ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 4378/2016 Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις: α) των Οδηγιών 2014/107/ΕΕ και (ΕΕ) 2015/2060, β) των Οδηγιών 2014/86/ΕΕ και 2015/121/ΕΕ, γ) της Οδηγίας 2013/61/ΕΕ και άλλες διατάξεις

 
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 55
5 Απριλίου 2016
Νόμος υπ΄ αριθμ. 4378
Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις: α) των Οδηγιών 2014/107/ΕΕ και (ΕΕ) 2015/2060, β) των Οδηγιών 2014/86/ΕΕ και 2015/121/ΕΕ, γ) της Οδηγίας 2013/61/ΕΕ και άλλες διατάξεις

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Με τα άρθρα 1 έως και 4 εναρμονίζεται η ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις της υπ' αριθμ. 2014/107/ΕΕ Οδηγίας του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 2014 (ΕΕ L 359 της 16ης.12.2014) για την τροποποίηση της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ (ΕΕ L 64 της 11 ης.3.2011), όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον φορολογικό τομέα, η οποία έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις των Κεφαλαίων Α' έως και Ζ' του Μέρους πρώτου του ν. 4170/2013 (Α' 163).

1.α. Η παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 4170/2013 (Α'163) αντικαθίσταται ως εξής:
«5. «αιτούσα αρχή» ή «αποστέλλουσα αρχή»: η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης, τμήμα διασύνδεσης ή οποιοσδήποτε αρμόδιος υπάλληλος κράτους-μέλους που υποβάλλει αίτημα συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής ή κοινοποιεί με την αυτόματη ανταλλαγή της παραγράφου 9, πληροφορίες σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος αντιστοίχως.»
β. Η παρ. 6 του άρθρου 4 του ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«6. «λαμβάνουσα αρχή»: η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης, τμήμα διασύνδεσης ή οποιοσδήποτε αρμόδιος υπάλληλος κράτους-μέλους που λαμβάνει αίτημα συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής ή λαμβάνει πληροφορίες με αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών.»

2. Η παρ. 9 του άρθρου 4 του ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«9. «αυτόματη ανταλλαγή»: η συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών σχετικά με φορολογικούς κατοίκους άλλων κρατών-μελών στο οικείο κράτος-μέλος φορολογικής κατοικίας, χωρίς προηγούμενο αίτημα και ανά προκαθορισμένα τακτά διαστήματα. Για την εφαρμογή του άρθρου 9, ως διαθέσιμες νοούνται οι πληροφορίες των φορολογικών αρχείων του κράτους- μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες, οι οποίες μπορούν να ανακτηθούν σύμφωνα με τις διαδικασίες συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών αυτού του κράτους- μέλους. Για την εφαρμογή των άρθρων 9 παράγραφος 1 περίπτωση β', 21 παράγραφοι 2 και 4 και 24 παράγραφοι 2 και 3, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία γράμματα έχει τη σημασία που αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο Παράρτημα I.»

3. α. Η παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Ως «τμήματα διασύνδεσης» κατά το άρθρο 4 παράγραφος 3 ορίζονται:
α) η Διεύθυνση Ελέγχων της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και 
β) η Διεύθυνση Στρατηγικής Τελωνειακών Ελέγχων και Παραβάσεων της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
Τα ανωτέρω α' και β' τμήματα διασύνδεσης ενεργούν ως «αιτούσα αρχή» και ως «λαμβάνουσα αρχή» κατά το άρθρο 4 παράγραφοι 5 και 6, ανάλογα με την περίπτωση, για το σκοπό της εφαρμογής της διοικητικής συνεργασίας που προβλέπεται στα άρθρα 12 και 13.»
β. Η παρ. 5 του άρθρου 5 του ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας αρχής του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, μπορεί να ορίζεται τμήμα ή τμήματα διασύνδεσης, εκτός των αναφερομένων στην παράγραφο 4. Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών με ευθύνη της ενημερώνει τον κατάλογο των τμημάτων διασύνδεσης και τον διαθέτει στις κεντρικές υπηρεσίες διασύνδεσης των άλλων κρατών-μελών και στην Επιτροπή.»

4. α. Στην παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 4170/2013 οι λέξεις «κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1» αντικαθίσταται από τις λέξεις «κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1» και η παράγραφος αυτή αναριθμείται ως περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 9.
β. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 9 προστίθεται νέα περίπτωση β' που έχει ως εξής:
«β) Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους και λαμβάνει από την αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους, με αυτόματη ανταλλαγή και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 περίπτωση β' του παρόντος άρθρου, τις πληροφορίες του επόμενου εδαφίου σχετικά με τις φορολογικά έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016 και εξής όσον αφορά έναν Δηλωτέο Λογαριασμό. Τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να υποβάλλουν στην αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά ένα Δηλωτέο Λογαριασμό με βάση τους εφαρμοστέους κανόνες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που περιέχονται στα Παραρτήματα I και ΙΙ, και να διασφαλίζουν την αποτελεσματική και σύμφωνη εφαρμογή αυτών των κανόνων με βάση το Τμήμα ΙΧ του Παραρτήματος Ι:
α) (αα) στην περίπτωση κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και το οποίο είναι φυσικό πρόσωπο:
(i) το όνομα,
(ii) τη διεύθυνση,
(iii) το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας,
(iv) τον/τους ΑΦΜ,
(v) την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης του παραπάνω φυσικού προσώπου.
(ββ) στην περίπτωση κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και είναι οντότητα:
(i) την επωνυμία,
(ii) τη διεύθυνση,
(iii) το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας
(iv) τον/τους ΑΦΜ της παραπάνω οντότητας και
(vi) όπου ο Δικαιούχος Λογαριασμού, κατόπιν εφαρμογής κανόνων δέουσας επιμέλειας σύμφωνων προς τα Παραρτήματα, διαπιστώνεται ότι διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα και τις ακόλουθες πληροφορίες:
(i) το όνομα,
(ii) τη διεύθυνση,
(iii) το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας και, εάν υπάρχει, άλλη/ες δικαιοδοσία/ες κατοικίας,
(iv) τον/τους ΑΦΜ,
(v) την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε τέτοιου Δηλωτέου Προσώπου·
β) τον αριθμό λογαριασμού ή το λειτουργικό ισοδύναμο ελλείψει αριθμού λογαριασμού·
γ) την επωνυμία και τον αριθμό ταυτοποίησης, εάν υπάρχει, του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος·
δ) το υπόλοιπο ή την αξία του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης, στην περίπτωση του Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή του Συμβολαίου Προσόδων, της αξίας εξαγοράς κατά τη λήξη ή της τιμής εξαγοράς σε περίπτωση πρόωρης λύσης του συμβολαίου, στο τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους, ή το κλείσιμο του λογαριασμού, εάν ο λογαριασμός έκλεισε κατά τη διάρκεια αυτού του έτους·
ε) σε περίπτωση Λογαριασμού Θεματοφυλακής:
i) το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των μερισμάτων και το συνολικό ακαθάριστο ποσό λοιπών εισοδημάτων που προέκυψαν σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται στον λογαριασμό, σε κάθε περίπτωση που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό ή σε σχέση με το λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και
ii) τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα από την πώληση ή την εξαγορά χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους για τα οποία το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ενήργησε ως θεματοφύλακας, μεσάζων, εντολοδόχος ή άλλως ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του Δικαιούχου Λογαριασμού·
στ) στην περίπτωση Καταθετικού Λογαριασμού, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και
ζ) σε περίπτωση λογαριασμού που δεν περιγράφεται στα στοιχεία ε' ή στ', το συνολικό ακαθάριστο ποσό που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον Δικαιούχο Λογαριασμού σε σχέση με τον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, ως προς το οποίο το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα είναι οφειλέτης ή χρεώστης, συμπεριλαμβανομένου του συνολικού ποσού τυχόν πληρωμών εξόφλησης προς τον Δικαιούχο Λογαριασμού κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους.
Για την ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο της πα-ρούσας παραγράφου, εκτός εάν άλλως προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο ή στα Παραρτήματα, το ποσό και ο χαρακτηρισμός των πληρωμών που πραγματοποιούνται σε σχέση με Δηλωτέο Λογαριασμό καθορίζονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας.
Σε περίπτωση που η ανταλλαγή πληροφοριών για Δηλωτέο Λογαριασμό εμπίπτει και στα δύο πρώτα εδάφια της παρούσας παραγράφου και στην παράγραφο 1 περίπτωση α' στοιχείο γ' ή κάθε άλλης ενωσιακής νομικής πράξης, συμπεριλαμβανομένης της Οδηγίας 2003/48/ΕΚ, όπως έχει ενσωματωθεί στην εθνική έννομη τάξη με τις διατάξεις του δεύτερου Κεφαλαίου του ν. 3312/2005 (Α' 35) και τις κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες κανονιστικές αποφάσεις, εφαρμόζονται τα δύο πρώτα εδάφια της παρούσας παραγράφου.»

5. α. Η παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η κοινοποίηση πληροφοριών πραγματοποιείται ως ακολούθως:
α) όσον αφορά τις κατηγορίες που ορίζονται στην παράγραφο 1 περίπτωση α' , κοινοποιούνται τουλάχιστον άπαξ του έτους, εντός έξι μηνών από το τέλος του φορολογικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου κατέστησαν διαθέσιμες·
β) όσον αφορά τις κατηγορίες που ορίζονται στην παράγραφο 1 περίπτωση β' , κοινοποιούνται ετησίως, εντός εννέα μηνών από το τέλος του ημερολογιακού έτους που αφορούν οι πληροφορίες.»
β. Στην παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 4170/2013 οι λέξεις «στην παράγραφο 1» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην παράγραφο 1 περίπτωση α'».

6. Η παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, μπορεί να δηλώνει στην αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους ότι δεν επιθυμεί να λαμβάνει πληροφορίες για μία ή μερικές από τις κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περίπτωση α' και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.»

7. Η παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 4170/2013 αναριθμείται ως παράγραφος 5 περίπτωση α' και προστίθεται περίπτωση β' στην ίδια παράγραφο του ίδιου άρθρου που έχει ως εξής:
«β) Για τους σκοπούς του Τμήματος VIII Ενότητα B' παράγραφος 1 στοιχείο γ' και Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο ζ' του Παραρτήματος I, η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, διαβιβάζει στην Επιτροπή έως την 31η Ιουλίου 2015 τον κατάλογο οντοτήτων και λογαριασμών που πρέπει να αντιμετωπιστούν ως Μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί, αντιστοίχως και ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με οποιαδήποτε αλλαγή αυτών των στοιχείων προκειμένου να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Επιτροπή ο κατάλογος ως καταρτίζεται βάσει των ληφθεισών πληροφοριών. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας αρχής του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, εκδίδεται και επικαιροποιείται ο κατάλογος του προηγούμενου εδαφίου και ορίζονται όλα τα ειδικότερα θέματα προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα είδη των Μη Δηλούντων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων και των Εξαιρούμενων Λογαριασμών πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στο Τμήμα VIII Ενότητα B' παράγραφος 1 στοιχείο γ' και Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο ζ' του Παραρτήματος I και ιδιαίτερα ότι το καθεστώς ενός Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ως Μη Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή το καθεστώς ενός λογαριασμού ως Εξαιρούμενου Λογαριασμού δεν παρακωλύει την επίτευξη των σκοπών του παρόντος νόμου. Με όμοια απόφαση εκδίδεται και επικαιροποιείται ο κατάλογος για τις «Συμμετέχουσες Δικαιοδοσίες» έναντι της Ελλάδας σύμφωνα με το Τμήμα VIII Ενότητα Δ' παράγραφος 4 του Παραρτήματος Ι.»

8. Η παρ. 7 του άρθρου 9 του ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. α) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζονται τα ειδικότερα μέτρα για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και σύμφωνης εφαρμογής των κανόνων δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζονται από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα με βάση τους κανόνες που ορίζονται στο Τμήμα IX του Παραρτήματος I.
β) Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ορίζονται τα πληροφοριακά μέσα, η παροχή στατιστικών στοιχείων και κάθε άλλη ειδικότερη λεπτομέρεια σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών της παραγράφου 1 περίπτωση α' που λαμβάνει χώρα μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κρατών-μελών σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών του άρθρου 20 παράγραφοι 3, 4 και 5.
γ) Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων μπορεί να ορίζονται περαιτέρω θέματα σχετικά με την εφαρμογή της υποχρέωσης υποβολής στοιχείων και την τήρηση των κανόνων δέουσας επιμέλειας από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα που περιλαμβάνονται στα Παραρτήματα I και ΙΙ, την παροχή στατιστικών στοιχείων και κάθε ειδικότερη λεπτομέρεια σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών της παραγράφου 1 περίπτωση β' που λαμβάνει χώρα μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κρατών-μελών σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών του άρθρου 20 παράγραφοι 3, 4 και 5. »

9. Η παρ. 8 του άρθρου 9 του ν.4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή της παραγράφου 1 περίπτωση α' ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2015. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή της παραγράφου 1 περίπτωση β' ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2016.»

1. Η παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή διαβιβάζει τις παραπάνω πράξεις ή αποφάσεις στην αρμόδια ημεδαπή φορολογική αρχή, η οποία τις κοινοποιεί στον παραλήπτη, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει για την κοινοποίηση παρόμοιων πράξεων ή αποφάσεων και στη συνέχεια αποστέλλει στη λαμβάνουσα ελληνική αρχή τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.»

2. α. Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν.4170/2013 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, μπορεί να κοινοποιεί κάθε έγγραφο με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά απευθείας σε ένα πρόσωπο εντός της επικράτειας άλλου κράτους- μέλους.»
β. Η παράγραφος 5 του άρθρου 14 του ν. 4170/2013 καταργείται.

3. Η παρ. 4 του άρθρου 20 του ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι αυτόματες ανταλλαγές πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 9 αποστέλλονται χρησιμοποιώντας τυποποιημένο ηλεκτρονικό μορφότυπο με στόχο τη διευκόλυνση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και με βάση τον ισχύοντα ηλεκτρονικό μορφότυπο κατ' εφαρμογή του άρθρου 8 του ν. 3312/2005, με το οποίο ενσωματώθηκε το άρθρο 9 της Οδηγίας 2003/48/ΕΚ ( ΕΕ L 157 της 26ης.3.2003).»

4. Η παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«2.α. Οι αρμόδιες αρχές του Υπουργείου Οικονομικών δυνάμει των διατάξεων του π.δ. 111/2014 (Α'178), όπως εκάστοτε ισχύει, είναι υπεύθυνες για κάθε ανάπτυξη των συστημάτων τους που απαιτείται προκειμένου να είναι δυνατή η ανταλλαγή των πληροφοριών μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω του δικτύου CCN, καθώς και για τη διασφάλιση της ασφάλειας των συστημάτων τους.
β. Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας, κατά το άρθρο 24 παράγραφος 2, ειδοποιούν κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο σε περίπτωση παραβίασης ασφάλειας που αφορά τα δεδομένα του, όταν η παραβίαση αυτή ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην προστασία των προσωπικών του δεδομένων ή του ιδιωτικού του βίου.»

5. α. Το άρθρο 24 του ν. 4170/2013 αριθμείται ως παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου και αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Κάθε είδος ανταλλαγής πληροφοριών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου υπόκειται στις διατάξεις του ν.2472/1997. Η ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών ερευνών, γίνεται κατόπιν ειδικά αιτιολογημένης απόφασης ως προς την αναγκαιότητα και αναλογικότητα των δεδομένων, τόσο από την αιτούσα αρχή όσο και από τη λαμβάνουσα αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν.2472/1997 (Α' 50) λαμβανομένων υπόψη και όσων ορίζονται στα άρθρα 15 παράγραφος 1, 16 παράγραφος 1 και 17 του παρόντος νόμου. Την αιτιολογία εξετάζει η λαμβάνουσα ή η αιτούσα, αντίστοιχα, ελληνική αρχή.
Η διαβίβαση πληροφοριών προς τρίτες χώρες, όπως προβλέπεται στο άρθρο 23, γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 2472/1997.
Για τους σκοπούς των άρθρων 1 έως και 25 και ύστερα από ειδικά αιτιολογημένο αίτημα της αρμόδιας αρχής του Υπουργείου Οικονομικών προς την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, μπορεί να αποφασίζεται εξαίρεση της άσκησης των δικαιωμάτων των άρθρων 11 και 12 του ν. 2472/1997.»
β. Στο άρθρο 24 του ν. 4170/2013 προστίθενται νέες παράγραφοι 2, 3 και 4 που έχουν ως εξής:
«2. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές του Υπουργείου Οικονομικών δυνάμει των διατάξεων του π.δ. 111/2014, όπως εκάστοτε ισχύει, θεωρούνται υπεύθυνοι επεξεργασίας για τους σκοπούς του ν. 2472/1997, καθένας για κάθε επεξεργασία που διενεργεί.
3. Κάθε Δηλούν Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται να:
α) ενημερώνει κάθε ενδιαφερόμενο Δηλωτέο Πρόσωπο ότι οι πληροφορίες που το αφορούν και που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 περίπτωση β' θα συλλεχθούν και θα διαβιβαστούν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου,
β) παράσχει σε αυτό το πρόσωπο κάθε πληροφορία της οποίας δικαιούται να λαμβάνει γνώση δυνάμει των διατάξεων του ν. 2472/1997 εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ώστε το πρόσωπο να ασκήσει τα δικαιώματά του ως προς την προστασία δεδομένων και, σε κάθε περίπτωση, πριν το ενδιαφερόμενο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποβάλλει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 περίπτωση β' στην αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1.
4. Οι πληροφορίες που υφίστανται επεξεργασία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου διατηρούνται μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επιδίωξη των σκοπών του παρόντος κεφαλαίου και, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις περί παραγραφής για κάθε υπεύθυνο επεξεργασίας.»

Μετά το άρθρο 25 του Κεφαλαίου Ζ' του πρώτου Μέρους του ν. 4170/2013 προστίθεται νέο Κεφάλαιο Η' στο οποίο προσαρτώνται τα ακόλουθα Παραρτήματα I και ΙΙ τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως εξής:
 


«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

Στο παρόν παράρτημα ορίζονται οι κανόνες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που υποχρεούνται να εφαρμόζουν τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, προκειμένου η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, να μπορεί να κοινοποιεί, μέσω αυτόματης ανταλλαγής, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 περίπτωση β' του παρόντος νόμου. Επίσης, σε αυτό το παράρτημα ορίζονται οι κανόνες και οι διοικητικές διαδικασίες που τίθενται για τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, προκειμένου να εφαρμόζονται αποτελεσματικά οι παρακάτω διαδικασίες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας, και να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς αυτές.
 


ΤΜΗΜΑ I
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Α. Υποκείμενο στις Ενότητες Γ' έως Ε', κάθε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα παρέχει στην αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό του:

1.α) Στην περίπτωση κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και το οποίο είναι φυσικό πρόσωπο:
(i) το όνομα,
(ii) τη διεύθυνση,
(iii) το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας,
(iv) τον/τους ΑΦΜ,
(v) την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης του παραπάνω φυσικού προσώπου.
β) Στην περίπτωση κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και είναι οντότητα:
(i) την επωνυμία,
(ii) τη διεύθυνση,
(iii) το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας και
(iv) τον/τους ΑΦΜ της παραπάνω οντότητας και
(v) όπου ο Δικαιούχος Λογαριασμού, κατόπιν εφαρμογής κανόνων δέουσας επιμέλειας κατά τα Τμήματα V, VI και VII, διαπιστώνεται ότι διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα και τις ακόλουθες πληροφορίες: (i) το όνομα, (ii) τη διεύθυνση, (iii) το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας και, εάν υπάρχει, άλλη/ες δικαιοδοσία/ες κατοικίας, (iv) τον ΑΦΜ, και (v) την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε τέτοιου Δηλωτέου Προσώπου.

2. Τον αριθμό λογαριασμού ή λειτουργικό ισοδύναμο ελλείψει αριθμού λογαριασμού.

3. Την ονομασία και τον αριθμό ταυτοποίησης, εάν υπάρχει, του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος.

4. Το υπόλοιπο ή την αξία του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης, στην περίπτωση του Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή του Συμβολαίου Προσόδων, της αξίας εξαγοράς κατά τη λήξη ή της τιμής εξαγοράς σε περίπτωση πρόωρης λύσης του συμβολαίου, στο τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους, ή το κλείσιμο του λογαριασμού, εάν ο λογαριασμός έκλεισε κατά τη διάρκεια αυτού του έτους.

5. Σε περίπτωση Λογαριασμού Θεματοφυλακής:

α) το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των μερισμάτων και το συνολικό ακαθάριστο ποσό λοιπών εισοδημάτων που προέκυψαν σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται στον λογαριασμό, σε κάθε περίπτωση που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό, ή σε σχέση με τον λογαριασμό, κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και

β) τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα από την πώληση ή την εξαγορά χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων τα οποία καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στο λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και για τα οποία το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ενήργησε ως θεματοφύλακας, μεσάζων, εντολοδόχος ή άλλως ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του δικαιούχου του λογαριασμού.

6. Σε περίπτωση Καταθετικού Λογαριασμού, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και

7. σε περίπτωση λογαριασμού που δεν περιγράφεται στην Ενότητα Α' παράγραφοι 5 ή 6, το συνολικό ακαθάριστο ποσό που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον Δικαιούχο Λογαριασμού σε σχέση με το λογαριασμό, κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, ως προς το οποίο το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα είναι οφειλέτης ή χρεώστης, συμπεριλαμβανομένου του συνολικού ποσού τυχόν πληρωμών εξόφλησης προς τον Δικαιούχο Λογαριασμού κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους.

Β. Στις υποβληθείσες πληροφορίες πρέπει να διευκρινίζεται το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται κάθε ποσό.

Γ. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην Ενότητα A' παράγραφος 1, όσον αφορά κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό που συνιστά Προϋπάρχοντα Λογαριασμό, ο/οι ΑΦΜ ή η ημερομηνία γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθούν εάν δεν υπάρχουν στα αρχεία του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος και εάν δεν απαιτείται άλλως η απόκτησή τους από το εν λόγω Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα βάσει των ισχυουσών διατάξεων της εσωτερικής νομοθεσίας ή οποιασδήποτε ενωσιακής νομικής πράξης. Εντούτοις, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πρέπει να καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια προκειμένου να αποκτήσει τον/τους ΑΦΜ και την ημερομηνία γέννησης όσον αφορά Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς έως το τέλος του δεύτερου ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους κατά το οποίο οι Προϋπάρχοντες Λογαριασμοί ταυτοποιήθηκαν ως Δηλωτέοι Λογαριασμοί.

Δ. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην ενότητα A' παράγραφος 1, ο ΑΦΜ δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθεί εάν δεν έχει εκδοθεί από το οικείο κράτος-μέλος ή από άλλη δικαιοδοσία κατοικίας.

Ε. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην ενότητα A' παράγραφος 1, ο τόπος γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθεί, εκτός εάν:

1. το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται άλλως να τον πληροφορηθεί και να τον δηλώσει βάσει των ισχυουσών διατάξεων της εσωτερικής νομοθεσίας ή το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται ή έχει άλλως υποχρεωθεί να τον πληροφορηθεί και να τον δηλώσει βάσει οποιασδήποτε ενωσιακής νομικής πράξης η οποία ισχύει ή ήταν σε ισχύ την 5η Ιανουαρίου 2015 και

2. διατίθεται στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.
 


ΤΜΗΜΑ II
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Α. Ένας λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός από την ημερομηνία κατά την οποία ταυτοποιείται ως τέτοιος, σύμφωνα με τις διαδικασίες περί δέουσας επιμέλειας στα Τμήματα II ως VII και, εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά, οι πληροφορίες σχετικά με Δηλωτέο Λογαριασμό πρέπει να υποβάλλονται ετησίως κατά το ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους το οποίο αφορούν οι πληροφορίες.

Β. Το υπόλοιπο ή η αξία ενός λογαριασμού προσδιορίζεται την τελευταία ημέρα του ημερολογιακού έτους.

Γ. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν παρόχους υπηρεσιών για να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την υποβολή στοιχείων και τη δέουσα επιμέλεια οι οποίες ισχύουν για τα ίδια, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας σχετικά με την τήρηση του φορολογικού απορρήτου, της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών και των διατάξεων του ν. 2472/1997, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεώνουν τους τρίτους παρόχους υπηρεσιών να τηρούν αντίγραφα των εγγράφων και των πληροφοριών που αποκτώνται από αυτούς.

(β) Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν βασίζονται στις πληροφορίες για τα Δηλωτέα Πρόσωπα, όπως καθορίζονται από τους τρίτους παρόχους υπηρεσιών για τα οποία γνωρίζουν ή έχουν λόγους να γνωρίζουν ότι οι ως άνω πληροφορίες είναι αναξιόπιστες ή ανακριβείς.

Για τις ανωτέρω υποχρεώσεις συνεχίζουν να ευθύνονται τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και οι ενέργειες των παρόχων υπηρεσιών καταλογίζονται για την εφαρμογή αστικών, διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα.

Δ. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Νέους Λογαριασμούς σε Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς και τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας σε Λογαριασμούς Χαμηλότερης Αξίας. Στην περίπτωση που επιλέξουν να εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Νέους Λογαριασμούς σε Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς, παραμένουν σε ισχύ οι κανόνες που ισχύουν κατά τα λοιπά στους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς.
 


ΤΜΗΜΑ III
ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ

Α. Εισαγωγή. Τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες για το σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών.

Β. Λογαριασμοί χαμηλότερης αξίας. Σε ό,τι αφορά τους λογαριασμούς χαμηλότερης αξίας ισχύουν οι ακόλουθες διαδικασίες:

1. Διεύθυνση κατοικίας. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει στα αρχεία του τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας του Δικαιούχου Ατομικού Λογαριασμού που βασίζεται σε αποδεικτικό έγγραφο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μπορεί να θεωρήσει ότι ο Δικαιούχος Ατομικού Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του στο άλλο κράτος-μέλος ή στην άλλη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται η διεύθυνση προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον ο συγκεκριμένος Δικαιούχος Ατομικού Λογαριασμού είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

2. Έρευνα σε ηλεκτρονικό αρχείο. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν στηρίζεται σε τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας του Δικαιούχου Ατομικού Λογαριασμού που βασίζεται σε αποδεικτικό έγγραφο όπως αναφέρεται στην Ενότητα Β' παράγραφος 1, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πρέπει να ερευνήσει στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που διατηρεί το ίδιο για οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενδείξεις και να εφαρμόσει τις Ενότητες Β' παράγραφοι 3 ως 6:
α) ταυτοποίηση του Δικαιούχου Λογαριασμού ως κατοίκου άλλου κράτους-μέλους·
β) τρέχουσα ταχυδρομική διεύθυνση ή διεύθυνση κατοικίας, συμπεριλαμβανομένης ταχυδρομικής θυρίδας, σε άλλο κράτος-μέλος·
γ) ένας ή παραπάνω τηλεφωνικοί αριθμοί σε άλλο κράτος-μέλος και απουσία τηλεφωνικού αριθμού στην Ελλάδα, εφόσον στην Ελλάδα υφίσταται η υποχρέωση του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος·
δ) πάγιες εντολές, εκτός όσων σχετίζονται με Καταθετικό Λογαριασμό για μεταφορά κεφαλαίων σε λογαριασμό που τηρείται σε άλλο κράτος-μέλος·
ε) ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής που χορηγείται σε πρόσωπο με διεύθυνση σε άλλο κράτος-μέλος· ή
στ) οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» σε άλλο κράτος- μέλος αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν έχει στα αρχεία του άλλη διεύθυνση για τον Δικαιούχο Λογαριασμού.

3. Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα δεν βρεθεί καμία από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στην Ενότητα Β' παράγραφος 2, τότε δεν απαιτείται καμία περαιτέρω ενέργεια μέχρις ότου υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με το λογαριασμό ή ο λογαριασμός να καταστεί Λογαριασμός Υψηλής Αξίας.

4. Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα βρεθεί οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στις Ενότητες Β' παράγραφος 2 στοιχεία α' ως ε'ή αν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με το λογαριασμό, τότε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να θεωρήσει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του σε κάθε άλλο κράτος-μέλος για το οποίο ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την Ενότητα Β' παράγραφος 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής σε ό,τι αφορά τον εν λόγω λογαριασμό.

5. Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα βρεθεί οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» και δεν βρεθεί άλλη διεύθυνση και καμία από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στις Ενότητες Β' παράγραφος 2 στοιχεία α' ως ε' για τον Δικαιούχο Λογαριασμού, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει, με τη σειρά που αρμόζει καλύτερα στις περιστάσεις, να εφαρμόσει την έρευνα σε αρχείο εγγράφων που περιγράφεται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 2 ή να επιδιώξει να εξασφαλίσει από τον Δικαιούχο Λογαριασμού αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο ώστε να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού. Αν δεν βρεθεί ένδειξη κατά την έρευνα σε αρχείο εγγράφων και δεν σταθεί δυνατό να εξασφαλιστεί η αυτοπιστοποίηση ή το αποδεικτικό έγγραφο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται να δηλώσει τον λογαριασμό στην αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, ως μη τεκμηριωμένο λογαριασμό.

6. Παρά την εξεύρεση ενδείξεων σύμφωνα με την Ενότητα Β' παράγραφος 2, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν είναι υποχρεωμένα να θεωρήσουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος άλλου κράτους-μέλους αν:
α) στις πληροφορίες που αφορούν τον Δικαιούχο Λογαριασμού περιλαμβάνεται τρέχουσα ταχυδρομική διεύθυνση ή διεύθυνση κατοικίας στο εν λόγω άλλο κράτος- μέλος, ένας ή παραπάνω τηλεφωνικοί αριθμοί στο εν λόγω άλλο κράτος-μέλος και δεν υπάρχει τηλεφωνικός αριθμός στην Ελλάδα όπου υφίσταται η υποχρέωση του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή πάγιες εντολές σε ό,τι αφορά χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς εκτός των Καταθετικών Λογαριασμών για μεταφορά κεφαλαίων σε λογαριασμό που τηρείται σε άλλο κράτος-μέλος, και το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει ή έχει προηγουμένως εξετάσει και τηρεί στο αρχείο του:
i) αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού του ή των άλλων κρατών-μελών ή άλλης ή άλλων δικαιοδοσιών κατοικίας αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού που δεν περιλαμβάνει το άλλο αυτό κράτος-μέλος και
ii) αποδεικτικό έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι μη δηλωτέος,
β) στις πληροφορίες που αφορούν τον Δικαιούχο Λογαριασμού περιλαμβάνεται ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής που χορηγείται σε πρόσωπο με διεύθυνση σε αυτό το άλλο κράτος-μέλος, και το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει ή έχει προηγουμένως εξετάσει και τηρεί στο αρχείο του:
αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού του ή των άλλων κρατών-μελών ή άλλης ή άλλων δικαιοδοσιών κατοικίας αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού που δεν περιλαμβάνει το άλλο αυτό κράτος-μέλος ή
αποδεικτικό έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι μη δηλωτέος.

Γ. Διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης για Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας. Τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν σε ό,τι αφορά τους Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας τις ακόλουθες διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης:

1. Έρευνα σε ηλεκτρονικό αρχείο. Σε ό,τι αφορά τους Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να αναζητήσει στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οποιαδήποτε από τις ενδείξεις οι οποίες αναφέρονται στην Ενότητα Β' παράγραφος 2.

2. Έρευνα σε αρχείο εγγράφων. Αν οι βάσεις δεδομένων με δυνατότητα ηλεκτρονικής αναζήτησης του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος περιλαμβάνουν πεδία για τις πληροφορίες της Ενότητας Γ' παράγραφος 3 και περιέχουν όλα αυτά τα στοιχεία, τότε δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα σε αρχείο εγγράφων. Αν οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων δεν περιέχουν όλες αυτές τις πληροφορίες, τότε σε ό,τι αφορά Λογαριασμό Υψηλής Αξίας το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει επίσης να αναζητήσει στον τρέχοντα κύριο φάκελο του πελάτη και, αν δεν περιλαμβάνονται στον τρέχοντα κύριο φάκελο του πελάτη, στα ακόλουθα έγγραφα που σχετίζονται με τον λογαριασμό και εξασφαλίζονται από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εντός των τελευταίων πέντε (5) ετών οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που αναφέρονται στην Ενότητα Β' παράγραφος 2:
α) το πιο πρόσφατο αποδεικτικό έγγραφο που παρελήφθη σε σχέση με το λογαριασμό,
β) την πιο πρόσφατη σύμβαση ανοίγματος λογαριασμού ή τεκμηρίωση,
γ) την πιο πρόσφατη τεκμηρίωση που εξασφαλίστηκε από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC) ή για άλλους ρυθμιστικούς σκοπούς,
δ) τυχόν ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής και
ε) τυχόν ισχύουσες πάγιες εντολές, εκτός όσων σχετίζονται με Καταθετικό Λογαριασμό, για μεταφορά κεφαλαίων.

3. Εξαίρεση στην περίπτωση που οι βάσεις δεδομένων περιέχουν επαρκείς πληροφορίες. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν υποχρεούνται να προβούν στην έρευνα σε αρχείο εγγράφων που περιγράφεται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 2 στην περίπτωση που οι ηλεκτρονικώς αναζητήσιμες πληροφορίες των δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
α) το καθεστώς κατοικίας του Δικαιούχου Λογαριασμού,
β) τη διεύθυνση κατοικίας και την ταχυδρομική διεύθυνση του Δικαιούχου Λογαριασμού που περιέχονται επί του παρόντος στον φάκελο που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα,
γ) τον ή τους τηλεφωνικούς αριθμούς του Δικαιούχου Λογαριασμού οι οποίοι περιέχονται επί του παρόντος στον φάκελο που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, εάν υπάρχουν,
δ) στην περίπτωση Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών εκτός των Καταθετικών Λογαριασμών, εάν υπάρχουν ισχύουσες πάγιες εντολές για μεταφορά κεφαλαίων του λογαριασμού σε άλλο λογαριασμό, συμπεριλαμβανομένου λογαριασμού σε άλλο υποκατάστημα του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή σε άλλο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα,
ε) εάν υπάρχει τρέχουσα οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» ή για τον Δικαιούχο Λογαριασμού και
στ) εάν υπάρχει πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής για το λογαριασμό.

4. Έρευνα του συμβούλου πελατείας για πραγματική γνώση. Πέρα από την έρευνα σε ηλεκτρονικά αρχεία και σε αρχεία εγγράφων που περιγράφονται στην Ενότητα Γ' παράγραφοι 1 και 2, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει ως Δηλωτέο Λογαριασμό οποιονδήποτε Λογαριασμό Υψηλής Αξίας έχει ανατεθεί σε σύμβουλο πελατείας, συμπεριλαμβανομένων χρηματοοικονομικών λογαριασμών που αθροίζονται με αυτόν τον Λογαριασμό Υψηλής Αξίας, αν ο σύμβουλος πελατείας γνωρίζει πραγματικά ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

5. Αποτελέσματα της ανεύρεσης ενδείξεων.
α) Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται παραπάνω δεν βρεθεί καμία από τις ενδείξεις που περιγράφονται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 2 και δεν έχει διαπιστωθεί ότι ο λογαριασμός τηρείται από Δηλωτέο Πρόσωπο σύμφωνα με την Ενότητα Γ' παράγραφος 4, τότε δεν απαιτείται καμία περαιτέρω ενέργεια μέχρις ότου υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με το λογαριασμό.
β) Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται παραπάνω βρεθεί οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που περιγράφονται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 2 στοιχεία α' ως ε' ή αν υπάρξει μεταγενέστερη αλλαγή στις περιστάσεις η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με το λογαριασμό, τότε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να λογίζει το λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό σε ό,τι αφορά κάθε άλλο κράτος-μέλος για το οποίο ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την Ενότητα Β' παράγραφος 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής όσον αφορά αυτόν το λογαριασμό.
γ) Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται στην Ενότητα Γ' βρεθεί οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» και δεν βρεθεί άλλη διεύθυνση και καμία από τις άλλες ενδείξεις που απαριθμούνται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 2 στοιχεία α' ως ε' για τον Δικαιούχο Λογαριασμού, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να εξασφαλίσει από αυτόν τον Δικαιούχο Λογαριασμού αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο ώστε να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει τέτοια αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο, υποχρεούται να δηλώσει το λογαριασμό στην αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1, ως μη τεκμηριωμένο λογαριασμό.

6. Αν Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός δεν είναι Λογαριασμός Υψηλής Αξίας κατά την 31 η Δεκεμβρίου 2015 αλλά καταστεί Λογαριασμός Υψηλής Αξίας κατά την τελευταία ημέρα επόμενου ημερολογιακού έτους, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να ολοκληρώσει τις διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης που περιγράφονται στην Ενότητα Γ' όσον αφορά αυτό το λογαριασμό εντός του ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους κατά το οποίο ο λογαριασμός καθίσταται Λογαριασμός Υψηλής Αξίας. Αν βάσει αυτής της εξέτασης αυτός ο λογαριασμός ταυτοποιηθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποβάλλει τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με το λογαριασμό αυτό σε σχέση με το έτος κατά το οποίο ταυτοποιείται ως Δηλωτέος Λογαριασμός και τα επόμενα έτη σε ετήσια βάση, εκτός αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού πάψει να αποτελεί Δηλωτέο Πρόσωπο.

7. Όταν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα εφαρμόζουν τις διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης που περιγράφονται στην Ενότητα Γ' σε Λογαριασμό Υψηλής Αξίας, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν υποχρεούνται να εφαρμόσουν εκ νέου τις διαδικασίες αυτές, εκτός από την έρευνα του συμβούλου πελατείας που περιγράφεται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 4, στον ίδιο Λογαριασμό Υψηλής Αξίας τα επόμενα έτη, εκτός αν ο λογαριασμός είναι μη τεκμηριωμένος, οπότε τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα οφείλουν να τις εφαρμόσουν εκ νέου ετησίως μέχρις ότου αυτός ο λογαριασμός πάψει να είναι μη τεκμηριωμένος.

8. Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με Λογαριασμό Υψηλής Αξίας η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων που περιγράφονται στην Ενότητα Β' παράγραφος 2 με το λογαριασμό, τότε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό σε ό,τι αφορά κάθε άλλο κράτος-μέλος για το οποίο ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την Ενότητα Β' παράγραφος 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής όσον αφορά αυτόν το λογαριασμό.

9. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα θέτουν σε εφαρμογή διαδικασίες ώστε να διασφαλίσουν ότι ο σύμβουλος πελατείας ταυτοποιεί οποιαδήποτε αλλαγή στις περιστάσεις ενός λογαριασμού. Για παράδειγμα, αν ένας προσωπικός σύμβουλος ενημερωθεί ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει νέα ταχυδρομική διεύθυνση σε άλλο κράτος-μέλος, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα θεωρεί τη νέα διεύθυνση αλλαγή στις περιστάσεις και, αν επιλέξει να εφαρμόσει την Ενότητα Β' παράγραφος 6, εξασφαλίζει την κατάλληλη τεκμηρίωση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού.

Δ. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών Υψηλής Αξίας ολοκληρώνεται μέχρι την 31 η Δεκεμβρίου 2016. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών Χαμηλότερης Αξίας ολοκληρώνεται μέχρι την 31 η Δεκεμβρίου 2017.

Ε. Τυχόν Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός που έχει ταυτοποιηθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός βάσει του παρόντος τμήματος πρέπει να λογιστεί Δηλωτέος Λογαριασμός όλα τα επόμενα έτη, εκτός αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού πάψει να αποτελεί Δηλωτέο Πρόσωπο.
 


ΤΜΗΜΑ IV ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ

Τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες για το σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Νέων Ατομικών Λογαριασμών.

A. Όσον αφορά τους Νέους Ατομικούς Λογαριασμούς, με το άνοιγμα του λογαριασμού το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει την αυτοπιστοποίηση, που μπορεί να είναι μέρος της τεκμηρίωσης για το άνοιγμα του λογαριασμού, η οποία επιτρέπει στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού και να επιβεβαιώσει την ευλογοφάνεια της αυτοπιστοποίησης αυτής με βάση τις πληροφορίες που συνέλεξε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σε σχέση με το άνοιγμα του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης τυχόν τεκμηρίωσης που συγκέντρωσε σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC).

Β. Αν από την αυτοπιστοποίηση διαπιστώνεται ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του σε άλλο κράτος-μέλος, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό και η αυτοπιστοποίηση επίσης περιλαμβάνει τον ΑΦΜ του Δικαιούχου Λογαριασμού σε αυτό το άλλο κράτος- μέλος, με την επιφύλαξη της παραγράφου Δ' του Τμήματος I, και την ημερομηνία γέννησης.

Γ. Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις που σχετίζονται με Νέο Ατομικό Λογαριασμό η οποία έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να γνωρίζει, ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αρχική αυτοπιστοποίηση είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν μπορεί να βασιστεί στην αρχική αυτοπιστοποίηση και εξασφαλίζει ισχύουσα αυτοπιστοποίηση που βεβαιώνει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού.
 


ΤΜΗΜΑ V
ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

Τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων:

Α. Λογαριασμοί Οντοτήτων που δεν είναι απαραίτητο να εξεταστούν, να ταυτοποιηθούν ή να δηλωθούν. Εκτός αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αποφασίσει διαφορετικά είτε σε ό,τι αφορά όλους τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων είτε ξεχωριστά, σε ό,τι αφορά μια σαφώς προσδιορισμένη ομάδα τέτοιων λογαριασμών, Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ποσό εκφρασμένο σε ευ- ρώ που αντιστοιχεί σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) δολάρια ΗΠΑ δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί, να ταυτοποιηθεί ή να δηλωθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός έως ότου το αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία του λογαριασμού υπερβεί αυτό το ποσό κατά την τελευταία ημέρα οποιουδήποτε επόμενου ημερολογιακού έτους.

Β. Λογαριασμοί Οντοτήτων που υπόκεινται σε εξέταση. Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που υπερβαίνει, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) δολάρια ΗΠΑ και Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων που δεν υπερβαίνει αυτό το ποσό κατά την 31 η Δεκεμβρίου 2015, αλλά το αθροιστικό υπόλοιπο ή η αξία του υπερβαίνει το εν λόγω ποσό κατά την τελευταία ημέρα οποιουδήποτε επόμενου ημερολογιακού έτους, εξετάζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Δ'.

Γ. Λογαριασμοί Οντοτήτων για τους οποίους απαιτείται δήλωση. Σε ό,τι αφορά τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων που περιγράφονται στην παράγραφο Β' , μόνο οι λογαριασμοί που τηρούνται από μία ή περισσότερες οντότητες που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα λογίζονται ως Δηλωτέοι Λογαριασμοί.

Δ. Διαδικασίες εξέτασης για την ταυτοποίηση Λογαριασμών Οντοτήτων που πρέπει να δηλωθούν. Για τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων που περιγράφονται στην παράγραφο Β', τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες εξέτασης ώστε να προσδιορίσουν εάν ο λογαριασμός τηρείται από ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα:

1. Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.
α) Εξέταση των πληροφοριών που τηρούνται για ρυθμιστικούς σκοπούς ή σκοπούς διαχείρισης σχέσεων με πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που συλλέγονται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC), ώστε να προσδιοριστεί αν οι πληροφορίες υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος άλλου κράτους- μέλους. Για το σκοπό αυτόν, οι πληροφορίες που υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος άλλου κράτους-μέλους περιλαμβάνουν τόπο ίδρυσης ή σύστασης ή διεύθυνση σε άλλο κράτος-μέλος.
β) Αν οι πληροφορίες υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος άλλου κράτους-μέλους, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό εκτός αν εξασφαλίσει αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή προσδιορίσει ευλόγως, βάσει πληροφοριών που έχει στην κατοχή του ή που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

2. Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Όσον αφορά Δικαιούχο Λογαριασμού Προϋπάρχοντος Λογαριασμού Οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένης οντότητας που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Αν οποιοσδήποτε από τα Ελέγχοντα Πρόσωπα μιας παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τότε ο λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός. Προβαίνοντας στις ενέργειες αυτές, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ακολουθεί την καθοδήγηση των Ενοτήτων Δ' παράγραφος 2 στοιχεία α' ως γ' με τη σειρά που αρμόζει περισσότερο στις περιστάσεις.
α) Προσδιορισμός του κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ. Προκειμένου να προσδιορίσει κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ώστε να εξακριβώσει το καθεστώς του, εκτός αν έχει στην κατοχή του πληροφορίες ή υπάρχουν πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό βάσει των οποίων μπορεί να προσδιορίσει ευλόγως ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι ενεργή ΜΧΟ ή Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εκτός Επενδυτικής Οντότητας που περιγράφεται στην Ενότητα A' παράγραφος 6 στοιχείο β' του Τμήματος VIII το οποίο δεν αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.
β) Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων Δικαιούχου Λογαριασμού. Προκειμένου να προσδιορίσουν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/ Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC).
γ) Προσδιορισμός του κατά πόσον ένα Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Προκειμένου να προσδιορίσουν κατά πόσον ένα Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται:
i) σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC) στην περίπτωση Προϋπάρχοντος Λογαριασμού Οντοτήτων που τηρούν μία ή περισσότερες ΜΧΟ με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε ένα εκατομμύριο (1.000.000) δολάρια ΗΠΑ ή
ii) σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή σχετικό Ελέγχον Πρόσωπο του ή των κρατών-μελών ή άλλης ή άλλων δικαιοδοσιών όπου έχει τη φορολογική του κατοικία το Ελέγχον Πρόσωπο.

Ε. Χρονοδιάγραμμα της εξέτασης και πρόσθετες διαδικασίες που εφαρμόζονται στους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων.

1. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) δολάρια ΗΠΑ πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017.

2. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) δολάρια ΗΠΑ, αλλά υπερβαίνει αυτό το ποσό κατά την 31 η Δεκεμβρίου επόμενου έτους, πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέσα στο ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους κατά το οποίο το αθροιστικό υπόλοιπο ή η αξία υπερβαίνει αυτό το ποσό.

3. Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με Προϋπάρχοντα Λογαριασμό Οντοτήτων που έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να γνωρίζει ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αυτοπιστοποίηση ή άλλη τεκμηρίωση που σχετίζεται με ένα λογαριασμό είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει εκ νέου το καθεστώς του λογαριασμού σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Δ'.
 


ΤΜΗΜΑ VI ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

Τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Νέων Λογαριασμών Οντοτήτων. Διαδικασίες εξέτασης για την ταυτοποίηση Λογαριασμών Οντοτήτων που πρέπει να δηλωθούν. Για τους Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων, τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες εξέτασης ώστε να προσδιορίσουν εάν ο λογαριασμός τηρείται από ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα:

1. Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.
α) Εξασφάλιση αυτοπιστοποίησης, που μπορεί να είναι μέρος της τεκμηρίωσης για το άνοιγμα του λογαριασμού, η οποία επιτρέπει στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού και να επιβεβαιώσει την ευλογοφάνεια της αυτοπιστοποίησης αυτής με βάση τις πληροφορίες που συλλέγει το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σε σχέση με το άνοιγμα του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης τεκμηρίωσης που συγκεντρώνεται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/ Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC). Αν η Οντότητα πιστοποιήσει ότι δεν έχει φορολογική κατοικία, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μπορεί να βασίζεται στη διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας προκειμένου να προσδιορίσει την κατοικία του Δικαιούχου Λογαριασμού.
β) Αν η αυτοπιστοποίηση υποδεικνύει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος άλλου κράτους-μέλους, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό εκτός αν προσδιορίσει ευλόγως, βάσει πληροφοριών που έχει στην κατοχή του ή που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο σε ό,τι αφορά το άλλο αυτό κράτος-μέλος.

2. Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Όσον αφορά Δικαιούχο Λογαριασμού Νέου Λογαριασμού Οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένης Οντότητας που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Αν οποιοδήποτε από τα Ελέγχοντα Πρόσωπα μιας παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, τότε ο λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός. Προβαίνοντας στις ενέργειες αυτές, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ακολουθεί την καθοδήγηση των Ενοτήτων Α' παράγραφος 2 στοιχεία α' ως γ' με τη σειρά που αρμόζει περισσότερο στις περιστάσεις:
α) Προσδιορισμός του κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ. Προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να βασιστεί σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ώστε να εξακριβώσει το καθεστώς του, εκτός αν έχει στην κατοχή του πληροφορίες ή υπάρχουν πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό βάσει των οποίων μπορεί να προσδιορίσει ευλόγως ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι ενεργή ΜΧΟ ή Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εκτός Επενδυτικής Οντότητας η οποία περιγράφεται στην Ενότητα A' παράγραφος 6 στοιχείο β' του Τμήματος VIII που δεν αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.
β) Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων Δικαιούχου Λογαριασμού. Προκειμένου να προσδιοριστούν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC).
γ) Προσδιορισμός του κατά πόσον ένα Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον το Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή το σχετικό Ελέγχον Πρόσωπο.
 


ΤΜΗΜΑ VII ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται κατά την εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που ορίζονται ανωτέρω να εφαρμόζουν τους ακόλουθους πρόσθετους κανόνες:

Α. Αξιοπιστία αυτοπιστοποιήσεων και αποδεικτικών εγγράφων. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν μπορούν να βασίζονται σε αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα γνωρίζουν ή θεωρούν ευλόγως ότι η αυτοπιστοποίηση ή το αποδεικτικό έγγραφο είναι λανθασμένα ή αναξιόπιστα.

Β. Εναλλακτικές διαδικασίες για Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούν μεμονωμένοι Δικαιούχοι Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων και για ομαδικά Ασφαλιστήρια Συμβόλαια με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαια Προσόδων. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν ότι μεμονωμένος δικαιούχος, εκτός του ιδιοκτήτη, Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων στον οποίο καταβάλλεται παροχή θανάτου δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο και μπορούν να θεωρήσουν έναν τέτοιο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό μη Δηλωτέο Λογαριασμό, εκτός αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα γνωρίζουν πραγματικά, ή θεωρούν ευλόγως, ότι ο δικαιούχος είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα θεωρούν ευλόγως ότι ο δικαιούχος Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων είναι Δηλωτέο Πρόσωπο αν οι πληροφορίες που συλλέγονται από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και σχετίζονται με τον δικαιούχο περιλαμβάνουν ενδείξεις κατά τα περιγραφόμενα στην παράγραφο Β' του Τμήματος III. Αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα γνωρίζουν πραγματικά, ή θεωρούν ευλόγως, ότι ο δικαιούχος είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να ακολουθήσουν τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Β' του Τμήματος III.
Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που αποτελεί συμμετοχικό δικαίωμα σε ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που δεν είναι Δηλωτέος Λογαριασμός μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία ένα ποσό είναι πληρωτέο στον εργαζόμενο/κάτοχο πιστοποιητικού ή τον δικαιούχο, αν ο Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που αποτελεί συμμετοχικό δικαίωμα σε Ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
i) το Ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων εκδίδεται σε εργοδότη και καλύπτει είκοσι πέντε (25) ή περισσότερους εργαζόμενους/κατόχους πιστοποιητικού,
ii) οι εργαζόμενοι/κάτοχοι πιστοποιητικού έχουν το δικαίωμα να λάβουν οποιαδήποτε συμβατική αξία σχετίζεται με τα συμφέροντά τους και να κατονομάσουν δικαιούχους για την παροχή που καταβάλλεται με τον θάνατο του εργαζομένου και
iii) το αθροιστικό ποσό που είναι πληρωτέο σε οποιονδήποτε εργαζόμενο/κάτοχο πιστοποιητικού ή δικαιούχο δεν υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε ένα εκατομμύριο (1.000.000) δολάρια ΗΠΑ.
Ο όρος «Ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς» σημαίνει ασφαλιστική σύμβαση με αξία εξαγοράς που:
i) παρέχει κάλυψη σε άτομα τα οποία συνδέονται μέσω εργοδότη, εμπορικής ένωσης, συνδικαλιστικής οργάνωσης ή άλλης ένωσης ή ομάδας και
ii) χρεώνει ασφάλιστρο για κάθε μέλος της ομάδας ή μέλος κατηγορίας εντός της ομάδας το οποίο καθορίζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλα ατομικά χαρακτηριστικά υγείας εκτός της ηλικίας, του φύλου και των καπνιστικών συνηθειών του μέλους ή της κατηγορίας μελών της ομάδας.
Ο όρος «Ομαδικό Συμβόλαιο Προσόδων» σημαίνει σύμβαση προσόδων σύμφωνα με την οποία οι δανειστές είναι άτομα που συνδέονται μέσω εργοδότη, εμπορικής ένωσης, συνδικαλιστικής οργάνωσης ή άλλης ένωσης ή ομάδας.

Γ. Άθροιση υπολοίπων λογαριασμών και κανόνες για τα νομίσματα.

1. Άθροιση Ατομικών Λογαριασμών. Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από φυσικό πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αθροίζει όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούνται στο ίδιο ή σε Συνδεόμενη Οντότητα, αλλά μόνο στο βαθμό που τα μηχανογραφημένα συστήματά του συνδέουν τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς μέσω στοιχείου, όπως ο αριθμός πελάτη ή ο ΑΦΜ και επιτρέπουν την άθροιση των υπολοίπων ή των αξιών των λογαριασμών. Για την εφαρμογή των απαιτήσεων άθροισης που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο, σε καθέναν από τους δικαιούχους κοινού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού καταλογίζεται ολόκληρο το υπόλοιπο ή η αξία του λογαριασμού αυτού.

2. Άθροιση Λογαριασμών Οντοτήτων. Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από Οντότητα, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λαμβάνει υπόψη όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούνται στο ίδιο ή σε Συνδεόμενη Οντότητα, αλλά μόνο στο βαθμό που τα μηχανογραφημένα συστήματά του συνδέουν τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς μέσω στοιχείου, όπως ο αριθμός πελάτη ή ο ΑΦΜ και επιτρέπουν την άθροιση των υπολοίπων ή των αξιών των λογαριασμών. Για την εφαρμογή των απαιτήσεων άθροισης που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο, σε καθέναν από τους δικαιούχους κοινού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού καταλογίζεται ολόκληρο το υπόλοιπο ή η αξία του λογαριασμού αυτού.

3. Ειδικός κανόνας άθροισης για τους συμβούλους πελατείας. Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από πρόσωπο, με σκοπό να προσδιοριστεί αν ένας Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός είναι Υψηλής Αξίας, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει επίσης, να αθροίζει όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που ο σύμβουλος πελατείας γνωρίζει ή ευλόγως θεωρεί ότι άμεσα ή έμμεσα ανήκουν, ελέγχονται ή έχουν ανοιχθεί, αλλά όχι με την ιδιότητα του θεματοφύλακα, από το ίδιο πρόσωπο.

4. Ποσά που λογίζεται ότι περιλαμβάνουν το ισοδύναμό τους σε άλλα νομίσματα. Όλα τα ποσά που εκφράζονται σε ευρώ λογίζεται ότι περιλαμβάνουν το ισοδύναμό τους σε άλλα νομίσματα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας.
 


ΤΜΗΜΑ VIII ΟΡΙΣΜΟΙ

Οι ακόλουθοι ορισμοί έχουν την έννοια που ορίζεται κάτωθι:

Α. Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.

1. Ως «Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται κάθε Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που δεν είναι Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Ως «Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται:
κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι κάτοικος στην Ελλάδα, εξαιρουμένου κάθε υποκαταστήματος αυτού του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που ευρίσκεται εκτός της Ελλάδας και
κάθε ευρισκόμενο στην Ελλάδα υποκατάστημα Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος το οποίο δεν είναι κάτοικος στην Ελλάδα.

2. Ως «Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας» νοείται:
κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι κάτοικος σε Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία, εξαιρουμένου κάθε υποκαταστήματος αυτού του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που ευρίσκεται εκτός της Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας αυτής και
κάθε ευρισκόμενο σε Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία υποκατάστημα Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία αυτή.

3. Ως «Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται κάθε Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Ίδρυμα Καταθέσεων, Επενδυτική Οντότητα ή Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία.

4. Ως «Ίδρυμα Θεματοφυλακής» νοείται κάθε Οντότητα που αναπτύσσει δραστηριότητα της οποίας ουσιώδης πτυχή είναι η φύλαξη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτων. Η φύλαξη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτων συνιστά ουσιώδη πτυχή της δραστηριότητας οντότητας εάν το ακαθάριστο εισόδημα της Οντότητας από τη φύλαξη χρηματοοικονομικών στοιχείων και συναφείς χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ανέρχεται τουλάχιστον στο 20% του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα:
την τριετία που λήγει την 31 η Δεκεμβρίου ή την τελευταία ημέρα μη ημερολογιακής ετήσιας λογιστικής περιόδου πριν από το έτος του προσδιορισμού ή
το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα.

5. Ως «Ίδρυμα Καταθέσεων» νοείται κάθε Οντότητα που δέχεται καταθέσεις στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρεμφερών δραστηριοτήτων.

6. Ως «Επενδυτική Οντότητα» νοείται κάθε Οντότητα:
α) η οποία ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα
μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες εργασίες ή πράξεις για λογαριασμό ή εξ ονόματος πελάτη:
αγοραπωλησίες: μέσων της χρηματαγοράς (επιταγών, γραμματίων, πιστοποιητικών καταθέσεων, παραγώγων κ.λπ.) συναλλάγματος μέσων συνδεόμενων με συνάλλαγμα, επιτόκια και δείκτες κινητών αξιών ή συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης επί βασικών εμπορευμάτων,
ατομική και συλλογική διαχείριση χαρτοφυλακίου ή
άλλες δραστηριότητες επένδυσης ή διαχείρισης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή χρημάτων εξ ονόματος τρίτων ή
β) το καθαρό εισόδημα της οποίας προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, εάν την Οντότητα διαχειρίζεται άλλη Οντότητα που είναι Ίδρυμα Καταθέσεων, Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία ή Επενδυτική Οντότητα περιγραφόμενη στην Ενότητα Α' παράγραφος 6 στοιχείο α' . Μία Οντότητα θεωρείται ότι ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις εργασίες που περιγράφονται στην ενότητα Α' παράγραφος 6 στοιχείο α' ή το ακαθάριστο εισόδημά της προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για τους σκοπούς της ενότητας A' παράγραφος 6 στοιχείο β' εάν το ακαθάριστο εισόδημά της από τις σχετικές εργασίες ανέρχεται τουλάχιστον στο 50% του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα:
i) την τριετία που λήγει την 31 η Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους του προσδιορισμού ή
ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα.
Στον όρο «Επενδυτική Οντότητα» δεν περιλαμβάνονται Οντότητες που αποτελούν ενεργές ΜΧΟ, σύμφωνα με τα κριτήρια της ενότητας Δ' παράγραφος 8 στοιχεία δ' έως ζ' . Η παρούσα παράγραφος ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με την παρεμφερή διατύπωση που χρησιμοποιείται για τον ορισμό του «Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος» στις συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης.

7. Στον όρο «Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο» περιλαμβάνονται οι τίτλοι (όπως μερίδιο στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών, εταιρικά δικαιώματα ή δικαιώματα επικαρπίας σε ευρείας συμμετοχής ή εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά προσωπικές εταιρείες ή καταπιστεύματα, γραμμάτια, ομολογίες, μη εγγυημένα ομόλογα ή άλλα αποδεικτικά οφειλής), εταιρικά δικαιώματα, εμπορεύματα, συμβάσεις ανταλλαγής (όπως συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων, συμβάσεις ανταλλαγής νομισμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων διαφορετικής βάσης, συμβάσεις ανώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις κατώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής μετοχών, συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με δείκτες μετοχών ή παρεμφερείς συμφωνίες), ασφαλιστικές συμβάσεις ή συμβάσεις περιοδικών προσόδων ή κάθε δικαίωμα (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων μελλοντικής εκπλήρωσης, των προθεσμιακών συμβάσεων ή συναφών δικαιωμάτων προαίρεσης) επί τίτλου, εταιρικού δικαιώματος, εμπορεύματος, σύμβασης ανταλλαγής, ασφαλιστικής σύμβασης ή σύμβασης περιοδικών προσόδων. Στον όρο «Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο» δεν περιλαμβάνονται μη συνδεόμενα με οφειλή άμεσα δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας.

8. Ως «Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία» νοείται κάθε Οντότητα, η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία ή η εταιρεία συμμετοχών που ελέγχει ασφαλιστική εταιρεία που προσφέρει Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων ή υποχρεούται να καταβάλει πληρωμές δυνάμει τέτοιου είδους συμβολαίων.

Β. Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα 1. Ως «Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι:
α) Κρατική Οντότητα, Διεθνής Οργανισμός ή Κεντρική Τράπεζα, όχι όμως όσον αφορά πληρωμή προκύπτουσα από υποχρέωση που έχει αναληφθεί σε σχέση με εμπορική χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ανήκουσα σε είδος δραστηριότητας που ασκείται από Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία, Ίδρυμα Θεματοφυλακής ή Ίδρυμα Καταθέσεων.
β) Συνταξιοδοτικό Ταμείο Ευρείας Συμμετοχής, Συνταξιοδοτικό Ταμείο Περιορισμένης Συμμετοχής, Συνταξιοδοτικό Ταμείο Κρατικής Οντότητας, Διεθνούς Οργανισμού ή Κεντρικής Τράπεζας ή Εγκεκριμένος Εκδότης Πιστωτικών Καρτών,
γ) άλλη Οντότητα που παρουσιάζει χαμηλό κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για φοροδιαφυγή, έχει παρεμφερή επί της ουσίας χαρακτηριστικά με οποιαδήποτε από τις οντότητες που περιγράφονται στην Ενότητα B' παράγραφος 1 στοιχεία α' και β' και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των Μη Δηλούντων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων που ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 περίπτωση β' του παρόντος νόμου, εφόσον το καθεστώς της Οντότητας αυτής ως Μη Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος δεν παρεμποδίζει την επίτευξη των σκοπών του παρόντος νόμου.
δ) Απαλλασσόμενος Οργανισμός Συλλογικών Επενδύσεων ή
ε) καταπίστευμα στο βαθμό που ο καταπιστευματοδόχος είναι Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και δηλώνει όλες τις πληροφορίες που πρέπει να δηλώνονται, σύμφωνα με το Τμήμα I για όλους τους Δηλωτέους Λογαριασμούς του καταπιστεύματος.

2. Ως «Κρατική Οντότητα» νοείται η κυβέρνηση κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας, κάθε πολιτική υποδιαίρεση κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας που, για την αποφυγή αμφιβολιών, καλύπτει ως όρος τα κράτη, τις επαρχίες, τις περιφέρειες και τους δήμους ή κάθε υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας ή ενός ή περισσοτέρων εκ των προαναφερόμενων καθένα από τα οποία αποτελεί «Κρατική Οντότητα». Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα συνιστώντα μέρη, οι ελεγχόμενες οντότητες και οι πολιτικές υποδιαιρέσεις κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας.
α) Ως «συνιστών μέρος» κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας νοείται κάθε πρόσωπο, οργανισμός, υπηρεσία, γραφείο, ταμείο, όργανο ή άλλος φορέας, ανεξαρτήτως ονομασίας, που αποτελεί διοικούσα αρχή στο κράτος-μέλος ή τη δικαιοδοσία. Τα καθαρά έσοδα της διοικούσας αρχής πρέπει να πιστώνονται στο λογαριασμό της ή στους λογαριασμούς του κράτους-μέλους ή της δικαιοδοσίας και κανένα μερίδιό τους δεν πρέπει να καταλήγει προς όφελος ιδιώτη.
Στον όρο «συνιστών μέρος» δεν περιλαμβάνονται φυσικά πρόσωπα ασκούντα εξουσία ή κατέχοντα επίσημες ή διοικητικές θέσεις τα οποία ενεργούν ως ιδιώτες ή υπό την προσωπική τους ιδιότητα.
β) Ως «ελεγχόμενη οντότητα» νοείται κάθε Οντότητα που είναι διακριτή ως προς τη μορφή της από κάθε κράτος-μέλος ή άλλη δικαιοδοσία ή συνιστά άλλως διακριτή νομική οντότητα, υπό την προϋπόθεση ότι:
i) η Οντότητα τελεί υπό την πλήρη κυριότητα και τον πλήρη έλεγχο μιας ή περισσοτέρων Κρατικών Οντοτήτων είτε άμεσα είτε μέσω μιας ή περισσοτέρων ελεγχόμενων οντοτήτων,
ii) τα καθαρά έσοδα της Οντότητας πιστώνονται στο λογαριασμό της ή στους λογαριασμούς μίας ή περισσοτέρων Κρατικών Οντοτήτων και κανένα μερίδιο του εισοδήματός της δεν καταλήγει προς όφελος ιδιώτη και
iii) με τη διάλυσή της, τα περιουσιακά στοιχεία της Οντότητας περιέρχονται σε μία ή περισσότερες Κρατικές Οντότητες.
γ) Το εισόδημα δεν θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν τα πρόσωπα αυτά είναι οι προβλεπόμενοι δικαιούχοι κρατικού προγράμματος και οι δραστηριότητες του προγράμματος εκτελούνται υπέρ της κοινής ωφέλειας του γενικού πληθυσμού ή αφορούν τη διαχείριση ορισμένης πτυχής της διακυβέρνησης. Ωστόσο, κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, το εισόδημα θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν προκύπτει από τη χρήση Κρατικής Οντότητας για την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων, όπως, παραδείγματος χάρη, εμπορικών τραπεζικών δραστηριοτήτων, μέσω των οποίων παρέχονται χρηματοοικονομικές υπηρεσίες σε ιδιώτες.

3. Ως «Διεθνής Οργανισμός» νοείται κάθε διεθνής οργανισμός ή υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα αυτού. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται κάθε διακυβερνητικός οργανισμός συμπεριλαμβανομένων των υπερεθνικών:
i) που απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από κυβερνήσεις,
ii) που έχει σε ισχύ συμφωνία έδρας ή παρεμφερή επί της ουσίας συμφωνία με κάθε κράτος-μέλος ή άλλη δικαιοδοσία και
iii) του οποίου το εισόδημα δεν καταλήγει προς όφελος ιδιωτών.

4. Ως «Κεντρική Τράπεζα» νοείται κάθε ίδρυμα, το οποίο, είτε δια νόμου είτε με την έγκριση της κυβέρνησης, αποτελεί, εκτός από την κυβέρνηση του κράτους-μέλους ή της δικαιοδοσίας αυτή καθεαυτή, την κύρια αρχή έκδοσης μέσων προοριζόμενων να κυκλοφορήσουν ως νόμισμα. Στα ιδρύματα αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται όργανα διακριτά από την κυβέρνηση του κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας είτε βρίσκονται υπό την πλήρη ή μερική κυριότητα του κράτους-μέλους ή της δικαιοδοσίας είτε όχι.

5. Ως «Συνταξιοδοτικό Ταμείο Ευρείας Συμμετοχής» νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου ή συνδυασμό αυτών, ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσες υπηρεσίες, σε δικαιούχους που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς σε έναν ή περισσότερους εργοδότες, υπό την προϋπόθεση ότι το ταμείο:
α) δεν έχει δικαιούχο με δικαίωμα επί των περιουσιακών στοιχείων του ταμείου που να υπερβαίνει το 5%,
β) υπόκειται σε κρατική κανονιστική ρύθμιση και υποβάλλει δηλώσεις πληροφοριών στις φορολογικές αρχές και
γ) πληροί τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:
i) το ταμείο απαλλάσσεται γενικά από φόρους επί του εισοδήματός του που προέρχεται από επενδύσεις ή στο εισόδημα αυτό επιβάλλεται αναβαλλόμενος φόρος ή φόρος με μειωμένο συντελεστή, επειδή πρόκειται για συνταξιοδοτικό πρόγραμμα,
ii) το ταμείο λαμβάνει από τους εργοδότες που το χρηματοδοτούν τουλάχιστον το 50% των συνολικών εισφορών του πλην μεταφορών περιουσιακών στοιχείων από άλλα προγράμματα περιγραφόμενα στην Ενότητα Β' παράγραφοι 5 έως 7 ή από συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο α',
iii) διανομή ή ανάληψη ποσών από το ταμείο επιτρέπεται μόνον όταν επέρχονται συγκεκριμένα περιστατικά σχετιζόμενα με συνταξιοδότηση, αναπηρία ή θάνατο πλην διανεμόμενων ποσών που επανατοποθετούνται σε άλλα συνταξιοδοτικά ταμεία περιγραφόμενα στην ενότητα B' παράγραφοι 5 έως 7 ή σε συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο α' , διαφορετικά, εάν η διανομή ή η ανάληψη πραγματοποιηθεί πριν από τα οριζόμενα αυτά περιστατικά, επιβαρύνεται με ποινή ή
iv) οι εισφορές πλην ορισμένων επιτρεπόμενων συμπληρωματικών εισφορών των εργαζομένων στο ταμείο περιορίζονται σε συνάρτηση με το δεδουλευμένο εισόδημα του εργαζομένου ή δεν επιτρέπεται να υπερβούν ετησίως ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε 50.000 δολάρια ΗΠΑ, εφαρμοζομένων των κανόνων που ορίζονται στο Τμήμα VII Ενότητα Γ' για την άθροιση των λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.

6. Ως «Συνταξιοδοτικό Ταμείο Περιορισμένης Συμμετοχής» νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου, ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσες υπηρεσίες, σε δικαιούχους που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς σε έναν ή περισσότερους εργοδότες, υπό την προϋπόθεση ότι:
α) το ταμείο έχει λιγότερους από 50 συμμετέχοντες,
β) το ταμείο χρηματοδοτείται από έναν ή περισσότερους εργοδότες που δεν είναι Επενδυτικές Οντότητες ή Παθητικές ΜΧΟ,
γ) οι εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών στο ταμείο, πλην μεταφορών περιουσιακών στοιχείων από συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο α' περιορίζονται σε συνάρτηση με το δεδουλευμένο εισόδημα και την αμοιβή του εργαζομένου, αντιστοίχως,
δ) οι συμμετέχοντες που δεν είναι κάτοικοι κάθε κράτους-μέλους όπου έχει την έδρα του το ταμείο δεν έχουν δικαίωμα επί των περιουσιακών στοιχείων του ταμείου που να υπερβαίνει το 20% και
ε) το ταμείο υπόκειται σε κρατική κανονιστική ρύθμιση και υποβάλλει πληροφορίες στις φορολογικές αρχές.

7. Ως «Συνταξιοδοτικό Ταμείο Κρατικής Οντότητας, Διεθνούς Οργανισμού ή Κεντρικής Τράπεζας» νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται από Κρατική Οντότητα, Διεθνή Οργανισμό ή Κεντρική Τράπεζα για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου σε δικαιούχους ή συμμετέχοντες που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς ή που δεν είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι, εάν οι παροχές προς τους δικαιούχους ή τους συμμετέχοντες αυτούς χορηγούνται ως αντάλλαγμα για προσωπικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν για την Κρατική Οντότητα, το Διεθνή Οργανισμό ή την Κεντρική Τράπεζα.

8. Ως «Εγκεκριμένος Εκδότης Πιστωτικών Καρτών» νοείται κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα απλώς και μόνον επειδή είναι εκδότης πιστωτικών καρτών, ο οποίος δέχεται καταθέσεις μόνον όταν ο πελάτης καταβάλλει ποσό που υπερβαίνει το χρεωστικό υπόλοιπο της κάρτας και το καταβληθέν πλεονάζον ποσό δεν επιστρέφεται αμέσως στον πελάτη και
β) από ή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016, εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες ώστε είτε να μη δύναται ο πελάτης να καταβάλει πλεονάζον ποσό που να υπερβαίνει ποσό σε ευρώ που αντιστοιχεί σε 50.000 δολάρια ΗΠΑ, είτε να επιστρέφεται στον πελάτη εντός 60 ημερών κάθε καταβληθέν πλεονάζον ποσό που υπερβαίνει το εν λόγω ποσό, εφαρμοζομένων σε αμφότερες τις περιπτώσεις των κανόνων που ορίζονται στο Τμήμα VII Ενότητα Γ' για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, το καταβληθέν από τον πελάτη πλεονάζον ποσό δεν αναφέρεται σε πιστωτικά υπόλοιπα στο βαθμό που αυτά σχετίζονται με αμφισβητηθείσες χρεώσεις, αλλά περιλαμβάνει πιστωτικά υπόλοιπα που προκύπτουν από επιστροφές εμπορευμάτων.

9. Ως «Απαλλασσόμενος Οργανισμός Συλλογικών Επενδύσεων» νοείται κάθε Επενδυτική Οντότητα που υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα δικαιώματα επί του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων τηρούνται από φυσικά πρόσωπα ή Οντότητες που δεν είναι Δηλωτέα Πρόσωπα ή μέσω τέτοιων φυσικών προσώπων ή Οντοτήτων, εκτός από Παθητικές ΜΧΟ με Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα.
Επενδυτική Οντότητα που υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν παύει να θεωρείται δυνάμει της Ενότητας Β' παράγραφος 9 Απαλλασσόμενος Οργανισμός Συλλογικών Επενδύσεων απλώς και μόνον επειδή ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων έχει εκδώσει υλικές μετοχές στον κομιστή, υπό την προϋπόθεση ότι:
α) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν έχει εκ-δώσει και δεν εκδίδει υλικές μετοχές στον κομιστή μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2015,
β) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων αποσύρει όλες τις μετοχές αυτές όταν του παραδίδονται,
γ) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων εκτελεί όλες τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στα Τμήματα II έως VII και δηλώνει όλες τις πληροφορίες που πρέπει να δηλώνονται για τις μετοχές αυτές όταν προσκομίζονται για εξαγορά ή άλλη πληρωμή και
δ) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες που διασφαλίζουν την εξαγορά ή την ακινητοποίηση των μετοχών αυτών το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018.

Γ. Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός

1. Ως «Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός» νοείται λογαριασμός που τηρείται σε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Στον όρο περιλαμβάνονται οι Καταθετικοί Λογαριασμοί, οι Λογαριασμοί Θεματοφυλακής και:
α) σε περίπτωση Επενδυτικής Οντότητας, κάθε συμμετοχικό ή συνδεόμενο με οφειλή δικαίωμα επί του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος. Παρά τα οριζόμενα ανωτέρω, ο όρος «Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός» δεν περιλαμβάνει συμμετοχικά ή συνδεόμενα με οφειλή δικαιώματα επί Οντότητας που αποτελεί Επενδυτική Οντότητα απλώς και μόνον επειδή:
i) παρέχει επενδυτικές συμβουλές σε πελάτη και ενεργεί εξ ονόματός του για την επένδυση ή τη διαχείριση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων κατατεθειμένων στο όνομα του πελάτη σε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα διαφορετικό από την εν λόγω Οντότητα ή
ii) διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια και ενεργεί εξ ονόματος πελάτη για τους ίδιους ως άνω σκοπούς,
β) σε περίπτωση Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που δεν περιγράφεται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 1 στοιχείο α' , κάθε συμμετοχικό ή συνδεόμενο με οφειλή δικαίωμα επί του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος, εάν η κατηγορία των εν λόγω δικαιωμάτων δημιουργήθηκε με σκοπό την αποφυγή της υποβολής δηλώσεων σύμφωνα με το Τμήμα I και
γ) κάθε Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων που προσφέρεται από Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ή τηρείται σε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, πλην των μη συνδεόμενων με επενδύσεις και μη μεταβιβάσιμων συμβολαίων προσόδων άμεσης καταβολής που προσφέρονται σε φυσικά πρόσωπα και καλύπτουν παροχές σύνταξης ή αναπηρίας καταβαλλόμενες στο πλαίσιο Εξαιρούμενων Λογαριασμών.
Στον όρο «Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός» δεν περιλαμβάνονται οι Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί.

2. Ως «Καταθετικός Λογαριασμός» νοείται κάθε εμπορικός, τρεχούμενος, αποταμιευτικός ή προθεσμιακός λογαριασμός ή λογαριασμός βεβαιούμενος από πιστοποιητικό καταθέσεων, πιστοποιητικό αποταμίευσης, πιστοποιητικό επενδύσεων, πιστοποιητικό οφειλής ή άλλο παρόμοιο μέσο που τηρείται σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρόμοιων δραστηριοτήτων. Στον όρο «Καταθετικός Λογαριασμός» περιλαμβάνεται επίσης κάθε ποσό που τηρείται σε ασφαλιστική εταιρεία δυνάμει συμβολαίου εγγυημένης απόδοσης ή παρόμοιας συμφωνίας για την καταβολή ή την πίστωση τόκου επί του ποσού αυτού.

3. Ως «Λογαριασμός Θεματοφυλακής» νοείται κάθε λογαριασμός πλην του Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου ή Συμβολαίου Προσόδων στον οποίο φυλάσσεται ένα ή περισσότερα Χρηματοοικονομικά Περιουσιακά Στοιχεία προς όφελος τρίτου.

4. Ως «Συμμετοχικό Δικαίωμα» νοείται, στην περίπτωση προσωπικής εταιρείας που είναι Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, δικαίωμα είτε επί του κεφαλαίου είτε επί των κερδών της εταιρείας. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, Συμμετοχικό Δικαίωμα θεωρείται ότι κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο λογίζεται καταπιστευματοπάροχος ή δικαιούχος του συνόλου ή μέρους του καταπιστεύματος ή οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο έχει τον τελικό πραγματικό έλεγχο του καταπιστεύματος. Τα Δηλωτέα Πρόσωπα λογίζονται δικαιούχοι καταπιστεύματος εάν έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα (επί παραδείγματι, μέσω εντολοδόχου) υποχρεωτική διανομή ή μπορούν να λαμβάνουν, άμεσα ή έμμεσα, προαιρετική διανομή από το καταπίστευμα.

5. Ως «Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο» νοείται κάθε συμβόλαιο πλην των Συμβολαίων Προσόδων βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλει ποσό όταν επέλθει καθορισμένο περιστατικό που αφορά θάνατο, ασθένεια, ατύχημα, ζημιά ή κίνδυνο σχετιζόμενο με ακίνητη περιουσία.

6. Ως «Συμβόλαιο Προσόδων» νοείται κάθε συμβόλαιο βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλει πληρωμές για χρονική περίοδο που καθορίζεται εν όλω ή εν μέρει σε σχέση με το προσδόκιμο ζωής ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων. Στον όρο περιλαμβάνονται επίσης συμβόλαια που θεωρούνται συμβόλαια προσόδων σύμφωνα με τους νόμους, τους κανονισμούς ή τις πρακτικές κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου συνάπτονται τα συμβόλαια και βάσει των οποίων ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλει πληρωμές για μία σειρά ετών.

7. Ως «Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς» νοείται κάθε Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο πλην συμβολαίου αντασφάλισης ζημιών μεταξύ δύο ασφαλιστικών εταιρειών που έχει αξία εξαγοράς.

8. Ως «Αξία Εξαγοράς» νοείται το μεγαλύτερο από τα δύο ακόλουθα ποσά:
i) το ποσό που δικαιούται να λάβει ο λήπτης της ασφάλισης σε περίπτωση εξαγοράς ή λύσης της σύμβασης χωρίς αφαίρεση τυχόν ποινής εξαγοράς ή δανείου ληφθέντος δυνάμει της ασφαλιστικής σύμβασης και
ii) το ποσό που μπορεί να δανείζεται ο λήπτης της ασφάλισης δυνάμει της σύμβασης ή σε σχέση με τη σύμβαση αυτή.
Παρά τα οριζόμενα ανωτέρω, ο όρος «Αξία Εξαγοράς» δεν περιλαμβάνει τα ποσά που είναι καταβλητέα δυνάμει Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου:
α) αποκλειστικά λόγω θανάτου του φυσικού προσώπου που ήταν ασφαλισμένο με συμβόλαιο ασφάλισης ζωής,
β) ως παροχή λόγω προσωπικής βλάβης ή ασθένειας ή άλλη παροχή που χορηγείται ως αποζημίωση για οικονομική ζημιά προκαλούμενη με την επέλευση του περιστατικού που καλύπτεται από την ασφάλιση,
γ) ως επιστροφή καταβληθέντων ασφαλίστρων μείον το κόστος των ασφαλιστικών τελών, είτε έχουν όντως επιβληθεί είτε όχι δυνάμει Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου πλην συνδεδεμένης με επενδύσεις συμβολαίου ασφάλισης ζωής ή προσόδων λόγω ακύρωσης ή λύσης του συμβολαίου, μείωσης της έκθεσης σε κινδύνους κατά την περίοδο ισχύος του συμβολαίου ή διόρθωσης καταχώρισης ή παρόμοιου σφάλματος σε σχέση με τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται για το συμβόλαιο,
δ) ως μέρισμα υπέρ του λήπτη της ασφάλισης πλην του μερίσματος λύσης, εφόσον το μέρισμα σχετίζεται με Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο δυνάμει της οποίας καταβλητέες είναι μόνον οι παροχές που περιγράφονται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 8 στοιχείο β' ή
ε) ως επιστροφή προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή ποσού κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων στο πλαίσιο Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου για την οποία το ασφάλιστρο καταβάλλεται τουλάχιστον ετησίως, εάν το ποσό του προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή του κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων ποσού δεν υπερβαίνει το επόμενο ετήσιο ασφάλιστρο που θα πρέπει να καταβληθεί δυνάμει του συμβολαίου.

9. Ως «Προϋπάρχων Λογαριασμός» νοείται:
α) Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κατά την 31 η Δεκεμβρίου 2015,
β) κάθε Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός Δικαιούχου Λογαριασμού, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας κατά την οποία ανοίχθηκε, εάν:
i) ο Δικαιούχος Λογαριασμού τηρεί στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ή σε Συνδεόμενη Οντότητα εντός της Ελληνικής Επικράτειας Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που είναι Προϋπάρχων Λογαριασμός κατά την Ενότητα Γ' παράγραφος 9 στοιχείο α' ,
ii) το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και, κατά περίπτωση, η Συνδεόμενη Οντότητα εντός της Ελληνικής Επικράτειας θεωρεί τους δύο προαναφερόμενους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς -και κάθε άλλο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό του Δικαιούχου Λογαριασμού που θεωρείται Προϋπάρχων Λογαριασμός κατά το στοιχείο β' - ενιαίο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό για τους σκοπούς της τήρησης των απαιτήσεων γνώσης που ορίζονται στο Τμήμα VII Ενότητα Α' και για τους σκοπούς του προσδιορισμού του υπολοίπου ή της αξίας οποιουδήποτε από τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς αυτούς, όταν εφαρμόζει οποιοδήποτε από τα όρια για τους λογαριασμούς,
iii) για Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που υπόκειται σε Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC), το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα επιτρέπεται να εκπληρώσει για το συγκεκριμένο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό τα προβλεπόμενα στις διαδικασίες αυτές, στηριζόμενο στις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC) που έχουν εκτελεστεί για τον Προϋπάρχοντα Λογαριασμό που περιγράφεται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 9 στοιχείο α' και
iv) το άνοιγμα του Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού δεν απαιτεί την παροχή νέων, πρόσθετων ή τροποποιημένων πληροφοριών πελάτη από τον Δικαιούχο Λογαριασμού, εκτός εάν απαιτείται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου.

10. Ως «Νέος Λογαριασμός» νοείται Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και έχει ανοιχθεί την ή πριν από την 1 η Ιανουαρίου 2016, εκτός αν θεωρείται Προϋπάρχων Λογαριασμός κατά την Ενότητα Γ' παράγραφος 9 στοιχείο β' .

11. Ως «Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός» νοείται Προϋπάρχων Λογαριασμός που τηρείται από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.

12. Ως «Νέος Ατομικός Λογαριασμός» νοείται Νέος Λογαριασμός που τηρείται από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.

13. Ως «Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων» νοείται Προϋπάρχων Λογαριασμός που τηρείται από μία ή περισσότερες οντότητες.

14. Ως «Λογαριασμός Χαμηλότερης Αξίας» νοείται Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός με συνολικό υπόλοιπο ή αξία κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 που δεν υπερβαίνει ποσό σε ευρώ που αντιστοιχεί σε ένα εκατομμύριο (1.000.000) δολάρια ΗΠΑ.

15. Ως «Λογαριασμός Υψηλής Αξίας» νοείται Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός με συνολικό υπόλοιπο ή αξία που υπερβαίνει, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ή κατά την 31 η Δεκεμβρίου οποιουδήποτε επόμενου έτους, ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε ένα εκατομμύριο (1.000.000) δολάρια ΗΠΑ.

16. Ως «Νέος Λογαριασμός Οντοτήτων» νοείται Νέος Λογαριασμός που τηρείται από μία ή περισσότερες Οντότητες.

17. Ως «Εξαιρούμενος Λογαριασμός» νοείται οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους λογαριασμούς:
α) Συνταξιοδοτικός λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:
i) ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως προσωπικός συνταξιοδοτικός λογαριασμός ή αποτελεί μέρος καταχωρισμένου ή ρυθμιζόμενου συνταξιοδοτικού προγράμματος για παροχές σύνταξης περιλαμβανομένων των παροχών αναπηρίας ή θανάτου,
ii) ο λογαριασμός υπόκειται σε ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς δηλαδή, οι εισφορές στο λογαριασμό, οι οποίες άλλως θα φορολογούνταν, εκπίπτουν ή εξαιρούνται από το ακαθάριστο εισόδημα του Δικαιούχου Λογαριασμού ή φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή ή το εισόδημα από επενδύσεις που προέρχεται από το λογαριασμό υπόκειται σε αναβαλλόμενο φόρο ή σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή,
iii) απαιτείται η διαβίβαση πληροφοριών προς τις φορολογικές αρχές, σε ό,τι αφορά το λογαριασμό,
iv) επιτρέπονται οι αναλήψεις μόνον εφόσον έχει συμπληρωθεί συγκεκριμένο όριο ηλικίας, έχει επέλθει αναπηρία ή θάνατος ή επιβάλλονται ποινές για τις αναλήψεις που πραγματοποιούνται πριν από την επέλευση τέτοιων καθορισμένων γεγονότων και
v) είτε
i) οι ετήσιες εισφορές είναι ίσες ή κατώτερες ποσού εκφρασμένου σε ευρώ που αντιστοιχεί σε πενήντα χιλιάδες (50.000) δολάρια ΗΠΑ ή
ii) προβλέπεται μέγιστο όριο εισφορών εφόρου ζωής στο λογαριασμό ίσου ή κατώτερου ποσού εκφρασμένου σε ευρώ που αντιστοιχεί σε ένα εκατομμύριο (1.000.000) δολάρια ΗΠΑ, ενώ εφαρμόζονται και στις δύο περιπτώσεις οι κανόνες που προβλέπονται στο Τμήμα VII Ενότητα Γ' για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.
Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά την απαίτηση που προβλέπεται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο α' σημείο v' , δεν παραβιάζει την απαίτηση αυτή για το λόγο και μόνον ότι ο εν λόγω Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός μπορεί να δεχθεί περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια που μεταφέρονται από έναν ή περισσότερους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο α' ή β' ή από ένα ή περισσότερα συνταξιοδοτικά ταμεία που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην Ενότητα Β' παράγραφοι 5 έως 7.
β) Λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:
i) ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως οργανισμός επενδύσεων με σκοπούς άλλους από αυτούς της συνταξιοδότησης και αποτελεί αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών ή ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως οργανισμός αποταμίευσης με σκοπούς άλλους από αυτούς της συνταξιοδότησης,
ii) ο λογαριασμός υπόκειται σε ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, δηλαδή, οι εισφορές στο λογαριασμό, οι οποίες άλλως θα φορολογούνταν, εκπίπτουν ή εξαιρούνται από το ακαθάριστο εισόδημα του Δικαιούχου Λογαριασμού ή φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή, ή το εισόδημα από επενδύσεις που προέρχεται από το λογαριασμό υπόκειται σε αναβαλλόμενο φόρο ή σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή,
iii) επιτρέπονται οι αναλήψεις μόνον εφόσον έχουν εκ-πληρωθεί συγκεκριμένα κριτήρια που αφορούν το σκοπό του λογαριασμού επένδυσης ή αποταμίευσης (για παράδειγμα την παροχή εκπαιδευτικών ή ιατρικών ωφελειών) ή επιβάλλονται ποινές για τις αναλήψεις που πραγματοποιούνται πριν από την εκπλήρωση των εν λόγω κριτηρίων και
iv) οι ετήσιες εισφορές είναι ίσες ή κατώτερες ποσού εκφρασμένου σε ευρώ που αντιστοιχεί σε πενήντα χιλιάδες (50.000) δολάρια ΗΠΑ, εφαρμοζόμενων των κανόνων που προβλέπονται στο Τμήμα VII Ενότητα Γ' για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.
Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός, ο οποίος πληροί, κατά τα λοιπά, την απαίτηση που προβλέπεται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο β' σημείο iv, δεν παραβιάζει την απαίτηση αυτή για το λόγο και μόνον ότι ο εν λόγω Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός μπορεί να δεχθεί περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια που μεταφέρονται από έναν ή περισσότερους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο α' ή β' ή από ένα ή περισσότερα συνταξιοδοτικά ταμεία που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην Ενότητα Β' παράγραφοι 5 έως 7.
γ) Συμβόλαιο ασφάλισης ζωής με περίοδο κάλυψης που λήγει πριν συμπληρώσει ο ασφαλισμένος το ενενηκοστό (90ό) έτος της ηλικίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το συμβόλαιο πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:
i) καταβάλλονται περιοδικά ασφάλιστρα, τα οποία δεν μειώνονται με την πάροδο του χρόνου, τουλάχιστον σε ετήσια βάση κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του συμβολαίου ή μέχρι να συμπληρώσει ο ασφαλισμένος το ενενηκοστό έτος της ηλικίας του, αναλόγως ποιο χρονικό διάστημα είναι βραχύτερο,
ii) δεν είναι δυνατόν για οποιοδήποτε πρόσωπο να λάβει παροχές του συμβολαίου μέσω ανάληψης, δανείου ή με άλλον τρόπο, χωρίς λύση του,
iii) το ποσό εκτός των παροχών θανάτου που είναι πληρωτέο σε περίπτωση ακύρωσης ή λύσης του συμβολαίου δεν μπορεί να υπερβεί το άθροισμα των ασφαλίστρων που έχουν καταβληθεί για το συμβόλαιο, μείον το ποσό που αντιστοιχεί στις επιβαρύνσεις λόγω θανάτου, ασθένειας και δαπανών είτε έχουν πράγματι επιβληθεί είτε όχι, για την περίοδο ή τις περιόδους ισχύος του συμβολαίου και τυχόν ποσών που έχουν καταβληθεί πριν από την ακύρωση ή τη λύση του συμβολαίου και
iv) το συμβόλαιο δεν διακρατείται από εκδοχέα έναντι αξίας.
δ) Λογαριασμός που ανήκει αποκλειστικά σε κληρονομία, εφόσον στα έγγραφα του λογαριασμού περιλαμβάνεται αντίγραφο της διαθήκης του θανόντος ή πιστοποιητικό θανάτου.
ε) Λογαριασμός που έχει ανοιχθεί σε σύνδεση με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
i) διαταγή ή απόφαση δικαστηρίου,
ii) πώληση, ανταλλαγή ή μίσθωση εμπράγματης ή προσωπικής περιουσίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο λογαριασμός πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
- ο λογαριασμός τροφοδοτείται αποκλειστικά με ποσά που προέρχονται από προκαταβολή, αρραβώνα, κατάθεση ποσού κατάλληλου για την εξασφάλιση υποχρέωσης που συνδέεται άμεσα με τη συναλλαγή ή παρόμοια πληρωμή ή τροφοδοτείται με Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο που κατατίθεται στο λογαριασμό σε σύνδεση με την πώληση, την ανταλλαγή ή τη μίσθωση περιουσιακού στοιχείου,
- ο λογαριασμός ανοίγεται και χρησιμοποιείται με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση της υποχρέωσης του αγοραστή να καταβάλει το τίμημα της πώλησης του περιουσιακού στοιχείου, του πωλητή να καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση για τα τυχηρά, ή του εκμισθωτή ή του μισθωτή να καταβάλει αποζημίωση σχετικά με το μισθωμένο περιουσιακό στοιχείο, όπως έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο της μίσθωσης,
- τα περιουσιακά στοιχεία που περιέχονται στο λογαριασμό, περιλαμβανομένου του εισοδήματος που προέρχεται από το λογαριασμό, θα καταβληθούν ή θα διατεθούν με άλλον τρόπο προς όφελος του αγοραστή, του πωλητή, του εκμισθωτή ή του μισθωτή, μεταξύ άλλων για να εκπληρωθεί υποχρέωση του εν λόγω προσώπου, όταν το περιουσιακό στοιχείο πωληθεί, ανταλλαγεί ή παραδοθεί ή όταν λυθεί η μίσθωση,
- ο λογαριασμός δεν είναι λογαριασμός περιθωρίου ή παρόμοιος λογαριασμός που έχει ανοιχθεί στα πλαίσια πώλησης ή ανταλλαγής Χρηματοοικονομικού Περιουσιακού Στοιχείου και
- ο λογαριασμός δεν συνδέεται με λογαριασμό περιγραφόμενο στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχείο στ',
iii) υποχρέωση Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που δια-χειρίζεται δάνειο εξασφαλιζόμενο με εμπράγματο περιουσιακό στοιχείο να κρατά μέρος του καταβαλλόμενου ποσού με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της πληρωμής φόρων ή ασφάλισης σχετικά με το εμπράγματο περιουσιακό στοιχείο σε μεταγενέστερο χρόνο,
iv) υποχρέωση Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που έχει αποκλειστικό σκοπό την πληρωμή φόρων σε μεταγενέστερο χρόνο.
στ) Καταθετικός Λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:
i) ο λογαριασμός υπάρχει μόνον διότι ο πελάτης καταβάλλει ποσό που υπερβαίνει το χρεωστικό υπόλοιπο πιστωτικής κάρτας ή άλλης ανακυκλούμενης πιστωτικής διευκόλυνσης και το πλεονάζον ποσό δεν επιστρέφεται αμέσως στον πελάτη και
ii) από ή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016, το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες ώστε είτε να μη δύναται ο πελάτης να καταβάλει πλεονάζον ποσό που να υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που αντιστοιχεί σε 50.000 δολάρια ΗΠΑ, είτε να επιστρέφεται στον πελάτη εντός 60 ημερών κάθε καταβληθέν πλεονάζον ποσό που υπερβαίνει το εν λόγω ποσό, εφαρμοζομένων σε αμφότερες τις περιπτώσεις των κανόνων που ορίζονται στο Τμήμα VII Ενότητα Γ' για τη μετατροπή νομισμάτων. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, το καταβληθέν από τον πελάτη πλεονάζον ποσό δεν αναφέρεται σε πιστωτικά υπόλοιπα στο βαθμό που αυτά σχετίζονται με αμφισβητηθείσες χρεώσεις, αλλά περιλαμβάνει πιστωτικά υπόλοιπα που προκύπτουν από επιστροφές εμπορευμάτων.
ζ) Οποιοσδήποτε άλλος λογαριασμός παρουσιάζει χαμηλό κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για φοροδιαφυγή, έχει παρεμφερή επί της ουσίας χαρακτηριστικά με οποιονδήποτε από τους λογαριασμούς που περιγράφονται στην Ενότητα Γ' παράγραφος 17 στοιχεία α' έως στ' και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των εξαιρούμενων λογαριασμών, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 περίπτωση β' του παρόντος νόμου, εφόσον το καθεστώς του λογαριασμού αυτού ως Εξαιρούμενου Λογαριασμού δεν αντιβαίνει στους σκοπούς του παρόντος νόμου.

Δ. Δηλωτέος Λογαριασμός

1. Ως «Δηλωτέος Λογαριασμός» νοείται χρηματοοικονομικός λογαριασμός που τηρείται από Δηλούν Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα με δικαιούχους ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή Παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, εφόσον προσδιορίζεται ως τέτοιος σύμφωνα με τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που περιγράφονται στα Τμήματα II έως VII.

2. Ως «Δηλωτέο Πρόσωπο» νοείται Πρόσωπο Άλλου κράτους-μέλους εκτός από τα ακόλουθα:
i) κεφαλαιουχικές εταιρείες οι τίτλοι κεφαλαίου των ο-ποίων αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες αναγνωρισμένες αγορές κινητών αξιών,
ii) οποιεσδήποτε κεφαλαιουχικές εταιρείες αποτελούν Συνδεόμενες Οντότητες κεφαλαιουχικής εταιρείας του σημείου i),
iii) Κρατικές Οντότητες,
iv) Διεθνείς Οργανισμοί,
v) Κεντρικές Τράπεζες ή
vi) Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα.

3. Ως «Πρόσωπο Άλλου κράτους-μέλους» σχετικά με την Ελλάδα νοείται φυσικό πρόσωπο ή Οντότητα με κατοικία σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του εν λόγω άλλου κράτους- μέλους ή κληρονομία θανόντος, ο οποίος ήταν κάτοικος οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους. Για το σκοπό αυτόν, Οντότητες όπως προσωπικές εταιρείες, ετερόρρυθμες εταιρείες ή παρόμοια νομικά μορφώματα, τα οποία δεν έχουν κατοικία για φορολογικούς σκοπούς λογίζονται ως κάτοικοι στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησής τους.

4. Ως «Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία» έναντι της Ελλάδας νοείται:
α) κάθε άλλο κράτος-μέλος,
β) οποιαδήποτε άλλη δικαιοδοσία:
i) με την οποία η Ελλάδα έχει συνάψει συμφωνία σύμφωνα με την οποία η εν λόγω δικαιοδοσία θα παρέχει τις πληροφορίες που ορίζονται στο Τμήμα I και
ii) η οποία περιλαμβάνεται σε κατάλογο που δημοσιεύεται από την Ελλάδα και κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή,
γ) οποιαδήποτε άλλη δικαιοδοσία:
i) με την οποία η Ένωση έχει συνάψει συμφωνία σύμφωνα με την οποία η εν λόγω δικαιοδοσία θα παρέχει τις πληροφορίες που ορίζονται στο Τμήμα I και
ii) η οποία περιλαμβάνεται σε κατάλογο που δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

5. Ως «Ελέγχοντα Πρόσωπα» νοούνται τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί Οντότητας. Στην περίπτωση του καταπιστεύματος, ως ελέγχοντα πρόσωπα νοούνται ο ή οι καταπιστευματοπάροχοι, ο ή οι καταπιστευματοδόχοι, ο ή οι προστάτες, εφόσον υπάρχουν, ο ή οι δικαιούχοι ή οι τάξεις των δικαιούχων και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα ασκούν τον τελικό πραγματικό έλεγχο επί του καταπιστεύματος. Σε περίπτωση νομικού μορφώματος που δεν είναι καταπίστευμα, ως ελέγχοντα πρόσωπα νοούνται τα πρόσωπα που βρίσκονται σε ισοδύναμες ή παρόμοιες θέσεις. Ο όρος «Ελέγχοντα Πρόσωπα» ερμηνεύεται κατά τρόπο συμβατό με τις συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης.

6. Ως «ΜΧΟ» νοείται οποιαδήποτε Οντότητα δεν είναι Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.

7. Ως «Παθητική ΜΧΟ» νοείται:
i) ΜΧΟ που δεν είναι Ενεργή ΜΧΟ ή
ii) Επενδυτική Οντότητα περιγραφόμενη στην Ενότητα Α' παράγραφος 6 στοιχείο β' , η οποία δεν αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.

8. Ως «Ενεργή ΜΧΟ» νοείται οποιαδήποτε ΜΧΟ πληροί οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κριτήρια:
α) το ποσοστό του παθητικού εισοδήματος για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος είναι μικρότερο του 50% του ακαθάριστου εισοδήματος της ΜΧΟ και το ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων που παράγουν παθητικό εισόδημα ή διακρατούνται για την παραγωγή παθητικού εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος είναι μικρότερο του 50% των περιουσιακών στοιχείων της ΜΧΟ,
β) οι τίτλοι κεφαλαίου της ΜΧΟ αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών ή η ΜΧΟ είναι Συνδεόμενη Οντότητα Οντότητας οι τίτλοι κεφαλαίου της οποίας αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών,
γ) η ΜΧΟ είναι Κρατική Οντότητα, Διεθνής Οργανισμός, Κεντρική Τράπεζα ή Οντότητα που ανήκει εξολοκλήρου σε μία ή περισσότερες από τις εν λόγω οντότητες,
δ) κατ' ουσίαν, όλες οι δραστηριότητες της ΜΧΟ συνίστανται στην κατοχή εν όλω ή εν μέρει των εν κυκλοφορία τίτλων κεφαλαίου μίας ή περισσότερων θυγατρικών με δραστηριότητες σε επιχειρηματικούς κλάδους ή τομείς διάφορους από αυτούς των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων ή στην παροχή χρηματοδότησης και υπηρεσιών προς αυτήν ή αυτές, στην κατηγορία αυτή δεν δύναται να υπαχθεί Οντότητα η οποία λειτουργεί ή εμφανίζεται ως επενδυτικό κεφάλαιο, όπως για παράδειγμα ιδιωτικό επενδυτικό κεφάλαιο («private equity fund»), εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου («venture capital fund») ή κεφάλαιο εξαγορών μέσω μόχλευσης («leveraged buyout fund»), ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός επενδύσεων σκοπός του οποίου είναι να αποκτήσει ή να χρηματοδοτήσει εταιρείες και να διατηρεί στη συνέχεια δικαιώματα στις εταιρείες αυτές ως τίτλους κεφαλαίου για επενδυτικούς σκοπούς,
ε) η ΜΧΟ δεν έχει ακόμη επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν έχει προηγούμενο ιστορικό λειτουργίας, αλλά επενδύει κεφάλαιο σε περιουσιακά στοιχεία με σκοπό την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας διάφορης από αυτήν των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων, εφόσον η εν λόγω εξαίρεση δεν εφαρμόζεται στην ΜΧΟ μετά την πάροδο 24 μηνών από την ημερομηνία αρχικής σύστασης της ΜΧΟ,
στ) η ΜΧΟ δεν υπήρξε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κατά τα τελευταία πέντε (5) έτη και βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία ρευστοποίησης των περιουσιακών της στοιχείων ή η ΜΧΟ αναδιοργανώνεται με σκοπό να εξακολουθήσει να δραστηριοποιείται ή να δραστηριοποιηθεί εκ νέου σε επιχειρηματικό τομέα άλλον από αυτόν των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων,
ζ) η ΜΧΟ ασκεί κυρίως δραστηριότητες χρηματοδότησης και αντιστάθμισης κινδύνου με ή για Συνδεόμενες Οντότητες που δεν είναι Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και δεν παρέχει υπηρεσίες χρηματοδότησης ή αντιστάθμισης κινδύνου σε Οντότητα που δεν είναι Συνδεόμενη Οντότητα, εφόσον ο όμιλος οποιασδήποτε τέτοιας Συνδεόμενης Οντότητας δραστηριοποιείται κυρίως σε χώρο άλλον από αυτόν των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων ή
η) η ΜΧΟ πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
i) έχει συσταθεί και λειτουργεί σε κάθε κράτος-μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της αποκλειστικά για θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς, επιστημονικούς, καλλιτεχνικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς ή έχει συσταθεί και λειτουργεί σε κάθε κράτος-μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της και αποτελεί επαγγελματική οργάνωση, σύλλογο επιχειρήσεων, εμπορικό επιμελητήριο, οργάνωση εργαζομένων, οργάνωση αγροτικών ή οπωροκηπευτικών εκμεταλλεύσεων, ένωση πολιτών ή οργάνωση που λειτουργεί αποκλειστικά για την προαγωγή της κοινωνικής ευημερίας,
ii) απαλλάσσεται από φόρο εισοδήματος σε κάθε κράτος-μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της,
iii) δεν διαθέτει μετόχους ή μέλη που έχουν δικαιώματα κυριότητας ή επικαρπίας επί των εσόδων ή των περιουσιακών της στοιχείων,
iv) η ισχύουσα νομοθεσία του κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή τα συστατικά έγγραφα της ΜΧΟ δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε διανομή εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων της ΜΧΟ σε φυσικό πρόσωπο ή μη φιλανθρωπική Οντότητα ή τη χρήση των εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων προς όφελός τους, εκτός αν η διανομή ή χρήση αυτή γίνεται στα πλαίσια της άσκησης των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της ΜΧΟ ή ως πληρωμή εύλογης αμοιβής για την παροχή υπηρεσιών ή ως πληρωμή τιμήματος για την πραγματική εμπορική αξία ιδιοκτησίας που αγόρασε η ΜΧΟ και
v) η ισχύουσα νομοθεσία του κάθε κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή τα συστατικά έγγραφα της ΜΧΟ απαιτούν, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή διάλυσης, να διανέμονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία της ΜΧΟ σε Κρατική Οντότητα ή σε άλλη μη κερδοσκοπική οργάνωση ή να περιέρχονται σε κάθε κράτος-μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή σε άλλη διοικητική υποδιαίρεση, αυτού του κράτους - μέλους ή αυτής της δικαιοδοσίας.

Ε. Διάφορα

1. Ως «Δικαιούχος Λογαριασμού» νοείται πρόσωπο που καταχωρίζεται ή ταυτοποιείται ως δικαιούχος Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού από το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που τηρεί το λογαριασμό. Πρόσωπο, άλλο από Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, που τηρεί Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό προς όφελος ή για λογαριασμό άλλου προσώπου ως αντιπρόσωπος, θεματοφύλακας, εντολοδόχος, υπογράφων, σύμβουλος επενδύσεων ή ενδιάμεσος δεν λογίζεται Δικαιούχος Λογαριασμού για τους σκοπούς του παρόντος νόμου. Δικαιούχος Λογαριασμού λογίζεται το εν λόγω άλλο πρόσωπο. Σε περίπτωση Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων, Δικαιούχος Λογαριασμού είναι οποιοδήποτε πρόσωπο έχει δικαίωμα να λάβει την Αξία Εξαγοράς ή να αλλάξει το δικαιούχο της σύμβασης. Αν κανείς δεν δύναται να λάβει την Αξία Εξαγοράς ή να αλλάξει το δικαιούχο, Δικαιούχος Λογαριασμού είναι οποιοδήποτε πρόσωπο ορίζεται στο συμβόλαιο ως κύριος και οποιοδήποτε πρόσωπο έχει κατοχυρωμένη απαίτηση για την πληρωμή σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου. Κατά τη λήξη Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων, κάθε πρόσωπο που δικαιούται να λάβει πληρωμή σύμφωνα με το συμβόλαιο είναι Δικαιούχος Λογαριασμού.

2. Ως «Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC)» νοούνται οι σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3691/2008 και τις απορρέουσες διαδικασίες και απαιτήσεις που αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή παρόμοιες απαιτήσεις, στις οποίες υπόκειται το εν λόγω Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο.

3. Ως «Οντότητα» νοείται νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα, όπως κεφαλαιουχική εταιρεία, προσωπική εταιρεία, καταπίστευμα ή ίδρυμα.

4. Μία Οντότητα είναι «Συνδεόμενη Οντότητα» άλλης Οντότητας αν:
οποιαδήποτε εκ των δύο Οντοτήτων ελέγχει την άλλη,
οι δύο Οντότητες τελούν υπό κοινό έλεγχο ή
οι δύο Οντότητες είναι Επενδυτικές Οντότητες περιγραφόμενες στην Ενότητα Α' παράγραφος 6 στοιχείο β' , τελούν υπό κοινή διαχείριση και η εν λόγω διαχείριση εκπληρώνει τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας των εν λόγω Επενδυτικών Οντοτήτων. Για το σκοπό αυτόν, ο έλεγχος περιλαμβάνει την άμεση ή έμμεση κυριότητα ποσοστού μεγαλύτερου του 50% των δικαιωμάτων ψήφου και αξίας της Οντότητας.

5. Ως «ΑΦΜ» νοείται ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου ή λειτουργικό ισοδύναμο αν δεν υπάρχει Αριθμός Φορολογικού Μητρώου.

6. Ως «Αποδεικτικό Έγγραφο» νοείται οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
α) πιστοποιητικό κατοικίας που εκδίδεται από αρμόδιο κρατικό φορέα (για παράδειγμα, από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπό της ή από δήμο) του άλλου κράτους-μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία του ο δικαιούχος,
β) σε ό,τι αφορά τα φυσικά πρόσωπα, οποιοδήποτε έγκυρο έγγραφο ταυτότητας έχει εκδοθεί από αρμόδιο κρατικό φορέα, (για παράδειγμα, από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπό της ή από δήμο), στο οποίο περιέχεται το όνομα του προσώπου και το οποίο χρησιμοποιείται κατά κανόνα για ταυτοποίηση,
γ) σε ό,τι αφορά τις Οντότητες, οποιοδήποτε επίσημο έγγραφο έχει εκδοθεί από αρμόδιο κρατικό φορέα (για παράδειγμα, από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπό της ή από δήμο), στο οποίο περιέχεται η ονομασία της Οντότητας και είτε η διεύθυνση του κεντρικού της γραφείου σε άλλο κράτος-μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία της είτε το άλλο κράτος- μέλος ή άλλη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε ή οργανώθηκε,
δ) οποιαδήποτε ελεγμένη οικονομική κατάσταση, έκθεση τρίτου για τη φερεγγυότητα, αίτηση πτώχευσης ή έκθεση από ρυθμιστική αρχή αγοράς κινητών αξιών.
Σε ό,τι αφορά τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιήσουν ως Αποδεικτικό Έγγραφο οποιαδήποτε κατάταξη έχει γίνει στα αρχεία του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος σχετικά με τον Δικαιούχο Λογαριασμού βάσει τυποποιημένου συστήματος κωδικοποίησης ανά κλάδο, η οποία καταχωρίστηκε από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, σύμφωνα με τη συνήθη επιχειρηματική πρακτική του, για σκοπούς που αφορούν τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (ΑΜL-ΚΥC) ή για άλλους ρυθμιστικούς σκοπούς εκτός των φορολογικών και η οποία εφαρμοζόταν από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πριν από την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η κατάταξη του Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού ως Προϋπάρχοντος Λογαριασμού, εφόσον το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν γνωρίζει ή δεν έχει λόγο να πιστεύει ότι η εν λόγω κατάταξη είναι εσφαλμένη ή αναξιόπιστη. Ως «τυποποιημένο σύστημα κωδικοποίησης ανά κλάδο» νοείται σύστημα που χρησιμοποιείται για την κατάταξη των μορφωμάτων ανά είδος επιχείρησης για σκοπούς άλλους από τους φορολογικούς.
 


ΤΜΗΜΑ IX ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3α της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ, όπως τροποποιείται με την Οδηγία 2014/107/ΕΕ που ενσωματώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφοι 1 περίπτωση β' και 7 περίπτωση β' του παρόντος νόμου, τα κράτη-μέλη θεσπίζουν κανόνες και διοικητικές διαδικασίες, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή και συμμόρφωση σχετικά με τις διαδικασίες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που προβλέπονται ανωτέρω, περιλαμβανομένων των κάτωθι:

1. κανόνες ώστε να αποτρέπονται οι πρακτικές Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων, προσώπων ή ενδιαμέσων, οι ο-ποίες αποσκοπούν στην καταστρατήγηση των διαδικασιών υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας,

2. κανόνες που απαιτούν από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα να τηρούν αρχεία σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν και τα τυχόν αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται για την τήρηση των ανωτέρω διαδικασιών, καθώς και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την πρόσβαση στα αρχεία αυτά,

3. διοικητικές διαδικασίες ώστε να εξακριβώνεται η συμμόρφωση των Δηλούντων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων προς τις διαδικασίες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας, διοικητικές διαδικασίες για τις επακόλουθες ενέργειες στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, όταν δηλώνονται λογαριασμοί χωρίς τεκμηρίωση,

4. διοικητικές διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται ότι εξακολουθεί να είναι μικρός ο κίνδυνος χρήσης των Οντοτήτων και των λογαριασμών που ορίζονται στο εσωτερικό δίκαιο ως Μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί για σκοπούς φοροδιαφυγής,

5. αποτελεσματικές διατάξεις επιβολής των κανόνων για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης.
 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

1. Αλλαγή των περιστάσεων:
Ως «αλλαγή των περιστάσεων» νοείται οποιαδήποτε μεταβολή, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την προσθήκη πληροφοριών σχετικών με το καθεστώς του προσώπου ή έρχεται σε αντίθεση με το καθεστώς αυτό με άλλον τρόπο. Επιπροσθέτως, ως αλλαγή των περιστάσεων νοείται οποιαδήποτε μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών στο Λογαριασμό του Δικαιούχου, περιλαμβανομένης της προσθήκης, της υποκατάστασης ή άλλης μεταβολής σχετικά με τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών σε οποιοδήποτε λογαριασμό συνδέεται με τον εν λόγω λογαριασμό, εφαρμοζομένων των κανόνων περί άθροισης λογαριασμών που περιγράφονται στο Παράρτημα I Τμήμα VII Ενότητα Γ' παράγραφοι 1 έως 3, εάν η εν λόγω μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών επηρεάζει το καθεστώς του Δικαιούχου Λογαριασμού.
Εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει βασιστεί στην εξέταση για τη διεύθυνση κατοικίας, η οποία περιγράφεται στο Παράρτημα I Τμήμα III Ενότητα Β' παράγραφος 1 και επισυμβεί αλλαγή των περιστάσεων λόγω της οποίας το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λαμβάνει γνώση ή έχει λόγο να πιστεύει ότι το αρχικό Αποδεικτικό Έγγραφο ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο είναι ανακριβές ή αναξιόπιστο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται, μέχρι τη μεταγενέστερη μεταξύ της τελευταίας ημέρας του σχετικού ημερολογιακού έτους ή των ενενήντα (90) ημερολογιακών ημερών μετά τη γνωστοποίηση ή την ανακάλυψη της εν λόγω αλλαγής των περιστάσεων να έχει στην κατοχή του αυτοπιστοποίηση και νέο Αποδεικτικό Έγγραφο για τη βεβαίωση της ή των φορολογικών κατοικιών του Δικαιούχου Λογαριασμού. Εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αδυνατεί να λάβει την αυτοπιστοποίηση και το νέο Αποδεικτικό Έγγραφο μέχρι την εν λόγω ημερομηνία, εφαρμόζει τη διαδικασία έρευνας σε ηλεκτρονικό αρχείο που περιγράφεται στο Παράρτημα I Τμήμα III Ενότητα Β' παράγραφοι 2 έως 6.

2. Αυτοπιστοποίηση για Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων
Σε ό,τι αφορά τους Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων, προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον το Ελέγχον Πρόσωπο Παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δύναται να βασίζεται σε αυτοπιστοποίηση μόνον από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή το Ελέγχον Πρόσωπο.

3. Κατοικία Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος
Το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει την κατοικία του στην Ελλάδα εάν υπόκειται στη δικαιοδοσία της Ελλάδας, δηλαδή εάν η Ελλάδα μπορεί να επιβάλει την υποβολή στοιχείων από το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Γενικώς, όταν το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει τη φορολογική του κατοικία στην Ελλάδα, υπόκειται στη δικαιοδοσία της Ελλάδας και αποτελεί, ως εκ τούτου, Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, ανεξαρτήτως του αν έχει τη φορολογική του κατοικία στην Ελλάδα, το καταπίστευμα θεωρείται ότι υπόκειται στη δικαιοδοσία της Ελλάδας, εάν ένας ή περισσότεροι από τους καταπιστευματοδόχους έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα, εκτός εάν το καταπίστευμα δηλώνει σε άλλο κράτος-μέλος όλες τις πληροφορίες που απαιτείται να δηλωθούν, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο σχετικά με τους Δηλωτέους Λογαριασμούς που τηρούνται από το καταπίστευμα, επειδή έχει τη φορολογική του κατοικία σε αυτό το άλλο κράτος-μέλος. Εντούτοις, όταν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, άλλο από το καταπίστευμα, δεν έχει φορολογική κατοικία, (για παράδειγμα επειδή λογίζεται φορολογικώς διαφανές ή ευρίσκεται σε δικαιοδοσία που δεν επιβάλλει φόρο εισοδήματος), θεωρείται ότι υπόκειται στη δικαιοδοσία της Ελλάδας και αποτελεί, ως εκ τούτου, Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εάν: α) έχει συσταθεί σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, β) έχει τον τόπο της διοίκησής του, περιλαμβανομένης της πραγματικής διοίκησης στην Ελλάδα ή
γ) υπόκειται σε χρηματοπιστωτική εποπτεία στην Ελλάδα. Όταν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, άλλο από καταπίστευμα, έχει κατοικία σε δύο ή περισσότερα κράτη-μέλη, το εν λόγω Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υπόκειται στις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας του κράτους-μέλους στο οποίο τηρεί τον ή τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς.

4. Τηρούμενος Λογαριασμός
Γενικώς, θεωρείται ότι το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που τηρεί το λογαριασμό είναι το εξής:
α) σε περίπτωση Λογαριασμού Θεματοφυλακής, το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι ο θεματοφύλακας των περιουσιακών στοιχείων του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένου του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που τηρεί στο όνομά του στο εν λόγω Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα περιουσιακά στοιχεία για τον Δικαιούχο Λογαριασμού,
β) σε περίπτωση Καταθετικού Λογαριασμού, το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που υποχρεούται να πραγματοποιεί πληρωμές σχετικά με το λογαριασμό, με την εξαίρεση του αντιπροσώπου του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ανεξαρτήτως του αν ο εν λόγω αντιπρόσωπος είναι Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα,
γ) σε περίπτωση συμμετοχικού δικαιώματος ή δικαιώματος συνδεόμενου με οφειλή Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος, το οποίο τηρείται υπό τη μορφή Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού, το εν λόγω Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα,
δ) σε περίπτωση Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων, το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που υποχρεούται να πραγματοποιεί πληρωμές σχετικά με το συμβόλαιο.

5. Καταπιστεύματα που είναι Παθητικές ΜΧΟ
Οντότητες, όπως προσωπικές εταιρείες, ετερόρρυθμες εταιρείες ή παρόμοια νομικά μορφώματα τα οποία δεν έχουν φορολογική κατοικία λογίζονται ως έχοντα την κατοικία τους στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησής τους, σύμφωνα με το Παράρτημα I, Τμήμα VIII Ενότητα Δ' παράγραφος 3. Για τον σκοπό αυτόν, το νομικό πρόσωπο ή το νομικό μόρφωμα λογίζεται «παρόμοιο» με προσωπική και με ετερόρρυθμη εταιρεία, όταν δεν αντιμετωπίζεται ως φορολογητέα μονάδα σε κράτος-μέλος, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του. Εντούτοις, προκειμένου να αποτραπούν διπλή υποβολή στοιχείων, δεδομένης της ευρύτητας του πεδίου που καλύπτει ο όρος «Ελέγχοντα Πρόσωπα» στην περίπτωση των καταπιστευμάτων, το καταπίστευμα που είναι Παθητική ΜΧΟ δύναται να μη θεωρηθεί παρόμοιο νομικό μόρφωμα.

6. Διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας
Σε ό,τι αφορά τις Οντότητες, στο Παράρτημα I Τμήμα VIII Ενότητα Ε' παράγραφος 6 στοιχείο γ' περιγράφεται, μεταξύ άλλων, απαίτηση να περιλαμβάνεται στα επίσημα αποδεικτικά έγγραφα είτε η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας σε κάθε κράτος-μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία της είτε το κάθε κράτος-μέλος ή άλλη δικαιοδοσία όπου η Οντότητα συστάθηκε ή οργανώθηκε. Η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της οντότητας είναι συνήθως ο τόπος όπου ασκείται η πραγματική διοίκησή της. Η διεύθυνση του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στο οποίο η Οντότητα διατηρεί λογαριασμό, η ταχυδρομική θυρίδα ή η διεύθυνση που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αλληλογραφία δεν είναι η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας, εκτός αν η εν λόγω διεύθυνση είναι η μόνη διεύθυνση που χρησιμοποιεί η Οντότητα και εμφανίζεται ως η καταχωρισμένη διεύθυνση της Οντότητας στα συστατικά της έγγραφα. Περαιτέρω, διεύθυνση, η οποία παρέχεται με οδηγίες να κρατηθεί όλη η αλληλογραφία που απευθύνεται σε αυτή τη διεύθυνση, δεν είναι η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας.»

Στο δεύτερο Κεφάλαιο του ν. 3312/2005 προστίθεται νέο άρθρο 13Α που έχει ως εξής:
«Αρθρο 13Α Τροποποιούμενες - καταργούμενες διατάξεις
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 3 έως και 13 του παρόντος Κεφαλαίου από την 1η Ιανουαρίου 2016.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου
3 οι ακόλουθες υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου, εξακολουθούν να ισχύουν ως εξής:
α. Οι υποχρεώσεις των αρμόδιων ελληνικών αρχών και των οικονομικών φορέων που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 2 περίπτωση β' τελευταίο εδάφιο του παρόντος νόμου, ισχύουν μέχρι την 5η Οκτωβρίου 2016 ή μέχρι την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.
β. Οι υποχρεώσεις των φορέων πληρωμής δυνάμει του άρθρου 7 του παρόντος νόμου και εκείνες των αρμοδίων ελληνικών αρχών δυνάμει του άρθρου 8, ισχύουν μέχρι την 5η Οκτωβρίου 2016 ή μέχρι την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.
γ. Οι υποχρεώσεις της Ελλάδας ως κράτους της φορολογικής κατοικίας των πραγματικών δικαιούχων δυνάμει του άρθρου 10 παρ. 4, ισχύουν μέχρι την 31 η Δεκεμβρίου 2016.
δ. Οι υποχρεώσεις της Ελλάδας ως κράτους της φορολογικής κατοικίας των πραγματικών δικαιούχων δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφοι 2 και 3, όσον αφορά την παρακράτηση του φόρου στην πηγή κατά το 2016 και τα προηγούμενα έτη, ισχύουν μέχρι την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.
3. Η Οδηγία 2003/48/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2006/98/ΕΚ, ισχύει όσον αφορά την Αυστρία μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016 με εξαίρεση τις ακόλουθες υποχρεώσεις που ισχύουν ως εξής:
α) τις υποχρεώσεις της Αυστρίας και τις υποκείμενες υποχρεώσεις των φορέων πληρωμής και των οικονομικών φορέων που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος-μέλος δυνάμει του άρθρου 12 της Οδηγίας 2003/ 48/ΕΚ, οι οποίες ισχύουν μέχρι την 30ή Ιουνίου 2017 ή μέχρι την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών,
β) τις υποχρεώσεις της Αυστρίας και των οικονομικών φορέων που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος- μέλος, δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας 2003/48/ΕΚ, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την 30ή Ιουνίου 2017 ή μέχρι την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών,
γ) τις υποχρεώσεις της Αυστρίας και τις υποκείμενες υποχρεώσεις των φορέων πληρωμής που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος-μέλος που προκύπτουν άμεσα ή έμμεσα από τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 13 της Οδηγίας 2003/48/ΕΚ, οι οποίες ισχύουν μέχρι την 30ή Ιουνίου 2017 ή μέχρι την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.
Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας, η Οδηγία 2003/48/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2006/98/ΕΚ, δεν εφαρμόζεται μετά την 1η Οκτωβρίου 2016 για τόκους όσον αφορά λογαριασμούς για τους οποίους έχουν εκπληρωθεί οι υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που περιλαμβάνονται στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ του πρώτου Μέρους του ν. 4170/2013 και για τους οποίους η Αυστρία κοινοποίησε στο πλαίσιο της αυτόματης ανταλλαγής τις πληροφορίες που ορίζονται στο άρθρο 9 παρ. 1 περίπτωση β' του ν. 4170/2013 εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο άρθρο 9 παρ. 2 περίπτωση β' του ίδιου νόμου.»

Κάθε γενική ή ειδική διάταξη, κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 1 έως και 4, δεν εφαρμόζεται.

Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 1 έως και 6 του νόμου αυτού αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2016.

1. Στο άρθρο 48 του ν. 4172/2013 (Α'167) προστίθεται νέα παράγραφος 6 που έχει ως εξής:
«6. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, όσον αφορά στα ενδοομιλικά μερίσματα από άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ, εφαρμόζονται για διανομές κερδών στον βαθμό που τα εν λόγω κέρδη δεν εκπίπτουν από τη θυγατρική, και δεν εφαρμόζονται στον βαθμό που τα κέρδη αυτά εκπίπτουν από τη θυγατρική.»

2. Στο άρθρο 72 του ν. 4172/2013 προστίθεται νέα παράγραφος 40 που έχει ως εξής:
«40. Τα φορολογικά πλεονεκτήματα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 48 και της παραγράφου 1 του άρθρου 63 δεν παρέχονται σε ρύθμιση ή σειρά ρυθμίσεων οι οποίες, έχοντας τεθεί σε εφαρμογή με κύριο σκοπό ή έναν από τους κύριους σκοπούς την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος που παρακωλύει το αντικείμενο ή τον σκοπό του παρόντος, δεν είναι γνήσιες ως προς όλα τα σχετικά γεγονότα και τις συνθήκες. Μια ρύθμιση μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από ένα στάδια ή μέρη.
Για τους σκοπούς της παραγράφου αυτής, μια ρύθμιση ή σειρά ρυθμίσεων θεωρείται μη γνήσια στον βαθμό που δεν τίθεται σε εφαρμογή για βάσιμους εμπορικούς λόγους που απηχούν την οικονομική πραγματικότητα.»

3. Στο Παράρτημα Α1 του ν. 2578/1998 (Α'30) οι περιπτώσεις κα' και κγ' αντικαθίστανται ως εξής:
«κα) οι εταιρείες του πολωνικού δικαίου που αποκαλούνται: «spotka akcyjna», «spolka z ograniczona odpowiedzial-noscia», «spolka komandytowo-akcyjna»,
κγ) οι εταιρείες του ρουμανικού δικαίου που αποκαλούνται: «societati in pe actiuni», «societati in comandita pe actiuni», «societati cu raspundere limitata», «societati in nume colectiv», «societati in comandita simpla».»

4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1 η Ιανουαρίου 2016 και μετά, καθώς και για πληρωμές που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2016 και μετά.

1. Το Παράρτημα II του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000, Α' 248) αντικαθίσταται ως ακολούθως :
«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ Πεδίο εδαφικής εφαρμογής
1. «Ευρωπαϊκή Ένωση» και «έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης» είναι το σύνολο των κρατών-μελών της Ένωσης στο οποίο εφαρμόζεται η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 52 αυτής και η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 349 και 355 αυτής, εκτός από τα εδάφη που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος.
2. Από το πεδίο εδαφικής εφαρμογής του παρόντος Κώδικα εξαιρούνται:
α) Τα ακόλουθα εθνικά εδάφη, τα οποία δεν αποτελούν τμήμα του τελωνειακού εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
- Νήσος Ελιγολάνδη και περιοχή Μπύζιγκεν (Busingen) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
- Θέουτα και Μελίλλια του Βασιλείου της Ισπανίας.
- Δήμοι Λιβίνιο και Καμπιόνε ντ' Ιτάλια καθώς και τα ύ-δατα της λίμνης Λουγκάνο της Ιταλικής Δημοκρατίας.
β) Τα ακόλουθα εθνικά εδάφη, τα οποία αποτελούν τμήμα του τελωνειακού εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ειδικά φορολογικά εδάφη):
- Αγιο Όρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
- Κανάριες νήσοι του Βασιλείου της Ισπανίας (Lanzarote, Fuerteventura, Gran Canaria, Tenerife, La Gomera, El Hierro και La Palma).
- Νήσοι Άαλαντ (Aland) της Φινλανδικής Δημοκρατίας.
- Αγγλονορμανδικές νήσοι (Channel Islands : Alderney, Jersey, Guernsey, Sark, Herm και Les Minquires).
- Γαλλικά εδάφη που αναφέρονται στα άρθρα 349 και 355 παρ. 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γαλλική Γουιάνα, Γουαδελούπη, Μαρτινίκα, Ρεϋνιόν και Μαγιότ).
3. Πράξεις που διενεργούνται μεταξύ της Ελλάδος και του Πριγκιπάτου του Μονακό, θεωρούνται ως πράξεις διενεργούμενες από ή προς τη Γαλλική Δημοκρατία.
Πράξεις που διενεργούνται μεταξύ της Ελλάδος και της νήσου Μαν, θεωρούνται ως πράξεις διενεργούμενες από ή προς το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας.
Πράξεις που διενεργούνται από ή προς τις περιοχές των ζωνών κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου στο Ακρωτήρι και τη Δεκέλεια αντιμετωπίζονται ως πράξεις διενεργούμενες από ή προς την Κύπρο.
4. «Τρίτα εδάφη» νοούνται τα εδάφη τα οποία απαριθμούνται στην παράγραφο 2 του παρόντος.
«Τρίτες χώρες» νοούνται τα κράτη ή εδάφη στα οποία δεν εφαρμόζεται η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

2. Το άρθρο 61 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000, Α' 248) τροποποιείται ως ακολούθως:
1. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 διαγράφεται η φράση «ή από τα αγγλονορμανδικά νησιά».
2. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 διαγράφεται η φράση «ή προς τα αγγλονορμανδικά νησιά».

Παρατείνονται για το τρέχον οικονομικό έτος και κατά ένα (1) μήνα οι προθεσμίες για:
α) την έκδοση συμψηφιστικών χρηματικών ενταλμάτων (τακτικών και προπληρωμής) δημοσίων επενδύσεων [άρθρα 79, παρ. 3, περίπτωση ι', όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 31 του ν. 4337/2015 (Α' 129) και 104 παρ. 1 του ν. 4270/2014 (Α'143)],
β) την απόδοση λογαριασμού των ΧΕΠ, που θα εκδοθούν (άρθρο 104 παρ.2 του ν. 4270/2014) και
γ) τη διενέργεια των τακτοποιητικών λογιστικών εγγραφών για την εμφάνιση εσόδων και εξόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού (άρθρο 161 παρ. 1 του ν. 4270/2014). 

Στο ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (Α 265) επέρχονται οι ακόλουθες προσθήκες και τροποποιήσεις:
1. Προστίθενται περιπτώσεις θ' και ι' στο άρθρο 120, ως εξής:
«θ) Χρηματοδοτική μίσθωση: η σύμβαση παραχώρησης, έναντι μισθώματος, επιβατικού αυτοκινήτου από εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης, εγκατεστημένη στη χώρα μας ή σε άλλο κράτος - μέλος, για επαγγελματική χρήση του αντισυμβαλλόμενου μισθωτή, ο οποίος έχει δικαίωμα στο τέλος της σύμβασης είτε να εξαγοράσει το επιβατικό αυτοκίνητο είτε να ανανεώσει τη σύμβαση για ορισμένο χρόνο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του ν. 1665/1986 (Α'194).
ι) Μίσθωση: η από επιχείρηση, η οποία είναι εγκατεστημένη στη χώρα μας ή σε άλλο κράτος - μέλος και έχει σχετικό σκοπό, σύμβαση παραχώρησης της χρήσης επιβατικού αυτοκινήτου έναντι μισθώματος, για ορισμένο χρόνο, χωρίς δικαίωμα εξαγοράς στη λήξη της σύμβασης.»
2. Μετά το άρθρο 121 προστίθεται άρθρο 121α ως εξής:
«Άρθρο 121α Τέλος ταξινόμησης επιβατικών αυτοκίνητων που τίθενται στη διάθεση προσώπων εγκατεστημένων στη χώρα με χρηματοδοτική μίσθωση ή μίσθωση
1. Το τέλος ταξινόμησης του άρθρου 121 του παρόντος νόμου, για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης και αυτοκίνητα τύπου JEEP των δασμολογικών κλάσεων 87.03 και 87.04 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, αντίστοιχα, τα οποία τίθενται στη διάθεση προσώπων εγκατεστημένων στο εσωτερικό της χώρας με χρηματοδοτική μίσθωση ή μίσθωση, κατά την έννοια των περιπτώσεων θ' και ι' του άρθρου 120, επιβάλλεται ανάλογα με το χρονικό διάστημα της χρήσης τους στη χώρα και υπολογίζεται ως εξής:
α. Για καινούργιο επιβατικό αυτοκίνητο, το τέλος ταξινόμησης ισούται με το ποσό που προκύπτει από την επιβολή του ποσοστού απομείωσης, λόγω ηλικίας και κατηγορίας αμαξώματος του άρθρου 126 του παρόντος νόμου, το οποίο αντιστοιχεί στη χρονική στιγμή λήξης του διαστήματος της χρηματοδοτικής μίσθωσης ή μίσθωσης, επί του συνολικού τέλους ταξινόμησης για το υπό κρίση αυτοκίνητο.
β. Για μεταχειρισμένο επιβατικό αυτοκίνητο, το τέλος ταξινόμησης ισούται με το ποσό που προκύπτει από την επιβολή ποσοστού επί του συνολικού τέλους ταξινόμησης όμοιου καινούργιου αυτοκινήτου. Στην περίπτωση αυτή, το ποσοστό ισούται με τη διαφορά μεταξύ του ποσοστού απομείωσης, λόγω ηλικίας και αμαξώματος, κατά τη λήξη του διαστήματος της χρηματοδοτικής μίσθωσης ή μίσθωσης και του ποσοστού απομείωσης, λόγω ηλικίας και αμαξώματος, κατά την έναρξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης ή μίσθωσης.
Όταν δεν προκύπτει διαφορά μεταξύ των ως άνω ποσοστών, επιβάλλεται τέλος ταξινόμησης:
- για μεταχειρισμένο επιβατικό αυτοκίνητο παλαιότητας άνω των 18 μηνών, με συντελεστή 1% επί του συνολικού τέλους ταξινόμησης για κάθε μήνα κυκλοφορίας και
- για μεταχειρισμένο επιβατικό αυτοκίνητο παλαιότητας άνω των 54 μηνών, με συντελεστή 0,5% επί του συνολικού τέλους ταξινόμησης για κάθε μήνα κυκλοφορίας.
2. Η είσπραξη της διαφοράς μεταξύ του συνολικού τέλους ταξινόμησης και του μέρους αυτού που καταβάλλεται αναλογικά, σύμφωνα με τις ως άνω περιπτώσεις α' και β', αναστέλλεται μέχρι τη λήξη του χρονικού διαστήματος της χρηματοδοτικής μίσθωσης ή μίσθωσης. Τα επιβατικά αυτοκίνητα δύνανται να επαναποστέλονται σε άλλο κράτος - μέλος ή να εξάγονται σε τρίτη χώρα, με τήρηση των προβλεπόμενων διατυπώσεων και διαδικασιών, πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος της χρηματοδοτικής μίσθωσης ή μίσθωσης, οπότε η ως άνω διαφορά διαγράφεται.
3. Υπόχρεο πρόσωπο, εκτός του ιδιοκτήτη, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 130 του ν. 2960/2001 είναι και ο μισθωτής, ο οποίος κατέχει ή χρησιμοποιεί επιβατικό αυτοκίνητο με χρηματοδοτική μίσθωση ή μίσθωση.
4. Όταν δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων το χρονικό διάστημα της χρήσης του αυτοκινήτου στη χώρα, ως αντικείμενο χρηματοδοτικής μίσθωσης ή μίσθωσης, το τέλος ταξινόμησης καταβάλλεται ολόκληρο από τον υπόχρεο και το μέρος αυτού που δεν αναλογεί στο χρονικό διάστημα της μίσθωσης και χρήσης στη χώρα, το οποίο υπολογίζεται αναλογικά με βάση τους συντελεστές απομείωσης λόγω ηλικίας, αμαξώματος και διανυθέντων χιλιομέτρων του άρθρου 126 του ιδίου νόμου, επιστρέφεται εντόκως, με βάση το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων εκδόσεως Ελληνικού Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας. Στις περιπτώσεις επιστροφής του τέλους ταξινόμησης, δικαιούχο πρόσωπο, εκτός από τον υπόχρεο, είναι και ο ιδιοκτήτης επιβατικού αυτοκινήτου το οποίο εκμισθώνει, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας στη χώρα με χρηματοδοτική μίσθωση ή μίσθωση και για το οποίο έχει καταβληθεί όλο το τέλος ταξινόμησης. Η καταβολή σε οποιοδήποτε από τα ως άνω πρόσωπα απαλλάσσει το Δημόσιο από οποιαδήποτε ευθύνη.
5. Αυτοκίνητο για το οποίο το τέλος ταξινόμησης έχει καταβληθεί αναλογικά ή έχει επιστραφεί δεν δύναται να υπαχθεί στις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 121 του παρόντος νόμου, περί απαλλαγής λόγω επαναταξινόμησης.
6. Το ελάχιστο χρονικό διάστημα χρήσης του επιβατικού αυτοκινήτου στη χώρα για σκοπούς υπαγωγής στις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν δύναται να υπολείπεται του ενός (1) μήνα. Για την έναρξη του χρονικού διαστήματος υπολογισμού του τέλους ταξινόμησης λαμβάνεται ο χρόνος γένεσης υποχρέωσης καταβολής του, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 128 του παρόντος νόμου, με εξαίρεση όταν το επιβατικό αυτοκίνητο έχει τεθεί σε ένα από τα ανασταλτικά καθεστώτα του άρθρου 133 του παρόντος νόμου, οπότε το χρονικό διάστημα υπαγωγής ξεκινά να υπολογίζεται με την έξοδο από τα καθεστώτα αυτά.
7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, τα έντυπα, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και η διαδικασία υπαγωγής των επιβατικών αυτοκινήτων στις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου με αναλογική καταβολή ή επιστροφή του τέλους ταξινόμησης, τα απαιτούμενα παράβολα, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
8. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται δέκα (10) ημέρες από την έκδοση της κοινής υπουργικής απόφασης της παραγράφου 7 και για αυτοκίνητα για τα οποία το τέλος ταξινόμησης βεβαιώνεται, μετά την ημερομηνία αυτή.»
3. Προστίθεται παράγραφος 4 στο άρθρο 128, ως εξής:
«4. Το τέλος ταξινόμησης για τα επιβατικά αυτοκίνητα του άρθρου 121α, καθίσταται απαιτητό και καταβάλλεται πριν από τη θέση αυτών σε κυκλοφορία και το αργότερο τη 15η ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν που γεννήθηκε η υποχρέωση καταβολής του τέλους αυτού. Εφόσον υποβληθεί πριν από την ημέρα αυτή, η ειδική δήλωση της παραγράφου 2 του άρθρου 130 του παρόντα Κώδικα, το τέλος καθίσταται απαιτητό την ημερομηνία αποδοχής της ειδικής δήλωσης. Εφόσον δεν συντρέχει για τα εν λόγω αυτοκίνητα υποχρέωση ταξινόμησης, το τέλος ταξινόμησης καθίσταται απαιτητό 5 ημέρες από την είσοδό τους στη χώρα και ως θέση σε κυκλοφορία, νοείται η χρήση του οδικού δικτύου της χώρας.»
4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 129 αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα κοινοτικά οχήματα που αναφέρονται στα άρθρα 121, 121α, 122, 123 και 124 του παρόντος Κώδικα, καθώς και οι βάσεις των δασμολογικών κλάσεων 87.02 και 87.06 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, κατά την άφιξή τους στον πρώτο τόπο προορισμού, δηλώνονται αμέσως στην πλησιέστερη Τελωνειακή Αρχή.»
5. Προστίθεται υποπερίπτωση ζ' στην περίπτωση 4 της παραγράφου Α' του άρθρου 137, ως εξής:
«ζ. Για τη μη τήρηση των όρων και των προϋποθέσεων υπαγωγής των κοινοτικών οχημάτων στις ρυθμίσεις του άρθρου 121α του παρόντα Κώδικα, επιβάλλεται πρόστιμο ύψους χιλίων (1.000) ευρώ, εκτός από την εκπρόθεσμη επαναποστολή ή εξαγωγή, για την οποία επιβάλλεται το πρόστιμο της πιο πάνω περίπτωσης δ' και την εκπρόθεσμη καταβολή του τέλους ταξινόμησης ή της διαφοράς αυτού, για την οποία επιβάλλεται το πρόστιμο της πιο πάνω περίπτωσης ε'.»
6. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Οι διατάξεις του άρθρου 129 του ν. 2960/2001, όπως τροποποιείται με την παράγραφο 4 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται από την ημέρα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 121α του ν. 2960/2001.

 1. Η παρ. 22 της υποπαραγράφου Γ.3 της παρ. Γ' του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α' 94), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 66 του ν. 4356/2015 (Α' 181), τροποποιείται ως εξής:
«22. Από 1.10.2016 οι αρμοδιότητες που προβλέπονται στον Πτωχευτικό Κώδικα (ν. 3588/2007) ως αρμοδιότητες του συνδίκου, του μεσολαβητή, του ειδικού εντολοδόχου και του ειδικού εκκαθαριστή θα ασκούνται από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξη και Τουρισμού, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, καθορίζονται οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος του διαχειριστή αφερεγγυότητας, τα επαγγελματικά προσόντα που απαιτούνται για την πρόσβαση στο επάγγελμα, ο τρόπος οργάνωσης του επαγγέλματος, ο διορισμός και η παύση του διαχειριστή, η εποπτεία του, οι επιμέρους αρμοδιότητές του σε σχέση με τις προβλεπόμενες διαδικασίες του Πτωχευτικού Κώδικα, μαζί με την ευθύνη και τις κυρώσεις από τη μη άσκησή τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία ρύθμιση μεταβατικού χαρακτήρα, ιδίως για τις εκκρεμείς διαδικασίες.»

 2. Η παρ. 23 της υποπαραγράφου Γ.3 της παρ. Γ' του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α' 94), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 66 του ν. 4356/2015 (Α' 181), τροποποιείται ως εξής:
«23. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 22 ανωτέρω, η παρούσα υποπαράγραφος Γ.3 εφαρμόζεται επί των διαδικασιών που αρχίζουν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος, με την εξαίρεση της παραγράφου 21, η οποία θα ισχύει από την 1.10.2016 και θα εφαρμόζεται επί διαδικασιών που αρχίζουν από την 1.1.2016.»

1. α) Καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης κυλινδρισμού κινητήρα μέχρι και 2.000 κυβικά εκατοστά που πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές των Κανονισμών ΕΚ 715/2007 και 692/2008 (EURO 5 - EURO 6) και με φορολογητέα αξία μικρότερη των 20.000 ευρώ, τα οποία παραλαμβάνονται σε αντικατάσταση επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, που αποσύρονται από την κυκλοφορία για καταστροφή, απαλλάσσονται από το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 121 του ν. 2960/ 2001 τέλος ταξινόμησης, ως εξής:
αα) Αυτοκίνητα κυλινδρισμού κινητήρα μέχρι και 900 κυβικά εκατοστά, απαλλάσσονται από το 80% του προβλεπόμενου τέλους ταξινόμησης για φορολογητέα αξία μέχρι και 6.000 ευρώ.
ββ) Αυτοκίνητα κυλινδρισμού από 901 μέχρι και 1.400 κυβικά εκατοστά, απαλλάσσονται από το 80% του προβλεπόμενου τέλους ταξινόμησης για φορολογητέα αξία μέχρι και 8.000 ευρώ.
γγ) Αυτοκίνητα κυλινδρισμού κινητήρα από 1.401 μέχρι και 1.600 κυβικά εκατοστά, απαλλάσσονται από το 60% του προβλεπόμενου τέλους ταξινόμησης και για φορολογητέα αξία μέχρι και 11.000 ευρώ.
δδ) Αυτοκίνητα κυλινδρισμού κινητήρα από 1.601 μέχρι και 1.800 κυβικά εκατοστά, απαλλάσσονται από το 35% του προβλεπόμενου τέλους ταξινόμησης και για φορολογητέα αξία μέχρι και 14.000 ευρώ.
εε) Αυτοκίνητα κυλινδρισμού κινητήρα από 1.801 μέχρι και 2.000 κυβικά εκατοστά, απαλλάσσονται από το 25% του προβλεπόμενου τέλους ταξινόμησης και για φορολογητέα αξία μέχρι και 14.000 ευρώ.
β) Η κατά την προηγούμενη περίπτωση φορολογητέα αξία διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 126 του ν. 2960/2001 και σε περίπτωση που είναι μεγαλύτερη των προαναφερόμενων ποσών εισπράττεται για το επιπλέον ποσό, ο προβλεπόμενος ακέραιος συντελεστής τέλους ταξινόμησης.

2. Καινούρια φορτηγά αυτοκίνητα μικτού βάρους μέχρι και 3,5 τόνων, που πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές των Κανονισμών ΕΚ 715/2007 και 692/2008 (EURO 5 και EURO 6) και παραλαμβάνονται σε αντικατάσταση επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης ή όμοιων φορτηγών, που αποσύρονται από την κυκλοφορία για καταστροφή, απαλλάσσονται του προβλεπόμενου από τις περιπτώσεις β', γ' και ε' της παρ. 1 του άρθρου 123 του ν. 2960/2001 τέλους ταξινόμησης ως εξής:
α) για τα αυτοκίνητα των παραπάνω περιπτώσεων β' και γ' κυλινδρισμού κινητήρα μέχρι και 1.600 κυβικά εκατοστά κατά 60% και για τα κυλινδρισμού κινητήρα πάνω από 1.600 μέχρι και 3.500 κυβικά εκατοστά κατά 50%,
β) για τα αυτοκίνητα κυλινδρισμού κινητήρα μέχρι και 3.500 κυβικά εκατοστά της παραπάνω περίπτωσης ε' κατά 40%.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται για αυτοκίνητα παλαιάς τεχνολογίας για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας στην Ελλάδα μέχρι 31.12.2001, τα οποία θα έχουν αποσυρθεί μέχρι 20.5.2016 και για τα οποία έχουν καταβληθεί τα τέλη κυκλοφορίας του έτους εντός του οποίου γίνεται η διαγραφή, καθώς και τυχόν οφειλομένων προηγούμενων ετών.

4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, εφαρμόζονται για καινούργια αυτοκίνητα για τα οποία το τέλος ταξινόμησης βεβαιώνεται και καταβάλλεται μέχρι και 31.5.2016.

5. Η κοινή υπουργική απόφαση που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή της περίπτωσης δ' της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3899/2010, ισχύει, κατ' αναλογία και για τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, ως προς τη διαδικασία απόσυρσης από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, τις αρμόδιες αρχές και φορείς εν γένει, καθώς και τις αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του μέτρου της απόσυρσης.

6. Αυτοκίνητα των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, για τα οποία το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 121 και 123 του ν. 2960/2001 (Α' 265) τέλος ταξινόμησης βεβαιώθηκε και καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου από 1.1.2016 μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου, από επίσημους διανομείς ή εμπόρους αυτοκινήτων, εφόσον μεταβιβάζονται από ιδιώτες και ταξινομούνται σε αντικατάσταση αποσυρόμενου της κυκλοφορίας επιβατικού ή φορτηγού αυτοκινήτου, επιστρέφεται η διαφορά του τέλους ταξινόμησης που προκύπτει κατ' εφαρμογή των οριζομένων των προαναφερόμενων παραγράφων. Η διαφορά του τέλους ταξινόμησης επιστρέφεται κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 32 του ν. 2960/2001 μετά από αίτηση στην αρμόδια τελωνειακή αρχή καταβολής του τέλους ταξινόμησης.

7. Η διαφορά του τέλους ταξινόμησης επιστρέφεται ομοίως για επιβατικά αυτοκίνητα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 1477/1984 (Α' 144) και της παρ. 3 του άρθρου 133 του ν. 2960/2001 για τα οποία το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 121 του ν. 2960/2001 τέλος ταξινόμησης βεβαιώθηκε από 1.1.2016 και καταβλήθηκε εξ ολόκληρου μέχρι 31.5.2016, από επίσημους διανομείς ή εμπόρους αυτοκινήτων, εφόσον μεταβιβάζονται από ιδιώτες και ταξινομούνται σε αντικατάσταση αποσυρόμενου της κυκλοφορίας επιβατικού ή φορτηγού αυτοκινήτου.

8. Στην αίτηση επιστροφής στις περιπτώσεις των παραγράφων 6 και 7 επισυνάπτονται τα δικαιολογητικά που προβλέπονται από την κοινή υπουργική απόφαση της περίπτωσης δ' της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3899/2010. Η κατά τα προηγούμενα αίτηση επιστροφής κατατίθεται μέσα σε διάστημα τριών (3) μηνών από την ταξινόμηση του οχήματος και το αργότερο μέχρι και τις 30.11.2016.

1. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3199/2003 (Α' 280), όπως τροποποιήθηκε με την υποπαράγραφο ΙΓ.11 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α' 85), προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Η κάλυψη αναγκών σε προσωπικό γίνεται και με αποσπάσεις ή μετατάξεις προσωπικού που υπηρετεί σε φορείς του Δημοσίου με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, εφόσον δεν προκαλείται δαπάνη στον Κρατικό Προϋπολογισμό. Η απόσπαση ή μετάταξη πραγματοποιείται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου Υπουργού του φορέα προέλευσης του Υπαλλήλου, κατά παρέκκλιση από κάδε γενική ή ειδική διάταξη και χωρίς να απαιτείται η γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου. Ο χρόνος υπηρεσίας των αποσπασμένων του δημόσιου τομέα θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τα θέματα βαθμολογικής και μισθολογικής εξέλιξης και κάθε άλλη συνέπεια στην οργανική θέση του φορέα προέλευσής τους και ο χρόνος απόσπασης είναι για μία πενταετία, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, η οποία μπορεί να παραταθεί μία ή περισσότερες φορές για ίσο χρονικό διάστημα. Το αποσπασμένο προσωπικό έχει το δικαίωμα να μετέχει στις προβλεπόμενες διαδικασίες επιλογής σε θέσεις προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης, Διεύθυνσης ή Τμήματος ή άλλης οργανωτικής μονάδας άλλης υπηρεσίας ή του φορέα προέλευσης και, σε περίπτωση εκλογής, εκδίδεται υποχρεωτικώς πράξη διακοπής της απόσπασης.
Το αποσπασμένο προσωπικό μπορεί στο χρονικό διάστημα ισχύος της απόσπασής του να μεταταχθεί στην Ειδική Γραμματεία Υδάτων μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου Υπουργού του φορέα προέλευσής του, κατά παρέκκλιση από κάθε γενική ή ειδική διάταξη και χωρίς να απαιτείται η γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου. Το προσωπικό που μετατάσσεται με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, μετατάσσεται με ταυτόχρονη μεταφορά της οργανικής του θέσης και την ίδια σχέση εργασίας και υποχρεούται να παρέχει τις υπηρεσίες του τουλάχιστον για μία πενταετία.»

2. Οι αποσπάσεις των υπαλλήλων, που υπηρετούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος ως αποσπασμένοι στην Ειδική Γραμματεία Υδάτων, παρατείνονται, κατόπιν αιτήσεών τους, για μία πενταετία και μπορούν να ανανεωθούν μία ή περισσότερες φορές. Για το σκοπό αυτό εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. 

Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται στις επιμέρους διατάξεις.

 


 

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως
νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 5 Απριλίου 2016

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΤΡΥΦΩΝΑΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΥΡΛΕΤΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 5 Απριλίου 2016

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ 

 

 

Ευρετήριο τουριστικής νομοθεσίας

Δείτε αναλυτικά τον οδηγό τουριστικής νομοθεσίας ανά κλάδο

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος 2021

Δείτε αναλυτικά όλες τις κλίμακες φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν για το φορολογικό έτος 2021