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012.
Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ διαθέτει μηχανισμούς που διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τον ορισμό της αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό, σύμφωνα με την περίπτωση 38 του άρθρου 4.

3. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ επιτρέπεται να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, εκτός της διενέργειας αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό, μόνο όσον αφορά κρατικούς/χρεωστικούς τίτλους για τους οποίους δεν υπάρχει ρευστή αγορά.

4. Η λειτουργία ΜΟΔ και συστηματικού εσωτερικοποιητή εντός της ίδιας νομικής οντότητας δεν επιτρέπεται. Ένας ΜΟΔ δεν επιτρέπεται να συνδέεται με συστηματικό εσωτερικοποιητή κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ των εντολών στον ΜΟΔ και των εντολών ή των προσφορών στο συστηματικό εσωτερικοποιητή. Ένας ΜΟΔ δεν επιτρέπεται να συνδέεται με άλλον ΜΟΔ κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ εντολών σε διαφορετικούς ΜΟΔ.

5. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ μπορεί να αναθέτει σε άλλη επιχείρηση επενδύσεων την παροχή ειδικής διαπραγμάτευσης στον ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση επενδύσεων δεν θεωρείται ότι παρέχει ειδική διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση εάν έχει στενούς δεσμούς με την Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή τον διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ.

6. Η εκτέλεση εντολών σε ΜΟΔ διεξάγεται με άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Ειδικότερα, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ ασκεί διακριτική ευχέρεια μόνο σε μία ή σε δύο από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν αποφασίζει την εισαγωγή ή ανάκληση εντολής στον ΜΟΔ που διαχειρίζεται, ή
β) όταν αποφασίζει να μην ταυτίσει συγκεκριμένη εντολή πελάτη με άλλες εντολές που είναι διαθέσιμες στα συστήματα σε δεδομένη στιγμή, με την προϋπόθεση ότι συμμορφώνεται με συγκεκριμένες οδηγίες που έχει λάβει από τον πελάτη και με τις υποχρεώσεις του άρθρου 27.
Για το σύστημα που διασταυρώνει εντολές πελατών, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ μπορεί να αποφασίζει εάν, πότε και τμήμα δύο ή περισσότερων εντολών επιθυμεί να ταυτίσει εντός του συστήματος, σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 4 και 5 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, για σύστημα που διευθετεί συναλλαγές σε μη μετοχικές αξίες, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ μπορεί να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση μεταξύ πελατών προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση δύο ή περισσοτέρων δυνητικά συμβατών συναλλακτικών συμφερόντων σε μια συναλλαγή.
Η υποχρέωση αυτή τελεί υπό την επιφύλαξη των άρθρων 18 και 27.

7. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί, είτε όταν μια Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή ένας διαχειριστής αγοράς ζητεί άδεια για τη λειτουργία ΜΟΔ είτε, κατά περίπτωση, λεπτομερή περιγραφή των λόγων για τους οποίους το σύστημα δεν αντιστοιχεί σε και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή συστηματικός εσωτερικοποιητής, καθώς και λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο θα ασκείται η διακριτική ευχέρεια, και ιδίως πότε μια εντολή στον ΜΟΔ μπορεί να ανακληθεί και πότε και με ποιόν τρόπο δύο ή περισσότερες εντολές πελατών θα ταυτίζονται στο πλαίσιο του ΜΟΔ. Επιπλέον, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή ο διαχειριστής αγοράς ενός ΜΟΔ παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διενεργεί αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τις αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό που διενεργούνται από την Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή τον διαχειριστή αγοράς ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούται ο ορισμός της αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό και ότι η κατάρτισή τους δεν προκαλεί συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή του διαχειριστή αγοράς και των πελατών τους.

8. Τα άρθρα 24, 25, 27 και 28 εφαρμόζονται στις συναλλαγές που συνάπτονται σε έναν ΜΟΔ.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. που έχουν αδειοδοτηθεί στην Ελλάδα συμμορφώνονται σε διαρκή βάση με τους όρους που τίθενται στο Κεφάλαιο I για τη χορήγηση της αρχικής άδειας.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει κατά πόσον οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. συμμορφώνονται με την κατά την παράγραφο 1 υποχρέωσή τους με βάση κατάλληλες μεθόδους που καταρτίζει και απαιτεί από τις Α.Ε.Π.Ε.Υ. να της γνωστοποιούν κάθε ουσιώδη μεταβολή στους όρους χορήγησης της αρχικής άδειας.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τις δραστηριότητες των Α.Ε.Π.Ε.Υ. προκειμένου να αξιολογεί τη συμμόρφωσή τους με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον παρόντα νόμο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε στοιχείο ή έγγραφο απαιτείται ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να αξιολογεί τη συμμόρφωση των Α.Ε.Π.Ε.Υ. με αυτές τις υποχρεώσεις.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για τον εντοπισμό και την πρόληψη ή τη διαχείριση των καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών, περιλαμβανομένων των διευθυντικών στελεχών, των υπαλλήλων τους, των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους και κάθε προσώπου που συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με την Α.Ε.Π.Ε.Υ. με σχέση ελέγχου και των πελατών τους, ή μεταξύ δύο πελατών τους, κατά την παροχή οποιασδήποτε επενδυτικής και παρεπόμενης υπηρεσίας ή συνδυασμού αυτών των υπηρεσιών, περιλαμβανομένων αυτών που οφείλονται στη λήψη αντιπαροχών από τρίτους ή στην πολιτική αποδοχών της Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή παροχής κινήτρων.

2. Αν οι οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις που, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 16 εφαρμόζει η Α.Ε.Π.Ε.Υ. για να προληφθούν οι αρνητικές συνέπειες των συγκρούσεων συμφερόντων στα συμφέροντα του πελάτη της, δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί με εύλογη βεβαιότητα η αποτροπή του κινδύνου βλάβης των συμφερόντων των πελατών, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. γνωστοποιεί με σαφήνεια στον πελάτη τη γενική φύση ή τις πηγές των συγκρούσεων συμφερόντων και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τον περιορισμό τους, προτού αναλάβει να ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό του.

3. Η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2:
α) πραγματοποιείται σε σταθερό μέσο και
β) περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά του πελάτη, ώστε να μπορεί ο πελάτης να λάβει εμπεριστατωμένη απόφαση για την υπηρεσία στο πλαίσιο της οποίας ανακύπτει η σύγκρουση συμφερόντων.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό κατά την παροχή επενδυτικών ή, κατά περίπτωση, παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ιδίως να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 25.

2. Α.Ε.Π.Ε.Υ. που δημιουργούν χρηματοπιστωτικά μέσα προς πώληση σε πελάτες διασφαλίζουν ότι αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας προσδιορισμένης αγοράς-στόχου τελικών πελατών εντός της αντίστοιχης κατηγορίας πελατών, ότι η στρατηγική για τη διάθεση των χρηματοπιστωτικών μέσων είναι κατάλληλη για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο και ότι η Α.Ε.Π.Ε.Υ. λαμβάνει εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα διατίθενται στην προσδιορισμένη αγορά-στόχο.
Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. κατανοούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσφέρουν ή συνιστούν, αξιολογούν τη συμβατότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων με τις ανάγκες των πελατών, στους οποίους παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, λαμβάνοντας υπόψη και την αναφερόμενη στην παράγραφο 3 του άρθρου 16 προσδιορισμένη αγοράστόχο τελικών πελατών και εξασφαλίζουν ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα προσφέρονται ή συνιστώνται, μόνο όταν αυτό είναι προς το συμφέρον του πελάτη.

3. Όλες οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνονται από Α.Ε.Π.Ε.Υ. σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να είναι δυνατό να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες.

4. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. παρέχει στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες εγκαίρως κατάλληλη πληροφόρηση σχετικά με την ίδια και τις υπηρεσίες της, τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, τους τόπους εκτέλεσης και το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει τα εξής:
α) κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. πρέπει, εγκαίρως πριν από την παροχή των επενδυτικών συμβουλών, να ενημερώνει τον πελάτη για τα ακόλουθα:
αα) αν οι συμβουλές παρέχονται σε ανεξάρτητη βάση ή όχι,
ββ) αν οι συμβουλές βασίζονται σε ευρεία ή πιο περιορισμένη ανάλυση των διαφόρων ειδών χρηματοπιστωτικών μέσων και, ιδίως, αν το εύρος αυτό περιορίζεται στα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται ή διατίθενται από οντότητες που έχουν στενούς δεσμούς με την Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή οποιεσδήποτε άλλες νομικές ή οικονομικές σχέσεις, όπως συμβατικές σχέσεις, που είναι τόσο στενές, ώστε να θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των παρεχομένων συμβουλών,
γγ) αν η Α.Ε.Π.Ε.Υ. διαθέτει στον πελάτη περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων που προτείνονται στον πελάτη,
β) οι πληροφορίες για τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές περιλαμβάνουν κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση συγκεκριμένων επενδυτικών στρατηγικών και αναφορά για το αν το χρηματοπιστωτικό μέσο απευθύνεται σε ιδιώτες ή επαγγελματίες πελάτες, λαμβανομένης υπόψη της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου, σύμφωνα με την παράγραφο 2,
γ) η πληροφόρηση για όλα τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις περιλαμβάνει πληροφορίες σχετιζόμενες τόσο με τις επενδυτικές όσο και με τις παρεπόμενες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του κόστους που σχετίζεται με την παροχή των συμβουλευτικών υπηρεσιών, κατά περίπτωση, του κόστους του χρηματοπιστωτικού μέσου που συνιστάται ή διαφημίζεται στον πελάτη και των δυνατών τρόπων πληρωμής του από τον πελάτη, περιλαμβανομένων επίσης όλων των πληρωμών προς τρίτους.
Οι πληροφορίες σχετικά με όλα τα κόστη και τις επιβαρύνσεις, περιλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με την επενδυτική υπηρεσία και το χρηματοπιστωτικό μέσο, που δεν οφείλονται στην επέλευση υποκείμενου κινδύνου της αγοράς, παρέχονται συγκεντρωτικά για να επιτρέψουν στον πελάτη να κατανοήσει το συνολικό κόστος, καθώς και το αθροιστικό αποτέλεσμά του στην απόδοση της επένδυσης και αν το ζητήσει ο πελάτης, συνοδεύονται από αναλυτική καταγραφή του κόστους. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, οι πληροφορίες αυτές διατίθενται στον πελάτη σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετήσια, καθ’ όλη τη διάρκεια της επένδυσης.

5. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 9 παρέχονται σε κατανοητή μορφή κατά τρόπο, ώστε οι πελάτες ή οι δυνητικοί πελάτες να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της επενδυτικής υπηρεσίας και του συγκεκριμένου είδους του προσφερόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και, ως εκ τούτου, να λαμβάνουν ενημερωμένοι επενδυτικές αποφάσεις. Οι πληροφορίες αυτές είναι δυνατόν να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή.

6. Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη, όσον αφορά στις απαιτήσεις πληροφόρησης, η εν λόγω υπηρεσία δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται με τις παραγράφους 3, 4 και 5.

7. Όταν η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ενημερώνει τον πελάτη ότι παρέχονται επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση, η Α.Ε.Π.Ε.Υ.:
α) αξιολογεί ένα επαρκώς ευρύ φάσμα διαθέσιμων στην αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων, τα οποία πρέπει να είναι επαρκώς διαφοροποιημένα ως προς το είδος και τους εκδότες τους ή τους παρόχους των προϊόντων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι επενδυτικοί στόχοι του πελάτη μπορεί να επιτευχθούν με κατάλληλο τρόπο και δεν πρέπει να περιορίζονται στα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται ή παρέχονται από:
αα) την ίδια την Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή από οντότητες που συνδέονται με στενούς δεσμούς με την Α.Ε.Π.Ε.Υ., ή
ββ) άλλες οντότητες, με τις οποίες η Α.Ε.Π.Ε.Υ. έχει τόσο στενές νομικές ή οικονομικές σχέσεις, όπως συμβατικές σχέσεις, ώστε να θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των παρεχόμενων συμβουλών,
β) δεν αποδέχεται και δεν παρακρατεί αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες.
Ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορεί να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης, ώστε να μην είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι εμποδίζουν τη συμμόρφωση της Α.Ε.Π.Ε.Υ. με την υποχρέωσή της να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς και εξαιρούνται από την παρούσα περίπτωση.

8. Κατά την παροχή της υπηρεσίας της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. δεν αποδέχεται ούτε παρακρατεί αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο μέρος ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου μέρους σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες. Ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορεί να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης, ώστε να μην είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι εμποδίζουν τη συμμόρφωση της Α.Ε.Π.Ε.Υ. με την υποχρέωσή της να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς και εξαιρούνται από την παρούσα παράγραφο.

9. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με το άρθρο 23 ή την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, όταν καταβάλουν ή εισπράττουν οποιαδήποτε αμοιβή ή προμήθεια ή παρέχουν ή λαμβάνουν οποιοδήποτε μη χρηματικό όφελος σε σχέση με την παροχή επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας προς ή από οποιοδήποτε μέρος πλην του πελάτη ή προσώπου ενεργούντος για λογαριασμό του πελάτη, εκτός αν η πληρωμή ή το όφελος:
α) έχει σχεδιαστεί για τη βελτίωση της ποιότητας της υπηρεσίας προς τον πελάτη και
β) δεν εμποδίζει τη συμμόρφωση της Α.Ε.Π.Ε.Υ. με την υποχρέωσή της να ενεργεί με τρόπο έντιμο, αμερόληπτο και επαγγελματικό, σύμφωνα με τα συμφέροντα των πελατών της.
Η ύπαρξη, η φύση και το ποσό της αμοιβής ή της προμήθειας που καταβάλλεται ή εισπράττεται ή του οφέλους που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ή, αν το ποσό δεν μπορεί να προσδιοριστεί, η μέθοδος υπολογισμού του, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς στον πελάτη, με περιεκτικό, ακριβή και κατανοητό τρόπο, πριν από την παροχή της σχετικής επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας. Αν συντρέχει περίπτωση, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ενημερώνει επίσης τον πελάτη σχετικά με τους μηχανισμούς για την απόδοση στον πελάτη της αμοιβής, της προμήθειας ή του χρηματικού ή μη χρηματικού οφέλους που η Α.Ε.Π.Ε.Υ. έχει λάβει σε σχέση με την παροχή της επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας.
Οι αμοιβές ή οι προμήθειες που καταβάλλονται ή εισπράττονται ή το όφελος, που επιτρέπουν ή είναι αναγκαία για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, όπως έξοδα θεματοφυλακής, έξοδα συναλλαγών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, τα θεσμοθετημένα τέλη ή αμοιβές νομικής φύσης και τα οποία δεν μπορεί από τη φύση τους να οδηγήσουν σε σύγκρουση με την υποχρέωση της Α.Ε.Π.Ε.Υ. να ενεργεί με έντιμο, αμερόληπτο και επαγγελματικό τρόπο προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών της, δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο.

10. Α.Ε.Π.Ε.Υ. που παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε πελάτες, διασφαλίζει ότι δεν ανταμείβει ούτε αξιολογεί την απόδοση του προσωπικού της κατά τρόπο που έρχεται σε σύγκρουση με την υποχρέωσή της να ενεργεί προς το συμφέρον των πελατών της. Ιδίως, δεν υιοθετεί πολιτικές αμοιβών, στόχων πωλήσεων ή άλλης μορφής, που θα αποτελούσαν κίνητρο για το προσωπικό της να συστήσει ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο σε ιδιώτη πελάτη, ενώ η Α.Ε.Π.Ε.Υ. θα μπορούσε να προσφέρει διαφορετικό χρηματοπιστωτικό μέσο, το οποίο θα ικανοποιούσε καλύτερα τις ανάγκες του πελάτη.

11. Αν μια επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται μαζί με άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως όρος για την ίδια συμφωνία ή πακέτο, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ενημερώνει τον πελάτη για το αν υπάρχει ή όχι δυνατότητα αγοράς των επιμέρους στοιχείων του πακέτου ξεχωριστά και παρέχει χωριστή τεκμηρίωση για το κόστος και τις επιβαρύνσεις κάθε στοιχείου.
Όταν οι κίνδυνοι που απορρέουν από μια τέτοια συμφωνία ή πακέτο που προσφέρεται σε ιδιώτη πελάτη είναι πιθανόν να διαφέρουν από τους κινδύνους που σχετίζονται με κάθε στοιχείο χωριστά, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. παρέχει επαρκή περιγραφή των επιμέρους στοιχείων της συμφωνίας ή του πακέτου και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδρασή τους μεταβάλλει τους κινδύνους.

12. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις στις Α.Ε.Π.Ε.Υ., σε σχέση με θέματα που καλύπτονται από το παρόν άρθρο. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να μπορεί να αιτιολογηθούν αντικειμενικά και να είναι αναλογικές, με στόχο να αντιμετωπίζονται ορισμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς. Οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο τα δικαιώματα των Α.Ε.Π.Ε.Υ., όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 34 και 35.

13. Mε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγία (ΕΕ) 2017/593 της Επιτροπής.

1. Με την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 93 οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. διασφαλίζουν και, όταν τους ζητηθεί, αποδεικνύουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή πληροφόρηση σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα, επενδυτικές υπηρεσίες ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες για λογαριασμό των Α.Ε.Π.Ε.Υ., διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 24 και του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθορίζει και δημοσιεύει τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των γνώσεων και των ικανοτήτων λαμβάνοντας υπόψη και τις κατευθυντήριες οδηγίες που εκδίδονται από την ΕΑΚΑΑ.

2. Όταν οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα σε σχέση με το συγκεκριμένο τύπο προϊόντος ή υπηρεσίας, σχετικά με τη χρηματοοικονομική του κατάσταση, περιλαμβανομένης της δυνατότητάς του να υποστεί ζημίες, καθώς και σχετικά με τους επενδυτικούς στόχους του, περιλαμβανομένου του επιπέδου ανοχής κινδύνου, ώστε να μπορούν οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. να του συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή του και, ιδίως, είναι, σύμφωνα με το επίπεδο ανοχής κινδύνου και τη δυνατότητά του να υποστεί ζημίες.
Όταν οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. παρέχουν επενδυτικές συμβουλές, στο πλαίσιο των οποίων συστήνουν πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων, σύμφωνα με την παράγραφο 11 του άρθρου 24, το συνολικό πακέτο πρέπει να είναι κατάλληλο για τον πελάτη.

3. Όταν οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες πλην των μνημονευόμενων στην παράγραφο 2, ζητούν από τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με το συγκεκριμένο τύπο του προσφερόμενου ή ζητούμενου προϊόντος ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. να εκτιμήσουν κατά πόσο η σκοπούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προϊόν ενδείκνυται για τον πελάτη. Όταν πρόκειται για πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων, σύμφωνα με την παράγραφο 11 του άρθρου 24, στην αξιολόγηση εξετάζεται κατά πόσο το συνολικό πακέτο είναι ενδεδειγμένο για τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη.
Αν οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το προϊόν ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη, τον προειδοποιούν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
Αν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο, πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. τον προειδοποιούν ότι δεν είναι σε θέση να κρίνουν κατά πόσον η σκοπούμενη επενδυτική υπηρεσία ή προϊόν είναι ενδεδειγμένα για αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.

4. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ., όταν παρέχουν στους πελάτες τους επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση ή στη λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες, πλην της χορήγησης δανείων ή πιστώσεων, όπως ορίζεται στο σημείο 2 του Τμήματος Β΄ του Παραρτήματος I, που δεν περιλαμβάνονται σε υφιστάμενα πιστωτικά όρια δανείων, τρεχούμενων λογαριασμών και πιστωτικών διευκολύνσεων πελατών, μπορεί να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες ούτε να έχουν καταλήξει στην κρίση που προβλέπεται στην παράγραφο 3, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Οι υπηρεσίες αφορούν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα:
αα) μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας ή σε ΠΜΔ, εφόσον πρόκειται για μετοχές εταιρειών, με την εξαίρεση των μετοχών οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που δεν είναι ΟΣΕΚΑ και μετοχών, οι οποίες ενσωματώνουν παράγωγα,
ββ) ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας ή σε ΠΜΔ, με την εξαίρεση εκείνων που ενσωματώνουν παράγωγα ή έχουν δομές που καθιστούν την κατανόηση του συναφούς κινδύνου δύσκολη για τον πελάτη,
γγ) μέσα χρηματαγοράς, με την εξαίρεση εκείνων που ενσωματώνουν παράγωγα ή έχουν δομές που καθιστούν την κατανόηση του συναφούς κινδύνου δύσκολη για τον πελάτη,
δδ) μετοχές ή μερίδια ΟΣΕΚΑ, με την εξαίρεση των δομημένων ΟΣΕΚΑ που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 36 του Κανονισμού (ΕΕ) 583/2010 (176/10.7.2010),
εε) δομημένες καταθέσεις, με την εξαίρεση εκείνων που έχουν δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του κινδύνου ως προς την απόδοση ή το κόστος της εξόδου από το προϊόν πριν από τη λήξη του,
στστ) άλλα μη πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά μέσα για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου.
Για τους σκοπούς της περίπτωσης α΄, μια αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά, αν έχει εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετική απόφαση ισοδυναμίας υπό τις προϋποθέσεις και, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στo τρίτο και τέταρτο εδάφιο του στοιχείου α΄ της παρ. 4 του άρθρου 25 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον θεωρεί σχετικά με μια αγορά τρίτης χώρας ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο αυτής της τρίτης χώρας πρέπει να θεωρηθεί ισοδύναμο, μπορεί να υποβάλει αίτηση προς την Επιτροπή για την έκδοση από την τελευταία απόφασης ισοδυναμίας, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης της παρ. 2 του άρθρου 89α της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναφέρει στην αίτησή της τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο της σχετικής τρίτης χώρας πρέπει να θεωρηθεί ισοδύναμο και παρέχει σχετικές πληροφορίες προς το σκοπό αυτόν.
Ένα τέτοιο νομικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτης χώρας μπορεί να θεωρείται ισοδύναμο, εφόσον πληροί τουλάχιστον τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
ααα) οι αγορές υπόκεινται σε αδειοδότηση και σε συνεχή αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή της τήρησης των υποχρεώσεων,
βββ) οι αγορές διαθέτουν σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση, ούτως ώστε αυτές οι κινητές αξίες να αποτελούν αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης και να είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες,
γγγ) οι εκδότες κινητών αξιών υπόκεινται σε υποχρεώσεις περιοδικής και διαρκούς πληροφόρησης, εξασφαλίζοντας υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών, και
δδδ) διασφαλίζονται η διαφάνεια και η ακεραιότητα της αγοράς με την πρόληψη της κατάχρησης της αγοράς υπό τη μορφή πράξεων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς.
β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη.
γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας η Α.Ε.Π.Ε.Υ. δεν υποχρεούται να αξιολογήσει την καταλληλότητα του προσφερόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή της παρεχόμενης υπηρεσίας και ότι επομένως ο ίδιος δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία που παρέχουν οι σχετικοί κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
δ) Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 23 υποχρεώσεις της.

5. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. τηρεί αρχείο με τα έγγραφα που καταρτίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του πελάτη και της Α.Ε.Π.Ε.Υ., τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους η Α.Ε.Π.Ε.Υ. παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορεί να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα.

6. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. παρέχει στον πελάτη επαρκή ενημέρωση, σε σταθερό μέσο, σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει περιοδικές αναφορές προς τον πελάτη, ανάλογα με τον τύπο και την πολυπλοκότητα των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων και τη φύση της υπηρεσίας που παρέχεται στον πελάτη και συμπεριλαμβάνει, όπου συντρέχει περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών που διενεργούνται και των υπηρεσιών που παρέχονται για λογαριασμό του.
Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών η Α.Ε.Π.Ε.Υ., πριν από την κατάρτιση της συναλλαγής, παρέχει σε σταθερό μέσο στον πελάτη δήλωση καταλληλότητας, με την οποία προσδιορίζονται οι παρασχεθείσες συμβουλές και ο τρόπος με τον οποίο αυτές ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις, τους στόχους και τα λοιπά χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.
Αν η συμφωνία για αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου έχει συναφθεί με χρήση μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως, που δεν επιτρέπει την εκ των προτέρων παράδοση της δήλωσης καταλληλότητας, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. παρέχει την έγγραφη δήλωση καταλληλότητας σε σταθερό μέσο, αμέσως μόλις ο πελάτης δεσμευτεί με οποιαδήποτε συμφωνία, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) ο πελάτης έχει συγκατατεθεί να παραλάβει τη δήλωση καταλληλότητας, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής και
β) η Α.Ε.Π.Ε.Υ. έχει προσφέρει στον πελάτη τη δυνατότητα να καθυστερήσει τη συναλλαγή, προκειμένου να λάβει προηγουμένως τη δήλωση καταλληλότητας.
Όταν η Α.Ε.Π.Ε.Υ. παρέχει υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή έχει ενημερώσει τον πελάτη ότι θα πραγματοποιεί περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας, η περιοδική ενημέρωση περιέχει επικαιροποιημένη δήλωση σχετικά με τον τρόπο, με τον οποίο η επένδυση ανταποκρίνεται στις προτιμήσεις, τους στόχους και τα λοιπά χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.

7. Αν μια σύμβαση πίστωσης για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, η οποία υπάγεται στις διατάξεις σχετικά με την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας καταναλωτών που προβλέπεται στο ν. 4438/2016 (Α΄ 220), έχει ως προϋπόθεση την παροχή στον ίδιο καταναλωτή μιας επενδυτικής υπηρεσίας σε σχέση με ενυπόθηκες ομολογίες που εκδίδονται ειδικά για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της εν λόγω σύμβασης πίστωσης και έχουν τους ίδιους όρους με αυτήν η οποία σχετίζεται με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, προκειμένου το δάνειο να είναι πληρωτέο, να αναχρηματοδοτείται ή να εξοφλείται, η παροχή της υπηρεσίας αυτής δεν υπόκειται στις επιβαλλόμενες με το παρόν άρθρο υποχρεώσεις.

1. Α.Ε.Π.Ε.Υ. που λαμβάνει μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων οδηγίες για την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών για λογαριασμό ενός πελάτη μπορεί να βασίζεται στις σχετικές με τον πελάτη πληροφορίες που τις γνωστοποιεί η τελευταία αυτή επιχείρηση επενδύσεων. Η επιχείρηση επενδύσεων, μέσω της οποίας παρέχονται οι οδηγίες, παραμένει υπεύθυνη για την πληρότητα και την ακρίβεια των διαβιβαζόμενων πληροφοριών.

2. Α.Ε.Π.Ε.Υ. που λαμβάνει οδηγίες για την παροχή υπηρεσιών για λογαριασμό πελάτη μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων, μπορεί να βασίζεται σε οποιεσδήποτε συστάσεις έχουν δοθεί στον πελάτη από την άλλη αυτή επιχείρηση επενδύσεων σχετικά με την υπηρεσία ή τη συναλλαγή. Η επιχείρηση επενδύσεων, μέσω της οποίας παρέχονται οι οδηγίες, παραμένει υπεύθυνη για την καταλληλότητα των παρεχόμενων συστάσεων ή συμβουλών για τον συγκεκριμένο πελάτη.

3. Α.Ε.Π.Ε.Υ. που λαμβάνει οδηγίες ή εντολές πελάτη μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων παραμένει υπεύθυνη για την παροχή της υπηρεσίας ή την ολοκλήρωση της συναλλαγής, βάσει αυτών των πληροφοριών ή συστάσεων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος τίτλου.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. λαμβάνουν επαρκή μέτρα, ώστε να επιτυγχάνουν, κατά την εκτέλεση εντολών, το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον πελάτη, λαμβάνοντας υπόψη την τιμή, το κόστος, την ταχύτητα, την πιθανότητα εκτέλεσης και διακανονισμού, τον όγκο, τη φύση και οποιονδήποτε άλλο παράγοντα που σχετίζεται με την εκτέλεση της εντολής. Όταν ο πελάτης έχει δώσει συγκεκριμένες οδηγίες, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. εκτελεί την εντολή, σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες.
Όταν Α.Ε.Π.Ε.Υ. εκτελεί εντολή για λογαριασμό ιδιώτη πελάτη, το βέλτιστο αποτέλεσμα προσδιορίζεται με βάση το συνολικό τίμημα, το οποίο αντιστοιχεί στην τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου και στο κόστος που σχετίζεται με την εκτέλεση, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα έξοδα που βαρύνουν τον πελάτη και συνδέονται άμεσα με την εκτέλεση της εντολής, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών που εισπράττει ο τόπος εκτέλεσης, των εξόδων εκκαθάρισης και διακανονισμού και όλων των λοιπών αμοιβών που καταβάλλονται σε τρίτους που συμμετέχουν στην εκτέλεση της εντολής.
Για την επίτευξη του βέλτιστου αποτελέσματος, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, σε περίπτωση ανταγωνιστικών τόπων για την εκτέλεση μιας εντολής που αφορά χρηματοπιστωτικό μέσο, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. αξιολογεί και συγκρίνει τα αποτελέσματα που θα επιτυγχάνονταν για τον πελάτη με την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους τόπους εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών της Α.Ε.Π.Ε.Υ. και στους οποίους μπορεί να εκτελεστεί η σχετική εντολή, λαμβάνοντας κατά την αξιολόγηση αυτή υπόψη τις προμήθειες που εισπράττει η ίδια η Α.Ε.Π.Ε.Υ. και τα κόστη που βαρύνουν τον πελάτη για την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους επιλέξιμους τόπους εκτέλεσης.

2. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. δεν λαμβάνει οποιαδήποτε αμοιβή, έκπτωση ή μη χρηματικό όφελος για να κατευθύνει εντολές πελατών σε συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτέλεσης κατά παράβαση των υποχρεώσεων σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων ή τις αντιπαροχές, που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, στην παράγραφο 3 του άρθρου 16 και στα άρθρα 23 και 24.

3. Για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που υπόκεινται στη σχετική με την κατάρτιση συναλλαγών υποχρέωση των άρθρων 23 και 28 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, κάθε τόπος διαπραγμάτευσης και κάθε συστηματικός εσωτερικοποιητής και, για τα λοιπά χρηματοπιστωτικά μέσα, κάθε τόπος εκτέλεσης, διαθέτει στο κοινό, ατελώς, δεδομένα σχετικά με την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών που διενεργούνται στο συγκεκριμένο τόπο τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Μετά την εκτέλεση συναλλαγής για λογαριασμό πελάτη, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. πληροφορεί τον πελάτη σε ποιον τόπο εκτελέστηκε η εντολή. Οι περιοδικές εκθέσεις περιλαμβάνουν λεπτομέρειες σχετικά με την τιμή, τα κόστη, την ταχύτητα και την πιθανότητα εκτέλεσης μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών μέσων.

4. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. θεσπίζουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς, προκειμένου να συμμορφώνονται με την παράγραφο 1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. θεσπίζουν και εφαρμόζουν πολιτική εκτέλεσης εντολών που να τους επιτρέπει να επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τις εντολές των πελατών τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

5. Η πολιτική εκτέλεσης εντολών περιέχει, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, πληροφορίες σχετικά με τους διάφορους τόπους όπου η Α.Ε.Π.Ε.Υ. εκτελεί τις εντολές των πελατών της και τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή του τόπου εκτέλεσης. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τους τόπους εκείνους, οι οποίοι επιτρέπουν στην Α.Ε.Π.Ε.Υ. να επιτυγχάνει συστηματικά το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών.
Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. παρέχει στους πελάτες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί. Οι πληροφορίες επεξηγούν σαφώς, με επαρκείς λεπτομέρειες και με τρόπο εύκολα κατανοητό από τους πελάτες, τον τρόπο με τον οποίο η Α.Ε.Π.Ε.Υ. θα εκτελέσει τις εντολές για λογαριασμό του πελάτη. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. λαμβάνει εκ των προτέρων τη συναίνεση των πελατών της σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών.
Όταν η ακολουθούμενη πολιτική εκτέλεσης εντολών προβλέπει τη δυνατότητα εκτέλεσης εντολών πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ιδίως ενημερώνει τους πελάτες της σχετικά με τη δυνατότητα αυτή. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. λαμβάνει εκ των προτέρων τη ρητή συναίνεση των πελατών της, προτού προβεί στην εκτέλεση εντολών πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. μπορεί να λαμβάνει τη συναίνεση με τη μορφή γενικής συμφωνίας ή για συγκεκριμένες συναλλαγές.

6. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. που εκτελούν εντολές πελατών συνοψίζουν και δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης από άποψη όγκου συναλλαγών («trading volumes»), στους οποίους εκτέλεσαν εντολές πελατών κατά το προηγούμενο έτος, καθώς και στοιχεία για την ποιότητα εκτέλεσης που επιτεύχθηκε.

7. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. που εκτελούν εντολές πελατών παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών και της πολιτικής εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν, ώστε να εντοπίζουν και να διορθώνουν, όπου απαιτείται, τυχόν ελλείψεις. Ιδίως, οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. εξετάζουν σε τακτική βάση αν οι τόποι εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τον πελάτη και τροποποιούν αναλόγως τους μηχανισμούς εκτέλεσης εντολών που εφαρμόζουν, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. γνωστοποιούν στους πελάτες, με τους οποίους έχουν διαρκή πελατειακή σχέση, κάθε ουσιαστική αλλαγή των μηχανισμών και της πολιτικής εκτέλεσης εντολών που εφαρμόζουν.

8. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. είναι σε θέση να τεκμηριώσει στους πελάτες της, κατόπιν αιτήματός τους, ότι έχει εκτελέσει τις εντολές τους, σύμφωνα με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί, καθώς και να τεκμηριώσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατόπιν αιτήματός της, τη συμμόρφωσή της με το παρόν άρθρο.

1. Α.Ε.Π.Ε.Υ. που έχει λάβει άδεια να εκτελεί εντολές για λογαριασμό πελατών εφαρμόζει διαδικασίες και μηχανισμούς που διασφαλίζουν την έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση των εντολών πελατών σε σχέση με τις εντολές άλλων πελατών ή τις θέσεις διαπραγμάτευσης της ίδιας της Α.Ε.Π.Ε.Υ. και επιτρέπουν την εκτέλεση συγκρίσιμων κατά τα λοιπά εντολών πελατών με βάση το χρόνο λήψης τους από την Α.Ε.Π.Ε.Υ..

2. Σε περίπτωση οριακής εντολής πελάτη επί μετοχών που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, η οποία δεν εκτελείται αμέσως με τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς, η Α.Ε.Π.Ε.Υ., εκτός αν ο πελάτης δώσει ρητά άλλες οδηγίες, λαμβάνει μέτρα για να διευκολύνει την ταχύτερη δυνατή εκτέλεση της εντολής, ανακοινώνοντάς την αμέσως δημόσια με τρόπο ευπρόσιτο στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. εκπληρώνει την υποχρέωσή της αυτή διαβιβάζοντας την οριακή εντολή του πελάτη σε τόπο διαπραγμάτευσης. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αίρεται η υποχρέωση δημοσιοποίησης οριακής εντολής, η οποία είναι μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

1. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. μπορεί να ορίζει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, εφόσον αυτοί είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο της παραγράφου 4, και κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος προκειμένου για πιστωτικά ιδρύματα της Α.Ε.Π.Ε.Υ.. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι μπορούν να προβαίνουν σε προώθηση των υπηρεσιών της Α.Ε.Π.Ε.Υ., την οποία αντιπροσωπεύουν, σε προσέλκυση πελατείας ή σε λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών ή δυνητικών πελατών, σε τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων και σε παροχή συμβουλών σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις υπηρεσίες που προσφέρει η Α.Ε.Π.Ε.Υ..
Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι δεν επιτρέπεται να κατέχουν χρήματα ή χρηματοπιστωτικά μέσα για λογαριασμό πελατών.

2. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι ενεργούν για λογαριασμό μιας και μόνο Α.Ε.Π.Ε.Υ.. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ευθύνεται πλήρως και άνευ όρων για κάθε πράξη ή παράλειψη των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που έχει ορίσει, όταν αυτοί ενεργούν για λογαριασμό της.

3. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. διασφαλίζει ότι οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποί της γνωστοποιούν ότι ενεργούν ως συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι της συγκεκριμένης Α.Ε.Π.Ε.Υ., όποτε επικοινωνούν με πελάτη ή δυνητικό πελάτη ή προτού προωθήσουν ή παράσχουν σε αυτόν τις υπηρεσίες της παραγράφου 1. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ελέγχει τις δραστηριότητες των συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, ώστε να διασφαλίζει ότι εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τον παρόντα νόμο, όταν ενεργεί μέσω αυτών. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. που ορίζει συνδεδεμένους αντιπροσώπους λαμβάνει επαρκή μέτρα, ώστε να αποφεύγεται κάθε ενδεχόμενο δυσμενών επιπτώσεων των μη υποκείμενων, στον παρόντα νόμο, δραστηριοτήτων των συνδεδεμένων αντιπροσώπων στις δραστηριότητες που ασκούν αυτοί για λογαριασμό της Α.Ε.Π.Ε.Υ..

4. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι από την επιχείρηση επενδύσεων ή το πιστωτικό ίδρυμα που αντιπροσωπεύουν σε μητρώο συνδεδεμένων αντιπροσώπων που τηρείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελλάδος, αντίστοιχα. Το μητρώο αυτό επικαιροποιείται τακτικά και είναι ελεύθερα προσβάσιμο στο κοινό. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα που προτείνουν την εγγραφή συνδεδεμένου αντιπροσώπου στο μητρώο βεβαιώνουν ότι αυτός διαθέτει επαρκώς καλή φήμη και κατάλληλες γενικές, εμπορικές και επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες που του επιτρέπουν να παρέχει την επενδυτική υπηρεσία ή την παρεπόμενη υπηρεσία και να ανακοινώνουν με ακρίβεια στον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη κάθε χρήσιμη πληροφορία για την προτεινόμενη υπηρεσία.

5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, ανάλογα με την αρμοδιότητά τους, καθορίζονται οι προϋποθέσεις για την εγγραφή των συνδεδεμένων αντιπροσώπων στο μητρώο το οποίο τηρείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος, αντίστοιχα, καθώς και οι τεχνικές λεπτομέρειες για την τήρηση και ενημέρωση του μητρώου και την πρόσβαση του επενδυτικού κοινού σε αυτό. Με την ίδια απόφαση μπορεί να ορίζονται πρόσθετες απαιτήσεις για την οργάνωση και λειτουργία των Α.Ε.Π.Ε.Υ. και των πιστωτικών ιδρυμάτων, αντίστοιχα, που χρησιμοποιούν συνδεδεμένους αντιπροσώπους, καθώς και των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα σχετικά με τη λειτουργία των συνδεδεμένων αντιπροσώπων.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών ή να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό ή να λαμβάνουν και να διαβιβάζουν εντολές, πριν ή κατά τη διενέργεια συναλλαγών με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις του άρθρου 24, με εξαίρεση τις παραγράφους 4 και 5, του άρθρου 25 με εξαίρεση την παράγραφο 6, του άρθρου 27 και της παραγράφου 1 του άρθρου 28, όσον αφορά τις συναλλαγές αυτές ή οποιαδήποτε παρεπόμενη υπηρεσία άμεσα σχετιζόμενη με αυτές τις συναλλαγές.
Στις συναλλαγές τους με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό και επικοινωνούν με τρόπο που είναι ορθός, σαφής και μη παραπλανητικός, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επιλέξιμου αντισυμβαλλομένου και της επιχειρηματικής του δραστηριότητας.

2. Επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι είναι οι Α.Ε.Π.Ε.Υ., τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι ΟΣΕΚΑ και οι εταιρείες διαχείρισής τους, τα ταμεία συντάξεων και οι εταιρείες διαχείρισής τους, άλλοι οργανισμοί του χρηματοπιστωτικού τομέα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή ρυθμίζονται με βάση το δίκαιο της Ένωσης ή εθνικό δίκαιο κράτους-μέλους, οι εθνικές κυβερνήσεις και οι αντίστοιχες υπηρεσίες τους, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό επίπεδο, οι κεντρικές τράπεζες και οι υπερεθνικοί οργανισμοί.
Η κατηγοριοποίηση ως επιλέξιμου αντισυμβαλλομένου βάσει του πρώτου εδαφίου δεν θίγει το δικαίωμα των οντοτήτων αυτών να ζητήσουν να αντιμετωπιστούν, είτε γενικά είτε για συγκεκριμένες συναλλαγές, ως πελάτες των οποίων οι σχέσεις με την Α.Ε.Π.Ε.Υ. υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28.

3. Σε περίπτωση συναλλαγής στην οποία ο δυνητικός αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος-μέλος, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. αποδέχεται το καθεστώς του αντισυμβαλλομένου, όπως αυτό καθορίζεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εγκατάστασής του.

4. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ., πριν διενεργήσουν συναλλαγές της παραγράφου 1, λαμβάνουν από τον δυνητικό αντισυμβαλλόμενο ρητή επιβεβαίωση ότι δέχεται να αντιμετωπιστεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος. Η επιβεβαίωση αυτή λαμβάνεται είτε με μορφή γενικής συμφωνίας είτε για κάθε μεμονωμένη συναλλαγή.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ ορίζουν και διατηρούν ως προς τους συγκεκριμένους ΠΜΔ ή ΜΟΔ αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών, συμμετεχόντων ή χρηστών τους με τους κανόνες τους. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ παρακολουθούν τις εντολές που αποστέλλονται, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων και τις συναλλαγές που καταρτίζουν τα μέλη, οι συμμετέχοντες ή οι χρήστες τους μέσω των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζονται παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών, ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο και χρησιμοποιούν τους αναγκαίους πόρους ώστε να εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα αυτού του ελέγχου.

2. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για σημαντικές παραβάσεις των κανόνων τους, για συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή για ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014 ή για δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.
Όσον αφορά ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ειδοποιεί τις αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών-μελών και την ΕΑΚΑΑ, εφόσον είναι πεπεισμένη ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά.

3. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ διαβιβάζουν επίσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σε κάθε αρμόδια για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης της αγοράς αρχή βοηθώντας τες στη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς που διαπράττεται στα συστήματά τους ή μέσω αυτών.

1. Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 67, να απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση, οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ μπορούν να αναστείλουν τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψουν χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν πληροί πλέον τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, εκτός αν η αναστολή ή διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

2. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, όταν αναστέλλουν τη διαπραγμάτευση ή διαγράφουν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, αναστέλλουν τη διαπραγμάτευση ή διαγράφουν και τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Τμήματος Γ΄ του Παραρτήματος I, τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ δημοσιοποιούν την απόφαση αυτή σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου και κάθε σχετικού παραγώγου, και την κοινοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σε περίπτωση αναστολής διαπραγμάτευσης ή διαγραφής χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2, απαιτεί από τις ρυθμιζόμενες αγορές, άλλους ΠΜΔ ή ΜΟΔ και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που υπάγονται στην αρμοδιότητά της και όπου αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή παράγωγο κατά τα παραπάνω, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου όταν η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια πρόταση ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιεί και κοινοποιεί, αμέσως, στην Ε.Α.Κ.Α.Α. και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών την απόφαση αυτή.

4. Τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 εφαρμόζονται αντίστοιχα και από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν λαμβάνει κοινοποίηση από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών, σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, σύμφωνα με τις διατάξεις του πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 32 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν λάβει την κοινοποίηση του προηγούμενου εδαφίου, διαβιβάζει τη σχετική απόφασή της στην Ε.Α.Κ.Α.Α. και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίσει να μην προβεί σε αναστολή διαπραγμάτευσης ή διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, η κοινοποίηση συνοδεύεται και από την αντίστοιχη αιτιολογία.

5. Τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 έως 4 ισχύουν και όταν αίρεται η αναστολή της διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του Τμήματος Γ΄ του Παραρτήματος I΄ παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο.

6. Η διαδικασία κοινοποίησης των παραπάνω παραγράφων ισχύει επίσης στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή διαπραγμάτευσης ή διαγραφή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του Τμήματος Γ΄ του Παραρτήματος I΄ παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο λαμβάνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

1. Ο διαχειριστής ΠΜΔ μπορεί να υποβάλει στην αρμόδια, κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 18, αρχή αίτηση καταχώρισης του ΠΜΔ ως αγοράς ανάπτυξης ΜμΕ.

2. Η αρμόδια, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο αρχή μπορεί, με απόφασή της, να καταχωρίσει τον ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ, εφόσον κρίνει ότι ο ΠΜΔ πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 και έχει τηρηθεί η διαδικασία της παραγράφου 2 του άρθρου 18.

3. Ο ΠΜΔ διαθέτει αποτελεσματικούς κανόνες, συστήματα και διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι πληρούνται τα εξής:
α) τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) των εκδοτών των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα εντάσσονται προς διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ είναι ΜμΕ κατά τον χρόνο που ο ΠΜΔ καταχωρίζεται ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ και σε κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος,
β) ορίζονται κατάλληλα κριτήρια για την αρχική ένταξη σε διαπραγμάτευση και τη μετέπειτα παραμονή των χρηματοπιστωτικών μέσων των εκδοτών στην αγορά,
γ) κατά την αρχική ένταξη σε διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων στην αγορά, διατίθενται επαρκείς δημοσιευμένες πληροφορίες που να επιτρέπουν στους επενδυτές να λαμβάνουν απόφαση για το αν θα επενδύσουν ή όχι στα χρηματοπιστωτικά μέσα, είτε διατίθεται κατάλληλο πληροφοριακό δελτίο για την ένταξη σε διαπραγμάτευση είτε ενημερωτικό δελτίο, εφόσον ισχύουν οι απαιτήσεις του ν. 3401/2005 (Α΄257) σχετικά με τη δημόσια προσφορά που πραγματοποιείται σε συνδυασμό με την αρχική ένταξη του χρηματοπιστωτικού μέσου σε διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ,
δ) υπάρχει κατάλληλη διαρκής περιοδική χρηματοοικονομική πληροφόρηση από ή για λογαριασμό ενός εκδότη στην αγορά, όπως ιδίως, ελεγμένες ετήσιες εκθέσεις,
ε) οι εκδότες στην αγορά όπως ορίζονται στο σημείο 21 της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε εκδότη όπως ορίζονται στο σημείο 25 της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και οι έχοντες στενό δεσμό με αυτά όπως ορίζονται στο σημείο 26 της παρ. 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 596/2014, συμμορφώνονται με τις σχετικές απαιτήσεις που ισχύουν για αυτούς βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014,
στ) η προβλεπόμενη στο νομοθετικό πλαίσιο πληροφόρηση σχετικά με τους εκδότες στην αγορά αποθηκεύεται και διαχέεται στο κοινό,
ζ) υπάρχουν αποτελεσματικά συστήματα και έλεγχοι με στόχο την αποτροπή και τον εντοπισμό κατάχρησης αγοράς για τη συγκεκριμένη αγορά, όπως απαιτείται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014.

4. Τα κριτήρια της παραγράφου 3 δε θίγουν τη συμμόρφωση του διαχειριστή ΠΜΔ με άλλες υποχρεώσεις βάσει του παρόντος νόμου σχετικά με τη λειτουργία των ΠΜΔ. Ο διαχειριστής ΠΜΔ μπορεί να επιβάλει πρόσθετες υποχρεώσεις εκτός των καθοριζόμενων στην εν λόγω παράγραφο.

5. Η αρμόδια, σύμφωνα με την παράγραφο 1, αρχή μπορεί να διαγράψει από το μητρώο της έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 2 του άρθρου 18, σε οποιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:
α) ύστερα από αίτηση διαγραφής του διαχειριστή ΠΜΔ,
β) εφόσον δεν πληρούνται πλέον όσον αφορά τον ΠΜΔ οι απαιτήσεις της παραγράφου 3.

6. Αν η αρμόδια, σύμφωνα με την παράγραφο 1, αρχή καταχωρίσει ή διαγράψει έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜμΕ βάσει του παρόντος άρθρου, ενημερώνει όσο το δυνατόν συντομότερα την Ε.Α.Κ.Α.Α. σχετικά με την εν λόγω καταχώριση ή διαγραφή.

7. Το χρηματοπιστωτικό μέσο ενός εκδότη που έχει ενταχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορά ανάπτυξης ΜμΕ μπορεί να ενταχθεί προς διαπραγμάτευση και σε άλλη αγορά ανάπτυξης ΜμΕ μόνον εφόσον ο εκδότης έχει ενημερωθεί και δεν έχει φέρει αντίρρηση. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση ή την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση, ως προς την εν λόγω αγορά ΜμΕ.

Α. Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων σε άλλο κράτος-μέλος
1. Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με το ν. 4261/2014, μπορεί να παρέχει ελεύθερα επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, καθώς και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας τους. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.
2. Α.Ε.Π.Ε.Υ. που επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες ή να ασκήσει δραστηριότητες στο έδαφος άλλου κράτους-μέλους για πρώτη φορά ή να τροποποιήσει το φάσμα των υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που ήδη παρέχει με τον τρόπο αυτό, ανακοινώνει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:
α) το κράτος-μέλος στο οποίο προτίθεται να δραστηριοποιηθεί,
β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο δηλώνονται ιδίως οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που προτίθεται να παρέχει στο έδαφος του κράτους-μέλους υποδοχής και κατά πόσον προτίθεται να το πράξει μέσω της χρήσης συνδεδεμένων αντιπροσώπων, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα. Αν η Α.Ε.Π.Ε.Υ. σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων.
Αν η Α.Ε.Π.Ε.Υ. σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα στο έδαφος των κρατών-μελών στα οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί, μέσα σε ένα (1) μήνα από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που η Α.Ε.Π.Ε.Υ. σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο κράτος-μέλος υποδοχής.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήψη των πληροφοριών αυτών, τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Κατόπιν αυτού, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. μπορεί να αρχίσει να παρέχει την ή τις σχετικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο κράτος-μέλος υποδοχής.
4. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν, σύμφωνα με την παράγραφο 2, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. γνωστοποιεί γραπτώς τη μεταβολή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ένα (1) μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή αυτή. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής για τη μεταβολή.
5. Πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, καθώς επίσης παρεπόμενες υπηρεσίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1 μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων.
Αν το πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, στο έδαφος των κρατών μελών στα οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί μέσα σε ένα (1) μήνα από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που το πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για την παροχή υπηρεσιών στο κράτος μέλος υποδοχής.
6. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ., τα πιστωτικά ιδρύματα και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ και ΜΟΔ μετά την άδεια λειτουργίας που έλαβαν στην Ελλάδα, γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, το κράτος-μέλος στο οποίο προτίθενται να εγκαταστήσουν κατάλληλες υποδομές για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διαπραγμάτευση στις αγορές αυτές από εξ αποστάσεως χρήστες, μέλη ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του κράτους-μέλους υποδοχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, κοινοποιεί μέσα σε ένα (1) μήνα την πληροφορία αυτή στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους όπου πρόκειται να εγκατασταθούν οι υποδομές ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
H Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ύστερα από αίτηση της αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους υποδοχής του ΠΜΔ, την ταυτότητα των εξ αποστάσεως μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος-μέλος υποδοχής.

Β. Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων στην Ελλάδα
1. Κάθε επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους-μέλους, σύμφωνα με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, ή, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, μπορεί να παρέχει ελεύθερα επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, καθώς και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες στην Ελλάδα, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.
2. Αν η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για την παροχή στην Ελλάδα επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών, συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος-μέλος καταγωγής της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναρτά στην ιστοσελίδα της πληροφορίες για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων, αφού λάβει σχετική κοινοποίηση για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων.
3. Μετά τη διαβίβαση από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς του προγράμματος δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων και των λοιπών πληροφοριών της παραγράφου 2 του άρθρου 34 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να αρχίσει να παρέχει την ή τις σχετικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στην Ελλάδα.
4. Αν πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει, για την παροχή στην Ελλάδα επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών, συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος-μέλος καταγωγής του, η Τράπεζα της Ελλάδος αναρτά στην ιστοσελίδα της πληροφορίες για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων, αφού λάβει σχετική κοινοποίηση για την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος.
5. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς άλλων κρατών-μελών που διαχειρίζονται ΠΜΔ και ΜΟΔ επιτρέπεται να εγκαθιστούν στην Ελλάδα κατάλληλες υποδομές για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διαπραγμάτευση στις αγορές αυτές από εξ αποστάσεως χρήστες, μέλη ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.
6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, μπορεί να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων ή του διαχειριστή αγοράς, η οποία της έχει γνωστοποιήσει την εγκατάσταση υποδομών, σύμφωνα με την παράγραφο 5, να της γνωστοποιήσει την ταυτότητα των εξ αποστάσεως μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.

Α. Εγκατάσταση υποκαταστήματος σε άλλο κράτος- μέλος
1. Α.Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με το ν. 4261/2014, μπορούν να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες στο έδαφος άλλου κράτους-μέλους, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και το ν. 4261/2014 μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, και ειδικότερα είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος-μέλος, υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες και δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή στο πιστωτικό ίδρυμα. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.
2. Κάθε Α.Ε.Π.Ε.Υ. που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα στο έδαφος άλλου κράτους-μέλους ή να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος-μέλος στο οποίο δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα πρέπει πρώτα να το γνωστοποιήσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να της παράσχει τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τα κράτη-μέλη στο έδαφος των οποίων προτίθεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα ή τα κράτη μέλη στα οποία δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα αλλά σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι σε αυτά,
β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρονται, μεταξύ άλλων, οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που θα προσφέρονται,
γ) στην περίπτωση υποκαταστήματος, την οργανωτική διάρθρωση του υποκαταστήματος, καθώς και αν το υποκατάστημα προτίθεται να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους και την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων,
δ) στην περίπτωση συνδεδεμένων αντιπροσώπων που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε ένα κράτος-μέλος στο οποίο η Α.Ε.Π.Ε.Υ. δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, περιγραφή της προβλεπόμενης χρήσης των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και την οργανωτική δομή, περιλαμβανομένων των διαδικασιών αναφοράς, προσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εντάσσεται στην εταιρική δομή της Α.Ε.Π.Ε.Υ.,
ε) τη διεύθυνση στο κράτος-μέλος υποδοχής, στην οποία είναι δυνατόν να ζητούνται και να παραλαμβάνονται έγγραφα, και
στ) τα ονόματα των υπευθύνων διαχείρισης του υποκαταστήματος ή του συνδεδεμένου αντιπροσώπου.
Αν η Α.Ε.Π.Ε.Υ. χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος-μέλος, ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται προς υποκατάστημα στο άλλο κράτος-μέλος, και υπόκειται σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος.
3. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης της Α.Ε.Π.Ε.Υ., λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθεται να ασκήσει, μέσα σε τρεις (3) μήνες αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και ενημερώνει σχετικά την Α.Ε.Π.Ε.Υ..
4. Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει επίσης στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής διευκρινίσεις σχετικά με το εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης του οποίου η Α.Ε.Π.Ε.Υ. είναι μέλος, σύμφωνα με το ν. 2533/1997. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών αυτών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτουςμέλους υποδοχής.
5. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στην ενδιαφερόμενη Α.Ε.Π.Ε.Υ. μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήψη όλων των πληροφοριών.
6. Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, ή, ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία της ανακοίνωσης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του.
7. Πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος και της διαβιβάζει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2.
Αν η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος, μέσα σε τρεις (3) μήνες αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 79 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και ενημερώνει σχετικά το πιστωτικό ίδρυμα.
Αν η Τράπεζα της Ελλάδος αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήψη όλων των πληροφοριών.
Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, ή, ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία της διαβίβασης της ανακοίνωσης από την Τράπεζα της Ελλάδος, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του. Ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου σχετικά με τα υποκαταστήματα.
8. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, μπορεί να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα Α.Ε.Π.Ε.Υ. στο κράτος-μέλος υποδοχής.
9. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν, σύμφωνα με την παράγραφο 2, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ενημερώνει γραπτώς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τη μεταβολή αυτή ένα (1) μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει επίσης την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τη σχετική μεταβολή.

Β. Εγκατάσταση υποκαταστήματος στην Ελλάδα
1. Επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες μπορεί να παρέχονται στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και το ν. 4261/2014, μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου στην Ελλάδα, υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες και δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην επιχείρηση επενδύσεων ή στο πιστωτικό ίδρυμα στο κράτος-μέλος καταγωγής. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.
2. Αν η επιχείρηση επενδύσεων χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στην Ελλάδα, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται προς υποκατάστημα στην Ελλάδα, και υπόκειται σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος νό-
μου.
3. Μόλις λάβει ανακοίνωση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους υποδοχής, ή, ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς του προγράμματος δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων και των λοιπών πληροφοριών της παραγράφου 2 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του.
4. Πιστωτικό ίδρυμα με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στην Ελλάδα για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, μόλις λάβει ανακοίνωση από την Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, ή, ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία της διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος στην Τράπεζα της Ελλάδος του προγράμματος δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος και των λοιπών πληροφοριών της παραγράφου 2 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του. Ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος σχετικά με τα υποκαταστήματα.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχει το υποκατάστημα στην Ελλάδα συνάδουν με τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28 του παρόντος και των άρθρων 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, καθώς και της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδίδεται, σύμφωνα με την παρ. 12 του άρθρου 24.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει το δικαίωμα να εξετάζει τις ρυθμίσεις του υποκαταστήματος και να ζητεί όποιες αλλαγές είναι απολύτως απαραίτητες ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να επιβάλλει την τήρηση των υποχρεώσεων των άρθρων 24, 25, 27 και 28 του παρόντος και των άρθρων 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των μέτρων που έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή τους, όσον αφορά τις υπηρεσίες ή δραστηριότητες που παρέχει στην Ελλάδα το υποκατάστημα.
6. Αν επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα, η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα αυτό.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων άλλου κράτους-μέλους που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών ή να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό έχουν δικαίωμα να γίνουν μέλη των ρυθμιζόμενων αγορών που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα ή έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε αυτές με κάποιον από τους ακόλουθους τρόπους:
α) άμεσα, με την εγκατάσταση υποκαταστημάτων στην Ελλάδα,
β) αποκτώντας την ιδιότητα του εξ αποστάσεως μέλους ρυθμιζόμενης αγοράς ή το δικαίωμα εξ αποστάσεως πρόσβασης στη ρυθμιζόμενη αγορά, χωρίς υποχρέωση εγκατάστασης στην Ελλάδα, αν οι διαδικασίες και τα συστήματα διαπραγμάτευσης της αγοράς αυτής δεν απαιτούν φυσική παρουσία για τη διενέργεια συναλλαγών στην αγορά.

1. Με την επιφύλαξη των τίτλων III, IV ή V του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012, οι επιχειρήσεις επενδύσεων από άλλα κράτη-μέλη έχουν δικαίωμα άμεσης ή έμμεσης πρόσβασης σε συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού που λειτουργούν στην Ελλάδα για την οριστικοποίηση ή την τακτοποίηση της οριστικοποίησης συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα.
Η άμεση ή έμμεση πρόσβαση αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων στα εν λόγω συστήματα υπόκειται στα ίδια διαφανή και αντικειμενικά χωρίς διακρίσεις κριτήρια, που εφαρμόζονται στα τοπικά μέλη ή τους συμμετέχοντές τους.

2. Οι ρυθμιζόμενες αγορές που λειτουργούν στην Ελλάδα παρέχουν σε όλα τα μέλη και τους συμμετέχοντες το δικαίωμα να επιλέγουν το σύστημα διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που διενεργούνται σε αυτές, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Υπάρχουν όσοι σύνδεσμοι και συμφωνίες μεταξύ του επιλεγόμενου συστήματος διακανονισμού και κάθε άλλου συστήματος ή υποδομής απαιτούνται για την εξασφάλιση αποτελεσματικού και οικονομικού διακανονισμού της συγκεκριμένης συναλλαγής,
β) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναγνωρίζει ότι οι τεχνικές προϋποθέσεις για το διακανονισμό των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά μέσω συστήματος διακανονισμού άλλου από εκείνο που έχει επιλέξει η ρυθμιζόμενη αγορά επιτρέπουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Η εν λόγω εκτίμηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν θίγει τις αρμοδιότητες των εθνικών κεντρικών τραπεζών ως επιβλεπουσών των συστημάτων διακανονισμού ή των άλλων εποπτικών αρχών που έχουν αρμοδιότητα για αυτά τα συστήματα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη και εποπτεία που ήδη ασκούν αυτοί οι φορείς ώστε να μην υπάρχει αδικαιολόγητη επικάλυψη της εποπτείας.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ μπορούν να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού άλλου κράτους-μέλους κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στο πλαίσιο των συστημάτων τους.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέα εκκαθάρισης ή συστήματος διακανονισμού άλλου κράτους-μέλους, εκτός αν αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του συγκεκριμένου ΠΜΔ, και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στην παράγραφο 2 του άρθρου 37 προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.
Για την αποφυγή αδικαιολόγητης αλληλοεπικάλυψης ων ελέγχων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη και εποπτεία του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ως επιβλέπουσες των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες εποπτικές αρχές που διαθέτουν σχετική αρμοδιότητα για τα εν λόγω συστήματα.

1. Eπιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να παρέχει στην Ελλάδα επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες προς ιδιώτες πελάτες ή προς επαγγελματίες πελάτες κατά την έννοια του Τμήματος II του Παραρτήματος II, υποχρεούται να εγκαταστήσει για τον σκοπό αυτό υποκατάστημα στην Ελλάδα.

2. Tο υποκατάστημα λαμβάνει προηγούμενη άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες η επιχείρηση τρίτης χώρας ζητά άδεια λειτουργίας προϋποθέτει τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και εποπτεύεται στην τρίτη χώρα όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση και η αιτούσα επιχείρηση έχει λάβει σχετική άδεια λειτουργίας, για τη χορήγηση της οποίας η αρμόδια αρχή έχει λάβει δεόντως υπόψη τυχόν συστάσεις της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Financial Action Task Force, FATF),
β) έχουν συμφωνηθεί μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος και της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση ρυθμίσεις συνεργασίας, που περιλαμβάνουν ρυθμίσεις σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών για τον σκοπό της διατήρησης της ακεραιότητας της αγοράς και της προστασίας των επενδυτών,
γ) το υποκατάστημα έχει στη διάθεσή του επαρκές αρχικό κεφάλαιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του παρόντος ή, σύμφωνα με το στοιχείο β΄ της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 4261/2014, εφόσον πρόκειται για υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα,
δ) ορίζονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα υπεύθυνα για τη διαχείριση του υποκαταστήματος, και συμμορφώνονται όλα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 9,
ε) η τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση της τρίτης χώρας έχει συνάψει συμφωνία με την Ελλάδα, η οποία είναι απολύτως σύμφωνη με τα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 26 του υποδείγματος φορολογικής σύμβασης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σχετικά με το εισόδημα και το κεφάλαιο και εξασφαλίζει αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πολυμερών φορολογικών συμφωνιών,
στ) η επιχείρηση συμμετέχει σε σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που έχει συσταθεί ή αναγνωριστεί, σύμφωνα με το ν. 2533/1997 ή το ν. 4370/2016, εφόσον πρόκειται για υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας όπου είναι πιστωτικό ίδρυμα.

3. Η επιχείρηση τρίτης χώρας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλλει την αίτησή της στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση.

4. Εφόσον πρόκειται για υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι πιστωτικό ίδρυμα, εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις του ν. 4261/2014 και οι σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.

Μια επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να λάβει άδεια λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος, ανάλογα με την αρμοδιότητά τους, τα εξής:
α) την επωνυμία της αρμόδιας εποπτικής αρχής στην οικεία τρίτη χώρα. Όταν για την εποπτεία είναι αρμόδιες περισσότερες από μία αρχές, παρέχονται λεπτομέρειες για τα αντίστοιχα πεδία αρμοδιοτήτων,
β) όλα τα σχετικά στοιχεία της επιχείρησης (επωνυμία, νομική μορφή, έδρα και διεύθυνση, μέλη του διοικητικού οργάνου, μέτοχοι) και επιχειρησιακό πρόγραμμα με τις επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, καθώς και τις παρεπόμενες υπηρεσίες που θα παρέχονται, και την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής οποιασδήποτε εξωτερικής ανάθεσης σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών σε τρίτους,
γ) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διοίκηση του υποκαταστήματος και τα σχετικά έγγραφα από τα οποία προκύπτει η τήρηση των απαιτήσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 9
δ) πληροφορίες σχετικά με το αρχικό κεφάλαιο που έχει στη διάθεσή του το υποκατάστημα.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο όταν έχει πειστεί ότι:
α) πληρούνται οι όροι του άρθρου 39,
β) το υποκατάστημα της επιχείρησης τρίτης χώρας θα μπορεί να συμμορφώνεται με τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, ενημερώνει την επιχείρηση τρίτης χώρας μέσα σε έξι (6) μήνες από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη άδειας λειτουργίας.

2. Το υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με την παράγραφο 1 συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 16 έως 20, στα άρθρα 23, 24, 25 και 27, στην παράγραφο 1 του άρθρου 28 και στα άρθρα 30, 31 και 32, όπως επίσης στα άρθρα 3 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και στα μέτρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή τους, και υπόκειται στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή προκειμένου περί υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι πιστωτικό ίδρυμα στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 67.

Όταν, με αποκλειστική πρωτοβουλία ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη υπό την έννοια του Τμήματος II του Παραρτήματος II εγκατεστημένου ή ευρισκόμενου στην Ελλάδα, παρέχεται σε αυτόν επενδυτική υπηρεσία ή ασκείται επενδυτική δραστηριότητα από επιχείρηση τρίτης χώρας, η προϋπόθεση της χορήγησης άδειας, σύμφωνα με το άρθρο 39 δεν ισχύει για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή δραστηριότητας από την επιχείρηση της τρίτης χώρας στο πρόσωπο αυτό, συμπεριλαμβανομένης τυχόν υφιστάμενης σχέσης που αφορά την παροχή της υπηρεσίας ή την άσκηση της δραστηριότητας. Η πρωτοβουλία των πελατών αυτών δεν δίδει στην επιχείρηση της τρίτης χώρας το δικαίωμα να διαθέτει στο συγκεκριμένο πελάτη νέες κατηγορίες επενδυτικών προϊόντων ή επενδυτικών υπηρεσιών με άλλον τρόπο πέραν του υποκαταστήματος.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, μπορεί να ανακαλέσει, εν όλω ή εν μέρει, την άδεια λειτουργίας, αν η επιχείρηση της τρίτης χώρας στην οποία χορήγησε άδεια λειτουργίας βάσει του άρθρου 41:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας μέσα σε δώδεκα (12) μήνες, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε έχει ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά το προηγούμενο εξάμηνο,
β) έλαβε την άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων, ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,
γ) δεν πληροί πλέον τους όρους με τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των σχετικών με τη λειτουργία των Α.Ε.Π.Ε.Υ. διατάξεων του παρόντος ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, και κάθε άλλης διάταξης της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών.

1. Η λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς στην Ελλάδα επιτρέπεται ύστερα από άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, εφόσον η τελευταία έχει πειστεί ότι τόσο ο διαχειριστής όσο και τα συστήματα της ρυθμιζόμενης αγοράς πληρούν τουλάχιστον τις προϋποθέσεις και τους όρους που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Τίτλου.

2. Με την επιφύλαξη των οικείων διατάξεων του ν. 4443/2016, του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ (EE L 173/12.6.2014), οι συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των συστημάτων της ρυθμιζόμενης αγοράς, η άδεια λειτουργίας της οποίας έχει χορηγηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, διέπονται από το Ελληνικό δίκαιο.

3. Ο διαχειριστής αγοράς ασκεί τα καθήκοντά του σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς υπό την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως προς τη συμμόρφωση αυτής και του διαχειριστή της προς τις διατάξεις του παρόντος Τίτλου. Οι ρυθμιζόμενες αγορές οφείλουν να πληρούν συνεχώς τις προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας που καθορίζονται στον παρόντα Τίτλο.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε ρυθμιζόμενη αγορά, αν:
α) ο διαχειριστής δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας μέσα σε δώδεκα (12) μήνες, παραιτηθεί ρητώς απ’ αυτήν ή η ρυθμιζόμενη αγορά δεν έχει λειτουργήσει κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες,
β) η άδεια λειτουργίας αποκτήθηκε βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο παράτυπο τρόπο,
γ) η ρυθμιζόμενη αγορά δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
δ) ο διαχειριστής της αγοράς κατά τη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014,
ε) ανακληθεί η άδεια λειτουργίας του διαχειριστή της ρυθμιζόμενης αγοράς.

5. Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς κοινοποιείται στην Ε.Α.Κ.Α.Α..

1. Ο διαχειριστής αγοράς λειτουργεί με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας ύστερα από άδεια λειτουργίας που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της ρυθμιζόμενης αγοράς που διαχειρίζεται και ευθύνεται για τη συμμόρφωσή της με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία.

2. Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο του διαχειριστή αγοράς ανέρχεται στο ποσό των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) ευρώ, τουλάχιστον. Για τη χορήγηση άδειας σύστασης απαιτείται να έχει κατατεθεί προηγουμένως το μετοχικό κεφάλαιο σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα. Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται και σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρείες, εφόσον έχουν ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) ευρώ και πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Τίτλου. Τα ίδια κεφάλαια του διαχειριστή αγοράς δεν μπορεί να υπολείπονται του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του. Οι μετοχές του διαχειριστή αγοράς είναι ονομαστικές.

3. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου όσον αφορά την καταλληλότητα των μελών του οργάνου διοίκησης και των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και τη λειτουργία του διαχειριστή αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει επίσης ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις καταλληλότητας, των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο του διαχειριστή κατά την έννοια της περίπτωσης 31 του άρθρου 4 του παρόντος, καθώς και των προσώπων που είναι σε θέση να ασκήσουν άμεσα ή έμμεσα ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς. Από τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου εξαιρείται η Τράπεζα της Ελλάδος όταν έχει την ιδιότητα του διαχειριστή αγοράς.

4. Έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς απαιτείται για κάθε αλλαγή των μελών του οργάνου διοίκησης, των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητά του και των προσώπων που είναι σε θέση να ασκούν άμεσα ή έμμεσα ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν εγκρίνει τις προτεινόμενες αλλαγές αν διαπιστώνει αιτιολογημένα ότι οι αλλαγές αποτελούν απειλή για την ορθή και συνετή διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς. Από τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου εξαιρείται η Τράπεζα της Ελλάδος όταν έχει την ιδιότητα του διαχειριστή αγοράς

5. Προκειμένου για τη μεταβίβαση μετοχών του διαχειριστή αγοράς, συνεπεία της οποίας το ποσοστό συμμετοχής μετόχου φθάνει ή υπερβαίνει το 20%, 1/3, 50% ή 2/3 του μετοχικού κεφαλαίου του, απαιτείται προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Για τη χορήγηση της άδειας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει την καταλληλότητα του προσώπου που αποκτά τις μετοχές, σύμφωνα με την παρ. 3. Η απόκτηση μετοχών χωρίς την άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχει ως συνέπεια τη στέρηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου στη γενική συνέλευση.

6. Ο διαχειριστής της ρυθμιζόμενης αγοράς οφείλει να:
α) παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να ανακοινώνει στο κοινό πληροφορίες σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της ρυθμιζόμενης αγοράς ή του διαχειριστή της και ιδίως την ταυτότητα και την έκταση των συμφερόντων κάθε προσώπου που είναι σε θέση να ασκήσει ουσιαστική επιρροή στη διαχείρισή της,
β) γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να ανακοινώνει στο κοινό κάθε μεταβίβαση κυριότητας που επιφέρει μεταβολή στην ταυτότητα των προσώπων που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς,
γ) κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την ταυτότητα όλων των μελών του διοικητικού του οργάνου και κάθε μεταβολή αυτών, καθώς και όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του διαχειριστή αγοράς με τις παραγράφους 1 έως 4 του επόμενου άρθρου.

7. Ο τακτικός και έκτακτος έλεγχος του διαχειριστή αγοράς, ο οποίος προβλέπεται από τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρείες, ασκείται από δύο (2) ορκωτούς ελεγκτές λογιστές. Οι καταχωρίσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρείες γίνονται στο Μητρώο της παρ. 8 του άρθρου 7β του κ.ν. 2190/1920.

8. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας διαχειριστή αγοράς αν:
α) ο διαχειριστής δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας μέσα σε δώδεκα (12) μήνες από τη χορήγηση της, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει λειτουργήσει καμία ρυθμιζόμενη αγορά για συνεχόμενο διάστημα έξι (6) μηνών,
β) η άδεια λειτουργίας αποκτήθηκε με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον παράτυπο τρόπο,
γ) ο διαχειριστής δεν πληροί πλέον τους όρους με τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
δ) ο διαχειριστής της αγοράς κατά τη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Kανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

9. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας λειτουργίας διαχειριστή αγοράς, καθώς και οι όροι και προϋποθέσεις για την έγκριση της καταλληλότητας των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητά του, των προσώπων που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς και των μετόχων του, και κάθε άλλο τεχνικό θέμα ή αναγκαία λεπτομέρεια.

1. Τα μέλη του οργάνου διοίκησης του διαχειριστή αγοράς πρέπει να έχουν σε διαρκή βάση επαρκώς καλή φήμη και να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η συνολική σύνθεση του διοικητικού οργάνου αποτυπώνει ένα επαρκώς ευρύ φάσμα πείρας.

2. Tα μέλη του οργάνου διοίκησης του διαχειριστή αγοράς πρέπει να τηρούν τα εξής:
α) Όλα τα μέλη αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο του διαχειριστή αγοράς. Ο αριθμός των θέσεων μέλους διοικητικού συμβουλίου που μπορεί ταυτόχρονα να κατέχει ένα μέλος διοικητικού οργάνου του διαχειριστή αγοράς, σε οποιαδήποτε νομική οντότητα, συναρτάται με τις ειδικότερες περιστάσεις, τη φύση, το μέγεθος και τη πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του διαχειριστή αγοράς.
β) Με την εξαίρεση των μελών που εκπροσωπούν το κράτος στο όργανο διοίκησης, τα μέλη του διοικητικού οργάνου διαχειριστή αγοράς που είναι σημαντικός από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης, φύσεως, πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του, δεν μπορούν να κατέχουν ταυτόχρονα περισσότερες θέσεις από αυτές που αντιστοιχούν στους παρακάτω συνδυασμούς:
αα) είτε μία θέση εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου και δύο (2) θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου,
ββ) είτε τέσσερις (4) θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου.
Θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου σε επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου ή στις οποίες ο διαχειριστής αγοράς έχει ειδική συμμετοχή θεωρούνται ως μία θέση μέλους διοικητικού συμβουλίου.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιτρέπει σε μέλη του διοικητικού οργάνου να διατηρούν μία πρόσθετη θέση μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει τακτικά την Ε.Α.Κ.Α.Α. για την παροχή τέτοιων αδειών.
Για την εφαρμογή των περιορισμών της παρούσας περίπτωσης δεν συνυπολογίζεται η συμμετοχή σε θέσεις διοικητικού συμβουλίου οργανισμών που δεν ασκούν κατά κύριο λόγο εμπορική δραστηριότητα.
γ) Το όργανο διοίκησης διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του διαχειριστή αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των βασικών κινδύνων.
δ) Κάθε μέλος του οργάνου διοίκησης ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση ώστε να αξιολογεί αποτελεσματικά και να θέτει υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις των ανώτατων διοικητικών στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται, καθώς και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη λήψη των αποφάσεων.

3. Οι διαχειριστές αγοράς διαθέτουν επαρκείς ανθρώπινους και χρηματικούς πόρους για τον ορισμό και την εκπαίδευση μελών του οργάνου διοίκησης.

4. Οι διαχειριστές αγοράς που είναι σημαντικοί από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης, πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, συγκροτούν επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων αποτελούμενη από μέλη του οργάνου διοίκησης που δεν έχουν καμία εκτελεστική λειτουργία στο διαχειριστή αγοράς. Η επιτροπή αξιολόγησης:
α) εντοπίζει και προτείνει, προς έγκριση από το όργανο διοίκησης ή προς έγκριση κατά τη γενική συνέλευση, υποψηφίους για την κάλυψη των θέσεων του οργάνου διοίκησης. Για αυτόν το σκοπό, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων αξιολογεί συνδυαστικά την επάρκεια των γνώσεων, των δεξιοτήτων, της διαφοροποίησης και της πείρας των μελών του οργάνου διοίκησης. Περαιτέρω, η επιτροπή συντάσσει περιγραφή των ρόλων και των ικανοτήτων για συγκεκριμένο διορισμό και υπολογίζει τον αναμενόμενο χρόνο απασχόλησης. Επιπλέον, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων θέτει τον στόχο όσον αφορά την επαρκή εκπροσώπηση και των δύο φύλων στο διοικητικό συμβούλιο και επεξεργάζεται πολιτική για το πώς θα αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου, στο όργανο διοίκησης προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός,
β) αξιολογεί περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του οργάνου διοίκησης, και απευθύνει συστάσεις σε αυτό σχετικά με τυχόν μεταβολές,
γ) αξιολογεί περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την πείρα σε ατομικό επίπεδο των μελών του οργάνου διοίκησης και αυτού ως συνόλου, και ενημερώνει σχετικά το όργανο διοίκησης,
δ) επανεξετάζει περιοδικά την πολιτική που εφαρμόζει το όργανο διοίκησης για την επιλογή και τον διορισμό ανώτερων στελεχών και κάνει συστάσεις προς αυτό.

5. Η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, στον βαθμό που είναι δυνατόν και σε διαρκή βάση, την ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι η λήψη αποφάσεων από το όργανο διοίκησης δεν καθορίζεται από ένα άτομο ή μικρή ομάδα ατόμων κατά τρόπο που να θίγει τα συμφέροντα του διαχειριστή αγοράς στο σύνολό του.

6. Κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων μπορεί να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε μέσα κρίνει κατάλληλα, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων.

7. Οι διαχειριστές αγοράς και οι αντίστοιχες επιτροπές αξιολόγησης υποψηφίων οφείλουν να εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την επιλογή μελών στο όργανο διοίκησης και να εφαρμόζουν προς τον σκοπό αυτό μια πολιτική που προωθεί την διαφοροποίηση στο όργανο διοίκησης.

8. Το όργανο διοίκησης του διαχειριστή αγοράς ορίζει και εποπτεύει την εφαρμογή ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων, της αποτροπής των συγκρούσεων συμφερόντων και με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς. Το όργανο διοίκησης παρακολουθεί και αξιολογεί περιοδικά την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης του διαχειριστή αγοράς και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών. Τα μέλη του οργάνου διοίκησης έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.

9. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας, αν δεν έχει πειστεί ότι τα μέλη του οργάνου διοίκησης του διαχειριστή αγοράς διαθέτουν την απαιτούμενη φήμη, έχουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και πείρα, και αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ή αν διαπιστώνει αιτιολογημένα ότι το όργανο διοίκησης του διαχειριστή αγοράς μπορεί να αποτελέσει απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διαχείριση, καθώς και την επαρκή εξέταση της ακεραιότητας της αγοράς.

10. Κατά τη διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας στη ρυθμιζόμενη αγορά, το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και τη λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς που έχει ήδη λάβει άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τεκμαίρεται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

1. Η ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει κατ’ ελάχιστον να:
α) διαθέτει μηχανισμούς για τον σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που θα μπορούσε να συνεπάγεται για τη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς ή για τα μέλη της ή τους συμμετέχοντες σε αυτήν, κάθε σύγκρουση μεταξύ των συμφερόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς, των μετόχων ή του διαχειριστή της αγοράς και της εύρυθμης λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς, ιδίως αν οι συγκρούσεις συμφερόντων ενδέχεται να βλάψουν τις λειτουργίες που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει αναθέσει στη ρυθμιζόμενη αγορά,
β) διαθέτει κατάλληλα μέσα που να της επιτρέπουν να διαχειρίζεται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένη, να εφαρμόζει κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών κινδύνων για τη λειτουργία της και να έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων,
γ) διαθέτει μηχανισμούς που να επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, και ιδίως αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων,
δ) εφαρμόζει διαφανείς και μη παρέχοντες, διακριτική ευχέρεια, κανόνες και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν τη δίκαιη και εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών και να έχει υιοθετήσει αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών,
ε) διαθέτει αποτελεσματικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν την αποτελεσματική και έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών που εκτελούνται στο πλαίσιο των συστημάτων της,
στ) διαθέτει, τόσο κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας της όσο και σε μόνιμη βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά, καθώς και του φάσματος και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους αυτή είναι εκτεθειμένη,
ζ) διαθέτει Κανονισμό λειτουργίας με τον οποίο να ρυθμίζονται ιδίως θέματα των περιπτώσεων α΄ έως στ΄, καθώς και ζητήματα σχετικά με τις υποχρεώσεις των μελών και των συμμετεχόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς, τους κανόνες πρόσβασης στη ρυθμιζόμενη αγορά, τους κανόνες για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων για διαπραγμάτευση, τους κανόνες διαπραγμάτευσης, καθώς και τους κανόνες σχετικά με την αναστολή και τη διαγραφή των χρηματοπιστωτικών μέσων τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 51 έως 53.

2. Οι διαχειριστές αγοράς δεν επιτρέπεται να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε ρυθμιζόμενες αγορές που διαχειρίζονται.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς εφόσον διαπιστώσει ότι πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις των άρθρων 47 έως 54.Ταυτόχρονα με τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγκρίνει τον Κανονισμό της ρυθμιζόμενης αγοράς ως προς τη νομιμότητά του. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγκρίνει και κάθε τροποποίηση του Κανονισμού. Οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Κανονισμός και οι τροποποιήσεις του δεσμεύουν, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εγκριτικής απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τα μέλη της ρυθμιζόμενης αγοράς, τους συμμετέχοντες σε αυτήν, τους εκδότες των κινητών αξιών που έχουν εισαχθεί ή έχουν υποβάλει αίτηση για την εισαγωγή τους στην ρυθμιζόμενη αγορά και εν γένει τα πρόσωπα τα οποία αφορά ο Κανονισμός.

4. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση και ανάκληση της άδειας λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς. Με την ίδια απόφαση μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο του Κανονισμού λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς και να καθορίζεται η διαδικασία δημοσιοποίησης του.

1. Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς προκειμένου να διασφαλίζει ότι τα συστήματα συναλλαγών της είναι ανθεκτικά, έχουν επαρκή χωρητικότητα για την εξυπηρέτηση μεγάλων όγκων εντολών και μηνυμάτων, μπορεί να διασφαλίσουν την εύρυθμη διεξαγωγή συναλλαγών υπό συνθήκες έντονης πίεσης στην αγορά, ελέγχονται πλήρως για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων αυτών και διαθέτουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για την αδιάλειπτη επιχειρησιακή λειτουργία που διασφαλίζουν τη συνέχιση των υπηρεσιών της σε περίπτωση αστοχίας των συστημάτων συναλλαγών.

2. Η ρυθμιζόμενη αγορά:
α) συνάπτει γραπτή συμφωνία με όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ακολουθούν στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης στη ρυθμιζόμενη αγορά,
β) διαθέτει πλαίσιο το οποίο εξασφαλίζει τη συμμετοχή επαρκούς αριθμού επιχειρήσεων επενδύσεων στις συμφωνίες αυτές, οι οποίες απαιτούν την υποβολή δεσμευτικών προσφορών σε ανταγωνιστικές τιμές έτσι ώστε να παρέχεται ρευστότητα στην αγορά σε τακτική και προβλέψιμη βάση, όπου ενδείκνυται τέτοια απαίτηση με βάση τη φύση και την κλίμακα των συναλλαγών στη συγκεκριμένη ρυθμιζόμενη αγορά.

3. Η γραπτή συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καθορίζει τουλάχιστον:
α) τις υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων σε σχέση με την παροχή ρευστότητας και, όπου έχει εφαρμογή, οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση που απορρέει από τη συμμετοχή στο πλαίσιο που αναφέρεται στο στοιχείο β΄ της παραγράφου 2,
β) οποιαδήποτε κίνητρα, με τη μορφή εκπτώσεων ή σε άλλη μορφή, που προσφέρει η ρυθμιζόμενη αγορά σε μια επιχείρηση επενδύσεων για την παροχή ρευστότητας στην αγορά σε τακτική και προβλέψιμη βάση και, όπου έχει εφαρμογή, οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα που απορρέουν για την επιχείρηση επενδύσεων από τη συμμετοχή της στο πλαίσιο που αναφέρεται στο στοιχείο β΄ της παραγράφου 2.
Η ρυθμιζόμενη αγορά παρακολουθεί και επιβάλλει τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων προς τις απαιτήσεις των ανωτέρω γραπτών συμφωνιών. Η ρυθμιζόμενη αγορά ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με το περιεχόμενο της συμφωνίας και παρέχει, κατόπιν αιτήματος, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε πρόσθετη πληροφορία που είναι απαραίτητη για την τεκμηρίωση της συμμόρφωσης της ρυθμιζόμενης αγοράς προς την παρούσα παράγραφο.

4. Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς για την απόρριψη εντολών που υπερβαίνουν τα προκαθορισμένα όρια όγκου και τιμών ή είναι σαφώς εσφαλμένες.

5. Η ρυθμιζόμενη αγορά είναι σε θέση να διακόψει ή να περιορίσει προσωρινά τη διαπραγμάτευση σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής σε σύντομο χρονικό διάστημα της τιμής ενός χρηματοπιστωτικού μέσου στην αγορά αυτή ή σε συναφή αγορά και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να είναι σε θέση να προβεί σε ακύρωση, τροποποίηση ή διόρθωση οποιασδήποτε συναλλαγής. Η ρυθμιζόμενη αγορά οφείλει να εξασφαλίζει ότι οι παράμετροι για τη διακοπή των συναλλαγών έχουν καθοριστεί κατάλληλα, κατά τρόπο που λαμβάνει υπόψη τη ρευστότητα των διάφορων κατηγοριών και υποκατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων, τη φύση του μοντέλου της αγοράς και τις κατηγορίες των χρηστών και επαρκεί για την αποτροπή σημαντικών διαταράξεων στην εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών.
Η ρυθμιζόμενη αγορά γνωστοποιεί τις παραμέτρους για τη διακοπή της διαπραγμάτευσης και οποιαδήποτε σημαντική μεταβολή τους στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με τρόπο συνεπή και συγκρίσιμο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί τις παραπάνω παραμέτρους και μεταβολές στην Ε.Α.Κ.Α.Α.. Εφόσον ρυθμιζόμενη αγορά είναι σημαντική από πλευράς ρευστότητας για συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, οφείλει να διαθέτει τα αναγκαία συστήματα και διαδικασίες που διασφαλίζουν, ότι, σε περίπτωση που διακόψει τη διαπραγμάτευση του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος, θα ενημερώσει τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, προκειμένου αυτές να συντονίσουν την αντιμετώπιση για το σύνολο της αγοράς και να καθορίσουν κατά πόσο ενδείκνυται να διακόψουν τις συναλλαγές σε άλλους τόπους, στους οποίους γίνεται διαπραγμάτευση του χρηματοπιστωτικού μέσου, μέχρι να αρχίσει εκ νέου η διαπραγμάτευση στην αρχική αγορά.

6. Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις, που περιλαμβάνουν την απαίτηση από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες να εφαρμόζουν τις κατάλληλες διαδικασίες δοκιμαστικής λειτουργίας των αλγορίθμων και την παροχή περιβάλλοντος για τη διευκόλυνση της πραγματοποίησης των δοκιμών αυτών, οι οποίες να εξασφαλίζουν ότι τα συστήματα διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών δεν μπορεί να δημιουργήσουν ή να συμβάλουν στη διαμόρφωση συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών στην αγορά και να διαχειρίζονται τις συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών που ανακύπτουν από αυτά τα συστήματα διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων για τον περιορισμό της αναλογίας ανεκτέλεστων εντολών που μπορεί να εισαχθούν στο σύστημα από μέλος ή συμμετέχοντα, προς τις συναλλαγές, συστημάτων για την επιβράδυνση της ροής των εντολών αν υπάρχει κίνδυνος για εξάντληση της χωρητικότητας του συστήματος, και συστημάτων για τον περιορισμό και την εφαρμογή του ελάχιστου βήματος τιμής με το οποίο μπορεί να εκτελεστούν οι συναλλαγές στην αγορά.

7. Εφόσον η ρυθμιζόμενη αγορά επιτρέπει την άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, πρέπει να διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα μέλη ή οι συμμετέχοντες επιτρέπεται να παρέχουν την υπηρεσία αυτή μόνο αν είναι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του παρόντος και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του ν. 4261/2014, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ότι ορίζονται και εφαρμόζονται κατάλληλα κριτήρια ως προς την καταλληλότητα των προσώπων στα οποία μπορεί να δοθεί τέτοια πρόσβαση και ότι το μέλος ή ο συμμετέχων φέρει την ευθύνη των εντολών και των συναλλαγών που εκτελούνται μέσω της υπηρεσίας αυτής σε σχέση με τις απαιτήσεις του παρόντος.
Η ρυθμιζόμενη αγορά ορίζει κατάλληλα πρότυπα σχετικά με τους ελέγχους κινδύνου και τα όρια για τις συναλλαγές μέσω της πρόσβασης αυτής και μπορεί να διακρίνει τις εντολές ή τις συναλλαγές προσώπου που χρησιμοποιεί άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση και, όταν είναι αναγκαίο, να σταματάει την εισαγωγή τέτοιων εντολών ή τη διενέργεια τέτοιων συναλλαγών ξεχωριστά από άλλες εντολές ή συναλλαγές του μέλους ή του συμμετέχοντος.
Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει ρυθμίσεις για την αναστολή ή τη διακοπή της παροχής άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης από μέλος ή συμμετέχοντα σε πελάτη στην περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την παρούσα παράγραφο.

8. Η ρυθμιζόμενη αγορά εξασφαλίζει ότι οι κανόνες της για τις υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων είναι διαφανείς, δίκαιοι και δεν επιτρέπουν διακριτική μεταχείριση.

9. Η ρυθμιζόμενη αγορά εξασφαλίζει ότι η διάρθρωση των χρεώσεών της, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων εκτέλεσης, των παρεπόμενων χρεώσεων και τυχόν εκπτώσεων, είναι διαφανής, δίκαιη και δεν δημιουργεί διακρίσεις, καθώς και ότι δεν δημιουργεί κίνητρα για εισαγωγή, τροποποίηση ή ακύρωση εντολών ή για την εκτέλεση συναλλαγών με τρόπο που συμβάλλει σε συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή σε κατάχρηση αγοράς. Η ρυθμιζόμενη αγορά επιβάλλει ιδίως υποχρεώσεις ειδικής διαπραγμάτευσης σε μεμονωμένες μετοχές ή σε κατάλληλο καλάθι μετοχών, σε αντάλλαγμα τυχόν εκπτώσεων που παρέχονται.
Η ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί να προσαρμόζει τις χρεώσεις της για ακυρωμένες εντολές ανάλογα με το χρονικό διάστημα παραμονής της εντολής και να διαφοροποιεί τις χρεώσεις της για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο στο οποίο αυτές εφαρμόζονται.
Η ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί να καθορίζει υψηλότερη χρέωση για την εισαγωγή εντολής που στη συνέχεια ακυρώνεται από ό,τι για εντολή που εκτελείται, καθώς επίσης υψηλότερη χρέωση σε μέλη ή συμμετέχοντες που εμφανίζουν υψηλή αναλογία ακυρωμένων εντολών προς εκτελεσμένες εντολές και σε όσους εφαρμόζουν τεχνικές κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα, προκειμένου να αντανακλάται η πρόσθετη επιβάρυνση για τη χωρητικότητα του συστήματος.

10. Η ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνει, μέσω επισήμανσης που γίνεται από μέλη ή συμμετέχοντες, τις εντολές που παράγονται μέσω συστημάτων διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών, τους διάφορους αλγόριθμους που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των εντολών και τα σχετικά πρόσωπα που δίνουν τις εντολές αυτές. Αυτές οι πληροφορίες διατίθενται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατόπιν αιτήματος της τελευταίας.

11. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς η ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει στοιχεία σχετικά με το βιβλίο εντολών της ή πρόσβαση στο βιβλίο εντολών, ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση των συναλλαγών.

1. Η ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζει πλαίσιο βήματος τιμής σε μετοχές, αποθετήρια έγγραφα, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και λοιπά παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα της παραγράφου 4 του άρθρου 49 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2. Το πλαίσιο βήματος τιμής που αναφέρεται στην παράγραφο 1:
α) καθορίζεται με τρόπο που να αντικατοπτρίζει το προφίλ ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου σε διάφορες αγορές και το μέσο άνοιγμα τιμής προσφοράς– ζήτησης, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να καθίσταται δυνατή η διαμόρφωση ευλόγως σταθερών τιμών χωρίς να περιορίζουν αδικαιολόγητα περαιτέρω μείωση του ανοίγματος τιμών,
β) προσαρμόζει το βήμα τιμής για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.

Όλοι οι τόποι διαπραγμάτευσης, τα μέλη τους και οι συμμετέχοντες σε αυτούς οφείλουν να συγχρονίσουν τα ρολόγια εργασίας που χρησιμοποιούν για να καταγράψουν την ημερομηνία και την ώρα κάθε κοινοποιητέου συμβάντος.

1. Η ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζει σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση.

2. Οι κανόνες αυτοί διασφαλίζουν:
α) ότι κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά επιδέχεται δίκαιη, ομαλή και αποτελεσματική διαπραγμάτευση,
β) προκειμένου περί κινητών αξιών, ότι είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες,
γ) προκειμένου περί παράγωγων προϊόντων, οι κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διασφαλίζουν ιδίως ότι οι όροι του συμβολαίου του παράγωγου προϊόντος επιτρέπουν την ομαλή διαμόρφωση των τιμών του, καθώς και την ύπαρξη αποτελεσματικών όρων διακανονισμού.

3. Ο Κανονισμός της ρυθμιζόμενης αγοράς της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 47 περιλαμβάνει επίσης κατάλληλες ρυθμίσεις για:
α) την εξακρίβωση της συμμόρφωσης των εκδοτών κινητών αξιών που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση στη ρυθμιζόμενη αγορά με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση πληροφοριών,
β) τη διευκόλυνση της πρόσβασης των μελών της ή των συμμετεχόντων σε αυτή στις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία,
γ) τον έλεγχο σε τακτά χρονικά διαστήματα του αν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην ρυθμιζόμενη αγορά πληρούν τους όρους εισαγωγής σε αυτή.

4. Κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί στη συνέχεια να εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη, τηρουμένων των διατάξεων του ν. 3401/2005 ή της Οδηγίας 2003/71/ΕΚ (ΕΕ L 345/31.12.2003). Ο εκδότης ενημερώνεται από τη ρυθμιζόμενη αγορά για το γεγονός ότι οι κινητές αξίες του εισάγονται προς διαπραγμάτευση στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά. Ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία από τις προβλεπόμενες στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών απευθείας σε ρυθμιζόμενη αγορά που έχει εισαγάγει προς διαπραγμάτευση τις κινητές αξίες του χωρίς τη συγκατάθεσή του.

1. Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση, ο διαχειριστής αγοράς μπορεί να αναστείλει τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψει χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν πληροί πλέον τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς, εκτός αν η αναστολή ή διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

2. Ο διαχειριστής αγοράς, όταν αναστέλλει τη διαπραγμάτευση ή διαγράφει ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, αναστέλλει τη διαπραγμάτευση ή διαγράφει και τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Τμήματος Γ΄ του Παραρτήματος I, τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου. Ο διαχειριστής αγοράς δημοσιοποιεί την απόφαση αυτή σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου και κάθε σχετικού παραγώγου και την κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σε περίπτωση αναστολής διαπραγμάτευσης ή διαγραφής χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2, απαιτεί από άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ ή ΜΟΔ και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που υπάγονται στην αρμοδιότητά της και στις οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή το παράγωγο κατά τα παραπάνω, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του παραγώγου, όταν η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια πρόταση ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιεί και κοινοποιεί, αμέσως, στην Ε.Α.Κ.Α.Α. και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την απόφαση αυτή.

4. Τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 εφαρμόζονται αντίστοιχα και από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν λαμβάνει κοινοποίηση από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 52 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν λάβει την κοινοποίηση του προηγούμενου εδαφίου, διαβιβάζει τη σχετική απόφασή της στην Ε.Α.Κ.Α.Α. και τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές. Εφόσον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφάσισε να μην προβεί σε αναστολή, διαπραγμάτευση ή διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, η κοινοποίηση συνοδεύεται από την αντίστοιχη αιτιολογία.

5. Τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 έως 4 ισχύουν και όταν αίρεται η αναστολή της διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του Τμήματος Γ΄ του Παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο.

6. Η διαδικασία κοινοποίησης των παραγράφων 2 έως 4 ισχύει επίσης στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή διαπραγμάτευσης ή διαγραφή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή του αναφερόμενου στα σημεία 4 έως 10 του Τμήματος Γ΄ του Παραρτήματος I παραγώγου που σχετίζεται ή έχει ως σημείο αναφοράς το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο λαμβάνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

1. Η ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζει και εφαρμόζει διαφανείς και χωρίς διακρίσεις κανόνες, οι οποίοι βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια, όσον αφορά την πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά ή την ιδιότητα του μέλους της.

2. Οι κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ορίζουν όλες τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα μέλη της ρυθμιζόμενης αγοράς ή οι συμμετέχοντες σε αυτήν, οι οποίες απορρέουν από:
α) τον κανονισμό της ρυθμιζόμενης αγοράς,
β) τους κανόνες που διέπουν τις συναλλαγές στην αγορά,
γ) τα επαγγελματικά πρότυπα προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνεται το προσωπικό των επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά,
δ) τους όρους που καθορίζονται, σύμφωνα με την παράγραφο 3 για τα πλην των επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων μέλη ή συμμετέχοντες της ρυθμιζόμενης αγοράς,
ε) τους κανόνες και διαδικασίες εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά.

3. Οι ρυθμιζόμενες αγορές μπορεί να δέχονται ως μέλη ή συμμετέχοντες επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα και άλλα πρόσωπα τα οποία διαθέτουν:
α) επαρκώς καλή φήμη,
β) επαρκές επίπεδο συναλλακτικής ικανότητας, γνώσεων και πείρας,
γ) όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς οργανωτικές ρυθμίσεις,
δ) επαρκή μέσα για το ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν, λαμβανομένων υπόψη των διάφορων χρηματοπιστωτικών ρυθμίσεων που έχει ενδεχομένως επιβάλει η ρυθμιζόμενη αγορά για να εγγυάται τον προσήκοντα διακανονισμό των συναλλαγών.

4. Τα μέλη ή οι συμμετέχοντες της ρυθμιζόμενης αγοράς :
α) δεν έχουν υποχρέωση να εφαρμόζουν έναντι αλλήλων τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28 ως προς τις συναλλαγές που διενεργούνται στην αγορά,
β) εφαρμόζουν έναντι των πελατών τους τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28 όταν, ενεργώντας για λογαριασμό πελατών, εκτελούν τις εντολές τους σε ρυθμιζόμενη αγορά.

5. Οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά ή την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους της ή τη συμμετοχή σε αυτήν, πρέπει να προβλέπουν την άμεση ή εξ αποστάσεως συμμετοχή των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων.

6. Ρυθμιζόμενη αγορά, η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να δημιουργήσει κατάλληλα συστήματα σε άλλο κράτος-μέλος για να διευκολύνει την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών από τα μέλη της ή τους συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος-μέλος αυτό, ύστερα από γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί την πληροφορία αυτή εντός μηνός στην αρμόδια αρχή του κράτους -μέλους υποδοχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί, εντός εύλογου χρόνου, την ταυτότητα των μελών ή συμμετεχόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς που είναι εγκατεστημένα στο κράτος- μέλος υποδοχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαθέτει στην Ε.Α.Κ.Α.Α. κατόπιν αιτήματος, τις πληροφορίες αυτές με τη διαδικασία και με τις προϋποθέσεις του άρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010 (ΕΕ L 331/15.12.2010).

7. Ρυθμιζόμενες αγορές που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από άλλο κράτος-μέλος μπορεί να δημιουργήσουν κατάλληλα συστήματα στην Ελλάδα για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα. Η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεση της ρυθμιζόμενης αγοράς να δημιουργήσει συστήματα στην Ελλάδα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει να πληροφορηθεί την ταυτότητα των μελών ή συμμετεχόντων στην ρυθμιζόμενη αγορά που είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα.

8. Ο διαχειριστής της ρυθμιζόμενης αγοράς κοινοποιεί σε τακτά χρονικά διαστήματα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τον κατάλογο των μελών της ή των συμμετεχόντων σε αυτήν.

1. Οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ρυθμιζόμενη αγορά θεσπίζουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες και χρησιμοποιούν τους αναγκαίους πόρους για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών ή συμμετεχόντων τους με τους κανόνες τους. Οι διαχειριστές αγοράς παρακολουθούν τις εντολές που αποστέλλονται, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων, και τις συναλλαγές που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντές τους μέσω των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζονται παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών, ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο.

2. Οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ρυθμιζόμενη αγορά ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για σημαντικές παραβάσεις των κανόνων τους, για συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή για ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014 ή για δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην Ε.Α.Κ.Α.Α. και στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο. Όσον αφορά ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ειδοποιεί τις αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών-μελών και την Ε.Α.Κ.Α.Α., εφόσον είναι πεπεισμένη ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά.

3. Οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ρυθμιζόμενη αγορά διαβιβάζουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στην αρμόδια για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης της αγοράς αρχή βοηθώντας την στη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς που διαπράττεται στα συστήματά τους ή μέσω αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4443/2016.

1. Με την επιφύλαξη των Τίτλων ΙΙΙ, IV ή V του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012, οι ρυθμιζόμενες αγορές μπορεί να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης με σύστημα διακανονισμού που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος-μέλος κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στα πλαίσια των συστημάτων τους.

2. Με την επιφύλαξη των Τίτλων ΙΙΙ, IV ή V του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέων εκκαθάρισης ή συστήματος διακανονισμού άλλου κράτους-μέλους μόνο σε περίπτωση που αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στην παράγραφο 2 του άρθρου 37 προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.
Για την αποφυγή αδικαιολόγητης επικάλυψης των ελέγχων η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη και εποπτεία του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ως επιβλέπουσες τα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες εποπτικές αρχές που διαθέτουν σχετική αρμοδιότητα.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καταρτίζει κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών για τις οποίες έχει εκδώσει άδεια λειτουργίας και τον διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές των υπολοίπων κρατών-μελών και στην Ε.Α.Κ.Α.Α.. Η ίδια υποχρέωση υφίσταται και για κάθε τροποποίηση του καταλόγου αυτού.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η Ε.Α.Κ.Α.Α. με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 57 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θεσπίζει και εφαρμόζει όρια θέσης σχετικά με το μέγεθος της καθαρής θέσης που μπορεί να κατέχει ανά πάσα στιγμή ένα πρόσωπο σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης και σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Τα όρια καθορίζονται με βάση όλες τις θέσεις που κατέχει ένα πρόσωπο και εκείνες που κατέχονται για λογαριασμό του συνολικά σε επίπεδο ομίλου, προκειμένου:
α) να αποτρέπεται η κατάχρηση της αγοράς,
β) να υποστηρίζονται ορθοί όροι τιμολόγησης και διακανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της αποτροπής δημιουργίας θέσεων που στρεβλώνουν την αγορά και, κυρίως, να διασφαλίζεται, η σύγκλιση των τιμών των παραγώγων κατά το μήνα παράδοσης και των τιμών για άμεση παράδοση του υποκείμενου εμπορεύματος, με την επιφύλαξη της διαδικασίας διαμόρφωσης τιμής στην αγορά του υποκείμενου εμπορεύματος.
Όρια θέσεων δεν εφαρμόζονται σε θέσεις που κατέχονται από μη χρηματοοικονομική οντότητα ή για λογαριασμό της και οι οποίες έχει διαπιστωθεί κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα της συγκεκριμένης μη χρηματοοικονομικής οντότητας.

2. Τα όρια θέσεων καθορίζουν σαφή ποσοτικά όρια για το ανώτατο μέγεθος θέσης που μπορεί να κατέχει ένα πρόσωπο σε παράγωγο επί εμπορευμάτων.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θέτει όρια για κάθε σύμβαση παραγώγου επί εμπορεύματος που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης, με βάση τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η Ε.Α.Κ.Α.Α., σύμφωνα με την παράγραφο 1. Το εν λόγω όριο θέσης περιλαμβάνει τις οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επανεξετάζει τα όρια θέσης όταν υπάρχει σημαντική μεταβολή στην παραδοτέα ποσότητα ή στις ανοικτές θέσεις ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή στην αγορά, με βάση τον καθορισμό της παραδοτέας ποσότητας και των ανοικτών θέσεων στον οποίο έχει προβεί, και αναπροσαρμόζει το όριο θέσης, σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η Ε.Α.Κ.Α.Α..

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην Ε.Α.Κ.Α.Α. τα ακριβή όρια θέσης που προτίθεται να θέσει, σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού της Ε.Α.Κ.Α.Α. για να λάβει τη γνώμη της. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μεταβάλλει τα όρια θέσης, σύμφωνα με τη γνώμη της Ε.Α.Κ.Α.Α. ή υποβάλλει στην Ε.Α.Κ.Α.Α. τους λόγους για τους οποίους θεωρεί μη αναγκαία τη συγκεκριμένη μεταβολή. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνώμη της Ε.Α.Κ.Α.Α., δημοσιεύει αμέσως στο διαδικτυακό της τόπο ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους για την απόφασή της αυτή.

5. Όταν το ίδιο παράγωγο επί εμπορεύματος αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε σημαντικές ποσότητες σε τόπους διαπραγμάτευσης σε περισσότερες της μιας δικαιοδοσίες, το ενιαίο όριο θέσης που εφαρμόζεται σε όλες τις συναλλαγές επί της συγκεκριμένης σύμβασης καθορίζεται από την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης με τον υψηλότερο όγκο συναλλαγών (κεντρική αρμόδια αρχή). Η κεντρική αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μεγάλους όγκους το εν λόγω παράγωγο, σχετικά με το ενιαίο όριο θέσης που θα εφαρμόζεται, καθώς και για τυχόν αναθεωρήσεις του εν λόγω ενιαίου ορίου θέσης. Οι αρμόδιες αρχές που διαφωνούν δηλώνουν εγγράφως και λεπτομερώς όλους τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 1.
Οι αρμόδιες αρχές των τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης το ίδιο παράγωγο εμπορεύματος και οι αρμόδιες αρχές των κατόχων θέσεων στο εν λόγω παράγωγο εμπορεύματος συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής των σχετικών στοιχείων μεταξύ τους, προκειμένου να καταστήσουν δυνατή την παρακολούθηση και την επιβολή του ενιαίου ορίου θέσης.

6. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή οι διαχειριστές αγοράς οι οποίοι διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων εφαρμόζουν ελέγχους για τη διαχείριση θέσεων. Οι έλεγχοι αυτοί περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις ακόλουθες εξουσίες του τόπου διαπραγμάτευσης:
α) να παρακολουθεί τις ανοικτές θέσεις των προσώπων,
β) να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης κάθε σχετικής τεκμηρίωσης, από πρόσωπα σχετικά με το μέγεθος και το σκοπό της θέσης ή της έκθεσης που δημιουργήθηκε, πληροφορίες σχετικά με πραγματικούς ή υποκείμενους δικαιούχους, τυχόν συμφωνίες για συντονισμένες ενέργειες, καθώς και για κάθε σχετικό στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού (assets and liabilities) στην υποκείμενη αγορά,
γ) να απαιτεί από πρόσωπο να κλείνει ή να περιορίζει θέση, σε προσωρινή ή μόνιμη βάση, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση, και να λαμβάνει μονομερώς το ενδεδειγμένο μέτρο για να διασφαλίζεται το κλείσιμο ή ο περιορισμός της θέσης αν το οικείο πρόσωπο δεν συμμορφώνεται, και
δ) να απαιτεί, όπου είναι σκόπιμο, από πρόσωπο να παρέχει ρευστότητα στην αγορά σε συμφωνημένη τιμή και όγκο σε προσωρινή βάση με ρητή πρόθεση τον περιορισμό των επιπτώσεων μιας μεγάλης ή κυρίαρχης θέσης.

7. Τα όρια θέσεων και οι έλεγχοι για τη διαχείριση θέσεων πρέπει να είναι διαφανείς και να μην επιτρέπουν διακριτική μεταχείριση, να καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίον εφαρμόζονται στα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν και να λαμβάνουν υπόψη τη φύση και τη σύνθεση των συμμετεχόντων στην αγορά και τη χρήση από αυτούς των συμβάσεων που υποβάλλονται σε διαπραγμάτευση.

8. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται τον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τις λεπτομέρειες των ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην Ε.Α.Κ.Α.Α. τις ίδιες πληροφορίες, καθώς και τις λεπτομέρειες των ορίων θέσεων που έχει θεσπίσει.

9. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν επιβάλλει πιο περιοριστικά όρια από αυτά που θεσπίζονται, σύμφωνα με την παράγραφο 1, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, όπου αιτιολογούνται αντικειμενικά και είναι αναλογικά, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα και την εύρυθμη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς. H Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύει στο διαδικτυακό της τόπο τις λεπτομέρειες των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων που αποφασίζει να επιβάλει, τα οποία πρέπει να ισχύουν για αρχική περίοδο μη υπερβαίνουσα τους έξι (6) μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στο διαδικτυακό της τόπο. Τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων μπορούν να ανανεωθούν για περαιτέρω περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους έξι (6) μήνες κάθε φορά, αν οι λόγοι για τον περιορισμό εξακολουθούν να ισχύουν. Αν δεν ανανεωθούν μετά την πάροδο των έξι (6) αυτών μηνών, λήγουν αυτόματα.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην Ε.Α.Κ.Α.Α. την επιβολή πιο περιοριστικών ορίων θέσεων. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει αιτιολόγηση για τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων.
Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνώμη της Ε.Α.Κ.Α.Α., δημοσιεύει αμέσως στο διαδικτυακό της τόπο ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους της εν λόγω επιβολής.

10. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί τις εξουσίες της όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, για παραβάσεις επί των ορίων θέσεων που καθορίζονται, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, για:
α) θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια θέσεων σε συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει θεσπίσει για συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης που είναι εγκατεστημένοι ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ή οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων,
β) θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια θέσεων σε συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που καθορίζουν οι αρμόδιες αρχές σε άλλα κράτη-μέλη.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους:
α) δημοσιεύουν εβδομαδιαία έκθεση ανά κατηγορία προσώπων με τις συνολικές θέσεις τους στα διάφορα παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης που διαχειρίζονται, προσδιορίζοντας τον αριθμό των θέσεων αγοράς και πώλησης ανά κατηγορία προσώπων, τις μεταβολές τους από την προηγούμενη έκθεση, το ποσοστό των συνολικών ανοικτών θέσεων που αντιστοιχεί σε κάθε κατηγορία και τον αριθμό των προσώπων που κατέχουν θέση σε κάθε κατηγορία, σύμφωνα με την παράγραφο 4, και κοινοποιούν την έκθεση αυτή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην Ε.Α.Κ.Α.Α.,
β) παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναλυτική κατάσταση των θέσεων που κατέχουν όλα τα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των μελών ή των συμμετεχόντων και των πελατών τους, στο συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον σε ημερήσια βάση.
Η υποχρέωση που περιγράφεται στην περίπτωση α΄ ισχύει μόνο όταν τόσο ο αριθμός των προσώπων όσο και οι ανοικτές θέσεις τους υπερβαίνουν τα ελάχιστα όρια.

2. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. που συναλλάσσονται σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους εκτός τόπου διαπραγμάτευσης παρέχουν, τουλάχιστον σε καθημερινή βάση στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης τα παράγωγα επί εμπορευμάτων ή τα δικαιώματα εκπομπής ή τα παράγωγά τους, ή στην κεντρική αρμόδια αρχή, όταν τα ανωτέρω χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μεγάλους όγκους σε τόπους διαπραγμάτευσης σε περισσότερες της μιας δικαιοδοσίες, αναλυτική κατάσταση των θέσεων που κατέχουν:
(α) στα ανωτέρω χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης και
(β) σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, καθώς και των θέσεων των πελατών τους και των πελατών των εν λόγω πελατών μέχρι τον τελικό πελάτη, σύμφωνα με το άρθρο 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και, όπου έχει εφαρμογή, το άρθρο 8 του Κανονισμού (ΕΕ) 1227/2011.

3. Για να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της τήρησης της παραγράφου 1 του άρθρου 57, τα μέλη ρυθμιζόμενων αγορών και ΠΜΔ ή οι συμμετέχοντες σε αυτούς και οι πελάτες των ΜΟΔ οφείλουν να γνωστοποιούν στην Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή στο διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον αντίστοιχο τόπο διαπραγμάτευσης τις λεπτομέρειες σχετικά με τις θέσεις τις οποίες κατέχουν στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον σε καθημερινή βάση, καθώς και τις θέσεις των πελατών τους και των πελατών των εν λόγω πελατών έως τον τελικό πελάτη.

4. Τα πρόσωπα που κατέχουν θέσεις σε παράγωγο εμπορεύματος ή σε δικαίωμα εκπομπής ή σε παράγωγά τους ταξινομούνται από την Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή το διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται το συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, ανάλογα με τη φύση της κύριας επιχειρηματικής τους δραστηριότητας λαμβάνοντας υπόψη την τυχόν ισχύουσα άδεια λειτουργίας σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες:
α) επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα,
β) επενδυτικά κεφάλαια, είτε ως ΟΣΕΚΑ, σύμφωνα με το ν. 4099/2012 ή την Oδηγία 2009/65/ΕΚ, είτε ως διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, σύμφωνα με το ν. 4209/2013 (Α΄253) ή την Οδηγία 2011/61/EE (EE L 174/1.7.2011),
γ) άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το ν. 4364/2016 ή την Οδηγία 2009/138/ΕΚ και ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης, σύμφωνα με το ν. 3029/2002 (A΄160) ή την Οδηγία 2003/41/ΕΚ (EE L235/23.9.2003),
δ) εμπορικές επιχειρήσεις,
ε) στην περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων τους, διαχειριστές με υποχρεώσεις συμμόρφωσης, σύμφωνα με την Η.Π. 54409/2632/2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Β´ 1931) ή της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ.
Οι εκθέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α΄ της παραγράφου 1 καθορίζουν τον αριθμό θέσεων αγοράς και πώλησης ανά κατηγορία προσώπου, τις τυχόν μεταβολές σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση, το ποσοστό του συνόλου των ανοικτών θέσεων ανά κατηγορία, και τον αριθμό των προσώπων σε κάθε κατηγορία.
Οι εκθέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α΄ της παραγράφου 1 και οι αναλυτικές καταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 διακρίνονται σε:
α) θέσεις που χαρακτηρίζονται ως θέσεις οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, περιορίζουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με εμπορικές δραστηριότητες και
β) λοιπές θέσεις.
Στην περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων τους, η υποβολή εκθέσεων δεν θίγει τις υποχρεώσεις συμμόρφωσης που προβλέπονται στην Η.Π. 54409/2632/2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ή στην Οδηγία 2003/87/ΕΚ.

1. H παροχή υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι, Τμήμα Δ΄ ως τακτική ενασχόληση ή δραστηριότητα, υπόκειται σε χορήγηση άδειας, σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο. Η εν λόγω άδεια χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, Α.Ε.Π.Ε.Υ. που διαχειρίζεται τον τόπο διαπραγμάτευσης ή διαχειριστής αγοράς, που έχει λάβει άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, επιτρέπεται να παρέχει τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων ενός Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., με την προϋπόθεση της προηγούμενης εξακρίβωσης της συμμόρφωσής τους με τον παρόντα τίτλο. Η υπηρεσία αυτή περιλαμβάνεται στην άδεια λειτουργίας τους.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τηρεί μητρώο με τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που έχουν αδειοδοτηθεί από αυτήν. Το μητρώο είναι προσβάσιμο από το κοινό και περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες για τις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επικαιροποιεί το μητρώο τακτικά και γνωστοποιεί κάθε άδεια λειτουργίας στην Ε.Α.Κ.Α.Α..

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τους παρόχους αναφοράς δεδομένων κατά την παροχή των υπηρεσιών τους, ελέγχει τακτικά τη συμμόρφωσή τους προς τον παρόντα τίτλο και ελέγχει ότι πληρούν ανά πάσα στιγμή τις προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας, που ορίζονται στον παρόντα τίτλο.

1. Η άδεια λειτουργίας προσδιορίζει τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων τις οποίες επιτρέπεται να παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε επιπλέον υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων υποβάλλει αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας του.

2. Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ένωση και επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να παρέχει τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει λάβει άδεια σε όλη την Ένωση.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια εφόσον πειστεί πλήρως ότι ο αιτών πληροί όλες τις απαιτήσεις βάσει των διατάξεων που θεσπίζονται, σύμφωνα με τον παρόντα.

2. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων παρέχει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων, στο οποίο καθορίζονται, μεταξύ άλλων, τα είδη των σχεδιαζόμενων υπηρεσιών και η οργανωτική δομή, προκειμένου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να είναι σε θέση να διαπιστώσει ότι ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει λάβει, κατά τη στιγμή της αρχικής αδειοδότησης, όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει με βάση τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

3. Οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας και έχουν τα κεντρικά τους γραφεία και την καταστατική τους έδρα στην Ελλάδα. Το μετοχικό τους κεφάλαιο ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδων (125.000) ευρώ. Οι μετοχές είναι ονομαστικές.

4. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών, απαιτείται να κατατεθεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα το μετοχικό του κεφάλαιο, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται τοις μετρητοίς. Μερική καταβολή αποκλείεται. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να μεταβάλλεται το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται και σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρείες εφόσον έχουν ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 3 και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του Τίτλου αυτού. Τα ίδια κεφάλαια παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων δεν μπορεί να υπολείπονται του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας του.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει τον αιτούντα, μέσα σε έξι (6) μήνες από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, αν ο πάροχος:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας μέσα σε δώδεκα (12) μήνες από τη χορήγησή της, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες,
β) έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο παράτυπο τρόπο,
γ) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια,
δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

1. Όλα τα μέλη του οργάνου διοίκησης των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων πρέπει να έχουν καλή φήμη, να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και πείρα και να αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Το όργανο διοίκησης διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και πείρα ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Κάθε μέλος του οργάνου διοίκησης ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, ώστε να μπορεί αποτελεσματικά να θέτει υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις των ανώτερων διευθυντικών στελεχών, όποτε αυτό είναι αναγκαίο, και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη λήψη των αποφάσεων από διευθυντικά στελέχη, όταν απαιτείται.
Όταν ένας διαχειριστής αγοράς ζητεί άδεια λειτουργίας για Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ., ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. και τα μέλη του διοικητικού οργάνου του Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., του Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή του Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι τα ίδια με τα μέλη του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή της ρυθμιζόμενης αγοράς, τα πρόσωπα αυτά τεκμαίρεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου.

2. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα μέλη του οργάνου διοίκησης και κάθε μεταβολή στα μέλη του, καθώς και τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του παρόχου με την παράγραφο 1.

3. Το όργανο διοίκησης ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ορίζει και επιβλέπει την εφαρμογή των ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση του παρόχου, συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων στον πάροχο και της αποτροπής των συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που προάγει την ακεραιότητα της αγοράς και τα συμφέροντα των πελατών του.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας αν διαπιστώσει ότι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων δεν διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, ή αν διαπιστώνει αιτιολογημένα ότι οι προτεινόμενες αλλαγές στο όργανο διοίκησης του παρόχου μπορεί να θέτουν σε κίνδυνο την ορθή και συνετή διαχείριση, το συμφέρον των πελατών του και την ακεραιότητα της αγοράς.

1. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για τη δημοσίευση των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει των άρθρων 20 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 όσο πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό υπό εύλογους εμπορικούς όρους. Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες δωρεάν δεκαπέντε (15) λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. δημοσιοποιούν αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε μορφότυπο που διευκολύνει την ενοποίηση των πληροφοριών αυτών με παρόμοια δεδομένα από άλλες πηγές.

2. Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται από Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., σύμφωνα με την παράγραφο περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τα ακόλουθα στοιχεία:
α) τον αναγνωριστικό κωδικό του χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,
γ) τον όγκο της συναλλαγής,
δ) τη χρονική στιγμή της συναλλαγής,
ε) τη χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,
στ) την ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής,
ζ) τον κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, ή τον κωδικό «SI» αν η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC»,
η) αν συντρέχει περίπτωση, ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε ειδικούς όρους.

3. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες. Ιδίως, Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή Α.Ε.Π.Ε.Υ., χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις, εφαρμόζει δε και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.

4. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας που έχουν σχεδιαστεί για να εγγυώνται την ασφάλεια των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και να αποτρέπουν τη διαρροή των πληροφοριών πριν από τη δημοσίευσή τους. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διατηρούν επαρκείς πόρους και διαθέτουν εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχουν και να εξασφαλίζουν την παροχή των υπηρεσιών τους ανά πάσα στιγμή.

5. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διαθέτουν συστήματα που τους επιτρέπουν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις, να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών.

1. Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για να συγκεντρώνουν τις δημοσιευμένες πληροφορίες, σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 20 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, να τις ενοποιούν σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και να τις καθιστούν διαθέσιμες στο κοινό όσο πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό, με εύλογους εμπορικούς όρους.
Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
α) τον αναγνωριστικό κωδικό του χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,
γ) τον όγκο της συναλλαγής,
δ) τη χρονική στιγμή της συναλλαγής,
ε) τη χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,
στ) την ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής,
ζ) τον κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, ή τον κωδικό «SI» αν η συναλλαγή εκτελέστηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC»,
η) όπου συντρέχει περίπτωση, αναφορά του γεγονότος ότι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση και την εκτέλεση της συναλλαγής είναι αλγόριθμος ηλεκτρονικού υπολογιστή της επιχείρησης επενδύσεων,
θ) αν συντρέχει περίπτωση, ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους,
ι) αν η υποχρέωση δημοσιοποίησης των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Kανονισμού (ΕΕ) 600/2014 έχει αρθεί, σύμφωνα με το στοιχείο α΄ ή β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του εν λόγω Kανονισμού, ένδειξη της συγκεκριμένης εξαίρεσης στην οποία είχε υπαχθεί η εν λόγω συναλλαγή.
Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες δωρεάν δεκαπέντε (15) λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. πρέπει να είναι σε θέση να δημοσιοποιούν αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε μορφότυπους που είναι εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά.

2. Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για να συγκεντρώνουν τις δημοσιευμένες πληροφορίες, σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, να τις ενοποιούν σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και να τις καθιστούν διαθέσιμες στο κοινό όσο πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό, υπό εύλογους εμπορικούς όρους, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
α) αναγνωριστικό κωδικό ή άλλα αναγνωριστικά στοιχεία του χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,
γ) όγκο της συναλλαγής,
δ) χρονική στιγμή της συναλλαγής,
ε) χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,
στ) ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής,
ζ) κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, ή τον κωδικό «SI» αν η συναλλαγή εκτελέστηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC»,
η) αν συντρέχει περίπτωση, ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους.
Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες δωρεάν δεκαπέντε (15) λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. πρέπει να είναι σε θέση να δημοσιοποιεί αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε γενικά αποδεκτούς μορφότυπους που είναι διαλειτουργικοί, εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά.

3. Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διασφαλίζει ότι τα δεδομένα που παρέχει αποτελούν αντικείμενο ενοποίησης από όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους ΠΜΔ, τους ΜΟΔ και τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. για τα χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως τα παραπάνω εξειδικεύονται με ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα βάσει του στοιχείου γ΄ της παραγράφου 8 του άρθρου 65 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

4. Οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων. Ιδίως, ο διαχειριστής αγοράς ή ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., που διαχειρίζεται παράλληλα και ενοποιημένο δελτίο, χειρίζεται όλες τις συγκεντρωμένες πληροφορίες με τρόπο που να μην εισάγει διακρίσεις και θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές ρυθμίσεις για τον διαχωρισμό των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.

5. Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας που έχουν σχεδιαστεί για να εγγυώνται την ασφάλεια των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών και να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης. Ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διατηρεί επαρκείς πόρους και διαθέτει εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχει και να εξασφαλίζει την παροχή των υπηρεσιών του ανά πάσα στιγμή.

1. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για τη γνωστοποίηση των πληροφοριών που απαιτούνται, σύμφωνα με το άρθρο 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο μέχρι το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας από εκείνη που πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή. Οι πληροφορίες αυτές γνωστοποιούνται, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 26 του Kανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

2. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές οργανωτικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες τους. Ιδίως, Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή Α.Ε.Π.Ε.Υ. χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις, και θεσπίζει και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.

3. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας που έχουν σχεδιαστεί για να εγγυώνται την ασφάλεια και γνησιότητα των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και να αποφεύγουν τη διαρροή των πληροφοριών, διατηρώντας πάντοτε την εμπιστευτικότητα των στοιχείων. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διατηρούν επαρκείς πόρους και διαθέτουν εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχουν και να εξασφαλίζουν την παροχή των υπηρεσιών τους ανά πάσα στιγμή.

4. Οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτουν συστήματα που τους επιτρέπουν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις, να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα που προκαλούνται από την επιχείρηση επενδύσεων και, όπου υπάρχουν τέτοια σφάλματα ή παραλείψεις, να κοινοποιούν στην επιχείρηση επενδύσεων τις σχετικές λεπτομέρειες για τα σφάλματα ή τις παραλείψεις και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών.
Επίσης, οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. διαθέτουν συστήματα που τους επιτρέπουν να εντοπίζουν σφάλματα ή παραλείψεις που προκαλούνται από τους ίδιους τους Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., να διορθώνουν και να διαβιβάζουν ή να διαβιβάζουν εκ νέου, ανάλογα με την περίπτωση, ορθές και πλήρεις γνωστοποιήσεις συναλλαγών στην αρμόδια αρχή.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια για την εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ πράξεων. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρμόδια για την εποπτεία της εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 3, της παραγράφου 3 του άρθρου 9, των άρθρων 14, 16 έως 23, 29 της ενότητας Α΄ του άρθρου 34 εκτός των παραγράφων 2 και 3 της ενότητας αυτής, της ενότητας Β΄ του άρθρου 34 εκτός των παραγράφων 2 και 3 της ενότητας αυτής, της ενότητας Α΄ του άρθρου 35 εκτός των παραγράφων 2 έως 6 και της παραγράφου 8 της ενότητας αυτής, της ενότητας Β΄ του άρθρου 35 εκτός των παραγράφων 2, 3 και 6 της ενότητας αυτής, των άρθρων 39 έως 42, 93 και 96 του παρόντος, του άρθρου 42 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, καθώς και των πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων αυτών και των αντίστοιχων άρθρων της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα.

2. Στο πλαίσιο της κατά την προηγούμενη παράγραφο εποπτείας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, έχουν όλες τις εξουσίες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών ελέγχου και επιβολής επανορθωτικών μέτρων, που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, σύμφωνα με τον παρόντα, τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014, την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτών πράξεων, ιδίως σε περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1, μπορεί να:
α) έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο στοιχείο, σε οποιαδήποτε μορφή, τα οποία θεωρεί ότι μπορεί να είναι συναφή με την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων της, και να λαμβάνει αντίγραφό τους,
β) απαιτεί πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλεί και να θέτει ερωτήματα σε οποιοδήποτε πρόσωπο προκειμένου να αποκτήσει πληροφορίες,
γ) διενεργεί γενικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ελέγχους ή έρευνες σε εποπτευόμενους, σύμφωνα με το νόμο αυτό, φορείς, ιδίως στις περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς. Οι παραπάνω έλεγχοι είναι δειγματοληπτικοί,
δ) απαιτεί πληροφορίες από τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρείες για τις οικονομικές καταστάσεις των Α.Ε.Π.Ε.Υ., των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων τρίτων χωρών, των ρυθμιζόμενων αγορών, των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και των ΑΕΕΔ,
ε) παραπέμπει θέματα στις αρμόδιες αρχές με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης,
στ) αναθέτει επαληθεύσεις και ελέγχους σε ορκωτούς ελεγκτές λογιστές, ελεγκτικές εταιρείες και άλλους εμπειρογνώμονες,
ζ) απαιτεί ή να ζητά πληροφορίες συμπεριλαμβανομένης κάθε σχετικής τεκμηρίωσης, από οποιοδήποτε πρόσωπο σχετικά με το μέγεθος και το σκοπό θέσης ή έκθεσης που δημιουργήθηκε μέσω παραγώγου επί εμπορευμάτων, και σχετικά με κάθε στοιχείο του ενεργητικού ή παθητικού στην υποκείμενη αγορά,
η) λαμβάνει κάθε μέτρο που μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι Α.Ε.Π.Ε.Υ., τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ρυθμιζόμενες αγορές και άλλα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών νόμος ή ο Κανονισμός (ΕΕ) 600/2014 εξακολουθούν να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας,
θ) προβαίνει σε δημόσιες ανακοινώσεις,
ι) αναστέλλει την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν η Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει αναπτύξει ή εφαρμόσει αποτελεσματική διαδικασία έγκρισης προϊόντων ή δεν συμμορφώνεται με άλλο τρόπο με την παράγραφο 3 του άρθρου 16 του παρόντος νόμου,
ια) αναστέλλει την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 40, 41 ή 42 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 600/2014,
ιβ) απαιτεί την απομάκρυνση φυσικού προσώπου από το διοικητικό συμβούλιο των Α.Ε.Π.Ε.Υ., των διαχειριστών αγοράς ή των πιστωτικών ιδρυμάτων. Προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, αυτή η εξουσία ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος είτε ύστερα από πρόταση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είτε με δική της πρωτοβουλία κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 67,
ιγ) ζητά από οποιοδήποτε πρόσωπο να λαμβάνει μέτρα για τη μείωση του μεγέθους μιας θέσης ή έκθεσης.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί επιπροσθέτως να:
α) απαιτεί την αναστολή της διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) διαγράφει η ίδια ή να απαιτεί τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από την διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή την απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο διενέργειας συναλλαγών,
γ) περιορίζει τη δυνατότητα οποιουδήποτε προσώπου να διενεργεί συναλλαγές σε παράγωγο επί εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης ορίων στο μέγεθος της θέσης που μπορεί να κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο οποιαδήποτε στιγμή, σύμφωνα με το άρθρο 57 του παρόντος,
δ) απαιτεί τα υφιστάμενα αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλα αρχεία διακίνησης δεδομένων που κατέχουν οι Α.Ε.Π.Ε.Υ., τα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα εποπτευόμενα πρόσωπα, που υπόκεινται στον παρόντα, στον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014 και την Οδηγία 2014/65/ΕΕ και να λαμβάνουν αντίγραφά τους,
ε) ζητά τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τη διαδικασία του στοιχείου ε΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 36 του ν. 4443/2016,
στ) απαγορεύει προσωρινά την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, από φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται ή συνεργάζονται με εποπτευόμενους φορείς,
ζ) απαιτεί την προσωρινή ή οριστική διακοπή κάθε πρακτικής ή συμπεριφοράς την οποία θεωρεί αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και να προλαμβάνει την επανάληψη της εν λόγω πρακτικής ή συμπεριφοράς,
η) ζητά, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τα υφιστάμενα αρχεία κίνησης δεδομένων που τηρούνται από πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών όταν υπάρχει εύλογη υπόνοια παράβασης των διατάξεων του παρόντος, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, και εφόσον τα εν λόγω αρχεία σχετίζονται ή ενδέχεται να είναι σχετικά με τη διερεύνηση παραβάσεων των ως άνω διατάξεων,
θ) καλεί και να λαμβάνει ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο για την απόκτηση πληροφοριών, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην περίπτωση ζ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του ν. 4443/2016.

5. Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας της παραγράφου 1 η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ελέγχει τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων για τις οποίες έχει αρμοδιότητα εποπτείας, ασκώντας, επιπλέον των αναφερομένων στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, και τις εξουσίες ελέγχου που της παρέχει ο ν. 4261/2014.

6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, ασκούν τις εποπτικές τους αρμοδιότητες, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών ελέγχου και επιβολής επανορθωτικών μέτρων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, καθώς και τις εξουσίες για την επιβολή κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 69:
α) άμεσα,
β) σε συνεργασία με άλλες αρχές,
γ) με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

7. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, καθορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να υποβάλλουν οι εποπτευόμενοι φορείς, ο χρόνος και τρόπος υποβολής τους, καθώς και κάθε άλλο σχετικό τεχνικό θέμα, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του Κανονισμού και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή για πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα, και για τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, για τους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή για επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι επιχειρήσεις επενδύσεων, για ΟΣΕΚΑ και άλλους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, και για Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης συνεργάζονται στενά, ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία ιδιαίτερης σημασίας ή σχετική με την άσκηση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους και παρέχουν η μία στην άλλη κάθε αναγκαία συνδρομή. Σε Πρωτόκολλο Συνεργασίας μεταξύ Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και Τράπεζας της Ελλάδος, προσδιορίζονται οι όροι και η διαδικασία της ανωτέρω συνεργασίας.

2. Το Πρωτόκολλο Συνεργασίας προβλέπει μεταξύ άλλων:
α) την κοινοποίηση στην άλλη αρχή των εγγράφων με τα οποία ενημερώνεται η Ε.Α.Κ.Α.Α. και ιδίως στις περιπτώσεις των άρθρων 5 παράγραφος 3, 8 παράγραφος 1, 18 παράγραφος 5, 31 παράγραφος 2, 32 παράγραφοι 3 και 4, 44 παράγραφος 5, 54 παράγραφος 2, 56, 57 και 70 παράγραφοι 4, 5 και 6,
β) τη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών και αιτημάτων με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών στις περιπτώσεις που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργεί ως αρμόδια αρχή επικοινωνίας, σύμφωνα με τα άρθρα 77 παράγραφος 1, τηρουμένων των διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος νόμου, του ν. 4261/2014 και του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και με την επιφύλαξη της υποχρέωσης για τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών των κρατών-μελών για την ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών,
γ) τη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών στο πλαίσιο των ερευνών που διενεργούν οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές,
δ) την εξειδίκευση των υποχρεώσεων των εποπτευόμενων από τις ανωτέρω εποπτικές αρχές Α.Ε.Π.Ε.Υ. και πιστωτικών ιδρυμάτων,
ε) τη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών για την εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 17 και της παρ. 11 του άρθρου 36 του ν. 4099/2012 και του άρθρου 8 του ν. 4209/2013,
στ) τις διαδικασίες με τις οποίες διασφαλίζεται η εν γένει ανταλλαγή πληροφοριών και ο συντονισμός μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος, με σκοπό την, κατά το δυνατό, αποφυγή επικαλύψεων ή σύγκρουσης αρμοδιοτήτων στο πεδίο της εποπτείας και της διενέργειας ελέγχων, καθώς και τη μείωση του διοικητικού κόστους εποπτείας,
ζ) την παροχή κάθε αναγκαίας συνδρομής για την εκτέλεση των καθηκόντων τους,
η) την αμοιβαία ενημέρωση μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος για επιβληθείσες κυρώσεις ή την προηγούμενη διαβούλευσή τους για την επιβολή κυρώσεων σε περιπτώσεις σημαντικών παραβάσεων, που μπορεί να έχουν επίπτωση στην ομαλή λειτουργία των εποπτευομένων ιδρυμάτων,
θ) την ενημέρωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος για τα πιστωτικά ιδρύματα άλλου κράτους-μέλους που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ή χωρίς εγκατάσταση,
ι) τη διαδικασία συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος για:
αα) τη διενέργεια ελέγχων ως προς τη συμμόρφωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ιδίως με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 24, 25, 27, 28 του παρόντος νόμου, καθώς και στους τίτλους II και ΙΙΙ του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και στις κατ’ εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ πράξεων και
ββ) την επιβολή κυρώσεων για τις σχετικές παραβάσεις.
ια) τη διαβίβαση στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητας της, των πληροφοριών που λαμβάνει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 86,
ιβ) το περιεχόμενο της διαβούλευσης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 11 σχετικά με την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 13.

1. Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 67 του παρόντος, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών ελέγχου και επιβολής επανορθωτικών μέτρων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή τους και κατ’ εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, επιβάλλουν τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις και μέτρα, τα οποία πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά:
α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία αναφέρονται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και η φύση της παράβασης, σύμφωνα με το άρθρο 70,
β) εντολή που υποχρεώνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει στο μέλλον,
γ) σε περίπτωση Α.Ε.Π.Ε.Υ., υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς που διαθέτει άδεια λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ, καθώς και σε περίπτωση ρυθμιζόμενης αγοράς, Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. και Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με τα άρθρα 8, 43 και 62 του παρόντος, ή, προκειμένου περί πιστωτικού ιδρύματος ή υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι πιστωτικό ίδρυμα, ανάκληση της άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με το άρθρο 43 του παρόντος και τις λοιπές σχετικές διατάξεις της ισχύουσας για τα πιστωτικά ιδρύματα νομοθεσίας,
δ) προσωρινή ή, σε περίπτωση επανειλημμένων σοβαρών παραβάσεων, οριστική απαγόρευση κατά οποιουδήποτε φυσικού προσώπου να συμμετέχει σε διοικητικό συμβούλιο ή να ασκεί διευθυντικά καθήκοντα σε Α.Ε.Π.Ε.Υ., πιστωτικό ίδρυμα ή υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας,
ε) προσωρινή απαγόρευση σε οποιαδήποτε επιχείρηση επενδύσεων, πιστωτικό ίδρυμα ή υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας να είναι μέλος ή να συμμετέχει σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ ή σε οποιονδήποτε πελάτη να συμμετέχει σε ΜΟΔ,
στ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο ύψους έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000,00) ευρώ ή έως δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση. Στην περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με το ν. 4308/2014 και την Οδηγία 2013/34/ΕΕ (ΕΕ L 182/29.6.2013), ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών, ορίζεται ως ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή τα αντίστοιχα έσοδα, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο περί κατάρτισης και παρουσίασης των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων που προκύπτει από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό της Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση,
ζ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο ύψους έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000,00) ευρώ,
η) χρηματικό πρόστιμο έως το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος αυτό μπορεί να προσδιοριστεί, ακόμα και στην περίπτωση που υπερβαίνει τα ανώτατα ποσά που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ΄ και ζ΄ της παρούσας παραγράφου.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει, σωρευτικά με τις κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου, επίπληξη σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή τους και κατ’ εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, μπορεί να επιβάλλει τις ανωτέρω διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα, πέρα από το νομικό πρόσωπο, και στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη, βάσει της κείμενης νομοθεσίας, για παράβαση των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διατάξεων.

4. Κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και κατά την επιμέτρηση του ύψους των προστίμων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται αναγκαίο:
α) της βαρύτητας και της διάρκειας της παράβασης,
β) του βαθμού ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,
γ) της οικονομικής επιφάνειας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει ιδίως από τον συνολικό κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία του φυσικού προσώπου,
δ) της σημασίας των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν,
ε) της ζημιάς που προκλήθηκε σε τρίτους από την παράβαση, στο βαθμό που μπορεί να προσδιοριστεί,
στ) του βαθμού συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη της ανάγκης εξασφάλισης της παραίτησης του υπαίτιου προσώπου από τα αποκτηθέντα κέρδη ή τις αποφευχθείσες ζημίες,
ζ) της καθ’ υποτροπή τέλεσης παραβάσεων ή προηγούμενων παραβάσεων του παρόντος νόμου και της λοιπής νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο,
η) της επίπτωσης της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στην προστασία των επενδυτών.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους, επιβάλλουν τις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα των παραγράφων 1 και 2, σε περίπτωση μη συνεργασίας ή μη συμμόρφωσης σε έρευνα ή επιθεώρηση ή αίτημα, σύμφωνα με το άρθρο 67.

6. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων της ενότητας Β΄ του άρθρου 34 και της ενότητας Β΄ του άρθρου 35, η με οποιονδήποτε τρόπο κατ’ επάγγελμα παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στις Α.Ε.Π.Ε.Υ., στα πιστωτικά ιδρύματα, στα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών, καθώς και στις Ανώνυμες Εταιρείες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ), στις Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ) και στις Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΑΕΔΟΕΕ) κατά τις διακρίσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και, σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας τους στην Ελλάδα. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 60, η με οποιονδήποτε τρόπο κατ’ επάγγελμα παροχή υπηρεσιών Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. και Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. επιτρέπεται μόνο στους παρόχους αυτών των υπηρεσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και την άδεια λειτουργίας τους.
Όποιος, χωρίς την απαιτούμενη άδεια με πρόθεση προβαίνει σε κατ’ επάγγελμα παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων ή παροχή υπηρεσιών Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. και Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ-στην Ελλάδα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές. Αν οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και οι υπηρεσίες Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. και Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. παρέχονται ή ασκούνται από νομικά πρόσωπα, με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται όποιος ασκεί τη διοίκηση ή διαχείριση του νομικού προσώπου.
Ο γραμματέας του ποινικού δικαστηρίου διαβιβάζει τις καταδικαστικές αποφάσεις για τις παραβάσεις των δύο προηγούμενων εδαφίων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα, στην Τράπεζα της Ελλάδος, οι οποίες και υποχρεούνται να τις διαβιβάσουν περαιτέρω στην Ε.Α.Κ.Α.Α., σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 70.

7. Στις δίκες για τις αξιόποινες πράξεις της προηγούμενης παραγράφου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει δικαίωμα, σε κάθε περίπτωση, να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας. Μετά την έκδοση οριστικής απόφασης η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει δικαίωμα να λάβει αντίγραφα της απόφασης και των εγγράφων της δικογραφίας, ανεξαρτήτως αν είχε δηλώσει ή όχι παράσταση πολιτικής αγωγής.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος αναρτούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στον επίσημο διαδικτυακό τους τόπο, κάθε απόφασή τους σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, καθώς και των πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή τους και κατ’ εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ύστερα από ενημέρωση του προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση σχετικά με την εν λόγω απόφαση. Στην κατά τα ανωτέρω δημοσιοποίηση περιλαμβάνονται τουλάχιστον πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης, καθώς και το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση ή το μέτρο. Η υποχρέωση δημοσιοποίησης δεν αφορά αποφάσεις σχετικές με την επιβολή μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα.

2. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κρίνουν ότι η δημοσιοποίηση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων είναι δυσανάλογη, μετά την κατά περίπτωση αξιολόγηση που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης αυτών των δεδομένων, ή, αν η δημοσιοποίηση της απόφασης θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή διενεργούμενους ελέγχους, πράττουν τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:
α) καθυστερούν τη δημοσιοποίηση της απόφασης για την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου έως τη στιγμή που παύουν να υφίστανται οι λόγοι για τη μη δημοσίευση,
β) δημοσιοποιούν την απόφαση για την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου χωρίς αναφορά ονομάτων, εφόσον η ανώνυμη αυτή δημοσιοποίηση εξασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,
γ) δεν δημοσιοποιούν την απόφαση επιβολής διοικητικής κύρωσης ή μέτρου αν θεωρείται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στις ανωτέρω περιπτώσεις α΄ και β΄ δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί:
αα) ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών,
ββ) η αναλογικότητα της δημοσιοποίησης των αποφάσεων αυτών σε σχέση με τα επιβληθέντα μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.
Στην περίπτωση απόφασης για ανώνυμη δημοσιοποίηση της διοικητικής κυρώσεως ή μέτρου, η δημοσιοποίηση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, αν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι που δικαιολογούν την ανώνυμη δημοσιοποίηση.

3. Σε περίπτωση άσκησης αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου κατά της απόφασης για την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, δημοσιεύουν αμέσως στον επίσημο διαδικτυακό τόπο τους τις σχετικές πληροφορίες και κάθε περαιτέρω ενημέρωση σχετικά με την έκβαση της εκδίκασης της αίτησης ακυρώσεως ή προσφυγής. Επιπλέον, δημοσιοποιείται κάθε μεταγενέστερη απόφαση που ακυρώνει απόφαση επιβολής διοικητικής κυρώσεως ή μέτρου.

4. Οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται, σύμφωνα με το παρόν άρθρο παραμένουν στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος για τουλάχιστον πέντε (5) έτη από τη δημοσιοποίησή τους. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που δημοσιοποιούνται διατηρούνται στον επίσημο διαδικτυακό τόπο των ανωτέρω αρμόδιων αρχών μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του ν. 2472/1997 (Α΄ 50).
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση ενημερώνουν την Ε.Α.Κ.Α.Α. σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν χωρίς να δημοσιοποιηθούν, σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 συμπεριλαμβανομένων των σχετικών αιτήσεων ακυρώσεως ή προσφυγών και της έκβασής τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, λαμβάνουν πληροφορίες, καθώς και τις οριστικές αποφάσεις επιβολής ποινικών κυρώσεων για παραβάσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 69 και τις υποβάλλουν στην Ε.Α.Κ.Α.Α..

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, συγκεντρώνουν και διαβιβάζουν σε ετήσια βάση στην Ε.Α.Κ.Α.Α. στοιχεία σε συγκεντρωτική μορφή, σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και τα διοικητικά μέτρα που έχουν επιβάλει, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 70 του παρόντος. Η υποχρέωση αυτή δεν αφορά διοικητικά μέτρα διερευνητικού χαρακτήρα. Επίσης, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, διαβιβάζουν σε ετήσια βάση στην Ε.Α.Κ.Α.Α. στοιχεία σε συγκεντρωτική μορφή σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν για παραβάσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 69.

6. Όποτε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, δημοσιοποιούν διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα, γνωστοποιούν παράλληλα το γεγονός αυτό στην Ε.Α.Κ.Α.Α..

1. Παραβάσεις ή ενδεχόμενες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ μπορεί να καταγγέλλονται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 67. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά περίπτωση, καθορίζονται οι κατάλληλες διαδικασίες και οι αποτελεσματικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν την υποβολή προς αυτές καταγγελιών παραβάσεων ή ενδεχόμενων παραβάσεων των εν λόγω διατάξεων.

2. Με τις αποφάσεις του δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου καθορίζονται:
α) ειδικές διαδικασίες για τη λήψη καταγγελιών σχετικά με παραβάσεις ή ενδεχόμενες παραβάσεις και την παρακολούθησή τους, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις εν λόγω καταγγελίες,
β) κατάλληλη προστασία, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης, για εργαζομένους σε εποπτευόμενους φορείς, οι οποίοι καταγγέλλουν παραβάσεις που διαπράττονται εντός των φορέων αυτών,
γ) προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που καταγγέλλει την παράβαση, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε αυτήν, σε όλα τα στάδια των διαδικασίας, εκτός αν η δημοσιοποίηση αυτή απαιτείται από την κείμενη νομοθεσία στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή μεταγενέστερων δικαστικών διαδικασιών.

3. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ., οι διαχειριστές αγοράς, οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, τα πιστωτικά ιδρύματα, όταν παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, και τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες προκειμένου οι εργαζόμενοι σε αυτά να μπορούν να καταγγέλλουν εσωτερικά παραβάσεις ή ενδεχόμενες παραβάσεις, μέσω ειδικού ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου.

1. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδίδονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, καθώς και με τις πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι επαρκώς αιτιολογημένες και υπόκεινται, κατά περίπτωση, σε αίτηση ακυρώσεως ή προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 3371/2005 (Α΄178). Η παράλειψη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να αποφασίσει σχετικά με αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας, η οποία περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, μέσα σε έξι (6) μήνες από την υποβολή της, υπόκειται επίσης σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου.

2. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, καθώς και με τις πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι επαρκώς αιτιολογημένες και υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ., τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων επενδύσεων με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος που λειτουργούν στην Ελλάδα, καθώς και τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν να συνεργάζονται με φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την υποβολή καταγγελιών και παραπόνων από πελάτες τους με σκοπό την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών που αφορούν την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.

2. Οι φορείς της προηγούμενης παραγράφου συνεργάζονται στενά με τους αντίστοιχους φορείς των άλλων κρατών-μελών για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τις διαθέσιμες, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες για την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών που αφορούν την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθώς και οι εντεταλμένοι από αυτήν ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται για την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Ως εμπιστευτικές πληροφορίες για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου νοούνται οι πληροφορίες που περιέρχονται στα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, σύμφωνα με τη παρ. 12 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991 (Α΄ 167), καθώς και οι πληροφορίες που περιέρχονται σε αυτά από άλλες αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου αίρεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρ. 13 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991, καθώς και όταν συγκατατίθεται η αρμόδια αρχή, ο φορέας ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κοινοποίησε τη σχετική πληροφορία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

2. Όταν πρόκειται για επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται σε αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες, οι οποίες δεν αφορούν τρίτους, μπορεί να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς την Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ πράξεων.

1. Ορκωτοί ελεγκτές λογιστές και ελεγκτικές εταιρείες, που έχουν λάβει επαγγελματική άδεια ή έχουν το δικαίωμα να διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4449/2017 (Α΄ 7), και διενεργούν ελέγχους σε Α.Ε.Π.Ε.Υ., ρυθμιζόμενες αγορές ή παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, σύμφωνα με την παρ. 1 και τα στοιχεία γ΄ έως ε΄ της παρ. 5 της υποπαραγράφου Α.1 της παρ. Α΄ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α΄ 94) ή, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 77 του ν. 4099/2012, ή ασκούν οποιαδήποτε άλλα ελεγκτικά καθήκοντα, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε γεγονός ή απόφαση σχετικά με τον εν λόγω ελεγχόμενο φορέα που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους και το οποίο ενδέχεται:
α) να συνιστά σοβαρή παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων του ελεγχόμενου φορέα,
β) να θέτει σε κίνδυνο τη συνέχεια της λειτουργίας του ελεγχόμενου φορέα, ή
γ) να οδηγήσει σε άρνηση έκφρασης γνώμης για τις οικονομικές καταστάσεις ή στη διατύπωση επιφυλάξεων επ’ αυτών.

2. Η ίδια υποχρέωση ισχύει για τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρείες και για κάθε γεγονός ή απόφαση που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των ως άνω καθηκόντων τους της παραγράφου 1, σε σχέση με επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τον εποπτευόμενο φορέα τον οποίο ελέγχουν.

3. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από τα ως άνω πρόσωπα γεγονότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους, δεν αποτελεί παράβαση συμβατικού ή νομικού περιορισμού της γνωστοποίησης των πληροφοριών αυτών και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη των προσώπων αυτών.

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση ή στο πλαίσιο της άσκησης εποπτικών εξουσιών, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, πραγματοποιείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997 και του Κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 (ΕΕ L 8/12.1.2001).

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές των κρατώνμελών, όταν είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους που προβλέπονται στον παρόντα, στην Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή στον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014, χρησιμοποιώντας τις εξουσίες τους, είτε αυτές προβλέπονται στον παρόντα, στην Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή στον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014 είτε σε άλλες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχουν συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών. Ιδίως, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί επίσης να συνεργαστούν με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών όσον αφορά τη διευκόλυνση της είσπραξης των προστίμων.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζεται ως σημείο επικοινωνίας για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακοινώνει στην Επιτροπή, στην ΕΑΚΑΑ και στα άλλα κράτη-μέλη ότι έχει οριστεί να παραλαμβάνει αιτήσεις ανταλλαγής πληροφοριών ή συνεργασίας βάσει της παρούσας παραγράφου.

2. Στην περίπτωση όπου, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης των αγορών κινητών αξιών στο κράτος-μέλος υποδοχής, η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης, ο οποίος έχει εγκαταστήσει μηχανισμούς σε κράτος μέλος υποδοχής, έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος-μέλος υποδοχής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να συνάπτει ανάλογες ρυθμίσεις συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής ή υποδοχής του τόπου διαπραγμάτευσης.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνουν τα αναγκαία διοικητικά και οργανωτικά μέτρα για να διευκολύνουν τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ασκούν τις εξουσίες τους για τους σκοπούς της συνεργασίας, ακόμα και όταν η ερευνώμενη συμπεριφορά δεν αποτελεί παράβαση των κανόνων που ισχύουν στην Ελλάδα.

4. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι πράξεις αντίθετες προς τον παρόντα, την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014, διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους-μέλους από οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της, το γνωστοποιεί με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους-μέλους προκειμένου να προβεί στις δέουσες ενέργειες και στην ΕΑΚΑΑ. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει τις αρμοδιότητες της γνωστοποιούσας αρμόδιας αρχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν λαμβάνουν αντίστοιχη γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους-μέλους, προβαίνουν στις δέουσες ενέργειες και ενημερώνουν την άλλη αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ για τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν και για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις.

5. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 4, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και σε άλλες αρμόδιες αρχές τις λεπτομέρειες των εξής:
α) αιτημάτων για τον περιορισμό του μεγέθους μιας θέσης ή έκθεσης, σύμφωνα με το στοιχείο ιγ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 67,
β) περιορισμούς που έχει θέσει σχετικά με τη δυνατότητα προσώπων να λαμβάνουν θέση σε παράγωγο επί εμπορευμάτων, σύμφωνα με το στοιχείο γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 67.
Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει, όπου απαιτείται, τις λεπτομέρειες της απαίτησης ή του αιτήματος, σύμφωνα με το στοιχείο ιγ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 67, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του προσώπου ή των προσώπων στα οποία απευθύνεται και τους λόγους υποβολής τους, καθώς και το πεδίο εφαρμογής των περιορισμών που έχουν τεθεί, σύμφωνα με το στοιχείο γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 67, συμπεριλαμβανομένων του προσώπου και των χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορούν, τυχόν ορίων, όσον αφορά το μέγεθος των θέσεων που μπορεί να κατέχει το πρόσωπο ανά πάσα στιγμή, τυχόν εξαιρέσεις βάσει του άρθρου 57 και τους λόγους για τις εξαιρέσεις αυτές.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος προβαίνει στη γνωστοποίηση τουλάχιστον είκοσι τέσσερις (24) ώρες πριν από τη στιγμή κατά την οποία έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ η δράση ή το μέτρο. Σε εξαιρετικές συνθήκες, όταν δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ειδοποίηση είκοσι τέσσερις (24) ώρες πριν, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να προβεί στη γνωστοποίηση σε λιγότερο από 24 ώρες πριν από το χρονικό σημείο που το μέτρο έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν λαμβάνει αντίστοιχη γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους-μέλους, μπορεί να λαμβάνει μέτρα, σύμφωνα με το στοιχείο ιγ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 67 ή το στοιχείο γ΄ της παραγράφου 4, με την προϋπόθεση ότι το μέτρο είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου της άλλης αρμόδιας αρχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προβαίνει επίσης σε γνωστοποίηση, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο όταν προτείνει τη λήψη μέτρων.
Αν μια ενέργεια βάσει των στοιχείων α΄ ή β΄ του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου σχετίζεται με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει επίσης τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΟΣΡΑΕ), ο οποίος έχει συσταθεί βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 713/2009 (ΕΕ L 211/14.8.2009).

6. Όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία των αγορών άμεσης παράδοσης (spot) και των αγορών δημοπρασιών και με τις αρμόδιες αρχές, τους διαχειριστές των μητρώων και τους λοιπούς δημόσιους φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία της συμμόρφωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της 5409/2632/2004 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων (Β΄1931) και την Οδηγία 2003/87/ΕΚ, ώστε να εξασφαλιστεί ότι μπορούν να έχουν ενοποιημένη εικόνα των αγορών δικαιωμάτων εκπομπής.

7. Σε ό,τι αφορά τα παράγωγα επί βασικών γεωργικών προϊόντων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υποβάλλει εκθέσεις και συνεργάζεται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία, τη διοίκηση και τη ρύθμιση των φυσικών γεωργικών αγορών βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητήσει τη συνεργασία της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους-μέλους σε εποπτικές δραστηριότητες ή για επιτόπιο έλεγχο ή έρευνα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει απευθείας από επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι εξ αποστάσεως μέλη ή συμμετέχοντες ρυθμιζόμενης αγοράς, την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει, οποιοδήποτε στοιχείο κρίνει απαραίτητο και στην περίπτωση αυτή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής του εξ αποστάσεως μέλους ή συμμετέχοντος.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν λαμβάνουν από αρμόδια αρχή άλλου κράτους-μέλους αίτημα σχετικό με επιτόπιο έλεγχο ή έρευνα, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους:
α) προβαίνουν οι ίδιες στον έλεγχο ή έρευνα,
β) επιτρέπουν στην αιτούσα αρχή να διεξαγάγει τον έλεγχο ή την έρευνα,
γ) αναθέτει σε ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες να διεξαγάγουν τον έλεγχο ή έρευνα.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσει, ως αρμόδια αρχή επικοινωνίας, αμέσως όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών των κρατών-μελών που προβλέπονται από τον παρόντα, την Οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κατά την παροχή πληροφοριών σε άλλη αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, να ορίζει ότι οι χορηγούμενες πληροφορίες μπορεί να γνωστοποιούνται περαιτέρω μόνο με τη ρητή συγκατάθεσή της και αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έδωσε τη συγκατάθεσή της.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να διαβιβάζει στην Τράπεζα της Ελλάδος τις πληροφορίες που λαμβάνει με βάση την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 75 και 86. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν διαβιβάζει τις πληροφορίες σε άλλους φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα χωρίς τη ρητή συναίνεση των αρμόδιων αρχών που τις κοινοποίησαν και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές έχουν συναινέσει, πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή που έστειλε τις πληροφορίες.

3. Οι αρχές του άρθρου 70 και οι άλλοι φορείς ή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή σύμφωνα με τα άρθρα 75 και 86 μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως:
α) για να εξακριβώσουν αν πληρούνται οι όροι ανάληψης της δραστηριότητας επιχείρησης επενδύσεων και να διευκολύνουν, σε μη ενοποιημένη ή σε ενοποιημένη βάση, τον έλεγχο των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, ειδικά όσον αφορά τις απαιτήσεις επάρκειας κεφαλαίων που επιβάλλει ο ν. 4261/2014, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου,
β) για να εποπτεύουν την εύρυθμη λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης,
γ) για την επιβολή κυρώσεων,
δ) στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά απόφασης αρμόδιας αρχής,
ε) στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί βάσει του άρθρου 72,
στ) στο μηχανισμό εξωδικαστικής επίλυσης των καταγγελιών των επενδυτών που προβλέπεται στο άρθρο 73.

4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 και τα άρθρα 74 και 86 δεν εμποδίζουν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να διαβιβάζει στην Ε.Α.Κ.Α.Α, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), στην Τράπεζα της Ελλάδος, όταν ενεργεί με την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, στις κεντρικές τράπεζες, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και, όπου είναι αναγκαίο, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητά από τις εν λόγω αρχές πληροφορίες για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της που προβλέπει ο παρών νόμος και ο Κανονισμός (ΕΕ) 600/2014.

5. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να καθορίζονται τα στοιχεία και οι πληροφορίες που πρέπει να της υποβάλλουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικά τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, η διαδικασία παροχής των στοιχείων και των πληροφοριών αυτών, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα κρίνει απαραίτητο για τη διευκόλυνση της άσκησης των αρμοδιοτήτων της ως νομισματική αρχή. Η Τράπεζα της Ελλάδος τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο για όλες τις πληροφορίες και όλα τα στοιχεία που περιέχονται σε γνώση της, σύμφωνα με την προηγούμενη και την παρούσα παράγραφο.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναφέρει στην ΕΑΚΑΑ περιπτώσεις, στις οποίες απέρριψε ή δεν διεκπεραίωσε μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα αίτημα σχετικό με ένα από τα ακόλουθα:
α) για διεξαγωγή εποπτικής δραστηριότητας, επιτόπιου ελέγχου ή έρευνας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 78, ή
β) για ανταλλαγή πληροφοριών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 79.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αρνηθεί να ενεργήσει κατόπιν αιτήματος για συνεργασία σε διεξαγωγή έρευνας, επιτόπιου ελέγχου ή εποπτικής δραστηριότητας του άρθρου 82 ή για ανταλλαγή πληροφοριών του άρθρου 79 μόνον εάν:
α) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ίδιων προσώπων ενώπιον των ελληνικών δικαστικών αρχών,
β) έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ελληνικού δικαστηρίου για τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια πραγματικά περιστατικά.
Σε περίπτωση άρνησης, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ, παρέχοντας όσο το δυνατόν λεπτομερέστερες πληροφορίες για την εκκρεμή δικαστική διαδικασία ή απόφαση που έχει εκδοθεί.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του άλλου κράτους-μέλους πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας Α.Ε.Π.Ε.Υ., η οποία:
α) είναι θυγατρική επιχείρησης επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς ή πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος, ή
β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης μιας επιχείρησης επενδύσεων ή πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος, ή
γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία ελέγχουν μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος-μέλος.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή διαχειριστή αγοράς που είναι:
α) θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση,
β) θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση,
γ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ιδίως κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μετόχων και της φήμης και εμπειρίας των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση που συμμετέχει στη διοίκηση άλλης οντότητας του ιδίου ομίλου. Ανταλλάσσει όλες τις πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων και τη φήμη και εμπειρία των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση, οι οποίες είναι χρήσιμες στις άλλες ενδιαφερόμενες αρχές για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και για τη συνεχή αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τους όρους λειτουργίας.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, για στατιστικούς λόγους, να απαιτεί από όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στην Ελλάδα, την υποβολή περιοδικών εκθέσεων σχετικά με τις δραστηριότητες των υποκαταστημάτων αυτών.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απαιτεί από τα υποκαταστήματα των επιχειρήσεων επενδύσεων ή των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα να παρέχουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους, σύμφωνα με την παράγραφο 5 της Ενότητας Β΄ του άρθρου 35.

1. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στην περίπτωση που η Ελλάδα είναι το κράτος-μέλος υποδοχής, έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι μια επιχείρηση επενδύσεων που ασκεί δραστηριότητες στην Ελλάδα υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών παραβαίνει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ότι μία επιχείρηση επενδύσεων που έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα παραβαίνει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις διατάξεις της ανωτέρω Οδηγίας, πέραν των αναφερομένων στην παράγραφο 5 της Ενότητας Β΄ του άρθρου 35 του παρόντος νόμου, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων.
Αν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής ή επειδή αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ανεπαρκή, η επιχείρηση επενδύσεων εμμένει σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ελλάδα, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους- μέλους καταγωγής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις τους κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 να προβαίνουν σε οποιαδήποτε περαιτέρω συναλλαγή στην Ελλάδα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Επιτροπή και την Ε.Α.Κ.Α.Α. για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και
β) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην Ε.Α.Κ.Α.Α..

2. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώσει ότι επιχείρηση επενδύσεων, η οποία διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα, παραβαίνει τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 της Ενότητας Β΄ του άρθρου 35, απαιτεί από την επιχείρηση επενδύσεων να θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή κατάσταση.
Αν η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων δεν προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή συμπεριφορά. Η φύση των μέτρων αυτών κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.
Αν, παρά τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η επιχείρηση επενδύσεων εξακολουθεί να παραβαίνει τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 της Ενότητας Β΄ του άρθρου 35, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
Επιπλέον, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην Ε.Α.Κ.Α.Α..

3. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ.
Αν, παρά τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή επειδή τα μέτρα αυτά αποδεικνύονται ανεπαρκή, η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή ο εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ συνεχίζουν να εμμένουν σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή στον ΠΜΔ ή στον ΜΟΔ να παρέχουν πρόσβαση στους μηχανισμούς τους σε μέλη εξ αποστάσεως ή σε συμμετέχοντες εγκατεστημένους στην Ελλάδα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Επιτροπή και την Ε.Α.Κ.Α.Α. για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
Επιπλέον, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην Ε.Α.Κ.Α.Α..

4. Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των παραγράφων 1, 2 ή 3, τα οποία συνεπάγονται κυρώσεις ή περιορισμό των δραστηριοτήτων επιχείρησης επενδύσεων ή ρυθμιζόμενης αγοράς, αιτιολογούνται δεόντως και κοινοποιούνται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση επενδύσεων ή στη ρυθμιζόμενη αγορά.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για την εφαρμογή του παρόντος και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1095/2010.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014 και τις πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του Κανονισμού και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 74. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρμόδιων αρχών.
Η ως άνω διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα γίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2472/1997.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί επίσης να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα τρίτων χωρών υπεύθυνα για ένα ή περισσότερα από τα εξής καθήκοντα:
α) την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοπιστωτικών αγορών,
β) την εκκαθάριση και πτώχευση επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλες παρόμοιες διαδικασίες,
γ) τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων ή, στην περίπτωση εκείνων που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους,
δ) την εποπτεία των φορέων που συμμετέχουν στις διαδικασίες εκκαθάρισης και πτώχευσης επιχειρήσεων επενδύσεων και σε παρόμοιες διαδικασίες,
ε) την εποπτεία προσώπων επιφορτισμένων με τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων,
στ) την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται σε αγορές δικαιωμάτων εκπομπής, με στόχο την εξασφάλιση ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης,
ζ) την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται στις αγορές παραγώγων επί βασικών γεωργικών προϊόντων, με σκοπό την εξασφάλιση της ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης.
Οι συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπει το τρίτο εδάφιο δύνανται να συνάπτονται μόνο εφόσον οι πληροφορίες που παρέχονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 74 και η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρχών, φορέων ή φυσικών ή νομικών προσώπων. Αν η συμφωνία συνεργασίας περιλαμβάνει τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφαρμόζεται το άρθρο 9 του ν. 2472/1997 και, αν στη διαβίβαση συμμετέχει η Ε.Α.Κ.Α.Α., εφαρμόζεται ο Κανονισμός (ΕΚ) 45/2001.

2. Αν οι πληροφορίες που πρόκειται να διαβιβάσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προέρχονται από άλλο κράτος-μέλος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν μπορεί να τις κοινοποιήσει χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών του εν λόγω κράτους-μέλους που τις διαβίβασαν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησαν οι αρχές αυτές. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και σε πληροφορίες που παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οι αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

1. Οι ΑΕΕΔ λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας. Στην επωνυμία τους πρέπει να περιλαμβάνονται οι λέξεις «Ανώνυμη Εταιρεία Επενδυτικής Διαμεσολάβησης» και στο διακριτικό τους τίτλο το αρκτικόλεξο «ΑΕΕΔ».

2. Οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στη λήψη και διαβίβαση εντολών επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών που αφορούν κινητές αξίες και μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. Οι ΑΕΕΔ δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια και χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών τους. Οι ΑΕΕΔ μπορούν, για τις ανάγκες των επενδυτικών υπηρεσιών που παρέχουν, να χρησιμοποιούν συνδεδεμένους αντιπροσώπους, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 29.

3. Οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να διαβιβάζουν εντολές επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων μόνο σε:
α) επιχειρήσεις επενδύσεων που εδρεύουν σε κράτος-μέλος,
β) πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε κράτος-μέλος,
γ) υποκαταστήματα επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν νομίμως σε κράτος-μέλος, εφόσον οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων ή τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας που κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών είναι τουλάχιστον εξίσου αυστηροί με τους κανόνες που ισχύουν για την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στο εν λόγω κράτος μέλος, όπως ορίζονται στον παρόντα νόμο, στην Οδηγία 2014/65/ΕΕ, στον Κανονισμό (ΕΕ) 575/2013, στο ν. 4261/2014 ή στην Οδηγία 2013/36/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων τους,
δ) Οργανισμούς Συλλογικών Επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος-μέλος και μπορούν να διαθέτουν μερίδια στο κοινό, καθώς και σε διαχειριστές τέτοιων οργανισμών.

4. Το μετοχικό κεφάλαιο των ΑΕΕΔ δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να μεταβάλλεται το ποσό του προηγούμενου εδαφίου. Τα ίδια κεφάλαια των ΑΕΕΔ, σύμφωνα με τον τελευταίο ισολογισμό τους, δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερα από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Στις ΑΕΕΔ ασκείται τακτικός και έκτακτος έλεγχος, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 περί ελέγχου που ασκείται στις Α.Ε.Π.Ε.Υ..

5. Οι μετοχές των ΑΕΕΔ είναι ονομαστικές.

6. Προϋπόθεση για την έκδοση άδειας σύστασης ΑΕΕΔ ή τη μετατροπή υφιστάμενης ανώνυμης εταιρείας σε ΑΕΕΔ αποτελεί η προηγούμενη χορήγηση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικής άδειας λειτουργίας, όπου απαριθμούνται οι επενδυτικές υπηρεσίες που δικαιούται να παρέχει η ΑΕΕΔ.

7. Στις ΑΕΕΔ εφαρμόζονται:
α) όσον αφορά τους όρους και τις διαδικασίες αδειοδότησης και εποπτείας, οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 5, τα άρθρα 7 έως 10 και τα άρθρα 21, 22 και 23 του παρόντος νόμου. Εξ αυτών, η υποχρέωση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 9 για το πιστοποιητικό καταλληλόλητας περί υποχρέωσης πιστοποίησης, ισχύει στις ΑΕΕΔ μόνο για ένα πρόσωπο που πραγματικά διευθύνει τις δραστηριότητες της εταιρείας,
β) όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν, τα εδάφια πρώτο, έκτο και έβδομο της παραγράφου 3 του άρθρου 16 και τις παραγράφους 6 και 7 του άρθρου 16 του παρόντος νόμου,
γ) όσον αφορά τις υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας, οι παράγραφοι 1, 3, 4, 5, 7 και 10 του άρθρου 24, οι παράγραφοι 2, 5 και 6 του άρθρου 25 και το άρθρο 29 του παρόντος νόμου,
δ) οι σχετικές διατάξεις των πράξεων που εκδίδει η Επιτροπή κατ’ εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής των περιπτώσεων α΄ έως δ΄.

8. Οι ΑΕΕΔ γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 7α του κ.ν. 2190/1920.

9. Οι ΑΕΕΔ υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 61 έως 78 του ν. 2533/1997, εκτός αν διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής αποζημίωσης μέσω της οποίας, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους, του προφίλ κινδύνου και της νομικής φύσης τους, εξασφαλίζεται ισοδύναμη προστασία των πελατών τους.

10. Οι ΑΕΕΔ δεν απολαύουν της προβλεπόμενης στα άρθρα 34 και 35 ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ή άσκησης δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων.

1. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αναστέλλει προσωρινά την άδεια λειτουργίας ΑΕΕΔ, όταν έχει σοβαρές ενδείξεις παράβασης της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς, που καθιστά τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η αναστολή αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Στην απόφαση αναστολής της άδειας λειτουργίας μπορεί να τίθεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην ΑΕΕΔ σύντομη προθεσμία, μέσα στην οποία αυτή οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή ύστερα από αίτηση της ίδιας της ΑΕΕΔ, η αναστολή λειτουργίας μπορεί να παραταθεί για άλλες σαράντα πέντε (45) ημέρες κατ’ ανώτατο όριο, μετά τη λήξη του χρόνου ισχύος της πρώτης αναστολής.

2. Η απόφαση με την οποία επιβάλλεται προσωρινή αναστολή είναι αμέσως εκτελεστή, γνωστοποιείται στην ΑΕΕΔ με κάθε πρόσφορο μέσο και δημοσιοποιείται στο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στα μέσα ενημέρωσης. Το αργότερο μέχρι την παρέλευση του χρόνου αναστολής και αφού λάβει υπόψη τις θέσεις της ΑΕΕΔ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής είτε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΕΔ.

3. Κατά τα λοιπά στην προσωρινή αναστολή λειτουργίας της ΑΕΕΔ εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3 έως 7 του άρθρου 89.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου να αναστέλλει προσωρινά τη λειτουργία Α.Ε.Π.Ε.Υ., όταν έχει σοβαρές ενδείξεις παράβασης της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς που καθιστά τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Η προσωρινή αναστολή μπορεί να αποφασίζεται και για ορισμένες μόνον από τις επενδυτικές υπηρεσίες, ως προς τις οποίες έχει παρασχεθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η αναστολή αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Στην απόφαση αναστολής μπορεί να τίθεται σύντομη προθεσμία στην εταιρεία, μέσα στην οποία οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ιδίως ύστερα από αίτηση της ίδιας της Α.Ε.Π.Ε.Υ., η αναστολή λειτουργίας μπορεί να παραταθεί για άλλες σαράντα πέντε (45) ημέρες, κατ’ ανώτατο όριο, μετά τη λήξη της.

2. Η περί προσωρινής αναστολής απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή, γνωστοποιείται στην Α.Ε.Π.Ε.Υ. με κάθε πρόσφορο μέσο και δημοσιοποιείται στο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στα μέσα ενημέρωσης. Το αργότερο μέχρι την παρέλευση του χρόνου αναστολής, και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της Α.Ε.Π.Ε.Υ., το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής και ενδεχομένως την επιβολή κυρώσεων είτε την ανάκληση της άδειας της λειτουργίας της εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 8.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την απόφαση που λαμβάνει, σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορεί να διορίζει υπάλληλο ή στέλεχός της ή και τρίτο πρόσωπο ως προσωρινό επίτροπο της Α.Ε.Π.Ε.Υ. και να ορίζει τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται ελεύθερα από την Α.Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται μόνον κατόπιν προηγούμενης άδειας του προσωρινού επιτρόπου. Οποιαδήποτε πράξη της διοίκησης της Α.Ε.Π.Ε.Υ. που διενεργείται χωρίς την προηγούμενη άδεια του προσωρινού επιτρόπου, εφόσον αυτή απαιτείται, είναι άκυρη. Η ευθύνη του προσωρινού επιτρόπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του περιορίζεται σε δόλο και βαριά αμέλεια.

4. Ο προσωρινός επίτροπος υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και τα καθήκοντά του διαρκούν για όσο χρονικό διάστημα η εταιρεία τελεί σε καθεστώς προσωρινής αναστολής λειτουργίας και, σε κάθε περίπτωση, μέχρι το διορισμό επόπτη εκκαθάρισης, σύμφωνα με το άρθρο 90. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παρατείνεται το έργο του προσωρινού επιτρόπου για σκοπούς παράδοσης στον επόπτη εκκαθάρισης και το πολύ ένα (1) μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του επόπτη εκκαθάρισης.

5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αντικαθίσταται ο προσωρινός επίτροπος.

6. Η αμοιβή του προσωρινού επιτρόπου καθορίζεται με την απόφαση διορισμού του και βαρύνει την Α.Ε.Π.Ε.Υ., της οποίας η λειτουργία αναστέλλεται προσωρινά. Προκειμένου περί υπαλλήλων ή στελεχών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η αμοιβή αυτή καταβάλλεται επιπλέον των τυχόν αποδοχών τους από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

7. Ο προσωρινός επίτροπος, όταν ενάγεται, διώκεται ή κατηγορείται για πράξεις ή παραλείψεις που έγιναν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και εξαιτίας αυτής, δικαιούται νομική κάλυψη σε όλα τα στάδια και τους βαθμούς της αντίστοιχης διαδικασίας. Αυτή η νομική κάλυψη του παρέχεται από τη Νομική Υπηρεσία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο προσωρινός επίτροπος δεν υπόκειται σε προσωπική κράτηση ούτε υπέχει οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για χρέη της Α.Ε.Π.Ε.Υ. που έχουν γεννηθεί πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους.

1. Αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας Α.Ε.Π.Ε.Υ., σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος νόμου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί αμέσως την απόφαση ανάκλησης στον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα, με επιμέλεια του οποίου δημοσιεύεται περίληψη της απόφασης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.).
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 4335/2015 (Α΄ 87) περί ανάκαμψης και εξυγίανσης των επιχειρήσεων επενδύσεων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, με την ίδια απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, να θέσει την Α.Ε.Π.Ε.Υ. σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Σε αντίθετη περίπτωση, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. λύεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920. Όταν η άδεια λειτουργίας της Α.Ε.Π.Ε.Υ. ανακαλείται κατόπιν αιτήματός της, δεν επέρχεται υποχρεωτικά η λύση αυτής.

2. Αν η Α.Ε.Π.Ε.Υ. τεθεί σε ειδική εκκαθάριση, ημέρα έναρξης της ειδικής εκκαθάρισης λογίζεται η ημέρα λήψης της σχετικής απόφασης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Κατά την ειδική εκκαθάριση εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και συμπληρωματικά οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 περί εκκαθάρισης, εφόσον δεν αντίκεινται σε αυτές.
Κατά το στάδιο της ειδικής εκκαθάρισης και μέχρι την περάτωσή της, με βάση τα ειδικότερα προβλεπόμενα στην παράγραφο 11, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση και αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις, καθώς και κάθε ενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διορίζει, με την ίδια απόφαση με την οποία θέτει την Α.Ε.Π.Ε.Υ. σε ειδική εκκαθάριση, τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής. Ο ειδικός εκκαθαριστής είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με γνώσεις και εμπειρία σε θέματα κεφαλαιαγοράς και επιλέγεται από κατάλογο είκοσι (20) τουλάχιστον προσώπων που καταρτίζεται κατ’ έτος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ο ειδικός εκκαθαριστής αναλαμβάνει καθήκοντα από την επίδοση σε αυτόν της ανωτέρω απόφασης. Όταν ο ειδικός εκκαθαριστής είναι φυσικό πρόσωπο, μπορεί να είναι ορκωτός ελεγκτής λογιστής, οικονομολόγος ή δικηγόρος. Ο διορισμός του ειδικού εκκαθαριστή συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου της Α.Ε.Π.Ε.Υ.. Στον ειδικό εκκαθαριστή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 για το διοικητικό συμβούλιο. Τυχόν διαπίστωση της ακυρότητας του διορισμού του ειδικού εκκαθαριστή δεν θίγει έναντι τρίτων το κύρος των πράξεών του από την επίδοση του διορισμού του μέχρι την ακύρωση αυτού. Ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία μπορεί να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο.
Ο ειδικός εκκαθαριστής μπορεί, ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να προσλάβει ως σύμβουλό του εξειδικευμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τον όγκο ή το βαθμό δυσκολίας των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης. Επίσης, μπορεί είτε να διατηρεί είτε να προσλάβει, ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στην περίπτωση αυτή, το απαιτούμενο για τις ανάγκες της ειδικής εκκαθάρισης προσωπικό.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζει στην απόφασή της για το διορισμό του ειδικού εκκαθαριστή και την αμοιβή του, καθώς και την αμοιβή του τυχόν συμβούλου, η οποία βαρύνει την Α.Ε.Π.Ε.Υ. και η οποία μπορεί να καταβάλλεται είτε εφάπαξ είτε σε μηνιαία βάση. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή της να ρυθμίζει τα ειδικότερα θέματα της διαδικασίας διορισμού των ανωτέρω προσώπων, καθώς και της διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρισης.

4. Αν η ειδική εκκαθάριση δεν έχει ολοκληρωθεί μέσα σε δώδεκα (12) μήνες από την επίδοση του διορισμού του ειδικού εκκαθαριστή, αυτός ενημερώνει εγγράφως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία μπορεί, κατόπιν αιτήματός του, το οποίο συνοδεύεται από αναλυτικό χρονοδιάγραμμα εργασιών, να χορηγεί παράταση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης έως δώδεκα (12) μήνες κάθε φορά. Στην περίπτωση αυτή, αλλά και σε κάθε περίπτωση που κρίνεται σκόπιμο, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού λάβει υπόψη τις εργασίες που έχουν ήδη διενεργηθεί, καθώς και τις υπολειπόμενες εργασίες της ειδικής εκκαθάρισης, επαναξιολογεί το έργο του ειδικού εκκαθαριστή και του τυχόν συμβούλου του και μπορεί να αναπροσαρμόζει το ύψος της αμοιβής τους, να αποφασίζει την αντικατάστασή τους ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη αναγκαία ενέργεια.

5. Αν, μετά τη θέση Α.Ε.Π.Ε.Υ. σε ειδική εκκαθάριση, διαπιστωθεί ότι η υπό εκκαθάριση Α.Ε.Π.Ε.Υ. στερείται των αναγκαίων πόρων για την εκτέλεση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης, το Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών του ν. 2533/1997, ύστερα από αιτιολογημένη αίτηση του ειδικού εκκαθαριστή που συνοδεύεται από αναλυτικό χρονοδιάγραμμα εργασιών και κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καλύπτει, καταρχάς, από την εισφορά της Α.Ε.Π.Ε.Υ. και, εφόσον αυτή δεν επαρκεί, από το κεφάλαιό του, μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της αίτησης, τις δαπάνες της αμοιβής του ειδικού εκκαθαριστή και του τυχόν συμβούλου, καθώς και τις λοιπές αναγκαίες λειτουργικές δαπάνες της ειδικής εκκαθάρισης, για χρονική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία επίδοσης στον ειδικό εκκαθαριστή της απόφασης διορισμού του. Το Συνεγγυητικό μπορεί, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να καλύπτει με τις ίδιες προϋποθέσεις τις ανωτέρω δαπάνες για επιπλέον χρονικό διάστημα, έως δώδεκα (12) μήνες κάθε φορά. Οι δαπάνες καταβάλλονται από το Συνεγγυητικό ανά δίμηνο, με την προϋπόθεση ότι ο ειδικός εκκαθαριστής έχει εκτελέσει το αντίστοιχο τμήμα των εργασιών, όπως έχει δεσμευθεί με βάση το υποβληθέν χρονοδιάγραμα, ή ότι έχει επαρκώς αιτιολογήσει τυχόν αποκλίσεις.

6. Αμέσως μετά το διορισμό του ο ειδικός εκκαθαριστής παραλαμβάνει τα γραφεία, υποκαταστήματα και περιουσιακά στοιχεία της Α.Ε.Π.Ε.Υ., προβαίνει σε απογραφή και διαχωρίζει τα χρήματα, χρηματοπιστωτικά μέσα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία της Α.Ε.Π.Ε.Υ., από τα χρήματα, χρηματοπιστωτικά μέσα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία αφενός πελατών και αφετέρου λοιπών τρίτων προσώπων. Ως περιουσιακά στοιχεία πελατών νοούνται αυτά τα οποία συνδέονται με την παροχή από την Α.Ε.Π.Ε.Υ. υπηρεσιών του άρθρου 4 σε αυτούς, είτε βρίσκονται στην κατοχή της Α.Ε.Π.Ε.Υ. είτε τηρούνται στο Σύστημα Άυλων Τίτλων ή σε άλλο σύστημα καταχώρισης και παρακολούθησης κινητών αξιών είτε φυλάσσονται από τρίτους. Με την επίδοση του διορισμού του, ο ειδικός εκκαθαριστής μπορεί να ζητήσει με αίτησή του προς τον Ειρηνοδίκη του τόπου της έδρας της Α.Ε.Π.Ε.Υ. τη σφράγιση των κεντρικών γραφείων και των υποκαταστημάτων της Α.Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων της. Το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από τη σφράγιση, ο ειδικός εκκαθαριστής ζητεί από τον ειρηνοδίκη να διατάξει την αποσφράγιση και την απογραφή της Α.Ε.Π.Ε.Υ.. Μετά την απογραφή, τα γραφεία και τα υποκαταστήματα της Α.Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και τα περιουσιακά της στοιχεία παραδίδονται στον ειδικό εκκαθαριστή. Για τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή εφαρμόζονται αναλόγως, κατά τα λοιπά, οι διατάξεις των άρθρων 826 έως 841 ΚΠολΔ, εκτός από τις διατάξεις που προβλέπουν την υποχρέωση διορισμού πραγματογνωμόνων.

7. Ο ειδικός εκκαθαριστής καλεί, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την επίδοση του διορισμού του, τους δικαιούχους κάθε φύσεως απαιτήσεων, με ανακοίνωση που δημοσιεύεται μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες, σε δύο (2) ημερήσιες ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες, από τις οποίες μία (1) τουλάχιστον είναι οικονομική πανελλαδικής κυκλοφορίας, καθώς και σε δύο (2) τουλάχιστον ηλεκτρονικές εφημερίδες, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά στοιχεία μέσα σε πέντε (5) μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Η ανωτέρω ανακοίνωση γνωστοποιείται εγγράφως στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. της έδρας της Α.Ε.Π.Ε.Υ. και αναρτάται στην ιστοσελίδα της Α.Ε.Π.Ε.Υ., της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Συνεγγυητικού.

8. Ο ειδικός εκκαθαριστής καταρτίζει:
α) Οικονομικές καταστάσεις από την έναρξη της τρέχουσας διαχειριστικής χρήσης έως την ημερομηνία που η Α.Ε.Π.Ε.Υ. τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση. Εξ αυτών, η κατάσταση χρηματοοικονομικής θέσης αποτελεί τον ισολογισμό έναρξης της ειδικής εκκαθάρισης.
β) Οικονομικές καταστάσεις για το χρονικό διάστημα από την έναρξη της ειδικής εκκαθάρισης έως τη λήξη της, σύμφωνα με τον κ.ν. 2190/1920.
γ) Οικονομικές καταστάσεις λήξης της ειδικής εκκαθάρισης, οι οποίες συνοδεύονται από απολογισμό της ειδικής εκκαθάρισης.
Οι ανωτέρω οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι νόμιμα ελεγμένες από ελεγκτές, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της Α.Ε.Π.Ε.Υ.. Σε περίπτωση αδυναμίας ορισμού από τη γενική συνέλευση, οι ελεγκτές ορίζονται από τον ειδικό εκκαθαριστή.
Οι ανωτέρω οικονομικές καταστάσεις δεν απαιτείται να έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Οι ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται: α) στη γενική συνέλευση των μετόχων της Α.Ε.Π.Ε.Υ., στην οποία προεδρεύει ο ειδικός εκκαθαριστής, για έγκριση, β) στον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα, γ) στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και δ) στο Συνεγγυητικό, καταχωρούνται με επιμέλεια του ειδικού εκκαθαριστή στο Γ.Ε.ΜΗ. και γενικά δημοσιεύονται, όπως κάθε φορά ο νόμος ορίζει.
Αν η γενική συνέλευση συγκαλείται νόμιμα για να εγκρίνει τις οικονομικές καταστάσεις και δεν επιτυγχάνεται απαρτία ούτε στην πρώτη συνεδρίαση ούτε στην επαναληπτική της, προκει ένου να λάβει σχετική απόφαση, τότε λογίζεται ότι οι οικονομικές καταστάσεις συντάχθηκαν και εγκρίθηκαν κατά τους νόμιμους τύπους και συνεχίζεται η πρόοδος των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης.
Αν στη γενική συνέλευση που συνέρχεται για την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων διατυπωθούν παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις επ’ αυτών, ο ειδικός εκκαθαριστής επανασυντάσσει τις οικονομικές καταστάσεις ενσωματώνοντας τις παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις ή αιτιολογώντας τυχόν απόκλιση, με τη σύμφωνη γνώμη και των ελεγκτών. Κατόπιν αυτού, οι οικονομικές καταστάσεις θεωρούνται ως εγκριθείσες.
Ο ειδικός εκκαθαριστής, περαιτέρω, ενεργεί πράξεις της εκκαθάρισης, σύμφωνα με τον κ.ν. 2190/1920, στο μέτρο που αυτές είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των τρεχουσών αναγκών και γενικά για την εύρυθμη λειτουργία της Α.Ε.Π.Ε.Υ., όπως η είσπραξη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων και η ρευστοποίηση της εταιρικής περιουσίας. Κατά τα λοιπά, ο ειδικός εκκαθαριστής, μεταξύ άλλων, χειρίζεται θέματα της ειδικής εκκαθάρισης, επικοινωνεί με τους αρμόδιους φορείς, ενημερώνει γραπτά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την πορεία της εκκαθάρισης, τουλάχιστον ανά δίμηνο και όποτε άλλοτε του ζητηθεί, και υποβάλλει έκθεση μετά τη λήξη της εκκαθάρισης.

9. Οι αναγγελθείσες απαιτήσεις πελατών που συνδέονται με την παροχή σε αυτούς από την Α.Ε.Π.Ε.Υ. υπηρεσιών του άρθρου 4, επαληθεύονται από τον ειδικό εκκαθαριστή με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή με οποιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό μέσο έχει στη διάθεσή του, μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήξη της προθεσμίας αναγγελίας. Μέσα σε δύο (2) μήνες από την επαλήθευση των απαιτήσεων, ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει στην απόδοση των χρηματικών ποσών, χρηματοπιστωτικών μέσων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων στους δικαιούχους πελάτες, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Αν τα χρηματικά διαθέσιμα της Α.Ε.Π.Ε.Υ. δεν επαρκούν για την πλήρη ικανοποίηση όλων των δικαιούχων πελατών, ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει σε σύμμετρη ικανοποίηση των δικαιούχων χρηματικών απαιτήσεων.

10. Μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, ο ειδικός εκκαθαριστής ενημερώνει την Επιτροπή Αποζημιώσεων του Συνεγγυητικού για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις που δεν ικανοποιήθηκαν, εν όλω ή εν μέρει, προκειμένου αυτή να αποφασίσει, αφού παραλάβει από τον ειδικό εκκαθαριστή κάθε απαραίτητο στοιχείο από τα βιβλία της Α.Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και αναλυτική κατάσταση με τα περιουσιακά στοιχεία της Α.Ε.Π.Ε.Υ., ήτοι χρήματα και το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας, για ποιες από τις μη ικανοποιηθείσες απαιτήσεις συντρέχει υποχρέωση του Συνεγγυητικού για καταβολή αποζημίωσης, σύμφωνα με το ν. 2533/1997. Το Συνεγγυητικό καταβάλλει αποζημιώσεις στους δικαιούχους πελάτες, σύμφωνα με το ν. 2533/1997 και ενημερώνει εγγράφως, αμελλητί, τον ειδικό εκκαθαριστή για τα αναλυτικά ποσά των αποζημιώσεων που κατέβαλε. Ο ειδικός εκκαθαριστής μειώνει ανάλογα τα ποσά των απαιτήσεων πελατών κατά της Α.Ε.Π.Ε.Υ..

11. Μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες, είτε με την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης της παραγράφου 9, είτε με την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό, και το αργότερο μέσα σε ένα (1) μήνα από την ενημέρωση που λαμβάνει από το Συνεγγυητικό, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, ο ειδικός εκκαθαριστής συγκαλεί γενική συνέλευση των μετόχων της Α.Ε.Π.Ε.Υ., προκειμένου να αποφασιστεί η περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης και να γίνει η εκλογή νέων εκκαθαριστών, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού της Α.Ε.Π.Ε.Υ. και του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920. Για το λόγο αυτόν, ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αντίγραφο των οικονομικών καταστάσεων λήξης της ειδικής εκκαθάρισης, του απολογισμού της ειδικής εκκαθάρισης και της δημοσιευθείσας πρόσκλησης της γενικής συνέλευσης. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατή η σύγκληση γενικής συνέλευσης ή η πραγματοποίησή της ή η εκλογή νέων εκκαθαριστών από τη γενική συνέλευση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 69 του Αστικού Κώδικα, μετά από υποβολή σχετικής αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο από τον ειδικό εκκαθαριστή ή οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατός ο ορισμός εκκαθαριστών είτε από τη γενική συνέλευση είτε από το δικαστήριο μέσα σε δώδεκα (12) μήνες από την ικανοποίηση των απαιτήσεων, σύμφωνα με τα ανωτέρω, καθήκοντα εκκαθαριστή για τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, αναλα βάνει ο ειδικός εκκαθαριστής, ο οποίος ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα, με επιμέλεια του οποίου δημοσιεύεται στο Γ.Ε.ΜΗ. η ανάληψη καθηκόντων εκκαθαριστή από τον ειδικό εκκαθαριστή. Στην περίπτωση αυτή για τον ειδικό εκκαθαριστή εφαρμόζεται η παράγραφος 13 του παρόντος άρθρου.
Χρόνος περάτωσης της ειδικής εκκαθάρισης είναι ο χρόνος ανάληψης καθηκόντων από τους εκκαθαριστές που εκλέγονται από τη γενική συνέλευση ή που ορίζονται από το αρμόδιο δικαστήριο ή η ανάληψη από τον ειδικό εκκαθαριστή καθηκόντων για τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση. Η περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης γνωστοποιείται με επιμέλεια του ειδικού εκκαθαριστή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Α.Ε.Π.Ε.Υ. εποπτεύεται πλέον αποκλειστικά από τον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα.
Κατά τα λοιπά, η περάτωση των εκκρεμών υποθέσεων της Α.Ε.Π.Ε.Υ., συμπεριλαμβανομένης της ικανοποίησης των απαιτήσεων του Συνεγγυητικού, σύμφωνα με το ν. 2533/1997, των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες, στην έκταση που αυτές δεν ικανοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία της απόδοσης ή λήψης αποζημίωσης από το Συνεγγυητικό, καθώς και κάθε άλλου είδους απαιτήσεων κατά της Α.Ε.Π.Ε.Υ., συνεχίζεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920 από τους εκκαθαριστές.
Το πρόσωπο που αναλαμβάνει, με βάση τα ανωτέρω, τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, ετά την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τον ή τους μετόχους της Α.Ε.Π.Ε.Υ., στους οποίους θα παραδώσει επί αποδείξει τα αρχεία της, οι οποίοι τα φυλάσσουν για διάστημα δεκαπέντε (15) ετών και εν συνεχεία προβαίνουν στην καταστροφή αυτών με σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου που κοινοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε περίπτωση αδυναμίας παράδοσης αυτών στον ή στους μετόχους, ο εκκαθαριστής τηρεί ο ίδιος τα σχετικά αρχεία για διάστημα πέντε (5) ετών και εν συνεχεία προβαίνει στην καταστροφή αυτών με σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου που κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Αν υπάρχουν εκκρεμείς δικαστικές ή άλλες υποθέσεις της Α.Ε.Π.Ε.Υ., η ανωτέρω προθεσμία παρατείνεται μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ή την περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων αντίστοιχα.

12. Αν η Α.Ε.Π.Ε.Υ., μετά την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό, σύμφωνα με το ν. 2533/1997, στερείται παντελώς περιουσιακών στοιχείων και εξ αυτού του λόγου καθίσταται αδύνατη η πρόοδος της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920, ο ειδικός εκκαθαριστής ή οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο κατά τη διαδικασία των άρθρων 739 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας να βεβαιώσει την παντελή έλλειψη περιουσιακών στοιχείων, να κηρύξει την παύση της εκκαθάρισης και να διατάξει τη διαγραφή της Α.Ε.Π.Ε.Υ. από το Γ.Ε.MH. Η απόφαση του δικαστηρίου κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με επιμέλεια του ειδικού εκκαθαριστή. Σχετικά με τη φύλαξη των αρχείων της Α.Ε.Π.Ε.Υ., ισχύουν τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.

13. Ο ειδικός εκκαθαριστής δεν προσωποκρατείται ούτε υπέχει ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για οποιαδήποτε απαίτηση κατά της υπό εκκαθάριση Α.Ε.Π.Ε.Υ. που έχει γεννηθεί πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής της. Για απαιτήσεις που προκύπτουν μετά το διορισμό του, ο ειδικός εκκαθαριστής ευθύνεται μόνον για δόλο και βαριά αμέλεια. Η μη τήρηση από τον ειδικό εκκαθαριστή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή άλλων διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, που εφαρμόζονται στην ειδική εκκαθάριση, μπορεί να επισύρει την ανάκληση του διορισμού του, καθώς και τις προβλεπόμενες στο άρθρο 69 κυρώσεις.

14. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης του παρόντος άρθρου:
α) παρεμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή της Α.Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και την παράδοση των γραφείων της, των υποκαταστημάτων της και των περιουσιακών της στοιχείων στον ειδικό εκκαθαριστή,
β) εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εμπορικά βιβλία ή άλλα στοιχεία της Α.Ε.Π.Ε.Υ., καταστρέφει ή βλάπτει με εμπορικά ή άλλα στοιχεία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική από την κείμενη νομοθεσία, πριν παρέλθει η προθεσμία που ισχύει για την τήρησή τους, με σκοπό να δυσχεράνει τη διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας της,
γ) εξαφανίζει ή αποκρύπτει περιουσιακά στοιχεία της Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή βλάπτει ή καθιστά αυτά χωρίς αξία, ελαττώνει την περιουσία της με άλλον τρόπο ή αποκρύπτει τις πραγματικές δικαιοπρακτικές της σχέσεις,
δ) παριστά ψευδώς ότι η Α.Ε.Π.Ε.Υ. είναι οφειλέτης άλλων ή αναγνωρίζει ανύπαρκτα δικαιώματα τρίτων σε βάρος της Α.Ε.Π.Ε.Υ..

1. Κάθε καταβολή οποιουδήποτε ποσού σε επενδυτή πελάτη Α.Ε.Π.Ε.Υ. υπό εκκαθάριση, κατά τις διατάξεις του άρθρου 90, ανακοινώνεται από τον Επόπτη στο Συνεγγυητικό και, αντιστρόφως, κάθε καταβολή από το Συνεγγυητικό σε επενδυτή πελάτη Α.Ε.Π.Ε.Υ. υπό εκκαθάριση ανακοινώνεται από το Συνεγγυητικό στον εκκαθαριστή ή τους εκκαθαριστές της εταιρείας.

2. Οι πελάτες Α.Ε.Π.Ε.Υ., των οποίων οι αξιώσεις από παροχή επενδυτικών υπηρεσιών δεν έχουν ικανοποιηθεί ολοσχερώς από την οφειλέτρια εταιρεία ή από το Συνεγγυητικό, κατατάσσονται πριν από τη σειρά των απαιτήσεων που ορίζονται στην περίπτωση 3 του άρθρου 975 του Κ.Πολ.Δ. και πριν από τη διαίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 977 του Κ.Πολ.Δ. και ικανοποιούνται προνομιακώς από τυχόν χρηματικό ποσό που επιστρέφεται στην Α.Ε.Π.Ε.Υ. από το Συνεγγυητικό, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 2533/1997.

3. Κατά την εκκαθάριση των επιχειρήσεων επενδύσεων του σημείου 2 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, που υπόκεινται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου, το οποίο καθορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4261/2014, οι αξιώσεις του Συνεγγυητικού από αποζημιώσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 65 έως 67 του ν. 2533/1997, που υπερβαίνουν τις κατά το άρθρο 71 του ν. 2533/1997 εισφορές της επιχείρησης επενδύσεων, κατατάσσονται ύστερα από τις αξιώσεις πελατών κατά την προηγούμενη παράγραφο και πριν από τη σειρά των απαιτήσεων που ορίζεται στην περίπτωση 3 του άρθρου 975 του Κ.Πολ.Δ. και πριν από τη διαίρεση κατά το άρθρο 977 του Κ.Πολ.Δ..

4. Αν Α.Ε.Π.Ε.Υ. λυθεί και τεθεί σε εκκαθάριση χωρίς να μεσολαβήσει ειδική εκκαθάριση, τα εν γένει χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες της αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία και αποδίδονται στους δικαιούχους τους, εκτός αν:
α) έχει συσταθεί επ’ αυτών ενέχυρο, οπότε παραδίδονται στον ενεχυρούχο δανειστή ή
β) υφίσταται απαίτηση της Α.Ε.Π.Ε.Υ. κατά των δικαιούχων, οπότε συμψηφίζονται οι αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις.

5. Στα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες της Α.Ε.Π.Ε.Υ. και αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία περιλαμβάνονται, εκτός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν στους πελάτες της Α.Ε.Π.Ε.Υ., σύμφωνα με τους κανόνες του εμπραγμάτου δικαίου, και τα χρηματοπιστωτικά μέσα, σε υλική ή άυλη μορφή, και τα χρηματικά ποσά που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, η Α.Ε.Π.Ε.Υ. για λογαριασμό πελατών, επί των οποίων η απαίτηση των πελατών επαληθεύεται με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της Α.Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και με κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο.

6. Ο πίνακας των χρηματοπιστωτικών μέσων και χρηματικών ποσών της Α.Ε.Π.Ε.Υ., τα οποία ανήκουν σε πελάτες της, συντάσσεται από τον εκκαθαριστή και κοινοποιείται σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον.

1. Α.Ε.Π.Ε.Υ. μπορεί να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε τρίτη χώρα, είτε με υποκατάστημα είτε χωρίς εγκατάσταση, εφόσον έχει υπογραφεί Πρωτόκολλο Συνεργασίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την αρμόδια εποπτική αρχή της τρίτης χώρας. Η Α.Ε.Π.Ε.Υ. γνωστοποιεί την πρόθεσή της στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και υποβάλλει αναλυτικά στοιχεία για τη δραστηριοποίησή της στην αλλοδαπή, συμπεριλαμβανομένων των επενδυτικών υπηρεσιών που προτίθεται να παρέχει, του τρόπου δραστηριοποίησής της, τυχόν επέκτασης της υφιστάμενης οργανωτικής της δομής και δήλωσης ότι πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται με βάση το νομοθετικό πλαίσιο της τρίτης χώρας.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαγορεύσει σε Α.Ε.Π.Ε.Υ. την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτη χώρα, αν κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη την οργάνωση, χρηματοοικονομική κατάσταση και τεχνικοοικονομική υποδομή της Α.Ε.Π.Ε.Υ., ότι τίθενται σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται τα στοιχεία που υποβάλλει η Α.Ε.Π.Ε.Υ., σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο και η διαδικασία υποβολής τους.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ., ΑΕΕΔ, ΑΕΔΑΚ και Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων Μεταβλητού Κεφαλαίου (ΑΕΕΜΚ) της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 3 και του άρθρου 4 του ν. 4099/2012 αντίστοιχα, οι ΑΕΕΧ του άρθρου 27 του ν. 3371/2005, οι ΑΕΔΟΕΕ της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013, οι οποίες διαχειρίζονται Οργανισμούς Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΟΕΕ), το ενεργητικό των οποίων επενδύεται μεταξύ άλλων σε κινητές αξίες και παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και οι ΑΕΔΟΕΕ, οι οποίες παρέχουν επιπροσθέτως υπηρεσίες λήψης και διαβίβασης εντολών, παροχής επενδυτικών συμβουλών και διαχείρισης χαρτοφυλακίου πελατών, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 4209/2013, πιστωτικά ιδρύματα και ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν κατά την:
α) λήψη και διαβίβαση εντολών,
β) εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών,
γ) παροχή επενδυτικών συμβουλών,
δ) διαχείριση χαρτοφυλακίου,
ε) έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση,
στ) διάθεση μεριδίων ή μετοχών ΟΣΕΚΑ ή άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων,
ζ) εκκαθάριση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων, να απασχολούν ή να συνεργάζονται με φυσικά πρόσωπα, τα οποία διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό καταλληλότητας.
Το πιστοποιητικό καταλληλότητας χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Όταν τα φυσικά πρόσωπα απασχολούνται ή συνεργάζονται με πιστωτικά ιδρύματα ή ασφαλιστικές εταιρείες, το πιστοποιητικό καταλληλότητας χορηγείται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Κατ’ εξαίρεση, τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα μπορούν να χρησιμοποιούν για την παροχή των προαναφερόμενων υπηρεσιών πρόσωπα τα οποία δεν διαθέτουν πιστοποιητικό καταλληλότητας, εφόσον τα τελευταία αυτά πρόσωπα ενεργούν ως ασκούμενοι υπό την εποπτεία και ευθύνη άλλων φυσικών προσώπων που πληρούν τις προϋποθέσεις των αμέσως προηγουμένων εδαφίων.
Πιστοποιητικό καταλληλότητας χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σε φυσικά πρόσωπα που πρόκειται να απασχοληθούν ή να συνεργαστούν με τις εταιρείες του πρώτου εδαφίου.

2. Η εποπτική αρχή που χορήγησε αρμοδίως το πιστοποιητικό καταλληλότητας παραμένει αρμόδια για την ανανέωσή του, ανεξάρτητα από το είδος της εταιρείας της τελευταίας απασχόλησης του προσώπου που ζητεί την ανανέωσή του.

3. Οι εξετάσεις για τη χορήγηση πιστοποιητικού καταλληλότητας διενεργούνται, με ευθύνη είτε της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είτε της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, από τριμελή Επιτροπή Εξετάσεων, που αποτελείται από πρόσωπα με διδακτική εμπειρία στη χρηματοοικονομική επιστήμη και στη νομοθεσία της κεφαλαιαγοράς. Ο ορισμός των μελών της Επιτροπής γίνεται με κοινή απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος. Ως μέλη της Επιτροπής μπορούν να ορίζονται ένας καθηγητής ΑΕΙ με ειδίκευση στη χρηματοοικονομική επιστήμη, ως Πρόεδρος, ένα μέλος που προτείνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και ένα μέλος που προτείνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η θητεία των μελών της Επιτροπής Εξετάσεων είναι διετής. Τα μέλη της Επιτροπής Εξετάσεων δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν, άμεσα ή έμμεσα, σε εκπαιδευτική ή άλλη δραστηριότητα που σχετίζεται με το περιεχόμενο ή τη διεξαγωγή των εξετάσεων πιστοποίησης. Η Επιτροπή Εξετάσεων είναι αρμόδια για την υποβολή προτάσεων σχετικά με τη διαμόρφωση και την επικαιροποίηση της ύλης των εξετάσεων, για τη διατύπωση των θεμάτων των εξετάσεων, για την εποπτεία της διενέργειας αυτών και για την αξιολόγηση των απαντήσεων των συμμετεχόντων.

4. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα τυπικά προσόντα και οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στις εξετάσεις, αναφορικά με τα φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται σε εταιρείες της παραγράφου 1 ή συνεργάζονται με αυτές, εκτός εκείνων που απασχολούνται ή συνεργάζονται με πιστωτικά ιδρύματα και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, η διαδικασία των εξετάσεων, οι προϋποθέσεις και οι λεπτομέρειες για τη διοργάνωση των εξετάσεων και των σχετικών σεμιναρίων, η δυνατότητα ανάθεσης, εν όλω ή εν μέρει, της διενέργειας των εξετάσεων ή των σεμιναρίων σε άλλους φορείς, οι προϋποθέσεις για την παροχή των υπηρεσιών της παραγράφου 1 από ασκουμένους, οι προϋποθέσεις, η διαδικασία ανανέωσης του πιστοποιητικού καταλληλότητας για όσους δεν ασχολούνται αποκλειστικά με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και για όσους δεν έχουν για τρία (3), κατ’ ελάχιστον, έτη εργασθεί στον τομέα παροχής επενδυτικών υπηρεσιών στις εταιρείες της παραγράφου 1, εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών εταιρειών, συνεχόμενα ή αθροιστικά, εντός της τελευταίας πενταετίας, η διαδικασία ανάκλησης του πιστοποιητικού καταλληλόλητας, τα τέλη που καταβάλλονται για τη χορήγηση των πιστοποιητικών, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Με την ίδια απόφαση μπορεί να προβλέπεται η διαδικασία αναγνώρισης πιστοποιητικών καταλληλόλητας που έχουν χορηγηθεί ή αναγνωρισθεί από άλλες εποπτικές αρχές, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

5. Με κοινή απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος:
α) καθορίζονται τα αναφερόμενα στην παράγραφο 4 αναφορικά με τα φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται ή συνεργάζονται με πιστωτικά ιδρύματα και ασφαλιστικές επιχειρήσεις και παρέχουν τις υπηρεσίες της παραγράφου 1,
β) συγκροτείται η τριμελής Επιτροπή Εξετάσεων της παραγράφου 3 και ορίζεται η αμοιβή των μελών της, η οποία βαρύνει τους προϋπολογισμούς της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 21 του ν. 4354/2015 (Α΄ 176),
γ) καθορίζεται η ύλη των εξετάσεων για την πιστοποίηση καταλληλότητας του παρόντος άρθρου,
δ) ανατίθεται σε τρίτους η διενέργεια των εξετάσεων ή των σεμιναρίων.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. συντάσσουν οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 (EE L 243/ 11.9.2002). Οι οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται εντός διμήνου από τη λήξη κάθε διαχειριστικής περιόδου.

2. Ο τακτικός έλεγχος που προβλέπεται από τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρείες στις Α.Ε.Π.Ε.Υ. ασκείται από νόμιμο ελεγκτή.

3. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή του να απαιτεί από τις Α.Ε.Π.Ε.Υ. την υποβολή κάθε χρόνο έκθεσης των τακτικών ελεγκτών τους, σχετικά με την ύπαρξη επαρκών διαδικασιών για τη συμμόρφωσή τους με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 16 και στις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του. Με την ίδια απόφαση μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο και ο τρόπος υποβολής της έκθεσης του προηγούμενου εδαφίου και να ρυθμίζεται κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

4. Οι καταχωρίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7β του κ.ν. 2190/1920, εφόσον αφορούν Α.Ε.Π.Ε.Υ., γίνονται στο μητρώο που γίνονται οι καταχωρίσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων.

1. Πιστωτικό ίδρυμα ή Α.Ε.Π.Ε.Υ. που έχει αποφασίσει να παύσει να παρέχει συγκεκριμένες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες ως προς κάποια ή όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα (μεταβιβάζουσα επιχείρηση), μπορεί να μεταβιβάσει σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, που είναι εγκατεστημένο και λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα ή Α.Ε.Π.Ε.Υ. (ανάδοχος επιχείρηση), τις συμβάσεις παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών με πελάτες του, ως προς όλες ή κάποιες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες επί κάποιων ή όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων (μεταφορά υπηρεσιών). Με την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των συμβάσεων του προηγούμενου εδαφίου οι εν λόγω επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες παρέχονται πλέον από την ανάδοχο επιχείρηση ως προς τους πελάτες και για τις υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορά η μεταβίβαση, καθώς επίσης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, μεταφέρονται και τα χαρτοφυλάκια (χρηματοπιστωτικά μέσα και μετρητά) που αντιστοιχούν στους πελάτες, τους οποίους αφορά η μεταφορά. Σε περίπτωση χρηματοπιστωτικών μέσων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, η μεταφορά τους διενεργείται με την αλλαγή του χειριστή λογαριασμού στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (ΣΑΤ), σύμφωνα με τον Κανονισμό λειτουργίας του ΣΑΤ. Από την ημέρα μεταφοράς, που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4, εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από τη μεταβιβάζουσα επιχείρηση ενώ κατά της αναδόχου επιχειρήσεως προβάλλονται αξιώσεις για απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά την ημέρα μεταφοράς.

2. Για τη μεταφορά της παραγράφου 1 τηρείται η εξής διαδικασία:
α) Με ευθύνη της αναδόχου και της μεταβιβάζουσας επιχείρησης ενημερώνεται ο πελάτης τον οποίο αφορά η μεταφορά, με τα μέσα του άρθρου 3 του κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) 565/2017/ (EE L 87/31.3.2017), για τη διενεργούμενη μεταφορά, τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που μεταφέρονται και τα χρηματοπιστωτικά μέσα επί των οποίων η ανάδοχος επιχείρηση θα παρέχει υπηρεσίες. Η ως άνω ενημέρωση περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο: αα) τις πληροφορίες των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 24 εφόσον διαφοροποιούνται από την ανάδοχο επιχείρηση, πλην της περίπτωσης των οικονομικών όρων που μπορεί να διαφοροποιηθούν μόνον εφόσον υπάρχει σχετική συμβατική πρόβλεψη στη μεταβιβαζόμενη σύμβαση, ββ) το δικαίωμα του πελάτη να αντιταχθεί στη μεταφορά, καθώς και τις συνέπειες της αντίρρησής του, γγ) τον τρόπο και την προθεσμία άσκησης αυτού, καθώς και δδ) κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία, προκειμένου οι πελάτες της μεταβιβάζουσας επιχείρησης να διαμορφώσουν τεκμηριωμένη γνώμη για τη μεταφορά. Στην ως άνω ενημέρωση αναφέρεται επίσης υποχρεωτικά και η ημερομηνία μεταφοράς, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι προγενέστερη της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής αντιρρήσεων, σύμφωνα με την περίπτωση β΄.
β) Μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την αποστολή της ενημέρωσης στους πελάτες κατά τα προβλεπόμενα στην περίπτωση α΄ κάθε πελάτης της μεταβιβάζουσας επιχείρησης μπορεί να προβάλει αντιρρήσεις κατά της μεταφοράς. Η προβολή αντιρρήσεων συνεπάγεται τη μη μεταφορά της συμβατικής του σχέσης στην ανάδοχο επιχείρηση.
γ) Η μεταφορά ολοκληρώνεται με τη σύνταξη λεπτομερούς πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής των χαρτοφυλακίων των πελατών (χρηματοπιστωτικά μέσα και μετρητά), των οποίων οι συμβάσεις μεταβιβάζονται. Το πρωτόκολλο αυτό υπογράφεται αρμοδίως από τη μεταβιβάζουσα και την ανάδοχο επιχείρηση και κοινοποιείται, κατά περίπτωση, στο διαχειριστή του Συστήματος Άυλων Τίτλων για αλλαγή χειριστή στους λογαριασμούς των πελατών ή στα πιστωτικά ιδρύματα και λοιπούς θεματοφύλακες για μεταφορά των λογαριασμών των εν λόγω πελατών.

3. Η μεταφορά της παραγράφου 1 διενεργείται εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
α) έχει τηρηθεί η διαδικασία της παραγράφου 2,
β) η ανάδοχος επιχείρηση έχει την απαιτούμενη άδεια για την παροχή των μεταφερόμενων επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών επί των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορά η μεταφορά,
γ) ο πελάτης δεν έχει προβάλει αντιρρήσεις για τη μεταφορά.

4. Η μεταφορά ολοκληρώνεται αυτόματα από την ημερομηνία μεταφοράς, όπως αυτή αναφέρεται στην ενημέρωση του πελάτη, χωρίς πρόσθετη υποχρέωση αναγγελίας. Τυχόν μεταβολή στο πρόσωπο της μεταβιβάζουσας επιχείρησης, λόγω επέλευσης αποτελεσμάτων εταιρικού μετασχηματισμού, δεν επηρεάζει την ολοκλήρωση της μεταφοράς.

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως σε Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή πιστωτικά ιδρύματα της παραγράφου 1 και στην περίπτωση απόσχισης κλάδου, κατά τα προβλεπόμενα στο ν. 2166/1993 (Α΄137), εφαρμόζονται το ν.δ. 1297/1972 (Α΄217) και ο ν. 2992/2002 (Α΄54).

6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις ΑΕΔΑΚ που παρέχουν τις υπηρεσίες της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4099/2012, στις ΑΕΔΟΕΕ που παρέχουν τις υπηρεσίες της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 4209/2013, καθώς και στις ΑΕΕΔ.

7. Κάθε ειδικό ή τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ρυθμίζεται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

1. Οι Α.Ε.Π.Ε.Υ., οι ΑΕΔΟΕΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που προτίθενται να διαχειριστούν ηλεκτρονικά συστήματα μέσω των οποίων προσφέρονται κινητές αξίες, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3401/2005, γνωστοποιούν αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, την πρόθεσή τους αυτή, υποβάλλοντας ταυτόχρονα τα σχετικά με τη δραστηριοποίηση αυτή στοιχεία και ιδίως την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου τους με την οποία αποφασίστηκε η δραστηριότητα αυτή, το νέο οργανόγραμμα, τα πρόσωπα που θα απασχολούνται και τα προσόντα τους, καθώς και το αντίστοιχο τμήμα του εσωτερικού κανονισμού που περιγράφει τον τρόπο οργάνωσης, τα κριτήρια επιλογής των εκδοτών, οι κινητές αξίες οι οποίες θα προσφέρονται μέσω των συστημάτων τους, καθώς και οι διαδικασίες παρακολούθησης και συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, μπορεί να αντιταχθεί σε αυτή την πρόθεσή τους, αν μέσα σε διάστημα δύο (2) μηνών από την υποβολή όλων των προβλεπόμενων στοιχείων κρίνει ότι δεν πληρούνται οι οργανωτικές προϋποθέσεις του άρθρου αυτού.
Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά περίπτωση, μπορεί να εξειδικεύονται οι παραπάνω οργανωτικές προϋποθέσεις για τη λειτουργία του συστήματος, καθώς και να προσδιορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να υποβάλουν οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. και οι ΑΕΔΟΕΕ της παραγράφου αυτής και τα πιστωτικά ιδρύματα για τη δραστηριότητα αυτή.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 24, οι Α.Ε.Π.Ε.Υ., οι ΑΕΔΟΕΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που διαχειρίζονται ηλεκτρονικά συστήματα μέσω των οποίων προσφέρονται κινητές αξίες, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3401/2005, πρέπει να παρέχουν στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες πληροφόρηση για τις προσφορές αυτές, που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:
α) πληροφορίες για τη νομική κατάσταση του εκδότη,
β) επισκόπηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εκδότη,
γ) πληροφορίες για πιθανά επενδυτικά σχέδια του εκδότη,
δ) πληροφορίες για τους μετόχους/εταίρους με ποσοστό πάνω από πέντε τοις εκατό (5%) και για το κεφάλαιο, καθώς και περιγραφή κάθε γνωστής στον εκδότη συμφωνίας, της οποίας η εφαρμογή θα μπορούσε, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, να επιφέρει αλλαγές όσον αφορά τον έλεγχο του εκδότη,
ε) πληροφορίες για τη διοίκηση του εκδότη,
στ) πληροφορίες για τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ διοίκησης, μετόχων του εκδότη και Α.Ε.Π.Ε.Υ. που παρέχει την παρεπόμενη υπηρεσία του σημείου 1 του τμήματος Β΄ του Παραρτήματος Ι ή ΑΕΔΟΕΕ του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 4209/2013 ή πιστωτικού ιδρύματος που διαμεσολαβεί,
ζ) πληροφορίες για τον τόπο δημοσίευσης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του εκδότη, όπως ιστοσελίδα του εκδότη, ΓΕΜΗ,
η) πληροφορίες σχετικά με τις κινητές αξίες που προσφέρονται και τους όρους της προσφοράς, όπως τρόπος κατανομής των κινητών αξιών σε περίπτωση υπερκάλυψης της προσφοράς, παράδοση κινητών αξίων,
θ) περιγραφή των δικαιωμάτων (ψήφου, πληροφόρησης) που αποκτά ο επενδυτής,
ι) διακριτή παράθεση των παραγόντων κινδύνου που συνδέονται με τον εκδότη, τον τομέα δραστηριότητάς του και τις κινητές αξίες που προσφέρονται,
ια) προειδοποίηση ότι η επένδυση δεν είναι αμέσως ρευστοποιήσιμη και υπάρχει ενδεχόμενο ολικής απώλειας κεφαλαίου,
ιβ) παράθεση των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τις παραπάνω πληροφορίες,
ιγ) προειδοποίηση ότι οι παραπάνω πληροφορίες δεν εγκρίνονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις πληροφόρησης που προβλέπονται παραπάνω για τις Α.Ε.Π.Ε.Υ. και τις ΑΕΔΟΕΕ της παραγράφου αυτής και τα πιστωτικά ιδρύματα, να καθορίζονται τα τεχνικά μέσα εφαρμογής τους και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 70 του ν. 3606/2007 (A΄195) και του άρθρου 59 του ν. 4509/2017 (Α΄ 201).

1. Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 70 του ν. 3606/2007 εξακολουθούν να εφαρμόζονται για πράξεις και παραλείψεις που έχουν τελεστεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος.

2. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά στις διατάξεις του ν. 3606/2007, νοούνται οι αντίστοιχες προς το περιεχόμενό τους διατάξεις του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

3. Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού Α.Ε.Π.Ε.Υ. λογίζονται ότι έχουν άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 5 και, εφόσον πρόκειται να παράσχουν νέες υπηρεσίες ή να διαθέσουν νέα προϊόντα τα οποία δεν διαλαμβάνονταν στην αρχική αδειοδότηση, οφείλουν να προσαρμοστούν στις διατάξεις του παρόντος έως τις 3.1.2018. Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Ανώνυμες Εταιρείες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης λογίζονται ότι έχουν άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 87, και εφόσον πρόκειται να παράσχουν νέες υπηρεσίες ή να διαθέσουν νέα προϊόντα τα οποία δεν διαλαμβάνονταν στην αρχική αδειοδότηση, οφείλουν να προσαρμοστούν στις διατάξεις του παρόντος έως τις 3.1.2018.

4. Οι γνωστοποιήσεις των άρθρων 31 έως 33 του ν. 3606/2007, οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος, λογίζονται ως γνωστοποιήσεις των άρθρων 34 και 35.

5. Η εταιρεία «Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε.» και οι οργανωμένες αγορές αξιών και παραγώγων τις οποίες διαχειρίζεται η εταιρεία «Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε.» και οι οποίες έχουν αδειοδοτηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 3371/2005, καθώς και ο Πολυμερής Μηχανισμός Διαπραγμάτευσης που έχει αδειοδοτηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 3606/2007, εξαιρούνται από την υποχρέωση να λάβουν άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 44 και την παράγραφο 1 του άρθρου 45 αντίστοιχα, και, εφόσον ι πρόκειται να παράσχουν νέες υπηρεσίες ή να διαθέσουν νέα προϊόντα τα οποία δεν διαλαμβάνονταν στην αρχική άδεια, οφείλουν να προσαρμοστούν στις διατάξεις του νόμου αυτού έως τις 3.1.2018.

6. Η Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων του άρθρου 26 του ν. 2515/1997 (Α΄154) , η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 43 του ν. 3606/2007, εξαιρείται από την υποχρέωση να λάβει άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 44 και, εφόσον αυτό απαιτείται, οφείλει να προσαρμοστεί στις διατάξεις του νόμου αυτού έως τις 3.1.2018. Εξαιρείται της άδειας λειτουργίας διαχειριστή αγοράς, κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 45, η Τράπεζα της Ελλάδος.

7. Από την έναρξη ισχύος του ν. 4474/2017 (Α΄ 80) ανακαλείται αυτοδικαίως ο διορισμός των υφισταμένων εκκαθαριστών της ειδικής εκκαθάρισης Α.Ε.Π.Ε.Υ., ενώ οι υφιστάμενοι Επόπτες της ειδικής εκκαθάρισης Α.Ε.Π.Ε.Υ. λογίζονται ως Ειδικοί Εκκαθαριστές. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά σε «Επόπτη της εκκαθάρισης» ή «εκκαθαριστή» της ειδικής εκκαθάρισης Α.Ε.Π.Ε.Υ., νοείται εφεξής ο Ειδικός Εκκαθαριστής. Ο απερχόμενος εκκαθαριστής παραδίδει αμελλητί στον Ειδικό Εκκαθαριστή οποιαδήποτε έγγραφα και λοιπά στοιχεία αφορούν την ειδική εκκαθάριση και βρίσκονται στην κατοχή του και τον ενημερώνει για τις πάσης φύσεως εκκρεμότητες ως προς τις υποθέσεις της ειδικής εκκαθάρισης. Για τα ανωτέρω συντάσσεται πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής.

8. Από την έναρξη ισχύος του ν. 4474/2017 εκκρεμείς υποθέσεις για το διορισμό από το αρμόδιο δικαστήριο εκκαθαριστή της ειδικής εκκαθάρισης ή για την κήρυξη από το αρμόδιο δικαστήριο της περάτωσης της ειδικής εκκαθάρισης, καταργούνται. Στη δεύτερη περίπτωση, καθώς και στην περίπτωση που εκκρεμεί στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 69 του ΑΚ για το διορισμό εκκαθαριστή για τη συνέχιση της εκκαθάρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, ο Ειδικός Εκκαθαριστής προβαίνει άμεσα στις προβλεπόμενες ενέργειες της παραγράφου 11 του άρθρου 90.

9. Κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που προβλέπεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 90, οι Α.Ε.Π.Ε.Υ. που κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου βρίσκονται σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) ετών, συντάσσουν μόνον οικονομικές καταστάσεις λήξης της ειδικής εκκαθάρισης, οι οποίες ελέγχονται νόμιμα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και συνοδεύονται από απολογισμό της ειδικής εκκαθάρισης.

Προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος νόμου τα Παραρτήματα Ι και ΙΙ.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζεται ως αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365 (EE L 23.12.2015) των Α.Ε.Π.Ε.Υ., των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα επιχειρήσεων επενδύσεων με έδρα σε τρίτη χώρα, των κεντρικών αντισυμβαλλομένων με έδρα στην Ελλάδα, των κεντρικών αποθετηρίων τίτλων με έδρα στην Ελλάδα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) των άρθρων 7 και 8 του ν. 3029/2002, όπως ισχύουν, των ΑΕΔΑΚ και των ΟΣΕΚΑ με έδρα στην Ελλάδα και των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα ΑΕΔΑΚ και ΟΣΕΚΑ με έδρα σε τρίτη χώρα, καθώς και των ΟΕΕ που τους διαχειρίζονται Διαχειριστές Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΔΟΕΕ), οι οποίοι έχουν άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα ή είναι εγγεγραμμένοι, σύμφωνα με την Οδηγία 2011/61/ΕΕ.

2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται ως αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365 των πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα στην Ελλάδα και των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα, των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα και των Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα, καθώς και των υποκαταστημάτων Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα σε τρίτη χώρα.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζεται ως αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των Μη Χρηματοοικονομικών Αντισυμβαλλομένων προς τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365.

4. Αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή των προβλεπομένων στα άρθρα 17, 18, στο δεύτερο και στο τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 22, καθώς και στα άρθρα 24 και 25 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365, ορίζονται η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, προκειμένου να διασφαλίσουν την τήρηση των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων πράξεων και παρέχουν η μία στην άλλη κάθε αναγκαία συνδρομή για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

6. Επιτρέπεται η, μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος, αμοιβαία ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών, οι οποίες δεν έχουν ληφθεί από αρμόδιες αρχές άλλου κράτους-μέλους και οι οποίες σχετίζονται με την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365.

1. Με την επιφύλαξη των κυρώσεων και των μέτρων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 28 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365 και των διατάξεων της ποινικής νομοθεσίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλει με απόφασή της σε όποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 100 του παρόντος νόμου, παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 4 και 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση του Κανονισμού αυτού εκδιδομένων πράξεων, διαζευκτικά ή σωρευτικά, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις και μέτρα:
α) εντολή που υποχρεώνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση να παύσει την παράνομη συμπεριφορά και να μην την επαναλάβει στο μέλλον,
β) δημόσια ανακοίνωση στην οποία αναφέρονται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση και η φύση της παράβασης, σύμφωνα με το άρθρο 102 του παρόντος,
γ) αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας,
δ) προσωρινή απαγόρευση της συμμετοχής σε διοικητικό συμβούλιο ή της άσκησης διευθυντικών καθηκόντων στις οντότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 100 σε βάρος κάθε προσώπου που συμμετέχει στο διοικητικό τους συμβούλιο ή ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή σε βάρος κάθε φυσικού προσώπου που θεωρείται υπεύθυνο για μια τέτοια παράβαση,
ε) χρηματικό πρόστιμο έως και το τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εφόσον μπορούν να προσδιοριστούν από την εκάστοτε αρμόδια αρχή, ακόμα και αν το πρόστιμο υπερβαίνει το ποσό που αναφέρεται στις περιπτώσεις στ΄ και ζ΄,
στ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο έως και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ,
ζ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο έως και:
αα) πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ ή έως 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του, με βάση τις οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση, για παραβάσεις του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365,
ββ) δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) ευρώ ή έως 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του, με βάση τις οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση, για παραβάσεις του άρθρου 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365.
Σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης, που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με το ν. 4308/2014, όπως ισχύει, και την Οδηγία 2013/34/EE, ως συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ορίζεται ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή τα αντίστοιχα έσοδα, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο περί κατάρτισης και παρουσίασης των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, που προκύπτει από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της μητρικής επιχείρησης, που βρίσκεται στο ανώτατο επίπεδο λογιστικής ενοποίησης.

2. Τηρουμένων των διατάξεων του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και με την επιφύλαξη των διατάξεων της ποινικής νομοθεσίας, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί με απόφασή της να επιβάλει, σε όποιο πρόσωπο της παράγραφο 2 του άρθρου 100 παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 4 και 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση του Κανονισμού αυτού εκδιδομένων πράξεων, διαζευκτικά ή σωρευτικά, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις και μέτρα:
α) εντολή που υποχρεώνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση να παύσει την παράνομη συμπεριφορά και να μη την επαναλάβει στο μέλλον,
β) δημόσια ανακοίνωση στην οποία αναφέρονται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση και η φύση της παράβασης, σύμφωνα με το άρθρο 102,
γ) σε περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος ή υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος με έδρα σε τρίτη χώρα, ανάκληση της άδειας λειτουργίας του κατά την ισχύουσα νομοθεσία,
δ) προσωρινή απαγόρευση της συμμετοχής σε διοικητικό συμβούλιο ή της άσκησης διευθυντικών καθηκόντων στις οντότητες της παραγράφου 2 του άρθρου 100 σε βάρος κάθε προσώπου, που συμμετέχει στο διοικητικό τους συμβούλιο ή ασκεί διευθυντικά καθήκοντα, ή σε βάρος κάθε φυσικού προσώπου που θεωρείται υπεύθυνο για μια τέτοια παράβαση,
ε) χρηματικό πρόστιμο έως και το τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εφόσον μπορούν να προσδιοριστούν από την εκάστοτε αρμόδια αρχή, ακόμα και αν το πρόστιμο υπερβαίνει το ποσό που αναφέρεται στις περιπτώσεις στ΄ και ζ΄,
στ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο έως και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ,
ζ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο έως και:
αα) πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ ή έως 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις, που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση, για παραβάσεις του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365,
ββ) δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) ευρώ ή έως 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις, που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση, για παραβάσεις του άρθρου 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365.
Σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με το ν. 4308/2014, όπως ισχύει και την Οδηγία 2013/34/ΕΕ, ως συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ορίζεται ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή τα αντίστοιχα έσοδα, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο περί κατάρτισης και παρουσίασης των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων που προκύπτει από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της μητρικής επιχείρησης, που βρίσκεται στο ανώτατο επίπεδο λογιστικής ενοποίησης.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει πρόστιμο έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ σε περίπτωση μη συνεργασίας, άρνησης χορήγησης ή πλημμελούς παροχής στοιχείων ή μη επαρκούς συνεργασίας σε έρευνα που σχετίζεται με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/2365. Για την επιμέτρηση του προστίμου εφαρμόζεται η παράγραφος 7.

4. Τυχόν πλημμελής συνεργασία, άρνηση χορήγησης ή πλημμελής παροχή στοιχείων στο πλαίσιο άσκησης των προβλεπόμενων από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/2365 αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος, τιμωρείται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 55Α και 55Γ του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος. Κατά την επιμέτρηση των ως άνω κυρώσεων λαμβάνονται υπόψη τα αναφερόμενα στην παράγραφο 7.

5. Σε περίπτωση παράβασης των άρθρων 13 και 14 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλει με απόφασή της στις εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, στις εταιρείες επενδύσεων ΟΣΕΚΑ και στους ΔΟΕΕ τις κυρώσεις και τα μέτρα, που προβλέπονται στο άρθρο 94 του ν. 4099/2012 και στο άρθρο 45 του ν. 4209/2013.

6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, μπορεί να επιβάλουν τις ως άνω διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα, πέραν του νομικού προσώπου, και στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο φέρει ευθύνη, βάσει της κείμενης νομοθεσίας, για παράβαση των αναφερομένων στις παραγράφους 1 και 2, αντιστοίχως, διατάξεων.

7. Κατά τον καθορισμό του είδους και της βαρύτητας των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και κατά την επιμέτρηση των διοικητικών χρηματικών προστίμων, που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται:
α) η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,
β) ο βαθμός ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,
γ) η οικονομική επιφάνεια του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει ιδίως από το ετήσιο εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία του φυσικού προσώπου ή από το συνολικό κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου, αντίστοιχα,
δ) η σπουδαιότητα των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν,
ε) το βαθμό συνεργασίας του φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη της εξασφάλισης της παραίτησης του εν λόγω προσώπου από κέρδη που αποκομίσθηκαν ή ζημίες που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης,
στ) τυχόν προηγούμενες παραβάσεις των άρθρων του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων πράξεων, καθώς και της λοιπής νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,
ζ) η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στην προστασία των επενδυτών,
η) οι ανάγκες της γενικής και ειδικής πρόληψης.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, αναρτούν στον επίσημο διαδικτυακό τους τόπο κάθε απόφασή τους σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παραβάσεις των άρθρων 4 ή 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365, αμέσως μετά από σχετική ενημέρωση του προσώπου, σε βάρος του οποίου επιβλήθηκε η κύρωση ή το μέτρο, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο άρθρο 26 του ίδιου Κανονισμού. Σε περίπτωση προσβολής της απόφασης ενώπιον εθνικής, δικαστικής ή άλλης αρχής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, αναρτούν επίσης αμέσως στο δικτυακό τους τόπο τις πληροφορίες αυτές και τυχόν επακόλουθες πληροφορίες που αφορούν την έκβαση της σχετικής διαδικασίας, καθώς και κάθε απόφαση που ακυρώνει απόφαση επιβολής διοικητικής κύρωσης ή διοικητικού μέτρου.

Οι αποφάσεις για τις διοικητικές κυρώσεις και τα μέτρα που λαμβάνονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365, καθώς και με τις πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του, είναι επαρκώς αιτιολογημένες και υπόκεινται, κατά περίπτωση, σε αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 3371/2005 για την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 64 του ν. 4261/2014 για την Τράπεζα της Ελλάδος.

1. Μετά την υποπερίπτωση στστ΄ της περίπτωσης ιη΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013 προστίθεται υποπερίπτωση ζζ΄ ως εξής:
«ζζ) το κράτος-μέλος εκτός του κράτους-μέλους καταγωγής, στο οποίο ένας ΔΟΕΕ της ΕΕ παρέχει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 6,».

2. Ο τίτλος και οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 33 του ν. 4209/2013 τροποποιούνται ως εξής:
«Άρθρο 33
Προϋποθέσεις για τη διαχείριση ΟΕΕ της ΕΕ εγκατεστημένων σε άλλα κράτη-μέλη και για την παροχή υπηρεσιών σε άλλα κράτη-μέλη
(Άρθρο 33 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ)
1. Η ΑΕΔΟΕΕ μπορεί, χωρίς εγκατάσταση ή μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος:
α) να διαχειρίζεται ΟΕΕ της ΕΕ εγκατεστημένους σε άλλο κράτος-μέλος, με την προϋπόθεση ότι η ΑΕΔΟΕΕ έχει λάβει από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άδεια για τη διαχείριση του συγκεκριμένου τύπου ΟΕΕ,
β) να παρέχει σε άλλο κράτος-μέλος τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 6 για τις οποίες έχει λάβει άδεια.
2. Η ΑΕΔΟΕΕ που προτίθεται να αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητες και να παρέχει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κοινοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:
α) το κράτος-μέλος στο οποίο προτίθεται να διαχειριστεί ΟΕΕ χωρίς εγκατάσταση ή με ίδρυση υποκαταστήματος ή να παρέχει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 6,
β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο δηλώνονται ιδίως οι υπηρεσίες τις οποίες σκοπεύει να παρέχει και στο οποίο προσδιορίζονται οι ΟΕΕ τους οποίους σκοπεύει να διαχειρίζεται.»

Η παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 2166/1993 (Α΄137) αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Τα επιβαλλόμενα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πρόστιμα αποτελούν δημόσια έσοδα και περιέρχονται στο Δημόσιο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), καθορίζονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες για τη διαδικασία είσπραξης αυτών. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται και η διαδικασία μείωσης των προβλεπόμενων στην παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66) προστίμων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.»

1. Οι περιπτώσεις β΄ έως δ΄ της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 2778/1999 (Α΄295) όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:
«β) δικαιώματα επιφανείας της παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 3986/2011, όπως εκάστοτε ισχύει, καθώς και μακροχρόνιες (διάρκειας κατ’ ελάχιστον είκοσι (20) ετών) μισθώσεις και/ή παραχωρήσεις χρήσης ή εμπορικής εκμετάλλευσης ακινήτων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2, όπως εκτάσεων για ανέγερση ξενοδοχειακών και εν γένει τουριστικού ενδιαφέροντος εγκαταστάσεων, μαρινών ελλιμενισμού, εκτάσεων δυναμένων να υπαχθούν σε προνομιακό ή ιδιαίτερο καθεστώς δόμησης και οικιστικής ανάπτυξης, εκτάσεων ιδιαίτερου φυσικού κάλλους των οποίων η αξιοποίηση είναι επιτρεπτή υπό ιδιαίτερους όρους, εμπορικών ακινήτων, βιομηχανικών ακινήτων, ή/και
γ) απαιτήσεις προς απόκτηση ακίνητης περιουσίας, καθώς και δικαιωμάτων, μετοχών ή μεριδίων σε ακίνητη περιουσία κατά την έννοια της παραγράφου 2 και της παρούσας παραγράφου βάσει συμβολαιογραφικών προσυμφώνων ή συμβατικών κειμένων αντιστοίχου τύπου ως προς τη δεσμευτικότητα των μερών ανάλογα με το εφαρμοστέο δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι έχει συμβατικώς διασφαλισθεί:
αα) το μέγιστο τίμημά τους,
ββ) ο μέγιστος χρόνος κατάρτισης του οριστικού συμβολαίου, ο οποίος δύναται να παρατείνεται με αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, κατόπιν εισήγησης της Επενδυτικής Επιτροπής,
γγ) η προκαταβολή τιμήματος, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού τιμήματος, εφάπαξ ή με τμηματικές καταβολές και υπό την προϋπόθεση ότι η αξία του ακινήτου κατά την ημερομηνία καταβολής της προκαταβολής, όπως αυτή προσδιορίζεται από τον τακτικό ανεξάρτητο εκτιμητή της παραγράφου 7, είναι τουλάχιστον ίση με το σύνολο της δοθείσας ως το χρονικό αυτό σημείο προκαταβολής,
δδ) η ποινική ρήτρα του πωλητή, η οποία δεν μπορεί να υπολείπεται του εκατόν πενήντα τοις εκατό (150%) της προκαταβολής ή η λήψη από τον πωλητή εμπράγματων ή/και ενοχικών εξασφαλίσεων για το ίδιο ως ανωτέρω ποσοστό.
Ειδικά, προκειμένου περί ακινήτων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2, ο χρόνος έναρξης των εργασιών δεν μπορεί να απέχει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους από την κατάρτιση του προσυμφώνου. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να παραταθεί για άλλους δώδεκα (12) μήνες με αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕΕΑΠ, κατόπιν εισήγησης της Επενδυτικής Επιτροπής, ή/και
δ) τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) των μετοχών ή μεριδίων εταιρείας, εξαιρουμένων των προσωπικών εταιρειών, με αποκλειστικό σκοπό την εκμετάλλευση ακινήτων, το σύνολο του παγίου κεφαλαίου της οποίας είναι επενδεδυμένο σε ακίνητη περιουσία ή/και δικαιώματα ή/και απαιτήσεις ακίνητης περιουσίας, κατά την έννοια των παρ. 2 και των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παρούσας παραγράφου, ή εταιρείας χαρτοφυλακίου ή/και».

2. Η περίπτωση στ΄ της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 2778/1999, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«στ) τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%) των μετοχών ή μεριδίων εταιρείας ή οργανισμού της περίπτωσης ζ΄, εξαιρουμένων των προσωπικών εταιρειών, εφόσον:
αα) σκοπός της εταιρείας ή του οργανισμού είναι η απόκτηση, διαχείριση και εκμετάλλευση ακινήτων και παροχής υπηρεσιών άμεσα συνδεδεμένων και συναφών με τη χρήση, λειτουργία και εκμετάλλευση των ακινήτων αυτών, περιλαμβανομένης της διενέργειας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία κατά την έννοια του άρθρου 22, και
ββ) σκοπός της συμμετοχής της ΑΕΕΑΠ στο κεφάλαιο της εταιρείας ή του οργανισμού είναι η εφαρμογή κοινής επιχειρηματικής στρατηγικής ή στρατηγικών για την ανάπτυξη ακινήτου ή ακινήτων ελάχιστης αξίας τουλάχιστον δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ, σύμφωνα με επενδυτικό πρόγραμμα, που καταρτίζεται με ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας ή το αντίστοιχο διοικητικό όργανο σε περίπτωση άλλης εταιρικής μορφής ή εταιρείας άλλης χώρας ή οργανισμού, για το οποίο λαμβάνει γνώση το διοικητικό συμβούλιο της ΑΕΑΑΠ και κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Το εν λόγω επενδυτικό πρόγραμμα, μαζί με έκθεση προόδου αυτού, εγκρίνεται ετησίως από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας ή το αντίστοιχο όργανο σε περίπτωση άλλης εταιρικής μορφής ή εταιρείας άλλης χώρας ή οργανισμού και η σχετική έκθεση προόδου τίθεται υπόψη του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕΕΑΠ, που τοποθετείται σχετικώς και αξιολογεί την πρόοδο του προγράμματος. Η σχετική έκθεση αξιολόγησης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕΕΑΠ υποβάλλεται από την ΑΕΕΑΠ στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Σε περίπτωση που η ΑΕΕΑΠ δεν ελέγχει την εταιρεία, η ΑΕΕΑΠ μετέχει με τουλάχιστον ένα (1) μέλος με δικαίωμα ψήφου στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας αυτής ή στο αντίστοιχο διοικητικό όργανο σε περίπτωση άλλης εταιρικής μορφής ή εταιρείας άλλης χώρας.»

3. Η παρ. 1 του άρθρου 24 του ν. 2778/1999, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι επενδύσεις της εταιρείας φυλάσσονται κατά την έννοια του ν. 4209/2013 σε πιστωτικό ίδρυμα ή άλλο οργανισμό που εκ του νόμου μπορεί να παρέχει υπηρεσίες θεματοφύλακα, που είναι εγκατεστημένο και λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα. Σε περίπτωση κινητών αξιών άλλης χώρας, προσκομίζεται στο θεματοφύλακα, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας έκδοσής τους, σχετικό αποδεικτικό φύλαξής τους ή στην περίπτωση που δεν απαιτείται η έκδοση φυσικών τίτλων, αποδεικτικό από αρμόδια αρχή που πιστοποιεί την ιδιοκτησία των τίτλων από ΑΕΕΑΠ.»

Η περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 122 του Κεφαλαίου Κ΄ του άρθρου 2 «Ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση οδηγίας 2014/59/ΕΕ, L 173) και άλλες διατάξεις» του ν. 4335/2015 (Α΄ 87) αντικαθίσταται, ως εξής:
«β. Τον Προϊστάμενο μίας εκ των Διευθύνσεων Φορέων, Διεθνών Σχέσεων ή Μελετών που ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.»

1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 3461/2006 (Α΄ 106) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Κάθε πρόσωπο, το οποίο αποκτά καθ’ οιονδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, απευθείας ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτό, κινητές αξίες και, λόγω της απόκτησης αυτής, το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει το πρόσωπο αυτό, άμεσα ή έμμεσα, απευθείας ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτό, υπερβαίνει το όριο του ενός τρίτου (1/3) του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου της υπό εξαγορά εταιρείας, υποχρεούται, εντός είκοσι (20) ημερών και, σε περίπτωση υποχρέωσης υποβολής έκθεσης αποτίμησης, σύμφωνα με τις παραγράφους 6 και 7 του άρθρου 9, εντός τριάντα (30) ημερών από την απόκτηση αυτή, να απευθύνει υποχρεωτική δημόσια πρόταση για το σύνολο των κινητών αξιών της υπό εξαγορά εταιρείας καταβάλλοντας δίκαιο και εύλογο αντάλλαγμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 9.»

2. Στο άρθρο 9 του ν. 3461/2006 προστίθενται παράγραφοι 6 και 7 ως εξής:
«6. Εφόσον συντρέχει μία τουλάχιστον από τις κάτωθι αναφερόμενες περιπτώσεις, το εύλογο και δίκαιο αντάλλαγμα της παραγράφου 1 του άρθρου 7, όπως προσδιορίζεται κατά την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, δεν επιτρέπεται να υπολείπεται της τιμής ανά κινητή αξία, όπως αυτή προκύπτει από αποτίμηση των κινητών αξιών που αποτελούν αντικείμενο της δημόσιας πρότασης, επιλέγεται δε η μεγαλύτερη τιμή μεταξύ της τιμής που προσδιορίζεται κατά την παράγραφο 4 και της τιμής που προσδιορίζεται στην αποτίμηση, η οποία διενεργείται με επιμέλεια του προτείνοντος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην επόμενη παράγραφο:
α) Εφόσον έχουν επιβληθεί κυρώσεις από το Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για χειραγώγηση επί των κινητών αξιών που αποτελούν αντικείμενο της δημόσιας πρότασης και η χειραγώγηση έλαβε χώρα εντός του χρονικού διαστήματος δεκαοκτώ (18) μηνών που προηγούνται της ημερομηνίας κατά την οποία ο προτείνων κατέστη υπόχρεος να υποβάλει δημόσια πρόταση.
β) Επί των κινητών αξιών, που αποτελούν αντικείμενο της δημόσιας πρότασης, έχουν διενεργηθεί συναλλαγές σε λιγότερες από τα τρία πέμτα (3/5) των ημερών λειτουργίας της οικείας αγοράς ή οι συναλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί δεν υπερβαίνουν το δέκα τοις εκατό (10%) του συνόλου των κινητών αξιών της υπό εξαγοράς εταιρείας, κατά τους έξι (6) μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας κατά την οποία ο προτείνων κατέστη υπόχρεος να υποβάλει δημόσια πρόταση.
γ) Το εύλογο και δίκαιο αντάλλαγμα όπως προσδιορίζεται με τα κριτήρια της παραγράφου 4, υπολείπεται του ογδόντα τοις εκατό (80%) της λογιστικής αξίας ανά μετοχή, με βάση τα στοιχεία του μέσου όρου των τελευταίων δύο δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων του ν. 3556/2007, σε ενοποιημένη βάση, εφόσον καταρτίζονται ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις.
Ο προτείνων υποχρεούται να περιλαμβάνει σχετική δήλωση περί της συνδρομής ή μη των ανωτέρω προϋποθέσεων στην έγγραφη ενημέρωσή του προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 . Κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία κατά την οποία ο προτείνων κατέστη υπόχρεος να υποβάλει δημόσια πρόταση μέχρι τη δημοσιοποίηση της αποτίμησης, απαγορεύεται στον προτείνοντα να διενεργεί συναλλαγές σε μετοχές της υπό εξαγορά εταιρείας άμεσα ή έμμεσα, απευθείας ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτόν.
7. Η ανωτέρω αποτίμηση διενεργείται από πιστωτικό ίδρυμα ή Ε.Π.Ε.Υ. που παρέχει νόμιμα επενδυτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος – μέλος κατά την οικεία νομοθεσία ή από ελεγκτική εταιρεία, μετά από επιλογή του προτείνοντος, ο οποίος αναλαμβάνει και το σχετικό κόστος. Ο διενεργών την αποτίμηση πρέπει να είναι εγνωσμένου κύρους, να διαθέτει απαραίτητη οργάνωση, στελεχιακό δυναμικό, εμπειρία σε αποτιμήσεις επιχειρήσεων και να είναι ανεξάρτητος από τον προτείνοντα και την υπό εξαγορά εταιρεία και ειδικότερα να μην έχει καμία επαγγελματική σχέση ή συνεργασία τα τελευταία πέντε (5) έτη με τα παραπάνω πρόσωπα ή με πρόσωπα που ενεργούν συντονισμένα με το υπόχρεο πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 2 του παρόντος, ή που είναι συνδεδεμένα με την υπό εξαγορά εταιρεία. Το Διοικητικό Συμβούλιο της υπό εξαγορά εταιρείας παρέχει στον αποτιμητή όλα τα αναγκαία οικονομικά στοιχεία.
Για τον προσδιορισμό του εύλογου και δίκαιου ανταλλάγματος, η αποτίμηση λαμβάνει υπόψη διεθνώς αποδεκτά κριτήρια και μεθόδους αποτίμησης που θεωρούνται σχετικές στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η έκθεση αποτίμησης ολοκληρώνεται εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία στην οποία ο προτείνων κατέστη υπόχρεος, σύμφωνα με το άρθρο 7, υποβάλλεται με μέριμνα του προτείνοντος στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και δημοσιοποιείται, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1.»

3. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 3461/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε κάθε περίπτωση, η καταβολή μετρητών προβλέπεται ως εναλλακτική δυνατότητα κατ’ επιλογή του αποδέκτη, εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των παραγράφων 4, 6 και 7 του άρθρου 9.»

4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις δημόσιες προτάσεις που έχουν ανακοινωθεί με τις διατάξεις του ν. 3461/2006 πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. 

1. Η παρ. 12 του άρθρου 1 του ν. 2533/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«12. Ως καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, νοούνται οι επενδυτικές υπηρεσίες των περιπτώσεων 1 έως 4 και 6 έως 7 του Τμήματος Α΄ του Παραρτήματος Ι του νόμου ενσωμάτωσης της Oδηγίας 2014/65/ΕΕ και η παρεπόμενη υπηρεσία της περίπτωσης 1 του Τμήματος Β΄ του Παραρτήματος Ι του νόμου ενσωμάτωσης της Oδηγίας 2014/65/ΕΕ που παρέχονται σε χρηματοπιστωτικά μέσα του Τμήματος Γ΄ του Παραρτήματος Ι του νόμου ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.»

2. Η περίπτωση α΄ της παρ. 2 του άρθρου 71 του ν. 2533/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«(α) σε 150.000 ευρώ για τις Ε.Π.Ε.Υ., τις Α.Ε.Δ.Α.Κ. και τις εξωτερικές Α.Ε.Δ.Ο.Ε.Ε. του ν. 4209/2013, που έχουν λάβει από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άδεια παροχής των υπηρεσιών της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 4209/2013».

3. Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 74 του ν. 2533/1997 αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Σε περίπτωση ανάκλησης εν όλω ή εν μέρει της άδειας λειτουργίας του Μέλους από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από οποιαδήποτε αιτία, καθώς και στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 53 του ν. 4370/2016, ή οριστικής διακοπής της λειτουργίας του υποκαταστήματός του στην Ελλάδα, εφόσον πρόκειται για Μέλος με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συνεγγυητικό, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, προσδιορίζει, αμέσως μετά από τη σχετική ενημέρωσή του από τα όργανα του Μέλους, το ποσό επιστροφής κεφαλαίου το οποίο αναλογεί στο Μέλος. Το ποσό επιστροφής, που κατατίθεται σε ειδικό και εκτός του κεφαλαίου του Συνεγγυητικού τραπεζικό λογαριασμό, ισούται προς τη διαφορά του συνόλου των εισφορών που έχουν καταβληθεί από το Μέλος στο Συνεγγυητικό πλέον της αναλογίας τυχόν υφισταμένων προς διανομή μερισμάτων, μείον το σύνολο των αποζημιώσεων προς επενδυτές πελάτες του Μέλους που κατέβαλε το Συνεγγυητικό και των ποσών που αναλογούν στο Μέλος από καταβληθείσες ήδη αποζημιώσεις σε επενδυτές για μέλη του που περιήλθαν σε αδυναμία κατά τις διατάξεις του άρθρου 65 και στα οποία ποσά συμπεριλαμβάνονται και τα πάσης φύσεως έξοδα και αμοιβές που καταβλήθηκαν και συνδέονται άμεσα με τις παραπάνω αποζημιώσεις. Με αιτιολογημένη απόφαση του Δ.Σ. του Συνεγγυητικού, από το ποσό επιστροφής παρακρατείται ποσό που ισούται με το ποσοστό που αντιστοιχεί στην αναλογία του Μέλους στις απαιτήσεις εντολέων συμμετεχόντων στο Συνεγγυητικό Μελών, που τυχόν έχουν περιέλθει σε αδυναμία και βασίζονται σε καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες που είχαν παρασχεθεί μέχρι το χρόνο αποχώρησής του. Το ποσό αυτό κατατίθεται σε ειδικό και εκτός του κεφαλαίου του Συνεγγυητικού τραπεζικό λογαριασμό και αποδίδεται στο Μέλος, μείον οποιοδήποτε μέρος του χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση υποχρεώσεων του Μέλους προς το Συνεγγυητικό, κατά τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, τον πρώτο ημερολογιακό μήνα μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την αμετάκλητη οριστικοποίηση και καταβολή των παραπάνω απαιτήσεων. Το ποσό επιστροφής, μείον το ποσό παρακράτησης, σύμφωνα με τα παραπάνω, καταβάλλεται στο Μέλος τον πρώτο ημερολογιακό μήνα μετά την πάροδο έξι (6) μηνών, από την ενημέρωση του Συνεγγυητικού, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.
5. Σε περίπτωση που η αριθμητική αξία του ποσού επιστροφής, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4, είναι αρνητικός αριθμός, τότε το Συνεγγυητικό θα έχει απαίτηση κατά του Μέλους για τη διαφορά.»

1. Μετά την παρ. ιη΄ του άρθρου 1 του ν. 2789/2000 (Α΄ 21), όπως ισχύει, προστίθενται παράγραφοι ιθ΄ και κ΄ ως εξής:
«ιθ. TARGET2-Securities (T2S): η υπηρεσία διακανονισμού συναλλαγών επί τίτλων σε χρήμα κεντρικής τράπεζας, η οποία παρέχεται από το Ευρωσύστημα και προβλέπεται στην Κατευθυντήρια Γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ΕΕ 2012/473 (ΕΚΤ/2012/13).
κ. Σύμβαση-Πλαίσιο Τ2S: η σύμβαση-πλαίσιο μεταξύ των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος και εκάστου συμμετέχοντος στο Τ2S αποθετηρίου, όπως αυτό ορίζεται στο στοιχείο 1 του άρθρου 2 της Κατευθυντήριας Γραμμής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ΕΕ 2012/473 (ΕΚΤ/2012/13), συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων της, κατά την έννοια του στοιχείου 5 του άρθρου 2 της εν λόγω Κατευθυντήριας Γραμμής.»

2. Στο άρθρο 5 του ν. 2789/2000 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Διαχειριστής Ημεδαπού Συστήματος που συμμετέχει στο TARGET2-Securities ειδοποιεί αμελλητί την Τράπεζα της Ελλάδος για την έναρξη Διαδικασίας Αφερεγγυότητας Συμμετέχοντος σε Σύστημα, εφόσον λάβει σχετική ειδοποίηση μέσω του TARGET2-Securities και, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο πλαίσιο λειτουργίας του ΤΑRGET2-Securities (T2S), περιλαμβανομένης της Σύμβασης – Πλαισίου T2S.»

3. Στο άρθρο 6 του ν. 2789/2000 προστίθενται παράγραφοι 4 και 5 ως εξής:
«4. Η Τράπεζα της Ελλάδος ειδοποιεί αμελλητί τον Διαχειριστή των λοιπών Ημεδαπών Συστημάτων όταν λαμβάνει ενημέρωση για την έναρξη Διαδικασίας Αφερεγγυότητας Συμμετέχοντος σε αυτά, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 5.
5. Διαχειριστής Ημεδαπού Συστήματος παύει να εισάγει στο Σύστημα Εντολές μεταβίβασης προς διακανονισμό για Συμμετέχοντα στο Σύστημα ως προς τον οποίο έχει ειδοποιηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την παράγραφο 3 για την έναρξη Διαδικασίας Αφερεγγυότητος. Ο Διαχειριστής Ημεδαπού Συστήματος που παρείχε ενημέρωση, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 5 παύει να εισάγει στο Σύστημα που διαχειρίζεται Εντολές μεταβίβασης προς διακανονισμό για τον εν λόγω Συμμετέχοντα, αμέσως μόλις λάβει τη σχετική ειδοποίηση μέσω του TARGET2-Securities και χωρίς να περιμένει περαιτέρω ειδοποίηση από την Τράπεζα της Ελλάδος. Την υποχρέωση μη εισαγωγής Εντολών μεταβίβασης προς διακανονισμό για Συμμετέχοντα σε Σύστημα υπέχουν και οι διαχειριστές των λοιπών Ημεδαπών Συστημάτων, αμέσως μόλις λάβουν από την Τράπεζα της Ελλάδος την ενημέρωση της παραγράφου 4.»

1. Η περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 2859/2000 «Κώδικας Φ.Π.Α.» (Α΄ 248) αντικαθίσταται ως εξής:
«α) H παράδοση και η εισαγωγή πλοίων που εμπίπτουν στις ακόλουθες κατηγορίες:
αα) πλοία που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στη ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης και τα οποία εκτελούν μεταφορά επιβατών με κόμιστρο ή με τα οποία ασκείται εμπορική, βιομηχανική ή αλιευτική δραστηριότητα,
ββ) πλοία παράκτιας αλιείας,
γγ) πλοία που προορίζονται για διάλυση,
δδ) πολεμικά πλοία και πλοία του Δημοσίου,
εε) ναυαγοσωστικά και άλλα πλοία επιθαλάσσιας αρωγής.
Εξαιρούνται τα πλοία ιδιωτικής χρήσης που προορίζονται για αναψυχή ή αθλητισμό.
Απαλλάσσονται επίσης η παράδοση και εισαγωγή αντικειμένων και υλικών, εφόσον προορίζονται να ενσωματωθούν ή να χρησιμοποιηθούν στα πλοία και πλωτά μέσα της περίπτωσης αυτής.
Για την εφαρμογή της απαλλαγής της υποπερίπτωσης αα΄, ως πλοία που προορίζονται για τη ναυσιπλοΐα ανοικτής θαλάσσης θεωρούνται τα πλοία που πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) έχουν ναυπηγηθεί για την ανοικτή θάλασσα, ήτοι στα οποία το μέγιστο εξωτερικό μήκος του κύτους είναι ίσο ή ανώτερο των 12 μέτρων και τα οποία υπάγονται στις δασμολογικές διακρίσεις 8901 10 10, 8901 20 10, 8901 30 10, 8901 90 10, 8902 00 10, 8903 91 10, 8903 92 10, 8904 00 91 και 8906 90 10 του Κοινού Δασμολογίου της Ε.Ε. [Καν. (ΕΟΚ) αριθμ. 2658/87 του Συμβουλίου, όπως ισχύει] και
(ii) διενεργούν δραστηριότητα κυρίως στην ανοικτή θάλασσα.
Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της ανωτέρω υποπερίπτωσης (ii).»

2. Η περίπτωση ια΄ της παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 2859/2000 καταργείται.

3. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1.4.2018.

1. Η υποπερίπτωση στ΄, της περίπτωσης Α΄ της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 2948/2001 (Α΄ 242), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«στ) Ειδικά, τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας των ιδιωτικής χρήσης επιβατικών οχημάτων που έχουν ταξινομηθεί για πρώτη φορά σε χώρα της ΕΕ/ΕΟΧ και τελούν στο ανασταλτικό τελωνειακό καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής, όπως ισχύει, υπολογίζονται αποκλειστικά με βάση τον κυλινδρισμό του κινητήρα αυτών, όπως ορίζεται από τις διατάξεις της υποπερίπτωσης α΄. Με τον ίδιο τρόπο υπολογίζονται τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας των ιδιωτικής χρήσης επιβατικών οχημάτων που προέρχονται από τρίτες χώρες και τελούν στο ανασταλτικό τελωνειακό καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής, λαμβάνοντας, όμως, ως κριτήριο για την κατάταξη στον ανάλογο πίνακα, την ημερομηνία υπαγωγής του οχήματος στο καθεστώς προσωρινής εισαγωγής στην Ελλάδα. Οι κάτοχοι - δικαιούχοι των οχημάτων αυτών, για κάθε μήνα ή τμήμα μηνός πέραν του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο προβλέπεται απαλλαγή, υποχρεούνται να καταβάλουν το 1/12 των οριζομένων ως ανωτέρω τελών κυκλοφορίας.»

2. Η παράγραφος 1 ισχύει για τα τέλη κυκλοφορίας έτους 2017 και επόμενων.

1. Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 132 του ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (Α΄ 265), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα επιβατικά αυτοκίνητα που έχουν παραληφθεί με απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης με βάση τις διατάξεις που ισχύουν για τα άτομα με αναπηρίες και συνεπεία θανάτου αυτών περιέρχονται στους νόμιμους κληρονόμους τους, τακτοποιούνται τελωνειακά από την Τελωνειακή Περιφέρεια Αττικής εντός προθεσμίας δύο (2) ετών από την ημερομηνία θανάτου του δικαιούχου προσώπου.»

2. Στην παρ. 7 του άρθρου 132 του ν. 2960/2001 προστίθεται πέμπτο εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση υποβολής αιτημάτων τακτοποίησης αποδέσμευσης αναπηρικών αυτοκινήτων από τους κληρονόμους των αποθανόντων δικαιούχων μετά την πάροδο της διετίας, η εν λόγω τακτοποίηση-αποδέσμευση θα πραγματοποιείται από την Τελωνειακή Περιφέρεια Αττικής, μετά την επιβολή από την αρμόδια τελωνειακή αρχή του προβλεπόμενου από την παράγραφο 2 του άρθρου 147 προστίμου, επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων.»

3. Η παρ. 15 του άρθρου 132 του ν. 2960/2001 αντικαθίσταται ως εξής:
«15. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»

Στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Α2 της παρ. Α΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α΄107) μετά τη φράση «κατόπιν αίτησης των οφειλετών» προστίθεται η φράση «πριν ή μετά τη λήξη της προθεσμίας καταβολής αυτών».

1. Η υποπαράγραφος 3 της παρ. 1 του άρθρου έκτου του ν. 4303/2014 (Α΄ 231) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Επιτρέπεται η παραγωγή ξυδιού από περισσότερες της μίας πρώτες ύλες και η ανάμιξη ξυδιών των κατηγοριών που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις α΄ έως ζ΄ της προηγουμένης υποπαραγράφου 2.
Προκειμένου για την αιθυλική αλκοόλη και για σκοπούς ελέγχου της νόμιμης χρήσης αυτής, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ν. 2960/2001, με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, οι περιορισμοί, οι διαδικασίες και οι διατυπώσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η ανάμιξή της με άλλη πρώτη ύλη με σκοπό την εν συνεχεία αξοπoίησή της, ως και η ανάμιξη του ξυδιού από αλκοόλη με ξύδια των υπολοίπων, κατά τα ανωτέρω, κατηγοριών.»

2. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 1 του διατάγματος της 5.5.1928 (Α΄ 87), η φράση «ένα μήνα προ της 1 Απριλίου εκάστου έτους» αντικαθίσταται με τη φράση «ένα μήνα προ της 1ης Ιανουαρίου εκάστου έτους».

3. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 1 του διατάγματος της 5.5.1928 αντικαθίσταται ως εξής: «Η χορηγηθείσα άδεια ισχύει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους».

1. Η παρ. 12 του άρθρου 72 (πρώην 66) του ν. 4174/2013 «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας» (Α΄170) αντικαθίσταται ως εξής:
«12. Οι διατάξεις του άρθρου 44 παράγραφος 1 ισχύουν από 1.1.2020. Μέχρι και τις 31.12.2019, κατά την εκάστοτε καταβολή φόρου, εισπράττονται υποχρεωτικά επί του καταβαλλόμενου ποσού, οι αναλογούντες τόκοι και πρόστιμο λόγω εκπρόθεσμης καταβολής.»

2. Η παρ. 15 του άρθρου 72 του ν. 4174/2013, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«15. Μέχρι και τις 31.12.2019 ο τόκος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 53 υπολογίζεται σε μηνιαία βάση κατά την είσπραξη για ολόκληρο το μήνα.»

1. Η παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 4224/2013 (Α΄ 288) αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Μέχρι και τις 31.12.2019 ο τόκος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 6, όπως αυτό αντικαθίσταται με τον παρόντα νόμο, υπολογίζεται μηνιαία κατά την είσπραξη για ολόκληρο το μήνα.»

2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 4224/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικά οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν.δ. 356/1974, όπως αντικαθίσταται με τον παρόντα νόμο, ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2020.»

1. Η Επιτροπή που συστάθηκε με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 16 του ν. 2873/2000 (Α΄ 285) για την αξιολόγηση των καταγγελιών που υποβάλλονται σε βάρος των Υπηρεσιών και των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία με τις διατάξεις της παρ. 19 του άρθρου 55 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180) υπήχθη στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης, της οποίας η λειτουργία έπαυσε από 30.6.2014 με τη διάταξη της περίπτωσης α΄ της υποπαραγράφου 3 της παρ. Ε΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α΄ 85), καταργείται.

2. Ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός της ως άνω Επιτροπής, μετά την κατάργησή της, καταγράφεται και περιέρχεται στο Αυτοτελές Τμήμα Γ΄ Διαχείρισης Πληροφοριακών Συστημάτων και Στρατηγικής της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων (Δ.ΕΣ.ΥΠ.), της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.).

3. Το αρχείο περαιωμένων υποθέσεων καταγγελιών και οι εκκρεμείς υποθέσεις καταγγελίες ενώπιον της ως άνω Επιτροπής, μετά την κατάργησή της, καταγράφονται και μεταφέρονται στο ανωτέρω Τμήμα, από το οποίο αξιολογούνται και επιμερίζονται, κατά λόγο αντικειμένου ή περιεχομένου τους και, εφόσον δεν σχετίζονται με τις αρμοδιότητες της Α.Α.Δ.Ε., διαβιβάζονται στις καθ’ ύλη αρμόδιες Υπηρεσίες για εξέταση.

1. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4369/2016 (Α΄ 33) αντικαθίσταται ως εξής:
«Για τις Ανεξάρτητες Αρχές και το διοικητικό προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους η Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης συγκροτείται από τα τακτικά μη αιρετά μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου αυτών με την υποχρεωτική συμμετοχή ενός προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης προερχόμενου από άλλο φορέα, κατόπιν επιλογής, σύμφωνα με τη διαδικασία του πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 1.»

2. Η παρ. 1 του άρθρου 23Α του ν. 3086/2002 (Α΄ 324), όπως προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 49 του ν. 4170/2013 (Α΄ 163) και αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 46 του ν. 4438/2016 (Α΄ 220) αντικαθίσταται ως εξής:
«1.α) Δαπάνες που αφορούν αμοιβές και έξοδα φυσικών ή νομικών προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, κατόπιν σχετικών εντολών λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όπως ιδίως δικηγόρων, δικαστικών επιμελητών, μεταφραστών, πραγματογνωμόνων και συμβολαιογράφων, δαπάνες για δημοσιεύσεις στον τύπο και μετακινήσεις μελών του Ν.Σ.Κ. και γενικότερα δαπάνες που σχετίζονται με ενέργειες ενώπιον ημεδαπών δικαστηρίων υπάγονται στην παρ. 4 του άρθρου 9 του π.δ. 80/2016 (Α΄ 145) και βαρύνουν τους αντίστοιχους Κ.Α.Ε. του προϋπολογισμού του Ν.Σ.Κ., του εκάστοτε οικονομικού έτους, εντός του οποίου εκκαθαρίζονται. Δαπάνες που έχουν εκκαθαριστεί μέχρι σήμερα από τη Διεύθυνση Οικονομικών Υποθέσεων του Ν.Σ.Κ. και αφορούν τις ανωτέρω αμοιβές και έξοδα θεωρούνται νόμιμες.
β) Τα αναφερόμενα στην ανωτέρω περίπτωση εφαρμόζονται και για δαπάνες όμοιες κατ’ αντικείμενο με τις ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένων και των νομικών ή τεχνικών γνωμοδοτήσεων που απαιτούνται στα πλαίσια διεξαγωγής εθνικών ή διεθνών διαιτητικών δικών, οι οποίες βαρύνουν τους αντίστοιχους Κ.Α.Ε. των προϋπολογισμών των αρμόδιων Υπουργείων ή άλλων Αρχών, του εκάστοτε οικονομικού έτους, εντός του οποίου εκκαθαρίζονται.»

Οι παράγραφοι 1, 2, 4 και 5 του άρθρου 53 του ν. 4389/ 2016 (Α΄ 94), όπως ισχύει, αντικαθίστανται με τις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, αντίστοιχα, ως εξής:
1. «1. Επιβάλλεται φόρος υπέρ του Δημοσίου, με την ονομασία «φόρος διαμονής», σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Ο φόρος διαμονής επιβάλλεται ανά ημερήσια χρήση και ανά δωμάτιο ή διαμέρισμα, ως εξής:
α. Σε κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα της υποπερίπτωσης αα΄ της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4276/2014 (Α΄ 155), ως ακολούθως:
1-2 αστέρων 0,50 ευρώ
3 αστέρων 1,50 ευρώ
4 αστέρων 3,00 ευρώ
5 αστέρων 4,00 ευρώ και
β. σε ενοικιαζόμενα επιπλωμένα δωμάτια διαμερίσματα της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης β΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4276/2014, 0,50 ευρώ.
2. «2. Ο φόρος διαμονής βαρύνει τον διαμένοντα, που έκανε χρήση του δωματίου ή του διαμερίσματος, κατά τις διακρίσεις της παραγράφου 1, επιβάλλεται μετά τη διαμονή του στο κατάλυμα και πριν την αναχώρησή του από αυτό με την έκδοση ειδικού στοιχείου-απόδειξης είσπραξης φόρου διαμονής από τις επιχειρήσεις της προηγούμενης παραγράφου και αποδίδεται από αυτές στη Φορολογική Διοίκηση με μηνιαίες δηλώσεις. Οι δηλώσεις υποβάλλονται μέχρι την τελευταία ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν της έκδοσης κάθε ειδικού στοιχείου απόδειξης είσπραξης φόρου διαμονής. Το ειδικό στοιχείο απόδειξη είσπραξης φόρου διαμονής δεν επιβαρύνεται με Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.). Φόρος διαμονής δεν επιβάλλεται σε περίπτωση δωρεάν παροχής υπηρεσιών διαμονής από τις ανωτέρω επιχειρήσεις.»
3. «4. Με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης του ειδικού αυτού φόρου, τα πρόσωπα που είναι υπόχρεα στην απόδοση του φόρου, ο χρόνος και η διαδικασία επιβολής και απόδοσής του, το περιεχόμενο, η διαδικασία και ο τρόπος έκδοσης του ειδικού στοιχείου απόδειξης είσπραξης φόρου διαμονής, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.»
4. «5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από την 1.1.2018 για τα ειδικά στοιχεία αποδείξεις είσπραξης φόρου διαμονής που εκδίδονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.»

1. Για την εκτέλεση έργων, που υπάγονται στο κοινό αμυντικό πρόγραμμα Ελλάδας Η.Π.Α. και σε κάθε άλλο πρόγραμμα εξωτερικής βοήθειας των Η.Π.Α., και για τις σχετιζόμενες με αυτά πράξεις και δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2016, εφαρμόζονται αναλόγως οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί απαλλαγής από το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) και, γενικά, οι διατάξεις περί παροχής προνομίων, ασυλιών και απαλλαγών για την παράδοση και εισαγωγή αγαθών και την παροχή υπηρεσιών για την εκτέλεση έργων κοινής υποδομής του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), καθώς και του Πεδίου Βολής Κρήτης (Π.Β.Κ.).

2. Με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.

1. Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 53 του ν. 4512/2018 αντικαθίσταται ως εξής:
«Στην τεχνική μελέτη εκμετάλλευσης πρέπει να αποδεικνύεται ο εντοπισμός εκμεταλλεύσιμου κοιτάσματος από την έρευνα που διενεργήθηκε, σύμφωνα με τις περιπτώσεις δ΄ και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του ΚΜΛΕ.»

2. Η παρ. 1 του άρθρου 64 του ν. 4512/2018 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Για τους εκμεταλλευτές μεταλλευτικών ορυκτών εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3, 6 και 7 του άρθρου 58 του παρόντος, η παράγραφος 4 του άρθρου 58 του παρόντος σε συνδυασμό με το άρθρο 118 του ν.δ. 210/1973 (Α΄ 277) και το άρθρο 64Α του ν. 4442/2016

3. Η περίπτωση ιστ΄ του άρθρου 69 του ν. 4512/2018 αντικαθίσταται ως εξής:
«ιστ.Το στοιχείο δ΄ του άρθρου 101 της υπ’ αριθμ. 2223/ 14.6.2011 απόφασης του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (Β΄ 227) καταργείται και αντικαθίσταται από τη φράση «Αποτελέσματα διενεργηθεισών ερευνητικών εργασιών».

4. Η παρ. 1 του άρθρου 70 του ν. 4512/2018 αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα έργα που περιγράφονται στο στοιχείο 9, του Παραρτήματος V (Ομάδα 5η) της υ.α. ΔΙΠΑ/οικ.37674/ 27.7.2016 (Β΄2471) εντάσσονται στην κατηγορία Β, πλην των ερευνητικών γεωτρήσεων για ανεύρεση μεταλλευτικών ορυκτών. Αρμόδια υπηρεσία για την υπαγωγή σε Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις των έργων και δραστηριοτήτων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της υ.α. 46294/2013 (Β΄ 2001) είναι η Διεύθυνση Τεχνικού Ελέγχου της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Οι εγκεκριμένες ΑΕΠΟ για τα έργα του προηγούμενου εδαφίου εξακολουθούν να ισχύουν έως τη λήξη τους.»

Η παρ. 3 του άρθρου 136 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η ΔΕΗ Α.Ε., καθώς και οι Βιομηχανικοί Καταναλωτές, οι οποίοι είναι κάτοχοι αδειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και είναι εγγεγραμμένοι στο ανωτέρω Μητρώο Συμμετεχόντων του Συστήματος Συναλλαγών Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού («ΗΕΠ»), δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής ως αγοραστές στις ανωτέρω δημοπρασίες. Από τον περιορισμό αυτό εξαιρούνται οι βιομηχανικοί καταναλωτές οι οποίοι διατηρούν ή αναπτύσσουν διακριτή δραστηριότητα προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη λιανική αγορά κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1. Η ΡΑΕ και ο Λειτουργός της Αγοράς αναπτύσσουν και εφαρμόζουν κατάλληλους ελεγκτικούς μηχανισμούς για τη συμμετοχή των Βιομηχανικών Καταναλωτών στο ΣΣΔΠΠΗΕ, οι οποίοι προβλέπονται και εξειδικεύονται στον Κώδικα Συναλλαγών Δημοπρασιών Προθεσμιακών Προϊόντων Ηλεκτρικής Ενέργειας, προς επίτευξη των οριζομένων της παρούσης, των παραγράφων 1 και 2 και τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 135 και προς διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά ενέργειας.»

1. Η παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 2960/2001 (Α΄ 265), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Εκτός από τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα που καθορίζουν τη γενεσιουργό αιτία και τους όρους καταβολής του φόρου, ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) επί των ενεργειακών προϊόντων καθίσταται απαιτητός και κατά την επέλευση μίας εκ των γενεσιουργών αιτιών που αναφέρονται στις παραγράφους 4, 5 και 6 του προηγούμενου άρθρου.»

2. Η παρ. 1 του άρθρου 109 του ν. 2960/2001, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Η βεβαίωση και η είσπραξη του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.), που αναλογεί στα προϊόντα του άρθρου 53 του παρόντος Κώδικα, ενεργείται από την αρμόδια Αρχή κατά τη θέση των προϊόντων σε ανάλωση, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 8 και 8Α του παρόντος άρθρου και των άρθρων 110 και 111.»

3. Μετά την παρ. 8 του άρθρου 109 του ν. 2960/2001, όπως ισχύει, προστίθεται νέα παράγραφος 8Α, ως ακολούθως:
«8Α. Ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) που αναλογεί στα προϊόντα των παραγράφων 4, 5 και 6 του άρθρου 73, τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ή διατίθενται προς πώληση ή χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης ή κινητήρων, βεβαιώνεται και εισπράττεται από την αρμόδια Αρχή, το αργότερο μέχρι την εικοστή (20ή) ημέρα του επόμενου μήνα από το μήνα που πραγματοποιήθηκε η πώληση ή η ιδιοκατανάλωση αυτών.»

1. Παραχωρούνται κατά χρήση στο Δήμο Καλαμαριάς του Νομού Θεσσαλονίκης, χωρίς αντάλλαγμα, για χρονικό διάστημα ενενήντα εννέα (99) ετών, τα κάτωθι τμήματα του πρώην Στρατοπέδου Κόδρα:
1) τα τμήματα του ακινήτου με αριθμό ΑΚ 18461 συνολικού εμβαδού 171.432,97 τ.μ., στο οποίο περιλαμβάνονται:
α) το ακίνητο με ΚΑΕΚ 190470801018 εμβαδού 90.063,34 τ.μ.,
β) τμήμα εμβαδού 75.143,19τ.μ. του ακινήτου με ΚΑΕΚ 190470801034,
γ) το ακίνητο με ΚΑΕΚ 190470801027 εμβαδού 1.595,06 τ.μ.,
δ) το ακίνητο με ΚΑΕΚ 190470801011 εμβαδού 2.041,43 τ.μ. και
ε) τμήμα εμβαδού 2.589,95 τ.μ. του ακινήτου με ΚΑΕΚ 190470801004,
2) το ακίνητο με αριθμό ΑΚ 10675/Α εμβαδού 1.230,13 τ.μ., που περιλαμβάνεται στο ακίνητο με ΚΑΕΚ 190470801034,
3) ποσοστό 4/6 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου με αριθμό ΑΚ 10002/Α, που αποτελεί τμήμα του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ 190470801001, εμβαδού 2.060,61 τ.μ.,
4) το ακίνητο με αριθμό ΑΚ 9287/Α και ΚΑΕΚ 190470801021, εμβαδού 3.938,84 τ.μ.,
5) το ακίνητο με αριθμό ΑΚ 9288/Α και ΚΑΕΚ 190470801024, εμβαδού 782,99 τ.μ.,
6) το ακίνητο με αριθμό ΑΚ 9289/Α και ΚΑΕΚ 190470801023, εμβαδού 65,68 τ.μ.,
7) ποσοστό 5/6 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου με αριθμό ΒΚ 2885 και ΚΑΕΚ 190470801002, εμβαδού 239,68 τ.μ.,
8) το ακίνητο με αριθμό ΒΚ 2876 και ΚΑΕΚ 190470801014, εμβαδού 16.830,97τ.μ.,
9) το ακίνητο με αριθμό ΒΚ 2875 και ΚΑΕΚ 190470801022, εμβαδού 23.497,65 τ.μ.,
10) το ακίνητο με αριθμό ΒΚ 2886 και ΚΑΕΚ 190470801010, εμβαδού 292,04 τ.μ.,
11) το ακίνητο με αριθμό ΒΚ 2667 και ΚΑΕΚ 190470801013, εμβαδού 169,38 τ.μ.,
12) το ακίνητο με αριθμό ΒΚ 2666 και ΚΑΕΚ 190470801005, εμβαδού 1.050,85 τ.μ. και
13) το ακίνητο με αριθμό ΒΚ 2665 και ΚΑΕΚ 190470801025, εμβαδού 859,78 τ.μ., τα οποία εμφαίνονται στο συνημμένο, ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I του παρόντος από 27.10.2017 τοπογραφικό διάγραμμα, που συνέταξε η Περιφερειακή Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας Μακεδονίας Θράκης, το οποίο θεωρήθηκε αυθημερόν από τον Θεόδωρο Τασούλα, πολιτικό μηχανικό τ.ε., με κόκκινη και γαλάζια διαγράμμιση και με τα στοιχεία 1,2,3,4,5,6, ...66,67,68,1. Τα ακίνητα, τα οποία βρίσκονται εντός του πρώην Στρατοπέδου Κόδρα και τα οποία προσδιορίζονται στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία:
α) 12, 13, 14, 75, 78, 79, 73, 74,12 και ΚΑ-ΕΚ 190470801017,
β) 71, 72, 73, 79, 80, 81, 82, 71 και ΚΑΕΚ 190470801019,
γ) 83, 84, 87, 86, 83 και ΚΑΕΚ 190470801020 και
δ) 87, 88, 89, 90, 91, ... 107, 108, 109, 110,11,87 και ΚΑΕΚ 190470801031, 190470801028, 190470801026, 190470801029, 190470801030, 190470801032, 190470801035 και 190470801039, δεν περιλαμβάνονται στην παραχωρούμενη έκταση ως μη ανήκοντα στο ελληνικό Δημόσιο, αλλά σε τρίτους.
Η παραχώρηση γίνεται για την αξιοποίηση των παραχωρουμένων τμημάτων ως χώρου αστικού πρασίνου υπερτοπικού χαρακτήρα και αναψυχής σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 59280/19.12.2014 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής για την αναθεώρηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου του Δήμου Καλαμαριάς (ΑΑΠ 3/15.1.2015). Από την παραχωρούμενη έκταση εξαιρούνται:
1) το κτίσμα με αριθμό Κ30, εμβαδού κάλυψης 231,80 τ.μ., που αποτυπώνεται με τα στοιχεία 122,123,124,125,122 στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα και περιλαμβάνεται στο ακίνητο με αριθμό ΑΚ 18461 και ΚΑΕΚ 190470801034, το οποίο έχει παραχωρηθεί στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης δυνάμει του υπ’ αριθμ. Φ.31.1666/1.6.2005 παραχωρητηρίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου Α.Ε.» (Κ.Ε.Δ. Α.Ε.),
2) τμήμα, εμβαδού 249 τ.μ., του ακινήτου με αριθμό ΑΚ 18461 και ΚΑΕΚ 190470801034, που αποτυπώνεται στο ανωτέρω τοπογραφικό με τα στοιχεία 112, 113, 114, 115, 112 και τον αριθμό «1» και το οποίο διεκδικείται από ιδιώτες,
3) τμήμα, εμβαδού 561,06 τ.μ., του ακινήτου με αριθμό ΑΚ 18461 και ΚΑΕΚ 190470801018, που αποτυπώνεται στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία 118,119,120,121,118 και τον αριθμό «2» και το οποίο διεκδικείται από ιδιώτες,
4) τμήμα, εμβαδού 108,69 τ.μ., του ακινήτου με αριθμό ΒΚ 2875 και ΚΑΕΚ 190470801022, που αποτυπώνεται στο ανωτέρω τοπογραφικό με τα στοιχεία 112, 113, 117, 116, 112 και τον αριθμό «3» και το οποίο διεκδικείται από ιδιώτες,
5) έκταση, εμβαδού 18.600 τ.μ., που αποτυπώνεται στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία 8, 9,1 0,74,73,72,71,70,69,8 και 75,76,77,78,75 και το γράμμα Δ, η οποία εμπίπτει στα ακίνητα με αριθμό ΑΚ 18461 με ΚΑΕΚ 190470801014, ΒΚ 2876 με ΚΑΕΚ 19047801014, ΒΚ 2875 με ΚΑΕΚ 190470801022 και ΒΚ 2666 με ΚΑΕΚ 190470801005 και εντός της οποίας βρίσκονται τα κελύφη των κτηρίων Κ9 και Κ10, με τον περιβάλλοντα χώρο τους που έχουν χαρακτηρισθεί, με την υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟ/ΔΙΝΕΣΑΚ/12366/321/14.3.2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (ΑΑΠ΄ 113), ως μνημεία και με τις υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟ/ΔΙΝΕΣΑΚ/110911/ 3047/7.12.2007 και ΥΠ-ΠΟ/ΔΙΝΕΣΑΚ/31526/832/ 10.6.2009 αποφάσεις του ιδίου Υπουργού έγινε αποδεκτή η παραχώρησή τους στο Υπουργείο Πολιτισμού.

2. Με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δύναται να αρθεί η παραχώρηση της χρήσης των ανωτέρω ακινήτων, ιδίως για καθυστέρηση, ματαίωση ή πλημμελή εκπλήρωση του σκοπού της παραχώρησης, αλλαγή της προβλεπόμενης χρήσης, καθώς και για λόγους ανώτερης βίας εθνικής άμυνας ή άλλο σπουδαίο λόγο δημοσίου συμφέροντος.

Η προθεσμία της περίπτωσης β΄ της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2664/1998 (Α΄275) παρατείνεται για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών αποκλειστικά για τις περιοχές στις οποίες λήγει εντός του έτους 2018.

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 54 του ν. 2121/1993 τροποποιείται ως εξής:
«10. Ο Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού δύναται, μετά από γνώμη του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας, και εφόσον συντρέχει σοβαρή πιθανολόγηση ότι ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ιδίως να εισπράξει και να διασφαλίσει την απόδοση στους δικαιούχους των ποσών που εισπράττει για λογαριασμό τους, λόγω ενδεικτικά αρνητικών ιδίων κεφαλαίων, να λάβει ως προληπτικό διοικητικό μέτρο το διορισμό προσωρινού επιτρόπου με θητεία έξι (6) μηνών και δυνατότητα ανανέωσης μέχρι δύο (2) φορές και με συνολική διάρκεια ανανέωσης έως και έξι (6) μήνες.»

Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από 3.1.2018, εκτός από τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 65, της οποίας η ισχύς αρχίζει από 3.1.2019. Οι διατάξεις της παραγράφου 16 του άρθρου 16, της παραγράφου 13 του άρθρου 24, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 100 έως 120 αρχίζουν να ισχύουν από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται στις επιμέρους διατάξεις του.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

 


Αθήνα, 30 Ιανουαρίου 2018

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Οι Υπουργοί

Εσωτερικών
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΥΡΛΕΤΗΣ

Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ

Υφυπουργός Οικονομικών
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ

Περιβάλλοντος και Ενέργειας
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ

Τουρισμού
ΕΛΕΝΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΑ

Οικονομίας και Ανάπτυξης
ΔΗΜΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΝΗΣ

Διοικητικής Ανασυγκρότησης
ΟΛΓΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΗ

Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ

Εθνικής Άμυνας
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΜΜΕΝΟΣ

Οικονομικών
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

Πολιτισμού και Αθλητισμού
ΛΥΔΙΑ ΚΟΝΙΟΡΔΟΥ

Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 30 Ιανουαρίου 2018

Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΝΗΣ

 

 

ΤΜΗΜΑ Α

Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες:

1) λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα,
2) εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών,
3) διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό,
4) διαχείριση χαρτοφυλακίου,
5) επενδυτικές συμβουλές,
6) αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης
7) τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης,
8) λειτουργία ΠΜΔ,
9) λειτουργία ΜΟΔ.

ΤΜΗΜΑ Β

Παρεπόμενες υπηρεσίες:

1) φύλαξη και διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της θεματοφυλακής και συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων/παρεχόμενων ασφαλειών και με εξαίρεση την πρόβλεψη και τήρηση λογαριασμών αξιόγραφων σε ανώτατο επίπεδο (υπηρεσία κεντρικής διατήρησης), όπως αναφέρεται στο σημείο 2 του τμήματος Α του παραρτήματος του Κανονισμού 909/2014,

2) παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η επιχείρηση που παρέχει την πίστωση ή το δάνειο,

3) παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων,

4) υπηρεσίες ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών,

5) έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα,

6) υπηρεσίες σχετιζόμενες με την αναδοχή,

7) επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες που αναφέρονται στα τμήματα Α και Β του παρόντος παραρτήματος σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στις περιπτ. 5, 6, 7 και 10 του τμήματος Γ, εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών.

ΤΜΗΜΑ Γ

Χρηματοπιστωτικά μέσα:

1) κινητές αξίες

2) μέσα χρηματαγοράς

3) μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων,

4) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (forward-rate agreements) και άλλες συμβάσεις παραγώγων σχετιζόμενες με κινητές αξίες νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις δικαιώματα εκπομπής ή άλλα μέσα παραγώγων, χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή άλλα χρηματοπιστωτικά μεγέθη δεκτικά εκκαθάρισης με φυσική παράδοση ή με ρευστά διαθέσιμα,

5) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαριστούν με ρευστά διαθέσιμα κατ’επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους, αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τ λύση της σύμβασης,

6) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που μπορεί να εκκαθαριστούν μ φυσική παράδοση, εφόσον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, μ εξαίρεση τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΜΟΔ κα πρέπει να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση,

7) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που μπορεί να εκκαθαριστούν με φυσική παράδοση, εφόσον δεν αναφέρονται άλλως στην περίπτ. 6) και δεν προορίζονται για εμπορικούς σκοπούς και που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων,

8) παράγωγα μέσα για τη μετακύλιση του πιστωτικού κινδύνου,

9) χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφορών (contracts for differences),

10) συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με κλιματικές μεταβλητές ναύλους ή ποσοστά πληθωρισμού ή άλλες επίσημες οικονομικές στατιστικές που πρέπει να εκκαθαριστούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορεί να εκκαθαριστούν με ρευστά διαθέσιμα κατ’ επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης καθώς και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις δείκτες και μέτρα, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν τμήμα, που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΜΟΔ ή ΠΜΔ,

11) δικαιώματα εκπομπής τα οποία περιλαμβάνουν μονάδες οιουδήποτε τύπου που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ (Σύστημα εμπορίας εκπομπών).

ΤΜΗΜΑ Δ

Υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων

1) διαχείριση Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.,

2) διαχείριση Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.,

3) διαχείριση Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.

Επαγγελματίας πελάτης για τους σκοπούς του παρόντος νόμου είναι ο πελάτης που διαθέτει τη· εμπειρία, τις γνώσεις και την εξειδίκευση ώστε να λαμβάνει τις δικές του επενδυτικές αποφάσεις και να εκτιμά δεόντως τον κίνδυνο που αναλαμβάνει. Για να θεωρηθεί επαγγελματίας, ο πελάτης πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

Ι. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΕΛΑΤΩΝ ΠΟΥ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ

Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, θεωρούνται επαγγελματίες για όλες τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα:

1) οι οντότητες που υποχρεούνται να λαμβάνουν άδεια λειτουργίας ή να υπόκεινται σε ρυθμίσεις για να ασκήσουν δραστηριότητες στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο κατωτέρω κατάλογος θεωρείται ότι περιλαμβάνει όλες τις οντότητες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και ασκούν τις χαρακτηριστικές για τις αναφερόμενες οντότητες δραστηριότητες: οντότητες που έχουν λάβει άδεια από ένα κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή οδηγίας, οντότητες που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις κράτους μέλους χωρίς αναφορά σε οδηγία, και οντότητες που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις τρίτης χώρας:
α) πιστωτικά ιδρύματα,
β) επιχειρήσεις επενδύσεων,
γ) άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται σε ρυθμίσεις,
δ) ασφαλιστικές εταιρείες,
ε) οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και εταιρείες διαχείρισης τους
στ) συνταξιοδοτικά ταμεία και εταιρείες διαχείρισής τους,
ζ) διαπραγματευτές σε χρηματιστήρια εμπορευμάτων και συναφών παραγώγων,
η) τοπικές επιχειρήσεις,
θ) άλλοι θεσμικοί επενδυτές

2) μεγάλες επιχειρήσεις που πληρούν δύο από τα ακόλουθα κριτήρια μεγέθους σε βάση επιμέρους εταιρείας:
σύνολο ισολογισμού: 20.000.000 ευρώ
καθαρός κύκλος εργασιών: 40.000.000 ευρώ
ίδια κεφάλαια: 2.000.000 ευρώ,

3) εθνικές και περιφερειακές κυβερνήσεις συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, κεντρικές τράπεζες διεθνείς και υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η ETE και άλλοι παρόμοιοι διεθνείς οργανισμοί,

4) άλλοι θεσμικοί επενδυτές των οποίων κύρια δραστηριότητα είναι η επένδυση σε χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την τιτλοποίηοη στοιχείων ενεργητικού ή άλλες χρηματοδοτικές συναλλαγές.

Οι ανωτέρω οντότητες θεωρούνται επαγγελματίες. Πρέπει ωστόσο να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν να αντιμετωπιστούν ως μη επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να δεχθούν να τους προσφέρουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας. Αν ο πελάτης μιας επιχείρησης επενδύσεων είναι μια από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται ανωτέρω, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει, πριν του παράσχει υπηρεσίες να τον ενημερώσει ότι θεωρείται, με βάση τις πληροφορίες που διαθέτει η επιχείρηση επενδύσεων, επαγγελματίας πελάτης και ότι έτσι θα αντιμετωπιστεί, εκτός αν η επιχείρηση επενδύσεων και ο πελάτης συμφωνήσουν διαφορετικά. Η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει επίσης να ενημερώσει τον πελάτη ότι μπορεί να ζητήσει τη μεταβολή των όρων της σύμβασης για να τύχει υψηλότερης προστασίας.

Ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας πρέπει να ζητήσει ο ίδιος υψηλότερο επίπεδο προστασίας αν θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει ή να διαχειριστεί σωστά τους κινδύνους που αναλαμβάνει.

Το υψηλότερο επίπεδο προστασίας θα παρέχεται όταν ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας συνάπτει γραπτή συμφωνία με την επιχείρηση επενδύσεων ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επαγγελματίας για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων δεοντολογίας της επιχείρησης επενδύσεων. Η εν λόγω συμφωνία διευκρινίζει αν αυτό ισχύει για μία ή περισσότερες συγκεκριμένες υπηρεσίες ή συναλλαγές ή για ένα ή περισσότερα είδη προϊόντων ή συναλλαγών.

II. ΠΕΛΑΤΕΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΙ ΩΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥΣ

ΙΙ.1. Κριτήρια κατηγοριοποίησης

Μπορεί επίσης να επιτραπεί σε πελάτες εκτός εκείνων που αναφέρονται στο τμήμα Ι, περιλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, των δήμων και των μεμονωμένων ιδιωτών επενδυτών, να παραιτηθούν από μέρος της προστασίας που τους παρέχουν οι κανόνες δεοντολογίας των επιχειρήσεων επενδύσεων.

Επιτρέπεται συνεπώς στις επιχειρήσεις επενδύσεων να αντιμετωπίζουν οποιονδήποτε από τους ανωτέρω πελάτες ως επαγγελματία, εφόσον τηρούνται τα κριτήρια και οι διαδικασίες που αναφέρονται κατωτέρω. Οι εν λόγω πελάτες δεν θεωρείται ωστόσο ότι έχουν γνώση της αγοράς και πείρα συγκρίσιμη με εκείνη των πελατών που απαριθμώνται στην ενότητα Ι.

Η παραίτηση από την προστασία των κανόνων δεοντολογίας θεωρείται ότι ισχύει μόνο αν μια κατάλληλη αξιολόγηση της εξειδίκευσης, της εμπειρίας και των γνώσεων του πελάτη επιτρέπει στην επιχείρηση επενδύσεων να πειστεί σε εύλογο βαθμό ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών, ο πελάτης είναι ικανός να λάβει μόνος του επενδυτικές αποφάσεις και να κατανοήσει τους κινδύνους που αυτές ενέχουν.

Τα τεστ καταλληλότητας που εφαρμόζονται στους διαχειριστές και τους διευθυντές οντοτήτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει των οδηγιών για τον χρηματοπιστωτικό τομέα μπορεί να θεωρηθούν παράδειγμα τέτοιας αξιολόγησης εμπειρίας και γνώσεων. Στην περίπτωση μικρής οντότητας, το πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω αξιολόγησης είναι το πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να διενεργεί συναλλαγές για λογαριασμό της.

Κατά την εν λόγω αξιολόγηση πληρούνται δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια:

ο πελάτης πραγματοποίησε κατά μέσο όρο 10 συναλλαγές επαρκούς όγκου ανά τρίμηνο στη σχετική αγορά στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων τριμήνων,

η αξία του χαρτοφυλακίου χρηματοπιστωτικών μέσων του πελάτη, οριζόμενου ως καταθέσεις μετρητών συν χρηματοπιστωτικά μέσα, υπερβαίνει τις 500.000 ευρώ,

ο πελάτης κατέχει ή κατείχε επί ένα έτος τουλάχιστον επαγγελματική θέση στο χρηματοπιστωτικό τομέα, η οποία απαιτεί γνώση των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών.

ΙΙ.2. Διαδικασία

Οι εν λόγω πελάτες μπορούν να παραιτηθούν από την προστασία των κανόνων δεοντολογίας μόνο με την ακόλουθη διαδικασία:

οι πελάτες γνωστοποιούν γραπτώς στην επιχείρηση επενδύσεων την επιθυμία τους να αντιμετωπιστούν ως πελάτες επαγγελματίες, είτε γενικά, είτε για μια συγκεκριμένη επενδυτική υπηρεσία ή συναλλαγή, είτε για ένα είδος συναλλαγών ή προϊόντων,

η επιχείρηση επενδύσεων τους αποστέλλει γραπτή προειδοποίηση στην οποία διευκρινίζει σαφώς τις προστασίες και τα δικαιώματα αποζημίωσης που ενδέχεται να απολέσουν,

οι πελάτες δηλώνουν γραπτώς σε έγγραφο χωριστό από τη σύμβαση, ότι έχουν επίγνωση των συνεπειών που έχει η απώλεια αυτών των προστασιών.

Πριν αποφασίσει να δεχθεί την παραίτηση από την προστασία αυτή, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να βεβαιωθεί ότι ο πελάτης που επιθυμεί να αντιμετωπιστεί ως επαγγελματίας πελάτης πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στο τμήμα II.1.

Ωστόσο, αν οι πελάτες έχουν ήδη ταξινομηθεί ως επαγγελματίες με κριτήρια και διαδικασίες ανάλογα με τα προβλεπόμενα ανωτέρω, δεν υπάρχει πρόθεση οι σχέσεις τους με τις επιχειρήσεις επενδύσεων να επηρεαστούν από ενδεχόμενους νέους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν παράρτημα.

Οι επιχειρήσεις πρέπει να ταξινομούν τους πελάτες με εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες που έχουν διατυπωθεί εγγράφως. Οι επαγγελματίες πελάτες οφείλουν να γνωστοποιούν στην επιχείρηση επενδύσεων κάθε μεταβολή που μπορεί να επηρεάσει την ταξινόμησή τους. Αν η επιχείρηση επενδύσεων διαπιστώσει ότι ένας πελάτης δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων αντιμετωπίστηκε ως επαγγελματίας πελάτης, η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κατάλληλα μέτρα.

Ευρετήριο τουριστικής νομοθεσίας

Δείτε αναλυτικά τον οδηγό τουριστικής νομοθεσίας ανά κλάδο

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος 2021

Δείτε αναλυτικά όλες τις κλίμακες φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν για το φορολογικό έτος 2021